Στο κόμμα φοβόμαστε μην ξεχειλώσει το πράγμα και συνήθως το μαζεύουμε μετά την τρίτη ερώτηση. Στο εξωκοινοβούλιο αντίθετα μοιάζουν με εκείνο το πουλόβερ του οπαδού του παναθηναϊκού σε μια ταινία της ρένας βλαχοπούλου, που το τραβούσε από την αγωνία του και το ‘χε παραξηλώσει. Καταλήγουν σε ένα αξεδιάλυτο κουβάρι, αλλά βαυκαλίζονται ότι έχουν το μίτο που θα τους οδηγήσει στην αντικαπιταλιστική έξοδο από τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις τους. Κι η αριάδνη έχει μουγκαθεί περιμένοντας τους πλατφόρμερς να τελειώσουν για να έρθει κι η σειρά της να μιλήσει. Κανονικά αυτά λύνονται σαν τον γόρδιο δεσμό. Αυτά όμως θεωρούνται σταλινικές μέθοδες κι απορρίπτονται από θέση αρχής κι εργατικής δημοκρατίας.
Η λογική των ερωτήσεων στο κόμμα είναι σχέση πομπού-δέκτη. Η καθοδήγηση προς την οποία απευθύνεται η ερώτηση γνωρίζει πάντα την απάντηση και λύνει όλες τις απορίες. Αν κάποιος σύντροφος εξακολουθεί να έχει διαφορετική άποψη και παρουσιάζει αποκλίνουσα συμπεριφορά, πάει να πει ότι έχει περιορισμένη αντιληπτική ικανότητα και δεν κατάλαβε αυτό που του είπαμε, δεν έχει συνειδητοποιήσει την ανάγκη κτλ. Ευτυχώς όμως είμαστε εμείς εδώ για να του το εξηγήσουμε.
Αν δεν είναι θέμα περιορισμένης αντίληψης κι ο σύντροφος συνεχίσει το ίδιο βιολί, πάει να πει πως έχει αντιλήψεις (πληθυντικός αριθμός. Μα αν δεν έχει αντιλήψεις πώς θα φτάσει να έχει αντίληψη γενικώς έστω και περιορισμένη); Οπότε οι πολλές ερωτήσεις κόβονται και το πράγμα συνήθως μαζεύεται από μόνο του. Ρωτάνε δυο-τρεις, για ξεκάρφωμα που είναι νέοι και με τον καιρό θα μάθουν.
Στην αντίπερα όχθη έχουμε αμφισβήτηση των γραφών και της αυθεντίας. Πραγματική αυθεντία είμαστε εμείς και το τελευταίο βιβλίο που διαβάσαμε. Αν ρωτήσεις μια ενδεκάδα ανθρώπων, θα πάρεις έντεκα διαφορετικές απαντήσεις. Κι αν τους ρωτήσεις -τους ίδιους- την επόμενη βδομάδα ο αριθμός των απαντήσεων θα αυξανόταν εκθετικά.
Ερωτήσεις πάνω στην εισήγηση; Δεν υπάρχουν. Ο καθένας έχει από μία απάντηση και μία δική του εισήγηση, που κατεβάζει εν είδει τοποθέτησης.
Καμιά απορία; Δεν υπάρχει κάστρο άπαρτο για τους μπολσεβίκους. Τα έχουν όλα λυμένα, σαν γόρδιο δεσμό.
Κι εσύ κάθεσαι και σκέφτεσαι τι από τα δυο είναι καλύτερο. Να τα ‘χεις όλα ληγμένα με σιγή νεκροταφείου; Ή να τα ‘χεις λυμένα κι η εισήγηση να είναι απλώς αφορμή να μαζευτείτε και να το εξηγήσεις και στους υπόλοιπους; Οι οποίοι έχουν ακριβώς τον ίδιο σκοπό και το πράγμα πάει μέχρι τελικής πτώσεως. Στο τέλος μόνο ένας χαιλάντερ θα επικρατήσει.
Η άγνοια είναι σαν την καμία δουλειά. Δεν είναι ντροπή. Εμείς οι άνεργοι (κι όσοι βάζουμε το νι για λόγους ευφωνίας) το ξέρουμε από πρώτο χέρι. Εκτός κι αν η άγνοια γίνει ιδεολογία και καταλήξει σε συνειδητό αγνωστικισμό.
