Θυμήθηκα το στίχο που λέει: και φέτος η πρωτοχρονιά στη φυλακή με βρίσκει. Και τον συνέδεσα με το απομνημονευτικό αφήγημα του Γιώργη Καζάκου για τον Άη Στράτη, που διάβασα αυτές τις μέρες. Ένα συγκλονιστικό χρονικό του μεγάλου αγώνα των εξόριστων ενάντια στην πείνα και την απόφαση των κατοχικών αρχών, να τους περιορίσουν σε ένα θάλαμο, και να τους αφήσουν εκεί να πεθάνουν, ένας-ένας, εκτός κι αν υπογράψουν δήλωση.
Παρακάτω ακολουθούν τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα. Το πρώτο είναι γενικό και δε χρειάζεται εισαγωγικές διευκρινίσεις. Το δεύτερο περιγράφει μια συγκλονιστική σκηνή από την πρώτη έξοδο των "ζωντανών νεκρών" του κεντρικού θαλάμου, για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν λίγα ξύλα, και να μαγειρεύουν το κουρκούτι τους (δεν περίσσευαν καν για θέρμανση). Ενώ το τρίτο είναι από τα πρώτα "αθώα" χρόνια στο νησί της εξορίας.
Η επιλογή ήταν δύσκολη κι έτσι άφησα έξω κάποια άλλα ενδιαφέροντα αποσπάσματα, πχ τα σχόλια του Καζάκου για τους αρχειομαρξιστές, το διπλό μέτωπο της Ομάδας ενάντια στους πολιτικούς της αντιπάλους και τις κρατικές αρχές, και μια απόδραση (;) των πρώτων (ο Καζάκος θεωρεί πως ήταν ενέργεια των αρχών, που γλίτωσαν τους δικούς τους ανθρώπους) που χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για τη χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης των εξόριστων που παρέμεναν στο νησί.
Καθώς κι ένα άλλο περιστατικό, με τον αυθόρμητο φόβο που είχαν αναπτύξει τα μικρά παιδιά για τους παπάδες, αφού τους είχαν συνδέσει με το θανατικό και τη δίψα τους να πάρουν τα χρήματα για την ταφή -οπότε πάντα για κακό έρχονταν.
Μπορείτε επίσης να διαβάσετε εδώ μια ανάρτηση της ofisofi, για τον Άη Στράτη και το αποτύπωμά του στη συγγραφή βιβλίων, μαρτυριών, κτλ.
Χωροφύλακες των κουίσλιγκς, καθάρματα του χωριού, καλόγεροι του Αγίου Όρους, Γερμανοί του Γ' Ράιχ -όλοι- είχαν πέσει πάνω μας σαν τα όρνια για να μας φάνε. Για να πούμε όμως και του στραβού το δίκιο, οι φρίτσιδες "δε νοιάζονταν" δα και τόσο για μας. Αφού έφαγαν και ήπιαν εκείνη τη μέρα στο νησί μας (και έδωσαν τη... συγκατάθεσή τους να πεθάνουμε κλεισμένοι σε τούτο το θάλαμο), περίμεναν τώρα οι άνθρωποι να πιούνε τον καφέ τους στη... Μόσχα. Στη Μόσχα βέβαια. Εμάς θα κοιτάνε; Εκεί κρινόταν η τύχη τους. Σάμπως όχι και η δική μας; Και είναι ψέματα ότι όσο κρατούσε η Μόσχα κρατούσαμε κι εμείς; Είναι αλήθεια ότι δεν μπόρεσαν όλοι να αντέξουν σε τούτο το φοβερό πάλεμα με το χάρο. Δώδεκα σύντροφοι πέθαναν ως τότε από την πείνα και πολύ περισσότεροι ήταν εκείνοι που εγκατέλειψαν το χαράκωμα του αγώνα και έφυγαν για τα σπίτια τους. Μα η Ομάδα δεν παραδινόταν, όπως ανέμεναν οι βασανιστές της! Η Μόσχα βλέπεις, κρατούσε! Οπότε κρατούσε και ο θάλαμος!
Κανείς πια δεν περνούσε το κατώφλι της αστυνομίας. Οι θάνατοι αραίωσαν και πήγαιναν κι αυτοί να σταματήσουν. Γιατί δεν κυβερνούσε το σώμα την ψυχή, μα αντίστροφα, η ψυχή το σώμα. Μπορεί τούτο να αντίκειται στον υλισμό. Μπορεί... Μα έτσι ήταν τότε στον Άη Στράτη: Η ιδέα "καθόριζε" την ύλη! Κι αν τούτο δεν μπορούν να το καταλάβουν οι καθηγητές της φιλοσοφίας μας μια φορά, ο Βουδικλάρης δεν μπορούσε να το καταλάβει ένα εκατομμύριο φορές. Γι' αυτό κι ανησυχούσε.
