Σαν βγεις στον πηγαιμό για τη Μήλο, νιώθεις
ένα νεφρό ελαφρύτερος για τα ακτοπλοϊκά, είτε
πάρεις το γρήγορο του Ηλιόπουλου που δείχνει
μόνο «Ε» και όχι Ολυμπιακούς Αγώνες -ίσως γιατί
έχουν ολυμπιακούς κύκλους και πινακίδες- είτε
είναι μακρύς ο δρόμος, με το άλλο που κάνει στάση
στις μισές Κυκλάδες.
Κι όπως αγναντεύεις το
πέλαγος, σου παίρνει τα μαλλιά ο αέρας -πριν σου
πέσουν τελείως- και τα μυαλά ο Μήλος της αντίδρασης
και της πλουτοκρατίας, ένα σωρό χαζά λογοπαίγνια,
χωρίς λόγο και χιούμορ, το ένα πίσω από το άλλο,
σαν τις ασίστ του Μήλος Τεόντοσιτς.
Κι όταν πια
φτάσεις στα Πολλόνια, ψάχνεις να βρεις τον παρουσιαστή
που θα σου πει «χαμογέλα, είσαι στο ΗΓΔΕΚΚ» (Η γεωγραφία δεν είναι καθόλου κουλ) και τη λωρίδα
του Γκντανσκ στον ορίζοντα. Και ο Γ’ Παγκόσμιος
Πόλεμος θα ξεκινήσει για καθαρά υλικούς λόγους
και ένα ανέμελο άρθρο που θα εξηγεί ότι η λαδένια
και η καρπουζόπιτα είναι ανώτερες από την μπουγάτσα
-λες και ξέρουν να τρώνε ή τι είναι οι μπουγάτσες.
Αλλά σαν την μπουγάτσα -την κανονική, την ορθόδοξη,
όχι σαν τις μίζερες τις δικές τους- δεν έχει.
Φεύγοντας από τη Μήλο, το αλάτι κάνει μπούκλες τα μαλλιά, το μυαλό μένει πίσω δεσμώτης των αναμνήσεων κι έχει μια σειρά καλούς λόγους για αυτό, με τους οποίους δύσκολα διαφωνεί κανείς, ακόμα κι αν είναι πνεύμα αντιλογίας από την Αντίμηλο. Μη μου (αντι)μηλάς για καλοκαίρια...
Το βασικό ατού - προϊόν της Μήλου είναι οι παραλίες. Είναι δεκάδες και δεν είναι σχεδόν καμία μέτρια. Ή πρέπει να προσπαθήσεις για να βρεις μια μέτρια -να πας στην τύχη και αυτή να σε έχει μουντζώσει, να πας συστημένος και να μη σε συμπαθεί αυτός που σε έστειλε. Ή να μην προσπαθήσεις καθόλου -να πας δίπλα στο λιμάνι γιατί βαριέσαι ή να βαρύνεις μετά το φαΐ στον Εμπουριό, όπου τρως πάνω στο κύμα, συνήθως κυριολεκτικά, παρά τον μουσαμά του μαγαζιού και να το μετρήσεις για μέτριο μπάνιο.
Λίγα νησιά έχουν τόσο δαντελωτή ακτογραμμή και βάλλονται πανταχόθεν από «θάλασσες μας ζώνουν, κύματα μας κλειουν», σε βαθμό που να μη βοηθούν πολύ στον αυτόματο προσανατολισμό, γιατί είναι παντού και προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις. Η Μήλος έχει τόσες παραλίες που θα μπορούσε να τις εξάγει σε άλλα νησιά ή σε άλλες χώρες -πχ της Σύρου. Προς το παρόν εισάγει μαζικά τουρίστες -κυρίως Ιταλούς, Ισπανούς και Γάλλους- χωρίς συστάσεις στους ντόπιους να αποφεύγουν τις μετακινήσεις και την άσκοπη κατανάλωση αέρα. Στο κοντινό μέλλον βέβαια οι ντόπιοι τουρίστες θα είναι είδος προς εξαφάνιση, κλεισμένοι σε πόλεις-κλουβιά, για να μην ενοχλούν την ανάπτυξη. Και το ερώτημα «σε ποιον ακριβώς απευθύνονται» για τις τιμές (δωματίων, ακτοπλοϊκών κτλ) θα γίνει ρητορικό. Τα έχουμε για τους ξένους, σαν τα σοκολατάκια -που λένε και στο Τουίτερ. Εκτός και αν σκάσει η φούσκα στο ενδιάμεσο και γλιτώσουμε από τόση ανάπτυξη.
