Το ψυχογράφημά μας είναι μια ευθεία γραμμή με ζιγκ-ζαγκ που πισωγυρίζουν. Περιμένοντας τον γκοντώ, την εξομάλυνση και τον γραμμικό θάνατο. Πνίγηκε από ανυπέρβλητες αντιφάσεις, θα λέει η ιατρική διάγνωση. Διαταραγμένη κομμουνιστική προσωπικότητα με δεξιές παρεκκλίσεις κι αριστερά προσχήματα.
Σε κυριεύει σιωπηλός προβληματισμός. Και καταλήγεις διαλεκτικά στην προβληματική σιωπή.
Γιατί δε μιλάς; Γιατί δεν τους τα λες; Γιατί δε μιλάμε πια μεταξύ μας; Γιατί ανοίγουμε το στόμα μας κυριως για να πούμε μπούρδες; Γιατί εγώ να (σ)τα λέω στο πληκτρολόγιο;
Γιατί το απρόσωπο βοηθάει σήμερα στην επικοινωνία;
Τίνος πράγματος γινόμαστε κοινωνοί; Της αλλοτρίωσης, της αντικοινωνικής αποξένωσης, της εσωτερικής απελπισίας. Του σιωπηλού προβληματισμού. Μπαίνουμε οικειοθελώς στην απομόνωση μαζί με τους άλλους συγκρατούμενους.
Ξέρεις καλά πως πια δεν έχω περιθώρια. Αλλά το περιθώριο έχει πολλούς σαν κι εμένα.
Ξέρω καλά πως θα σαλτάρω αν δε με βρω. Από το κόμμα μας περνάω το παλιό. Στη λεωφόρο της κόλασης που είναι στρωμένη με καλές προθέσεις σε ζητώ. Και στη Βικτώρια. Hasta la βικτώρια siempre.
Γύρω-γύρω κόσμος εχθρικός με αγκάθια. Σα συρματόπλεγμα.
Πολύ κρύο εφέτος. Κάνει μια ψύχρα απόψε που με αρρωσταίνει. Με αρρώστιες παιδικές κι αγιάτρευτες.
Πιο κοντά, πιο κοντά, μουσκεμένο βαρίδιο βουλιάζω τους γύρω μου.
Πώς φτάσαμε σε αυτή την κατάντια; Να μιλάμε πιο άνετα από οθόνες και πληκτρολόγια; Χωρίς να έχουμε τον άλλον απέναντι, να τον κοιτάς στα μάτια, να ρουφάς τις εκφράσεις του, πώς σκέφτεται, πώς αντιδρά σε ό,τι του λες. Μάλλον δεν σε ενδιαφέρει. Σημασία έχει μόνο να του τα πεις.
Χρειαζόμαστε όμως ένα καλό άλλοθι.
Να εγώ για παράδειγμα, τα καταφέρνω καλύτερα στο γραπτό. Από κοντά εμπνέω στον άλλο να με διακόψει και να με κομπλάρει, ισως το γράφει στη φάτσα μου. Απο μακριά όμως όχι. Και να θέλει δηλ δε μπορεί να το κάνει. Γράφω ένα κατεβατό κι αν θέλει το διαβάζει.
Δε ζηλεύεις όμως αυτούς που έχουν αναπτύξει την ικανότητα να τους ακούνε οι άλλοι;
Μπα, όχι ιδιαίτερα. Λίγο μαλάκες μου φαίνονται κατά βάθος οι περισσότεροι. Ιμπεριαλιστές του λόγου και της παρέας.
Συνήθως με κύρος κοινωνικά επιβαλλόμενο.
Κάντε όλοι ησυχία να ακούσουμε τη μουσμουλιά του τάδε.
Κι ύστερα ό,τι μουσμουλιά και να έχει πει είναι εκ των πραγμάτων σημαντική, γιατί αλλιώς το μούσμουλο είσαι εσύ που κάθισες και τον άκουσες με τόση προσοχή. Οπότε νιώθεις την ανάγκη να πεις κάτι προς επίρρωσιν της αυθεντίας του.
-Όπως είπε κι ο μούσμουλος πριν...
Εγώ πιο πολύ ζηλεύω τους άλλους που μπορούν να κάθονται και να σε ακούν. Προσωπικά δεν τα καταφέρνω πάντα, παρά με πολύ κόπο και προσπάθεια.
Μπορεί βέβαια να είναι εξωτερικό, ή απλώς να φοβούνται να μιλήσουν και να εκτεθούν. Αλλά και μόνο που σου εμπνέουν να μιλήσεις και να πεις αυτά που θες είναι πολύ σημαντικό. Αυταξία από μόνο του.
Αν έχεις περάσει από έναν χώρο ή από ομοφωνίες νεκροταφείων το εκτιμάς πολύ περισσότερο.
Κι ένα ντιπ για ντιπ άσχετο υστερόγραφο για το λαος.
Τόσα χρόνια, η αμηχανία για τον χαρακτήρα του φαινόταν στην αγωνία του ρίζου να βρει λόγια να το χαρακτηρίσει. Ανάγκη να δώσουμε απαντήσεις, να το εντάξουμε σε μέτρα που καταλαβαίνουμε.
Το λαος είναι... (να εδώ λείπει ο χρωματισμός της φωνής, αλλά δε μπορεί να τα έχουμε όλα δικά μας) ...τέτοιο κι αλλιώτικο. Κόμμα φασιστικό και λαϊκίζον. Απ' αυτό κι από εκείνο. Του κνούτου και της πλουτοκρατίας.
Αλλά μετά τα τελευταία γεγονότα υπάρχει σαφές καταστάλαγμα.
Το λαος είναι το κόμμα-προβοκάτορας. Αυτό είναι, τους την είπαμε.
Καπουτσίνοι απόγονοι των γερμανοτσολιάδων που φορούσαν την κουκούλα για να καταδώσουν αγωνιστές και πατριώτες. Τότε που το πραγματικό δίλημμα ήταν: ή με τις κουκούλες ή με τους αντάρτες.
Μην κοιτάς που σήμερα τους βλέπεις στο ίδιο μπλοκ...
Σάββατο 29 Μαΐου 2010
Κυριακή 23 Μαΐου 2010
Το δεύτερο μέρος για την ποίηση
Ο κομάντο στο εαρ (που πλησιάζει στο θέρος) ξαναχτυπά.
Σήμερα το δεύτερο και τελευταίο μέρος για την ποίηση.
Τα δεκατρία χρόνια από το 1936 εως το 1949 ήταν ίσως η σημαντικότερη περίοδος για την ελληνική κοινωνία τον αιώνα που πέρασε. Μεταξική δικτατορία, ελληνο-ιταλικός πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, Ήττα της Αριστεράς και μετεμφυλιακή εφιαλτική πραγματικότητα συνθέτουν το πλαίσιο, μέσα απ' το οποίο αλλάζει άρδην η ποιητική πραγματικότητα. Η μεταπολεμική ποιητική γενιά σημαδεύτηκε κυριολεκτικά από τα γεγονότα.
Η περίοδος της Αντίστασης έφερε μια προτόγνωρη λαϊκή ανάταση. Ο μεγάλος Άγγελος Σικελιανός (της γενιάς του Βάρναλη) κατεβαίνει από το σκαλί του ποιητή-μύστη και εναρμονίζεται πλήρως με την εποχή και το λαό του. Την ώρα που άλλοι μικρότεροί του ηλικιακά ποιητές το σκάνε στο Κάιρο, αυτός μένει στα χώματα που τόσο αγάπησε και δείχνει το δρόμο..
Δεν είναι τούτο πάλεμα σε μαρμαρένια αλώνια,
εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος.
Εδώ σηκώνεται όλ' η γη με τους αποθαμένους,
και με τον ίδιο θάνατο πατάει το θάνατό της.
Κι απάνω απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους
φωτάει μεμιάς Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος.
Η Ελλάδα σέρνει το χορό, ψηλά, με τους αντάρτες,
– -χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια -,
κ' είν' οι νεκροί, στα ξάγναντα, πρωτοπανηγυριώτες!
(Α. Σικελιανός, Η Αντίσταση)
Την άνοιξη του 1944 όλα δείχνουν πως η απελευθέρωση είναι κοντά. Μια απελευθέρωση που έγινε -να τα λέμε αυτά- χωρίς τη βοήθεια των συμμάχων. Μόνο ο ελληνικός και ο γιουγκοσλαβικός λαός μπορούν να περηφανεύονται γι' αυτό το κατόρθωμα ανάμεσα σ' όλους τους ευρωπαίους. Εκείνη την άνοιξη, ο Βασίλης Ρώτας (κι αυτός της γενιάς του Σικελιανού και του Βάρναλη) έγραφε..
Αδέρφια τούτ' την άνοιξη πουλιά δεν κελαϊδούνε
μον' κελαϊδούνε τ' άρματα, λαλούνε τα ντουφέκια.
Το λεν οι συναγωνιστές ψηλά στα κορφοβούνια.
Δεν είν' οι σαραντάπηχοι, του μύθου οι αντρειωμένοι
που λάμπανε απ' τα χρυσά και τα πολλά τσαπράζια,
μον' είν' οι φτωχογέννητοι κι οι φτωχοαναθρεμμένοι
εργάτες και γραμματικοί, βοσκοί και ζευγολάτες..
Αυτά την άνοιξη. Το Φθινόπωρο ήταν η μεγάλη ευκαιρία (α ρε Μακρίδη γίγαντα, α ρε καημένε Άρη!). Το χειμώνα η πρώτη μεγάλη ήττα. Στις δεκαετίες που ακολουθούν το φάντασμα της ήττας τους κυνηγάει όλους. Ο Ρίτσος, από την εξορία ήδη, θέτει το πλαίσιο:
Ακόμα δε μιλήσαμε.
Δεν είπαμε το δικό μας τραγούδι.
Έμεινε πίσω απ' τη φωνή μας η βουή μιας παρέλασης,
στριμωγμένη ανάμεσα σε χιλιάδες πόρτες,
όταν ο λαός προχωρούσε τινάζοντας τις τραγιάσκες του στον
αέρα,
όταν οι μπουρζουάδες τρέμαν πίσω απ' τα τζάμια των πολυ-
κατοικιών,
τότες που η καρδιά μας ζυγιάζονταν ανάμεσα σε χιλιάδες καρ-
διές,
σαν ένα ζήτω ανάμεσα σε χιλιάδες κόκκινες σημαίες.
Και ο Κλείτος Κύρου (ποιητής της Α' Μεταπολεμικής Γενιάς), αργότερα, υπενθυμίζει το μέγεθος της καταστροφής..
Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε
Η βροντή της η γενιά μου καταδιώχτηκε
Σα ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα
Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο
Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν πεθαίναν
Στα νοσοκομεία κραυγάζαν έξαλλοι στα εκτελεστικά
Αποσπάσματα...
(Κλ. Κύρου, Κραυγή δέκατη πέμπτη, 1960)
Το μεταπολεμικό κοινωνικό περιβάλλον βαραίνει άσχημα τη γενιά που μεγάλωσε με τα απελευθερωτικά οράματα..
τα μέγαρα ρίχνουν έναν ίσκιο βαρύ που σπάει τη ραχοκοκκα-
λιά μας
τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι
τα παράθυρα είναι τυφλά
Οι τράπεζες ξαπλωμένες στα φαρδειά πεζοδρόμια
σαν προϊστορικά ζώα που χωνεύουν τη λεία τους
τα σταυροδρόμια σαν μεγάλοι σταυροί ακουμπισμένοι στο
χώμα
(Τ. Λειβαδίτης, Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου -απόσπασμα-,1953)
Ο Νίκος Καρούζος, ένας απ' τους μεγαλύτερους έλληνες ποιητές, προσθέτει..
Φτώχεια φωτιά φαρμάκι ο τόπος.
Κι αυτό το παλικάρι απ' τη θάλασσα
έτσι που σπάζει το φως στα μαλλιά του
χρωματιστές αχτίδες αποθεώνουν
το άνθος του κορμιού του.
Κι αυτό το παλικάρι
με τον ιδρώτα του καλοκαιριού στη βλάστησή του.
Δρόμοι με τον καημό
Σταδίου αγαπημένη -
λείπουμε
όλα φράζονται
και συ πώς στέρεψες καρδιά μου...
Τώρα γυρίζει ο καιρός
φέρνει τη χλόη
και της γαλήνης τα νερά.
Μπορώ
γυρίζω τον καιρό
βγαίνω απ' τις φλόγες...
Παιδιά γυναίκες άντρες στην οδό
υπηρέτριες με τις δικές τους ώρες
στα στήθη προσμονή
ο Βαγγέλης
κ' οι ένοχοι που τρέχουν
με ταχύτητα
πλέον των εκατό χιλιομέτρων
για να μη βλέπουμε
τα πρόσωπά τους.
(Αισθάνομαι τη νύχτα, 1961)
Ένας νεότερος (ποιητής της Β' Μεταπολεμικής Γενιάς – αν και οι κατηγοριοποιήσεις είναι αρκετά συμβατικές), ο Θωμάς Γκόρπας, αποτυπώνει με συγκλονιστικό τρόπο το κλίμα της πρωτεύουσας τη δεκαετία του '50:
Ένα παιδί σωριάστηκε μες στη γιορτή του δρόμου.
Ήταν τα μάτια του άγρια ξένα και βυθισμένα.
Το κεφάλι του στην πέτρα βρόντηξε ξεβρόντηξε
το κορμί του σαν το ελάφι και σαν τ' άλογο.
Απ' το στόμα του πετάχτηκαν αφροί
κι έπαιξαν στα μάτια σας
απ' το στόμα κι απ' τη μύτη τίναξε το αίμα του
που έκατσε στα μάτια σας κι άρχισε να κλαίει.
– - Από πείνα. Είπατε.
Τα πόδια σας πώς είναι ακόμα ανάλαφρα για τον περίπατό σας;
- Από πείνα. Είπατε.
Τα χέρια σας πώς ξεριζώθηκαν ωραίοι μου από τους ώμους σας;
- Από πείνα. Είπατε.
Τα μάτια σας πώς σκοτεινιάσαν μπρος σε τόσα χρώματα και φώτα;
- Από πείνα. Είπατε.
Σηκώστε το λοιπόν να μη βουλιάξει ο δρόμος...
(Περιστατικό στην οδό Σταδίου, 1957)
Ο Πρόδρομος Μάρκογλου (Β' Μεταπολεμική γενιά) συνεχίζει το χορό. Βλέπουμε όμως σιγά-σιγά την αρχή μιας νέας ελπίδας..
Μας τσάκισαν τα κόκκαλα.
Μέσα στους φριχτούς πόνους,
στους ακρωτηριασμούς,
πέφτει το πέπλο κι ο κόσμος
βουλιάζει
στο ύστατο σημείο,
όλοι περιμένουν να παραδώσουμε την ψυχή μας,
το καρφί τρυπάει το κόκκαλο
αναδύεται η γνώση,
γυαλιστερό μαχαίρι,
ανέρχεται καθώς βεγγαλικό,
μας ξαναστήνει στα πόδια,
η υπέρτατη και τρομερή γνώση,
μέσα και πέρα από κάθε απώλεια,
έτοιμοι να χάσουμε,
να κερδίσουμε
πάλι και πάλι
τον κόσμο.
(Έσχατη υπόσχεση, Οκτώβρης 1965)
Αυτός που ξεχωρίζει από το όλο κλίμα και επιμένει σε υψηλούς τόνους πως υπάρχουνε προυποθέσεις για μια καινούργια/ άνοιξη, είναι βέβαια ο Μιχάλης Κατσαρός. Ο 'έλληνας Μαγιακόφσκι' αντικρούει οποιονδήποτε πρόσκαιρο συμβιβασμό, κατακρίνει τις παλλινωδίες της ηγεσίας, μένει όρθιος και διεκδικεί το όραμα..
(...)Για τούτο παρέμεινα με τα κουρέλια μου
όπως με γέννησε η Γαλλική Επανάσταση
όπως με γέννησε η απελευθέρωση των νέγρων
όπως με γέννησες μάνα μου Ισπανία.
ένας σκοτεινός συνωμότης
(Δωριείς, 1953)
Και..
(...)Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι
η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος
μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούργια μακρινή μου ανάσταση
μαζεύω.
(Κατά Σαδδουκαίων, 1953)
Παράλληλα, είναι η εποχή που αρχίζει απ' τους ποιητές η σκληρή κριτική στο Κόμμα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Μια κριτική που θα πάρει πολλές και διάφορες μορφές, αισθητικές και θεματικές. Να σημειωθεί ότι οι φορείς αυτής της κριτικής είναι οι ποιητές της Α' Μεταπολεμικής Γενιάς, αυτοί δηλαδή που έζησαν ως εικοσάρηδες την εποποιία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ανδρώθηκαν στις φυλακές και τις εξορίες. Ο Άρης Αλεξάνδρου, απ' τους μεγαλύτερους ποιητές της γενιάς του, είναι ο πιο κατηγορηματικός (γι' αυτό και λοιδορείται ακόμα και σήμερα από ημιμαθή και ανιστόρητα μέλη του κσ...) :
Σύντροφε, κοιμάσαι;
Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμμιά σελίδα μαρξισμού
που να βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί
σαν τη σιωπή μου
στις κόρες των ματιών της;
(Ανεπίδοτα γράμματα, 13, 1952)
Επίσης, το ελαφρώς εμπαθές αλλά στενόχωρα αληθινό..
(...)Είναι κι άλλοι πούχουν στοκ
μαύρες ταινίες δάφνινα στεφάνια
και με πρώτη ευκαιρία
μπαίνουν στο κόπο να τυπώσουν τα χρυσωμένα γράμματα:
“ Εις μνήμην των ηρώων που πέσαν πολεμώντας τον προδότη
Τίτο ”.
“ Ενθάδε κείνται όσοι πέσαν χτυπημένοι
απ' τις συκοφαντίες του Ζαχαριάδη ”.
Μετά την ολομέλεια
σκοντάφτω συνεχώς σε πεσμένες μαριονέττες.
Σπάσανε βλέπεις οι κλωστές που κρατούσε κείνος ο “φαντάρος
της ελευθερίας”.
Φυσικά ξανασηκώθηκαν αμέσως.
Ευτυχώς, όλο και κάποιος βρίσκεται να ξέρει από κόμπους.
Με τη νέα ταχτική
μια και τους είπανε πως πρέπει να βάζουνε σε σκέψη το μυαλό
τους
(μισή ωρίτσα πριν και κάνα δεκάλεπτο μετά το φαγητό)
καταβάλουν όπως είδα φιλοτίμους προσπαθείας.
Σαν να φοβάμαι μόνο πως όλο το ημίωρο το ξοδεύουνε στη
σκέψη πως αργεί
η νέα διαταγή που θα ορίζει
τί συγκεκριμμένα θα πρέπει να σκεφτούν.
(Συνομιλώ άρα υπάρχω, 1959)
Και το τελειωτικό..
Μια μέρα τούτο το βιβλίο
θα βρίσκεται στην έδρα του δικαστηρίου
δίπλα σε σκουριασμένους σιδεροσωλήνες οδηγούς ρητορικής σε
χάρτες επιτελικούς κομμάτια ασβέστη από σπασμένα α-
γάλματα.
Θα βρίσκεται κι αυτό κιτρινισμένο δίπλα στα τεκμήρια
σαν νεκροκεφαλή
της δεκαετίας μου
που σεις δολοφονήσατε
εσείς
πολεμοκάπηλοι
εσείς
ψευτοκομμουνιστές.
(Τεκμήριο, 1959)
Ο έταιρος μείζονας της γενιάς, ο Μανώλης Αναγνωστάκης, συνεχίζει στο ίδιο μήκος κύματος, σε διαφορετική συχνότητα..
Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημέ-
νων στρατιωτών
Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας
φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους δια-
βάτες
Για τα προάυλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων (...)
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά
Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν
έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλή-
θους.
(Μιλώ..., 1956)
Κάπου εδώ, έρχεται σαν οδοστρωτήρας ο 'σκοτεινός συνωμότης', για να τα τινάξει όλα στον αέρα – έτσι ώστε να ξαναβρεί το νόημα..
Ώ Ρόζα Λούξεμπουργκ, Λένιν, ποιητές.
Ώ Τέλμαν Τάνεφ
παγωμένοι σε επίσημες αίθουσες
δαφνοστεφείς ήρωες
μυθικά πρόσωπα
ελάτε.
Οι εξουσίες σήμερα χαϊδεύονται σαν
ερωτιάρες γάτες πάνω στις στέγες μας
Οι πρόεδροι ανταλλάσουν επισκέψεις
Οι πατριάρχες πάλι ενθρονίζονται
Κάτω από τα νόμιμα κάδρα σας
μας περιπαίζουν.
Εγώ έχω μέσα στη θυμησή μου
την ώρα που ανέβαινε το πλήθος στις σκάλες
με τη φωτιά κρατώντας τη μεγάλη ταμπέλα
'' Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ ''
Έχω στη θύμησή μου την ατμομηχανή που έφερε
τη νύχτα τον Λένιν
τον έξαλλο Μαγιακόφσκι που πυροβολούσε
τους υπουργούς
τους φοιτητές αγκαλιασμένους με τους χωριάτες.
Πώς βγήκανε πάλι απ' αυτή τη φωτιά
ο Κος Διευθυντής
ο διπλωματικός ακόλουθος
ο Κος πρέσβης;
Και τώρα τί πρέπει να γίνει
σ' αυτό το νεκροταφείο των ονομάτων
σ' αυτό το νεκροταφείο των λέξεων;
Πώς θα ξαναβαφτίσουμε τις πυρκαγιές
''ελευθερία'', ''ισότητα'', ''Σοβιέτ'', ''εξουσία'';
(Μ. Κατσαρός, Στο νεκρό δάσος,1953)
'Ετσι είχαν τα πράγματα αγαπητοί αναγνώστες. Έτσι ακριβώς, όπως τα διαβάζετε. Το '68 δεν έπεσε από τον ουρανό..
Οι δεκαετίες που ακολουθούν σημαδεύονται απ' τη διπλή περιπέτεια της Δικτατορίας και της μεταπολίτευσης, που οδηγεί φυσικά στα ήρεμα(;) νερά του 'σοσιαλισμού' του γιού του γέρου της Αγγλοκρατίας.
Και σ' αυτή τη περίοδο, οι μνήμες της Κατοχής και τις Αντίστασης παραμένουν επίμονα παρούσες. Και ως τέτοιες, ορίζουν διαλεκτικά και το ίδιο το παρόν -όπως βλέπουμε στο πολύ ωραίο ποιήμα του θεσσαλονικιού Γιώργου Ιωάννου:
Όλοι σωπαίνουν γύρω μου, λοξοκοιτάζουν .
Και το γκαρσόνι μου μιλάει στον πληθυντικό,
με τις καλύτερες ελληνικούρες του ρεπερτορίου του.
Κι όμως εδώ, σ' αυτό το μαγαζί,
μια νύχτα του σαραντατέσσερα, χορεύανε.
Λαχτάριζε το σώμα τους, γραφότανε .
Τα ρούχα τα τριμμένα είχαν ομορφήνει.
Τότε, πηδώντας ένα-ένα τα σκαλιά,
σβούριξε μέσα στο χορό κείνη η ειροβομβίδα.
(Σ' αυτό το μαγαζί, 1973)
Δέκα χρόνια μετά, ο υπερρεαλιστής της Α' Μεταπολεμικής γενιάς, Έκτωρ Κακναβάτος (ίσως ο τελευταίος επιζών της γενιάς του, αειθαλέστατος μέχρι και σήμερα – υπέγραψε μάλιστα το κείμενο του Μπιτσάκη για την υπόθεση Άγρα...) θα επιμένει να υπενθυμίζει:
(…)Ύστερις σηκωτόν τονε πήρανε οι τέσσερις.
δεν είχαν μάτια
ούτε αυτιά
ούτε χέρια
ούτε γλώσσα
ούτε στόμα
μόνο κατηφοριά ίσια μέσα τους
που λίγο λίγο τους κατάπιε.
Να θυμάσαι, που μόνο το κεφάλι του,
σαν άστρο μες στο σύννεφο,
μόνο το κεφάλι του κρεμάσανε
στα Τρίκαλα...
αδύνατο λοιπό να τ' αρνηθείς:
ίσαμε δω ο κλήρος μας
αίμα του Οφιούχου.
(Υπόμνημα για το αίμα του Οφιούχου, 1983)
Η μεταπολίτευση είναι δύσκολη περίοδος, αντιφατική. Οι ποιητές, σύμφωνα με τον σ. Σαμπετάι, την αντιμετωπίζουν 'ως χάος'. Ο βολιώτης ποιητής Μανώλης Μπαλλής προσπαθεί να κολυμπήσει στα θολά νερά:
Απόδοση βαθμοί μηδέν λόγω όμως ιδιοκτησίας της μπάλλας 1.
Δίνομαι ξοδεύομαι σπαταλιέμαι κανένα τηλέφωνο δεν απαντά αν
δεν αναφέρεις όνομα και επίθετο γιατί οι ξένοι κι όχι οι Εαμογενείς.
Το ξύσιμο, το γνέψιμο, το βήξιμο το ανακάθισμα τα βλέμματα, παρέες, επαφές διπρόσωπο. Πότε επιτέλους θα ρεύσουμε πριν μας
γνέψουν λαχειοπώλες, περιπτεριούχοι, ταξιτζήδες, γκαρσόνια, τοστατζήδες, χαρτοκλέφτες, προαγωγοί, μπαρόβιες και μοναχικοί
ψυχολόγοι.
Ψόμα δώμα
και το κόμμα έχει χρώμα
Απεργία με μανία
μα στα βόρεια κάνει κρύα.
Ώρες που πλέκουν
σπαθιά που κλαδεύουν
πριόνια που κόβουν νύχια
Δεν νίπτω τα χέρια μου
προτιμώ να πλυθώ ολόκληρος
(Οι πλάτανοι, εμείς και...εφεδρίες, 1982)
Ο επίσης βολιώτης Θανάσης Κωσταβάρας (15 χρονών έφεδρος ΕΛΑΣίτης στα βουνά του Πηλίου) καταθέτει τη δική του εκδοχή για το κοινωνικό προτσές. Ό,τι πρέπει, κατά τη γνώμη μου, για τη συγκυρία στην οποία γράφει..
Όμως δεν είναι τούτος ο χειμώνας, χρόνια τώρα που κρατάει
δεν είναι τούτος ο κακός χειμώνας πέρασμα.
Να ΄ρθεί ξανά μια άνοιξη, νά 'ρθει ένα καλοκαίρι.
Να σμίξει ασκέρι στα βουνά.
Χλωμά τσογλάνια έχουν πιάσει τα στενά.
Πιάσαν τα πόστα, πιάσαν τα περάσματα.
Δε μένει άλλος δρόμος.
Με τα κοντά μαχαίρια τώρα. Στα τυφλά.
Με τα κοντά μαχαίρια να ριχτούμε, να τελειώνουμε.
(Θ. Κωσταβάρας, Εννιά μικρά κομμάτια για τσαμπουνά, 1982)
Το 1986 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το αποποιήθηκε.
Απ' την άλλη, ο Λευτέρης Πούλιος, κύριος εκπρόσωπος της νέας γενιάς της Αμφισβήτησης (Γενιά του '70), περιπλανώμενος στο κέντρο της πρωτεύουσας..
Δρόμοι πλάι σε στραφτερές βιτρίνες, πλάι
σ' αγάλματα ή ανάμεσα από μαγαζιά κι
εργοστάσια. Δρόμε έξω απ' το πανεπιστήμιο.
Έξω απ' το κτίριο της Βουλής. Δρόμε εθνικέ.
Δρόμοι της συνοικίας. Δρόμοι μαστιγωμένοι
από πίσσα και αίμα. Φτιαγμένοι με φωνές
και χαλίκια. Κάτω απ' το βάρος
οδοστρωτήρων και χιλιάδων διαδηλώσεων.