Ύστερα από μερικές μέρες, επαναλήφθηκαν οι "εξορμήσεις" για χόρτα, με μικρότερες ομάδες από τους πιο γερούς συντρόφους και με καλύτερα αποτελέσματα. Η χαράδρα του μοναστηριού αποδείχτηκε ευφορότερη.
Χρειάστηκε να γίνει μία ακόμα έξοδος για τα ξύλα. Επικεφαλής της ομάδας των ξυλάδων εκείνη τη μέρα τοποθέτησαν εμένα. Πήραμε λοιπόν σχοινιά, τσεκούρια και πριόνια και ξεκινήσαμε για τα καλύβια. Κάπου εκεί, κείτονταν κάτι δικές μας βαλανιδιές που τις είχαμε κόψει από παλιά. Ο δρόμος ήταν μακρύς και λασπωμένος. Είχε εκείνες τις μέρες χτυπήσει ο νοτιάς και έλιωναν τα χιόνια. Η πορεία γινόταν δύσκολη και βασανιστική. Συχνά είχαμε ανάγκη από στάσεις για ξεκούραση, πράγμα που ο Κουτλάκης, ο φύλακάς μας, απαγόρευε αυστηρά. Ούτε και κάποιο χορταράκι άφηνε ο παλιάνθρωπος να κόψουμε και να μασήσουμε. Σταματήσαμε μόλις στο τέρμα της πορείας μας, στην κομμένη βαλανιδιά. Καθίσαμε να ξαποστάσουμε λίγο. Λίγο, γιατί τόσο είπε ο Κουτλάκης, ο οποίος, στο διάστημα που εμείς ετοιμάζαμε τα ξύλα, έπινε το γάλα του στα καλύβια. Μακριά από τα μάτια του φύλακα, μπορέσαμε να βάλουμε στο στόμα και κανένα χορταράκι που βρήκαμε κάτω από τη βαλανιδιά.
Κατατεμαχίσαμε το δέντρο πήρε ο καθένας από ένα ξύλο και ξεκινήσαμε πίσω για... το σπίτι. Στο δρόμο άρχισαν να λυγάνε τα πόδια μας από την εξάντληση και το φορτίο. Ζήτησα από το φύλακα να επιτρέψει μια μικρή στάση. Ο Κουτλάκης, που την είχε πατώσει γερά στα καλύβια των χωρικών και πέρα από το όπλο του δεν έφερε κανένα άλλο βάρος, απαγόρευε αυστηρά κάθε τέτοια "πολυτέλεια". Ούρλιαζε μάλιστα συνεχώς, γιατί βαδίζαμε αργά και καθυστερούσαμε. Είπαμε: Ο καθένας έβλεπε τις εξόδους αυτές από τη δική του σκοπιά. Εμείς σα μέσο για να κρατηθούμε στη ζωή. Η Αντίδραση σα μέσο για την επίσπευση της εξόντωσής μας.
Ώσπου δύο, μην αντέχοντας άλλο, σωριάστηκαν κατάκοποι στη γη. Τότε καθίσαμε όλοι, παρά τα ουρλιαχτά του βασανιστή. Μερικοί μάλιστα σύρθηκαν έξω από τη "γραμμή" και επιχείρησαν να βοσκήσουν κανένα χορταράκι. Ο φύλακας όρμησε σα λυσσασμένο σκυλί καταπάνω τους. Οι άλλοι συμμορφώνονταν στις φωνές του και επανέρχονταν στις θέσεις. Πρόλαβε όμως τον Αδάμο και τον πάτησε δυνατά στο κεφάλι, καθώς τούτος ήταν ξαπλωμένος και προσπαθούσε να κόψει ένα χοντρό γαϊδουράγκαθο. Το αίμα κύλησε από τη μύτη του.