Παρένθεση: είναι ακριβό νησί η Μήλος; Σίγουρα δεν είναι φτηνό -ποτέ δεν ήταν (και δεν το λέω στην σκουληκιάρικη, επίσημη γλώσσα, πχ των δημάρχων Μυκόνου και Σαντορίνης, για να φτιασιδώσουν την αλήθεια). Για την ακρίβεια -που μας βαράει αλύπητα- χρειάζεται ένα γενναίο κονδύλι (και ακόμα πιο γενναίους χρηματοδότες) για να την γυρίσεις όλη και να την χαρείς. Έχει όμως σχετικά μικρές αποστάσεις -για τη βενζίνη- και σχεδόν αθηναϊκές τιμές στην εστίαση. Αλλά πουθενά δεν είναι φτηνό να τρως κάθε μέρα έξω.
Το «φτηνά» είναι πολύ σχετική έννοια πια. Τα πάντα ακριβαίνουν ταχύτατα, κανένα νησί δεν κάνει εκπτώσεις Ιούλιο και Αύγουστο και η Μήλος πλέον μπορεί να είναι απλώς «λίγο τσιμπημένη», συγκριτικά με τον μέσο όρο στην ισοτιμία του νεφρού. Αν πχ μια διανυκτέρευση στα 60 ευρώ για δύο άτομα θεωρείται πια κελεπούρι, το πρόβλημα δεν είναι οι τιμές της Μήλου αλλά ο γενικός τιμάριθμος και η... «ελεγκτική αρχή» που λέει πως δεν μπορεί να βάλει χέρι στο αόρατο χέρι της ελεύθερης ζούγκλας της αγοράς, που βάζει χέρι στα οπίσθιά μας. Κι αν βλέπεις τους πιο πολλούς σφους (συντρόφους και συναδέλφους) γύρω σου να μην έχουν χρήματα ούτε για λίγες μέρες διακοπές, δεν είναι ότι έχεις ανέβει κοινωνική τάξη. Ούτε χρειάζεται όμως να κάνεις σαν Αντουανέτα, λέγοντας: αν δεν μπορούν να φύγουν σε νησί, ας κάνουν staycation για ξεκούραση.
Κι όταν φτάσεις με τη σχεδία σου, Οδυσσέα -για οικονομία στα ακτοπλοϊκά με τις τριήρεις- στο Κιρκονήσι -όχι την Κρήτη του Λεωνίδα- θα δεις όλους τους συντρόφους σου να μεταμορφώνονται σε γουρούνες, που είναι πηγή ηχορρύπανσης και ατυχημάτων, μία από τις 107 ανοιχτές πληγές του τουρισμού με τις φαραωνικές εγκαταστάσεις και τους σύγχρονους σκλάβους της κοινωνικής πυραμίδας -η τελευταία λέξη του σύγχρονου εργασιακού μεσαίωνα, που δουλεύει 7 στα 7, ήλιο με ήλιο, και θα θεωρούσε κατάκτηση το 6ήμερο-13ωρο του νόμου Γεωργιάδη, με την 78ωρη εργάσιμη εβδομάδα.
Λέγαμε όμως για τις παραλίες, που είναι όλες μία προς μία, εκλεκτές και για κάθε γούστο -εκλεκτικό και μη. Οργανωμένες και μη (απλές επιρροές), μαζικές με λαϊκό προσκύνημα ή σκέτα γκρουπούσκουλα με δυο-τρεις παρέες που μοιράζονται τις φυσικές καβάτζες για σκιά, με εύκολη πρόσβαση ή μόνο με καραβάκι ή με ζόρικες καταβάσεις, έτσι για την περιπέτεια, στην πρωτοπορία του τρεντισμού ή του φασεϊσμού, και σχεδόν όλες κορυφαίες, στη λίστα των υποψήφιων για την καλύτερη παραλία της Ελλάδας.