Δρόμε, σάβανο του Γρηγόρη, του Σωτήρη, του Τάσου.
Δρόμοι – παιάνες. Δρόμοι γιορτής.
Δρόμοι – αγωνία. Δρόμοι – φονιάδες.
Ποιά κατάρα πάνω σας έχει πέσει; (1975)
Με Πέτρουλα – Λαμπράκη (και Τάσο Τούση) -που φωνάζουν και οι χαβαλέδες του ΕΜΠ..
Τέλος, ο Καρούζος βάζει τα πράματα στη θέση τους:
Κείθε
δώθε
πιο κείθε
/ τότε πιο δώθε/
κάθεσαι καλά ή μήπως
μετεωρίζεσαι;
Στην επανάσταση
γρήγορα!
(Ζάπυρος,1981)
Λίγο ακόμα όμως και θα καταχραστούμε τη φιλοξενεία της Κ.Ε..
Είναι σίγουρο ότι η παραπάνω 'ανθολογία' είναι -κάτι παραπάνω από- ελλιπής.
Αυτό όμως που ήθελε να δείξει, είναι το τεράστιο χρυσοφόρο πολιτισμικό υπέδαφος πάνω στο οποίο κατακάθεται σήμερα ένα παχύ στρώμα μεταμοντέρνας ΜΜΕ λουμπεναρίας πολύ κακής ποιότητας. Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε ακριβώς 'τί παίζει' σήμερα, πρέπει να έχουμε καλή γνώση του τί συνέβαινε στο παρελθόν(στο συγκεκριμμένο τομέα). Μέσα από τη σύγκριση, η διαφορά αποδεικνύεται χαώδης και σου χαρίζει ένα δυνατό πολιτισμικό σοκ, παρέα με μια γεύση μελαγχολίας. Είναι ακριβώς ό,τι πρέπει για μια ρωμαλέα καινούργια αρχή. Οπότε, οι παροικούντες το Πέτρογκραντ -ή τη Βαρκελώνη- θα πρέπει να μετασχηματίσουν την ρητορική ερώτηση του τίτλου σε προτρεπτική κατάφαση.
Σε όλη τη διάρκεια του περασμένου αιώνα -ως την ίδρυση της ιδιωτικής τηλεόρασης, με πολιτική ευθύνη των συνασπισμένων- ήταν η Αριστερά που κυρίαρχα συνδέθηκε με οτιδήποτε ποιοτικό στον τομέα της πολιτιστικής παραγωγής.
Πρέπει αυτή η ηγεμονία να ξανακερδηθεί.
Αντί επιλόγου, θα ήθελα να παίξω και 'γω για λίγο το ρόλο του προφήτη ( α λα Ελύτη στο Άξιον Εστί ). Βαθιά ανάσα και πάμε λοιπόν:
-Εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου, έπειτα από δύο χρόνια ανέχειας με χορηγούς ΔΝΤ και εγχώρια ολιγαρχία, λέγε, τί βλέπεις;
-Βλέπω κάτι που έρχεται απ' το παρελθόν,
αλλά είναι γραφτό του να επιστρέψει στο μέλλον, στο δικό μας μέλλον.
-Βλέπω..
τις σκαλωσιές, το σίδερο, τον ασβέστη, το μπετόν,
χτίζοντας τ' όνειρό μας δίπλα στα σπουργίτια,
τα ειρηνικά αερόπλανα σκίζοντας το γαλάζιο,
για το ταξίδι τους στις άλλες
συντροφικές μας πολιτείες
ρίχνοντας τ' αερόπλανα χίλιες χιλιάδες χαρωπά χαρτιά
για τη μεθαυριανή πρωτομαγιά -φτεροκοπώντας τα χαρτιά
πάνω από τα κεφάλια των χτιστάδων-
η άμιλλα της ανοικοδόμησης,
οι τόρνοι,
τα τρακτέρ,
τα σφυριά,
οι καμινάδες,
οι σημαιούλες στα καινούργια γιαπιά,
το κοκκόρι της θεια-Καλής στην καινούργια μάντρα,
σύντροφε κοκκοράκι μην ξελαρυγγιάζεσαι άδικα,
ξυπνήσαμε, ξυπνήσαμε, δουλεύουμε .
και μια κοπέλα δεκαοχτάχρονη, κοκκινομάγουλη, δίχως γυαλιά
μια νέα κομμουνίστρια δροσερή και σοβαρή
με μια καρώ ποδιά γαλάζια και κόκκινη
επιβλέποντας την άμιλλα των κοριτσιών στα υφαντουργεία
μια δυνατή, μια γελαστή, κοκκινομάγουλη κοπέλα :
η Λαϊκή Δημοκρατία της Ελλάδας.
(Γ. Ρίτσος,Οι Γειτονιές του Κόσμου, 1949-1951)
[ υγ1: Το κείμενο αφιερώνεται στον σ. Σαμπετάι, στον οποίο οφείλει την έμπνευσή του καθώς και μεγάλο μέρος του προλόγου.
υγ2: Συγκλονιστικό bonus track, αποκλειστικά για τους αναγνώστες του Σφυροδρέπανο... http://www.youtube.com/watch?v=MOGZ011MsDM&feature=related ]
Σήμερα το δεύτερο και τελευταίο μέρος για την ποίηση.
Τα δεκατρία χρόνια από το 1936 εως το 1949 ήταν ίσως η σημαντικότερη περίοδος για την ελληνική κοινωνία τον αιώνα που πέρασε. Μεταξική δικτατορία, ελληνο-ιταλικός πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, Ήττα της Αριστεράς και μετεμφυλιακή εφιαλτική πραγματικότητα συνθέτουν το πλαίσιο, μέσα απ' το οποίο αλλάζει άρδην η ποιητική πραγματικότητα. Η μεταπολεμική ποιητική γενιά σημαδεύτηκε κυριολεκτικά από τα γεγονότα.
Η περίοδος της Αντίστασης έφερε μια προτόγνωρη λαϊκή ανάταση. Ο μεγάλος Άγγελος Σικελιανός (της γενιάς του Βάρναλη) κατεβαίνει από το σκαλί του ποιητή-μύστη και εναρμονίζεται πλήρως με την εποχή και το λαό του. Την ώρα που άλλοι μικρότεροί του ηλικιακά ποιητές το σκάνε στο Κάιρο, αυτός μένει στα χώματα που τόσο αγάπησε και δείχνει το δρόμο..
Δεν είναι τούτο πάλεμα σε μαρμαρένια αλώνια,
εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος.
Εδώ σηκώνεται όλ' η γη με τους αποθαμένους,
και με τον ίδιο θάνατο πατάει το θάνατό της.
Κι απάνω απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους
φωτάει μεμιάς Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος.
Η Ελλάδα σέρνει το χορό, ψηλά, με τους αντάρτες,
– -χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια -,
κ' είν' οι νεκροί, στα ξάγναντα, πρωτοπανηγυριώτες!
(Α. Σικελιανός, Η Αντίσταση)
Την άνοιξη του 1944 όλα δείχνουν πως η απελευθέρωση είναι κοντά. Μια απελευθέρωση που έγινε -να τα λέμε αυτά- χωρίς τη βοήθεια των συμμάχων. Μόνο ο ελληνικός και ο γιουγκοσλαβικός λαός μπορούν να περηφανεύονται γι' αυτό το κατόρθωμα ανάμεσα σ' όλους τους ευρωπαίους. Εκείνη την άνοιξη, ο Βασίλης Ρώτας (κι αυτός της γενιάς του Σικελιανού και του Βάρναλη) έγραφε..
Αδέρφια τούτ' την άνοιξη πουλιά δεν κελαϊδούνε
μον' κελαϊδούνε τ' άρματα, λαλούνε τα ντουφέκια.
Το λεν οι συναγωνιστές ψηλά στα κορφοβούνια.
Δεν είν' οι σαραντάπηχοι, του μύθου οι αντρειωμένοι
που λάμπανε απ' τα χρυσά και τα πολλά τσαπράζια,
μον' είν' οι φτωχογέννητοι κι οι φτωχοαναθρεμμένοι
εργάτες και γραμματικοί, βοσκοί και ζευγολάτες..
Αυτά την άνοιξη. Το Φθινόπωρο ήταν η μεγάλη ευκαιρία (α ρε Μακρίδη γίγαντα, α ρε καημένε Άρη!). Το χειμώνα η πρώτη μεγάλη ήττα. Στις δεκαετίες που ακολουθούν το φάντασμα της ήττας τους κυνηγάει όλους. Ο Ρίτσος, από την εξορία ήδη, θέτει το πλαίσιο:
Ακόμα δε μιλήσαμε.
Δεν είπαμε το δικό μας τραγούδι.
Έμεινε πίσω απ' τη φωνή μας η βουή μιας παρέλασης,
στριμωγμένη ανάμεσα σε χιλιάδες πόρτες,
όταν ο λαός προχωρούσε τινάζοντας τις τραγιάσκες του στον
αέρα,
όταν οι μπουρζουάδες τρέμαν πίσω απ' τα τζάμια των πολυ-
κατοικιών,
τότες που η καρδιά μας ζυγιάζονταν ανάμεσα σε χιλιάδες καρ-
διές,
σαν ένα ζήτω ανάμεσα σε χιλιάδες κόκκινες σημαίες.
Και ο Κλείτος Κύρου (ποιητής της Α' Μεταπολεμικής Γενιάς), αργότερα, υπενθυμίζει το μέγεθος της καταστροφής..
Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε
Η βροντή της η γενιά μου καταδιώχτηκε
Σα ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα
Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο
Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν πεθαίναν
Στα νοσοκομεία κραυγάζαν έξαλλοι στα εκτελεστικά
Αποσπάσματα...
(Κλ. Κύρου, Κραυγή δέκατη πέμπτη, 1960)
Το μεταπολεμικό κοινωνικό περιβάλλον βαραίνει άσχημα τη γενιά που μεγάλωσε με τα απελευθερωτικά οράματα..
τα μέγαρα ρίχνουν έναν ίσκιο βαρύ που σπάει τη ραχοκοκκα-
λιά μας
τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι
τα παράθυρα είναι τυφλά
Οι τράπεζες ξαπλωμένες στα φαρδειά πεζοδρόμια
σαν προϊστορικά ζώα που χωνεύουν τη λεία τους
τα σταυροδρόμια σαν μεγάλοι σταυροί ακουμπισμένοι στο
χώμα
(Τ. Λειβαδίτης, Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου -απόσπασμα-,1953)
Ο Νίκος Καρούζος, ένας απ' τους μεγαλύτερους έλληνες ποιητές, προσθέτει..
Φτώχεια φωτιά φαρμάκι ο τόπος.
Κι αυτό το παλικάρι απ' τη θάλασσα
έτσι που σπάζει το φως στα μαλλιά του
χρωματιστές αχτίδες αποθεώνουν
το άνθος του κορμιού του.
Κι αυτό το παλικάρι
με τον ιδρώτα του καλοκαιριού στη βλάστησή του.
Δρόμοι με τον καημό
Σταδίου αγαπημένη -
λείπουμε
όλα φράζονται
και συ πώς στέρεψες καρδιά μου...
Τώρα γυρίζει ο καιρός
φέρνει τη χλόη
και της γαλήνης τα νερά.
Μπορώ
γυρίζω τον καιρό
βγαίνω απ' τις φλόγες...
Παιδιά γυναίκες άντρες στην οδό
υπηρέτριες με τις δικές τους ώρες
στα στήθη προσμονή
ο Βαγγέλης
κ' οι ένοχοι που τρέχουν
με ταχύτητα
πλέον των εκατό χιλιομέτρων
για να μη βλέπουμε
τα πρόσωπά τους.
(Αισθάνομαι τη νύχτα, 1961)
Ένας νεότερος (ποιητής της Β' Μεταπολεμικής Γενιάς – αν και οι κατηγοριοποιήσεις είναι αρκετά συμβατικές), ο Θωμάς Γκόρπας, αποτυπώνει με συγκλονιστικό τρόπο το κλίμα της πρωτεύουσας τη δεκαετία του '50:
Ένα παιδί σωριάστηκε μες στη γιορτή του δρόμου.
Ήταν τα μάτια του άγρια ξένα και βυθισμένα.
Το κεφάλι του στην πέτρα βρόντηξε ξεβρόντηξε
το κορμί του σαν το ελάφι και σαν τ' άλογο.
Απ' το στόμα του πετάχτηκαν αφροί
κι έπαιξαν στα μάτια σας
απ' το στόμα κι απ' τη μύτη τίναξε το αίμα του
που έκατσε στα μάτια σας κι άρχισε να κλαίει.
– - Από πείνα. Είπατε.
Τα πόδια σας πώς είναι ακόμα ανάλαφρα για τον περίπατό σας;
- Από πείνα. Είπατε.
Τα χέρια σας πώς ξεριζώθηκαν ωραίοι μου από τους ώμους σας;
- Από πείνα. Είπατε.
Τα μάτια σας πώς σκοτεινιάσαν μπρος σε τόσα χρώματα και φώτα;
- Από πείνα. Είπατε.
Σηκώστε το λοιπόν να μη βουλιάξει ο δρόμος...
(Περιστατικό στην οδό Σταδίου, 1957)
Ο Πρόδρομος Μάρκογλου (Β' Μεταπολεμική γενιά) συνεχίζει το χορό. Βλέπουμε όμως σιγά-σιγά την αρχή μιας νέας ελπίδας..
Μας τσάκισαν τα κόκκαλα.
Μέσα στους φριχτούς πόνους,
στους ακρωτηριασμούς,
πέφτει το πέπλο κι ο κόσμος
βουλιάζει
στο ύστατο σημείο,
όλοι περιμένουν να παραδώσουμε την ψυχή μας,
το καρφί τρυπάει το κόκκαλο
αναδύεται η γνώση,
γυαλιστερό μαχαίρι,
ανέρχεται καθώς βεγγαλικό,
μας ξαναστήνει στα πόδια,
η υπέρτατη και τρομερή γνώση,
μέσα και πέρα από κάθε απώλεια,
έτοιμοι να χάσουμε,
να κερδίσουμε
πάλι και πάλι
τον κόσμο.
(Έσχατη υπόσχεση, Οκτώβρης 1965)
Αυτός που ξεχωρίζει από το όλο κλίμα και επιμένει σε υψηλούς τόνους πως υπάρχουνε προυποθέσεις για μια καινούργια/ άνοιξη, είναι βέβαια ο Μιχάλης Κατσαρός. Ο 'έλληνας Μαγιακόφσκι' αντικρούει οποιονδήποτε πρόσκαιρο συμβιβασμό, κατακρίνει τις παλλινωδίες της ηγεσίας, μένει όρθιος και διεκδικεί το όραμα..
(...)Για τούτο παρέμεινα με τα κουρέλια μου
όπως με γέννησε η Γαλλική Επανάσταση
όπως με γέννησε η απελευθέρωση των νέγρων
όπως με γέννησες μάνα μου Ισπανία.
ένας σκοτεινός συνωμότης
(Δωριείς, 1953)
Και..
(...)Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι
η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος
μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούργια μακρινή μου ανάσταση
μαζεύω.
(Κατά Σαδδουκαίων, 1953)
Παράλληλα, είναι η εποχή που αρχίζει απ' τους ποιητές η σκληρή κριτική στο Κόμμα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Μια κριτική που θα πάρει πολλές και διάφορες μορφές, αισθητικές και θεματικές. Να σημειωθεί ότι οι φορείς αυτής της κριτικής είναι οι ποιητές της Α' Μεταπολεμικής Γενιάς, αυτοί δηλαδή που έζησαν ως εικοσάρηδες την εποποιία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ανδρώθηκαν στις φυλακές και τις εξορίες. Ο Άρης Αλεξάνδρου, απ' τους μεγαλύτερους ποιητές της γενιάς του, είναι ο πιο κατηγορηματικός (γι' αυτό και λοιδορείται ακόμα και σήμερα από ημιμαθή και ανιστόρητα μέλη του κσ...) :
Σύντροφε, κοιμάσαι;
Ήθελα να μου πεις, ξέρεις καμμιά σελίδα μαρξισμού
που να βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί
σαν τη σιωπή μου
στις κόρες των ματιών της;
(Ανεπίδοτα γράμματα, 13, 1952)
Επίσης, το ελαφρώς εμπαθές αλλά στενόχωρα αληθινό..
(...)Είναι κι άλλοι πούχουν στοκ
μαύρες ταινίες δάφνινα στεφάνια
και με πρώτη ευκαιρία
μπαίνουν στο κόπο να τυπώσουν τα χρυσωμένα γράμματα:
“ Εις μνήμην των ηρώων που πέσαν πολεμώντας τον προδότη
Τίτο ”.
“ Ενθάδε κείνται όσοι πέσαν χτυπημένοι
απ' τις συκοφαντίες του Ζαχαριάδη ”.
Μετά την ολομέλεια
σκοντάφτω συνεχώς σε πεσμένες μαριονέττες.
Σπάσανε βλέπεις οι κλωστές που κρατούσε κείνος ο “φαντάρος
της ελευθερίας”.
Φυσικά ξανασηκώθηκαν αμέσως.
Ευτυχώς, όλο και κάποιος βρίσκεται να ξέρει από κόμπους.
Με τη νέα ταχτική
μια και τους είπανε πως πρέπει να βάζουνε σε σκέψη το μυαλό
τους
(μισή ωρίτσα πριν και κάνα δεκάλεπτο μετά το φαγητό)
καταβάλουν όπως είδα φιλοτίμους προσπαθείας.
Σαν να φοβάμαι μόνο πως όλο το ημίωρο το ξοδεύουνε στη
σκέψη πως αργεί
η νέα διαταγή που θα ορίζει
τί συγκεκριμμένα θα πρέπει να σκεφτούν.
(Συνομιλώ άρα υπάρχω, 1959)
Και το τελειωτικό..
Μια μέρα τούτο το βιβλίο
θα βρίσκεται στην έδρα του δικαστηρίου
δίπλα σε σκουριασμένους σιδεροσωλήνες οδηγούς ρητορικής σε
χάρτες επιτελικούς κομμάτια ασβέστη από σπασμένα α-
γάλματα.
Θα βρίσκεται κι αυτό κιτρινισμένο δίπλα στα τεκμήρια
σαν νεκροκεφαλή
της δεκαετίας μου
που σεις δολοφονήσατε
εσείς
πολεμοκάπηλοι
εσείς
ψευτοκομμουνιστές.
(Τεκμήριο, 1959)
Ο έταιρος μείζονας της γενιάς, ο Μανώλης Αναγνωστάκης, συνεχίζει στο ίδιο μήκος κύματος, σε διαφορετική συχνότητα..
Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημέ-
νων στρατιωτών
Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας
φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους δια-
βάτες
Για τα προάυλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων (...)
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά
Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν
έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλή-
θους.
(Μιλώ..., 1956)
Κάπου εδώ, έρχεται σαν οδοστρωτήρας ο 'σκοτεινός συνωμότης', για να τα τινάξει όλα στον αέρα – έτσι ώστε να ξαναβρεί το νόημα..
Ώ Ρόζα Λούξεμπουργκ, Λένιν, ποιητές.
Ώ Τέλμαν Τάνεφ
παγωμένοι σε επίσημες αίθουσες
δαφνοστεφείς ήρωες
μυθικά πρόσωπα
ελάτε.
Οι εξουσίες σήμερα χαϊδεύονται σαν
ερωτιάρες γάτες πάνω στις στέγες μας
Οι πρόεδροι ανταλλάσουν επισκέψεις
Οι πατριάρχες πάλι ενθρονίζονται
Κάτω από τα νόμιμα κάδρα σας
μας περιπαίζουν.
Εγώ έχω μέσα στη θυμησή μου
την ώρα που ανέβαινε το πλήθος στις σκάλες
με τη φωτιά κρατώντας τη μεγάλη ταμπέλα
'' Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ ''
Έχω στη θύμησή μου την ατμομηχανή που έφερε
τη νύχτα τον Λένιν
τον έξαλλο Μαγιακόφσκι που πυροβολούσε
τους υπουργούς
τους φοιτητές αγκαλιασμένους με τους χωριάτες.
Πώς βγήκανε πάλι απ' αυτή τη φωτιά
ο Κος Διευθυντής
ο διπλωματικός ακόλουθος
ο Κος πρέσβης;
Και τώρα τί πρέπει να γίνει
σ' αυτό το νεκροταφείο των ονομάτων
σ' αυτό το νεκροταφείο των λέξεων;
Πώς θα ξαναβαφτίσουμε τις πυρκαγιές
''ελευθερία'', ''ισότητα'', ''Σοβιέτ'', ''εξουσία'';
(Μ. Κατσαρός, Στο νεκρό δάσος,1953)
'Ετσι είχαν τα πράγματα αγαπητοί αναγνώστες. Έτσι ακριβώς, όπως τα διαβάζετε. Το '68 δεν έπεσε από τον ουρανό..
Οι δεκαετίες που ακολουθούν σημαδεύονται απ' τη διπλή περιπέτεια της Δικτατορίας και της μεταπολίτευσης, που οδηγεί φυσικά στα ήρεμα(;) νερά του 'σοσιαλισμού' του γιού του γέρου της Αγγλοκρατίας.
Και σ' αυτή τη περίοδο, οι μνήμες της Κατοχής και τις Αντίστασης παραμένουν επίμονα παρούσες. Και ως τέτοιες, ορίζουν διαλεκτικά και το ίδιο το παρόν -όπως βλέπουμε στο πολύ ωραίο ποιήμα του θεσσαλονικιού Γιώργου Ιωάννου:
Όλοι σωπαίνουν γύρω μου, λοξοκοιτάζουν .
Και το γκαρσόνι μου μιλάει στον πληθυντικό,
με τις καλύτερες ελληνικούρες του ρεπερτορίου του.
Κι όμως εδώ, σ' αυτό το μαγαζί,
μια νύχτα του σαραντατέσσερα, χορεύανε.
Λαχτάριζε το σώμα τους, γραφότανε .
Τα ρούχα τα τριμμένα είχαν ομορφήνει.
Τότε, πηδώντας ένα-ένα τα σκαλιά,
σβούριξε μέσα στο χορό κείνη η ειροβομβίδα.
(Σ' αυτό το μαγαζί, 1973)
Δέκα χρόνια μετά, ο υπερρεαλιστής της Α' Μεταπολεμικής γενιάς, Έκτωρ Κακναβάτος (ίσως ο τελευταίος επιζών της γενιάς του, αειθαλέστατος μέχρι και σήμερα – υπέγραψε μάλιστα το κείμενο του Μπιτσάκη για την υπόθεση Άγρα...) θα επιμένει να υπενθυμίζει:
(…)Ύστερις σηκωτόν τονε πήρανε οι τέσσερις.
δεν είχαν μάτια
ούτε αυτιά
ούτε χέρια
ούτε γλώσσα
ούτε στόμα
μόνο κατηφοριά ίσια μέσα τους
που λίγο λίγο τους κατάπιε.
Να θυμάσαι, που μόνο το κεφάλι του,
σαν άστρο μες στο σύννεφο,
μόνο το κεφάλι του κρεμάσανε
στα Τρίκαλα...
αδύνατο λοιπό να τ' αρνηθείς:
ίσαμε δω ο κλήρος μας
αίμα του Οφιούχου.
(Υπόμνημα για το αίμα του Οφιούχου, 1983)
Η μεταπολίτευση είναι δύσκολη περίοδος, αντιφατική. Οι ποιητές, σύμφωνα με τον σ. Σαμπετάι, την αντιμετωπίζουν 'ως χάος'. Ο βολιώτης ποιητής Μανώλης Μπαλλής προσπαθεί να κολυμπήσει στα θολά νερά:
Απόδοση βαθμοί μηδέν λόγω όμως ιδιοκτησίας της μπάλλας 1.
Δίνομαι ξοδεύομαι σπαταλιέμαι κανένα τηλέφωνο δεν απαντά αν
δεν αναφέρεις όνομα και επίθετο γιατί οι ξένοι κι όχι οι Εαμογενείς.
Το ξύσιμο, το γνέψιμο, το βήξιμο το ανακάθισμα τα βλέμματα, παρέες, επαφές διπρόσωπο. Πότε επιτέλους θα ρεύσουμε πριν μας
γνέψουν λαχειοπώλες, περιπτεριούχοι, ταξιτζήδες, γκαρσόνια, τοστατζήδες, χαρτοκλέφτες, προαγωγοί, μπαρόβιες και μοναχικοί
ψυχολόγοι.
Ψόμα δώμα
και το κόμμα έχει χρώμα
Απεργία με μανία
μα στα βόρεια κάνει κρύα.
Ώρες που πλέκουν
σπαθιά που κλαδεύουν
πριόνια που κόβουν νύχια
Δεν νίπτω τα χέρια μου
προτιμώ να πλυθώ ολόκληρος
(Οι πλάτανοι, εμείς και...εφεδρίες, 1982)
Ο επίσης βολιώτης Θανάσης Κωσταβάρας (15 χρονών έφεδρος ΕΛΑΣίτης στα βουνά του Πηλίου) καταθέτει τη δική του εκδοχή για το κοινωνικό προτσές. Ό,τι πρέπει, κατά τη γνώμη μου, για τη συγκυρία στην οποία γράφει..
Όμως δεν είναι τούτος ο χειμώνας, χρόνια τώρα που κρατάει
δεν είναι τούτος ο κακός χειμώνας πέρασμα.
Να ΄ρθεί ξανά μια άνοιξη, νά 'ρθει ένα καλοκαίρι.
Να σμίξει ασκέρι στα βουνά.
Χλωμά τσογλάνια έχουν πιάσει τα στενά.
Πιάσαν τα πόστα, πιάσαν τα περάσματα.
Δε μένει άλλος δρόμος.
Με τα κοντά μαχαίρια τώρα. Στα τυφλά.
Με τα κοντά μαχαίρια να ριχτούμε, να τελειώνουμε.
(Θ. Κωσταβάρας, Εννιά μικρά κομμάτια για τσαμπουνά, 1982)
Το 1986 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το αποποιήθηκε.
Απ' την άλλη, ο Λευτέρης Πούλιος, κύριος εκπρόσωπος της νέας γενιάς της Αμφισβήτησης (Γενιά του '70), περιπλανώμενος στο κέντρο της πρωτεύουσας..
Δρόμοι πλάι σε στραφτερές βιτρίνες, πλάι
σ' αγάλματα ή ανάμεσα από μαγαζιά κι
εργοστάσια. Δρόμε έξω απ' το πανεπιστήμιο.
Έξω απ' το κτίριο της Βουλής. Δρόμε εθνικέ.
Δρόμοι της συνοικίας. Δρόμοι μαστιγωμένοι
από πίσσα και αίμα. Φτιαγμένοι με φωνές
και χαλίκια. Κάτω απ' το βάρος
οδοστρωτήρων και χιλιάδων διαδηλώσεων.
Δρόμε, σάβανο του Γρηγόρη, του Σωτήρη, του Τάσου.
Δρόμοι – παιάνες. Δρόμοι γιορτής.
Δρόμοι – αγωνία. Δρόμοι – φονιάδες.
Ποιά κατάρα πάνω σας έχει πέσει; (1975)
Με Πέτρουλα – Λαμπράκη (και Τάσο Τούση) -που φωνάζουν και οι χαβαλέδες του ΕΜΠ..
Τέλος, ο Καρούζος βάζει τα πράματα στη θέση τους:
Κείθε
δώθε
πιο κείθε
/ τότε πιο δώθε/
κάθεσαι καλά ή μήπως
μετεωρίζεσαι;
Στην επανάσταση
γρήγορα!
(Ζάπυρος,1981)
Λίγο ακόμα όμως και θα καταχραστούμε τη φιλοξενεία της Κ.Ε..
Είναι σίγουρο ότι η παραπάνω 'ανθολογία' είναι -κάτι παραπάνω από- ελλιπής.
