Η σημερινή ανάρτηση είναι ένα απόσπασμα από την εισήγηση του Γ. Μαργαρίτη στη διημερίδα της ΚΟ Θεσσαλονίκης (ή μήπως ΚΟ Κ.Μακεδονίας;) του ΚΚΕ, που έγινε τον περασμένο Μάη, για να τιμήσει τα 80χρονα από τον Μάη του 36' και τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης. Η αντιγραφή αυτού του αποσπάσματος έχει διπλή σημασία: αφενός να προβάλλει μια καινούρια κυκλοφορία της Σύγχρονης Εποχής, που συγκέντρωσε τα υλικά της διημερίδας και τα εξέδωσε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα και καλαίσθητη έκδοση. Αφετέρου να αναπαράγει μερικά σημεία από την εισήγηση του Μαργαρίτη, που δίνουν το ιστορικό πλαίσιο της εποχής, τις δυσκολίες του εργατικού κινήματος διεθνώς, αλλά και μια ζουμερή ερμηνεία για τη στροφή των μπολσεβίκων στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τις μικροαστικές αντιδράσεις (πχ από τον τροτσκισμό) που προκάλεσε αυτή η στρατηγική επιλογή. Η παράθεσή τους μπορεί να δώσει και τροφή για συζήτηση, στη συνέχεια.
Η καπιταλιστική κρίση του 1929 -του 1930 για τον ευρωπαϊκό χώρο- ανέτρεψε την αισιοδοξία και τις βεβαιότητες των ισχυρών καπιταλιστικών κέντρων. Η σοσιαλδημοκρατία κλήθηκε αρχικά να ηγηθεί μιας νέας ταξικής κοινωνικής επίθεσης, που απέβλεπε στη μετακύλιση του κόστους της κρίσης στις πλάτες των εργαζομένων. Όταν ετούτη η πολιτική έφτασε στα όριά της, όταν ξεπεράστηκε από το βάθος της κρίσης, όταν οι ευρωπαϊκές πόλεις γέμισαν ανέργους και συσσίτια, τότε κλήθηκε ο ναζισμός -ή οι συντηρητικές κυβερνήσεις των έκτακτων μέτρων- για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση: Πρώτος στόχος, πρώτο θύμα ετούτων των αστικών επιλογών, η εργατική τάξη των καπιταλιστικών χωρών, οι εργαζόμενοι και οι αγρότες παραγωγοί, καθώς επίσης και οι υπόδουλοι λαοί των αποικιών, που κλήθηκαν και αυτοί να συμβάλλουν στην αποκατάσταση της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Το εργατικό κίνημα την ίδια εκείνη εποχή βρισκόταν σε μια μεταβατική κατάσταση -αντιφατική ως προς τα χαρακτηριστικά της. Μια δεκαετία σχεδόν είχε κλείσει μετά από τη ρωσική επανάσταση και τις προσδοκίες για άμεση επαναστατική ανατροπή των αντιδραστικών καθεστώτων που ευθύνονταν -πέρα από τα υπόλοιπα- και για το αιματοκύλισμα των λαών στον παγκόσμιο πόλεμο. Η επανάσταση δεν είχε, όμως, γενικευτεί -στα βιομηχανικά ειδικά κράτη- και το καπιταλιστικό σύστημα, αντίθετα, φαινόταν να σταθεροποιείται και να επανέρχεται επιθετικό. Οι εντάσεις και ενίοτε οι εκρήξεις στον ταξικό αγώνα δε συνδυάζονταν, ούτε γενικεύονταν ώστε να καταστούν απειλή. Ο αντικομμουνισμός -η αντεπανάσταση- απλωνόταν και βάθαινε στις αστικές οικονομικές, πολιτικές αλλά και πνευματικές ελίτ.