Και τότε έγινε εκείνο το απρόσμενο, κάτι που εξέπληξε όλους τους παρόντες. Ο καταματωμένος εξόριστος, λες και φύλαγε τις δυνάμεις του για μια τέτοια στιγμή, σηκώθηκε απότομα στα πόδια, τράβηξε αστραπιαία το τσεκούρι του από τη μέση και χίμηξε κατά του βασανιστή να τον καταξεσκίσει. Τα μάτια του έβγαζαν σπίθες. Τίποτα δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει. Θεέ μου! Πού την βρήκε αυτήν τη δύναμη; Και καθώς το τσεκούρι του βρήκε στο κενό, σωριάστηκε στη γη με όλη τη φόρα που είχε πάρει. Κανείς δεν πίστευε πως τούτος ο σκελετωμένος άνθρωπος θα σηκωνόταν ξανά, ύστερα από τούτο το δυνατό πέσιμο. Ένας ασυγκράτητος λυγμός έκανε να τρεμοπαίζει όλο του το κορμί. Ο αγωνιστής δεν μπορούσε να δεχτεί τέτοιες προσβολές. Και τώρα κατεχόταν ολόκληρος από τους λυγμούς, γιατί δεν τον άκουγαν πια οι δυνάμεις του να συγυρίσει τούτο το αισχρό υποκείμενο.
Ο άνθρωπος του Βουδικλάρη, που παρά τρίχα να έχανε το κεφάλι του, σήκωσε το όπλο να πυροβολήσει. Βρέθηκα εκείνη τη στιγμή στο πλάι και άρπαξα το χέρι του.
-Σταμάτα δολοφόνε!
Έτρεξαν και μερικοί άλλοι και αφοπλίσαμε το φύλακά μας, ενώ άλλοι βοηθούσαν τον Αδάμο να σηκωθεί.
Ο φόνος και η παραπέρα επιπλοκή της κατάστασης αποφεύχθηκαν. Μόνο ο Κουτλάκης έβαλε τώρα τις κλάψες. Καλά γλίτωσε το κεφάλι του από την τσεκουριά του εξόριστου. Θα γλίτωνε όμως το ψωμί του από τη μανία του προϊσταμένου του;
Ήταν αξιοθρήνητος. Του δώσαμε το όπλο πίσω και του είπαμε να πάει στο σπίτι του και να κάτσει στ' "αβγά" του. Έφυγε ευχαριστημένος.
Κι εμείς, ανήμποροι, μα περήφανοι, πήραμε τα ξύλα και με αργό, πιο σταθερό τώρα βήμα ξεκινήσαμε για το δικό μας σπίτι.
Κατά το βραδάκι, φτάσαμε στο κεντρικό μας θάλαμο νικητές. Νικητές όχι μόνο στη "μάχη των ξύλων", αλλά και στη μάχη με τον εχθρό, στη δυναμική σύγκρουση μαζί του. Διηγηθήκαμε το επεισόδιο και μια ευδιαθεσία κυριάρχησε απ' άκρη σ' άκρη στην αίθουσα. Και έπιασε τόπο τούτη η ευδιαθεσία όσο για κάμποσα καζάνια κουρκούτι με χόρτα.
Να και μια συγκεκριμένη περίπτωση τέτοιας προσπάθειας των χαφιέδων, αλλά και αντιμετώπισής της από την πλευρά της Οργάνωσής μας, έτσι περίπου όπως μα τη διηγήθηκε τότε ακόμα ο σύντροφος που πήρε μέρος στο "παιχνίδι" για το ξεσκέπασμα του πράκτορα της Ασφάλειας. Μια μέρα λοιπόν και μια ορισμένη ώρα, το Γραφείο της Ομάδας βάζει ένα σύντροφο να κάνει το δυσαρεστημένο, και, βρίζοντας Χριστούς και Παναγίες, να κατευθυνθεί προς την αστυνομία του χωριού.
-Ακούς εκεί, κομμουνιστές, στελέχη, σκατά...
Και, χωρίς καθόλου να σταθεί, συνέχισε το δρόμο του στον ίδιο τόνο. Και να σου ο "φιλαράκος", ένας από τους "τρεις", έπεσε στην γκάφα. Ξεκόβει από τους άλλους και παίρνει την ακρογιαλιά. Αντικρίζει το "δυσαρεστημένο" εκεί προς τη Γωνιά του Λένιν. Τον πλησίασε. Και ο δικός μας άρχισε να "καταφέρεται" και πάλι ενάντια στα στελέχη της Ομάδας.
-Τους άτιμους! Αυτοί τρώνε και πίνουν κι εμείς τυραννιόμαστε στα χωράφια τους! Θα πάω στην αστυνομία να κάνω δήλωση.
