Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από το (χρήσιμο, ενδιαφέρον αλλά και με ορισμένους περιορισμούς) βιβλίο του Σπύρου Σακελλαρόπουλου "κρίση και κοινωνική διαστρωμάτωση στην Ελλάδα του 21ου αιώνα" από τις εκδόσεις Τόπος. Θα ακολουθήσει κι η συνέχεια σε ένα δεύτερο μέρος, με σκοπό να δώσει μια συνοπτική αλλά πλήρη εικόνα για μια συγκεκριμένη ερμηνεία της κρίσης (και της εκδήλωσής της ως κρίσης χρέους, ανταγωνιστικότητας, κτλ) με σκοπό να υποβληθεί κατόπιν σε κριτική. Δεν ξέρω αν το πρώτο μέρος από μόνο του φανεί ενδιαφέρον στους σφους αναγνώστες, αλλά ο διαχωρισμός κρίθηκε σκόπιμος, λόγω έκτασης. Καλή ανάγνωση.
1. Η μη υπέρβαση της κρίσης του 1973
Βασική θέση του παρόντος εγχειριδίου είναι πως η ελληνική κρίση δεν αποτελεί ανεξάρτητο από τη διεθνή κρίση φαινόμενο. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισαν την κρίση οι ευρωπαϊκές οικονομικές ελίτ θα πλήξει ιδιαίτερα την Ελλάδα, η οποία για μια σειρά από εσωτερικούς λόγους θα καταστεί ο αδύναμος κρίκος της ευρωπαϊκής και διεθνούς οικονομίας.
Η φούσκα των ακινήτων του 2007-08 στις ΗΠΑ και οι επιδράσεις της στη χρηματοπιστωτική σφαίρα σχετίζονται με το γεγονός πως οι συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1973 δεν έγινε ποτέ δυνατόν να ανασχεθούν πλήρως.
Το πρόβλημα κερδοφορίας που έχει δημιουργήσει την κρίση δεν είναι θέμα υψηλών μισθών, και αν συνεχίζει να είναι υπαρκτό, οφείλεται στο γεγονός πως όλες οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες δεν κατόρθωσαν να ανορθώσουν την κερδοφορία των ισχυρών καπιταλιστικών σχηματισμών στα επίπεδα της προ του 1973 περιόδου. Και παρότι υπήρξαν μια σειρά από πολιτικές που αντανακλούσαν αυτή την κατεύθυνση, ο στόχος τελικώς δεν επετεύχθη. Οι εν λόγω πολιτικές αφορούσαν: α) στην αύξηση των πραγματικών μισθών με ρυθμούς μικρότερους από την αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (έντασης της εκμετάλλευσης) β) στην εκκαθάριση των λιγότερο ανταγωνιστικών κεφαλαίων γ) στην αύξηση της χρόνιας και μαζικής ανεργίας, έτσι ώστε να περιοριστεί η διαπραγματευτική ισχύς της εργασίας δ) στην επίταση των ρυθμών συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου ε) στην ευρεία αλλαγή στις εργασιακές σχέσεις (μερική απασχόληση, ελαστικές σχέσεις εργασίας, συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ενοικιάσει εργαζομένων), στ) στην ανάπτυξη μιας παράλληλης αγοράς εργασίας (στην οποία εντάσσονται κυρίως γυναίκες, νέοι, μετανάστες) και εντός της οποίας καταστρατηγείται η εργασιακή νομοθεσία. Το πρόβλημα δεν επιλύθηκε ούτε από τη μείωση του κόστους των μηχανικών συστημάτων παραγωγής, των πρώτων υλών και της ενέργειας αλλά ούτε και μέσω της εισαγωγής των λεγόμενων νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία.
Το ενδιαφέρον είναι πως το διάστημα που μεσολάβησε από την κρίση του 1973 μέχρι τις αρχές του νέου αιώνα χαρακτηρίστηκε από μια σειρά θετικών εξελίξεων για το καπιταλιστικό σύστημα, όπως: τη διάλυση του Σοβιετικού μπλοκ, τη μείωσης της δύναμης των συνδικάτων, την υποχώρηση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Οι εξελίξεις αυτές θα μπορούσαν να λειτουργήσουν θετικά και να συντελέσουν στην αύξηση της κερδοφορίας, πράγμα που όμως δεν έγινε. Αντίθετα, λειτούργησαν θετικά για την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ως συνόλου ή ως καπιταλιστικής δυναμικής. Αυτό σημαίνει πως ενώ η κερδοφορία στις καπιταλιστικές μητροπόλεις δεν επαναποκτούσε την παλαιότερη δυναμική της, η είσοδος και άλλων χωρών εντός της καπιταλιστικής/ιμπεριαλιστικής αλυσίδας (είτε με υψηλό επίπεδο ικανοτήτων του συλλογικού εργάτη, όπως στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Δύσης, είτε με χαμηλούς μισθούς, όπως σε ορισμένες Ασιατικές χώρες, είτε με ένα συνδυασμό και των δύο) δημιούργησε πιέσει αφού ο ανταγωνισμός εντεινόταν και τα μερίδια στη διεθνή αγορά ανακατανέμονταν.
2. Η επιλογή της χρηματοπιστωτικής σφαίρας (δημόσιος δανεισμός και χρηματιστικοποίηση)
Οι ανωτέρω εξελίξεις οδήγησαν στην ανάγκη υιοθέτησης ενός νέου μοντέλου συσσώρευσης. Έτσι, έγινε προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί ως απάντηση η στροφή προς τη χρηματοπιστωτική σφαίρα μέσω της λεγόμενης χρηματιστικοποίησης. Η χρηματοπιστωτική σφαίρα έχει την ιδιαιτερότητα να συγκεντρώνει και να διαχειρίζεται χρήμα που βρίσκεται στάσιμο και αναξιοποίητο, να προεξοφλεί τη δυναμική της κεφαλαιακής συσσώρευσης, λειτουργώντας ως δίκτυο απαιτήσεων στη μελλοντική κερδοφορία, να επιτρέπει τη γρήγορη μετακίνηση του κεφαλαίου από τον έναν τομέα στον άλλο, όπου το επίπεδο κερδοφορίας εμφανίζεται υψηλότερο, να αποτιμά διαρκώς τα πάγια κεφάλαια των επιχειρήσεων που βρίσκονται εκτός κυκλοφορίας, να δημιουργεί ένα σύστημα διαχείρισης επιχειρηματικού κινδύνου και τέλος να συμβάλλει στη σταδιακή σύγκλιση των πιο διαφορετικών μορφών περιουσιακών αποδόσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, σε περιόδους κρίσης λιμνάζοντα κεφάλαια αναζητούν υψηλότερη κερδοφορία και όταν τη βρίσκουν κατευθύνονται προς τη χρηματοπιστωτική σφαίρα. Η ιδιαιτερότητα που υπάρχει στη μετά του 1973 εποχή είναι πως η χρηματοπιστωτική σφαίρα πέραν των "παραδοσιακών" δραστηριοτήτων της χαρακτηρίζεται, αφενός, από το αυξημένο δημόσιο δανεισμό και αφετέρου από το φαινόμενο της χρηματιστικοποίησης.
Ο αυξημένος δημόσιος δανεισμός δημιουργήθηκε ως προσπάθεια συντήρησης ενός υψηλού ποσοστού δημόσιων δαπανών που δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τα φορολογικά έσοδα. Δηλαδή, το κράτος, από τη μια δεν ήθελε να φορολογήσει τις επιχειρήσεις που ήδη γνώριζαν πτώση κερδοφορίας και ούτε ήταν εύκολο να καλύψει αυτό το κενό από τους εργαζόμενους, των οποίων τα εισοδήματα είχαν γνωρίσει ακόμη μεγαλύτερη μείωση, και, από την άλλη, δεν ήθελε να μειώσει και τις δημόσιες δαπάνες, οι οποίες σε σημαντικό βαθμό αφορούσαν στην αγορά καπιταλιστικών εμπορευμάτων και λειτουργούσαν ανασχετικά στην περαιτέρω μείωση της κερδοφορίας. Γι' αυτό και τα δυτικά κράτη στράφηκαν στην αύξηση του δημόσιου χρέους.
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην επέκταση της αγοράς ομολόγων και κατέστησε το δημόσιο χρέος μία σημαντική παράμετρο της όλης διαδικασίας "ανάπτυξης" που σε δεύτερο χρόνο θα συνδυαστεί με τη διαδικασία της χρηματιστικοποίησης.
Από εκεί και πέρα το φαινόμενο της χρηματιστικοποίησης παρουσιάζει τρία χαρακτηριστικά: α) τη δυνατότητα των μεγάλων επιχειρήσεων να χρηματοδοτούν επενδύσεις βάσει αδιανέμητων κερδών, καθώς και τη δυνατότητά τους να συμμετέχουν στις χρηματοπιστωτικές αγορές για δικό τους λογαριασμό, β) την κατεύθυνση των τραπεζών προς την εξασφάλιση κερδών από συναλλαγές στις χρηματοοικονομικές αγορές καθώς και από το δανεισμό σε ιδιώτες, γ) την αυξανόμενη συμμετοχή των εργαζόμενων και των νοικοκυριών στις χρηματοπιστωτικές αγορές τόσο για να δανειστούν όσο και για να διαθέσουν τις αποταμιεύσεις τους. Το αποτέλεσμα ήταν τα τελευταία 30 χρόνια ο λόγος των χρηματοοικονομικών στοιχείων προς το παγκόσμιο ΑΕΠ να έχει τριπλασιαστεί από 1,5 σε 4,5.
Απαραίτητη προϋπόθεση της τοιαύτης εξέλιξης της χρηματιστικοποίησης ήταν και η λεγόμενη "απελευθέρωση" των τραπεζικών αγορών - συνέπεια της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού. Από εκεί και πέρα, συνέβαλαν και άλλοι παράγοντες, όπως η χρησιμοποίηση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων, η δημιουργία των νέων χρηματοοικονομικών προϊόντων η αύξηση του σωρευτικού όγκου των τόκων, η άνοδος της τιμής των μετοχών, η αύξηση του διανεμόμενου ύψους των μερισμάτων στους μετόχους κ.ά.
Η εμπέδωση της χρηματιστικοποίησης ξεκίνησε από τη σχέση τραπεζών και πάσης φύσεως ιδιωτών. Οι επιχειρήσεις, αφού σε πρώτο χρόνο είχαν καταθέσει τα κέρδη του, σε δεύτερο αγόραζαν χρηματοπιστωτικά προϊόντα για να αυξήσουν την κερδοφορία τους, ενώ τα νοικοκυριά σύναπταν καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια επειδή δεν μπορούσαν να αγοράσουν κατοικίες και προϊόντα από τους μισθούς τους. Στην τάση αυτή συνέβαλε η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων που υιοθέτησε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ στη διάρκεια των ετών 2001-2003, που σε ένα βαθμό οφειλόταν και στο φόβο που διαχύθηκε στις αγορές από την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Δημιουργήθηκε, έτσι, μια φούσκα την οποία ενίσχυσε η εισροή των κεφαλαίων από τις αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες υπό τις πιέσεις της παγκόσμιας αγοράς διατηρούσαν τα αποθεματικά τους σε δολάρια.
Αρχικών, οι τράπεζες δάνειζαν σε αξιόπιστους πελάτες αλλά στη συνέχεια ο δανεισμός επεκτάθηκε και σε ορισμένες μορφές επισφαλών δανείων. Αυτό έγινε εφικτό μέσω της αλλαγής του τρόπου με τον οποίο παρέχονταν τα δάνεια. Παλαιότερα η σύναψη ενός δανείου ήταν αποτέλεσμα μιας προσωπικής σχέσης μεταξύ τράπεζας και δανειζόμενου. Στη συνέχεια, αυτό αντικαταστάθηκε από τη θέσπιση ορισμένων αντικειμενικών κριτηρίων (τη λεγόμενη επιστημονική βαθμολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας) και οι τράπεζες θεώρησαν τα δάνεια που είχαν δώσει ως περιουσιακά τους στοιχεία τα οποία εγγυώνταν την αποπληρωμή των έντοκων δόσεων στον κάτοχό τους. Για ένα διάστημα αυτό θεωρήθηκε ως το απόγειο της σύγχρονης χρηματοπιστωτικής αντίληψης, ωστόσο όπως θα φανεί πολύ σύντομα η ανάθεση της αποτίμησης σε τρίτους, σε φορείς εκτός τραπεζών, δημιούργησε κενά και παραλείψεις που οδήγησαν σε εσφαλμένες εκτιμήσεις.
Σε κάθε περίπτωση, όλα όσα προηγήθηκαν θα έχουν ως αποτέλεσμα την τεράστια αύξηση του δανεισμού και τη μετατροπή των δανείων σε ειδικά ομόλογα που αγοράστηκαν από μια σειρά από καταθέτες (επιχειρήσεις, ασφαλιστικά ταμεία, άλλες τράπεζες), ενώ ορισμένοι χρηατοπιστωτικοί οργανισμοί άρχισαν να χρησιμοποιηθούν φτηνές πιστώσεις για να αγοράσουν αυτούς τους νέους εγγυητικούς τίτλους (τίτλους, δηλαδή, οι οποίοι έδιναν το δικαίωμα είσπραξης δόσεων που απέρρεαν από ξεχωριστά δάνεια). Στη συνέχεια, κάποιοι άλλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί συνένωναν αυτούς τους εγγυητικούς τίτλους για να χρησιμοποιήσουν πιο πολύπλοκους συνθετικούς τίτλους, τα λεγόμενα Χρέη με εγγύηση Χρεών (CDO-Collateralized Debt Obligations), τα οποία έδιναν στους κατόχους τους το δικαίωμα είσπραξης σωρευτικών τόκων από τους προηγούμενους εγγυητικούς τίτλους. Αυτή η καινοτομία θεωρήθηκε ως ιδιαίτερα ελπιδοφόρα αφού σε περίπτωση που κάποιες επιχειρήσεις συναντούσαν δυσκολίες, αυτό δε θα επιβάρυνε ένα πιστωτικό ίδρυμα εφόσον το ρίσκο είχε μοιραστεί μεταξύ διαφορετικών αγοραστών ομολόγων.
Το αποτέλεσμα ήταν το χρηματοπιστωτικό σύστημα ενώ το 1971 αντιστοιχούσε στο 3% της αμερικανικής οικονομίας, το 2007 να φτάσει το 42%. Σε διεθνές επίπεδο, το 2011* το παγκόσμιο εισόδημα ήταν 49 τρις δολ. και τα χρηματοπιστωτικά παράγωγα έφταναν τα 85 τρις δολ. Το 2007 το παγκόσμιο εισόδημα είχε φτάσει στα 85 τρις δολ. ενώ η αξία των παραγώγων είχε εκτοξευτεί στα 670 δις δολ.
*Σ.Σ: όπως σωστά μου υπέδειξε σφος αναγνώστης, υπάρχει ένα λογικό χάσμα με τη μείωση που προκύπτει και πιθανότατα κάποιο λάθος στην αναφερόμενη χρονολογία, το οποίο δεν έγινε κατά τη μεταφορά του κειμένου, αλλά στο πρωτότυπο.
1. Η μη υπέρβαση της κρίσης του 1973
Βασική θέση του παρόντος εγχειριδίου είναι πως η ελληνική κρίση δεν αποτελεί ανεξάρτητο από τη διεθνή κρίση φαινόμενο. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισαν την κρίση οι ευρωπαϊκές οικονομικές ελίτ θα πλήξει ιδιαίτερα την Ελλάδα, η οποία για μια σειρά από εσωτερικούς λόγους θα καταστεί ο αδύναμος κρίκος της ευρωπαϊκής και διεθνούς οικονομίας.
Η φούσκα των ακινήτων του 2007-08 στις ΗΠΑ και οι επιδράσεις της στη χρηματοπιστωτική σφαίρα σχετίζονται με το γεγονός πως οι συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1973 δεν έγινε ποτέ δυνατόν να ανασχεθούν πλήρως.
Το πρόβλημα κερδοφορίας που έχει δημιουργήσει την κρίση δεν είναι θέμα υψηλών μισθών, και αν συνεχίζει να είναι υπαρκτό, οφείλεται στο γεγονός πως όλες οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες δεν κατόρθωσαν να ανορθώσουν την κερδοφορία των ισχυρών καπιταλιστικών σχηματισμών στα επίπεδα της προ του 1973 περιόδου. Και παρότι υπήρξαν μια σειρά από πολιτικές που αντανακλούσαν αυτή την κατεύθυνση, ο στόχος τελικώς δεν επετεύχθη. Οι εν λόγω πολιτικές αφορούσαν: α) στην αύξηση των πραγματικών μισθών με ρυθμούς μικρότερους από την αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (έντασης της εκμετάλλευσης) β) στην εκκαθάριση των λιγότερο ανταγωνιστικών κεφαλαίων γ) στην αύξηση της χρόνιας και μαζικής ανεργίας, έτσι ώστε να περιοριστεί η διαπραγματευτική ισχύς της εργασίας δ) στην επίταση των ρυθμών συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου ε) στην ευρεία αλλαγή στις εργασιακές σχέσεις (μερική απασχόληση, ελαστικές σχέσεις εργασίας, συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ενοικιάσει εργαζομένων), στ) στην ανάπτυξη μιας παράλληλης αγοράς εργασίας (στην οποία εντάσσονται κυρίως γυναίκες, νέοι, μετανάστες) και εντός της οποίας καταστρατηγείται η εργασιακή νομοθεσία. Το πρόβλημα δεν επιλύθηκε ούτε από τη μείωση του κόστους των μηχανικών συστημάτων παραγωγής, των πρώτων υλών και της ενέργειας αλλά ούτε και μέσω της εισαγωγής των λεγόμενων νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία.
Το ενδιαφέρον είναι πως το διάστημα που μεσολάβησε από την κρίση του 1973 μέχρι τις αρχές του νέου αιώνα χαρακτηρίστηκε από μια σειρά θετικών εξελίξεων για το καπιταλιστικό σύστημα, όπως: τη διάλυση του Σοβιετικού μπλοκ, τη μείωσης της δύναμης των συνδικάτων, την υποχώρηση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Οι εξελίξεις αυτές θα μπορούσαν να λειτουργήσουν θετικά και να συντελέσουν στην αύξηση της κερδοφορίας, πράγμα που όμως δεν έγινε. Αντίθετα, λειτούργησαν θετικά για την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ως συνόλου ή ως καπιταλιστικής δυναμικής. Αυτό σημαίνει πως ενώ η κερδοφορία στις καπιταλιστικές μητροπόλεις δεν επαναποκτούσε την παλαιότερη δυναμική της, η είσοδος και άλλων χωρών εντός της καπιταλιστικής/ιμπεριαλιστικής αλυσίδας (είτε με υψηλό επίπεδο ικανοτήτων του συλλογικού εργάτη, όπως στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Δύσης, είτε με χαμηλούς μισθούς, όπως σε ορισμένες Ασιατικές χώρες, είτε με ένα συνδυασμό και των δύο) δημιούργησε πιέσει αφού ο ανταγωνισμός εντεινόταν και τα μερίδια στη διεθνή αγορά ανακατανέμονταν.
2. Η επιλογή της χρηματοπιστωτικής σφαίρας (δημόσιος δανεισμός και χρηματιστικοποίηση)
Οι ανωτέρω εξελίξεις οδήγησαν στην ανάγκη υιοθέτησης ενός νέου μοντέλου συσσώρευσης. Έτσι, έγινε προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί ως απάντηση η στροφή προς τη χρηματοπιστωτική σφαίρα μέσω της λεγόμενης χρηματιστικοποίησης. Η χρηματοπιστωτική σφαίρα έχει την ιδιαιτερότητα να συγκεντρώνει και να διαχειρίζεται χρήμα που βρίσκεται στάσιμο και αναξιοποίητο, να προεξοφλεί τη δυναμική της κεφαλαιακής συσσώρευσης, λειτουργώντας ως δίκτυο απαιτήσεων στη μελλοντική κερδοφορία, να επιτρέπει τη γρήγορη μετακίνηση του κεφαλαίου από τον έναν τομέα στον άλλο, όπου το επίπεδο κερδοφορίας εμφανίζεται υψηλότερο, να αποτιμά διαρκώς τα πάγια κεφάλαια των επιχειρήσεων που βρίσκονται εκτός κυκλοφορίας, να δημιουργεί ένα σύστημα διαχείρισης επιχειρηματικού κινδύνου και τέλος να συμβάλλει στη σταδιακή σύγκλιση των πιο διαφορετικών μορφών περιουσιακών αποδόσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, σε περιόδους κρίσης λιμνάζοντα κεφάλαια αναζητούν υψηλότερη κερδοφορία και όταν τη βρίσκουν κατευθύνονται προς τη χρηματοπιστωτική σφαίρα. Η ιδιαιτερότητα που υπάρχει στη μετά του 1973 εποχή είναι πως η χρηματοπιστωτική σφαίρα πέραν των "παραδοσιακών" δραστηριοτήτων της χαρακτηρίζεται, αφενός, από το αυξημένο δημόσιο δανεισμό και αφετέρου από το φαινόμενο της χρηματιστικοποίησης.
Ο αυξημένος δημόσιος δανεισμός δημιουργήθηκε ως προσπάθεια συντήρησης ενός υψηλού ποσοστού δημόσιων δαπανών που δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τα φορολογικά έσοδα. Δηλαδή, το κράτος, από τη μια δεν ήθελε να φορολογήσει τις επιχειρήσεις που ήδη γνώριζαν πτώση κερδοφορίας και ούτε ήταν εύκολο να καλύψει αυτό το κενό από τους εργαζόμενους, των οποίων τα εισοδήματα είχαν γνωρίσει ακόμη μεγαλύτερη μείωση, και, από την άλλη, δεν ήθελε να μειώσει και τις δημόσιες δαπάνες, οι οποίες σε σημαντικό βαθμό αφορούσαν στην αγορά καπιταλιστικών εμπορευμάτων και λειτουργούσαν ανασχετικά στην περαιτέρω μείωση της κερδοφορίας. Γι' αυτό και τα δυτικά κράτη στράφηκαν στην αύξηση του δημόσιου χρέους.
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην επέκταση της αγοράς ομολόγων και κατέστησε το δημόσιο χρέος μία σημαντική παράμετρο της όλης διαδικασίας "ανάπτυξης" που σε δεύτερο χρόνο θα συνδυαστεί με τη διαδικασία της χρηματιστικοποίησης.
Από εκεί και πέρα το φαινόμενο της χρηματιστικοποίησης παρουσιάζει τρία χαρακτηριστικά: α) τη δυνατότητα των μεγάλων επιχειρήσεων να χρηματοδοτούν επενδύσεις βάσει αδιανέμητων κερδών, καθώς και τη δυνατότητά τους να συμμετέχουν στις χρηματοπιστωτικές αγορές για δικό τους λογαριασμό, β) την κατεύθυνση των τραπεζών προς την εξασφάλιση κερδών από συναλλαγές στις χρηματοοικονομικές αγορές καθώς και από το δανεισμό σε ιδιώτες, γ) την αυξανόμενη συμμετοχή των εργαζόμενων και των νοικοκυριών στις χρηματοπιστωτικές αγορές τόσο για να δανειστούν όσο και για να διαθέσουν τις αποταμιεύσεις τους. Το αποτέλεσμα ήταν τα τελευταία 30 χρόνια ο λόγος των χρηματοοικονομικών στοιχείων προς το παγκόσμιο ΑΕΠ να έχει τριπλασιαστεί από 1,5 σε 4,5.
Απαραίτητη προϋπόθεση της τοιαύτης εξέλιξης της χρηματιστικοποίησης ήταν και η λεγόμενη "απελευθέρωση" των τραπεζικών αγορών - συνέπεια της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού. Από εκεί και πέρα, συνέβαλαν και άλλοι παράγοντες, όπως η χρησιμοποίηση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων, η δημιουργία των νέων χρηματοοικονομικών προϊόντων η αύξηση του σωρευτικού όγκου των τόκων, η άνοδος της τιμής των μετοχών, η αύξηση του διανεμόμενου ύψους των μερισμάτων στους μετόχους κ.ά.
Η εμπέδωση της χρηματιστικοποίησης ξεκίνησε από τη σχέση τραπεζών και πάσης φύσεως ιδιωτών. Οι επιχειρήσεις, αφού σε πρώτο χρόνο είχαν καταθέσει τα κέρδη του, σε δεύτερο αγόραζαν χρηματοπιστωτικά προϊόντα για να αυξήσουν την κερδοφορία τους, ενώ τα νοικοκυριά σύναπταν καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια επειδή δεν μπορούσαν να αγοράσουν κατοικίες και προϊόντα από τους μισθούς τους. Στην τάση αυτή συνέβαλε η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων που υιοθέτησε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ στη διάρκεια των ετών 2001-2003, που σε ένα βαθμό οφειλόταν και στο φόβο που διαχύθηκε στις αγορές από την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Δημιουργήθηκε, έτσι, μια φούσκα την οποία ενίσχυσε η εισροή των κεφαλαίων από τις αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες υπό τις πιέσεις της παγκόσμιας αγοράς διατηρούσαν τα αποθεματικά τους σε δολάρια.
Αρχικών, οι τράπεζες δάνειζαν σε αξιόπιστους πελάτες αλλά στη συνέχεια ο δανεισμός επεκτάθηκε και σε ορισμένες μορφές επισφαλών δανείων. Αυτό έγινε εφικτό μέσω της αλλαγής του τρόπου με τον οποίο παρέχονταν τα δάνεια. Παλαιότερα η σύναψη ενός δανείου ήταν αποτέλεσμα μιας προσωπικής σχέσης μεταξύ τράπεζας και δανειζόμενου. Στη συνέχεια, αυτό αντικαταστάθηκε από τη θέσπιση ορισμένων αντικειμενικών κριτηρίων (τη λεγόμενη επιστημονική βαθμολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας) και οι τράπεζες θεώρησαν τα δάνεια που είχαν δώσει ως περιουσιακά τους στοιχεία τα οποία εγγυώνταν την αποπληρωμή των έντοκων δόσεων στον κάτοχό τους. Για ένα διάστημα αυτό θεωρήθηκε ως το απόγειο της σύγχρονης χρηματοπιστωτικής αντίληψης, ωστόσο όπως θα φανεί πολύ σύντομα η ανάθεση της αποτίμησης σε τρίτους, σε φορείς εκτός τραπεζών, δημιούργησε κενά και παραλείψεις που οδήγησαν σε εσφαλμένες εκτιμήσεις.
Σε κάθε περίπτωση, όλα όσα προηγήθηκαν θα έχουν ως αποτέλεσμα την τεράστια αύξηση του δανεισμού και τη μετατροπή των δανείων σε ειδικά ομόλογα που αγοράστηκαν από μια σειρά από καταθέτες (επιχειρήσεις, ασφαλιστικά ταμεία, άλλες τράπεζες), ενώ ορισμένοι χρηατοπιστωτικοί οργανισμοί άρχισαν να χρησιμοποιηθούν φτηνές πιστώσεις για να αγοράσουν αυτούς τους νέους εγγυητικούς τίτλους (τίτλους, δηλαδή, οι οποίοι έδιναν το δικαίωμα είσπραξης δόσεων που απέρρεαν από ξεχωριστά δάνεια). Στη συνέχεια, κάποιοι άλλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί συνένωναν αυτούς τους εγγυητικούς τίτλους για να χρησιμοποιήσουν πιο πολύπλοκους συνθετικούς τίτλους, τα λεγόμενα Χρέη με εγγύηση Χρεών (CDO-Collateralized Debt Obligations), τα οποία έδιναν στους κατόχους τους το δικαίωμα είσπραξης σωρευτικών τόκων από τους προηγούμενους εγγυητικούς τίτλους. Αυτή η καινοτομία θεωρήθηκε ως ιδιαίτερα ελπιδοφόρα αφού σε περίπτωση που κάποιες επιχειρήσεις συναντούσαν δυσκολίες, αυτό δε θα επιβάρυνε ένα πιστωτικό ίδρυμα εφόσον το ρίσκο είχε μοιραστεί μεταξύ διαφορετικών αγοραστών ομολόγων.
Το αποτέλεσμα ήταν το χρηματοπιστωτικό σύστημα ενώ το 1971 αντιστοιχούσε στο 3% της αμερικανικής οικονομίας, το 2007 να φτάσει το 42%. Σε διεθνές επίπεδο, το 2011* το παγκόσμιο εισόδημα ήταν 49 τρις δολ. και τα χρηματοπιστωτικά παράγωγα έφταναν τα 85 τρις δολ. Το 2007 το παγκόσμιο εισόδημα είχε φτάσει στα 85 τρις δολ. ενώ η αξία των παραγώγων είχε εκτοξευτεί στα 670 δις δολ.
*Σ.Σ: όπως σωστά μου υπέδειξε σφος αναγνώστης, υπάρχει ένα λογικό χάσμα με τη μείωση που προκύπτει και πιθανότατα κάποιο λάθος στην αναφερόμενη χρονολογία, το οποίο δεν έγινε κατά τη μεταφορά του κειμένου, αλλά στο πρωτότυπο.
"Το πρόβλημα κερδοφορίας που έχει δημιουργήσει την κρίση δεν είναι θέμα υψηλών μισθών"
ΑπάντησηΔιαγραφήΔε ξέρω αν θέλει να αναφερθεί σε "αντικειμενικά υψηλούς μισθούς" και "ζωή πέρα από τις δυνατότητες" και να δείξει ότι δεν είναι αυτά τα αίτια της κρίσης. Πάντως η αιτία της κρίσης από την πλευρά των επενδυτών είναι ακριβώς αυτή.
Τα ποσοστά κερδοφορίας προ του 73 έχουν ως σημείο εκκίνησης το μεταπολεμικό σκηνικό, όπου παντού υπήρχαν δυνατότητες επικερδών επενδύσεων. Σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, συνεχίζουν να υπάρχουν περίοδοι όπου τα ποσοστά κερδοφορίας ανεβαίνουν (82-85, 90-95, 01-03, 08-12) ως αποτέλεσμα των αλλαγών που αναφέρει και τις οποίες θεωρεί αναποτελεσματικές. Είναι αναποτελεσματικές μόνο σε σύγκριση με έναν παγκόσμιο πόλεμο καθώς φέρνουν μεν αναζωογόνηση στο καπιταλιστικό σύστημα αλλά πολύ πρόσκαιρη.
ΓΜ
1. Γράφει ότι οι
ΑπάντησηΔιαγραφή(….)πολιτικές που ακολουθήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες δεν κατόρθωσαν να ανορθώσουν την κερδοφορία των ισχυρών καπιταλιστικών σχηματισμών στα επίπεδα της προ του 1973 περιόδου (…)
Κάνει ένα σφάλμα δεν είναι μονο οι πολιτικές των αστών που βοηθούν στην ανάταξη της κερδοφοριας του κεφαλαίου αλλα αυτή η ιδια η λειτουργια της καπιταλιστικης οικονομίας που οδηγει χωρις καμια παρεμβαση στην καταστροφη μερους του κεφαλαιου. Το ιδιο ισχυει και για την αυξηση της ανεργιας και αυτή οφειλεται όχι σε πολιτικες αλλα στην ιδαι τη φυση της καπιταλιστικης οικονομιας
Δεν αναφερει ότι πισω παο την εκρηξη των στεγαστικων δανειων στις ΗΠΑ στις αρχες του 2000 ηταν η στηριξη του οικοδομικου κεφαλιου των ΗΠΑ με επεφρασμενη τη θεληση του υιου Μπους κάθε ανεργος και σπιτι (με δανειο φυσικα)
Επίσης δεν μας λεει το λογο (τουλαχιστον στο αποσπασμα ) που απετυχαν ολες αυτές οι πολιτικές να εκπληρωσουν τον σκοπο τους.
2. αναφορικα με την χρηματιστικοποιηση
Κανει ένα βασικο λαθος. Υπεραξια παραγεται μονο στην πραγματικη οικονομια. Η χρηματιστικοποιηση ετσι όπως την οριζει δεν κανει τιποτε άλλο από το να υποβοηθα την αναδιανομη της ηδη παραχθεισας υπεραξιας αλλα και την αποτελεσματικη κατευθυνση κεφαλαιων στους πιο κερδοφορους κλαδους. Τα τεραστα ποσα που αναφερει είναι ονομαστικα και όχι πραγματικα και στην περιπτωση που απαιτηθει αμεση και ταυτοχρο0νη εξοφληση ολων των ονομαστικων αξιων η πραγματικη τιμη τους θαειναι ένα υποπολλλαπλασιο της ονομαστικης
3. κανει λαθος και υποτιμα την ανασα που εδωσε στο καπιταλιστικο συστημα η ανατροπη του σοσιαλισμου. Απλως η ανασα αυτή κρατησε περίπου 18 χρονια και για τον λογο της δημιουργιας τοπικων κεφαλαιων στις χωρες αυτες
4. ο βασικος λογος που η καπιταλιστικη οικονομια δεν μπορεσε να αναταξει την κερδοφορια της είναι η αυξηση της πιστης δηλ του δημοσιου και ιδωτικου χρεους. η κινηση αυτή εδωσε την ευκαιρια σε μεγαλο μερος του λιγοτερου παραγωγικου κεφαλαιου τη δυνατοτητα να επιβιωσει αλλα και στα νοικοκυρια 2-3 δεκαετιες διατηρησης ενός βιοτικου επιπεδου. Δυστυχως το χρεος όμως δεν μπορει να αναπαραγεται στο διηνεκες Ένα επιπεδο είναι διατηρισμο με την προυποθεση η οικονομια να αναπτυσσεται με ρυθμο μεγαλυτερο του κοστους εξυπηρετησης του.