Αυτό όμως που ήθελε να δείξει, είναι το τεράστιο χρυσοφόρο πολιτισμικό υπέδαφος πάνω στο οποίο κατακάθεται σήμερα ένα παχύ στρώμα μεταμοντέρνας ΜΜΕ λουμπεναρίας πολύ κακής ποιότητας. Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε ακριβώς 'τί παίζει' σήμερα, πρέπει να έχουμε καλή γνώση του τί συνέβαινε στο παρελθόν(στο συγκεκριμμένο τομέα). Μέσα από τη σύγκριση, η διαφορά αποδεικνύεται χαώδης και σου χαρίζει ένα δυνατό πολιτισμικό σοκ, παρέα με μια γεύση μελαγχολίας. Είναι ακριβώς ό,τι πρέπει για μια ρωμαλέα καινούργια αρχή. Οπότε, οι παροικούντες το Πέτρογκραντ -ή τη Βαρκελώνη- θα πρέπει να μετασχηματίσουν την ρητορική ερώτηση του τίτλου σε προτρεπτική κατάφαση.
Σε όλη τη διάρκεια του περασμένου αιώνα -ως την ίδρυση της ιδιωτικής τηλεόρασης, με πολιτική ευθύνη των συνασπισμένων- ήταν η Αριστερά που κυρίαρχα συνδέθηκε με οτιδήποτε ποιοτικό στον τομέα της πολιτιστικής παραγωγής.
Πρέπει αυτή η ηγεμονία να ξανακερδηθεί.
Αντί επιλόγου, θα ήθελα να παίξω και 'γω για λίγο το ρόλο του προφήτη ( α λα Ελύτη στο Άξιον Εστί ). Βαθιά ανάσα και πάμε λοιπόν:
-Εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου, έπειτα από δύο χρόνια ανέχειας με χορηγούς ΔΝΤ και εγχώρια ολιγαρχία, λέγε, τί βλέπεις;
-Βλέπω κάτι που έρχεται απ' το παρελθόν,
αλλά είναι γραφτό του να επιστρέψει στο μέλλον, στο δικό μας μέλλον.
-Βλέπω..
τις σκαλωσιές, το σίδερο, τον ασβέστη, το μπετόν,
χτίζοντας τ' όνειρό μας δίπλα στα σπουργίτια,
τα ειρηνικά αερόπλανα σκίζοντας το γαλάζιο,
για το ταξίδι τους στις άλλες
συντροφικές μας πολιτείες
ρίχνοντας τ' αερόπλανα χίλιες χιλιάδες χαρωπά χαρτιά
για τη μεθαυριανή πρωτομαγιά -φτεροκοπώντας τα χαρτιά
πάνω από τα κεφάλια των χτιστάδων-
η άμιλλα της ανοικοδόμησης,
οι τόρνοι,
τα τρακτέρ,
τα σφυριά,
οι καμινάδες,
οι σημαιούλες στα καινούργια γιαπιά,
το κοκκόρι της θεια-Καλής στην καινούργια μάντρα,
σύντροφε κοκκοράκι μην ξελαρυγγιάζεσαι άδικα,
ξυπνήσαμε, ξυπνήσαμε, δουλεύουμε .
και μια κοπέλα δεκαοχτάχρονη, κοκκινομάγουλη, δίχως γυαλιά
μια νέα κομμουνίστρια δροσερή και σοβαρή
με μια καρώ ποδιά γαλάζια και κόκκινη
επιβλέποντας την άμιλλα των κοριτσιών στα υφαντουργεία
μια δυνατή, μια γελαστή, κοκκινομάγουλη κοπέλα :
η Λαϊκή Δημοκρατία της Ελλάδας.
(Γ. Ρίτσος,Οι Γειτονιές του Κόσμου, 1949-1951)
[ υγ1: Το κείμενο αφιερώνεται στον σ. Σαμπετάι, στον οποίο οφείλει την έμπνευσή του καθώς και μεγάλο μέρος του προλόγου.
υγ2: Συγκλονιστικό bonus track, αποκλειστικά για τους αναγνώστες του Σφυροδρέπανο... http://www.youtube.com/watch?v=MOGZ011MsDM&feature=related ]
Πέμπτη 20 Μαΐου 2010
Κόμματα υπάρχουν πολλά
...κουκουέ όμως ένα.
Στην χώρα των πέντε θαλασσών και των δύο πολιτικών κάτι ηρωικοί γαλάτες που έπεσαν μικροί στην χύτρα με τους μπολσεβίκους αντιστέκονται ακόμα στην παξ ρομάνα και τη νέα τάξη πραγμάτων. Ψάχνοντας στο οικογενειακό τους δέντρο αδελφά κόμματα και μακρινούς συγγενείς για να μεταδώσουν το μικρόβιο της ελληνικής ιδιαιτερότητας.
Ας δούμε τα αποτελέσματα, όπως καταγράφονται στον κυριακάτικο ρίζο και στα μηνύματα των 48 για το συλλαλητήριο του κόμματος. Πρόκειται για 48 (που στην πορεία έγιναν 59 και συνεχίζουμε) εργατικά και κομμουνιστικά κόμματα που θέλουν όταν μεγαλώσουν να γίνουν κουκουέ.
Τα 48 παρατίθενται με (αγγλική) αλφαβητική σειρά. Δεν παίρνουν θέση στο θέμα της άγρας, αλλά όπως μας λέει ο ρίζος αναδεικνύουν μεταξύ άλλων τη μόνη προοπτική της πάλης των λαών, για τη ρήξη με τη στρατηγική του κεφαλαίου, την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.
Για να δούμε.
Πρώτο εμφανίζεται το κκ αζερμπαϊτζάν με ένα σκέτο σφυροδρέπανο, χωρίς λόγια. Ένα εικόνισμα χίλιες λέξεις. Σήμα κατατεθέν.
Στο μήνυμά του μεταξύ άλλων μας λέει ότι στηρίζει την ταξική πάλη, τη λαϊκή εξουσία και το σοσιαλισμό. Για εμάς η λαϊκή εξουσία είναι ο σοσιαλισμός, αλλά για τους συμμάχους μας μπορεί να είναι κάτι άλλο κι οι αζέροι σύντροφοι παλεύουν και για τα δύο για να είναι μέσα σε κάθε περίπτωση.
Οι σύντροφοι από το αλγερινό κκ στηρίζουν έντονα τον αγώνα μας και παρουσιάζουν μια πιο αλέγκρα, ζεβρέ εκδοχή του εικονίσματος σε ασπρόμαυρο φόντο με έμφαση στη διαλεκτική και την ενότητα των αντιθέτων. Επειδή όμως στη ζωή δεν είναι όλα άσπρο μαύρο βάζουν και μία τρίτη διάσταση που μπορεί να εκτιμηθεί συνολικά μόνο με ειδικά 3D γυαλιά.
Φανερή η επίδραση από το πέρασμα του ραφαηλίδη και τη σουρεάλ διάθεσή του.
Λίγο πιο κάτω το κκ αυστραλίας πέρα από τον έναστρο ουρανό όπου μια μέρα θα εφοδεύσουμε δίνει στο σήμα του μια ιδιαίτερη εκδοχή σφυριού με αντεστραμμένη απόληξη που μάλλον δε θα ήταν πολύ πρακτική στην καθημερινή ζωή.
Αμέσως μετά ένα λιτό μήνυμα μας πληροφορεί για την ύπαρξη του κκ στυρίας (αυστρία) με το στοιχείο της έκπληξης να προκύπτει βασικά από την ύπαρξη της (ποιας;) στυρίας και δευτερευόντως από το ότι διαθέτει και κκ. Το οποίο ωστόσο δεν πρέπει να συγχέεται με το κκ συρίας που αναφέρεται πιο πάνω. Κι αυτό με τη σειρά του με το συριακό κκ που έχει το ίδιο ακριβώς σήμα με διαφορετικό χρώμα.
Συριακό ΚΚ (δεν πρέπει να συγχέεται με το ΚΚ Συρίας)
Κάτι που μας εισάγει στο μαγικό κόσμο του λαϊκού μετώπου ιουδαίας.
Αν έχετε εξαντλήσει το θέμα επί ελληνικού εδάφους (αν και είναι βασικά ανεξάντλητο) το εξωτερικό σας προσφέρει νέο πεδίο δόξης λαμπρό. Ποια είναι η διαφορά του δανέζικου κκ από το κκ στη δανία; Εμείς με ποιον είμαστε; Και γιατί δεν υπάρχει και κκ δανίας; Δεν είναι ένα κενό που πρέπει να καλυφθεί;
Λάβαρο του δανέζικου κκ
Γιατί το κκ ινδίας (μαρξιστικό) βάζει μόνο το μ στην παρένθεση; Αυτό κατηγορεί την κυβέρνηση για ανοχή στους μαοϊκούς που εξελίσσονται σε συμμορίες ληστών που τρομοκρατούν τον κόσμο, όπως κάνει το κκ ινδίας ή διατηρεί καλύτερες σχέσεις με το κκι(μ-λ); Υπάρχουν άραγε και σκέτα κκ(λ); Αν όχι να βάζαμε μπρος με τον Υ του Γκράνμα να φτιάξουμε ένα;
Εκεί που γίνεται όμως το έλα να δεις (του κλίμοφ) είναι στη γαλλία, όπου υπάρχουν το γαλλικό κκ, η ένωση επαναστατών κομμουνιστών γαλλίας κι ο πόλος για την κομμουνιστική αναγέννηση που στο σήμα του έχει ένα ανάποδο σφυροδρέπανο και την αφοπλιστική επιγραφή: ειλικρινά κομμουνιστές!
Μα τον μαρξ και τον λένιν.
Και να φανταστείς λείπει το παλαιόθεν ρεφορμιστικό κκ γαλλίας. Είναι τρελοί αυτοί οι γαλάτες.
Κάποιοι άλλοι σύντροφοι ιντερνάσιοναλ έχουν διαλέξει να κάνουν μια καινούρια αρχή και να το δείξουν στο όνομά τους, καθότιν στον χώρο μας ό,τι δηλώσεις είσαι. Πχ το νέο κκ βρετανίας και το νέο κκ ολλανδίας. Αυτό θα πει κόμμα νέου τύπου.
Ωστόσο το νέο κκ βρετανίας έχει πολύ δύσκολο έργο απέναντι στο παραδοσιακό κκβ.
Δεν είναι μόνο ότι το κκβ αριθμεί λιγότερα μέλη απ' ό,τι το κκ ινδίας επί βρετανικού εδάφους. Είναι και το σφυροπερίστερο που κοσμεί το σήμα του με το περιστέρι της ειρήνης να αντικαθιστά το δρεπάνι.
Ειρηνική συνύπαρξη και ξερό ψωμί.
Τι άλλο ξεχωρίζει;
-Η κρβένα ζβέζντα (κόκκινο αστέρι) ως σταθερό σημείο αναφοράς σε όλα τα σλάβικα κκ.
-Το κλιπ αρτ σήμα του κκ λουξεμβούργου που μάλλον δεν είχε λεφτά για κάτι καλύτερο.
-Το λιβανέζικο κκ που το σήμα του κινειται στη λογική της τρίλιζας.
Κερδίζουμε όταν βρούμε τρία σφυροδρέπανα.
-Το σοβιετικής αισθητικής σήμα του ενιαίου κκ γεωργίας.
-Το σαφές σύνθημα στη σημαία του ιορδανικού κκ.
Τα υπόλοιπα αραβόφωνα το έχουν ευτυχώς και στα αγγλικά για να βγαίνει μια άκρη.
-Τα δοσίλογης ρωμαϊκής αισθητικής δαφνοστεφανωμένα σφυροδρέπανα σε σήματα όπως αυτό του ισραηλινού κκ.
-Το τανγκράμ στο σοσιαλιστικό κόμμα του (κύβου του) ρούμπιξ που αφήνει υποψίες για κινεζόφιλη παρέκκλιση.
-Το ιρανικό τουντέχ. Ρόδο και ξίφος. Αστερίξ τεύχος 22.
-Η μεξικάνικη απάντηση (λαϊκό σοσιαλιστικό κόμμα του μεξικού) στα γιάνκικα γεράκια.
Σαν τον αετό φτερούγαγε στη στράτα
τον καμαρώνει η γειτονιά στα παραθύρια
-Οι μαγιάρικοι ομόκεντροι κύκλοι στα όρια των παραισθήσεων που στοχεύουν στην καρδιά του συστήματος.
Ο γουλιέλμος τέλλος και το τέλος της ιστορίας
-Το κκ μακεδονίας γιατί υπάρχει η αρχή του αυτοπροσδιορισμού.
-Τον σπάρτακο στο σήμα του κεκρ (κομμουνιστικό εργατικό κόμμα ρωσίας).
Υπονοούμενο για τους καουτσκιστές και τον σοσιαλσωβινισμό του κουκουρό.
-Το σκα-πε λογότυπο στα σκανδιναβικά κκ. Το φινλανδικό έχει επιπρόσθετα κάτι σαν δίδυμους πύργους.
Το σουηδικό δείχνει απλώς ένα γρανάζι. Το ίδιο δείχνει και το τούρκικο κόμμα εργασίας (εμεπ) ενώ κι οι καλοί τούρκοι του τεκαπε (που δεν αναφέρονται στο ρίζο) έχουν ως σήμα το γραναζόσφυρο.
Η ετε είναι εδώ, το μέλλον ξεκίνησε.
Εξάλλου: χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά
εργάτη μπορείς χωρίς αφεντικά.
Η κορυφή όμως ανήκει ασυζητητί στους σμαραγδένιους συντρόφους.
Μηνύματα αλληλεγγύης έστειλαν το κόμμα εργατών της ιρλανδίας και το κκ ιρλανδίας με ένα προλετκαλτ αισθητικής σήμα που παντρεύει τον ανατέλλοντα ήλιο με το σφυροδρέπανο.
Πασόκ-κουκουέ-λαός στην εξουσία.
Αναρωτιέμαι τι άποψη να έχουν για το διεθνιστικό σύνθημα: εδώ υπάρχει παμε, δεν είναι ιρλανδία...
Όπως θα 'λεγε κι ο σύντροφος οβελίξ...
-Είναι τρελοί αυτοί οι κομμουνιστές!
Στην χώρα των πέντε θαλασσών και των δύο πολιτικών κάτι ηρωικοί γαλάτες που έπεσαν μικροί στην χύτρα με τους μπολσεβίκους αντιστέκονται ακόμα στην παξ ρομάνα και τη νέα τάξη πραγμάτων. Ψάχνοντας στο οικογενειακό τους δέντρο αδελφά κόμματα και μακρινούς συγγενείς για να μεταδώσουν το μικρόβιο της ελληνικής ιδιαιτερότητας.
Ας δούμε τα αποτελέσματα, όπως καταγράφονται στον κυριακάτικο ρίζο και στα μηνύματα των 48 για το συλλαλητήριο του κόμματος. Πρόκειται για 48 (που στην πορεία έγιναν 59 και συνεχίζουμε) εργατικά και κομμουνιστικά κόμματα που θέλουν όταν μεγαλώσουν να γίνουν κουκουέ.
Τα 48 παρατίθενται με (αγγλική) αλφαβητική σειρά. Δεν παίρνουν θέση στο θέμα της άγρας, αλλά όπως μας λέει ο ρίζος αναδεικνύουν μεταξύ άλλων τη μόνη προοπτική της πάλης των λαών, για τη ρήξη με τη στρατηγική του κεφαλαίου, την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.
Για να δούμε.
Πρώτο εμφανίζεται το κκ αζερμπαϊτζάν με ένα σκέτο σφυροδρέπανο, χωρίς λόγια. Ένα εικόνισμα χίλιες λέξεις. Σήμα κατατεθέν.
Στο μήνυμά του μεταξύ άλλων μας λέει ότι στηρίζει την ταξική πάλη, τη λαϊκή εξουσία και το σοσιαλισμό. Για εμάς η λαϊκή εξουσία είναι ο σοσιαλισμός, αλλά για τους συμμάχους μας μπορεί να είναι κάτι άλλο κι οι αζέροι σύντροφοι παλεύουν και για τα δύο για να είναι μέσα σε κάθε περίπτωση.
Οι σύντροφοι από το αλγερινό κκ στηρίζουν έντονα τον αγώνα μας και παρουσιάζουν μια πιο αλέγκρα, ζεβρέ εκδοχή του εικονίσματος σε ασπρόμαυρο φόντο με έμφαση στη διαλεκτική και την ενότητα των αντιθέτων. Επειδή όμως στη ζωή δεν είναι όλα άσπρο μαύρο βάζουν και μία τρίτη διάσταση που μπορεί να εκτιμηθεί συνολικά μόνο με ειδικά 3D γυαλιά.
Φανερή η επίδραση από το πέρασμα του ραφαηλίδη και τη σουρεάλ διάθεσή του.
Λίγο πιο κάτω το κκ αυστραλίας πέρα από τον έναστρο ουρανό όπου μια μέρα θα εφοδεύσουμε δίνει στο σήμα του μια ιδιαίτερη εκδοχή σφυριού με αντεστραμμένη απόληξη που μάλλον δε θα ήταν πολύ πρακτική στην καθημερινή ζωή.
Αμέσως μετά ένα λιτό μήνυμα μας πληροφορεί για την ύπαρξη του κκ στυρίας (αυστρία) με το στοιχείο της έκπληξης να προκύπτει βασικά από την ύπαρξη της (ποιας;) στυρίας και δευτερευόντως από το ότι διαθέτει και κκ. Το οποίο ωστόσο δεν πρέπει να συγχέεται με το κκ συρίας που αναφέρεται πιο πάνω. Κι αυτό με τη σειρά του με το συριακό κκ που έχει το ίδιο ακριβώς σήμα με διαφορετικό χρώμα.
Συριακό ΚΚ (δεν πρέπει να συγχέεται με το ΚΚ Συρίας)
Κάτι που μας εισάγει στο μαγικό κόσμο του λαϊκού μετώπου ιουδαίας.
Αν έχετε εξαντλήσει το θέμα επί ελληνικού εδάφους (αν και είναι βασικά ανεξάντλητο) το εξωτερικό σας προσφέρει νέο πεδίο δόξης λαμπρό. Ποια είναι η διαφορά του δανέζικου κκ από το κκ στη δανία; Εμείς με ποιον είμαστε; Και γιατί δεν υπάρχει και κκ δανίας; Δεν είναι ένα κενό που πρέπει να καλυφθεί;
Λάβαρο του δανέζικου κκ
Γιατί το κκ ινδίας (μαρξιστικό) βάζει μόνο το μ στην παρένθεση; Αυτό κατηγορεί την κυβέρνηση για ανοχή στους μαοϊκούς που εξελίσσονται σε συμμορίες ληστών που τρομοκρατούν τον κόσμο, όπως κάνει το κκ ινδίας ή διατηρεί καλύτερες σχέσεις με το κκι(μ-λ); Υπάρχουν άραγε και σκέτα κκ(λ); Αν όχι να βάζαμε μπρος με τον Υ του Γκράνμα να φτιάξουμε ένα;
Εκεί που γίνεται όμως το έλα να δεις (του κλίμοφ) είναι στη γαλλία, όπου υπάρχουν το γαλλικό κκ, η ένωση επαναστατών κομμουνιστών γαλλίας κι ο πόλος για την κομμουνιστική αναγέννηση που στο σήμα του έχει ένα ανάποδο σφυροδρέπανο και την αφοπλιστική επιγραφή: ειλικρινά κομμουνιστές!
Μα τον μαρξ και τον λένιν.
Και να φανταστείς λείπει το παλαιόθεν ρεφορμιστικό κκ γαλλίας. Είναι τρελοί αυτοί οι γαλάτες.
Κάποιοι άλλοι σύντροφοι ιντερνάσιοναλ έχουν διαλέξει να κάνουν μια καινούρια αρχή και να το δείξουν στο όνομά τους, καθότιν στον χώρο μας ό,τι δηλώσεις είσαι. Πχ το νέο κκ βρετανίας και το νέο κκ ολλανδίας. Αυτό θα πει κόμμα νέου τύπου.
Ωστόσο το νέο κκ βρετανίας έχει πολύ δύσκολο έργο απέναντι στο παραδοσιακό κκβ.
Δεν είναι μόνο ότι το κκβ αριθμεί λιγότερα μέλη απ' ό,τι το κκ ινδίας επί βρετανικού εδάφους. Είναι και το σφυροπερίστερο που κοσμεί το σήμα του με το περιστέρι της ειρήνης να αντικαθιστά το δρεπάνι.
Ειρηνική συνύπαρξη και ξερό ψωμί.
Τι άλλο ξεχωρίζει;
-Η κρβένα ζβέζντα (κόκκινο αστέρι) ως σταθερό σημείο αναφοράς σε όλα τα σλάβικα κκ.
-Το κλιπ αρτ σήμα του κκ λουξεμβούργου που μάλλον δεν είχε λεφτά για κάτι καλύτερο.
-Το λιβανέζικο κκ που το σήμα του κινειται στη λογική της τρίλιζας.
Κερδίζουμε όταν βρούμε τρία σφυροδρέπανα.
-Το σοβιετικής αισθητικής σήμα του ενιαίου κκ γεωργίας.
-Το σαφές σύνθημα στη σημαία του ιορδανικού κκ.
Τα υπόλοιπα αραβόφωνα το έχουν ευτυχώς και στα αγγλικά για να βγαίνει μια άκρη.
-Τα δοσίλογης ρωμαϊκής αισθητικής δαφνοστεφανωμένα σφυροδρέπανα σε σήματα όπως αυτό του ισραηλινού κκ.
-Το τανγκράμ στο σοσιαλιστικό κόμμα του (κύβου του) ρούμπιξ που αφήνει υποψίες για κινεζόφιλη παρέκκλιση.
-Το ιρανικό τουντέχ. Ρόδο και ξίφος. Αστερίξ τεύχος 22.
-Η μεξικάνικη απάντηση (λαϊκό σοσιαλιστικό κόμμα του μεξικού) στα γιάνκικα γεράκια.
Σαν τον αετό φτερούγαγε στη στράτα
τον καμαρώνει η γειτονιά στα παραθύρια
-Οι μαγιάρικοι ομόκεντροι κύκλοι στα όρια των παραισθήσεων που στοχεύουν στην καρδιά του συστήματος.
Ο γουλιέλμος τέλλος και το τέλος της ιστορίας
-Το κκ μακεδονίας γιατί υπάρχει η αρχή του αυτοπροσδιορισμού.
-Τον σπάρτακο στο σήμα του κεκρ (κομμουνιστικό εργατικό κόμμα ρωσίας).
Υπονοούμενο για τους καουτσκιστές και τον σοσιαλσωβινισμό του κουκουρό.
-Το σκα-πε λογότυπο στα σκανδιναβικά κκ. Το φινλανδικό έχει επιπρόσθετα κάτι σαν δίδυμους πύργους.
Το σουηδικό δείχνει απλώς ένα γρανάζι. Το ίδιο δείχνει και το τούρκικο κόμμα εργασίας (εμεπ) ενώ κι οι καλοί τούρκοι του τεκαπε (που δεν αναφέρονται στο ρίζο) έχουν ως σήμα το γραναζόσφυρο.
Η ετε είναι εδώ, το μέλλον ξεκίνησε.
Εξάλλου: χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά
εργάτη μπορείς χωρίς αφεντικά.
Η κορυφή όμως ανήκει ασυζητητί στους σμαραγδένιους συντρόφους.
Μηνύματα αλληλεγγύης έστειλαν το κόμμα εργατών της ιρλανδίας και το κκ ιρλανδίας με ένα προλετκαλτ αισθητικής σήμα που παντρεύει τον ανατέλλοντα ήλιο με το σφυροδρέπανο.
Πασόκ-κουκουέ-λαός στην εξουσία.
Αναρωτιέμαι τι άποψη να έχουν για το διεθνιστικό σύνθημα: εδώ υπάρχει παμε, δεν είναι ιρλανδία...
Όπως θα 'λεγε κι ο σύντροφος οβελίξ...
-Είναι τρελοί αυτοί οι κομμουνιστές!
Κυριακή 16 Μαΐου 2010
Γιατί να διαβάζουμε τη νεοελληνική ποίηση
Μπορεί να θυμίζει λίγο την προτροπή του αλτουσέρ για το κεφάλαιο, αλλά αυτό δε σημαίνει κάτι για το συγγραφέα του. Συγκρουσιακός σίγουρα, αλτουσεριανός μάλλον όχι. Ο κομάντο δεν χωράει σε καλούπια. Μονάχα σε εντροπίες.
Η οποία λίγο πριν το θέρος μετασχηματίζεται σε πατριωτική και μας κατάθέτει την ψυχή του σε συσκευασία κειμένου για τη μεγάλη του αγάπη: την ποίηση. Η κε του μπλοκ θα το δημοσιεύσει σε δύο συνέχειες, σαν κυριακάτικο ένθετο για τον πολιτισμό. Δεν ξέρω αν και πόσο ενδιαφέρει τους αναγνώστες, αλλά εδω θα φανεί τι ψάρια πιάνουμε.
Σχολιασμός κι ενστάσεις ευπρόσδεκτες. Η κε του μπλοκ διατηρεί τις δικές της (αν ήταν στο ρίζο θα έλεγε: άρθρο συνεργάτη μας (απηχεί τις προσωπικές του απόψεις). Αλλά δεν επεμβαίνει λογοκριτικά. Κρατάει το λόγο και την κριτική της κι επιφυλάσσεται για παρέμβαση στην εξέλιξη της συζήτησης. Και ζητάει συγνώμη από τον κομάντο που δε μπόρεσε να πείσει το ιστολόγιο να συνεργαστεί στις εσοχές και τις μορφοποιήσεις, με αποτέλεσμα να χάνει αρκετά το κείμενο κι η ροή του στο μάτι και στο μυαλό.
Δε χρειάζεται να θυμηθείς. Το ξέρουμε.
Όλα τα μονοπάτια βγάζουνε στα Ψηλαλώνια. Ο
αγέρας είναι αψύς κει πάνου.
(Γ. Ρίτσος, Ρωμιοσύνη)
Ο σ. Σαμπετάι υποστηρίζει πως το σπέρμα της ποίησης ενυπάρχει στην Ιστορία της Φύσης και του ανθρώπου ως ουτοπική λειτουργία και ορίζοντας. Όπως και σε πολλά άλλα, έχει δίκιο. Η ποίηση βγαίνει από την ίδια την εργασιακή διαδικασία. Στις απαρχές της κοσμοϊστορίας υπάρχει η 'χειρονομία' ως χειρωνακτική πράξη παραγωγικής εργασίας και ταυτόχρονα ως πρωταρχική έκφραση του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος καθορίζεται από τους σκοπούς που θέτει ο ίδιος στον εαυτό του -πράγμα που αποτελεί την αυτονομία του και τον ξεχωρίζει από τα ζώα. Αυτός ο αυτοκαθορισμός του ανθρώπου είναι, σύμφωνα με τον Μάρξ, η 'πρώτη ιστορική πράξη': η δημιουργία μιας νέας ανάγκης μέσα από την ικανοποίηση μιας προηγούμενης ανάγκης με την εργασία, τον κοινωνικό μεταβολισμό του ανθρώπου και της Φύσης. Σ' αυτήν την διαρκώς ανανεούμενη δυνατότητα διερεύνησης των νέων αναγκών, τη διερεύνηση του αδύνατου ως μη-ακόμα εφικτού, στην ουτοπική λειτουργία της ίδιας της εργασίας βρίσκεται η ρίζα της ποίησης.
Εδώ βέβαια κάπου χαλάει το πράγμα. Ο τετραπέρατος homo sapiens sapiens, κάποια στιγμή, μαζί με την ουτοπική λειτουργία της εργασίας ανακαλύπτει και την γεωργία, τον καταμερισμό της εργασίας, την απόσπαση του πλεονάσματος, την ατομική ιδιοκτησία. Η ουτοπική-ποιητική λειτουργία που ήταν σύμφυτη με την εργασιακή διαδικασία αυτονομείται, μετατοπίζεται στο εποικοδόμημα, γίνεται 'κουλτούρα' και, ως αυτόνομη πλέον, εξυπηρετεί τους κυρίαρχους. Ο διαχωρισμός πνευματικής/χειρωνακτικής εργασίας, το χάσμα ανάμεσα στην Εργασία και την Κουλτούρα διευρύνεται και τυραννάει την Προϊστορία μέχρι και σήμερα.