Κατά την ακραία υποκειμενική μου γνώμη, το ξακουστό Σαρακήνικο δεν είναι μία από αυτές. Είναι ένα τρομερό σεληνιακό τοπίο, κατάλληλο για τα στούντιο της NASA, από το ’69 μέχρι σήμερα, αρκεί να βρει τρόπο να διώξει τα μυριάδες ερασιτεχνικά συνεργεία των ινσταγκραματζούδων -wannabe influencer- με τον επαγγελματικό ζήλο που έχουν καταλάβει τον χώρο για γύρισμα και δε θα το διέκοπταν ούτε αν κατέβαιναν εξωγήινοι (και εξωσελήνιοι), απορροφημένες στο πάθος τους. Περνάς μπροστά από δεκάδες κάμερες που ψάχνουν τη σωστή γωνία λήψης για τα φίλτρα που θα μπουν αργότερα, εστιάζεις στα γατιά -τα μόνα συμπαθή ψώνια-μοντέλα της περιοχής που αξίζουν την προσοχή σου-, χαλάς την πιάτσα με απλές λήψεις από το κινητό και στην επιστροφή πετυχαίνεις τις πρωταγωνίστριες στο ίδιο σημείο που τις άφησες -άντε να πήγαν ένα βήμα παραπέρα. Ένα μικρό βήμα για τις influencer, δύο τεράστια βήματα πίσω για το ανθρώπινο είδος μας -που του πήρε εκατομμύρια χρόνια να μάθει να βαδίζει στα δυο του πόδια και να ποζάρει στον ευρυγώνιο φακό αλλά σπανίως στέκεται πραγματικά όρθιο. Μπορεί το Σαρακήνικο να είναι προστατευόμενη περιοχή Natura και ευτυχώς αλλά (είναι κόλπο για να κάνει γυρίσματα η NASA και) δεν έχει επαρκή προστασία από την ανθρώπινη βλακεία που είναι αήττητη και -κατά τη γνώμη της- απείρως φωτογενής.
Τα άλλα δύο σημεία του νησιού που δεν έχουν λόγο να ζηλέψουν τις δόξες του Σαρακήνικου είναι το κάστρο της Χώρας, από όπου έχεις πιάτο το μισό Αιγαίο, και τα σύρματα στο Κλίμα -και αλλού- (παλιά και πολύχρωμα ψαράδικα σπίτια) που ήταν υπέροχο μέρος μέχρι να γίνει πασίγνωστο λόγω ίνσταγκραμ. Σήμερα είναι πανάκριβες ενοικιαζόμενες κατοικίες για πελάτες που θέλουν να βιώσουν «αυθεντικές εμπειρίες» και πώς είναι να μένεις δίπλα στο κύμα («ο βίος αβίωτος» είναι η σωστή απάντηση, αν ρωτήσουμε τους ψαράδες που το έκαναν αναγκαστικά όλο τον χρόνο), ενώ στην πράξη βλέπουν τους μισούς τουρίστες του νησιού να περνάνε από μπροστά τους -μια στενή λωρίδα γης, όταν δεν την καλύπτει το κύμα- ιδίως πριν το ηλιοβασίλεμα. Μοναδική εμπειρία...
Αντιθέτως, αν πας με καραβάκι στο Κλέφτικο -που ήταν κάποτε άντρο πειρατών και δε χρειάζεται να ρωτήσεις καν το γιατί, μόλις το δεις- είναι μια στάση που νιώθεται να πεις ότι έχεις κλείσει σαν κολυμβητής και πως όλα τα άλλα σου φαίνονται συμβατικά ή μέτρια. Μέχρι να πας στη Γαλάζια της Πολύαιγου, όπου είναι μια στάση που νιώθεται να βγάλεις -πάνω στον ενθουσιασμό σου- το Κλέφτικο μια μέτρα, συμβατική εμπειρία.