Το πλέον σταθερό στήριγμα της αντεπανάστασης βρισκόταν μέσα στο ίδιο το εργατικό κίνημα. Το τελευταίο ήταν διασπασμένο και, ως εκ τούτου, αμήχανο ως προς τον τρόπο που θα αντιμετώπιζε τη νέα κατάσταση. Η σοσιαλδημοκρατία, άλλοτε με συντηρητικό και άλλοτε με ριζοσπαστικό πρόσωπο, εξακολουθούσε να κρατά κάτω από την ιδεολογική και την πολιτική επιρροή της μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης της Ευρώπης -ειδικά βιομηχανικούς εργάτες. Σε κράτη με ασθενέστερη βιομηχανική ανάπτυξη, αναρχικά κινήματα κυριαρχούσαν στους ταξικούς αγώνες. Κοινό χαρακτηριστικό και της μεν και των δε, ήταν η εχθρότητα προς τη Σοβιετική Ένωση και τους κομμουνιστές που συντάσσονταν με το δικό της πρότυπο.
Οι κομμουνιστές δε διέθεταν ακόμα τα δοκιμασμένα πολιτικά εργαλεία, τους μηχανισμούς και τα επιτελεία του ταξικού αγώνα, τα Κομμουνιστικά Κόμματα. Τα τελευταία, προερχόμενα από αποσχίσεις από τη σοσιαλδημοκρατία με βάση τους 21 όρους της Κομμουνιστικής Διεθνούς, βρίσκονταν κοντά της στα λόγια και στις διακηρύξεις περισσότερο παρά στις πράξεις. Στο εσωτερικό τους, πλήθος ετερόκλιτων στοιχείων, με αόριστες ανατρεπτικές διαθέσεις και ακαθόριστα ταξικά πρόσημα -κυρίως μικροαστικού περιεχομένου- οδηγούσαν σε ακατάπαυστους κλυδωνισμούς το κομμουνιστικό κίνημα. Η μπολσεβικοποίηση των Κομμουνιστικών Κομμάτων αποδείχτηκε τιτάνιο έργο και απασχόλησε την Κομμουνιστική Διεθνή σε ολόκληρη την πρώτη δεκαετία της ιστορίας της.
Στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, ο εσωτερικός αγώνας δεν ήταν λιγότερο δραματικός. Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού ήταν προϋπόθεση επιβίωσης της επανάστασης, οι δρόμοι, όμως, που θα οδηγούσαν σ' αυτήν διέφεραν. Η αοριστία των ενεργών μικροαστικών κινήσεων -συνδεμένη με την υπερεπαναστατικότητα που απορρέει από τα ειδικά ταξικά χαρακτηριστικά αυτής της κοινωνικής ομάδας- προκαλούσε διαρκώς ταλαντεύσεις και κλυδωνισμούς στην πολιτική της ΕΣΣΔ. Μέσα από σκληρούς εσωτερικούς αγώνες ξεκαθάρισε το αυτονόητο: Η εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα της Σοβιετικής Ένωσης δε θα μπορούσαν να θεμελιώσουν την εξουσία τους, παρά μόνο αναπτύσσοντας τα υλικά διαθέσιμα, την υλική βάση πάνω στην οποία θα μπορούσαν να στηρίξουν και να κάνουν αξιόπιστη την ανατρεπτική τους πολιτική. Το νέο κοινωνικό καθεστώς έπρεπε να αναπτύξει, σε απόλυτη προτεραιότητα, τα μέσα παραγωγής και ειδικά εκείνους τους τομείς που θα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για τη δυνατότητα άσκησης πολιτικής από τις επαναστατικές κοινωνικές δυνάμεις που κατείχαν πλέον την εξουσία: Η βαριά βιομηχανία -επικεντρωμένη στη δυνατότητα ανάπτυξης/παραγωγής εργαλειομηχανών- ήταν το οικονομικό και το πολιτικό κλειδί για την εδραίωση της εργατικής εξουσίας.
Πώς θα μπορούσε η εργατική εξουσία να είναι πραγματική, όταν η όποια πολιτική της απόφαση, ο όποιος σχεδιασμός της θα εξαρτιόταν για την υλοποίησή του στη δυνατότητα εισαγωγής -από τα καπιταλιστικά κράτη- των μέσων της υλοποίησης της τεχνογνωσίας, των μηχανών, των υλικών;
Η οργανωμένη μέσα από τα πεντάχρονα σχέδια εκβιομηχάνιση δεν ήταν απλά προϋπόθεση επιβίωσης, ήταν και η προϋπόθεση για τη δυνατότητα των σοβιετικών λαών να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους, να ορίσουν τις τύχες της χώρας και της τάξης τους, να διασφαλίσουν δηλαδή πραγματική πολιτική εξουσία.