Ο πράκτορας της Ασφάλειας, που ήταν ένας νεολαίος από την Καλαμάτα, στέλεχος της φασιστικής οργάνωσης ΕΟΝ, τα άκουγε όλα αυτά και έτριβε τα χέρια του.
-Φτάνει! Μη χαλάς την καρδιά σου. Πάμε μια βόλτα προς τα κάτω... Και βέβαια τρώνε και πίνουν, συνέχισε τώρα ο πράκτορας.
Και απ' ό,τι έχω ακούσει, ενισχύονται και με χρήματα. Πολλά ακόμα δεν ξέρεις. Αλλά τι περιμένεις από δαύτους, όταν οι τρανοί από την Κέρκυρα μας καταπρόδωσαν; Γι' αυτό αγαπητέ μου, ο καθένας πρέπει να δέσει και λίγο το γάιδαρό του, που λένε στο χωριό μου. Και να σου πω, πατριώτη, όσοι έφυγαν έξω ζούνε μπέικα. Και μην τους ακούς, τι τσουπανάνε αυτοί εδώ. Όσο για την αστυνομία που θέλεις να πας, δεν είναι και τόσο εύκολο. Θα σε δούνε. Το βλέπεις εκείνο το ψηλό σπίτι απέναντι; Το νοίκιασαν τελευταία ακριβώς για να παρακολουθούν τις κινήσεις της αστυνομίας και τις δικές μας. Αλλά... το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι (και βγάζει από την τσέπη του ένα έντυπο χαρτί, μαζί και ένα στιλό). Να, βάλε εδώ την υπογραφή σου και αμέσως έγινε η δουλειά, χωρίς να παρουσιαστείς στην αστυνομία και χωρίς να σε αντιληφθεί κανείς. Έχω εγώ τον τρόπο μου να το στείλω. Μόλις φτάσει το χαρτί εκεί, θα σε καλέσει η αστυνομία να παρουσιαστείς μαζί με το Γραμματέα για να σου ανακοινώσει ότι, ύστερα από ενέργειες των δικών σου, το υπουργείο Εσωτερικών σε αφήνει ελεύθερο. Με τον τρόπο αυτό που είναι ο ασφαλέστερος, έχουν φύγει πολλοί, όπως ο Χορσούλης, ο Παπανικολάου, ο γεωπόνος, ο ταχυδρομικός από τη Θεσσαλονίκη κ.ά.
Ο δικός μας πήρε το χαρτί, αλλά αρνήθηκε να το ξαναδώσει στο χαφιέ. Είπε πως θα το υπογράψει και θα το πάει ο ίδιος στην αστυνομία και πως δε φοβάται κανένα κερατά. Και χώρισαν. Το "παιχνίδι" είχε τελειώσει. Λίγο αργότερα, ένας άλλος εξόριστος είδε το χαφιέ της Ασφάλειας να συναντιέται με τον Αυγουστίνο, άνθρωπο του Μουστάκα.
Το βράδυ της ίδιας μέρας, συγκλήθηκε στον κεντρικό θάλαμο του στρατοπέδου έκτακτη γενική συγκέντρωση της Ομάδας για "σοβαρές ανακοινώσεις". Ο Γραμματέας ανέβηκε στο βήμα, μίλησε για την περίπτωση του χαφιέ και έβγαλε το έντυπο χαρτί από την τσέπη του. Στη συνέχεια, ανέβηκε στο βήμα ο "δυσαρεστημένος" και διηγήθηκε με λεπτομέρειες ό,τι συνέβηκε αυτήν τη μέρα ανάμεσα σε αυτόν και το χαφιέ. Έπειτα, ο Γραμματέας κάλεσε και το χαφιέ, που βρέθηκε στην αίθουσα χωρίς να υποψιαστεί το θέμα της συγκέντρωσης, να απολογηθεί. Αυτός όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά ουρλιάζοντας επιχείρησε να πηδήσει έξω από το παράθυρο. Κάμποσα κοκαλιάρικα, αλλά στιβαρά χέρια τον κάθισαν στο "σκαμνί". Στην τσέπη του βρέθηκε ένα ολόκληρο μάτσο από έντυπες δηλώσεις. Στην αίθουσα δημιουργήθηκε πανδαιμόνιο. Οι εξόριστοι είχαν ξεσηκωθεί να λιντσάρουν το χαφιέ. Οι υπεύθυνοι της Ομάδας ιδροκόπησαν να αποκαταστήσουν την τάξη.
Έτσι, ένας χαφιές της Ασφάλειας ξεκαθαρίστηκε από τις γραμμές μας και πέρασε ανοιχτά στην υπηρεσία της αστυνομίας.
Παρακάτω ακολουθούν τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα. Το πρώτο είναι γενικό και δε χρειάζεται εισαγωγικές διευκρινίσεις. Το δεύτερο περιγράφει μια συγκλονιστική σκηνή από την πρώτη έξοδο των "ζωντανών νεκρών" του κεντρικού θαλάμου, για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν λίγα ξύλα, και να μαγειρεύουν το κουρκούτι τους (δεν περίσσευαν καν για θέρμανση). Ενώ το τρίτο είναι από τα πρώτα "αθώα" χρόνια στο νησί της εξορίας.
Η επιλογή ήταν δύσκολη κι έτσι άφησα έξω κάποια άλλα ενδιαφέροντα αποσπάσματα, πχ τα σχόλια του Καζάκου για τους αρχειομαρξιστές, το διπλό μέτωπο της Ομάδας ενάντια στους πολιτικούς της αντιπάλους και τις κρατικές αρχές, και μια απόδραση (;) των πρώτων (ο Καζάκος θεωρεί πως ήταν ενέργεια των αρχών, που γλίτωσαν τους δικούς τους ανθρώπους) που χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για τη χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης των εξόριστων που παρέμεναν στο νησί.
Καθώς κι ένα άλλο περιστατικό, με τον αυθόρμητο φόβο που είχαν αναπτύξει τα μικρά παιδιά για τους παπάδες, αφού τους είχαν συνδέσει με το θανατικό και τη δίψα τους να πάρουν τα χρήματα για την ταφή -οπότε πάντα για κακό έρχονταν.
Μπορείτε επίσης να διαβάσετε εδώ μια ανάρτηση της ofisofi, για τον Άη Στράτη και το αποτύπωμά του στη συγγραφή βιβλίων, μαρτυριών, κτλ.
Χωροφύλακες των κουίσλιγκς, καθάρματα του χωριού, καλόγεροι του Αγίου Όρους, Γερμανοί του Γ' Ράιχ -όλοι- είχαν πέσει πάνω μας σαν τα όρνια για να μας φάνε. Για να πούμε όμως και του στραβού το δίκιο, οι φρίτσιδες "δε νοιάζονταν" δα και τόσο για μας. Αφού έφαγαν και ήπιαν εκείνη τη μέρα στο νησί μας (και έδωσαν τη... συγκατάθεσή τους να πεθάνουμε κλεισμένοι σε τούτο το θάλαμο), περίμεναν τώρα οι άνθρωποι να πιούνε τον καφέ τους στη... Μόσχα. Στη Μόσχα βέβαια. Εμάς θα κοιτάνε; Εκεί κρινόταν η τύχη τους. Σάμπως όχι και η δική μας; Και είναι ψέματα ότι όσο κρατούσε η Μόσχα κρατούσαμε κι εμείς; Είναι αλήθεια ότι δεν μπόρεσαν όλοι να αντέξουν σε τούτο το φοβερό πάλεμα με το χάρο. Δώδεκα σύντροφοι πέθαναν ως τότε από την πείνα και πολύ περισσότεροι ήταν εκείνοι που εγκατέλειψαν το χαράκωμα του αγώνα και έφυγαν για τα σπίτια τους. Μα η Ομάδα δεν παραδινόταν, όπως ανέμεναν οι βασανιστές της! Η Μόσχα βλέπεις, κρατούσε! Οπότε κρατούσε και ο θάλαμος!
Κανείς πια δεν περνούσε το κατώφλι της αστυνομίας. Οι θάνατοι αραίωσαν και πήγαιναν κι αυτοί να σταματήσουν. Γιατί δεν κυβερνούσε το σώμα την ψυχή, μα αντίστροφα, η ψυχή το σώμα. Μπορεί τούτο να αντίκειται στον υλισμό. Μπορεί... Μα έτσι ήταν τότε στον Άη Στράτη: Η ιδέα "καθόριζε" την ύλη! Κι αν τούτο δεν μπορούν να το καταλάβουν οι καθηγητές της φιλοσοφίας μας μια φορά, ο Βουδικλάρης δεν μπορούσε να το καταλάβει ένα εκατομμύριο φορές. Γι' αυτό κι ανησυχούσε.
