Θυμάμαι ένα επεισόδιο στα φιλαράκια, όπου ο Τζόι κι ο Τσάντλερ είχαν πέσει κατά λάθος σε ένα καλωδιακό, συνδρομητικό κανάλι με πορνό σε 24ωρη βάση και δεν τολμούσαν να το αλλάξουν, για να μην το χάσουν. Με αποτέλεσμα, μετά από λίγες μέρες, να εθιστούν με την... υπόθεση που έβλεπαν και να τους απογοητεύει η πραγματικότητα, γιατί πχ η κοπέλα που τους έφερε την πίτσα, δεν τους την έπεσε με υπονοούμενα, κτλ. Ένα το κρατούμενο.
Ας σημειώσουμε, παρεμπιπτόντως, πως υπάρχουν αρκετά υποκατάστατα του "αθλήματος" σε άλλους τομείς, όπως πχ το foodporn, όπου βλέπεις πόζες λαχταριστών φαγητών και πιάτων και σου έρχονται ακατανίκητες ορμές.
Δεν ξέρω πόσο ισχυρές είναι οι αντιστάσεις του κάθε σφου σε αυτό το ζήτημα -και δε χρειάζεται να το πιάσουμε εδώ, εξάλλου. Νομίζω όμως πως το δικό μας αντίστοιχο θα ήταν πχ κάτι σκηνές με τον Ερνέστο Έβερχαρντ (που δεν είναι καν ο Ερνέστο της καρδιάς μας) από τη "Σιδερένια Φτέρνα" του Τζακ Λόντον (ή σιδερένιο τακούνι κατά άλλους) να ρητορεύει σε παρέες αστών που μαζεύονταν, για να τον αντιμετωπίσουν ως αξιοθέατο, αλλά μαγεύονταν από τα αποστομωτικά του επιχειρήματα, χωρίς να μπορούν να τα αντικρούσουν. Και θα μπορούσε να προσθέσει κανείς άλλες αντίστοιχα πορωτικές σκηνές, στα όρια της φαντασίωσης, για να συμπληρώσουμε τη σχετική λίστα.
Σκέψου λοιπόν την απογοήτευση που προσφέρει κι εδώ η σύγκριση της φαντασίωσης με τη σκληρή πραγματικότητα, καθώς οι φλογεροί μας λόγοι στις μάζες δεν τις λιώνουν (μολονότι φλογεροί), δεν είναι το ίδιο αποτελεσματικοί και δε γίνονται αποδεκτοί στον περίγυρό μας με τον απαιτούμενο-αναμενόμενο ενθουσιασμό.
Δε λιποθυμάνε οι πρωτοετείς με την αμφιθεατρική σου ατάκα -για να χάσουμε τελικά τη συνέλευση, επειδή δε συνήλθαν εγκαίρως για την ψηφοφορία.
Δεν έρχονται δίπλα σου οι νεότεροι να σου πιάσουν με ευλάβεια το χέρι, να σε κοιτάξουν με δέος στα μάτια, ξαναμμένοι από τη σπίθα που μόνο η γνώση μπορεί να προσφέρει, και ενώ νομίζεις πως θα σε φιλήσουν, να σου πουν:
Δάσκαλε, πες μας πάλι για το προτσές...
Και δεν έρχεται ένας γραμματέας, σαν αυτόν που είχε ο Μαυρογιαλούρος στην ταινία, να ακολουθεί τα βήματά σου και να σημειώνει σε ένα τεφτέρι όσα πετυχημένα λες, για να μην πετάνε και χάνονται.
Μα τι συμβαίνει λοιπόν; Γιατί δεν πέφτει ο κόσμος στο πέρασμά σου; Γιατί δε θέλει να αναγνωρίσει πόσο μεγάλη την έχεις την πειθώ και την επαφή με τις μάζες, τη ρητορική δεινότητα; Τι φταίει που ο κόσμος αποδεικνύεται πιο δύσκολος-περίπλοκος από τα διαβάσματά μας (πέρα από το ότι δεν έχει τα ίδια διαβάσματα, με δική του ευθύνη); Γιατί δεν έρχεται γονυπετής να πει ότι "έχουμε δίκιο", να το παραδεχτούμε και εμείς ταπεινά και να συνεχίσουμε παρακάτω σε πιο ακανθώδη ζητήματα, που δεν τα έχουμε λυμένα, όπως η βασική αντίθεση στην αταξική κοινωνία του μέλλοντος.
Φταίει προφανώς μια εγγενής τάση να προτιμάμε το φανταστικό που δεν πρόκειται να πληγωθεί ποτέ από τις αιχμές της σκληρής πραγματικότητας. Αλλά φταίνε και διάφορες μικρές λεπτομέρειες που συμβάλλουν στη διαμόρφωσή του.
Μπορεί να φταίνε τα παιδικά τραύματα από το Ρετιρέ, όπου ο βασικός πρωταγωνιστής κλείνει εμφατικά τη σκηνή, επαναλαμβάνοντας την τελευταία ατάκα του για ακόμα μεγαλύτερη έμφαση, τους αποστομώνει θριαμβευτικά όλους και πέφτουν οι τίτλοι τέλους.
Ο Μάρκαρης με τον αστυνόμο Χαρίτο, που του πετάει μια φονική ατάκα η Αδριανή (ή μια κλισέ μουσμουλιά, τώρα που ξεμένει από έμπνευση ο συγγραφέας που την επινόησε) και τον βουβαίνει, πριν τον μπουκώσει με γεμιστά -που κι αυτά το ίδιο πρακτικό αποτέλεσμα έχουν.
Οι αμερικάνικες κωμωδίες (sitcom) με τα ψεύτικα χάχανα που επιβραβεύουν κάθε ατάκα (είτε είναι καλή είτε όχι).
Η κακή συνήθεια (απ' όλα τα παραπάνω) να θέλουμε να πούμε την τελευταία λέξη -κι ας μην είναι τόσο πετυχημένη.
Για αυτό πρέπει να παίρνουμε πάντα υπόψη τις (πέντε που σημειώνει ο Μπρεχτ κι άλλες τόσες) δυσκολίες να πούμε την αλήθεια και να την κάνουμε κτήμα του κόσμου, διατηρώντας παράλληλα συγκρατημένη απαισιοδοξία για το αποτέλεσμα μιας λεκτικής, άμεσης επικοινωνίας, για μια σειρά λόγους, υποκειμενικούς κι αντικειμενικούς, σχετικούς και με τον πομπό και με το δέκτη.
-Μνήμη χρυσόψαρου. Το κοινό συγκρατεί μόνο την τελευταία ανάλυση που άκουσε. Και τη διώχνει κι αυτή, για να χωρέσει την επόμενη -όταν δε βάζει απλώς μουσική στα ηχεία του μυαλού του, όσο του μιλάμε.
Το χειρότερο όμως είναι όταν "προσέχει" τυπικά το θέμα και του έρχονται συνειρμικά καμιά δεκαριά θέματα, το ένα πίσω από το άλλο, και τελικά άσχετα με το αρχικό, για να μη βγει ποτέ συμπέρασμα.
-Γιατί η καφενειακή ανάλυση και μια κενή πλην βαρύγδουπη ατάκα μπορεί να "νικήσει" και την καλύτερη, την πιο προσεγμένη εκλαΐκευση. Χρειάζεται κάποιες φορές η πονηριά κμι η καπατσοσύνη που αναπτύσσει ο μέσος πωλητής-λαϊκατζής, για να προωθήσει το προϊόν του -ακόμα κι αν δεν είναι σάπιο, όπως των άλλων.
-Γιατί κάποιες φορές τείνουμε να φωνάζουμε, να επιμένουμε ως (κι όχι σαν) ισχυρογνώμονες, να αποθαρρύνουμε τον αντίλογο, εκλαμβάνοντάς το ως "νίκη". Τους πείσαμε με τον τσαμπουκά μας και τη μαγκιά μας. Μόνο που δεν... στην πραγματικότητα. Και θα το βρούμε αμέσως μετά μπροστά μας.
-Γιατί κάνουμε το λάθος να απαντάμε όντως σε αυτό που μας ρωτάνε και πάμε να το πιάσουμε από το κύτταρο και τη δημιουργία του (έλα Ηπείρου κι Αχαρνών, να σε μεταπείσω...).
-Γιατί τα λέμε καλά και τα εξηγούμε ωραία (όχι σαν τον κυρ-Νίκο τον Αλέφαντο), αλλά το κοινό κολλάει στο ύφος, τι ωραία που τα λέτε, και δε θυμάται να τα επαναλάβει, γιατί δεν τα αφομοίωσε.
-Γιατί ποτέ δε φτάνει μία μόνο κουβέντα. Και ούτε μόνο η κουβέντα. Στους δρόμους γεννιούνται συνειδήσεις. Αλλά ξέρεις τι ψηστήρι χρειάζεται στο μιλητό, για να πειστεί ο μπαγάσας να κατέβει στο δρόμο...;
Ας σημειώσουμε, παρεμπιπτόντως, πως υπάρχουν αρκετά υποκατάστατα του "αθλήματος" σε άλλους τομείς, όπως πχ το foodporn, όπου βλέπεις πόζες λαχταριστών φαγητών και πιάτων και σου έρχονται ακατανίκητες ορμές.