Ετούτη η επιλογή αποτέλεσε και την απαρχή νέων συγκρούσεων -ταξικών στην ουσία τους και στο περιεχόμενό τους- στο εσωτερικό του Κομμουνιστικού Κόμματος και της σοβιετικής εξουσίας. Ο τροτσκισμός, που είδε στην επιλογή αυτή την απομάκρυνση από την -τόσο αγαπητή στα μικροαστικά στρώματα- μεταφυσική και ουτοπική επίκληση της επανάστασης, αφού έχασε τη μάχη στην ΕΣΣΔ, πρόσθεσε νέες δυνάμεις στην αντισοβιετική και στην αντικομμουνιστική συμμαχία.
(...)
Η εργατική τάξη πολέμησε με κάθε τρόπο όλα όσα τερατώδη γέννησε η καπιταλιστική κρίση. Ματαιοπονούν όσοι προσπαθούν να το κρύψουν. Έδινε μάχες, έδινε θυσίες, έδινε αίμα. Μάθαινε από τους αγώνες της, μάθαινε από τις ήττες της, μάθαινε από τους νεκρούς της. Το Νοέμβρη του 1936 στη Μαδρίτη, το εργατικό κίνημα, με τους κομμουνιστές για πρώτη φορά να είναι σε θέση να διευθύνουν τον αγώνα, σταμάτησε -για τρία χρόνια έστω- την προέλαση του ναζισμού και του φασισμού. Για πρώτη φορά ο ναζισμός "δεν πέρασε". Και έτσι -από την τελευταία αυτή νικηφόρα έκβαση της αναμέτρησης- άνοιξε ο δρόμος για τη συντριβή του ναζισμού στον επερχόμενο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και αυτή την αλήθεια κανείς αστός ιστορικός δε θα καταφέρει ποτέ να σπιλώσει ή να κρύψει.
Η καπιταλιστική κρίση του 1929 -του 1930 για τον ευρωπαϊκό χώρο- ανέτρεψε την αισιοδοξία και τις βεβαιότητες των ισχυρών καπιταλιστικών κέντρων. Η σοσιαλδημοκρατία κλήθηκε αρχικά να ηγηθεί μιας νέας ταξικής κοινωνικής επίθεσης, που απέβλεπε στη μετακύλιση του κόστους της κρίσης στις πλάτες των εργαζομένων. Όταν ετούτη η πολιτική έφτασε στα όριά της, όταν ξεπεράστηκε από το βάθος της κρίσης, όταν οι ευρωπαϊκές πόλεις γέμισαν ανέργους και συσσίτια, τότε κλήθηκε ο ναζισμός -ή οι συντηρητικές κυβερνήσεις των έκτακτων μέτρων- για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση: Πρώτος στόχος, πρώτο θύμα ετούτων των αστικών επιλογών, η εργατική τάξη των καπιταλιστικών χωρών, οι εργαζόμενοι και οι αγρότες παραγωγοί, καθώς επίσης και οι υπόδουλοι λαοί των αποικιών, που κλήθηκαν και αυτοί να συμβάλλουν στην αποκατάσταση της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Το εργατικό κίνημα την ίδια εκείνη εποχή βρισκόταν σε μια μεταβατική κατάσταση -αντιφατική ως προς τα χαρακτηριστικά της. Μια δεκαετία σχεδόν είχε κλείσει μετά από τη ρωσική επανάσταση και τις προσδοκίες για άμεση επαναστατική ανατροπή των αντιδραστικών καθεστώτων που ευθύνονταν -πέρα από τα υπόλοιπα- και για το αιματοκύλισμα των λαών στον παγκόσμιο πόλεμο. Η επανάσταση δεν είχε, όμως, γενικευτεί -στα βιομηχανικά ειδικά κράτη- και το καπιταλιστικό σύστημα, αντίθετα, φαινόταν να σταθεροποιείται και να επανέρχεται επιθετικό. Οι εντάσεις και ενίοτε οι εκρήξεις στον ταξικό αγώνα δε συνδυάζονταν, ούτε γενικεύονταν ώστε να καταστούν απειλή. Ο αντικομμουνισμός -η αντεπανάσταση- απλωνόταν και βάθαινε στις αστικές οικονομικές, πολιτικές αλλά και πνευματικές ελίτ.
