Ο χειρότερος εχθρός μας είναι ο εαυτός
μας.
Όταν στέλνεις φως, σου επιστρέφεται.
Να
εκφράζεις αυτό που έχεις μέσα σου.
Όταν νικάς
χωρίς κίνδυνο, θριαμβεύεις χωρίς δόξα.
Αυτός
που αγωνίζεται μπορεί να χάσει, όμως αυτός που
δεν αγωνίζεται έχει ήδη χάσει.
Υπάρχουν νίκες
που είναι πιο χρήσιμες και από ήττες.
Όπα, «ΚΑΤ»! Πού κολλάνε οι δυο τελευταίες
αλήθειες με τις υπόλοιπες κοελιές;
Πουθενά.
Είναι όμως όλες φράσεις παρμένες από το τελευταίο,
ολόφρεσκο τεύχος του Αστερίξ, που σατιρίζει
ανελέητα την υστερία και το εμπόριο «θετικής
ενέργειας» που μας κατακλύζει. Εκτός από την
τελευταία που είναι του Βλαδίμηρου -όχι του
Πούτιν και ας τον έχουν κάποιοι ως περίπου ισάξιο
των κλασικών.
Και ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα;
Ότι μπορείς να πεις τα πάντα με τόσο ξύλινο
τρόπο, που να μοιάζουν κούφια σαν τσιτάτα αυτοβελτίωσης.
Η αυτοκριτική όμως είναι οξυγόνο για τους συντρόφους
και δείγμα ώριμης δύναμης για τα ΚΚ που την κάνουν
ουσιαστικά.
Κρατάμε την εισαγωγή και ανοίγουμε μικρή παρένθεση στην παιδική μας ηλικία. Θυμάμαι σαν παιδιά του Αρσένη και εμείς, είχαμε πήξει στις εξετάσεις, μετρούσαμε απελπισμένοι την ύλη κάθε μαθήματος και πιστεύαμε pvw θα έβγαινε πιο εύκολα, όταν βλέπαμε εγχειρίδια με πολλές εικόνες. Όταν δίνεις 30 σχεδόν μαθήματα σε δύο χρόνια, οι εικόνες γίνονται το όπιο και οι αυταπάτες του μαθητικού λαού.
Η νέα έκδοση της ΚΕ για τα 50 χρόνια από την εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι -ας πούμε- κάτι αντίστοιχο, αλλά καμία σχέση. Δεν ξεπερνά σε έκταση τις 200 σελίδες και οι περισσότερες είναι εικονογραφημένες. Αλλά ουκ εν τω πολλώ το ευ και ενδιαφέρον. Βασικά όλα τα θέματα, και ιδίως τα συμπεράσματα, είναι SOS και ένα είδος «προδημοσίευσης» από τον Τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας -που κυκλοφορεί ήδη από χτες.
Το βασικό στοιχείο της έκδοσης είναι τα χρήσιμα συμπεράσματα και ο αυτοκριτικός τόνος, σε αρκετά σημεία του κειμένου της ΚΕ. Ας δούμε όμως πρώτα τι είναι και τι θέλει η αυτοκριτική. Και τι πιστεύουν ότι είναι, όσοι την βλέπουν καχύποπτα.
Σε αντίθεση με τον προβοκατόρικο τίτλο της ανάρτησης, αυτοκριτική δε σημαίνει πως «πήραμε τη ζωή μας λάθος» ούτε ότι ρίχνουμε μια μουτζούρα στο παρελθόν. Βασική σημείωση και αφετηρία του κειμένου της ΚΕ πχ είναι πως οι αδυναμίες των κομμουνιστών σε εκείνη τη συγκυρία δεν αναιρούν τη συμβολή τους στην εξέγερση του Πολυτεχνείου -και αντιστρόφως. Η επισήμανση των αδυναμιών δε συνιστά ρεβιζονισμό, δηλαδή αναθεώρηση προγραμματικών θέσεων και αρχών.
Η αυτοκριτική δεν είναι μηδενισμός ούτε λαθολογία. Είναι συστηματική εξέταση των γεγονότων και προετοιμασία για όσα θα συμβούν στο μέλλον -αλλιώς δεν έχει κανένα πρακτικό νόημα να μελετάμε την ιστορία και τους νόμους που την κινούν. Η (αυτο)κριτική έχει τελείως διαφορετικούς στόχους από ό,τι μια πολεμική -και κακώς τείνουμε να τις συγχέουμε και να τις ταυτίζουμε, ψυχολογικά ή συνειδητά, αν δε μας αρέσει ένα συμπέρασμα ή ο κλονισμός κάποιων σταθερών παραδοχών μας.
Η αυτοκριτική σημαίνει να σκύβουμε στην πείρα μας, να την αξιοποιούμε και να βγάζουμε διδάγματα -αυτό που καλούμε τον λαό να κάνει με τη δική του πείρα. Η αυτοκριτική ενός ΚΚ δε σημαίνει ότι δέχεται και δικαιώνει την πολεμική που του ασκεί ο ταξικός εχθρός ή ένας πολιτικός αντίπαλος, ούτε πως υποχωρεί στην πίεσή τους. Δείχνει αντιθέτως τη δύναμή του να κάνει ανοιχτά-δημόσια μια τέτοια διαδικασία, όπως σημείωσε ο Ένγκελς στην εποχή του.
Αν δε σκεφτόμαστε και -πολύ περισσότερο- δε δρούμε έτσι, στερούμε από το Κόμμα ένα αναντικατάστατο εργαλείο, το πολύτιμο οξυγόνο της κριτικής εξέτασης της πράξης. Τείνουμε να βαλτώσουμε τη σκέψη μας και την πολιτική αντιπαράθεση σε έτοιμα, στείρα σχήματα, που επαναλαμβάνονται χωρίς ψυχή και ουσία. Ας σκεφτούμε μόνο πόσες φορές αυτή η νοοτροπία έβαλε εμπόδια σε μια αναγκαία επανεκτίμηση ή φρενάρισε αδικαιολόγητα μια μετατόπιση σε κάποιο θέμα, είτε επιμέρους, είτε και στρατηγικό.
Ας θυμηθούμε, τέλος, τη φράση των κλασικών για την έμπρακτη, ανελέητη αυτοκριτική κάθε επαναστατικού εγχειρήματος, που γυρίζει πίσω σε ό,τι έχει αφήσει ημιτελές, πέφτει και ξανασηκώνεται, δίνει χρόνο στον αντίπαλό του για να σηκωθεί κτλ -δεν έχω πρόχειρη το ακριβές «τσιτάτο» αλλά οι πιο διαβασμένοι αναγνώστες θα το έχουν ασφαλώς υπόψη τους και θα το βρουν εύκολα από τα δικά μου θραύσματα και κάποιες λέξεις-κλειδιά.
Τα παραπάνω σημειώνονται γενικά και έχουν απλώς ως αφορμή την πρόσφατη έκδοση. Η αυτοκριτική ματιά της ΚΕ είναι διεισδυτική και πιάνει ένα ευρύ φάσμα.
Όσοι ιντριγκάρονται -αναπόφευκτα ως ένα βαθμό και δεν εξαιρώ τον εαυτό μου- από την εκτίμηση της ΚΕ στο θέμα της προβοκατορολογίας και όσων αναφέρονταν στο φύλλο 8 της Πανσπουδαστικής, μπορεί να δουν το δέντρο αλλά θα χάσουν το δάσος, που βρίσκεται σε μια σειρά σημεία, συνολικά. Επαναλαμβάνω, επί τη ευκαιρία, πως η βασική αξία της σχετικής «επανόρθωσης» είναι ακριβώς αυτή: ότι μεταφέρει δηλαδή στο πολιτικό πεδίο την ουσία της αντιπαράθεσης.
Σημειώνω επίσης πως δεν πρόκειται για μια «εύκολη κριτική» που δεν παίρνει υπόψη το ιστορικό πλαίσιο και τις συνθήκες της εποχής, ούτε ξεμπερδεύει με μια γενική και αφηρημένη απόρριψη της στρατηγικής του ΚΚΕ, της θεωρίας των σταδίων κτλ. Ακόμα και σε αυτό το πεδίο, η κριτική εστιάζει σε συγκεκριμένα γεγονότα της εποχής, όπως την τελευταία παράγραφο της ανακοίνωσης της Συντονιστικής Επιτροπής της κατάληψης, που αρχικά απαλείφθηκε, για να την επαναφέρουν αργότερα στο ανακοινωθέν του ραδιοφωνικού σταθμού τα στελέχη του Ρήγα, περνώντας ουσιαστικά τη θέση τους για απεύθυνση στους ηγέτες των αστικών κομμάτων, για να δοθεί πολιτική λύση στο πλαίσιο μιας αστικής αντιδικτατορικής ενότητας. Η κριτική του κειμένου της ΚΕ δε σημειώνει αφοριστικά πως η στρατηγική του κόμματος δε μετέτρεψε την εξέγερση σε... σοσιαλιστική επανάσταση, αλλά ότι η αντίστοιχη θέση του για αντιδικτατορική ενότητα σε άλλο πλαίσιο, προκάλεσε σύγχυση σε κάποια στελέχη της Αντι-ΕΦΕΕ και την υπαναχώρηση στη θέση των Ρηγάδων. (Ας φανταστούμε, πάντως, πόσα χρόνια και σε πόσες συνελεύσεις θα ακούγαμε αυτό το ζήτημα, αν ήταν οι δυνάμεις της Αντι-ΕΦΕΕ που είχαν κάνει το «τέχνασμα» του Ρήγα).
Τι αφορά λοιπόν η ουσία της κριτικής; Ας δούμε μερικά παραδείγματα.
-Τη δυσκολία να καθοριστούν σωστά τα συνθήματα στη διάρκεια ενός ξεσπάσματος. Δεν πρέπει να είναι απογειωμένα και ξεκομμένα από τις διαθέσεις των μαζών. Δεν πρέπει να απορρίπτουν αφ’ υψηλού κάποια αυθόρμητα, ενδεχομένως ρηχά συνθήματα (όπως το «πάρ’ τον πίθηκο και μπρος» που σατίριζε την εμφάνιση του Μαρκεζίνη) ούτε όμως να υποτάσσονται στο αυθόρμητο και τις ασταθείς διαθέσεις του.
Στο Πολυτεχνείο δόθηκε μάχη για να επικρατήσουν και να μεταδοθούν συνθήματα με αντι-ιμπεριαλιστική στόχευση (έξω οι ΗΠΑ, έξω το ΝΑΤΟ), που έδιναν βάθος και περιεχόμενο στον φοιτητικό-λαϊκό ξεσηκωμό. Στον αντίποδα, ωστόσο, ο στόχος της «γενικής απεργίας», που μπήκε από δυνάμεις αριστεριστών και του Ρήγα, αλλά μεταδόθηκε και από τον σταθμό της «Ελεύθερης Ελλάδας», ήταν ένα κενό σύνθημα στον αέρα, χωρίς να υπάρχουν δομές, συσχετισμοί και οι προϋποθέσεις για να γίνει πράξη. Το βασικό ζητούμενο δεν είναι ποιος θα ρίξει γενικά το πιο ριζοσπαστικό σύνθημα, αλλά ποια συνθήματα - στόχοι θα πιάσουν το επίπεδο της συνείδησης των λαϊκών μαζών, για να το ανυψώσουν.
-Οι δυνάμεις της Αντι-ΕΦΕΕ έβλεπαν με επιφύλαξη τις απρογραμμάτιστες ενέργειες που δεν ακολουθούσαν κάποιο σχέδιο, ενώ στη διάρκεια του τριημέρου είχαν την αγωνία να μη μετατραπεί το Πολυτεχνείο από επίκεντρο του ξεσηκωμού σε φάκα για τους αγωνιστές που κινδύνευαν με συλλήψεις, βασανιστήρια κτλ. Συνεπώς είχε μια βάση ο προβληματισμός που έμπαινε να απαγκιστρωθεί το δυναμικό της οργάνωσης, για να μην αποδεκατιστεί από τα έμπειρα, πρωτοπόρα στελέχη του.
Αυτό το σκεπτικό ήταν σωστό, αλλά δεν οδηγούσαν σε σωστά συμπεράσματα, στη δεδομένη συγκυρία, με τη δυναμική που είχαν πάρει τα πράγματα. Και αυτό δεν είναι εύκολο να το εκτιμήσουν νέοι σύντροφοι χωρίς πείρα και σε συνθήκες σκληρής παρανομίας -για παράδειγμα υπήρχαν τέσσερις ομάδες μελών της ΚΝΕ στο Πολυτεχνείο, αλλά δε γνωρίζονταν μεταξύ τους για λόγους περιφρούρησης! Ούτε είναι εύκολο να το εκτιμήσει η οργάνωση, αν δεν υπάρχει ένα καθοδηγητικό κέντρο μέσα ή έστω κοντά στις εξελίξεις του αγώνα, για να υπολογίσει τις καμπές των γεγονότων και να διαμορφώσει ευέλικτα τη γενική κατεύθυνση. Και δε θα μπορούσε να είναι εκεί, στις δεδομένες συνθήκες.
Ο λαϊκός παράγοντας, όμως, αποκτά ριζοσπαστική συνείδηση και την ατσαλώνει μες στους αγώνες και τα ξεσπάσματα της οργής του. Σε τέτοιες κορυφώσεις, σε τέτοια σπουδαία γεγονότα, ξεπενρά αναστολές χρόνων, δείχνει απαράμιλλο ηρωισμό, συνειδητοποιεί τις δικές του δυνατότητες και τους στόχους του. Ο ρόλος αυτών των αγώνων είναι αναντικατάστατος για την προώθηση του στρατηγικού σκοπού, ακόμα και αν γνωρίσουν την ήττα και οδηγήσουν σε ένα πρόσκαιρο πισωγύρισμα. Η άνοδος της ριζοσπαστικής διάθεσης και της συνειδητοποίησης δεν περνάει μόνο από κάποιες μικρές νίκες στο σήμερα και τις επιμέρους κατακτήσεις τους. Ενίοτε περνάει και μέσα από κάποιες «μικρές ήττες», που μπορεί να είναι γόνιμη και χρήσιμη ιστορική πείρα, προτιμότερη από κάποιες επισφαλείς νίκες.
Ακόμα και αν πάρουμε ξεχωριστά το κομμάτι της περιφρούρησης, μια οργάνωση έχει περισσότερες δικλίδες ασφαλείας για τα στελέχη και τους παράνομους πυρήνες της, όταν συνδέεται με το μαζικό κίνημα, από το οποίο θα ξεπηδήσουν ασφαλώς τα νέα στελέχη και οι πολύτιμες εφεδρείες που θα καλύπτουν με το παραπάνω τα κενά από τις συλλήψεις κτλ -ακόμα και οι σύντροφοι που πέφτουν στα χέρια του εχθρού, μπορεί να γεννήσουν δεκάδες αγωνιστές με την ηρωική τους στάση και το παράδειγμά τους. Και αυτό δεν είναι ρομαντική φλυαρία, αλλά θέση αρχής με απόλυτη πρακτική αξία.
Σε κάθε περίπτωση, το βασικό συμπέρασμα είναι πως αυτά τα ξεσπάσματα μπορεί να προκύψουν προτού... «ωριμάσουν οι συνθήκες», χωρίς να υπάρχει επαναστατική κατάσταση και γενικευμένη κρίση του συστήματος. Το βασικό ζητούμενο για τους κομμουνιστές είναι να μάθουν τι πρέπει να κάνουν σε αυτές τις περιπτώσεις, εξετάζοντας κριτικά την πείρα τους, χωρίς καμία διάθεση αυτομαστιγώματος. Εξάλλου υπάρχει αρκετή θετική πείρα -και αναφέρω ενδεικτικά τα Τέμπη, ως πρόσφατο παράδειγμα. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που χωράνε αρκετό αναστοχασμό, στο φως αυτής της γενικής ιδέας.
Φτάνουμε στην κατακλείδα. Η έκδοση της ΚΕ είναι ένα χρήσιμο «εγχειρίδιο» για τους επαναστάτες και η ύλη της φεύγει σχετικά εύκολα. Δεν έχει όμως εύκολη κριτική και αβασάνιστα συμπεράσματα, που δεν απαιτούν ενεργή σκέψη από τους αναγνώστες. Όποιος δε νιώθει έτοιμος για κάτι τέτοιο, μπορεί να ξεφυλλίσει απλά το Λεύκωμα της ΚΝΕ, που έχει πολλές φωτογραφίες και μικρά συνοδευτικά κείμενα -σαν τα ταμπλό μιας πολιτικής έκθεσης στο Φεστιβάλ. Και αν δεν είναι ικανός ούτε για αυτό, ας περιοριστεί στο τελευταίο Αστερίξ, που είναι μακράν το καλύτερο στη μετα-Γκοσινί εποχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου