Με αφορμή το διήμερο
συνέδριο για τον μπρεχτ στην έδρα της κετουκε, η κε του μπλοκ σκέφτηκε να
αναδημοσιεύσει αποσπάσματα από το δοκίμιο του Manfred Wekwerth «τι
καταλογίζει κανείς στον μπρεχτ;», που παραλλάσσει ελαφρά στον τίτλο την αρχή
του γνωστού μπρεχτικού ποιήματος για τον κομμουνισμό.
Ο wekwerth, νεαρός βοηθός σκηνοθέτης του μπρεχτ κάποτε, ήταν
ο τελευταίος καλλιτεχνικός διευθυντής του μπερλίνερ ανσάμπλ και ο τελευταίος
πρόεδρος της ακαδημίας καλών τεχνών της γλδ, πριν την ενοποίησή της (vereinigung) με την οδγ, που κατά βάση ήταν προσάρτηση (anschluss). Το κείμενο αυτό (δημιουργικά αναπλασμένο ανά
σημεία από την κε του μπλοκ) είναι το περιεχόμενο μιας διάλεξής του στους
φοιτητές του χούμπολτ, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό das argument, για να μεταφραστεί αργότερα στα ελληνικά από το
δημήτρη μαράκα και να συμπεριληφθεί στη συλλογή δοκιμίων «μπέρτολντ μπρεχτ,
κριτικές προσεγγίσεις», με πρόλογο κι επιμέλεια της ν.βαλαβάνη.
Σε αυτό ο wekwerth καταπιάνεται
με βασικές ενστάσεις πάνω στο έργο του μπρεχτ, παραθέτοντας το δικό του
αντίλογο. Γιατί όπως σημειώνει, ο απεριόριστος έπαινος στον μπρεχτ είναι ο
χειρότερος περιορισμός που του επιβάλλεται, ενώ οι αντιρρήσεις τον τιμούν και
προκαλούν αντίλογο, ακόμα και όταν είναι άδικες.
Στα 100 χρόνια του
μπρεχτ, ο βαυαρός πρωθυπουργός πανηγύριζε, γιατί η βαυαροί ήταν αυτοί που τον
χάρισαν στην ανθρωπότητα. Ενδιάμεσα όμως αρνούνταν επί δεκαετίες την τοποθέτηση
μιας απλής πινακίδας στο άουγκσμπουργκ, που να δείχνει το σπίτι, όπου γεννήθηκε.
Τα δεκάδες τηλεοπτικά
αφιερώματα και η υποτιθέμενη συσσωρευμένη γνώση καθιστούν τον μπρεχτ αγνώριστο,
πετυχαίνοντας ίσως αυτό που δεν κατάφεραν ποτέ η αποσιώπηση και το μποϊκοτάζ
του παρελθόντος. Δημιουργείται η υποψία ότι οι πανηγυρισμοί αφορούν τις
(υποτιθέμενες) πλάνες του μπρεχτ, για να καλύψουν το φόβο μήπως τελικά είχε
δίκιο. Τον αντιμετωπίζουν δηλ ως μια τραγική μορφή, από αυτές που έσφαλλαν
δίχως να το έχουν καταλάβει.
Αλλά ο καθολικός,
απεριόριστος έπαινος της ανθρωπότητας προς τον μπρεχτ αποσιωπά ότι αυτός ήθελε
να την αλλάξει, γιατί το χρειάζεται. Όχι βέβαια προς την κατεύθυνση που άλλαξε
τα τελευταία χρόνια. Ακόμα κι αυτό όμως είναι μια απόδειξη ότι ο κόσμος αλλάζει
κι ότι τίποτα δε μένει στάσιμο κι αναλλοίωτο στον χρόνο. Κι ο μπρεχτ θα ήταν ο
τελευταίος που δε θα κριτίκαρε ένα σχέδιο που απέτυχε –ας σκεφτούμε μόνο το
εγκώμιό του στην αμφιβολία.
Όπως λέει το σύνθημα μιας
αφίσας, ο καπιταλισμός δε νίκησε, απλώς απέμεινε, με όλες τις αντιθέσεις του
οξυμένες από την απώλεια του εχθρού που συγκρατούσε τη συνοχή του. Ο μαρξ έχει πεθάνει και μαζί του ο μαρξιστής
μπρεχτ κι η ουτοπία στην οποία πίστευε, μας λένε (κι αυτό συνιστά την πρώτη
βασική αντίρρηση στο μπρεχτικό έργο). Αλλά όπως σημειώνει κι ένας ευαγγελιστής
ιερέας: ούτε κι ο ίδιος ο ιησούς δε θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα σήμερα χωρίς
το μαρξ.
Η δεύτερη αντίρρηση αφορά
την παρεμβατική σκέψη του μπρεχτ στο θέατρο, με σκοπό τη διάδοση της λογικής,
ώστε οι άνθρωποι να αναγνωρίζουν τις καταστάσεις και να τις αλλάζουν. Και
συνεχίζει υποστηρίζοντας πως η λογική, θεωρούμενη ως γενικό θεραπευτικό μέσο
από την εποχή του ντεκάρτ, αποδείχτηκε ότι είναι η ίδια η ασθένεια. Η πίστη
στις επιστήμες ήταν μια μοιραία πλάνη, ο κόσμος δεν είναι γνώσιμος.
Όταν το μπερλίνερ ανσάμπλ
έκανε την πρώτη του περιοδεία στο παρίσι, έγινε μια ιστορική συνάντηση μπροστά
από το θέατρο σάρα μπερνάρ μεταξύ του μπρεχτ και του ιονέσκο. Ο τελευταίος είχε
φέρει μαζί ένα πλήθος υποστηρικτές του και κάλεσε τον μπρεχτ σε απολογία: σας κατηγορώ για τη θανάτωση των
συναισθημάτων πάνω στη σκηνή και για την τρομοκρατία της λογικής. Μην
προσπαθείτε άδικα ο κόσμος δεν είναι γνώσιμος. Ο μπρεχτ κουνούσε
περίσκεπτος το κεφάλι δεξιά κι αριστερά, όπως έκανε πάντα όταν δυσανασχετούσε
κι απάντησε: αν ο κόσμος δεν είναι
γνώσιμος, τότε εσείς πως το γνωρίζετε;
Η λογική του μπρεχτ δεν
καταστρέφει κάθε αυθορμητισμό προς όφελος της συνειδητής δράσης. Ο μπρεχτ
πίστευε ότι μπορεί κανείς να έχει μια συνειδητά αυθόρμητη συμπεριφορά και το
εφάρμοζε στην πράξη στις θεατρικές πρόβες, καλώντας τους ηθοποιούς να ξεχάσουν
τις προκατασκευασμένες ιδέες κι υπολογίζοντας στις συμπτωματικές λύσεις.
Κατηγορούν τον μπρεχτ ότι παραδέχεται μόνο ό,τι γνωρίζει κανείς με βεβαιότητα
κι αγνοεί το υποσυνείδητο, επειδή περιγελά το ντιβάνι του φρόιντ. Αλλά η
υποσυνείδητη συμπεριφορά του δε στρέφεται καθόλου κατά του υποσυνείδητου.
Αυτή η λογική δεν έρχεται
σε αντίθεση με τα συναισθήματα. Η ικανότητα των ανθρώπων να δρουν λογικά, δηλ
να υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους, προϋποθέτει κυρίως τη θέληση να τα
επιβάλουν, δηλ το πάθος. Δεν είναι αυτή η λογική, που κάποιοι κάποτε αποκαλούν
ερήμωση, που θα βοηθούσε το θέατρο να μην ερημώσει πραγματικά από την έλλειψη
περί-σκεψης και την προσπάθειά του να γίνει αρεστό; Αν το θέατρο δε θέλει να
είναι κωφάλαλο, χρειάζεται το άγγελμα, το καλό όσο και το κακό.
Τρίτη αντίρρηση: ο μπρεχτ
θέλει να κάνει πολιτικό θέατρο.
Μια αντίρρηση που
προβάλλει σκέτη, χωρίς αιτιολόγηση, καθώς σήμερα φαίνεται ως αξίωμα ότι το
πολιτικό θέατρο είναι ξεπερασμένο, αναχρονιστικό, ακόμα και γελοίο. Η άρνηση
των θεατράνθρωπων να κάνουν πολιτικό θέατρο, πολλές φορές δεν οφείλεται στην
απόρριψη αλλά στην παραίτησή τους, η οποία ακολούθησε μια υπερεκτίμηση των
δυνατοτήτων του. Ο μπρεχτ όμως δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι το θέατρο μπορεί να
αλλάξει τον κόσμο. Μπορεί βεβαίως να ενδυναμώσει ή να φρενάρει
πολιτικά-κοινωνικά κινήματα, αλλά δε μπορεί να τα αντικαταστήσει. Έχει τη
δυνατότητα, περισσότερο από άλλες τέχνες να εκφράσει την επιθυμία για αλλαγή
και να συμβάλει σε αυτή.
Είναι λάθος όμως να
περιορίσει κανείς το πολιτικό θέατρο στο πολιτικό θέμα ενός έργου. Ένα έργο
όπως οι μέρες της κομμούνας είναι
κατεξοχήν πολιτικό θέατρο, όχι όμως επειδή το θέμα του είναι πολιτικό, αλλά
επειδή παίρνει μια πολιτική στάση. Αντίστροφα, μπορεί ένα έργο, όπως οι γάμοι των μικροαστών, στο οποίο δεν
ακούγεται ούτε μια πολιτική φράση, να διαθέτει μια ιδιαίτερη πολιτική
εκρηκτικότητα απομοντάροντας το μικροαστισμό.
Το πολιτικό θέμα ενός
θεατρικού έργου ήταν για τον μπρεχτ απολίτικο, αν το έργο ήταν ανιαρό. Γιατί η
πλήξη παράγει κι αυτή μια πολιτική στάση: ενάντια στην πολιτική.
Η τέταρτη βασική
αντίρρηση έχει να κάνει με το στιλ του μπρεχτ που παραδέχεται μόνο την ύπαρξη
αιτιών και αδυνατεί τάχα να παρουσιάσει τις σημερινές
αβύσσους.
Ο μπρεχτ ονομάζει τις
αβύσσους, σαν παλιός χεγκελιανός, με το παλιό τους όνομα, ως αντιθέσεις. Και
εκεί που σε άλλους αρχίζει η πίστη στις αιώνιες αβύσσους, στον μπρεχτ αρχίζει η
αμφιβολία «ποιος είναι ο υπαίτιος για τις
αβύσσους;». Όχι για να τις μειώσει, αλλά για να τις κάνει βαθύτερες. Οι
αντιθέσεις γίνονται τόσο βαθύτερες, όσο λιγότερο τις αποδέχεται κανείς ως πάντα
ισχύουσες, ως κάτι παντοτινό. Ο στόχος του μπρεχτ δεν είναι η βραχυπρόθεσμη
αποσαφήνισή τους κι ο παραμερισμός τους, αλλά η κορύφωσή τους μέχρι να γίνουν
αφόρητες και να τεθούν σε κίνηση όλα τα φαινόμενα μεταξύ των ανθρώπων που έχουν
παγώσει και μετατραπεί σε συνήθειες. Η αρχή της κίνησης αποτελεί το άλφα και το
ωμέγα όλων των προσπαθειών του στο θέατρο. Επιχειρούσε μέσω των ηθοποιών και
της σκηνοθεσίας να τα δείχνει όλα σαν μια πορεία σε εξέλιξη –ακόμα και την ίδια
την ακινησία.
Ο μπρεχτ μιλούσε για την
κριτική στάση, που οφείλει να υπάρχει έναντι της πραγματικότητας, αλλά και
έναντι του θεάτρου. Για αυτόν ήταν μια κατεξοχήν απολαυστική, άρα καλλιτεχνική
στάση. Μια ανθρώπινη δραστηριότητα ζωής, που οδηγεί στην αλλαγή της
πραγματικότητας και ανακαλύπτει σε αυτήν τις πραγματικές της απολαύσεις.
Ο μπρεχτ δεν είδε ποτέ
τον εαυτό του ως φιλόσοφο. Σε ένα άρθρο στο spiegel μάλιστα
αναφέρεται ότι ο μπρεχτ ήταν υποφερτός δραματουργός κι ένας υπέροχος λυρικός
ποιητής, αλλά οπωσδήποτε δεν ήταν θεωρητικός. Έχω την άποψη πως ο φιλόσοφος
μπέρτολτ μπρεχτ περιμένει να ανακαλυφτεί, ακόμη κι αν ο ίδιος δε θέλησε ποτέ να
είναι τέτοιος.
Οι μετέπειτα δάσκαλοί του
τον οδήγησαν σε ένα είδος σκέψης που την ονόμαζε χαμογελώντας «φιλοσοφία του
καθημερινού».
Με τρώει μια αχόρταγη
περιπέτεια σε σχέση με τους ανθρώπους, δεν χορταίνω να τους βλέπω και να τους
ακούω. Πώς συναναστρέφονται μεταξύ τους, πώς κάνουν εχθρούς και φίλους, πώς
σχεδιάζουν πολεμικές εκστρατείες, πώς παντρεύονται, πώς ράβουν κοστούμια, πώς
κυκλοφορούν κάλπικο χρήμα, πώς παρατηρούν τα αστέρια, πώς εξαπατούν ο ένας τον
άλλον, πώς ευνοούν, πώς διδάσκουν, πώς εκτιμούν, πώς ακρωτηριάζουν, πώς
υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον, πώς συνεδριάζουν, και πώς μηχανορραφούν. Θέλω να
ξέρω πώς διευθύνουν τις επιχειρήσεις του και με ποια αποτελέσματα, και με
ενδιαφέρει να αναγνωρίσω σε όλα αυτά μερικές νομοτέλειες, που μπορούν να με
καταστήσουν ικανό να κάνω προβλέψεις.
Εδώ συναντάται ο μπρεχτ
με τον αντόνιο γκράμσι και τις σκέψεις του για μια νέα λαϊκή φιλοσοφία.
Πού μπορεί να βρει κανείς
σήμερα το φιλοσοφικό λαϊκό θέατρο; Πού μπορεί να βρει κανείς σήμερα τον μπρεχτ;
Γιατί –κι αυτό ήταν επίσης ένα από τα αποφθέγματά του- η πουτίγκα αποδεικνύει
την αξία της στο φάγωμα. {Στη συνέχεια ο wekwerth αναλύει τη βασική έννοια
του gestus στον
μπρεχτ, που είναι εξίσου σημαντική με τον τύπο του αϊνστάιν και τη μετάφραση
της βίβλου από το λούθηρο, όπου η γραπτή γλώσσα του σχολαστικισμού μετατράπηκε
στην καθομιλουμένη γλώσσα, αλλά δεν το παραθέτω με πιο εκτενή αποσπάσματα, για
να μην ξεφύγει πολύ σε έκταση το κείμενο}.
Τον μπρεχτ το βρίσκει
κανείς παντού, όπου υπάρχει μια ορισμένη στάση χειραφέτησης έναντι της
πραγματικότητας, μια στάση που έχει σαν αφετηρία της την ανακάλυψη και την
αλλαγή και η οποία από εκεί αντλεί, εφευρίσκει κι αλλάζει τα μορφικά της μέσα.
Δεν υπάρχει κάποιο μπρεχτικό στιλ, που να έχει έτοιμα προς χρήση για όλες τις
παραστάσεις συγκεκριμένα θεατρικά μέσα, άσχετα από το περιεχόμενό τους.
Ο κάθε τρόπος παιξίματος,
που οδηγεί στην ανάδειξη των αντιθέσεων και σε ανακαλύψεις για το πώς μπορούμε
να διαχειριστούμε τις αντιθέσεις, είναι ευπρόσδεκτος. Τραγωδία ή φάρσα, στίχος
ή αργκό, φαντασία ή ντοκουμέντο, συναίσθημα ή ψυχρότητα, διαφάνεια ή παράλογο,
οικοδόμηση ή κατεδάφιση.
Σε κάθε περίπτωση ο
τρόπος εργασίας του μπρεχτ μπορεί να απελευθερώσει περισσότερα θεατρικά μέσα
απ’ όσα οι κατευθύνσεις που είναι στη μόδα, οι οποίες συχνά μοιάζουν μεταξύ
τους όσο και δύο αυγά. Αν κάποιον το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να μοιάζει
διαφορετικός από τον άλλο και ο άλλος κάνει το ίδιο, κι οι δύο γίνονται όλο και
περισσότερο όμοιοι μεταξύ τους.
Το ότι ο μπρεχτ
αποδέχεται μόνο αιτίες κι εμποδίζει τους ηθοποιούς να παραστήσουν τις σημερινές
αβύσσους, το ισχυρίζονται συχνά κάποιοι άνθρωποι του θεάτρου, που αποδέχονται
μία και μοναδική αιτία: συγκεκριμένα, τον ίδιο τους τον εαυτό.
Μιλάνε για φαντασία, κι
αυτό που βγαίνει είναι συχνά μόνο εικονικότητα. Αν όμως κοιτάξει κανείς πιο
προσεκτικά, αποδεικνύονται απλώς νέο ντιζάιν. Παραδέχονται μόνο όσα
αντιλαμβάνονται και απορρίπτουν την ύπαρξη της αλήθειας. Αλλά το να έχει ισχύ
μόνο ό,τι βλέπουμε, ακούμε, μυρίζουμε αγγίζουμε και γευόμαστε, αποτελεί άλμα
στον προηγούμενο αιώνα: πρόκειται για νατουραλσιμό, και μάλιστα με τα πόδια
στον ουρανό.
Κάθε γενιά έχει το
δικαίωμα να αποτινάξει από πάνω της την προηγούμενη. Η συντριβή παραδοσιακά
αποδεκτών μέσων και ιστοριών είναι θεμιτή, κι ο μπρεχτ έκανε ευρεία χρήση αυτού
του δικαιώματος. Πάντα όμως με μια προϋπόθεση. Η κατεδάφιση πρέπει να
δημιουργεί ελεύθερους χώρους, κι όχι σωρούς από συντρίμμια.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να παιχτεί θέατρο κι
ο μπρεχτ είναι μόνο ένας απ’ αυτούς. Όταν όμως επικαλείται κανείς τον μπρεχτ,
άσχετα αν συμφωνεί μαζί του ή τον απορρίπτει, θα πρέπει να τον γνωρίζει.