Εναλλακτικός τίτλος: σύντροφος αυτός ο γίγας.
Είναι φορές που η ανθρώπινη ιδιότητα μοιάζει ασυμβίβαστη με αυτή του συντρόφου. Και δεν το εννοώ από φιλοσοφική άποψη, όπως οι αλτουσεριανοί, που το θεωρητικοποιούν κι αντιπαραθέτουν τον ουμανισμό στον επιστημονικό σοσιαλισμό, αλλά από καθαρά πρακτική σκοπιά.
Ο σύντροφος πρέπει να είναι αλύγιστος, βράχος αδιάβρωτος, να μη φοβάται την απόλυση, τον αυταρχισμό. Ή ακόμα την ιδεολογική μοναξιά μαζί με τη στάμπα του γραφικού που θα βιαστούν να του κολλήσουν κάποιοι, για να μην προβληματιστούν με όσα λέει, μη τυχόν και δε μπορέσουν να τα αντικρούσουν.
Να είναι ευαίσθητος, αλλά χωρίς αδυναμίες. Ακλόνητος, αλλά να ψάχνεται συνεχώς, να διαβάζει ακατάπαυστα. Να μην έχει πολλές στιγμές ανθρώπινες, προσωπικές, ξεκούρασης ή απλώς με τους δικούς του. Να είναι βράχος ιδεολογικός και συνάμα ευλύγιστος, για να συσπειρώνει και να μαζικοποιεί.
Πρέπει να μπορεί να αποστασιοποιείται και να γενικεύει. Να κάνει αφαίρεση, αλλά να επιστρέφει στη γη, στο συγκεκριμένο, χωρίς να πετάει στα σύννεφα. Να βλέπει τον πραγματικό εχθρό, να μη μισεί το δίπλα μαγαζί, άλλο αν το κριτικάρει πολιτικά.
Και πάνω απ’ όλα να είναι διαλεκτικός. Να μπορεί να καταλάβει ότι η ιδιότητα του κομμουνιστή και του ανθρώπου είναι μια σχέση διαλεκτική, με ενότητα και πάλη των αντιθέτων. Όσοι μένουν στο επίπεδο της τυπικής αντίθεσης, διαλέγουν ένα από τα δύο στρατόπεδα και πορεύονται αναλόγως.
Οι «άνθρωποι» διαγράφουν το κομματικό τους παρελθόν, προχωρούν σε εκκαθάριση από τα συνειδησιακά τους κατάλοιπα κι ιδιωτεύουν για να ζήσουν εκείνες τις μικρές στιγμές που κάνουν τη διαφορά και την ευτυχία ενός μικροαστού.
Ενώ οι σύντροφοι πιστεύουν ότι υπηρετούν την κομματικότητα ως έννοια όταν είναι σκληροί κι απρόσιτοι, χωρίς να λογαριάζουν δυσκολίες, δικές τους ή συντρόφων, μονοκόμματοι κι αδιάλλακτοι. Αυτοί έχουν και την περισσότερη πλάκα στις διαλεκτικές στροφές της ιστορίας που απαιτούν αντίστοιχες προσαρμογές κι από το κόμμα.
Άξιοι θαυμασμού δεν είναι οι άτεγκτοι κι οι σκληροπυρηνικοί, αυτοί που δεν έχουν ποτέ αμφιβολίες γιατί δε σκέφτονται. Αλλά όσοι έχουν φόβους ή αδυναμίες και το αντιμετωπίζουν. Όσοι δε βγάζουν την πίεσή τους στους άλλους, αλλά την απορροφούν σα σφουγγάρι κι εμπνέουν σιγουριά. Που βρίσκουν χρόνο για όλα, φίλους, συγγενείς και τον εαυτό τους, για τη σφαιρική καλλιέργεια της προσωπικότητας. Που είναι ευαίσθητοι στα ερεθίσματα και τις ανησυχίες του κόσμου, αντλούν κουράγιο από την επαφή μαζί του και τους δεσμούς που αναπτύσσουν, για να παλέψουν.
Αυτοί ξέρουν ότι ο ουμανισμός είναι κούφιος αν δεν αντιπαλεύεις τους εχθρούς της ανθρωπότητας. Ξέρουν να συνδέουν το πανανθρώπινο με το ταξικό, να μην το χαρίζουν στον ρηχό ουμανισμό και τα αναρχικά κηρύγματα του μίσσιου.
Πώς τα κάνουν όλα αυτά; Δεν είναι υπεράνθρωποι του νίτσε, ή κινουμένων σχεδίων, με υπερφυσικές ιδιότητες. Είναι άνθρωποι με άλφα κεφαλαίο (χωρίς κύκλο) κι όλη τη σημασία της λέξης. Που βρίσκουν δύναμη στη συντροφικότητα και τον συλλογικό αγώνα. Με δυο λόγια είναι κομμουνιστές. Ή τουλάχιστον προσπαθούν να γίνουν.
Όλα αυτά δίνουν το έναυσμα για ένα καινούριο εγχειρίδιο του καλού κομμουνιστή, σαν αυτό που είχε γράψει ο ζαχαριάδης κι έλεγε ότι κάθε σύντροφος πρέπει να πλένεται, να μαθαίνει ρώσικα και να κοιμάται με ανοιχτό παράθυρο, για να μπορεί να το σκάσει όταν χρειαστεί.
Ας δούμε πώς μπορούμε να το συμπληρώσουμε.
Να μην χορεύει όλα τα τραγούδια σε στιλ χασαποσέρβικο. Τα αντάρτικα δεν είναι σουξέ, αλλά ξέσπασμα του μαχητή πριν το θάνατο. Και για εμάς ένα ευχάριστο διάλειμμα από τη ζωή εν τάφω.
Να μελετά τους λόγους της αλέκας, κατά προτίμηση γραπτούς, μην τύχει καμιά κασέτα με την παπαρήγα την καλή και γίνουμε ρεζίλι. Να βλέπει απαράδεκτους σε επανάληψη. Αλλά να προσέχει να μην καταντήσει σαν τον σπύρο παπαδόπουλο.
Να πηγαίνει σε όλες τις εκδηλώσεις, ακόμα και των άλλων, να δει από πρώτο χέρι τι λένε και να γυρίσει ατσαλωμένος. Να έχει δίψα να μαθαίνει. Να μην χρησιμοποιεί ποτέ τη θέση του στην οργάνωση για να μάθει πράγματα που αν θέλουν να τα μάθουν οι άλλοι σύντροφοι τους λένε κουτσομπόληδες.
Να οδηγεί λάντα. Και να παίρνει μέσα μαζικής μεταφοράς. Έτσι κι αλλιώς τα λάντα άχρηστα είναι. Αλλά έχουν σπάνια, συλλεκτική ομορφιά.
Να ‘χει δαγκώσει τη λαμαρίνα (του λάντα) με τη σοβιετία, την ιστορία των κομμουνιστών και του κινήματος. Να μαθαίνει στα παιδιά του να παίζουν με μπάμπουσκες.
Να αφήνει μακρύ μαλλί και μούσι. Αλλά να μην το κάνει ζήτημα για όσους δεν έχουν.
Να διαβάζει συχνά το ρίζο. Να τον αγοράζει κιόλας. Αλλά το σημαντικό είναι να τον διαβάζει.
Να έχει καλλιτεχνικό κριτήριο και να θαυμάζει το ωραίο. Να είναι οπαδός της μπαρτσελόνα, γι' αυτούς ακριβώς τους λόγους.
Να μην χτυπά αριστεριστές και να μην τραμπουκίζει. Για τους σύγχρονους εκοφίτες της δαπ και τους απόγονους των δοσίλογων (πασπ) το βλέπουμε ευέλικτα και κατά περίσταση. Να μην έχει φέις μπουκ. Αλλά αν έχει να το χρησιμοποιεί για χαρτογράφηση.
Να προτιμά συντρόφισσες για να αναπαράγει το είδος μας. Αλλά μην καταντήσουμε κλειστή κάστα, όπου αν δεν έχει δώσει βιογραφικό ο άλλος, θεωρείται ανέραστος. Να παντρευτεί σε δημαρχείο. Ει δυνατόν με δικό μας δήμαρχο και τιμητική φρουρά κνίτες με κοντόξυλα, που θα τα σηκώνουν σα σπαθιά, ενώ το ζευγάρι περνάει από κάτω τους. Και στις επόμενες δημοτικές να κάνει δουλειά προεκλογικά, για να ξαναβγεί ο δήμαρχος που τον πάντρεψε.
Να είναι μονογαμικός, όχι επειδή πρέπει, από υποχρέωση, αλλά επειδή το θέλει κι έτσι του βγαίνει συνειδητά. Αν δεν του βγαίνει να μην κοροϊδεύει τη σύντροφό του ειδικά αν είναι συντρόφισσα (το αυτό ισχύει και για τις σφισσες).
Να μην προσεγγίζει επιρροές έχοντας κρυφές βλέψεις άλλου τύπου.
Να μη δουλεύει τους σεκίτες για τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις. Στα πολιτικά ας βγάλει όση καζούρα θέλει, υλικό θα βρει μπόλικο. Διμέτωπος απέναντι στον σεξισμό και το σεκ.
Να ‘χει μέτωπο ενάντια στον μπάφο και τις πρέζες κάθε είδους, για να μην γίουμε σαν την ισπανία, όπου το κίνημα ασθμαίνει και μπαφιάζει στην ανηφόρα που έχει μπροστά του να ανέβει. Να ακούει ρεμπέτικα, αλλά να μην ταυτίζεται με τα βαριά χασικλίδικα.
Να είναι γεμάτος απορίες σαν ένα πεντάχρονο παιδί. Και να τα εξηγεί όλα στους γύρω του σαν να απευθύνεται σε πεντάχρονους συνομήλικούς του, χωρίς όμως να υποτιμά τη νοημοσύνη τους. Άτομα χωρίς κριτική ικανότητα διαγράφονται από την οργάνωση και το κόμμα.
Να ελέγχει συστηματικά κι ουσιαστικά τα παραπάνω όργανα.
Να απομονώσει τον προβοκάτορα αλφαβητίξ και τα βρωμερά ψάρια του, που είναι το ίδιο μπαγιάτικα με τις ιδέες του και τον καπιταλισμό που σαπίζει και πεθαίνει. Ζήτω τα αγριογούρουνα (κι ο στίβος της ταξικής πάλης).
Η λίστα μένει ανοιχτή σε ιδέες της βάσης του μπλοκ και κατατίθεται απλώς ως συμβολή για το προσχέδιο.
Κυριακή 29 Μαΐου 2011
Παρασκευή 27 Μαΐου 2011
Στη μνήμη της κομμούνας
Θέλετε να δείτε τι είναι οι διαδικασίες για βάλιουμ; Πηγαίνετε σε ένα συντονιστικό συνελεύσεων ή σχημάτων εαακ. Ή και της ανταρσύα ακόμα, αλλά όχι συντονιστικό, γιατί δεν έχει εκλεγεί ακόμα κι έτσι κάθε συνιστώσα-οργάνωση έχει με κοοπτάτσια από έναν δικό της. Πάτε στις τοπικές συνελεύσεις, όπου ξεσπαθώνουν όλοι ελεύθερα και γίνεται ο κακός χαμός, γίνεται πανικός, εδώ δε θα περάσει ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός.
Δεν είναι ότι αυτοί έχουν την αποκλειστικότητα σε τέτοιου είδους διαδικασίες. Αυτά συμβαίνουν κι αλλού. Αλλά οι δικές τους είναι ανοιχτές για το κοινό, ενώ οι υπόλοιπες είναι πριβέ και θέλουν ειδική πρόσκληση.
Θέλετε να δείτε τι είναι η εργατική δημοκρατία; Δεν υπάρχει ούτε σε μικρογραφία, σε μετωπικά σχήματα κι οργανώσεις. Θέλετε να δείτε τι είναι κομματική γραφειοκρατία; Τι να πρωτοδεί κανείς σε αυτή την περίπτωση. Θέλετε να δείτε τι είναι η λαϊκή εξουσία; Είναι ζήτημα. Ούτε εγώ έχω καταλάβει πλήρως. Ίδωμεν. Θέλετε να δείτε τι είναι ντεμέκ εξέγερση; Κάντε μια βόλτα από το κέντρο της πόλης σας κι αγανακτήστε.
Αλλά αν θέλετε να δείτε τι είναι δικτατορία του προλεταριάτου, κοιτάξτε την παρισινή κομμούνα.
Κι αν θέλετε να καταλάβετε τι είναι τα διαλεκτικά ζιγκ-ζαγκ κι οι αντιφάσεις μιας επανάστασης, ενός ζωντανού κινήματος που κινείται κι αναπτύσσεται, δείτε πάλι την παρισινή κομμούνα. Και το κλασικό κομμάτι από τον πρόλογο του ένγκελς για την επανάσταση που σκοντάφτει, πέφτει και ξανασηκώνεται, ρίχνει κάτω τον αντίπαλό της και τον αφήνει να σηκωθεί για να τον ξαναρίξει. Περίπου όπως έκανε η ρώσικη επανάσταση. Με τη διαφορά ότι το τέλος της δικής της ιστορίας –και της ιστορίας γενικώς- δεν ήταν αίσιο. Δεν είχε χάπι εντ. Έπεσε, ή μάλλον την έριξαν, δηλαδή την κατέρρευσαν, ή τέλος πάντων ανατράπηκε, πάνω που είχε ορθοποδήσει και πατούσε γερά στα πόδια της.
Αλλά αν υπάρχει κάτι για το οποίο μπορούμε να κριτικάρουμε την κομμούνα, είναι ότι δεν πήρε την εξουσία που είχε στα χέρια της, για να την χρησιμοποιήσει βίαια κι αποφασιστικά εναντίον των αντιπάλων της. Δεν άγγιξε την ιδιωτική ιδιοκτησία, δεν απαλλοτρίωσε την κεντρική τράπεζα, κι άφησε τους αστούς να καταφύγουν στις βερσαλλίες, κάτι σαν εξορία πολυτελείας, για να ξαναφτιάξουν το στρατό τους και να ανασυγκροτηθούν. Έπαιξε κάτι σαν φερ πλέι τη στιγμή που οι βερσαγέζοι ξεπουλούσαν στους πρώσους την εθνική κυριαρχία της χώρας για να διαφυλάξουν την ταξική τους. Στην ταξική πάλη δεν υπάρχει ευ αγωνίζεσθαι. Κι αν υπάρχει, τότε σπανίως αναγνωρίζεται κι επιβραβεύεται. Όπως έλεγε κι ο άρης βελουχιώτης για τα λάθη και τις ακρότητες του αντάρτικου, αν κερδίσουμε όλα αυτά θα ξεχαστούν. Αλλά αν χάσουμε δε θα μας τα συχωρέσει κανείς.
Στον αντίποδα, αν υπάρχει κάτι για το οποίο κατηγορούν συχνά τη σοβιετία, σε εντελώς αντίθετο πνεύμα απ’ ό,τι στον πρόλογο του ένγκελς, είναι ότι χρησιμοποίησε υπέρμετρη βία, καταχράστηκε τη δύναμή της, για να εξολοθρεύσει τους αντιπάλους της. Κι όταν τελείωσε με αυτούς, στράφηκε στο εσωτερικό κι άρχισε τις εκκαθαρίσεις των διαφωνούντων. Αλλά ο ταξικός εχθρός κρύπτεσθαι φιλεί πίσω από τη μάσκα της ορθοδοξίας. Εισχώρησε στο κόμμα με την προβιά του κομμουνιστή και το χτύπησε από μέσα. Οι εκκαθαρίσεις έκαψαν τα ξερά μαζί με πολλά χλωρά. Σκότωσαν σαν αντιβίωση τα υγιή κύτταρα μαζί με τον ιό και στο τέλος δεν είχε μείνει κανένα αντίσωμα για να προβάλλει αντίσταση στη λαίλαπα της περεστρόικα.
Ο άρης βελουχιώτης είχε δίκιο. Πολλοί σφοι σκέφτονται απαξιωτικά για τη σοβιετία, κυρίως γιατί δε μπορούν να της συγχωρέσουν ότι έχασε και πρόδωσε τις ελπίδες τους. Κι η απελπισία τους τούς οδηγεί να υιοθετούν ενίοτε τα ερμηνευτικά σχήματα των αστών για τη σοβιετία. Οι οποίοι με την σειρά τους δε μπορούσαν εξ αρχής να της συγχωρήσουν ότι τους νίκησε.
Το βασικό πλεονέκτημα της κομμούνας ήταν ότι έχασε όσο ήταν νέα, πριν προλάβει να φθαρεί και να χαλάσει την υστεροφημία της. Κι αυτό την καθαγιάζει και μετατρέπει αυτομάτως σχεδόν σε πλεονεκτήματα όλα τα βασικά της χαρακτηριστικά, ακόμα κι αυτά που την οδήγησαν στην ήττα.
Η κομμούνα έχει «ηθικό πλεονέκτημα» γιατί ήταν πολυσυλλεκτική, σε αντίθεση με τον σοβιετικό μονοκομματισμό, για τον οποίο πολύ λίγοι θυμούνται ότι επιβλήθηκε εκ των πραγμάτων κι όχι από θέση αρχής. Είναι σε πλεονεκτική θέση γιατί δεν εξαπλώθηκε και δεν έμπλεξε με την αγροτιά και την αντιδραστική ύπαιθρο, που έμεινε στο σύνολό της φιλομοναρχική. Ενώ οι μπολσεβίκοι υποχρεώθηκαν εξ αρχής σε επώδυνους προγραμματικούς συμβιβασμούς για να πάρουν με το μέρος τους την αγροτιά, και τους βρήκαν μπροστά τους τα αμέσως επόμενα χρόνια, κατά την περίοδο της νεπ και της κολεκτιβοποίησης.
Η κομμούνα έχει "υπεροχή" σε τελική ανάλυση γιατί η πρωτοπορία της ήταν κατά βάση αναρχική, προυντονικοί και μπλανκιστές, ενώ οι μαρξιστές ήταν μια μικρή μειοψηφία, οργανωμένη στο κόμμα των δικαίων, που είχαν δίκιο βουνό, αλλά πού να το βρουν.
Ελάχιστοι σημειώνουν την επισήμανση του λένιν –από το κείμενό του στη μνήμη της κομμούνας- ότι η κομμούνα έχασε γιατί δεν είχε στρατηγική και πολιτική καθοδήγηση, αυτό ακριβώς δηλ που είχε ο οκτώβρης με τους μπολσεβίκους.
Οι αναρχικές δοξασίες, ο συνωμοτισμός του μπλανκί, ο φεντεραλισμός του προυντόν, δεν ακύρωσαν στο παραμικρό τον ηρωισμό της κομμούνας, αλλά περιόρισαν τον ορίζοντα και τις προοπτικές της. Οι μπολσεβίκοι αντιθέτως δεν παρέκαμψαν το κομβικό ζήτημα του κράτους. Το πήραν στα χέρια τους, τσακίζοντας το αστικό, και τάχθηκαν υπέρ του συγκεντρωτισμού –σε αντίθεση με την ιδέα της ομοσπονδίας.
Αυτή η λογική έρχεται στις τελικές της συνέπειες στο έργο της έλλης παππά για την κομμούνα, την οποία θεωρεί επανάσταση που ανήκει στον δυτικό κόσμο και τον 21ο αιώνα, σε αντίθεση με τις επαναστάσεις στην ανατολική ευρώπη, που τις συνδέει ακόμα και με τον μυστικισμό και το συνωμοτικό πνεύμα του νετσάγεφ! Το γνωστό μοτίβο για τη ρωσία που δεν έγινε ποτέ κομμουνιστική, αλλά αντιθέτως εκρώσισε και μόλυνε τον κομμουνισμό, για να επιβληθεί ως παγκόσμια ορθοδοξία σε όλα τα κκ.
Πρόκειται στην ουσία για την τάση να αναζητάμε στο παρελθόν ένα ιδανικό για να μπορέσουμε να στηριχτούμε πάνω του και να ατενίσουμε τους ορίζοντες του μέλλοντος με αισιοδοξία. Κι αφού αυτό που ζήσαμε στην χώρα των σοβιέτ χρεοκόπησε, γυρνάμε ακόμα πιο πίσω, ψάχνουμε πιο βαθιά στο παρελθόν, για να βρούμε την χαμένη επαναστατική αθωότητά μας.
Μια γενική τάση ενός κομματιού της αριστεράς που θέλει να ξεφορτωθεί τα συντρίμμια της πτώσης, να αποτινάξει από πάνω της τις ευθύνες και τις σιδερένιες νομοτέλειες που κατέρρευσαν, πετώντας το μωρό μαζί τα απόνερα. Επιστρέφει ολοταχώς στον 19ο αιώνα, την κομμούνα, τον ουτοπικό σοσιαλισμό, τα ζητήματα που έλυσε η πρώτη διεθνής. Σε τελική ανάλυση στην αναρχία, που επίσης σε τελευταία ανάλυση δεν υπερβαίνει τον αστικό ορίζοντα, όπως δεν τον υπερέβαινε ο φεντεραλισμός του προυντόν, με την κεντρική τράπεζα (αυτή που ουδέποτε απαλλοτρίωσαν οι ηρωικοί κομμουνάροι).
Η πραγματική εμβέλεια της κομμούνας ήταν ότι για πρώτη φορά η εργατική τάξη φάνηκε με αυτόνομο ρόλο στο ιστορικό προσκήνιο, σε αντίθεση με το προλεταριάτο των επαναστάσεων του 1848, των οποίων ήταν κινητήρια δύναμη, αλλά κάτω από τη σημαία και τα αιτήματα της ανερχόμενης τότε αστικής τάξης ενάντια στον παλιό κόσμο που πέθαινε. Εγκαινίασε μια εποχή που κορυφώθηκε τον 20ό αιώνα, τον αιώνα των επαναστάσεων, με προεξάρχουσα την οκτωβριανή. Κι απ’ αυτή την άποψη η εξέταση της κομμούνας είναι άρρηκτα δεμένη με την τύχη των ιδεών που έφερε στο προσκήνιο κατά των εικοστό αιώνα. Σε επόμενο επεισόδιο θα δούμε πώς ακριβώς έκανε αυτή τη σύνδεση ο σοβιετικός κυριούλης σε μια εκδήλωση στο στέκι του ναρ στη θεολογική.
Αλλά πριν απ’ αυτό ένας σύντομος επίλογος με τα εξής δύο σημεία.
Τη στάση του μαρξ απέναντι στην κομμούνα, την οποία θεωρούσε πρόωρο ξέσπασμα, χωρίς πολλές ελπίδες επιτυχίας –εξ ου κι έφοδος στον ουρανό- αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να ταχθεί με θαυμασμό υπέρ της, μετά το ξέσπασμα των κομμουνάρων και να τη στηρίξει ολόψυχα.
Και δεύτερο την ιδεολογική ενίσχυση κι επικράτηση του μαρξισμού έναντι των άλλων ιδεολογικών ρευμάτων της εποχής, πάνω στην πείρα και τα διδάγματα της ήττας της κομμούνας (εξάλλου κι από τις ήττες μπορεί κανείς να κερδίσει πράγματα).
Αμφότερα προς μίμηση και παραδειγματισμό.
Δεν είναι ότι αυτοί έχουν την αποκλειστικότητα σε τέτοιου είδους διαδικασίες. Αυτά συμβαίνουν κι αλλού. Αλλά οι δικές τους είναι ανοιχτές για το κοινό, ενώ οι υπόλοιπες είναι πριβέ και θέλουν ειδική πρόσκληση.
Θέλετε να δείτε τι είναι η εργατική δημοκρατία; Δεν υπάρχει ούτε σε μικρογραφία, σε μετωπικά σχήματα κι οργανώσεις. Θέλετε να δείτε τι είναι κομματική γραφειοκρατία; Τι να πρωτοδεί κανείς σε αυτή την περίπτωση. Θέλετε να δείτε τι είναι η λαϊκή εξουσία; Είναι ζήτημα. Ούτε εγώ έχω καταλάβει πλήρως. Ίδωμεν. Θέλετε να δείτε τι είναι ντεμέκ εξέγερση; Κάντε μια βόλτα από το κέντρο της πόλης σας κι αγανακτήστε.
Αλλά αν θέλετε να δείτε τι είναι δικτατορία του προλεταριάτου, κοιτάξτε την παρισινή κομμούνα.
Κι αν θέλετε να καταλάβετε τι είναι τα διαλεκτικά ζιγκ-ζαγκ κι οι αντιφάσεις μιας επανάστασης, ενός ζωντανού κινήματος που κινείται κι αναπτύσσεται, δείτε πάλι την παρισινή κομμούνα. Και το κλασικό κομμάτι από τον πρόλογο του ένγκελς για την επανάσταση που σκοντάφτει, πέφτει και ξανασηκώνεται, ρίχνει κάτω τον αντίπαλό της και τον αφήνει να σηκωθεί για να τον ξαναρίξει. Περίπου όπως έκανε η ρώσικη επανάσταση. Με τη διαφορά ότι το τέλος της δικής της ιστορίας –και της ιστορίας γενικώς- δεν ήταν αίσιο. Δεν είχε χάπι εντ. Έπεσε, ή μάλλον την έριξαν, δηλαδή την κατέρρευσαν, ή τέλος πάντων ανατράπηκε, πάνω που είχε ορθοποδήσει και πατούσε γερά στα πόδια της.
Αλλά αν υπάρχει κάτι για το οποίο μπορούμε να κριτικάρουμε την κομμούνα, είναι ότι δεν πήρε την εξουσία που είχε στα χέρια της, για να την χρησιμοποιήσει βίαια κι αποφασιστικά εναντίον των αντιπάλων της. Δεν άγγιξε την ιδιωτική ιδιοκτησία, δεν απαλλοτρίωσε την κεντρική τράπεζα, κι άφησε τους αστούς να καταφύγουν στις βερσαλλίες, κάτι σαν εξορία πολυτελείας, για να ξαναφτιάξουν το στρατό τους και να ανασυγκροτηθούν. Έπαιξε κάτι σαν φερ πλέι τη στιγμή που οι βερσαγέζοι ξεπουλούσαν στους πρώσους την εθνική κυριαρχία της χώρας για να διαφυλάξουν την ταξική τους. Στην ταξική πάλη δεν υπάρχει ευ αγωνίζεσθαι. Κι αν υπάρχει, τότε σπανίως αναγνωρίζεται κι επιβραβεύεται. Όπως έλεγε κι ο άρης βελουχιώτης για τα λάθη και τις ακρότητες του αντάρτικου, αν κερδίσουμε όλα αυτά θα ξεχαστούν. Αλλά αν χάσουμε δε θα μας τα συχωρέσει κανείς.
Στον αντίποδα, αν υπάρχει κάτι για το οποίο κατηγορούν συχνά τη σοβιετία, σε εντελώς αντίθετο πνεύμα απ’ ό,τι στον πρόλογο του ένγκελς, είναι ότι χρησιμοποίησε υπέρμετρη βία, καταχράστηκε τη δύναμή της, για να εξολοθρεύσει τους αντιπάλους της. Κι όταν τελείωσε με αυτούς, στράφηκε στο εσωτερικό κι άρχισε τις εκκαθαρίσεις των διαφωνούντων. Αλλά ο ταξικός εχθρός κρύπτεσθαι φιλεί πίσω από τη μάσκα της ορθοδοξίας. Εισχώρησε στο κόμμα με την προβιά του κομμουνιστή και το χτύπησε από μέσα. Οι εκκαθαρίσεις έκαψαν τα ξερά μαζί με πολλά χλωρά. Σκότωσαν σαν αντιβίωση τα υγιή κύτταρα μαζί με τον ιό και στο τέλος δεν είχε μείνει κανένα αντίσωμα για να προβάλλει αντίσταση στη λαίλαπα της περεστρόικα.
Ο άρης βελουχιώτης είχε δίκιο. Πολλοί σφοι σκέφτονται απαξιωτικά για τη σοβιετία, κυρίως γιατί δε μπορούν να της συγχωρέσουν ότι έχασε και πρόδωσε τις ελπίδες τους. Κι η απελπισία τους τούς οδηγεί να υιοθετούν ενίοτε τα ερμηνευτικά σχήματα των αστών για τη σοβιετία. Οι οποίοι με την σειρά τους δε μπορούσαν εξ αρχής να της συγχωρήσουν ότι τους νίκησε.
Το βασικό πλεονέκτημα της κομμούνας ήταν ότι έχασε όσο ήταν νέα, πριν προλάβει να φθαρεί και να χαλάσει την υστεροφημία της. Κι αυτό την καθαγιάζει και μετατρέπει αυτομάτως σχεδόν σε πλεονεκτήματα όλα τα βασικά της χαρακτηριστικά, ακόμα κι αυτά που την οδήγησαν στην ήττα.
Η κομμούνα έχει «ηθικό πλεονέκτημα» γιατί ήταν πολυσυλλεκτική, σε αντίθεση με τον σοβιετικό μονοκομματισμό, για τον οποίο πολύ λίγοι θυμούνται ότι επιβλήθηκε εκ των πραγμάτων κι όχι από θέση αρχής. Είναι σε πλεονεκτική θέση γιατί δεν εξαπλώθηκε και δεν έμπλεξε με την αγροτιά και την αντιδραστική ύπαιθρο, που έμεινε στο σύνολό της φιλομοναρχική. Ενώ οι μπολσεβίκοι υποχρεώθηκαν εξ αρχής σε επώδυνους προγραμματικούς συμβιβασμούς για να πάρουν με το μέρος τους την αγροτιά, και τους βρήκαν μπροστά τους τα αμέσως επόμενα χρόνια, κατά την περίοδο της νεπ και της κολεκτιβοποίησης.
Η κομμούνα έχει "υπεροχή" σε τελική ανάλυση γιατί η πρωτοπορία της ήταν κατά βάση αναρχική, προυντονικοί και μπλανκιστές, ενώ οι μαρξιστές ήταν μια μικρή μειοψηφία, οργανωμένη στο κόμμα των δικαίων, που είχαν δίκιο βουνό, αλλά πού να το βρουν.
Ελάχιστοι σημειώνουν την επισήμανση του λένιν –από το κείμενό του στη μνήμη της κομμούνας- ότι η κομμούνα έχασε γιατί δεν είχε στρατηγική και πολιτική καθοδήγηση, αυτό ακριβώς δηλ που είχε ο οκτώβρης με τους μπολσεβίκους.
Οι αναρχικές δοξασίες, ο συνωμοτισμός του μπλανκί, ο φεντεραλισμός του προυντόν, δεν ακύρωσαν στο παραμικρό τον ηρωισμό της κομμούνας, αλλά περιόρισαν τον ορίζοντα και τις προοπτικές της. Οι μπολσεβίκοι αντιθέτως δεν παρέκαμψαν το κομβικό ζήτημα του κράτους. Το πήραν στα χέρια τους, τσακίζοντας το αστικό, και τάχθηκαν υπέρ του συγκεντρωτισμού –σε αντίθεση με την ιδέα της ομοσπονδίας.
Αυτή η λογική έρχεται στις τελικές της συνέπειες στο έργο της έλλης παππά για την κομμούνα, την οποία θεωρεί επανάσταση που ανήκει στον δυτικό κόσμο και τον 21ο αιώνα, σε αντίθεση με τις επαναστάσεις στην ανατολική ευρώπη, που τις συνδέει ακόμα και με τον μυστικισμό και το συνωμοτικό πνεύμα του νετσάγεφ! Το γνωστό μοτίβο για τη ρωσία που δεν έγινε ποτέ κομμουνιστική, αλλά αντιθέτως εκρώσισε και μόλυνε τον κομμουνισμό, για να επιβληθεί ως παγκόσμια ορθοδοξία σε όλα τα κκ.
Πρόκειται στην ουσία για την τάση να αναζητάμε στο παρελθόν ένα ιδανικό για να μπορέσουμε να στηριχτούμε πάνω του και να ατενίσουμε τους ορίζοντες του μέλλοντος με αισιοδοξία. Κι αφού αυτό που ζήσαμε στην χώρα των σοβιέτ χρεοκόπησε, γυρνάμε ακόμα πιο πίσω, ψάχνουμε πιο βαθιά στο παρελθόν, για να βρούμε την χαμένη επαναστατική αθωότητά μας.
Μια γενική τάση ενός κομματιού της αριστεράς που θέλει να ξεφορτωθεί τα συντρίμμια της πτώσης, να αποτινάξει από πάνω της τις ευθύνες και τις σιδερένιες νομοτέλειες που κατέρρευσαν, πετώντας το μωρό μαζί τα απόνερα. Επιστρέφει ολοταχώς στον 19ο αιώνα, την κομμούνα, τον ουτοπικό σοσιαλισμό, τα ζητήματα που έλυσε η πρώτη διεθνής. Σε τελική ανάλυση στην αναρχία, που επίσης σε τελευταία ανάλυση δεν υπερβαίνει τον αστικό ορίζοντα, όπως δεν τον υπερέβαινε ο φεντεραλισμός του προυντόν, με την κεντρική τράπεζα (αυτή που ουδέποτε απαλλοτρίωσαν οι ηρωικοί κομμουνάροι).
