Συνέχεια
εκ του προηγούμενου, με μια δεύτερη παρατήρηση, ίσως όχι αρκετά σημαντική για
να σταθεί μόνη της σε ξεχωριστή ανάρτηση, θεώρησα ωστόσο σκόπιμο να σπάσω σε
δύο μέρη το αρχικό κείμενο, για να μην κουράσει καλοκαιριάτικα με την έκτασή
του.
Στο
πρώτο μέρος η έμφαση δίνεται στην καταληκτική παρατήρηση: δεν αρκεί να
περιμένουμε παθητικά την αντικειμενική εμφάνιση της επαναστατικής κατάστασης,
αλλά πρέπει να προετοιμαζόμαστε ατομικά και συλλογικά, ως μονάδες, ως τάξη και
ως πρωτοπορία. Αφενός γιατί καμία ομάδα δε νίκησε στον αγώνα της, χωρίς να
ρίξει δουλειά στην προπόνηση –και δεν αρκεί το φυσικό ταλέντο ή άλλα εγγενή
ταξικά προτερήματα, για να καλύψουν το μειονέκτημα έναντι της αστικής εξουσίας
και του κατεστημένου της. Αφετέρου γιατί η δική μας δράση είναι προϋπόθεση για
την εκδήλωση του επαναστατικού κινήματος ή και για την επίσπευση αυτής της
επαναστατικής στιγμής.
Η
σχηματική αντίληψη της.. «μετωπικής αντιπολίτευσης» κι άλλων χώρων ως προς τη
συγκέντρωση δυνάμεων για το στρατηγικό στόχο υπαγορεύει κοινωνικές και
πολιτικές συμμαχίες, συνεργασίες με μίνιμουμ συμφωνίες και κοινή δράση σε
επιμέρους ζητήματα, για να συγκροτηθεί ένα μέτωπο που θα συσπειρώσει ευρύτερες
λαϊκές μάζες και θα καταστεί πλειοψηφικό, αλλάζοντας τους συσχετισμούς σε
διάφορα επίπεδα –πχ το κοινοβουλευτικό-κυβερνητικό.
Το
βασικό σφάλμα σε αυτήν την αντίληψη και την αλληλουχία των φάσεων του παραπάνω
σχήματος είναι πως φαίνεται να αγνοεί μια απλή μαρξιστική αλήθεια: ότι δηλ σε
μια δοσμένη κοινωνία, η κυρίαρχη ιδεολογία-συνείδηση είναι η ιδεολογία της
κυρίαρχης τάξης. Παρά τα όποια αγωνιστικά σκιρτήματα ή το βαθμό
συνειδητοποίησης των πρωτοπόρων στοιχείων της, η εργατική τάξη στο σύνολό της
παραμένει υπό την επιρροή των αστικών ιδεολογημάτων, που αρκετές φορές
επιβιώνουν και μετεπαναστατικά, με τη δύναμη της συνήθειας ή και της ακόμα
ανώριμης και μη μετασχηματισμένης πραγματικότητας, που αφήνει τα σημάδια της
στη νέα κοινωνία.
Η
ρεφορμιστική λογική να πάρουμε πρώτα με το μέρος μας την πλειοψηφία κι ύστερα
να πάρουμε την εξουσία χρεοκοπεί κάθε φορά στην πράξη, θυμίζοντας τον αρχάριο
ποδηλάτη, που χωρίς να διαθέτει ακροβατικές ικανότητς, προσπαθεί να ισορροπήσει
πρώτα πάνω στη σέλα, προτού αρχίσει να κινείται. Πίσω από αυτή τη λογική
κρύβονται οι αυταπάτες του ειρηνικού, κοινοβουλευτικού περάσματος κι ο
κυβερνητικός κρετινισμός των αναθεωρητικών δυνάμεων (που σήμερα δε νιώθουν καν
την ανάγκη να έχουν ως σημείο αναφοράς το μαρξισμό για να τον αναθεωρήσουν).
Το
αντιδραστικό ιδεολογικό κέλυφος κι η επίδραση της αστικής ιδεολογίας σπάει για
την πλειοψηφική μερίδα των λαϊκών στρωμάτων μόνο όταν εκδηλώνεται το
επαναστατικό κίνημα, κατά τη διάρκεια της παράπλευρης χειραφετητικής επίδρασής
του στις μάζες –και όχι νωρίτερα. Όπως σημειώθηκε και στο πρώτο μέρος, η πρωτοπορία
δε στρατολογεί ξεχωριστά έναν προς έναν όσους συσπειρώνονται γύρω της κατά το
επαναστατικό άλμα, αλλά την κρίσιμη στιγμή, ο ίδιος ο λαός στρέφεται μαζικά κι
αυθόρμητα προς την πρωτοπορία, την αναζητά και τη συναντά στην πορεία των
ανησυχιών και των αναγκών του –κάτι που επιβεβαιώνεται άλλωστε από την ιστορική
πείρα.
Η
επίγνωση αυτή δε μας απαλλάσσει από το καθήκον της ζύμωσης στις σημερινής
συνθήκες, από το καθήκον να κερδίζουμε όσο το δυνατόν περισσότερες συνειδήσεις,
να ανοιγόμαστε, να πείθουμε, να οργανώνουμε και να προετοιμάζουμε από σήμερα
τον υποκειμενικό παράγοντα για αυτό το άλμα σε συνθήκες επαναστατικής
κατάστασης –όπως ακριβώς ο αντικειμενικός χαρακτήρας εμφάνισης της τελευταίας
δεν απαλλάσσει τον υποκειμενικό παράγοντα από τα πρακτικά καθήκοντά του σε
ομαλές, μη επαναστατικές περιόδους.
Αν
μείνουμε σε αυτό, βλέπουμε τη μισή αλήθεια και χάνουμε τη γενική εικόνα για το
ζήτημα που μας απασχολεί. Ο εύκολος αφορισμός ότι η όξυνση της κρίσης κι οι
καταστροφικές συνέπειες για τα λαϊκά στρώματα, που καλούνται να πληρώσουν τα
σπασμένα της, σηματοδοτεί αυτομάτως και τη ριζοσπαστικοποίηση της συνείδησής
τους, απέχει αρκετά από την πραγματικότητα. Οφείλουμε όμως να προβληματιζόμαστε
από μόνοι μας και να θέτουμε το ερώτημα: ποιες προϋποθέσεις μπορούν να
μετατρέψουν την οικονομική σε επαναστατική κρίση για το σύστημα;
Οι
παγιωμένες συνειδήσεις σπάνε κι ωριμάζουν απότομα σε επαναστατικές συνθήκες,
όπου κάθε μέρα μετρά για μήνας, συμπυκνώνοντας πλούσια πείρα, γεγονότα και
διεργασίες αποφασιστικής σημασίας. Αλλά η ταξική πάλη δε σταματά στις μη
επαναστατικές «ειρηνικές» περιόδους. Και οι μεγάλοι σταθμοί της αποτελούν το
μεγαλύτερο σχολείο για τη διαπαιδαγώγηση των μαζών, αλλά και των ίδιων των
«δασκάλων», των κομμουνιστών, που μαθαίνουν να κολυμπάν με άνεση μες στις μάζες
χωρίς να τις παρασέρνει το κύμα, αποκτούν κριτήριο και μεταδοτικότητα,
επιλέγουν τα κατάλληλα κάθε φορά συνθήματα και τους κρίκους, που ανεβάζουν το
επίπεδο των «μαθητών».
Ως εδώ
αυτά μπορεί να μοιάζουν γνωστά κι ανιαρά ίσως. Το ζήτημα είναι πως στον αγώνα
αυτό υπάρχει κι ένας πολύ έμπειρος ταξικός αντίπαλος, με ένα ισχυρό οπλοστάσιο,
που δεν περιλαμβάνει μόνο συμβατικά, παραδοσιακά όπλα, όπως την καταστολή των
κινητοποιήσεων και την έντεχνη απαξίωσή τους από τους φανερούς ιδεολογικούς
μηχανισμούς υπεράσπισης της αστικής εξουσίας. Περιλαμβάνει ακόμα το έμμεσο χτύπημά
τους, με «κινηματικές» προβοκάτσιες, όπως στην 5η μάη, το πατρονάρισμα
των αντιδράσεων και τη διοχέτευσή τους σε ακίνδυνα –για το σύστημα- κανάλια –κι
άκρως επικίνδυνα για το κίνημα, αν θυμηθεί κανείς τα χρυσαυγίτικα υποπροϊόντα της
άνω πλατείας και των αγανακτισμένων {ενώ τα «αμεσοδημοκρατικά» χαρακτηριστικά
που τόσο ενθουσίασαν κάποιους εκφυλίστηκαν γρήγορα κι έγιναν μακρινή ανάμνηση. Τις
πλατείες, όπου οι μάζες των τηλεθεατών, με τη βαθιά τηλεοπτική συνείδηση, έβλεπαν
στο φακό το «αγανακτισμένο» τηλεοπτικό τους είδωλο και περίμεναν ακίνητες να κάνει
αυτό την πρώτη κίνηση, για να το ακολουθήσουν}.
Περιλαμβάνει
ακόμα τον οπορτουνισμό, ως έκφραση της αστικής επιρροής στο εργατικό κίνημα. Και,
το πιο βασικό, «αριστερές» εφεδρείες, η κυβερνητική προοπτική των οποίων μπαίνει
ως ταβάνι σε κάθε αγωνιστική κινητοποίηση, ιδίως στο δημόσιο τομέα, και προβάλλει
ως ουτοπική διέκοδος για μια σειρά κοινωνικές κατηγορίες και περιπτώσεις: από τους
εργαζόμενους που τρέφουν φρούδες ελπίδες για κατάργηση (καταγγελία ή και κάπου
αλλού) των μνημονίων κι ανάκτηση των χαμένων δικαιωμάτων και κατακτήσεων, μέχρι
τον άνεργο, τον εβε, το δημόσιο υπάλληλο σε διαθεσιμότητα, ακόμα και το
φυλακισμένο κουφοντίνα, όπως είδαμε σε προηγούμενη ανάρτηση.
Αυτή η
θηλιά της κυβερνώσας αριστεράς, που πολύ ευχαρίστως θα έσφιγγε γύρω μας σε
ενδεχόμενες διαδοχικές εκλογικές διαδικασίες, όπως το 12’, για να μας στριμώξει
στο περιθώριο, απαιτεί ειδική αντιμετώπιση και αναβαθμισμένη δουλειά, για να
απεγκλωβιστούν οι αγώνες από τη ρηχή κυβερνητική διέξοδο στην οποία στριμώχνονται
–και την οποία υπηρετούν και πολλές δυνάμεις του εξωκοινοβουλίου, θεωρώντας πως
ένα τέτοιο κυβερνητικό σχήμα θα είναι ευάλωτο στη δική τους συνεπή κινηματική πίεση-
και να ξεδιπλωθούν άμεσα, χωρίς αυταπάτες, περίοδο χάριτος και την αντίστροφη πίεση
που θα ασκήσει πάνω τους η νέα κυβέρνηση, επειδή τάχα «ο αγώνας τώρα δικαιώνεται..»
Κι αυτό
θα είναι το βασικό ιδιαίτερο καθήκον του επόμενου διαστήματος για τις ταξικές
δυνάμεις, που θα κληθούν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και να
προσανατολιστούν σε νέες μεθόδους δράσης. Αυτό όμως θα το δούμε πιο αναλυτικά
και σε άλλες αναρτήσεις, το επόμενο χρονικό διάστημα