Η μορφή
και το περιεχόμενο συγκροτούν ένα δύσκολο κι απαιτητικό δίπολο. Κι είναι
τέτοιο, γιατί η σχέση των δύο πόλων του απλώνει τα χωράφια της στη φιλοσοφία
και τους νόμους της διαλεκτικής, την πολιτική οικονομία, την τέχνη και το σοσιαλιστικό
ρεαλισμό, ακόμα και στην αρχιτεκτονική ή την πολιτική και το άνοιγμα των
συντρόφων.
Μια
σχέση που απαιτεί να καταπιαστούμε με την χεγκελιανή διαλεκτική και τις
κατηγορίες της Λογικής, με μεθοδολογικά ζητήματα στο Κεφάλαιο, που απασχόλησαν
και σοβιετικούς μελετητές (τι είναι φαινόμενο και ουσία στον καπιταλιστικό
τρόπο παραγωγής, και γιατί ο μαρξ ξεκινά από το εμπόρευμα;), τη σύνδεση
παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων, την αναζήτηση του πρωταρχικού
στοιχείου και συνολικά της δυναμικής που αναπτύσσεται μεταξύ των δύο πόλων.
Πέφτουμε
πάνω της στην τέχνη, το στείρο φορμαλισμό των θεαματικών εφέ, της επιτηδευμένης
πρόζας, των κενών καινοτομιών που στοχεύουν στη φτηνή εντυπωσιοθηρία και
πνίγουν το μήνυμα, εφόσον υπάρχει, ή είναι τα ίδια το «μήνυμα». Αλλά και στον
αντίστροφο «φορμαλισμό του περιεχομένου», την υποτίμηση των μορφών που θα το
διαμεσολαβήσουν και της απλής αλήθειας πως οι ωραίες ιδέες και τα υψηλά νοήματα
χρειάζονται κι αντίστοιχα εκφραστικά μέσα, για να μπορέσουν να αναδειχτούν,
όπως τους αξίζει.
Τη
συναντάμε στον προβληματισμό για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό, τις μορφές, τα
ρεύματα και τις τεχνοτροπίες που μπορεί να χωρέσει και να μπολιάσει, τις
καρικατουρίστικες εκδοχές του που τον φτωχαίνουν, τα αστικά στερεότυπα που τον
παρουσιάζουν σκοπίμως φτωχό, αδικώντας και στρεβλώνοντας συνειδητά την εικόνα
του.
Τη
βρίσκουμε επίσης στις εργατικές κατοικίες και τα μουντά κτίρια-κουτιά που
στέγαζαν ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού των σοσιαλιστικών χωρών αλλά και στην
ηθελημένη άγνοια διάφορων αστικών πηγών για το οξύ στεγαστικό πρόβλημα που
κληρονόμησαν οι χώρες αυτές, την πιεστική ανάγκη να αντιμετωπίσουν πρωτίστως το
πρακτικό (κι όχι το αισθητικό) κομμάτι και την καλλιτεχνική φαντασία που
έρχεται ως το περιττό (που είναι απολύτως αναγκαίο) να επιδράσει και να δώσει
τον τόνο, αφού πρώτα λυθεί το πρωταρχικό ζήτημα της επιβίωσης –όπως και έγινε
δηλ σε μια σειρά άλλους τομείς, στο σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, χωρίς να
εξαιρείται η αρχιτεκτονική.
Σε μια
διαλεκτική σχέση, οι δύο πόλοι αλληλοπροϋποτίθονται αλληλοαποκλειόμενοι και
τείνουν ενίοτε να μετατραπούν στο αντίθετό τους. Η μορφή τείνει να
υποκαταστήσει το περιεχόμενο κι αυτό δεν αφορά μόνο την τέχνη ή τη ρουτίνα της
κομματικής δουλειάς, που θα δούμε παρακάτω αλλά και τους ίδιους τους ανθρώπους,
που ενδιαφέρονται μόνο για την εξωτερική εμφάνιση, τη δική τους –που τη
φροντίζουν διαρκώς κι αδιαλείπτως- και των ατόμων που τους προσελκύουν. Και
έχουν μάθει να βρίσκουν και να εκτιμούν το ωραίο μόνο στα εξωτερικά
χαρακτηριστικά της συσκευασίας.
Η ομορφιά
δε μας αφήνει προφανώς αδιάφορους, αλλά πηγάζει από βαθύτερες ανθρώπινες κοίτες
κι όχι μόνο από την οπτική μας αντανάκλαση.
Η
ελευθερία για εμάς είναι μια ωραία γυναίκα. Το όνομά της είναι συνείδηση και το
επώνυμό της αναγκαιότητα. Που δε ντύνεται με φρου-φρου, αρώματα και πομπώδεις
διακηρύξεις για να καλύψει τις ρυτίδες της και την ταξική της ουσία. Δεν
κρίνεται σε τυπικό, αφηρημένο επίπεδο, με αρνητικό πρόσημο, μόνο ως ελευθερία
από τα φανερά δεσμά που μας σκλαβώνουν. Αλλά κυρίως στο πεδίο της πράξης,
συγκεκριμένα, ως ουσιαστική δυνατότητα κι ελευθερία να πετύχουμε να κάνουμε
κάτι.
Στην
κοινωνία του μέλλοντος, ο φορμαλισμός θα επιστρέφει κατ’ εξαίρεση ως κατάλοιπο
της ανθρώπινης προϊστορίας, να στριμώχνει την πολύπλοκη πραγματικότητα σε
έτοιμες φόρμουλες, στατιστικούς δείκτες και τυπολατρικές συμπεριφορές που
βρίσκονται στον πυρήνα της επικράτησης της γραφειοκρατίας.
Στην
πολιτική πρωτοπορία, ως προαπεικόνιση χαρακτηριστικών της κοινωνίας του
μέλλοντος αλλά και στοιχείων που θα κουβαλάει ως κατάλοιπα, ο φορμαλισμός
μπορεί να προκύψει από τα κουτάκια, την ασφάλεια της ρουτίνας, της συνήθειας,
της οικείας πεπατημένης.
Πολλές
φορές μας κριτικάρουν ότι πάσχουμε από την ανάποδη, υποτιμώντας τα μέσα και τη
φόρμα που χρησιμοποιούμε. Δε φταίει δηλ αυτό που λέμε ως περιεχόμενο, αλλά ότι
χρησιμοποιούμε μια δύσκολη, στρυφνή γλώσσα που μας οδηγεί στον γκρεμό, σαν τον
ινστρούκτορα του τραμπάκουλα, και δεν είμαστε αρκετά επικοινωνιακοί. Ένας αστικός
μύθος που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, αλλά δεν παύει να είναι βασικά μύθος.
Αφενός γιατί ο κόσμος φαίνεται να πείθεται πολλές φορές (ή να τρομοκρατείται,
για να πειστεί) από πολύ πιο ξύλινο λόγο και έννοιες (ανάπτυξη, spreads, κτλ). Κι αφετέρου γιατί στο βάθος
καταλαβαίνει συνήθως πολύ καλά τι του λένε οι κομμουνιστές και αν είναι αλήθεια,
αλλά φοβάται να το ακολουθήσει, επιλέγοντας τον εύκολο δρόμο της κακίας. Η
συνήθης κατακλείδα «καλά τα λέτε, αλλά δε γίνεται», είναι μια έμμεση αναγνώριση
πως το βασικό πρόβλημα βρίσκεται αλλού και όχι στο αν εξηγούμε ικανοποιητικά
την πολιτική γραμμή μας.
Στο βαθμό
που αδυνατεί πάντως να καταλάβει κάτι ο μέσος συνομιλητής μας, αυτό ισχύει και στις
περιπτώσεις που του το σερβίρουμε με ωραίο περιτύλιγμα. Βλέπει δηλ έναν σύντροφο
δεινό ρήτορα στην οθόνη, τον χαίρεται και τον απολαμβάνει κι είναι έτοιμος να
τον παραδεχτεί, αλλά είναι ζήτημα τι του έχει μείνει στο τέλος απ’ όσα έχει ακούσει
κι αν παραδέχεται κι αφομοιώνει το περιεχόμενο ή αυτόν που τα είπε ως προσωπικότητα.
Σχετικό με
αυτό είναι κι ένα απόσπασμα από την μπροσούρα της ιε της κετουκε «κόμμα παντός
καιρού», που λέει: Δεν είναι λίγες οι
φορές που ορισμένοι φίλοι και οπαδοί εντυπωσιάζονται με αυτά τα στοιχεία (σ.σ.:
για το μέγεθος της ψαλίδας στην κατανομή του παγκόσμιου πλούτου), και θεωρούν καλό προπαγανδιστή και πολιτικό
στέλεχος αυτόν που χρησιμοποιεί καταιγισμό τέτοιων στοιχείων. Χρειάζεται
ιδιαίτερη προσοχή, ώστε η προπαγάνδα που αξιοποιεί τέτοια στοιχεία να μην
τροφοδοτεί την κυρίαρχη άποψη ότι κάποιες οικογένειες ή κάποιοι όμιλοι ή
βάρβαροι νεοφιλελεύθεροι ηγέτες στηρίζουν αδικίες. Να μην καλλιεργεί τα περί
κλεπτοκρατίας, αφήνοντας στο απυρόβλητο την καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα
παραγωγής (σελ 97).
Οι
επισημάνσεις του αποσπάσματος είναι απολύτως σωστές ως περιεχόμενο, θα μπορούσαν
όμως να δοθούν και με διαφορετική μορφή, χωρίς φωτογραφικές προεκτάσεις.
Δεν παύει
ωστόσο να βασίζεται (ο μύθος που λέγαμε) σε πραγματικά γεγονότα κι αδυναμίες μας
και μια υπαρκτή τάση υποτίμησης των μορφών που χρησιμοποιούμε –σε κάποια κείμενα,
αφίσες, κτλ. Κι αν η μορφή είναι ο τρόπος οργάνωσης του περιεχομένου, είναι φως
φανάρι πως η κακή οργάνωση ή η παντελής έλλειψή της δεν μπορεί παρά να επηρεάσει
κι αυτό καθαυτό το μήνυμα που θέλουμε να περάσουμε.
Για να γίνει
«μορφή του κινήματος» (με την καλή κι όχι με την ψωνίστικη έννοια) ένας σφος
δεν είναι απαραίτητο να είναι όμορφος και με πέραση στις μάζες, αλλά να μην είναι
άμορφος, να έχει δική του μορφή και να μην παίρνει το σχήμα που του δίνουν οι
περιστάσεις, μία πολιτική απόφαση, ή πχ το τελευταίο βιβλίο που έτυχε να διαβάσει.
Να οργανώνει το περιεχόμενο των γνώσεων, των ικανοτήτων του, της πολιτικής
γραμμής που πρέπει να μεταδώσει, με το δικό του τρόπο, το ιδιαίτερο χρώμα της προσωπικότητάς
του και με πρωτοτυπία, που είναι άλλωστε και τα στοιχεία εκείνα που χαιρόμαστε-θαυμάζουμε
σε ένα σφο.
Σε κάθε
περίπτωση, ο βασικός κίνδυνος είναι κάθε φορά αυτός που υποτιμούμε. Αν πάρουμε
πχ την χαρτογράφηση των επιρροών, η υποτίμηση της μορφής φέρνει ένα ανοργάνωτο
τρέξιμο χωρίς τέλος, όπου καταλήγουμε να κυνηγάμε την ουρά μας χωρίς σχέδιο· ενώ
η προσκόλληση στον τύπο της διαδικασίας μας αφήνει με το «φακέλωμα» και τα κουτάκια
στο κλείσιμο, που δε βοηθάν ουσιαστικά το πολιτικό άνοιγμα.
Το ζητούμενο
δεν είναι η χρυσή τομή του μέσου όρου, αλλά η υπερνίκηση των υποκειμενικών μας αδυναμιών
για να νικήσουμε τα αντικειμενικά εμπόδια και να δώσουμε μορφή σε έναν
διαφορετικό κόσμο, που να στέκεται στο μπόι των ονείρων μας και των ανθρώπων.
«Η ελευθερία για εμάς είναι μια ωραία γυναίκα. Το όνομά της είναι συνείδηση και το επώνυμό της αναγκαιότητα. Που δε ντύνεται με φρου-φρου, αρώματα και πομπώδεις διακηρύξεις για να καλύψει τις ρυτίδες της»
ΑπάντησηΔιαγραφήΜια και μιλάμε για μορφή και περιεχόμενο, νομίζω ότι θα έπρεπε να ήταν κάπως έτσι:
«Η ελευθερία για εμάς είναι μια ωραία γυναίκα ή ένας ωραίος άνδρας. Το όνομά της/του είναι συνείδηση και το επώνυμό της/του αναγκαιότητα. Που δε ντύνεται με φρου-φρου, αρώματα και πομπώδεις διακηρύξεις για να καλύψει τις ρυτίδες της ή τα άσπρα του μαλλιά»
Έτσι όπως το έχεις γράψει, μου θυμίζει κάτι κείμενα του ΠΑΜΕ που καλούν σε αγώνες «για το μέλλον μας, το μέλλον των παιδιών μας και των γυναικών μας» ή τέλος πάντων κάπως έτσι, λες και απευθυνόμαστε μόνο στους άντρες της εργατικής τάξης.
«Η συνήθης κατακλείδα «καλά τα λέτε, αλλά δε γίνεται», είναι μια έμμεση αναγνώριση πως το βασικό πρόβλημα βρίσκεται αλλού και όχι στο αν εξηγούμε ικανοποιητικά την πολιτική γραμμή μας.»
Μήπως οφείλεται και στο γεγονός ότι ναι μεν είναι επαρκής η κριτική μας στον καπιταλισμό, αλλά ανεπαρκής η εξήγηση μας για το πώς θα ανατραπεί;
«Για να γίνει «μορφή του κινήματος» (με την καλή κι όχι με την ψωνίστικη έννοια) ένας σφος δεν είναι απαραίτητο να είναι όμορφος και με πέραση στις μάζες, αλλά να μην είναι άμορφος, να έχει δική του μορφή και να μην παίρνει το σχήμα που του δίνουν οι περιστάσεις κλπ.»
Πάνω από όλα βέβαια και εν συντομία, να είναι επαναστάτης.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή13 χρονια μετα το τελος του εμφυ λιου πολεμου τα εσωτερικα σαμποταζ και τον 2ο παγκοσμιο πολεμο να ερχε ται ολα ειναι απολυτα φυσιολογικα ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήCos, το έγραψα όπως είναι ο στίχος του τραγουδιού. Ταίριαζε και στο γένος με τη συνείδηση και την αναγκαιότητα. Αλλά αν την είχαμε κάνει άντρα την ελευθερία, δε θα ήταν σεξισμός από την ανάποδη; Και αν τη λέγαμε γενικά "ένας ωραίος άνθρωπος", τα ουσιαστικά πάλι σε αρσενικό δε θα έμπαιναν. Προσωπικά πάντως θα απέφευγα όσο μπορούσα τη διπλή αυτή διατύπωση που προτείνεις. Τα συνθήματα "γράψου μόνος-μόνη σου" στις φοιτητικές εγγραφές με κάνουν ακόμα να γελάω, όπως επίσης κι η υπογραφή στο τέλος κάποιων αναρχικών προκηρύξεων με το φοβερό: κάποιοι-κάποιες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτο δεύτερο που λες για την κατακλείδα, εγώ ως κύριο (και δεν το λέω για να κρύψω τις δικές μας αδυναμίες) καταλαβαίνω ότι ο κόσμος αποφεύγει από προδιάθεση το δύσκολο δρόμο της αρετής και πάντα ρέπει προς το συντομότερο δρόμο -τάση που υπάρχει και στη φύση γενικά- χωρίς να καταλαβαίνει όμως ότι είναι αδιέξοδος.