Αναδημοσίευση από Ατέχνως
Πας λοιπόν στο χωριό μερικές μέρες, για να κάνεις ένα διάλειμμα από τους κρύους, αποξενωμένους ανθρώπους της πόλης, και συναντάς τελικά μια μικρογραφία τους, πιο γκροτέσκα, ίσως και πιο χαριτωμένη, αν έρχεσαι μαζί της σε επαφή, λίγες φορές το χρόνο. Κι αναρωτιέσαι πότε χώρεσε τόσο πολλή πόλη μες στο χωριό και δεν το πήρες είδηση.
Ώσπου κάθεστε να δείτε τις ειδήσεις κι εκεί βλέπεις το φως το αληθινό για τη βασική πηγή του σκοταδιού. Γιατί πιάνουν να αναλύσουν οι ασώματες κεφαλές ένα ζήτημα και οι πιστοί υπήκοοι-τηλεθεατές αρχίζουν από κάτω να αναμασούν τηλεπαθητικά τα μηνύματα, που ακούν τόσο καιρό, τα έχουν εσωτερικεύσει, και τα πιστεύουν τώρα για δικά τους, δικές τους απόψεις και συμπεράσματα, όπου έφτασαν μόνοι τους, αυθόρμητα. Γιατί μπορεί το μυαλό του τηλεοπτικού υπηκόου να σταματάει και να πέφτει σε λήθαργο, αλλά δεν παύει εντελώς να λειτουργεί κι έχουμε έτσι μια μορφή υπνοπαιδείας, με το από οθόνης κήρυγμα να αποθηκεύεται υποσυνείδητα. Κι είναι πολύ τυπική στάση να δανείζεσαι την κυρίαρχη άποψη των δελτίων, που την έχεις αποστηθίσει κι εμπεδώσει, για να μη φανεί πως δεν έχεις δική σου στην ομήγυρη του καφενείου ή στην παρέα με τις γειτόνισσες. Κι έτσι γίνεται διανομή ρόλων, ο ένας Ευαγγελάτος, ο άλλος Πρετεντέρης, κόβοντας και ράβοντας για όποιο θέμα προκύψει.
Βγαίνει πχ ένα ρεπορτάζ για το δημόσιο χρέος και τις δόσεις, κι αρχίζει ο παππούς για τις αποδείξεις που δεν κόβουμε, τους υπεράριθμους διορισμούς και τα βύσματα στο δημόσιο, που έκαναν όλη τη ζημιά. Συμπληρώνει η γιαγιά για τους άχρηστους δημόσιους υπαλλήλους που τους πληρώνουμε για να τα ξύνουν ολημερίς. Κι αποσώνει ο θείος με στόμφο για το σπάταλο, αμαρτωλό παρελθόν, όταν καταναλώναμε περισσότερα απ’ όσα παράγαμε. Κι ας μην κατανάλωναν τίποτα σοβαρό οι χωριανοί όλα αυτά τα χρόνια, κι ας παράγουν λιγότερα από ποτέ με την ΚΑΠ και τις ευλογίες της ΕΕ, όπου θα τρώγαμε με χρυσά κουτάλια, και θα πουλούσαμε τα προϊόντα μας στην κοινή αγορά, αντί να τα θάβουμε σε χωματερές. Κι άντε να ανατρέψεις εσύ την εδραιωμένη Παγκαλική λογική, όλοι μαζί τα φάγαμε, και να ξύσεις τη σκουριά τόσων χρόνων, για να εξηγήσεις μετά ποιος δημιούργησε το χρέος, πόσες φορές το έχουμε πληρώσει και αν στην Ελλάδα έχουμε υπεράριθμους γιατρούς κι εκπαιδευτικούς ή το ακριβώς αντίθετο. Ακόμα κι αν τους πείσεις, όμως, τους μιλάς πολιτικά μια στο τόσο και όχι σε καθημερινή βάση, όπως τα δελτία ειδήσεων (κι όχι μόνο). Κι αύριο που θα φύγεις, για αυτούς θα είναι μια καινούρια μέρα, όπου θα ξεχάσουν όσα ήξεραν, για να χωρέσουν αυτά που θα τους πει η τηλεόραση κι οι ασώματες κεφαλές των δελτίων.
Επόμενο θέμα οι πρόσφυγες και το μεταναστευτικό. Αρχίζει ο παππούς να γκρινιάζει πως γεμίσαμε ξένους κι αραπάδες (άντε πες αυτό βγαίνει από το Άραβες, και δεν το εννοεί τόσο ρατσιστικά). Συνεχίζει η γιαγιά πως είναι σχέδιο να μας κάνουν όλους Μουσουλμάνους και να απαρνηθούμε την πίστη μας, και κορυφώνει ο θείος πως μας παίρνουν τις δουλειάς –αν και πολλές φορές, κι ο ίδιος προτίμησε να δώσει φτηνά, μαύρα μεροκάματα σε μετανάστες, για να του μαζέψουν τις ελιές, και να μειώσει το κόστος εργασίας. Χωρίς να τον απασχολεί ιδιαίτερα πως όταν δε δίνεις ένσημα, είναι σα να μη δίνεις απόδειξη και –κατά τη δική του λογική- αυτά μας έφεραν εδώ που είμαστε σήμερα.
