-Τις επόμενες μέρες θα σε επισκεφτούν κατά σειρά τρία πνεύματα. Θα δουν τις αντιδράσεις σου κι αναλόγως θα κρίνουν αν έχουν θέση απολιθώματα σαν κι εσένα στον αιώνα μας.
-Πρώτον, δεν υπάρχουν πνεύματα. Αυτό που λες είναι ιδεαλιστικό, δεν πατά στην οικονομία. Και δεύτερον, τα χριστούγεννα μου τη δίνουν. Το πνεύμα τους είναι το χρήμα κι η υποκρισία και με επισκέπτονται κάθε μέρα. Εκτός κι αν έρθουν με μανδύα κοσύγκιν να μην τα γνωρίσω.
-Πουλάμε πνεύμα στο πνεύμα; Τέλος πάντων, εγώ μια φορά σε προειδοποίησα…
Κι έφυγε απ’ το παράθυρο χωρίς αντίο.
Ξάπλωσα κουρασμένος να συνέρθω. Η ματιά καρφώνει τον άρη στον απέναντι τοίχο. Καιρό είχαμε να βγάλουμε ωραία αφίσα.
-Ραντεβού στα γουναράδικα σύντροφε.
Είδα νοερά τη μορφή του να ζωντανεύει, όρθια, αγέρωχη, έτοιμη για εκδίκηση.
-Εκεί θα πάμε, μου απαντά.
-Ναι, βέβαια, εκεί θα π… πώς είπατε;
-Είμαι το πνεύμα των χριστουγέννων του παρελθόντος. Ακολούθα με.
Μια φορά δεν το κάναμε και… Όχι άλλη βάρκιζα. Ακολούθησα.
Δεκέμβρης 44. Πρώτη στάση στην κηδεία των θυμάτων που έγινε παλλαϊκό συλλαλητήριο.
Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα. Σήμερα ο λαός διαλέγει τις αλυσίδες, αρκεί να είναι επίχρυσες.
Έτσι κάνει και στο άλλο δίλημμα. Ή με το κεφάλαιο ή με τους εργάτες. Συνήθως διαλέγει τις αυταπάτες.
Ευμενής ουδετερότητα που έλεγε κι ο λένιν. Αλλά για το κεφάλαιο.
Καμιά ουδετερότητα δεν είναι ευμενής για την υπόθεσή μας.
Ποιος να μείνει ουδέτερος δηλ; Η μη μονοπωλιακή αστική τάξη;
Δεύτερη στάση, σκοτάδι, σε ένα λαγούμι.
-Τι είναι αυτό το τούνελ; Πού είμαστε;
-Πλατεία τσώρτσιλ, πρώην συντάγματος. Κάτω απ’ το μεγάλη βρετανία.
-Κι αυτός ποιος είναι;
-Ο νίκος γαλανός. Θα γιόρταζε τα 100 χρόνια απ’ το σύνταγμα του όθωνα με πυροτεχνήματα. Έτοιμος να φωνάξει γελώντας 'μέρι κρίστμας' και να πατήσει το κουμπί. Αλλά τελευταία στιγμή έφαγε άκυρο από πάνω.
Μη φοβάσαι τη φωτιά. Αλλιώς θα τη βρεις μπροστά σου γιγαντωμένη.
-Ο μάργκαρετ γράφει πως όταν άρχισε ο δεκέμβρης δεν προλαβαίνατε να γυρίσετε, ακόμα κι αν σας καλούσαν.
-Δεν έχει να κάνει. Τι πήγαμε στην ήπειρο για πουρνάρια; Πολιτικό ήταν το θέμα, όχι τεχνικό.
Η τρίτη ήταν κυριολεκτικά στάση. Στάση λεωφορείων.
-Τι κάνουμε εδώ;
-Περιμένουμε το επόμενο.
Το βλέπουμε από μακριά. Το 171, αγ. δημήτριος – βάρκιζα.
-Αποκλείεται, δε μπαίνω. Ούτε συζήτηση.
-Καλά, σε δοκίμαζα. Θα πάρουμε το από πίσω.
Κοιτάω να δω, δεν έχει αριθμό. Κοιτάω παραδίπλα. ΓΙΑΛΤΑ.
Τι εννοεί ο ποιητής;
-Ξέρεις πως γίναν με μια βδομάδα διαφορά; Η γιάλτα πρώτη. Τυχαίο λες να ‘ταν;
-Δεν ξέρω, αλλάζω κατηγορία. Νισάφι, πάμε σε άλλη εποχή.
-Εντάξει. Πάμε στο 89. Τον αγριοκοιτάω. Κι εσύ τέκνον βρούτε;
-Όχι τις γνωστές καραμέλες. Μόνο κάτι να διαβάσεις. Επετειακό και χριστουγεννιάτικο.
Χριστούγεννα του 89… Τι έγινε τότε;
Μου δίνει έναν κιτρινισμένο ρίζο της εποχής. Ανοίγω και διαβάζω.
Το πγ της κε του κκε χαιρετίζει την ηρωική εξέγερση του ρουμάνικου λαού που, πληρώνοντας βαρύτατο φόρο αίματος, ανέτρεψε το δεσποτικό, τυραννικό καθεστώς τσαουσέσκου. Ένα καθεστώς που ματοκύλισε τη ρουμανία και ποδοπάτησε βάναυσα το σοσιαλισμό και τις μεγάλες ανθρωπιστικές και δημοκρατικές αξίες του.
Στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν κι εξελίσσονται στη ρουμανία, το κκε υποστηρίζει τις προσπάθειες για την εξομάλυνση της κατάστασης ώστε ο ρουμάνικος λαός να μη θρηνήσει νέα θύματα.
Το πγ της κε του κκε εύχεται μετά την ανατροπή του τσαουσέσκου, η ρουμανία να προχωρήσει γρήγορα μπροστά και με σταθερότητα και να μπορέσει να ξεπεράσει τα μεγάλα προβλήματά της, στο δρόμο της σοσιαλιστικής ανάπτυξης που θα έχει στο κέντρο της τον άνθρωπο και το σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων και των ελευθεριών του ρουμάνικου λαού.
Σε αυτή την κατεύθυνση θα εκφράσουν την πιο ενεργή αλληλεγγύη τους στο ρουμανικό λαό οι έλληνες κομμουνιστές.
27.12.89 ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ
-Ναι, κοίτα να δεις… εε, είναι που είχε χρυσές τουαλέτες… κι ήταν κι η εκκλησία… γκουχ… τον υποστήριζαν κι από το εσ…
Μπα, άστο δε σώζεται. Κοίτα να μείνει μεταξύ μας.
-Έγινε. Εσύ ετοιμάσου για επίσκεψη. Θα ‘ρθει να σε δει το πνεύμα της εξέγερσης των χριστουγέννων.
-Μα δεν ήταν εξέγερση.
-Το ξέρω, αλλά πώς να το λέμε; Πνεύμα της κατάστασης με εξεγερσιακά χαρακτηριστικά που εκτονώθηκε; Πετάς ένα χαϊδευτικό και καθαρίζεις. Κι οι φυρομακεδόνες έτσι προκύψαν.
[...] Η κουσουρεάλ εκδήλωση έφτανε στο τέλος. Οι μάζες αποχωρούσαν. Ο σπαρίλας ανέλαβε τις συστάσεις.
Κι αυτός είναι ο μήτσος από το φυσικό. Φανατικός αναγνώστης.
-Ναι, ξέρω, είχαμε γνωριστεί, αλλά δε μου τα ‘χε πει όλα. Πάμε άλλη μία από την αρχή. Μπρεζνιεφικό απολίθωμα.
-Χαίρω πολύ. Πνεύμα της εξέγερσης των χριστουγέννων.
(Άντε πάλι. Αφού δεν ήταν…)
Ξέρω τι έκανες πέρσι τα χριστούγεννα.
-Για στάσου, τι τα λες σε μένα; Πες τα στους δικούς σου που τους έχεις και μαζεμένους κι έγιναν πέρσι ουρά στο αυθόρμητο.
-Οι δικοί μου έχουν μπλέξει με τους σεκίτες στην ανταρσύα. Τι άλλο να πάθουν; Θα πάω σε αυτούς σε άλλη φάση.
-Κοίτα, δεν ξέρω γιατί ήρθες να με δεις. Το κόμμα ήταν στους δρόμους πέρσι το δεκέμβρη. Απ’ τα μπάχαλα έμεινε μακριά, όχι απ’ τον κόσμο.
Τα μεγάφωνα άρχισαν να παίζουν τα παιδιά του πειραιά.
Άφησε ένα γέλιο, σατανικό σαν της μελίνας και μου είπε:
-Ποτέ την Κυριακή…
-Μην κρίνεις το κόμμα από μια συγκυρία. Πρέπει να βλέπεις τη συνέχεια κι ο δεκέμβρης δεν είχε καμία.
-Μα ο χρόνος δεν είναι αφαίρεση. Είναι ένα σύνολο από συγκυρίες. Καθεμιά πρέπει να τη δένεις με την προοπτική. Και του δεκέμβρη δεν ήταν καμιά τυχαία.
Το αφήσαμε εκεί και κλείσαμε συνάντηση με σύνδεσμο το σπαρίλα (ακόμα περιμένουμε). Πριν φύγω μου φώναξε.
-Έσο έτοιμος. Το βράδυ θα σε επισκεφτεί το πνεύμα των χριστουγέννων της κοινωνίας του μέλλοντος.
Κλείστηκα σπίτι να μη δω κανέναν. Πιάνω τα βελάκια να ηρεμήσω τα νεύρα μου. Στο κέντρο αντί για στόχο, φωτό του ιούδα με το σημάδι στο μέτωπο. Τον παίρνει ξώφαλτσα στο μάτι.
-Ωωχ!
-Τι, ωχ; Ποιος μίλησε;
-Εγώ, μου λέει ο γκόρμπι.
Είμαι το πνεύμα των χριστουγέννων της κοινωνίας του μέλλοντος.
-Ε, αυτό πια… τι τραγική ειρωνεία είναι αυτή;
-Έτσι είναι. Η ζωή είναι μια φαρσοκωμωδία που επαναλαμβάνεται, πότε έτσι, πότε αλλιώς. Κάτσε να σου διαβάσω μια ιστορία.
Τα παλιά τα χρόνια υπήρχε μια χώρα μυθική, η χώρα των σοβιέτ, όπου ζούσε ο λαός των εβραιομπολσεβίκων. Ο αρχηγός τους ο λένιν τους οδήγησε στη γη της κομμουνιστικής επαγγελίας, όπου έχτισαν μια μαρξιστική αυτοκρατορία (του κακού) που είχε δεκαπέντε σοβιετικές δημοκρατίες (δώδεκα φυλές του ιακώβ και τσόντα οι τρεις βαλτικές).
Ο κόκκινος άγγελος γεννήθηκε μάρτη του 31 στο χωριουδάκι πριβόλνογιε που σημαίνει ελεύθερο. Τον βρήκαν τρεις μάγοι ακολουθώντας ένα περίεργο σημάδι στο μέτωπο του ουρανού που ανήγγειλε τον ερχομό του και του χάρισαν τρία δώρα: γκλάσνοστ, περεστρόικα και νόμο της αξίας, που σύμφωνα με τις γραφές θα τον έκαναν παντοδύναμο.
Εκείνο τον καιρό κυβερνούσε την χώρα ο αιμοσταγής τύραννος ιωσήφ ηρώδης. Μόλις έμαθε τα καθέκαστα, άφρισε από θυμό και διέταξε κολεκτιβοποίηση και λιμό στην ουκρανία και την περιοχή του καυκάσου.
Η παιδική θνησιμότητα έφτασε στα ύψη. Σε μερικά χωριά έχασαν τη ζωή τους όλα τα παιδιά κάτω των δύο χρόνων, εξαιτίας της κακής διατροφής και των επιδρομών των κυβερνητικών δυνάμεων (στοιχεία από τη βιογραφία του γκόρμπι με τον τίτλο ο κόκκινος άγγελος, φράση που ανήκει στον αντιφρονούντα επιστήμονα ζαχάροφ).
Αλλά ο μικρός γκόρμπι σώθηκε ως εκ θαύματος. Και την έβγαλε καθαρή και στον πόλεμο με τους ναζί (εδώ τη γλίτωσε ο χρουτσώφ στο στάλινγκραντ). Που όταν κατέλαβαν τον καύκασο βγάλαν εφημερίδα με πρωτοσέλιδο Ο χριστός αναστήθηκε. Για την ακρίβεια ξαναγεννήθηκε. Κι ήδη στα δώδεκα ήταν διχασμένη προσωπικότητα κλείνοντας μέσα της κι έναν ιούδα.
Τέλειωσε το λύκειο στα δεκαεννιά στο γειτονικό σταυριούπολ, όπου διοικούσε ο σουσλόφ.
Η σταυρούπολη ιδρύθηκε το 1777, απ’ τον εκλεκτό της αικατερίνης, γκριγκόρι ποτέμκιν που διοργάνωσε την περιοδεία της τσαρίνας στα μόλις κατακτημένα εδάφη του νότου και για να την ευχαριστήσει, έστησε στο διάβα της βιτρίνες χωριών, τεράστια πανό με ζωγραφιές που πίσω τους δεν υπήρχε τίποτε. Έτσι έμεινε στην ιστορία ο αλληγορικός όρος χωριά ποτέμκιν.
Αλά ποτέμκιν ήταν κι ο σοσιαλισμός του γκόρμπι. Μέχρι που υπέκυψε στις αυθεντικές βιτρίνες της δύσης.
Ο στάλιν ονόμασε την πόλη βοροσίλοφσκ, αλλά οι γερμανοί της δώσαν το παλιό της όνομα που έμεινε και μετά την ανακατάληψη. Πόλη του σταυρού. Εκεί που θα ανέβαινε κι η σοβιετία με την προδοσία του γκόρμπι.
Σαράντα χρόνια μετά, οι σοβιετικοί έψαχναν έναν σωτήρα να τους βγάλει απ’ το τέλμα της μπρεζνιεφικής στασιμότητας. Ο κόκκινος άγγελος είχε το σημάδι του εκλεκτού. Ο κόσμος τον δέχτηκε σαν μεσσία. Αλλά ο γκόρμπι φιλούσε υπέροχα. Κι όταν τον κατάλαβαν ήταν πλέον αργά. Τίμιος χωρίς καθαρό κούτελο, πού ακούστηκε;
Και ζήσαμε εμείς κακά κι οι αστοί καλύτερα.
-Μα εσύ είσαι το τρίτο πνεύμα. Γιατί μου αναλύεις το παρελθόν;
-Η σοβιετία είναι ρετρό νότα από τη μουσική του μέλλοντος. Παρά τα φάλτσα και τις αδυναμίες. Η επιστροφή στο μέλλον είναι νομοτέλεια. Ξέρεις ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα;
-Να δίνουμε περισσότερο βάρος στην υποδιαίρεση ένα;
-Όχι. Το μέλλον είναι μετασχηματισμένο παρελθόν. Τα απολιθώματα έχουν θέση σε αυτό, αρκεί να μαθαίνουν απ’ τα λάθη τους.
-Μα έχουμε κάνει σκληρή αυτοκριτική για αυτά.
-Αυτοκριτική δεν είναι να παραδέχεσαι τα λάθη σου. Σημαίνει να τα εξηγείς. Αλλιώς είσαι καταδικασμένος να τα επαναλάβεις. Αυτή είναι η χειρότερη τιμωρία. Και δεν χρειάζονται γκόρμπι και πνεύματα να την επιβάλουν.
Υστερόγραφο
Κλείνουμε την χρονιά με χυδαίο αντικομμουνισμό και κωσταγιάννη.
Αν πήγαιναν τα τανκς στον περισσό, λέει, η αλέκα θα ‘χε κλειστεί μέσα και θα καλούσε το λαό να βγάλει συμπεράσματα για τις επόμενες εκλογές.
Το θέμα είναι τι θα έκανε ο κωσταγιάννης μπροστά στο δίλημμα κουκουέ ή τανκς. Το κόβω να διάλεγε καραμανλή.
Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009
Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009
Φεύγουν οι (υπερ)βάσεις που μένουν
Στο πεζοδρόμιο της στουρνάρη ο κόσμος βαρούσε ενέσεις σε δημόσια θέα. Αλλά εμείς πηγαίναμε για πιο σκληρά πράγματα. Την τριήμερη συνδιάσκεψη της οκδε σπάρτακος. Όπου, αν κατάλαβα καλά, η πρώτη μέρα είναι ανοιχτή σε όλους, όπως κάνουμε εμείς στο συνέδριο.
Μπαίνοντας στο γκίνη με μιάμιση ώρα καθυστέρηση προλάβαμε την εισήγηση του οικοδεσπότη (μια χαρά το πήγαμε) που μιλούσε για την ανταρσύα, τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό (δσ1) και τις διασπαστικές συγκεντρώσεις (δσ2). Η πρώτη υποδιαίρεση δεν είναι ακόμα ώριμο να εφαρμοστεί όσο υπάρχει η δεύτερη. Θα ωριμάσει όταν πάρουνε τους συσχετισμούς για ενωτικές συγκεντρώσεις (εσ με τη γσεε) γιατί έχουμε και μια στρατηγική να υπηρετήσουμε (το ενιαίο μέτωπο των τροτσκιστών).
Αυτή είναι η διαλεκτική του δσ1. Όχι με αυτή τη διατύπωση, αλλά αυτό εννοούσε ο οικοδεσπότης.
Στο τέλος του δρόμου μας περίμεναν σοφές απαντήσεις στα σκοτεινά υπαρξιακά της ανταρσύα: αυτοτέλεια αντί διάχυσης, οργανώσεις αντί για τάσεις, διπλή κάρτα μέλους και μοντέλο ομοσπονδίας.
Οι συριζαίοι που μίλησαν στη συνέχεια είπαν ότι η ίδια ακριβώς κουβέντα περί δομής γίνεται και στο σύριζα. Κάτι σαν κάλεσμα –στην οκδε και γενικώς- να αφήσουν το σύριζα του εξωκοινοβουλίου και να έρθουν στον αυθεντικό, όπου υπάρχει ψωμί και για τις συνιστώσες.
Εμένα πάλι μου θύμισε την κουβέντα για το σχέδιο ανάν.
Ομοσπονδία ή συνομοσπονδία; Επαναστατική μειοδοσία και ξεπούλημα στο σεκ; Ή μήπως διαίρει και βασίλευε δια της ενώσεως με το ναρ διαιτητή κι επικυρίαρχο;
Μέχρι πρόσφατα πάγια θέση ήταν η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με αυτοτέλεια του κεκτημένου του μερα, βάση των ψηφισμάτων του οηε. Αλλά οι ηγεσίες επέβαλαν τεχνητά κι από τα πάνω την ένωση και την πασπάλισαν με επίκληση στη θέληση της βάσης, της οποίας το Όχι φοβήθηκαν και γι’ αυτό απέφυγαν δημοψηφίσματα κι ολομελειακές διαδικασίες.
Αυτό όμως δε θα περάσει έτσι!
Να ανοίξει τώρα ο φάκελος της κύπρου (και στην εξεταστική να μπει ο γιος του κάππου)!
Με τη βάση ενάντια στις βάσεις του γκαργκάνα.
Μέρα ενιαίο ανεξάρτητο.
Για να μπουν κι οι ανένταχτοι στην εξίσωση, είπε ο σπαρτακιστής, πρέπει να προεικάζεται η αυτενέργεια κι η αυτοοργάνωση στις δομές της ανταρσύα. Βασικά δηλ να μην έχει δομές. Μόνο δομιστές και αλτουσεριανούς δομομαρξιστές.
Μια οργάνωση νέου τύπου πρέπει να έχει στοιχεία από την κοινωνία του μέλλοντος. Αυτοθυσία και συντροφικότητα πάνω απ’ όλα. Αλλά ως διαμεσολάβηση δε μπορεί να είναι ακριβής μικρογραφία της. Έχει δομές, ιεραρχία κι έναν τύπο γραφειοκρατίας (νέου τύπου). Αλλιώς γίνεται ένα με το κίνημα και δεν έχει λόγο διακριτής ύπαρξης (που για κάποιους αντάρτες είναι υπό συζήτηση).
Όλοι οι ομιλητές έβαλαν θέμα υπέρβασης των δομών της ανταρσύα. Την οποία ο καθένας εννοεί διαφορετικά, αλλά δεν έχει (ακόμα) τους συσχετισμούς να την επιβάλει και στους υπόλοιπους. Μόνο δύο εξ αυτών είπαν πως το ζήτημα της δομής είναι πρώτα απ’ όλα πολιτικό.
Με άλλα λόγια η δομή υπηρετεί το πολιτικό περιεχόμενο, δεν το δημιουργεί. Το βασικό πρόβλημα της ανταρσύα δεν είναι ότι η συμμαχία κλείστηκε από τα πάνω ερήμην της βάσης, αλλά η συγκολλητική βάση πάνω στην οποία κλείστηκε.
Αλλά η δομή έχει μια σχετική αυτοτέλεια. Κι αυτό δε φαίνεται να μας απασχολεί ιδιαίτερα.
Ο δσ1 σημαίνει δημοκρατία στη συζήτηση, ενότητα στην πράξη. Κι αυτό δεν αλλάζει ως αρχή αν παίξουμε λίγο με το δίπολο και τη δομή. Κάθε εποχή πρέπει να φτιάχνει το δικό της καλούπι.
Μετά τον εισηγητή έπαιξε μια διεθνιστική νότα του αλέξ κριβίν, καλεσμένου απ’ το γαλλικό νουβό παρτί, που όπως μας είπε άργησε λόγω χιονοθύελλας, αλλά δε φταίει το νουβό παρτί γι’ αυτό (γαλλικό, αντικαπιταλιστικό χιούμορ).
Μας είπε ότι πριν λίγα χρόνια, αν κάποιος δήλωνε αντικαπιταλιστής στη γαλλία τον έλεγαν τρελό ή γέρο. Εμείς εδώ τον λέμε σεκίτη.
Αρχικά, λέει, ήταν 140 άτομα σε όλη τη γαλλία, τώρα όμως αριθμούν 8 χιλιάδες μέλη που πληρώνουν τακτικά τις συνδρομές τους. Παρηγοριά στον σπαρτακιστή μάλλον. Αλλά είναι ζήτημα αν φτάνουν τα 140 τα μέλη της οκδε σπάρτακος στην ελλάδα.
Μας εξήγησε τη θετική σημασία της εκλογικής ανόδου των πρασίνων κι ότι δεν πρέπει να θεωρούμε χαμένη τη σοσιαλδημοκρατία, ειδικά στην ελλάδα που διατηρεί οργανικές σχέσεις με την εργατική τάξη.
Κι έκλεισε μιλώντας για την ελληνική ανορθογραφία, την ιδιαιτερότητα της ελλάδας που αποτελεί το λασκαρισμένο (sic) κρίκο στην αλυσίδα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού.
Αναρωτιέμαι πόσοι καταλάβαιναν εκεί μέσα ότι η περίφημη αυτή ιδιαιτερότητα συνδέεται βασικά με το «σταλινκό» κκ που έμεινε σταθερό και δε μεταλλάχτηκε. Ότι τα διάφορα νουβό παρτί ευδοκιμούν ακριβώς εκεί που χρεωκόπησαν τα παραδοσιακά κκ (παραλίγο κι εδώ, αλλά ευτυχώς δεν). Κι ότι οι έλληνες είναι πολύ τυχερoί που δεν έχουν να διαλέξουν μεταξύ ενός τυπικού κι ενός εναλλακτικού σύριζα (όπως στη γαλλία).
Ο μόνος ανένταχτος που μίλησε ήταν ο παπαδάκης (δικηγόρος, υποψήφιος της ανταρσύα) που πιο πολύ ως προσωπικότητα πήρε το λόγο, παρά ως ανένταχτος.
Μίλησε κι αυτός για την υπέρβαση, υπέρ ενός συσπειρωσιακού μοντέλου με αιρετούς κι ανακλητούς και αυτοαναίρεση των οργανώσεων.
Κι άφησε σπόντα για την απουσία των μουλάδων και τους κενούς νοήματος διαχωρισμούς, ειδικά από τη στιγμή που τρώνε ξύλο από τους σταλινικούς του κκε. Δεν ξέρω αν έβαλε μέσα και την κοε που δεν την άφησαν οι αντι-σταλινικοί να μιλήσει στο σπόρτιγκ.
Μετά πήραν το λόγο με αλφαβητική σειρά οι οργανώσεις, αλλά την αραν την έριξαν και την έβαλαν δεύτερη μετά την αρας. Αυτές οι δύο κι ο ναρίτης εκπρόσωπος, κάναν λόγο για όσμωση με τις μάζες, τα κινήματα και τις κινήσεις πόλεων. Το τελευταίο ειδικά το πρόφεραν με ευλάβεια, σα να μιλούσαν για αντάρτικο πόλεων.
Εν τω μεταξύ μια μυστήρια μορφή με παλαιστινιακό έκοβε βόλτες γύρω από το προεδρείο.
Εκεί είναι που συνειδητοποίησα ότι το αρκτικόλεξο ανταρσύα κινδυνεύει να έχει την τύχη του εαακ. Το ορθόδοξο είναι η ανταρσύα. Αλλά οι αλτουσεριανοί, έλεγαν το ανταρσύα κι οι συριζαίοι ο ανταρσύα, που με συγκίνησε πολύ γιατί μου θύμισε το απολίθωμας του σήφη σταλινάκη. Τουλάχιστον υπάρχει συμφωνία στον αριθμό. Προς το παρόν.
Μένει να δούμε τι σημαίνει το καθένα και τι πολιτικό σκεπτικό κρύβει πίσω του. Κι ο τύπος με το παλαιστινιακό συνέχιζε να κόβει βόλτες.
Την πιο σωστή τοποθέτηση την έκανε ένας σταλινικός. Δηλ ο εκπρόσωπος του εκκε.
Να προχωρήσει η ανταρσύα, αλλά χωρίς βιασύνες και κουκουλώματα.
Αυτό είναι. Ούτε κουκούλες, ούτε γραβάτες. Η βαριά ανάλυση του ελαφρού για το δεκέμβρη αποκτά άλλο βάθος και νόημα.
Ποιος τον ακούει όμως; Μια ζωή με τις κουκούλες πάνε οι αντάρτες.
Ναι, αλλά παλιότερα το εκκε είχε σχέσεις με κάτι τούρκους που αποδείχτηκαν χαφιέδες, μου είπε ο διπλανός. Κι έτσι γνώρισα τον αβράμη, που ελπίζω να μη με περάσει για χαφιέ μετά από αυτό το κείμενο.
Την ίδια στιγμή ήταν φως φανάρι πως ο μυστήριος κάτι τρωγόταν να κάνει.
Ο αβράμης είναι οικοδόμος απ’ την τουρκία και ζει αρκετά χρόνια στην ελλάδα. Πρώτα στο σεκ, στη διάσπαση με τη δεα, ώσπου διαφώνησε με το σύριζα κι έφυγε στην οκδε σπάρτακος μαζί με άλλους συντρόφους που κάθονταν στη γωνία και μου τους έδειξε. Κάτι σαν το ενιαίο μέτωπο ιουδαίας από τη ζωή του μπράιαν.
Ο αβράμης είχε όρεξη για κουβέντα και με βομβάρδισε με πληροφορίες.
Για τον κερκυραίο κομμουνιστή ανανεωτή που ήταν κάποτε υποψήφιος με το κόμμα στην άλφα αθήνας και βγήκε να μιλήσει με την κανέλλη σε συγκέντρωση στο κολωνάκι.
Για έναν πρώην σύντροφό του που πήγαινε πάντα με τη γραμμή και τον φώναζαν ναιναίξ.
Και για μια φορά που ήθελε [ο ίδιος] να μιλήσει απλά κι αντί για προλαλήσαντες είπε, οι σύντροφοι που λάλησαν πριν κι είδε τους γύρω του να πέφτουν κάτω απ’ τα γέλια.
Με ρώτησε αν ήμουν σύντροφος, ζορίστηκα, του είπα μέσες άκρες την αλήθεια (κολλημένος με την πρώην) και μου απάντησε ότι ζηλεύει την οργάνωση που έχει το κόμμα. Η πιο σωστή κουβέντα που άκουσα τόση ώρα εκεί μέσα για εμάς.
Και παρόλο που του ‘χα πει –στρογγυλεμένη έστω- την αλήθεια ένιωθα πως θα ‘βγαινε απ’ τη γωνία κάποιος απ’ τους προλαλήσαντες να πει τρεις φορές κικιρίκου.
Οι εργασίες της συνδιάσκεψης έκλεισαν με ένα διάγγελμα του μυστήριου που ήθελε να κλείσουν ταβέρνα για το μεσημεριανό διάλειμμα της δεύτερης μέρας.
Από την αρχή τρωγόταν να την πει...
Πέτυχα έναν εστιακό και βγήκαμε σφαιράτοι για καθαρό αέρα. Στο πεζοδρόμιο μόνιμο ντεκόρ οι προλαλήσαντες με τις ενέσεις.
Καλά εσείς λαλήσατε νωρίς. Αλίμονο σε όσους μένουν πίσω...
Υγ: το σνομπ των τελευταίων ημερών, οφείλεται σε έλλειψη πρόσβασης στο δίκτυο. Αυτές οι γραμμές γράφονται από ίντερνετ καφέ και μ’ έχει πιάσει το τσιγγούνικό μου για τα γαμησιάτικα που χρεώνουν.
Οπότε δικά μου σχόλια από βδομάδα μάλλον. Μπορείτε όμως να μιλάτε μεταξύ σας. Σφυροδρέπανο κονέκτινγκ πιπλ.
Μπαίνοντας στο γκίνη με μιάμιση ώρα καθυστέρηση προλάβαμε την εισήγηση του οικοδεσπότη (μια χαρά το πήγαμε) που μιλούσε για την ανταρσύα, τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό (δσ1) και τις διασπαστικές συγκεντρώσεις (δσ2). Η πρώτη υποδιαίρεση δεν είναι ακόμα ώριμο να εφαρμοστεί όσο υπάρχει η δεύτερη. Θα ωριμάσει όταν πάρουνε τους συσχετισμούς για ενωτικές συγκεντρώσεις (εσ με τη γσεε) γιατί έχουμε και μια στρατηγική να υπηρετήσουμε (το ενιαίο μέτωπο των τροτσκιστών).
Αυτή είναι η διαλεκτική του δσ1. Όχι με αυτή τη διατύπωση, αλλά αυτό εννοούσε ο οικοδεσπότης.
Στο τέλος του δρόμου μας περίμεναν σοφές απαντήσεις στα σκοτεινά υπαρξιακά της ανταρσύα: αυτοτέλεια αντί διάχυσης, οργανώσεις αντί για τάσεις, διπλή κάρτα μέλους και μοντέλο ομοσπονδίας.
Οι συριζαίοι που μίλησαν στη συνέχεια είπαν ότι η ίδια ακριβώς κουβέντα περί δομής γίνεται και στο σύριζα. Κάτι σαν κάλεσμα –στην οκδε και γενικώς- να αφήσουν το σύριζα του εξωκοινοβουλίου και να έρθουν στον αυθεντικό, όπου υπάρχει ψωμί και για τις συνιστώσες.
Εμένα πάλι μου θύμισε την κουβέντα για το σχέδιο ανάν.
Ομοσπονδία ή συνομοσπονδία; Επαναστατική μειοδοσία και ξεπούλημα στο σεκ; Ή μήπως διαίρει και βασίλευε δια της ενώσεως με το ναρ διαιτητή κι επικυρίαρχο;
Μέχρι πρόσφατα πάγια θέση ήταν η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με αυτοτέλεια του κεκτημένου του μερα, βάση των ψηφισμάτων του οηε. Αλλά οι ηγεσίες επέβαλαν τεχνητά κι από τα πάνω την ένωση και την πασπάλισαν με επίκληση στη θέληση της βάσης, της οποίας το Όχι φοβήθηκαν και γι’ αυτό απέφυγαν δημοψηφίσματα κι ολομελειακές διαδικασίες.
Αυτό όμως δε θα περάσει έτσι!
Να ανοίξει τώρα ο φάκελος της κύπρου (και στην εξεταστική να μπει ο γιος του κάππου)!
Με τη βάση ενάντια στις βάσεις του γκαργκάνα.
Μέρα ενιαίο ανεξάρτητο.
Για να μπουν κι οι ανένταχτοι στην εξίσωση, είπε ο σπαρτακιστής, πρέπει να προεικάζεται η αυτενέργεια κι η αυτοοργάνωση στις δομές της ανταρσύα. Βασικά δηλ να μην έχει δομές. Μόνο δομιστές και αλτουσεριανούς δομομαρξιστές.
Μια οργάνωση νέου τύπου πρέπει να έχει στοιχεία από την κοινωνία του μέλλοντος. Αυτοθυσία και συντροφικότητα πάνω απ’ όλα. Αλλά ως διαμεσολάβηση δε μπορεί να είναι ακριβής μικρογραφία της. Έχει δομές, ιεραρχία κι έναν τύπο γραφειοκρατίας (νέου τύπου). Αλλιώς γίνεται ένα με το κίνημα και δεν έχει λόγο διακριτής ύπαρξης (που για κάποιους αντάρτες είναι υπό συζήτηση).
Όλοι οι ομιλητές έβαλαν θέμα υπέρβασης των δομών της ανταρσύα. Την οποία ο καθένας εννοεί διαφορετικά, αλλά δεν έχει (ακόμα) τους συσχετισμούς να την επιβάλει και στους υπόλοιπους. Μόνο δύο εξ αυτών είπαν πως το ζήτημα της δομής είναι πρώτα απ’ όλα πολιτικό.
Με άλλα λόγια η δομή υπηρετεί το πολιτικό περιεχόμενο, δεν το δημιουργεί. Το βασικό πρόβλημα της ανταρσύα δεν είναι ότι η συμμαχία κλείστηκε από τα πάνω ερήμην της βάσης, αλλά η συγκολλητική βάση πάνω στην οποία κλείστηκε.
Αλλά η δομή έχει μια σχετική αυτοτέλεια. Κι αυτό δε φαίνεται να μας απασχολεί ιδιαίτερα.
Ο δσ1 σημαίνει δημοκρατία στη συζήτηση, ενότητα στην πράξη. Κι αυτό δεν αλλάζει ως αρχή αν παίξουμε λίγο με το δίπολο και τη δομή. Κάθε εποχή πρέπει να φτιάχνει το δικό της καλούπι.
Μετά τον εισηγητή έπαιξε μια διεθνιστική νότα του αλέξ κριβίν, καλεσμένου απ’ το γαλλικό νουβό παρτί, που όπως μας είπε άργησε λόγω χιονοθύελλας, αλλά δε φταίει το νουβό παρτί γι’ αυτό (γαλλικό, αντικαπιταλιστικό χιούμορ).
Μας είπε ότι πριν λίγα χρόνια, αν κάποιος δήλωνε αντικαπιταλιστής στη γαλλία τον έλεγαν τρελό ή γέρο. Εμείς εδώ τον λέμε σεκίτη.
Αρχικά, λέει, ήταν 140 άτομα σε όλη τη γαλλία, τώρα όμως αριθμούν 8 χιλιάδες μέλη που πληρώνουν τακτικά τις συνδρομές τους. Παρηγοριά στον σπαρτακιστή μάλλον. Αλλά είναι ζήτημα αν φτάνουν τα 140 τα μέλη της οκδε σπάρτακος στην ελλάδα.
Μας εξήγησε τη θετική σημασία της εκλογικής ανόδου των πρασίνων κι ότι δεν πρέπει να θεωρούμε χαμένη τη σοσιαλδημοκρατία, ειδικά στην ελλάδα που διατηρεί οργανικές σχέσεις με την εργατική τάξη.
Κι έκλεισε μιλώντας για την ελληνική ανορθογραφία, την ιδιαιτερότητα της ελλάδας που αποτελεί το λασκαρισμένο (sic) κρίκο στην αλυσίδα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού.
Αναρωτιέμαι πόσοι καταλάβαιναν εκεί μέσα ότι η περίφημη αυτή ιδιαιτερότητα συνδέεται βασικά με το «σταλινκό» κκ που έμεινε σταθερό και δε μεταλλάχτηκε. Ότι τα διάφορα νουβό παρτί ευδοκιμούν ακριβώς εκεί που χρεωκόπησαν τα παραδοσιακά κκ (παραλίγο κι εδώ, αλλά ευτυχώς δεν). Κι ότι οι έλληνες είναι πολύ τυχερoί που δεν έχουν να διαλέξουν μεταξύ ενός τυπικού κι ενός εναλλακτικού σύριζα (όπως στη γαλλία).
Ο μόνος ανένταχτος που μίλησε ήταν ο παπαδάκης (δικηγόρος, υποψήφιος της ανταρσύα) που πιο πολύ ως προσωπικότητα πήρε το λόγο, παρά ως ανένταχτος.
Μίλησε κι αυτός για την υπέρβαση, υπέρ ενός συσπειρωσιακού μοντέλου με αιρετούς κι ανακλητούς και αυτοαναίρεση των οργανώσεων.
Κι άφησε σπόντα για την απουσία των μουλάδων και τους κενούς νοήματος διαχωρισμούς, ειδικά από τη στιγμή που τρώνε ξύλο από τους σταλινικούς του κκε. Δεν ξέρω αν έβαλε μέσα και την κοε που δεν την άφησαν οι αντι-σταλινικοί να μιλήσει στο σπόρτιγκ.
Μετά πήραν το λόγο με αλφαβητική σειρά οι οργανώσεις, αλλά την αραν την έριξαν και την έβαλαν δεύτερη μετά την αρας. Αυτές οι δύο κι ο ναρίτης εκπρόσωπος, κάναν λόγο για όσμωση με τις μάζες, τα κινήματα και τις κινήσεις πόλεων. Το τελευταίο ειδικά το πρόφεραν με ευλάβεια, σα να μιλούσαν για αντάρτικο πόλεων.
Εν τω μεταξύ μια μυστήρια μορφή με παλαιστινιακό έκοβε βόλτες γύρω από το προεδρείο.
Εκεί είναι που συνειδητοποίησα ότι το αρκτικόλεξο ανταρσύα κινδυνεύει να έχει την τύχη του εαακ. Το ορθόδοξο είναι η ανταρσύα. Αλλά οι αλτουσεριανοί, έλεγαν το ανταρσύα κι οι συριζαίοι ο ανταρσύα, που με συγκίνησε πολύ γιατί μου θύμισε το απολίθωμας του σήφη σταλινάκη. Τουλάχιστον υπάρχει συμφωνία στον αριθμό. Προς το παρόν.
Μένει να δούμε τι σημαίνει το καθένα και τι πολιτικό σκεπτικό κρύβει πίσω του. Κι ο τύπος με το παλαιστινιακό συνέχιζε να κόβει βόλτες.
Την πιο σωστή τοποθέτηση την έκανε ένας σταλινικός. Δηλ ο εκπρόσωπος του εκκε.
Να προχωρήσει η ανταρσύα, αλλά χωρίς βιασύνες και κουκουλώματα.
Αυτό είναι. Ούτε κουκούλες, ούτε γραβάτες. Η βαριά ανάλυση του ελαφρού για το δεκέμβρη αποκτά άλλο βάθος και νόημα.
Ποιος τον ακούει όμως; Μια ζωή με τις κουκούλες πάνε οι αντάρτες.
Ναι, αλλά παλιότερα το εκκε είχε σχέσεις με κάτι τούρκους που αποδείχτηκαν χαφιέδες, μου είπε ο διπλανός. Κι έτσι γνώρισα τον αβράμη, που ελπίζω να μη με περάσει για χαφιέ μετά από αυτό το κείμενο.
Την ίδια στιγμή ήταν φως φανάρι πως ο μυστήριος κάτι τρωγόταν να κάνει.
Ο αβράμης είναι οικοδόμος απ’ την τουρκία και ζει αρκετά χρόνια στην ελλάδα. Πρώτα στο σεκ, στη διάσπαση με τη δεα, ώσπου διαφώνησε με το σύριζα κι έφυγε στην οκδε σπάρτακος μαζί με άλλους συντρόφους που κάθονταν στη γωνία και μου τους έδειξε. Κάτι σαν το ενιαίο μέτωπο ιουδαίας από τη ζωή του μπράιαν.
Ο αβράμης είχε όρεξη για κουβέντα και με βομβάρδισε με πληροφορίες.
Για τον κερκυραίο κομμουνιστή ανανεωτή που ήταν κάποτε υποψήφιος με το κόμμα στην άλφα αθήνας και βγήκε να μιλήσει με την κανέλλη σε συγκέντρωση στο κολωνάκι.
Για έναν πρώην σύντροφό του που πήγαινε πάντα με τη γραμμή και τον φώναζαν ναιναίξ.
Και για μια φορά που ήθελε [ο ίδιος] να μιλήσει απλά κι αντί για προλαλήσαντες είπε, οι σύντροφοι που λάλησαν πριν κι είδε τους γύρω του να πέφτουν κάτω απ’ τα γέλια.
Με ρώτησε αν ήμουν σύντροφος, ζορίστηκα, του είπα μέσες άκρες την αλήθεια (κολλημένος με την πρώην) και μου απάντησε ότι ζηλεύει την οργάνωση που έχει το κόμμα. Η πιο σωστή κουβέντα που άκουσα τόση ώρα εκεί μέσα για εμάς.
Και παρόλο που του ‘χα πει –στρογγυλεμένη έστω- την αλήθεια ένιωθα πως θα ‘βγαινε απ’ τη γωνία κάποιος απ’ τους προλαλήσαντες να πει τρεις φορές κικιρίκου.
Οι εργασίες της συνδιάσκεψης έκλεισαν με ένα διάγγελμα του μυστήριου που ήθελε να κλείσουν ταβέρνα για το μεσημεριανό διάλειμμα της δεύτερης μέρας.
Από την αρχή τρωγόταν να την πει...
Πέτυχα έναν εστιακό και βγήκαμε σφαιράτοι για καθαρό αέρα. Στο πεζοδρόμιο μόνιμο ντεκόρ οι προλαλήσαντες με τις ενέσεις.
Καλά εσείς λαλήσατε νωρίς. Αλίμονο σε όσους μένουν πίσω...
Υγ: το σνομπ των τελευταίων ημερών, οφείλεται σε έλλειψη πρόσβασης στο δίκτυο. Αυτές οι γραμμές γράφονται από ίντερνετ καφέ και μ’ έχει πιάσει το τσιγγούνικό μου για τα γαμησιάτικα που χρεώνουν.
Οπότε δικά μου σχόλια από βδομάδα μάλλον. Μπορείτε όμως να μιλάτε μεταξύ σας. Σφυροδρέπανο κονέκτινγκ πιπλ.
Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009
Τα εμβλήματα του κομμουνισμού
Η νεοταξίτικη ορθογραφία αντικαθιστά το δίφθογγο μβ με δίψηφο φωνήεν (γκ) και μας ταυτίζει με το (όχι και τόσο) νόθο παιδί της, το φασισμό.
Η προπαγάνδα της μπορεί να πείσει μόνο πολιτικά αναλφάβητους, αλλά αυτοί όσο πάει και πληθαίνουν. Το απολιτίκ είναι η μάστιγα του αιώνα μας.
Το πλέον κλασικό έμβλημα είναι το σφυροδρέπανο, σύμβολο ενότητας της εργατικής τάξης με την αγροτιά. Βέβαια τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, ούτε και τα σφυροδρέπανα τους κομμουνιστές (να τα ακούει κι η κε του μπλοκ). Αν αρνείσαι όμως εξ αρχής τα ‘κονίσματα, που ‘λεγε κι ο χαρίλαος, τι σόι παπάς θα γίνεις;
Πιο βέβηλοι βέβαια [παρήχηση] είναι οι ρασοφόροι που τα αποδέχονται στα λόγια και τα μαγαρίζουν με πράξεις. Οι άλλοι τουλάχιστον είναι ειλικρινείς άθεοι κι ας συγχέουν την καθοδήγηση με την κατήχηση (το κόμμα με μοναστήρι, τους συντρόφους με ποίμνιο κι άλλα πολλά που θα δούμε ξεχωριστά σε άλλο κείμενο).
Πέρα από την κλασική εκδοχή δύο είναι οι διασκευές που διεκδικούν τον τίτλο του απόλυτου red symbol.
Το διαβητόσφυρο της DDR που δίνει έμφαση στη συμμαχία με τη διανόηση πριν καν προκύψει το ζήτημα της ετε (πολύ μπροστά οι γερμανοί σύντροφοι).
Και το μπυροδρέπανο του κομπάσο από το γκράνμα που αντικαθιστά το σφυρί με το μπουκάλι της άμστελ και ανοίγει νέους ορίζοντες.
Άνοιγμα στο λούμπεν στοιχείο και τους μπεκρούλιακες, που θα ψηφίζουν το κόμμα, γιατί έτσι σας αρέσει. Άδειασμα των αναρχικών, αφού πλέον η μόνη λύση θα ‘ναι δρεπάνι και μπουκάλι. Μέτωπο κατά της περεστρόικα και της αντιαλκοολικής εκστρατείας επί γκόρμπι.
Η μόνη εκδοχή που διεκδικεί δάφνες μεγαλύτερης ορθοδοξίας από την πρώτη είναι το αστροσφυροδρέπανο που είχε στη σημαία της η σοβιετία και το έχουν κρατήσει και τα μουλού. Δεδομένης της ομοιότητας του δρεπανιού με ημισέληνο, το όλο σκηνικό φέρνει κάπως σε έναστρο ουρανό, ενδεικτικό του πόσο ρομαντικοί είναι οι κομμουνιστές, ενίοτε και με τη φιλοσοφική έννοια (αν μιλάμε για σοσιαλισμό και σοβιετία).
Έναστρο ουρανό θυμίζει κι η σημαία της λδ της κίνας (χωρίς φεγγάρια και σφυροδρέπανα). Το μεγάλο αστέρι συμβολίζει την εργατική τάξη και τα μικρά γύρω του τις υπόλοιπες κοινωνικές τάξεις που συμμετέχουν στη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Ένα εξ αυτών αντιστοιχεί στην εθνική αστική τάξη (ένα λάθος που το κάναμε μαζί με τους κινέζους).
Ωστόσο μόνο οι θρυλικοί ποσαδίστας συνέλαβαν πλήρως το νόημα της σημειολογίας. Είδαν στο διάστημα το νέο επαναστατικό υποκείμενο και στον (ταξικό) πόλεμο των άστρων τη διαλεκτική συνέχεια της τριλογίας του μαρξ για την ταξική πάλη στη γαλλία.
Οι άλλοι τροτσκιστές αντί για αστέρι χρησιμοποιούν το τεσσάρι απ’ τη διεθνή τους κι από την κομιντέρν αναγνωρίζουν μόνο τα τέσσερα πρώτα συνέδρια, σαν φανατικοί της θύρας τέσσερα. Οι υπογραφές στους τοίχους Ζε -4- και Αμπαλαέα -4- έχουν κατά βάθος φλογερά διεθνιστικά κι αντισεξιστικά μηνύματα.
Στους παραδοσιακούς τριτοδιεθνιστές δε μένει παρά να συνταχθούμε με τον σούπερ τρία που είναι ό,τι πιο κοντινό υπάρχει στην κομμουνιστική πειθαρχία κι οργάνωση. Ένας οπαδικός σύνδεσμος νέου τύπου, απέναντι στα άναρχα κι αναρχίζοντα λεφούσια με τους μπαχαλάκηδες παοκτζήδες.
Επιστρέφοντας στο αστέρι, βλέπουμε ότι εκτός από τη λαϊκή δημοκρατία της κίνας παρουσιάζεται αυτόνομα και σε άλλες αδελφές χώρες (λδ βιετνάμ, πιο παλιά η γιουγκοσλαβία με τον ερυθρό αστέρα κ.ά.).
Ο επιθετικός προσδιορισμός αδελφές μπροστά απ’ τις χώρες μπορεί να νοηθεί και σεξιστικά για να υποδηλώσει το διττό χαρακτήρα αυτών των κοινωνιών. Καπιταλιστική φύση σε σοσιαλιστικό σώμα που ασφυκτιά και καταπιέζεται φορώντας κομματικούς μανδύες που τη σκεπάζουν (το κομμουνιστικό αντίστοιχο της μπούρκας).
Το αστεράκι βέβαια έγινε παγκοσμίως γνωστό από τον μπερέ του τσε, του γιατρού αγωνιστή που στην πορεία συνειδητοποίησής του συνάντησε τον μαρξισμό και πιο μετά τους σοβιετικούς.
Συνήθως στον αντι-ιμπεριαλιστικό τρίτο κόσμο συνέβαινε το ανάποδο. Πρώτα γίνονταν φίλοι της χώρας των σοβιέτ και μετά κομμουνιστές. Κι όταν εξέλειψε η πρώτη, δεν υπήρχε ανάγκη πια να δηλώνουν το δεύτερο.
Απ’ τον γκεβάρα τσίμπησε το αστέρι κι ο χώρος των εαακ.
Κράτησε το αστέρι και τους κινηματικούς αστέρες κι έχασε τα υπόλοιπα (μαζί με την κομμουνιστική προοπτική). Αποστασιοποιήθηκαν μπρεχτικά από τις σιδερένιες νομοτέλειες που κατέρρευσαν και κατέληξαν στον κύκλο με τον κεραυνό που δείχνει τα αστραπιαία χτυπήματα των κομάντο που καίγονται για να γίνουν τα σκοτάδια φως.
Άλλο αν δε φαίνεται φως στο τούνελ και μείναμε μόνο καμένοι σύντροφοι. Όχι άλλο κάρβουνο…
Σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, η αστραπή θα μπορούσε να συμβολίζει τη φόρμουλα του λένιν για εξηλεκτρισμό και εξουσία του κκ. Αλλά ο χώρος έχει αλεργία στα κάπα (κόμματα), ειδικά όταν είναι δύο στη σειρά (κκ).
Κι επειδή η αριστερά είναι κλειστός κύκλος και γνωριζόμαστε μεταξύ μας, όλοι ξέρουν πού παραπέμπει η αστραπή κλεισμένη σε κύκλο. Αυτά είναι αλφαβήτα (χωρίς το βήτα, κλεισμένη σε κύκλο).
Στο δεύτερο και τελευταίο μέρος του θα γίνει μια σύντομη εισαγωγή στην κομμουνιστική σημειολογία στον χώρο των κόμικ. Το κείμενο –αν και ανολοκλήρωτο- είναι αφιερωμένο στις πολιτιστικές ομάδες των εστιών του καποδιστριακού στην αθήνα και πιο ειδικά στην τάξη των ισπανικών.
Συνεχίζεται…
Η προπαγάνδα της μπορεί να πείσει μόνο πολιτικά αναλφάβητους, αλλά αυτοί όσο πάει και πληθαίνουν. Το απολιτίκ είναι η μάστιγα του αιώνα μας.
Το πλέον κλασικό έμβλημα είναι το σφυροδρέπανο, σύμβολο ενότητας της εργατικής τάξης με την αγροτιά. Βέβαια τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, ούτε και τα σφυροδρέπανα τους κομμουνιστές (να τα ακούει κι η κε του μπλοκ). Αν αρνείσαι όμως εξ αρχής τα ‘κονίσματα, που ‘λεγε κι ο χαρίλαος, τι σόι παπάς θα γίνεις;
Πιο βέβηλοι βέβαια [παρήχηση] είναι οι ρασοφόροι που τα αποδέχονται στα λόγια και τα μαγαρίζουν με πράξεις. Οι άλλοι τουλάχιστον είναι ειλικρινείς άθεοι κι ας συγχέουν την καθοδήγηση με την κατήχηση (το κόμμα με μοναστήρι, τους συντρόφους με ποίμνιο κι άλλα πολλά που θα δούμε ξεχωριστά σε άλλο κείμενο).
Πέρα από την κλασική εκδοχή δύο είναι οι διασκευές που διεκδικούν τον τίτλο του απόλυτου red symbol.
Το διαβητόσφυρο της DDR που δίνει έμφαση στη συμμαχία με τη διανόηση πριν καν προκύψει το ζήτημα της ετε (πολύ μπροστά οι γερμανοί σύντροφοι).
Και το μπυροδρέπανο του κομπάσο από το γκράνμα που αντικαθιστά το σφυρί με το μπουκάλι της άμστελ και ανοίγει νέους ορίζοντες.
Άνοιγμα στο λούμπεν στοιχείο και τους μπεκρούλιακες, που θα ψηφίζουν το κόμμα, γιατί έτσι σας αρέσει. Άδειασμα των αναρχικών, αφού πλέον η μόνη λύση θα ‘ναι δρεπάνι και μπουκάλι. Μέτωπο κατά της περεστρόικα και της αντιαλκοολικής εκστρατείας επί γκόρμπι.
Η μόνη εκδοχή που διεκδικεί δάφνες μεγαλύτερης ορθοδοξίας από την πρώτη είναι το αστροσφυροδρέπανο που είχε στη σημαία της η σοβιετία και το έχουν κρατήσει και τα μουλού. Δεδομένης της ομοιότητας του δρεπανιού με ημισέληνο, το όλο σκηνικό φέρνει κάπως σε έναστρο ουρανό, ενδεικτικό του πόσο ρομαντικοί είναι οι κομμουνιστές, ενίοτε και με τη φιλοσοφική έννοια (αν μιλάμε για σοσιαλισμό και σοβιετία).
Έναστρο ουρανό θυμίζει κι η σημαία της λδ της κίνας (χωρίς φεγγάρια και σφυροδρέπανα). Το μεγάλο αστέρι συμβολίζει την εργατική τάξη και τα μικρά γύρω του τις υπόλοιπες κοινωνικές τάξεις που συμμετέχουν στη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Ένα εξ αυτών αντιστοιχεί στην εθνική αστική τάξη (ένα λάθος που το κάναμε μαζί με τους κινέζους).
Ωστόσο μόνο οι θρυλικοί ποσαδίστας συνέλαβαν πλήρως το νόημα της σημειολογίας. Είδαν στο διάστημα το νέο επαναστατικό υποκείμενο και στον (ταξικό) πόλεμο των άστρων τη διαλεκτική συνέχεια της τριλογίας του μαρξ για την ταξική πάλη στη γαλλία.
Οι άλλοι τροτσκιστές αντί για αστέρι χρησιμοποιούν το τεσσάρι απ’ τη διεθνή τους κι από την κομιντέρν αναγνωρίζουν μόνο τα τέσσερα πρώτα συνέδρια, σαν φανατικοί της θύρας τέσσερα. Οι υπογραφές στους τοίχους Ζε -4- και Αμπαλαέα -4- έχουν κατά βάθος φλογερά διεθνιστικά κι αντισεξιστικά μηνύματα.
Στους παραδοσιακούς τριτοδιεθνιστές δε μένει παρά να συνταχθούμε με τον σούπερ τρία που είναι ό,τι πιο κοντινό υπάρχει στην κομμουνιστική πειθαρχία κι οργάνωση. Ένας οπαδικός σύνδεσμος νέου τύπου, απέναντι στα άναρχα κι αναρχίζοντα λεφούσια με τους μπαχαλάκηδες παοκτζήδες.
Επιστρέφοντας στο αστέρι, βλέπουμε ότι εκτός από τη λαϊκή δημοκρατία της κίνας παρουσιάζεται αυτόνομα και σε άλλες αδελφές χώρες (λδ βιετνάμ, πιο παλιά η γιουγκοσλαβία με τον ερυθρό αστέρα κ.ά.).
Ο επιθετικός προσδιορισμός αδελφές μπροστά απ’ τις χώρες μπορεί να νοηθεί και σεξιστικά για να υποδηλώσει το διττό χαρακτήρα αυτών των κοινωνιών. Καπιταλιστική φύση σε σοσιαλιστικό σώμα που ασφυκτιά και καταπιέζεται φορώντας κομματικούς μανδύες που τη σκεπάζουν (το κομμουνιστικό αντίστοιχο της μπούρκας).
Το αστεράκι βέβαια έγινε παγκοσμίως γνωστό από τον μπερέ του τσε, του γιατρού αγωνιστή που στην πορεία συνειδητοποίησής του συνάντησε τον μαρξισμό και πιο μετά τους σοβιετικούς.
Συνήθως στον αντι-ιμπεριαλιστικό τρίτο κόσμο συνέβαινε το ανάποδο. Πρώτα γίνονταν φίλοι της χώρας των σοβιέτ και μετά κομμουνιστές. Κι όταν εξέλειψε η πρώτη, δεν υπήρχε ανάγκη πια να δηλώνουν το δεύτερο.
Απ’ τον γκεβάρα τσίμπησε το αστέρι κι ο χώρος των εαακ.
Κράτησε το αστέρι και τους κινηματικούς αστέρες κι έχασε τα υπόλοιπα (μαζί με την κομμουνιστική προοπτική). Αποστασιοποιήθηκαν μπρεχτικά από τις σιδερένιες νομοτέλειες που κατέρρευσαν και κατέληξαν στον κύκλο με τον κεραυνό που δείχνει τα αστραπιαία χτυπήματα των κομάντο που καίγονται για να γίνουν τα σκοτάδια φως.
Άλλο αν δε φαίνεται φως στο τούνελ και μείναμε μόνο καμένοι σύντροφοι. Όχι άλλο κάρβουνο…
Σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, η αστραπή θα μπορούσε να συμβολίζει τη φόρμουλα του λένιν για εξηλεκτρισμό και εξουσία του κκ. Αλλά ο χώρος έχει αλεργία στα κάπα (κόμματα), ειδικά όταν είναι δύο στη σειρά (κκ).
Κι επειδή η αριστερά είναι κλειστός κύκλος και γνωριζόμαστε μεταξύ μας, όλοι ξέρουν πού παραπέμπει η αστραπή κλεισμένη σε κύκλο. Αυτά είναι αλφαβήτα (χωρίς το βήτα, κλεισμένη σε κύκλο).
Στο δεύτερο και τελευταίο μέρος του θα γίνει μια σύντομη εισαγωγή στην κομμουνιστική σημειολογία στον χώρο των κόμικ. Το κείμενο –αν και ανολοκλήρωτο- είναι αφιερωμένο στις πολιτιστικές ομάδες των εστιών του καποδιστριακού στην αθήνα και πιο ειδικά στην τάξη των ισπανικών.
Συνεχίζεται…
Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009
Με ποιους να πας και ποιους να αφήσεις...
Τρεις ιστορίες για το δεκέμβρη, με τις απόψεις της και το ύφος της η καθεμιά.
1.Με ρωτάς αν θα πάω. Τι νόημα έχει; Με το ζόρι να του δώσουμε πολιτικό περιεχόμενο; Το παιδί δεν ήταν καν πολιτικοποιημένο.
Λες κι ήταν χωροταξικό το θέμα (πότε θα δει το ταξικό αυτός ο χώρος); Το σκότωσαν μες στην έδρα μας και ζητάμε εκδίκηση. Αν δεν ήταν στα εξάρχεια; Αν ήταν μετανάστης; Πόσοι θα βγαίναν στους δρόμους; Τώρα ως κι η τατιάνα συγκινήθηκε…
Διαβάζω για το δεκέμβρη, την εξέγερση… Ποια εξέγερση ρε βασίλη; Τι άφησε πίσω δηλ; Οι δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον μικρόκοσμό μας.
Κι ο κόσμος; Δεν τον βρήκαμε για το ασφαλιστικό και τα στέιτζ, θα τον βρούμε τώρα; Με τι πολιτικό περιεχόμενο;
Οι λαϊκιστές περιμένουν στη γωνία. Χτυπάνε τη νεολαία, σου λέει. Ναι, αλλά τι είναι η νεολαία, χυλός; Ως τι τη χτυπάνε; Με ηλικιακά κριτήρια;
Συνεδριάζουν οι άλλοι σαν κονκλάβιο. Πάμε για σύγκρουση. Να σπάσουμε τις κόκκινες ζώνες.
Τι είναι η σύγκρουση, φετίχ; Σύγκρουση για τη σύγκρουση;
Σε τι πλαίσιο και με τι σκοπό; Να εκτονωθούμε επετειακά; Να καταλάβουμε το υπουργείο; Πάμε άλλη μέρα που δε θα μας περιμένουν. Γιατί πηγαίνουμε με το μαλόξ στο χέρι να τις φάμε και να μετρήσουμε παράσημα; Έχουμε γίνει μαζόχες. Αν δε μυρίσουμε χημικό, μας μένει η αίσθηση του ανικανοποίητου.
Όχι, δε μ’ άρεσε η στάση του κόμματος. Δεν ήταν προβοκάτσια ο δεκέμβρης. Έπρεπε να ‘ναι εκεί, να σκύψει στα γεγονότα, να τα δει. Όχι στο περιθώριο των γεγονότων. Πού είναι φέτος, γιατί δεν κάνει τίποτα; Γιατί δεν παίρνει μέρος στο πανεκπαιδευτικό τη Δευτέρα;
Αλλά το εναλλακτικό των εξαρχείων το βαρέθηκα.
Μιλάω με κόσμο που είναι ιστορία στα λόγια κι αναρωτιέμαι τι συνείδηση να έχει, πόσο ριζοσπαστική είναι στ’ αλήθεια.
Αγωνιστές με οικογενειακό επίδομα, ντυμένοι στα μάυρα σαν σε κηδεία. Γιατί είναι αυτός επαναστάτης και δεν είναι ο υπάλληλος με το πουκάμισο;
Να σου πω και για τον κορκονέα; Να σαπίσει στη φυλακή.
Δε με νοιάζει αν ήταν γόνος μπετατζή κι είχε μητέρα αγράμματη. Να τον κλείσουν μέσα ισόβια.
Αλλά αυτός είναι το πρόβλημα; Όχι το σύστημα που τον γέννησε και τον όπλισε;
Σα λερναία ύδρα. Κόβεις το γκοτζαμάνη και σου βγαίνει ο μελίστας. Κόβεις το μελίστα και σου βγαίνει καλαμπόκας. Ως πότε θα χτυπάμε μόνο τα κεφάλια;
2. Πέρσι τέτοια μέρα ήμουν στο εξωτερικό.
Το συμβάν το έμαθα από ένα μπλογκ. Ψάχνοντας βρήκα αφηγήσεις αυτόπτων μαρτύρων κι ένα βίντεο με τη στιγμή της δολοφονίας. Δεν άφηναν περιθώρια αμφιβολίας: στυγνή κι αναίτια δολοφονία.
Οι δηλώσεις της κυβέρνησης με εξόργισαν πιο πολύ κι από το ίδιο το γεγονός. Δε διακρίνω πολιτικές ευθύνες είπε ο Αντώναρος. Κι ακόμα: οι ευθύνες πρώτα - πρώτα είναι σε αυτούς που καταφεύγουν στη βία και όχι στην Αστυνομία
Καταδικάζω όλες τις μορφές βίας από οπουδήποτε και αν προέρχεται. Η άσκηση βίας δεν είναι συμβατή με το δημοκρατικό πολίτευμα
Σε ερώτηση τι παραπάνω θα έκανε η κυβέρνηση για την προστασία των πολιτών είπε: Περιμένετε και θα δείτε.
Αυτοί που είχαν συναποφασίσει τη δημιουργία των Ειδικών Φρουρών, του σώματος που δέχεται στις τάξεις του πρώην μπράβους της νύχτας και άλλους ποινικούς και μετά από εκπαίδευση λίγων εβδομάδων τους δίνει ένα κουμπούρι και τους αμολάει στους δρόμους... 'ένιπταν τα χείρας τους'.
Βασικά δεν ένιπταν τας χείρας τους, αλλά πουλούσαν ωμό τσαμπουκά σε όλη την κοινωνία. Η αστυνομία ήταν εκείνη που είχε ξεκινήσει τελείως αναίτια τη βία ξεπερνώντας κάθε όριο. Μια τέτοια δολοφονία δε θα συνέβαινε ούτε στη χούντα, ούτε στη δεκαετία του '50. Το καθεστώς κυνήγαγε ανηλεώς, βασάνιζε οργανωμένους πολιτικούς αντιπάλους του, μπορεί να χτύπαγε σε μια διαδήλωση. Αλλά ποτέ δε θα πυροβόλαγε κάποιον στη μέση του δρόμου απλά επειδή είπε μια κουβέντα.
Κι αυτοί, αφού είχαν ξαπλώσει το παιδί και δε ζήτησαν συγνώμη μας είπαν περιμένετε και θα δείτε σα να μας λένε όποιος κουνηθεί τον τσακίσαμε.
Τη Δευτέρα, η κινητοποίηση των μαθητών ήταν εντυπωσιακή. Ποτέ δεν είχαν κατέβει τόσοι μαθητές στο δρόμο σε τόσο πολλές πόλεις, κωμοπόλεις, ακόμα και χωριά της χώρας.
Ήταν η καμπή που ο διονυσιασμός των δύο προηγούμενων βραδιών στην Αθήνα, με το ξέσπασμα των δικαίως εξοργισμένων ανθρώπων πλάι σε παθολογικούς χουλιγκάνους και προβοκάτορες αστυνομικούς με πολιτικά, μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα πολιτικό κίνημα με συγκεκριμένα αιτήματα δεδομένης και μιας προγραμματισμένης εργατικής απεργίας την επόμενη μέρα.
Οι μαθητές ήταν πιο... βίαιοι από το συνηθισμένο με πέτρες και νεράντζια σε αστυνομικά τμήματα. Αναμενόμενο. Το αστικό κράτος τους είχε στείλει το μήνυμα ότι μπορεί να σκοτώνει οποιονδήποτε από αυτούς ανά πάσα στιγμή σαν κοτόπουλο και μετά να ζητάει και τα ρέστα.
Έμπαινε λοιπόν το θέμα πώς όλη αυτή η οργή και διάθεση για δράση θα γινόταν εποικοδομητική, θα οδηγούσε σε θετικές μετατοπίσεις μέσα στην κοινωνία.
Το μόνο κόμμα και πολιτικό κίνημα που είχα ψηφίσει ως τότε κι ήλπιζα ότι είχε τη θέληση και τη δύναμη να συμβάλει σε κάτι τέτοιο ήταν το ΚΚΕ. Η στάση του όμως εξ αρχής ήταν κάπως... αμήχανη. Το πρωτοσέλιδο του ρίζου μετά το συμβάν δεν είχε δει τις μεγαλειώδεις σε όγκο και ένταση κινητοποιήσεις των μαθητών. Έβλεπε τις ΄κινητοποιήσεις του ΚΚΕ σε πολλές πόλεις της χώρας' από τη μία και 'όλα όσα διαδραματίζονται από τους δήθεν αντιεξουσιαστές' από την άλλη, καθώς και... ακατανόμαστα κέντρα που 'συντονίζουν αυτή τη δράση των δήθεν αγανακτισμένων' και 'σύμπραξη δυνάμεων του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ μ' αυτούς'.
[http://www1.rizospastis.gr/wwwengine/page.do?publDate=9%2F12%2F2008]
Αδυνατούσε να δει δηλαδή το πολύ απλό ότι, ναι, υπήρχε πολλή αυθόρμητη βία που σε μεγάλο βαθμό εξηγούνταν από την κρατική βία που είχε ξεπεράσει κάθε όριο κι ερχόταν σαν κερασάκι στην τούρτα σε μια όλο και μεγαλύτερη καταπίεση, οικονομική και κοινωνική κυρίως. Αδυνατούσε να απευθυνθεί ανοιχτά στους κινητοποιημένους και να τους πει πχ. μην ξοδεύετε απερίσκεπτα την οργή σας σε ανοργάνωτη βία, ό,τι και να κάνετε, απομονώστε τους χαφιέδες που είναι ανάμεσά σας και να αντιμετωπίσει τους αυθόρμητους αγωνιστές συντροφικά στέλνοντας μέλη του στο πλευρό τους, όπως έπρεπε να κρίνει κάθε επαναστατική οργάνωση που κινείται 'μες στις μάζες σα το ψάρι στο νερό'. Προτίμησε την ασφάλεια των αποστειρωμένων, απομακρυσμένων μπλοκ και την άρνηση να δώσει στο κόσμο που κινητοποιούνταν έξω από τις γραμμές του να καταλάβει ότι δεν θεωρεί όλους τους υπόλοιπους καθοδηγούμενους από σκοτεινά κέντρα.
Αυτό ήταν. Το κίνημα θα ήταν πολιτικά ακέφαλο. Το ιστορικό κόμμα της εργατικής τάξης της Ελλάδας στην πράξη αρνιόταν να το συνδράμει. Το ΠΑΣΟΚ κι ο ΣΥΝ ήταν ελεύθεροι να παίξουν τα φτηνά ψηφοθηρικά παιχνίδια τους, βλάπτοντας το. Οι αντιεξουσιαστές και εξωκοινοβουλευτικοί κομμουνιστές με σοβαρές ιδέες για εναλλακτικές στη σημερινή βαρβαρότητα και τρόπους για να φτάσουμε σε αυτές ήταν πολύ αδύναμοι.
Το τηλέφωνο μου και το ίντερνετ είχαν πάρει φωτιά καθώς προσπαθούσα να μάθω από πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους τι ακριβώς συνέβαινε πέρα από εναλλακτικά και συμβατικά μίντια.
Στην Αθήνα ήρθα αργά το Δεκέμβρη. Το κίνημα είχε αρχίσει να ξεφουσκώνει, οι πορείες μικραίνανε. Έμεινα με το στόμα ανοικτό με το κλίμα που επικρατούσε. Αλλά και με τις μαυροκόκκινες σημαίες που δεσπόζαν. Δύο χρόνια πριν στις φοιτητικές κινητοποιήσεις ήταν οι κόκκινες. Η οργή ξεχείλιζε. Η διαδήλωση άρχισε να προπηλακίζει τον κόσμο μέσα σ' ένα ψιλοκυριλέ εστιατόριο. Ήμουν ξαφνιασμένος. Δε φώναζα. Κοίταγα σαν ηλίθιος. Κατά βάθος όμως το χαιρόταν η ψυχή μου. Τους έχω φάει κι εγώ στη μάπα όλους τους μπον βιβέρ που τους ενδιαφέρει μόνο πώς θα ξοδέψουν τα λεφτά τους, ενώ εμείς σκιζόμαστε να κάνουμε κάτι της προκοπής με τις ζωές μας.
Φίλοι, εργαζόμενοι που τρώνε το αγγούρι στο κώλο, μου εξηγούσαν πώς βρέθηκαν στο κέντρο το βράδυ της δολοφονίας, μαθαίνοντας τα νέα από στόμα σε στόμα, πώς δεν είχαν ιδέα τι για ποιο λόγο ακριβώς κατεβαίνουν, πώς βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν την αστυνομία με πέτρες όλη τη νύχτα. Δεν είναι στην εφηβεία, δε τα 'χουν όλα έτοιμα, κάποιοι ποτέ δεν ήταν αναρχικοί ούτε είχαν σκεφτεί ποτέ να αρχίσουν στα πετρίδια την αστυνομία κι είναι πολύ πιο μορφωμένοι από το μέσο όρο. Δεν πάει όμως σ' αυτή τη χώρα να προκόβουν μόνο οι γλείφτες κι αφού σε λυσσάνε στο ξύλο στις φοιτητικές διαδηλώσεις, τώρα και να σε πυροβολούν.
Ήμουν περήφανος για τους φίλους μου. Ανατρίχιαζα στη σκέψη ότι θα μπορούσα κι εγώ εκείνο τα βράδυ να είμαι μαζί τους. Κάναν αυτό που έπρεπε. Η δολοφονία αυτή δε μπορούσε να περάσει στο ντούκου, με σιωπή. Το χειρότερο σενάριο θα ήταν αυτό.
Μου ‘ρχονταν στο μυαλό εικόνες από τις περιγραφές που είχα διαβάσει των κινητοποιήσεων το 2001 στην Αργεντινή. Εκεί, γραβατωμένοι υπάλληλοι κατευθείαν από τη δουλειά έσπαγαν πεζοδρόμια για να εφοδιάσουν τις πρώτες γραμμές που επιχειρούσαν να καταλάβουν το Προεδρικό Μέγαρο. Πάνω από ένας νεκροί πέφτανε σε κάθε μια τέτοια απόπειρα.
Ο συνειρμός αυτός δεν είναι μια ρομαντική χίμαιρα. Δεν είναι πολύ μεγάλη η απόσταση από όσα συνέβησαν στο Μπουένος Άιρες και στην Αθήνα. Όχι τόση όση φανταζόμαστε τουλάχιστον. Η ταξική πάλη μπορεί να ανάψει οπουδήποτε στον κόσμο πολύ γρήγορα.
Ο Δεκέμβρης του 2008 έστειλε ένα μήνυμα σε όλο τον κόσμο που ενέπνευσε και ξύπνησε προοδευτικές δυνάμεις. Την ίδια στιγμή, ήταν ένα βαθύ σοκ για την ελληνική κοινωνία. Πολλοί άνθρωποι συνειδητοποίησαν την κυνικότητα και βαρβαρότητα του συστήματος που ζούμε και συνεχίζουμε να αποκαλούμε 'δημοκρατία'. Μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας κατρακύλησαν σε αντιδραστικές φοβίες και συντηρητικοποίηση με πυρήνα την υπεράσπιση της προσωπικής προκοπής σε ένα 'κόσμο – ζούγκλα'. Πολύς κόσμος από την άλλη ήρθε σε επαφή με την επαναστατική σκέψη και απέκτησε πολύτιμες αγωνιστικές εμπειρίες.
Το χάσμα ανάμεσα στους μεσο- και μεγαλοαστούς και στο δυναμικότερο κομμάτι της ελληνικής νεολαίας μεγάλωσε.
Από εμάς εξαρτάται σε τι θα οδηγήσουν αυτές οι αλλαγές που η αυξανόμενη βαρβαρότητα των αστικών κυβερνήσεων και το αυθόρμητο κίνημα του Δεκέμβρη έφεραν.
Η νέα κυβέρνηση, δια στόματος Πάγκαλου, διεμήνυσε ότι η πορεία προς τη φασιστικοποίηση της κοινωνίας δε ανασχέθηκε με τις εκλογές:
Εμείς θα πούμε ότι δεν είμαστε εναντίον του να έχουν οι νέοι επαναστατικά οράματα. Τα οράματα όμως αυτά στην εποχή μας πρέπει να μην είναι η ανατροπή του ισχύοντος και αποδεκτού από τη συντριπτική πλειοψηφία των συμπολιτών μας κοινωνικού και πολιτικού καθεστώτος.
Λες και η φεουδαρχία ή ο ναζισμός δεν ήταν ισχύοντα καθεστώτα 'αποδεκτά' (βλέπε ανεκτά) από τη συντριπτική πλειοψηφία. Λες και έχει δικαίωμα το κάθε εκμεταλλευτικό παράσιτο τύπου Πάγκαλου να υπαγορεύει τι πρέπει και τι δε πρέπει να είναι όραμα των νέων.
Λες και σ'αυτή τη χώρα δεν είχαμε ποτέ ιδιώνυμα και πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και δε τα κατάργησε ο λαός μας με την πάλη του.
Ενάντια στον αστικό φασισμό, να τους ετοιμάσουμε νέους καλύτερα οργανωμένους και βαθύτερα επαναστατικούς Δεκέμβρηδες.
Καλή τύχη και καλό κουράγιο σε όσους κατεβαίνουν σήμερα στις πορείες.
3. Με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις. Έλα ντε.
Το δεύτερο εύκολα το απαντάς, δύσκολα το κάνεις. Αν δε θέλουν αυτοί να σ’ αφήσουν τι κάνεις; Εκτός κι αν ούτε εσύ το θέλησες κατά βάθος.
Μα τι καθόμαστε και τα κοιτάμε τα μαλακισμένα;
Σε αυτούς τους δρόμους, σε ετούτη την πορεία, μια μέρα η περιφρούρηση δεν θα ‘ναι ουτοπία. Κι η περιφρούρηση πάνω απ’ όλα είναι πολιτική.
Τελειώσαμε; Φεύγουμε; Κάτσε, πού πας; Δεν τις φάγαμε ακόμα. Τι, έτσι άκλαυτοι θα πάμε; Χωρίς λίγη συγκίνηση;
Φιρί-φιρί το πάμε. Περπατάμε παράληλα με τους μπάχαλους σε παράταξη, σαν ειρηνική συνύπαρξη. Σπάνε μια βιτρίνα, τους φωνάζουμε, σταματάν και τους ξαναβρίσκουμε δέκα μέτρα παρακάτω. Η ειδοποιός διαφορά ήταν ότι το δεκέμβρη δε σταματούσαν. Τώρα το αυθόρμητο μας υπακούει.
Ξαναφτάνουμε στα προπύλαια.
-Αυτά πώς τους γλίτωσαν και δεν τα ‘χουν κάψει;
-Προς το παρόν τα έβαψαν.
Γυρνάω να δω. Είχαν γράψει ρεζίστ, από ένα γράμμα σε κάθε κολόνα του κεντρικού κτιρίου. Μπράβο, τα παλικάρια, αυτό είναι αντίσταση. Γιατί δεν κατεβάζουν και τη σημαία από πάνω; Αυτό κι αν θα είναι αντίσταση. Εφάμιλλη του γλέζου και του σάντα.
Μεγάλη μπουκιά φάε... Το βράδυ πήγα σπίτι κι είδα πώς ταπείνωσαν το σταυρό (βγαίνει και σε παραλλαγή με αγκύλες) κι ύψωσαν το μαυροκόκκινο λάβαρο της λευτεριάς μαζί με το αδούλωτο φρόνημά μας.
Μέτρο της εξέγερσης είναι η βία κι η καφρίλα. Συνείδηση λουδίτη που σπάει τη βιτρίνα του συστήματος κι αφήνει την ουσία. Αντι-μπατσικό συλλαλητήριο ενάντια στο όργανο, όχι την τάξη που το χρησιμοποιεί. Πρακτική κι ιδεολογική ηγεμονία της αναρχίας.
Εμπρός στο δρόμο του κολοκοτρώνη, μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι.
Επιστροφή στην ομόνοια. Πίσω μας το τρίγωνο της σκωμπίας. Για αντίποινα μας στρίμωξαν αναδρομικά στο τρίγωνο παραπλεύρως, στουρνάρη-σόλωνος-τρικούπη. Κι εμείς κλειστήκαμε οικειοθελώς και στήσαμε ταμπούρι.
Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της μπατσοκρατίας διαλέγει ή την εξέγερση ή τα χριστούγεννα. Πόσα τζάμια να έσπασαν άραγε όταν θάβαμε τους νεκρούς μας στα δεκεμβριανά;
Αυτό το πράγμα είναι αδιέξοδο. Δεν υπάρχει κανένα αυθόρμητο. Συνειδητά έρχονται όλοι, έτοιμοι να παίξουν μια παράσταση με ρόλους γνωστούς και απαράλλακτους.
Κι ο κόσμος συνηθίζει και δεν αντιδρά. Μαθαίνει να τρώει χημικά, να μετράει ήρωες και θύματα, να κοιτάει παθητικά τους μπάχαλους και να γίνεται ντεκόρ στο κυνήγι με τους μπάτσους. Τα παιδία παίζει και φαντασιώνεται εξεγέρσεις στην πλάτη του κόσμου που κατεβαίνει στους δρόμους.
Κι ο γιωργάκης στην αναμπουμπούλα χαίρεται και μεθοδεύει την κατάργηση του ασύλου.
Τα πρόσωπα της ιστορίας είναι ουτοπιστές κι ουδεμία σχέση/επαφή έχουν με την πραγματικότητα.
1.Με ρωτάς αν θα πάω. Τι νόημα έχει; Με το ζόρι να του δώσουμε πολιτικό περιεχόμενο; Το παιδί δεν ήταν καν πολιτικοποιημένο.
Λες κι ήταν χωροταξικό το θέμα (πότε θα δει το ταξικό αυτός ο χώρος); Το σκότωσαν μες στην έδρα μας και ζητάμε εκδίκηση. Αν δεν ήταν στα εξάρχεια; Αν ήταν μετανάστης; Πόσοι θα βγαίναν στους δρόμους; Τώρα ως κι η τατιάνα συγκινήθηκε…
Διαβάζω για το δεκέμβρη, την εξέγερση… Ποια εξέγερση ρε βασίλη; Τι άφησε πίσω δηλ; Οι δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον μικρόκοσμό μας.
Κι ο κόσμος; Δεν τον βρήκαμε για το ασφαλιστικό και τα στέιτζ, θα τον βρούμε τώρα; Με τι πολιτικό περιεχόμενο;
Οι λαϊκιστές περιμένουν στη γωνία. Χτυπάνε τη νεολαία, σου λέει. Ναι, αλλά τι είναι η νεολαία, χυλός; Ως τι τη χτυπάνε; Με ηλικιακά κριτήρια;
Συνεδριάζουν οι άλλοι σαν κονκλάβιο. Πάμε για σύγκρουση. Να σπάσουμε τις κόκκινες ζώνες.
Τι είναι η σύγκρουση, φετίχ; Σύγκρουση για τη σύγκρουση;
Σε τι πλαίσιο και με τι σκοπό; Να εκτονωθούμε επετειακά; Να καταλάβουμε το υπουργείο; Πάμε άλλη μέρα που δε θα μας περιμένουν. Γιατί πηγαίνουμε με το μαλόξ στο χέρι να τις φάμε και να μετρήσουμε παράσημα; Έχουμε γίνει μαζόχες. Αν δε μυρίσουμε χημικό, μας μένει η αίσθηση του ανικανοποίητου.
Όχι, δε μ’ άρεσε η στάση του κόμματος. Δεν ήταν προβοκάτσια ο δεκέμβρης. Έπρεπε να ‘ναι εκεί, να σκύψει στα γεγονότα, να τα δει. Όχι στο περιθώριο των γεγονότων. Πού είναι φέτος, γιατί δεν κάνει τίποτα; Γιατί δεν παίρνει μέρος στο πανεκπαιδευτικό τη Δευτέρα;
Αλλά το εναλλακτικό των εξαρχείων το βαρέθηκα.
Μιλάω με κόσμο που είναι ιστορία στα λόγια κι αναρωτιέμαι τι συνείδηση να έχει, πόσο ριζοσπαστική είναι στ’ αλήθεια.
Αγωνιστές με οικογενειακό επίδομα, ντυμένοι στα μάυρα σαν σε κηδεία. Γιατί είναι αυτός επαναστάτης και δεν είναι ο υπάλληλος με το πουκάμισο;
Να σου πω και για τον κορκονέα; Να σαπίσει στη φυλακή.
Δε με νοιάζει αν ήταν γόνος μπετατζή κι είχε μητέρα αγράμματη. Να τον κλείσουν μέσα ισόβια.
Αλλά αυτός είναι το πρόβλημα; Όχι το σύστημα που τον γέννησε και τον όπλισε;
Σα λερναία ύδρα. Κόβεις το γκοτζαμάνη και σου βγαίνει ο μελίστας. Κόβεις το μελίστα και σου βγαίνει καλαμπόκας. Ως πότε θα χτυπάμε μόνο τα κεφάλια;
2. Πέρσι τέτοια μέρα ήμουν στο εξωτερικό.
Το συμβάν το έμαθα από ένα μπλογκ. Ψάχνοντας βρήκα αφηγήσεις αυτόπτων μαρτύρων κι ένα βίντεο με τη στιγμή της δολοφονίας. Δεν άφηναν περιθώρια αμφιβολίας: στυγνή κι αναίτια δολοφονία.
Οι δηλώσεις της κυβέρνησης με εξόργισαν πιο πολύ κι από το ίδιο το γεγονός. Δε διακρίνω πολιτικές ευθύνες είπε ο Αντώναρος. Κι ακόμα: οι ευθύνες πρώτα - πρώτα είναι σε αυτούς που καταφεύγουν στη βία και όχι στην Αστυνομία
Καταδικάζω όλες τις μορφές βίας από οπουδήποτε και αν προέρχεται. Η άσκηση βίας δεν είναι συμβατή με το δημοκρατικό πολίτευμα
Σε ερώτηση τι παραπάνω θα έκανε η κυβέρνηση για την προστασία των πολιτών είπε: Περιμένετε και θα δείτε.
Αυτοί που είχαν συναποφασίσει τη δημιουργία των Ειδικών Φρουρών, του σώματος που δέχεται στις τάξεις του πρώην μπράβους της νύχτας και άλλους ποινικούς και μετά από εκπαίδευση λίγων εβδομάδων τους δίνει ένα κουμπούρι και τους αμολάει στους δρόμους... 'ένιπταν τα χείρας τους'.
Βασικά δεν ένιπταν τας χείρας τους, αλλά πουλούσαν ωμό τσαμπουκά σε όλη την κοινωνία. Η αστυνομία ήταν εκείνη που είχε ξεκινήσει τελείως αναίτια τη βία ξεπερνώντας κάθε όριο. Μια τέτοια δολοφονία δε θα συνέβαινε ούτε στη χούντα, ούτε στη δεκαετία του '50. Το καθεστώς κυνήγαγε ανηλεώς, βασάνιζε οργανωμένους πολιτικούς αντιπάλους του, μπορεί να χτύπαγε σε μια διαδήλωση. Αλλά ποτέ δε θα πυροβόλαγε κάποιον στη μέση του δρόμου απλά επειδή είπε μια κουβέντα.
Κι αυτοί, αφού είχαν ξαπλώσει το παιδί και δε ζήτησαν συγνώμη μας είπαν περιμένετε και θα δείτε σα να μας λένε όποιος κουνηθεί τον τσακίσαμε.
Τη Δευτέρα, η κινητοποίηση των μαθητών ήταν εντυπωσιακή. Ποτέ δεν είχαν κατέβει τόσοι μαθητές στο δρόμο σε τόσο πολλές πόλεις, κωμοπόλεις, ακόμα και χωριά της χώρας.
Ήταν η καμπή που ο διονυσιασμός των δύο προηγούμενων βραδιών στην Αθήνα, με το ξέσπασμα των δικαίως εξοργισμένων ανθρώπων πλάι σε παθολογικούς χουλιγκάνους και προβοκάτορες αστυνομικούς με πολιτικά, μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα πολιτικό κίνημα με συγκεκριμένα αιτήματα δεδομένης και μιας προγραμματισμένης εργατικής απεργίας την επόμενη μέρα.
Οι μαθητές ήταν πιο... βίαιοι από το συνηθισμένο με πέτρες και νεράντζια σε αστυνομικά τμήματα. Αναμενόμενο. Το αστικό κράτος τους είχε στείλει το μήνυμα ότι μπορεί να σκοτώνει οποιονδήποτε από αυτούς ανά πάσα στιγμή σαν κοτόπουλο και μετά να ζητάει και τα ρέστα.
Έμπαινε λοιπόν το θέμα πώς όλη αυτή η οργή και διάθεση για δράση θα γινόταν εποικοδομητική, θα οδηγούσε σε θετικές μετατοπίσεις μέσα στην κοινωνία.
Το μόνο κόμμα και πολιτικό κίνημα που είχα ψηφίσει ως τότε κι ήλπιζα ότι είχε τη θέληση και τη δύναμη να συμβάλει σε κάτι τέτοιο ήταν το ΚΚΕ. Η στάση του όμως εξ αρχής ήταν κάπως... αμήχανη. Το πρωτοσέλιδο του ρίζου μετά το συμβάν δεν είχε δει τις μεγαλειώδεις σε όγκο και ένταση κινητοποιήσεις των μαθητών. Έβλεπε τις ΄κινητοποιήσεις του ΚΚΕ σε πολλές πόλεις της χώρας' από τη μία και 'όλα όσα διαδραματίζονται από τους δήθεν αντιεξουσιαστές' από την άλλη, καθώς και... ακατανόμαστα κέντρα που 'συντονίζουν αυτή τη δράση των δήθεν αγανακτισμένων' και 'σύμπραξη δυνάμεων του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ μ' αυτούς'.
[http://www1.rizospastis.gr/wwwengine/page.do?publDate=9%2F12%2F2008]
Αδυνατούσε να δει δηλαδή το πολύ απλό ότι, ναι, υπήρχε πολλή αυθόρμητη βία που σε μεγάλο βαθμό εξηγούνταν από την κρατική βία που είχε ξεπεράσει κάθε όριο κι ερχόταν σαν κερασάκι στην τούρτα σε μια όλο και μεγαλύτερη καταπίεση, οικονομική και κοινωνική κυρίως. Αδυνατούσε να απευθυνθεί ανοιχτά στους κινητοποιημένους και να τους πει πχ. μην ξοδεύετε απερίσκεπτα την οργή σας σε ανοργάνωτη βία, ό,τι και να κάνετε, απομονώστε τους χαφιέδες που είναι ανάμεσά σας και να αντιμετωπίσει τους αυθόρμητους αγωνιστές συντροφικά στέλνοντας μέλη του στο πλευρό τους, όπως έπρεπε να κρίνει κάθε επαναστατική οργάνωση που κινείται 'μες στις μάζες σα το ψάρι στο νερό'. Προτίμησε την ασφάλεια των αποστειρωμένων, απομακρυσμένων μπλοκ και την άρνηση να δώσει στο κόσμο που κινητοποιούνταν έξω από τις γραμμές του να καταλάβει ότι δεν θεωρεί όλους τους υπόλοιπους καθοδηγούμενους από σκοτεινά κέντρα.
Αυτό ήταν. Το κίνημα θα ήταν πολιτικά ακέφαλο. Το ιστορικό κόμμα της εργατικής τάξης της Ελλάδας στην πράξη αρνιόταν να το συνδράμει. Το ΠΑΣΟΚ κι ο ΣΥΝ ήταν ελεύθεροι να παίξουν τα φτηνά ψηφοθηρικά παιχνίδια τους, βλάπτοντας το. Οι αντιεξουσιαστές και εξωκοινοβουλευτικοί κομμουνιστές με σοβαρές ιδέες για εναλλακτικές στη σημερινή βαρβαρότητα και τρόπους για να φτάσουμε σε αυτές ήταν πολύ αδύναμοι.
Το τηλέφωνο μου και το ίντερνετ είχαν πάρει φωτιά καθώς προσπαθούσα να μάθω από πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους τι ακριβώς συνέβαινε πέρα από εναλλακτικά και συμβατικά μίντια.
Στην Αθήνα ήρθα αργά το Δεκέμβρη. Το κίνημα είχε αρχίσει να ξεφουσκώνει, οι πορείες μικραίνανε. Έμεινα με το στόμα ανοικτό με το κλίμα που επικρατούσε. Αλλά και με τις μαυροκόκκινες σημαίες που δεσπόζαν. Δύο χρόνια πριν στις φοιτητικές κινητοποιήσεις ήταν οι κόκκινες. Η οργή ξεχείλιζε. Η διαδήλωση άρχισε να προπηλακίζει τον κόσμο μέσα σ' ένα ψιλοκυριλέ εστιατόριο. Ήμουν ξαφνιασμένος. Δε φώναζα. Κοίταγα σαν ηλίθιος. Κατά βάθος όμως το χαιρόταν η ψυχή μου. Τους έχω φάει κι εγώ στη μάπα όλους τους μπον βιβέρ που τους ενδιαφέρει μόνο πώς θα ξοδέψουν τα λεφτά τους, ενώ εμείς σκιζόμαστε να κάνουμε κάτι της προκοπής με τις ζωές μας.
Φίλοι, εργαζόμενοι που τρώνε το αγγούρι στο κώλο, μου εξηγούσαν πώς βρέθηκαν στο κέντρο το βράδυ της δολοφονίας, μαθαίνοντας τα νέα από στόμα σε στόμα, πώς δεν είχαν ιδέα τι για ποιο λόγο ακριβώς κατεβαίνουν, πώς βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν την αστυνομία με πέτρες όλη τη νύχτα. Δεν είναι στην εφηβεία, δε τα 'χουν όλα έτοιμα, κάποιοι ποτέ δεν ήταν αναρχικοί ούτε είχαν σκεφτεί ποτέ να αρχίσουν στα πετρίδια την αστυνομία κι είναι πολύ πιο μορφωμένοι από το μέσο όρο. Δεν πάει όμως σ' αυτή τη χώρα να προκόβουν μόνο οι γλείφτες κι αφού σε λυσσάνε στο ξύλο στις φοιτητικές διαδηλώσεις, τώρα και να σε πυροβολούν.
Ήμουν περήφανος για τους φίλους μου. Ανατρίχιαζα στη σκέψη ότι θα μπορούσα κι εγώ εκείνο τα βράδυ να είμαι μαζί τους. Κάναν αυτό που έπρεπε. Η δολοφονία αυτή δε μπορούσε να περάσει στο ντούκου, με σιωπή. Το χειρότερο σενάριο θα ήταν αυτό.
Μου ‘ρχονταν στο μυαλό εικόνες από τις περιγραφές που είχα διαβάσει των κινητοποιήσεων το 2001 στην Αργεντινή. Εκεί, γραβατωμένοι υπάλληλοι κατευθείαν από τη δουλειά έσπαγαν πεζοδρόμια για να εφοδιάσουν τις πρώτες γραμμές που επιχειρούσαν να καταλάβουν το Προεδρικό Μέγαρο. Πάνω από ένας νεκροί πέφτανε σε κάθε μια τέτοια απόπειρα.
Ο συνειρμός αυτός δεν είναι μια ρομαντική χίμαιρα. Δεν είναι πολύ μεγάλη η απόσταση από όσα συνέβησαν στο Μπουένος Άιρες και στην Αθήνα. Όχι τόση όση φανταζόμαστε τουλάχιστον. Η ταξική πάλη μπορεί να ανάψει οπουδήποτε στον κόσμο πολύ γρήγορα.
Ο Δεκέμβρης του 2008 έστειλε ένα μήνυμα σε όλο τον κόσμο που ενέπνευσε και ξύπνησε προοδευτικές δυνάμεις. Την ίδια στιγμή, ήταν ένα βαθύ σοκ για την ελληνική κοινωνία. Πολλοί άνθρωποι συνειδητοποίησαν την κυνικότητα και βαρβαρότητα του συστήματος που ζούμε και συνεχίζουμε να αποκαλούμε 'δημοκρατία'. Μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας κατρακύλησαν σε αντιδραστικές φοβίες και συντηρητικοποίηση με πυρήνα την υπεράσπιση της προσωπικής προκοπής σε ένα 'κόσμο – ζούγκλα'. Πολύς κόσμος από την άλλη ήρθε σε επαφή με την επαναστατική σκέψη και απέκτησε πολύτιμες αγωνιστικές εμπειρίες.
Το χάσμα ανάμεσα στους μεσο- και μεγαλοαστούς και στο δυναμικότερο κομμάτι της ελληνικής νεολαίας μεγάλωσε.
Από εμάς εξαρτάται σε τι θα οδηγήσουν αυτές οι αλλαγές που η αυξανόμενη βαρβαρότητα των αστικών κυβερνήσεων και το αυθόρμητο κίνημα του Δεκέμβρη έφεραν.
Η νέα κυβέρνηση, δια στόματος Πάγκαλου, διεμήνυσε ότι η πορεία προς τη φασιστικοποίηση της κοινωνίας δε ανασχέθηκε με τις εκλογές:
Εμείς θα πούμε ότι δεν είμαστε εναντίον του να έχουν οι νέοι επαναστατικά οράματα. Τα οράματα όμως αυτά στην εποχή μας πρέπει να μην είναι η ανατροπή του ισχύοντος και αποδεκτού από τη συντριπτική πλειοψηφία των συμπολιτών μας κοινωνικού και πολιτικού καθεστώτος.
Λες και η φεουδαρχία ή ο ναζισμός δεν ήταν ισχύοντα καθεστώτα 'αποδεκτά' (βλέπε ανεκτά) από τη συντριπτική πλειοψηφία. Λες και έχει δικαίωμα το κάθε εκμεταλλευτικό παράσιτο τύπου Πάγκαλου να υπαγορεύει τι πρέπει και τι δε πρέπει να είναι όραμα των νέων.
Λες και σ'αυτή τη χώρα δεν είχαμε ποτέ ιδιώνυμα και πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και δε τα κατάργησε ο λαός μας με την πάλη του.
Ενάντια στον αστικό φασισμό, να τους ετοιμάσουμε νέους καλύτερα οργανωμένους και βαθύτερα επαναστατικούς Δεκέμβρηδες.
Καλή τύχη και καλό κουράγιο σε όσους κατεβαίνουν σήμερα στις πορείες.
3. Με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις. Έλα ντε.
Το δεύτερο εύκολα το απαντάς, δύσκολα το κάνεις. Αν δε θέλουν αυτοί να σ’ αφήσουν τι κάνεις; Εκτός κι αν ούτε εσύ το θέλησες κατά βάθος.
Μα τι καθόμαστε και τα κοιτάμε τα μαλακισμένα;
Σε αυτούς τους δρόμους, σε ετούτη την πορεία, μια μέρα η περιφρούρηση δεν θα ‘ναι ουτοπία. Κι η περιφρούρηση πάνω απ’ όλα είναι πολιτική.
Τελειώσαμε; Φεύγουμε; Κάτσε, πού πας; Δεν τις φάγαμε ακόμα. Τι, έτσι άκλαυτοι θα πάμε; Χωρίς λίγη συγκίνηση;
Φιρί-φιρί το πάμε. Περπατάμε παράληλα με τους μπάχαλους σε παράταξη, σαν ειρηνική συνύπαρξη. Σπάνε μια βιτρίνα, τους φωνάζουμε, σταματάν και τους ξαναβρίσκουμε δέκα μέτρα παρακάτω. Η ειδοποιός διαφορά ήταν ότι το δεκέμβρη δε σταματούσαν. Τώρα το αυθόρμητο μας υπακούει.
Ξαναφτάνουμε στα προπύλαια.
-Αυτά πώς τους γλίτωσαν και δεν τα ‘χουν κάψει;
-Προς το παρόν τα έβαψαν.
Γυρνάω να δω. Είχαν γράψει ρεζίστ, από ένα γράμμα σε κάθε κολόνα του κεντρικού κτιρίου. Μπράβο, τα παλικάρια, αυτό είναι αντίσταση. Γιατί δεν κατεβάζουν και τη σημαία από πάνω; Αυτό κι αν θα είναι αντίσταση. Εφάμιλλη του γλέζου και του σάντα.
Μεγάλη μπουκιά φάε... Το βράδυ πήγα σπίτι κι είδα πώς ταπείνωσαν το σταυρό (βγαίνει και σε παραλλαγή με αγκύλες) κι ύψωσαν το μαυροκόκκινο λάβαρο της λευτεριάς μαζί με το αδούλωτο φρόνημά μας.
Μέτρο της εξέγερσης είναι η βία κι η καφρίλα. Συνείδηση λουδίτη που σπάει τη βιτρίνα του συστήματος κι αφήνει την ουσία. Αντι-μπατσικό συλλαλητήριο ενάντια στο όργανο, όχι την τάξη που το χρησιμοποιεί. Πρακτική κι ιδεολογική ηγεμονία της αναρχίας.
Εμπρός στο δρόμο του κολοκοτρώνη, μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι.
Επιστροφή στην ομόνοια. Πίσω μας το τρίγωνο της σκωμπίας. Για αντίποινα μας στρίμωξαν αναδρομικά στο τρίγωνο παραπλεύρως, στουρνάρη-σόλωνος-τρικούπη. Κι εμείς κλειστήκαμε οικειοθελώς και στήσαμε ταμπούρι.
Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της μπατσοκρατίας διαλέγει ή την εξέγερση ή τα χριστούγεννα. Πόσα τζάμια να έσπασαν άραγε όταν θάβαμε τους νεκρούς μας στα δεκεμβριανά;
Αυτό το πράγμα είναι αδιέξοδο. Δεν υπάρχει κανένα αυθόρμητο. Συνειδητά έρχονται όλοι, έτοιμοι να παίξουν μια παράσταση με ρόλους γνωστούς και απαράλλακτους.
Κι ο κόσμος συνηθίζει και δεν αντιδρά. Μαθαίνει να τρώει χημικά, να μετράει ήρωες και θύματα, να κοιτάει παθητικά τους μπάχαλους και να γίνεται ντεκόρ στο κυνήγι με τους μπάτσους. Τα παιδία παίζει και φαντασιώνεται εξεγέρσεις στην πλάτη του κόσμου που κατεβαίνει στους δρόμους.
Κι ο γιωργάκης στην αναμπουμπούλα χαίρεται και μεθοδεύει την κατάργηση του ασύλου.
Τα πρόσωπα της ιστορίας είναι ουτοπιστές κι ουδεμία σχέση/επαφή έχουν με την πραγματικότητα.
Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009
Πώς το λένε;
Ο φάνης παρρής είναι μέλος της ιδεολογικής επιτροπής του κόμματος.
Αλλά προσοχή στον τόνο! Πολύς κόσμος παθαίνει ό,τι και με τη φανή χαλκιά. Μπερδεύεται με την φάνη πάλλη και το λέει λάθος.
Πρώτη του εμφάνιση στο ευρύ κοινό ήταν πέρσι την άνοιξη στα 40χρονα του παρισινού μάη, ένα άρθρο στο ριζοσπάστη κι ένα μεγαλύτερο στην κομεπ με το ίδιο θέμα.
Βασικό του μειονέκτημα –κατά τη γνώμη μου- ήταν ότι στο μεγαλύτερο μέρος του εξηγούσε τι δεν ήταν ο μάης του 68 απαντώντας σε όσους τον είχαν κάνει σημαία τους και σήκωναν επετειακές εκδηλώσεις.
Τρέξιμο πίσω απ’ τη συγκυρία μου φάνηκε εμένα.
Αν θες να μιλήσεις για το γεγονός και τη σημασία του δε βάζεις να γράψει γι’ αυτά κάποιος που ήταν αγέννητος τότε. Ή τον βάζεις συνεπικουρικά, σε δεύτερο πλάνο.
Θα μπορούσε να γράψει γι’ αυτά ο ιστορικός ο μαργαρίτης, που είχε ζήσει τον απόηχο των γεγονότων στο παρίσι και δε θα ‘λεγε και πολύ διαφορετικά πράγματα. Αλλά το στιλ είναι ο άνθρωπος (όπως έλεγε για το σύντροφο με το μουστάκι ο τρότσκι). Κι αυτό του μάργκαρετ είναι αξεπέραστο.
Είναι όπως παλιά με τους ραψωδούς και τα έπη. Ξέρεις πάνω-κάτω την υπόθεση (η γραμμή του κόμματος) αλλά θες να δεις πώς θα το δώσει ο ποιητής. Κι άμα το δώσει καλά φεύγεις χαρούμενος, αισιόδοξος για το κόμμα και τα στελέχη του.
Αν όχι όμως;
Μια βιβλιοπαρουσίαση έχει εγγενείς περιορισμούς γιατί πρέπει να περιγράψεις τα περιεχόμενα χωρίς να τ’ αναλύσεις. Αλλά δεν πρόκειται γι’ αυτό.
Το πιο απογοητευτικό ήταν ότι ο σύντροφος είχε μπροστά του γραμμένη μια εισήγηση και μας τη διάβαζε (αν θέλαμε κάτι τέτοιο αρκούσε η τελευταία κομεπ). Κι όταν χρειάστηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις κόμπιαζε, έχανε τα λόγια του και κατέφευγε στο… πώς το λένε;
Φράση που μεταφέρεται από σύντροφο σε σύντροφο σα μαγικό ξόρκι και πρέπει να την είπε πάνω από εκατό φορές σε δυο γύρους απαντήσεων (τον τρίτο που θα είναι ο τελικός τον φυλάξαμε για αργότερα).
Μου τη δίνει να μου απαντάν με ερώτηση. Αλλά δεν ξέραμε τι να του απαντήσουμε και συνέχιζε να αναρωτιέται ακατάπαυστα.
Θα μου πεις, πολύ φτηνή κριτική, ρε απολίθωμα. Γιατί να την πεις σε κάποιον που δεν το έχει το λέγειν, ή κομπλάρει μπροστά σε κοινό; Κάν’ του πολιτική κριτική άμα θες.
Έτσι είναι. Εμένα όμως άλλο με προβληματίζει.
Ένα στέλεχος βγαίνει έξω, μιλάει σε κόσμο, σε συνελεύσεις, σε εξορμήσεις, πιάνει τον παλμό του… κι αφού σπάσει τα μούτρα του πολλές φορές, μαθαίνει στο τέλος να μιλάει μπροστά σε κοινό και να απαντάει σωστά. Άμα δεν τα ‘χει κάνει όλα αυτά, πώς έφτασε να γίνει στέλεχος;
Ρήτορας γίνεσαι, δε γεννιέσαι έτοιμος. Όπου βλέπετε τέτοιους, ξύστε λίγο την επιφάνεια να δείτε αν έχουνε και ουσία (συνήθως δεν έχουν). Στα πανεπιστήμια έχει πολλούς…
Στην τελική αν δε μπορούν οι πιο διαβασμένοι να αρθρώσουν δυο κουβέντες για θεωρητικά ζητήματα, ποιος θα το κάνει; Κι αν δε μπορούν να τα καταφέρουν με συντρόφους, τι θα κάνουν άμα βγουν να μιλήσουν παραέξω;
Πάμε και στο πολιτικό.
Δε θα σταθώ στο κομμάτι της παρουσίασης, τα περιεχόμενα του λευκώματος μπορεί να τα βρει κανείς εύκολα, μεταξύ άλλων στο χτεσινό ρεπορτάζ του ρίζου. Παρεμπιπτόντως όμως ακούσαμε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα:
Ότι επικρίνουμε τη θεωρία περί αυτόνομου αντι-ιμπεριαλιστικού σταδίου κι εθνικής αστικής τάξης (αυτοκριτική στην ουσία σε παλιές αμαρτίες του κόμματος).
Ότι το κκ ηπα ζήτησε να φύγει από την κομιντέρν εν μέσω (βήτα παγκοσμίου) πολέμου και στο επόμενο συνέδριό του το 44 αυτοδιαλύθηκε!
Ότι εκτός από τη διεθνή των κκ υπήρχαν κι άλλα τμήματα της διεθνούς, συνδικαλιστικό, των νεολαιών κι η κόκκινη αθλητική διεθνής που διοργάνωνε προπολεμικά τις σπαρτακιάδες. Αλλά μετά τις σταμάτησαν κι οι σοβιετικοί συμμετείχαν στους ολυμπιακούς. Υπάρχει και θεωρία που το συνδέει αυτό με τη γιάλτα, τον οηε και την ειρηνική συνύπαρξη που ως αυταπάτη είχε ξεκινήσει επί στάλιν (στα τελευταία του).
Ότι τον όρο σιδηρούν παραπέτασμα τον χρησιμοποίησε πρώτα ο γκαίμπελς (για να τον οικειοποιηθεί μετά κι ο υπόλοιπος αστικός κόσμος).
Κι ότι το κόμμα αρχικά στην ονομασία του αναφερόταν ως κκε-ετκδ, δηλ ελληνικό τμήμα της κομμουνιστικής διεθνούς.
Από αυτό το τελευταίο ορμώμενες ξεπήδησαν μέσα μου ένας ποταμός απορίες.
Ήταν λάθος η διάλυση της διεθνούς; Βεβαίως. Ένα σωρό κομματικά ντοκουμέντα το αναγνωρίζουν.
Πρέπει να φτιάξουμε διεθνή στην εποχή μας; Χρειάζεται ένα ενιαίο, διεθνές κέντρο να καθοδηγεί και να συντονίζει; Να συγκεντρώνει τη διεθνή εμπειρία και να επεξεργάζεται τακτική και στρατηγική;
Στα λόγια δύσκολα θα βρεις κάποιον να διαφωνεί.
Γιατί δεν προχωράει στην πράξη; Πρέπει να παίρνουμε υπ’ όψιν και τη διεθνή κατάσταση, σε συνθήκες ανασύνταξης για το κομμουνιστικό κίνημα. Γίνονται κάποια βήματα, αργά αλλά σταθερά. Ένα από αυτά είναι η έκδοση διεθνούς κομμουνιστικής επιθεώρησης (κομεπ) που είναι στα σκαριά. Δεν είναι ακόμα ώριμες οι συνθήκες.
Ως εδώ πάει καλά. Πάμε και στα πιο δύσκολα.
Πώς το φανταζόμαστε αυτό το κέντρο; Συγκροτημένο με αυστηρή δομή, δεσμευτικές αποφάσεις για όλα τα μέλη του κι εθνικά τμήματα ανά χώρα, όπως η κομιντέρν;
Ή ως συνέχεια της σημερινής κατάστασης της χαλαρής σύνδεσης με διεθνείς συσκέψεις και κοινές επεξεργασίες που να πιάνουν ένα μίνιμουμ;
Το άλφα, ε; Ναι, αλλά δεν είναι αυτονόητα η σωστή απάντηση.
Δεν είναι αυτόνομα τα εθνικά κκ για να χαράξουν αυτόνομα τακτική; Τι συμβαίνει στην περίπτωση διαφωνίας με το διεθνές κέντρο; Πόσες νικηφόρες επαναστάσεις καθοδήγησε η κομιντέρν;
Κι η ηγεσία; Θα είναι κούτβης σταλμένος έξωθεν που θα ανακαλείται από τα πάνω; Ή δεν θα περιλαμβάνεται αυτό στη δικαιοδοσία της διεθνούς;
Ήρθαν κι έδεσαν και δυο ερωτήσεις απ’ το κοινό για τα παλιά.
Πώς εξηγούνται οι διαγραφές του 56; (αυτές είχαν γίνει επί κομινφόρμ)
Ποιος είχε πάρει την απόφαση για συμμετοχή στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο; Η διεθνής, ή το κόμμα κι ο ζαχαριάδης;
Το ίδιο πράγμα ρωτούσαν στην ουσία οι σύντροφοι.
Δεύτερος κύκλος ερωτήσεων. Το ποτάμι δε γυρίζει πίσω πια.
Τι λέμε για τους 21 όρους του λένιν για συμμετοχή στην κομιντέρν; Ισχύουν αυτούσιοι ως κριτήριο στο σήμερα;
Ίσως κάποια σημεία θέλουν επικαιροποίηση. Αλλά στην ουσία οι 21 όροι είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του κόμματος νέου τύπου κι η σημασία τους διατηρείται στο ακέραιο.
Και αυτός που μιλάει (ακόμη και) για ένοπλη πάλη (συνδυασμός νόμιμων και παράνομων μορφών); Φυσικά. Το κόμμα εξάλλου δε δίστασε να πάρει τα όπλα όταν έπρεπε.
Την περίμενα μέσες άκρες την απάντηση κι ήθελα να δω πώς θα το δώσει. Τα όπλα τα πήρε το κόμμα επειδή αναγκάστηκε, όχι όταν έπρεπε. Δεν είναι παράδειγμα προς μίμηση αυτό.
Τι γίνεται όμως με τα κόμματα που δεν πιάνουν ούτε κατά προσέγγιση τους 21 όρους; Ποια είναι η τακτική μας απέναντί τους;
Ένας σύντροφος το έκανε πιο συγκεκριμένο. Πώς αξιολογούμε όσα είπε ο τσάβες για την ανάγκη να γίνει μια τέταρτη διεθνής;
Δεν είναι θέμα ονομασίας, αλλά χαρακτήρα. Η διεθνής που θέλουμε έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και φυσιογνωμία (κομμουνιστική).
Κατανοητό. Αλλά γιατί έχουμε πάρε-δώσε με κόμματα που μόνο στο όνομα έχουν τέτοια φυσιογνωμία (κι αυτό όχι πάντα); Γιατί υπογράφουμε από κοινού διακηρύξεις που όσο περισσότερους χωράνε, τόσο λιγότερα λένε; Γιατί δεν κρατάμε ίδια μέτρα και σταθμά ιδεολογικής καθαρότητας με αυτά που έχουμε εντός συνόρων;
Τι σχέσεις μπορεί να μας δένουν με το ακελ που στέλνει τον ηγέτη του στη φιέστα του τείχους, δίνει αυξήσεις πασοκικού τύπου κι έχει το συντελεστή φορολόγησης κερδών στο 10%;
Το τελευταίο το ‘πε ο κύρτσος στην κανέλλη σε ένα πάνελ για το ασφαλιστικό κι έκοψε τη φόρα της λιάνας (που ως τότε τον είχε πάρει παραμάζωμα).
Οι ιστορικοί δεσμοί δε λένε τίποτα από μόνοι τους. Και με τον κάουτσκι έχουμε τέτοιους, αλλά τους κόψαμε από καιρό.
Η ιδεολογική καθαρότητα είναι η μισή αρχοντιά, αλλά (εμείς ψάχνουμε την ολόκληρη και) τη θυμόμαστε κατά περίσταση.
Τι σημαίνει ότι δεν είναι ώριμες οι συνθήκες; Γι' αυτό ακριβώς τη θέλουμε τη διεθνή, για να ωριμάσουν. Ο λένιν ξεκίνησε την κομιντέρν με ελάχιστους αντιπροσώπους.
Ναι, αλλά ο λένιν είχε πίσω του τον αέρα της οκτωβριανής επανάστασης που φύσηξε σε όλη την ευρώπη. Πρέπει δηλ να νικήσει πρώτα μια επανάσταση και μετά να χτίσουμε τη διεθνή γύρω απ' το νικηφόρο κκ της;
Δε μπορώ να πω ότι πήραμε ικανοποιητικές απαντήσεις (σε όσα από αυτά διατυπώσαμε).
Κάποια γενικά πράγματα που ήταν πολύ σωστά, αλλά δεν απαντούσαν σε αυτά που είχαμε ρωτήσει. Μαζί με παραπομπές στο τρέχον τεύχος της κομεπ που έχει σχετικό αφιέρωμα και στον υπό έκδοση δεύτερο τόμο απ’ το δοκίμιο ιστορίας του κόμματος για τις διαγραφές του 56 (για το 89-91 θα περιμένουμε τον τρίτο).
Τακτική που πηγάζει απ’ το σχολείο της ζωής.
Ο μέσος σύντροφος βομβαρδίζεται με τόσα αντιδιαλεκτικά ερωτήματα που νιώθει την ανάγκη να ξεκινήσει από την αλφαβήτα (του μπουχάριν) και καταλήγει να λέει την ιστορία της ζωής του. Δε γίνεται αλλιώς.
-Μα γιατί δεν ενώνεστε εσείς οι αριστεροί;
Ξεκινάς απ’ το συνέδριο του σδεκρ το 1903, αλλά σε κόβουν πριν καν πεις για τον κάουτσκι, γιατί χαθήκαν στις στροφές της ιστορίας κι έχασαν τη σύνδεση με το σήμερα.
Οι πρόλογοι βοηθούν επίσης να κερδίσεις χρόνο και να σκεφτείς καλύτερα την ερώτηση. Δεν είναι μηχανές οι σύντροφοι να έχουν έτοιμες απαντήσεις σε χαρτάκια. Το θέμα είναι να μη μείνουνε στους προλόγους. Από αυτό προτιμώ τα χαρτάκια.
Αλλά η συντονίστρια ήθελε να το μαζεύουμε (μην ξεχειλώσει). Ο κόσμος έφυγε με χαμόγελο. Η ζωή συνεχίζεται χωρίς τις απαντήσεις που θέλαμε. Με σημαίες και με ταμπούρλα.
Το βασικό μας στόχο τον πετύχαμε. Πουλήθηκαν αρκετά λευκώματα. Δεν είχα εικοσάευρο πάνω μου (ειδική τιμή για την παρουσίαση) κι έφυγα με άδεια χέρια.
Φεύγοντας πέσαμε στη γιορτή των αγγέλων, σαν πάρτι της δαπ στην αριστοτέλους. Πήχτρα κόσμος, τριπλάσιος απ’ όσο μαζεύουμε στην αλέκα. Πού είναι ο μπιρσίμ να βάλει μια τάξη;
Σπρωξίδι, πανικός. Με τα πολλά βγήκαμε. Αλλά χάσαμε μες στο μπούγιο την αισιοδοξία μας. Πώς σκατά θα αλλάξει αυτός ο κόσμος κεμάλ, μου λες;
Δε βαριέσαι… Ό,τι κι αν είναι οι σύντροφοι, μπροστά σε αυτό είναι χρυσοί και άγιοι. Πάνω απ’ όλα σύντροφοι. Με τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειές τους. Και ποιος δεν έχει;…
Ένας σύντροφος λέει πως όταν μιλάει με τους απ' έξω που είναι κοντά μας τους βλέπει μες στην κριτική και τη γκρίνια. Γιατί αυτό, γιατί το άλλο, λάθος εκείνο...
Αλλά αν τους πετύχει σε άλλη κουβέντα, με απ' έξω που μας τη λένε, σηκώνουν αυτοί την υπεράσπιση κι αυτός κάθεται στη γωνία και τους απολαμβάνει.
Εδώ στο μπλοκ μιλάω σε όλους μαζί ανάκατα. Οπότε να με συμπαθάτε για τις αντιφάσεις και τη σχιζοφρένεια. Μιλ μερσί.
Υστερόγραφο
Ανακάλυψα με αρκετή καθυστέρηση κάποια παλιά σχόλια σε παλιότερα κείμενα. Σόρι που δεν τα είδα εγκαίρως.
Ενημερώνω τους φίλους, συντρόφους, συναγωνιστές (ισχύει για τον καθένα η αρχή του αυτοπροσδιορισμού) ρασκώληκα, κόκκινο δρόμο, χρήστο και το εξαφανισμένο τιτοϊκό κατασκεύασμα ότι το εμεσέν μου είναι σε αχρησία κι ότι στα υπόλοιπα θα απαντήσω εντός των ημερών.
Πρόσχωμεν...
Αλλά προσοχή στον τόνο! Πολύς κόσμος παθαίνει ό,τι και με τη φανή χαλκιά. Μπερδεύεται με την φάνη πάλλη και το λέει λάθος.
Πρώτη του εμφάνιση στο ευρύ κοινό ήταν πέρσι την άνοιξη στα 40χρονα του παρισινού μάη, ένα άρθρο στο ριζοσπάστη κι ένα μεγαλύτερο στην κομεπ με το ίδιο θέμα.
Βασικό του μειονέκτημα –κατά τη γνώμη μου- ήταν ότι στο μεγαλύτερο μέρος του εξηγούσε τι δεν ήταν ο μάης του 68 απαντώντας σε όσους τον είχαν κάνει σημαία τους και σήκωναν επετειακές εκδηλώσεις.
Τρέξιμο πίσω απ’ τη συγκυρία μου φάνηκε εμένα.
Αν θες να μιλήσεις για το γεγονός και τη σημασία του δε βάζεις να γράψει γι’ αυτά κάποιος που ήταν αγέννητος τότε. Ή τον βάζεις συνεπικουρικά, σε δεύτερο πλάνο.
Θα μπορούσε να γράψει γι’ αυτά ο ιστορικός ο μαργαρίτης, που είχε ζήσει τον απόηχο των γεγονότων στο παρίσι και δε θα ‘λεγε και πολύ διαφορετικά πράγματα. Αλλά το στιλ είναι ο άνθρωπος (όπως έλεγε για το σύντροφο με το μουστάκι ο τρότσκι). Κι αυτό του μάργκαρετ είναι αξεπέραστο.
Είναι όπως παλιά με τους ραψωδούς και τα έπη. Ξέρεις πάνω-κάτω την υπόθεση (η γραμμή του κόμματος) αλλά θες να δεις πώς θα το δώσει ο ποιητής. Κι άμα το δώσει καλά φεύγεις χαρούμενος, αισιόδοξος για το κόμμα και τα στελέχη του.
Αν όχι όμως;
Μια βιβλιοπαρουσίαση έχει εγγενείς περιορισμούς γιατί πρέπει να περιγράψεις τα περιεχόμενα χωρίς να τ’ αναλύσεις. Αλλά δεν πρόκειται γι’ αυτό.
Το πιο απογοητευτικό ήταν ότι ο σύντροφος είχε μπροστά του γραμμένη μια εισήγηση και μας τη διάβαζε (αν θέλαμε κάτι τέτοιο αρκούσε η τελευταία κομεπ). Κι όταν χρειάστηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις κόμπιαζε, έχανε τα λόγια του και κατέφευγε στο… πώς το λένε;
Φράση που μεταφέρεται από σύντροφο σε σύντροφο σα μαγικό ξόρκι και πρέπει να την είπε πάνω από εκατό φορές σε δυο γύρους απαντήσεων (τον τρίτο που θα είναι ο τελικός τον φυλάξαμε για αργότερα).
Μου τη δίνει να μου απαντάν με ερώτηση. Αλλά δεν ξέραμε τι να του απαντήσουμε και συνέχιζε να αναρωτιέται ακατάπαυστα.
Θα μου πεις, πολύ φτηνή κριτική, ρε απολίθωμα. Γιατί να την πεις σε κάποιον που δεν το έχει το λέγειν, ή κομπλάρει μπροστά σε κοινό; Κάν’ του πολιτική κριτική άμα θες.
Έτσι είναι. Εμένα όμως άλλο με προβληματίζει.
Ένα στέλεχος βγαίνει έξω, μιλάει σε κόσμο, σε συνελεύσεις, σε εξορμήσεις, πιάνει τον παλμό του… κι αφού σπάσει τα μούτρα του πολλές φορές, μαθαίνει στο τέλος να μιλάει μπροστά σε κοινό και να απαντάει σωστά. Άμα δεν τα ‘χει κάνει όλα αυτά, πώς έφτασε να γίνει στέλεχος;
Ρήτορας γίνεσαι, δε γεννιέσαι έτοιμος. Όπου βλέπετε τέτοιους, ξύστε λίγο την επιφάνεια να δείτε αν έχουνε και ουσία (συνήθως δεν έχουν). Στα πανεπιστήμια έχει πολλούς…
Στην τελική αν δε μπορούν οι πιο διαβασμένοι να αρθρώσουν δυο κουβέντες για θεωρητικά ζητήματα, ποιος θα το κάνει; Κι αν δε μπορούν να τα καταφέρουν με συντρόφους, τι θα κάνουν άμα βγουν να μιλήσουν παραέξω;
Πάμε και στο πολιτικό.
Δε θα σταθώ στο κομμάτι της παρουσίασης, τα περιεχόμενα του λευκώματος μπορεί να τα βρει κανείς εύκολα, μεταξύ άλλων στο χτεσινό ρεπορτάζ του ρίζου. Παρεμπιπτόντως όμως ακούσαμε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα:
Ότι επικρίνουμε τη θεωρία περί αυτόνομου αντι-ιμπεριαλιστικού σταδίου κι εθνικής αστικής τάξης (αυτοκριτική στην ουσία σε παλιές αμαρτίες του κόμματος).
Ότι το κκ ηπα ζήτησε να φύγει από την κομιντέρν εν μέσω (βήτα παγκοσμίου) πολέμου και στο επόμενο συνέδριό του το 44 αυτοδιαλύθηκε!
Ότι εκτός από τη διεθνή των κκ υπήρχαν κι άλλα τμήματα της διεθνούς, συνδικαλιστικό, των νεολαιών κι η κόκκινη αθλητική διεθνής που διοργάνωνε προπολεμικά τις σπαρτακιάδες. Αλλά μετά τις σταμάτησαν κι οι σοβιετικοί συμμετείχαν στους ολυμπιακούς. Υπάρχει και θεωρία που το συνδέει αυτό με τη γιάλτα, τον οηε και την ειρηνική συνύπαρξη που ως αυταπάτη είχε ξεκινήσει επί στάλιν (στα τελευταία του).
Ότι τον όρο σιδηρούν παραπέτασμα τον χρησιμοποίησε πρώτα ο γκαίμπελς (για να τον οικειοποιηθεί μετά κι ο υπόλοιπος αστικός κόσμος).
Κι ότι το κόμμα αρχικά στην ονομασία του αναφερόταν ως κκε-ετκδ, δηλ ελληνικό τμήμα της κομμουνιστικής διεθνούς.
Από αυτό το τελευταίο ορμώμενες ξεπήδησαν μέσα μου ένας ποταμός απορίες.
Ήταν λάθος η διάλυση της διεθνούς; Βεβαίως. Ένα σωρό κομματικά ντοκουμέντα το αναγνωρίζουν.
Πρέπει να φτιάξουμε διεθνή στην εποχή μας; Χρειάζεται ένα ενιαίο, διεθνές κέντρο να καθοδηγεί και να συντονίζει; Να συγκεντρώνει τη διεθνή εμπειρία και να επεξεργάζεται τακτική και στρατηγική;
Στα λόγια δύσκολα θα βρεις κάποιον να διαφωνεί.
Γιατί δεν προχωράει στην πράξη; Πρέπει να παίρνουμε υπ’ όψιν και τη διεθνή κατάσταση, σε συνθήκες ανασύνταξης για το κομμουνιστικό κίνημα. Γίνονται κάποια βήματα, αργά αλλά σταθερά. Ένα από αυτά είναι η έκδοση διεθνούς κομμουνιστικής επιθεώρησης (κομεπ) που είναι στα σκαριά. Δεν είναι ακόμα ώριμες οι συνθήκες.
Ως εδώ πάει καλά. Πάμε και στα πιο δύσκολα.
Πώς το φανταζόμαστε αυτό το κέντρο; Συγκροτημένο με αυστηρή δομή, δεσμευτικές αποφάσεις για όλα τα μέλη του κι εθνικά τμήματα ανά χώρα, όπως η κομιντέρν;
Ή ως συνέχεια της σημερινής κατάστασης της χαλαρής σύνδεσης με διεθνείς συσκέψεις και κοινές επεξεργασίες που να πιάνουν ένα μίνιμουμ;
Το άλφα, ε; Ναι, αλλά δεν είναι αυτονόητα η σωστή απάντηση.
Δεν είναι αυτόνομα τα εθνικά κκ για να χαράξουν αυτόνομα τακτική; Τι συμβαίνει στην περίπτωση διαφωνίας με το διεθνές κέντρο; Πόσες νικηφόρες επαναστάσεις καθοδήγησε η κομιντέρν;
Κι η ηγεσία; Θα είναι κούτβης σταλμένος έξωθεν που θα ανακαλείται από τα πάνω; Ή δεν θα περιλαμβάνεται αυτό στη δικαιοδοσία της διεθνούς;
Ήρθαν κι έδεσαν και δυο ερωτήσεις απ’ το κοινό για τα παλιά.
Πώς εξηγούνται οι διαγραφές του 56; (αυτές είχαν γίνει επί κομινφόρμ)
Ποιος είχε πάρει την απόφαση για συμμετοχή στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο; Η διεθνής, ή το κόμμα κι ο ζαχαριάδης;
Το ίδιο πράγμα ρωτούσαν στην ουσία οι σύντροφοι.
Δεύτερος κύκλος ερωτήσεων. Το ποτάμι δε γυρίζει πίσω πια.
Τι λέμε για τους 21 όρους του λένιν για συμμετοχή στην κομιντέρν; Ισχύουν αυτούσιοι ως κριτήριο στο σήμερα;
Ίσως κάποια σημεία θέλουν επικαιροποίηση. Αλλά στην ουσία οι 21 όροι είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του κόμματος νέου τύπου κι η σημασία τους διατηρείται στο ακέραιο.
Και αυτός που μιλάει (ακόμη και) για ένοπλη πάλη (συνδυασμός νόμιμων και παράνομων μορφών); Φυσικά. Το κόμμα εξάλλου δε δίστασε να πάρει τα όπλα όταν έπρεπε.
Την περίμενα μέσες άκρες την απάντηση κι ήθελα να δω πώς θα το δώσει. Τα όπλα τα πήρε το κόμμα επειδή αναγκάστηκε, όχι όταν έπρεπε. Δεν είναι παράδειγμα προς μίμηση αυτό.
Τι γίνεται όμως με τα κόμματα που δεν πιάνουν ούτε κατά προσέγγιση τους 21 όρους; Ποια είναι η τακτική μας απέναντί τους;
Ένας σύντροφος το έκανε πιο συγκεκριμένο. Πώς αξιολογούμε όσα είπε ο τσάβες για την ανάγκη να γίνει μια τέταρτη διεθνής;
Δεν είναι θέμα ονομασίας, αλλά χαρακτήρα. Η διεθνής που θέλουμε έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και φυσιογνωμία (κομμουνιστική).
Κατανοητό. Αλλά γιατί έχουμε πάρε-δώσε με κόμματα που μόνο στο όνομα έχουν τέτοια φυσιογνωμία (κι αυτό όχι πάντα); Γιατί υπογράφουμε από κοινού διακηρύξεις που όσο περισσότερους χωράνε, τόσο λιγότερα λένε; Γιατί δεν κρατάμε ίδια μέτρα και σταθμά ιδεολογικής καθαρότητας με αυτά που έχουμε εντός συνόρων;
Τι σχέσεις μπορεί να μας δένουν με το ακελ που στέλνει τον ηγέτη του στη φιέστα του τείχους, δίνει αυξήσεις πασοκικού τύπου κι έχει το συντελεστή φορολόγησης κερδών στο 10%;
Το τελευταίο το ‘πε ο κύρτσος στην κανέλλη σε ένα πάνελ για το ασφαλιστικό κι έκοψε τη φόρα της λιάνας (που ως τότε τον είχε πάρει παραμάζωμα).
Οι ιστορικοί δεσμοί δε λένε τίποτα από μόνοι τους. Και με τον κάουτσκι έχουμε τέτοιους, αλλά τους κόψαμε από καιρό.
Η ιδεολογική καθαρότητα είναι η μισή αρχοντιά, αλλά (εμείς ψάχνουμε την ολόκληρη και) τη θυμόμαστε κατά περίσταση.
Τι σημαίνει ότι δεν είναι ώριμες οι συνθήκες; Γι' αυτό ακριβώς τη θέλουμε τη διεθνή, για να ωριμάσουν. Ο λένιν ξεκίνησε την κομιντέρν με ελάχιστους αντιπροσώπους.
Ναι, αλλά ο λένιν είχε πίσω του τον αέρα της οκτωβριανής επανάστασης που φύσηξε σε όλη την ευρώπη. Πρέπει δηλ να νικήσει πρώτα μια επανάσταση και μετά να χτίσουμε τη διεθνή γύρω απ' το νικηφόρο κκ της;
Δε μπορώ να πω ότι πήραμε ικανοποιητικές απαντήσεις (σε όσα από αυτά διατυπώσαμε).
Κάποια γενικά πράγματα που ήταν πολύ σωστά, αλλά δεν απαντούσαν σε αυτά που είχαμε ρωτήσει. Μαζί με παραπομπές στο τρέχον τεύχος της κομεπ που έχει σχετικό αφιέρωμα και στον υπό έκδοση δεύτερο τόμο απ’ το δοκίμιο ιστορίας του κόμματος για τις διαγραφές του 56 (για το 89-91 θα περιμένουμε τον τρίτο).
Τακτική που πηγάζει απ’ το σχολείο της ζωής.
Ο μέσος σύντροφος βομβαρδίζεται με τόσα αντιδιαλεκτικά ερωτήματα που νιώθει την ανάγκη να ξεκινήσει από την αλφαβήτα (του μπουχάριν) και καταλήγει να λέει την ιστορία της ζωής του. Δε γίνεται αλλιώς.
-Μα γιατί δεν ενώνεστε εσείς οι αριστεροί;
Ξεκινάς απ’ το συνέδριο του σδεκρ το 1903, αλλά σε κόβουν πριν καν πεις για τον κάουτσκι, γιατί χαθήκαν στις στροφές της ιστορίας κι έχασαν τη σύνδεση με το σήμερα.
Οι πρόλογοι βοηθούν επίσης να κερδίσεις χρόνο και να σκεφτείς καλύτερα την ερώτηση. Δεν είναι μηχανές οι σύντροφοι να έχουν έτοιμες απαντήσεις σε χαρτάκια. Το θέμα είναι να μη μείνουνε στους προλόγους. Από αυτό προτιμώ τα χαρτάκια.
Αλλά η συντονίστρια ήθελε να το μαζεύουμε (μην ξεχειλώσει). Ο κόσμος έφυγε με χαμόγελο. Η ζωή συνεχίζεται χωρίς τις απαντήσεις που θέλαμε. Με σημαίες και με ταμπούρλα.
Το βασικό μας στόχο τον πετύχαμε. Πουλήθηκαν αρκετά λευκώματα. Δεν είχα εικοσάευρο πάνω μου (ειδική τιμή για την παρουσίαση) κι έφυγα με άδεια χέρια.
Φεύγοντας πέσαμε στη γιορτή των αγγέλων, σαν πάρτι της δαπ στην αριστοτέλους. Πήχτρα κόσμος, τριπλάσιος απ’ όσο μαζεύουμε στην αλέκα. Πού είναι ο μπιρσίμ να βάλει μια τάξη;
Σπρωξίδι, πανικός. Με τα πολλά βγήκαμε. Αλλά χάσαμε μες στο μπούγιο την αισιοδοξία μας. Πώς σκατά θα αλλάξει αυτός ο κόσμος κεμάλ, μου λες;
Δε βαριέσαι… Ό,τι κι αν είναι οι σύντροφοι, μπροστά σε αυτό είναι χρυσοί και άγιοι. Πάνω απ’ όλα σύντροφοι. Με τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειές τους. Και ποιος δεν έχει;…
Ένας σύντροφος λέει πως όταν μιλάει με τους απ' έξω που είναι κοντά μας τους βλέπει μες στην κριτική και τη γκρίνια. Γιατί αυτό, γιατί το άλλο, λάθος εκείνο...
Αλλά αν τους πετύχει σε άλλη κουβέντα, με απ' έξω που μας τη λένε, σηκώνουν αυτοί την υπεράσπιση κι αυτός κάθεται στη γωνία και τους απολαμβάνει.
Εδώ στο μπλοκ μιλάω σε όλους μαζί ανάκατα. Οπότε να με συμπαθάτε για τις αντιφάσεις και τη σχιζοφρένεια. Μιλ μερσί.
Υστερόγραφο
Ανακάλυψα με αρκετή καθυστέρηση κάποια παλιά σχόλια σε παλιότερα κείμενα. Σόρι που δεν τα είδα εγκαίρως.
Ενημερώνω τους φίλους, συντρόφους, συναγωνιστές (ισχύει για τον καθένα η αρχή του αυτοπροσδιορισμού) ρασκώληκα, κόκκινο δρόμο, χρήστο και το εξαφανισμένο τιτοϊκό κατασκεύασμα ότι το εμεσέν μου είναι σε αχρησία κι ότι στα υπόλοιπα θα απαντήσω εντός των ημερών.
Πρόσχωμεν...
Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009
ITALIA 90 – Die vereinigung
Σήμερα που ήταν μια κυριακή γεμάτη ντέρμπι θα πούμε μια αθλητική ιστορία με πολιτικές προεκτάσεις.
Η μασκότ που βλέπετε ονομάζεται τσάο κι είναι μια από τις πιο συμπαθητικές στην ιστορία των παγκοσμίων κυπέλλων. Πέρα απ’ το μουντιάλ του 90, τη θυμάμαι κι ως σχέδιο σε άσπρες αθλητικές κάλτσες της εποχής (που συνεχίζω να προτιμώ μέχρι και σήμερα).
Ένα σύνηθες κλισέ λέει ότι οι δικτατορίες εκμεταλλεύονται το ποδόσφαιρο κι αποζητούν τις αθλητικές επιτυχίες για να ποτίσουν όπιο τη συνείδηση του κόσμου. Η αλήθεια αυτή ισχύει άλλο τόσο και για τις αστικές δημοκρατίες, αλλά κανείς δεν τολμάει να το πει.
Μια τέτοια ιστορία είναι κι η σημερινή.
Το νοέμβρη του 89 έπεφτε το τείχος του βερολίνου. Έντεκα μήνες μετά επισημοποιήθηκε η επανένωση των δύο γερμανιών -στην ουσία προσάρτηση της λαοκρατικής δημοκρατίας της γερμανίας από τους δυτικούς. Η επανένωση έγινε πολύ κοντά στην επέτειο ίδρυσης της DDR (έξι μέρες πριν), πιθανότατα γιατί βιάστηκαν να την προλάβουν.
Ενδιάμεσα όμως χρειαζόταν ένας αθλητικός θρίαμβος για να δέσει το γλυκό και να νιώσουν όλοι οι γερμανοί εθνικά υπερήφανοι.
Το μουντιάλ του 90 στη γερμανία ήταν ό,τι ακριβώς χρειάζονταν.
Όσοι έχετε δει την ταινία Goodbye Lenin θα θυμάστε τις σκηνές με τις σημαίες, τα κορναρίσματα και το πανηγύρι στους δρόμους ως μοτίβο στη βασική υπόθεση. Γι’ αυτό ακριβώς πρόκειται.
Στα τελικά της διοργάνωσης συμμετείχε η ομάδα της δυτικής γερμανίας που πλασαρίστηκε ως πρεσβευτής της επανένωσης (vereinigung) κι εκπρόσωπος πασών των γερμανιών.
Ο αθλητισμός ενώνει και ρίχνει τα τείχη (τα ταξικά και του βερολίνου).
Οι γερμανοί πέρασαν εύκολα τον όμιλο μαζί με τους γιούγκους και την κολομβία του χιγκίτα. Στους 16 απέκλεισαν τους ολλανδούς που τους είχαν κλείσει το σπίτι δυο χρόνια πριν (στο ματς που ο ράικαρντ διαφώνησε στιλιστικά με τις ανταύγειες του φέλερ κι έφτυσε από πίσω την χαίτη του).
Στους 8 νίκησαν με πέναλτι τους τσεχοσλοβάκους (τελευταία φορά ενωμένοι σε μουντιάλ) και στα ημιτελικά τους άγγλους σε έναν από αυτούς τους αγώνες που έκανε το λίνεκερ να ορίσει το ποδόσφαιρο ως ένα ωραίο άθλημα όπου παίζουν έντεκα εναντίον έντεκα και στο τέλος νικάν οι γερμανοί. Ο γερο-σίλτον έφαγε ένα ψηλοκρεμαστό που εξέθεσε τα αρθριτικά του, το ματς πήγε στα πέναλτι και στο τέλος ο γκασκόιν έκλαιγε σα μικρό παιδί για την ήττα.
Δε θα ‘ταν ο μόνος χαρισματικός αυτοκαταστροφικός που θα έκλαιγε σε αυτό το παγκόσμιο κύπελλο εξαιτίας των γερμανών.
Στον τελικό οι γερμανοί αντιμετώπιζαν την αργεντινή του μαραντόνα που τους είχε στερήσει το τρόπαιο τέσσερα χρόνια πριν στο μεξικό.
Οι πρωταθλητές ξεκίνησαν με ήττα σοκ από το τρομερό καμερούν του ροζέ μιλά (που δήλωνε 38, αλλά έκρυβε μια τετραετία) αλλά... ευτύχησαν να δουν το βασικό τους τερματοφύλακα να τραυματίζεται για να πάρει τη θέση του ο σπεσιαλίστας στις αποκρούσεις πέναλτι γκοϊκοϊτσέα που έγινε ο ήρωας της διοργάνωσης.
Στη φάση των 16 απέκλεισαν το μεγάλο τους αντίπαλο (σ’ ένα ματς που ακόμα συζητιέται για τα νερά που πότισαν τους βραζιλιάνους) και μετά στα πέναλτι τους γιούγκους και τους διοργανωτές ιταλούς με ήρωα τον γκόικο που έστειλε την ομάδα του στον τελικό για το ριπίτ.
Αλλά το πιο ενδιαφέρον κομμάτι στον ημιτελικό της ν(ε)άπολης ήταν το εξωαγωνιστικό.
Ο μαραντόνα αγωνιζόταν στην ομάδα της νάπολι και λατρευόταν σα θεός. Την πήρε απ’ το χέρι και της έδωσε δύο πρωταθλήματα, ένα κύπελλο ιταλίας κι ένα ουέφα. Κυρίως όμως το δικαίωμα να κοιτάει στα μάτια τα θηρία του βορρά (του ανιέλι, του μοράτι και του μπερλουσκόνι).
Πριν τον αγώνα ο παμπόνηρος ντιέγκο εφάρμοσε τη θεωρία του λένιν περί δύο εθνών στο ίδιο κράτος. Ζήτησε από τους ναπολιτάνους να υποστηρίξουν την αργεντινή γιατί δεν είχαν τίποτα κοινό με τον ιταλικό βορρά που τους εκμεταλλεύεται και τους θυμάται μια φορά στα τόσα. Κι όπως κάθε αιρετικός κατάφερε να διχάσει τον κόσμο.
Το κόλπο έπιασε. Οι αργεντίνοι δεν ένιωθαν να βρίσκονται εκτός έδρας. Το μισό κοινό τους υποστήριζε και πανηγύρισε τη νίκη τους σα δική του.
Το τέχνασμα εξόργισε το ιταλικό κοινό που στον τελικό της ρώμης υποστήριζε φανατικά τους γερμανούς για εκδίκηση. Στην ανάκρουση των εθνικών ύμνων οι αποδοκιμασίες σκέπασαν τον ύμνο της αργεντινής. Η κάμερα περνάει μπροστά απ’ τους παίκτες, φτάνει στο μαραντόνα κι αυτός ξεσπάει: ¡hijos de puta! Κι άλλη μια φορά για εμπέδωση. Τόσο καθαρά που κι ένα μικρό παιδί θα μπορούσε να το καταλάβει.
Σαν τέτοιο θα έκλαιγε κι αυτός μετά το τέλος του αγώνα.
Η ιταλική ομοσπονδία του το φύλαξε και τον χτύπησε στο αδύνατο σημείο του, το πάθος για την κοκαΐνη. Η επόμενη χρονιά του θα ήταν η τελευταία στην ιταλία κι ουσιαστικά η τελευταία σε υψηλό επίπεδο.
Η φιφα του τα ‘χε μαζεμένα από πριν. Όχι επειδή ήταν βραζιλιάνος ο πρόεδρός της (χαβελάνζε). Αλλά για τις μπηχτές του στο προηγούμενο μουντιάλ που η φιφα έβαζε τα παιχνίδια ντάλα μεσημέρι για να βολεύει την τηλεθέαση στην ευρώπη.
Τέσσερα χρόνια μετά, στο μουντιάλ των ηπα, του έστησε καρτέρι και τον τελείωσε απ’ τις διοργανώσεις της αλά ιταλικά (να μάθει να βάζει τέσσερα στην ελλάδα).
Πιθανότατα το αρχικό σχέδιο ήταν να παίξουν στον τελικό οι χώρες του άξονα και στον μικρό να γίνει η ρεβάνς για το 86, με το χέρι του θεού και το γκολ του αιώνα (που ήταν η ρεβάνς για τα φώκλαντ του 82).
Απ’ τη στιγμή που η αργεντινή χάλασε τη σούπα, το πράγμα απλουστεύτηκε. Δεν υπήρχε αμφιβολία για τις προτιμήσεις της φιφα.
Ο αγώνας ήταν σκέτη κλοτσοπατινάδα. Η φαντεζί αργεντινή έπαιζε ταμπούρι. Πλησίαζε το τέλος και πηγαίναμε για παράταση. Αλλά ξαφνικά…
Κάθετη πάσα, ο κλίνσμαν μες στην περιοχή, πέφτει χαρούμενα κι ο μεξικάνος κόρακας φρου-φρου, το δίνει ακόμα πιο χαρούμενα. Πιο πριν είχε αφήσει με δέκα την αργεντινή (που τελείωσε το ματς με εννιά).
Κανονικά τα πέναλτι τα εκτελούσε ο ματέους, αλλά την κρίσιμη στιγμή κάνει την κότα (κι ας τον ψήφισαν πολυτιμότερο παίκτη της διοργάνωσης).
Στη θέση του πάει ο μπρέμε, συμπαίκτης του στην ίντερ. Χαίτη, πλατινέ μαλλί, σαν μέλος των σκόρπιονς έτοιμος να πει το winds of change.
Διαλέγει γωνία, πέφτει ο γκόικο, την χάνει για λίγο… 1-0. Η δυτική γερμανία είναι πρωταθλήτρια κόσμου.
Στην απονομή ο μαραντόνα δεν αντέχει και ξεσπάει σε κλάματα για την αδικία. Σαν μικρό παιδί που του έκλεψαν το παιχνίδι του με ζαβολιά. Την ύβρη της νάπολης, την ακολουθεί η κάθαρση στο ολίμπικο.
Κάθαρση; Ε, όσο κάθαρση ήταν κι αυτή που κάναμε εδώ, ένα χρόνο νωρίτερα…
Οι πιο πολλοί αποδίδουν τη σφαγή στις σχέσεις της φιφα με τον μαραντόνα, αλλά αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Οι σύντροφοι αναγνώστες έχουν το κριτήριο να δουν και την άλλη που κρύβει πολιτική σκοπιμότητα.
Υστερόγραφα
-Το μπρεζνιεφικό απολίθωμα παρακολούθησε αυτό το μουντιάλ σε τρυφερή, παιδική ηλικία –ουσιαστικά είναι το πρώτο που θυμάμαι.
Άκαπνο από ταξική πάλη και πολιτικά συμπεράσματα υποστήριζα τους γερμανούς επειδή μου άρεσε: i) η φανέλα τους (άσπρο με τριχρωμία), ii) οι γερμανοί της ίντερ (κόντρα στη μόδα με τους ολλανδούς της μίλαν) και iii) η ιδέα να είμαι (για μια φορά) με τους νικητές. Το τελευταίο το πίστευα γιατί πριν τη διοργάνωση είχα δει τον πητ παπαδάκη να προβλέπει την κατάκτηση του τροπαίου απ’ τους γερμανούς.
Μεγαλώνοντας, κατάλαβα το λάθος μου κι έκανα την αυτοκριτική μου στα όργανα.
-Το σπρώξιμο της γερμανίας είχε συνέχεια στο μπάσκετ τρία χρόνια μετά (ως διοργανωτές του ευρωμπάσκετ) σε μια εποχή που τα αστέρια της ήταν ο χάρνις κι ο μίκαελ κωχ (ο νοβίτσκι ήταν ακόμα έφηβος)!
Νίκησε στον ημιτελικό την εθνική μας (και ξανά-ξανά, στο μικρό τελικό ξανά) και στον τελικό τη ξεδοντιασμένη ρωσία (με μπαζάρεβιτς, καράσεφ και το νοσόφ που ήταν σαν κοτοπουλάκι). Μπροστά στις κραταιές μπρεζνιεφικές ομάδες του γκομέλσκι, αυτή η ρωσία έμοιαζε με το μεθύστακα τον γέλτσιν.
Τι σου είναι η σημειολογία…
-Το μουντιάλ του 90’ πέρασε στην ιστορία ως ένα απ’ τα λιγότερο θεαματικά όλων των εποχών. Το ξύλο κι η σκοπιμότητα πήγε σύννεφο κι όποιος έβαζε γκολ γυρνούσε τη μπάλα πίσω στο τέρμα για να το κρατήσει (παίζαν ακόμα με τους παλιούς).
Αλλά εξωαγωνιστικά ήταν αξεπέραστο σε συγκινήσεις και δράματα (κι όχι μόνο εξαιτίας του μαραντόνα).
Ήταν η τελευταία εμφάνιση της σοβιετικής ένωσης, της ενιαίας γιουγκοσλαβίας και της τσεχοσλοβακίας σε διεθνείς οργανώσεις. Οι δυο τελευταίες έφτασαν μέχρι τους οκτώ, ενώ οι σοβιετικοί του λομπανόφσκι αποκλείστηκαν απ’ τη φάση των ομίλων παρά την τεσσάρα στο καμερούν. Το κύκνειο άσμα τους ήταν φάλτσο κι άδοξο. Σαν περεστρόικα αλά αθλητικά…
Μετά το 90 η κάνουλα με τις συγκινήσεις έκλεισε. Η νέα τάξη πραγμάτων έφερε το τέλος των συγκινήσεων (μαζί με αυτό της ιστορίας)…
Η μασκότ που βλέπετε ονομάζεται τσάο κι είναι μια από τις πιο συμπαθητικές στην ιστορία των παγκοσμίων κυπέλλων. Πέρα απ’ το μουντιάλ του 90, τη θυμάμαι κι ως σχέδιο σε άσπρες αθλητικές κάλτσες της εποχής (που συνεχίζω να προτιμώ μέχρι και σήμερα).
Ένα σύνηθες κλισέ λέει ότι οι δικτατορίες εκμεταλλεύονται το ποδόσφαιρο κι αποζητούν τις αθλητικές επιτυχίες για να ποτίσουν όπιο τη συνείδηση του κόσμου. Η αλήθεια αυτή ισχύει άλλο τόσο και για τις αστικές δημοκρατίες, αλλά κανείς δεν τολμάει να το πει.
Μια τέτοια ιστορία είναι κι η σημερινή.
Το νοέμβρη του 89 έπεφτε το τείχος του βερολίνου. Έντεκα μήνες μετά επισημοποιήθηκε η επανένωση των δύο γερμανιών -στην ουσία προσάρτηση της λαοκρατικής δημοκρατίας της γερμανίας από τους δυτικούς. Η επανένωση έγινε πολύ κοντά στην επέτειο ίδρυσης της DDR (έξι μέρες πριν), πιθανότατα γιατί βιάστηκαν να την προλάβουν.
Ενδιάμεσα όμως χρειαζόταν ένας αθλητικός θρίαμβος για να δέσει το γλυκό και να νιώσουν όλοι οι γερμανοί εθνικά υπερήφανοι.
Το μουντιάλ του 90 στη γερμανία ήταν ό,τι ακριβώς χρειάζονταν.
Όσοι έχετε δει την ταινία Goodbye Lenin θα θυμάστε τις σκηνές με τις σημαίες, τα κορναρίσματα και το πανηγύρι στους δρόμους ως μοτίβο στη βασική υπόθεση. Γι’ αυτό ακριβώς πρόκειται.
Στα τελικά της διοργάνωσης συμμετείχε η ομάδα της δυτικής γερμανίας που πλασαρίστηκε ως πρεσβευτής της επανένωσης (vereinigung) κι εκπρόσωπος πασών των γερμανιών.
Ο αθλητισμός ενώνει και ρίχνει τα τείχη (τα ταξικά και του βερολίνου).
Οι γερμανοί πέρασαν εύκολα τον όμιλο μαζί με τους γιούγκους και την κολομβία του χιγκίτα. Στους 16 απέκλεισαν τους ολλανδούς που τους είχαν κλείσει το σπίτι δυο χρόνια πριν (στο ματς που ο ράικαρντ διαφώνησε στιλιστικά με τις ανταύγειες του φέλερ κι έφτυσε από πίσω την χαίτη του).
Στους 8 νίκησαν με πέναλτι τους τσεχοσλοβάκους (τελευταία φορά ενωμένοι σε μουντιάλ) και στα ημιτελικά τους άγγλους σε έναν από αυτούς τους αγώνες που έκανε το λίνεκερ να ορίσει το ποδόσφαιρο ως ένα ωραίο άθλημα όπου παίζουν έντεκα εναντίον έντεκα και στο τέλος νικάν οι γερμανοί. Ο γερο-σίλτον έφαγε ένα ψηλοκρεμαστό που εξέθεσε τα αρθριτικά του, το ματς πήγε στα πέναλτι και στο τέλος ο γκασκόιν έκλαιγε σα μικρό παιδί για την ήττα.
Δε θα ‘ταν ο μόνος χαρισματικός αυτοκαταστροφικός που θα έκλαιγε σε αυτό το παγκόσμιο κύπελλο εξαιτίας των γερμανών.
Στον τελικό οι γερμανοί αντιμετώπιζαν την αργεντινή του μαραντόνα που τους είχε στερήσει το τρόπαιο τέσσερα χρόνια πριν στο μεξικό.
Οι πρωταθλητές ξεκίνησαν με ήττα σοκ από το τρομερό καμερούν του ροζέ μιλά (που δήλωνε 38, αλλά έκρυβε μια τετραετία) αλλά... ευτύχησαν να δουν το βασικό τους τερματοφύλακα να τραυματίζεται για να πάρει τη θέση του ο σπεσιαλίστας στις αποκρούσεις πέναλτι γκοϊκοϊτσέα που έγινε ο ήρωας της διοργάνωσης.
Στη φάση των 16 απέκλεισαν το μεγάλο τους αντίπαλο (σ’ ένα ματς που ακόμα συζητιέται για τα νερά που πότισαν τους βραζιλιάνους) και μετά στα πέναλτι τους γιούγκους και τους διοργανωτές ιταλούς με ήρωα τον γκόικο που έστειλε την ομάδα του στον τελικό για το ριπίτ.
Αλλά το πιο ενδιαφέρον κομμάτι στον ημιτελικό της ν(ε)άπολης ήταν το εξωαγωνιστικό.
Ο μαραντόνα αγωνιζόταν στην ομάδα της νάπολι και λατρευόταν σα θεός. Την πήρε απ’ το χέρι και της έδωσε δύο πρωταθλήματα, ένα κύπελλο ιταλίας κι ένα ουέφα. Κυρίως όμως το δικαίωμα να κοιτάει στα μάτια τα θηρία του βορρά (του ανιέλι, του μοράτι και του μπερλουσκόνι).
Πριν τον αγώνα ο παμπόνηρος ντιέγκο εφάρμοσε τη θεωρία του λένιν περί δύο εθνών στο ίδιο κράτος. Ζήτησε από τους ναπολιτάνους να υποστηρίξουν την αργεντινή γιατί δεν είχαν τίποτα κοινό με τον ιταλικό βορρά που τους εκμεταλλεύεται και τους θυμάται μια φορά στα τόσα. Κι όπως κάθε αιρετικός κατάφερε να διχάσει τον κόσμο.
Το κόλπο έπιασε. Οι αργεντίνοι δεν ένιωθαν να βρίσκονται εκτός έδρας. Το μισό κοινό τους υποστήριζε και πανηγύρισε τη νίκη τους σα δική του.
Το τέχνασμα εξόργισε το ιταλικό κοινό που στον τελικό της ρώμης υποστήριζε φανατικά τους γερμανούς για εκδίκηση. Στην ανάκρουση των εθνικών ύμνων οι αποδοκιμασίες σκέπασαν τον ύμνο της αργεντινής. Η κάμερα περνάει μπροστά απ’ τους παίκτες, φτάνει στο μαραντόνα κι αυτός ξεσπάει: ¡hijos de puta! Κι άλλη μια φορά για εμπέδωση. Τόσο καθαρά που κι ένα μικρό παιδί θα μπορούσε να το καταλάβει.
Σαν τέτοιο θα έκλαιγε κι αυτός μετά το τέλος του αγώνα.
Η ιταλική ομοσπονδία του το φύλαξε και τον χτύπησε στο αδύνατο σημείο του, το πάθος για την κοκαΐνη. Η επόμενη χρονιά του θα ήταν η τελευταία στην ιταλία κι ουσιαστικά η τελευταία σε υψηλό επίπεδο.
Η φιφα του τα ‘χε μαζεμένα από πριν. Όχι επειδή ήταν βραζιλιάνος ο πρόεδρός της (χαβελάνζε). Αλλά για τις μπηχτές του στο προηγούμενο μουντιάλ που η φιφα έβαζε τα παιχνίδια ντάλα μεσημέρι για να βολεύει την τηλεθέαση στην ευρώπη.
Τέσσερα χρόνια μετά, στο μουντιάλ των ηπα, του έστησε καρτέρι και τον τελείωσε απ’ τις διοργανώσεις της αλά ιταλικά (να μάθει να βάζει τέσσερα στην ελλάδα).
Πιθανότατα το αρχικό σχέδιο ήταν να παίξουν στον τελικό οι χώρες του άξονα και στον μικρό να γίνει η ρεβάνς για το 86, με το χέρι του θεού και το γκολ του αιώνα (που ήταν η ρεβάνς για τα φώκλαντ του 82).
Απ’ τη στιγμή που η αργεντινή χάλασε τη σούπα, το πράγμα απλουστεύτηκε. Δεν υπήρχε αμφιβολία για τις προτιμήσεις της φιφα.
Ο αγώνας ήταν σκέτη κλοτσοπατινάδα. Η φαντεζί αργεντινή έπαιζε ταμπούρι. Πλησίαζε το τέλος και πηγαίναμε για παράταση. Αλλά ξαφνικά…
Κάθετη πάσα, ο κλίνσμαν μες στην περιοχή, πέφτει χαρούμενα κι ο μεξικάνος κόρακας φρου-φρου, το δίνει ακόμα πιο χαρούμενα. Πιο πριν είχε αφήσει με δέκα την αργεντινή (που τελείωσε το ματς με εννιά).
Κανονικά τα πέναλτι τα εκτελούσε ο ματέους, αλλά την κρίσιμη στιγμή κάνει την κότα (κι ας τον ψήφισαν πολυτιμότερο παίκτη της διοργάνωσης).
Στη θέση του πάει ο μπρέμε, συμπαίκτης του στην ίντερ. Χαίτη, πλατινέ μαλλί, σαν μέλος των σκόρπιονς έτοιμος να πει το winds of change.
Διαλέγει γωνία, πέφτει ο γκόικο, την χάνει για λίγο… 1-0. Η δυτική γερμανία είναι πρωταθλήτρια κόσμου.
Στην απονομή ο μαραντόνα δεν αντέχει και ξεσπάει σε κλάματα για την αδικία. Σαν μικρό παιδί που του έκλεψαν το παιχνίδι του με ζαβολιά. Την ύβρη της νάπολης, την ακολουθεί η κάθαρση στο ολίμπικο.
Κάθαρση; Ε, όσο κάθαρση ήταν κι αυτή που κάναμε εδώ, ένα χρόνο νωρίτερα…
Οι πιο πολλοί αποδίδουν τη σφαγή στις σχέσεις της φιφα με τον μαραντόνα, αλλά αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Οι σύντροφοι αναγνώστες έχουν το κριτήριο να δουν και την άλλη που κρύβει πολιτική σκοπιμότητα.
Υστερόγραφα
-Το μπρεζνιεφικό απολίθωμα παρακολούθησε αυτό το μουντιάλ σε τρυφερή, παιδική ηλικία –ουσιαστικά είναι το πρώτο που θυμάμαι.
Άκαπνο από ταξική πάλη και πολιτικά συμπεράσματα υποστήριζα τους γερμανούς επειδή μου άρεσε: i) η φανέλα τους (άσπρο με τριχρωμία), ii) οι γερμανοί της ίντερ (κόντρα στη μόδα με τους ολλανδούς της μίλαν) και iii) η ιδέα να είμαι (για μια φορά) με τους νικητές. Το τελευταίο το πίστευα γιατί πριν τη διοργάνωση είχα δει τον πητ παπαδάκη να προβλέπει την κατάκτηση του τροπαίου απ’ τους γερμανούς.
Μεγαλώνοντας, κατάλαβα το λάθος μου κι έκανα την αυτοκριτική μου στα όργανα.
-Το σπρώξιμο της γερμανίας είχε συνέχεια στο μπάσκετ τρία χρόνια μετά (ως διοργανωτές του ευρωμπάσκετ) σε μια εποχή που τα αστέρια της ήταν ο χάρνις κι ο μίκαελ κωχ (ο νοβίτσκι ήταν ακόμα έφηβος)!
Νίκησε στον ημιτελικό την εθνική μας (και ξανά-ξανά, στο μικρό τελικό ξανά) και στον τελικό τη ξεδοντιασμένη ρωσία (με μπαζάρεβιτς, καράσεφ και το νοσόφ που ήταν σαν κοτοπουλάκι). Μπροστά στις κραταιές μπρεζνιεφικές ομάδες του γκομέλσκι, αυτή η ρωσία έμοιαζε με το μεθύστακα τον γέλτσιν.
Τι σου είναι η σημειολογία…
-Το μουντιάλ του 90’ πέρασε στην ιστορία ως ένα απ’ τα λιγότερο θεαματικά όλων των εποχών. Το ξύλο κι η σκοπιμότητα πήγε σύννεφο κι όποιος έβαζε γκολ γυρνούσε τη μπάλα πίσω στο τέρμα για να το κρατήσει (παίζαν ακόμα με τους παλιούς).
Αλλά εξωαγωνιστικά ήταν αξεπέραστο σε συγκινήσεις και δράματα (κι όχι μόνο εξαιτίας του μαραντόνα).
Ήταν η τελευταία εμφάνιση της σοβιετικής ένωσης, της ενιαίας γιουγκοσλαβίας και της τσεχοσλοβακίας σε διεθνείς οργανώσεις. Οι δυο τελευταίες έφτασαν μέχρι τους οκτώ, ενώ οι σοβιετικοί του λομπανόφσκι αποκλείστηκαν απ’ τη φάση των ομίλων παρά την τεσσάρα στο καμερούν. Το κύκνειο άσμα τους ήταν φάλτσο κι άδοξο. Σαν περεστρόικα αλά αθλητικά…
Μετά το 90 η κάνουλα με τις συγκινήσεις έκλεισε. Η νέα τάξη πραγμάτων έφερε το τέλος των συγκινήσεων (μαζί με αυτό της ιστορίας)…
Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2009
Σχετικά με τις τελευταίες ψηφοφορίες
Η υγιής πλειοψηφία των αναγνωστών δε νοστάλγησε στιγμή τις ασόβαρες εκλογικές αναλύσεις. Αλλά η κε του μπλοκ τάσσεται παραδοσιακά με τις νοσηρές μειοψηφίες.
Δυο καμένα λόγια για τις τελευταίες ψηφοφορίες.
Ο κυρίαρχος λαός του διαδικτύου ανέδειξε πρώτη δύναμη το δίδυμο μπόλεκ-λόλεκ (που έχασε ωστόσο την αυτοδυναμία και πρέπει να αναζητήσει συνεργασία με άλλες γραφικές φιγούρες. Από τέτοιες στον χώρο άλλο τίποτα).
Στους ιστορικούς του μέλλοντος πέφτει το καθήκον να διευκρινίσουν ποιος απ’ τους δυο ήταν ο αλβανόφιλος και ποιος ο κινεζόφιλος, καθώς και το ρόλο που διαδραμάτισε στα γεγονότα το κομματόσκυλο που είχαν δίπλα τους.
Αν και τρίτη στην ψηφοφορία, η τυπική γραμμή μ-λ για αποχή είναι ουσιαστική νικήτρια με τη συντριπτική πλειοψηφία των χρηστών του δικτύου να απέχει αηδιασμένη από το εκλογικό πανηγυράκι που έστησε η κε του μπλοκ. Πιστή στο ρεβιζιονιστικό της κατήφορο η τελευταία εξακολουθεί να σπέρνει την αυταπάτη ότι ακόμα κι η συμμετοχή σε γιούχου ψηφοφορίες στο διαδίκτυο προσφέρεται για ευρύτερη ζύμωση στις μάζες.
Όμως αυτοί που έπιασαν πλήρως το πνεύμα της μ-λ γραμμής είναι όσοι ψήφισαν την επιλογή μη λυγίσεις (τίποτα μη ζητήσεις) που συμπυκνώνει την πολιτική λογική του μετώπου του κκε (μ-λ). Η αρνητική προστακτική μη λυγίσεις παραπέμπει ευθέως στο μέτωπο αντίστασης που θέλουν να συγκροτήσουν τα μουλού, ενώ το συμπληρωματικό τίποτα μη ζητήσεις στην τυπική μ-λ λογική ότι δεν πρέπει να υπάρχει πρόταγμα που να περιχαρακώνει τον αγώνα.
Εν παρόδω να πω ότι ο ορθογραφικός έλεγχος στο γουόρντ μου είναι αντιδραστικός και δεν αναγνωρίζει το πρόταγμα, ούτε καν την επαναθεμελίωση.
Στην καινούρια ψηφοφορία που τρέχει έχουν ήδη γίνει φανερά κάποια πράγματα. Αν απλώσει στις μάζες με ολομελειακές διαδικασίες από τα κάτω, όλα είναι ανοιχτά για την πλατφόρμα συνθημάτων του χαριτάκη. Αλλιώς θα επικρατήσει αυτός με τον ισχυρότερο κομματικό μηχανισμό (ηλίου φαεινότερο ποιος τον έχει).
Σαν τις εκλογές της νουδού ένα πράγμα…
Υστερόγραφο:
Η κε του μπλοκ είναι ανοιχτή σε προτάσεις για τις ψηφοφορίες που θα ακολουθήσουν (ιδίως σε αυτές που θα ζητάνε να σταματήσουν).
Αντί επιλόγου, δυο μουσικές επιλογές που θα εκτιμήσει το φιλοθεάμον φιλο-καλτ κοινό με θέμα το λένινγκραντ και την περεστρόικα.
http://www.youtube.com/watch?v=CXP7ZeuW_T4&feature=related
ένα άκρως σοβαρό τραγούδι από μια καλτ φινλανδική μπάντα
http://www.youtube.com/watch?v=-BFjX9bbwjg&feature=related
ασορτί με τη σοβαρότητα των υποσχέσεων του γκόρμπι
Δυο καμένα λόγια για τις τελευταίες ψηφοφορίες.
Ο κυρίαρχος λαός του διαδικτύου ανέδειξε πρώτη δύναμη το δίδυμο μπόλεκ-λόλεκ (που έχασε ωστόσο την αυτοδυναμία και πρέπει να αναζητήσει συνεργασία με άλλες γραφικές φιγούρες. Από τέτοιες στον χώρο άλλο τίποτα).
Στους ιστορικούς του μέλλοντος πέφτει το καθήκον να διευκρινίσουν ποιος απ’ τους δυο ήταν ο αλβανόφιλος και ποιος ο κινεζόφιλος, καθώς και το ρόλο που διαδραμάτισε στα γεγονότα το κομματόσκυλο που είχαν δίπλα τους.
Αν και τρίτη στην ψηφοφορία, η τυπική γραμμή μ-λ για αποχή είναι ουσιαστική νικήτρια με τη συντριπτική πλειοψηφία των χρηστών του δικτύου να απέχει αηδιασμένη από το εκλογικό πανηγυράκι που έστησε η κε του μπλοκ. Πιστή στο ρεβιζιονιστικό της κατήφορο η τελευταία εξακολουθεί να σπέρνει την αυταπάτη ότι ακόμα κι η συμμετοχή σε γιούχου ψηφοφορίες στο διαδίκτυο προσφέρεται για ευρύτερη ζύμωση στις μάζες.
Όμως αυτοί που έπιασαν πλήρως το πνεύμα της μ-λ γραμμής είναι όσοι ψήφισαν την επιλογή μη λυγίσεις (τίποτα μη ζητήσεις) που συμπυκνώνει την πολιτική λογική του μετώπου του κκε (μ-λ). Η αρνητική προστακτική μη λυγίσεις παραπέμπει ευθέως στο μέτωπο αντίστασης που θέλουν να συγκροτήσουν τα μουλού, ενώ το συμπληρωματικό τίποτα μη ζητήσεις στην τυπική μ-λ λογική ότι δεν πρέπει να υπάρχει πρόταγμα που να περιχαρακώνει τον αγώνα.
Εν παρόδω να πω ότι ο ορθογραφικός έλεγχος στο γουόρντ μου είναι αντιδραστικός και δεν αναγνωρίζει το πρόταγμα, ούτε καν την επαναθεμελίωση.
Στην καινούρια ψηφοφορία που τρέχει έχουν ήδη γίνει φανερά κάποια πράγματα. Αν απλώσει στις μάζες με ολομελειακές διαδικασίες από τα κάτω, όλα είναι ανοιχτά για την πλατφόρμα συνθημάτων του χαριτάκη. Αλλιώς θα επικρατήσει αυτός με τον ισχυρότερο κομματικό μηχανισμό (ηλίου φαεινότερο ποιος τον έχει).
Σαν τις εκλογές της νουδού ένα πράγμα…
Υστερόγραφο:
Η κε του μπλοκ είναι ανοιχτή σε προτάσεις για τις ψηφοφορίες που θα ακολουθήσουν (ιδίως σε αυτές που θα ζητάνε να σταματήσουν).
Αντί επιλόγου, δυο μουσικές επιλογές που θα εκτιμήσει το φιλοθεάμον φιλο-καλτ κοινό με θέμα το λένινγκραντ και την περεστρόικα.
http://www.youtube.com/watch?v=CXP7ZeuW_T4&feature=related
ένα άκρως σοβαρό τραγούδι από μια καλτ φινλανδική μπάντα
http://www.youtube.com/watch?v=-BFjX9bbwjg&feature=related
ασορτί με τη σοβαρότητα των υποσχέσεων του γκόρμπι
Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009
Ποια είναι η στάση των κομμουνιστών στο θέμα του ελεύθερου έρωτα;
Κρίσιμο ερώτημα. Ας δούμε τι απαντούσαν οι σοβιετικοί.
Για να αρχίσουμε πρέπει να καθορίσουμε τι σημαίνει ελεύθερος έρωτας.
Πριν από την οκτωβριανή επανάσταση, το 1915, η ινέσσα αρμάν, εξέχουσα φυσιογνωμία στο διεθνές γυναικείο κίνημα, ετοίμαζε να γράψει μια μπροσούρα για τα κοινωνικά προβλήματα της εργάτριας.
Αποφάσισε να συμβουλευτεί το λένιν και του έστειλε ένα σκελετό της μπροσούρας. Ανάμεσα στα άλλα έθιγε το θέμα του ελεύθερου έρωτα.
Ο λένιν απάντησε.
Τι εννοείς με αυτή την πρόταση; Τι μπορεί να εννοηθεί με αυτή; Μήπως σημαίνει:
Ελευθερία από υλικούς (οικονομικούς) περιορισμούς στην υπόθεση του έρωτα;
Το ίδιο από τις υλικές φροντίδες;
Από θρησκευτικές προκαταλήψεις;
Από τις απαγορεύσεις του πάπα κλπ;
Από τις προκαταλήψεις της κοινωνίας;
Από τη στενότητα ενός περιβάλλοντος (αγροτικού ή μικροαστικού ή αστοδιανοουμενίστικου);
Από τα δεσμά του νόμου, της δικαιοσύνης και της αστυνομίας;
Από τις σοβαρές συνέπειες του έρωτα;
Από τη μητρότητα;
Ελευθερία μοιχείας;
Κι ο λένιν απέδειξε ότι απ' τη στιγμή που το όλο πρόβλημα έχει μπει με τόση ασάφεια, οι αναγνώστες της μπροσούρας θα μπορούσαν κάλλιστα να καταλάβουν ότι ελεύθερος έρωτας σημαίνει τα τρία τελευταία σημεία. Μια τέτοια τοποθέτηση δε θάχε τίποτα κοινό με την κομμουνιστική ηθική.
Οι κομμουνιστές πιστεύουν ότι πραγματικός έρωτας σημαίνει μια σχέση ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα που δεν υπαγορεύεται από τίποτα άλλο παρά μόνο από την αγάπη. Συνεπώς αισθάνονται ότι ο έρωτας πρέπει νάναι ελεύθερος από κάθε υλική βλέψη, ατομικά συμφέροντα, προκαταλήψεις, κάθε είδους ψευτιά, πατρικές απαγορεύσεις και άδικους νόμους. <ε άλλα λόγια ελεύθερος έρωτας σημαίνει ότι οι νέοι πρέπει νάναι ελεύθεροι στην εκλογή του συντρόφου τους κι ότι η αγάπη πρέπει να είναι το μόνο στήριγμα του γάμου.
Η ινέσσα αρμάν έλεγε ότι ακόμα κι ένα φευγαλέο πάθος είναι ποιητικότερο κι αγνότερο από ένα φιλί σε ένα γάμο χωρίς έρωτα.
Ο λένιν απάντησε ότι αυτό είναι σύγκριση χωρίς λογική. Ένας γάμος χωρίς έρωτα, αλλά μόνο με προσποιήσεις θα ήταν χυδαίος. Αλλά γιατί να συγκρίνουμε τον έρωτα με μια τυχαία υπόθεση; Το προηγούμενο δεν ήταν έρωτας.
Οι υποδείξεις του λένιν δείχνουν πώς οι κομμουνιστές βλέπουν τον έρωτα και το γάμο.
Οι νόμοι και τα έθιμα της τσαρικής ρωσίας έμπαιναν συχνά εμπόδιο στο γάμο των ανθρώπων που αγαπιόντουσαν. Πολύ συχνά δε μπορούσε να γίνει γάμος γιατί εκείνη ήταν πλούσια κι αυτός φτωχός. Ήταν ευγενής, ήταν χωριάτισσα. Ήταν μουσουλμάνος κι ήταν ορθόδοξη κλπ (σσ δική μου: τότε όμως δεν είχαν τιβί και μανουσάκη. Το τμήμα ηθών άρχισε το 92 με τις ανατροπές).
Οι γονείς συχνά δίναν την κόρη τους σε γάμο παρά τη θέλησή της, μόνο για χρήματα ή υψηλή θέση. Το διαζύγιο ήταν περίπλοκο. Όλα αυτά οδηγούσαν στην υποκρισία, την ψευτιά, το δεσποτισμό και την αδικία στις οικογενειακές σχέσεις.
Στη σοσιαλιστική κοινωνία αναπτύχτηκαν ανθρώπινες σχέσεις νέου τύπου κι ανάμεσά τους οι οικογενειακές, οι σχέσεις μεταξύ άντρα και γυναίκας, αφότου η γυναίκα απόκτησε πλήρη ισότητα.
Τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση, στην πολύπλοκη και δύσκολη μεταβατική περίοδο, υπήρχαν άνθρωποι που ξεπερνώντας την παλιά, την άσκημη ηθική, πήγαν στο άλλο άκρο.
Για παράδειγμα υπήρχαν αυτοί που ασπάζονταν την αναρχική θεωρία του ποτηριού με το νερό. Πίστευαν πως στην κομμουνιστική κοινωνία οι σεξουαλικές επιθυμίες μπορούσαν να ικανοποιηθούν τόσο απλά και ευκαιριακά όσο όταν πίνεις ένα ποτήρι νερό.
Αυτή ή άποψη απορρίφτηκε κατηγορηματικά από τους κομμουνιστές. Επέμεναν ότι η αληθινή αγάπη απαιτεί αγνότητα και κατανόηση. Από μια σεξουαλική σχέση μπορεί να δημιουργηθεί μια νέα τρίτη ζωή. Εδώ βρίσκεται η τεράστια υπευθυνότητα απέναντι σε αυτόν που αγαπάς, απέναντι στη νέα γενιά και στην κοινωνία.
Οι ψευτοεπαναστατικές, αναρχικές θεωρίες δε βρήκαν απήχηση στη σοσιαλιστική κοινωνία. Αλλά βέβαια αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν τυχαίοι ή μικρής διάρκειας γάμοι.
Οι κομμουνιστές δεν εκτιμούν τον ασκητισμό, ούτε υπεραπλοποιούν την όλη υπόθεση των ερωτικών σχέσεων. Οι άνθρωποι στη νέα κοινωνία ζουν μια γεμάτη ζωή και την χαίρονται. Αλλά ο περιστασιακός έρωτας και ο γάμος είναι ξένος για τη συντριπιτική πλειοψηφία των ανθρώπων.
Οι κομμουνιστές θέλουν ο έρωτας νάναι ελεύθερος, αλλά όχι από τις ανθρώπινες αξίες. Μονάχα απ' ό,τι τον δεσμεύει. Έτσι καταλαβαίνουμε την ελευθερία του έρωτα.
Από εγχειρίδιο της χρυσής μπρεζνιεφικής εποχής υπό τη μορφή ερωταπαντήσεων με τον τίτλο: τι είναι ο κομμουνισμός.
Στο καλογραμμένο εμετικό μυθιστόρημά του για τη σοβιετία ο κούλογλου αναρωτιέται αν μπορεί να υπάρχει έρωτας σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς.
Οι απανταχού σύντροφοι αναρωτιούνται πόσο κομπλεξικός κι ανέραστος μπορεί να είναι ο κούλογλου.
Τα ερωτήματα του λένιν αποδεικνύουν πόσο ελεύθερος είναι στην πραγματικότητα ο έρωτας στον καπιταλισμό.
Ο σοβιετικός κυριούλης λέει ότι οι άνθρωποι αναζητούν απεγνωσμένα την ευτυχία στον έρωτα, όταν δε μπορούν να βρουν τον εαυτό τους στον χώρο δουλειάς κι αλλοτριώνονται αντί να εργάζονται δημιουργικά.
Κι εγώ αναρωτιέμαι αν θα έχει θέση η τυφλή καψούρα στο σοσιαλισμό, όπου ο κόσμος θα ζει ανέμελα κι οι ανθρώπινες σχέσεις θα είναι απομυστικοποιημένες.
Το δεκέμβρη, οι αναρχικοί κέρδισαν ένα σωρό κόσμο που βλέπει τον έρωτα σαν ποτήρι με νερό για να ξεδιψάσει.
Οι αλτουσεριανοί θα έβγαιναν από τα ρούχα τους αν διάβαζαν το αμέσως προηγούμενο κεφάλαιο για τον ιδεολογικό θεσμό της οικογένειας, που θα συνεχίσει να υπάρχει στο σοσιαλισμό απαλλαγμένη από το οικονομικό της περιεχόμενο.
Κι οι αστοί αποδίδουν τους συχνούς γάμους των σοβιετικών σε οικονομική σκοπιμότητα (για να καρπωθούν το σπίτι και τα προνόμια που είχαν τα ζευγάρια από το κράτος).
Ενώ στην ελλάδα παντρευόμαστε από πίστη στον ιερό θεσμό της οικογένειας. Ούτε λόγος για κοινωνικά αίτια που μειώνουν τους γάμους και τις γεννήσεις.
Οι παλιοί αναγνώστες (κι όχι μόνο) θυμούνται ότι η ινέσσα αρμάν φερόταν να έχει πλατωνικό δεσμό με τον λένιν που επισήμως ήταν ζευγάρι με την κρούπσκαγια. Είχε τους λόγους της να θέλει την γνώμη του...
Η φήμη ότι η μπροσούρα που του 'στειλε είχε και ραβασάκι με ερωτική αφιέρωση είναι αντιεπιστημονική κι εξίσου χυδαία με τα ραβασάκια και τα χαρτάκια της γιάλτας.
Δε βγαίνουν πια τέτοια βιβλία στις μέρες μας...
Για να αρχίσουμε πρέπει να καθορίσουμε τι σημαίνει ελεύθερος έρωτας.
Πριν από την οκτωβριανή επανάσταση, το 1915, η ινέσσα αρμάν, εξέχουσα φυσιογνωμία στο διεθνές γυναικείο κίνημα, ετοίμαζε να γράψει μια μπροσούρα για τα κοινωνικά προβλήματα της εργάτριας.
Αποφάσισε να συμβουλευτεί το λένιν και του έστειλε ένα σκελετό της μπροσούρας. Ανάμεσα στα άλλα έθιγε το θέμα του ελεύθερου έρωτα.
Ο λένιν απάντησε.
Τι εννοείς με αυτή την πρόταση; Τι μπορεί να εννοηθεί με αυτή; Μήπως σημαίνει:
Ελευθερία από υλικούς (οικονομικούς) περιορισμούς στην υπόθεση του έρωτα;
Το ίδιο από τις υλικές φροντίδες;
Από θρησκευτικές προκαταλήψεις;
Από τις απαγορεύσεις του πάπα κλπ;
Από τις προκαταλήψεις της κοινωνίας;
Από τη στενότητα ενός περιβάλλοντος (αγροτικού ή μικροαστικού ή αστοδιανοουμενίστικου);
Από τα δεσμά του νόμου, της δικαιοσύνης και της αστυνομίας;
Από τις σοβαρές συνέπειες του έρωτα;
Από τη μητρότητα;
Ελευθερία μοιχείας;
Κι ο λένιν απέδειξε ότι απ' τη στιγμή που το όλο πρόβλημα έχει μπει με τόση ασάφεια, οι αναγνώστες της μπροσούρας θα μπορούσαν κάλλιστα να καταλάβουν ότι ελεύθερος έρωτας σημαίνει τα τρία τελευταία σημεία. Μια τέτοια τοποθέτηση δε θάχε τίποτα κοινό με την κομμουνιστική ηθική.
Οι κομμουνιστές πιστεύουν ότι πραγματικός έρωτας σημαίνει μια σχέση ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα που δεν υπαγορεύεται από τίποτα άλλο παρά μόνο από την αγάπη. Συνεπώς αισθάνονται ότι ο έρωτας πρέπει νάναι ελεύθερος από κάθε υλική βλέψη, ατομικά συμφέροντα, προκαταλήψεις, κάθε είδους ψευτιά, πατρικές απαγορεύσεις και άδικους νόμους. <ε άλλα λόγια ελεύθερος έρωτας σημαίνει ότι οι νέοι πρέπει νάναι ελεύθεροι στην εκλογή του συντρόφου τους κι ότι η αγάπη πρέπει να είναι το μόνο στήριγμα του γάμου.
Η ινέσσα αρμάν έλεγε ότι ακόμα κι ένα φευγαλέο πάθος είναι ποιητικότερο κι αγνότερο από ένα φιλί σε ένα γάμο χωρίς έρωτα.
Ο λένιν απάντησε ότι αυτό είναι σύγκριση χωρίς λογική. Ένας γάμος χωρίς έρωτα, αλλά μόνο με προσποιήσεις θα ήταν χυδαίος. Αλλά γιατί να συγκρίνουμε τον έρωτα με μια τυχαία υπόθεση; Το προηγούμενο δεν ήταν έρωτας.
Οι υποδείξεις του λένιν δείχνουν πώς οι κομμουνιστές βλέπουν τον έρωτα και το γάμο.
Οι νόμοι και τα έθιμα της τσαρικής ρωσίας έμπαιναν συχνά εμπόδιο στο γάμο των ανθρώπων που αγαπιόντουσαν. Πολύ συχνά δε μπορούσε να γίνει γάμος γιατί εκείνη ήταν πλούσια κι αυτός φτωχός. Ήταν ευγενής, ήταν χωριάτισσα. Ήταν μουσουλμάνος κι ήταν ορθόδοξη κλπ (σσ δική μου: τότε όμως δεν είχαν τιβί και μανουσάκη. Το τμήμα ηθών άρχισε το 92 με τις ανατροπές).
Οι γονείς συχνά δίναν την κόρη τους σε γάμο παρά τη θέλησή της, μόνο για χρήματα ή υψηλή θέση. Το διαζύγιο ήταν περίπλοκο. Όλα αυτά οδηγούσαν στην υποκρισία, την ψευτιά, το δεσποτισμό και την αδικία στις οικογενειακές σχέσεις.
Στη σοσιαλιστική κοινωνία αναπτύχτηκαν ανθρώπινες σχέσεις νέου τύπου κι ανάμεσά τους οι οικογενειακές, οι σχέσεις μεταξύ άντρα και γυναίκας, αφότου η γυναίκα απόκτησε πλήρη ισότητα.
Τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση, στην πολύπλοκη και δύσκολη μεταβατική περίοδο, υπήρχαν άνθρωποι που ξεπερνώντας την παλιά, την άσκημη ηθική, πήγαν στο άλλο άκρο.
Για παράδειγμα υπήρχαν αυτοί που ασπάζονταν την αναρχική θεωρία του ποτηριού με το νερό. Πίστευαν πως στην κομμουνιστική κοινωνία οι σεξουαλικές επιθυμίες μπορούσαν να ικανοποιηθούν τόσο απλά και ευκαιριακά όσο όταν πίνεις ένα ποτήρι νερό.
Αυτή ή άποψη απορρίφτηκε κατηγορηματικά από τους κομμουνιστές. Επέμεναν ότι η αληθινή αγάπη απαιτεί αγνότητα και κατανόηση. Από μια σεξουαλική σχέση μπορεί να δημιουργηθεί μια νέα τρίτη ζωή. Εδώ βρίσκεται η τεράστια υπευθυνότητα απέναντι σε αυτόν που αγαπάς, απέναντι στη νέα γενιά και στην κοινωνία.
Οι ψευτοεπαναστατικές, αναρχικές θεωρίες δε βρήκαν απήχηση στη σοσιαλιστική κοινωνία. Αλλά βέβαια αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν τυχαίοι ή μικρής διάρκειας γάμοι.
Οι κομμουνιστές δεν εκτιμούν τον ασκητισμό, ούτε υπεραπλοποιούν την όλη υπόθεση των ερωτικών σχέσεων. Οι άνθρωποι στη νέα κοινωνία ζουν μια γεμάτη ζωή και την χαίρονται. Αλλά ο περιστασιακός έρωτας και ο γάμος είναι ξένος για τη συντριπιτική πλειοψηφία των ανθρώπων.
Οι κομμουνιστές θέλουν ο έρωτας νάναι ελεύθερος, αλλά όχι από τις ανθρώπινες αξίες. Μονάχα απ' ό,τι τον δεσμεύει. Έτσι καταλαβαίνουμε την ελευθερία του έρωτα.
Από εγχειρίδιο της χρυσής μπρεζνιεφικής εποχής υπό τη μορφή ερωταπαντήσεων με τον τίτλο: τι είναι ο κομμουνισμός.
Στο καλογραμμένο εμετικό μυθιστόρημά του για τη σοβιετία ο κούλογλου αναρωτιέται αν μπορεί να υπάρχει έρωτας σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς.
Οι απανταχού σύντροφοι αναρωτιούνται πόσο κομπλεξικός κι ανέραστος μπορεί να είναι ο κούλογλου.
Τα ερωτήματα του λένιν αποδεικνύουν πόσο ελεύθερος είναι στην πραγματικότητα ο έρωτας στον καπιταλισμό.
Ο σοβιετικός κυριούλης λέει ότι οι άνθρωποι αναζητούν απεγνωσμένα την ευτυχία στον έρωτα, όταν δε μπορούν να βρουν τον εαυτό τους στον χώρο δουλειάς κι αλλοτριώνονται αντί να εργάζονται δημιουργικά.
Κι εγώ αναρωτιέμαι αν θα έχει θέση η τυφλή καψούρα στο σοσιαλισμό, όπου ο κόσμος θα ζει ανέμελα κι οι ανθρώπινες σχέσεις θα είναι απομυστικοποιημένες.
Το δεκέμβρη, οι αναρχικοί κέρδισαν ένα σωρό κόσμο που βλέπει τον έρωτα σαν ποτήρι με νερό για να ξεδιψάσει.
Οι αλτουσεριανοί θα έβγαιναν από τα ρούχα τους αν διάβαζαν το αμέσως προηγούμενο κεφάλαιο για τον ιδεολογικό θεσμό της οικογένειας, που θα συνεχίσει να υπάρχει στο σοσιαλισμό απαλλαγμένη από το οικονομικό της περιεχόμενο.
Κι οι αστοί αποδίδουν τους συχνούς γάμους των σοβιετικών σε οικονομική σκοπιμότητα (για να καρπωθούν το σπίτι και τα προνόμια που είχαν τα ζευγάρια από το κράτος).
Ενώ στην ελλάδα παντρευόμαστε από πίστη στον ιερό θεσμό της οικογένειας. Ούτε λόγος για κοινωνικά αίτια που μειώνουν τους γάμους και τις γεννήσεις.
Οι παλιοί αναγνώστες (κι όχι μόνο) θυμούνται ότι η ινέσσα αρμάν φερόταν να έχει πλατωνικό δεσμό με τον λένιν που επισήμως ήταν ζευγάρι με την κρούπσκαγια. Είχε τους λόγους της να θέλει την γνώμη του...
Η φήμη ότι η μπροσούρα που του 'στειλε είχε και ραβασάκι με ερωτική αφιέρωση είναι αντιεπιστημονική κι εξίσου χυδαία με τα ραβασάκια και τα χαρτάκια της γιάλτας.
Δε βγαίνουν πια τέτοια βιβλία στις μέρες μας...
Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009
Δε μπορούσε να σωπαίνει άλλο
Σάτιρα στη σοβιετία; Κι όμως υπήρχε!
Όλα ξεκίνησαν από ένα έντυπο ερωτηματολόγιο. Η κεντρική διεύθυνση του υπουργείου είχε αποφασίσει να εξετάσει σε επιστημονική βάση τις υποθέσεις του προσωπικού όλων των επί μέρους τμημάτων της επιχείρησης.
Ήρθε λοιπόν και στο δικό μας τμήμα ένας κοινωνιολόγος κι έφτιαξε το ερωτηματολόγιο. Το προσωπικό βέβαια έδειξε την απαραίτητη σοβαρότητα κι επαγρύπνηση: όλοι αντιλήφθηκαν άμεσα πως σε μερικές από τις ερωτήσεις, όπως πχ στην ερώτηση "θα θέλατε να συνεχιστεί η συνεργασία σας με τον προϊστάμενό σας σ. σεμιόν κυρίλοβιτς σβιρμπιτσένκο;" ήταν αδύνατο να δώσει κανείς διφορούμενη απάντηση.
Μα για ποιους μας περάσανε; συζητούσαν μεταξύ τους οι συνάδελφοι, αφού ο πρώτος που θα διαβάσει τις απαντήσεις μας θάναι ο ίδιος ο σεμιόν κυρίλοβιτς. Για μπούφους μας νομίζουνε!
Τρεις μέρες μελετούσε ο προϊστάμενος τις απαντήσεις μας. Τελικά μας συγκέντρωσε όλους για συζήτηση. Ήμασταν όλοι παρόντες εκτός από τον περεσιάνκο που είχε φύγει σε μια αποστολή αμέσως μόλις είχε συμπληρώσει το ερωτηματολόγιο.
-Μάλιστα, άρχισε ο σβιρμπιτσένκο. Νομίζω πως συνολικά κάναμε καλή δουλειά. Οι απαντήσεις δείχνουν πως το προσωπικό αποτελείται από ανθρώπους προβληματιζόμενους και διορατικούς. Ελπίζω πως η κεντρική διεύθυνση θα εκτιμήσει σωστά, θα κάνει τη σωστή αξιολόγηση, θα βγάλει τα σωστά συμπεράσματα.
Όλοι αναστέναξαν με ανακούφιση. Εκείνη τη στιγμή όμως ο σβιρμπιτσένκο έβγαλε από το συρτάρι ένα ερωτηματολόγιο.
-Βέβαια, συνέχισε, είναι προσωπική υπόθεση του καθένα, κι ο καθένας είχε φυσικά το δικαίωμα να γράψει ό,τι θέλει... αλλά... (ο σβιρμπιτσένκο έκανε μια παύση και κοίταξε κατάματα τους υφιστάμενούς του)... αλλά βρέθηκε παρ' όλα αυτά κάποιος... που έγραψε: δεν θα ήθελα να δω τον σ. σ.κ. σβιρμπιτσένκο προϊστάμενο του γραφείου μας στο μέλλον.
Όλοι πάγωσαν. Κι ο προϊστάμενος, χωρίς να κρύβει τον ειρωνικό τόνο στη φωνή του, συνέχισε:
-Πού είναι λοιπόν ο ήρωας; Ο γενναίος μας λαριόν λεονίντοβιτς περεσιάνκο; Να κατηγοράει τη διεύθυνση ξέρει, αλλά να κοιτάξει κατάματα την αγαναχτισμένη κοινότητα αυτό δεν το τολμάει!...
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή μπαίνει στο γραφείο ο περεσιάνκο. Προφανώς μόλις είχε επιστρέψει από την αποδτολή. Άλλος στη θέση του, μετά από ένα τέτοιο ερωτηματολόγιο, θα τόσκαγε να κρυφτεί στου διαόλου τη μάνα. Τούτος όμως, σα να μη συνέβαινε τίποτα, κάθεται σε μια καρέκλα που βρίσκει ελεύθερη και προσπαθεί να ανταλλάξει χειραψία με τους διπλανούς του. Εκείνοι βέβαια δεν προσέχουν το χέρι και κοιτάζουν αλλού... ο δε σεμιόν κυρίλοβιτς τρέμει από το κακό του μπροστά σε τέτοια αναίδεια.
-Λοιπόν αξιότιμε σ. περεσιάνκο, λέει ο σβιρμπιτσένκο, στο εξής δηλαδή δεν επιθυμείτε να εργαστείτε μαζί μου στο ίδιο γραφείο, έτσι;
-Μάλιστα σεμιόν κυρίλοβιτς, απαντάει ήρεμα ο περεσιάνκο, δεν επιθυμώ.
Το κάτω σαγόνι του σεμιόν κυρίλοβιτς στράβωσε. Στεκόταν μπροστά σε όλη την ομάδα με το στόμα ανοιχτό κι από μέσα του έβγαινε ένας ήχος σαν χαλασμένο πλυντήριο. Ο περεσιάνκο συνέχισε χαμογελώντας ανέμελα:
-Σεμιόν κυρίλοβιτς, επιτρέψτε μου να διατυπώσω με κάθε ειλικρίνεια τη γνώμη μου για το πρόσωπό σας. Είναι απαράδεκτο έναν άνθρωπο σαν και σας να τον κρατούν δυο χρόνια τώρα στη θέση του προϊστάμενου ενός γραφείου! Όλοι οι υφιστάμενοι το βλέπουν και το καταλαβαίνουν αυτό αλλά δεν ανοίγουν το στόμα τους να πουν ντόμπρα την αλήθεια! Κι αυτό διότι με τις δικές σας πλάτες, σεμιόν κυρίλοβιτς, είναι εξασφαλισμένοι. Ούτε καν χρειάζεται να σκέφτονται οτιδήποτε μια και σκέφτεστε εσείς για λογαριασμό τους. Δεν τους νοιάζει το ότι χάνεται μια αξία, το ότι εσείς θάπρεπε τώρα να βρισκόσαστε στην κεντρική διεύθυνση στο υπουργείο! Τους αρκεί που βολεύονται αυτοί! Και σίγουρα θα έχουν γράψει στο ερωτηματολόγιο διάφορα σε στυλ "θέλουμε τον σεμιόν κυρίλοβιτς και στο μέλλον σαν προϊστάμενό μας", "μη μας τον παίρνετε! είναι σαν πατέρας μας!" Έτσι;
-Ναι, έτσι, ανάσανε ο σβιρμπιτσένκο κι έπαψε να γουργουρίζει.
-Ε, λοιπόν εγώ, φώναξε ο περεσιάνκο, το πήρα απόφαση: ό,τι θέλει ας γίνει! Τι έχω να χάσω; Για χάρη μιας σπουδαίας υπόθεσης, εγώ, ένας μικρός συνεργάτης της σειράς, είμαι έτοιμος να υποστώ τις όποιες ταλαιπωρίες... Συγχωρέστε με αν σας δημιουργώ προβλήματα με το ερωτηματολόγιό μου ή αν έγραψα τίποτα λάθος, δεν άντεχα όμως άλλο να σωπαίνω! Δε μπορούσα να σωπαίνω άλλο!... Και τώρα... τώρα κάντε μαζί μου ό,τι νομίζετε!...
-Α-α-α... έκανε αργά ο σεμιόν κυρίλοβιτς.
Την άλλη μέρα τον διόρισε πρώτο τμηματάρχη του.
του αλεξάντερ μιροσνίτσενκο, από την ανθολογία σύγχρονης σοβιετικής σάτιρας (εκδόσεις επιλογή, θεσσαλονίκη 1980).
Κείμενο που στηλιτεύει τα αστικά κατάλοιπα στη σοσιαλιστική κοινωνία, όπως η σάτιρα (είδος που άνθισε μετά τη ρεβιζιονιστική στροφή στο εικοστό συνέδριο ξεφεύγοντας από τα όρια της ωραιοποίησης και του ουδέτερου ευθυμογραφήματος).
Όλα ξεκίνησαν από ένα έντυπο ερωτηματολόγιο. Η κεντρική διεύθυνση του υπουργείου είχε αποφασίσει να εξετάσει σε επιστημονική βάση τις υποθέσεις του προσωπικού όλων των επί μέρους τμημάτων της επιχείρησης.
Ήρθε λοιπόν και στο δικό μας τμήμα ένας κοινωνιολόγος κι έφτιαξε το ερωτηματολόγιο. Το προσωπικό βέβαια έδειξε την απαραίτητη σοβαρότητα κι επαγρύπνηση: όλοι αντιλήφθηκαν άμεσα πως σε μερικές από τις ερωτήσεις, όπως πχ στην ερώτηση "θα θέλατε να συνεχιστεί η συνεργασία σας με τον προϊστάμενό σας σ. σεμιόν κυρίλοβιτς σβιρμπιτσένκο;" ήταν αδύνατο να δώσει κανείς διφορούμενη απάντηση.
Μα για ποιους μας περάσανε; συζητούσαν μεταξύ τους οι συνάδελφοι, αφού ο πρώτος που θα διαβάσει τις απαντήσεις μας θάναι ο ίδιος ο σεμιόν κυρίλοβιτς. Για μπούφους μας νομίζουνε!
Τρεις μέρες μελετούσε ο προϊστάμενος τις απαντήσεις μας. Τελικά μας συγκέντρωσε όλους για συζήτηση. Ήμασταν όλοι παρόντες εκτός από τον περεσιάνκο που είχε φύγει σε μια αποστολή αμέσως μόλις είχε συμπληρώσει το ερωτηματολόγιο.
-Μάλιστα, άρχισε ο σβιρμπιτσένκο. Νομίζω πως συνολικά κάναμε καλή δουλειά. Οι απαντήσεις δείχνουν πως το προσωπικό αποτελείται από ανθρώπους προβληματιζόμενους και διορατικούς. Ελπίζω πως η κεντρική διεύθυνση θα εκτιμήσει σωστά, θα κάνει τη σωστή αξιολόγηση, θα βγάλει τα σωστά συμπεράσματα.
Όλοι αναστέναξαν με ανακούφιση. Εκείνη τη στιγμή όμως ο σβιρμπιτσένκο έβγαλε από το συρτάρι ένα ερωτηματολόγιο.
-Βέβαια, συνέχισε, είναι προσωπική υπόθεση του καθένα, κι ο καθένας είχε φυσικά το δικαίωμα να γράψει ό,τι θέλει... αλλά... (ο σβιρμπιτσένκο έκανε μια παύση και κοίταξε κατάματα τους υφιστάμενούς του)... αλλά βρέθηκε παρ' όλα αυτά κάποιος... που έγραψε: δεν θα ήθελα να δω τον σ. σ.κ. σβιρμπιτσένκο προϊστάμενο του γραφείου μας στο μέλλον.
Όλοι πάγωσαν. Κι ο προϊστάμενος, χωρίς να κρύβει τον ειρωνικό τόνο στη φωνή του, συνέχισε:
-Πού είναι λοιπόν ο ήρωας; Ο γενναίος μας λαριόν λεονίντοβιτς περεσιάνκο; Να κατηγοράει τη διεύθυνση ξέρει, αλλά να κοιτάξει κατάματα την αγαναχτισμένη κοινότητα αυτό δεν το τολμάει!...
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή μπαίνει στο γραφείο ο περεσιάνκο. Προφανώς μόλις είχε επιστρέψει από την αποδτολή. Άλλος στη θέση του, μετά από ένα τέτοιο ερωτηματολόγιο, θα τόσκαγε να κρυφτεί στου διαόλου τη μάνα. Τούτος όμως, σα να μη συνέβαινε τίποτα, κάθεται σε μια καρέκλα που βρίσκει ελεύθερη και προσπαθεί να ανταλλάξει χειραψία με τους διπλανούς του. Εκείνοι βέβαια δεν προσέχουν το χέρι και κοιτάζουν αλλού... ο δε σεμιόν κυρίλοβιτς τρέμει από το κακό του μπροστά σε τέτοια αναίδεια.
-Λοιπόν αξιότιμε σ. περεσιάνκο, λέει ο σβιρμπιτσένκο, στο εξής δηλαδή δεν επιθυμείτε να εργαστείτε μαζί μου στο ίδιο γραφείο, έτσι;
-Μάλιστα σεμιόν κυρίλοβιτς, απαντάει ήρεμα ο περεσιάνκο, δεν επιθυμώ.
Το κάτω σαγόνι του σεμιόν κυρίλοβιτς στράβωσε. Στεκόταν μπροστά σε όλη την ομάδα με το στόμα ανοιχτό κι από μέσα του έβγαινε ένας ήχος σαν χαλασμένο πλυντήριο. Ο περεσιάνκο συνέχισε χαμογελώντας ανέμελα:
-Σεμιόν κυρίλοβιτς, επιτρέψτε μου να διατυπώσω με κάθε ειλικρίνεια τη γνώμη μου για το πρόσωπό σας. Είναι απαράδεκτο έναν άνθρωπο σαν και σας να τον κρατούν δυο χρόνια τώρα στη θέση του προϊστάμενου ενός γραφείου! Όλοι οι υφιστάμενοι το βλέπουν και το καταλαβαίνουν αυτό αλλά δεν ανοίγουν το στόμα τους να πουν ντόμπρα την αλήθεια! Κι αυτό διότι με τις δικές σας πλάτες, σεμιόν κυρίλοβιτς, είναι εξασφαλισμένοι. Ούτε καν χρειάζεται να σκέφτονται οτιδήποτε μια και σκέφτεστε εσείς για λογαριασμό τους. Δεν τους νοιάζει το ότι χάνεται μια αξία, το ότι εσείς θάπρεπε τώρα να βρισκόσαστε στην κεντρική διεύθυνση στο υπουργείο! Τους αρκεί που βολεύονται αυτοί! Και σίγουρα θα έχουν γράψει στο ερωτηματολόγιο διάφορα σε στυλ "θέλουμε τον σεμιόν κυρίλοβιτς και στο μέλλον σαν προϊστάμενό μας", "μη μας τον παίρνετε! είναι σαν πατέρας μας!" Έτσι;
-Ναι, έτσι, ανάσανε ο σβιρμπιτσένκο κι έπαψε να γουργουρίζει.
-Ε, λοιπόν εγώ, φώναξε ο περεσιάνκο, το πήρα απόφαση: ό,τι θέλει ας γίνει! Τι έχω να χάσω; Για χάρη μιας σπουδαίας υπόθεσης, εγώ, ένας μικρός συνεργάτης της σειράς, είμαι έτοιμος να υποστώ τις όποιες ταλαιπωρίες... Συγχωρέστε με αν σας δημιουργώ προβλήματα με το ερωτηματολόγιό μου ή αν έγραψα τίποτα λάθος, δεν άντεχα όμως άλλο να σωπαίνω! Δε μπορούσα να σωπαίνω άλλο!... Και τώρα... τώρα κάντε μαζί μου ό,τι νομίζετε!...
-Α-α-α... έκανε αργά ο σεμιόν κυρίλοβιτς.
Την άλλη μέρα τον διόρισε πρώτο τμηματάρχη του.
του αλεξάντερ μιροσνίτσενκο, από την ανθολογία σύγχρονης σοβιετικής σάτιρας (εκδόσεις επιλογή, θεσσαλονίκη 1980).
Κείμενο που στηλιτεύει τα αστικά κατάλοιπα στη σοσιαλιστική κοινωνία, όπως η σάτιρα (είδος που άνθισε μετά τη ρεβιζιονιστική στροφή στο εικοστό συνέδριο ξεφεύγοντας από τα όρια της ωραιοποίησης και του ουδέτερου ευθυμογραφήματος).
Ένα συνέδριο για το γιάννη ρίτσο
Τηλέφωνο στον ηλεκτρικό:
-Έλα που είσαι;
-Έφτασα περισσό.
-Καλά φτάνω κι εγώ σε λίγο.
-Σε περιμένω κάτω στο έβερεστ.
-Τι, βάλαμε έβερεστ στο ισόγειο;
-Όχι, ρε νούμερο. Κάτω στο σταθμό εννοώ.
Έφτασε ο συρμός και κατεβήκαμε μπουλούκια απ’ τα βαγόνια σαν προσυγκέντρωση.
Στα μάτια μας το σπίτι του λαού ήταν ένα μικρό χόλιγουντ με σελέμπριτις. Ο χαλβατζής που πρέπει να ήταν πολύ ωραίος στα νιάτα του, ο σοφιανός με την χρόνια αλλεργία, ο μανώλης δούκας με τα σφυροδρεπανέλια του, η αλέκα να στήνει δίπλα μας πηγαδάκι στο διάλειμμα και α! ο μπογιό…
Ξαφνικά έρχεται προς το μέρος μου ο χουρμουζιάδης:
-Ανέβασέ με σύντροφέ μου.
Τι θέλει να πει; Το ηθικό; Τελικά εννοούσε τα σκαλιά.
Ναι, λοιπόν. Έκανα το δεκανίκι του χουρμουζιάδη. Και δη το δεξί.
Από νεολαία λίγα πράγματα. Αν είχαν χρέωση, θα τον γέμιζαν τον χώρο οι σύντροφοι. Όταν δεν έχουν, μια κυριακή μένει για ξεκούραση και το τελευταίο που σκέφτεσαι είναι να τη σπαταλήσεις δημιουργικά.
Μπήκαμε στον χώρο που γίνονται τα συνέδρια και μας τύλιξε η μυρωδιά απ’ τις αναμνήσεις. Έβλεπα νοερά τις στιγμές που έχει ζήσει αυτή η αίθουσα. Διασπάσεις, ανασυγκρότηση, ολόπλευρη ενίσχυση, αντεπίθεση (στο επόμενο συνέδριο τους παίρνουμε φαλάγγι). Την αλέκα, τον χαρίλαο, τον ανδρουλάκη να του φωνάζει, ήσουν λούθηρος κι ας μην το ξέρεις.
Ανατριχίλα…
Οι εισηγήσεις ήταν μεστές από συναίσθημα. Κάποιοι εισηγητές δάκρυσαν καθώς τις διάβαζαν και μετέφεραν τη συγκίνηση και στο κοινό από κάτω.
Δε μπορώ να πω ότι τη συμμεριζόμουν, αλλά αυτό έχει να κάνει μάλλον με δικό μου πρόβλημα πρόσληψης, της τέχνης γενικά και πιο ειδικά του ρίτσου.
Με έχει επηρεάσει κι ο σοβιετικός κυριούλης.
Ο ρίτσος είναι ο ποιητής της ρωμιοσύνης. Αγαπά την πατρίδα του και την εξυμνεί σε βαθμό που να σκεπάζει τις τάξεις. Ό,τι έπαθε και το εαμ δηλαδή.
Αλλά αν του πούμε κάτι αντίστοιχο για το στάλιν και το μεγάλο πατριωτικό πόλεμο βγαίνει απ’ τα ρούχα του.
Πριν συναντήσει τον ανακριτή ο ρίτσος κουβεντιάζει με τη συνείδησή του. Δεν έκανε κακό σε κανέναν, αγαπά όλο τον κόσμο και την ελλάδα απέραντα.
Βλέπετε κύριοι, αυτά τα πράγματα τα ζουν, δεν τα υπογράφουν.
Κι εγώ να σκαλώνω σαν ψείρας, γιατί οι δηλώσεις άλλο πράγμα έλεγαν: να αποκηρύξεις τον κομμουνισμό, αναιρώντας τον εαυτό σου (όσα πίστεψες κι όσα έκανες). Κι είχε σημασία να μην το κάνεις, ούτε γραπτά, ούτε στη ζωή.
Το συζητούσα μετά με δυο συντρόφους και διαφωνούσαμε. Με τη μία μαλώσαμε κι αλλάξαμε θέμα και με τον άλλο ψάχναμε να βρούμε αν τους κομμουνιστές τους εκτελούσαν με τον 509 ή με τον 375 περί κατασκοπείας.
Ένα πολιτικό έργο δε μπορεί παρά να γεννά πολιτικές αντιδράσεις. Κι αυτό ισχύει για όλες τις περιόδους του έργου του.
Τα πρώτα χρόνια ο ρίζος δημοσίευε τόσο τα ποιήματά του όσο και κριτικές για τη μοντέρνα ποίηση που πρέσβευε, την αστική του καταγωγή και τον ιντιβιντουαλισμό του (που πήγαζε απ' το προσωπικό κι οικογενειακό δράμα του ποιητή).
Άλλοι λένε ότι έκανε στροφή το 56 μετά το ταξίδι του στη σοβιετική ένωση (τότε που έγραψε τη σονάτα), κάτι που αντέκρουσαν οι εισηγητές της πρώτης μέρας (εγώ πήγα μόνο τη δεύτερη και το έχασα μαζί με το λουγγή).
Ενώ στα 1985 μια επιθεώρηση τέχνης του βγαίνει από αριστερά και του ασκεί κριτική από τη σκοπιά του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (μόνο τότε μπορούσαν να ζήσουν τέτοια διαμάντια).
Αλλά η ατραξιόν ήταν στις παρεμβάσεις που ακολούθησαν και τη λέγαν διονύση. Ένας παππούς 92 χρονών, (κατά δήλωσή του) παλιό μέλος της κε και του πγ που είχε να κάνει μια πρόταση. Ανέβηκε μόνος στο βήμα διώχνοντας όσους πήγαν να τον βοηθήσουν, αλλά τον κατέβασαν άλλοι, γιατί αργούσε κι είχαμε βγει εκτός χρόνου.
Έτρεμαν τα χέρια και το μυαλό του, βούλιαξε στη συγκίνηση, ο ειρμός του μπλέχτηκε σε ιστορίες με τον σουσλόφ, τη μακρόνησο κι ένα σκυλάκι που ανέπτυξε κομματική συνείδηση και γάβγιζε τους ασφαλίτες.
Το προεδρείο του έλεγε να κατέβει, αλλά αυτός εκεί, στοχοπροσήλωση. Να κάνω την πρόταση και μετά διαγράψτε με!
Δεν έγινε τίποτα απ’ τα δύο και συνεχίσαμε.
Την πρόταση μας την είπε στο τέλος η μηλιαρονικολάκη. Να συγκεντρωθούν σε μια επιτομή κάποια ποιήματα του ρίτσου για πολιτικά κι ιστορικά γεγονότα.
Αλλά αυτό που προέχει είναι η έκδοση των πρακτικών του συνεδρίου.
Η μέρα έκλεισε με ένα πολύ καλό ντοκυμανταίρ της κε για το ρίτσο, (ελπίζω να κυκλοφορήσει κι από τον ρίζο). Βλέποντάς το θυμήθηκα γιατί μια καλή μελοποίηση κάνει τους σπουδαίους στίχους αθάνατους.
Μου έμειναν επίσης οι στλιχοι: δε θυσιαζόμαστε για το θάνατο, αλλά για τη ζωή. Για μια ζωή όπου δεν θα χρειάζονται θυσίες.
Το μυαλό μου όμως κόλλησε σε άλλους στίχους που τους άκουγα πρώτη φορά, για τον ήρωα των τεσσάρων τοίχων, που βρίσκει προστασία στο φουστάνι της μαμάς κι έχει δυο-τρεις ακόμα που τον παινεύουν για να παινέψουν κατά βάθος τους εαυτούς τους.
Αυτό ήταν. Από αύριο ψάχνω για δουλειά.
-----------------------------------------------------------------------------------
Ακολουθεί ένα κείμενο του θηλυκού μου γονιού, που αν δεν είχε κλειστεί στην οικογένειά του θα είχε κάνει περισσότερα αξιόλογα πράγματα.
Δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, αλλά περιέχει βασικά στοιχεία που θα ήθελε να ξέρει κανείς για τον ποιητή. Η αξία του βρίσκεται στο ότι είναι δουλειά ενός ερασιτέχνη (=εραστής της τέχνης) που κινήθηκε από κίνητρα εσωτερικά, χωρίς να φιλοδοξεί σε δημοσίευση. Λόγω επαγγέλματος (φιλόλογος) το ύφος θυμίζει ενίοτε σχολική εργασία.
Η κε του μπλοκ θα δημοσιεύσει τη μικρή αυτή εργασία σε συνέχειες ως ελάχιστη συμβολή στο έτος ρίτσου που τελειώνει χωρίς να έχουν γίνει πολλά πράγματα -μόνο οι λακεδαιμόνιοι και κάποιοι μπλόγκερς ασχολήθηκαν.
Το πρώτο μέρος αναφέρεται στη ζωή και το έργο του ποιητή.
-Ο γιάννης ρίτσος (μονεμβασιά 1909-αθήνα 1990) είναι μια από τις πιο σημαντικές ποιητικές παρουσίες της σύγχρονης λογοτεχνίας μας με παγκόσμια ακτινοβολία και απήχηση παρά τη στράτευσή του στην αριστερή ιδεολογία. (σσ δική μου: μάλλον εξαιτίας αυτής. Ο ίδιος ο ρίτσος έλεγε ότι η αξία ενός έργου -αν όχι πρώτα απ' όλα- σε τελική ανάλυση βρίσκεται στην πολιτική).
Θεωρείται ο μεγάλος ποιητής της πίκρας και των καημών της ρωμιοσύνης κι ο ανυπότακτος ποιητής των εργατών και των καταπιεσμένων.
Από μικρό παιδί έζησε τις πολλές δοκιμασίες της οικογένειάς του πράγμα που του καλλιέργησε μια σπάνια ψυχική ευαισθησία. Ο πατέρας του –ελευθέριος ρίτσος- που ήταν γαιοκτήμονας χρεωκόπησε οικονομικά και τελικά τρελάθηκε. Όταν άρχισε να φοιτά στο γυμνάσιο του γυθείου (1921) ο μεγαλύτερός του αδερφός (δημήτρης) και η μητέρα του (ελευθερία) πέθαναν από φυματίωση. Η αγαπημένη του αδερφή λούλα δεν άντεξε όλες αυτές τις συμφορές που έπληξαν την οικογένειά τους και παραφρόνησε κι αυτή. Ο ίδιος ο ποιητής σε ηλικία 17 ετών(1926) προσβάλλεται από φυματίωση που κλονίζει σοβαρά την υγεία του και το 1927 εισάγεται στο σανατόριο σωτηρία. Αργότερα κλείνεται και σε άλλα σανατόρια ενώ όταν βγαίνει κάνει διάφορα επαγγέλματα για να ζήσει (ηθοποιός, μέλος χορού στο θέατρο, διορθωτής σε εκδοτικό οίκο και άλλα).
Κατά την περίοδο αυτή της ζωής του τόσο στον ελληνικό χώρο όσο και στο διεθνή διαδραματίζονται γεγονότα με κοσμοϊστορική σημασία που επηρεάζουν σημαντικά τον ποιητή (βαλκανικοί πόλεμοι, ο πρώτος παγκόσμιος, η μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση στη ρωσία κι η επικράτηση του σοσιαλισμού κι η μικρασιατική εκστρατεία που έκλεισε με τη μικρασιατική καταστροφή).
Εκείνο όμως που επηρεάζει καθοριστικά τον ρίτσο είναι η επαφή του με σοσιαλιστές κατά την παραμονή του στο σανατόριο σωτηρία από τους οποίους γνωρίζει τις σοσιαλιστικές ιδέες, τις μελετάει και τις ασπάζεται. Στην κατοχή (1942) προσχωρεί στο εαμ στο μορφωτικό τμήμα του οποίου εργάζεται, ενώ είναι ήδη οργανωμένος στο κομμουνιστικό κόμμα.
Ενώ μέχρι τώρα τη ζωή του την είχαν σφραγίσει οι θάνατοι κι οι ασθένειες των μελών της οικογένειάς του, αλλά κι η προσωπική του υγεία που τον ταλαιπωρεί αδιάκοπα, στο εξής ο ποιητής θα αντιμετωπίσει προσωπικές διώξεις, φυλακίσεις κι εξορίες για τα σοσιαλιστικά πιστεύω του. Τέσσερα χρόνια (1948-52) εργάζεται στη λήμνο πρώτα, στη μακρόνησο αργότερα και τέλος στον άη στράτη. Το 1967 με τη στρατιωτική δικτατορία συλλαμβάνεται και πάλι κι εκτοπίζεται στη γυάρο, στη λέρο και στη σύρο.
Η φιλάσθενη υγεία του δεν εμποδίζει τον ποιητή να αντιμετωπίσει με θάρρος και ήθος ανώτερου πνευματικού ανθρώπου όλους τους κατατρεγμούς και τα βασανιστήρια στις φυλακές και στους τόπους εξορίας.
Δε διώκεται μόνο ο ποιητής, αλλά και το ποιητικό του έργο. Το 1936 ο μεταξάς έδωσε διαταγή να κατασχεθούν όσα αντίτυπα του επιτάφιου είχαν απομείνει και να καούν μαζί με τα βιβλία άλλων προοδευτικών, πνευματικών ανθρώπων μπροστά στους στύλους του ολυμπίου διός (σσ: ο ρίτσος έλεγε ότι αποτελεί τιμή γι' αυτόν να καίει η δικτατορία δικά του ποήματα μαζί με τόσο σημαντικά έργα).
Ο ρίτσος δε σταμάτησε να γράφει ακόμη και μέσα στις απάνθρωπες συνθήκες της εξορίας του. Έγραφε τα ποιήματά του σε μικρά χαρτάκια και τα έκρυβε μέσα σε φιαλίδια. Πολλά απ’ αυτά σώθηκαν, αλλά αρκετά χάθηκαν. Σε ένα αφιέρωμα που έγινε για τα 80χρονα του ποιητή (1989) ένα χρόνο πριν το θάνατό του ο αλβανός ποιητής βαζίλ ντιλό έγραψε το ποίημα που αφορά τη δουλειά του ρίτσου στους τόπους εξορίας κι έχει τίτλο ξεθάβοντας τους στίχους του γιάννη ρίτσου.
Αν δε βρισκόταν κάποιο χέρι
να βγάλει από τη μαύρη γη στο φως
το βουλωμένο αυτό μπουκάλι με τα ποιήματα
θα ξέσπαγε μια μέρα σαν εκρηκτικό υλικό
Θ’ ανάβαν τα ποιήματα ένα-ένα
Από τον πρώτο ως τον τελευταίο στίχο
Θα ξέσπαγαν τα ενταφιασμένα ποιήματα
Τραντάζοντας και σκίζοντας
Το στήθος της γης.
Πώς θα μπορούσε να ‘στεκε μες στο μπουκάλι σφραγισμένη
Η αγανάκτηση χιλιάδων εξορίστων
Πώς θ’ άντεχε κλεισμένο στο γυαλί τόσο μαρτύριο;
Σ’ εκείνη το μπουκάλι –όχι, όχι-
Εσύ ρίτσο, δεν είχες κλείσει στίχους
Αλλά το δυναμίτη της καρδιάς τους
Ο ρίτσος δεν υπήρξε μόνο ο μεγάλος ποιητής, αλλά γενικότερα μια καλλιτεχνική φύση. Δεν έχει γίνει ιδιαίτερα γνωστή η εξαιρετική του ικανότητα στη ζωγραφική με εκπληκτικές ζωγραφιές απαθανατισμένες στους τόπους εξορίας πάνω σε διάφορες πέτρες λειασμένες ή πάνω σε ξύλα κομμένων δέντρων. Λίγο πριν το θάνατό του το πνευματικό κέντρο του δήμου αθήνας σε συνεργασία με το υππο (σσ: νυν υπουργείο πολ-τού) δοργάνωσε μια έκθεση με όλο το εικαστικό έργο του ποιητή με τίτλο ο εικαστικός γιάννης ρίτσος.
Δείγμα της καλλιτεχνίας του αποτελούν και τα χειρόγραφά του με τα ζωγραφισμένα εξώφυλλα. Αλλά και τα ίδια τα γράμματά του είναι θαυμάσια κομψοτεχνήματα που θυμίζουν παλιά βυζαντινά ευαγγέλια.
-Το ποιητικό έργο του ρίτσου είναι τεράστιο σε ποσότητα αλλά και πολύ σημαντικό σε ποιότητα.
Άρχισε να γράφει ποιήματα από πολύ μικρή ηλικία. Ήδη σε ηλικία 12 χρονών (1921) στέλνει τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό διάπλασις των παίδων του γρηγόρη ξενόπουλου. Η επίσημη εμφάνισή του όμως στα γράμματα γίνεται το 1934, όταν κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο τρακτέρ.
Από τότε ακολουθούν αλλεπάλληλες συλλογές. Πυραμίδες (1935), επιτάφιος (1936), το τραγούδι της αδελφής μου (1937), εαρινή συμφωνία (1937),το εμβατήριο του ωκεανού (1939), αγρύπνια (1954), πρωινό άστρο (1955), σονάτα του σεληνόφωτος (1956), οι γειτονιές του κόσμου (1957) κι άλλες πολλές.
Όλο το έργο του έχει συγκεντρωθεί σε επτά τόμους (αυτό έγινε όσο ο ποιητής συνέχιζε να γράφει ακόμη). Οι επτά τόμοι έχουν εκδοθεί από τον εκδοτικό οίκο κέδρος. Οι τέσσερις πρώτοι τόμοι (α, β, γ, δ) τιτλοφορούνται ως ποιήματα. Ενώ οι άλλοι τρεις τόμοι έχουν τους τίτλους: τέταρτη διάσταση, επικαιρικά, γίγνεσθαι.
Ορισμένοι μελετητές της ποίησης του ρίτσου τη διακρίνουν σε πέντε περιόδους
1η περίοδος: η προετοιμασία (1926-1936) με έργα όπως τρακτέρ, πυραμίδες, επιτάφιος όπου βρίσκαν έντονη την παρουσία των προσωπικών του βιωμάτων και φανερή την επίδραση του καρυωτάκη και της παραδοσιακής ποίησης.
2η περίοδος: η δοκιμασία (1935-1943) με έργα όπως το τραγούδι της αδερφής, εαρινή συμφωνία, το εμβατήριο του ωκεανού που αποκαλύπτουν τη λυρική πλευρά της ποίησης του ρίτσου.
3η περίοδος: η επιστροφή στις ρίζες και η επικαιρότητα.
Ως χαρακτηριστικά έργα επιστροφής στις ρίζες θεωρούν τη ρωμιοσύνη και την κυρά των αμπελιών (συλλογή αγρύπνια), ενώ ως χαρακτηριστικά έργα επικαιρότητας τα ημερολόγια εξορίας, τα μακρονησιώτικα και την ανυπότακτη πολιτεία.
4η περίοδος: η ωριμότητα (1956-1971).
Βρίσκουν ότι συντελείται με τη σονάτα του σεληνόφωτος το πρώτο από τα ποιήματα της τέταρτης διάστασης το οποίο βραβεύεται με το πρώτο κρατικό βραβείο της ποίησης.
5η περίοδος: η συνέχεια (1971 κι εξής) με βασικό έργο το γίγνεσθαι που οι περισσότερες συνθέσεις του αναφέρονται στη δικτατορία.
Το έργο του ρίτσου προκάλεσε μεγάλη εντύπωση από την πρώτη αρχή. Ο μεγάλος ποιητής κωστής παλαμάς, ο οποίος είχε αμφισβητήσει την ποιητική αξία του σεφέρη, χαιρέτισε με ενθουσιασμό την εμφάνιση του ρίτσου. Όταν το 1937 κυκλοφόρησε το ποίημά του το τραγούδι της αδερφής μου αφιερωμένο στην αδερφή του λούλα, ο παλαμάς έγραψε σε ένα ποίημά του για το ρίτσο
Το ποίημά σου το πικρό το ζουν ιχώρ κι αιθέρας
Καθάριος όρθρος της αυγής μηνάει το φως της μέρας
Σε μια φρικίαση τραγική χαμογελάει μιας πλάσης
ρυθμός παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις.
Ο ποιητής τιμήθηκε με το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης το 1956 για το έργο σονάτα του σεληνόφωτος καθώς και με πολλά άλλα βραβεία και διακρίσεις από πολλές χώρες του κόσμου, του ανατολικού και του δυτικού (βραβείο λένιν για την ειρήνη από τους σοβιετικούς, βραβείο της γαλλικής ακαδημίας για την ποίηση, τιμητικές διακρίσεις από βουλγαρία, γερμανία, βέλγιο κ.α).
Στην πόλη μας τιμήθηκε ως επίτιμος διδάκτορας από το αριστοτέλειο πανεπιστήμιο.
Το έργο του έχει παγκόσμια αποδοχή κι είναι μεταφρασμένο σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του πολιτισμένου κόσμου.
Ο ρίτσος είναι προικισμένος με μεγάλες ποιητικές αρετές. Την έμπνευσή του σε πολλά ποιήματά του την αντλεί από τα βιώματα της παιδικής κι εφηβικής του ζωής, από την επαφή με το τοπίο της πατρίδας του, τη φύση, τη ζωή, την ιστορία του τόπου, τους θρύλους και τις παραδόσεις του λαού. Όλο το λυρικό του έργο είναι διαποτισμένο από τη βαθύτατη γνώση κι αίσθηση της ελληνικής φύσης και ζωής κι από αυτό πηγάζει η ελληνικότητα του έργου του.
Όμως μεγάλο μέρος του ποιητικού του έργου έχει πολιτικό κοινωνικό χαρακτήρα. Εμπνέεται από τα προβλήματα του ανθρώπου τόσο ατομικά όσο και κοινωνικά και γράφει γι’ αυτά, συνεπής στην ιδεολογία του, προσπαθώντας να εμψυχώσει κάθε αγωνιζόμενο, κάθε καταπιεσμένο.
Ο ίδιος ο ποιητής καθορίζοντας το σκοπό και το νόημα της ποίησης γράφει: η ποίηση πρέπει να είναι ένας οδηγός μάχης κι ευτυχίας, ένα όπλο στα χέρια του λαϊκού αγωνιστή και μια σημαία στα χέρια της ελευθερίας.
Εκτός από το ποιητικό του έργο ο ρίτσος έχει αφήσει και μια τεράστια μεταφραστική εργασία έργων του βλαντιμίρ μαγιακόφσκι, του πωλ ελυάρ, του ναζίμ χικμέτ, του πάμπλο νερούδα κ.ά.
(Συνεχίζεται...)
-Έλα που είσαι;
-Έφτασα περισσό.
-Καλά φτάνω κι εγώ σε λίγο.
-Σε περιμένω κάτω στο έβερεστ.
-Τι, βάλαμε έβερεστ στο ισόγειο;
-Όχι, ρε νούμερο. Κάτω στο σταθμό εννοώ.
Έφτασε ο συρμός και κατεβήκαμε μπουλούκια απ’ τα βαγόνια σαν προσυγκέντρωση.
Στα μάτια μας το σπίτι του λαού ήταν ένα μικρό χόλιγουντ με σελέμπριτις. Ο χαλβατζής που πρέπει να ήταν πολύ ωραίος στα νιάτα του, ο σοφιανός με την χρόνια αλλεργία, ο μανώλης δούκας με τα σφυροδρεπανέλια του, η αλέκα να στήνει δίπλα μας πηγαδάκι στο διάλειμμα και α! ο μπογιό…
Ξαφνικά έρχεται προς το μέρος μου ο χουρμουζιάδης:
-Ανέβασέ με σύντροφέ μου.
Τι θέλει να πει; Το ηθικό; Τελικά εννοούσε τα σκαλιά.
Ναι, λοιπόν. Έκανα το δεκανίκι του χουρμουζιάδη. Και δη το δεξί.
Από νεολαία λίγα πράγματα. Αν είχαν χρέωση, θα τον γέμιζαν τον χώρο οι σύντροφοι. Όταν δεν έχουν, μια κυριακή μένει για ξεκούραση και το τελευταίο που σκέφτεσαι είναι να τη σπαταλήσεις δημιουργικά.
Μπήκαμε στον χώρο που γίνονται τα συνέδρια και μας τύλιξε η μυρωδιά απ’ τις αναμνήσεις. Έβλεπα νοερά τις στιγμές που έχει ζήσει αυτή η αίθουσα. Διασπάσεις, ανασυγκρότηση, ολόπλευρη ενίσχυση, αντεπίθεση (στο επόμενο συνέδριο τους παίρνουμε φαλάγγι). Την αλέκα, τον χαρίλαο, τον ανδρουλάκη να του φωνάζει, ήσουν λούθηρος κι ας μην το ξέρεις.
Ανατριχίλα…
Οι εισηγήσεις ήταν μεστές από συναίσθημα. Κάποιοι εισηγητές δάκρυσαν καθώς τις διάβαζαν και μετέφεραν τη συγκίνηση και στο κοινό από κάτω.
Δε μπορώ να πω ότι τη συμμεριζόμουν, αλλά αυτό έχει να κάνει μάλλον με δικό μου πρόβλημα πρόσληψης, της τέχνης γενικά και πιο ειδικά του ρίτσου.
Με έχει επηρεάσει κι ο σοβιετικός κυριούλης.
Ο ρίτσος είναι ο ποιητής της ρωμιοσύνης. Αγαπά την πατρίδα του και την εξυμνεί σε βαθμό που να σκεπάζει τις τάξεις. Ό,τι έπαθε και το εαμ δηλαδή.
Αλλά αν του πούμε κάτι αντίστοιχο για το στάλιν και το μεγάλο πατριωτικό πόλεμο βγαίνει απ’ τα ρούχα του.
Πριν συναντήσει τον ανακριτή ο ρίτσος κουβεντιάζει με τη συνείδησή του. Δεν έκανε κακό σε κανέναν, αγαπά όλο τον κόσμο και την ελλάδα απέραντα.
Βλέπετε κύριοι, αυτά τα πράγματα τα ζουν, δεν τα υπογράφουν.
Κι εγώ να σκαλώνω σαν ψείρας, γιατί οι δηλώσεις άλλο πράγμα έλεγαν: να αποκηρύξεις τον κομμουνισμό, αναιρώντας τον εαυτό σου (όσα πίστεψες κι όσα έκανες). Κι είχε σημασία να μην το κάνεις, ούτε γραπτά, ούτε στη ζωή.
Το συζητούσα μετά με δυο συντρόφους και διαφωνούσαμε. Με τη μία μαλώσαμε κι αλλάξαμε θέμα και με τον άλλο ψάχναμε να βρούμε αν τους κομμουνιστές τους εκτελούσαν με τον 509 ή με τον 375 περί κατασκοπείας.
Ένα πολιτικό έργο δε μπορεί παρά να γεννά πολιτικές αντιδράσεις. Κι αυτό ισχύει για όλες τις περιόδους του έργου του.
Τα πρώτα χρόνια ο ρίζος δημοσίευε τόσο τα ποιήματά του όσο και κριτικές για τη μοντέρνα ποίηση που πρέσβευε, την αστική του καταγωγή και τον ιντιβιντουαλισμό του (που πήγαζε απ' το προσωπικό κι οικογενειακό δράμα του ποιητή).
Άλλοι λένε ότι έκανε στροφή το 56 μετά το ταξίδι του στη σοβιετική ένωση (τότε που έγραψε τη σονάτα), κάτι που αντέκρουσαν οι εισηγητές της πρώτης μέρας (εγώ πήγα μόνο τη δεύτερη και το έχασα μαζί με το λουγγή).
Ενώ στα 1985 μια επιθεώρηση τέχνης του βγαίνει από αριστερά και του ασκεί κριτική από τη σκοπιά του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (μόνο τότε μπορούσαν να ζήσουν τέτοια διαμάντια).
Αλλά η ατραξιόν ήταν στις παρεμβάσεις που ακολούθησαν και τη λέγαν διονύση. Ένας παππούς 92 χρονών, (κατά δήλωσή του) παλιό μέλος της κε και του πγ που είχε να κάνει μια πρόταση. Ανέβηκε μόνος στο βήμα διώχνοντας όσους πήγαν να τον βοηθήσουν, αλλά τον κατέβασαν άλλοι, γιατί αργούσε κι είχαμε βγει εκτός χρόνου.
Έτρεμαν τα χέρια και το μυαλό του, βούλιαξε στη συγκίνηση, ο ειρμός του μπλέχτηκε σε ιστορίες με τον σουσλόφ, τη μακρόνησο κι ένα σκυλάκι που ανέπτυξε κομματική συνείδηση και γάβγιζε τους ασφαλίτες.
Το προεδρείο του έλεγε να κατέβει, αλλά αυτός εκεί, στοχοπροσήλωση. Να κάνω την πρόταση και μετά διαγράψτε με!
Δεν έγινε τίποτα απ’ τα δύο και συνεχίσαμε.
Την πρόταση μας την είπε στο τέλος η μηλιαρονικολάκη. Να συγκεντρωθούν σε μια επιτομή κάποια ποιήματα του ρίτσου για πολιτικά κι ιστορικά γεγονότα.
Αλλά αυτό που προέχει είναι η έκδοση των πρακτικών του συνεδρίου.
Η μέρα έκλεισε με ένα πολύ καλό ντοκυμανταίρ της κε για το ρίτσο, (ελπίζω να κυκλοφορήσει κι από τον ρίζο). Βλέποντάς το θυμήθηκα γιατί μια καλή μελοποίηση κάνει τους σπουδαίους στίχους αθάνατους.
Μου έμειναν επίσης οι στλιχοι: δε θυσιαζόμαστε για το θάνατο, αλλά για τη ζωή. Για μια ζωή όπου δεν θα χρειάζονται θυσίες.
Το μυαλό μου όμως κόλλησε σε άλλους στίχους που τους άκουγα πρώτη φορά, για τον ήρωα των τεσσάρων τοίχων, που βρίσκει προστασία στο φουστάνι της μαμάς κι έχει δυο-τρεις ακόμα που τον παινεύουν για να παινέψουν κατά βάθος τους εαυτούς τους.
Αυτό ήταν. Από αύριο ψάχνω για δουλειά.
-----------------------------------------------------------------------------------
Ακολουθεί ένα κείμενο του θηλυκού μου γονιού, που αν δεν είχε κλειστεί στην οικογένειά του θα είχε κάνει περισσότερα αξιόλογα πράγματα.
Δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, αλλά περιέχει βασικά στοιχεία που θα ήθελε να ξέρει κανείς για τον ποιητή. Η αξία του βρίσκεται στο ότι είναι δουλειά ενός ερασιτέχνη (=εραστής της τέχνης) που κινήθηκε από κίνητρα εσωτερικά, χωρίς να φιλοδοξεί σε δημοσίευση. Λόγω επαγγέλματος (φιλόλογος) το ύφος θυμίζει ενίοτε σχολική εργασία.
Η κε του μπλοκ θα δημοσιεύσει τη μικρή αυτή εργασία σε συνέχειες ως ελάχιστη συμβολή στο έτος ρίτσου που τελειώνει χωρίς να έχουν γίνει πολλά πράγματα -μόνο οι λακεδαιμόνιοι και κάποιοι μπλόγκερς ασχολήθηκαν.
Το πρώτο μέρος αναφέρεται στη ζωή και το έργο του ποιητή.
-Ο γιάννης ρίτσος (μονεμβασιά 1909-αθήνα 1990) είναι μια από τις πιο σημαντικές ποιητικές παρουσίες της σύγχρονης λογοτεχνίας μας με παγκόσμια ακτινοβολία και απήχηση παρά τη στράτευσή του στην αριστερή ιδεολογία. (σσ δική μου: μάλλον εξαιτίας αυτής. Ο ίδιος ο ρίτσος έλεγε ότι η αξία ενός έργου -αν όχι πρώτα απ' όλα- σε τελική ανάλυση βρίσκεται στην πολιτική).
Θεωρείται ο μεγάλος ποιητής της πίκρας και των καημών της ρωμιοσύνης κι ο ανυπότακτος ποιητής των εργατών και των καταπιεσμένων.
Από μικρό παιδί έζησε τις πολλές δοκιμασίες της οικογένειάς του πράγμα που του καλλιέργησε μια σπάνια ψυχική ευαισθησία. Ο πατέρας του –ελευθέριος ρίτσος- που ήταν γαιοκτήμονας χρεωκόπησε οικονομικά και τελικά τρελάθηκε. Όταν άρχισε να φοιτά στο γυμνάσιο του γυθείου (1921) ο μεγαλύτερός του αδερφός (δημήτρης) και η μητέρα του (ελευθερία) πέθαναν από φυματίωση. Η αγαπημένη του αδερφή λούλα δεν άντεξε όλες αυτές τις συμφορές που έπληξαν την οικογένειά τους και παραφρόνησε κι αυτή. Ο ίδιος ο ποιητής σε ηλικία 17 ετών(1926) προσβάλλεται από φυματίωση που κλονίζει σοβαρά την υγεία του και το 1927 εισάγεται στο σανατόριο σωτηρία. Αργότερα κλείνεται και σε άλλα σανατόρια ενώ όταν βγαίνει κάνει διάφορα επαγγέλματα για να ζήσει (ηθοποιός, μέλος χορού στο θέατρο, διορθωτής σε εκδοτικό οίκο και άλλα).
Κατά την περίοδο αυτή της ζωής του τόσο στον ελληνικό χώρο όσο και στο διεθνή διαδραματίζονται γεγονότα με κοσμοϊστορική σημασία που επηρεάζουν σημαντικά τον ποιητή (βαλκανικοί πόλεμοι, ο πρώτος παγκόσμιος, η μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση στη ρωσία κι η επικράτηση του σοσιαλισμού κι η μικρασιατική εκστρατεία που έκλεισε με τη μικρασιατική καταστροφή).
Εκείνο όμως που επηρεάζει καθοριστικά τον ρίτσο είναι η επαφή του με σοσιαλιστές κατά την παραμονή του στο σανατόριο σωτηρία από τους οποίους γνωρίζει τις σοσιαλιστικές ιδέες, τις μελετάει και τις ασπάζεται. Στην κατοχή (1942) προσχωρεί στο εαμ στο μορφωτικό τμήμα του οποίου εργάζεται, ενώ είναι ήδη οργανωμένος στο κομμουνιστικό κόμμα.
Ενώ μέχρι τώρα τη ζωή του την είχαν σφραγίσει οι θάνατοι κι οι ασθένειες των μελών της οικογένειάς του, αλλά κι η προσωπική του υγεία που τον ταλαιπωρεί αδιάκοπα, στο εξής ο ποιητής θα αντιμετωπίσει προσωπικές διώξεις, φυλακίσεις κι εξορίες για τα σοσιαλιστικά πιστεύω του. Τέσσερα χρόνια (1948-52) εργάζεται στη λήμνο πρώτα, στη μακρόνησο αργότερα και τέλος στον άη στράτη. Το 1967 με τη στρατιωτική δικτατορία συλλαμβάνεται και πάλι κι εκτοπίζεται στη γυάρο, στη λέρο και στη σύρο.
Η φιλάσθενη υγεία του δεν εμποδίζει τον ποιητή να αντιμετωπίσει με θάρρος και ήθος ανώτερου πνευματικού ανθρώπου όλους τους κατατρεγμούς και τα βασανιστήρια στις φυλακές και στους τόπους εξορίας.
Δε διώκεται μόνο ο ποιητής, αλλά και το ποιητικό του έργο. Το 1936 ο μεταξάς έδωσε διαταγή να κατασχεθούν όσα αντίτυπα του επιτάφιου είχαν απομείνει και να καούν μαζί με τα βιβλία άλλων προοδευτικών, πνευματικών ανθρώπων μπροστά στους στύλους του ολυμπίου διός (σσ: ο ρίτσος έλεγε ότι αποτελεί τιμή γι' αυτόν να καίει η δικτατορία δικά του ποήματα μαζί με τόσο σημαντικά έργα).
Ο ρίτσος δε σταμάτησε να γράφει ακόμη και μέσα στις απάνθρωπες συνθήκες της εξορίας του. Έγραφε τα ποιήματά του σε μικρά χαρτάκια και τα έκρυβε μέσα σε φιαλίδια. Πολλά απ’ αυτά σώθηκαν, αλλά αρκετά χάθηκαν. Σε ένα αφιέρωμα που έγινε για τα 80χρονα του ποιητή (1989) ένα χρόνο πριν το θάνατό του ο αλβανός ποιητής βαζίλ ντιλό έγραψε το ποίημα που αφορά τη δουλειά του ρίτσου στους τόπους εξορίας κι έχει τίτλο ξεθάβοντας τους στίχους του γιάννη ρίτσου.
Αν δε βρισκόταν κάποιο χέρι
να βγάλει από τη μαύρη γη στο φως
το βουλωμένο αυτό μπουκάλι με τα ποιήματα
θα ξέσπαγε μια μέρα σαν εκρηκτικό υλικό
Θ’ ανάβαν τα ποιήματα ένα-ένα
Από τον πρώτο ως τον τελευταίο στίχο
Θα ξέσπαγαν τα ενταφιασμένα ποιήματα
Τραντάζοντας και σκίζοντας
Το στήθος της γης.
Πώς θα μπορούσε να ‘στεκε μες στο μπουκάλι σφραγισμένη
Η αγανάκτηση χιλιάδων εξορίστων
Πώς θ’ άντεχε κλεισμένο στο γυαλί τόσο μαρτύριο;
Σ’ εκείνη το μπουκάλι –όχι, όχι-
Εσύ ρίτσο, δεν είχες κλείσει στίχους
Αλλά το δυναμίτη της καρδιάς τους
Ο ρίτσος δεν υπήρξε μόνο ο μεγάλος ποιητής, αλλά γενικότερα μια καλλιτεχνική φύση. Δεν έχει γίνει ιδιαίτερα γνωστή η εξαιρετική του ικανότητα στη ζωγραφική με εκπληκτικές ζωγραφιές απαθανατισμένες στους τόπους εξορίας πάνω σε διάφορες πέτρες λειασμένες ή πάνω σε ξύλα κομμένων δέντρων. Λίγο πριν το θάνατό του το πνευματικό κέντρο του δήμου αθήνας σε συνεργασία με το υππο (σσ: νυν υπουργείο πολ-τού) δοργάνωσε μια έκθεση με όλο το εικαστικό έργο του ποιητή με τίτλο ο εικαστικός γιάννης ρίτσος.
Δείγμα της καλλιτεχνίας του αποτελούν και τα χειρόγραφά του με τα ζωγραφισμένα εξώφυλλα. Αλλά και τα ίδια τα γράμματά του είναι θαυμάσια κομψοτεχνήματα που θυμίζουν παλιά βυζαντινά ευαγγέλια.
-Το ποιητικό έργο του ρίτσου είναι τεράστιο σε ποσότητα αλλά και πολύ σημαντικό σε ποιότητα.
Άρχισε να γράφει ποιήματα από πολύ μικρή ηλικία. Ήδη σε ηλικία 12 χρονών (1921) στέλνει τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό διάπλασις των παίδων του γρηγόρη ξενόπουλου. Η επίσημη εμφάνισή του όμως στα γράμματα γίνεται το 1934, όταν κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο τρακτέρ.
Από τότε ακολουθούν αλλεπάλληλες συλλογές. Πυραμίδες (1935), επιτάφιος (1936), το τραγούδι της αδελφής μου (1937), εαρινή συμφωνία (1937),το εμβατήριο του ωκεανού (1939), αγρύπνια (1954), πρωινό άστρο (1955), σονάτα του σεληνόφωτος (1956), οι γειτονιές του κόσμου (1957) κι άλλες πολλές.
Όλο το έργο του έχει συγκεντρωθεί σε επτά τόμους (αυτό έγινε όσο ο ποιητής συνέχιζε να γράφει ακόμη). Οι επτά τόμοι έχουν εκδοθεί από τον εκδοτικό οίκο κέδρος. Οι τέσσερις πρώτοι τόμοι (α, β, γ, δ) τιτλοφορούνται ως ποιήματα. Ενώ οι άλλοι τρεις τόμοι έχουν τους τίτλους: τέταρτη διάσταση, επικαιρικά, γίγνεσθαι.
Ορισμένοι μελετητές της ποίησης του ρίτσου τη διακρίνουν σε πέντε περιόδους
1η περίοδος: η προετοιμασία (1926-1936) με έργα όπως τρακτέρ, πυραμίδες, επιτάφιος όπου βρίσκαν έντονη την παρουσία των προσωπικών του βιωμάτων και φανερή την επίδραση του καρυωτάκη και της παραδοσιακής ποίησης.
2η περίοδος: η δοκιμασία (1935-1943) με έργα όπως το τραγούδι της αδερφής, εαρινή συμφωνία, το εμβατήριο του ωκεανού που αποκαλύπτουν τη λυρική πλευρά της ποίησης του ρίτσου.
3η περίοδος: η επιστροφή στις ρίζες και η επικαιρότητα.
Ως χαρακτηριστικά έργα επιστροφής στις ρίζες θεωρούν τη ρωμιοσύνη και την κυρά των αμπελιών (συλλογή αγρύπνια), ενώ ως χαρακτηριστικά έργα επικαιρότητας τα ημερολόγια εξορίας, τα μακρονησιώτικα και την ανυπότακτη πολιτεία.
4η περίοδος: η ωριμότητα (1956-1971).
Βρίσκουν ότι συντελείται με τη σονάτα του σεληνόφωτος το πρώτο από τα ποιήματα της τέταρτης διάστασης το οποίο βραβεύεται με το πρώτο κρατικό βραβείο της ποίησης.
5η περίοδος: η συνέχεια (1971 κι εξής) με βασικό έργο το γίγνεσθαι που οι περισσότερες συνθέσεις του αναφέρονται στη δικτατορία.
Το έργο του ρίτσου προκάλεσε μεγάλη εντύπωση από την πρώτη αρχή. Ο μεγάλος ποιητής κωστής παλαμάς, ο οποίος είχε αμφισβητήσει την ποιητική αξία του σεφέρη, χαιρέτισε με ενθουσιασμό την εμφάνιση του ρίτσου. Όταν το 1937 κυκλοφόρησε το ποίημά του το τραγούδι της αδερφής μου αφιερωμένο στην αδερφή του λούλα, ο παλαμάς έγραψε σε ένα ποίημά του για το ρίτσο
Το ποίημά σου το πικρό το ζουν ιχώρ κι αιθέρας
Καθάριος όρθρος της αυγής μηνάει το φως της μέρας
Σε μια φρικίαση τραγική χαμογελάει μιας πλάσης
ρυθμός παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις.
Ο ποιητής τιμήθηκε με το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης το 1956 για το έργο σονάτα του σεληνόφωτος καθώς και με πολλά άλλα βραβεία και διακρίσεις από πολλές χώρες του κόσμου, του ανατολικού και του δυτικού (βραβείο λένιν για την ειρήνη από τους σοβιετικούς, βραβείο της γαλλικής ακαδημίας για την ποίηση, τιμητικές διακρίσεις από βουλγαρία, γερμανία, βέλγιο κ.α).
Στην πόλη μας τιμήθηκε ως επίτιμος διδάκτορας από το αριστοτέλειο πανεπιστήμιο.
Το έργο του έχει παγκόσμια αποδοχή κι είναι μεταφρασμένο σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του πολιτισμένου κόσμου.
Ο ρίτσος είναι προικισμένος με μεγάλες ποιητικές αρετές. Την έμπνευσή του σε πολλά ποιήματά του την αντλεί από τα βιώματα της παιδικής κι εφηβικής του ζωής, από την επαφή με το τοπίο της πατρίδας του, τη φύση, τη ζωή, την ιστορία του τόπου, τους θρύλους και τις παραδόσεις του λαού. Όλο το λυρικό του έργο είναι διαποτισμένο από τη βαθύτατη γνώση κι αίσθηση της ελληνικής φύσης και ζωής κι από αυτό πηγάζει η ελληνικότητα του έργου του.
Όμως μεγάλο μέρος του ποιητικού του έργου έχει πολιτικό κοινωνικό χαρακτήρα. Εμπνέεται από τα προβλήματα του ανθρώπου τόσο ατομικά όσο και κοινωνικά και γράφει γι’ αυτά, συνεπής στην ιδεολογία του, προσπαθώντας να εμψυχώσει κάθε αγωνιζόμενο, κάθε καταπιεσμένο.
Ο ίδιος ο ποιητής καθορίζοντας το σκοπό και το νόημα της ποίησης γράφει: η ποίηση πρέπει να είναι ένας οδηγός μάχης κι ευτυχίας, ένα όπλο στα χέρια του λαϊκού αγωνιστή και μια σημαία στα χέρια της ελευθερίας.
Εκτός από το ποιητικό του έργο ο ρίτσος έχει αφήσει και μια τεράστια μεταφραστική εργασία έργων του βλαντιμίρ μαγιακόφσκι, του πωλ ελυάρ, του ναζίμ χικμέτ, του πάμπλο νερούδα κ.ά.
(Συνεχίζεται...)
Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009
Το ΜΕGA θυμάται: η υπόθεση των γιατρών
Για όσους τυχόν θέλουν να συνεχίσουν την κουβέντα που άνοιξε από κάτω. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, με μαρτυρίες των πρωταγωνιστών που τα έζησαν από πρώτο χέρι. Το γόνιμη είναι άλλη ιστορία.
Εκτός απ' τα φακελάκια υπάρχει κι ο φάκελος των γιατρών.
Όποιος θέλει, ας τον ανοίξει...
Εκτός απ' τα φακελάκια υπάρχει κι ο φάκελος των γιατρών.
Όποιος θέλει, ας τον ανοίξει...
Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009
Φωτιά και τσεκούρι στους απροσκύνητους
Η Εντολή της διδώς σωτηρίου είναι η ιστορία της σύλληψης, της δίκης και της εκτέλεσης του μπελογιάννη και των συντρόφων του. Παραθέτω τον πρόλογο του βιβλίου:
Πώς να βάλεις λάβα στο χαρτί και να μην καούν τα χέρια σου, η καρδιά σου, ακόμα κι η τέχνη σου; Βαριά κι ανιστόρητα τα παθήματα που ακολούθησαν τη γερμανική κατοχή. Και μήπως γνώρισαν τελειωμό, να πεις μπόρα ήταν και πέρασε, έγινε ανάμνηση. Πήραμε ανάσα τριανταπέντε τόσα χρόνια, να μερέψουμε, να σταθούμε, να μετρηθούμε πεθαμένοι, ζωντανοί, ζημιωμένοι, κερδισμένοι, να δούμε πού λαθέψαμε, όλοι μαζί, δεξιοί, αριστεροί, δημοκρατικοί, να οροθετήσουμε το χτες με το σήμερα; Να γίνουμε όπως λένε, «αντικειμενικοί», ν’ αποχτήσει κι η τέχνη τη νηφαλιότητα που φέρνει η απόσταση…
Για τη χώρα μας η Αντίσταση δεν αντιπροσώπευε ένα μεγάλο κίνημα, αντιπροσώπευε ένα ολόκληρο έθνος, με εξαίρεση μια ασήμαντη δοσίλογη δεξιά και τη βασική οικογένεια των Γλύξμπουργκ. Και πώς να χαμηλώσεις το μπόι του αφυπνισμένου λαού για να χωρέσει στα χαμηλοτάβανα μέτρα του 9,3 όπως τα ήθελε η δεξιά και τα ξένα συμφέροντα; Μετακινήσεις πληθυσμών, φυλακές, εξορίες, εκτελεστικά. Ανυπόμονη, άγρια η αγγλο-αμερικάνικη επέμβαση ήθελε να τελειώνει γρήγορα με ανεξαρτησίες και «ξεπερασμένους» πατριωτισμούς. Και πόσο βαριά, πόσο τραγικά τα δικά μας απανωτά λάθη…
Λευχαιμία ξεχύθηκε στο κορμί της θυσιασμένης Ελλάδας. Άνθρωποι, πράξεις, λέξεις, σχέσεις, όλα ξεκουρντίστηκαν. Χάθηκε η σιγουριά, η ανθρωπιά. Κυνηγήθηκε η λεβεντιά, ο πατριωτισμός, η συνείδηση. Φωτιά και τσεκούρι στους απροσκύνητους, αληθινή γενοκτονία.
Κι ωστόσο πέρσεψε η αντρειά. Ξέχειλος ο άρτος της θυσίας. «Λάβετε, φάγετε…» Χιλιάδες άντρες και γυναίκες στήναν αγέρωχα την καρδιά τους στο εκτελεστικό. Θυσίαζαν τα νιάτα τους για να μην προσκυνήσουν, να μην χαραμίσουν τα όνειρα και τους αγώνες του λαού. Το μεγαλείο και το βόγκο αυτής της αδούλωτης γενιάς τρομάζεις και που τ’ αγγίζεις, καθώς πασχίζεις να δώσεις κάτι από κείνα τα χρόνια.
Τούτο το βιβλίο (σε ποιο είδος του πεζού λόγου αλήθεια να το κατατάξουμε;) το έγραψα σαν παθός που βλέπει τα χρόνια να φεύγουν και βιάζεται να ξεπληρώσει ένα χρέος. Έπρεπε να έχει εκδοθεί πριν τη δικτατορία. Δεν πρόλαβε, ατύχησε. Με τα κυνηγητά, κάψε, κρύψε, δώσε, πολτοποίησε, χάθηκαν πολύτιμα κεφάλαια που έπρεπε να γραφτούν απεξαρχής… (Τις ζημιές αυτές της τυραννίας δεν είδα κανείς να τις υπολογίζει, ούτε και μεις οι συγγραφείς…)
Αν χρειαζόταν μια εξήγηση να δώσω για το έργο, θα έλεγα για τα πρόσωπα, υπαρκτά η φτιαχτά, επώνυμα ή ανώνυμα, δεν τα παρακολουθώ πολυδιάστατα όπως σ’ ένα μυθιστόρημα, μα μέσα από τις συγκεκριμένες εκείνες πράξεις και σκέψεις τους που τονίζουν τα συμβάντα μιας εποχής και πιο συγκεκριμένα εκείνα που ακολούθησαν τον εμφύλιο.
Μαρτυρίες, ομολογίες, δοκιμασίες, καταστάσεις ατομικές και γενικές είναι στηριγμένα σε ντοκουμέντα γνωστά και άγνωστα, σχολιασμένα ή στεγνά, παρμένα ακόμα κι ατόφια απ’ τις εφημερίδες της εποχής. Με άπειρο πόνο κι εντιμότητα δούλεψα, δίχως φιλοδοξίες, αποζητώντας κάθαρση κι όχι αναμόχλευση… Ποτέ πια άνθρωποι στην ήμερη πατρίδα μας να μην ξαναδοκιμάσουν τέτοια δεινά. Κι ούτε συγγραφέας να βρεθεί μπροστά σε τόσο δύσκολο χρέος.
Κι η διδώ σωτηρίου μιλάει για τραγωδία κι εύχεται να μην τα δοκιμάσει κανείς ποτέ πια. Κάνει λόγο για τα τραγικά, απανωτά μας λάθη, για τα λάθη που κάναμε όλοι μας. Αναγνωρίζει ότι δεν παρουσιάζει πολυδιάστατα τα πρόσωπα της ιστορίας της.
Αλλά η οπτική της στα γεγονότα είναι άψογη, μακριά από τις ίσες αποστάσεις του βούλγαρη (που αν κι η ψυχή του είναι κατά δήλωσή του αριστερή, επισημαίνει ότι καμιά απ’ τις δυο πλευρές δε ζήτησε συγνώμη σε συνέντευξή του στο ένθετο επτά της ελευθεροτυπίας).
Είναι και κείνα τα όλο ειρωνεία εισαγωγικά γύρω απ’ το αντικειμενικοί (όπως λένε) που κλείνουν μέσα τους κάθε ουδέτερη κι ανυστερόβουλη ματιά παλιά και σύγχρονη.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα του βιβλίου για τα αίτια του εμφυλίου.
Η επιτροπή που αναφέρεται στο κείμενο είναι η διεθνής επιτροπή του οηε την οποία ακολουθεί η διδώ σωτηρίου ως δημοσιογράφος του ριζοσπάστη (λίγους μήνες πριν τη διαγραφή της απ’ το κόμμα). Τα περιστατικά που αφηγείται λαμβάνουν χώρα ενώ η επιτροπή βρίσκεται καθ’ οδόν για το γράμμο.
Στην Κατερίνη σταμάτησε το κλιμάκιο να εξετάσει μάρτυρες. Αναρωτιόμασταν ποιος θα τολμούσε να φανερωθεί μέσα σε κείνη την κόλαση της τρομοκρατίας και να πει την αλήθεια για τα πραγματικά αίτια του εμφύλιου, όταν ήξερε πως την άλλη στιγμή το κουφάρι του θα κείτεται σε κάποιο χαντάκι μαχαιρωμένο από «αγνώστους». Κι όμως τόλμησαν! Κι όχι ένας και δύο. Πολλοί, πάρα πολλοί.
Μπαίνανε στην αίθουσα σαν μελλοθάνατοι. Ολοτρίγυρα στα τραπέζια καθισμένοι οι ξένοι δικαστάδες με το ψυχρό βλέμμα, τις παραπειστικές «ερωτήσεις-παγίδες» που εξυπηρετούσαν τους δικούς τους σκοπούς. Η γλώσσα των απλών ανθρώπων, καθάρια, τσουχτερή σαν την ίδια την αλήθεια. «Την αιτία γυρεύετε;» λέγανε. «Ο τρόμος είναι!» «Κανένα παλικάρι δε θ’ άφηνε τη γλύκα της ειρηνικής ζωής, να ξανατρέχει στα βουνά». «Δεν ξέρετε τι θα πει να μην ορίζεις φαμελιά ούτε βιος, ούτε τιμή. Οι ίδιοι οι χτεσινοί οι συνεργάτες των Γερμανών έρχονται νύχτα μέσα στο σπίτι σου, παίρνουν τ’ αγόρια σου, τα στήνουν στον τοίχο! Βιάζουν τα κορίτσια σου, τα στέλνουν σε φυλακές, εξορίες, ληστεύουν τα γεννήματα, σε κάνουν να λες: Θεέ μου, γιατί με τιμώρησες και γλίτωσα απ’ των Γερμανών τις σφαίρες.»
Έκανε μια μεγάλη εντύπωση μια γερόντισσα, ψηλόλιγνη, αυστηρή, τυλιγμένη στη μαύρη μαντίλα της, βάδιζε ντούρα κατά τα τραπέζια των ξένων. Της κάναν ερωτήσεις και δεν απαντούσε. Τα είχε χαμένα. Άμα της είπαν. «Έχεις παιδιά;» συνήρθε. «Οχτώ είχα και μου ‘μειναν δυο γιοι.» Πέσαν ξανά σαν λιθάρια οι ερωτήσεις. «Πού βρίσκονται και τι κάνουν οι γιοι σου;» «Μη με μπερδεύετε. Ο Δημήτρης μου είναι στον εθνικό στρατό, ο Κωνσταντής στο δημοκρατικό! Οχ, και θα σκοτώσει ο ένας τον άλλονα!» Την έπιασε ένα κλάμα. Ο Ρώσος αντιπρόσωπος της πήγε ένα ποτήρι νερό. Τι να το κάνει το νερό. Η φωτιά που την έκαιγε γύρευε άλλη γιατρειά.
Ήταν και κάποιος κτηνοτρόφος που δυσκολευόταν να πει στρωτή κουβέντα. Μίλαγε για έναν Βασίλη, «μοβόρο» που μαυρόντυσε το χωριό και που η ίδια η μάνα του σαν έμαθε πως ξέφυγε απ’ τα χέρια της αστυνομίας και θα ξανάρχιζε το όργιό του τον καταράστηκε «αστροπελέκι να πέσει να τον κάψει!». Ο Άγγλος αντιπρόσωπος ζητούσε διευκρινίσεις. «Είπατε πως το Βασίλη τον είχε πιάσει η αστυνομία και διέφυγε. Δηλαδή ήταν συμμορίτης;»
Ο κτηνοτρόφος απόφευγε ν’ απαντήσει. Τον ξαναρώτησαν μια, δυο. Ο διερμηνέας τον πίεσε. «Πες, ήταν συμμορίτης;» «Όχι, όχι λέμι. Ήταν με τσι δεξιούς.» Πάνω σ’ αυτό δέχτηκε τη βίαιη επίθεση του αντιπροσώπου της ελληνικής κυβέρνησης που θέλοντας να τον «ξεμπροστιάσει» ρωτούσε με πολλή ειρωνεία. «Να μας πει ο κύριος μάρτυς τι πρεσβεύει, για να αποδειχτεί η αξιοπιστία της καταθέσεώς του». Το πρόσωπο του γέρου κτηνοτρόφου σκλήρυνε. «Για τα μένα ρουτάει ποιος είμι; Θα τ’ πω ν' ανατριχιάσ’. Πατέρας του μουβόρου του Βασίλ’ είμι! Τ’ άκ’σις; Ο Βασίλ’ς σκότουσι κι τουν αδιρφό τ’, του καμάρ’ του χουριού μας.»
Ήρθε μάρτυρας κι ένας γιατρός, ένας κοντούτσικος αδύνατος εξηντάρης, με μαύρα ρούχα, μαύρο πουκάμισο. Γυναίκα, γιους, νύφες, αγγόνια, τον πατέρα του ογδόντα εφτά χρονών, όλους τους ξεκληρίσανε σε μια νύχτα! «Αν εγώ βρίσκομαι ζωντανός, είπε, είναι γιατί έτυχε κείνο το βράδυ να λείπω. Χτες πληροφορήθηκα πως κοπιάσατε στην πόλη μας, να μάθετε την αλήθεια για τα αίτια του εμφύλιου κι ήρθα να καταθέσω. Μη νομίζετε δεν ξέρω τι με περιμένει μόλις εσείς μπείτε στ’ αυτοκίνητά σας και φύγετε. Χάρη μεγάλη θα μου κάνουν, ακόμα και να με γδάρουν. Για μένα κατάντησε η ζωή τιμωρία…»
Κοίταζε κατάματα τους αντιπρόσωπους κι απαντούσε ίσια, δίχως υπεκφυγές και συναισθηματισμούς. «Συναχθήκατε εδώ και ρωτάτε πώς άρχισε το μακελειό. Δεν ξέρουμε τη γλώσσα σας να σας αποκριθούμε. Και στη δική μας γλώσσα αναποδογύρισαν οι λέξεις και οι έννοιες. Ξαφνικά μας είπαν πως προδότης είναι κείνος που έδωσε το αίμα της ψυχής του για την πατρίδα πολεμώντας τον ξένο καταχτητή! Και πατριώτης, άξιος να ζήσει σ’ αυτή τη χώρα είναι κείνος που συνεργάστηκε ή συμβιβάστηκε με τον οχτρό ή έκανε τον ψόφιο κοριό, κι έμεινε ουδέτερος περιμένοντας να σκοτωθούν οι άλλοι για να λευτερωθεί αυτός.»
Άμα τελείωσε την κατάθεσή του κοντοστάθηκε σαν να ‘θελε κάτι ακόμα να πει. Το μάτι του έγινε εκδικητικό. Στον πόλεμο μας στέλνατε μπαρούτι και παράσημα. Ήρωες και ημίθεους μας ανεβοκατεβάζατε. Τώρα μας ρίξατε. Τι έχει να μας πει ο αξιότιμος πατέρας της νίκης, Ουίνστον Τσώρτσιλ κι ο πρόεδρος της Αμερικής Τρούμαν για τα ιδανικά της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας και της… αυτοδιάθεσης των λαών που γι’ αυτά πολεμήσατε και πολεμήσαμε; Για μας ούτε ο πόλεμος τελείωσε, ούτε ο φασισμός πέθανε. Αν αυτό θέλατε να ‘ναι το έπαθλό μας, με γεια σας, με χαρά σας, το πετύχατε…»
Σαν τραγικός μονομάχος πάλευε ο γιατρός. Θάνατο φρικτό περίμενε, δεν περίμενε χειροκροτήματα. Τι να ‘γιναν όλοι αυτοί οι γενναίοι άνθρωποι!
Και τι να απέγιναν σήμερα καλλιτέχνες σαν τη διδώ σωτηρίου…
Απ' όλα αυτά κάποιοι σκηνοθέτες κράτησαν μονο τη μάνα και πέταξαν όλα τα υπόλοιπα. Αλλά η αξία της εντολής είναι ότι το προσωπικό αναδεικνύει το πολιτικό, δεν το σκεπάζει.
Για του λόγου το αληθές παρατίθεται ένα ακόμη απόσπασμα που αφηγείται μία από τις πολλές ιστορίες των γυναικών που κρατούνταν στις φυλακές αβέρωφ.
Μέρα νύχτα στο χνότο του θανάτου πώς ν’ ανασάνεις! Φέρανε δυο καινούριες, μια φοιτήτρια και μια δασκαλίτσα. Είχαν πιαστεί σε κρύπτη μαζί με τους σπουδαστές του Πολυτεχνείου. «Θα φάει πολλούς ακόμα το εκτελεστικό» έκανε μια υπάλληλος. «Τη γλώσσα σου να φας που γρουσουζεύεις» την αποπήρε η γιαγιά η Καστανίτσα». Τη φοιτήτρια τη λέγανε Νίκη. Ήταν είκοσι χρονών, μελαχρινή, ψηλή. Τη γλύκα του προσώπου της τη σκέπαζε μια παράταιρη για την ηλικία της σοβαρότητα –θα την έλεγες αυστηρότητα. Πάντα συλλογισμένη, απρόσιτη, ζούσε σαν ξένη ανάμεσά μας.
«Τ’ αμίλητο νερό έχει πιει ετούτη ή μας παρασταίνει την ακατάδεχτη;», πειράχτηκαν οι γυναίκες. Ήταν καινούρια στον αγώνα. Δεν ήξερε πολλά πράγματα. Καταγόταν από αστική οικογένεια της επαρχίας με παλιές αρχές. Μόλις πιάστηκε κι άρχισε ο θόρυβος στον τύπο, οι γονείς της την αποκήρυξαν και την εγκατέλειψαν για να «συνετιστεί». Η Νίκη δε σκοτιζότανε για τον εαυτό της. Για τον αρραβωνιαστικό της έτρεμε που ήταν ένας από τους τρεις της κρύπτης. Για χατίρι του είχε ριχτεί σ’ αυτή την περιπέτεια.
Μόλις οι δικηγόροι μπόρεσαν να διαβάσουν τη δικογραφία είπαν πως ήταν πολύ δύσκολα τα πράματα. Όχι μόνο για τα’ αγόρια μα και για τα κορίτσια. Η Νίκη τους άκουγε αδιάφορη. Προσπαθούσαμε να την πείσουμε να γράψει στους δικούς της και να τους πει πως κινδυνεύει η ζωή της. Έβρισκε προφάσεις. Έδειχνε την πίκρα της που την αποκηρύξανε.
Η δίκη άρχισε. Η πρόταση του βασιλικού επιτρόπου ήταν για όλους θάνατος! Η Νίκη ξαφνιάστηκε, μα ήταν κι ευχαριστημένη που πήρε την ίδια ποινή με τον αγαπημένο της. Κάναμε ξανά προσπάθειες να την πείσουμε να τηλεγραφήσει στους γονείς της. Και πάλι αρνήθηκε. Δεν άλλαζε εύκολα γνώμη. Τέλειωσε η δίκη κι η δασκαλίτσα γύρισε με είκοσι χρόνια στην πλάτη και η Νίκη μελλοθάνατη. Σκληρό παιδί, μ’ εγωισμό παραπανήσιο, δεν έδειχνε ποτέ τα αισθήματά της. Κι όμως ήξερε πως οι δικοί της είχανε πολλά μέσα και μπορούσανε να τη σώσουνε. Στη φίλη της που πήγε την τελευταία νύχτα να της κρατήσει συντροφιά είπε: «Θα βαστώ το χέρι του Αντώνη. Δε θα φοβηθώ…».
Σαν ήρθανε να την πάρουνε πέταξε κείνο το ακατάδεχτο ύφος. Γύρισε και μας κοίταξε τρυφερά. Για πρώτη και τελευταία φορά επικοινωνήσαμε. Μας αγκάλιασε, μας φίλησε μια-μια. «Τώρα κατάλαβα τον αγώνα μας! Είπε. Έχετε γεια!» Μαζί με τη Νίκη ήτανε να εκτελεστεί και μια εργάτρια μιας κάποιας ηλικίας που φοβότανε το θάνατο. Το θάρρος της Νίκης την ψύχωνε κι αυτήν. «Αν είναι παιδάκια μου να χορτάσει ο κόσμος ψωμάκι, είπε, τότες τηνε ξάνω χαλάλι τη ζωή που δίνω.»
Στο Γουδί ήταν όλα έτοιμα για την εκτέλεση. Εκεί το απόσπασμα, ο ιερέας κι ο βασιλικός επίτροπος. Με κάποια καθυστέρηση έφτασε η κλούβα με τ’ αγόρια. Το μάτι της Νίκης καρφώθηκε στην πόρτα. Τη στιγμή που θ’ αντάμωναν οι ματιές τους αυτήν περίμενε, γι’ αυτήν είχε φτάσει ως το εκτελεστικό και δε θα την άλλαζε ούτε με την αιωνιότητα.
Η πόρτα άνοιξε και πήδησε πρώτος ο ένας απ’ τους δυο φίλους του Αντώνη. Της έστειλε ένα συγκινημένο χαμόγελο. Μα γιατί δε βιάστηκε να βγει εκείνος; Πώς άφησαν να κλέψουν οι άλλοι τις δικές τους στιγμές; Πήδησε κι ο δεύτερος κι ήθελε κάτι να της πει. «Νίκη…» έκανε μα δε συνέχισε, κατέβασε το κεφάλι. Η πόρτα της κλούβας έκλεισε και δεν ξανάνοιξε. Θεέ και Κύριε! Πού είναι ο Αντώνης; Ο αρχιφύλακας που συνόδευε τους νέους πλησίασε το βασιλικό επίτροπο, κάτι του είπε, κάτι του έδωσε. Δεν άργησε να μαθευτεί. Ο Αντώνης είχε κάνει δήλωση κι οι γονιοί του, που διαθέτανε τεράστια μέσα, καταφέρανε την ύστατη στιγμή να πετύχουνε αναστολή!
Όσοι είδαν τη Νίκη να πεθαίνει είπαν πως στήθηκε άντικρυ στο εκτελεστικό όπως στήνεσαι σαν είναι να σε φωτογραφίσουν. Δεν ήτανε ολότελα φυσική. Είχε τεντωθεί περισσότερο απ’ όσο έπρεπε. Κρατούσε απ’ το χέρι και την εργάτρια που φοβόταν το θάνατο. Η ίδια πώς να τον φοβηθεί πια;
Λίγες μέρες αργότερα ήρθαν η μητέρα κι ο πατέρας της να πάρουν τα ρούχα της. Κλαίγανε απελπισμένα. «Δεν το ‘χαμε φανταστεί τέτοιο κακό. Εκτελούνε κορίτσια! Γίνονται τέτοια εγκλήματα στον τόπο μας και δεν το ξέρουμε; Τώρα τι να κάνουμε;» Πήγαν στον τάφο της, γονάτισαν και ζητούσαν απελπισμένα συχώρεση. «Η τιμωρία μας θα είναι ο αιώνιος καημός που θα μας καίει».
Ιστορίες σαν κι αυτή (υποθέτω ότι) περιλαμβάνουν κι οι αφηγήσεις των 33 γυναικών του δημοκρατικού στρατού που περιλαμβάνει η ταινία η ζωή στους βράχους που προβάλλεται από σήμερα και για μία βδομάδα στον κινηματογράφο τριανόν στην αθήνα.
Προς το παρόν ας δούμε τι λέει η δημιουργός της ταινίας αλίντα δημητρίου σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη στο πριν.
Καταρχήν τι είναι εμφύλιος; Με το υλικό που έχω μαζέψει μπορώ να πω ότι ο εμφύλιος δεν είναι ένας δόκιμος όρος. Δεν υπήρξε εμφύλιος πόλεμος διότι απ’ τη μια μεριά ήταν οι αντιστασιακοί και από την άλλη ποιοι; Δεν ήταν άλλοι έλληνες, αλλά η συνέχεια των δοσιλόγων, των παρακρατικών, όλων αυτών που συνεργάστηκαν με τους γερμανούς. (…) Αυτοί που πήγαν με τον εθνικό στρατό στρατολογήθηκαν, δεν πήγαν εθελοντές. Αυτό που λένε ένας αδερφός από ‘δω, ένας αδερφός από ‘κει δε στέκει. Είναι για να σκεπάσουμε τα πραγματικά γεγονότα και βάζουμε αυτή τη συναισθηματική σφήνα στη μέση.
60 χρόνια την άλλη άποψη ακούμε. Αν έχουν κάτι σαν τις γυναίκες στο δημοκρατικό στρατό, ιδού η ρόδος ιδού και το πήδημα, να το φτιάξουν. Εγώ δεν τις ξέρω, υπάρχουν τέτοιες γυναίκες;
Η αντικειμενικότητα είναι ένας όρος της μετανεωτερικότητας, ο οποίος ισχύει για άψυχα αντικείμενα κι εμείς το χρησιμοποιούμε στα έμψυχα. Στα έμψυχα χρειάζεται άλλη ορολογία, άλλη μεθοδολογία.
Μια γυναίκα στην πρώτη ταινία, τα Πουλιά, λέει «τι είναι Αντίσταση; Αντίσταση είναι να περιφρουρείς την αξιοπρέπειά σου». (…) Είναι περιπτώσεις οι οποίες ξεπερνάν τις δυνατότητες της καθημερινότητας. Φυσικά, δεν ήταν ηρωίδες, ήταν οι ηρωίδες που έφτιαξε η εποχή.
Τι θα πει χάσαμε, ποιος είπε ότι δεν κερδίσαμε; (…) Εγώ δε νιώθω ηττημένη. Κι οι 33 γυναίκες που παρουσιάστηκαν στην ταινία δεν είχαν καμιά ηττοπάθεια.
Το φοβόμουν εξ αρχής, πώς θα περάσει η ταινία στους νέους. Έλεγα τι πρέπει να βάλω για να έλξει τη νέα γενιά. Δεν υπήρξε τελικά καμία τέτοια ανάγκη. Το παίρνει η νέα γενιά και λέει εμείς συνεχίζουμε. Αυτές οι γυναίκες είναι το υπόβαθρο που εμείς πατάμε για να συνεχίσουμε. Διότι μέλλον χωρίς παρελθόν δε μπορεί να υπάρξει.
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς γιατί αυτή η ταινία για τον εμφύλιο δεν τυγχάνει αντίστοιχης προβολής με αυτή του βούλγαρη. Κι ακόμα πιο εύκολα γιατί αξίζει να πάει να την παρακολουθήσει.
Πώς να βάλεις λάβα στο χαρτί και να μην καούν τα χέρια σου, η καρδιά σου, ακόμα κι η τέχνη σου; Βαριά κι ανιστόρητα τα παθήματα που ακολούθησαν τη γερμανική κατοχή. Και μήπως γνώρισαν τελειωμό, να πεις μπόρα ήταν και πέρασε, έγινε ανάμνηση. Πήραμε ανάσα τριανταπέντε τόσα χρόνια, να μερέψουμε, να σταθούμε, να μετρηθούμε πεθαμένοι, ζωντανοί, ζημιωμένοι, κερδισμένοι, να δούμε πού λαθέψαμε, όλοι μαζί, δεξιοί, αριστεροί, δημοκρατικοί, να οροθετήσουμε το χτες με το σήμερα; Να γίνουμε όπως λένε, «αντικειμενικοί», ν’ αποχτήσει κι η τέχνη τη νηφαλιότητα που φέρνει η απόσταση…
Για τη χώρα μας η Αντίσταση δεν αντιπροσώπευε ένα μεγάλο κίνημα, αντιπροσώπευε ένα ολόκληρο έθνος, με εξαίρεση μια ασήμαντη δοσίλογη δεξιά και τη βασική οικογένεια των Γλύξμπουργκ. Και πώς να χαμηλώσεις το μπόι του αφυπνισμένου λαού για να χωρέσει στα χαμηλοτάβανα μέτρα του 9,3 όπως τα ήθελε η δεξιά και τα ξένα συμφέροντα; Μετακινήσεις πληθυσμών, φυλακές, εξορίες, εκτελεστικά. Ανυπόμονη, άγρια η αγγλο-αμερικάνικη επέμβαση ήθελε να τελειώνει γρήγορα με ανεξαρτησίες και «ξεπερασμένους» πατριωτισμούς. Και πόσο βαριά, πόσο τραγικά τα δικά μας απανωτά λάθη…
Λευχαιμία ξεχύθηκε στο κορμί της θυσιασμένης Ελλάδας. Άνθρωποι, πράξεις, λέξεις, σχέσεις, όλα ξεκουρντίστηκαν. Χάθηκε η σιγουριά, η ανθρωπιά. Κυνηγήθηκε η λεβεντιά, ο πατριωτισμός, η συνείδηση. Φωτιά και τσεκούρι στους απροσκύνητους, αληθινή γενοκτονία.
Κι ωστόσο πέρσεψε η αντρειά. Ξέχειλος ο άρτος της θυσίας. «Λάβετε, φάγετε…» Χιλιάδες άντρες και γυναίκες στήναν αγέρωχα την καρδιά τους στο εκτελεστικό. Θυσίαζαν τα νιάτα τους για να μην προσκυνήσουν, να μην χαραμίσουν τα όνειρα και τους αγώνες του λαού. Το μεγαλείο και το βόγκο αυτής της αδούλωτης γενιάς τρομάζεις και που τ’ αγγίζεις, καθώς πασχίζεις να δώσεις κάτι από κείνα τα χρόνια.
Τούτο το βιβλίο (σε ποιο είδος του πεζού λόγου αλήθεια να το κατατάξουμε;) το έγραψα σαν παθός που βλέπει τα χρόνια να φεύγουν και βιάζεται να ξεπληρώσει ένα χρέος. Έπρεπε να έχει εκδοθεί πριν τη δικτατορία. Δεν πρόλαβε, ατύχησε. Με τα κυνηγητά, κάψε, κρύψε, δώσε, πολτοποίησε, χάθηκαν πολύτιμα κεφάλαια που έπρεπε να γραφτούν απεξαρχής… (Τις ζημιές αυτές της τυραννίας δεν είδα κανείς να τις υπολογίζει, ούτε και μεις οι συγγραφείς…)
Αν χρειαζόταν μια εξήγηση να δώσω για το έργο, θα έλεγα για τα πρόσωπα, υπαρκτά η φτιαχτά, επώνυμα ή ανώνυμα, δεν τα παρακολουθώ πολυδιάστατα όπως σ’ ένα μυθιστόρημα, μα μέσα από τις συγκεκριμένες εκείνες πράξεις και σκέψεις τους που τονίζουν τα συμβάντα μιας εποχής και πιο συγκεκριμένα εκείνα που ακολούθησαν τον εμφύλιο.
Μαρτυρίες, ομολογίες, δοκιμασίες, καταστάσεις ατομικές και γενικές είναι στηριγμένα σε ντοκουμέντα γνωστά και άγνωστα, σχολιασμένα ή στεγνά, παρμένα ακόμα κι ατόφια απ’ τις εφημερίδες της εποχής. Με άπειρο πόνο κι εντιμότητα δούλεψα, δίχως φιλοδοξίες, αποζητώντας κάθαρση κι όχι αναμόχλευση… Ποτέ πια άνθρωποι στην ήμερη πατρίδα μας να μην ξαναδοκιμάσουν τέτοια δεινά. Κι ούτε συγγραφέας να βρεθεί μπροστά σε τόσο δύσκολο χρέος.
Κι η διδώ σωτηρίου μιλάει για τραγωδία κι εύχεται να μην τα δοκιμάσει κανείς ποτέ πια. Κάνει λόγο για τα τραγικά, απανωτά μας λάθη, για τα λάθη που κάναμε όλοι μας. Αναγνωρίζει ότι δεν παρουσιάζει πολυδιάστατα τα πρόσωπα της ιστορίας της.
Αλλά η οπτική της στα γεγονότα είναι άψογη, μακριά από τις ίσες αποστάσεις του βούλγαρη (που αν κι η ψυχή του είναι κατά δήλωσή του αριστερή, επισημαίνει ότι καμιά απ’ τις δυο πλευρές δε ζήτησε συγνώμη σε συνέντευξή του στο ένθετο επτά της ελευθεροτυπίας).
Είναι και κείνα τα όλο ειρωνεία εισαγωγικά γύρω απ’ το αντικειμενικοί (όπως λένε) που κλείνουν μέσα τους κάθε ουδέτερη κι ανυστερόβουλη ματιά παλιά και σύγχρονη.
Ακολουθεί ένα απόσπασμα του βιβλίου για τα αίτια του εμφυλίου.
Η επιτροπή που αναφέρεται στο κείμενο είναι η διεθνής επιτροπή του οηε την οποία ακολουθεί η διδώ σωτηρίου ως δημοσιογράφος του ριζοσπάστη (λίγους μήνες πριν τη διαγραφή της απ’ το κόμμα). Τα περιστατικά που αφηγείται λαμβάνουν χώρα ενώ η επιτροπή βρίσκεται καθ’ οδόν για το γράμμο.
Στην Κατερίνη σταμάτησε το κλιμάκιο να εξετάσει μάρτυρες. Αναρωτιόμασταν ποιος θα τολμούσε να φανερωθεί μέσα σε κείνη την κόλαση της τρομοκρατίας και να πει την αλήθεια για τα πραγματικά αίτια του εμφύλιου, όταν ήξερε πως την άλλη στιγμή το κουφάρι του θα κείτεται σε κάποιο χαντάκι μαχαιρωμένο από «αγνώστους». Κι όμως τόλμησαν! Κι όχι ένας και δύο. Πολλοί, πάρα πολλοί.
Μπαίνανε στην αίθουσα σαν μελλοθάνατοι. Ολοτρίγυρα στα τραπέζια καθισμένοι οι ξένοι δικαστάδες με το ψυχρό βλέμμα, τις παραπειστικές «ερωτήσεις-παγίδες» που εξυπηρετούσαν τους δικούς τους σκοπούς. Η γλώσσα των απλών ανθρώπων, καθάρια, τσουχτερή σαν την ίδια την αλήθεια. «Την αιτία γυρεύετε;» λέγανε. «Ο τρόμος είναι!» «Κανένα παλικάρι δε θ’ άφηνε τη γλύκα της ειρηνικής ζωής, να ξανατρέχει στα βουνά». «Δεν ξέρετε τι θα πει να μην ορίζεις φαμελιά ούτε βιος, ούτε τιμή. Οι ίδιοι οι χτεσινοί οι συνεργάτες των Γερμανών έρχονται νύχτα μέσα στο σπίτι σου, παίρνουν τ’ αγόρια σου, τα στήνουν στον τοίχο! Βιάζουν τα κορίτσια σου, τα στέλνουν σε φυλακές, εξορίες, ληστεύουν τα γεννήματα, σε κάνουν να λες: Θεέ μου, γιατί με τιμώρησες και γλίτωσα απ’ των Γερμανών τις σφαίρες.»
Έκανε μια μεγάλη εντύπωση μια γερόντισσα, ψηλόλιγνη, αυστηρή, τυλιγμένη στη μαύρη μαντίλα της, βάδιζε ντούρα κατά τα τραπέζια των ξένων. Της κάναν ερωτήσεις και δεν απαντούσε. Τα είχε χαμένα. Άμα της είπαν. «Έχεις παιδιά;» συνήρθε. «Οχτώ είχα και μου ‘μειναν δυο γιοι.» Πέσαν ξανά σαν λιθάρια οι ερωτήσεις. «Πού βρίσκονται και τι κάνουν οι γιοι σου;» «Μη με μπερδεύετε. Ο Δημήτρης μου είναι στον εθνικό στρατό, ο Κωνσταντής στο δημοκρατικό! Οχ, και θα σκοτώσει ο ένας τον άλλονα!» Την έπιασε ένα κλάμα. Ο Ρώσος αντιπρόσωπος της πήγε ένα ποτήρι νερό. Τι να το κάνει το νερό. Η φωτιά που την έκαιγε γύρευε άλλη γιατρειά.
Ήταν και κάποιος κτηνοτρόφος που δυσκολευόταν να πει στρωτή κουβέντα. Μίλαγε για έναν Βασίλη, «μοβόρο» που μαυρόντυσε το χωριό και που η ίδια η μάνα του σαν έμαθε πως ξέφυγε απ’ τα χέρια της αστυνομίας και θα ξανάρχιζε το όργιό του τον καταράστηκε «αστροπελέκι να πέσει να τον κάψει!». Ο Άγγλος αντιπρόσωπος ζητούσε διευκρινίσεις. «Είπατε πως το Βασίλη τον είχε πιάσει η αστυνομία και διέφυγε. Δηλαδή ήταν συμμορίτης;»
Ο κτηνοτρόφος απόφευγε ν’ απαντήσει. Τον ξαναρώτησαν μια, δυο. Ο διερμηνέας τον πίεσε. «Πες, ήταν συμμορίτης;» «Όχι, όχι λέμι. Ήταν με τσι δεξιούς.» Πάνω σ’ αυτό δέχτηκε τη βίαιη επίθεση του αντιπροσώπου της ελληνικής κυβέρνησης που θέλοντας να τον «ξεμπροστιάσει» ρωτούσε με πολλή ειρωνεία. «Να μας πει ο κύριος μάρτυς τι πρεσβεύει, για να αποδειχτεί η αξιοπιστία της καταθέσεώς του». Το πρόσωπο του γέρου κτηνοτρόφου σκλήρυνε. «Για τα μένα ρουτάει ποιος είμι; Θα τ’ πω ν' ανατριχιάσ’. Πατέρας του μουβόρου του Βασίλ’ είμι! Τ’ άκ’σις; Ο Βασίλ’ς σκότουσι κι τουν αδιρφό τ’, του καμάρ’ του χουριού μας.»
Ήρθε μάρτυρας κι ένας γιατρός, ένας κοντούτσικος αδύνατος εξηντάρης, με μαύρα ρούχα, μαύρο πουκάμισο. Γυναίκα, γιους, νύφες, αγγόνια, τον πατέρα του ογδόντα εφτά χρονών, όλους τους ξεκληρίσανε σε μια νύχτα! «Αν εγώ βρίσκομαι ζωντανός, είπε, είναι γιατί έτυχε κείνο το βράδυ να λείπω. Χτες πληροφορήθηκα πως κοπιάσατε στην πόλη μας, να μάθετε την αλήθεια για τα αίτια του εμφύλιου κι ήρθα να καταθέσω. Μη νομίζετε δεν ξέρω τι με περιμένει μόλις εσείς μπείτε στ’ αυτοκίνητά σας και φύγετε. Χάρη μεγάλη θα μου κάνουν, ακόμα και να με γδάρουν. Για μένα κατάντησε η ζωή τιμωρία…»
Κοίταζε κατάματα τους αντιπρόσωπους κι απαντούσε ίσια, δίχως υπεκφυγές και συναισθηματισμούς. «Συναχθήκατε εδώ και ρωτάτε πώς άρχισε το μακελειό. Δεν ξέρουμε τη γλώσσα σας να σας αποκριθούμε. Και στη δική μας γλώσσα αναποδογύρισαν οι λέξεις και οι έννοιες. Ξαφνικά μας είπαν πως προδότης είναι κείνος που έδωσε το αίμα της ψυχής του για την πατρίδα πολεμώντας τον ξένο καταχτητή! Και πατριώτης, άξιος να ζήσει σ’ αυτή τη χώρα είναι κείνος που συνεργάστηκε ή συμβιβάστηκε με τον οχτρό ή έκανε τον ψόφιο κοριό, κι έμεινε ουδέτερος περιμένοντας να σκοτωθούν οι άλλοι για να λευτερωθεί αυτός.»
Άμα τελείωσε την κατάθεσή του κοντοστάθηκε σαν να ‘θελε κάτι ακόμα να πει. Το μάτι του έγινε εκδικητικό. Στον πόλεμο μας στέλνατε μπαρούτι και παράσημα. Ήρωες και ημίθεους μας ανεβοκατεβάζατε. Τώρα μας ρίξατε. Τι έχει να μας πει ο αξιότιμος πατέρας της νίκης, Ουίνστον Τσώρτσιλ κι ο πρόεδρος της Αμερικής Τρούμαν για τα ιδανικά της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας και της… αυτοδιάθεσης των λαών που γι’ αυτά πολεμήσατε και πολεμήσαμε; Για μας ούτε ο πόλεμος τελείωσε, ούτε ο φασισμός πέθανε. Αν αυτό θέλατε να ‘ναι το έπαθλό μας, με γεια σας, με χαρά σας, το πετύχατε…»
Σαν τραγικός μονομάχος πάλευε ο γιατρός. Θάνατο φρικτό περίμενε, δεν περίμενε χειροκροτήματα. Τι να ‘γιναν όλοι αυτοί οι γενναίοι άνθρωποι!
Και τι να απέγιναν σήμερα καλλιτέχνες σαν τη διδώ σωτηρίου…
Απ' όλα αυτά κάποιοι σκηνοθέτες κράτησαν μονο τη μάνα και πέταξαν όλα τα υπόλοιπα. Αλλά η αξία της εντολής είναι ότι το προσωπικό αναδεικνύει το πολιτικό, δεν το σκεπάζει.
Για του λόγου το αληθές παρατίθεται ένα ακόμη απόσπασμα που αφηγείται μία από τις πολλές ιστορίες των γυναικών που κρατούνταν στις φυλακές αβέρωφ.
Μέρα νύχτα στο χνότο του θανάτου πώς ν’ ανασάνεις! Φέρανε δυο καινούριες, μια φοιτήτρια και μια δασκαλίτσα. Είχαν πιαστεί σε κρύπτη μαζί με τους σπουδαστές του Πολυτεχνείου. «Θα φάει πολλούς ακόμα το εκτελεστικό» έκανε μια υπάλληλος. «Τη γλώσσα σου να φας που γρουσουζεύεις» την αποπήρε η γιαγιά η Καστανίτσα». Τη φοιτήτρια τη λέγανε Νίκη. Ήταν είκοσι χρονών, μελαχρινή, ψηλή. Τη γλύκα του προσώπου της τη σκέπαζε μια παράταιρη για την ηλικία της σοβαρότητα –θα την έλεγες αυστηρότητα. Πάντα συλλογισμένη, απρόσιτη, ζούσε σαν ξένη ανάμεσά μας.
«Τ’ αμίλητο νερό έχει πιει ετούτη ή μας παρασταίνει την ακατάδεχτη;», πειράχτηκαν οι γυναίκες. Ήταν καινούρια στον αγώνα. Δεν ήξερε πολλά πράγματα. Καταγόταν από αστική οικογένεια της επαρχίας με παλιές αρχές. Μόλις πιάστηκε κι άρχισε ο θόρυβος στον τύπο, οι γονείς της την αποκήρυξαν και την εγκατέλειψαν για να «συνετιστεί». Η Νίκη δε σκοτιζότανε για τον εαυτό της. Για τον αρραβωνιαστικό της έτρεμε που ήταν ένας από τους τρεις της κρύπτης. Για χατίρι του είχε ριχτεί σ’ αυτή την περιπέτεια.
Μόλις οι δικηγόροι μπόρεσαν να διαβάσουν τη δικογραφία είπαν πως ήταν πολύ δύσκολα τα πράματα. Όχι μόνο για τα’ αγόρια μα και για τα κορίτσια. Η Νίκη τους άκουγε αδιάφορη. Προσπαθούσαμε να την πείσουμε να γράψει στους δικούς της και να τους πει πως κινδυνεύει η ζωή της. Έβρισκε προφάσεις. Έδειχνε την πίκρα της που την αποκηρύξανε.
Η δίκη άρχισε. Η πρόταση του βασιλικού επιτρόπου ήταν για όλους θάνατος! Η Νίκη ξαφνιάστηκε, μα ήταν κι ευχαριστημένη που πήρε την ίδια ποινή με τον αγαπημένο της. Κάναμε ξανά προσπάθειες να την πείσουμε να τηλεγραφήσει στους γονείς της. Και πάλι αρνήθηκε. Δεν άλλαζε εύκολα γνώμη. Τέλειωσε η δίκη κι η δασκαλίτσα γύρισε με είκοσι χρόνια στην πλάτη και η Νίκη μελλοθάνατη. Σκληρό παιδί, μ’ εγωισμό παραπανήσιο, δεν έδειχνε ποτέ τα αισθήματά της. Κι όμως ήξερε πως οι δικοί της είχανε πολλά μέσα και μπορούσανε να τη σώσουνε. Στη φίλη της που πήγε την τελευταία νύχτα να της κρατήσει συντροφιά είπε: «Θα βαστώ το χέρι του Αντώνη. Δε θα φοβηθώ…».
Σαν ήρθανε να την πάρουνε πέταξε κείνο το ακατάδεχτο ύφος. Γύρισε και μας κοίταξε τρυφερά. Για πρώτη και τελευταία φορά επικοινωνήσαμε. Μας αγκάλιασε, μας φίλησε μια-μια. «Τώρα κατάλαβα τον αγώνα μας! Είπε. Έχετε γεια!» Μαζί με τη Νίκη ήτανε να εκτελεστεί και μια εργάτρια μιας κάποιας ηλικίας που φοβότανε το θάνατο. Το θάρρος της Νίκης την ψύχωνε κι αυτήν. «Αν είναι παιδάκια μου να χορτάσει ο κόσμος ψωμάκι, είπε, τότες τηνε ξάνω χαλάλι τη ζωή που δίνω.»
Στο Γουδί ήταν όλα έτοιμα για την εκτέλεση. Εκεί το απόσπασμα, ο ιερέας κι ο βασιλικός επίτροπος. Με κάποια καθυστέρηση έφτασε η κλούβα με τ’ αγόρια. Το μάτι της Νίκης καρφώθηκε στην πόρτα. Τη στιγμή που θ’ αντάμωναν οι ματιές τους αυτήν περίμενε, γι’ αυτήν είχε φτάσει ως το εκτελεστικό και δε θα την άλλαζε ούτε με την αιωνιότητα.
Η πόρτα άνοιξε και πήδησε πρώτος ο ένας απ’ τους δυο φίλους του Αντώνη. Της έστειλε ένα συγκινημένο χαμόγελο. Μα γιατί δε βιάστηκε να βγει εκείνος; Πώς άφησαν να κλέψουν οι άλλοι τις δικές τους στιγμές; Πήδησε κι ο δεύτερος κι ήθελε κάτι να της πει. «Νίκη…» έκανε μα δε συνέχισε, κατέβασε το κεφάλι. Η πόρτα της κλούβας έκλεισε και δεν ξανάνοιξε. Θεέ και Κύριε! Πού είναι ο Αντώνης; Ο αρχιφύλακας που συνόδευε τους νέους πλησίασε το βασιλικό επίτροπο, κάτι του είπε, κάτι του έδωσε. Δεν άργησε να μαθευτεί. Ο Αντώνης είχε κάνει δήλωση κι οι γονιοί του, που διαθέτανε τεράστια μέσα, καταφέρανε την ύστατη στιγμή να πετύχουνε αναστολή!
Όσοι είδαν τη Νίκη να πεθαίνει είπαν πως στήθηκε άντικρυ στο εκτελεστικό όπως στήνεσαι σαν είναι να σε φωτογραφίσουν. Δεν ήτανε ολότελα φυσική. Είχε τεντωθεί περισσότερο απ’ όσο έπρεπε. Κρατούσε απ’ το χέρι και την εργάτρια που φοβόταν το θάνατο. Η ίδια πώς να τον φοβηθεί πια;
Λίγες μέρες αργότερα ήρθαν η μητέρα κι ο πατέρας της να πάρουν τα ρούχα της. Κλαίγανε απελπισμένα. «Δεν το ‘χαμε φανταστεί τέτοιο κακό. Εκτελούνε κορίτσια! Γίνονται τέτοια εγκλήματα στον τόπο μας και δεν το ξέρουμε; Τώρα τι να κάνουμε;» Πήγαν στον τάφο της, γονάτισαν και ζητούσαν απελπισμένα συχώρεση. «Η τιμωρία μας θα είναι ο αιώνιος καημός που θα μας καίει».
Ιστορίες σαν κι αυτή (υποθέτω ότι) περιλαμβάνουν κι οι αφηγήσεις των 33 γυναικών του δημοκρατικού στρατού που περιλαμβάνει η ταινία η ζωή στους βράχους που προβάλλεται από σήμερα και για μία βδομάδα στον κινηματογράφο τριανόν στην αθήνα.
Προς το παρόν ας δούμε τι λέει η δημιουργός της ταινίας αλίντα δημητρίου σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη στο πριν.
Καταρχήν τι είναι εμφύλιος; Με το υλικό που έχω μαζέψει μπορώ να πω ότι ο εμφύλιος δεν είναι ένας δόκιμος όρος. Δεν υπήρξε εμφύλιος πόλεμος διότι απ’ τη μια μεριά ήταν οι αντιστασιακοί και από την άλλη ποιοι; Δεν ήταν άλλοι έλληνες, αλλά η συνέχεια των δοσιλόγων, των παρακρατικών, όλων αυτών που συνεργάστηκαν με τους γερμανούς. (…) Αυτοί που πήγαν με τον εθνικό στρατό στρατολογήθηκαν, δεν πήγαν εθελοντές. Αυτό που λένε ένας αδερφός από ‘δω, ένας αδερφός από ‘κει δε στέκει. Είναι για να σκεπάσουμε τα πραγματικά γεγονότα και βάζουμε αυτή τη συναισθηματική σφήνα στη μέση.
60 χρόνια την άλλη άποψη ακούμε. Αν έχουν κάτι σαν τις γυναίκες στο δημοκρατικό στρατό, ιδού η ρόδος ιδού και το πήδημα, να το φτιάξουν. Εγώ δεν τις ξέρω, υπάρχουν τέτοιες γυναίκες;
Η αντικειμενικότητα είναι ένας όρος της μετανεωτερικότητας, ο οποίος ισχύει για άψυχα αντικείμενα κι εμείς το χρησιμοποιούμε στα έμψυχα. Στα έμψυχα χρειάζεται άλλη ορολογία, άλλη μεθοδολογία.
Μια γυναίκα στην πρώτη ταινία, τα Πουλιά, λέει «τι είναι Αντίσταση; Αντίσταση είναι να περιφρουρείς την αξιοπρέπειά σου». (…) Είναι περιπτώσεις οι οποίες ξεπερνάν τις δυνατότητες της καθημερινότητας. Φυσικά, δεν ήταν ηρωίδες, ήταν οι ηρωίδες που έφτιαξε η εποχή.
Τι θα πει χάσαμε, ποιος είπε ότι δεν κερδίσαμε; (…) Εγώ δε νιώθω ηττημένη. Κι οι 33 γυναίκες που παρουσιάστηκαν στην ταινία δεν είχαν καμιά ηττοπάθεια.
Το φοβόμουν εξ αρχής, πώς θα περάσει η ταινία στους νέους. Έλεγα τι πρέπει να βάλω για να έλξει τη νέα γενιά. Δεν υπήρξε τελικά καμία τέτοια ανάγκη. Το παίρνει η νέα γενιά και λέει εμείς συνεχίζουμε. Αυτές οι γυναίκες είναι το υπόβαθρο που εμείς πατάμε για να συνεχίσουμε. Διότι μέλλον χωρίς παρελθόν δε μπορεί να υπάρξει.
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς γιατί αυτή η ταινία για τον εμφύλιο δεν τυγχάνει αντίστοιχης προβολής με αυτή του βούλγαρη. Κι ακόμα πιο εύκολα γιατί αξίζει να πάει να την παρακολουθήσει.