Οι
προτιμήσεις είναι σαν τα πιάτα της εκδίκησης, όπου βασικά ισχύουν τα πάντα,
(χιόνι, βροχή, λιακάδα), ανάλογα την περίσταση, και νόημα δε βγαίνει. Σου λέει,
κάποιοι το προτιμούν καυτό. Ή ότι κάποιοι το προτιμούν κρύο. Και γενικώς είναι
μια μεγάλη αλήθεια πως κάποιοι το προτιμούν και ότι η εκδίκηση είναι ένα πιάτο
που σερβίρεται (με διάφορους τρόπους). Μοιάζει εξάλλου πολύ με το πολιτικό παιχνίδι στη
χώρα μας. Κάποιοι το προτιμούν μνημόνιο, κάποιοι άλλοι αντιμνημόνιο, και στο
τέλος κάνουν ακριβώς τα ίδια και με τις ίδιες «πρωτότυπες» δικαιολογίες, χωρίς να έχει σημασία η προτίμηση κι η ετυμηγορία του κυρίαρχου λαού.
Τέλος
πάντων, κάποιοι τη βρίσκουν με το χειμώνα και έχουν δυσανεξία στο καλοκαίρι, τους
ρυθμούς του, την απουσία ειδήσεων και τις θερμοκρασίες του. Ή μάλλον με (γαμώ)
την καταδίκη τους να το περάσουν σε μια πόλη, χωρίς φράγκο στην τσέπη, και
χωρίς διακοπές –γιατί δεν ξέρω πολλούς που να μπορούν, αλλά να μην τις θέλουν. Γι’ αυτό κινούνται λιγότερο, στη ζωή ή και διαδικτυακά, για να μη σπαταλάνε πολύτιμη ενέργεια. Η ζέστη, τα λόγια του πάπα…
-Του
παπά, θες να πεις. Είναι λάθος ο τόνος.
Εντάξει,
δεν έχουμε κανένα αλάθητο. Αλλά είναι ζήτημα ποιος δίνει κάθε φορά τον τόνο. Οι
πολιτικές εξελίξεις, θα μου πεις –που είναι πολύ πυκνές μάλιστα, για τα
δεδομένα της εποχής. Δηλ οι άλλοι, θα σου απαντήσω, που έχουν το πεπόνι και το
μαχαίρι κι αφήνουν για μας τη φλούδα να την πατήσουμε. Και βάζουν τον τόνο σε
σύμφωνα και (μνημονιακές) συμφωνίες, ενώ εσύ σπαζοκεφαλιάζεις πώς θα διαβάσεις
αυτόν τον τόνο και την πολιτική συγκυρία, και νιώθεις πολιτικά αγράμματος (που
λέει και η Αλέκα): γιατί δεν έγινε τελικά κρίκος η αριστερή κυβέρνηση; Και πώς
θα αλλάξουμε τον τόνο και την πολιτική ατζέντα;
Κι
έτσι περνάει ο χρόνος, αλλάζουν οι εποχές, αν και η εποχή παραμένει πάντα εποχή
περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, (εξαιρώντας δηλ τα χρόνια της αντεπανάστασης
που ήρθαν τα πάνω κάτω και ήταν εποχή περάσματος από το σοσιαλισμό στον
καπιταλισμό και τη βαρβαρότητα). Πέφτουν τα φύλλα από τα δέντρα, από το
ημερολόγιο, η θερμοκρασία, οι νιφάδες, το ηθικό. Φεύγει το καλοκαίρι, σα μια απλή βαρυχειμωνιά
με υψηλές θερμοκρασίες, χωρίς ουσιαστικές μεταβολές, με τις άλλες εποχές, που
δε διαφέρουν ιδιαίτερα μεταξύ τους μετά την κλιματική καταστροφή του 89’ και
φτιάχνουν μια εποχή τελείως άχρωμη, που μάταια τη βγάζεις στον ήλιο να πάρει
λίγο χρώμα και δεν σου κάνει ούτε ζέστη ούτε κρύο –όχι όμως όπως στην Αβάνα,
που έχει τις ίδιες θερμοκρασίες σχεδόν όλο το χρόνο.
Συνεπώς τι κάνουμε σφε; Εμείς προς το παρόν κάνουμε τα πειραματόζωα (του Αρκά) σε αλλεπάλληλες καταστάσεις
συστολής-διαστολής. Παγώνουν τα φλογερά επαναστατικά όνειρα, καίγονται οι
ελπίδες, η δροσιά και η νιότη του κόσμου, η κρύα, καθαρή σκέψη. Όλα από χέρι
καμένα και τα σπίρτα μας βρεγμένα. Αλλά αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς και εσύ,
πως θα γενούνε τα σκοτάδια φως. Φουσκώνουν τα μυαλά μας, καθώς συρρικνώνονται, σε
μια διαλεκτική σχέση, που δύσκολα καταλαβαίνουν. Μειώνονται οι μισθοί, για να
αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα. Συρρικνώνονται οι κατακτήσεις και τα
δικαιώματα, για να νικήσει η δημοκρατία –που δεν έχει αδιέξοδα. Μια διαρκής παραφωνία,
σα μυρμήγκια που τραγουδάνε και τζιτζίκια που δουλεύουν σιωπηλά κι αμίλητα.
Περιμένεις
παθητικά να αλλάξει κάτι απ’ το πουθενά, να αρχίσει ξαφνικά να φυσάει άλλος αέρας, να
κερδίσεις μικρές ανάσες δροσιάς μες στον καύσωνα. Αλλά οι συνθήκες δεν έχουν
ωριμάσει, οι δυνατότητες έχουν σαπίσει, το κλίμα δε σηκώνει, κι ο κλιματισμός
δεν υποκαθιστά τεχνητά τις συνθήκες, αλλά μας πλακώνει χειρότερα. Ως πότε θα
περιμένουμε όμως να χιονίσει για να δούμε άσπρη μέρα; Μην περιμένεις από τις λιτανείες να
ποτίσουν την ξερή γη. Ούτε απ’ τον ανεμιστήρα για να φυσήξει. Ήδη από το 09’
κάποιοι σου έλεγαν πως έρχεται θύελλα –και τελικά τη θύελλα την έλεγαν ελπίδα -ή μήπως αντίστροφα; Κι
ο τελευταίος άνεμος της αλλαγής, που σε ξελόγιασε, άφησε πίσω του σκοτωμένες
ελπίδες, ανεμομαζώματα-ανεμοσκορπίσματα, και ξεραμένες οφθαλμαπάτες μέσα στην έρημο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ
Η κε του μπλοκ είναι ανοιχτή σε κάθε σχόλιο που προσπαθεί να προσθέσει κάτι στην πολιτική συζήτηση
Αρκεί να έχει κάποιο διακριτό ψευδώνυμο ως υπογραφή.