Αν και εδώ (που είμαστε σήμερα) υπάρχουν κι οι γιαγιάδες της Λέσβου (ή μήπως της Μυτιλήνης;) για να τους πιάσεις στο φιλότιμο και να τους δείξεις την άλλη πλευρά. Άσε που τις έκανε σύμβολο σύσσωμο το μιντιακό σύστημα, για να κρύψει πίσω από την ανθρωπιά τους, την απανθρωπιά και τις εγκληματικές ευθύνες των υπόλοιπων.
Κι αυτή, για να μην πολυλογούμε, είναι μια συνηθισμένη εικόνα της ελληνικής επαρχίας, που την είχε τραγουδήσει κι ο Παπακωνσταντίνου 40 χρόνια πριν, στα Αγροτικά του Μπακαλάκου: στην τηλεόραση το βράδυ η κυρα-Λένη, κοιτώντας σίριαλ θα κλάψει από συγκίνηση. Και την είχε αποτυπώσει πολύ καλά ο Χάρρυ Κλυνν στο Αλαλούμ, στη σκηνή που ο δαίμονας της τηλεόρασης εισβάλλει στο χωριό (ρόμβοι, τρίγωνα, εκ διαμέτρου αντίθετα πράγματα), κι αναστατώνει τους κατοίκους, για να τους κατακτήσει στο τέλος.
Αυτή είναι κι η μεγάλη σκοταδιστική προσφορά της ιδιωτικής τηλεόρασης, που επέτεινε όλα τα παραπάνω στο πολλαπλάσιο, και αυτόν τον καιρό διαφημίζει τα 25 χρόνια της, με ένα ενιαίο, πανηγυρικό σποτάκι.
Και για να το πιάσω, από εκεί που το άφησε χτες ο 2310net, από το σλόγκαν «άσε το θείο, πιάσε το τζόκερ».
Άσε το τζόκερ, πιάσε την ταξική πάλη.
Κι άσε την τηλεόραση και πιάσε ένα βιβλίο.
Πας λοιπόν στο χωριό μερικές μέρες, για να κάνεις ένα διάλειμμα από τους κρύους, αποξενωμένους ανθρώπους της πόλης, και συναντάς τελικά μια μικρογραφία τους, πιο γκροτέσκα, ίσως και πιο χαριτωμένη, αν έρχεσαι μαζί της σε επαφή, λίγες φορές το χρόνο. Κι αναρωτιέσαι πότε χώρεσε τόσο πολλή πόλη μες στο χωριό και δεν το πήρες είδηση.
Ώσπου κάθεστε να δείτε τις ειδήσεις κι εκεί βλέπεις το φως το αληθινό για τη βασική πηγή του σκοταδιού. Γιατί πιάνουν να αναλύσουν οι ασώματες κεφαλές ένα ζήτημα και οι πιστοί υπήκοοι-τηλεθεατές αρχίζουν από κάτω να αναμασούν τηλεπαθητικά τα μηνύματα, που ακούν τόσο καιρό, τα έχουν εσωτερικεύσει, και τα πιστεύουν τώρα για δικά τους, δικές τους απόψεις και συμπεράσματα, όπου έφτασαν μόνοι τους, αυθόρμητα. Γιατί μπορεί το μυαλό του τηλεοπτικού υπηκόου να σταματάει και να πέφτει σε λήθαργο, αλλά δεν παύει εντελώς να λειτουργεί κι έχουμε έτσι μια μορφή υπνοπαιδείας, με το από οθόνης κήρυγμα να αποθηκεύεται υποσυνείδητα. Κι είναι πολύ τυπική στάση να δανείζεσαι την κυρίαρχη άποψη των δελτίων, που την έχεις αποστηθίσει κι εμπεδώσει, για να μη φανεί πως δεν έχεις δική σου στην ομήγυρη του καφενείου ή στην παρέα με τις γειτόνισσες. Κι έτσι γίνεται διανομή ρόλων, ο ένας Ευαγγελάτος, ο άλλος Πρετεντέρης, κόβοντας και ράβοντας για όποιο θέμα προκύψει.