Αξίζει επίσης τον κόπο -και τον χωματόδρομο- να δοκιμάσεις τα Θειωρυχεία, με τις εγκαταλειμμένες εγκαταστάσεις να σου θυμίζουν πόλη-φάντασμα, και το δυτικό κερατάκι του νησιού: Άγιο Ιωάννη, Τριάδες, Αρχονταρίκι ή τη Συκιά αν μπορείς να πάρεις - νοικιάσεις κάποιο είδος σκάφους. Εμείς δεν είχαμε και μείναμε με την όρεξη. Αλλά από ένα σημείο και έπειτα παθαίνεις
Στο πολύ ιδιαίτερο Τσιγκράδο, δίπλα στη Φιριπλάκα, η κατάβαση -όπως και η ανάβαση- γίνεται από μια πρόχειρη (ανεμο)σκαλα. Η μισή απόλαυση είναι το ανθρώπινο μποτιλιάρισμα (Ελλαδάρα, παντού ουρές) κι οι γνωριμίες στην αναμονή. Αλλά το κέφι απογειώνεται όταν φυσήξει ένα ελαφρύ αεράκι, σημαίνοντας την έναρξη της αμμοβολής και του ομαδικού σιχτιρίσματος -ευλαβικού σαν προσευχή- λίγο πριν έρθει η ανταμοιβή μετά την κάθοδο. Και δεν παλιώνει ποτέ το αστείο-καμάρι των παλιών, που κοιτάν υποτιμητικά τους «φλώρους» της νέας γενιάς, γιατί στα χρόνια τους δεν υπήρχε σκάλα και κατέβαιναν μόνο με ένα σχοινί, με ένα πόδι, (περ)πατώντας μόνο στα χέρια ή και απευθείας με βουτιά, όπως ο Μπαρδέμ στο «η θάλασσα μέσα μου».
Σαν τους γερο-θαλασσόλυκους καπετάνιους της Κιμώλου που σε περνάνε απέναντι στην -κάθε άλλο παρά πολύβουη- Πόλυβο και κάνουν χάζι τον κύκλο της ζωής και του ηθικού των επιβατών. Στην αρχή ο αέρας σου χαϊδεύει τα μαλλιά απέξω και το στομάχι εσωτερικά, που διαμαρτύρεται. Τσιμπάς μια σπιτική λαδένια, που σου φαίνεται το καλύτερο έδεσμα του κόσμου -πλην της μπουγάτσας. Σκέφτεσαι πως η θάλασσα σου πάει πολύ καλύτερα από τα κατσάβραχα, ότι δεν είσαι κατσίκι και ότι αν ξανακάνουμε αντάρτικο στα κοντά, θα ζητήσεις να καταταγείς στον ΕΛΑΝ, με το ψευδώνυμο «Μπουρλότο(ς)».
Δέκα λεπτά αργότερα, το αεράκι έχει δυναμώσει, εσύ έχεις μετανιώσει για τη λαδένια και ό,τι έχεις φάει το τελευταίο δίμηνο, αναρωτιέσαι γιατί κουνάει τόσο το καράβι και πώς δεν πέφτει με βάση τους νόμους της Φυσικής. Βλέπεις στο τραπέζι το πιάτο με τα σταφύλια και ότι δεν έχει πέσει ούτε ρώγα, σκέφτεσαι μήπως τσιμπήσεις μια, αλλά μετανιώνεις στο επόμενο κύμα. Στο τέλος βγαίνεις με γαλόνια επιζώντα ναυμαχίας και τη βεβαιότητα πως έχεις ζήσει το θαλάσσιο αντίστοιχο από το τρενάκι του τρόμου. Μέχρι να σου ξηλώσει γαλόνια ο κάπτεν λέγοντας ότι είχαμε μπουνάτσα... (Λες να μην ξέρουν ούτε την μπουγάτσα ούτε την μπουνάτσα;). Και ότι χρειάζεται και λίγο survivor στη ζωή μας. Αρκεί στο τέλος να επιζήσεις, για να τα διηγηθείς...
Το πιο ενδιαφέρον με την Πόλυβο, το μεγαλύτερο
ακατοίκητο νησί της χώρας, είναι πως είχε κατοίκους
περίπου ως το ’85, που τα παιδιά τους πήγαιναν
σχολείο στην Κίμωλο (!) -όταν μπορούσαν- και εγκατέλειψαν
το νησί όταν είδαν τον πολιτισμό/ηλεκτρισμό
να φτάνει απέναντι και να σταματά εκεί, χωρίς
να περνά απέναντι. Και εσύ δεν ξέρεις αν πρέπει
να κλάψεις ή να γελάσεις. Αν είναι τραγωδία που
ένα νησί εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους
του, γιατί τους εγκατέλειψε το κράτος. Ή αν είναι
κατά λάθος ευλογία γιατί άφησε το νησί σχεδόν
παρθένο, αμόλυντο από την άγρια τουριστική
ανάπτυξη και το κυνήγι του κέρδους -που μας έμαθαν
να το λέμε «ανθρωπογενή παράγοντα», για να μην
το λέμε με το όνομά του: καπιταλισμός.
Στο νησί δεν υπάρχουν κάτοικοι αλλά υπάρχουν ακόμα κτήσεις και ιδιοκτήτες, δηλαδή καμιά 15αριά οικογένειες που αρνούνται πεισματικά να πουλήσουν τα εδάφη τους στους εργολάβους για τα χτίσουν-μαγαρίσουν. Αλλά ίσως είναι ζήτημα χρόνου -και μιας γενιάς- να λυγίσουν. Μέχρι τότε η Πόλυβος παραμένει πανέμορφη, σαν γαλατικό χωριό υπό πολιορκία, και υπενθύμιση του πώς θα ήταν τα νησιά μας -στο Αιγαίο, το Ιόνιο, το Μυρτώο, το Ικάριο και στο Λιβυκό μη σου πω- αν δεν είχε μεσολαβήσει ο παράγοντας «άνθρωπος» -δηλαδή ο καπιταλισμός.
Αν πρέπει -εάν λέμε- οπωσδήποτε να βρεις κάτι αρνητικό στο νησί, είναι ίσως ότι δεν έχει την πιο εντυπωσιακή Χώρα -αν και το Κάστρο από μόνο του σε αποζημιώνει- και δεν έχει τόσο έντονη νυχτερινή ζωή -που για την κε του μπλοκ δεν είναι καν μειονέκτημα, χώρια που αντισταθμίζεται από διάφορα μαζικά πανηγύρια, με έντονο ντόπιο στοιχείο. Τη λύση και στα δύο αυτά ζητήματα την προσφέρει η μικρή γειτόνισσα, η Κίμωλος, που είναι ένα ήσυχο κρυφό διαμάντι, με πολύ ιδιαίτερη Χώρα και το κερασάκι με τις παρεμβάσεις των «Κιμωλίστας» -καμία σχέση πιστεύω με τους Ατενίστας που ξεκολλούσαν τσίχλες από τα παγκάκια- όπως οι ανοιχτές δανειστικές βιβλιοθήκες, χωρίς έλεγχο και δερβέναγες.
Και θα χωρούσαν πολλά ακόμα.
Για το «Μεταλλευτικό Μουσείο» που θα
γίνει στην κοινωνία του μέλλοντος Εκ-μεταλλευτικό
Μουσείο, για να εκθέτει όσους βάλουμε στο χρονοντούλαπο
της (προ)ιστορίας, σαν παλιοπράγματα - απόβλητα
της κοινωνικής εξέλιξης.
Για το «Νι» στα αυτοκίνητα
των Μηλίων που δεν υποδηλώνει τους νέους οδηγούς
αλλά τους νησιώτες - ντόπιους που έχουν πάντα
προτεραιότητα στον δρόμο.
Και για τα νησιά, που είναι σαν τους ερωτικούς συντρόφους. Δεν υπάρχει ακριβώς το ιδανικό αλλά ψάχνεις να βρεις αυτό που σου ταιριάζει πιο πολύ, ως φάρμακο στα προβλήματα, την αφραγκιά και όσα σκοτώνουν τον έρωτα, σε μια εξόχως μουντή εποχή, όπου κάθε χρόνο μας λείπουν περισσότερο τα καλοκαίρια μας (μισά), οι διακοπές, ο έρωτας και η επανάσταση. Με αυτή τη σειρά -κορύφωσης- και ας είναι σχεδόν συνώνυμα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου