Κείμενο που έπρεπε κανονικά να μπει χτες, που ήταν τα γενέθλια της Μπάρτσα, αλλά το ξεπέρασαν οι εξελίξεις.
Ο φιλελές Πανούτσος είχε γράψει κάποτε αφοριστικά πως η βαριά φανέλα και η περιβόητη ιστορία των ομάδων είναι ότι έχουν παίξει πολλούς αγώνες, κάποιοι από αυτούς ήρθαν "άσο", κάποιοι άλλοι "χι" κι άλλοι διπλό. Αυτό ως απάντηση σε οπαδούς που απαιτούν τρελαμένοι σεβασμό στην ιστορία της ομάδας τους. Αλλά κι ως δείγμα περιφρόνησης του σνομπ, φιλελέ "άριστου" για τη γνώμη του πόπολου. Έχει πάντως ένα δίκιο, μες στην υπερβολή του.
Η Μπάρτσα ωστόσο δηλώνει -και είναι- κάτι παραπάνω από ένας σύλλογος, mes que un club, με εμβέλεια που ξεπερνά κατά πολύ τις γραμμές του γηπέδου. Κι αυτό είναι που επιτρέπει στους διοικούντες της να χτίζουν στις πλάτες της χρυσές δουλειές ή μάλλον κάτι παραπάνω από μια απλή, εμπορική συναλλαγή. Παραφράζοντας τον αφορισμό του Πανούτσου, οι σύγχρονες ομάδες είναι ανώνυμες εταιρίες, που πουλάνε το προϊόν τους, το μύθο τους, την ικανότητά τους να παράγουν στιγμές και συγκινήσεις, άλλες με περισσότερη κι άλλες με λιγότερη επιτυχία.
Η Μπάρτσα δεν είναι η εξαίρεση στον κανόνα, μια αποεμπορευματοποιημένη ποδοσφαιρική νησίδα κι ούτε θα μπορούσε ποτέ να είναι, γιατί αν δεν ακολουθούσε το γενικό κανόνα, θα έπαυε αυτομάτως να είναι ανταγωνιστική, να είναι σε θέση να αποκτά κορυφαίους παίκτες και να διεκδικεί τρόπαια. Κι αυτό είναι ίσως το πιο απλό και εκλαϊκευτικό παράδειγμα για όσους αρνούνται να καταλάβουν τον ουτοπικό χαρακτήρα της αυτοδιαχείρισης, του "εναλλακτικού εμπορίου" και βασικά του σοσιαλισμού σε μία μόνο επιχείρηση.
Αν διαφέρει κάπου, είναι στο μύθο και το ιστορικό φορτίο που κουβαλάει, το μέγεθος και τη γοητεία του, τις εξωαγωνιστικές προεκτάσεις και τους συνειρμούς που μπορεί να γεννήσει: η καταπίεση του φρανκικού καθεστώτος, η επί χρόνια ανόθευτη φανέλα, η λαϊκή βάση κι οι εκλογές για την ανάδειξη προέδρου. Θα μου πεις όλα αυτά μπορούν να πείσουν μόνο ένα μικρό παιδί. Αφενός όμως σε αυτήν την ηλικία είναι που διαλέγει κανείς ομάδα, αφετέρου τα αθλητικά είναι το βασικό καταφύγιο του παλιμπαιδισμού μας, μετά την ενηλικίωση. Το πρόβλημα είναι αν συνεχίζουμε να παίρνουμε στα σοβαρά το μύθο και να τον μπερδεύουμε με την πραγματικότητα.
Το άλλο βασικό πρόβλημα είναι ότι αυτό το μύθο τον εκμεταλλεύεται εμπορικά η εκάστοτε διοίκηση, που φροντίζει κάθε φορά να τον ακυρώνει στην πράξη. Είτε στην υπόγεια συνδιαλλαγή με το λαομίσητο φρανκικό καθεστώς για την αρπαγή του Ντι Στέφανο, σε ρόλο ποδοσφαιρικής ωραίας Ελένης, από τη Ρεάλ. Είτε σπιλώνοντας τη φανέλα με χορηγό, μια συμβολική, ιδεολογική "καθαρότητα" -που είχε αρχίσει ωστόσο να θυμίζει το παράδειγμα με τον υποκριτή που είναι χωμένος στο βούρκο ως το λαιμό, αλλά τον ενδιαφέρει να κρατήσει καθαρά τα νύχια του.
Η Μπαρτσελόνα είναι το καμάρι της Καταλονίας, σύμβολο της διαφορετικότητας και του αγώνα της για ανεξαρτησία. Αλλά η διοίκησή της δε θα εγκατέλειπε ποτέ την ισπανική Primera Division, την αίγλη και τα κέρδη ενός clasico, για να παίξει σε μια ανεξάρτητη, καταλανική λίγκα, με βασική αντίπαλο την Εσπανιόλ -που το όνομά της δηλώνει το φιλο-ισπανικό της φρόνημα, αλλά η καταλανική γραφή του (Espanyol και όχι με το κλασικό "περισπώμενο" ñ) τονίζει τη σχιζοφρένεια και την αντιφατικότητα των καταστάσεων.
Το Σάββατο έρχεται άλλο ένα Clasico στο Καμπ Νου, με την Μπάρτσα στριμωγμένη στον τοίχο, στο -6 και τους λευκοφρουρούς να έχουν το πάνω χέρι. Από μια άποψη το Μπάρτσα-Ρεάλ είναι η ποδοσφαιρική απεικόνιση της ταξικής πάλης και της σύγκρουσης δυο κόσμων. Η Μπάρτσα που στον ισπανικό εμφύλιο έχασε τον πρόεδρό της (εκτελέστηκε απ' τους φασίστες), που έκανε περιοδείες ανά τον κόσμο για την ενίσχυση των δημοκρατικών, κι ήταν το αποκούμπι των εθνικά καταπιεσμένων Καταλανών, που μόνο στο Καμπ Νου μπορούσαν να μιλήσουν ελεύθερα τη γλώσσα τους, εναντίον της Βασίλισσας και της αγαπημένης του φρανκικού κατεστημένου.
Μια πάλη που συνεχίζεται στους καιρούς μας με νέες, συμβολικές μορφές κι απέκτησε άλλο περιεχόμενο. Πχ με τη μαζική παραγωγή αστέρων από τα σπλάχνα της και τη φημισμένη ακαδημία της ομάδας (Masia) απ' όπου βγήκε κι ο Μέσι (κι ο Ινιέστα κι ο Πικέ, κτλ) αντί της συνταγής των ακριβοπληρωμένων galacticos. Ή με την αδιαπραγμάτευτη στρατηγική επιλογή να έχει αυτή παντού και πάντα τη μπάλα, την πρωτοβουλία κινήσεων, να φτιάχνει παιχνίδι και να επιτίθεται συνεχώς, ακόμα και αν πέφτει πάνω σε τείχος ή αφήνει ακάλυπτα τα νώτα της, κόντρα στον τακτικό μακιαβελισμό του Μουρίνιο, που τα θυσίαζε όλα στο βωμό της σκοπιμότητας και προτιμά να περιμένει πίσω τον αντίπαλό του.
Μόνο που αυτά δεν καθιστούν την Μπάρτσα το άοπλο ποδοσφαιρικό τμήμα της επανάστασης. Γιατί η ίδια αναγκάζεται (;) πολλές φορές να δανειστεί τις συνταγές του αντιπάλου (όπως η Σοβιετία στα τελευταία της), να προσαρμόζει το παιχνίδι της, να το κάνει πιο "ρεαλ-ιστικό", και να βάζει μπόλικο νερό στο κρασί της. Ουσιαστικά δηλαδή να πηγαίνει με αυτόματο πιλότο και κεκτημένη ταχύτητα από την πρόσφατη ιστορία της, την (επαναστατική) περίοδο του Γκουαρντιόλα και την προγενέστερη μαγεία του Ροναλντίνιο. Ο οποίος δεν έμεινε για πολλά χρόνια στην κορυφή ενός επαγγελματικού ποδοσφαίρου που τον χλευάζει ως τσιρκολάγνο, δε σηκώνει τη διδασκαλία του και τους γλεντζέδες μάγους, που έχουν ως πρώτιστο μέλημά τους να διασκεδάσουν (τους άλλους και τον εαυτό τους) εντός κι εκτός γηπέδου.
Μια Μπάρτσα που δείχνει πολλές φορές άψυχη, γιατί πούλησε την ψυχή της στο διάβολο της σκοπιμότητας, σαν επανάσταση που μένει μετέωρη και τελειώνει από καύσιμα, χωρίς ιδέες για τη συνέχεια. Παραμένει όμως η καλύτερη θυμίζοντας, σε κάποιες αναλαμπές της, την αίγλη και τις αξίες αυτού του παρελθόντος της, που είναι πολύ νωπό, για να σβήσει εντελώς.
Χρόνια πολλά λοιπόν. Αλλά το "ευτυχισμένα" δεν εξαρτάται πάντα από τους τίτλους και τα αποτελέσματα, ιδίως όταν αυτά γίνονται αυτοσκοπός και δεν έρχονται στην πορεία και παρεμπιπτόντως. Κάτι που είναι, μεταξύ άλλων, κι η βασική διαφορά της κοινωνίας του μέλλοντος από τη σημερινή (της εκμετάλλευσης και της αλλοτρίωσης).
Visca Barça Visca Catalonia
Ο φιλελές Πανούτσος είχε γράψει κάποτε αφοριστικά πως η βαριά φανέλα και η περιβόητη ιστορία των ομάδων είναι ότι έχουν παίξει πολλούς αγώνες, κάποιοι από αυτούς ήρθαν "άσο", κάποιοι άλλοι "χι" κι άλλοι διπλό. Αυτό ως απάντηση σε οπαδούς που απαιτούν τρελαμένοι σεβασμό στην ιστορία της ομάδας τους. Αλλά κι ως δείγμα περιφρόνησης του σνομπ, φιλελέ "άριστου" για τη γνώμη του πόπολου. Έχει πάντως ένα δίκιο, μες στην υπερβολή του.
Η Μπάρτσα ωστόσο δηλώνει -και είναι- κάτι παραπάνω από ένας σύλλογος, mes que un club, με εμβέλεια που ξεπερνά κατά πολύ τις γραμμές του γηπέδου. Κι αυτό είναι που επιτρέπει στους διοικούντες της να χτίζουν στις πλάτες της χρυσές δουλειές ή μάλλον κάτι παραπάνω από μια απλή, εμπορική συναλλαγή. Παραφράζοντας τον αφορισμό του Πανούτσου, οι σύγχρονες ομάδες είναι ανώνυμες εταιρίες, που πουλάνε το προϊόν τους, το μύθο τους, την ικανότητά τους να παράγουν στιγμές και συγκινήσεις, άλλες με περισσότερη κι άλλες με λιγότερη επιτυχία.
Η Μπάρτσα δεν είναι η εξαίρεση στον κανόνα, μια αποεμπορευματοποιημένη ποδοσφαιρική νησίδα κι ούτε θα μπορούσε ποτέ να είναι, γιατί αν δεν ακολουθούσε το γενικό κανόνα, θα έπαυε αυτομάτως να είναι ανταγωνιστική, να είναι σε θέση να αποκτά κορυφαίους παίκτες και να διεκδικεί τρόπαια. Κι αυτό είναι ίσως το πιο απλό και εκλαϊκευτικό παράδειγμα για όσους αρνούνται να καταλάβουν τον ουτοπικό χαρακτήρα της αυτοδιαχείρισης, του "εναλλακτικού εμπορίου" και βασικά του σοσιαλισμού σε μία μόνο επιχείρηση.
Αν διαφέρει κάπου, είναι στο μύθο και το ιστορικό φορτίο που κουβαλάει, το μέγεθος και τη γοητεία του, τις εξωαγωνιστικές προεκτάσεις και τους συνειρμούς που μπορεί να γεννήσει: η καταπίεση του φρανκικού καθεστώτος, η επί χρόνια ανόθευτη φανέλα, η λαϊκή βάση κι οι εκλογές για την ανάδειξη προέδρου. Θα μου πεις όλα αυτά μπορούν να πείσουν μόνο ένα μικρό παιδί. Αφενός όμως σε αυτήν την ηλικία είναι που διαλέγει κανείς ομάδα, αφετέρου τα αθλητικά είναι το βασικό καταφύγιο του παλιμπαιδισμού μας, μετά την ενηλικίωση. Το πρόβλημα είναι αν συνεχίζουμε να παίρνουμε στα σοβαρά το μύθο και να τον μπερδεύουμε με την πραγματικότητα.
Το άλλο βασικό πρόβλημα είναι ότι αυτό το μύθο τον εκμεταλλεύεται εμπορικά η εκάστοτε διοίκηση, που φροντίζει κάθε φορά να τον ακυρώνει στην πράξη. Είτε στην υπόγεια συνδιαλλαγή με το λαομίσητο φρανκικό καθεστώς για την αρπαγή του Ντι Στέφανο, σε ρόλο ποδοσφαιρικής ωραίας Ελένης, από τη Ρεάλ. Είτε σπιλώνοντας τη φανέλα με χορηγό, μια συμβολική, ιδεολογική "καθαρότητα" -που είχε αρχίσει ωστόσο να θυμίζει το παράδειγμα με τον υποκριτή που είναι χωμένος στο βούρκο ως το λαιμό, αλλά τον ενδιαφέρει να κρατήσει καθαρά τα νύχια του.
Η Μπαρτσελόνα είναι το καμάρι της Καταλονίας, σύμβολο της διαφορετικότητας και του αγώνα της για ανεξαρτησία. Αλλά η διοίκησή της δε θα εγκατέλειπε ποτέ την ισπανική Primera Division, την αίγλη και τα κέρδη ενός clasico, για να παίξει σε μια ανεξάρτητη, καταλανική λίγκα, με βασική αντίπαλο την Εσπανιόλ -που το όνομά της δηλώνει το φιλο-ισπανικό της φρόνημα, αλλά η καταλανική γραφή του (Espanyol και όχι με το κλασικό "περισπώμενο" ñ) τονίζει τη σχιζοφρένεια και την αντιφατικότητα των καταστάσεων.
Το Σάββατο έρχεται άλλο ένα Clasico στο Καμπ Νου, με την Μπάρτσα στριμωγμένη στον τοίχο, στο -6 και τους λευκοφρουρούς να έχουν το πάνω χέρι. Από μια άποψη το Μπάρτσα-Ρεάλ είναι η ποδοσφαιρική απεικόνιση της ταξικής πάλης και της σύγκρουσης δυο κόσμων. Η Μπάρτσα που στον ισπανικό εμφύλιο έχασε τον πρόεδρό της (εκτελέστηκε απ' τους φασίστες), που έκανε περιοδείες ανά τον κόσμο για την ενίσχυση των δημοκρατικών, κι ήταν το αποκούμπι των εθνικά καταπιεσμένων Καταλανών, που μόνο στο Καμπ Νου μπορούσαν να μιλήσουν ελεύθερα τη γλώσσα τους, εναντίον της Βασίλισσας και της αγαπημένης του φρανκικού κατεστημένου.
Μια πάλη που συνεχίζεται στους καιρούς μας με νέες, συμβολικές μορφές κι απέκτησε άλλο περιεχόμενο. Πχ με τη μαζική παραγωγή αστέρων από τα σπλάχνα της και τη φημισμένη ακαδημία της ομάδας (Masia) απ' όπου βγήκε κι ο Μέσι (κι ο Ινιέστα κι ο Πικέ, κτλ) αντί της συνταγής των ακριβοπληρωμένων galacticos. Ή με την αδιαπραγμάτευτη στρατηγική επιλογή να έχει αυτή παντού και πάντα τη μπάλα, την πρωτοβουλία κινήσεων, να φτιάχνει παιχνίδι και να επιτίθεται συνεχώς, ακόμα και αν πέφτει πάνω σε τείχος ή αφήνει ακάλυπτα τα νώτα της, κόντρα στον τακτικό μακιαβελισμό του Μουρίνιο, που τα θυσίαζε όλα στο βωμό της σκοπιμότητας και προτιμά να περιμένει πίσω τον αντίπαλό του.
Μόνο που αυτά δεν καθιστούν την Μπάρτσα το άοπλο ποδοσφαιρικό τμήμα της επανάστασης. Γιατί η ίδια αναγκάζεται (;) πολλές φορές να δανειστεί τις συνταγές του αντιπάλου (όπως η Σοβιετία στα τελευταία της), να προσαρμόζει το παιχνίδι της, να το κάνει πιο "ρεαλ-ιστικό", και να βάζει μπόλικο νερό στο κρασί της. Ουσιαστικά δηλαδή να πηγαίνει με αυτόματο πιλότο και κεκτημένη ταχύτητα από την πρόσφατη ιστορία της, την (επαναστατική) περίοδο του Γκουαρντιόλα και την προγενέστερη μαγεία του Ροναλντίνιο. Ο οποίος δεν έμεινε για πολλά χρόνια στην κορυφή ενός επαγγελματικού ποδοσφαίρου που τον χλευάζει ως τσιρκολάγνο, δε σηκώνει τη διδασκαλία του και τους γλεντζέδες μάγους, που έχουν ως πρώτιστο μέλημά τους να διασκεδάσουν (τους άλλους και τον εαυτό τους) εντός κι εκτός γηπέδου.
Μια Μπάρτσα που δείχνει πολλές φορές άψυχη, γιατί πούλησε την ψυχή της στο διάβολο της σκοπιμότητας, σαν επανάσταση που μένει μετέωρη και τελειώνει από καύσιμα, χωρίς ιδέες για τη συνέχεια. Παραμένει όμως η καλύτερη θυμίζοντας, σε κάποιες αναλαμπές της, την αίγλη και τις αξίες αυτού του παρελθόντος της, που είναι πολύ νωπό, για να σβήσει εντελώς.
Χρόνια πολλά λοιπόν. Αλλά το "ευτυχισμένα" δεν εξαρτάται πάντα από τους τίτλους και τα αποτελέσματα, ιδίως όταν αυτά γίνονται αυτοσκοπός και δεν έρχονται στην πορεία και παρεμπιπτόντως. Κάτι που είναι, μεταξύ άλλων, κι η βασική διαφορά της κοινωνίας του μέλλοντος από τη σημερινή (της εκμετάλλευσης και της αλλοτρίωσης).
Visca Barça Visca Catalonia