Το πλέον σταθερό στήριγμα της αντεπανάστασης βρισκόταν μέσα στο ίδιο το εργατικό κίνημα. Το τελευταίο ήταν διασπασμένο και, ως εκ τούτου, αμήχανο ως προς τον τρόπο που θα αντιμετώπιζε τη νέα κατάσταση. Η σοσιαλδημοκρατία, άλλοτε με συντηρητικό και άλλοτε με ριζοσπαστικό πρόσωπο, εξακολουθούσε να κρατά κάτω από την ιδεολογική και την πολιτική επιρροή της μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης της Ευρώπης -ειδικά βιομηχανικούς εργάτες. Σε κράτη με ασθενέστερη βιομηχανική ανάπτυξη, αναρχικά κινήματα κυριαρχούσαν στους ταξικούς αγώνες. Κοινό χαρακτηριστικό και της μεν και των δε, ήταν η εχθρότητα προς τη Σοβιετική Ένωση και τους κομμουνιστές που συντάσσονταν με το δικό της πρότυπο.
Οι κομμουνιστές δε διέθεταν ακόμα τα δοκιμασμένα πολιτικά εργαλεία, τους μηχανισμούς και τα επιτελεία του ταξικού αγώνα, τα Κομμουνιστικά Κόμματα. Τα τελευταία, προερχόμενα από αποσχίσεις από τη σοσιαλδημοκρατία με βάση τους 21 όρους της Κομμουνιστικής Διεθνούς, βρίσκονταν κοντά της στα λόγια και στις διακηρύξεις περισσότερο παρά στις πράξεις. Στο εσωτερικό τους, πλήθος ετερόκλιτων στοιχείων, με αόριστες ανατρεπτικές διαθέσεις και ακαθόριστα ταξικά πρόσημα -κυρίως μικροαστικού περιεχομένου- οδηγούσαν σε ακατάπαυστους κλυδωνισμούς το κομμουνιστικό κίνημα. Η μπολσεβικοποίηση των Κομμουνιστικών Κομμάτων αποδείχτηκε τιτάνιο έργο και απασχόλησε την Κομμουνιστική Διεθνή σε ολόκληρη την πρώτη δεκαετία της ιστορίας της.
Στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, ο εσωτερικός αγώνας δεν ήταν λιγότερο δραματικός. Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού ήταν προϋπόθεση επιβίωσης της επανάστασης, οι δρόμοι, όμως, που θα οδηγούσαν σ' αυτήν διέφεραν. Η αοριστία των ενεργών μικροαστικών κινήσεων -συνδεμένη με την υπερεπαναστατικότητα που απορρέει από τα ειδικά ταξικά χαρακτηριστικά αυτής της κοινωνικής ομάδας- προκαλούσε διαρκώς ταλαντεύσεις και κλυδωνισμούς στην πολιτική της ΕΣΣΔ. Μέσα από σκληρούς εσωτερικούς αγώνες ξεκαθάρισε το αυτονόητο: Η εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα της Σοβιετικής Ένωσης δε θα μπορούσαν να θεμελιώσουν την εξουσία τους, παρά μόνο αναπτύσσοντας τα υλικά διαθέσιμα, την υλική βάση πάνω στην οποία θα μπορούσαν να στηρίξουν και να κάνουν αξιόπιστη την ανατρεπτική τους πολιτική. Το νέο κοινωνικό καθεστώς έπρεπε να αναπτύξει, σε απόλυτη προτεραιότητα, τα μέσα παραγωγής και ειδικά εκείνους τους τομείς που θα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για τη δυνατότητα άσκησης πολιτικής από τις επαναστατικές κοινωνικές δυνάμεις που κατείχαν πλέον την εξουσία: Η βαριά βιομηχανία -επικεντρωμένη στη δυνατότητα ανάπτυξης/παραγωγής εργαλειομηχανών- ήταν το οικονομικό και το πολιτικό κλειδί για την εδραίωση της εργατικής εξουσίας.