Ο γκράμσι λέει ότι η αλήθεια είναι επαναστατική. Κι οι πρωτοπόροι σύντροφοι –που σπανίως διαβάζουν γκράμσι- πιστεύουν πώς αν δεν την κατείχαν δε θα ήταν πρωτοπόροι. Κι ίσως γίνονταν οιονεί αντεπαναστάτες.
Κι επειδή αντεπαναστάτες δεν είναι, οι σύντροφοι απαντάνε σε όλα κι ας μην τα ξέρουν. Δεν υπάρχει αρνητική βαθμολογία, εξάλλου. Κι αν απαντήσουν λάθος, υπάρχει το μαξιλαράκι της οργάνωσης.
Οι επικριτές της οργάνωσης πετάνε στα σύννεφα που είναι απαλά σα μαξιλαράκι. Εκεί όπου ο αγνωστικισμός συμβαδίζει διαλεκτικά, χέρι-χέρι, με την ξερολίαση. Όπως είπε κι ένα παλικάρι σε ένα συν-κάτι (συνέδριο, σύσκεψη, συντονιστικό, ή κάτι τέτοιο), βγαίνουν πολλοί και λένε πως δεν κατέχουν την απόλυτη αλήθεια. Ε λοιπόν, εμείς την κατέχουμε.
Αυτός τουλάχιστον ήταν ειλικρινής. Οι άλλοι είναι απλώς ταπεινοί παντογνώστες. Που στους τοίχους μπορεί να γράφουν ότι οι μπάτσοι πουλάνε την επιστήμη και στο πλαίσιό τους να μιλάν για πανεπιστήμονες.
Κι έχουν άποψη επί παντός επιστητού.
Ας πούμε ότι θέμα μας είναι τα παπούτσια και πώς να δένεις τα κορδόνια. Ο μέσος αριστεριστής, κάπου βρέθηκε, κάτι άκουσε και μπορεί να απαντήσει εμπειρικά. Έχει άποψη επί του θέματος.
Ενώ ο σύντροφος πρέπει να απαντήσει μαρξιστικά και μένει χαμένος στην αφαίρεση. Θα σκεφτεί πώς δενότανε το ατσάλι και θα προσπαθήσει να το συνδέσει. Κι ο λένιν δεν ήταν που έλεγε ότι οι καπιταλιστές θα μας πουλήσουν ακόμα και το σχοινί με το οποίο θα δέσουμε τα παπούτσια μας; Ή κάπως έτσι. Το ‘γραφε και σε εκείνους τους τόμους όπου απαντούσε σε ένα σωρό πράγματα με τίτλο ο ΛΈΝΙΝ ΑΠΑΝΤΆ.
Συνήθως λοιπόν οι απαντήσεις είναι άλλα αντ’ άλλων κι ο κόσμος καταλήγει με πιο πολλές απορίες απ’ ό,τι πριν. Τι γυρεύω εγώ εδώ; Μα καλά, για μούσμουλο με περνάνε; κι άλλα τέτοια.
Και σταδιακά αναπτύσσει μια μειωμένη προσδοκία να πάρει απάντηση στις ερωτήσεις του. Εσωτερικεύει την αδυναμία των άλλων και νιώθει ένοχος που έχει αντιλήψεις και δεν κρύβεται πίσω από εύκολες απαντήσεις που είναι σαν δάχτυλο υψωμένο στη νοημοσύνη του.
Έτσι η άγνοια -που δεν είναι ντροπή- καταλήγει τέτοια για κάποιους λίγους που την παραδέχονται. Που είναι όμως κι οι μόνοι που ίσως κάνουν κάτι να την αντιμετωπίσουν.
Οι εύκολες απαντήσεις είναι απλώς το πρώτο κι απαραίτητο βήμα για την αλήθεια. Μέχρι να καταλάβουμε ότι τα πράγματα είναι αντιφατικά. Κι ότι η αλήθεια έχει πολλές όψεις κι αλλάζει μες στον χρόνο (χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχει, ή ότι αλήθεια είναι αυτό που μας βολεύει). Η βεβαιότητα συνυπάρχει μη ειρηνικά με τα ερωτηματικά μέχρι να καταρρεύσει κάτω από το βάρος τους.
Ναι, πείτε μου. Ξέρω πως όλο το μυστικό κρύβεται σε μια λέξη. Μην το πάρετε μαζί σας.
-Βα-ζε-λί-νη...