* * *
Ύστερα από μερικές μέρες, επαναλήφθηκαν οι "εξορμήσεις" για χόρτα, με μικρότερες ομάδες από τους πιο γερούς συντρόφους και με καλύτερα αποτελέσματα. Η χαράδρα του μοναστηριού αποδείχτηκε ευφορότερη.
Χρειάστηκε να γίνει μία ακόμα έξοδος για τα ξύλα. Επικεφαλής της ομάδας των ξυλάδων εκείνη τη μέρα τοποθέτησαν εμένα. Πήραμε λοιπόν σχοινιά, τσεκούρια και πριόνια και ξεκινήσαμε για τα καλύβια. Κάπου εκεί, κείτονταν κάτι δικές μας βαλανιδιές που τις είχαμε κόψει από παλιά. Ο δρόμος ήταν μακρύς και λασπωμένος. Είχε εκείνες τις μέρες χτυπήσει ο νοτιάς και έλιωναν τα χιόνια. Η πορεία γινόταν δύσκολη και βασανιστική. Συχνά είχαμε ανάγκη από στάσεις για ξεκούραση, πράγμα που ο Κουτλάκης, ο φύλακάς μας, απαγόρευε αυστηρά. Ούτε και κάποιο χορταράκι άφηνε ο παλιάνθρωπος να κόψουμε και να μασήσουμε. Σταματήσαμε μόλις στο τέρμα της πορείας μας, στην κομμένη βαλανιδιά. Καθίσαμε να ξαποστάσουμε λίγο. Λίγο, γιατί τόσο είπε ο Κουτλάκης, ο οποίος, στο διάστημα που εμείς ετοιμάζαμε τα ξύλα, έπινε το γάλα του στα καλύβια. Μακριά από τα μάτια του φύλακα, μπορέσαμε να βάλουμε στο στόμα και κανένα χορταράκι που βρήκαμε κάτω από τη βαλανιδιά.
Κατατεμαχίσαμε το δέντρο πήρε ο καθένας από ένα ξύλο και ξεκινήσαμε πίσω για... το σπίτι. Στο δρόμο άρχισαν να λυγάνε τα πόδια μας από την εξάντληση και το φορτίο. Ζήτησα από το φύλακα να επιτρέψει μια μικρή στάση. Ο Κουτλάκης, που την είχε πατώσει γερά στα καλύβια των χωρικών και πέρα από το όπλο του δεν έφερε κανένα άλλο βάρος, απαγόρευε αυστηρά κάθε τέτοια "πολυτέλεια". Ούρλιαζε μάλιστα συνεχώς, γιατί βαδίζαμε αργά και καθυστερούσαμε. Είπαμε: Ο καθένας έβλεπε τις εξόδους αυτές από τη δική του σκοπιά. Εμείς σα μέσο για να κρατηθούμε στη ζωή. Η Αντίδραση σα μέσο για την επίσπευση της εξόντωσής μας.
Ώσπου δύο, μην αντέχοντας άλλο, σωριάστηκαν κατάκοποι στη γη. Τότε καθίσαμε όλοι, παρά τα ουρλιαχτά του βασανιστή. Μερικοί μάλιστα σύρθηκαν έξω από τη "γραμμή" και επιχείρησαν να βοσκήσουν κανένα χορταράκι. Ο φύλακας όρμησε σα λυσσασμένο σκυλί καταπάνω τους. Οι άλλοι συμμορφώνονταν στις φωνές του και επανέρχονταν στις θέσεις. Πρόλαβε όμως τον Αδάμο και τον πάτησε δυνατά στο κεφάλι, καθώς τούτος ήταν ξαπλωμένος και προσπαθούσε να κόψει ένα χοντρό γαϊδουράγκαθο. Το αίμα κύλησε από τη μύτη του.
Και τότε έγινε εκείνο το απρόσμενο, κάτι που εξέπληξε όλους τους παρόντες. Ο καταματωμένος εξόριστος, λες και φύλαγε τις δυνάμεις του για μια τέτοια στιγμή, σηκώθηκε απότομα στα πόδια, τράβηξε αστραπιαία το τσεκούρι του από τη μέση και χίμηξε κατά του βασανιστή να τον καταξεσκίσει. Τα μάτια του έβγαζαν σπίθες. Τίποτα δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει. Θεέ μου! Πού την βρήκε αυτήν τη δύναμη; Και καθώς το τσεκούρι του βρήκε στο κενό, σωριάστηκε στη γη με όλη τη φόρα που είχε πάρει. Κανείς δεν πίστευε πως τούτος ο σκελετωμένος άνθρωπος θα σηκωνόταν ξανά, ύστερα από τούτο το δυνατό πέσιμο. Ένας ασυγκράτητος λυγμός έκανε να τρεμοπαίζει όλο του το κορμί. Ο αγωνιστής δεν μπορούσε να δεχτεί τέτοιες προσβολές. Και τώρα κατεχόταν ολόκληρος από τους λυγμούς, γιατί δεν τον άκουγαν πια οι δυνάμεις του να συγυρίσει τούτο το αισχρό υποκείμενο.
Ο άνθρωπος του Βουδικλάρη, που παρά τρίχα να έχανε το κεφάλι του, σήκωσε το όπλο να πυροβολήσει. Βρέθηκα εκείνη τη στιγμή στο πλάι και άρπαξα το χέρι του.
-Σταμάτα δολοφόνε!
Έτρεξαν και μερικοί άλλοι και αφοπλίσαμε το φύλακά μας, ενώ άλλοι βοηθούσαν τον Αδάμο να σηκωθεί.
Ο φόνος και η παραπέρα επιπλοκή της κατάστασης αποφεύχθηκαν. Μόνο ο Κουτλάκης έβαλε τώρα τις κλάψες. Καλά γλίτωσε το κεφάλι του από την τσεκουριά του εξόριστου. Θα γλίτωνε όμως το ψωμί του από τη μανία του προϊσταμένου του;
Ήταν αξιοθρήνητος. Του δώσαμε το όπλο πίσω και του είπαμε να πάει στο σπίτι του και να κάτσει στ' "αβγά" του. Έφυγε ευχαριστημένος.
Κι εμείς, ανήμποροι, μα περήφανοι, πήραμε τα ξύλα και με αργό, πιο σταθερό τώρα βήμα ξεκινήσαμε για το δικό μας σπίτι.
Κατά το βραδάκι, φτάσαμε στο κεντρικό μας θάλαμο νικητές. Νικητές όχι μόνο στη "μάχη των ξύλων", αλλά και στη μάχη με τον εχθρό, στη δυναμική σύγκρουση μαζί του. Διηγηθήκαμε το επεισόδιο και μια ευδιαθεσία κυριάρχησε απ' άκρη σ' άκρη στην αίθουσα. Και έπιασε τόπο τούτη η ευδιαθεσία όσο για κάμποσα καζάνια κουρκούτι με χόρτα.
* * *
Να και μια συγκεκριμένη περίπτωση τέτοιας προσπάθειας των χαφιέδων, αλλά και αντιμετώπισής της από την πλευρά της Οργάνωσής μας, έτσι περίπου όπως μα τη διηγήθηκε τότε ακόμα ο σύντροφος που πήρε μέρος στο "παιχνίδι" για το ξεσκέπασμα του πράκτορα της Ασφάλειας. Μια μέρα λοιπόν και μια ορισμένη ώρα, το Γραφείο της Ομάδας βάζει ένα σύντροφο να κάνει το δυσαρεστημένο, και, βρίζοντας Χριστούς και Παναγίες, να κατευθυνθεί προς την αστυνομία του χωριού.
-Ακούς εκεί, κομμουνιστές, στελέχη, σκατά...
Και, χωρίς καθόλου να σταθεί, συνέχισε το δρόμο του στον ίδιο τόνο. Και να σου ο "φιλαράκος", ένας από τους "τρεις", έπεσε στην γκάφα. Ξεκόβει από τους άλλους και παίρνει την ακρογιαλιά. Αντικρίζει το "δυσαρεστημένο" εκεί προς τη Γωνιά του Λένιν. Τον πλησίασε. Και ο δικός μας άρχισε να "καταφέρεται" και πάλι ενάντια στα στελέχη της Ομάδας.
-Τους άτιμους! Αυτοί τρώνε και πίνουν κι εμείς τυραννιόμαστε στα χωράφια τους! Θα πάω στην αστυνομία να κάνω δήλωση.
Ο πράκτορας της Ασφάλειας, που ήταν ένας νεολαίος από την Καλαμάτα, στέλεχος της φασιστικής οργάνωσης ΕΟΝ, τα άκουγε όλα αυτά και έτριβε τα χέρια του.
-Φτάνει! Μη χαλάς την καρδιά σου. Πάμε μια βόλτα προς τα κάτω... Και βέβαια τρώνε και πίνουν, συνέχισε τώρα ο πράκτορας.
Και απ' ό,τι έχω ακούσει, ενισχύονται και με χρήματα. Πολλά ακόμα δεν ξέρεις. Αλλά τι περιμένεις από δαύτους, όταν οι τρανοί από την Κέρκυρα μας καταπρόδωσαν; Γι' αυτό αγαπητέ μου, ο καθένας πρέπει να δέσει και λίγο το γάιδαρό του, που λένε στο χωριό μου. Και να σου πω, πατριώτη, όσοι έφυγαν έξω ζούνε μπέικα. Και μην τους ακούς, τι τσουπανάνε αυτοί εδώ. Όσο για την αστυνομία που θέλεις να πας, δεν είναι και τόσο εύκολο. Θα σε δούνε. Το βλέπεις εκείνο το ψηλό σπίτι απέναντι; Το νοίκιασαν τελευταία ακριβώς για να παρακολουθούν τις κινήσεις της αστυνομίας και τις δικές μας. Αλλά... το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι (και βγάζει από την τσέπη του ένα έντυπο χαρτί, μαζί και ένα στιλό). Να, βάλε εδώ την υπογραφή σου και αμέσως έγινε η δουλειά, χωρίς να παρουσιαστείς στην αστυνομία και χωρίς να σε αντιληφθεί κανείς. Έχω εγώ τον τρόπο μου να το στείλω. Μόλις φτάσει το χαρτί εκεί, θα σε καλέσει η αστυνομία να παρουσιαστείς μαζί με το Γραμματέα για να σου ανακοινώσει ότι, ύστερα από ενέργειες των δικών σου, το υπουργείο Εσωτερικών σε αφήνει ελεύθερο. Με τον τρόπο αυτό που είναι ο ασφαλέστερος, έχουν φύγει πολλοί, όπως ο Χορσούλης, ο Παπανικολάου, ο γεωπόνος, ο ταχυδρομικός από τη Θεσσαλονίκη κ.ά.
Ο δικός μας πήρε το χαρτί, αλλά αρνήθηκε να το ξαναδώσει στο χαφιέ. Είπε πως θα το υπογράψει και θα το πάει ο ίδιος στην αστυνομία και πως δε φοβάται κανένα κερατά. Και χώρισαν. Το "παιχνίδι" είχε τελειώσει. Λίγο αργότερα, ένας άλλος εξόριστος είδε το χαφιέ της Ασφάλειας να συναντιέται με τον Αυγουστίνο, άνθρωπο του Μουστάκα.
Το βράδυ της ίδιας μέρας, συγκλήθηκε στον κεντρικό θάλαμο του στρατοπέδου έκτακτη γενική συγκέντρωση της Ομάδας για "σοβαρές ανακοινώσεις". Ο Γραμματέας ανέβηκε στο βήμα, μίλησε για την περίπτωση του χαφιέ και έβγαλε το έντυπο χαρτί από την τσέπη του. Στη συνέχεια, ανέβηκε στο βήμα ο "δυσαρεστημένος" και διηγήθηκε με λεπτομέρειες ό,τι συνέβηκε αυτήν τη μέρα ανάμεσα σε αυτόν και το χαφιέ. Έπειτα, ο Γραμματέας κάλεσε και το χαφιέ, που βρέθηκε στην αίθουσα χωρίς να υποψιαστεί το θέμα της συγκέντρωσης, να απολογηθεί. Αυτός όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά ουρλιάζοντας επιχείρησε να πηδήσει έξω από το παράθυρο. Κάμποσα κοκαλιάρικα, αλλά στιβαρά χέρια τον κάθισαν στο "σκαμνί". Στην τσέπη του βρέθηκε ένα ολόκληρο μάτσο από έντυπες δηλώσεις. Στην αίθουσα δημιουργήθηκε πανδαιμόνιο. Οι εξόριστοι είχαν ξεσηκωθεί να λιντσάρουν το χαφιέ. Οι υπεύθυνοι της Ομάδας ιδροκόπησαν να αποκαταστήσουν την τάξη.
Έτσι, ένας χαφιές της Ασφάλειας ξεκαθαρίστηκε από τις γραμμές μας και πέρασε ανοιχτά στην υπηρεσία της αστυνομίας.
Συγκλονιστικό είναι επίσης και το "Έτσι γίνανε οι άνθρωποι" του Βάσου Γεωργίου, εκδόσεις ΣΕ, που μεταξύ άλλων εκτενή αναφορά κάνει και σε αυτή την ηρωική Αηστρατίτικη ιστορία. Καλή χρονιά!
ΑπάντησηΔιαγραφή-γκεβεζές-