Η πραγματική εμβέλεια της κομμούνας ήταν ότι για πρώτη φορά η εργατική τάξη φάνηκε με αυτόνομο ρόλο στο ιστορικό προσκήνιο, σε αντίθεση με το προλεταριάτο των επαναστάσεων του 1848, των οποίων ήταν κινητήρια δύναμη, αλλά κάτω από τη σημαία και τα αιτήματα της ανερχόμενης τότε αστικής τάξης ενάντια στον παλιό κόσμο που πέθαινε. Εγκαινίασε μια εποχή που κορυφώθηκε τον 20ό αιώνα, τον αιώνα των επαναστάσεων, με προεξάρχουσα την οκτωβριανή. Κι απ’ αυτή την άποψη η εξέταση της κομμούνας είναι άρρηκτα δεμένη με την τύχη των ιδεών που έφερε στο προσκήνιο κατά των εικοστό αιώνα. Σε επόμενο επεισόδιο θα δούμε πώς ακριβώς έκανε αυτή τη σύνδεση ο σοβιετικός κυριούλης σε μια εκδήλωση στο στέκι του ναρ στη θεολογική.
Αλλά πριν απ’ αυτό ένας σύντομος επίλογος με τα εξής δύο σημεία.
Τη στάση του μαρξ απέναντι στην κομμούνα, την οποία θεωρούσε πρόωρο ξέσπασμα, χωρίς πολλές ελπίδες επιτυχίας –εξ ου κι έφοδος στον ουρανό- αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να ταχθεί με θαυμασμό υπέρ της, μετά το ξέσπασμα των κομμουνάρων και να τη στηρίξει ολόψυχα.
Και δεύτερο την ιδεολογική ενίσχυση κι επικράτηση του μαρξισμού έναντι των άλλων ιδεολογικών ρευμάτων της εποχής, πάνω στην πείρα και τα διδάγματα της ήττας της κομμούνας (εξάλλου κι από τις ήττες μπορεί κανείς να κερδίσει πράγματα).
Αμφότερα προς μίμηση και παραδειγματισμό.
Τρίτη 24 Μαΐου 2011
Rocky IV
Απόψε το σταρ τσάνελ προβάλλει το Rocky V. Αλλά το καλό το έδειξε την προηγούμενη βδομάδα κι είναι το IV, νούμερο που παραπέμπει στη διεθνή των τροτσκιστών και τον αντιδραστήρα νο 4 του τσέρνομπιλ, που λύγισε στο σαμποτάζ και μάλλον ήταν κι αυτός τροτσκιστής, σαν το μάκη ένα πράγμα.
Η κε του μπλοκ προτρέπει τους σφους αναγνώστες, πριν συνεχίσουν να διαβάζουν την ανάρτηση, να πάνε δεξιά στην ετικέτα ιβάν ντράγκο, να πατήσουν πάνω της και να διαβάσουν τα προλεγόμενα αυτού του κειμένου. Για όσους βαριούνται να το κάνουν, μικρή σύνδεση με τα προηγούμενα.
Ο ρόκι μπαλμπόα είναι ο σταλόνε πυγμάχος, που νικάει μαύρους και σοβιετικούς. Ποιοι είναι όμως οι φίλοι μας οι σοβιετικοί;
Καταρχάς, ο ιβάν ντράγκο (προφέρεται ντρ-ράγκα στα ρώσικα). Δίμετρος αξιωματικός του κόκκινου στρατού, πραγματικό τέρας της φύσης, που δεν μιλάει πολύ (πέντε ατάκες όλες και όλες, μα καρδιά μικρού παιδιού και μια συγκλονιστική ερμηνεία) κι έχει το άγγιγμα του μίδα από την ανάποδη (γουάτ χι χιτς, χι ντιστρρόιζ λέει γι’ αυτόν ο νικήτα κολόφ). Στην πραγματική ζωή είναι ο ντολφ λούντγκρεν, σουηδός αθλητής, για τον οποίο ο αστικός μύθος μας λέει ότι συμμετείχε σε δύο ολυμπιάδες, τη δεύτερη πολιτογραφημένος ως αμερικάνος. Έκτοτε απολαμβάνει τα αργύρια της προδοσίας του στην άλλη όχθη του ατλαντικού.
Ο νικαλάι κολόφ, μέλος του πολιτ-μπιρό του κκσε, και κάτι σαν πολιτικός επίτροπος του ντράγκο, από την επιτυχία του οποίου εξαρτά την πολιτική του καριέρα. Μπρεζνιεφικός παλιάς κοπής, που βρίσκεται στο στόχαστρο του γκόρμπι και δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στη νέα σκέψη της περεστρόικα. Μετά το τέλος του αγώνα στη μόσχα και τον δεκάρικο λόγο του ρόκι περί αλλαγής, ο γκορμπατσόφ τον λοξοκοιτάζει άγρια και τον υποχρεώνει να σηκωθεί όρθιος και να χειροκροτήσει κι αυτός απρόθυμα την αλλαγή που έρχεται. Το πιο πιθανό είναι να έπεσε θύμα εκκαθάρισης στην 19η συνδιάσκεψη του 88’, μαζι με το λιγκατσόφ.
Η δυναμική και γοητευτική γυναίκα του ντράγκο (και σύζυγος του σταλόνε στην πραγματική ζωή) λουντμίλα. Αποδίδει στο σπανάκι την υπερφυσική δύναμη του συζύγου της και τραβά μια ηδονική τζούρα απ’ το τσιγάρο του κολόφ, όταν ο ντράγκο γρονθοκοπεί μέχρι θανάτου τον απόλλο κρηντ. Στη δύση συνηθίζουν να ψάχνουν τη γυναίκα που κρύβεται πίσω από κάθε άντρα. Σε αυτήν την περίπτωση, μάλλον ο ντράγκο κρύβεται πίσω από τη λουντμίλα. Σοβιετική γυναίκα νέου τύπου, έστω κι αν έχει επιρροές από τα δυτικά πρότυπα ομορφιάς (ξανθό αγορέ μαλλί της εποχής).
Γυρισμένη στις απαρχές της περεστρόικα κι εν μέσω ριγκανισμού, εν έτει 1985, η ταινία προσφέρει μια σειρά από συνειρμούς κι επίπεδα ανάγνωσης.
Η σοβιετική ένωση αποφασίζει να εισβάλει (οι σοβιετικοί πάντα εισβάλλουν, ποτέ δε μπαίνουν) στον χώρο της επαγγελματικής πυγμαχίας, σε μια έξοχη –και προφητική για την εποχή της- αλληγορία για τη διολίσθηση στο σοσιαλισμό με αγορά που έφερνε η περεστρόικα.
Η μαύρη φυλή βρίσκεται πάντα σε δεύτερο πλάνο, πίσω απ’ το λευκό που θριαμβεύει, αλλά ο νέγρος προπονητής του ρόκι αναβιώνει το θρύλο του φίσερ, και νικά στο σκάκι το ρώσο συνοδό τους στη σιβηρία. Τσεκ μέι μάι φρεντ.
Κι η αλλαγή είναι η λέξη φετίχ μιας δεκαετίας, που ξεκινάει με το πασόκ του ανδρέα και τελειώνει με τους ανέμους της αλλαγής των σκόρπιονς. Η άντρια ρωτάει κλαίγοντας το ρόκι: όλος ο κόσμος αλλάζει, εσύ γιατί δεν αλλάζεις; -Γιατί είμαι μαχητής, της απαντάει τσεκουράτα αυτός. Βλέποντας όμως τους σοβιετικούς να αλλάζουν στάση στο τέλος και να τον αποθεώνουν, τους λέει συγκινημένος: ιβ άι κεν τσέιντζ, δεν γιου κεν τσέιντζ. Κι έζησαν αυτοί καλά και μη χειρότερα.
Ας δούμε μερικές σκηνές ακόμα.
-Το έργο ξεκινάει με την κορυφαία κινηματογραφική απεικόνιση του ψυχρού πολέμου. Δύο γάντια του μποξ από αντίθετες κατευθύνσεις περιστρέφονται κι ετοιμάζονται για μετωπική σύγκρουση. Το ένα από αριστερά –όπως βλέπουμε τη δύση στον χάρτη- έχει την αστερόεσσα, ενώ το σοβιετικό είναι από δεξιά, γιατί εκείνη την εποχή είχε αρχίσει η πλήρης αντιστροφή των εννοιών κι οι συνεπείς μπρεζνιεφικοί παρουσιάζονταν ως συντηρητικοί, ενώ τα γκεσέμια της περεστρόικα ως ανανεωτές. Η μουσική ανεβάζει την αδρεναλίνη κι η υφήλιος περιμένει τη σύγκρουση με κομμένη την ανάσα.
Στον δεκάρικο λόγο του περί αλλαγής, ο ρόκι λεει στο κοινό της μόσχας πως είδε δύο ανθρώπους να σκοτώνονται μες στο ρινγκ, αλλά τουλάχιστον γλίτωσαν είκοσι εκατομμύρια. Ένας θρίαμβος της ειρηνικής συνύπαρξης, κι ένας σαφής υπαινιγμός για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τους είκοσι εκατομμύρια νεκρούς της σοβιετίας. Αλλά όταν μιλάει γι' αυτό ένας αμερικάνος είναι σκέτη πρόκληση. Είναι σαν εκείνο τον συμπαίκτη του τζόρνταν, που είχε πει ότι θα θυμάται πάντα τη νύκτα που πέτυχαν μαζί με τον MJ 70 πόντους. Αυτός τον ένα κι ο τζόρνταν τους άλλους 69.
-Άλλη σκηνή με ιστορικό φόντο το βήτα παγκόσμιο. Ο ρόκι κάνει προετοιμασία στην παγωμένη σιβηρία κι ο στρατηγός χειμώνας τον σκληραγωγεί και του δίνει τη νίκη απέναντι στον ντράγκο με το κορυφαίο προπονητικό επιτελείο (που είχε ακόμα και κουβανό) και τον τεχνολογικό εξοπλισμό που θύμιζε την πολεμική μηχανή της γερμανίας. Κατά τη διαμονή του στη στέπα ο ρόκι αφήνει μουσάκι μπολσεβίκου κομισάριου, αλλά τη μέρα του τελικού είναι ξυρισμένος σαν καλός αμερικανός. Αν είχε πάει μερικά χρόνια πιο πριν, θα μπορούσε να συναντήσει και το νίκο ζαχαριάδη, ή κάποιον άλλο αντιφρονούντα. Αν και στην πραγματικότητα οι σκηνές αυτές γυρίστηκαν στον καναδά.
Ο σωματότυπος κι η προετοιμασία του ντράγκο, θυμίζουν γόνο της αρείας φυλής. Αλλά παρά τις σπόντες περί ολοκληρωτισμού, η ταινία δε μας ταυτίζει πλήρως με τους φασίστες. Ας μην ξεχνάμε ότι ο χίτλερ έφυγε ντροπιασμένος από το στάδιο μετά τα τέσσερα χρυσά του τζέσε όουενς, ενώ ο γκόρμπι μένει στο γήπεδο κι αναγνωρίζει ιπποτικά τη νίκη του μπαλμπόα.
-Την ίδια στιγμή που ο κεντρικός σχεδιασμός προβλέπει τόσες σπατάλες για την άρτια προετοιμασία του ντράγκο, το ρολόι της ιστορίας για το λαό της σιβηρίας είναι σταματημένο στο μεσαίωνα, στην εποχή του άροτρου και του αλόγου. Το τρένο της ετε δε διασταυρώθηκε ποτέ με τον υπερσιβηρικό. Έκανε στάση όμως στις ηπα και την οικογένεια του ρόκι, ο οποίος δώρισε ένα ρομπότ στον κουνιάδο του για να τον συντροφεύει και να του καλύψει το ερωτικό κενό. Καυστικό σχόλιο για την αποξένωση και τις αλλοτριωμένες ανθρώπινες σχέσεις στην αμερικάνικη κοινωνία.
-Με αυτά και με εκείνα, η εξωνημένη εργατική τάξη της δύσης μαγεύεται από τον καταναλωτισμό και στρέφεται ενάντια στο σοσιαλισμό που γνωρίσαμε και την έλλειψη ελευθερίας. Κλείνετε το λαό σας πίσω από τείχη και όπλα, λέει στον κολόφ ο κουνιάδος του ρόκι στη συνέντευξη τύπου για τον αγώνα της μόσχας. Στην πρώτη συνέντευξη τύπου, ο κρηντ που προπονείται για μακαρίτης, λέει ότι θα στείλει το σοβιετικό στη σύνταξη (σόσιαλ σεκιούριτι) κι όλοι σκάνε στα γέλια. Στην χώρα της πρωτομαγιάς του σικάγο, ακόμα κι η απλή αναφορά στον όρο κοινωνική ασφάλιση ακούγεται πλέον ως ανέκδοτο. Πιο πριν ο κρηντ αποκαλεί σύντροφο μπλα-μπλα (μπιγκ μάουθ) τον κολόφ που συμπληρώνει διαλεκτικά τη λακωνική δωρικότητα του ιβάν.
-Πριν τον τελικό γύρο (που στο μποξ δεν είναι ο τρίτος, αλλά ο δέκατος πέμπτος) ο κολόφ βλέπει την ήττα να έρχεται –μαζί με το τέλος της ιστορίας και της πολιτικής του καριέρας- και κατεβαίνει πραξικοπηματικά στο ρινγκ, για να συνεφέρει τον ντράγκο, που συμβολίζει τις σοβιετικές μάζες. Αλλά το κάλεσμα της επιτροπής σωτηρίας των πραξικοπηματιών αφήνει τις μάζες παγερά αδιάφορες. Ο ντράγκο σηκώνει τον κολόφ στον αέρα, τον πετάει μακριά, στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και φωνάζει δυνατά: παλεύω για μένα, για μένα...
Για μένα τραγουδώ, που έλεγε κι ο τροβαδούρος της ατομικής άρνησης βασίλης παπακωνσταντίνου. Ένα αυθόρμητο ξέσπασμα των καταπιεσμένων μαζών ενάντια στη νομενκλατούρα, και τον ολοκληρωτισμό της κολεκτίβας που υπέτασσε την ατομικότητα.
-Η τελετή έναρξης στον αγώνα επίδειξης στις ηπα, έχει πολλά φώτα, μαζορέτες με στρινγκ, φτηνό σόου και τον τζέιμς μπράουν να τραγουδάει λίβινγκ ιν αμέρικα. Με δυο λόγια όλο το κιτσαριό από την τελετή έναρξης των ολυμπιακών του λος άντζελες (που είχαν γίνει ένα χρόνο πριν). Ο μουζίκος ντράγκο τα βλέπει όλα αυτά κάθιδρος, με γουρλωμένα μάτια. Αλλά στη συνέχεια χαλάει το σόου και το μετατρέπει σε τραγωδία, σκοτώνοντας τον υπερφίαλο κριντ.
Η αντίστοιχη τελετή στον αγώνα της μόσχας δε μοιάζει σε τίποτα με το συγκινητικό νταζβιντάνια του μίσα. Αντιθέτως αναπαράγει όλα τα στερεότυπα των αμερικάνων για τον φιλήσυχο σοβιετικό λαό. Γήπεδο-κλουβί με ένα σωρό συρματοπλέγματα κι ένα κοινό γεμάτο ένστολους αξιωματικούς για να παραπέμπει στον κομμουνισμό του στρατώνα.
Ο ντράγκο χαιρετάει στρατιωτικά τον γγ του κκσε, που αναφέρεται μεταξύ άλλων ως πρωθυπουργός και γραμματέας των σοβιέτ. Δεν είναι λάθος, αλλά προειδοποίηση, που κανείς δεν πήρε υπ' όψιν εγκαίρως. Τα επόμενα χρόνια ο γκόρμπι δημιούργησε μια σειρά από αστικά αξιώματα και τα συγκέντρωσε όλα στο πρόσωπό του.
Στο καπάκι αρχίζει να παίζει ο εθνικός ύμνος της σοβιετικής ένωσης, ενώ παράλληλα αρχίζει να εμφανίζεται ένα γιγάντιο πανό με τη μορφή του ντράγκο, που είναι σαν τον ιβάν τον τρομερό. Όλα αυτά κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της αγίας τριάδας της κομμουνιστικής ορθοδοξίας (μαρξ, ένγκελς, λένιν) των οποίων οι μορφές κοσμούν την οροφή του γεντί-κουλέ. Κριτική με το βαμβάκι για το φαινόμενο της προσωπολατρίας.
Οι κλασικοί είναι εκεί, ο γκόρμπι επίσης. Ναι, αλλά ποιος λείπει; Όχι ο κακοφονίξ. Τότε ποιος; Μα ο κατεξοχήν θύτης της περιόδου της προσωπολατρίας. Λείπει πραγματικά όμως; Όχι. Ο σύντροφος με το μουστάκι ενσαρκώνεται στην ουσία από το ρόκι μπαλμπόα, που ατιμάζει τους ρεβιζιονιστές μέσα στην έδρα τους κι έχει το παρατσούκλι ιτάλιαν στάλιαν. Στάλιν, σταλόνε, στάλιαν. Όλες οι λέξεις έχουν κοινή ρίζα κι αυτό δε μπορεί να είναι τυχαίο. Το στάλιαν βέβαια σημαίνει επιβήτορας κι έμεινε ως προσωνύμιο μάλλον από τα χρόνια που ο σταλόνε έπαιζε σε ταινίες πορνό. Κι έτσι οι συνειρμοί ιντριγκάρουν το πολιτικό μας φαντασιακό...
Πραγματικό αριστούργημα. Δε βγαίνουν πια τέτοιες ταινίες.
Η κε του μπλοκ προτρέπει τους σφους αναγνώστες, πριν συνεχίσουν να διαβάζουν την ανάρτηση, να πάνε δεξιά στην ετικέτα ιβάν ντράγκο, να πατήσουν πάνω της και να διαβάσουν τα προλεγόμενα αυτού του κειμένου. Για όσους βαριούνται να το κάνουν, μικρή σύνδεση με τα προηγούμενα.
Ο ρόκι μπαλμπόα είναι ο σταλόνε πυγμάχος, που νικάει μαύρους και σοβιετικούς. Ποιοι είναι όμως οι φίλοι μας οι σοβιετικοί;
Καταρχάς, ο ιβάν ντράγκο (προφέρεται ντρ-ράγκα στα ρώσικα). Δίμετρος αξιωματικός του κόκκινου στρατού, πραγματικό τέρας της φύσης, που δεν μιλάει πολύ (πέντε ατάκες όλες και όλες, μα καρδιά μικρού παιδιού και μια συγκλονιστική ερμηνεία) κι έχει το άγγιγμα του μίδα από την ανάποδη (γουάτ χι χιτς, χι ντιστρρόιζ λέει γι’ αυτόν ο νικήτα κολόφ). Στην πραγματική ζωή είναι ο ντολφ λούντγκρεν, σουηδός αθλητής, για τον οποίο ο αστικός μύθος μας λέει ότι συμμετείχε σε δύο ολυμπιάδες, τη δεύτερη πολιτογραφημένος ως αμερικάνος. Έκτοτε απολαμβάνει τα αργύρια της προδοσίας του στην άλλη όχθη του ατλαντικού.
Ο νικαλάι κολόφ, μέλος του πολιτ-μπιρό του κκσε, και κάτι σαν πολιτικός επίτροπος του ντράγκο, από την επιτυχία του οποίου εξαρτά την πολιτική του καριέρα. Μπρεζνιεφικός παλιάς κοπής, που βρίσκεται στο στόχαστρο του γκόρμπι και δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στη νέα σκέψη της περεστρόικα. Μετά το τέλος του αγώνα στη μόσχα και τον δεκάρικο λόγο του ρόκι περί αλλαγής, ο γκορμπατσόφ τον λοξοκοιτάζει άγρια και τον υποχρεώνει να σηκωθεί όρθιος και να χειροκροτήσει κι αυτός απρόθυμα την αλλαγή που έρχεται. Το πιο πιθανό είναι να έπεσε θύμα εκκαθάρισης στην 19η συνδιάσκεψη του 88’, μαζι με το λιγκατσόφ.
Η δυναμική και γοητευτική γυναίκα του ντράγκο (και σύζυγος του σταλόνε στην πραγματική ζωή) λουντμίλα. Αποδίδει στο σπανάκι την υπερφυσική δύναμη του συζύγου της και τραβά μια ηδονική τζούρα απ’ το τσιγάρο του κολόφ, όταν ο ντράγκο γρονθοκοπεί μέχρι θανάτου τον απόλλο κρηντ. Στη δύση συνηθίζουν να ψάχνουν τη γυναίκα που κρύβεται πίσω από κάθε άντρα. Σε αυτήν την περίπτωση, μάλλον ο ντράγκο κρύβεται πίσω από τη λουντμίλα. Σοβιετική γυναίκα νέου τύπου, έστω κι αν έχει επιρροές από τα δυτικά πρότυπα ομορφιάς (ξανθό αγορέ μαλλί της εποχής).
Γυρισμένη στις απαρχές της περεστρόικα κι εν μέσω ριγκανισμού, εν έτει 1985, η ταινία προσφέρει μια σειρά από συνειρμούς κι επίπεδα ανάγνωσης.
Η σοβιετική ένωση αποφασίζει να εισβάλει (οι σοβιετικοί πάντα εισβάλλουν, ποτέ δε μπαίνουν) στον χώρο της επαγγελματικής πυγμαχίας, σε μια έξοχη –και προφητική για την εποχή της- αλληγορία για τη διολίσθηση στο σοσιαλισμό με αγορά που έφερνε η περεστρόικα.
Η μαύρη φυλή βρίσκεται πάντα σε δεύτερο πλάνο, πίσω απ’ το λευκό που θριαμβεύει, αλλά ο νέγρος προπονητής του ρόκι αναβιώνει το θρύλο του φίσερ, και νικά στο σκάκι το ρώσο συνοδό τους στη σιβηρία. Τσεκ μέι μάι φρεντ.
Κι η αλλαγή είναι η λέξη φετίχ μιας δεκαετίας, που ξεκινάει με το πασόκ του ανδρέα και τελειώνει με τους ανέμους της αλλαγής των σκόρπιονς. Η άντρια ρωτάει κλαίγοντας το ρόκι: όλος ο κόσμος αλλάζει, εσύ γιατί δεν αλλάζεις; -Γιατί είμαι μαχητής, της απαντάει τσεκουράτα αυτός. Βλέποντας όμως τους σοβιετικούς να αλλάζουν στάση στο τέλος και να τον αποθεώνουν, τους λέει συγκινημένος: ιβ άι κεν τσέιντζ, δεν γιου κεν τσέιντζ. Κι έζησαν αυτοί καλά και μη χειρότερα.
Ας δούμε μερικές σκηνές ακόμα.
-Το έργο ξεκινάει με την κορυφαία κινηματογραφική απεικόνιση του ψυχρού πολέμου. Δύο γάντια του μποξ από αντίθετες κατευθύνσεις περιστρέφονται κι ετοιμάζονται για μετωπική σύγκρουση. Το ένα από αριστερά –όπως βλέπουμε τη δύση στον χάρτη- έχει την αστερόεσσα, ενώ το σοβιετικό είναι από δεξιά, γιατί εκείνη την εποχή είχε αρχίσει η πλήρης αντιστροφή των εννοιών κι οι συνεπείς μπρεζνιεφικοί παρουσιάζονταν ως συντηρητικοί, ενώ τα γκεσέμια της περεστρόικα ως ανανεωτές. Η μουσική ανεβάζει την αδρεναλίνη κι η υφήλιος περιμένει τη σύγκρουση με κομμένη την ανάσα.
Στον δεκάρικο λόγο του περί αλλαγής, ο ρόκι λεει στο κοινό της μόσχας πως είδε δύο ανθρώπους να σκοτώνονται μες στο ρινγκ, αλλά τουλάχιστον γλίτωσαν είκοσι εκατομμύρια. Ένας θρίαμβος της ειρηνικής συνύπαρξης, κι ένας σαφής υπαινιγμός για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τους είκοσι εκατομμύρια νεκρούς της σοβιετίας. Αλλά όταν μιλάει γι' αυτό ένας αμερικάνος είναι σκέτη πρόκληση. Είναι σαν εκείνο τον συμπαίκτη του τζόρνταν, που είχε πει ότι θα θυμάται πάντα τη νύκτα που πέτυχαν μαζί με τον MJ 70 πόντους. Αυτός τον ένα κι ο τζόρνταν τους άλλους 69.
-Άλλη σκηνή με ιστορικό φόντο το βήτα παγκόσμιο. Ο ρόκι κάνει προετοιμασία στην παγωμένη σιβηρία κι ο στρατηγός χειμώνας τον σκληραγωγεί και του δίνει τη νίκη απέναντι στον ντράγκο με το κορυφαίο προπονητικό επιτελείο (που είχε ακόμα και κουβανό) και τον τεχνολογικό εξοπλισμό που θύμιζε την πολεμική μηχανή της γερμανίας. Κατά τη διαμονή του στη στέπα ο ρόκι αφήνει μουσάκι μπολσεβίκου κομισάριου, αλλά τη μέρα του τελικού είναι ξυρισμένος σαν καλός αμερικανός. Αν είχε πάει μερικά χρόνια πιο πριν, θα μπορούσε να συναντήσει και το νίκο ζαχαριάδη, ή κάποιον άλλο αντιφρονούντα. Αν και στην πραγματικότητα οι σκηνές αυτές γυρίστηκαν στον καναδά.
Ο σωματότυπος κι η προετοιμασία του ντράγκο, θυμίζουν γόνο της αρείας φυλής. Αλλά παρά τις σπόντες περί ολοκληρωτισμού, η ταινία δε μας ταυτίζει πλήρως με τους φασίστες. Ας μην ξεχνάμε ότι ο χίτλερ έφυγε ντροπιασμένος από το στάδιο μετά τα τέσσερα χρυσά του τζέσε όουενς, ενώ ο γκόρμπι μένει στο γήπεδο κι αναγνωρίζει ιπποτικά τη νίκη του μπαλμπόα.
-Την ίδια στιγμή που ο κεντρικός σχεδιασμός προβλέπει τόσες σπατάλες για την άρτια προετοιμασία του ντράγκο, το ρολόι της ιστορίας για το λαό της σιβηρίας είναι σταματημένο στο μεσαίωνα, στην εποχή του άροτρου και του αλόγου. Το τρένο της ετε δε διασταυρώθηκε ποτέ με τον υπερσιβηρικό. Έκανε στάση όμως στις ηπα και την οικογένεια του ρόκι, ο οποίος δώρισε ένα ρομπότ στον κουνιάδο του για να τον συντροφεύει και να του καλύψει το ερωτικό κενό. Καυστικό σχόλιο για την αποξένωση και τις αλλοτριωμένες ανθρώπινες σχέσεις στην αμερικάνικη κοινωνία.
-Με αυτά και με εκείνα, η εξωνημένη εργατική τάξη της δύσης μαγεύεται από τον καταναλωτισμό και στρέφεται ενάντια στο σοσιαλισμό που γνωρίσαμε και την έλλειψη ελευθερίας. Κλείνετε το λαό σας πίσω από τείχη και όπλα, λέει στον κολόφ ο κουνιάδος του ρόκι στη συνέντευξη τύπου για τον αγώνα της μόσχας. Στην πρώτη συνέντευξη τύπου, ο κρηντ που προπονείται για μακαρίτης, λέει ότι θα στείλει το σοβιετικό στη σύνταξη (σόσιαλ σεκιούριτι) κι όλοι σκάνε στα γέλια. Στην χώρα της πρωτομαγιάς του σικάγο, ακόμα κι η απλή αναφορά στον όρο κοινωνική ασφάλιση ακούγεται πλέον ως ανέκδοτο. Πιο πριν ο κρηντ αποκαλεί σύντροφο μπλα-μπλα (μπιγκ μάουθ) τον κολόφ που συμπληρώνει διαλεκτικά τη λακωνική δωρικότητα του ιβάν.
-Πριν τον τελικό γύρο (που στο μποξ δεν είναι ο τρίτος, αλλά ο δέκατος πέμπτος) ο κολόφ βλέπει την ήττα να έρχεται –μαζί με το τέλος της ιστορίας και της πολιτικής του καριέρας- και κατεβαίνει πραξικοπηματικά στο ρινγκ, για να συνεφέρει τον ντράγκο, που συμβολίζει τις σοβιετικές μάζες. Αλλά το κάλεσμα της επιτροπής σωτηρίας των πραξικοπηματιών αφήνει τις μάζες παγερά αδιάφορες. Ο ντράγκο σηκώνει τον κολόφ στον αέρα, τον πετάει μακριά, στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και φωνάζει δυνατά: παλεύω για μένα, για μένα...
Για μένα τραγουδώ, που έλεγε κι ο τροβαδούρος της ατομικής άρνησης βασίλης παπακωνσταντίνου. Ένα αυθόρμητο ξέσπασμα των καταπιεσμένων μαζών ενάντια στη νομενκλατούρα, και τον ολοκληρωτισμό της κολεκτίβας που υπέτασσε την ατομικότητα.
-Η τελετή έναρξης στον αγώνα επίδειξης στις ηπα, έχει πολλά φώτα, μαζορέτες με στρινγκ, φτηνό σόου και τον τζέιμς μπράουν να τραγουδάει λίβινγκ ιν αμέρικα. Με δυο λόγια όλο το κιτσαριό από την τελετή έναρξης των ολυμπιακών του λος άντζελες (που είχαν γίνει ένα χρόνο πριν). Ο μουζίκος ντράγκο τα βλέπει όλα αυτά κάθιδρος, με γουρλωμένα μάτια. Αλλά στη συνέχεια χαλάει το σόου και το μετατρέπει σε τραγωδία, σκοτώνοντας τον υπερφίαλο κριντ.
Η αντίστοιχη τελετή στον αγώνα της μόσχας δε μοιάζει σε τίποτα με το συγκινητικό νταζβιντάνια του μίσα. Αντιθέτως αναπαράγει όλα τα στερεότυπα των αμερικάνων για τον φιλήσυχο σοβιετικό λαό. Γήπεδο-κλουβί με ένα σωρό συρματοπλέγματα κι ένα κοινό γεμάτο ένστολους αξιωματικούς για να παραπέμπει στον κομμουνισμό του στρατώνα.
Ο ντράγκο χαιρετάει στρατιωτικά τον γγ του κκσε, που αναφέρεται μεταξύ άλλων ως πρωθυπουργός και γραμματέας των σοβιέτ. Δεν είναι λάθος, αλλά προειδοποίηση, που κανείς δεν πήρε υπ' όψιν εγκαίρως. Τα επόμενα χρόνια ο γκόρμπι δημιούργησε μια σειρά από αστικά αξιώματα και τα συγκέντρωσε όλα στο πρόσωπό του.
Στο καπάκι αρχίζει να παίζει ο εθνικός ύμνος της σοβιετικής ένωσης, ενώ παράλληλα αρχίζει να εμφανίζεται ένα γιγάντιο πανό με τη μορφή του ντράγκο, που είναι σαν τον ιβάν τον τρομερό. Όλα αυτά κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της αγίας τριάδας της κομμουνιστικής ορθοδοξίας (μαρξ, ένγκελς, λένιν) των οποίων οι μορφές κοσμούν την οροφή του γεντί-κουλέ. Κριτική με το βαμβάκι για το φαινόμενο της προσωπολατρίας.
Οι κλασικοί είναι εκεί, ο γκόρμπι επίσης. Ναι, αλλά ποιος λείπει; Όχι ο κακοφονίξ. Τότε ποιος; Μα ο κατεξοχήν θύτης της περιόδου της προσωπολατρίας. Λείπει πραγματικά όμως; Όχι. Ο σύντροφος με το μουστάκι ενσαρκώνεται στην ουσία από το ρόκι μπαλμπόα, που ατιμάζει τους ρεβιζιονιστές μέσα στην έδρα τους κι έχει το παρατσούκλι ιτάλιαν στάλιαν. Στάλιν, σταλόνε, στάλιαν. Όλες οι λέξεις έχουν κοινή ρίζα κι αυτό δε μπορεί να είναι τυχαίο. Το στάλιαν βέβαια σημαίνει επιβήτορας κι έμεινε ως προσωνύμιο μάλλον από τα χρόνια που ο σταλόνε έπαιζε σε ταινίες πορνό. Κι έτσι οι συνειρμοί ιντριγκάρουν το πολιτικό μας φαντασιακό...
Πραγματικό αριστούργημα. Δε βγαίνουν πια τέτοιες ταινίες.
Παρασκευή 20 Μαΐου 2011
Εκλογο-απολογιστική ανάρτηση
Δηλαδή απολογισμός της μέρας των εκλογών. Αν και στα πανεπιστήμια έχει επικρατήσει το αντίθετο κι οι εκλογο-απολογιστικές συνελεύσεις γίνονται πριν τις εκλογές, για να κάνουν απολογισμό του δσ και να εκλέξουν την εφορευτική.
Το μεσημέρι, μια σύντομη βόλτα στα πανεπιστήμια, όπου βρίσκονταν τρεις κι ο κούκος, που μόνος του δεν αρκεί για να φέρει την άνοιξη. Το πρωί οι μάζες βαρέθηκαν να ξυπνήσουν, το μεσημέρι ποιος να τρέχει τώρα, ε και το απόγευμα ψηφίζουν μόνο οι κλασικοί της τελευταίας στιγμής. Πού να είχε και καλό καιρό δηλ, η χαλκιδική δυο τσιγάρα δρόμος είναι με το αμάξι. (Κάποιοι στον χώρο, επιχειρούν να εξάγουν πολιτικά μηνύματα από την αποχή και τον ριζοσπαστισμό που υπολανθάνει σε αυτήν. Εμένα πάλι μου μοιάζει με τα κενά μηνύματα στο κινητό, όπου ψάχνεις να βρεις τι διάολο εννοούσε αυτός που το έστειλε, ενώ αυτός το έκανε χωρίς να καταλαβαίνει).
Νέκρα διάχυτη πάνω από το πτώμα του φοιτητικού συνδικαλισμού, που αποσυντίθεται χρόνο με τον χρόνο, αλλά κάθε τόσο αναγεννιέται από τις στάχτες του και δίνει λουλούδια που ανθίζουν. Σπανίως συμπίπτει όμως με την άνθιση άλλων χώρων. Ντιπ αχρόνιστο, που λένε και στην κάσο.
Μαζευτήκαμε λοιπόν συγγενείς και φίλοι, σφοι κι επιρροές, για τον επικήδειο. Και τα μπιτάκια της δαπάρας να φτάνουν σαν μελωδία της παρακμής στα αυτιά, παίζοντας το ρέκβιεμ της πολιτικής συνείδησης του φοιτητόκοσμου.
Το απόγευμα, επαναστατική σιέστα, για να αντέξουμε το βράδυ και στο καπάκι στην αλέκα, που δεν την φέραμε προεκλογικά, για να φτιάξουμε κλίμα και να μας τονώσει την πολιτική λίμπιντο, αλλά ανήμερα εκλογών, γιατί κατά βάθος είμαστε πολύ άνετοι (λαρζ, ου μην και δελάρζ) και δεν καιγόμαστε για τις εκλογές.
Καλά τα είπε η συντρόφισσα, τα γράφει κι ο δελάρζ εδώ (http://e-globbing.blogspot.com/2011/05/blog-post_19.html), κι ακόμα καλύτερα τα είπε πιο πριν στους δημοσιογράφους, για το χρέος (http://www1.rizospastis.gr/page.do?publDate=19/5/2011&id=13554&pageNo=8&direction=1).
Στο συγκεκριμένο το χάνουμε ενίοτε, αλλά δεν πειράζει. Είπε πχ σε ένα σημείο ότι εμείς μιλάμε με επιστημονικές ορολογίες. Δίκιο έχει, αλλά κάποια είναι πιο πολύ προπαγανδιστικά, για τον κόσμο. Αλλιώς δηλαδή, τι σημαίνει λαϊκή εξουσία με επιστημονικούς όρους;
Είναι μια εξουσία με κοινωνικοποίηση, συνεταιρισμούς κτλ, αλλά χωρίς δικτατορία του προλεταριάτου; Ταυτίζεται με το σοσιαλισμό; Την χωρίζει τυπική απόσταση; Και πώς φτάνουμε σε αυτό το σημείο, στην διεκδίκηση της εξουσίας; Με επαναστατικό άλμα, με μεταβατικά που λένε άλλοι, με κάτι άλλο;
Αυτά ήθελα να τη ρωτήσω στην κουβέντα που ακολούθησε, αλλά δεν πρόλαβα να πάρω σειρά, γιατί θα έχανε το αεροπλάνο. Έχουμε λέει και τοπικά στελέχη να απαντήσουν. Ναι αλλά ο καθένας συνήθως αυτοσχεδιάζει και λέει τα δικά του, για να καλύψει το κενό (είτε το δικό του, ή το γενικό θεωρητικό).
Για μένα η λαϊκή εξουσία είναι κάτι σαν τη δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου, το μεσοδιάστημα της δυαδικής εξουσίας, όπου κρίνεται το ποιος-ποιον. Αλλά εγώ δεν είμαι το κόμμα και μπορεί να λέω τα δικά μου.
Μετά απ' το βελλίδειο, κατευθείαν στα πανεπιστήμια.
Πρώτη στάση η σχολή του κοντόχοντρου. Όπου το σχήμα του στοχοποίησε ένα δαπίτη μπάτσο και φώναξε συνθήματα για τον σοσιαλισμό με τανκς και γραφειοκράτες. Αλλά και το χωρίς εσένα, γρανάζι δε γυρνά, που βασικά το ‘χει ερωτευτεί το εξωκοινοβούλιο κι όταν το λέμε μας σιγοντάρει. Ένας σεκίτης είπε ένα σύνθημα για σταλινικούς, αλλά η περιφρούρηση του κοντόχοντρου τον απομόνωσε και τον παρέδωσε στην χλεύη του κινήματος.
-Ποτέ δεν είναι αργά να αλλάξεις, μου πέταξε σε κάποια φάση, όταν του είπα ότι εγώ είμαι με τους άλλους, δηλ με εμάς, που είμαστε οι άλλοι, δηλ το μας.
-Όχι άλλη αλλαγή. Φτάνει το 81. Χωρίς (άλλες) αυταπάτες...
Τέσσερις δαπίτισσες ανέβηκαν στα τραπέζια (με φόρα απ’ τα μπουζούκια) και φώναζαν διασκευές από οπαδικά συνθήματα του άρη, όπως το δεν έχω γκόμενα δεν έχω λεφτά. Κι ίσως να ψηφίζουνε δαπ για να βρουν το πρώτο, γιατί για το δεύτερο δεν παίζει. Αλλά δε φτάνουν ούτε στο δαχτυλάκι τις εαακίτισσες, όταν αρχίζουν τα αντροσυνθήματα (στα τέτοια μας κτλ).
Εμείς κρατήσαμε πολιτικό πολιτισμό και η γραμμή ήταν να κόψουμε μαχαίρι τις καφρίλες και τις προκλήσεις. Έτσι έμεινε μόνος να τα φωνάζει ο γνωστός καρδιτσιώτης dj που πήγε στους ηλεκτρολόγους. Και το βάρος της καφρίλας από ταξική σκοπιά έπεσε εξ ολοκλήρου στα εαακ, που έχουν πείρα, τεχνογνωσία και κράτησαν ψηλά τη σημαία.
Ιδίως στο πολιτικό, όπου είχαν πρόσφατα κάτι ντράβαλα με τους δαπίτες κι ο σχηματάρχης –που είναι δεύτερη σχολή- έφερε για συμπαράσταση το παλιό του σχήμα από το φυσικό: τη θρυλική αρεφ που είχε χαρακτηριστεί κάποτε κι ως παιδική αρρώστια του αριστερισμού. Κι επειδή η δαπ φοβήθηκε ότι θα τις φάει για αντίποινα, η κάλπη άνοιξε κι έκλεισε με δύο ώρες καθυστέρηση. Κι έτσι τέλειωσαν όλες οι μεγάλες σχολές κι έμεινε το πολιτικό τελευταίο σχεδόν σε όλο το απθ.
Εκεί λοιπόν ακούσαμε για τα κονσερβοκούτια που δεν σκούριασαν ακόμα, φασίστες θα σας θάψουμε βαθιά μέσα στο χώμα. Ένα άλλο που είναι τραγούδι ολόκληρο και λέει για το φασίστα τον παππού τους, το λένιν (ή το στάλιν, ανάλογα με τα κέφια) που θα τινάξει τα μυαλά τους στον αέρα, την εξορία στη σιβηρία, και τα γκουλάγκ που ριμάρουν με τα εαακ. Ένα άλλο που λέει ξύλο, ξύλο, ξύλο διαρκείας από τη νοπε ως το μακεδονίας, αλλά ήταν κάπως ξύλινο σαν τη γλώσσα μας.
Κι επίσης ότι σε κάθε καταμέτρηση δεν ξέρω τι με πιάνει... και κάτι για τον παύλο μπακογιάννη. Κι εκεί λέω του σχηματάρχη ότι μπορεί να μας το γυρίσουν μπούμερανγκ και να μας πουν κι αυτοί για τον νίκο μπελογιάννη. Δεν πειράζει, μου λέει, θα πούμε κι εμείς, ζει, ζει, ο μπελογιάννης ζει, με πέτρουλα, λαμπράκη μας οδηγεί.
Αυτό είναι, άμα έχεις πιει τα κέρατά σου, δεν ορρωδείς προ ουδενός.
Στη θεολογία όπου ψηφίζει ο απολίθωμας αντιθέτως, δεν είχε πολύ χαβαλέ φέτος. Ούτε τρελούς ανεξάρτητους –που μια χρονιά, τους φώναζαν οι δαπίτες δέκα μαλάκες είσαστε κι αυτοί χόρευαν κι απαντούσαν ρυθμικά, δέκα μαλάκες είμαστε... Ούτε την καταπληκτική κίνηση φοιτητή, που εδώ και δυο χρόνια έχει πάρει πτυχίο και σταμάτησε να κατεβαίνει. Κι όταν είχε περάσει το μπαλέτο μας από τη θεολογία, το είδε μια σφισσα στον πίνακα [κκφ] και ρώτησε: τι είναι αυτό; Το κκ φινλανδίας;
-Όχι, το κκ φίτζι, της είπαμε. Μπορεί και φιλιπίννων.
Στο τέλος της βραδιάς είχαμε πάρει τρεις σχολές: φυσικό, εικαστικό και η-μ ως σύνολο. Εκεί έχει δύο κάλπες, μία για ηλεκτρολόγους και μία για μηχανολόγους κι εμείς βγήκαμε δεύτεροι και στις δύο. Αλλά είναι όπως στην άρση βαρών, που προσθέτεις στο τέλος ζετέ κι αρασέ και βγάζεις τον νικητή από το σύνολο. Κάτσε κάτω απ’ τη μπάρα...
Βγήκαμε δεύτεροι σε αρκετές σχολές και χάσαμε μόλις για τέσσερις ψήφους το γεωλογικό. Για άλλες τόσες έχασαν και τα εαακ την αυτοδυναμία στην αρχιτεκτονική, κι αυτή ήταν η μόνη σχολή που βγήκαν πρώτοι, αν δεν κάνω λάθος.
Στα τει καταγγείλαμε τα δέντρα που έβαζε η δαπ να ψηφίσουν κι αποχωρήσαμε. Σε αυτούς τους χώρους, και γενικώς όπου έχει αυτοδυναμία η δαπάρα, τα αστικοδημοκρατικά αιτήματα είναι ακόμα επίκαιρα και προς κατάκτηση. Δημοκρατία, ελευθερία, να φύγει ο βασιλιάς, 1-1-4, κτλ. Δύο επαναστατικά στάδια, σε ένα ενιαίο προτσές.
Μένει ο επίλογος όπου πρέπει να βγουν πολιτικά συμπεράσματα για τα αποτελέσματα. Όπου η πανσπουδαστική πέφτει για τρίτη σερί χρονιά και πάει να ισοφαρίσει το ανοδικό σερί της περασμένης δεκαετίας. Γιατί συμβαίνει αυτό όμως;
Η μία εκδοχή λέει ότι η ταξική σύνθεση των φοιτητών έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια κι ότι στα πανεπιστήμια μπαίνουν πλέον λιγότερα παιδιά λαϊκών οικογενειών. Οπότε αυτό επηρεάζει και τα αποτελέσματα. Αλλά η ταξική αναγωγή δεν είναι πάντα ασφαλές κριτήριο για γενικές ερμηνείες.
Άλλοι λένε ότι θεωρητικοποιούμε την αποτυχία της γραμμής μας κάνοντας κρεμαστάρια τις εκλογές. Αλλά αυτό δεν εξηγεί γιατί η αποτυχημένη γραμμή προχώρησε τόσο καλά σε κάποιες σχολές, ή και πόλεις συνολικά. Ούτε προκύπτει (σε μένα τουλάχιστον) ότι πάμε για ξεχωριστούς συλλόγους, ξεχωριστές εκλογές, εφεε του βουνού, ή κάτι παρόμοιο.
Η αλήθεια είναι ως συνήθως –κεντριστική ανέκαθεν- κάπου στη μέση. Κι η πτώση των τελευταίων χρόνων έχει μάλλον να κάνει με τη σπουδάζουσα της αθήνας και τη μεγάλη κρίση που πέρασε προ τριετίας, γιατί στις άλλες πόλεις τα αποτελέσματα δεν είναι άσχημα.
Τον επίλογο, όπως λέει και το σύνθημα, τον γράφει το κίνημα (το οποίο θα πει την τελευταία λέξη). Από τη στιγμή που αυτό απουσίαζε τον τελευταίο χρόνο, το αποτέλεσμα δε θα μπορούσε να είναι θεαματικά υπέρ μας. Κι ο καθένας μπορεί να γράψει το τέλος που του αρέσει, σύμφωνα με το έτοιμο σχήμα που έχει στο κεφάλι του, για να ερμηνεύει την πραγματικότητα.
Αν πάντως ντε και καλά θέλει κάποιος να βρει θεωρητικές προεκτάσεις, θα μπορούσε να θέσει το θέμα της σχέσης με τους διανοούμενους εν γένει, τον ταξικό τους προσδιορισμό, το απ’ έξω του βλαδίμηρου, σε συνδυασμό με την καχυποψία του απέναντι στο μικροαστισμό των διανοούμενων της εποχής του, την εργατική στροφή, την κατάσταση του κμε κτλ. Σε κάποια άλλη ανάρτηση..
Το μεσημέρι, μια σύντομη βόλτα στα πανεπιστήμια, όπου βρίσκονταν τρεις κι ο κούκος, που μόνος του δεν αρκεί για να φέρει την άνοιξη. Το πρωί οι μάζες βαρέθηκαν να ξυπνήσουν, το μεσημέρι ποιος να τρέχει τώρα, ε και το απόγευμα ψηφίζουν μόνο οι κλασικοί της τελευταίας στιγμής. Πού να είχε και καλό καιρό δηλ, η χαλκιδική δυο τσιγάρα δρόμος είναι με το αμάξι. (Κάποιοι στον χώρο, επιχειρούν να εξάγουν πολιτικά μηνύματα από την αποχή και τον ριζοσπαστισμό που υπολανθάνει σε αυτήν. Εμένα πάλι μου μοιάζει με τα κενά μηνύματα στο κινητό, όπου ψάχνεις να βρεις τι διάολο εννοούσε αυτός που το έστειλε, ενώ αυτός το έκανε χωρίς να καταλαβαίνει).
Νέκρα διάχυτη πάνω από το πτώμα του φοιτητικού συνδικαλισμού, που αποσυντίθεται χρόνο με τον χρόνο, αλλά κάθε τόσο αναγεννιέται από τις στάχτες του και δίνει λουλούδια που ανθίζουν. Σπανίως συμπίπτει όμως με την άνθιση άλλων χώρων. Ντιπ αχρόνιστο, που λένε και στην κάσο.
Μαζευτήκαμε λοιπόν συγγενείς και φίλοι, σφοι κι επιρροές, για τον επικήδειο. Και τα μπιτάκια της δαπάρας να φτάνουν σαν μελωδία της παρακμής στα αυτιά, παίζοντας το ρέκβιεμ της πολιτικής συνείδησης του φοιτητόκοσμου.
Το απόγευμα, επαναστατική σιέστα, για να αντέξουμε το βράδυ και στο καπάκι στην αλέκα, που δεν την φέραμε προεκλογικά, για να φτιάξουμε κλίμα και να μας τονώσει την πολιτική λίμπιντο, αλλά ανήμερα εκλογών, γιατί κατά βάθος είμαστε πολύ άνετοι (λαρζ, ου μην και δελάρζ) και δεν καιγόμαστε για τις εκλογές.
Καλά τα είπε η συντρόφισσα, τα γράφει κι ο δελάρζ εδώ (http://e-globbing.blogspot.com/2011/05/blog-post_19.html), κι ακόμα καλύτερα τα είπε πιο πριν στους δημοσιογράφους, για το χρέος (http://www1.rizospastis.gr/page.do?publDate=19/5/2011&id=13554&pageNo=8&direction=1).
Στο συγκεκριμένο το χάνουμε ενίοτε, αλλά δεν πειράζει. Είπε πχ σε ένα σημείο ότι εμείς μιλάμε με επιστημονικές ορολογίες. Δίκιο έχει, αλλά κάποια είναι πιο πολύ προπαγανδιστικά, για τον κόσμο. Αλλιώς δηλαδή, τι σημαίνει λαϊκή εξουσία με επιστημονικούς όρους;
Είναι μια εξουσία με κοινωνικοποίηση, συνεταιρισμούς κτλ, αλλά χωρίς δικτατορία του προλεταριάτου; Ταυτίζεται με το σοσιαλισμό; Την χωρίζει τυπική απόσταση; Και πώς φτάνουμε σε αυτό το σημείο, στην διεκδίκηση της εξουσίας; Με επαναστατικό άλμα, με μεταβατικά που λένε άλλοι, με κάτι άλλο;
Αυτά ήθελα να τη ρωτήσω στην κουβέντα που ακολούθησε, αλλά δεν πρόλαβα να πάρω σειρά, γιατί θα έχανε το αεροπλάνο. Έχουμε λέει και τοπικά στελέχη να απαντήσουν. Ναι αλλά ο καθένας συνήθως αυτοσχεδιάζει και λέει τα δικά του, για να καλύψει το κενό (είτε το δικό του, ή το γενικό θεωρητικό).
Για μένα η λαϊκή εξουσία είναι κάτι σαν τη δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου, το μεσοδιάστημα της δυαδικής εξουσίας, όπου κρίνεται το ποιος-ποιον. Αλλά εγώ δεν είμαι το κόμμα και μπορεί να λέω τα δικά μου.
Μετά απ' το βελλίδειο, κατευθείαν στα πανεπιστήμια.
Πρώτη στάση η σχολή του κοντόχοντρου. Όπου το σχήμα του στοχοποίησε ένα δαπίτη μπάτσο και φώναξε συνθήματα για τον σοσιαλισμό με τανκς και γραφειοκράτες. Αλλά και το χωρίς εσένα, γρανάζι δε γυρνά, που βασικά το ‘χει ερωτευτεί το εξωκοινοβούλιο κι όταν το λέμε μας σιγοντάρει. Ένας σεκίτης είπε ένα σύνθημα για σταλινικούς, αλλά η περιφρούρηση του κοντόχοντρου τον απομόνωσε και τον παρέδωσε στην χλεύη του κινήματος.
-Ποτέ δεν είναι αργά να αλλάξεις, μου πέταξε σε κάποια φάση, όταν του είπα ότι εγώ είμαι με τους άλλους, δηλ με εμάς, που είμαστε οι άλλοι, δηλ το μας.
-Όχι άλλη αλλαγή. Φτάνει το 81. Χωρίς (άλλες) αυταπάτες...
Τέσσερις δαπίτισσες ανέβηκαν στα τραπέζια (με φόρα απ’ τα μπουζούκια) και φώναζαν διασκευές από οπαδικά συνθήματα του άρη, όπως το δεν έχω γκόμενα δεν έχω λεφτά. Κι ίσως να ψηφίζουνε δαπ για να βρουν το πρώτο, γιατί για το δεύτερο δεν παίζει. Αλλά δε φτάνουν ούτε στο δαχτυλάκι τις εαακίτισσες, όταν αρχίζουν τα αντροσυνθήματα (στα τέτοια μας κτλ).
Εμείς κρατήσαμε πολιτικό πολιτισμό και η γραμμή ήταν να κόψουμε μαχαίρι τις καφρίλες και τις προκλήσεις. Έτσι έμεινε μόνος να τα φωνάζει ο γνωστός καρδιτσιώτης dj που πήγε στους ηλεκτρολόγους. Και το βάρος της καφρίλας από ταξική σκοπιά έπεσε εξ ολοκλήρου στα εαακ, που έχουν πείρα, τεχνογνωσία και κράτησαν ψηλά τη σημαία.
Ιδίως στο πολιτικό, όπου είχαν πρόσφατα κάτι ντράβαλα με τους δαπίτες κι ο σχηματάρχης –που είναι δεύτερη σχολή- έφερε για συμπαράσταση το παλιό του σχήμα από το φυσικό: τη θρυλική αρεφ που είχε χαρακτηριστεί κάποτε κι ως παιδική αρρώστια του αριστερισμού. Κι επειδή η δαπ φοβήθηκε ότι θα τις φάει για αντίποινα, η κάλπη άνοιξε κι έκλεισε με δύο ώρες καθυστέρηση. Κι έτσι τέλειωσαν όλες οι μεγάλες σχολές κι έμεινε το πολιτικό τελευταίο σχεδόν σε όλο το απθ.
Εκεί λοιπόν ακούσαμε για τα κονσερβοκούτια που δεν σκούριασαν ακόμα, φασίστες θα σας θάψουμε βαθιά μέσα στο χώμα. Ένα άλλο που είναι τραγούδι ολόκληρο και λέει για το φασίστα τον παππού τους, το λένιν (ή το στάλιν, ανάλογα με τα κέφια) που θα τινάξει τα μυαλά τους στον αέρα, την εξορία στη σιβηρία, και τα γκουλάγκ που ριμάρουν με τα εαακ. Ένα άλλο που λέει ξύλο, ξύλο, ξύλο διαρκείας από τη νοπε ως το μακεδονίας, αλλά ήταν κάπως ξύλινο σαν τη γλώσσα μας.
Κι επίσης ότι σε κάθε καταμέτρηση δεν ξέρω τι με πιάνει... και κάτι για τον παύλο μπακογιάννη. Κι εκεί λέω του σχηματάρχη ότι μπορεί να μας το γυρίσουν μπούμερανγκ και να μας πουν κι αυτοί για τον νίκο μπελογιάννη. Δεν πειράζει, μου λέει, θα πούμε κι εμείς, ζει, ζει, ο μπελογιάννης ζει, με πέτρουλα, λαμπράκη μας οδηγεί.
Αυτό είναι, άμα έχεις πιει τα κέρατά σου, δεν ορρωδείς προ ουδενός.
Στη θεολογία όπου ψηφίζει ο απολίθωμας αντιθέτως, δεν είχε πολύ χαβαλέ φέτος. Ούτε τρελούς ανεξάρτητους –που μια χρονιά, τους φώναζαν οι δαπίτες δέκα μαλάκες είσαστε κι αυτοί χόρευαν κι απαντούσαν ρυθμικά, δέκα μαλάκες είμαστε... Ούτε την καταπληκτική κίνηση φοιτητή, που εδώ και δυο χρόνια έχει πάρει πτυχίο και σταμάτησε να κατεβαίνει. Κι όταν είχε περάσει το μπαλέτο μας από τη θεολογία, το είδε μια σφισσα στον πίνακα [κκφ] και ρώτησε: τι είναι αυτό; Το κκ φινλανδίας;
-Όχι, το κκ φίτζι, της είπαμε. Μπορεί και φιλιπίννων.
Στο τέλος της βραδιάς είχαμε πάρει τρεις σχολές: φυσικό, εικαστικό και η-μ ως σύνολο. Εκεί έχει δύο κάλπες, μία για ηλεκτρολόγους και μία για μηχανολόγους κι εμείς βγήκαμε δεύτεροι και στις δύο. Αλλά είναι όπως στην άρση βαρών, που προσθέτεις στο τέλος ζετέ κι αρασέ και βγάζεις τον νικητή από το σύνολο. Κάτσε κάτω απ’ τη μπάρα...
Βγήκαμε δεύτεροι σε αρκετές σχολές και χάσαμε μόλις για τέσσερις ψήφους το γεωλογικό. Για άλλες τόσες έχασαν και τα εαακ την αυτοδυναμία στην αρχιτεκτονική, κι αυτή ήταν η μόνη σχολή που βγήκαν πρώτοι, αν δεν κάνω λάθος.
Στα τει καταγγείλαμε τα δέντρα που έβαζε η δαπ να ψηφίσουν κι αποχωρήσαμε. Σε αυτούς τους χώρους, και γενικώς όπου έχει αυτοδυναμία η δαπάρα, τα αστικοδημοκρατικά αιτήματα είναι ακόμα επίκαιρα και προς κατάκτηση. Δημοκρατία, ελευθερία, να φύγει ο βασιλιάς, 1-1-4, κτλ. Δύο επαναστατικά στάδια, σε ένα ενιαίο προτσές.
Μένει ο επίλογος όπου πρέπει να βγουν πολιτικά συμπεράσματα για τα αποτελέσματα. Όπου η πανσπουδαστική πέφτει για τρίτη σερί χρονιά και πάει να ισοφαρίσει το ανοδικό σερί της περασμένης δεκαετίας. Γιατί συμβαίνει αυτό όμως;
Η μία εκδοχή λέει ότι η ταξική σύνθεση των φοιτητών έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια κι ότι στα πανεπιστήμια μπαίνουν πλέον λιγότερα παιδιά λαϊκών οικογενειών. Οπότε αυτό επηρεάζει και τα αποτελέσματα. Αλλά η ταξική αναγωγή δεν είναι πάντα ασφαλές κριτήριο για γενικές ερμηνείες.
Άλλοι λένε ότι θεωρητικοποιούμε την αποτυχία της γραμμής μας κάνοντας κρεμαστάρια τις εκλογές. Αλλά αυτό δεν εξηγεί γιατί η αποτυχημένη γραμμή προχώρησε τόσο καλά σε κάποιες σχολές, ή και πόλεις συνολικά. Ούτε προκύπτει (σε μένα τουλάχιστον) ότι πάμε για ξεχωριστούς συλλόγους, ξεχωριστές εκλογές, εφεε του βουνού, ή κάτι παρόμοιο.
Η αλήθεια είναι ως συνήθως –κεντριστική ανέκαθεν- κάπου στη μέση. Κι η πτώση των τελευταίων χρόνων έχει μάλλον να κάνει με τη σπουδάζουσα της αθήνας και τη μεγάλη κρίση που πέρασε προ τριετίας, γιατί στις άλλες πόλεις τα αποτελέσματα δεν είναι άσχημα.
Τον επίλογο, όπως λέει και το σύνθημα, τον γράφει το κίνημα (το οποίο θα πει την τελευταία λέξη). Από τη στιγμή που αυτό απουσίαζε τον τελευταίο χρόνο, το αποτέλεσμα δε θα μπορούσε να είναι θεαματικά υπέρ μας. Κι ο καθένας μπορεί να γράψει το τέλος που του αρέσει, σύμφωνα με το έτοιμο σχήμα που έχει στο κεφάλι του, για να ερμηνεύει την πραγματικότητα.
Αν πάντως ντε και καλά θέλει κάποιος να βρει θεωρητικές προεκτάσεις, θα μπορούσε να θέσει το θέμα της σχέσης με τους διανοούμενους εν γένει, τον ταξικό τους προσδιορισμό, το απ’ έξω του βλαδίμηρου, σε συνδυασμό με την καχυποψία του απέναντι στο μικροαστισμό των διανοούμενων της εποχής του, την εργατική στροφή, την κατάσταση του κμε κτλ. Σε κάποια άλλη ανάρτηση..
Τρίτη 17 Μαΐου 2011
Είναι μία, μόνο μία
Αυτές τις μέρες εν όψει των φοιτητικών εκλογών ο ρίζος έχει αρθρογραφία από μέλη του κσ που καθοδηγούν τη σπουδάζουσα. Τα περισσότερα βάζουν στο στόχαστρο το δικομματισμό της δαπ-πασπ, ενώ τα άλλα είναι πολεμική προς τον οπορτουνισμό στα πανεπιστήμια. Σε γενικές γραμμές την ουσία την έχουν, αλλά το στιλ θα μπορούσε να είναι καλύτερο (εξαιρώ αυτά του σιδέρη). Η κε του μπλοκ δίνει σήμερα ένα παράδειγμα για το τι κείμενα θα προτιμούσε να διαβάζει στο όργανο εν είδει πολεμικής στον αριστερισμό. Ας πούμε κάτι που θα ξεκινά με το κείμενο του διημέρου των εαακ.
Κείμενο που πέρασε από πολλά χέρια, μήπως και μπορέσει να καλλωπιστεί και να κρύψει τις αντιφάσεις του. Αλλά ο καθένας ήρθε με τη δική του μπογιά, έβαλε την πινελιά του και προέκυψε ένα χαρούμενο, παρδαλό πράγμα σαν τον σύριζα, του πουαντιγιστικού ρεύματος. Μεταμοντέρνοι και με τη βούλα που λένε. Κι άντε να βρεις μες σε τόσες βούλες την κόκκινη, την κομμουνιστική, και να τονώσεις το στίγμα της (και το περιοδικό της κομμουνιστικής ανανέωσης). Ή να μπορέσεις να καταλάβεις τι φρούτο μεταλλαγμένο είναι αυτό που ξεφύτρωσε στο σπόρτινγκ.
Σαν το πεπόνι της φρουτοπίας, τον ανανία, που ‘χε χάσει τη βούλα του και την έψαχνε παντού, για να είναι πεπόνι με τη βούλα. Και νόμιζε ότι του την πήρε η μάτα η ντομάτα και την φόρεσε στο κεφάλι της καπελάκι. Όπου το καπελάκι είναι σαφές υπονοούμενο για τα σηματάκια του σεκ. Και όλο το σκηνικό γενικά είναι για να πέφτουν ντομάτες, μπας και κοκκινίσει επιτέλους κανείς, αφού δεν το κάνει πολιτικά, ή από ντροπή έστω.
Γιατί αν πιστεύεις ότι το σεκ έχει γίνει αξιόπιστος σύμμαχος, είσαι το ίδιο παράλογος με το πεπόνι από το κουκλοθέατρο των αδερφών σοφιανού –λες κι ο νίκος από αυτούς να είναι;- που ψάχνει τη βούλα του. Συνεχίζεις να παίζεις το γνωστό κουκ(ου)λοθέατρο και να συσπειρώνεις κάτι μαύρους και ρασταφάρηδες στο στιλ του ρούχλα απ’ τα παραμύθια του κουτιού, με τη μικρή παρασκευούλα –βούλα κι αυτή- που το αγαπημένο της ήταν αυτό της ελε. Ο οποίος ρούχλας είναι λα και πάει από τη μία πολιτική παραφωνία στην άλλη.
Το κείμενο λοιπόν βγαίνει τόσο παρδαλό κι ασαφές, που γελάει και το παρδαλό κατσίκι. Ναι, αλλά εμείς δεν είμαστε πρόβατα τουλάχιστον, να ακολουθούμε τη γραμμή, σου λέει. Κι έτσι τους μένει η ικανοποίηση ότι κάνουν του κεφαλιού τους. Το οποίο είναι γεμάτο κέρατα, από τη γενική έλλειψη πίστης (δηλαδή απιστία) προς οτιδήποτε πλήρες και συνεκτικό, όπως ο μαρξισμός. Κι αφετέρου επειδή κάτι έπρεπε να καλύψει το θεωρητικό κενό.
Ενίοτε διαφωνούν, τι χρώμα να βάψουν την τάδε γωνία του κειμένου, γιατί ο ένας λέει τιρκουάζ, ο άλλος σιελ κι ο τρίτος φωτεινό γαλάζιο. Κι αρχίζουν να πλακώνονται σαν κριάρια, με τα σκληρά τους κέρατα, κι ο άμαχος πληθυσμός –τα μικρά σχήματα- πληρώνει συνήθως τα κερατιάτικα. Κι οι ναρίτες φωνάζουν στους άλλους το στίχο στον τίτλο του κειμένου για την φρουτοπία και την εαακ.
Είναι μία, μόνο μία. Δεν υπάρχει άλλη καμία. Και δεν έχει πληθυντικό.
Δηλ τα εαακ είναι κριός στο ζώδιο; Τι να σου πω, δεν ξέρω απ’ αυτά. Το κόμμα λέει ότι είναι υδροχόοι, που χύνουν νερό στο μύλο της αντίδρασης. Αυτοί φοράν λεοντές για να φαίνεται ότι βρυχώνται (κι ενίοτε παλεύουν) σα λιοντάρια για τα άσπιλα, αγνά ιδανικά τους, που έχουν ωροσκόπο παρθένο, και δε λερώνονται με διαμεσολαβήσεις κι αντιφάσεις της πραγματικότητας.
Αλλά βασικά, για να επιστρέψουμε στο κέρατο, είναι ταύροι σε υαλοπωλείο που σπάνε κάθε τζάμι στον διάβα τους και ερεθίζονται με το κόκκινο, κυρίως γιατί στην πραγματικότητα πάσχουν από αχρωματοψία και το περνάνε για κάτι άλλο –κόμμα της αστικής τάξης που ξεθώριασε κι όλα τα ξεπούλησε για τρία υπουργεία. Μπορεί όμως να τα βρουν και να ταιριάξουν με κάποιον τοξότη –όπως στο σίριαλ με τη σταθακοπούλου και το βούρο- που θα τους πάρει και θα τους κάνει βέλος στη φαρέτρα του.
Αλλά μπορείς να τους πεις και δίδυμους, με την κοε και την αρεν. Τα οποία διδυμάκια έχουν τα γενέθλιά τους τέτοιες μέρες, από τώρα μέχρι τα μέσα του άλλου μήνα. Στην καρδιά του ηρωικού μαϊούνη, δηλ.
Κι από ωροσκόπο; Δεν ξέρω πώς το βρίσκεις αυτό. Ό,τι λέει στην αφίσα, βάλε δυο ώρες αργότερα, να ‘σαι μέσα.
Γιατί μωρέ, τι κακό έχει μια διχρωμία μαύρο-κόκκινο με λίγη από μωβ; Καμία, κι εγώ αυτά ακριβώς τα χρώματα έχω στο δωμάτιό μου. Κάνουν κι ωραίο συνδυασμό. Αλλά αν τ’ αφήσεις μερικά χρόνια χύμα στην υγρασία, ξεθωριάζουν και πιάνουν μούχλα από τις ιδέες της σοσιαλδημοκρατίας κι αρχίζουν να πρασινίζουν.
Τι ρούχλας, τι μούχλας, όλοι οι σκύλοι μια γενιά, και μόνο ο κανέλλος έφυγε νωρίς, γιατί πάντα οι καλύτεροι φεύγουν πρώτοι. Αλλά μας έμεινε η κανέλλη. Γιατί πες μου τι θα κάναμε χωρίς κανέλλη και βαρβάρους.
Ναι, αλλά ο δικός μας ρόλος δεν είναι να βρούμε τέτοια μετρημένα παραδείγματα και να τα κάνουμε κανόνα. Αλλά να βρούμε τις αποχρώσεις που είναι κοντά μας, από λιλά και πορτοκαλί μέχρι τις παρυφές του σάπιου μήλου –αρκεί να μην είναι πολύ σάπιο- και να τις πάρουμε με το μέρος μας. Πώς θα γίνει αυτό; Έλα ντε! Μεγάλη ιστορία.
Κανονικά κάπου εδώ το κείμενο θα τελείωνε, αλλά είναι ευκαιρία να πω δυο πράγματα συνειρμικά για την οργάνωση και τα συλλογικά της κείμενα, που κι αυτά περνάνε από πολλά χέρια, αλλά έχουν όλα το ίδιο χρώμα, σε βαθμό που να καταντά μονότονο. Αλλά κάθε φορά που πήγαμε να τα βάψουμε άλλο χρώμα, αποτύχαμε οικτρά. Και ξέρεις πόσο στοιχίζει σε έμψυχο υλικό κι ελπίδες ένα ιδεολογικό ντεκαπάζ, για να ‘ρθουμε στα ίσια μας; Δες και τα κόμματα που άλλαξαν τροπάρι το 91 κι ακόμα να συνέλθουν.
Τα πρώτα χρόνια στην οργάνωση (πρώτα που πρόλαβα εγώ δηλ) είχαμε κι εμείς διχρωμία μαύρο-κόκκινο, που φαίνεται πολύ ωραία πάνω σε στράτσο. Κάπου στη μέση της διαδρομής, αλλάξανε οι συνήθειες και το μπλε πήρε τη θέση του μαύρου. Συνειρμική παραπομπή στο εθνικό γαλάζιο και φονικός συνδυασμός με το κόκκινο, με το οποίο αναμείχθηκαν το 89’ σαν γη και πυρά κι έβγαλαν το πένθιμο μωβ του αριστερισμού για τα δεξιά λάθη του κόμματος.
Γιατί σταματήσαμε να τα βάφουμε μαύρα; Πολιτική επιλογή, ή κάτι πιο απλό; Πχ μια προσφορά στις μπλε μπογιές, ένα μαγαζί που δεν είχε μαύρες, ή ένας συνειρμός με τα μαύρα πανιά του ηλεκτρικού θησέα, κοκ. Ο ρόλος του τυχαίου στην ιστορία.
Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία, κάποιος την έγραψε στο τείχος με μπογιά. Το οποίο τείχος έζησε 28 χρόνια και κάτι, από το 61 ως το τέλος της ιστορίας. Και αν θυμάστε το 28 και τα πολλαπλάσιά του, έχουν ειδική σημειολογία για το κομμουνιστικό κίνημα και τις χρονολογίες που το σημάδεψαν (εξορία τρότσκι, εικοστό συνέδριο, γκορμπατσόφ –από το 84 στην ουσία να διοικεί- κτλ). 28 χρονών είναι αυτή την εποχή και τα παιδιά indigo που γεννήθηκαν απρίλη του 83 κι ο αστικός μύθος του χαρδαβέλα λέει ότι έχουν ειδικά χαρίσματα. Σε ένα τέτοιο, αφιερώνεται και το σημερινό κείμενο, κυρίως γιατί δε θα μπορέσει φέτος –μετά από πολλά χρόνια- να πάρει κλίμα από φοιτητικές εκλογές. Όχι ότι χάνει τίποτα. Προφανώς μια ιδέα είναι όλα. Μόνο μία..
Κείμενο που πέρασε από πολλά χέρια, μήπως και μπορέσει να καλλωπιστεί και να κρύψει τις αντιφάσεις του. Αλλά ο καθένας ήρθε με τη δική του μπογιά, έβαλε την πινελιά του και προέκυψε ένα χαρούμενο, παρδαλό πράγμα σαν τον σύριζα, του πουαντιγιστικού ρεύματος. Μεταμοντέρνοι και με τη βούλα που λένε. Κι άντε να βρεις μες σε τόσες βούλες την κόκκινη, την κομμουνιστική, και να τονώσεις το στίγμα της (και το περιοδικό της κομμουνιστικής ανανέωσης). Ή να μπορέσεις να καταλάβεις τι φρούτο μεταλλαγμένο είναι αυτό που ξεφύτρωσε στο σπόρτινγκ.
Σαν το πεπόνι της φρουτοπίας, τον ανανία, που ‘χε χάσει τη βούλα του και την έψαχνε παντού, για να είναι πεπόνι με τη βούλα. Και νόμιζε ότι του την πήρε η μάτα η ντομάτα και την φόρεσε στο κεφάλι της καπελάκι. Όπου το καπελάκι είναι σαφές υπονοούμενο για τα σηματάκια του σεκ. Και όλο το σκηνικό γενικά είναι για να πέφτουν ντομάτες, μπας και κοκκινίσει επιτέλους κανείς, αφού δεν το κάνει πολιτικά, ή από ντροπή έστω.
Γιατί αν πιστεύεις ότι το σεκ έχει γίνει αξιόπιστος σύμμαχος, είσαι το ίδιο παράλογος με το πεπόνι από το κουκλοθέατρο των αδερφών σοφιανού –λες κι ο νίκος από αυτούς να είναι;- που ψάχνει τη βούλα του. Συνεχίζεις να παίζεις το γνωστό κουκ(ου)λοθέατρο και να συσπειρώνεις κάτι μαύρους και ρασταφάρηδες στο στιλ του ρούχλα απ’ τα παραμύθια του κουτιού, με τη μικρή παρασκευούλα –βούλα κι αυτή- που το αγαπημένο της ήταν αυτό της ελε. Ο οποίος ρούχλας είναι λα και πάει από τη μία πολιτική παραφωνία στην άλλη.
Το κείμενο λοιπόν βγαίνει τόσο παρδαλό κι ασαφές, που γελάει και το παρδαλό κατσίκι. Ναι, αλλά εμείς δεν είμαστε πρόβατα τουλάχιστον, να ακολουθούμε τη γραμμή, σου λέει. Κι έτσι τους μένει η ικανοποίηση ότι κάνουν του κεφαλιού τους. Το οποίο είναι γεμάτο κέρατα, από τη γενική έλλειψη πίστης (δηλαδή απιστία) προς οτιδήποτε πλήρες και συνεκτικό, όπως ο μαρξισμός. Κι αφετέρου επειδή κάτι έπρεπε να καλύψει το θεωρητικό κενό.
Ενίοτε διαφωνούν, τι χρώμα να βάψουν την τάδε γωνία του κειμένου, γιατί ο ένας λέει τιρκουάζ, ο άλλος σιελ κι ο τρίτος φωτεινό γαλάζιο. Κι αρχίζουν να πλακώνονται σαν κριάρια, με τα σκληρά τους κέρατα, κι ο άμαχος πληθυσμός –τα μικρά σχήματα- πληρώνει συνήθως τα κερατιάτικα. Κι οι ναρίτες φωνάζουν στους άλλους το στίχο στον τίτλο του κειμένου για την φρουτοπία και την εαακ.
Είναι μία, μόνο μία. Δεν υπάρχει άλλη καμία. Και δεν έχει πληθυντικό.
Δηλ τα εαακ είναι κριός στο ζώδιο; Τι να σου πω, δεν ξέρω απ’ αυτά. Το κόμμα λέει ότι είναι υδροχόοι, που χύνουν νερό στο μύλο της αντίδρασης. Αυτοί φοράν λεοντές για να φαίνεται ότι βρυχώνται (κι ενίοτε παλεύουν) σα λιοντάρια για τα άσπιλα, αγνά ιδανικά τους, που έχουν ωροσκόπο παρθένο, και δε λερώνονται με διαμεσολαβήσεις κι αντιφάσεις της πραγματικότητας.
Αλλά βασικά, για να επιστρέψουμε στο κέρατο, είναι ταύροι σε υαλοπωλείο που σπάνε κάθε τζάμι στον διάβα τους και ερεθίζονται με το κόκκινο, κυρίως γιατί στην πραγματικότητα πάσχουν από αχρωματοψία και το περνάνε για κάτι άλλο –κόμμα της αστικής τάξης που ξεθώριασε κι όλα τα ξεπούλησε για τρία υπουργεία. Μπορεί όμως να τα βρουν και να ταιριάξουν με κάποιον τοξότη –όπως στο σίριαλ με τη σταθακοπούλου και το βούρο- που θα τους πάρει και θα τους κάνει βέλος στη φαρέτρα του.
Αλλά μπορείς να τους πεις και δίδυμους, με την κοε και την αρεν. Τα οποία διδυμάκια έχουν τα γενέθλιά τους τέτοιες μέρες, από τώρα μέχρι τα μέσα του άλλου μήνα. Στην καρδιά του ηρωικού μαϊούνη, δηλ.
Κι από ωροσκόπο; Δεν ξέρω πώς το βρίσκεις αυτό. Ό,τι λέει στην αφίσα, βάλε δυο ώρες αργότερα, να ‘σαι μέσα.
Γιατί μωρέ, τι κακό έχει μια διχρωμία μαύρο-κόκκινο με λίγη από μωβ; Καμία, κι εγώ αυτά ακριβώς τα χρώματα έχω στο δωμάτιό μου. Κάνουν κι ωραίο συνδυασμό. Αλλά αν τ’ αφήσεις μερικά χρόνια χύμα στην υγρασία, ξεθωριάζουν και πιάνουν μούχλα από τις ιδέες της σοσιαλδημοκρατίας κι αρχίζουν να πρασινίζουν.
Τι ρούχλας, τι μούχλας, όλοι οι σκύλοι μια γενιά, και μόνο ο κανέλλος έφυγε νωρίς, γιατί πάντα οι καλύτεροι φεύγουν πρώτοι. Αλλά μας έμεινε η κανέλλη. Γιατί πες μου τι θα κάναμε χωρίς κανέλλη και βαρβάρους.
Ναι, αλλά ο δικός μας ρόλος δεν είναι να βρούμε τέτοια μετρημένα παραδείγματα και να τα κάνουμε κανόνα. Αλλά να βρούμε τις αποχρώσεις που είναι κοντά μας, από λιλά και πορτοκαλί μέχρι τις παρυφές του σάπιου μήλου –αρκεί να μην είναι πολύ σάπιο- και να τις πάρουμε με το μέρος μας. Πώς θα γίνει αυτό; Έλα ντε! Μεγάλη ιστορία.
Κανονικά κάπου εδώ το κείμενο θα τελείωνε, αλλά είναι ευκαιρία να πω δυο πράγματα συνειρμικά για την οργάνωση και τα συλλογικά της κείμενα, που κι αυτά περνάνε από πολλά χέρια, αλλά έχουν όλα το ίδιο χρώμα, σε βαθμό που να καταντά μονότονο. Αλλά κάθε φορά που πήγαμε να τα βάψουμε άλλο χρώμα, αποτύχαμε οικτρά. Και ξέρεις πόσο στοιχίζει σε έμψυχο υλικό κι ελπίδες ένα ιδεολογικό ντεκαπάζ, για να ‘ρθουμε στα ίσια μας; Δες και τα κόμματα που άλλαξαν τροπάρι το 91 κι ακόμα να συνέλθουν.
Τα πρώτα χρόνια στην οργάνωση (πρώτα που πρόλαβα εγώ δηλ) είχαμε κι εμείς διχρωμία μαύρο-κόκκινο, που φαίνεται πολύ ωραία πάνω σε στράτσο. Κάπου στη μέση της διαδρομής, αλλάξανε οι συνήθειες και το μπλε πήρε τη θέση του μαύρου. Συνειρμική παραπομπή στο εθνικό γαλάζιο και φονικός συνδυασμός με το κόκκινο, με το οποίο αναμείχθηκαν το 89’ σαν γη και πυρά κι έβγαλαν το πένθιμο μωβ του αριστερισμού για τα δεξιά λάθη του κόμματος.
Γιατί σταματήσαμε να τα βάφουμε μαύρα; Πολιτική επιλογή, ή κάτι πιο απλό; Πχ μια προσφορά στις μπλε μπογιές, ένα μαγαζί που δεν είχε μαύρες, ή ένας συνειρμός με τα μαύρα πανιά του ηλεκτρικού θησέα, κοκ. Ο ρόλος του τυχαίου στην ιστορία.
Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία, κάποιος την έγραψε στο τείχος με μπογιά. Το οποίο τείχος έζησε 28 χρόνια και κάτι, από το 61 ως το τέλος της ιστορίας. Και αν θυμάστε το 28 και τα πολλαπλάσιά του, έχουν ειδική σημειολογία για το κομμουνιστικό κίνημα και τις χρονολογίες που το σημάδεψαν (εξορία τρότσκι, εικοστό συνέδριο, γκορμπατσόφ –από το 84 στην ουσία να διοικεί- κτλ). 28 χρονών είναι αυτή την εποχή και τα παιδιά indigo που γεννήθηκαν απρίλη του 83 κι ο αστικός μύθος του χαρδαβέλα λέει ότι έχουν ειδικά χαρίσματα. Σε ένα τέτοιο, αφιερώνεται και το σημερινό κείμενο, κυρίως γιατί δε θα μπορέσει φέτος –μετά από πολλά χρόνια- να πάρει κλίμα από φοιτητικές εκλογές. Όχι ότι χάνει τίποτα. Προφανώς μια ιδέα είναι όλα. Μόνο μία..
Σάββατο 14 Μαΐου 2011
Καμιά θυσία για την πλουτοκρατία
Εννιά δεκαετίες αγώνας και θυσία. Αλλά δε φτάσανε. Οι θεοί είναι με το μέρος των αστών και δεν εξευμενίζονται εύκολα. Το κίνημα δίνει τα καλύτερα παιδιά του, νεκρούς χιλιάδες για να γυρίσει ο τροχός της ιστορίας. Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους. Αλλά για να πιάνουν τόπο οι θυσίες και να μην πάνε στο βρόντο, χρειάζεται επιτελικό σχέδιο και ιθύνων νους να το καταρτίσει. Αλλιώς θα ‘ναι σαν τη θυσία των πρώτων χριστιανών που πήγαιναν σαν το σκυλί στο αμπέλι. Η βασική διαφορά ωστόσο, όπως είπε κι ο μπελογιάννης, είναι ότι αυτοί προσδοκούσαν επ-ανάσταση νεκρών και τη δευτέρα παρουσία της σοβιετίας. Ενώ εμείς...
Το επιτελικό σχέδιο για τις θυσίες παραπέμπει στο σκάκι, ένα πανέξυπνο παιχνίδι τακτικής, που αρέσει σε πολλούς συντρόφους, και ας μην τα καταφέρνουμε τόσο καλά στην τακτική. Δεν είναι τυχαίο ότι στη σοβιετική ένωση –του μεγάλου τακτικιστή στάλιν- παρακολουθούσαν τις μεγάλες σκακιστικές παρτίδες από την τηλεόραση, με αμείωτο ενδιαφέρον. Εδώ αντίθετα, ο πολύς κόσμος βαριέται ακόμα και να στήσει τα πιόνια. Προτιμά το τάβλι και περιμένει από τη σακατεμένη μοίρα του να ρίξει και για αυτόν μια καλή ζαριά (=αυγή). Είθε να δώσει ο δίας!
Ίσως να μας έχει μείνει απωθημένο, σα λαός, από τότε που ήμασταν πιόνια στη διεθνή σκακιέρα, ηρωικοί πιονιέροι επί το ακριβέστερο, και θυσιάσαμε την προοπτική μιας λαοκρατικής ελλάδας για να την κρατήσουμε ζωντανή σε άλλα μέτωπα. Και μας έμεινε αταβιστικά ο αυτοκτονικός ιδεασμός κι η απέχθεια για τους τακτικισμούς και τα ζιγκ-ζαγκ στο σκάκι της ιστορίας. Προχωράμε μόνο ευθύγραμμα. Απευθείας ντου στα ματ και ματ σε μία κίνηση. Οτιδήποτε άλλο είναι ρεφορμισμός. Όσο μικρότερη η γκρούπα που το λέει τόσο μικρότερο και το τίμημα που θυσιάζει. Τόσο πιο εύκολη φαντάζει κι η επουράνια έφοδος, το μεγάλο άλμα στο κενό. Στην τελική, τι είχαμε, τι χάσαμε.
Σαν τους τρελούς του κινηματικού χωριού (όπου όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας). Με τη διαφορά ότι οι τρελοί (αξιωματικοί) στο σκάκι πάνε διαγώνια ενώ οι δικοί μας πηγαίνουν μόνο ευθύγραμμα χωρίς ζιγκ ζαγκ και ιστορίες.
Κι ίσως κάποιοι από αυτούς μες στην υπερβολή τους να πιστεύουν ότι το μόνο που χρειάζεται είναι η σπίθα που θα ανάψει το φιτίλι της συσσωρευμένης κοινωνικής έκρηξης. Και η σπίθα αυτή θα μπορούσε να είναι κάποιος από εμάς που θα γινόταν θυσία και λευτεριάς λίπασμα για πάλης ξεκίνημα.
Ναι, αλλά ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός; Ίσως κάποιος εθελοντής. Ή κάποιος βάση σχεδίου, από οργανωμένο χώρο. Με το οποίο μπορούμε να συνδυάσουμε το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα.
Έστω ότι μετά τη διάσπαση του 91 είχε μείνει στο κόμμα ο μίμης –με τα αριβίστικα μυαλά που κουβαλάει- κι ήταν μέλος του πολίτ μπιρό. Εμείς κατά βάθος δεν τον πάμε, αλλά δε μπορούμε να το πούμε πολύ ανοιχτά, γιατί είναι σύντροφος. Αν τον θυσιάσουμε όμως, πχ σε μια σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής, πιάνουμε με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Και αυτός γίνεται ήρωας κι εξασφαλίζει τη –λαβωμένη- υστεροφημία του. Και το κύρος του κόμματος αυξάνει κατακόρυφα.
Στη θέση του μίμη θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε. Ο απολίθωμας, ο αριστεριστής φίλος μας που βερμπαλίζει για το δεκέμβρη, η ιφιγένεια, το ελάφι της άρτεμης. Ένας ματαιόδοξος, κάποιος αντιπαθής, ή μετρίων ικανοτήτων, κάποιος άλλος με υπέρμετρες φιλοδοξίες κτλ. Αυτά φυσικά σε επίπεδο παρεΐστικου χαβαλέ κι όχι να τα παίρνουμε τοις μετρητοίς.
Η θυσία είναι βασικό στοιχείο στο σκάκι, σαν το τυράκι στη φάκα που στήνεις για τον αντίπαλο. Κι αν αυτός τσιμπήσει, κερδίζει κάτι μικρό, αλλά πέφτει στην παγίδα και χάνει τα πιο σημαντικά. Το αστικό κράτος θυσιάζει αποδιοπομπαίους τράγους για να εξευμενίσει τις μάζες και να συνεχίσει εύρυθμα τη λειτουργία του. Και στήνει σωρηδόν τυράκια με φάκες στα παιδιά του κινήματος, που παραμένουν ακόμα παιδιά και πολλές φορές πέφτουν με τα μούτρα. Όσοι δε σκαμπάζουν τίποτα από σκάκι, δε μπορούν να αποφύγουν εύκολα τις παγίδες.
Η τέχνη της τακτικής φαίνεται καθαρά και σε ένα άλλο παιχνίδι που παίζαμε παιδιά: το πατητό. Όπου κάνεις βήματα εναλλάξ με τον αντίπαλο σε μία ευθεία –με αντίθετη φόρα- κρατώντας τις πατούσες σου κολλητές, τη μία πίσω απ’ την άλλη, μέχρι να φτάσεις το πόδι του άλλου και να το πατήσεις, εκτός κι αν σε πατήσει αυτός πρώτος. Κι αλίμονο αν γελαστείς κι ανοιχτείς παραπάνω απ’ όσο σε παίρνει, γιατί χάνεις την ευκαιρία και τότε σε τσερτρέτεν ο ταξικός εχθρός.
Κάπως έτσι έγινε και στη ρωσία του 17. Οι μπολσεβίκοι δε μπόρεσαν να συγκρατήσουν την οργή των μαζών τον ιούνη, αλλά οι συνθήκες ήταν ακόμα ανώριμες (μία μέρα πριν νωρίς), κι έκαναν αναγκαστική αναδίπλωση, ενώ ο λένιν διέφυγε στη φινλανδία για να μην τον συλλάβουν. Τον σεπτέμβρη όμως οι λευκοφρουροί έκαναν απόπειρα πραξικοπήματος κι αυτό ήταν το μοιραίο τους λάθος. Οι κόκκινοι ανέκτησαν το στρατηγικό πλεονέκτημα και χωρίς καθυστέρηση (μία μέρα μετά αργά) τους πάτησαν στην επόμενη κίνηση μαζί με τον κερένσκι και το πολιτικό τους σινάφι.
Στο αλαλούμ ο τραμπάκουλας βάφει κόκκινη την προβατίνα του, την κοκκινούλα, σε μια ανοιχτά σουρεάλ σημειολογία, με μπηχτές όλο νόημα. Κρανίου τόπος το λέτσοβο. Κι έρχεται η βιβλική μορφή του αβράμη, με το γιο του ανά χείρας, για το ηθικό δίδαγμα. Κόκκινα πρόβατα, κότες που πετάνε, κι εγώ ο μαλάκας σφάζω το παιδί μου;
-Μπαμπά θα με σφάξεις;
-Όχι παιδί μου, θα σε θυσιάσω. Δεν πηδιόμαστε λέω εγώ..
Αυτό το τελευταίο κατά το φοβερό, δεν είναι ανασχηματισμός, αλλά αναδόμηση, που είπε ο ανδρέας αργότερα.
Κι άντε να βρεις ποιος είναι ο θύτης και ποιος το θύμα μες στον κακό χαμό. Η θυσία του αβραάμ μπορεί να σημαίνει ότι ο αβράμης θυσιάζει κάτι, ή κι ότι θυσιάζεται ο ίδιος και προσφέρει το παιδί του. Φράση άκρως σιβυλλική, που στη διάλεκτό μας τη λέμε διαλεκτική. Είναι η διαλεκτική του θύτη που θυσιάζει τα πάντα και γίνεται κι ο ίδιος θύμα (της αντιλαϊκής πολιτικής νδ-πασοκ-εε), σφαχτάρι κανονικό που το αφαιμάσσουν από παντού και το στύβουν σα λεμονόκουπα. Κι ενώ δεν έχει άλλο να δώσει, αυτοί το ξαναστύβουν, να βγάλουν από τη μύγα ξίγκι και να του προκαλέσουν ενοχικά σύνδρομα, γιατί έζησε λέει στην εποχή των παχιών αγελάδων, κι όλοι μαζί τα φάγαμε: αυτά τα γουρούνια έφαγαν τον αγλέουρα κι οι μύγες τα ψίχουλα που περίσσεψαν. Κι έτσι η μύγα μυγιάζεται και πιστεύει τελικά σα μοσχάρι ότι είναι παχιά αγελάδα κι έχει φταίξει κι αυτή για την κατάσταση της χώρας. Οπότε σφάξε με πασά μου να αγιάσω.
Κι αντί να δει γύρω της πώς σφαγιάζονται κατακτήσεις και δικαιώματα, και να αντιδράσει, αυτή ασχολείται με τη σφαγή της διαιτησίας, με την ομάδα της και το συμφέρον του προέδρου της. Εκεί θυσιάζει όλο τον χρόνο της και την ενέργειά της. Και δεν της περισσεύει πια χρόνο κι όρεξη για συλλογικές θυσίες. Όλα αυτά της φαίνονται μάταια. Κι αυτοί που γίνονται θυσία για τον αγώνα, κορόιδα που τους εκμεταλλεύεται το κόμμα.
Όσο πιο άδεια είναι η ζωή και γίνεται ζωούλα, τόσο πιο πολύ φοβάσαι γι’ αυτήν, να μη ξεβολευτείς και θυσιάσεις κάτι. Τις μεγάλες θυσίες μπορούν και τις κάνουν μόνο γεμάτοι άνθρωποι, που έχουνε τη ζωή πολύ, πάρα πολύ αγαπήσει και δε φοβούνται σαν ανθρωπάκια.
Ο πολύς κόσμος δεν καταλαβαίνει ότι οι μόνες θυσίες που έχουνε αξία, είναι οι θυσίες για άλλη εξουσία. Δεν έχει αξίες κι ιδανικά, παρά μόνο την ανταλλακτική. Ζητάει για όλα αντάλλαγμα, άμεσο, εδώ και τώρα, με μικροαστική ανυπομονησία. Δε θυσιάζει προσωπικό χρόνο, γιατί τον μετράει με χρήμα και παίρνει μόνο τρεις κι εξήντα, ίσα-ίσα για να τα φέρει πέρα. Δε θυσιάζει το εγώ του σε κάτι συλλογικό, γιατί δε θέλει να γίνει σαν την κοκκινούλα του τραμπάκουλα και πάει μόνος του, σαν πρόβατο στη σφαγή.
Κι εσύ λαέ, γιατί δεν ξυπνάς και περιμένεις σαν ωραία κοιμωμένη τον πρίγκηπα να έρθει να σε φιλήσει; Τυλίγεσαι με την αστική προπαγάνδα και συνεχίζεις με το ίδιο πλευρό τον μακάριο ύπνο σου. Δε σε καλύπτει η δική μας η κουβέρτα και γαντζώνεσαι από την άλλη, που σου υφαρπάζει την ψήφο και τη συναίνεση.
Και θέλω να ‘ρθω να σε υφαρπάξω από την άλλη (...) Και ποια θυσία, ποια θυσία έχει κάνει αυτή για σένα;
Ξύπνα λαέ κι όλοι οι λαοί μετά Σου.
Πρέπει πάση θυσία να ξυπνήσεις.
Μπαίνοντας πρωί σ' ένα ταξί
καίγομαι μέσα στο οξύ
βλέπω στα μάτια των περαστικών
ξυραφιές ονείρων χτεσινών
σου κοκκινίζει τα νύχια το μανόν
κι είσαι θύτης μα και το θύμα συνθηκών
Τριπολίτης κι αυτό.
Το επιτελικό σχέδιο για τις θυσίες παραπέμπει στο σκάκι, ένα πανέξυπνο παιχνίδι τακτικής, που αρέσει σε πολλούς συντρόφους, και ας μην τα καταφέρνουμε τόσο καλά στην τακτική. Δεν είναι τυχαίο ότι στη σοβιετική ένωση –του μεγάλου τακτικιστή στάλιν- παρακολουθούσαν τις μεγάλες σκακιστικές παρτίδες από την τηλεόραση, με αμείωτο ενδιαφέρον. Εδώ αντίθετα, ο πολύς κόσμος βαριέται ακόμα και να στήσει τα πιόνια. Προτιμά το τάβλι και περιμένει από τη σακατεμένη μοίρα του να ρίξει και για αυτόν μια καλή ζαριά (=αυγή). Είθε να δώσει ο δίας!
Ίσως να μας έχει μείνει απωθημένο, σα λαός, από τότε που ήμασταν πιόνια στη διεθνή σκακιέρα, ηρωικοί πιονιέροι επί το ακριβέστερο, και θυσιάσαμε την προοπτική μιας λαοκρατικής ελλάδας για να την κρατήσουμε ζωντανή σε άλλα μέτωπα. Και μας έμεινε αταβιστικά ο αυτοκτονικός ιδεασμός κι η απέχθεια για τους τακτικισμούς και τα ζιγκ-ζαγκ στο σκάκι της ιστορίας. Προχωράμε μόνο ευθύγραμμα. Απευθείας ντου στα ματ και ματ σε μία κίνηση. Οτιδήποτε άλλο είναι ρεφορμισμός. Όσο μικρότερη η γκρούπα που το λέει τόσο μικρότερο και το τίμημα που θυσιάζει. Τόσο πιο εύκολη φαντάζει κι η επουράνια έφοδος, το μεγάλο άλμα στο κενό. Στην τελική, τι είχαμε, τι χάσαμε.
Σαν τους τρελούς του κινηματικού χωριού (όπου όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας). Με τη διαφορά ότι οι τρελοί (αξιωματικοί) στο σκάκι πάνε διαγώνια ενώ οι δικοί μας πηγαίνουν μόνο ευθύγραμμα χωρίς ζιγκ ζαγκ και ιστορίες.
Κι ίσως κάποιοι από αυτούς μες στην υπερβολή τους να πιστεύουν ότι το μόνο που χρειάζεται είναι η σπίθα που θα ανάψει το φιτίλι της συσσωρευμένης κοινωνικής έκρηξης. Και η σπίθα αυτή θα μπορούσε να είναι κάποιος από εμάς που θα γινόταν θυσία και λευτεριάς λίπασμα για πάλης ξεκίνημα.
Ναι, αλλά ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός; Ίσως κάποιος εθελοντής. Ή κάποιος βάση σχεδίου, από οργανωμένο χώρο. Με το οποίο μπορούμε να συνδυάσουμε το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα.
Έστω ότι μετά τη διάσπαση του 91 είχε μείνει στο κόμμα ο μίμης –με τα αριβίστικα μυαλά που κουβαλάει- κι ήταν μέλος του πολίτ μπιρό. Εμείς κατά βάθος δεν τον πάμε, αλλά δε μπορούμε να το πούμε πολύ ανοιχτά, γιατί είναι σύντροφος. Αν τον θυσιάσουμε όμως, πχ σε μια σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής, πιάνουμε με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Και αυτός γίνεται ήρωας κι εξασφαλίζει τη –λαβωμένη- υστεροφημία του. Και το κύρος του κόμματος αυξάνει κατακόρυφα.
Στη θέση του μίμη θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε. Ο απολίθωμας, ο αριστεριστής φίλος μας που βερμπαλίζει για το δεκέμβρη, η ιφιγένεια, το ελάφι της άρτεμης. Ένας ματαιόδοξος, κάποιος αντιπαθής, ή μετρίων ικανοτήτων, κάποιος άλλος με υπέρμετρες φιλοδοξίες κτλ. Αυτά φυσικά σε επίπεδο παρεΐστικου χαβαλέ κι όχι να τα παίρνουμε τοις μετρητοίς.
Η θυσία είναι βασικό στοιχείο στο σκάκι, σαν το τυράκι στη φάκα που στήνεις για τον αντίπαλο. Κι αν αυτός τσιμπήσει, κερδίζει κάτι μικρό, αλλά πέφτει στην παγίδα και χάνει τα πιο σημαντικά. Το αστικό κράτος θυσιάζει αποδιοπομπαίους τράγους για να εξευμενίσει τις μάζες και να συνεχίσει εύρυθμα τη λειτουργία του. Και στήνει σωρηδόν τυράκια με φάκες στα παιδιά του κινήματος, που παραμένουν ακόμα παιδιά και πολλές φορές πέφτουν με τα μούτρα. Όσοι δε σκαμπάζουν τίποτα από σκάκι, δε μπορούν να αποφύγουν εύκολα τις παγίδες.
Η τέχνη της τακτικής φαίνεται καθαρά και σε ένα άλλο παιχνίδι που παίζαμε παιδιά: το πατητό. Όπου κάνεις βήματα εναλλάξ με τον αντίπαλο σε μία ευθεία –με αντίθετη φόρα- κρατώντας τις πατούσες σου κολλητές, τη μία πίσω απ’ την άλλη, μέχρι να φτάσεις το πόδι του άλλου και να το πατήσεις, εκτός κι αν σε πατήσει αυτός πρώτος. Κι αλίμονο αν γελαστείς κι ανοιχτείς παραπάνω απ’ όσο σε παίρνει, γιατί χάνεις την ευκαιρία και τότε σε τσερτρέτεν ο ταξικός εχθρός.
Κάπως έτσι έγινε και στη ρωσία του 17. Οι μπολσεβίκοι δε μπόρεσαν να συγκρατήσουν την οργή των μαζών τον ιούνη, αλλά οι συνθήκες ήταν ακόμα ανώριμες (μία μέρα πριν νωρίς), κι έκαναν αναγκαστική αναδίπλωση, ενώ ο λένιν διέφυγε στη φινλανδία για να μην τον συλλάβουν. Τον σεπτέμβρη όμως οι λευκοφρουροί έκαναν απόπειρα πραξικοπήματος κι αυτό ήταν το μοιραίο τους λάθος. Οι κόκκινοι ανέκτησαν το στρατηγικό πλεονέκτημα και χωρίς καθυστέρηση (μία μέρα μετά αργά) τους πάτησαν στην επόμενη κίνηση μαζί με τον κερένσκι και το πολιτικό τους σινάφι.
Στο αλαλούμ ο τραμπάκουλας βάφει κόκκινη την προβατίνα του, την κοκκινούλα, σε μια ανοιχτά σουρεάλ σημειολογία, με μπηχτές όλο νόημα. Κρανίου τόπος το λέτσοβο. Κι έρχεται η βιβλική μορφή του αβράμη, με το γιο του ανά χείρας, για το ηθικό δίδαγμα. Κόκκινα πρόβατα, κότες που πετάνε, κι εγώ ο μαλάκας σφάζω το παιδί μου;
-Μπαμπά θα με σφάξεις;
-Όχι παιδί μου, θα σε θυσιάσω. Δεν πηδιόμαστε λέω εγώ..
Αυτό το τελευταίο κατά το φοβερό, δεν είναι ανασχηματισμός, αλλά αναδόμηση, που είπε ο ανδρέας αργότερα.
Κι άντε να βρεις ποιος είναι ο θύτης και ποιος το θύμα μες στον κακό χαμό. Η θυσία του αβραάμ μπορεί να σημαίνει ότι ο αβράμης θυσιάζει κάτι, ή κι ότι θυσιάζεται ο ίδιος και προσφέρει το παιδί του. Φράση άκρως σιβυλλική, που στη διάλεκτό μας τη λέμε διαλεκτική. Είναι η διαλεκτική του θύτη που θυσιάζει τα πάντα και γίνεται κι ο ίδιος θύμα (της αντιλαϊκής πολιτικής νδ-πασοκ-εε), σφαχτάρι κανονικό που το αφαιμάσσουν από παντού και το στύβουν σα λεμονόκουπα. Κι ενώ δεν έχει άλλο να δώσει, αυτοί το ξαναστύβουν, να βγάλουν από τη μύγα ξίγκι και να του προκαλέσουν ενοχικά σύνδρομα, γιατί έζησε λέει στην εποχή των παχιών αγελάδων, κι όλοι μαζί τα φάγαμε: αυτά τα γουρούνια έφαγαν τον αγλέουρα κι οι μύγες τα ψίχουλα που περίσσεψαν. Κι έτσι η μύγα μυγιάζεται και πιστεύει τελικά σα μοσχάρι ότι είναι παχιά αγελάδα κι έχει φταίξει κι αυτή για την κατάσταση της χώρας. Οπότε σφάξε με πασά μου να αγιάσω.
Κι αντί να δει γύρω της πώς σφαγιάζονται κατακτήσεις και δικαιώματα, και να αντιδράσει, αυτή ασχολείται με τη σφαγή της διαιτησίας, με την ομάδα της και το συμφέρον του προέδρου της. Εκεί θυσιάζει όλο τον χρόνο της και την ενέργειά της. Και δεν της περισσεύει πια χρόνο κι όρεξη για συλλογικές θυσίες. Όλα αυτά της φαίνονται μάταια. Κι αυτοί που γίνονται θυσία για τον αγώνα, κορόιδα που τους εκμεταλλεύεται το κόμμα.
Όσο πιο άδεια είναι η ζωή και γίνεται ζωούλα, τόσο πιο πολύ φοβάσαι γι’ αυτήν, να μη ξεβολευτείς και θυσιάσεις κάτι. Τις μεγάλες θυσίες μπορούν και τις κάνουν μόνο γεμάτοι άνθρωποι, που έχουνε τη ζωή πολύ, πάρα πολύ αγαπήσει και δε φοβούνται σαν ανθρωπάκια.
Ο πολύς κόσμος δεν καταλαβαίνει ότι οι μόνες θυσίες που έχουνε αξία, είναι οι θυσίες για άλλη εξουσία. Δεν έχει αξίες κι ιδανικά, παρά μόνο την ανταλλακτική. Ζητάει για όλα αντάλλαγμα, άμεσο, εδώ και τώρα, με μικροαστική ανυπομονησία. Δε θυσιάζει προσωπικό χρόνο, γιατί τον μετράει με χρήμα και παίρνει μόνο τρεις κι εξήντα, ίσα-ίσα για να τα φέρει πέρα. Δε θυσιάζει το εγώ του σε κάτι συλλογικό, γιατί δε θέλει να γίνει σαν την κοκκινούλα του τραμπάκουλα και πάει μόνος του, σαν πρόβατο στη σφαγή.
Κι εσύ λαέ, γιατί δεν ξυπνάς και περιμένεις σαν ωραία κοιμωμένη τον πρίγκηπα να έρθει να σε φιλήσει; Τυλίγεσαι με την αστική προπαγάνδα και συνεχίζεις με το ίδιο πλευρό τον μακάριο ύπνο σου. Δε σε καλύπτει η δική μας η κουβέρτα και γαντζώνεσαι από την άλλη, που σου υφαρπάζει την ψήφο και τη συναίνεση.
Και θέλω να ‘ρθω να σε υφαρπάξω από την άλλη (...) Και ποια θυσία, ποια θυσία έχει κάνει αυτή για σένα;
Ξύπνα λαέ κι όλοι οι λαοί μετά Σου.
Πρέπει πάση θυσία να ξυπνήσεις.
Μπαίνοντας πρωί σ' ένα ταξί
καίγομαι μέσα στο οξύ
βλέπω στα μάτια των περαστικών
ξυραφιές ονείρων χτεσινών
σου κοκκινίζει τα νύχια το μανόν
κι είσαι θύτης μα και το θύμα συνθηκών
Τριπολίτης κι αυτό.
Πέμπτη 12 Μαΐου 2011
Προλεγόμενα στο δεύτερο τόμο του δοκιμίου
Η κε του μπλοκ θα αγνοήσει –για άλλη μια φορά- την επικαιρότητα και το απεργιακό κλίμα της μέρας με την άγρια καταστολή, για να πραγματοποιήσει την επιθυμία κάποιων σφων αναγνωστών που ζήτησαν μία ανάρτηση για το δεύτερο τόμο της ιστορίας του κόμματος, που είναι στα σκαριά (ήδη συζητιέται εσωκομματικά το προσχέδιο).
Η σημερινή ανάρτηση έρχεται προς επίρρωση της γνώμης που λέει ότι η συζήτηση για ένα τόσο ενδιαφέρον θέμα είναι δύσκολο να περιοριστεί μες στο κόμμα και να μη βγει παραέξω. Αλλά όσοι περιμένουν να μάθουν πιπεράτες λεπτομέρειες για τα εσωκομματικά τεκταινόμενα, πιθανότατα θα απογοητευτούν.
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Ποια είναι η περίοδος που εξετάζεται; Από το 1950 ως το 1968 (και κάποια εισαγωγικά για την επταετία). Αυτή δηλ που ο ηλίας νικολακόπουλος (ο γνωστός εκλογολόγος του MEGA) αναφέρει ως καχεκτική δημοκρατία. Γιατί ο αστός συνηθίζει να χωρίζει την ιστορία με βάση το πολίτευμα αντί για το κοινωνικό σύστημα κι αντιστοίχως να διερευνά τον χαρακτήρα της εποχής. Αλλά την επταετία (67-74) αναγκαστικά χούντα θα την πεις. Σε διάκριση από το σοσιαλφασισμό της τρίτης περιόδου (τέλη του 20') κι αυτόν που ακολούθησε τη χούντα, στη δεκαετία με τις βάτες. Ο οποίος κατά το ραφαηλίδη προσιδίαζε στον καθαυτό φασισμό, γιατί βασιζόταν κατεξοχήν στο μικροαστικό χυλό των μη προνομιούχων και στο λαϊκισμό, που είναι βασικά γνωρίσματά του.
Η χρυσή δεκαετία κατέληξε στο περιβόητο 89, που κάποιοι εξακολουθούν να το θεωρούν βρώμικο κι επιμένουν να ξεκαθαρίσει. Αλλά για αυτό θα χρειαστεί να περιμένουμε τον τρίο τόμο, ζωή να ‘χουμε να τον προλάβουμε. Και βασικά να τον προλάβουν αυτοί που το έζησαν. Πριν να φτάσουν σε βαθιά γεράματα, σαν τους επιζήσαντες παππούδες της τασκένδης, που περιμένουν μια τελευταία χαρά πριν κλείσουν τα μάτια τους, μια και καλή σε αυτόν τον κόσμο που ακόμα πισωγυρίζει και ξεθεμελιώνει τις κατακτήσεις του εικοστού αιώνα.
Πού θα πάει όμως; Θα γυρίσει κι ο τροχός να κυβερνήσει κι ο φτωχός.
Να γίνει λοιπόν μια αυτοκριτική για το 89, να χαρεί κι η ψυχή του ναρίτη, που μένει χρόνια μαρμαρωμένος σε αυτή την χρονιά –ακόμα και την καπιταλιστική κρίση ως το 89 του σύγχρονου καπιταλισμού την ερμηνεύει. Και δη του παλαιοναρίτη. Όρος που συμπεριλαμβάνει τους τότε κνίτες και μερικούς παλιότερους, αλλά όχι τους μεταλλαγμένους δεύτερης γενιάς.
Να νιώσουν μια αναδρομική δικαίωση όσοι είδαν τότε σωστά κάποια πράγματα κι έφυγαν (πχ ο κάππος) κι ιδίως όσοι περιμένουν μια τίμια αυτοκριτική, για να γεφυρώσουν το χάσμα με το κόμμα μέσα τους και να επιστρέψουν. Να γραφτούν κι αυτά που είπε η αλέκα στον παπαχελά, στο αφιέρωμα στην ελληνική αριστερά, για την κεντρική επιτροπή που δεν ενημερωνόταν για τις διαπραγματεύσεις και μάθαινε τα καθέκαστα απ’ τις εφημερίδες. Ποιος να τα πει και ποιος να τα γράψει, αν δεν προλάβουν να το κάνουν αυτοί που τα έζησαν και που τα ξέρουν από πρώτο χέρι;
Αλλά αυτά αργούν ακόμα. Επιστροφή στον δεύτερο τόμο και την καχεκτική δημοκρατία. Πώς να μιλήσεις όμως για αυτή την περίοδο χωρίς να ξαναπιάσεις την προηγούμενη, που την καλύπτει ο πρώτος τόμος, όταν υπάρχει η τρίτη συνδιάσκεψη του 50’; Με την πλατφόρμα παρτσαλίδη-βαφειάδη και τον απολογισμό για τα αίτια της ήττας. Ή το σιάντο που βγήκε χαφιές των άγγλων, βασικός υπεύθυνος της ήττας και σήκωσε μετά θάνατον το κύριο βάρος της, μαζί με το στιλέτο του τίτο στην πλάτη μας;
Πώς να μην πιάσεις συνολικά την περίοδο από το 31' κι ύστερα, όταν στα χρόνια που εξετάζουμε δεσπόζει η φιγούρα του ζαχαριάδη, η καθαίρεσή κι η διαγραφή του, με τον τρόπο που έγινε; Εξάλλου ο όρος δοκίμιο -μου είπαν πρόσφατα- αυτό ακριβώς υποδηλώνει. Ότι δεν πρόκειται για κάτι τελειωμένο, την οριστική ιστορία του κόμματος, αλλά κάτι που μένει ανοιχτό προς συζήτηση, διορθώσεις και προσθήκες, όχι σε μηδενική βάση, αλλά σε κάτι υπαρκτό.
Τι ακριβώς γράφει όμως το δοκίμιο; Αυτό σε γενικές γραμμές δεν αποτελεί πια μυστικό. Μπορεί το βήμα να είναι σιχαμερή εφημερίδα κι αυτός που ‘δωσε το προσχέδιο στο σταυρόπουλο να αξίζει να πάει στη σιβηρία... αλλά αφενός αυτά που μεταφέρει (ξέχωρα από τις ερμηνείες του) είναι ακριβή. Κι αφετέρου «έλυσε τα χέρια μου» για να κάνω αυτή την ανάρτηση χωρίς τύψεις.
Ας υποθέσουμε όμως ότι δεν είχε διαρρεύσει το κείμενο κι ότι συζητάμε επί μηδενικής βάσης. Ας προσπαθήσουμε να μπούμε στην ψυχολογία και το μυαλό του μέσου κουκουέ. Τι θα περίμενε να δει στο δεύτερο τόμο; Τι θα ήθελε να περιλαμβάνει;
Πρώτο δεδομένο: η βάση του κουκουέ είναι με τον ζαχαριάδη. Στην πραγματικότητα, ανεξαρτήτως εποχής και ηγετικών κατευθύνσεων, αυτή ουδέποτε υπήρξε «αντι-ζαχαριαδική». Όπου ο τόνος μπαίνει στο τέλος κι όχι στο άλφα, όπως έκαναν οι αναθεωρητές όταν αναφέρονταν στην ζαχαρι-άδικη ηγεσία (μία από τις πολλές παρατονίες τους). Κι αν τα γράφω έτσι προσωποκεντρικά και αντιδιαλεκτικά, είναι χάριν ευκολίας και συνεννόησης, όχι για άλλο λόγο.
Αυτό που θα ήθελε λοιπόν να δει η βάση, είναι μια πανηγυρική κι επίσημη αποκατάσταση του «αρχηγού». Κι αυτό ακριβώς γίνεται. Ένα το κρατούμενο. Όποιος παρακολουθεί εξάλλου τακτικά την αρθρογραφία στο ρίζο, ή έστω τις αφίσες που βγάζει η οργάνωση, δε θεωρεί κεραυνό εν αιθρία αυτή την εξέλιξη. Αντιθέτως. Καλώς τηνα κι ας άργησε.
Ναι, αλλά επί ηγεσίας ζαχαριάδη, υπήρχαν και κάποια πράγματα που σε πολλούς κομμουνιστές, έχουν καθίσει στον λαιμό και δεν τους αφήνουν να ησυχάσουν. Η καταγγελία του πλουμπίδη ως χαφιέ, το αυτό για το σιάντο και το βαβούδη, το τέλος του καραγιώργη. Τι θα γίνει με αυτούς τους κομμουνιστές, που κατηγορήθηκαν άδικα και τους έμεινε η ρετσινιά του προδότη; Θα αποκατασταθούν κι αυτοί.
Κάτι που είχε ήδη διαφανεί σε πρόσφατες δηλώσεις της αλέκας σε μια εκδήλωση, αφιερωμένη στη μνήμη του αλύγιστου πλουμπίδη. Όπου είπε ότι δεν είναι αποδεκτό να ταυτίζεις την διαφορετική άποψη και τον διαφωνούντα με τον ταξικό εχθρό, γιατί –πέρα απ’ όλα τα άλλα- συγκαλύπτεις έτσι το πολιτικό περιεχόμενο της διαπάλης. Δίκιο έχει. Άλλο αν πολλοί σύντροφοι εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να σκέφτονται με τους ίδιους όρους.
Ποιο άλλο ιστορικό θέμα «βασανίζει» τους συντρόφους, όπως το αίνιγμα της σφίγγας; Το βάζουνε κάτω ξανά και ξανά κι άκρη δε βρίσκουνε; Μα η –ηρωική όσο και οδυνηρή- ήττα μας τη δεκαετία του 40’. Η βάρκιζα κι (εν μέρει) ο ρόλος των σοβιετικών. Κυρίως όμως το στρατηγικό μας έλλειμμα και το τέλος του άρη βελουχιώτη, που στέκει σαν αγκάθι. Αυτά τα θέματα εμπίπτουν στην περίοδο που καλύπτει ο πρώτος τόμος του δοκιμίου, θίγονται όμως και στο δεύτερο, όπου γίνονται ουσιαστικές προσθήκες. Ποιες είναι αυτές;
Ο βελουχιώτης αποκαθίσταται πολιτικά, γιατί είχε δει σωστά το ρόλο των άγγλων και συνολικά τα πράγματα μετά το δεκέμβρη, όχι όμως και κομματικά γιατί είχε παραβιάσει την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού.
Και το στρατηγικό έλλειμμα δεν εξηγείται με προσωπικά λάθη κι ανεπάρκειες της ηγεσίας (τόσο μπορούσε, τόσα έκανε) αλλά με μια κριτική προσέγγιση συνολικά στη γραμμή του κόμματος και της κομιντέρν για τα λαϊκά μέτωπα και τα ενδιάμεσα στάδια.
Τι αντιδράσεις υπάρχουν πάνω στο κείμενο; Κάποιοι λένε ότι η αποκατάσταση του άρη είναι μισή (πολιτική κι όχι κομματική), αλλά σκέφτονται μάλλον συναισθηματικά. Άλλοι λένε ότι οι αποκαταστάσεις είναι αλληλοαναιρούμενες, γιατί ο ζαχαριάδης αποκαθίσταται μαζί με αυτούς που έπεσαν θύματα του «ανώμαλου εσωκομματικού καθεστώτος». Κι επειδή ξέρω πώς σκέφτεται ο κόσμος και πόσο κακός είναι, τα εισαγωγικά που βάζω δεν είναι διακοσμητικά.
Κάποιοι τρίτοι καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα, αλλά από την ανάποδη. Θεωρούν δηλαδή ότι το προσχέδιο αποκαθιστά τον ζαχαριάδη, αλλά μετά τον θάβει. Να σε κάψω νίκο, να σε αλείψω λάδι. Κι ότι επί της ουσίας δικαιώνει τις τροτσκιστικές θέσεις του πουλιόπουλου που το 36' είχε γράψει το «δημοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση στην ελλάδα» για να απαντήσει το δεύτερο και να διαχωριστεί από το κόμμα και τη θεωρία των σταδίων.
Κι η κε του μπλοκ τι λέει για όλα αυτά; Ότι είναι ένα πολιτικό σκεπτικό που πρέπει να απαντηθεί αντίστοιχα. Προς το παρόν όμως θα κρατήσει στάση διαλεκτικού κεντρισμού από θέση αρχής, γιατί σε αντίθεση με το σταυρόπουλο του βήματος, δεν έχει στη διάθεσή της το προσχέδιο...
Η σημερινή ανάρτηση έρχεται προς επίρρωση της γνώμης που λέει ότι η συζήτηση για ένα τόσο ενδιαφέρον θέμα είναι δύσκολο να περιοριστεί μες στο κόμμα και να μη βγει παραέξω. Αλλά όσοι περιμένουν να μάθουν πιπεράτες λεπτομέρειες για τα εσωκομματικά τεκταινόμενα, πιθανότατα θα απογοητευτούν.
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Ποια είναι η περίοδος που εξετάζεται; Από το 1950 ως το 1968 (και κάποια εισαγωγικά για την επταετία). Αυτή δηλ που ο ηλίας νικολακόπουλος (ο γνωστός εκλογολόγος του MEGA) αναφέρει ως καχεκτική δημοκρατία. Γιατί ο αστός συνηθίζει να χωρίζει την ιστορία με βάση το πολίτευμα αντί για το κοινωνικό σύστημα κι αντιστοίχως να διερευνά τον χαρακτήρα της εποχής. Αλλά την επταετία (67-74) αναγκαστικά χούντα θα την πεις. Σε διάκριση από το σοσιαλφασισμό της τρίτης περιόδου (τέλη του 20') κι αυτόν που ακολούθησε τη χούντα, στη δεκαετία με τις βάτες. Ο οποίος κατά το ραφαηλίδη προσιδίαζε στον καθαυτό φασισμό, γιατί βασιζόταν κατεξοχήν στο μικροαστικό χυλό των μη προνομιούχων και στο λαϊκισμό, που είναι βασικά γνωρίσματά του.
Η χρυσή δεκαετία κατέληξε στο περιβόητο 89, που κάποιοι εξακολουθούν να το θεωρούν βρώμικο κι επιμένουν να ξεκαθαρίσει. Αλλά για αυτό θα χρειαστεί να περιμένουμε τον τρίο τόμο, ζωή να ‘χουμε να τον προλάβουμε. Και βασικά να τον προλάβουν αυτοί που το έζησαν. Πριν να φτάσουν σε βαθιά γεράματα, σαν τους επιζήσαντες παππούδες της τασκένδης, που περιμένουν μια τελευταία χαρά πριν κλείσουν τα μάτια τους, μια και καλή σε αυτόν τον κόσμο που ακόμα πισωγυρίζει και ξεθεμελιώνει τις κατακτήσεις του εικοστού αιώνα.
Πού θα πάει όμως; Θα γυρίσει κι ο τροχός να κυβερνήσει κι ο φτωχός.
Να γίνει λοιπόν μια αυτοκριτική για το 89, να χαρεί κι η ψυχή του ναρίτη, που μένει χρόνια μαρμαρωμένος σε αυτή την χρονιά –ακόμα και την καπιταλιστική κρίση ως το 89 του σύγχρονου καπιταλισμού την ερμηνεύει. Και δη του παλαιοναρίτη. Όρος που συμπεριλαμβάνει τους τότε κνίτες και μερικούς παλιότερους, αλλά όχι τους μεταλλαγμένους δεύτερης γενιάς.
Να νιώσουν μια αναδρομική δικαίωση όσοι είδαν τότε σωστά κάποια πράγματα κι έφυγαν (πχ ο κάππος) κι ιδίως όσοι περιμένουν μια τίμια αυτοκριτική, για να γεφυρώσουν το χάσμα με το κόμμα μέσα τους και να επιστρέψουν. Να γραφτούν κι αυτά που είπε η αλέκα στον παπαχελά, στο αφιέρωμα στην ελληνική αριστερά, για την κεντρική επιτροπή που δεν ενημερωνόταν για τις διαπραγματεύσεις και μάθαινε τα καθέκαστα απ’ τις εφημερίδες. Ποιος να τα πει και ποιος να τα γράψει, αν δεν προλάβουν να το κάνουν αυτοί που τα έζησαν και που τα ξέρουν από πρώτο χέρι;
Αλλά αυτά αργούν ακόμα. Επιστροφή στον δεύτερο τόμο και την καχεκτική δημοκρατία. Πώς να μιλήσεις όμως για αυτή την περίοδο χωρίς να ξαναπιάσεις την προηγούμενη, που την καλύπτει ο πρώτος τόμος, όταν υπάρχει η τρίτη συνδιάσκεψη του 50’; Με την πλατφόρμα παρτσαλίδη-βαφειάδη και τον απολογισμό για τα αίτια της ήττας. Ή το σιάντο που βγήκε χαφιές των άγγλων, βασικός υπεύθυνος της ήττας και σήκωσε μετά θάνατον το κύριο βάρος της, μαζί με το στιλέτο του τίτο στην πλάτη μας;
Πώς να μην πιάσεις συνολικά την περίοδο από το 31' κι ύστερα, όταν στα χρόνια που εξετάζουμε δεσπόζει η φιγούρα του ζαχαριάδη, η καθαίρεσή κι η διαγραφή του, με τον τρόπο που έγινε; Εξάλλου ο όρος δοκίμιο -μου είπαν πρόσφατα- αυτό ακριβώς υποδηλώνει. Ότι δεν πρόκειται για κάτι τελειωμένο, την οριστική ιστορία του κόμματος, αλλά κάτι που μένει ανοιχτό προς συζήτηση, διορθώσεις και προσθήκες, όχι σε μηδενική βάση, αλλά σε κάτι υπαρκτό.
Τι ακριβώς γράφει όμως το δοκίμιο; Αυτό σε γενικές γραμμές δεν αποτελεί πια μυστικό. Μπορεί το βήμα να είναι σιχαμερή εφημερίδα κι αυτός που ‘δωσε το προσχέδιο στο σταυρόπουλο να αξίζει να πάει στη σιβηρία... αλλά αφενός αυτά που μεταφέρει (ξέχωρα από τις ερμηνείες του) είναι ακριβή. Κι αφετέρου «έλυσε τα χέρια μου» για να κάνω αυτή την ανάρτηση χωρίς τύψεις.
Ας υποθέσουμε όμως ότι δεν είχε διαρρεύσει το κείμενο κι ότι συζητάμε επί μηδενικής βάσης. Ας προσπαθήσουμε να μπούμε στην ψυχολογία και το μυαλό του μέσου κουκουέ. Τι θα περίμενε να δει στο δεύτερο τόμο; Τι θα ήθελε να περιλαμβάνει;
Πρώτο δεδομένο: η βάση του κουκουέ είναι με τον ζαχαριάδη. Στην πραγματικότητα, ανεξαρτήτως εποχής και ηγετικών κατευθύνσεων, αυτή ουδέποτε υπήρξε «αντι-ζαχαριαδική». Όπου ο τόνος μπαίνει στο τέλος κι όχι στο άλφα, όπως έκαναν οι αναθεωρητές όταν αναφέρονταν στην ζαχαρι-άδικη ηγεσία (μία από τις πολλές παρατονίες τους). Κι αν τα γράφω έτσι προσωποκεντρικά και αντιδιαλεκτικά, είναι χάριν ευκολίας και συνεννόησης, όχι για άλλο λόγο.
Αυτό που θα ήθελε λοιπόν να δει η βάση, είναι μια πανηγυρική κι επίσημη αποκατάσταση του «αρχηγού». Κι αυτό ακριβώς γίνεται. Ένα το κρατούμενο. Όποιος παρακολουθεί εξάλλου τακτικά την αρθρογραφία στο ρίζο, ή έστω τις αφίσες που βγάζει η οργάνωση, δε θεωρεί κεραυνό εν αιθρία αυτή την εξέλιξη. Αντιθέτως. Καλώς τηνα κι ας άργησε.
Ναι, αλλά επί ηγεσίας ζαχαριάδη, υπήρχαν και κάποια πράγματα που σε πολλούς κομμουνιστές, έχουν καθίσει στον λαιμό και δεν τους αφήνουν να ησυχάσουν. Η καταγγελία του πλουμπίδη ως χαφιέ, το αυτό για το σιάντο και το βαβούδη, το τέλος του καραγιώργη. Τι θα γίνει με αυτούς τους κομμουνιστές, που κατηγορήθηκαν άδικα και τους έμεινε η ρετσινιά του προδότη; Θα αποκατασταθούν κι αυτοί.
Κάτι που είχε ήδη διαφανεί σε πρόσφατες δηλώσεις της αλέκας σε μια εκδήλωση, αφιερωμένη στη μνήμη του αλύγιστου πλουμπίδη. Όπου είπε ότι δεν είναι αποδεκτό να ταυτίζεις την διαφορετική άποψη και τον διαφωνούντα με τον ταξικό εχθρό, γιατί –πέρα απ’ όλα τα άλλα- συγκαλύπτεις έτσι το πολιτικό περιεχόμενο της διαπάλης. Δίκιο έχει. Άλλο αν πολλοί σύντροφοι εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να σκέφτονται με τους ίδιους όρους.
Ποιο άλλο ιστορικό θέμα «βασανίζει» τους συντρόφους, όπως το αίνιγμα της σφίγγας; Το βάζουνε κάτω ξανά και ξανά κι άκρη δε βρίσκουνε; Μα η –ηρωική όσο και οδυνηρή- ήττα μας τη δεκαετία του 40’. Η βάρκιζα κι (εν μέρει) ο ρόλος των σοβιετικών. Κυρίως όμως το στρατηγικό μας έλλειμμα και το τέλος του άρη βελουχιώτη, που στέκει σαν αγκάθι. Αυτά τα θέματα εμπίπτουν στην περίοδο που καλύπτει ο πρώτος τόμος του δοκιμίου, θίγονται όμως και στο δεύτερο, όπου γίνονται ουσιαστικές προσθήκες. Ποιες είναι αυτές;
Ο βελουχιώτης αποκαθίσταται πολιτικά, γιατί είχε δει σωστά το ρόλο των άγγλων και συνολικά τα πράγματα μετά το δεκέμβρη, όχι όμως και κομματικά γιατί είχε παραβιάσει την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού.
Και το στρατηγικό έλλειμμα δεν εξηγείται με προσωπικά λάθη κι ανεπάρκειες της ηγεσίας (τόσο μπορούσε, τόσα έκανε) αλλά με μια κριτική προσέγγιση συνολικά στη γραμμή του κόμματος και της κομιντέρν για τα λαϊκά μέτωπα και τα ενδιάμεσα στάδια.
Τι αντιδράσεις υπάρχουν πάνω στο κείμενο; Κάποιοι λένε ότι η αποκατάσταση του άρη είναι μισή (πολιτική κι όχι κομματική), αλλά σκέφτονται μάλλον συναισθηματικά. Άλλοι λένε ότι οι αποκαταστάσεις είναι αλληλοαναιρούμενες, γιατί ο ζαχαριάδης αποκαθίσταται μαζί με αυτούς που έπεσαν θύματα του «ανώμαλου εσωκομματικού καθεστώτος». Κι επειδή ξέρω πώς σκέφτεται ο κόσμος και πόσο κακός είναι, τα εισαγωγικά που βάζω δεν είναι διακοσμητικά.
Κάποιοι τρίτοι καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα, αλλά από την ανάποδη. Θεωρούν δηλαδή ότι το προσχέδιο αποκαθιστά τον ζαχαριάδη, αλλά μετά τον θάβει. Να σε κάψω νίκο, να σε αλείψω λάδι. Κι ότι επί της ουσίας δικαιώνει τις τροτσκιστικές θέσεις του πουλιόπουλου που το 36' είχε γράψει το «δημοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση στην ελλάδα» για να απαντήσει το δεύτερο και να διαχωριστεί από το κόμμα και τη θεωρία των σταδίων.
Κι η κε του μπλοκ τι λέει για όλα αυτά; Ότι είναι ένα πολιτικό σκεπτικό που πρέπει να απαντηθεί αντίστοιχα. Προς το παρόν όμως θα κρατήσει στάση διαλεκτικού κεντρισμού από θέση αρχής, γιατί σε αντίθεση με το σταυρόπουλο του βήματος, δεν έχει στη διάθεσή της το προσχέδιο...
Δευτέρα 9 Μαΐου 2011
Σύντροφοι και φίλοι
Η σημερινή μας ανάρτηση θα ασχοληθεί με αυτό ακριβώς το θέμα: τη σχέση μεταξύ συντρόφων και φίλων. Μια περίεργη διαλεκτική ενότητα και πάλη των αντιθέτων, όπου το ένα μετατρέπεται στο άλλο, αλλά το άλλο σπανίως μετατρέπεται στο ένα. Γιατί ο φίλος του κόμματος μπορεί να οργανωθεί στις γραμμές του και να γίνει σύντροφος. Η φιλία να εξελιχθεί σε κάτι παραπάνω κι ο καλύτερος μας φίλος σε (ερωτικό) σύντροφό μας. Αλλά το αντίθετο σπάνια γίνεται. Δύσκολα θα δεις φιλικά έναν πρώην. Ο χωρισμός σας σκεπάζει τα πάντα. Μην ξαναρθείς απ’ τη δουλειά, δεν το αντέχω, δεν το μπορώ να σε αντικρίζω φιλικά...
Πολλοί σύντροφοι βέβαια ανακαλύπτουν εκ των υστέρων πως θα ήταν προτιμότερο να είχαν μείνει απλοί φίλοι. Τότε που όλοι οι σύντροφοι ασχολούνταν μαζί τους και τους φέρονταν με το γάντι, μέχρι να πουν το ναι και να δώσουν βιογραφικό. Μετά το γάμο τελειώνουν τα μέλια κι αρχίζει η ρουτίνα κι οι συμβατικές (υπο)χρεώσεις. Λάντζα, φασίνα, εξόρμηση, αφισοκόλληση.
Η διαφορά μεταξύ φίλου κι οργανωμένου είναι στην προσφώνηση. Τον ένα τον αποκαλείς σφο, ενώ τον άλλο συναγωνιστή σκέτο, για να ζηλέψει που δεν είναι μέλος της φαμίλιας και να μπει στις τάξεις της. Εξάλλου ο όρος συναγωνιστής δεν είναι ακριβώς συνώνυμος με τη λέξη φίλος. Συναγωνιστές λέμε συνήθως κι αυτούς που είναι μέλη άλλων οργανώσεων, αλλά στην πράξη μόνο φιλικές σχέσεις δεν έχουμε. Με μία επαγωγή του τύπου ο μπάτσος είναι μπουζούκι, βγαίνει ότι ο «συναγωνιστής» είναι συνώνυμο του οπορτουνιστή, του ρεφόρμα, του μικροαστού, και πάει λέγοντας.
Κι άσε τον κομάντο να λέει ότι όλοι μια οικογένεια είμαστε, ομοπρώκτιοι αδερφοί με κοινούς προγόνους, κομματική μήτρα, ίδια μαμά-πατρίδα, αλλά από διαφορετικό ιδεολογικό πατερούλη ο καθένας. Ετεροθαλή αδελφάκια, σα να λέμε. Που αν πάνε να γίνουν κάτι περισσότερο από φίλοι κι ενωθούν, ο καρπός του έρωτά τους θα είναι παιδιά καθυστερημένα, λόγω της αιμομιξίας των διαφορετικών θέσεων και των πολιτικών εκπτώσεων, για να χωρέσουν όλοι. Που άμα θες δηλαδή, χίλιοι καλοί χωράνε, ένα σεκ τα απαυτώνει όλα κι έχουν βαλτώσει τόσο καιρό.
Αυτό βασικά συμβαίνει γιατί οι συντροφικές σχέσεις στις συλλογικότητες του χώρου θυμίζουν τα γένη της αρχαιότητας και τις εξ αίματος σχέσεις μεταξύ των μελών τους. Με άλλα λόγια, πιο πολύ διατηρούν στοιχεία πρωτόγονου κομμουνισμού στον τρόπο λειτουργίας τους, παρά εγκολπώνουν στοιχεία από την κοινωνία του μέλλοντος. Αν πειράξει κανείς κάποιο μέλος του γένους, αναβιώνει με εντυπωσιακό τρόπο το έθιμο της βεντέτας, όπως στα γεγονότα της πάτρας με τα ονομαστικά δσ.
Όποιος εγκαταλείψει το γένος (ή τον εγκαταλείψει το γένος μόνο του), αντιμετωπίζεται συλλήβδην ως προδότης (ούτε γη, ούτε νερό). Κινδυνεύει να μείνει χωρίς κοινωνικές σχέσεις κι αντικειμενικά να ιδιωτεύσει, όπως οι ελέφαντες που μένουν πίσω από το κοπάδι τους, για να πεθάνουν. Κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας.
Εκτός κι αν διαλέξεις να μπεις σε άλλο κοπάδι για να (την) παλέψεις. Αυτή είναι η χειρότερη κατηγορία πρώην. Κανονικοί γενίτσαροι, που ήπιαν το πρώτο τους γάλα στην οργάνωση, ανδρώθηκαν και γυναικώθηκαν πολιτικά στις γραμμές της, κι εξελίσσονται στους χειρότερους ζηλωτές πολέμιούς της.
Ό,τι δε μπορείς να το αγαπήσεις, πολέμησέ το.
Γράφω αυτές τις σκέψεις με αφορμή μια συνάντηση, όπου πέτυχα τη συνήθη κριτική «γκρίνια» για διάφορα κακώς κείμενα μες στο κόμμα, η οποία μου θύμισε εν μέρει παλιά, δικά μου βιώματα, και μου έδωσε να καταλάβω ότι μένοντας έξω, αποκτάς μπρεχτική αποστασιοποίηση, τα βλέπεις αφ’ υψηλού και δεν σε αγγίζουν.
Κι είναι πιο εύκολο να υπερασπίζεσαι κάτι όταν το ζεις από μια απόσταση, χωρίς στραβά κι αντιφάσεις. Χωρίς καθημερινή τριβή, για να δεις πχ ότι ο άλλος ροχαλίζει, δεν πλένει τα δόντια του κι έχει ένα σωρό ιδιοτροπίες. Έξω απ’ τον χορό, πολλά τραγούδια λέμε: ύμνους, παιάνες και εμβατήρια, όλα χαρούμενα κι αισιόδοξα. Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας...
Τους φίλους κατά βάση τους επιλέγεις. Κι ως απ’ έξω, ως φίλος του κόμματος, μπορείς να κάνεις παρέα με όσους θεωρείς εναλλακτικούς, πιο ανθρώπινους, γλυκούς συντρόφους κι ενδιαφέροντες.
Ενώ την οικογένεια δεν τη διαλέγεις. Μπαίνεις σε έναν πυρήνα ανάκατα με «καλούς και κακούς». Άλλους που αγαπάς και θαυμάζεις, κι άλλους που δεν ταιριάζουν τα χνώτα σας και συνυπάρχετε ειρηνικά. Κι εκεί βιώνεις τη διαλεκτική της οικογένειας. Όπου οι δικοί σου σε πρήζουν και σου τρων τα συκώτια, αλλά είναι ό,τι πιο σημαντικό έχεις, και μπορείς να γίνεις θυσία για αυτούς. Κι ας σου κάνουν πού και πού κάνα πατρικό κήρυγμα για μικρά παιδιά, με αρρώστιες της ηλικίας τους.
Στο τέλος της μέρας, αυτό που μένει ως ταξικό δίδαγμα, είναι αυτή η αποστασιοποίηση, που έχει μια σειρά προεκτάσεις. Όσο πιο πολύ απομακρύνεσαι από κάτι, τόσο πιο εύκολα το εξιδανικεύεις και το υπερασπίζεσαι. Μια εποχή, μια δεκαετία, μια πολιτική απόφαση. Ένα ιστορικό γεγονός, μια ιστορική πορεία στο σύνολό της, μια μαμά-πατρίδα.
Κι η απόσταση δεν είναι κατ’ ανάγκη χρονική. Μπορεί να ιδιωτεύεις και να υπερασπίζεσαι με ζήλο την ίδια στιγμή την ανάγκη για στράτευση στην πάλη και τον αγώνα. Για να ισοφαρίσεις τις τύψεις μέσα σου και την αδράνεια.
Ή μπορεί να μπλέξεις σε τακτικισμούς μακριά απ’ το στρατηγικό σου στόχο και να ομνύεις όρκους στον σοσιαλισμό-κομμουνισμό και την αλυσίδα με τους μεταβατικούς κρίκους που θα μας ταξιδέψει σαν κόκκινο, μαγικό χαλί στον κόσμο του ονείρου μας.
Και ονειρεύομαι πισίνες, και ονειρεύομαι γκόμενες,
και ονειρεύομαι φόρμουλες, γκόμενες
Και ονειρεύομαι λος άντζελες
Και ονειρεύομαι και ξυπνάω και σπάζομαι και τραγουδάω
Εσύ πατάς στο κόκκινο χαλί των επισήμων
Κι εγώ είμαι στο ψάξιμο γυναίκας και ενσήμων
Πολλοί σύντροφοι βέβαια ανακαλύπτουν εκ των υστέρων πως θα ήταν προτιμότερο να είχαν μείνει απλοί φίλοι. Τότε που όλοι οι σύντροφοι ασχολούνταν μαζί τους και τους φέρονταν με το γάντι, μέχρι να πουν το ναι και να δώσουν βιογραφικό. Μετά το γάμο τελειώνουν τα μέλια κι αρχίζει η ρουτίνα κι οι συμβατικές (υπο)χρεώσεις. Λάντζα, φασίνα, εξόρμηση, αφισοκόλληση.
Η διαφορά μεταξύ φίλου κι οργανωμένου είναι στην προσφώνηση. Τον ένα τον αποκαλείς σφο, ενώ τον άλλο συναγωνιστή σκέτο, για να ζηλέψει που δεν είναι μέλος της φαμίλιας και να μπει στις τάξεις της. Εξάλλου ο όρος συναγωνιστής δεν είναι ακριβώς συνώνυμος με τη λέξη φίλος. Συναγωνιστές λέμε συνήθως κι αυτούς που είναι μέλη άλλων οργανώσεων, αλλά στην πράξη μόνο φιλικές σχέσεις δεν έχουμε. Με μία επαγωγή του τύπου ο μπάτσος είναι μπουζούκι, βγαίνει ότι ο «συναγωνιστής» είναι συνώνυμο του οπορτουνιστή, του ρεφόρμα, του μικροαστού, και πάει λέγοντας.
Κι άσε τον κομάντο να λέει ότι όλοι μια οικογένεια είμαστε, ομοπρώκτιοι αδερφοί με κοινούς προγόνους, κομματική μήτρα, ίδια μαμά-πατρίδα, αλλά από διαφορετικό ιδεολογικό πατερούλη ο καθένας. Ετεροθαλή αδελφάκια, σα να λέμε. Που αν πάνε να γίνουν κάτι περισσότερο από φίλοι κι ενωθούν, ο καρπός του έρωτά τους θα είναι παιδιά καθυστερημένα, λόγω της αιμομιξίας των διαφορετικών θέσεων και των πολιτικών εκπτώσεων, για να χωρέσουν όλοι. Που άμα θες δηλαδή, χίλιοι καλοί χωράνε, ένα σεκ τα απαυτώνει όλα κι έχουν βαλτώσει τόσο καιρό.
Αυτό βασικά συμβαίνει γιατί οι συντροφικές σχέσεις στις συλλογικότητες του χώρου θυμίζουν τα γένη της αρχαιότητας και τις εξ αίματος σχέσεις μεταξύ των μελών τους. Με άλλα λόγια, πιο πολύ διατηρούν στοιχεία πρωτόγονου κομμουνισμού στον τρόπο λειτουργίας τους, παρά εγκολπώνουν στοιχεία από την κοινωνία του μέλλοντος. Αν πειράξει κανείς κάποιο μέλος του γένους, αναβιώνει με εντυπωσιακό τρόπο το έθιμο της βεντέτας, όπως στα γεγονότα της πάτρας με τα ονομαστικά δσ.
Όποιος εγκαταλείψει το γένος (ή τον εγκαταλείψει το γένος μόνο του), αντιμετωπίζεται συλλήβδην ως προδότης (ούτε γη, ούτε νερό). Κινδυνεύει να μείνει χωρίς κοινωνικές σχέσεις κι αντικειμενικά να ιδιωτεύσει, όπως οι ελέφαντες που μένουν πίσω από το κοπάδι τους, για να πεθάνουν. Κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας.
Εκτός κι αν διαλέξεις να μπεις σε άλλο κοπάδι για να (την) παλέψεις. Αυτή είναι η χειρότερη κατηγορία πρώην. Κανονικοί γενίτσαροι, που ήπιαν το πρώτο τους γάλα στην οργάνωση, ανδρώθηκαν και γυναικώθηκαν πολιτικά στις γραμμές της, κι εξελίσσονται στους χειρότερους ζηλωτές πολέμιούς της.
Ό,τι δε μπορείς να το αγαπήσεις, πολέμησέ το.
Γράφω αυτές τις σκέψεις με αφορμή μια συνάντηση, όπου πέτυχα τη συνήθη κριτική «γκρίνια» για διάφορα κακώς κείμενα μες στο κόμμα, η οποία μου θύμισε εν μέρει παλιά, δικά μου βιώματα, και μου έδωσε να καταλάβω ότι μένοντας έξω, αποκτάς μπρεχτική αποστασιοποίηση, τα βλέπεις αφ’ υψηλού και δεν σε αγγίζουν.
Κι είναι πιο εύκολο να υπερασπίζεσαι κάτι όταν το ζεις από μια απόσταση, χωρίς στραβά κι αντιφάσεις. Χωρίς καθημερινή τριβή, για να δεις πχ ότι ο άλλος ροχαλίζει, δεν πλένει τα δόντια του κι έχει ένα σωρό ιδιοτροπίες. Έξω απ’ τον χορό, πολλά τραγούδια λέμε: ύμνους, παιάνες και εμβατήρια, όλα χαρούμενα κι αισιόδοξα. Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας...
Τους φίλους κατά βάση τους επιλέγεις. Κι ως απ’ έξω, ως φίλος του κόμματος, μπορείς να κάνεις παρέα με όσους θεωρείς εναλλακτικούς, πιο ανθρώπινους, γλυκούς συντρόφους κι ενδιαφέροντες.
Ενώ την οικογένεια δεν τη διαλέγεις. Μπαίνεις σε έναν πυρήνα ανάκατα με «καλούς και κακούς». Άλλους που αγαπάς και θαυμάζεις, κι άλλους που δεν ταιριάζουν τα χνώτα σας και συνυπάρχετε ειρηνικά. Κι εκεί βιώνεις τη διαλεκτική της οικογένειας. Όπου οι δικοί σου σε πρήζουν και σου τρων τα συκώτια, αλλά είναι ό,τι πιο σημαντικό έχεις, και μπορείς να γίνεις θυσία για αυτούς. Κι ας σου κάνουν πού και πού κάνα πατρικό κήρυγμα για μικρά παιδιά, με αρρώστιες της ηλικίας τους.
Στο τέλος της μέρας, αυτό που μένει ως ταξικό δίδαγμα, είναι αυτή η αποστασιοποίηση, που έχει μια σειρά προεκτάσεις. Όσο πιο πολύ απομακρύνεσαι από κάτι, τόσο πιο εύκολα το εξιδανικεύεις και το υπερασπίζεσαι. Μια εποχή, μια δεκαετία, μια πολιτική απόφαση. Ένα ιστορικό γεγονός, μια ιστορική πορεία στο σύνολό της, μια μαμά-πατρίδα.
Κι η απόσταση δεν είναι κατ’ ανάγκη χρονική. Μπορεί να ιδιωτεύεις και να υπερασπίζεσαι με ζήλο την ίδια στιγμή την ανάγκη για στράτευση στην πάλη και τον αγώνα. Για να ισοφαρίσεις τις τύψεις μέσα σου και την αδράνεια.
Ή μπορεί να μπλέξεις σε τακτικισμούς μακριά απ’ το στρατηγικό σου στόχο και να ομνύεις όρκους στον σοσιαλισμό-κομμουνισμό και την αλυσίδα με τους μεταβατικούς κρίκους που θα μας ταξιδέψει σαν κόκκινο, μαγικό χαλί στον κόσμο του ονείρου μας.
Και ονειρεύομαι πισίνες, και ονειρεύομαι γκόμενες,
και ονειρεύομαι φόρμουλες, γκόμενες
Και ονειρεύομαι λος άντζελες
Και ονειρεύομαι και ξυπνάω και σπάζομαι και τραγουδάω
Εσύ πατάς στο κόκκινο χαλί των επισήμων
Κι εγώ είμαι στο ψάξιμο γυναίκας και ενσήμων
Κυριακή 8 Μαΐου 2011
Εξουσία τι μπάλα παίζεις
Συνεχίζοντας σε αθλητικό πνεύμα, η κε του μπλοκ θα ασχοληθεί στη σημερινή ανάρτηση με το τελευταίο βιβλίο του ελευθεράτου. Τίτλος του, ο τίτλος του κειμένου.
Εν αρχή ένα απόσπασμα από τον πρόλογο του παντελή μπουκάλα, με μερικές σκέψεις που μάλλον έχουν απασχολήσει κάθε κομμουνιστή φίλαθλο που προσπαθεί να απενοχοποιήσει τον εαυτό του.
Όσο διαβάζεις τις σελίδες του διονύση ελευθεράτου, φίλαθλος εσύ –τι φίλαθλος δηλαδή, πες καλύτερα κολλημένος με τη μπάλα σε όλες τις εκδοχές της, πλην των πεπονόμορφων- σκοντάφτεις πάνω στο αυθόρμητο και τόσο λογικό ερώτημα: πού να την πάρει ο άνεμος, τη μπάλα και να τη στείλει στο διάστημα, σαν έναν ακόμα δορυφόρο, πώς με όλα τούτα τα φάουλ και τα οφσάιντ, δε λες να πάρεις επιτέλους αποστάσεις ασφαλείας; Πώς, παρόλα αυτά παραμένεις πιστός του παιχνιδιού, ενήμερος μεν για τα παιχνίδια που παραχαράσσουν το καθαυτό παιχνίδι ή και το ακυρώνουν, αλλά εντέλει αδιάφορος, ακόμα κι αν εικάζεις ότι κάπως έτσι νομιμοποιείς τους όπου γης, όποιας φανέλας κι όποιας ιδεολογίας μπερλουσκόνηδες που καταχρώνται το κόλλημά σου, το εκμεταλλεύονται πολιτικά, οικονομικά, ιδεολογικά, θρησκευτικά.
Το ‘χουν αυτό τα κείμενα κριτικής και μάλιστα όταν ο κρίνων δε στέκεται απόμακρος, ένας σνομπ βλοσυρός, ένας ακόμα απομυθοποιητής κι αποδομητής, σίγουρος πως τώρα μόλις αυτός πρωτοδιακρίνει όσα οι άλλοι, συναισθηματικώς εμπλεγμένοι ή πνευματικώς υστερούντες, αδυνατούσαν να δουν. Έχουν δηλ το γνώρισμα, εν όσω προσφέρουν απλόχερα υλικό για να στοιχειοθετηθεί ο πιο αυστηρός έλεγχος, να μη σε οδηγούν στην πλήρη άρνηση, αφού δεν παύουν να σου θυμίζουν ότι δε φταίει το καθαυτό παιχνίδι αν οι παιχνιδοκράτορες (οικονομικοί, πολιτικοί, θρησκευτικοί, πάπες, καρδινάλιοι, δικτάτορες κι αυτοκράτορες, πρωθυπουργοί και πρόεδροι), το γελοιοποιούν, το κιβδληεύουν, το μετατρέπουν όντως σε όπιο.
Κι αυτό ακριβώς συμβαίνει σε τούτο το βιβλίο. Ο συγγραφέας του, το ξέρουμε άλλωστε κι από την πυκνή και πολύχρονη δημοσιογραφική δουλειά του, αγαπάει το αντικείμενο της κριτικής του, δεν το σνομπάρει, όπως το σνομπάρει πότε η πολλή λογιοσύνη και πότε η πολλή αριστεροσύνη και βέβαια το μείγμα τους. Κι όσο περισσότερα επίσημα ή φανταχτερά ενδύματα του αφαιρεί, ξηλώνοντάς τα με μεθοδικότητα, τόσο βαθύτερα και τρυφερότερα το αγαπάει, σα να θέλει να το προστατέψει, αλλά για αυτό που όντως είναι κι όχι για ό,τι θα θέλαμε ιδεοληπτικά, φαντασιωσικά ή κατά τους ορισμούς της νοσταλγίας μας, να είναι: αποκαθαρμένο, άθικτο, αγνό.
Στη συνέχεια μια γεύση από το κυρίως μέρος του βιβλίου με αποσπάσματα από το κεφάλαιο με τίτλο από του διόδωρου τη ρομφαία, στου άνθιμου τη σημαία. Καλή ανάγνωση.
Αλήθεια ποιες φωτογραφίες, ποια στιγμιότυπα θα είχαν θέση σε ένα άλμπουμ με θέμα «εκκλησία και μπάλα» -ασπρόμαυρη ή πορτοκαλί- στην ελλάδα; Η πρώτη απάντηση προφανής και εύκολη, αφορά στην εικόνα του συχωρεμένου χριστόδουλου στο πλημμυρισμένο από κόσμο καλλιμάρμαρο, τον ιούλιο του 2004. Τότε που ανακήρυττε την παναγία αρχιστράτηγο του άθλου της ποδοσφαιρικής εθνικής ελλάδας.
Ο ελευθεράτος αναφέρει στη συνέχεια την ευλογία που πήρε ο ολυμπιακός από τον διόδωρο ιεροσολύμων το 94 στο φάιναλ φορ του τελ αβίβ, αλλά έχασε τον τίτλο από την μπανταλόνα του αλησμόνητου κορνήλιους τόμπσον.
Τετάρτη 1η ιουλίου 2009, στο γήπεδο της τούμπας, 15.000 φίλοι του παοκ παρακολουθούν την πρώτη προπόνηση της ομάδας. Ανάμεσά τους είναι και δύο ιερείς. Ο παπα-πέτρος κι ο παπα-χρήστος, αμφότεροι γνωστοί κι ως παπα-παοκ στους κύκλους των φίλων της ομάδας. Ο παπα-χρήστος διαθέτει εισιτήριο διαρκείας στη θύρα 4, όπως κι οι δυο γιοι του, οι οποίοι μάλιστα είναι κι οι ίδιοι ποδοσφαιριστές.
Μόλις δημοσιεύεται στον τύπο η φωτογραφία των δύο ιουλιανών παραβατών, χαμογελαστών (ανόσιο αυτό, ε;) στις κερκίδες, δραστηριοποιούνται οι... υψηλόβαθμοι. Η μητρόπολη έδεσσας πέλλας κι αλμωπίας, στην οποία ανήκει ο παπα-πέτρος απαιτεί περισσότερη ιεροπρέπεια και –όπως τουλάχιστον γράφεται στον τύπο- αφήνει ανοιχτό ακόμη και το ενδεχόμενο του αφορισμού! Ο παπα-πέτρος καλείται σε απολογία.
Ο παπα-χρήστος είναι ιερέας στην κασσάνδρεια, αλλά ελέγχεται από το άγρυπνο μάτι και τη μηδενική ανοχή του μητροπολίτη θεσσαλονίκης άνθιμου. Με έγγραφο πλήρες σκληρών εκφράσεων, ο άνθιμος ζητά να τιμωρηθεί ο παπα-χρήστος κι αναθέτει σε δεσπότη να καλέσει σε απολογία τον «παρεκτραπέντα» παπά.
Μιλώντας, όχι στη μητρόπολη, αλλά στον αθλητικό ραδιοφωνικό σταθμό metropolis, ο παπα-χρήστος λέει το αυτονόητο: πως η κλήση του σε απολογία, εκτός των άλλων, προσβάλλει συλλήβδην χιλιάδες ανθρώπους που συχνάζουν στις κερκίδες, καθώς εδράζεται στην αντίληψη ότι είναι ανίερος ο συναγελασμός μαζί τους. Περισσότερο δηκτικός είναι στη συνέντευξή του στα νέα, στον αντώνη ρεπανά: υπάρχει υποκρισία και στους ανθρώπους της εκκλησίας. Δεν αντέχουμε το διαφορετικό. Δεν το μπορούμε. Έχουμε φτιάξει καλούπια στα οποία δε μπορούν να χωρέσουν όλοι οι άνθρωποι.
Το αναπόφευκτο ερώτημα είναι τι στην ευχή επιτρέπουν τα καλούπια της εσωτερικής εκκλησιαστικής λειτουργίας. Οι κερκίδες δεν έχουν τίποτε το ανόσιο, όταν συχνάζουν εκεί «υψηλόβαθμοι» εκπρόσωποι του κυρίου- είτε επειδή όντως το νιώθουν, είτε διότι παίζουν το επικοινωνιακό παιχνίδι «ποίμνιό μου κοίτα με, είμαι κι εγώ εδώ».
Τη Δευτέρα 3 αυγούστου 2009, ξεδιαλύνεται κάπως το μυστήριο της ανακολουθίας ανάμεσα στην πρακτική των υψηλόβαθμων της εκκλησίας και τα αναθέματα σε βάρος των ποδοσφαιρόφιλων ιερέων. Την ημέρα εκείνη ο παπα-χρήστος συναντάται με τον εντεταλμένο δεσπότη, ο οποίος του κοινοποιεί τη «γραμμή», στην πλήρη ανάπτυξή της: εφόσον ήθελε να πηγαίνει στο γήπεδο της τούμπας, όφειλε να τιμά τη θύρα 1 κι όχι την 4, όπου μαζεύονται οι «αλήτες». Εν ολίγοις, αν είσαι και παπάς, στα επίσημα θα πας.
Ο μητροπολίτης πειραιά σεραφείμ διαμαρτυρήθηκε προς τη μητρόπολη θεσσαλονίκης για κάτι που επιβαρήνει τους παπα-παοκ με συμπληρωματικό ανοσιούργημα: η ιδιότητά τους (παπάς) κάνει ρίμα με τη λέξη πειραιάς, διευκολύνοντας τους οπαδούς του παοκ να λένε το σύνθημα: γεια σου παπά, παπά, γαμώ τον πειραιά.
Από την άλλη οι οπαδοί του ολυμπιακού (κι όχι μόνο) εδώ και δεκαετίες τραγουδάνε ότι ασελγούν πάνω στον πύργο το λευκό, στο ρυθμό του τραγουδιού του τσιτσάνη «όμορφη θεσσαλονίκη». Άρχισαν να το κάνουν αρκετά χρόνια πριν πεθάνει, αλλά ο άνθιμος ολιγώρησε και δεν κατηγόρησε τον τσιτσάνη, που εκτός των άλλων ντρόπιασε και την παιδική του ιστορία: τα πρώτα μουσικά του ακούσματα εμπεριείχαν κι εκκλησιαστικές βυζαντινές ψαλμωδίες.
Τις επόμενες μέρες ένας blogger έγραψε σε ένα φόρουμ φίλων του παοκ.
Παπα-χρήστο, όταν θα πας για απολογία στον εξάνθιμο, μην αμελήσεις να του δωρίσεις κι αυτήν τη φωτογραφία. Ο νέος σε ηλικία άνθιμος εμφανίζεται σε κάποια εγκαίνια δίπλα στον γ. παπαδόπουλο, τον στ. παττακό κι άλλους στυλοβάτες της ελλάδας ελλήνων χριστιανών.
Άλλος blogger έγραψε: πού να έπαιζε και το hell’s bells όταν βγήκε η παοκάρα (σσ: τραγούδι των AC-DC που παίζει στην αρχή κάθε εντός έδρας αγώνα της Σεντ Πάουλι).
Αλλά τα περισσότερα σχόλια ήταν για το σκάνδαλο βατοπεδίου. Η αγνή αγάπη της εκκλησίας στα ταπεινότερα αθλήματα αναδείχθηκε στο λεγόμενο νοτιότερο βατοπέδι. Στις νηές βόλου. Εκεί η μητρόπολη δημητριάδος αποφάσισε να περιθάλψει το γκολφ.
Με άλλα λόγια ήθελε να κάνει μπίζνες με γήπεδο γκολφ σε κάτι εκτάσεις αμφίβολης κυριότητας.
Τι άλλο προέβλεπε η δουλειά, πέραν του γκολφ στην καταπατημένη έκταση; Α, ορισμένα ψιλοπράγματα... Μαρίνα για γιοτ και το κυριότερο ξενοδοχείο 999 κλινών. Γιατί όχι χιλίων; Για να μη γίνει υπέρβαση του ορίου, άνω του οποίου απαιτούνται πολλές περιβαλλοντικές μελέτες και άδειες πέραν αυτής που χορηγεί η νομαρχία. Αυτό κι αν είναι θαύμα. Αναρίθμητοι άνθρωποι της εκκλησίας ανατριχιάζουν με τον αριθμό 999, διότι δείχνει αντεστραμμένο το 666. Στις νηές, όμως, το 999 ήταν ευλογημένος αριθμός.
Το νοτιότερο βατοπέδι θα περνούσε απαρατήρητο, δίχως τις εμπεριστατωμένες μελέτες, το τρέξιμο και τη δημοσιοποίηση στοιχείων που έκαναν ορισμένοι δραστήριοι φορείς και πολίτες. Εξαιτίας τους η μητρόπολη δημητριάδας τα βρήκε μπαστούνια και δεν ήταν του γκολφ.
Εν αρχή ένα απόσπασμα από τον πρόλογο του παντελή μπουκάλα, με μερικές σκέψεις που μάλλον έχουν απασχολήσει κάθε κομμουνιστή φίλαθλο που προσπαθεί να απενοχοποιήσει τον εαυτό του.
Όσο διαβάζεις τις σελίδες του διονύση ελευθεράτου, φίλαθλος εσύ –τι φίλαθλος δηλαδή, πες καλύτερα κολλημένος με τη μπάλα σε όλες τις εκδοχές της, πλην των πεπονόμορφων- σκοντάφτεις πάνω στο αυθόρμητο και τόσο λογικό ερώτημα: πού να την πάρει ο άνεμος, τη μπάλα και να τη στείλει στο διάστημα, σαν έναν ακόμα δορυφόρο, πώς με όλα τούτα τα φάουλ και τα οφσάιντ, δε λες να πάρεις επιτέλους αποστάσεις ασφαλείας; Πώς, παρόλα αυτά παραμένεις πιστός του παιχνιδιού, ενήμερος μεν για τα παιχνίδια που παραχαράσσουν το καθαυτό παιχνίδι ή και το ακυρώνουν, αλλά εντέλει αδιάφορος, ακόμα κι αν εικάζεις ότι κάπως έτσι νομιμοποιείς τους όπου γης, όποιας φανέλας κι όποιας ιδεολογίας μπερλουσκόνηδες που καταχρώνται το κόλλημά σου, το εκμεταλλεύονται πολιτικά, οικονομικά, ιδεολογικά, θρησκευτικά.
Το ‘χουν αυτό τα κείμενα κριτικής και μάλιστα όταν ο κρίνων δε στέκεται απόμακρος, ένας σνομπ βλοσυρός, ένας ακόμα απομυθοποιητής κι αποδομητής, σίγουρος πως τώρα μόλις αυτός πρωτοδιακρίνει όσα οι άλλοι, συναισθηματικώς εμπλεγμένοι ή πνευματικώς υστερούντες, αδυνατούσαν να δουν. Έχουν δηλ το γνώρισμα, εν όσω προσφέρουν απλόχερα υλικό για να στοιχειοθετηθεί ο πιο αυστηρός έλεγχος, να μη σε οδηγούν στην πλήρη άρνηση, αφού δεν παύουν να σου θυμίζουν ότι δε φταίει το καθαυτό παιχνίδι αν οι παιχνιδοκράτορες (οικονομικοί, πολιτικοί, θρησκευτικοί, πάπες, καρδινάλιοι, δικτάτορες κι αυτοκράτορες, πρωθυπουργοί και πρόεδροι), το γελοιοποιούν, το κιβδληεύουν, το μετατρέπουν όντως σε όπιο.
Κι αυτό ακριβώς συμβαίνει σε τούτο το βιβλίο. Ο συγγραφέας του, το ξέρουμε άλλωστε κι από την πυκνή και πολύχρονη δημοσιογραφική δουλειά του, αγαπάει το αντικείμενο της κριτικής του, δεν το σνομπάρει, όπως το σνομπάρει πότε η πολλή λογιοσύνη και πότε η πολλή αριστεροσύνη και βέβαια το μείγμα τους. Κι όσο περισσότερα επίσημα ή φανταχτερά ενδύματα του αφαιρεί, ξηλώνοντάς τα με μεθοδικότητα, τόσο βαθύτερα και τρυφερότερα το αγαπάει, σα να θέλει να το προστατέψει, αλλά για αυτό που όντως είναι κι όχι για ό,τι θα θέλαμε ιδεοληπτικά, φαντασιωσικά ή κατά τους ορισμούς της νοσταλγίας μας, να είναι: αποκαθαρμένο, άθικτο, αγνό.
Στη συνέχεια μια γεύση από το κυρίως μέρος του βιβλίου με αποσπάσματα από το κεφάλαιο με τίτλο από του διόδωρου τη ρομφαία, στου άνθιμου τη σημαία. Καλή ανάγνωση.
Αλήθεια ποιες φωτογραφίες, ποια στιγμιότυπα θα είχαν θέση σε ένα άλμπουμ με θέμα «εκκλησία και μπάλα» -ασπρόμαυρη ή πορτοκαλί- στην ελλάδα; Η πρώτη απάντηση προφανής και εύκολη, αφορά στην εικόνα του συχωρεμένου χριστόδουλου στο πλημμυρισμένο από κόσμο καλλιμάρμαρο, τον ιούλιο του 2004. Τότε που ανακήρυττε την παναγία αρχιστράτηγο του άθλου της ποδοσφαιρικής εθνικής ελλάδας.
Ο ελευθεράτος αναφέρει στη συνέχεια την ευλογία που πήρε ο ολυμπιακός από τον διόδωρο ιεροσολύμων το 94 στο φάιναλ φορ του τελ αβίβ, αλλά έχασε τον τίτλο από την μπανταλόνα του αλησμόνητου κορνήλιους τόμπσον.
Τετάρτη 1η ιουλίου 2009, στο γήπεδο της τούμπας, 15.000 φίλοι του παοκ παρακολουθούν την πρώτη προπόνηση της ομάδας. Ανάμεσά τους είναι και δύο ιερείς. Ο παπα-πέτρος κι ο παπα-χρήστος, αμφότεροι γνωστοί κι ως παπα-παοκ στους κύκλους των φίλων της ομάδας. Ο παπα-χρήστος διαθέτει εισιτήριο διαρκείας στη θύρα 4, όπως κι οι δυο γιοι του, οι οποίοι μάλιστα είναι κι οι ίδιοι ποδοσφαιριστές.
Μόλις δημοσιεύεται στον τύπο η φωτογραφία των δύο ιουλιανών παραβατών, χαμογελαστών (ανόσιο αυτό, ε;) στις κερκίδες, δραστηριοποιούνται οι... υψηλόβαθμοι. Η μητρόπολη έδεσσας πέλλας κι αλμωπίας, στην οποία ανήκει ο παπα-πέτρος απαιτεί περισσότερη ιεροπρέπεια και –όπως τουλάχιστον γράφεται στον τύπο- αφήνει ανοιχτό ακόμη και το ενδεχόμενο του αφορισμού! Ο παπα-πέτρος καλείται σε απολογία.
Ο παπα-χρήστος είναι ιερέας στην κασσάνδρεια, αλλά ελέγχεται από το άγρυπνο μάτι και τη μηδενική ανοχή του μητροπολίτη θεσσαλονίκης άνθιμου. Με έγγραφο πλήρες σκληρών εκφράσεων, ο άνθιμος ζητά να τιμωρηθεί ο παπα-χρήστος κι αναθέτει σε δεσπότη να καλέσει σε απολογία τον «παρεκτραπέντα» παπά.
Μιλώντας, όχι στη μητρόπολη, αλλά στον αθλητικό ραδιοφωνικό σταθμό metropolis, ο παπα-χρήστος λέει το αυτονόητο: πως η κλήση του σε απολογία, εκτός των άλλων, προσβάλλει συλλήβδην χιλιάδες ανθρώπους που συχνάζουν στις κερκίδες, καθώς εδράζεται στην αντίληψη ότι είναι ανίερος ο συναγελασμός μαζί τους. Περισσότερο δηκτικός είναι στη συνέντευξή του στα νέα, στον αντώνη ρεπανά: υπάρχει υποκρισία και στους ανθρώπους της εκκλησίας. Δεν αντέχουμε το διαφορετικό. Δεν το μπορούμε. Έχουμε φτιάξει καλούπια στα οποία δε μπορούν να χωρέσουν όλοι οι άνθρωποι.
Το αναπόφευκτο ερώτημα είναι τι στην ευχή επιτρέπουν τα καλούπια της εσωτερικής εκκλησιαστικής λειτουργίας. Οι κερκίδες δεν έχουν τίποτε το ανόσιο, όταν συχνάζουν εκεί «υψηλόβαθμοι» εκπρόσωποι του κυρίου- είτε επειδή όντως το νιώθουν, είτε διότι παίζουν το επικοινωνιακό παιχνίδι «ποίμνιό μου κοίτα με, είμαι κι εγώ εδώ».
Τη Δευτέρα 3 αυγούστου 2009, ξεδιαλύνεται κάπως το μυστήριο της ανακολουθίας ανάμεσα στην πρακτική των υψηλόβαθμων της εκκλησίας και τα αναθέματα σε βάρος των ποδοσφαιρόφιλων ιερέων. Την ημέρα εκείνη ο παπα-χρήστος συναντάται με τον εντεταλμένο δεσπότη, ο οποίος του κοινοποιεί τη «γραμμή», στην πλήρη ανάπτυξή της: εφόσον ήθελε να πηγαίνει στο γήπεδο της τούμπας, όφειλε να τιμά τη θύρα 1 κι όχι την 4, όπου μαζεύονται οι «αλήτες». Εν ολίγοις, αν είσαι και παπάς, στα επίσημα θα πας.
Ο μητροπολίτης πειραιά σεραφείμ διαμαρτυρήθηκε προς τη μητρόπολη θεσσαλονίκης για κάτι που επιβαρήνει τους παπα-παοκ με συμπληρωματικό ανοσιούργημα: η ιδιότητά τους (παπάς) κάνει ρίμα με τη λέξη πειραιάς, διευκολύνοντας τους οπαδούς του παοκ να λένε το σύνθημα: γεια σου παπά, παπά, γαμώ τον πειραιά.
Από την άλλη οι οπαδοί του ολυμπιακού (κι όχι μόνο) εδώ και δεκαετίες τραγουδάνε ότι ασελγούν πάνω στον πύργο το λευκό, στο ρυθμό του τραγουδιού του τσιτσάνη «όμορφη θεσσαλονίκη». Άρχισαν να το κάνουν αρκετά χρόνια πριν πεθάνει, αλλά ο άνθιμος ολιγώρησε και δεν κατηγόρησε τον τσιτσάνη, που εκτός των άλλων ντρόπιασε και την παιδική του ιστορία: τα πρώτα μουσικά του ακούσματα εμπεριείχαν κι εκκλησιαστικές βυζαντινές ψαλμωδίες.
Τις επόμενες μέρες ένας blogger έγραψε σε ένα φόρουμ φίλων του παοκ.
Παπα-χρήστο, όταν θα πας για απολογία στον εξάνθιμο, μην αμελήσεις να του δωρίσεις κι αυτήν τη φωτογραφία. Ο νέος σε ηλικία άνθιμος εμφανίζεται σε κάποια εγκαίνια δίπλα στον γ. παπαδόπουλο, τον στ. παττακό κι άλλους στυλοβάτες της ελλάδας ελλήνων χριστιανών.
Άλλος blogger έγραψε: πού να έπαιζε και το hell’s bells όταν βγήκε η παοκάρα (σσ: τραγούδι των AC-DC που παίζει στην αρχή κάθε εντός έδρας αγώνα της Σεντ Πάουλι).
Αλλά τα περισσότερα σχόλια ήταν για το σκάνδαλο βατοπεδίου. Η αγνή αγάπη της εκκλησίας στα ταπεινότερα αθλήματα αναδείχθηκε στο λεγόμενο νοτιότερο βατοπέδι. Στις νηές βόλου. Εκεί η μητρόπολη δημητριάδος αποφάσισε να περιθάλψει το γκολφ.
Με άλλα λόγια ήθελε να κάνει μπίζνες με γήπεδο γκολφ σε κάτι εκτάσεις αμφίβολης κυριότητας.
Τι άλλο προέβλεπε η δουλειά, πέραν του γκολφ στην καταπατημένη έκταση; Α, ορισμένα ψιλοπράγματα... Μαρίνα για γιοτ και το κυριότερο ξενοδοχείο 999 κλινών. Γιατί όχι χιλίων; Για να μη γίνει υπέρβαση του ορίου, άνω του οποίου απαιτούνται πολλές περιβαλλοντικές μελέτες και άδειες πέραν αυτής που χορηγεί η νομαρχία. Αυτό κι αν είναι θαύμα. Αναρίθμητοι άνθρωποι της εκκλησίας ανατριχιάζουν με τον αριθμό 999, διότι δείχνει αντεστραμμένο το 666. Στις νηές, όμως, το 999 ήταν ευλογημένος αριθμός.
Το νοτιότερο βατοπέδι θα περνούσε απαρατήρητο, δίχως τις εμπεριστατωμένες μελέτες, το τρέξιμο και τη δημοσιοποίηση στοιχείων που έκαναν ορισμένοι δραστήριοι φορείς και πολίτες. Εξαιτίας τους η μητρόπολη δημητριάδας τα βρήκε μπαστούνια και δεν ήταν του γκολφ.
Παρασκευή 6 Μαΐου 2011
Ο ρόλος του μπάσκετ στο ιστορικό προτσές
Σε προηγούμενο κείμενο είχε αναλυθεί η κομβική σημασία του σωτήριου –για τους καπιταλιστές- έτους 1991, που εξελίχθηκε σε ορόσημο. Ήταν η χρονιά κατά την οποία είχαμε, τον τελευταίο καλό δίσκο του χάρρυ κλυνν, τον πρώτο μέτριο του παπακωνσταντίνου, την πρώτη προβολή στο γυαλί των απαράδεκτων. Και συνάμα την «κατάρρευση» μιας σειράς από αυτοκρατορίες. Της σοβιετικής –γνωστή κι ως αυτοκρατορία του κακού- της τιτοϊκής, κι αυτής του άρη στο μπάσκετ, που πήρε το τελευταίο του πρωτάθλημα. Μας έμεινε αμανάτι αυτή του νέγκρι (απλή συνωνυμία με το γνωστό σουπερά νέγρη).
Το 91 ήταν κι η τελευταία καλή χρονιά του μαραντόνα. Μετά το μουντιάλ του 90, η επίσημη μαφία του ιταλικού κράτους τον είχε ήδη βάλει στο στόχαστρο κι ένα χρόνο μετά του έκοψε και τη μπάλα, αξιοποιώντας το πάθος του ντιέγκο για τα ναρκωτικά.
Το 91 ήταν επίσης η χρονιά του συνεδρίου της διάσπασης του κουκουέ και της ορθόδοξης νίκης επί των αναθεωρητών, με σκορ αλά λιμόζ, χαμηλό κι εύθραυστο (57-53). Δύο χρόνια μετά, στο φάιναλ φορ της αθήνας, οι γάλλοι νικούσαν στον τελικό τους ευρωκομμουνιστές της μπενετόν τρεβίζο και αναδεικνύονταν πρωταθλητές ευρώπης. Αλλά το καταστροφικό στιλ του μάλκοβιτς ενέπνευσε τον δημοσιογραφικό τίτλο: το τέλος του μπάσκετ, λίγα μόλις χρόνια μετά από το τέλος της ιστορίας.
Ακριβώς τότε σβήνουν και τα τελευταία σοβιετικά κατάλοιπα, με το βομβαρδισμό του κτιρίου της βουλής και των αντιπροσώπων των σοβιέτ που το είχαν καταλάβει. Πώς έμπλεξαν τώρα μαζί αυτά τα δύο, σοβιέτ και κοινοβούλιο, μην τα ρωτάς. Μεγάλη ιστορία. Που ξεκινά μάλλον το 36’, που τα σοβιέτ άρχισαν να οργανώνονται σε εδαφική βάση.
Μετά την καταστροφή του αρκά και τις ανατροπές, το ιστορικό προτσές συνοψίζεται στη θλιμμένη όψη του ρώσου ανατόλι ζουρπένκο, που πέρασε από ολυμπιακό και νήαρ ηστ. Παμμέγιστος σέντερ παλιάς κοπής που έκανε τις ρακέτες να αναστενάζουν και να μη σταυρώνουν ρεβέρ. Πυραυλοκίνητη δύναμη, απευθείας από το τσέρνομπιλ, χωρίς διακριτό σβέρκο –κατάλοιπο του ατυχήματος- αλλά με αρκετά εμφανή σπυριά, που απέκτησε κατά την ενασχόλησή του με την «σπυριάρα». Κι ύστερα σου λεν να μη δίνεις βάση στη θεωρία του λυσένκο για τα επίκτητα χαρακτηριστικά.
Χλεύη και ειρωνεία. Αυτή την τύχη επιφύλαξε η ιστορία για τον παρεξηγημένο αυτό παίκτη. Όπως και για τη σοβιετία εξάλλου που την αντιμετώπιζαν σα σπυριάρα κι απόκληρη. Ο ζουρπένκο έχασε το τρένο της ετε μαζί με την ηγεσία του κόμματος και δεν είχε ιδιαίτερα τεχνικά χαρίσματα. Αλλά αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Οι σοβιετικοί είχαν να επιδείξουν και θαύματα της φύσης, σαν το σαμπόνις, άλλο αν δεν παρήγαν μαζικά τέτοια μοντέλα. Η μαζική παραγωγή έβγαζε παίκτες τύπου τσατσένκο, με τεχνική κατάρτιση λάντα. Και μετά το τσέρνομπιλ στο στιλ του ζουρπένκο.
Το μπάσκετ είχε ανέκαθεν τη ρετσινιά του αντεπαναστατικού αθλήματος, κι αυτό άσχετα με την καταγωγή του εξ αμερικής. Συνδέθηκε με τις βαλτικές χώρες που αποσκίρτησαν πρώτες κι είχαν κατακτήσει τα πρώτα ευρωμπάσκετ της ιστορίας, πριν ενσωματωθούν με το σύμφωνο μολότοφ-ρίμπεντροπ. Όλη σχεδόν η ομάδα του 87’ ήταν από εκείνες τις δημοκρατίες. Βάλτερς, χομίτσιους, μαρτσουλιόνις, κουρτινάιτις, σοκ. Χώρια ο σαμπόνις που έλειπε.
Μαζί τους ήταν κι ο σάσα βολκόφ που το έπαιξε δίπορτο για ένα διάστημα μεταξύ ρωσίας και ουκρανίας και τελικά διάλεξε την ουκρανική υπηκοότητα στις καθυστερήσεις. Περίπου σαν εκείνο τον ηρωικό κοσμοναύτη, τον τελευταίο σοβιετικό, που έφυγε το 91 για το σταθμό μιρ κι όταν γύρισε πίσω μετά από ένα χρόνο, βρήκε μια διαλυμένη κοινοπολιτεία όπου έπρεπε να διαλέξει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει.
Εξάλλου η πορτοκαλί μπάλα παραπέμπει στην πορτοκαλί επανάσταση των ουκρανών. Αλλά η ουκρανία ήταν συνδεμένη με το ποδόσφαιρο. Την ηρωική ντιναμό κιέβου, το βαλερί λομπανόφσκι και την τριανδρία στον ολυμπιακό του σαλιαρέλη: προτάσοφ, σαβίτσεφ και λιτόφτσενκο. Έβγαλε κι έναν μπλαχίν που με τη σειρά του βγήκε βουλευτής με το κκ. Τώρα τι είδους κάπα είναι αυτά τα κόμματα σε αυτές τις χώρες είναι ένα ζήτημα. Αν εξαντλούνται πχ στη ρωσοφιλία και την αναπόληση του ένδοξου σοβιετικού παρελθόντος, ή αν το προχωράνε βαθύτερα.
Αν το καλοσκεφτείς η σοβιετία είχε την εξέλιξη που είχε και το λουκ του σαμπόνις. Χαίτη κι ανταύγειες επί περεστρόικα –σαν αντανάκλαση της παρακμής, και του τέλους που ερχόταν, μαζί με το χαρακτηριστικό, λεπτό μουστάκι αλά βαζέχα, ρεβιζιονιστικής κοπής, όχι παχύ, σταλινικό. Τελικά το έχασε κι αυτό, όταν πήγε στην αμερική να παίξει στο πόρτλαντ. Αυτοί και μουστάκι θα σε βάλουν να ξυρίσεις...
Ο τσατσένκο έγινε οδηγός ταξί. Δεν ξέρω τι κάνουν εκεί με τις άδειες, αλλά ξέρω ότι είναι λάντα η μάρκα. Δε μπορεί να μην είναι. Τίποτα άλλο δε θα μπορούσε να χωρέσει τον τσατσένκο. Θυμάμαι παλιά τον άβερελ, που ήταν κι ένα κεφάλι πιο κοντός από το βλαδίμηρο, αλλά ασφυκτιούσε στο βολάν. Τα γόνατά του έφταναν στο τιμόνι, όπου όπως είχε πει ο σύντροφος μάο, πρέπει να είναι η πολιτική, όχι τα γόνατα. Κι όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στους συνειρμούς με τη σοβιετική ένωση.
Πηγαίναμε με φόρα στους κακοτράχαλους χωματόδρομους, όπου οι άλλοι φοβούνταν μην πάθουν κάνα κραχ, όπως αυτό του 29’. Και στις μετωπικές συγκρούσεις, μόνο από νταλίκα χάναμε, γιατί είχαμε 80% λαμαρίνα και χάλυβα, ενώ οι άλλοι σκέτο πλαστικό (χρήμα και οικονομικές φούσκες).
Μέχρι που δαγκώσαμε τη λαμαρίνα κι ερωτευτήκαμε τη δύση και το σημαδεμένο. Κάναμε λάστιχο τον μαρξισμό και μείναμε από λάστιχο στον ίσιο δρόμο.
Ήδη από το 87, στο ευρωμπάσκετ της μαυριτανίας είχε φανεί πού το πάει το πράμα η περεστρόικα. Τελευταία αναλαμπή ήταν το 88, στη σεούλ, που νικήσαμε γιούγκους κι αμερικάνους. Γι’ αυτό ίσως ο φλωράκης έλεγε το 91 ότι η περεστρόικα πήγε καλά την πρώτη τριετία, μετά λοξοδρόμησε.
Είχε προηγηθεί το 86 η κατάρρευση των τιτοϊκών στον ημιτελικό της μαδρίτης, με τα τρία τρίποντα στο τελευταίο λεπτό. Εμπρός αδέλφια εμπρός κι ήταν μαζί μας ο λαός στο στάδιο. Μαζί κι ο συρίγος που είναι κι αυτός παιδί του σωλήνα-βασιλακόπουλου κι ήταν στην περιγραφή του αγώνα.
Και πιο πριν το τρομοκρατικό χτύπημα του μπέλοφ στο μόναχο το 72. Τρία δεύτερα μόνο φωτίζουν τη σοβιετική μας τη γενιά. Τα οποία κράτησαν μία αιωνιότητα και μια μέρα.
Και το τέλος της ιστορίας αρνούμαστε να το δεχτούμε. Έχουμε υποβάλει ένσταση να ξαναπαιχτούν τα 3 τελευταία δεύτερα, αυτά που λοξοδρόμησε η περεστρόικα κι άνοιξε την κερκόπορτα.
Κι ακόμα πιο πριν, το μουντομπάσκετ της χιλής, το 59, όπου η χρουτσοφική σοβιετία αρνήθηκε να παίξει κόντρα στη φορμόζα του σεκ (όχι του δικού μας, του άλλου) μηδενίστηκε κι έχασε ένα σίγουρο χρυσό μετάλλιο. Αργότερα κυκλοφόρησαν στην χώρα και γραμματόσημα με τον τίτλο: ηθικοί νικητές του τρίτου παγκοσμίου κυπέλλου.
Πόσοι μαοϊκοί όμως το ανα-γνωρίζουν αυτό; Μόνο αχαριστία, σοσιαλιμπεριαλισμό και θεωρία των τριών κόσμων θα ακούσει κανείς απ’ το στόμα τους.
Τι άλλο είχαμε μετά τις ανατροπές;
Τη ζαλγκίρις κάουνας να παίζει στο μόναχο το μπάσκετ του 21ου αιώνα. Τον τζέι αρ χόλντεν στην εθνική ρωσίας υπό τις οδηγίες του αμερικανοϊσραηλινού μπλατ, που μόνο εβραιομπολσεβίκος δε μοιάζει. Το γιο του τσατσένκο να πηδάει στο θεό και να νικάει σε διαγωνισμό καρφωμάτων, χωρίς ίχνος σεβασμού στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό και την εντυπωσιακή λιτότητα του πατέρα, που κάρφωνε χωρίς να κινήσει τα πόδια του -κι άλλα τέτοια εφε- και δεν πηδούσε ούτε εφημερίδα. Το μεταίχμιο του 92’ όπου ψήφισαν το μάαστριχτ και τη συμμετοχή επαγγελματιών παικτών του ΝΒΑ στους ολυμπιακούς.
Στα ελληνικά πράγματα, ξεχωρίζει η σημειολογία των δύο πρώτων ευρωπαϊκών κυπέλλων το 68 και το 91, που συμπίπτουν χρονικά με τις διασπάσεις του κόμματος με τους δεξιούς αναθεωρητές.
Δεν είναι τυχαίο ότι αμφότερα τα κατέκτησαν δικέφαλοι (η αεκ το 68 και το 91 ο παοκ). Ο ενιαίος συνασπισμός –που ήταν κάτι σαν τον "ενιαίο, αδιαίρετο" παναθηναϊκό- θα μπορούσε να έχει για σήμα του ένα δικέφαλο. Το ένα κεφάλι θα κοιτούσε προς τον δυτικό μαρξισμό και το άλλο προς τη μόσχα. Κι αν έμπαινε σε κόκκινο φόντο θα έφερνε λίγο στη σημαία της αλβανίας, και θα προσέγγιζε το ευρύ φιλο-χοτζικό κοινό.
Τώρα όμως, αποχαιρέτα το το λένινγκραντ που χάνεις. Σώπασε κυρά δέσποινα, αλέκα πώς σε λένε, και μην πολυδακρύζεις, πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι. Έχουμε το μαρμαρωμένο βασιλιά –στο βασίλειο της ελευθερίας- να μας περιμένει κατεψυγμένος στην κόκκινη πλατεία, που κάποιοι τη λένε και μηλιά. Κι αντί για εξαδάχτυλος, αυτός είναι φαλακρός. Φαλακρός την έφτιαξε, φαλακρός πράκτωρ (του ιμπεριαλισμού, όχι ο θου-βου που μας άφησε) την έχασε, φαλακρός θε να την ξαναπάρει. Ας πούμε ο ζιουγκάνοφ, ή κάποιος από τους επόμενους τέλος πάντων.
Το 91 ήταν κι η τελευταία καλή χρονιά του μαραντόνα. Μετά το μουντιάλ του 90, η επίσημη μαφία του ιταλικού κράτους τον είχε ήδη βάλει στο στόχαστρο κι ένα χρόνο μετά του έκοψε και τη μπάλα, αξιοποιώντας το πάθος του ντιέγκο για τα ναρκωτικά.
Το 91 ήταν επίσης η χρονιά του συνεδρίου της διάσπασης του κουκουέ και της ορθόδοξης νίκης επί των αναθεωρητών, με σκορ αλά λιμόζ, χαμηλό κι εύθραυστο (57-53). Δύο χρόνια μετά, στο φάιναλ φορ της αθήνας, οι γάλλοι νικούσαν στον τελικό τους ευρωκομμουνιστές της μπενετόν τρεβίζο και αναδεικνύονταν πρωταθλητές ευρώπης. Αλλά το καταστροφικό στιλ του μάλκοβιτς ενέπνευσε τον δημοσιογραφικό τίτλο: το τέλος του μπάσκετ, λίγα μόλις χρόνια μετά από το τέλος της ιστορίας.
Ακριβώς τότε σβήνουν και τα τελευταία σοβιετικά κατάλοιπα, με το βομβαρδισμό του κτιρίου της βουλής και των αντιπροσώπων των σοβιέτ που το είχαν καταλάβει. Πώς έμπλεξαν τώρα μαζί αυτά τα δύο, σοβιέτ και κοινοβούλιο, μην τα ρωτάς. Μεγάλη ιστορία. Που ξεκινά μάλλον το 36’, που τα σοβιέτ άρχισαν να οργανώνονται σε εδαφική βάση.
Μετά την καταστροφή του αρκά και τις ανατροπές, το ιστορικό προτσές συνοψίζεται στη θλιμμένη όψη του ρώσου ανατόλι ζουρπένκο, που πέρασε από ολυμπιακό και νήαρ ηστ. Παμμέγιστος σέντερ παλιάς κοπής που έκανε τις ρακέτες να αναστενάζουν και να μη σταυρώνουν ρεβέρ. Πυραυλοκίνητη δύναμη, απευθείας από το τσέρνομπιλ, χωρίς διακριτό σβέρκο –κατάλοιπο του ατυχήματος- αλλά με αρκετά εμφανή σπυριά, που απέκτησε κατά την ενασχόλησή του με την «σπυριάρα». Κι ύστερα σου λεν να μη δίνεις βάση στη θεωρία του λυσένκο για τα επίκτητα χαρακτηριστικά.
Χλεύη και ειρωνεία. Αυτή την τύχη επιφύλαξε η ιστορία για τον παρεξηγημένο αυτό παίκτη. Όπως και για τη σοβιετία εξάλλου που την αντιμετώπιζαν σα σπυριάρα κι απόκληρη. Ο ζουρπένκο έχασε το τρένο της ετε μαζί με την ηγεσία του κόμματος και δεν είχε ιδιαίτερα τεχνικά χαρίσματα. Αλλά αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Οι σοβιετικοί είχαν να επιδείξουν και θαύματα της φύσης, σαν το σαμπόνις, άλλο αν δεν παρήγαν μαζικά τέτοια μοντέλα. Η μαζική παραγωγή έβγαζε παίκτες τύπου τσατσένκο, με τεχνική κατάρτιση λάντα. Και μετά το τσέρνομπιλ στο στιλ του ζουρπένκο.
Το μπάσκετ είχε ανέκαθεν τη ρετσινιά του αντεπαναστατικού αθλήματος, κι αυτό άσχετα με την καταγωγή του εξ αμερικής. Συνδέθηκε με τις βαλτικές χώρες που αποσκίρτησαν πρώτες κι είχαν κατακτήσει τα πρώτα ευρωμπάσκετ της ιστορίας, πριν ενσωματωθούν με το σύμφωνο μολότοφ-ρίμπεντροπ. Όλη σχεδόν η ομάδα του 87’ ήταν από εκείνες τις δημοκρατίες. Βάλτερς, χομίτσιους, μαρτσουλιόνις, κουρτινάιτις, σοκ. Χώρια ο σαμπόνις που έλειπε.
Μαζί τους ήταν κι ο σάσα βολκόφ που το έπαιξε δίπορτο για ένα διάστημα μεταξύ ρωσίας και ουκρανίας και τελικά διάλεξε την ουκρανική υπηκοότητα στις καθυστερήσεις. Περίπου σαν εκείνο τον ηρωικό κοσμοναύτη, τον τελευταίο σοβιετικό, που έφυγε το 91 για το σταθμό μιρ κι όταν γύρισε πίσω μετά από ένα χρόνο, βρήκε μια διαλυμένη κοινοπολιτεία όπου έπρεπε να διαλέξει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει.
Εξάλλου η πορτοκαλί μπάλα παραπέμπει στην πορτοκαλί επανάσταση των ουκρανών. Αλλά η ουκρανία ήταν συνδεμένη με το ποδόσφαιρο. Την ηρωική ντιναμό κιέβου, το βαλερί λομπανόφσκι και την τριανδρία στον ολυμπιακό του σαλιαρέλη: προτάσοφ, σαβίτσεφ και λιτόφτσενκο. Έβγαλε κι έναν μπλαχίν που με τη σειρά του βγήκε βουλευτής με το κκ. Τώρα τι είδους κάπα είναι αυτά τα κόμματα σε αυτές τις χώρες είναι ένα ζήτημα. Αν εξαντλούνται πχ στη ρωσοφιλία και την αναπόληση του ένδοξου σοβιετικού παρελθόντος, ή αν το προχωράνε βαθύτερα.
Αν το καλοσκεφτείς η σοβιετία είχε την εξέλιξη που είχε και το λουκ του σαμπόνις. Χαίτη κι ανταύγειες επί περεστρόικα –σαν αντανάκλαση της παρακμής, και του τέλους που ερχόταν, μαζί με το χαρακτηριστικό, λεπτό μουστάκι αλά βαζέχα, ρεβιζιονιστικής κοπής, όχι παχύ, σταλινικό. Τελικά το έχασε κι αυτό, όταν πήγε στην αμερική να παίξει στο πόρτλαντ. Αυτοί και μουστάκι θα σε βάλουν να ξυρίσεις...
Ο τσατσένκο έγινε οδηγός ταξί. Δεν ξέρω τι κάνουν εκεί με τις άδειες, αλλά ξέρω ότι είναι λάντα η μάρκα. Δε μπορεί να μην είναι. Τίποτα άλλο δε θα μπορούσε να χωρέσει τον τσατσένκο. Θυμάμαι παλιά τον άβερελ, που ήταν κι ένα κεφάλι πιο κοντός από το βλαδίμηρο, αλλά ασφυκτιούσε στο βολάν. Τα γόνατά του έφταναν στο τιμόνι, όπου όπως είχε πει ο σύντροφος μάο, πρέπει να είναι η πολιτική, όχι τα γόνατα. Κι όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στους συνειρμούς με τη σοβιετική ένωση.
Πηγαίναμε με φόρα στους κακοτράχαλους χωματόδρομους, όπου οι άλλοι φοβούνταν μην πάθουν κάνα κραχ, όπως αυτό του 29’. Και στις μετωπικές συγκρούσεις, μόνο από νταλίκα χάναμε, γιατί είχαμε 80% λαμαρίνα και χάλυβα, ενώ οι άλλοι σκέτο πλαστικό (χρήμα και οικονομικές φούσκες).
Μέχρι που δαγκώσαμε τη λαμαρίνα κι ερωτευτήκαμε τη δύση και το σημαδεμένο. Κάναμε λάστιχο τον μαρξισμό και μείναμε από λάστιχο στον ίσιο δρόμο.
Ήδη από το 87, στο ευρωμπάσκετ της μαυριτανίας είχε φανεί πού το πάει το πράμα η περεστρόικα. Τελευταία αναλαμπή ήταν το 88, στη σεούλ, που νικήσαμε γιούγκους κι αμερικάνους. Γι’ αυτό ίσως ο φλωράκης έλεγε το 91 ότι η περεστρόικα πήγε καλά την πρώτη τριετία, μετά λοξοδρόμησε.
Είχε προηγηθεί το 86 η κατάρρευση των τιτοϊκών στον ημιτελικό της μαδρίτης, με τα τρία τρίποντα στο τελευταίο λεπτό. Εμπρός αδέλφια εμπρός κι ήταν μαζί μας ο λαός στο στάδιο. Μαζί κι ο συρίγος που είναι κι αυτός παιδί του σωλήνα-βασιλακόπουλου κι ήταν στην περιγραφή του αγώνα.
Και πιο πριν το τρομοκρατικό χτύπημα του μπέλοφ στο μόναχο το 72. Τρία δεύτερα μόνο φωτίζουν τη σοβιετική μας τη γενιά. Τα οποία κράτησαν μία αιωνιότητα και μια μέρα.
Και το τέλος της ιστορίας αρνούμαστε να το δεχτούμε. Έχουμε υποβάλει ένσταση να ξαναπαιχτούν τα 3 τελευταία δεύτερα, αυτά που λοξοδρόμησε η περεστρόικα κι άνοιξε την κερκόπορτα.
Κι ακόμα πιο πριν, το μουντομπάσκετ της χιλής, το 59, όπου η χρουτσοφική σοβιετία αρνήθηκε να παίξει κόντρα στη φορμόζα του σεκ (όχι του δικού μας, του άλλου) μηδενίστηκε κι έχασε ένα σίγουρο χρυσό μετάλλιο. Αργότερα κυκλοφόρησαν στην χώρα και γραμματόσημα με τον τίτλο: ηθικοί νικητές του τρίτου παγκοσμίου κυπέλλου.
Πόσοι μαοϊκοί όμως το ανα-γνωρίζουν αυτό; Μόνο αχαριστία, σοσιαλιμπεριαλισμό και θεωρία των τριών κόσμων θα ακούσει κανείς απ’ το στόμα τους.
Τι άλλο είχαμε μετά τις ανατροπές;
Τη ζαλγκίρις κάουνας να παίζει στο μόναχο το μπάσκετ του 21ου αιώνα. Τον τζέι αρ χόλντεν στην εθνική ρωσίας υπό τις οδηγίες του αμερικανοϊσραηλινού μπλατ, που μόνο εβραιομπολσεβίκος δε μοιάζει. Το γιο του τσατσένκο να πηδάει στο θεό και να νικάει σε διαγωνισμό καρφωμάτων, χωρίς ίχνος σεβασμού στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό και την εντυπωσιακή λιτότητα του πατέρα, που κάρφωνε χωρίς να κινήσει τα πόδια του -κι άλλα τέτοια εφε- και δεν πηδούσε ούτε εφημερίδα. Το μεταίχμιο του 92’ όπου ψήφισαν το μάαστριχτ και τη συμμετοχή επαγγελματιών παικτών του ΝΒΑ στους ολυμπιακούς.
Στα ελληνικά πράγματα, ξεχωρίζει η σημειολογία των δύο πρώτων ευρωπαϊκών κυπέλλων το 68 και το 91, που συμπίπτουν χρονικά με τις διασπάσεις του κόμματος με τους δεξιούς αναθεωρητές.
Δεν είναι τυχαίο ότι αμφότερα τα κατέκτησαν δικέφαλοι (η αεκ το 68 και το 91 ο παοκ). Ο ενιαίος συνασπισμός –που ήταν κάτι σαν τον "ενιαίο, αδιαίρετο" παναθηναϊκό- θα μπορούσε να έχει για σήμα του ένα δικέφαλο. Το ένα κεφάλι θα κοιτούσε προς τον δυτικό μαρξισμό και το άλλο προς τη μόσχα. Κι αν έμπαινε σε κόκκινο φόντο θα έφερνε λίγο στη σημαία της αλβανίας, και θα προσέγγιζε το ευρύ φιλο-χοτζικό κοινό.
Τώρα όμως, αποχαιρέτα το το λένινγκραντ που χάνεις. Σώπασε κυρά δέσποινα, αλέκα πώς σε λένε, και μην πολυδακρύζεις, πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι. Έχουμε το μαρμαρωμένο βασιλιά –στο βασίλειο της ελευθερίας- να μας περιμένει κατεψυγμένος στην κόκκινη πλατεία, που κάποιοι τη λένε και μηλιά. Κι αντί για εξαδάχτυλος, αυτός είναι φαλακρός. Φαλακρός την έφτιαξε, φαλακρός πράκτωρ (του ιμπεριαλισμού, όχι ο θου-βου που μας άφησε) την έχασε, φαλακρός θε να την ξαναπάρει. Ας πούμε ο ζιουγκάνοφ, ή κάποιος από τους επόμενους τέλος πάντων.
Τετάρτη 4 Μαΐου 2011
Η αποχουντοποίηση στα πανεπιστήμια
Η σημερινή ανάρτηση έχει τον εξής χαρακτήρα: να μαζέψει βοηθητικά στοιχεία για έναν φίλο της κε του μπλοκ, που έχει αναλάβει στα πλαίσια του μεταπτυχιακού του μια διπλωματική με θέμα: η αποχουντοποίηση στον χώρο των πανεπιστημίων.
Όταν μιλήσαμε, δύο ήταν οι βασικοί άξονες του προβληματισμού του. Να βρει ένα μαρξιστικό, θεωρητικό πλαίσιο για το ρόλο των διανοούμενων στο επαναστατικό προτσές. Και να βρει κόσμο που να έχει ζήσει τα γεγονότα από τη δική μας σκοπιά και να την υπερασπίζεται ακόμα. Το οποίο μάλλον αποκλείει όσους έφυγαν από το κόμμα το 91 (αλλά όχι απαραίτητα κι όσους έφυγαν δύο χρόνια νωρίτερα). Ο χουντής πχ μπορεί να έχει το όνομα και την χάρη, αλλά δε μας κάνει.
Εγώ θα γράψω εισαγωγικά κάποιες (πολύ) σκόρπιες σκέψεις, που έμειναν μισές και δεν έφτασαν να γίνουν κείμενο. Αλλά το θέμα είναι –περισσότερο από κάθε άλλη φορά- να πάρουν τη σκυτάλη στα σχόλια οι σφοι αναγνώστες, ο καθένας στο μέτρο των δυνατοτήτων του, όπως στο σοσιαλισμό.
Η αποχουντοποίηση στα πανεπιστήμια πρέπει να ιδωθεί παράλληλα με τη σημερινή αντίστροφη διαδικασία και με το άσυλο στο οποίο συμπυκνώνεται η ουσία του πράγματος.
Η ελλάς ελλήνων χριστιανών φρίττει με αποτροπιασμό μπροστά στους μετανάστες και κατάληψη πανεπιστημιακών κτιρίων, και δεν ξέρει ποιο από τα δυο αποστρέφεται περισσότερο. Τους μελαψούς μετανάστες ή τις σκοτεινές καταλήψεις;
Κι έτσι αναποφάσιστη, όπως γυρνά απορημένη το κεφάλι δεξιά-αριστερά (για να πάρει περισσότερη φόρα προς τα δεξιά) έρχεται σε επαφή με την λάμα των καναλιών που ακρωτηριάζουν την κριτική της ικανότητα και σταδιακά αποκεφαλίζεται. Μένει ακέφαλη κι ανεγκέφαλη. Πιάνεται για τα καλά στη φάκα της κρατικής προπαγάνδας. Ακόμα κι όταν δεν έχει τυράκι, απλώς από συνήθεια.
Λες οι ποντικοί στην αθήνα, αντί για τυρί να τρων κασέρι; Μικρή σημασία έχει. Σημασία έχει ότι οι φοιτητές έπεσαν με τα μούτρα στο τυράκι της αποχουντοποίησης στον χώρο τους, και δεν μπόρεσαν να την επεκτείνουν πέρα από το πανεπιστήμιο.
Καρπός εκείνου του κινήματος και των συσχετισμών που διαμορφώθηκαν ήταν η κατάκτηση του ασύλου, που σήμερα βρίσκεται στο στόχαστρο. Η δικτατορία του κεφαλαίου επιστρέφει με άλλο πρόσωπο. Δεν ποινικοποιεί την ελεύθερη έκφραση σκέψης, αρκεί να παραμείνει τέτοια και να μη γίνει πράξη. Δεν λογοκρίνει απόψεις (λέμε τώρα) εφόσον παραμένουν στα ασφυκτικά πλαίσια που τους ορίζει. Δεν απαγορεύει τη σκέψη, την εμπορευματοποιεί. Ό,τι δεν πουλάει, πεθαίνει βάση του νόμου της ζούγκλας και του δαρβινισμού της αγοράς.
Το βασικό αίτημα της αποχουντοποίησης ήταν η δημοκρατία. Αλλά καμία δημοκρατία δεν μπορεί να σταθεί αφ’ εαυτής, χωρίς ταξικό περιεχόμενο. Η καλύτερη αστική δημοκρατία δεν παύει να ‘ναι στην ουσία της δικτατορία της αστικής τάξης. (Άλλο αυτό όμως, κι άλλο να λες για χούντα του δντ ή του καραμανλή).
Αυτή την ιδέα την είχε εκφράσει αρκετά καλά κι ο παπατζής ανδρέας με ένα γνωστό τσιτάτο. Δεν το θυμάμαι αυτολεξεί, αλλά θυμάμαι περίπου πώς πήγαινε. Για να έχουμε κάτι πρέπει να υπάρχει κάτι άλλο. Προϋπόθεση της δημοκρατίας είναι η εθνική ανεξαρτησία. Αλλά για να έχουμε εθνική ανεξαρτησία, πρέπει να υπάρχει λαϊκή κυριαρχία. Κι αυτή προϋποθέτει με τη σειρά της κοινωνική δικαιοσύνη. Ώσπου φτάναμε στην καρδιά του ζητήματος και σε ένα ψευδώνυμο του σοσιαλισμού.
Ο σοσιαλισμός είναι η «χούντα του προλεταριάτου» εις βάρος μιας χούφτας εκμεταλλευτών. Είναι δημοκρατία υπέρ της συντριπτικής πλειοψηφίας του κόσμου. Χωρίς αυτόν η δημοκρατία είναι μια κούφια έννοια, χωρίς ουσία και περιεχόμενο.
Απορία στο περιθώριο: σήμερα διάφορα εκφυλιστικά φαινόμενα έχουν καταφέρει αυτό που ούτε η χούντα δεν μπόρεσε να κάνει: να νομιμοποιήσουν στη συνείδηση αρκετού κόσμου την κατάλυση του ασύλου.
Ύστερα κυρ-πρόεδρε, τους λες ή δεν τους λες προβοκάτορες; Κανονικοί ασφαλίτες να ήταν, λιγότερα θα κατάφερναν.
Δεύτερο θέμα: Για τη σχέση πρωτοπορίας και διανοούμενων.
Μία από τις πιο κλασικές προσεγγίσεις είναι αυτή του γκράμσι στα τετράδια της φυλακής, όπου ήταν αναγκασμένος να γράφει με υπονοούμενα για να ξεφύγει από τη λογοκρισία της φυλακής κι ανέφερε τον μαρξισμό ως φιλοσοφία της πράξης. Κι ίσως να μην είναι μακριά η μέρα που εμείς οι πραξιστές θα αναγκαστούμε να μιλάμε πάλι με αλληγορίες και μεταφορές για να πούμε αυτά που θέλουμε. Όπως έκανε ο καμπανέλης στο μεγάλο μας τσίρκο, επί χούντας πάλι.
Άλλοι ανακαλύπτουν το νέο επαναστατικό υποκείμενο της εποχής στη σπουδάζουσα νεολαία. Κάποιοι άλλοι διαφωνούν, αλλά έχουν σχεδόν όλες τους τις δυνάμεις στα πανεπιστήμια. Άλλοι θεωρούν την ανάλυση του κόμματος για τους διανοούμενους ύστερο ζντανοφισμό. Και κάποιοι άλλοι επιχειρούν να αντισταθμίσουν με φτηνό εργατισμό την ανάλυση του λένιν για το απέξω.
Στη βενεζουέλα του τσάβες η πλειοψηφία των φοιτητών ανήκει στα ανώτερα στρώματα κι είναι εναντίον της μπολιβαριανής διαδικασίας. Στην ελλάδα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, αλλά ο αριθμός των παιδιών που προέρχονται από εργατικές οικογένειες βαίνει μειούμενος. Και το κμε εξακολουθεί να φυτοζωεί, χωρίς να έχει κάποιο έργο στο ενεργητικό του τα τελευταία χρόνια.
Αλλά αν υπάρχει μια σταθερά από τα χρόνια του βλαδίμηρου, είναι το τσιτάτο που λέει ότι χωρίς επαναστατική θεωρία δε μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα.
Αυτά τα λίγα από μένα. Η σκυτάλη στους σφους αναγνώστες.
Όταν μιλήσαμε, δύο ήταν οι βασικοί άξονες του προβληματισμού του. Να βρει ένα μαρξιστικό, θεωρητικό πλαίσιο για το ρόλο των διανοούμενων στο επαναστατικό προτσές. Και να βρει κόσμο που να έχει ζήσει τα γεγονότα από τη δική μας σκοπιά και να την υπερασπίζεται ακόμα. Το οποίο μάλλον αποκλείει όσους έφυγαν από το κόμμα το 91 (αλλά όχι απαραίτητα κι όσους έφυγαν δύο χρόνια νωρίτερα). Ο χουντής πχ μπορεί να έχει το όνομα και την χάρη, αλλά δε μας κάνει.
Εγώ θα γράψω εισαγωγικά κάποιες (πολύ) σκόρπιες σκέψεις, που έμειναν μισές και δεν έφτασαν να γίνουν κείμενο. Αλλά το θέμα είναι –περισσότερο από κάθε άλλη φορά- να πάρουν τη σκυτάλη στα σχόλια οι σφοι αναγνώστες, ο καθένας στο μέτρο των δυνατοτήτων του, όπως στο σοσιαλισμό.
Η αποχουντοποίηση στα πανεπιστήμια πρέπει να ιδωθεί παράλληλα με τη σημερινή αντίστροφη διαδικασία και με το άσυλο στο οποίο συμπυκνώνεται η ουσία του πράγματος.
Η ελλάς ελλήνων χριστιανών φρίττει με αποτροπιασμό μπροστά στους μετανάστες και κατάληψη πανεπιστημιακών κτιρίων, και δεν ξέρει ποιο από τα δυο αποστρέφεται περισσότερο. Τους μελαψούς μετανάστες ή τις σκοτεινές καταλήψεις;
Κι έτσι αναποφάσιστη, όπως γυρνά απορημένη το κεφάλι δεξιά-αριστερά (για να πάρει περισσότερη φόρα προς τα δεξιά) έρχεται σε επαφή με την λάμα των καναλιών που ακρωτηριάζουν την κριτική της ικανότητα και σταδιακά αποκεφαλίζεται. Μένει ακέφαλη κι ανεγκέφαλη. Πιάνεται για τα καλά στη φάκα της κρατικής προπαγάνδας. Ακόμα κι όταν δεν έχει τυράκι, απλώς από συνήθεια.
Λες οι ποντικοί στην αθήνα, αντί για τυρί να τρων κασέρι; Μικρή σημασία έχει. Σημασία έχει ότι οι φοιτητές έπεσαν με τα μούτρα στο τυράκι της αποχουντοποίησης στον χώρο τους, και δεν μπόρεσαν να την επεκτείνουν πέρα από το πανεπιστήμιο.
Καρπός εκείνου του κινήματος και των συσχετισμών που διαμορφώθηκαν ήταν η κατάκτηση του ασύλου, που σήμερα βρίσκεται στο στόχαστρο. Η δικτατορία του κεφαλαίου επιστρέφει με άλλο πρόσωπο. Δεν ποινικοποιεί την ελεύθερη έκφραση σκέψης, αρκεί να παραμείνει τέτοια και να μη γίνει πράξη. Δεν λογοκρίνει απόψεις (λέμε τώρα) εφόσον παραμένουν στα ασφυκτικά πλαίσια που τους ορίζει. Δεν απαγορεύει τη σκέψη, την εμπορευματοποιεί. Ό,τι δεν πουλάει, πεθαίνει βάση του νόμου της ζούγκλας και του δαρβινισμού της αγοράς.
Το βασικό αίτημα της αποχουντοποίησης ήταν η δημοκρατία. Αλλά καμία δημοκρατία δεν μπορεί να σταθεί αφ’ εαυτής, χωρίς ταξικό περιεχόμενο. Η καλύτερη αστική δημοκρατία δεν παύει να ‘ναι στην ουσία της δικτατορία της αστικής τάξης. (Άλλο αυτό όμως, κι άλλο να λες για χούντα του δντ ή του καραμανλή).
Αυτή την ιδέα την είχε εκφράσει αρκετά καλά κι ο παπατζής ανδρέας με ένα γνωστό τσιτάτο. Δεν το θυμάμαι αυτολεξεί, αλλά θυμάμαι περίπου πώς πήγαινε. Για να έχουμε κάτι πρέπει να υπάρχει κάτι άλλο. Προϋπόθεση της δημοκρατίας είναι η εθνική ανεξαρτησία. Αλλά για να έχουμε εθνική ανεξαρτησία, πρέπει να υπάρχει λαϊκή κυριαρχία. Κι αυτή προϋποθέτει με τη σειρά της κοινωνική δικαιοσύνη. Ώσπου φτάναμε στην καρδιά του ζητήματος και σε ένα ψευδώνυμο του σοσιαλισμού.
Ο σοσιαλισμός είναι η «χούντα του προλεταριάτου» εις βάρος μιας χούφτας εκμεταλλευτών. Είναι δημοκρατία υπέρ της συντριπτικής πλειοψηφίας του κόσμου. Χωρίς αυτόν η δημοκρατία είναι μια κούφια έννοια, χωρίς ουσία και περιεχόμενο.
Απορία στο περιθώριο: σήμερα διάφορα εκφυλιστικά φαινόμενα έχουν καταφέρει αυτό που ούτε η χούντα δεν μπόρεσε να κάνει: να νομιμοποιήσουν στη συνείδηση αρκετού κόσμου την κατάλυση του ασύλου.
Ύστερα κυρ-πρόεδρε, τους λες ή δεν τους λες προβοκάτορες; Κανονικοί ασφαλίτες να ήταν, λιγότερα θα κατάφερναν.
Δεύτερο θέμα: Για τη σχέση πρωτοπορίας και διανοούμενων.
Μία από τις πιο κλασικές προσεγγίσεις είναι αυτή του γκράμσι στα τετράδια της φυλακής, όπου ήταν αναγκασμένος να γράφει με υπονοούμενα για να ξεφύγει από τη λογοκρισία της φυλακής κι ανέφερε τον μαρξισμό ως φιλοσοφία της πράξης. Κι ίσως να μην είναι μακριά η μέρα που εμείς οι πραξιστές θα αναγκαστούμε να μιλάμε πάλι με αλληγορίες και μεταφορές για να πούμε αυτά που θέλουμε. Όπως έκανε ο καμπανέλης στο μεγάλο μας τσίρκο, επί χούντας πάλι.
Άλλοι ανακαλύπτουν το νέο επαναστατικό υποκείμενο της εποχής στη σπουδάζουσα νεολαία. Κάποιοι άλλοι διαφωνούν, αλλά έχουν σχεδόν όλες τους τις δυνάμεις στα πανεπιστήμια. Άλλοι θεωρούν την ανάλυση του κόμματος για τους διανοούμενους ύστερο ζντανοφισμό. Και κάποιοι άλλοι επιχειρούν να αντισταθμίσουν με φτηνό εργατισμό την ανάλυση του λένιν για το απέξω.
Στη βενεζουέλα του τσάβες η πλειοψηφία των φοιτητών ανήκει στα ανώτερα στρώματα κι είναι εναντίον της μπολιβαριανής διαδικασίας. Στην ελλάδα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, αλλά ο αριθμός των παιδιών που προέρχονται από εργατικές οικογένειες βαίνει μειούμενος. Και το κμε εξακολουθεί να φυτοζωεί, χωρίς να έχει κάποιο έργο στο ενεργητικό του τα τελευταία χρόνια.
Αλλά αν υπάρχει μια σταθερά από τα χρόνια του βλαδίμηρου, είναι το τσιτάτο που λέει ότι χωρίς επαναστατική θεωρία δε μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα.
Αυτά τα λίγα από μένα. Η σκυτάλη στους σφους αναγνώστες.
Δευτέρα 2 Μαΐου 2011
Λένιν πρωτομάστορα
Πρώτο και καλύτερο απ’ όσα έγιναν στην αθήνα ήταν οι γνωριμίες από τη blogόσφαιρα. Αλλά όπως γνωρίζει κάθε διαλεκτικός –σκληρός ή μη- ουδέν καλό αμιγές κακού –κι αντιστρόφως. Ο διαδικτυακός υπόκοσμος υποκαθιστά σταδιακά την πραγματική ζωή, από τις κοινωνικές σχέσεις μέχρι τα κινήματα και τις εξεγέρσεις, που ως γνωστόν ξεκινάνε από το facebook. Αλλά οι κλασικοί στην εποχή τους δεν ήταν σε θέση να προβλέψουν την ύπαρξη χώρων κοινωνικής δικτύωσης και το ρόλο τους στο επαναστατικό προτσές. Ο οποίος μπορεί να είναι αντιδραστικός, σαν το ασφαλίτικο φακέλωμα, αλλά και θετικός ενίοτε, πχ σε περιπτώσεις χαρτογράφησης. Βλέπε αναλυτικά και το έργο του βλαδίμηρου περί δίκαιου κι άδικου φακελώματος. Κι έτσι, ο νέος αυτός κόσμος (που δεν είναι γενναίος, αλλά εφιαλτικός σαν αυτόν του χάξλεϊ) εγκλωβίζει στον ιστό του σαν κονκισταδόρ τους επίδοξους κολόμβους που τον ανακαλύπτουν.
Ας παίξουμε λίγο ακόμα με τις λέξεις. Ο πρώτος κόσμος της δύσης ρουφά τους πόρους του τρίτου και του επιστρέφει ένα μικρό κομμάτι ως ανθρωπιστική βοήθεια. Κι ο πάλαι ποτέ υπαρκτός δεύτερος μας άφησε χρόνους και καιρούς. Μαζί κι ένα τεράστιο κενό που το κάλυψε ο διαδικτυακός υπόκοσμος. Το διαδίκτυο υποκαθιστά τον υπαρκτό και καθιστά αναχρονισμό τα πνευματικά δικαιώματα και την ιδιοκτησία. Κάποιοι λένε μάλιστα ότι είναι ένα βήμα προς τις κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής.
Υπερβολές, θα πει κάποιος. Ναι, αλλά δεν είναι τυχαίο εκείνο το σηματάκι των linux με το σφυροδρέπανο.
Ή εκείνη η προειδοποίηση των αμερικάνικων αρχών, ότι κατεβάζοντας τζάμπα υλικό (μουσική, ταινίες κτλ) από το ίντερνετ, κατεβάζουμε τον ιό του κομμουνισμού.
Και δεν τον πιάνουν και τα αντι-virus. Τόσο ύπουλος είναι.
Ο δικός μας δεύτερος κόσμος –ακόμα και πρώτος σε κάποιους τομείς, ιδίως σε αυτούς που καθορίζουν την πραγματική ποιότητα ζωής- ήθελε να γίνει πρώτος σε όλα. Αλλά κυρίως ήθελε να επικρατήσει παγκόσμια, για να γίνει όλος ο κόσμος πρώτος, χωρίς ιμπεριαλισμό κι εξαρτήσεις. Σαν το ανέκδοτο με τον λένιν στο τρένο που τον ρωτήσανε γιατί ταξίδευε πάντα πρώτη θέση κι αυτός τους απάντησε: μα εμείς θέλουμε να καταργήσουμε την τρίτη θέση, όχι την πρώτη.
Η μόσχα ήταν η πρωτεύουσα του κομμουνισμού και το κκσε πρωτεργάτης της οικοδόμησής του. Κάποιοι έλεγαν ότι ο σοβιετικός σοσιαλισμός ήταν και ο πρώτος, χωρίς στρεβλώσεις και αντιφάσεις. Αλλά αυτή η ανάλυση είναι απλοϊκή και δεν εξηγεί γιατί χάσαμε.
Η όξυνση του ανταγωνισμού με τους ιμπεριαλιστές ευνόησε την τυπική (αμερικάνικη) λογική, ο πρώτος είναι τα πάντα, ο δεύτερος δεν είναι τίποτα. Εμείς απαντήσαμε με το γνωστό ανέκδοτο για το σοβιετικό τύπο που καλύπτει τον αγώνα δρόμου μεταξύ ενός σοβιετικού κι ενός αμερικάνου δρομέα, όπου νίκησε ο δεύτερος.
Την επόμενη μέρα τα πρωτοσέλιδα έγραφαν: μεγάλη επιτυχία του σοβιετικού αθλητή, τερμάτισε δεύτερος. Μόλις προτελευταίος και καταϊδρωμένος ο αμερικανός συνάδελφός του.
Κάπως έτσι έγινε και στο πρωτάθλημα της ιστορίας. Υπάρχει όμως κι η άποψη που λέει ότι θα βγαίναμε νικητές στην κούρσα με τον ιμπεριαλισμό, μόνο αν σταματούσαμε να τρέχουμε προς την ίδια κατεύθυνση. Δε θα μπορούσαμε ποτέ πχ να νικήσουμε τους αμερικάνους στη κούρσα των εξοπλισμών, γιατί ο ιμπεριαλισμός τρέφεται από τον πόλεμο κι από το εμπόριο όπλων του στρατιωτικο-βιομηχανικού μπλοκ, ενώ εμείς ξοδεύαμε πολύτιμους πόρους, τους οποίους τους στερούμασταν κάπου αλλού.
Δεν είναι πάντα στο χέρι μας όμως να επιλέξουμε ποια κούρσα μας βολεύει να τρέξουμε. Άσε που με την κλασική γκαντεμιά του κομμουνιστή, μπορεί να τρέχαμε μόνοι μας και να βγαίναμε πάλι δεύτεροι.
Πριν βγάλουμε κουτσάλογο τη σοβιετία και την κλείσουμε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, πρέπει να πάρουμε υπόψη από πού ξεκίνησε και πού έφτασε. Είχε να καλύψει μια χρονική απόσταση ενός αιώνα σε μια δεκαετία, σα να λέμε εκατό μέτρα μέσα σε δέκα δεύτερα, όπως ο βαλερί μπορζόφ. Μόνο που δεν ήταν ένα απλό σπριντ, αλλά απόσταση μαραθωνίου. Κι όταν μπήκαμε στην τελική ευθεία, μετά από τόσα ζιγκ-ζαγκ της ιστορίας, ήμασταν πλέον εξαντλημένοι. Ενώ οι άλλοι είχαν φρέσκο άλογο, που δεν είχε υποστεί φθορές από το δεύτερο παγκόσμιο.
Ο υπαρκτός αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία, ίσως και περισσότερες. Η σοβιετία ήταν απλώς η πρώτη προσπάθεια, με τα λάθη και την απειρία του πρωτάρη που βαδίζει σε πρωτόγνωρα κι απάτητα μονοπάτια. Πονάει πάντα η πρώτη φορά. Αλλά παραμένει η πρώτη μας αγάπη και παντοτινή. Σαν την ίον αμυγδάλου του παυλίδη (όχι του σοβιετικού κυριούλη, του άλλου).
Η ιστορία δεν τελείωσε. Αυτή ήταν μόνο η πρωτολογία της εργατικής τάξης. Την τελευταία λέξη θα την πουν οι λαοί. Και θα έχουν σύμμαχό τους τη γνώση από τα λάθη του παρελθόντος. Αυτό ήταν το αντάλλαγμα για την απώλεια του σοβιετικού παραδείσου, όταν τους γέλασε με τις βιτρίνες του ο κατηραμένος όφις του καπιταλισμού. Και ποια ήταν η κερδισμένη γνώση; Η υποδιαίρεση Ι; Ο στάλιν; Η κροστάνδη;
Ελάτε, ξέρω ότι το μυστικό κρύβεται σε μια λέξη. Μην το πάρετε μαζί σας. Βα-ζε-λί-νη...
Σήμερα υπερασπιζόμαστε κριτικά το σοσιαλισμό που (πρωτο)γνωρίσαμε και τους πρωτομάστορες της κοινωνίας του μέλλοντος. Οργανωνόμαστε στην πρωτοπορία της εργατικής τάξης, με πρωτοσύγκελους την αλέκα και τον πρωτούλη, και ψάχνουμε κοινά σημεία για συνεννόηση με τις διάφορες πρωτοβουλίες κατοίκων και τα πρωτοβάθμια. Είμαστε πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στους αγώνες (αλλά για το πρώτο μην είστε και τόσο σίγουροι).
Μελετάμε τα διδάγματα από την ιστορία μας, συμπληρώνουμε τον πρώτο τόμο απ’ το δοκίμιο κι ετοιμαζόμαστε να βγάλουμε το δεύτερο.
Πάει ο παλιός ο τόμος, ας γιορτάσουμε παιδιά...
Καλή μαγιά, καλή μαγιά, κόκκινη, ταξική πρωτομαγιά (2)
(Κείμενο που γράφτηκε με αφορμή την πρωτομαγιά, αλλά τελείωσε τη δεύτερη μέρα του μήνα)
Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Μόσχας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.
Ας παίξουμε λίγο ακόμα με τις λέξεις. Ο πρώτος κόσμος της δύσης ρουφά τους πόρους του τρίτου και του επιστρέφει ένα μικρό κομμάτι ως ανθρωπιστική βοήθεια. Κι ο πάλαι ποτέ υπαρκτός δεύτερος μας άφησε χρόνους και καιρούς. Μαζί κι ένα τεράστιο κενό που το κάλυψε ο διαδικτυακός υπόκοσμος. Το διαδίκτυο υποκαθιστά τον υπαρκτό και καθιστά αναχρονισμό τα πνευματικά δικαιώματα και την ιδιοκτησία. Κάποιοι λένε μάλιστα ότι είναι ένα βήμα προς τις κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής.
Υπερβολές, θα πει κάποιος. Ναι, αλλά δεν είναι τυχαίο εκείνο το σηματάκι των linux με το σφυροδρέπανο.
Ή εκείνη η προειδοποίηση των αμερικάνικων αρχών, ότι κατεβάζοντας τζάμπα υλικό (μουσική, ταινίες κτλ) από το ίντερνετ, κατεβάζουμε τον ιό του κομμουνισμού.
Και δεν τον πιάνουν και τα αντι-virus. Τόσο ύπουλος είναι.
Ο δικός μας δεύτερος κόσμος –ακόμα και πρώτος σε κάποιους τομείς, ιδίως σε αυτούς που καθορίζουν την πραγματική ποιότητα ζωής- ήθελε να γίνει πρώτος σε όλα. Αλλά κυρίως ήθελε να επικρατήσει παγκόσμια, για να γίνει όλος ο κόσμος πρώτος, χωρίς ιμπεριαλισμό κι εξαρτήσεις. Σαν το ανέκδοτο με τον λένιν στο τρένο που τον ρωτήσανε γιατί ταξίδευε πάντα πρώτη θέση κι αυτός τους απάντησε: μα εμείς θέλουμε να καταργήσουμε την τρίτη θέση, όχι την πρώτη.
Η μόσχα ήταν η πρωτεύουσα του κομμουνισμού και το κκσε πρωτεργάτης της οικοδόμησής του. Κάποιοι έλεγαν ότι ο σοβιετικός σοσιαλισμός ήταν και ο πρώτος, χωρίς στρεβλώσεις και αντιφάσεις. Αλλά αυτή η ανάλυση είναι απλοϊκή και δεν εξηγεί γιατί χάσαμε.
Η όξυνση του ανταγωνισμού με τους ιμπεριαλιστές ευνόησε την τυπική (αμερικάνικη) λογική, ο πρώτος είναι τα πάντα, ο δεύτερος δεν είναι τίποτα. Εμείς απαντήσαμε με το γνωστό ανέκδοτο για το σοβιετικό τύπο που καλύπτει τον αγώνα δρόμου μεταξύ ενός σοβιετικού κι ενός αμερικάνου δρομέα, όπου νίκησε ο δεύτερος.
Την επόμενη μέρα τα πρωτοσέλιδα έγραφαν: μεγάλη επιτυχία του σοβιετικού αθλητή, τερμάτισε δεύτερος. Μόλις προτελευταίος και καταϊδρωμένος ο αμερικανός συνάδελφός του.
Κάπως έτσι έγινε και στο πρωτάθλημα της ιστορίας. Υπάρχει όμως κι η άποψη που λέει ότι θα βγαίναμε νικητές στην κούρσα με τον ιμπεριαλισμό, μόνο αν σταματούσαμε να τρέχουμε προς την ίδια κατεύθυνση. Δε θα μπορούσαμε ποτέ πχ να νικήσουμε τους αμερικάνους στη κούρσα των εξοπλισμών, γιατί ο ιμπεριαλισμός τρέφεται από τον πόλεμο κι από το εμπόριο όπλων του στρατιωτικο-βιομηχανικού μπλοκ, ενώ εμείς ξοδεύαμε πολύτιμους πόρους, τους οποίους τους στερούμασταν κάπου αλλού.
Δεν είναι πάντα στο χέρι μας όμως να επιλέξουμε ποια κούρσα μας βολεύει να τρέξουμε. Άσε που με την κλασική γκαντεμιά του κομμουνιστή, μπορεί να τρέχαμε μόνοι μας και να βγαίναμε πάλι δεύτεροι.
Πριν βγάλουμε κουτσάλογο τη σοβιετία και την κλείσουμε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, πρέπει να πάρουμε υπόψη από πού ξεκίνησε και πού έφτασε. Είχε να καλύψει μια χρονική απόσταση ενός αιώνα σε μια δεκαετία, σα να λέμε εκατό μέτρα μέσα σε δέκα δεύτερα, όπως ο βαλερί μπορζόφ. Μόνο που δεν ήταν ένα απλό σπριντ, αλλά απόσταση μαραθωνίου. Κι όταν μπήκαμε στην τελική ευθεία, μετά από τόσα ζιγκ-ζαγκ της ιστορίας, ήμασταν πλέον εξαντλημένοι. Ενώ οι άλλοι είχαν φρέσκο άλογο, που δεν είχε υποστεί φθορές από το δεύτερο παγκόσμιο.
Ο υπαρκτός αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία, ίσως και περισσότερες. Η σοβιετία ήταν απλώς η πρώτη προσπάθεια, με τα λάθη και την απειρία του πρωτάρη που βαδίζει σε πρωτόγνωρα κι απάτητα μονοπάτια. Πονάει πάντα η πρώτη φορά. Αλλά παραμένει η πρώτη μας αγάπη και παντοτινή. Σαν την ίον αμυγδάλου του παυλίδη (όχι του σοβιετικού κυριούλη, του άλλου).
Η ιστορία δεν τελείωσε. Αυτή ήταν μόνο η πρωτολογία της εργατικής τάξης. Την τελευταία λέξη θα την πουν οι λαοί. Και θα έχουν σύμμαχό τους τη γνώση από τα λάθη του παρελθόντος. Αυτό ήταν το αντάλλαγμα για την απώλεια του σοβιετικού παραδείσου, όταν τους γέλασε με τις βιτρίνες του ο κατηραμένος όφις του καπιταλισμού. Και ποια ήταν η κερδισμένη γνώση; Η υποδιαίρεση Ι; Ο στάλιν; Η κροστάνδη;
Ελάτε, ξέρω ότι το μυστικό κρύβεται σε μια λέξη. Μην το πάρετε μαζί σας. Βα-ζε-λί-νη...
Σήμερα υπερασπιζόμαστε κριτικά το σοσιαλισμό που (πρωτο)γνωρίσαμε και τους πρωτομάστορες της κοινωνίας του μέλλοντος. Οργανωνόμαστε στην πρωτοπορία της εργατικής τάξης, με πρωτοσύγκελους την αλέκα και τον πρωτούλη, και ψάχνουμε κοινά σημεία για συνεννόηση με τις διάφορες πρωτοβουλίες κατοίκων και τα πρωτοβάθμια. Είμαστε πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στους αγώνες (αλλά για το πρώτο μην είστε και τόσο σίγουροι).
Μελετάμε τα διδάγματα από την ιστορία μας, συμπληρώνουμε τον πρώτο τόμο απ’ το δοκίμιο κι ετοιμαζόμαστε να βγάλουμε το δεύτερο.
Πάει ο παλιός ο τόμος, ας γιορτάσουμε παιδιά...
Καλή μαγιά, καλή μαγιά, κόκκινη, ταξική πρωτομαγιά (2)
(Κείμενο που γράφτηκε με αφορμή την πρωτομαγιά, αλλά τελείωσε τη δεύτερη μέρα του μήνα)
Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Μόσχας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.