Κατά βάθος ξέρεις πως δεν είναι τόσο απλό. Πρέπει να το δεις διαλεκτικά. Αλτάνες, ραγού, διακόπτης.
Στο τέλος όμως επιστρέφεις στο αρχικό συμπέρασμα (ο γκόρμπι ήταν προδότης). Αλλά σε ένα ανώτερο επίπεδο (του έστρωσε το δρόμο το εικοστό συνέδριο κι αυτό με τη σειρά του στρώθηκε από κάτι άλλο και πάει στρώνοντας).
Η γνώση δεν προχωρά στατικά για να λιγοστεύουν οι απορίες σαν τους συντρόφους του οδυσσέα. Ένα μαθαίνεις σε πέντε σκοντάφτεις. Όσο ανοίγεις τους ορίζοντές σου, τόσο περισσότερα βλέπεις και θες να μάθεις. Σαν την τελική γραμμή του ορίζοντα που όσο την πλησιάζεις, αυτή απομακρύνεται.
Σε κάθε ερώτηση ενυπάρχει πάντα ένα κομμάτι απάντησης. Και στην απορία ένα κομμάτι γνώσης. Ένας λογικός πυρήνας που έδωσε το αρχικό ερέθισμα. Είναι ερωτήσεις μερικής άγνοιας. Δεν απαντιούνται μονολεκτικά με ένα ναι, ή ένα ου, σαν τηλεπαιχνίδι.
Είναι σαν το άλλο παιχνίδι με τον τσαουσόπουλο, όπου χάνεις αν απαντήσεις με ναι ή όχι. Εκτός κι αν τα πεις και τα δυο μαζί, το οποίο είναι καθαρή διαλεκτική. Και ναι και όχι, είναι και δεν είναι.
Κι είναι και κάποιες ερωτήσεις ρητορικές. Σαν τις ρητορικές επερωτήσεις των δικών μας στη βουλή και τον ρίζο που τις βάζει στη στήλη δώστε απαντήσεις. Σιγά μη δώσουν. Πάντα λευκή κόλλα δίνουν. Δεν τους ρωτάμε για αυτό άλλωστε. Απάντηση θα πάρουν, ενότητα κι αγώνα.
Πολλές φορές ρωτάς τον άλλο κάτι σύνθετο και περιμένεις να δεις πώς θα το πιάσει το θέμα. Βλέπεις πώς σου απαντάνε, καταλαβαίνεις ποιους να αποφεύγεις και συνεχίζεις με τους υπόλοιπους. Παίρνεις κάτι από τον καθένα, εμπλουτίζεις τον αρχικό λογικό πυρήνα, θέτεις ξανά και ξανά το ίδιο ερώτημα στον εαυτό σου και τους άλλους. Ώσπου ωριμάζει μέσα σου και φτάνεις στο σημείο όπου μπορείς να το απαντήσεις μόνος σου.
-Και τώρα εσύ γιατί μας τα λες όλα αυτά;
-Έλα ντε! Καλή ερώτηση. Προχωράμε στην επόμενη.
2 σχόλια:
Είναι δεδομένο ότι υπάρχει μία μερίδα ευφυών συντρόφων που αρνούνται να "υποτάξουν" την δεδομένη αυτή ευφυία τους στην συλλογική δράση και σκέψη του Κόμματος. Αυτό δεν γίνεται γιατί στο Κόμμα επικρατεί σιγή νεκροταφείου αλλά επειδή ο μικροαστισμός τους αδυνατει να δεχτεί την πιθανότητα να έχει λάθος η ευφυής πάντα αποψάρα τους. Στην καλύτερη περίπτωση καταλήγουν το εκνευριστικό είδος ανθρώπου που οι ίδιοι αποκαλούν "ανένταχτος αριστερός" και εμείς όταν έχει εκλογές "χαρτογράφηση"...
Σύντροφε δεκτή η κριτική σου κι έχει βάση.
Σε ό,τι με αφορά προσπάθησα να την υποτάξω (την όποια αμφίβολη ευφυία μου), μάλλον με πολλά εισαγωγικά όμως κι η σχέση έσπασε. Όχι από μέρους μου πάντως.
Κι εμένα με εκνευρίζουν συνήθως οι ανένταχτοι αριστεροί. Αλλά δε θεωρώ εαυτόν αριστερό γενικά, πόσο μάλλον χωρίς ένταξη.
Δημοσίευση σχολίου