Από την άλλη όμως, η αόρατη αλλά άρρηκτη υλική-ιστορική τους ενότητα υπάρχει ακόμα. Είναι αυτή ακριβώς η κεντρική αντίφαση που κάνει την ποίηση επαναστατική από τη φύση της. Ή καλύτερα: κάθε αληθινό ποιήμα είναι επαναστατική πράξη. Γιατί δεν μπορεί παρά να υπενθυμίζει τις πρωταρχικές του ρίζες – την ανθρωπολογική μνήμη της χειραφετημένης εργασίας, της εργασίας ως αυτοσκοπού. Και μέσα απ'αυτήν την μνήμη να “αντανακλά τις μυστικές φωνές και τα οράματα του μέλλοντος”.
Ή όπως θά 'λεγε κι ο Ελύτης μέσα απ'τη φωνή της Μαρίας Νεφέλης: περπατώ μές στ' αγκάθια μες στα σκοτεινά/ σ' αυτά πού' ναι να γίνουν καί στ' αλλοτινά (Μαρία Νεφέλη, 1978)
Αυτή η επικίνδυνη ενατένιση του Αδύνατου, η φυσική προσήλωση στον ου-τόπο, ο Ελύτης πάλι που υπενθυμίζει πως μυριάδες δυνατότητες φρικιούν/ γύρω μας κι ούτε που καθόλου εγγίζουμε/ οι ηλίθιοι (Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας, 1982), είναι που χαλάνε τη μεταμοντέρνα πολιτισμική σούπα της ελληνικής αστικής δημοκρατίας. Αυτής που όλο στριφογυρνάει ατάκτως απο δώ κι από κεί, κι όλο και παραμένει ουσιαστικά στάσιμη. Γι' αυτό, είτε εξαφανίζουν την ποίηση από τα διάφορα μμε, είτε τη χαντακώνουν σε ειδικά περιοδικά και συνέδρια για τους 'μυημένους'. Τη φοβούνται – και καλά κάνουν.
Σ' αυτόν τον τόπο όμως, από τις αρχές του 19ου αιώνα ως το Δεκέμβρη του 2008, η συνάντηση με το Αδύνατο ήταν πάντα στην ημερήσια διάταξη. Γι' αυτό και η παρουσία της ποίησης ήταν πάντα πολύ έντονη. Δυστυχώς για κάποιους, η ταξική μνήμη έχει πολλά ποδάρια και γι' αυτό θα δοκιμάσουμε να την αναπλάσουμε, έτσι ώστε να μας προσφέρει τις πολύτιμες αποσκευές της συντροφιά για το μακρύ δρόμο στο παρόν του -ελληνικού- κοινωνικού πολέμου.
Στους έξοχους δεκαπεντασύλλαβους του πρώτου αληθινού ποιητή που γέννησε αυτή η χώρα αποτυπώνεται για πρώτη φορά η συνείδηση του αγώνα:
Στον Ψηλορείτη όπου συχνά μ'ετράβουνεν ο πόνος
Κι' έβλεπα τ' άστρο τ' ουρανού μεσουρανίς να λάμπει
Και του γελούσαν τα βουνά τα πέλαγα κι οι κάμποι.
Κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδα
Κι εφώναζα: ώ θεϊκιά κι όλη αίματα πατρίδα! (Δ.Σολωμός, Ο Κρητικός)
Μια συνείδηση που ζήταγε πολύ περισσότερα απ' το να διώξει τον Τούρκο και που αποτυπώθηκε στις πρώτες εθνοσυνελεύσεις, πριν πάρουν κεφάλι οι κοτζαμπάσηδες και οι αγγλογάλλοι..
οι ήρωες ειν' ενωμένοι και, μέσα τους λόγια λένε
Για την αιωνιότητα που μόλις τα χωράει.
Στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ' οι στοχασμοί τους. (Δ.Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι)
Ο 'εθνικός ποιητής' αυτής της χώρας είναι ένας ποιητής που υμνεί την επαναστατημένη συνείδηση, που (έχοντας διαβάσει Χέγκελ) συλλαμβάνει το Αρνητικό ως ποιοτικό με όλες τις συνέπειες που μπορεί νά' χει αυτό... Για κοίτα κει χάσμα σεισμού βαθιά στον τοίχο πέρα,/ Και βγαίνουν άνθια πλουμιστά και τρέμουν στον αέρα.
Ο 'εθνικός ποιητής' αυτής της χώρας μάς έδωσε το 1849 -ένα χρόνο μετά το ευρωπαϊκό επαναστατικό κύμα του 1848..- ένα τετράστιχο που εκφράζει και καθοδηγεί κάθε επαναστατημένο σε κάθε τόπο, στους καιρούς που περάσανε και σ' αυτούς που θά' ρθουν:
H Κόλαση πάντ' άγρυπνη σου στήθηκε τριγύρου.
Αλλά δεν έχει δύναμη πάρεξ μακριά και πέρα
Μακριά 'πό την Παράδεισο και σύ σ' εσέ 'χεις μέρος.
Μέσα στα στήθια σου τ' ακούς, Καλέ, να λαχταρίζει ;
(Δ.Σολωμός, Ο Πόρφυρας)
Άντε μετά να μη γίνεις πατριώτης...
Το 1879, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης γράφει τον Φωτεινό. Είναι η ιστορία ενός γέροντα που, μετά από ένα επεισόδιο με τον Φράγκο άρχοντα της Λευκάδας, βγαίνει στο βουνό και προκαλεί εξέγερση των χωρικών. Στην αρχή του ποιήματος ο γέρος μαλώνει το γιό του που φοβάται να διώξει τα κυνηγόσκυλα του γιού του αφέντη που χαλάνε τα σπαρτά τους..
Τί ρήγας, τί ρηγόπουλα! Είν' ο καινούργιος κύρης,
που πλάκωσε με ξένο βιό να γίνει νοικοκύρης.
Παλιόφραγκοι, που πέφτουνε σαν όρνια στα ψοφίμια
εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς αγρίμια.
Κι εσύ τους τρέμεις βούβαλε! Παιδί μες στη φωτιά σου,
που τρίβεις στουρναρόπετρα μ' αυτά τα δάχτυλά σου,
πόχεις τετράδιπλα νεφρά και ριζιμιό τα στήθια,
τους βλέπεις και σε σκιάζουνε! Ο δούλος, είν' αλήθεια,
λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχή κι αίμα δεν έχει.
Αργότερα, το γέροντα τον συλλαμβάνουν και τον χτυπούν οι Φράγκοι, κι όμως σηκώνει ανάστημα και βγάζει λόγο μπροστά στον άρχοντα -για τον Λαό..
Αν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν' η ρίζα
και μένει πάντα ζωντανό ή ρόδι φάγ' ή βρίζα
αυτό το βόιδι το μανό, π' όσο βαθιά ρουχνίζει
τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει,
και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάσει το καρίκι
και θα προβάλλει με φτερά μια μέρα το σκουλήκι.
Τότε, πουλί το σερπετό, ποιός ξέρει που θα φτάσει!...
Κανείς δε ξέρει πού θα φτάσει, αλλά πρέπει σιγά-σιγά ν' αρχίσει να μυγιάζεται για να ανεμοστροβιλίσει ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΕΕ στον αγύριστο.
Με την είσοδο του νέου αιώνα η ελληνική ποίηση αναπτύσσεται παραπέρα. Τις πρώτες δεκαετίες κυριαρχεί ο Κωστής Παλαμάς , έτερος υποψήφιος για το χρίσμα του 'εθνικού ποιητή' - μια λόξα που κυριάρχησε για πολύ καιρό στα γράμματα του τόπου με αρκετούς κατά καιρούς επιλαχόντες.
Στα μέσα της δεκαετίας του '30, ο σ. Ζαχαριάδης γράφει μέσα από τις φυλακές της Κέρκυρας τη μελέτη “Ο αληθινός Παλαμάς” και μ' αυτόν τον τρόπο υφαρπάζει τον ποιητή από τον βενιζελισμό και την 'Μεγάλη Ιδέα' και τον συνδέει με το εργατικό κίνημα.
Ο Παλαμάς έγινε ο αγαπημένος των εξόριστων και των φυλακισμένων. Η γενιά της Αντίστασης διαπαιδαγωγήθηκε με τον Δωδεκάλογο του Γύφτου, παλαμικοί στίχοι απαγγέλονταν σε γιορτές και επετείους και γίνονταν συνθήματα. Δεν πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει που ο σ. Κουφοντίνας, καμμιά εξηνταριά χρόνια μετά, διάλεξε να τελειώσει την απολογία του με το παρακάτω ποιήμα, απο τη συλλογή του Παλαμά Βωμοί (1915):
Παιδί το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις να μην το παρατήσεις
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε 'το πιο στέρεα(...)
Κι αν είναι
κ' έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα κι όσα δέντρα
για τίποτ' άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα
ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ' το,
και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα
π' όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για νά 'ρθει
κι όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
Στο παλαμικό ποιητικό κλίμα εντάσσεται και η πρώτη εμφάνιση της 'στρατευμένης ποίησης' στη χώρα: o Κώστας Βάρναλης. Ο δραστήριος δάσκαλος έγραψε ποίηση λαϊκή, προσανατολισμένη σχεδόν πάντα στην αφύπνιση του Λαού. Γι' αυτό και η παράδοση και ο σολωμικός απόηχος βρίσκονται παντού..
παλουκωμένα ως σας γρικώ,
προεστών κεφάλια και Τουρκώ,
κάνω τη φτερούγα πήχη
κάνω σπιθαμή το νύχι. (Η σκιά ενός Κλέφτη από τα περασμένα, 1927) ή εκείνο το σημείο απ' τη Μπαλάντα του κυρ-Μέντιου που δεν μελοποιήθηκε..
Αν το δίκιο θές, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρείς. Όπου ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
Παρά τη λαϊκότητα και την προπαγανδιστική διάθεση (που πολλές φορές αποβαίνουν εις βάρος της καλλιτεχνικής αξίας), ο Βάρναλης μας έδωσε και μικρά διαμαντάκια -ένα από αυτά κοσμεί τη πρώτη σελίδα του Οδηγητή- που έχουνε σήμερα να πούνε πολλά για την τακτική και στρατηγική εν όψει μεσαίωνα και ΔΝΤ..
Όλα τελειώνουνε
κι όλα περνάνε,
ιδέες βασίλισσες
κακογερνάνε,
στις νέες ανάγκες σου
-κόπος βαρύς!-
σκοπούς αλάθεφτους
κοίτα να βρείς. (Σκλάβοι Πολιορκημένοι, 1927)
Για το δεύτερο στυλοβάτη της στρατευμένης ποίησης και έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές που έβγαλε ποτέ αυτή η μικρή χώρα δε θα πω τίποτα (αυτός χρειάζεται ολόκληρο κείμενο δικό του). Παραθέτω όμως, προς γνώσιν και συμμόρφωσιν, για τους σοβιετόφιλους αναγνώστες του μπλόγκ (της Κ.Ε. του μπλοκ συμπεριλαμβανομένης) το παρακάτω ποιήμα του με τίτλο Η Χαμένη Υπερβόρειος που -άν και ενδεδυμένο με εκείνη τη γνώριμη, εξαίσια υπερευαισθησία αυτού του τεράστιου καλλιτέχνη- λέει και σημαίνει πολλά..:
Το μάθαμε καλά πως Υπερβόρειος διόλου δεν υπάρχει
πέρα από τις Ριπαίες οροσειρές, όσο κι αν τα γλαυκά όριά της,
ανάλογα με τις πιο πρόσφατες ανακαλύψεις των γεωγράφων,
μετακινούνταν όλο πιο μακριά.
Σήμερα βεβαιώθηκε:
μια σκέτη φαντασία η χώρα απ' όπου μας ερχόντανε
οι κύκνοι και τα ορτύκια, όπου οι σεμνόπρεπες κόρες
Λαοδίκη και Υπερόχη ετοίμαζαν για τους θεούς
τα πρώτα φρούτα της σοδειάς, προσεχτικά τυλίγοντάς τα
σ' άχυρο σίτου και λεπτό χαρτί.
Και τώρα αναρωτιόμαστε
πού τάχατε ν' αποδημεί ο Απόλλωνας κάθε χειμώνα
με τ' άρμα του που τό 'σερναν λάμποντες κύκνοι και γρύπες,
κρούοντας τη χρυσή του λύρα, όταν εμείς μήνες και μήνες
μάταια κατά το Μάρτη καρτερούσαμε το γυρισμό του
συντάσσοντας μέσα στο κρύο τους γιορτινούς του παιάνες;
Ή μήπως πια ούτε Απόλλωνας ούτε λύρα υπάρχει;
Ωστόσο ακόμη συνεχίζουμε τον μισοτελειωμένο παιάνα
αφήνοντας ένα κενό στου ονόματος το μέρος, μήπως
βρεθεί κανένα νέο και το προσθέσουμε την ύστατη ώρα,
πάντοτε με το φόβο μήπως ο αριθμός των συλλαβών του,
μικρότερος ή μεγαλύτερος, μας χαλάσει το μέτρο.
(Γ. Ρίτσος, Καρλόβασι Σάμου, 7/6/1969)
Με την λεγόμενη “Γενιά του '30”, η ελληνική ποίηση αφομοιώνει δημιουργικά τα διδάγματα του μοντερνισμού και προχωρά προς μεγάλες εμπνεύσεις και πραγματοποιήσεις. Ο κύριος εκπρόσωπος εδώ είναι ο σοβαρός και μειλίχιος πρεσβευτής, κύριος Γιώργος Σεφέρης. Η φωτισμένη δεξιά του τόπου συναντά τον μοντερνισμό του Έλιοτ. Μεταπολεμικό αποτέλεσμα: το πρώτο ελληνικό Νόμπελ (1963).
Πρέπει ωστόσο να αναγνωρίσουμε στον κύριο πρεσβευτή -εκτός απ'την αναμφισβήτητη καλλιτεχνική ποιότητα- πολιτική ειλικρίνεια και πνευματικό ήθος. Σ' ένα απόσπασμα από το ποιήμα του Τελευταίος Σταθμός έγραφε:
Ερχόμαστε απ' την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαι-
στίνη τη Συρία
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής πού 'σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ' την άμμο της έρημος απ' τις θάλασσες
του Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί
του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ' αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θά 'λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμα ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
(Γ. Σεφέρης, Cava dei Tirreni, 5/10/1944)
Cava dei Tirreni ονομάζεται ένα χωριό στη νότια Ιταλία. Εκεί κατέφυγε, από το Κάιρο, το Σεπτέμβρη του '44 ολόκληρη η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση υπό τον γέρο της Αγγλοκρατίας. Το χωριό βρίσκεται πολύ κοντά στην Καζέρτα, όπου λίγο αργότερα ο σ. Σαράφης αναγκάστηκε να υπογράψει το 'Λίβανο των Στρατιωτικών'...
Η πραγματική όμως πρωτοπορία της γενιάς του '30 ακούει στο όνομα Ανδρέας Εμπειρίκος. Ο πρώτος έλληνας υπερρεαλιστής και ταυτόχρονα ένας απ' τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του κινήματος σε παγκόσμιο επίπεδο. Ζωντανό -για πάντα- παράδειγμα για το πού μπορεί να φτάσει αυτή η απίστευτη γλώσσα. Επαναστάτης και ερωτικός μέχρι το τέλος, ήταν ένα μέγεθος που -φυσικά και- δεν χωρούσε στα όρια της ελληνικής αριστεράς, παρ' όλο που στα νιάτα του (όταν σιγά-σιγά ξέφευγε απ'την παλαμική επίδραση και ανακάλυπτε τον υπερρεαλισμό) έγραφε το -'μυθικό' για την κριτική- ποιήμα που ανακαλύφθηκε πρόσφατα:
Αγαπημένη μας μητέρα ΕΣΣΔ,
Ύλη και πνεύμα της αμαράντου νίκης του προλεταριάτου
Ζωή μας, χτυποκάρδι μας
Εγγυήτρια της αγαθής εκβάσεως της πάλης των απανταχού
της γης
Κομμουνιστικών κομμάτων και οργανώσεων
Αγαπημένη μας μητέρα ΕΣΣΔ
Σήμερα το 1/6 της γης και αύριο και τα έξη
Σήμερα ΕΣΣΔ και αύριο ΠΕΣΣΔ με το Π = Παγκόσμιος
Αγαπημένη μας μητέρα ΕΣΣΔ,
Δέξου τους στίχους μου αυτούς που σου προσφέρω με την ίδια
ευλάβεια που ακουμπάμε τα λουλούδια μας στον τάφο του
πατέρα μας Λένιν.
Αγαπημένη μας μητέρα ΕΣΣΔ,
Δέξου την σύψυχή μου ανάταση μεσ΄απ' τα βάθη
της σημερινής μας δυστυχίας και τα πλοκάμια
της κεφαλαιοκρατίας
Προς την αιώνια δόξα σου
Και κάμε
Μητέρα μας αγαπημένη ΕΣΣΔ,
Κάμε να έρθει γρήγορα και το δικό μας μέγα βράδυ που θάναι
και δικό σου
Και ρύσαι ημάς από τους πονηρούς αστούς
Αμήν
(Το θέαμα του Μπογιατιού ως κινούμενου τοπίου -απόσπασμα-, 1933)
Με τον υπερρεαλισμό όμως βρίσκει τον πραγματικό του εαυτό και μας χαρίζει αληθινή ποίηση – άξια για 15 Νόμπελ..
Επάνω από την δοσοληψία των μιασματικών υδάτων μιας νό-
σου που κατεδικάσθη οριστικώς
Η άχνα της υγείας μεσουρανεί και μέλπει
Η πίστις της περιπετείας δεν χαλαρώθηκε
Τα μάτια της είναι πράσινα και κατοπτρίζονται μες στα νερά
της νεότητος
Ένας νέος συναντά μια νέα και την φιλεί
Από τα χείλη τους αναπηδούν οι λέξεις μεθυσμένες
Όλη η ζωή τους μοιάζει με λειβάδι
Επαύλεις εδώ κι εκεί κοσμούν την πρασιά του
Νεότης νεότης τί ωραία που είναι τα μαλλιά σου!
Τα χαϊμαλιά σου τα στολίζουν άνθη μυγδαλιάς που ανθεί σε
χώρα πεδινή
Οι θρίαμβοι των Καισάρων περνούν καμμιά φορά απ' αυτή τη
χώρα και παρασύρουν τα νερά των κήπων
Οι γυναίκες των κηπουρών γυμνώνουν τα στήθη τους και τους
παρακαλούν
Μια σειρά μαργαριταριών στάζει σε μια χοάνη
Κάθε μαργαριτάρι είναι μία σταγών και κάθε σταγών είναι
ένας δράκος
Το κάστρο του κατέρρευσε και τώρα παίζουν τα παιδάκια μες
στους ίσκιους
Τα θρύψαλλα του καθρέφτη της πυργοδέσποινας είναι κι αυτά
πετράδια
Που ρίχνουν στον πετροπόλεμο τα παλληκάρια.
(Α. Εμπειρίκος, Καρπός ελαίου, 1945)
Τέταρτος -μαζί με το σ. Ρίτσο- στη χορεία των 'μείζονων' της γενιάς του '30, ο Οδυσσέας Ελύτης. Κι αυτός αστικής καταγωγής, κι αυτός υπερρεαλιστής (με τον τρόπο του). Αυτοεξόριστος στο Παρίσι, λόγω μετεμφυλιακού καθεστώτος, γράφει το ποίημα που αργότερα μελοποίησε ο Μίκη(ς) Μάους και αποτέλεσε μια ιστορική στιγμή στον νεοελληνικό πολιτισμό, αφού για πρώτη φορά συνέδεσε τις υψηλής ποιότητας πραγματοποιήσεις της έντεχνης παράδοσης με τον λαϊκό πολιτισμό. Αυτό -ό,τι κι αν έχει κάνει έπειτα ο Μίκη(ς) Μάους- του το χρωστάμε. Το ποιήμα είναι επικό, προσκολλημένο στο ελληνικό περιβάλλον, μα πάντα με αγωνιστική διάθεση – κάτι που το διατηρεί επίκαιρο..
ΗΡΘΑΝ
ντυμένοι “φίλοι”
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Έφεραν
το Σοφό, τον Οικιστή και το Γεωμέτρη,
Βίβλους γραμμάτων και αριθμών,
την πάσα Υποταγή και Δύναμη,
το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.
Και το φώς δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.
Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν' αρχινίσει παιχνίδι .
ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές.
Έστησαν και θεμέλιωσαν
στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
πύργους κραταιούς και επαύλεις
ξύλα και άλλα πλεούμενα,
τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα,
στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με την σκέψη τους.
(Ο. Ελύτης, “Το Άξιον Εστί” -ΤΑ ΠΑΘΗ Ζ',1959)
Στο ίδιο έργο, στο ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΕΚΤΟ, ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ, ο ποιητής επιστρέφει στο μέλλον -που θα 'λεγε κι ο Πέτρος..
εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τί βλέπεις;
- Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων
και Στρατηγών.
- Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των
δικών τους πτωμάτων.
- Βλέπω τους έφηβους και βλέπω τα κορίτσια στην ετήσια Κλή-
ρωση των Ζευγαριών.
- Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι
της Αναστάσεως.
- Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία
στην καθαρότητα των ουρανών.
- Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών.
- Βλέπω τις κανονιοφόρους του έρωτα.
(Ο. Ελύτης,“Το Άξιον Εστί” -ΤΑ ΠΑΘΗ, Ανάγνωσμα Έκτο,1959)
Κεντρικός σχεδιασμός στην οικονομία ή ετήσια Κλήρωση των Ζευγαριών; Ψευδοδίλλημα. Πρώτα το ένα, ύστερα το άλλο. Αρκεί στο ενδιάμεσο να μη μας μπαστακωθούν οι κρατικοί λειτουργοί του κόμματος..
Τα παραπάνω παραδείγματα είναι μόνο μια σταγόνα στον ωκεανό της ελληνικής ποιητικής παραγωγής. Έχουμε να κάνουμε με “ένα λαό γεμάτο από μικρούς ως μέγιστους ποιητές”, πού 'λεγε κι ο Μίσσιος. Ένα λαό που με πληθυσμό το πολύ 7 εκατομμύρια, έβγαλε δύο βραβεία Λένιν (Βάρναλης, Ρίτσος) και δύο Νόμπελ (Σεφέρης, Ελύτης).
Είναι σαφές πως κάτι ιδιαίτερο πρέπει να συμβαίνει για να υπάρξει μια τέτοια ζηλευτή επίδοση. Δύο πράγματα είναι τα αίτια, κατά τη γνώμη μου. Πρώτον, η έκρυθμη κοινωνική ιστορία του τόπου. Και δεύτερον, η γλώσσα και το ανεπανάληπτο φυσικό περιβάλλον του τόπου.
Αυτή η χιλιοτραγουδισμένη για τρεις χιλιάδες χρόνια γλώσσα ήταν επόμενο να κουβαλάει μαζί της συσσωρευμένη 'ποιητική πείρα', η οποία πρόσφερε στον εκάστοτε προικισμένο τα φόντα για την αληθινή δημιουργία. Ίσως να ήτανε αυτή η γλώσσα που μας έσωσε, σχεδόν εξ ολοκλήρου, από τον 'σοσιαλιστικό ρεαλισμό'. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες, δεν μπορούσε παρά να φαντάζει αστείο η υποταγή μιας τέτοιας γλωσσικής ποιότητας στις εγκεφαλικές εμμονές του Ζντάνοφ, και ευτυχώς οι αριστεροί ποιητές μας το κατάλαβαν νωρίς.
(το δεύτερο μέρος την επόμενη κυριακή)
Η οποία λίγο πριν το θέρος μετασχηματίζεται σε πατριωτική και μας κατάθέτει την ψυχή του σε συσκευασία κειμένου για τη μεγάλη του αγάπη: την ποίηση. Η κε του μπλοκ θα το δημοσιεύσει σε δύο συνέχειες, σαν κυριακάτικο ένθετο για τον πολιτισμό. Δεν ξέρω αν και πόσο ενδιαφέρει τους αναγνώστες, αλλά εδω θα φανεί τι ψάρια πιάνουμε.
Σχολιασμός κι ενστάσεις ευπρόσδεκτες. Η κε του μπλοκ διατηρεί τις δικές της (αν ήταν στο ρίζο θα έλεγε: άρθρο συνεργάτη μας (απηχεί τις προσωπικές του απόψεις). Αλλά δεν επεμβαίνει λογοκριτικά. Κρατάει το λόγο και την κριτική της κι επιφυλάσσεται για παρέμβαση στην εξέλιξη της συζήτησης. Και ζητάει συγνώμη από τον κομάντο που δε μπόρεσε να πείσει το ιστολόγιο να συνεργαστεί στις εσοχές και τις μορφοποιήσεις, με αποτέλεσμα να χάνει αρκετά το κείμενο κι η ροή του στο μάτι και στο μυαλό.
Δε χρειάζεται να θυμηθείς. Το ξέρουμε.
Όλα τα μονοπάτια βγάζουνε στα Ψηλαλώνια. Ο
αγέρας είναι αψύς κει πάνου.
(Γ. Ρίτσος, Ρωμιοσύνη)
Ο σ. Σαμπετάι υποστηρίζει πως το σπέρμα της ποίησης ενυπάρχει στην Ιστορία της Φύσης και του ανθρώπου ως ουτοπική λειτουργία και ορίζοντας. Όπως και σε πολλά άλλα, έχει δίκιο. Η ποίηση βγαίνει από την ίδια την εργασιακή διαδικασία. Στις απαρχές της κοσμοϊστορίας υπάρχει η 'χειρονομία' ως χειρωνακτική πράξη παραγωγικής εργασίας και ταυτόχρονα ως πρωταρχική έκφραση του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος καθορίζεται από τους σκοπούς που θέτει ο ίδιος στον εαυτό του -πράγμα που αποτελεί την αυτονομία του και τον ξεχωρίζει από τα ζώα. Αυτός ο αυτοκαθορισμός του ανθρώπου είναι, σύμφωνα με τον Μάρξ, η 'πρώτη ιστορική πράξη': η δημιουργία μιας νέας ανάγκης μέσα από την ικανοποίηση μιας προηγούμενης ανάγκης με την εργασία, τον κοινωνικό μεταβολισμό του ανθρώπου και της Φύσης. Σ' αυτήν την διαρκώς ανανεούμενη δυνατότητα διερεύνησης των νέων αναγκών, τη διερεύνηση του αδύνατου ως μη-ακόμα εφικτού, στην ουτοπική λειτουργία της ίδιας της εργασίας βρίσκεται η ρίζα της ποίησης.
Εδώ βέβαια κάπου χαλάει το πράγμα. Ο τετραπέρατος homo sapiens sapiens, κάποια στιγμή, μαζί με την ουτοπική λειτουργία της εργασίας ανακαλύπτει και την γεωργία, τον καταμερισμό της εργασίας, την απόσπαση του πλεονάσματος, την ατομική ιδιοκτησία. Η ουτοπική-ποιητική λειτουργία που ήταν σύμφυτη με την εργασιακή διαδικασία αυτονομείται, μετατοπίζεται στο εποικοδόμημα, γίνεται 'κουλτούρα' και, ως αυτόνομη πλέον, εξυπηρετεί τους κυρίαρχους. Ο διαχωρισμός πνευματικής/χειρωνακτικής εργασίας, το χάσμα ανάμεσα στην Εργασία και την Κουλτούρα διευρύνεται και τυραννάει την Προϊστορία μέχρι και σήμερα.
Από την άλλη όμως, η αόρατη αλλά άρρηκτη υλική-ιστορική τους ενότητα υπάρχει ακόμα. Είναι αυτή ακριβώς η κεντρική αντίφαση που κάνει την ποίηση επαναστατική από τη φύση της. Ή καλύτερα: κάθε αληθινό ποιήμα είναι επαναστατική πράξη. Γιατί δεν μπορεί παρά να υπενθυμίζει τις πρωταρχικές του ρίζες – την ανθρωπολογική μνήμη της χειραφετημένης εργασίας, της εργασίας ως αυτοσκοπού. Και μέσα απ'αυτήν την μνήμη να “αντανακλά τις μυστικές φωνές και τα οράματα του μέλλοντος”.
Ή όπως θά 'λεγε κι ο Ελύτης μέσα απ'τη φωνή της Μαρίας Νεφέλης: περπατώ μές στ' αγκάθια μες στα σκοτεινά/ σ' αυτά πού' ναι να γίνουν καί στ' αλλοτινά (Μαρία Νεφέλη, 1978)
Αυτή η επικίνδυνη ενατένιση του Αδύνατου, η φυσική προσήλωση στον ου-τόπο, ο Ελύτης πάλι που υπενθυμίζει πως μυριάδες δυνατότητες φρικιούν/ γύρω μας κι ούτε που καθόλου εγγίζουμε/ οι ηλίθιοι (Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας, 1982), είναι που χαλάνε τη μεταμοντέρνα πολιτισμική σούπα της ελληνικής αστικής δημοκρατίας. Αυτής που όλο στριφογυρνάει ατάκτως απο δώ κι από κεί, κι όλο και παραμένει ουσιαστικά στάσιμη. Γι' αυτό, είτε εξαφανίζουν την ποίηση από τα διάφορα μμε, είτε τη χαντακώνουν σε ειδικά περιοδικά και συνέδρια για τους 'μυημένους'. Τη φοβούνται – και καλά κάνουν.
Σ' αυτόν τον τόπο όμως, από τις αρχές του 19ου αιώνα ως το Δεκέμβρη του 2008, η συνάντηση με το Αδύνατο ήταν πάντα στην ημερήσια διάταξη. Γι' αυτό και η παρουσία της ποίησης ήταν πάντα πολύ έντονη. Δυστυχώς για κάποιους, η ταξική μνήμη έχει πολλά ποδάρια και γι' αυτό θα δοκιμάσουμε να την αναπλάσουμε, έτσι ώστε να μας προσφέρει τις πολύτιμες αποσκευές της συντροφιά για το μακρύ δρόμο στο παρόν του -ελληνικού- κοινωνικού πολέμου.
Στους έξοχους δεκαπεντασύλλαβους του πρώτου αληθινού ποιητή που γέννησε αυτή η χώρα αποτυπώνεται για πρώτη φορά η συνείδηση του αγώνα:
Στον Ψηλορείτη όπου συχνά μ'ετράβουνεν ο πόνος
Κι' έβλεπα τ' άστρο τ' ουρανού μεσουρανίς να λάμπει
Και του γελούσαν τα βουνά τα πέλαγα κι οι κάμποι.
Κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδα
Κι εφώναζα: ώ θεϊκιά κι όλη αίματα πατρίδα! (Δ.Σολωμός, Ο Κρητικός)
Μια συνείδηση που ζήταγε πολύ περισσότερα απ' το να διώξει τον Τούρκο και που αποτυπώθηκε στις πρώτες εθνοσυνελεύσεις, πριν πάρουν κεφάλι οι κοτζαμπάσηδες και οι αγγλογάλλοι..
οι ήρωες ειν' ενωμένοι και, μέσα τους λόγια λένε
Για την αιωνιότητα που μόλις τα χωράει.
Στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ' οι στοχασμοί τους. (Δ.Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι)
Ο 'εθνικός ποιητής' αυτής της χώρας είναι ένας ποιητής που υμνεί την επαναστατημένη συνείδηση, που (έχοντας διαβάσει Χέγκελ) συλλαμβάνει το Αρνητικό ως ποιοτικό με όλες τις συνέπειες που μπορεί νά' χει αυτό... Για κοίτα κει χάσμα σεισμού βαθιά στον τοίχο πέρα,/ Και βγαίνουν άνθια πλουμιστά και τρέμουν στον αέρα.
Ο 'εθνικός ποιητής' αυτής της χώρας μάς έδωσε το 1849 -ένα χρόνο μετά το ευρωπαϊκό επαναστατικό κύμα του 1848..- ένα τετράστιχο που εκφράζει και καθοδηγεί κάθε επαναστατημένο σε κάθε τόπο, στους καιρούς που περάσανε και σ' αυτούς που θά' ρθουν:
H Κόλαση πάντ' άγρυπνη σου στήθηκε τριγύρου.
Αλλά δεν έχει δύναμη πάρεξ μακριά και πέρα
Μακριά 'πό την Παράδεισο και σύ σ' εσέ 'χεις μέρος.
Μέσα στα στήθια σου τ' ακούς, Καλέ, να λαχταρίζει ;
(Δ.Σολωμός, Ο Πόρφυρας)
Άντε μετά να μη γίνεις πατριώτης...
Το 1879, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης γράφει τον Φωτεινό. Είναι η ιστορία ενός γέροντα που, μετά από ένα επεισόδιο με τον Φράγκο άρχοντα της Λευκάδας, βγαίνει στο βουνό και προκαλεί εξέγερση των χωρικών. Στην αρχή του ποιήματος ο γέρος μαλώνει το γιό του που φοβάται να διώξει τα κυνηγόσκυλα του γιού του αφέντη που χαλάνε τα σπαρτά τους..
Τί ρήγας, τί ρηγόπουλα! Είν' ο καινούργιος κύρης,
που πλάκωσε με ξένο βιό να γίνει νοικοκύρης.
Παλιόφραγκοι, που πέφτουνε σαν όρνια στα ψοφίμια
εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς αγρίμια.
Κι εσύ τους τρέμεις βούβαλε! Παιδί μες στη φωτιά σου,
που τρίβεις στουρναρόπετρα μ' αυτά τα δάχτυλά σου,
πόχεις τετράδιπλα νεφρά και ριζιμιό τα στήθια,
τους βλέπεις και σε σκιάζουνε! Ο δούλος, είν' αλήθεια,
λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχή κι αίμα δεν έχει.
Αργότερα, το γέροντα τον συλλαμβάνουν και τον χτυπούν οι Φράγκοι, κι όμως σηκώνει ανάστημα και βγάζει λόγο μπροστά στον άρχοντα -για τον Λαό..
Αν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν' η ρίζα
και μένει πάντα ζωντανό ή ρόδι φάγ' ή βρίζα
αυτό το βόιδι το μανό, π' όσο βαθιά ρουχνίζει
τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει,
και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάσει το καρίκι
και θα προβάλλει με φτερά μια μέρα το σκουλήκι.
Τότε, πουλί το σερπετό, ποιός ξέρει που θα φτάσει!...
Κανείς δε ξέρει πού θα φτάσει, αλλά πρέπει σιγά-σιγά ν' αρχίσει να μυγιάζεται για να ανεμοστροβιλίσει ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΕΕ στον αγύριστο.
Με την είσοδο του νέου αιώνα η ελληνική ποίηση αναπτύσσεται παραπέρα. Τις πρώτες δεκαετίες κυριαρχεί ο Κωστής Παλαμάς , έτερος υποψήφιος για το χρίσμα του 'εθνικού ποιητή' - μια λόξα που κυριάρχησε για πολύ καιρό στα γράμματα του τόπου με αρκετούς κατά καιρούς επιλαχόντες.
Στα μέσα της δεκαετίας του '30, ο σ. Ζαχαριάδης γράφει μέσα από τις φυλακές της Κέρκυρας τη μελέτη “Ο αληθινός Παλαμάς” και μ' αυτόν τον τρόπο υφαρπάζει τον ποιητή από τον βενιζελισμό και την 'Μεγάλη Ιδέα' και τον συνδέει με το εργατικό κίνημα.
Ο Παλαμάς έγινε ο αγαπημένος των εξόριστων και των φυλακισμένων. Η γενιά της Αντίστασης διαπαιδαγωγήθηκε με τον Δωδεκάλογο του Γύφτου, παλαμικοί στίχοι απαγγέλονταν σε γιορτές και επετείους και γίνονταν συνθήματα. Δεν πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει που ο σ. Κουφοντίνας, καμμιά εξηνταριά χρόνια μετά, διάλεξε να τελειώσει την απολογία του με το παρακάτω ποιήμα, απο τη συλλογή του Παλαμά Βωμοί (1915):
Παιδί το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις να μην το παρατήσεις
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε 'το πιο στέρεα(...)
Κι αν είναι
κ' έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα κι όσα δέντρα
για τίποτ' άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,
μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα
ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ' το,
και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα
π' όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για νά 'ρθει
κι όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
Στο παλαμικό ποιητικό κλίμα εντάσσεται και η πρώτη εμφάνιση της 'στρατευμένης ποίησης' στη χώρα: o Κώστας Βάρναλης. Ο δραστήριος δάσκαλος έγραψε ποίηση λαϊκή, προσανατολισμένη σχεδόν πάντα στην αφύπνιση του Λαού. Γι' αυτό και η παράδοση και ο σολωμικός απόηχος βρίσκονται παντού..
παλουκωμένα ως σας γρικώ,
προεστών κεφάλια και Τουρκώ,
κάνω τη φτερούγα πήχη
κάνω σπιθαμή το νύχι. (Η σκιά ενός Κλέφτη από τα περασμένα, 1927) ή εκείνο το σημείο απ' τη Μπαλάντα του κυρ-Μέντιου που δεν μελοποιήθηκε..
Αν το δίκιο θές, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρείς. Όπου ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
Παρά τη λαϊκότητα και την προπαγανδιστική διάθεση (που πολλές φορές αποβαίνουν εις βάρος της καλλιτεχνικής αξίας), ο Βάρναλης μας έδωσε και μικρά διαμαντάκια -ένα από αυτά κοσμεί τη πρώτη σελίδα του Οδηγητή- που έχουνε σήμερα να πούνε πολλά για την τακτική και στρατηγική εν όψει μεσαίωνα και ΔΝΤ..
Όλα τελειώνουνε
κι όλα περνάνε,
ιδέες βασίλισσες
κακογερνάνε,
στις νέες ανάγκες σου
-κόπος βαρύς!-
σκοπούς αλάθεφτους
κοίτα να βρείς. (Σκλάβοι Πολιορκημένοι, 1927)
Για το δεύτερο στυλοβάτη της στρατευμένης ποίησης και έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές που έβγαλε ποτέ αυτή η μικρή χώρα δε θα πω τίποτα (αυτός χρειάζεται ολόκληρο κείμενο δικό του). Παραθέτω όμως, προς γνώσιν και συμμόρφωσιν, για τους σοβιετόφιλους αναγνώστες του μπλόγκ (της Κ.Ε. του μπλοκ συμπεριλαμβανομένης) το παρακάτω ποιήμα του με τίτλο Η Χαμένη Υπερβόρειος που -άν και ενδεδυμένο με εκείνη τη γνώριμη, εξαίσια υπερευαισθησία αυτού του τεράστιου καλλιτέχνη- λέει και σημαίνει πολλά..:
Το μάθαμε καλά πως Υπερβόρειος διόλου δεν υπάρχει
πέρα από τις Ριπαίες οροσειρές, όσο κι αν τα γλαυκά όριά της,
ανάλογα με τις πιο πρόσφατες ανακαλύψεις των γεωγράφων,
μετακινούνταν όλο πιο μακριά.
Σήμερα βεβαιώθηκε:
μια σκέτη φαντασία η χώρα απ' όπου μας ερχόντανε
οι κύκνοι και τα ορτύκια, όπου οι σεμνόπρεπες κόρες
Λαοδίκη και Υπερόχη ετοίμαζαν για τους θεούς
τα πρώτα φρούτα της σοδειάς, προσεχτικά τυλίγοντάς τα
σ' άχυρο σίτου και λεπτό χαρτί.
Και τώρα αναρωτιόμαστε
πού τάχατε ν' αποδημεί ο Απόλλωνας κάθε χειμώνα
με τ' άρμα του που τό 'σερναν λάμποντες κύκνοι και γρύπες,
κρούοντας τη χρυσή του λύρα, όταν εμείς μήνες και μήνες
μάταια κατά το Μάρτη καρτερούσαμε το γυρισμό του
συντάσσοντας μέσα στο κρύο τους γιορτινούς του παιάνες;
Ή μήπως πια ούτε Απόλλωνας ούτε λύρα υπάρχει;
Ωστόσο ακόμη συνεχίζουμε τον μισοτελειωμένο παιάνα
αφήνοντας ένα κενό στου ονόματος το μέρος, μήπως
βρεθεί κανένα νέο και το προσθέσουμε την ύστατη ώρα,
πάντοτε με το φόβο μήπως ο αριθμός των συλλαβών του,
μικρότερος ή μεγαλύτερος, μας χαλάσει το μέτρο.
(Γ. Ρίτσος, Καρλόβασι Σάμου, 7/6/1969)
Με την λεγόμενη “Γενιά του '30”, η ελληνική ποίηση αφομοιώνει δημιουργικά τα διδάγματα του μοντερνισμού και προχωρά προς μεγάλες εμπνεύσεις και πραγματοποιήσεις. Ο κύριος εκπρόσωπος εδώ είναι ο σοβαρός και μειλίχιος πρεσβευτής, κύριος Γιώργος Σεφέρης. Η φωτισμένη δεξιά του τόπου συναντά τον μοντερνισμό του Έλιοτ. Μεταπολεμικό αποτέλεσμα: το πρώτο ελληνικό Νόμπελ (1963).
Πρέπει ωστόσο να αναγνωρίσουμε στον κύριο πρεσβευτή -εκτός απ'την αναμφισβήτητη καλλιτεχνική ποιότητα- πολιτική ειλικρίνεια και πνευματικό ήθος. Σ' ένα απόσπασμα από το ποιήμα του Τελευταίος Σταθμός έγραφε:
Ερχόμαστε απ' την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαι-
στίνη τη Συρία
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής πού 'σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ' την άμμο της έρημος απ' τις θάλασσες
του Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί
του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ' αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θά 'λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμα ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
(Γ. Σεφέρης, Cava dei Tirreni, 5/10/1944)
Cava dei Tirreni ονομάζεται ένα χωριό στη νότια Ιταλία. Εκεί κατέφυγε, από το Κάιρο, το Σεπτέμβρη του '44 ολόκληρη η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση υπό τον γέρο της Αγγλοκρατίας. Το χωριό βρίσκεται πολύ κοντά στην Καζέρτα, όπου λίγο αργότερα ο σ. Σαράφης αναγκάστηκε να υπογράψει το 'Λίβανο των Στρατιωτικών'...
Η πραγματική όμως πρωτοπορία της γενιάς του '30 ακούει στο όνομα Ανδρέας Εμπειρίκος. Ο πρώτος έλληνας υπερρεαλιστής και ταυτόχρονα ένας απ' τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του κινήματος σε παγκόσμιο επίπεδο. Ζωντανό -για πάντα- παράδειγμα για το πού μπορεί να φτάσει αυτή η απίστευτη γλώσσα. Επαναστάτης και ερωτικός μέχρι το τέλος, ήταν ένα μέγεθος που -φυσικά και- δεν χωρούσε στα όρια της ελληνικής αριστεράς, παρ' όλο που στα νιάτα του (όταν σιγά-σιγά ξέφευγε απ'την παλαμική επίδραση και ανακάλυπτε τον υπερρεαλισμό) έγραφε το -'μυθικό' για την κριτική- ποιήμα που ανακαλύφθηκε πρόσφατα:
Αγαπημένη μας μητέρα ΕΣΣΔ,
Ύλη και πνεύμα της αμαράντου νίκης του προλεταριάτου
Ζωή μας, χτυποκάρδι μας
Εγγυήτρια της αγαθής εκβάσεως της πάλης των απανταχού
της γης
Κομμουνιστικών κομμάτων και οργανώσεων
Αγαπημένη μας μητέρα ΕΣΣΔ
Σήμερα το 1/6 της γης και αύριο και τα έξη
Σήμερα ΕΣΣΔ και αύριο ΠΕΣΣΔ με το Π = Παγκόσμιος
Αγαπημένη μας μητέρα ΕΣΣΔ,
Δέξου τους στίχους μου αυτούς που σου προσφέρω με την ίδια
ευλάβεια που ακουμπάμε τα λουλούδια μας στον τάφο του
πατέρα μας Λένιν.
Αγαπημένη μας μητέρα ΕΣΣΔ,
Δέξου την σύψυχή μου ανάταση μεσ΄απ' τα βάθη
της σημερινής μας δυστυχίας και τα πλοκάμια
της κεφαλαιοκρατίας
Προς την αιώνια δόξα σου
Και κάμε
Μητέρα μας αγαπημένη ΕΣΣΔ,
Κάμε να έρθει γρήγορα και το δικό μας μέγα βράδυ που θάναι
και δικό σου
Και ρύσαι ημάς από τους πονηρούς αστούς
Αμήν
(Το θέαμα του Μπογιατιού ως κινούμενου τοπίου -απόσπασμα-, 1933)
Με τον υπερρεαλισμό όμως βρίσκει τον πραγματικό του εαυτό και μας χαρίζει αληθινή ποίηση – άξια για 15 Νόμπελ..
Επάνω από την δοσοληψία των μιασματικών υδάτων μιας νό-
σου που κατεδικάσθη οριστικώς
Η άχνα της υγείας μεσουρανεί και μέλπει
Η πίστις της περιπετείας δεν χαλαρώθηκε
Τα μάτια της είναι πράσινα και κατοπτρίζονται μες στα νερά
της νεότητος
Ένας νέος συναντά μια νέα και την φιλεί
Από τα χείλη τους αναπηδούν οι λέξεις μεθυσμένες
Όλη η ζωή τους μοιάζει με λειβάδι
Επαύλεις εδώ κι εκεί κοσμούν την πρασιά του
Νεότης νεότης τί ωραία που είναι τα μαλλιά σου!
Τα χαϊμαλιά σου τα στολίζουν άνθη μυγδαλιάς που ανθεί σε
χώρα πεδινή
Οι θρίαμβοι των Καισάρων περνούν καμμιά φορά απ' αυτή τη
χώρα και παρασύρουν τα νερά των κήπων
Οι γυναίκες των κηπουρών γυμνώνουν τα στήθη τους και τους
παρακαλούν
Μια σειρά μαργαριταριών στάζει σε μια χοάνη
Κάθε μαργαριτάρι είναι μία σταγών και κάθε σταγών είναι
ένας δράκος
Το κάστρο του κατέρρευσε και τώρα παίζουν τα παιδάκια μες
στους ίσκιους
Τα θρύψαλλα του καθρέφτη της πυργοδέσποινας είναι κι αυτά
πετράδια
Που ρίχνουν στον πετροπόλεμο τα παλληκάρια.
(Α. Εμπειρίκος, Καρπός ελαίου, 1945)
Τέταρτος -μαζί με το σ. Ρίτσο- στη χορεία των 'μείζονων' της γενιάς του '30, ο Οδυσσέας Ελύτης. Κι αυτός αστικής καταγωγής, κι αυτός υπερρεαλιστής (με τον τρόπο του). Αυτοεξόριστος στο Παρίσι, λόγω μετεμφυλιακού καθεστώτος, γράφει το ποίημα που αργότερα μελοποίησε ο Μίκη(ς) Μάους και αποτέλεσε μια ιστορική στιγμή στον νεοελληνικό πολιτισμό, αφού για πρώτη φορά συνέδεσε τις υψηλής ποιότητας πραγματοποιήσεις της έντεχνης παράδοσης με τον λαϊκό πολιτισμό. Αυτό -ό,τι κι αν έχει κάνει έπειτα ο Μίκη(ς) Μάους- του το χρωστάμε. Το ποιήμα είναι επικό, προσκολλημένο στο ελληνικό περιβάλλον, μα πάντα με αγωνιστική διάθεση – κάτι που το διατηρεί επίκαιρο..
ΗΡΘΑΝ
ντυμένοι “φίλοι”
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Έφεραν
το Σοφό, τον Οικιστή και το Γεωμέτρη,
Βίβλους γραμμάτων και αριθμών,
την πάσα Υποταγή και Δύναμη,
το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.
Και το φώς δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.
Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν' αρχινίσει παιχνίδι .
ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές.
Έστησαν και θεμέλιωσαν
στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
πύργους κραταιούς και επαύλεις
ξύλα και άλλα πλεούμενα,
τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα,
στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με την σκέψη τους.
(Ο. Ελύτης, “Το Άξιον Εστί” -ΤΑ ΠΑΘΗ Ζ',1959)
Στο ίδιο έργο, στο ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΕΚΤΟ, ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ, ο ποιητής επιστρέφει στο μέλλον -που θα 'λεγε κι ο Πέτρος..
εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τί βλέπεις;
- Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων
και Στρατηγών.
- Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των
δικών τους πτωμάτων.
- Βλέπω τους έφηβους και βλέπω τα κορίτσια στην ετήσια Κλή-
ρωση των Ζευγαριών.
- Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι
της Αναστάσεως.
- Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία
στην καθαρότητα των ουρανών.
- Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών.
- Βλέπω τις κανονιοφόρους του έρωτα.
(Ο. Ελύτης,“Το Άξιον Εστί” -ΤΑ ΠΑΘΗ, Ανάγνωσμα Έκτο,1959)
Κεντρικός σχεδιασμός στην οικονομία ή ετήσια Κλήρωση των Ζευγαριών; Ψευδοδίλλημα. Πρώτα το ένα, ύστερα το άλλο. Αρκεί στο ενδιάμεσο να μη μας μπαστακωθούν οι κρατικοί λειτουργοί του κόμματος..
Τα παραπάνω παραδείγματα είναι μόνο μια σταγόνα στον ωκεανό της ελληνικής ποιητικής παραγωγής. Έχουμε να κάνουμε με “ένα λαό γεμάτο από μικρούς ως μέγιστους ποιητές”, πού 'λεγε κι ο Μίσσιος. Ένα λαό που με πληθυσμό το πολύ 7 εκατομμύρια, έβγαλε δύο βραβεία Λένιν (Βάρναλης, Ρίτσος) και δύο Νόμπελ (Σεφέρης, Ελύτης).
Είναι σαφές πως κάτι ιδιαίτερο πρέπει να συμβαίνει για να υπάρξει μια τέτοια ζηλευτή επίδοση. Δύο πράγματα είναι τα αίτια, κατά τη γνώμη μου. Πρώτον, η έκρυθμη κοινωνική ιστορία του τόπου. Και δεύτερον, η γλώσσα και το ανεπανάληπτο φυσικό περιβάλλον του τόπου.
Αυτή η χιλιοτραγουδισμένη για τρεις χιλιάδες χρόνια γλώσσα ήταν επόμενο να κουβαλάει μαζί της συσσωρευμένη 'ποιητική πείρα', η οποία πρόσφερε στον εκάστοτε προικισμένο τα φόντα για την αληθινή δημιουργία. Ίσως να ήτανε αυτή η γλώσσα που μας έσωσε, σχεδόν εξ ολοκλήρου, από τον 'σοσιαλιστικό ρεαλισμό'. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες, δεν μπορούσε παρά να φαντάζει αστείο η υποταγή μιας τέτοιας γλωσσικής ποιότητας στις εγκεφαλικές εμμονές του Ζντάνοφ, και ευτυχώς οι αριστεροί ποιητές μας το κατάλαβαν νωρίς.
(το δεύτερο μέρος την επόμενη κυριακή)
Τετάρτη 12 Μαΐου 2010
Για την ειρήνη
Λέγαμε τις προάλλες τι σημαίνει πασόκος, καλός άνθρωπος. Που είναι είδος υπό εξαφάνιση. Τέτοιοι ας πούμε είναι οι συγγραφείς των παιδικών βιβλίων της αλλαγής ή κι αυτοί που τους ανέθεσαν τη συγγραφή. Όχι όμως ο κούλογλου κι όσοι τον βάλαν στην ερτ. Σήμερα ο καλός πασόκος πρέπει να ‘χει αντισοβιετικές ευαισθησίες, πάει να πει (να ‘ναι) κακός άνθρωπος.
Ας δούμε ένα παράδειγμα από τη Γλώσσα μου της πρώτης δημοτικού, ένα μικρό διαμάντι που έπεσε άδικα στις μασέλες του εκσυγχρονισμού και των γκεσεμιών του που θέλαν να φάνε τα κονδύλια για συγγραφή νέων βιβλίων.
Στο πρώτο τεύχος μαθαίνουμε τα γράμματα και τους διφθόγγους.
Η παιδική χαρά γέμισε παιδιά
Ανεβαίνουν στις κούνιες
γυρίζουν πάνω στο μύλο,
παίζουν τρελά παιχνίδια.
Στο τέλος πάνε στα σπίτια τους
με κατακόκκινα μάγουλα
Κι αφού μάθαμε το δίψηφο φωνήεν αι ήρθε η σειρά του ει.
Να και ένα μωρό. Είναι η Ειρήνη. «Ανεβώ κούνια, ανεβώ κούνια», έλεγε. Η θεία της την ανεβάζει στην κούνια. Την κουνάει σιγά και λέει:
Πέρα πέρα, παραπέρα…
Κρατάμε την Ειρήνη, που είναι πρόσωπο-κλειδί για τη συνέχεια και περνάμε στο δεύτερο τεύχος.
Θυμάστε την Ειρήνη, το κοριτσάκι που έλεγε «ανεβώ κούνια»; (Φυσικά και τη θυμόμαστε πριν λίγο την αναφέραμε). Μεγάλωσε αρκετά από τότε και μιλάει όλο και πιο καθαρά. Χτες ήταν λίγο άρρωστη από γριπούλα. Καθόταν στο κρεβάτι κι έπαιζε με τα παιχνίδια της. Δίπλα της ήταν η γιαγιά και της κρατούσε συντροφιά.
«Ξέρεις πόσο σε αγαπώ γιαγιά;» είπε η Ειρήνη. «Τόοοσο!» και άνοιξε τα χεράκια της να δείξει.
Κάποια στιγμή ακούστηκε κόσμος πολύς να περνά στο δρόμο, κάτω από το παράθυρο. Φώναζαν όλοι μαζί πολύ δυνατά και ανάμεσα σ’ αυτά που έλεγαν ξεχώριζε περισσότερο η λέξη «ειρήνη».
Η ζωγραφιά δίπλα στο κείμενο δείχνει μια διαδήλωση. Τα πρωτάκια αφομοιώνουν πιο εύκολα τη γνώση με εικόνες.
«Εμένα φωνάζουν γιαγιά;» ρώτησε η Ειρήνη.
Η γιαγιά της της εξήγησε πως χιλιάδες άνθρωποι ζητούσαν να σταματήσουν οι πόλεμοι και να γίνει ειρήνη σε όλο τον κόσμο, για να ζουν όλοι αγαπημένοι και χαρούμενοι.
Η Ειρήνη χτύπησε παλαμάκια και είπε δυνατά:
«Εγώ είμαι Ειρήνη. Καθόλου πόλεμος».
Σήμερα οι γιαγιάδες τελούν υπό εξαφάνιση γιατί πώς να προλάβεις εγγόνια αν κάνεις παιδιά στα σαράντα; Το αυτό τελούν η ειρήνη και το κίνημα για αυτήν. Σε ευθεία αντίθεση με τον κοινωνικό πόλεμο και τους πασιφιστές που αρνούνται να τον δουν και να τον κάνουν. Ευτυχώς υπάρχουν κι οι γραφικοί που πάνε ενάντια στο ρεύμα.
Συνοδοιπόρος τους από τα μικράτα του ήταν κι ο απολίθωμας. Ο μη αστικός μύθος μας διηγείται ότι η πρώτη του πορεία ήταν έξι μηνών πάνω σε καροτσάκι, όπου συνάντησε τον φέρελπι κνίτη παναγιώτη φασούλα που ήταν μαθητής του θηλυκού του γονιού. Μετά δυστυχώς ο φασούλας έγινε ο ιούδας που ξέρουμε κι εγώ έμαθα να περπατάω.
Στην επόμενη σελίδα, εκτός από τα καλά της ειρήνης το πρωτάκι μαθαίνει και τι θα πει εργατιά.
Το τραγούδι ειρήνη,
Το παιχνίδι ειρήνη,
Το σχολειό ειρήνη,
Το αλφαβήτα ειρήνη
Και του κόσμου οι λαοί
να ’χουν όλοι τους φαϊ
Η καρδιά ειρήνη,
Η βραδιά ειρήνη,
Η εργατιά ειρήνη,
Τα παιδιά ειρήνη
Και του κόσμου οι λαοί
Να ‘χουν όλοι τους φαΐ
Τα σημερινά βιβλία δεν τα ξέρω, αλλά εμπιστεύομαι τη μπρέζνιεβα που λέει ότι δε δίνουν κανένα ερέθισμα για συζήτηση. Πέρα από τα κοινωνικά μηνύματα όμως, τα βιβλία εκείνα ήταν ούτως ή άλλως ιδιαίτερα. Για τα κείμενα, τη γλώσσα, την αισθητική τους, τις παιδικές ζωγραφιές τους. Και βασικά για τις παιδικές αναμνήσεις που μας άφησαν. Τα υπόλοιπα είναι πολιτικό άλλοθι για μια βουτιά στο παρελθόν. Όπως κι όλο το μπλοκ σε γενικές γραμμές δηλ.
Ας δούμε ένα ακόμα κείμενο.
Ο γκέκας
Ο γιος του γκέκα
Το παιδί του γιου του γκέκα
Ο ανιψιός του παιδιού του γκέκα
Ο ξάδερφος του ανιψιού του παιδιού του γκέκα
Ο θείος του ξαδέρφου του ανιψιού του παιδιού του γιου του γκέκα
Το γαϊδούρι του θείου του ξαδέρφου του ανιψιού του παιδιού του γιου του γκέκα
Το σαμάρι του γαϊδουριού του θείου του ξαδέρφου του ανιψιού του παιδιού του γιου του γκέκα
Το λουρί του σαμαριού του γαϊδουριού του θείου του ξαδέρφου του ανιψιού του παιδιού του γιου του γκέκα
(Λαϊκό παιχνίδι)
Ναι ρε, τα βιβλία της αλλαγής ήταν γεμάτα λαϊκή σοφία. Σαν σκηνές στο προσεχώς από τα δικά μας της λαϊκής εξουσίας. Κι η νοσταλγία για τη δεκαετία τους είναι κάτι παραπάνω από παιδικές αναμνήσεις.
2. Με ρωτούσε η μπρέζνιεβα πόσοι πηγαίνουν στο συνέδριο και της έλεγα υπάρχει ένα μέτρο για κάθε όβα κτλ.
-Και πώς βγαίνει αυτό το μέτρο; -Παίρνουν το σύνολο των μελών και διαιρούν με τις θέσεις στη μεγάλη αίθουσα μείον τους επίσημους (πολιτμπιρό) τα διαρκείας (κε) και τους φιλοξενούμενους (οργανώσεις του εξωτερικού).
Ε, πού να ξέρω ρε συ…
Όπως δεν ξέρω πώς βγαίνει ο αριθμός των μελών του κσ. Θέλουμε συμβούλιο μικρό, σφιχτό κι ευέλικτο με ιστορικές συνόδους κι ολομέλειες; Ή ένα πιο μεγάλο κι αντιπροσωπευτικό που όμως θα μαζεύεται σπάνια και θα λειτουργεί βασικά το γραφείο του; Το τελευταίο πιάνει σχεδόν κάθε συμβούλιο, απ’ το κεντρικό ως τα τομεακά κι είναι θέμα για συζήτηση.
Η αφίσα του σπόρτινγκ πήγαινε να βγάλει σασπένς (θα μιλήσει ο γγ της κνε, χωρίς όνομα) αλλά δε νομίζω να το ‘νιωσαν πολλοί. Η συναυλία όμως έβγαλε πολύ συναίσθημα ακόμα και σε μένα που είχα το μυαλό μου στον τελικό μπάσκετ και στη μπάρτσα. Τέτοιες στιγμές το κλειστό είχε να τις ζήσει απ’ τα χρόνια του μίτσελ ουίγκινς.
Σε κάποια στιγμή ο απολίθωμας άρπαξε μια κόκκινη σημαία και την κουνούσε ψηλά για δύο ολόκληρα τραγούδια. Εξαλλοσύνες που λέει κι ο τσίπρας. Το αυτό ισχύει και για τη στιλιστική επιλογή της συντρόφισσας γγ που φορούσε φούστα με σπορτέξ, αλλά μάλλον το κάνει γιατί έχει πρόβλημα.
Το μεγάλο πλεονέκτημα της παράστασης ήταν η συμμετοχή του θεατή στα πρότυπα του μπρεχτ. Η εξέδρα ήταν συνέχεια της χωρωδίας που κρατούσε κόκκινες σημαίες μαζί με λάβαρα του δσε και του παμε. Κι όταν άρχισαν να τα βροντάν ρυθμικά κάτω ένιωθες πράγματι πως κάτι κινείται.
Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός στα καλύτερά του.
Ανάλογες στιγμές αλλά στο πιο άμαζο ζήσαμε με τον τζόνι κιου και στο ίλιον στο αφιέρωμα στην αντιφασιστική νίκη των λαών. Όπου ο μέσος όρος ήταν η γενιά απογόνων του εαμ και τον τόνο έδινε ένας παππούς που ξαναζούσε νοερά τη μάχη του στάλινγκραντ και φώναζε τα ονόματα που θυμόταν: τολμπούχιν, μαλινόφσκι, στάλιν. Και μια δική μου ειρωνικά υψωμένη γροθιά όταν έδειξε τον χρουτσ-χρουτς. Που επέζησε της πολιορκίας και της καταστροφής της πόλης κι έδειξε πως ρεβιζιονιστικό σκυλί ψόφο δεν έχει.
Μου είπε μετά κι ο τζόνι κιου πως την παρασκευή είδε κατ’ ουσίαν το ίδιο ντοκιμαντέρ με αλλαγμένα τα ονόματα και το ρόλο του στάλιν που στην χρουτσωφική εκδοχή είχε εξαφανιστεί. Αν βάλεις και την ξενέρωτη μεταγλώττιση στα αμερικάνικα, ήρθε κι έδεσε το γλυκό του ρεβιζιονισμού. Πώς να μη φτάσει στην ειρηνική συνύπαρξη όμως ένας ειρηνικός λαός που έχει την ίδια λέξη (μιρ) για να πει κόσμος και ειρήνη;
Στο φινάλε είχε το έλα να δεις του κλίμοφ, αλλά το είχαμε δει κι οι δύο. Κι ακόμη να βρω τι συμβολίζει εκείνος ο πελεκάνος που με ρώτησε η κρούπσκαγια.
Ας δούμε ένα παράδειγμα από τη Γλώσσα μου της πρώτης δημοτικού, ένα μικρό διαμάντι που έπεσε άδικα στις μασέλες του εκσυγχρονισμού και των γκεσεμιών του που θέλαν να φάνε τα κονδύλια για συγγραφή νέων βιβλίων.
Στο πρώτο τεύχος μαθαίνουμε τα γράμματα και τους διφθόγγους.
Η παιδική χαρά γέμισε παιδιά
Ανεβαίνουν στις κούνιες
γυρίζουν πάνω στο μύλο,
παίζουν τρελά παιχνίδια.
Στο τέλος πάνε στα σπίτια τους
με κατακόκκινα μάγουλα
Κι αφού μάθαμε το δίψηφο φωνήεν αι ήρθε η σειρά του ει.
Να και ένα μωρό. Είναι η Ειρήνη. «Ανεβώ κούνια, ανεβώ κούνια», έλεγε. Η θεία της την ανεβάζει στην κούνια. Την κουνάει σιγά και λέει:
Πέρα πέρα, παραπέρα…
Κρατάμε την Ειρήνη, που είναι πρόσωπο-κλειδί για τη συνέχεια και περνάμε στο δεύτερο τεύχος.
Θυμάστε την Ειρήνη, το κοριτσάκι που έλεγε «ανεβώ κούνια»; (Φυσικά και τη θυμόμαστε πριν λίγο την αναφέραμε). Μεγάλωσε αρκετά από τότε και μιλάει όλο και πιο καθαρά. Χτες ήταν λίγο άρρωστη από γριπούλα. Καθόταν στο κρεβάτι κι έπαιζε με τα παιχνίδια της. Δίπλα της ήταν η γιαγιά και της κρατούσε συντροφιά.
«Ξέρεις πόσο σε αγαπώ γιαγιά;» είπε η Ειρήνη. «Τόοοσο!» και άνοιξε τα χεράκια της να δείξει.
Κάποια στιγμή ακούστηκε κόσμος πολύς να περνά στο δρόμο, κάτω από το παράθυρο. Φώναζαν όλοι μαζί πολύ δυνατά και ανάμεσα σ’ αυτά που έλεγαν ξεχώριζε περισσότερο η λέξη «ειρήνη».
Η ζωγραφιά δίπλα στο κείμενο δείχνει μια διαδήλωση. Τα πρωτάκια αφομοιώνουν πιο εύκολα τη γνώση με εικόνες.
«Εμένα φωνάζουν γιαγιά;» ρώτησε η Ειρήνη.
Η γιαγιά της της εξήγησε πως χιλιάδες άνθρωποι ζητούσαν να σταματήσουν οι πόλεμοι και να γίνει ειρήνη σε όλο τον κόσμο, για να ζουν όλοι αγαπημένοι και χαρούμενοι.
Η Ειρήνη χτύπησε παλαμάκια και είπε δυνατά:
«Εγώ είμαι Ειρήνη. Καθόλου πόλεμος».
Σήμερα οι γιαγιάδες τελούν υπό εξαφάνιση γιατί πώς να προλάβεις εγγόνια αν κάνεις παιδιά στα σαράντα; Το αυτό τελούν η ειρήνη και το κίνημα για αυτήν. Σε ευθεία αντίθεση με τον κοινωνικό πόλεμο και τους πασιφιστές που αρνούνται να τον δουν και να τον κάνουν. Ευτυχώς υπάρχουν κι οι γραφικοί που πάνε ενάντια στο ρεύμα.
Συνοδοιπόρος τους από τα μικράτα του ήταν κι ο απολίθωμας. Ο μη αστικός μύθος μας διηγείται ότι η πρώτη του πορεία ήταν έξι μηνών πάνω σε καροτσάκι, όπου συνάντησε τον φέρελπι κνίτη παναγιώτη φασούλα που ήταν μαθητής του θηλυκού του γονιού. Μετά δυστυχώς ο φασούλας έγινε ο ιούδας που ξέρουμε κι εγώ έμαθα να περπατάω.
Στην επόμενη σελίδα, εκτός από τα καλά της ειρήνης το πρωτάκι μαθαίνει και τι θα πει εργατιά.
Το τραγούδι ειρήνη,
Το παιχνίδι ειρήνη,
Το σχολειό ειρήνη,
Το αλφαβήτα ειρήνη
Και του κόσμου οι λαοί
να ’χουν όλοι τους φαϊ
Η καρδιά ειρήνη,
Η βραδιά ειρήνη,
Η εργατιά ειρήνη,
Τα παιδιά ειρήνη
Και του κόσμου οι λαοί
Να ‘χουν όλοι τους φαΐ
Τα σημερινά βιβλία δεν τα ξέρω, αλλά εμπιστεύομαι τη μπρέζνιεβα που λέει ότι δε δίνουν κανένα ερέθισμα για συζήτηση. Πέρα από τα κοινωνικά μηνύματα όμως, τα βιβλία εκείνα ήταν ούτως ή άλλως ιδιαίτερα. Για τα κείμενα, τη γλώσσα, την αισθητική τους, τις παιδικές ζωγραφιές τους. Και βασικά για τις παιδικές αναμνήσεις που μας άφησαν. Τα υπόλοιπα είναι πολιτικό άλλοθι για μια βουτιά στο παρελθόν. Όπως κι όλο το μπλοκ σε γενικές γραμμές δηλ.
Ας δούμε ένα ακόμα κείμενο.
Ο γκέκας
Ο γιος του γκέκα
Το παιδί του γιου του γκέκα
Ο ανιψιός του παιδιού του γκέκα
Ο ξάδερφος του ανιψιού του παιδιού του γκέκα
Ο θείος του ξαδέρφου του ανιψιού του παιδιού του γιου του γκέκα
Το γαϊδούρι του θείου του ξαδέρφου του ανιψιού του παιδιού του γιου του γκέκα
Το σαμάρι του γαϊδουριού του θείου του ξαδέρφου του ανιψιού του παιδιού του γιου του γκέκα
Το λουρί του σαμαριού του γαϊδουριού του θείου του ξαδέρφου του ανιψιού του παιδιού του γιου του γκέκα
(Λαϊκό παιχνίδι)
Ναι ρε, τα βιβλία της αλλαγής ήταν γεμάτα λαϊκή σοφία. Σαν σκηνές στο προσεχώς από τα δικά μας της λαϊκής εξουσίας. Κι η νοσταλγία για τη δεκαετία τους είναι κάτι παραπάνω από παιδικές αναμνήσεις.
2. Με ρωτούσε η μπρέζνιεβα πόσοι πηγαίνουν στο συνέδριο και της έλεγα υπάρχει ένα μέτρο για κάθε όβα κτλ.
-Και πώς βγαίνει αυτό το μέτρο; -Παίρνουν το σύνολο των μελών και διαιρούν με τις θέσεις στη μεγάλη αίθουσα μείον τους επίσημους (πολιτμπιρό) τα διαρκείας (κε) και τους φιλοξενούμενους (οργανώσεις του εξωτερικού).
Ε, πού να ξέρω ρε συ…
Όπως δεν ξέρω πώς βγαίνει ο αριθμός των μελών του κσ. Θέλουμε συμβούλιο μικρό, σφιχτό κι ευέλικτο με ιστορικές συνόδους κι ολομέλειες; Ή ένα πιο μεγάλο κι αντιπροσωπευτικό που όμως θα μαζεύεται σπάνια και θα λειτουργεί βασικά το γραφείο του; Το τελευταίο πιάνει σχεδόν κάθε συμβούλιο, απ’ το κεντρικό ως τα τομεακά κι είναι θέμα για συζήτηση.
Η αφίσα του σπόρτινγκ πήγαινε να βγάλει σασπένς (θα μιλήσει ο γγ της κνε, χωρίς όνομα) αλλά δε νομίζω να το ‘νιωσαν πολλοί. Η συναυλία όμως έβγαλε πολύ συναίσθημα ακόμα και σε μένα που είχα το μυαλό μου στον τελικό μπάσκετ και στη μπάρτσα. Τέτοιες στιγμές το κλειστό είχε να τις ζήσει απ’ τα χρόνια του μίτσελ ουίγκινς.
Σε κάποια στιγμή ο απολίθωμας άρπαξε μια κόκκινη σημαία και την κουνούσε ψηλά για δύο ολόκληρα τραγούδια. Εξαλλοσύνες που λέει κι ο τσίπρας. Το αυτό ισχύει και για τη στιλιστική επιλογή της συντρόφισσας γγ που φορούσε φούστα με σπορτέξ, αλλά μάλλον το κάνει γιατί έχει πρόβλημα.
Το μεγάλο πλεονέκτημα της παράστασης ήταν η συμμετοχή του θεατή στα πρότυπα του μπρεχτ. Η εξέδρα ήταν συνέχεια της χωρωδίας που κρατούσε κόκκινες σημαίες μαζί με λάβαρα του δσε και του παμε. Κι όταν άρχισαν να τα βροντάν ρυθμικά κάτω ένιωθες πράγματι πως κάτι κινείται.
Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός στα καλύτερά του.
Ανάλογες στιγμές αλλά στο πιο άμαζο ζήσαμε με τον τζόνι κιου και στο ίλιον στο αφιέρωμα στην αντιφασιστική νίκη των λαών. Όπου ο μέσος όρος ήταν η γενιά απογόνων του εαμ και τον τόνο έδινε ένας παππούς που ξαναζούσε νοερά τη μάχη του στάλινγκραντ και φώναζε τα ονόματα που θυμόταν: τολμπούχιν, μαλινόφσκι, στάλιν. Και μια δική μου ειρωνικά υψωμένη γροθιά όταν έδειξε τον χρουτσ-χρουτς. Που επέζησε της πολιορκίας και της καταστροφής της πόλης κι έδειξε πως ρεβιζιονιστικό σκυλί ψόφο δεν έχει.
Μου είπε μετά κι ο τζόνι κιου πως την παρασκευή είδε κατ’ ουσίαν το ίδιο ντοκιμαντέρ με αλλαγμένα τα ονόματα και το ρόλο του στάλιν που στην χρουτσωφική εκδοχή είχε εξαφανιστεί. Αν βάλεις και την ξενέρωτη μεταγλώττιση στα αμερικάνικα, ήρθε κι έδεσε το γλυκό του ρεβιζιονισμού. Πώς να μη φτάσει στην ειρηνική συνύπαρξη όμως ένας ειρηνικός λαός που έχει την ίδια λέξη (μιρ) για να πει κόσμος και ειρήνη;
Στο φινάλε είχε το έλα να δεις του κλίμοφ, αλλά το είχαμε δει κι οι δύο. Κι ακόμη να βρω τι συμβολίζει εκείνος ο πελεκάνος που με ρώτησε η κρούπσκαγια.
Παρασκευή 7 Μαΐου 2010
Τρελή προβοκάτσια
Είναι που λες κάποια πράγματα που μόνο ξύλινα μπορώ να στα πω. Το μόνο εναλλακτικό που μπορώ να σκεφτώ είναι να βάλω από μπροστά έναν χαρακτηρισμό σαν το τρελή. Ή να σου πω να δεις στα αθλητικά πρωτοσέλιδα τον τίτλο της ώρας.
Δε μπορεί, κάποιος σύντροφος το ‘γραψε. Ίσως ο ίδιος που έβαλε τίτλο ειρηνική συνύπαρξη και ξεσκέπασε τον τιτικό προδότη μπάγεβιτς που κάρφωσε πισώπλατα το στιλέτο του στην ομάδα και πήγε να δουλέψει στον πράκτορα της στάζι.
1.http://www.contra.gr/pops/news_large.aspx?date=today&paper=ora
2.http://sfyrodrepano.blogspot.com/2008/11/blog-post_21.html
Ήθελα κανονικά να σου πω άλλα. Για τον σύντροφο περο-πομ-Πέρρο και το σύνθημα που έριξε στις μάζες: όλοι για έναν κι όλοι για όλους. Κολλάς λίγο, το σκέφτεσαι και λες, λάθος θα έκανε.
Ή μήπως όχι; Κι αν αυτό ακριβώς ήθελε να πει ο ποιητής; Ότι δεν υπάρχουν μοναχικοί αγώνες και καβαλάρηδες που θα μας σώσουν;
Στο καπάκι βλέπω δυο παππούδες, σκαστούς από τη δίπλα συγκέντρωση και το μπαλκόνι του μάπετ σόου, να κόβουν κίνηση φορώντας καπελάκι γσεε, πράσινο ο ένας, μπλε ο άλλος. Τι σου είναι η σημειολογία. Απ’ ό,τι είδα τελικά το είχαν και σε άλλα χρώματα, κόκκινο και πορτοκαλί.
Καπέλα υπάρχουν πολλά, σεκ όμως ένα. Οι ειδικοί του είδους μοιράζαν πλακάτ που καλούσαν σε απεργιακή ανταρσία. Κομάντο απεργιακής εντροπίας με στόχο τις εκλογές, το β’ γύρο και τους αντάρτες του πασοκ.
Θα σου ‘λεγα για την εργατική, λαϊκή αθήνα που ενώθηκε με την εναλλακτική και πλημμύρισε τους δρόμους. Και για τις συντρόφισσες που τις έχει πιάσει η άνοιξη (ή μήπως εμένα;) κι είναι πιο όμορφες αυτές τις μέρες. Κι αν ζηλεύει η μπρέζνιεβα, ας έρχεται στις δικές μας πορεία να με ελέγχει.
Για το σύνθημα που φώναζε μια συντρόφισσα στο μεγάφωνο. Ταξικά τα μέτρα, ταξική κι η πάλη, δίνουμε υπόσχεση για ανατροπή και πάλη. Ρίμα δηλαδή έκανε η πάλη με την πάλη. Μόνο η φάνη έλειπε. Η φαντασία στην εξουσία. Κι η σφισσα εκεί, να το φωνάζει πάλι και πάλι. Είχα και μια ανάλυση για τα συνθήματα, αλλά δεν είναι της ώρας.
Για το σκριν στη γσεε που κόλλησε πίσω μας και κάτι ανυπόμονους που έπαιξαν πικ εν ρολ και βρεθήκαμε όλοι μαζί ανάκατοι στον άγνωστο στρατιώτη.
–Εδώ δεν είναι η αλυσίδα του πάμε;
-Μα όχι. –Μα ναι.
Ρωμαϊκός ελιγμός αλά γκοσινύ. Το ενιαίο εργατικό μέτωπο έγινε πράξη από τα κάτω.
Τώρα αυτά όμως δεν έχουν καμιά σημασία. Θάνατος είναι οι μπάτσοι που χτυπιούνται με μαύρους στόκους μέσα στην πορεία.
Ο εχθρός είναι στις τράπεζες και στα υπουργεία κι έχει αντιπρόσωπους και μέσα στην πορεία. Ο εσωτερικός εχθρός. Τα αυθόρμητα μπάχαλα που έχουν φέρει βαριοπούλες και φτυάρια απ’ το σπίτι τους και ζουν ζωή χαρισάμενη με τον κόσμο που τους χαρίσαμε.
Τρεις νεκροί κι ένα κίνημα παράπλευρες απώλειες ενός μικροαστικού ξεσπάσματος που παίζει τον πυροσβεστικό του ρόλο δια της ομοιοπαθητικής, με φωτιές, πέτρες και μολότοφ. Αν δεν κάψω εγώ, αν δεν καεί το ράιχσταγκ, πώς θα γενεί το φως η νύχτα των κρυστάλλων;
Αυτοί που διαβάζουν γκυ ντεμπώρ αντί για μαρξ λειτουργούν κατ’ εξοχήν με όρους κοινωνίας του θεάματος. Αυτοί που σκέφτονται και δρουν σα μικροαστοί εγκαλούν το μικροαστό που μένει σπίτι του και κάνουν ό,τι μπορούν για να τον κρατήσουν εκεί. Και σιγοντάρουν αυτούς που αρπάνε το φαΐ από το τραπέζι και κηρύσσουν στο λαό τη λιτότητα.
Λέγαμε τις προάλλες με το ένα έβδομο για τη μάστιγα των πολιτικά άστεγων και την ιδιώτευση που έχει χίλια πρόσωπα και μπορεί να σου έρθει σα ζουζουλίνι που θέλει χρόνο και βόλτα κάθε σάββατο στο mall της περιοχής. Κι άντε να πεις όχι.
Κάποιοι την ιδιώτευση την κουβαλάν στο κίνημα. Γράφουν τους συσχετισμούς στην κουκούλα τους, ζητάν να ζήσουν τη φάση, το μύθο του ζορό, του μασκοφόρου εκδικητή. Τα παιδία παίζει κρυφτοκυνηγητό σαν ερωτευμένα. Ψάχνουν να βρουν το μπατσουλίνι τους, να εκφράσουν στην πράξη τα φλογερά τους αισθήματα σε κάθε κρίσιμο ραντεβουδάκι. Ο έρωτας τους τυφλώνει και δε βλέπουν πέρα απ’ τη μύτη του μπάτσου ποια τάξη προστατεύει το όργανο που έχει απέναντι.
Το θέμα είναι πως το βλέπαμε να έρχεται και το περιμέναμε.
Και πώς να μην έρθει; Όταν μετά το δεκέμβρη όλα τα συλλαλητήρια καταλήγουν αντι-μπατσικά; Όταν η σύγκρουση έχει καταντήσει φετίχ εν είδει ιεροτελεστίας. Όταν η περιφρούρηση θεωρείται σταλινικό κουσούρι και μένει σε κάτι ε-ε-ε, παραφωνίες στα παπάκια που ακούν άσιμο. Όταν το αυθόρμητο μένει στην χαρά της καταστροφής του μπακούνιν και κανείς δεν το διαπαιδαγωγεί διαφορετικά. Όταν ηγεμονεύουν ιδεολογικά ο αναρχοσυνδικαλισμός κι η αμεσοδημοκρατία. Όταν μπαίνει εκβιαστικά το δίλημμα ή με τις κουκούλες ή με τις γραβάτες κι επικρατεί η λογική να μη γίνει κριτική στους συντρόφους του χώρου εν μέσω κινήματος. Λες κι έγινε ποτέ κατόπιν εορτής.
Μα αυτό δεν είναι κομμάτι του κινήματος. Αντικειμενικά το χαντακώνουν. Αντικειμενικά κάνουν τη δουλειά για την άλλη πλευρά. Γι’ αυτό μικρή σημασία έχει αν είναι βαλτοί ή ηλίθιοι. Πάντα θα υπάρχουν χρήσιμοι ηλίθιοι και δίπλα οι βαλτοί που τους αξιοποιούν.
Όποιος το καταλαβαίνει ας σηκώσει όση ευθύνη του αναλογεί για να κοπεί ο ομφάλιος λώρος. Αν υπάρχει κάτι θετικό που μπορεί να βγει άμεσα από μια τόσο στριμόκωλη συγκυρία είναι αυτό. Όποιος δεν θέλει να τον κόψει, πάει να πει πως έχει δεσμούς βαθύτερους, πολιτικούς. Ώρα καλή στην τάση του κι αέρα στα πανιά, τα δικά του και της αντίδρασης. Τόσο απλά κι αφοριστικά.
Έξω απ’ την πορεία η αστυνομία κι όσοι κατεβαίνουν να τη συναντήσουν.
Φταίμε κι εμείς σε ένα βαθμό. Που δε βγήκαμε επιθετικά ενάντια στην καθημερινή βία και τη βαρβαρότητα αυτού του συστήματος. Που δεν υπερασπιστήκαμε ανοιχτά την επαναστατική βία και το ρόλο της. Που δεν κλιμακώσαμε με τόσο κόσμο στο δρόμο να διεκδικεί το δίκιο της τάξης του και του αγώνα της. Που έχουμε ακόμα τόσο αδύναμη παρέμβαση. Που δεν έχουμε πολύ καλή σχέση με το αυθόρμητο. Που δε δώσαμε διέξοδο στην αγανάκτηση του κόσμου και την χαρίσαμε σε αδιέξοδες μικροαστικές εκτονώσεις. Που δεν είμαστε ακόμα στο ύψος των περιστάσεων. Αλλά παίρνουμε μπόι μέρα με τη μέρα.
Με ρωτάς γιατί το έκαναν τώρα. Γιατί δε μπορούν να ξεπεράσουν την κρίση τους όπως πριν και μας φοβούνται. Βάζουν το λαό να την πληρώσει και παίζουν το κεφάλι τους κορόνα-γράμματα.
Με ρωτάς αν μπορεί να πεθάνει ο καπιταλισμός. Από μόνος του όχι.
Είναι σάπιος κι αναχρονιστικός, αλλά χρειάζεται ευθανασία. Όσο δεν του την κάνουμε θα μας πίνει το αίμα και θα ξανανιώνει. Ο βρικόλακας της νεκρής εργασίας συσσωρεύεται σε κεφάλαιο, κυριαρχεί επί της ζωντανής και ρουφάει την υπεραξία της. Σαν γέρικη αμοιβάδα που παίρνει ζωή από τις πιο νέες και πιστεύει πως είναι αιώνιος.
Με ρωτάς αν μπορεί να πεθάνει μόνο σε μια χώρα. Σκέψου τον καλύτερα σαν έναν οργανισμό. Οργανικό όλο που λέει κι ο βαζιούλιν. Αν του σπάσουμε τον αδύναμο κρίκο δε σημαίνει πως τον σκοτώσαμε. Είναι σα να του βγάζουμε ένα μάτι –το όνομα του έχει βγει προ πολλού. Από κάπου πρέπει να ξεκινήσει η μόλυνση. Αρκεί το κομμουνιστικό μικρόβιο να κάνει μετάσταση.
Όμως ο καπιταλισμός είχε καλό ανοσοποιητικό και βρήκε αντισώματα στη συνήθεια και στα ταξικά κατάλοιπα. Κι έτσι μείναμε με τη μονόφθαλμη σοβιετία να βασιλεύει μέσα στους τυφλούς. Ώσπου ήρθε ο κανένας με το νόμο της αξίας και την αποτελείωσε. Και κρύφτηκε κάτω από την προβιά του κομμουνιστή για να μην τον καταλάβουμε.
Με ρωτάς και για το ρίζο. Λες τώρα να βγάλει κι άλλο διήγημα; Το λάθος τηλεφώνημα ενός μπάχαλου που μετάνιωσε;
Τι να σου πω ρε συ. Δεν έχω απάντηση σε όλα.
Δε μπορεί, κάποιος σύντροφος το ‘γραψε. Ίσως ο ίδιος που έβαλε τίτλο ειρηνική συνύπαρξη και ξεσκέπασε τον τιτικό προδότη μπάγεβιτς που κάρφωσε πισώπλατα το στιλέτο του στην ομάδα και πήγε να δουλέψει στον πράκτορα της στάζι.
1.http://www.contra.gr/pops/news_large.aspx?date=today&paper=ora
2.http://sfyrodrepano.blogspot.com/2008/11/blog-post_21.html
Ήθελα κανονικά να σου πω άλλα. Για τον σύντροφο περο-πομ-Πέρρο και το σύνθημα που έριξε στις μάζες: όλοι για έναν κι όλοι για όλους. Κολλάς λίγο, το σκέφτεσαι και λες, λάθος θα έκανε.
Ή μήπως όχι; Κι αν αυτό ακριβώς ήθελε να πει ο ποιητής; Ότι δεν υπάρχουν μοναχικοί αγώνες και καβαλάρηδες που θα μας σώσουν;
Στο καπάκι βλέπω δυο παππούδες, σκαστούς από τη δίπλα συγκέντρωση και το μπαλκόνι του μάπετ σόου, να κόβουν κίνηση φορώντας καπελάκι γσεε, πράσινο ο ένας, μπλε ο άλλος. Τι σου είναι η σημειολογία. Απ’ ό,τι είδα τελικά το είχαν και σε άλλα χρώματα, κόκκινο και πορτοκαλί.
Καπέλα υπάρχουν πολλά, σεκ όμως ένα. Οι ειδικοί του είδους μοιράζαν πλακάτ που καλούσαν σε απεργιακή ανταρσία. Κομάντο απεργιακής εντροπίας με στόχο τις εκλογές, το β’ γύρο και τους αντάρτες του πασοκ.
Θα σου ‘λεγα για την εργατική, λαϊκή αθήνα που ενώθηκε με την εναλλακτική και πλημμύρισε τους δρόμους. Και για τις συντρόφισσες που τις έχει πιάσει η άνοιξη (ή μήπως εμένα;) κι είναι πιο όμορφες αυτές τις μέρες. Κι αν ζηλεύει η μπρέζνιεβα, ας έρχεται στις δικές μας πορεία να με ελέγχει.
Για το σύνθημα που φώναζε μια συντρόφισσα στο μεγάφωνο. Ταξικά τα μέτρα, ταξική κι η πάλη, δίνουμε υπόσχεση για ανατροπή και πάλη. Ρίμα δηλαδή έκανε η πάλη με την πάλη. Μόνο η φάνη έλειπε. Η φαντασία στην εξουσία. Κι η σφισσα εκεί, να το φωνάζει πάλι και πάλι. Είχα και μια ανάλυση για τα συνθήματα, αλλά δεν είναι της ώρας.
Για το σκριν στη γσεε που κόλλησε πίσω μας και κάτι ανυπόμονους που έπαιξαν πικ εν ρολ και βρεθήκαμε όλοι μαζί ανάκατοι στον άγνωστο στρατιώτη.
–Εδώ δεν είναι η αλυσίδα του πάμε;
-Μα όχι. –Μα ναι.
Ρωμαϊκός ελιγμός αλά γκοσινύ. Το ενιαίο εργατικό μέτωπο έγινε πράξη από τα κάτω.
Τώρα αυτά όμως δεν έχουν καμιά σημασία. Θάνατος είναι οι μπάτσοι που χτυπιούνται με μαύρους στόκους μέσα στην πορεία.
Ο εχθρός είναι στις τράπεζες και στα υπουργεία κι έχει αντιπρόσωπους και μέσα στην πορεία. Ο εσωτερικός εχθρός. Τα αυθόρμητα μπάχαλα που έχουν φέρει βαριοπούλες και φτυάρια απ’ το σπίτι τους και ζουν ζωή χαρισάμενη με τον κόσμο που τους χαρίσαμε.
Τρεις νεκροί κι ένα κίνημα παράπλευρες απώλειες ενός μικροαστικού ξεσπάσματος που παίζει τον πυροσβεστικό του ρόλο δια της ομοιοπαθητικής, με φωτιές, πέτρες και μολότοφ. Αν δεν κάψω εγώ, αν δεν καεί το ράιχσταγκ, πώς θα γενεί το φως η νύχτα των κρυστάλλων;
Αυτοί που διαβάζουν γκυ ντεμπώρ αντί για μαρξ λειτουργούν κατ’ εξοχήν με όρους κοινωνίας του θεάματος. Αυτοί που σκέφτονται και δρουν σα μικροαστοί εγκαλούν το μικροαστό που μένει σπίτι του και κάνουν ό,τι μπορούν για να τον κρατήσουν εκεί. Και σιγοντάρουν αυτούς που αρπάνε το φαΐ από το τραπέζι και κηρύσσουν στο λαό τη λιτότητα.
Λέγαμε τις προάλλες με το ένα έβδομο για τη μάστιγα των πολιτικά άστεγων και την ιδιώτευση που έχει χίλια πρόσωπα και μπορεί να σου έρθει σα ζουζουλίνι που θέλει χρόνο και βόλτα κάθε σάββατο στο mall της περιοχής. Κι άντε να πεις όχι.
Κάποιοι την ιδιώτευση την κουβαλάν στο κίνημα. Γράφουν τους συσχετισμούς στην κουκούλα τους, ζητάν να ζήσουν τη φάση, το μύθο του ζορό, του μασκοφόρου εκδικητή. Τα παιδία παίζει κρυφτοκυνηγητό σαν ερωτευμένα. Ψάχνουν να βρουν το μπατσουλίνι τους, να εκφράσουν στην πράξη τα φλογερά τους αισθήματα σε κάθε κρίσιμο ραντεβουδάκι. Ο έρωτας τους τυφλώνει και δε βλέπουν πέρα απ’ τη μύτη του μπάτσου ποια τάξη προστατεύει το όργανο που έχει απέναντι.
Το θέμα είναι πως το βλέπαμε να έρχεται και το περιμέναμε.
Και πώς να μην έρθει; Όταν μετά το δεκέμβρη όλα τα συλλαλητήρια καταλήγουν αντι-μπατσικά; Όταν η σύγκρουση έχει καταντήσει φετίχ εν είδει ιεροτελεστίας. Όταν η περιφρούρηση θεωρείται σταλινικό κουσούρι και μένει σε κάτι ε-ε-ε, παραφωνίες στα παπάκια που ακούν άσιμο. Όταν το αυθόρμητο μένει στην χαρά της καταστροφής του μπακούνιν και κανείς δεν το διαπαιδαγωγεί διαφορετικά. Όταν ηγεμονεύουν ιδεολογικά ο αναρχοσυνδικαλισμός κι η αμεσοδημοκρατία. Όταν μπαίνει εκβιαστικά το δίλημμα ή με τις κουκούλες ή με τις γραβάτες κι επικρατεί η λογική να μη γίνει κριτική στους συντρόφους του χώρου εν μέσω κινήματος. Λες κι έγινε ποτέ κατόπιν εορτής.
Μα αυτό δεν είναι κομμάτι του κινήματος. Αντικειμενικά το χαντακώνουν. Αντικειμενικά κάνουν τη δουλειά για την άλλη πλευρά. Γι’ αυτό μικρή σημασία έχει αν είναι βαλτοί ή ηλίθιοι. Πάντα θα υπάρχουν χρήσιμοι ηλίθιοι και δίπλα οι βαλτοί που τους αξιοποιούν.
Όποιος το καταλαβαίνει ας σηκώσει όση ευθύνη του αναλογεί για να κοπεί ο ομφάλιος λώρος. Αν υπάρχει κάτι θετικό που μπορεί να βγει άμεσα από μια τόσο στριμόκωλη συγκυρία είναι αυτό. Όποιος δεν θέλει να τον κόψει, πάει να πει πως έχει δεσμούς βαθύτερους, πολιτικούς. Ώρα καλή στην τάση του κι αέρα στα πανιά, τα δικά του και της αντίδρασης. Τόσο απλά κι αφοριστικά.
Έξω απ’ την πορεία η αστυνομία κι όσοι κατεβαίνουν να τη συναντήσουν.
Φταίμε κι εμείς σε ένα βαθμό. Που δε βγήκαμε επιθετικά ενάντια στην καθημερινή βία και τη βαρβαρότητα αυτού του συστήματος. Που δεν υπερασπιστήκαμε ανοιχτά την επαναστατική βία και το ρόλο της. Που δεν κλιμακώσαμε με τόσο κόσμο στο δρόμο να διεκδικεί το δίκιο της τάξης του και του αγώνα της. Που έχουμε ακόμα τόσο αδύναμη παρέμβαση. Που δεν έχουμε πολύ καλή σχέση με το αυθόρμητο. Που δε δώσαμε διέξοδο στην αγανάκτηση του κόσμου και την χαρίσαμε σε αδιέξοδες μικροαστικές εκτονώσεις. Που δεν είμαστε ακόμα στο ύψος των περιστάσεων. Αλλά παίρνουμε μπόι μέρα με τη μέρα.
Με ρωτάς γιατί το έκαναν τώρα. Γιατί δε μπορούν να ξεπεράσουν την κρίση τους όπως πριν και μας φοβούνται. Βάζουν το λαό να την πληρώσει και παίζουν το κεφάλι τους κορόνα-γράμματα.
Με ρωτάς αν μπορεί να πεθάνει ο καπιταλισμός. Από μόνος του όχι.
Είναι σάπιος κι αναχρονιστικός, αλλά χρειάζεται ευθανασία. Όσο δεν του την κάνουμε θα μας πίνει το αίμα και θα ξανανιώνει. Ο βρικόλακας της νεκρής εργασίας συσσωρεύεται σε κεφάλαιο, κυριαρχεί επί της ζωντανής και ρουφάει την υπεραξία της. Σαν γέρικη αμοιβάδα που παίρνει ζωή από τις πιο νέες και πιστεύει πως είναι αιώνιος.
Με ρωτάς αν μπορεί να πεθάνει μόνο σε μια χώρα. Σκέψου τον καλύτερα σαν έναν οργανισμό. Οργανικό όλο που λέει κι ο βαζιούλιν. Αν του σπάσουμε τον αδύναμο κρίκο δε σημαίνει πως τον σκοτώσαμε. Είναι σα να του βγάζουμε ένα μάτι –το όνομα του έχει βγει προ πολλού. Από κάπου πρέπει να ξεκινήσει η μόλυνση. Αρκεί το κομμουνιστικό μικρόβιο να κάνει μετάσταση.
Όμως ο καπιταλισμός είχε καλό ανοσοποιητικό και βρήκε αντισώματα στη συνήθεια και στα ταξικά κατάλοιπα. Κι έτσι μείναμε με τη μονόφθαλμη σοβιετία να βασιλεύει μέσα στους τυφλούς. Ώσπου ήρθε ο κανένας με το νόμο της αξίας και την αποτελείωσε. Και κρύφτηκε κάτω από την προβιά του κομμουνιστή για να μην τον καταλάβουμε.
Με ρωτάς και για το ρίζο. Λες τώρα να βγάλει κι άλλο διήγημα; Το λάθος τηλεφώνημα ενός μπάχαλου που μετάνιωσε;
Τι να σου πω ρε συ. Δεν έχω απάντηση σε όλα.
Δευτέρα 3 Μαΐου 2010
Πρώτη Μαΐου, κι απ' τη Βαστίλη..
"Πέρσι είχε περισσότερο κόσμο" μου λεγε ο Μπενζαμίν, γάλλος νεολαίος του ΚΚ με καλές ιδέες γενικά. Ήξερε πολλά πράγματα για το ΠΑ.ΜΕ και με ρωτούσε για το κίνημα στην Ελλάδα. "Εδώ πως τα βλεπεις" του λέω, πριν προλάβει να μου απαντήσει βλέπουμε κάτι τεράστιους τύπους να μας μεριάζουν στην άκρη, κατι ντουλάπες στις πλαϊνές αλυσίδες μας έλεγαν "σιλ βου πλε ο τροτουάρ" (στο πεζοδρόμιο παρακαλώ) και παρόλη τη ορμέμφυτη γαλλική φλωριά, φάνταζε ταξικό σα να στο λέει ο Πάσουλας ή ο Πέρος. Αμ δε!
Ρωτάω τον Μπεντζι "τι είναι αυτοι mec?" Mου λέει "αυτοί ειναι οι ηγέτες όλων των συνδικάτων της πόλης, η κεφαλή της πορείας". -"Και γιατί τους φυλάνε?", -"Ε που και που τους προπηλακίζουν" μου απαντά ο Μπέντζι χασκογελώντας, "οι πιο πολλοί ειναι μέλη των σοσιαλιστών". Θα ρθεί η ώρα που θα τους γευτείτε κι εσείς αυτούς σύντροφε του λέω, δυστυχώς τους έχουμε ήδη γευτεί και ξεχάσαμε γρήγορα με συμπληρώνει..
Τι ήταν να πει για προπηλακισμό, μια γαλλίδα που θα μπορούσε να είναι φυσιογνωμικά και ελληνίδα σαν αυτές τις γυναικάρες της Σίσερ Πάλκο, σπάει τον κλοιό και αρχίζει να τους τα χώνει μουρη με μούρη για τους χειρισμούς τους στο συνταξιοδοτικό. Οι γορίλες την πετάξαν έξω, παίζοντας τελικά το ρόλο του μπράβου και το τελευταίο συννεφάκι ταξικότητας που ένιωσα γι αυτούς διαλύθηκε. Αναστέναξαμε κι οι δυο και με ένα "κρίμα" για το κόμμα του Μαρσέ που κάποτε χτυπούσε 25αρια στις εκλογές (κανοντάς τα απο τότε δώρο στο Μιτεράν) χωρίσαμε με τον Μπεντζι.
Πρωτομαγιά στο παρίσι διαδηλώσαμε και είμασταν αρκετοί οι έλληνες, όπου και να φωνάζαμε τα συνθήματά μας ο κόσμος μας χειροκροτούσε! Το πανό ήταν του ΚΚΕ, έγραφε "την κρίση να πληρώσει το κεφάλαιο".
Στην πορεία υπήρχαν αρκετές ελληνικές σημαίες, σημάδι αλληλεγγύης τις είχε μοιράσει το "Parti de Gauche" (πιο δεξιό ακόμα κι απο το ΚΚΓ, μπροστά στο οποίο (το ΚΚΓ) ο Συνασπισμός φαντάζει "Μαοϊκό αντάρτικο"!!)
Παραξενευτήκαμε και πλησιάσαμε.. Μαζεύαν υπογραφές "πετισιόν πετισιόν" λεγανε, μια χαρά είπαμε κι εμείς για να δούμε τι υπογράφουμε..
Κολούμπρα! Βασικό αίτημα των υπογραφών "να δανειοδοτηθεί η Ελλάδα με επιτόκιο 1%" σιχτιρίσαμε και φύγαμε.. Είχαμε βγάλει κι ένα σύνθημα στα γαλλικά για "σολινταριτέ" (αλληλεγγύη), αλλά που να το φωνάξεις όταν τα συνδικάτα και τα κόμματά τους σαν αλληλεγγύη εννοούν αυτό.
Το κατάπιαμε, όχι και ζητιάνοι..
Το φυλλάδιο που μοιράζαμε με την ανακοίνωση του Πολιτ Μπιρό του Κα Κα Ε μεταφρασμένο στα γαλλικά, φάνταζε ποίημα. Tο "ο αληθινός πατριωτισμός ειναι το λαϊκο μέτωπο και η αντεπίθεση ενάντια στα μονοπώλια" στα γαλικά ακουγόταν σαν τιτίβισμα: "le vrai patriotisme c'est union populaire et la contre-attaque aux monopoles"!! Το μοιράζαμε σαν πασατέμπο.
Το ελληνικό ζήτημα ειναι πολύ ψηλά και εδώ, είμαστε χώρα μοντέλο στο σοκ και δέος των μέτρων. Ο κόσμος το έπαιρνε και μας σήκωνε γροθιές ενώ όλα τα φυλλάδια των γαλλικών οργανώσεων τα έπαιρνε αράδα και απο υποχρέωση, όπως κάνεις κανείς στο μετρό που παίρνεις το φυλλαδιο για την Ευρωγνώση, μόνο και μόνο για να ξαλαφρώσεις την κοπελιά που τα μοιράζει.
Δίνω το φυλλάδιο σε μια γιαγιά γύρω στα 70 που κρατούσε όμως τις ρυτίδες που πρόδιδαν μια πανέμορφη νιότη. Το δωσα λέγοντας το ποίμα μου "ανακοινωση του ΚΚ Ελλάδας για την κρίση και την αλληλεγγύη", στην αρχή το πήρε μηχανικά. Κάνει δυό βήματα και τη βλέπω να κάνει μεταβολή. Μάζι της αγκαζέ και μια άλλη λιγότερο όμορφη γιαγιά. Έρχεται προς το μέρος μου και μου τραβάει το μανικι του σακακιού, μισοδακρυσμένη. "Μεσιέ είστε μέλος του Παρτί κομμουνιστ Γκρεκ" μου λέει γαλλικά "Μπιεν σούρ μαντάμ" απαντώ. "Χαιρομαι πολύ που σας γνωρίζω, ζεν όμ, ξέρετε ο ανδρας μου έχει πεθάνει πολλά χρόνια," πριν προλάβω να κάνω μορφασμό συμπόνοιας με κόβει και μου συνεχίζει χαρούμενη "το 1946! Είχε έρθει στα ελληνικά βουνά μαζί με τον Πολ Ελϋαρ! Ήταν κομμουνιστής και μου έλεγε παντα τα καλύτερα για αυτή του την εμπειρία", "είχαμε γνωρίσει πιο μετά και την Μέλπω Αξιώτη και τον Ριτζός ελληνες ποιητές τους ξέρετε έ?".
Ήδη κατάπινα το σάλιο μου ανάποδα "τους ξέρω στη χώρα μας είναι σύμβολα και οι δύο και τον Ελϋαρ ξερουμε και τη γαλλική αποστολή", το χαμόγελό της ξανθωπής γιαγιάς διπλασιάστηκε. Πιάσαμε κουβέντα για τα μέτρα και κάθησα να την ακούω στο [...].
"Μπον κουράζ, ζεν ομ, θα νικήσετε" με φιλάει σταυρωτα και και σηκώνει μια ριτιδιασμένη γροθίτσα. Έφυγε αγκαζέ με την φίλη της, δύσκολο να ξεχάσεις μια τέτοια γυναικεία γλυκύτητα. Όσο υπάρχουν άνθρωποι λες μέσα σου.
Η πορεία προχώρησε, κι εμείς μαζί της. Επιτέλους εργατόφατσες στο "μποέμ Παρίσι των βουλεβάρτων και των Δανδήδων" που καταριόταν ο Μαγιακόφσκι, καθώς προσπαθούσε να πείσει τον Πύργο του Άιφελ να έρθει μαζί του στην άπλα της λεύτερης σοσιαλιστικής Μόσχας.
Η πορεία είχε όντως χίλιες σημαίες κι όχι μόνο κόκκινες και μαύρες. Ήταν πολύχρωμη μόνο που από πλευράς αιτήμάτων και πολιτικοποίησης, φάνταζε τόσο μουντή. Γαλλικός φορμαλισμός στο μεγαλείο του. Μας χάλασε και το όνειρο να βλέπαμε στη βαστίλη τις κραυγές των φοιτητών. Το μονο φοιτητικό μπλοκ που είδαμε ήταν ένα ξεσαλωμένο ανεξαρτητοπασπίτικο που τραγουδούσε γνωστό άσμα των Black eyed peas "i've got a feeling"..
Ο Φεντερίκο, η Κατρίν και η Σιμόν της γενιάς του Κον Μπετίτ γίναν θηλιά σαν τη γενιά του πολυτεχνείου στη χώρα μας. Κέρδισαν ένα κοινωνικό κράτος ευμάρειας που δρούσε σα δηλητήριο για τα ταξικά τους γυαλιά, πάθαν μιθριδατισμό και πλέον οταν ο Γάλλος λέει αριστερά αδυνατεί να αποκλείσει τους σοσιαλιστές! Εδώ στο 13ο νίκησαν οι Δραγασάκηδες κι όσο κι αν μοιάζει φυσιογνωμικά στην Αλέκα, η Μ.Ζ. Μπιφέ, στην ψυχή της μένει ευρωλιγούρα παρακαλώντας την ΕΕ να.. δανείσει φτηνά.. τα ταξικά της αδέρφια.
Ίσως τα εγγόνια της γενιάς του 68' να τα καταφέρουν καλύτερα!
Από το παρίσι για το σφυροδρέπανο, ο μονίμως ερωτευμένος ανταποκριτής-κομμουνάρος ουγκ-ουγκ (γνωστός και με το ψευδώνυμο ό,τι να 'ναι και κατά κόσμον θ.κ.)
Υστερόγραφο της κε του μπλοκ: εμάς εδώ πάλι μας ζαβλάκωσε ο ήλιος και μας πήρε ο ύπνος περπατώντας -όπως τους αντάρτες του δσε, αλλά με πολύ λιγότερο ηρωισμό.
Παρόλα αυτά διαπιστώσαμε από κοινού σε μια ομήγυρη πως όταν πάρουμε την εξουσία δεν χρειάζεται να γκρεμίσουμε τα δεκάδες αγάλματα του λευτέρη βενιζέλου που έχουν στήσει σε όλη την χώρα.
Μια τραγιάσκα αντί για δίκωχο... λίγο σμίλεμα στις λεπτομέρειες του προσώπου... κι έτοιμος ο βλαδίμηρος!
Ρωτάω τον Μπεντζι "τι είναι αυτοι mec?" Mου λέει "αυτοί ειναι οι ηγέτες όλων των συνδικάτων της πόλης, η κεφαλή της πορείας". -"Και γιατί τους φυλάνε?", -"Ε που και που τους προπηλακίζουν" μου απαντά ο Μπέντζι χασκογελώντας, "οι πιο πολλοί ειναι μέλη των σοσιαλιστών". Θα ρθεί η ώρα που θα τους γευτείτε κι εσείς αυτούς σύντροφε του λέω, δυστυχώς τους έχουμε ήδη γευτεί και ξεχάσαμε γρήγορα με συμπληρώνει..
Τι ήταν να πει για προπηλακισμό, μια γαλλίδα που θα μπορούσε να είναι φυσιογνωμικά και ελληνίδα σαν αυτές τις γυναικάρες της Σίσερ Πάλκο, σπάει τον κλοιό και αρχίζει να τους τα χώνει μουρη με μούρη για τους χειρισμούς τους στο συνταξιοδοτικό. Οι γορίλες την πετάξαν έξω, παίζοντας τελικά το ρόλο του μπράβου και το τελευταίο συννεφάκι ταξικότητας που ένιωσα γι αυτούς διαλύθηκε. Αναστέναξαμε κι οι δυο και με ένα "κρίμα" για το κόμμα του Μαρσέ που κάποτε χτυπούσε 25αρια στις εκλογές (κανοντάς τα απο τότε δώρο στο Μιτεράν) χωρίσαμε με τον Μπεντζι.
Πρωτομαγιά στο παρίσι διαδηλώσαμε και είμασταν αρκετοί οι έλληνες, όπου και να φωνάζαμε τα συνθήματά μας ο κόσμος μας χειροκροτούσε! Το πανό ήταν του ΚΚΕ, έγραφε "την κρίση να πληρώσει το κεφάλαιο".
Στην πορεία υπήρχαν αρκετές ελληνικές σημαίες, σημάδι αλληλεγγύης τις είχε μοιράσει το "Parti de Gauche" (πιο δεξιό ακόμα κι απο το ΚΚΓ, μπροστά στο οποίο (το ΚΚΓ) ο Συνασπισμός φαντάζει "Μαοϊκό αντάρτικο"!!)
Παραξενευτήκαμε και πλησιάσαμε.. Μαζεύαν υπογραφές "πετισιόν πετισιόν" λεγανε, μια χαρά είπαμε κι εμείς για να δούμε τι υπογράφουμε..
Κολούμπρα! Βασικό αίτημα των υπογραφών "να δανειοδοτηθεί η Ελλάδα με επιτόκιο 1%" σιχτιρίσαμε και φύγαμε.. Είχαμε βγάλει κι ένα σύνθημα στα γαλλικά για "σολινταριτέ" (αλληλεγγύη), αλλά που να το φωνάξεις όταν τα συνδικάτα και τα κόμματά τους σαν αλληλεγγύη εννοούν αυτό.
Το κατάπιαμε, όχι και ζητιάνοι..
Το φυλλάδιο που μοιράζαμε με την ανακοίνωση του Πολιτ Μπιρό του Κα Κα Ε μεταφρασμένο στα γαλλικά, φάνταζε ποίημα. Tο "ο αληθινός πατριωτισμός ειναι το λαϊκο μέτωπο και η αντεπίθεση ενάντια στα μονοπώλια" στα γαλικά ακουγόταν σαν τιτίβισμα: "le vrai patriotisme c'est union populaire et la contre-attaque aux monopoles"!! Το μοιράζαμε σαν πασατέμπο.
Το ελληνικό ζήτημα ειναι πολύ ψηλά και εδώ, είμαστε χώρα μοντέλο στο σοκ και δέος των μέτρων. Ο κόσμος το έπαιρνε και μας σήκωνε γροθιές ενώ όλα τα φυλλάδια των γαλλικών οργανώσεων τα έπαιρνε αράδα και απο υποχρέωση, όπως κάνεις κανείς στο μετρό που παίρνεις το φυλλαδιο για την Ευρωγνώση, μόνο και μόνο για να ξαλαφρώσεις την κοπελιά που τα μοιράζει.
Δίνω το φυλλάδιο σε μια γιαγιά γύρω στα 70 που κρατούσε όμως τις ρυτίδες που πρόδιδαν μια πανέμορφη νιότη. Το δωσα λέγοντας το ποίμα μου "ανακοινωση του ΚΚ Ελλάδας για την κρίση και την αλληλεγγύη", στην αρχή το πήρε μηχανικά. Κάνει δυό βήματα και τη βλέπω να κάνει μεταβολή. Μάζι της αγκαζέ και μια άλλη λιγότερο όμορφη γιαγιά. Έρχεται προς το μέρος μου και μου τραβάει το μανικι του σακακιού, μισοδακρυσμένη. "Μεσιέ είστε μέλος του Παρτί κομμουνιστ Γκρεκ" μου λέει γαλλικά "Μπιεν σούρ μαντάμ" απαντώ. "Χαιρομαι πολύ που σας γνωρίζω, ζεν όμ, ξέρετε ο ανδρας μου έχει πεθάνει πολλά χρόνια," πριν προλάβω να κάνω μορφασμό συμπόνοιας με κόβει και μου συνεχίζει χαρούμενη "το 1946! Είχε έρθει στα ελληνικά βουνά μαζί με τον Πολ Ελϋαρ! Ήταν κομμουνιστής και μου έλεγε παντα τα καλύτερα για αυτή του την εμπειρία", "είχαμε γνωρίσει πιο μετά και την Μέλπω Αξιώτη και τον Ριτζός ελληνες ποιητές τους ξέρετε έ?".
Ήδη κατάπινα το σάλιο μου ανάποδα "τους ξέρω στη χώρα μας είναι σύμβολα και οι δύο και τον Ελϋαρ ξερουμε και τη γαλλική αποστολή", το χαμόγελό της ξανθωπής γιαγιάς διπλασιάστηκε. Πιάσαμε κουβέντα για τα μέτρα και κάθησα να την ακούω στο [...].
"Μπον κουράζ, ζεν ομ, θα νικήσετε" με φιλάει σταυρωτα και και σηκώνει μια ριτιδιασμένη γροθίτσα. Έφυγε αγκαζέ με την φίλη της, δύσκολο να ξεχάσεις μια τέτοια γυναικεία γλυκύτητα. Όσο υπάρχουν άνθρωποι λες μέσα σου.
Η πορεία προχώρησε, κι εμείς μαζί της. Επιτέλους εργατόφατσες στο "μποέμ Παρίσι των βουλεβάρτων και των Δανδήδων" που καταριόταν ο Μαγιακόφσκι, καθώς προσπαθούσε να πείσει τον Πύργο του Άιφελ να έρθει μαζί του στην άπλα της λεύτερης σοσιαλιστικής Μόσχας.
Η πορεία είχε όντως χίλιες σημαίες κι όχι μόνο κόκκινες και μαύρες. Ήταν πολύχρωμη μόνο που από πλευράς αιτήμάτων και πολιτικοποίησης, φάνταζε τόσο μουντή. Γαλλικός φορμαλισμός στο μεγαλείο του. Μας χάλασε και το όνειρο να βλέπαμε στη βαστίλη τις κραυγές των φοιτητών. Το μονο φοιτητικό μπλοκ που είδαμε ήταν ένα ξεσαλωμένο ανεξαρτητοπασπίτικο που τραγουδούσε γνωστό άσμα των Black eyed peas "i've got a feeling"..
Ο Φεντερίκο, η Κατρίν και η Σιμόν της γενιάς του Κον Μπετίτ γίναν θηλιά σαν τη γενιά του πολυτεχνείου στη χώρα μας. Κέρδισαν ένα κοινωνικό κράτος ευμάρειας που δρούσε σα δηλητήριο για τα ταξικά τους γυαλιά, πάθαν μιθριδατισμό και πλέον οταν ο Γάλλος λέει αριστερά αδυνατεί να αποκλείσει τους σοσιαλιστές! Εδώ στο 13ο νίκησαν οι Δραγασάκηδες κι όσο κι αν μοιάζει φυσιογνωμικά στην Αλέκα, η Μ.Ζ. Μπιφέ, στην ψυχή της μένει ευρωλιγούρα παρακαλώντας την ΕΕ να.. δανείσει φτηνά.. τα ταξικά της αδέρφια.
Ίσως τα εγγόνια της γενιάς του 68' να τα καταφέρουν καλύτερα!
Από το παρίσι για το σφυροδρέπανο, ο μονίμως ερωτευμένος ανταποκριτής-κομμουνάρος ουγκ-ουγκ (γνωστός και με το ψευδώνυμο ό,τι να 'ναι και κατά κόσμον θ.κ.)
Υστερόγραφο της κε του μπλοκ: εμάς εδώ πάλι μας ζαβλάκωσε ο ήλιος και μας πήρε ο ύπνος περπατώντας -όπως τους αντάρτες του δσε, αλλά με πολύ λιγότερο ηρωισμό.
Παρόλα αυτά διαπιστώσαμε από κοινού σε μια ομήγυρη πως όταν πάρουμε την εξουσία δεν χρειάζεται να γκρεμίσουμε τα δεκάδες αγάλματα του λευτέρη βενιζέλου που έχουν στήσει σε όλη την χώρα.
Μια τραγιάσκα αντί για δίκωχο... λίγο σμίλεμα στις λεπτομέρειες του προσώπου... κι έτοιμος ο βλαδίμηρος!
Κυριακή 2 Μαΐου 2010
Χαμός στον κατήφορο
Διανύουμε γενικώς περίοδο ισχνών αγελάδων (που διαδέχτηκε αυτή των τρελών) και λιτότητας. Ο δέκατος τρίτος μισθός θεωρείται γρουσούζικος και περικόπτεται. Οι δεκατέσσερις γίνονται δώδεκα –και με τους έμμεσους φόρους ακόμα λιγότεροι- και το πενθήμερο ελαστικό τριήμερο. Μας κάνουν τα τρία δύο, μας βάζουν τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι και το οκτώ του κόμματος το κατεβάζουν διαρκώς στο πέντε. Τα μ-λ ευτυχώς παραμένουν δύο και μόνο οι τροτσκιστικές οργανώσεις αυξάνονται προοδευτικά –χωρίς να συμβαίνει το ίδιο και με τους τροτσκιστές.
Τέτοιος λέει ήταν κάποτε κι ο ανδρέας στα νιάτα του. Αριστερός από μικρός δηλ. Τον έπιασαν όμως επί μεταξά και πρόδωσε τους συντρόφους του για να γλιτώσει. Και προδότης, από μικρός δηλ. Κι ύστερα πήγε στο αμέρικα κι υπηρέτησε στο ναυτικό της. Στην ελλάδα όμως δεν πολέμησε ποτέ. Πώς βγήκε αυτός ο άνθρωπος ένα με τη γενιά του εαμ και λεηλάτησε τις ψήφους της με μια σύνταξη; Πες εσύ, να πω κι εγώ.
Ούτε ο καραμανλής πολέμησε. Πήρε απαλλαγή λέει γιατί δεν άκουγε καλά. Ή ίσως γιατί κι αυτός είχε δυο κεραμίδια στα δυο του τα φρύδια σαν το δικό μας το λεωνίδα. Καραμανλής ή τανκς. Που για τους αστούς είναι συνυφασμένα με λεωνίδα, αφγανιστάν κι άνοιξη της πράγας. Αλλά το 82’ που πέθανε, ήταν αλλιώς τα κόζια κι η ελευθεροτυπία κυκλοφορούσε με πρωτοσέλιδο θρήνο για το φάρο της ειρήνης που έσβησε.
Εδώ σύντροφε αναγνώστη είναι η στιγμή να σου εξηγήσω τι εννοεί το λαϊκό στρώμα, όταν λέει πασόκος, καλός άνθρωπος. Είναι ο καλός δίκας που θα σου τύχει στη μονάδα και δε θα είναι φασίστας. Ο καλός δήκκις που πίστεψε τον τσοβόλα και γελάει με τον πάντζα. Οι συγγραφείς των προοδευτικών σχολικών βιβλίων της δεκαετίας του 80 που χάνονται σιγά-σιγά. Εκείνος που κρύβει τον κυριακάτικο ρίζο μέσα απ’ το παρόν του κουρή.
Κι έχει φυσικά και συμπλήρωμα. Τον πασόκο, λέρα εργατοπατέρα που έχει φάει τις κάλτσες του σε μίζες κι είναι βουτηγμένος στη μίζα και στη ρεμούλα. Αυτός με το ντεμέκ λαϊκό έρεισμα που σου σπάει τα νεύρα κι έκανε τον άθλιο να λέει τη συνδικαλιά πασοκιά.
Έχω δει στη μάνα μου και στη γενιά της πόσο αγνό μίσος τρέφουν για αυτή τη φάρα. Το βρόμικο 89 έχει βαθιές λαϊκές ρίζες. Στην ουσία ξεκίνησε από πιο πριν κι από τα κάτω.
Κάπως έτσι πάει και με το εξωκοινοβούλιο. Οι σύντροφοι που έφυγαν το 89 είναι σπλάχνο από τα σπλάχνα μας που έχουν κρατήσει το αρχικό γενετικό τους υλικό και μια κουκουέ μόρφωση. Σήμερα όμως έχουμε να κάνουμε με μεταλλαγμένα δεύτερης γενιάς, άκρως επικίνδυνα. Ο μέσος αριστεριστής είναι γόνος παλιών ρηγάδων, πασόκων, μουλάδων που απογοητεύτηκαν και πάει λέγοντας. Στην χειρότερη μεγαλώνουν δίπλα σε πασόκους με παραλλαγή και διατηρούν κάποια βιώματα σε ανειρημένη μορφή, ενώ στην καλύτερη χωρίς κουκουέ μόρφωση που είναι βασικό στοιχείο για τη διαμόρφωση χαρακτήρα.
Η λογική ότι τα εαακ είναι πασόκοι πολιτικά είναι αθλιότητα (όπως και το κουκουέ-νου δου), ψυχολογικά όμως έχει βάση και δίνει υλικό για πασοκιές στις συνελεύσεις. Επί νδ κάνατε μόνο έρωτα, ποτέ πόλεμο. Κι εσείς με το πασοκ ποτέ δεν κάνατε μαϊούνηδες και δεκέμβρηδες (σσ: τα ελληνικά είναι μια υπέροχη γλώσσα, δεν είναι);
Δε μπαίνουν όλα στο ίδιο τσουβάλι, αφαίρεση κάνουμε. Αλλά όταν αφαιρείς πάντα κάτι χάνεις από την πραγματικότητα. Κάποιες φορές και την ουσία. Εξαιρούνται οι σεκίτες που είναι πασόκ εκ γενετής.
Βγαίνει λοιπόν τις προάλλες στον χατζηνικολάου ένας αδεδύς. Πασόκος. Κακός άνθρωπος. Βρήκαν λέει τον παπανδρέου, διαμαρτυρήθηκαν για τα μέτρα και τους είπε να τα πουν στην τρόικα, όχι σε αυτόν, γιατί δεν είχε δικαιοδοσία!
Βγαίνει στο καπάκι κι η λιάνα και λέει τα δικά της: γίναμε βαγδάτη, (πα)σοκ και δέος (με ξενική προφορά και σίγμα παχύ) και στο τέλος: μη μου λέτε λοιπόν γιατί είστε στους δρόμους, να πάω στη βουλή για να κάνω τι;
Βγαίνει μετά κι ο μαγκριώτης να μαζέψει φτυσιές, σεμνά και ταπεινά. Και πετάει η κανέλλη: σας είπαν να κρατάτε χαμηλούς τόνους, γιατί μας κηδεύετε κανονικά σήμερα. Έμπαινε λιάνα.
Τα καλύτερα όμως ήταν την ίδια ώρα στο μέγκα. Βρήκαν και διάλεξαν μέρα να φέρουν στο δελτίο τον μητσοτάκη. Είπε τον πόνο του για τη ντορούλα (καλά τα μέτρα, αλλά χρειάζεται μια κυβέρνηση προσωπικοτήτων να τα εφαρμόσει) κι έκλεισε με μια έκκληση προς κάθε πρόθυμο να βάλει πλάτη.
-Συμπεριλαμβάνετε και την αριστερά κ. μητσοτάκη σε αυτή την έκκληση; Γιατί ο σύριζα μιλάει για δημοψήφισμα και το κκε για ανυπακοή.
-Το δημοψήφισμα είναι μία ανοησία. Τόσες ανοησίες λέγονται, μία παραπάνω δεν πειράζει. Το πρόβλημα είναι η ανυπακοή. Ανυπακοή σημαίνει επανάσταση, εμφύλιο πόλεμο. Δηλαδή αυτό θέλουν;
Ρητορικό το ερώτημα. Αλλά τον εχθρό του τον ξέρει.
Λίγο αργότερα του το ‘κανε λιανά κι ο μαΐλης που έλεγε ότι νόμος είναι το δίκιο του εργαζόμενου λαού κι η τρέμη απάντησε πως στην αστική δημοκρατία κύριε μαΐλη νόμος είναι ό,τι ψηφίζει το κοινοβούλιο.
-Κε μαΐλη, το σύνταγμα πρέπει να τηρείται; κάνει τον αθώο ο πρετεντέρης.
-Το σύνταγμα αυτό είναι αντιλαϊκό και δεν το ψηφίσαμε. Δεν κατάλαβα. Είμαστε υποχρεωμένοι;
Κάγκελο οι ομιλούσες κεφαλές στην οθόνη. Σαν γκιλοτίνα έπεσε πάνω τους ο λόγος του μαΐλη.
Πες τα ρε μάκη! Το όπλο παρά πόδα! Και την υπογραφή του 74 για υπακοή στο σύνταγμα να την κρατήσουν για ενθύμιο. Τους έχουμε!
Το μόνο άμεσο σύνθημα στην παρούσα συγκυρία είναι να χτιστούν χειμερινά ανάκτορα για να εφοδεύσουμε.
Κι άντε μετά να τους κρατήσεις κακία.
Μου είχε μείνει από την απεργία το θέμα της τυποεκδοτικής. Το κόμμα λέει ότι οι εργαζόμενοί της εξέδωσαν το ρίζο εθελοντικά γιατί η εταιρία ανήκει στο κκε κι όχι σε κάποιον καπιταλιστή. Η διατύπωση θυμίζει αρκετά εκείνη την ανακοίνωση των 18 που διανοήθηκαν για την απόλυση στην άγρα (που δεν είναι μια οποιαδήποτε καπιταλιστική επιχείρηση) αλλά διαφέρει στην ουσία.
Κι οι υπόλοιπες εφημερίδες; Γιατί βγήκαν κανονικά;
Ένας σύντροφος που σχολιάζει στο γκράνμα λέει ότι η τυποεκδοτική λειτούργησε με προσωπικό ασφαλείας. Κι αυτή είναι η μόνη σοβαρή απάντηση που έχω δει σχετικά μέχρι στιγμής. Ευτυχώς δηλ που υπάρχει το διαδίκτυο. Και κρίμα που δεν αξιοποιείται περισσότερο για περιπτώσεις σαν κι αυτές –κι όχι μόνο.
Απ’ ό,τι ξέρω πάντως προσωπικό ασφαλείας υπάρχει σε δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς και νοσοκομεία, όχι στον ιδιωτικό τομέα. Θα λειτουργούσε ποτέ σε μέρα απεργίας η σύγχρονη εποχή πχ με προσωπικό ασφαλείας; Όχι. Αν έγινε κάτι τέτοιο στην τυποεκδοτική ήταν για να μη βγουν άκυρες οι συμφωνίες της με όσους εκδίδουν εκεί τα έντυπά τους.
Ίσως κάτι μου διαφεύγει, αλλά μέχρι στιγμής αυτό καταλαβαίνω.
Κι όμως, η συγκυρία είναι τέτοια που αυτό περνάει σε δεύτερη μοίρα.
Οι αστοί λυσσάξανε, κανάλια φτιάξανε να βλέπουν τα παιδιά των εργατών. Κι όλα τα σφυριά τους βαράνε αυτό με το δρεπάνι και κάθε μορφή αγώνα. Χρειάζεται συστράτευση και δεν περισσεύει κανείς. Ακόμα κι αν δε συμφωνεί σε όλα (αγαπημένο κλισέ). Που ίσως είναι πολύ λιγότερα απ’ όσα πιστεύει.
Όπως είπε κι η αλέκα την πέμπτη, θέλουμε μέτωπο σε αντιμονοπωλιακή-αντιιμπεριαλιστική, αν θέλετε, αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Το αν θέλετε δεν είναι προαιρετικό, είναι κλισέ-φράση της συντρόφισσας γγ. Άντε να δούμε πόσοι θα είναι στη δική μας συμμαχία των προθύμων.
Υγ: σήμερα έγινε η ανακοίνωση των μέτρων από τον παπακωνσταντίνου. Τα ξένα μέσα έκαναν πιο σκληρές ερωτήσεις από τα ελληνικά παπαγαλάκια, οπότε ο τύπος της κρατικής τηλεόρασης που είχε ζωντανή σύνδεση, θεώρησε σκόπιμο να μιλάει από πάνω τους και να μεταφράζει άλλα αντ’ άλλων για να τους καλύψει και να μην καταλάβουν ούτε οι γνωρίζοντες την αγγλική.
-Πώς αισθάνεστε που είστε το πιο μισητό πρόσωπο στην ελλάδα; ρωτάει ένας δημοσιογράφος στα αγγλικά.
Μετάφραση: τον ρωτάει σχετικά με το πολιτικό κόστος… Αθάνατη ελληνική ενημέρωση.
Τέτοιος λέει ήταν κάποτε κι ο ανδρέας στα νιάτα του. Αριστερός από μικρός δηλ. Τον έπιασαν όμως επί μεταξά και πρόδωσε τους συντρόφους του για να γλιτώσει. Και προδότης, από μικρός δηλ. Κι ύστερα πήγε στο αμέρικα κι υπηρέτησε στο ναυτικό της. Στην ελλάδα όμως δεν πολέμησε ποτέ. Πώς βγήκε αυτός ο άνθρωπος ένα με τη γενιά του εαμ και λεηλάτησε τις ψήφους της με μια σύνταξη; Πες εσύ, να πω κι εγώ.
Ούτε ο καραμανλής πολέμησε. Πήρε απαλλαγή λέει γιατί δεν άκουγε καλά. Ή ίσως γιατί κι αυτός είχε δυο κεραμίδια στα δυο του τα φρύδια σαν το δικό μας το λεωνίδα. Καραμανλής ή τανκς. Που για τους αστούς είναι συνυφασμένα με λεωνίδα, αφγανιστάν κι άνοιξη της πράγας. Αλλά το 82’ που πέθανε, ήταν αλλιώς τα κόζια κι η ελευθεροτυπία κυκλοφορούσε με πρωτοσέλιδο θρήνο για το φάρο της ειρήνης που έσβησε.
Εδώ σύντροφε αναγνώστη είναι η στιγμή να σου εξηγήσω τι εννοεί το λαϊκό στρώμα, όταν λέει πασόκος, καλός άνθρωπος. Είναι ο καλός δίκας που θα σου τύχει στη μονάδα και δε θα είναι φασίστας. Ο καλός δήκκις που πίστεψε τον τσοβόλα και γελάει με τον πάντζα. Οι συγγραφείς των προοδευτικών σχολικών βιβλίων της δεκαετίας του 80 που χάνονται σιγά-σιγά. Εκείνος που κρύβει τον κυριακάτικο ρίζο μέσα απ’ το παρόν του κουρή.
Κι έχει φυσικά και συμπλήρωμα. Τον πασόκο, λέρα εργατοπατέρα που έχει φάει τις κάλτσες του σε μίζες κι είναι βουτηγμένος στη μίζα και στη ρεμούλα. Αυτός με το ντεμέκ λαϊκό έρεισμα που σου σπάει τα νεύρα κι έκανε τον άθλιο να λέει τη συνδικαλιά πασοκιά.
Έχω δει στη μάνα μου και στη γενιά της πόσο αγνό μίσος τρέφουν για αυτή τη φάρα. Το βρόμικο 89 έχει βαθιές λαϊκές ρίζες. Στην ουσία ξεκίνησε από πιο πριν κι από τα κάτω.
Κάπως έτσι πάει και με το εξωκοινοβούλιο. Οι σύντροφοι που έφυγαν το 89 είναι σπλάχνο από τα σπλάχνα μας που έχουν κρατήσει το αρχικό γενετικό τους υλικό και μια κουκουέ μόρφωση. Σήμερα όμως έχουμε να κάνουμε με μεταλλαγμένα δεύτερης γενιάς, άκρως επικίνδυνα. Ο μέσος αριστεριστής είναι γόνος παλιών ρηγάδων, πασόκων, μουλάδων που απογοητεύτηκαν και πάει λέγοντας. Στην χειρότερη μεγαλώνουν δίπλα σε πασόκους με παραλλαγή και διατηρούν κάποια βιώματα σε ανειρημένη μορφή, ενώ στην καλύτερη χωρίς κουκουέ μόρφωση που είναι βασικό στοιχείο για τη διαμόρφωση χαρακτήρα.
Η λογική ότι τα εαακ είναι πασόκοι πολιτικά είναι αθλιότητα (όπως και το κουκουέ-νου δου), ψυχολογικά όμως έχει βάση και δίνει υλικό για πασοκιές στις συνελεύσεις. Επί νδ κάνατε μόνο έρωτα, ποτέ πόλεμο. Κι εσείς με το πασοκ ποτέ δεν κάνατε μαϊούνηδες και δεκέμβρηδες (σσ: τα ελληνικά είναι μια υπέροχη γλώσσα, δεν είναι);
Δε μπαίνουν όλα στο ίδιο τσουβάλι, αφαίρεση κάνουμε. Αλλά όταν αφαιρείς πάντα κάτι χάνεις από την πραγματικότητα. Κάποιες φορές και την ουσία. Εξαιρούνται οι σεκίτες που είναι πασόκ εκ γενετής.
Βγαίνει λοιπόν τις προάλλες στον χατζηνικολάου ένας αδεδύς. Πασόκος. Κακός άνθρωπος. Βρήκαν λέει τον παπανδρέου, διαμαρτυρήθηκαν για τα μέτρα και τους είπε να τα πουν στην τρόικα, όχι σε αυτόν, γιατί δεν είχε δικαιοδοσία!
Βγαίνει στο καπάκι κι η λιάνα και λέει τα δικά της: γίναμε βαγδάτη, (πα)σοκ και δέος (με ξενική προφορά και σίγμα παχύ) και στο τέλος: μη μου λέτε λοιπόν γιατί είστε στους δρόμους, να πάω στη βουλή για να κάνω τι;
Βγαίνει μετά κι ο μαγκριώτης να μαζέψει φτυσιές, σεμνά και ταπεινά. Και πετάει η κανέλλη: σας είπαν να κρατάτε χαμηλούς τόνους, γιατί μας κηδεύετε κανονικά σήμερα. Έμπαινε λιάνα.
Τα καλύτερα όμως ήταν την ίδια ώρα στο μέγκα. Βρήκαν και διάλεξαν μέρα να φέρουν στο δελτίο τον μητσοτάκη. Είπε τον πόνο του για τη ντορούλα (καλά τα μέτρα, αλλά χρειάζεται μια κυβέρνηση προσωπικοτήτων να τα εφαρμόσει) κι έκλεισε με μια έκκληση προς κάθε πρόθυμο να βάλει πλάτη.
-Συμπεριλαμβάνετε και την αριστερά κ. μητσοτάκη σε αυτή την έκκληση; Γιατί ο σύριζα μιλάει για δημοψήφισμα και το κκε για ανυπακοή.
-Το δημοψήφισμα είναι μία ανοησία. Τόσες ανοησίες λέγονται, μία παραπάνω δεν πειράζει. Το πρόβλημα είναι η ανυπακοή. Ανυπακοή σημαίνει επανάσταση, εμφύλιο πόλεμο. Δηλαδή αυτό θέλουν;
Ρητορικό το ερώτημα. Αλλά τον εχθρό του τον ξέρει.
Λίγο αργότερα του το ‘κανε λιανά κι ο μαΐλης που έλεγε ότι νόμος είναι το δίκιο του εργαζόμενου λαού κι η τρέμη απάντησε πως στην αστική δημοκρατία κύριε μαΐλη νόμος είναι ό,τι ψηφίζει το κοινοβούλιο.
-Κε μαΐλη, το σύνταγμα πρέπει να τηρείται; κάνει τον αθώο ο πρετεντέρης.
-Το σύνταγμα αυτό είναι αντιλαϊκό και δεν το ψηφίσαμε. Δεν κατάλαβα. Είμαστε υποχρεωμένοι;
Κάγκελο οι ομιλούσες κεφαλές στην οθόνη. Σαν γκιλοτίνα έπεσε πάνω τους ο λόγος του μαΐλη.
Πες τα ρε μάκη! Το όπλο παρά πόδα! Και την υπογραφή του 74 για υπακοή στο σύνταγμα να την κρατήσουν για ενθύμιο. Τους έχουμε!
Το μόνο άμεσο σύνθημα στην παρούσα συγκυρία είναι να χτιστούν χειμερινά ανάκτορα για να εφοδεύσουμε.
Κι άντε μετά να τους κρατήσεις κακία.
Μου είχε μείνει από την απεργία το θέμα της τυποεκδοτικής. Το κόμμα λέει ότι οι εργαζόμενοί της εξέδωσαν το ρίζο εθελοντικά γιατί η εταιρία ανήκει στο κκε κι όχι σε κάποιον καπιταλιστή. Η διατύπωση θυμίζει αρκετά εκείνη την ανακοίνωση των 18 που διανοήθηκαν για την απόλυση στην άγρα (που δεν είναι μια οποιαδήποτε καπιταλιστική επιχείρηση) αλλά διαφέρει στην ουσία.
Κι οι υπόλοιπες εφημερίδες; Γιατί βγήκαν κανονικά;
Ένας σύντροφος που σχολιάζει στο γκράνμα λέει ότι η τυποεκδοτική λειτούργησε με προσωπικό ασφαλείας. Κι αυτή είναι η μόνη σοβαρή απάντηση που έχω δει σχετικά μέχρι στιγμής. Ευτυχώς δηλ που υπάρχει το διαδίκτυο. Και κρίμα που δεν αξιοποιείται περισσότερο για περιπτώσεις σαν κι αυτές –κι όχι μόνο.
Απ’ ό,τι ξέρω πάντως προσωπικό ασφαλείας υπάρχει σε δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς και νοσοκομεία, όχι στον ιδιωτικό τομέα. Θα λειτουργούσε ποτέ σε μέρα απεργίας η σύγχρονη εποχή πχ με προσωπικό ασφαλείας; Όχι. Αν έγινε κάτι τέτοιο στην τυποεκδοτική ήταν για να μη βγουν άκυρες οι συμφωνίες της με όσους εκδίδουν εκεί τα έντυπά τους.
Ίσως κάτι μου διαφεύγει, αλλά μέχρι στιγμής αυτό καταλαβαίνω.
Κι όμως, η συγκυρία είναι τέτοια που αυτό περνάει σε δεύτερη μοίρα.
Οι αστοί λυσσάξανε, κανάλια φτιάξανε να βλέπουν τα παιδιά των εργατών. Κι όλα τα σφυριά τους βαράνε αυτό με το δρεπάνι και κάθε μορφή αγώνα. Χρειάζεται συστράτευση και δεν περισσεύει κανείς. Ακόμα κι αν δε συμφωνεί σε όλα (αγαπημένο κλισέ). Που ίσως είναι πολύ λιγότερα απ’ όσα πιστεύει.
Όπως είπε κι η αλέκα την πέμπτη, θέλουμε μέτωπο σε αντιμονοπωλιακή-αντιιμπεριαλιστική, αν θέλετε, αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Το αν θέλετε δεν είναι προαιρετικό, είναι κλισέ-φράση της συντρόφισσας γγ. Άντε να δούμε πόσοι θα είναι στη δική μας συμμαχία των προθύμων.
Υγ: σήμερα έγινε η ανακοίνωση των μέτρων από τον παπακωνσταντίνου. Τα ξένα μέσα έκαναν πιο σκληρές ερωτήσεις από τα ελληνικά παπαγαλάκια, οπότε ο τύπος της κρατικής τηλεόρασης που είχε ζωντανή σύνδεση, θεώρησε σκόπιμο να μιλάει από πάνω τους και να μεταφράζει άλλα αντ’ άλλων για να τους καλύψει και να μην καταλάβουν ούτε οι γνωρίζοντες την αγγλική.
-Πώς αισθάνεστε που είστε το πιο μισητό πρόσωπο στην ελλάδα; ρωτάει ένας δημοσιογράφος στα αγγλικά.
Μετάφραση: τον ρωτάει σχετικά με το πολιτικό κόστος… Αθάνατη ελληνική ενημέρωση.