Δεν ξέρω πόσο ισχυρές είναι οι αντιστάσεις του κάθε σφου σε αυτό το ζήτημα -και δε χρειάζεται να το πιάσουμε εδώ, εξάλλου. Νομίζω όμως πως το δικό μας αντίστοιχο θα ήταν πχ κάτι σκηνές με τον Ερνέστο Έβερχαρντ (που δεν είναι καν ο Ερνέστο της καρδιάς μας) από τη "Σιδερένια Φτέρνα" του Τζακ Λόντον (ή σιδερένιο τακούνι κατά άλλους) να ρητορεύει σε παρέες αστών που μαζεύονταν, για να τον αντιμετωπίσουν ως αξιοθέατο, αλλά μαγεύονταν από τα αποστομωτικά του επιχειρήματα, χωρίς να μπορούν να τα αντικρούσουν. Και θα μπορούσε να προσθέσει κανείς άλλες αντίστοιχα πορωτικές σκηνές, στα όρια της φαντασίωσης, για να συμπληρώσουμε τη σχετική λίστα.
Σκέψου λοιπόν την απογοήτευση που προσφέρει κι εδώ η σύγκριση της φαντασίωσης με τη σκληρή πραγματικότητα, καθώς οι φλογεροί μας λόγοι στις μάζες δεν τις λιώνουν (μολονότι φλογεροί), δεν είναι το ίδιο αποτελεσματικοί και δε γίνονται αποδεκτοί στον περίγυρό μας με τον απαιτούμενο-αναμενόμενο ενθουσιασμό.
Δε λιποθυμάνε οι πρωτοετείς με την αμφιθεατρική σου ατάκα -για να χάσουμε τελικά τη συνέλευση, επειδή δε συνήλθαν εγκαίρως για την ψηφοφορία.
Δεν έρχονται δίπλα σου οι νεότεροι να σου πιάσουν με ευλάβεια το χέρι, να σε κοιτάξουν με δέος στα μάτια, ξαναμμένοι από τη σπίθα που μόνο η γνώση μπορεί να προσφέρει, και ενώ νομίζεις πως θα σε φιλήσουν, να σου πουν:
Δάσκαλε, πες μας πάλι για το προτσές...
Και δεν έρχεται ένας γραμματέας, σαν αυτόν που είχε ο Μαυρογιαλούρος στην ταινία, να ακολουθεί τα βήματά σου και να σημειώνει σε ένα τεφτέρι όσα πετυχημένα λες, για να μην πετάνε και χάνονται.
Μα τι συμβαίνει λοιπόν; Γιατί δεν πέφτει ο κόσμος στο πέρασμά σου; Γιατί δε θέλει να αναγνωρίσει πόσο μεγάλη την έχεις την πειθώ και την επαφή με τις μάζες, τη ρητορική δεινότητα; Τι φταίει που ο κόσμος αποδεικνύεται πιο δύσκολος-περίπλοκος από τα διαβάσματά μας (πέρα από το ότι δεν έχει τα ίδια διαβάσματα, με δική του ευθύνη); Γιατί δεν έρχεται γονυπετής να πει ότι "έχουμε δίκιο", να το παραδεχτούμε και εμείς ταπεινά και να συνεχίσουμε παρακάτω σε πιο ακανθώδη ζητήματα, που δεν τα έχουμε λυμένα, όπως η βασική αντίθεση στην αταξική κοινωνία του μέλλοντος.
Φταίει προφανώς μια εγγενής τάση να προτιμάμε το φανταστικό που δεν πρόκειται να πληγωθεί ποτέ από τις αιχμές της σκληρής πραγματικότητας. Αλλά φταίνε και διάφορες μικρές λεπτομέρειες που συμβάλλουν στη διαμόρφωσή του.
Μπορεί να φταίνε τα παιδικά τραύματα από το Ρετιρέ, όπου ο βασικός πρωταγωνιστής κλείνει εμφατικά τη σκηνή, επαναλαμβάνοντας την τελευταία ατάκα του για ακόμα μεγαλύτερη έμφαση, τους αποστομώνει θριαμβευτικά όλους και πέφτουν οι τίτλοι τέλους.
Ο Μάρκαρης με τον αστυνόμο Χαρίτο, που του πετάει μια φονική ατάκα η Αδριανή (ή μια κλισέ μουσμουλιά, τώρα που ξεμένει από έμπνευση ο συγγραφέας που την επινόησε) και τον βουβαίνει, πριν τον μπουκώσει με γεμιστά -που κι αυτά το ίδιο πρακτικό αποτέλεσμα έχουν.
Οι αμερικάνικες κωμωδίες (sitcom) με τα ψεύτικα χάχανα που επιβραβεύουν κάθε ατάκα (είτε είναι καλή είτε όχι).
Η κακή συνήθεια (απ' όλα τα παραπάνω) να θέλουμε να πούμε την τελευταία λέξη -κι ας μην είναι τόσο πετυχημένη.
Για αυτό πρέπει να παίρνουμε πάντα υπόψη τις (πέντε που σημειώνει ο Μπρεχτ κι άλλες τόσες) δυσκολίες να πούμε την αλήθεια και να την κάνουμε κτήμα του κόσμου, διατηρώντας παράλληλα συγκρατημένη απαισιοδοξία για το αποτέλεσμα μιας λεκτικής, άμεσης επικοινωνίας, για μια σειρά λόγους, υποκειμενικούς κι αντικειμενικούς, σχετικούς και με τον πομπό και με το δέκτη.
-Μνήμη χρυσόψαρου. Το κοινό συγκρατεί μόνο την τελευταία ανάλυση που άκουσε. Και τη διώχνει κι αυτή, για να χωρέσει την επόμενη -όταν δε βάζει απλώς μουσική στα ηχεία του μυαλού του, όσο του μιλάμε.
Το χειρότερο όμως είναι όταν "προσέχει" τυπικά το θέμα και του έρχονται συνειρμικά καμιά δεκαριά θέματα, το ένα πίσω από το άλλο, και τελικά άσχετα με το αρχικό, για να μη βγει ποτέ συμπέρασμα.
-Γιατί η καφενειακή ανάλυση και μια κενή πλην βαρύγδουπη ατάκα μπορεί να "νικήσει" και την καλύτερη, την πιο προσεγμένη εκλαΐκευση. Χρειάζεται κάποιες φορές η πονηριά κμι η καπατσοσύνη που αναπτύσσει ο μέσος πωλητής-λαϊκατζής, για να προωθήσει το προϊόν του -ακόμα κι αν δεν είναι σάπιο, όπως των άλλων.
-Γιατί κάποιες φορές τείνουμε να φωνάζουμε, να επιμένουμε ως (κι όχι σαν) ισχυρογνώμονες, να αποθαρρύνουμε τον αντίλογο, εκλαμβάνοντάς το ως "νίκη". Τους πείσαμε με τον τσαμπουκά μας και τη μαγκιά μας. Μόνο που δεν... στην πραγματικότητα. Και θα το βρούμε αμέσως μετά μπροστά μας.
-Γιατί κάνουμε το λάθος να απαντάμε όντως σε αυτό που μας ρωτάνε και πάμε να το πιάσουμε από το κύτταρο και τη δημιουργία του (έλα Ηπείρου κι Αχαρνών, να σε μεταπείσω...).
-Γιατί τα λέμε καλά και τα εξηγούμε ωραία (όχι σαν τον κυρ-Νίκο τον Αλέφαντο), αλλά το κοινό κολλάει στο ύφος, τι ωραία που τα λέτε, και δε θυμάται να τα επαναλάβει, γιατί δεν τα αφομοίωσε.
-Γιατί ποτέ δε φτάνει μία μόνο κουβέντα. Και ούτε μόνο η κουβέντα. Στους δρόμους γεννιούνται συνειδήσεις. Αλλά ξέρεις τι ψηστήρι χρειάζεται στο μιλητό, για να πειστεί ο μπαγάσας να κατέβει στο δρόμο...;
Ένας ακόμα λόγος, είναι ότι νομίζουμε πως ο άλλος έχει τις ίδιες ανησυχίες με εμάς, και η κουβέντα πατάει πάνω σε αυτό, ενώ ο συνομιλητής μπορεί απλά να μας ακούει από ευγένεια...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ σημαντικό είναι να καταφέρεις να κάνεις τον άλλο να αναρωτηθεί, από μόνος του για αυτά τα θέματα, και μετά να βοηθήσεις.
Ιβάν Τζόνι
Μια ωραία μελέτη για το λόγο του Ντόναλτ Τραμπ και πως αυτός λειτουργεί για να πείθει.
ΑπάντησηΔιαγραφήhttps://www.youtube.com/watch?v=_aFo_BV-UzI