Βγαίνει πχ ένα ρεπορτάζ για το δημόσιο χρέος και τις δόσεις, κι αρχίζει ο παππούς για τις αποδείξεις που δεν κόβουμε, τους υπεράριθμους διορισμούς και τα βύσματα στο δημόσιο, που έκαναν όλη τη ζημιά. Συμπληρώνει η γιαγιά για τους άχρηστους δημόσιους υπαλλήλους που τους πληρώνουμε για να τα ξύνουν ολημερίς. Κι αποσώνει ο θείος με στόμφο για το σπάταλο, αμαρτωλό παρελθόν, όταν καταναλώναμε περισσότερα απ’ όσα παράγαμε. Κι ας μην κατανάλωναν τίποτα σοβαρό οι χωριανοί όλα αυτά τα χρόνια, κι ας παράγουν λιγότερα από ποτέ με την ΚΑΠ και τις ευλογίες της ΕΕ, όπου θα τρώγαμε με χρυσά κουτάλια, και θα πουλούσαμε τα προϊόντα μας στην κοινή αγορά, αντί να τα θάβουμε σε χωματερές. Κι άντε να ανατρέψεις εσύ την εδραιωμένη Παγκαλική λογική, όλοι μαζί τα φάγαμε, και να ξύσεις τη σκουριά τόσων χρόνων, για να εξηγήσεις μετά ποιος δημιούργησε το χρέος, πόσες φορές το έχουμε πληρώσει και αν στην Ελλάδα έχουμε υπεράριθμους γιατρούς κι εκπαιδευτικούς ή το ακριβώς αντίθετο. Ακόμα κι αν τους πείσεις, όμως, τους μιλάς πολιτικά μια στο τόσο και όχι σε καθημερινή βάση, όπως τα δελτία ειδήσεων (κι όχι μόνο). Κι αύριο που θα φύγεις, για αυτούς θα είναι μια καινούρια μέρα, όπου θα ξεχάσουν όσα ήξεραν, για να χωρέσουν αυτά που θα τους πει η τηλεόραση κι οι ασώματες κεφαλές των δελτίων.
Επόμενο θέμα οι πρόσφυγες και το μεταναστευτικό. Αρχίζει ο παππούς να γκρινιάζει πως γεμίσαμε ξένους κι αραπάδες (άντε πες αυτό βγαίνει από το Άραβες, και δεν το εννοεί τόσο ρατσιστικά). Συνεχίζει η γιαγιά πως είναι σχέδιο να μας κάνουν όλους Μουσουλμάνους και να απαρνηθούμε την πίστη μας, και κορυφώνει ο θείος πως μας παίρνουν τις δουλειάς –αν και πολλές φορές, κι ο ίδιος προτίμησε να δώσει φτηνά, μαύρα μεροκάματα σε μετανάστες, για να του μαζέψουν τις ελιές, και να μειώσει το κόστος εργασίας. Χωρίς να τον απασχολεί ιδιαίτερα πως όταν δε δίνεις ένσημα, είναι σα να μη δίνεις απόδειξη και –κατά τη δική του λογική- αυτά μας έφεραν εδώ που είμαστε σήμερα.
Αν και εδώ (που είμαστε σήμερα) υπάρχουν κι οι γιαγιάδες της Λέσβου (ή μήπως της Μυτιλήνης;) για να τους πιάσεις στο φιλότιμο και να τους δείξεις την άλλη πλευρά. Άσε που τις έκανε σύμβολο σύσσωμο το μιντιακό σύστημα, για να κρύψει πίσω από την ανθρωπιά τους, την απανθρωπιά και τις εγκληματικές ευθύνες των υπόλοιπων.
Κι αυτή, για να μην πολυλογούμε, είναι μια συνηθισμένη εικόνα της ελληνικής επαρχίας, που την είχε τραγουδήσει κι ο Παπακωνσταντίνου 40 χρόνια πριν, στα Αγροτικά του Μπακαλάκου: στην τηλεόραση το βράδυ η κυρα-Λένη, κοιτώντας σίριαλ θα κλάψει από συγκίνηση. Και την είχε αποτυπώσει πολύ καλά ο Χάρρυ Κλυνν στο Αλαλούμ, στη σκηνή που ο δαίμονας της τηλεόρασης εισβάλλει στο χωριό (ρόμβοι, τρίγωνα, εκ διαμέτρου αντίθετα πράγματα), κι αναστατώνει τους κατοίκους, για να τους κατακτήσει στο τέλος.
Αυτή είναι κι η μεγάλη σκοταδιστική προσφορά της ιδιωτικής τηλεόρασης, που επέτεινε όλα τα παραπάνω στο πολλαπλάσιο, και αυτόν τον καιρό διαφημίζει τα 25 χρόνια της, με ένα ενιαίο, πανηγυρικό σποτάκι.
Και για να το πιάσω, από εκεί που το άφησε χτες ο 2310net, από το σλόγκαν «άσε το θείο, πιάσε το τζόκερ».
Άσε το τζόκερ, πιάσε την ταξική πάλη.
Κι άσε την τηλεόραση και πιάσε ένα βιβλίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου