Τα "χρόνια ανάμεσα" είναι η περίοδος του Μεσοπολέμου, ανάμεσα στον πρώτο και το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Και για τα ελληνικά δεδομένα του βιβλίου, το πυκνό και πλούσιο σε εξελίξεις μεσοδιάστημα από τη μικρασιατική καταστροφή ως τη φασιστική κατοχή και το ξερίζωμα της Εβραϊκής κοινότητας από την πόλη, το 1943.
Το ιστορικό μυθιστόρημα του Βασίλη Τσιράκη παρακολουθεί τις ζωές των ηρώων του στην πολυεθνική Θεσσαλονίκη, που χάνει σταδιακά το διαφυλετικό της χρώμα, τη δύσκολη προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα, τις συνθήκες και τα γεγονότα που τους διαμορφώνουν και τις διαφορετικές επιλογές που καθορίζουν το ποιόν και την εξέλιξη του καθενός. Από τις σελίδες του περνάνε τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της εποχής: η εγκατάσταση των προσφύγων, η ανταλλαγή πληθυσμών, τα αλλεπάλληλα πραξικοπήματα, οι εκλογές, το Κραχ, ο Μάης του 36', η δικτατορία του Μεταξά, ο ισπανικός εμφύλιο, ο πόλεμος, το πογκρόμ κατά των Εβραίων, κτλ.
Και μαζί πρωτότυπες κι ενδιαφέρουσες, κοινωνικές διεργασίες κι οι στερεοτυπικοί χαρακτήρες που τις εκφράζουν, τις ενσαρκώνουν: η παρακμή της μπελ-επόκ, ο απόηχος του εθνικού διχασμού, ο κούφιος πατριωτισμός της Μεγάλης Ιδέας, η ένταξη του προσφυγικού στοιχείου, η γιγάντωση της πόλης, η εμφάνιση νέων, δυναμικών κοινωνικών τάξεων στο προσκήνιο, η ενηλικίωση του εργατικού και κομμουνιστικού κόμματος, ο δωσιλογισμός κι η αντίσταση.
Παρουσιάζοντας τα "χρόνια ανάμεσα", θυμάμαι συνειρμικά την αμηχανία που ένιωσα για ένα άλλο βιβλίο ενός συγγραφέα, που προέρχεται από τον ίδιο πολιτικό χώρο (το ευρύτερο "αριστεροχώρι, αν αυτό έχει καμιά σημασία). Εννοώ το βιβλίο του Αλεξάτου "πλατεία Μπελογιάννη, πρώην Ομονοίας" που κατατάσσεται στο ενδιαφέρον είδος της εναλλακτικής ιστορίας και καταπιάνεται με το ιντριγκαδόρικο ερώτημα: τι θα γινόταν αν ο ΔΣΕ κατάφερνε να αποσπάσει με τον ένοπλο αγώνα του από την αστική κυριαρχία το βόρειο τμήμα της ελληνικής επικράτειας, εγκαθιδρύοντας λαϊκοδημοκρατικό καθεστώς. Ουσιαστικά ανέλυε τις γενικές αρχές αυτής της κοινωνίας του (παρελθοντικού μας) μέλλοντος. Και ναι μεν στερούνταν ιδιαίτερης λογοτεχνικής αξίας (με αφύσικους, ελάχιστα ρεαλιστικούς διαλόγους, σχεδόν επίπεδους χαρακτήρες, κτλ) αλλά κέρδιζε τον υποψιασμένο αναγνώστη με τη μυθιστορηματική ανάπλαση μιας ιδεατής κοινωνίας στα ελληνικά δεδομένα, συνδυάζοντας πλούτο ειδικών γνώσεων και δημιουργική φαντασία.
Στο βιβλίο του Αλεξάτου, η μυθοπλασία αναπληρωνόταν από την επιστροφή στο μέλλον και την περιγραφή της (νέας) ζωής/κοινωνίας που δε ζήσαμε. Το βιβλίο του Τσιράκη αντιθέτως αναφέρεται σε έναν πραγματικό ιστορικό χρόνο, που προσπαθεί συχνά να τον αναπλάσει μέσα από τους τίτλους και το ρεπορτάζ των εφημερίδων, με τη φευγαλέα ματιά ενός αλμανάκ κι όχι με τη διεισδυτική (περι)γραφή ενός λογοτέχνη. Πολλές φορές, τα ιστορικά πρόσωπα, τα γεγονότα ή τα κτίρια (κυρίως αυτά) ξεπηδούν άγαρμπα, παρεμπιπτόντως, ως επιπρόσθετες πληροφορίες ή εγκυκλοπαιδικές γνώσεις που φορτώνουν το βιβλίο κι όχι οργανικά ενταγμένα στην υπόθεση του βιβλίου, στις ζωές των ηρώων του και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους.
Έτσι συναντάμε πχ το Ζαχαριάδη ή τον Τσιτσάνη (και καμιά 15αριά ακόμα ιστορικά πρόσωπα), απλώς για να πούμε πως τους συναντήσαμε και βγάλαμε μαζί τους μια selfie (αυτοφωτογραφία), χωρίς να σκιαγραφήσουμε το πορτρέτο τους. Κάπως σαν τα ιστορικά μυθιστορήματα του Φρέντυ Γερμανού, που είχε όμως τη δημοσιογραφική πρόζα για να ντύσει κατάλληλα κάποιες τραβηγμένες υποθετικές συμπτώσεις (μπορούμε να φανταστούμε τον Ζαχαριάδη δίπλα στον Χικμέτ να...)
Ο Τσιράκης έχει καλές λογοτεχνικές στιγμές, ιδίως συγκριτικά με παλιότερες απόπειρές του, αλλά χάνει πολλές φορές τις ισορροπίες. Πχ στο κεφάλαιο όπου ένας φυλακισμένος επιστρέφει στην πόλη του, τη Θεσσαλονίκη, και κάνει μια βόλτα στους δρόμους της, που καταλήγει σε μια ξενάγηση σε κτίρια και αξιοθέατα, κι ένα ξέφρενο ζιγκ-ζαγκ, ενδιαφέρον ίσως για όσους ξέρουν την πόλη, αλλά χωρίς να μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε καν από τη μέθη της νοσταλγίας, παρά μόνο από την ανάγκη του συγγραφέα να χωρέσει (και να μας πει) όλα όσα ξέρει κι έχει διαβάσει.
Όσο για την επιλογή του να μη βάζει τελείες, παρά μόνο στο τέλος κάθε παραγράφου, μπορεί να ταιριάζει στον προφορικό λόγο, αλλά δε βοηθάει καθόλου τον αναγνώστη στις μακροσκελείς περιγραφές της πόλης και των περιοχών της. Μοιάζει, κατά τη γνώμη μου, με άτυχο πειραματισμό-αντιγραφή από κάποιο άλλο βιβλίο-συγγραφέα (πχ το Σαραμάγκου ή το Κιβώτιο του Αλεξάνδρου) και όχι με ώριμη, συνειδητή επιλογή μέσου που εξυπηρετεί κάποιο σκοπό.
Οι παραπάνω εντυπώσεις μου ενισχύθηκαν από μια πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου στο Πόλις, όπου ο Τσιράκης δεν ήθελε αρχικά να μιλήσει, παρομοιάζοντας τις βιβλιοπαρουσιάσεις με βαφτίσια, όπου τα αναλαμβάνει όλα ο νονός κι οι γονείς δεν κάνουν τίποτα. Κι όταν πείστηκε να πει τελικά δυο λόγια, φάνηκε να έχει επίγνωση των αδυναμιών του βιβλίου του -γιατί προφανώς του τις έχουν επισημάνει κι άλλοι, καλύτερα από μένα- χωρίς να μπορεί όμως να απαντήσει πειστικά για αυτές ή για την επιλογή της χρονικής περιόδου που εξετάζει. Κάτι που μας αφήνει ως μοναδική εξήγηση πως είναι απλά η συνέχεια του Σελανίκ, του προηγούμενου βιβλίου του για την (ακόμα πιο) πολυεθνική Θεσσαλονίκη των αρχών του περασμένου αιώνα, όπου πρωταγωνίστρια ήταν η ίδια η πόλη και όχι οι άνθρωποί της. Κι όσο κι αν προσπάθησε να αλλάξει το γενικό μοτίβο σχετικά με αυτό το τελευταίο -γράφοντας το βιβλίο πολύ πιο γρήγορα, γιατί είχε κι ο ίδιος αγωνία να δει πώς θα τελειώσει- έχω τη γνώμη πως δεν τα κατάφερε. Κι η πόλη έμεινε να σημαδεύει -αν όχι να πλακώνει- τους ήρωές της, δίνοντας μια άλλη διάσταση στην επιλογή του μέρους της παρουσίασης (κι ας μη μιλάμε για την ίδια πόλη).
Παρόλα αυτά, η προσπάθεια πρέπει να κριθεί με επιείκεια. Όχι για λόγους αστικής, τυπικής ευγένειας, ή επειδή δε μας ενδιαφέρει το αποτέλεσμα, ούτε γιατί ο συγγραφέας είναι ενταγμένος στο χώρο του Ναρ, που είναι η αδυναμία του Λαϊκού Στρώματος -άλλο αν κωλύεται για το απόγευμα.
Αλλά επειδή στη στρατευμένη λογοτεχνία υπάρχει ένα πολύ μεγάλο κενό, που δεν είναι υπόθεση μονάχα ενός να το καλύψει. Και γιατί το βιβλίο αποπνέει μια αγάπη για τη Θεσσαλονίκη -κι ας μην είναι ο τόπος καταγωγής του Τσιράκη με τη χαρακτηριστική προφορά- κι ένα μεράκι για τη μελέτη της ιστορίας της, που έχει αρκετά να δώσει στον αναγνώστη.
Δεν μπορώ προφανώς να αποφασίσω εγώ για σας αν είναι καλή ιδέα (ή όχι) να πάρετε το βιβλίο, όσοι είναι όμως στη ΛΔ του Βορρά, μπορούν να παρακολουθήσουν τη σημερινή εκδήλωση στο Κέντρο Ιστορίας, στην Ιπποδρομίου, με την πολύ ενδιαφέρουσα σύνθεση στο πάνελ των ομιλητών (αν και έχω δει δύο διαφορετικές εκδοχές της, όπου η δεύτερη δεν περιλαμβάνει το Μαργαρίτη).
Κι αν τυχόν πάει κάποιος κι έχει κι ανταπόκριση, τόσο το καλύτερο...
Το ιστορικό μυθιστόρημα του Βασίλη Τσιράκη παρακολουθεί τις ζωές των ηρώων του στην πολυεθνική Θεσσαλονίκη, που χάνει σταδιακά το διαφυλετικό της χρώμα, τη δύσκολη προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα, τις συνθήκες και τα γεγονότα που τους διαμορφώνουν και τις διαφορετικές επιλογές που καθορίζουν το ποιόν και την εξέλιξη του καθενός. Από τις σελίδες του περνάνε τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της εποχής: η εγκατάσταση των προσφύγων, η ανταλλαγή πληθυσμών, τα αλλεπάλληλα πραξικοπήματα, οι εκλογές, το Κραχ, ο Μάης του 36', η δικτατορία του Μεταξά, ο ισπανικός εμφύλιο, ο πόλεμος, το πογκρόμ κατά των Εβραίων, κτλ.
Και μαζί πρωτότυπες κι ενδιαφέρουσες, κοινωνικές διεργασίες κι οι στερεοτυπικοί χαρακτήρες που τις εκφράζουν, τις ενσαρκώνουν: η παρακμή της μπελ-επόκ, ο απόηχος του εθνικού διχασμού, ο κούφιος πατριωτισμός της Μεγάλης Ιδέας, η ένταξη του προσφυγικού στοιχείου, η γιγάντωση της πόλης, η εμφάνιση νέων, δυναμικών κοινωνικών τάξεων στο προσκήνιο, η ενηλικίωση του εργατικού και κομμουνιστικού κόμματος, ο δωσιλογισμός κι η αντίσταση.
Παρουσιάζοντας τα "χρόνια ανάμεσα", θυμάμαι συνειρμικά την αμηχανία που ένιωσα για ένα άλλο βιβλίο ενός συγγραφέα, που προέρχεται από τον ίδιο πολιτικό χώρο (το ευρύτερο "αριστεροχώρι, αν αυτό έχει καμιά σημασία). Εννοώ το βιβλίο του Αλεξάτου "πλατεία Μπελογιάννη, πρώην Ομονοίας" που κατατάσσεται στο ενδιαφέρον είδος της εναλλακτικής ιστορίας και καταπιάνεται με το ιντριγκαδόρικο ερώτημα: τι θα γινόταν αν ο ΔΣΕ κατάφερνε να αποσπάσει με τον ένοπλο αγώνα του από την αστική κυριαρχία το βόρειο τμήμα της ελληνικής επικράτειας, εγκαθιδρύοντας λαϊκοδημοκρατικό καθεστώς. Ουσιαστικά ανέλυε τις γενικές αρχές αυτής της κοινωνίας του (παρελθοντικού μας) μέλλοντος. Και ναι μεν στερούνταν ιδιαίτερης λογοτεχνικής αξίας (με αφύσικους, ελάχιστα ρεαλιστικούς διαλόγους, σχεδόν επίπεδους χαρακτήρες, κτλ) αλλά κέρδιζε τον υποψιασμένο αναγνώστη με τη μυθιστορηματική ανάπλαση μιας ιδεατής κοινωνίας στα ελληνικά δεδομένα, συνδυάζοντας πλούτο ειδικών γνώσεων και δημιουργική φαντασία.
Στο βιβλίο του Αλεξάτου, η μυθοπλασία αναπληρωνόταν από την επιστροφή στο μέλλον και την περιγραφή της (νέας) ζωής/κοινωνίας που δε ζήσαμε. Το βιβλίο του Τσιράκη αντιθέτως αναφέρεται σε έναν πραγματικό ιστορικό χρόνο, που προσπαθεί συχνά να τον αναπλάσει μέσα από τους τίτλους και το ρεπορτάζ των εφημερίδων, με τη φευγαλέα ματιά ενός αλμανάκ κι όχι με τη διεισδυτική (περι)γραφή ενός λογοτέχνη. Πολλές φορές, τα ιστορικά πρόσωπα, τα γεγονότα ή τα κτίρια (κυρίως αυτά) ξεπηδούν άγαρμπα, παρεμπιπτόντως, ως επιπρόσθετες πληροφορίες ή εγκυκλοπαιδικές γνώσεις που φορτώνουν το βιβλίο κι όχι οργανικά ενταγμένα στην υπόθεση του βιβλίου, στις ζωές των ηρώων του και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους.
Έτσι συναντάμε πχ το Ζαχαριάδη ή τον Τσιτσάνη (και καμιά 15αριά ακόμα ιστορικά πρόσωπα), απλώς για να πούμε πως τους συναντήσαμε και βγάλαμε μαζί τους μια selfie (αυτοφωτογραφία), χωρίς να σκιαγραφήσουμε το πορτρέτο τους. Κάπως σαν τα ιστορικά μυθιστορήματα του Φρέντυ Γερμανού, που είχε όμως τη δημοσιογραφική πρόζα για να ντύσει κατάλληλα κάποιες τραβηγμένες υποθετικές συμπτώσεις (μπορούμε να φανταστούμε τον Ζαχαριάδη δίπλα στον Χικμέτ να...)
Ο Τσιράκης έχει καλές λογοτεχνικές στιγμές, ιδίως συγκριτικά με παλιότερες απόπειρές του, αλλά χάνει πολλές φορές τις ισορροπίες. Πχ στο κεφάλαιο όπου ένας φυλακισμένος επιστρέφει στην πόλη του, τη Θεσσαλονίκη, και κάνει μια βόλτα στους δρόμους της, που καταλήγει σε μια ξενάγηση σε κτίρια και αξιοθέατα, κι ένα ξέφρενο ζιγκ-ζαγκ, ενδιαφέρον ίσως για όσους ξέρουν την πόλη, αλλά χωρίς να μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε καν από τη μέθη της νοσταλγίας, παρά μόνο από την ανάγκη του συγγραφέα να χωρέσει (και να μας πει) όλα όσα ξέρει κι έχει διαβάσει.
Όσο για την επιλογή του να μη βάζει τελείες, παρά μόνο στο τέλος κάθε παραγράφου, μπορεί να ταιριάζει στον προφορικό λόγο, αλλά δε βοηθάει καθόλου τον αναγνώστη στις μακροσκελείς περιγραφές της πόλης και των περιοχών της. Μοιάζει, κατά τη γνώμη μου, με άτυχο πειραματισμό-αντιγραφή από κάποιο άλλο βιβλίο-συγγραφέα (πχ το Σαραμάγκου ή το Κιβώτιο του Αλεξάνδρου) και όχι με ώριμη, συνειδητή επιλογή μέσου που εξυπηρετεί κάποιο σκοπό.
Οι παραπάνω εντυπώσεις μου ενισχύθηκαν από μια πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου στο Πόλις, όπου ο Τσιράκης δεν ήθελε αρχικά να μιλήσει, παρομοιάζοντας τις βιβλιοπαρουσιάσεις με βαφτίσια, όπου τα αναλαμβάνει όλα ο νονός κι οι γονείς δεν κάνουν τίποτα. Κι όταν πείστηκε να πει τελικά δυο λόγια, φάνηκε να έχει επίγνωση των αδυναμιών του βιβλίου του -γιατί προφανώς του τις έχουν επισημάνει κι άλλοι, καλύτερα από μένα- χωρίς να μπορεί όμως να απαντήσει πειστικά για αυτές ή για την επιλογή της χρονικής περιόδου που εξετάζει. Κάτι που μας αφήνει ως μοναδική εξήγηση πως είναι απλά η συνέχεια του Σελανίκ, του προηγούμενου βιβλίου του για την (ακόμα πιο) πολυεθνική Θεσσαλονίκη των αρχών του περασμένου αιώνα, όπου πρωταγωνίστρια ήταν η ίδια η πόλη και όχι οι άνθρωποί της. Κι όσο κι αν προσπάθησε να αλλάξει το γενικό μοτίβο σχετικά με αυτό το τελευταίο -γράφοντας το βιβλίο πολύ πιο γρήγορα, γιατί είχε κι ο ίδιος αγωνία να δει πώς θα τελειώσει- έχω τη γνώμη πως δεν τα κατάφερε. Κι η πόλη έμεινε να σημαδεύει -αν όχι να πλακώνει- τους ήρωές της, δίνοντας μια άλλη διάσταση στην επιλογή του μέρους της παρουσίασης (κι ας μη μιλάμε για την ίδια πόλη).
Παρόλα αυτά, η προσπάθεια πρέπει να κριθεί με επιείκεια. Όχι για λόγους αστικής, τυπικής ευγένειας, ή επειδή δε μας ενδιαφέρει το αποτέλεσμα, ούτε γιατί ο συγγραφέας είναι ενταγμένος στο χώρο του Ναρ, που είναι η αδυναμία του Λαϊκού Στρώματος -άλλο αν κωλύεται για το απόγευμα.
Αλλά επειδή στη στρατευμένη λογοτεχνία υπάρχει ένα πολύ μεγάλο κενό, που δεν είναι υπόθεση μονάχα ενός να το καλύψει. Και γιατί το βιβλίο αποπνέει μια αγάπη για τη Θεσσαλονίκη -κι ας μην είναι ο τόπος καταγωγής του Τσιράκη με τη χαρακτηριστική προφορά- κι ένα μεράκι για τη μελέτη της ιστορίας της, που έχει αρκετά να δώσει στον αναγνώστη.
Δεν μπορώ προφανώς να αποφασίσω εγώ για σας αν είναι καλή ιδέα (ή όχι) να πάρετε το βιβλίο, όσοι είναι όμως στη ΛΔ του Βορρά, μπορούν να παρακολουθήσουν τη σημερινή εκδήλωση στο Κέντρο Ιστορίας, στην Ιπποδρομίου, με την πολύ ενδιαφέρουσα σύνθεση στο πάνελ των ομιλητών (αν και έχω δει δύο διαφορετικές εκδοχές της, όπου η δεύτερη δεν περιλαμβάνει το Μαργαρίτη).
Κι αν τυχόν πάει κάποιος κι έχει κι ανταπόκριση, τόσο το καλύτερο...
Πολύ καλή παρουσίαση, αν κρίνω από το ότι, ενώ δεν υμνείς το βιβλίο (αντίθετα, πιο πολύ το επικρίνεις) μου κίνησες την περιέργεια. Θα το αναζητήσω και θα το πάρω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαρεμπιπτόντως, να πω πως μου άρεσε πολύ το βιβλίο του Αλεξάτου.
Το επικρίνω ως προς το λογοτεχνικό κομμάτι. Όπως και του Αλεξάτου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΞεκινώντας από εδώ εν τω μεταξύ, θα βρείτε και τα υπόλοιπα (αν και όποιον ενδιαφέρουν).
https://www.youtube.com/watch?v=HCnVWOnHsmw