Πώς θα μπορούσε η εργατική εξουσία να είναι πραγματική, όταν η όποια πολιτική της απόφαση, ο όποιος σχεδιασμός της θα εξαρτιόταν για την υλοποίησή του στη δυνατότητα εισαγωγής -από τα καπιταλιστικά κράτη- των μέσων της υλοποίησης της τεχνογνωσίας, των μηχανών, των υλικών;
Η οργανωμένη μέσα από τα πεντάχρονα σχέδια εκβιομηχάνιση δεν ήταν απλά προϋπόθεση επιβίωσης, ήταν και η προϋπόθεση για τη δυνατότητα των σοβιετικών λαών να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους, να ορίσουν τις τύχες της χώρας και της τάξης τους, να διασφαλίσουν δηλαδή πραγματική πολιτική εξουσία.
Ετούτη η επιλογή αποτέλεσε και την απαρχή νέων συγκρούσεων -ταξικών στην ουσία τους και στο περιεχόμενό τους- στο εσωτερικό του Κομμουνιστικού Κόμματος και της σοβιετικής εξουσίας. Ο τροτσκισμός, που είδε στην επιλογή αυτή την απομάκρυνση από την -τόσο αγαπητή στα μικροαστικά στρώματα- μεταφυσική και ουτοπική επίκληση της επανάστασης, αφού έχασε τη μάχη στην ΕΣΣΔ, πρόσθεσε νέες δυνάμεις στην αντισοβιετική και στην αντικομμουνιστική συμμαχία.
(...)
Η εργατική τάξη πολέμησε με κάθε τρόπο όλα όσα τερατώδη γέννησε η καπιταλιστική κρίση. Ματαιοπονούν όσοι προσπαθούν να το κρύψουν. Έδινε μάχες, έδινε θυσίες, έδινε αίμα. Μάθαινε από τους αγώνες της, μάθαινε από τις ήττες της, μάθαινε από τους νεκρούς της. Το Νοέμβρη του 1936 στη Μαδρίτη, το εργατικό κίνημα, με τους κομμουνιστές για πρώτη φορά να είναι σε θέση να διευθύνουν τον αγώνα, σταμάτησε -για τρία χρόνια έστω- την προέλαση του ναζισμού και του φασισμού. Για πρώτη φορά ο ναζισμός "δεν πέρασε". Και έτσι -από την τελευταία αυτή νικηφόρα έκβαση της αναμέτρησης- άνοιξε ο δρόμος για τη συντριβή του ναζισμού στον επερχόμενο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και αυτή την αλήθεια κανείς αστός ιστορικός δε θα καταφέρει ποτέ να σπιλώσει ή να κρύψει.
Ο Μαργαρίτης πάντα πολύ καλός!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠέρα από αυτό, η ομοιότητα σε αρκετά σημεία με την σημερινή εποχή, νομίζω είναι μεγάλη!
Ιβάν Τζόνι
Εγώ θέλω να υποβάλλω ένα κάπως προβοκατόρικο ερώτημα: Στην περίοδο του μεσοπολέμου ξέσπασαν μαζικοί και πολύ μαχητικοι αγώνες απο εργάτες μεγάλων εργασιακών χωρων. Στην Ελλάδα μπορούμε να βρούμε άλλη ιστορική περίοδο όπου η εργατική τάξη να είναι τόσο έντονα στο προσκήνιο; μια πρώτη απάντηση θα ήταν οι οικοδόμοι μεταξύ 1960 και 2004. Επίσης το ότι και στις δυο περιπτώσεις μιλάμε λίγο πολύ για την πρώτη γενιά εργατών με ουσιατικα αγροτικές καταβολές κυριως στους οικοδομους ή προσφυγικές στους εργάτες του μεσοπολέμου για μένα θέτει ένα προβληματισμό ως προς το ποσο γρήγορα ο καπιταλισμός ενσωματώνει και αστικοποιεί πληθυσμούς τραβώντας μας όλους στη σαπίλα του...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜανουήλ