Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Οι σκλαβωμένοι δε γιορτάζουνε ποτέ

Απελευθέρωση, απελευθέρωση... Χμμμ. Τι είναι δηλαδή αυτή η απελευθέρωση, ε; Τι την θέτε, τέλος πάντων, εσείς αυτήν την απελευθέρωση, μου λέτε;


Αυτή πια -η 12η Οκτώβρη- δεν είναι επέτειος αλλά η Αλεζία από το Αστερίξ, που κανείς τους δε θέλει να θυμάται, θα την ψάχνει ο ιστορικός του μέλλοντος στα σχολικά βιβλία και δε θα την βρίσκει πουθενά, χαμένη στο χρονοντούλαπο της λήθης, που στέκει ετυμολογικά στον αντίποδα της αλήθειας -και δεν έγινε τυχαία σύνθημα και στάση ζωής του ΠΑΣΟΚ.

Κι έτσι το επίσημο κράτος τιμάει την ένδοξη «Ζεγκόβια» στις 28 του μήνα, όταν το γαλατικό χωριό είπε το δικό του ΟΧΙ, ενώ ο Λουδοβίκος Μεταξάς -που θα τον λέγαμε Βερσιγκετόριγα, αν δεν είχε μια σειρά λόγους να ζηλεύει το κύρος και τη νομιμοποίηση που απολάμβαναν οι αρχηγοί εκείνων των αρχαίων φύλων, όπως σημειώνει κάπου ο Ένγκελς- είπε σε άπταιστα γαλλικά «αλόρ σ’ε λα γκερ» στον πρέσβη του Καίσαρα Μουσολίνιους. Μια φράση χαμένη στη μετάφραση, που αποδόθηκε ψευδώς ως «περήφανη άρνηση», καθώς η επίσημη ιστορία έχει πέσει στη χύτρα με τα παραμύθια, όταν ήτανε μικρή.

Κάπως έτσι μεταφράζουν στη γλώσσα τους και την ελευθερία -την επανάσταση, που την κάνουν τα νέα προϊόντα, κοκ.

Η ελευθερία για αυτούς είναι πράγματα μικρά και ασήμαντα. Να μπορείς να βρίζεις ανέξοδα τους από πάνω -πχ «Μητσοτάκη γαμιέσαι»- και να αλλάζεις δυνάστη με εκλογές -για να λες «Ανδρουλάκη γαμιέσαι, Κανσελάκη γαμιέσαι κοκ». Οι κρατούντες επιτρέπουν τα «προστυχόλογα» αρκεί να μη γίνουν πράξεις πρόστυχες, όπως η απεργία και η ανυπακοή, που αμφισβητούν τους ρόλους του παιχνιδιού.

Ξεχνάν βολικά -σαν την Κύπρο- το δίλημμα «Ελευθερία ή θάνατος», καθώς η ζωούλα εν τάφω και η επιβίωση είναι υπέρτατη αξία. Μα ποιος τα αναμασά πια, τη σήμερον ημέρα, αυτά τα αναχρονιστικά και τα κάνει σημαία του; Ανεξαρτησία γύρευες κι εσύ, τρέχεις με όποιον φτάνει κι όποιον σου βρεθεί -κι ούτε καν να σου σταθεί, σε μια ώρα ανάγκης, όπως στον Αττίλα. Γιατί να σε αγαπάω δηλαδή και να τραγουδώ τον ύμνο σου, που ξέχασες ποιον ακριβώς υμνούσε (τη συνείδηση της αναγκαιότητας).

Για εμάς πάλι η εθνική ανεξαρτησία στην καλύτερη είναι κρίκος για να βρούμε τον αδύναμο κρίκο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Κι ο λαός δεν έχει να χάσει παρά μόνο τους κρίκους του, που τον δένουν σε αυτό το σάπιο σύστημα, αρκεί να μην τους δει σαν κόσμημα που ομορφαίνουν τη μισθωτή σκλαβιά του. Μα η χειρότερη σκλαβιά είναι όταν αγαπάς τα δεσμά σου -ενίοτε και τον δεσμοφύλακα. Αγάπα το κελί σου, τρώγε το σανό σου -και τα ψίχουλα που μας ρίχνουν- και αποχαυνώσουν στην τιβί.

Η ελευθερία για αυτούς είναι ξέρω εγώ η Αρβανιτάκη -αρκεί να μη θυμάται τα νιάτα της και να μην πηγαίνει να τραγουδά στο Φεστιβάλ. Κι εμείς, στο δικό τους αφήγημα, είμαστε μια «Οπισθοδρομική Κομπανία» -πολλοί την μπερδεύουν με τα «Παιδιά απ’ την Πάτρα» του Πελετίδη- που όμως παλεύει για να φέρει στο σήμερα την κοινωνία του μέλλοντος.

Μα η ελευθερία για εμάς είναι μια ωραία γυναίκα. Ή έστω άντρας. Ή ένα άτομο με δυσφορία φύλου και δικαίωμα να κάνει οικογένεια -κι μην το υπερψηφίσαμε. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι όμως κάνα χοντρογούρουνο αστικό. Κι αυτό δεν είναι σπισισμός ή χοντροφοβία -ούτε ομοφοβία. Είναι κοινωνική ανάλυση. Γιατί η απελευθέρωση, αν δε θέλουμε να είναι απλές συλλαβές και ρίγες στη σημαία- είναι πρωτίστως κοινωνική, με ταξικό πρόσημο -αλλιώς δε θα υπάρξει.

Μα οι απελεύθεροι, οι απλώς και μόνο τυπικά ελεύθεροι και μη ωραίοι των Αθηνών, δε γιορτάζουν ποτέ την Απελευθέρωση της πόλης τους -που δεν τίμησε ποτέ τους ελευθερωτές της αλλά μόνο τους Βρετανούς που την υπερασπίστηκαν με πάθος από την ελευθερία. Εκτός και αν αυτή τους έρθει δοτή και κουτσουρεμένη -όπως κάποτε με τους Βρετανούς- χωρίς καμία αρετή και τόλμη. Οι ραγιάδες δε γιορτάζουνε ποτέ...

Κάπως έτσι μεταφράζουν και την ομορφιά του αστικού τοπίου.

Όμορφη πόλη για αυτούς είναι ένα τουριστικό γκέτο, με χαρούμενους καταναλωτές, χωρίς ενοχλητικούς κατοίκους. Μια μεγάλη βιτρίνα χωρίς αληθινή ζωή, με ντόπιους-μαριονέτες για το φολκλόρ. Και πάνω από όλα χωρίς βρόμικους απόκληρους της ζωής, χωρίς φτωχούς, «πρεζάκηδες» -που θέλουν να τους παρκάρουν σε ελεγχόμενους χώρους σαν αυτοκίνητα-, εξαρτημένους από ουσίες και από τον μισθό τους, χωρίς πρόσφυγες και άστεγους, που θα τους κρύβουμε κάτω από το χαλί των επισήμων.

Εσύ πατάς στο κόκκινο χαλί των επισήμων
Κι εγώ είμαι στο ψάξιμο γυναίκας και ενσήμων

Για εμάς όμορφη πόλη είναι αυτή που έχει χαρούμενους κατοίκους, χωρίς προβλήματα -που δε θα τα κρύβουν απλώς κάτω από το χαλάκι ή τους ευημερούντες αριθμούς. Κι ως τότε, της γης οι κολασμένοι πρέπει να οργανωθούν και να παλέψουν, όπως κάποτε οι σαλταδόροι του ΕΑΜ. Γιατί πραγματικά λούμπεν είναι μόνο αυτοί που χάνουν την ταξική τους συνείδηση και δεν κάνουν κάτι να αλλάξουν τη σακαταμένη μοίρα τους. Και -ίσως ακουστεί ιδεαλιστικό, αλλά- η χειρότερη εξαθλίωση είναι κυρίως πνευματική, κι ας είναι καθ’ όλα υλικές οι συνέπειές της.

Όμορφη πόλη είναι αυτή του Μίκη, να την τραγουδάει η Νατάσσα -η δική μας «απόλυτη»- κι ας μην ήρθε φέτος στο Φεστιβάλ ή έστω ο Μπατμανίδης -κι ας μην έρθει ποτέ σε Φεστιβάλ.

Όμορφη πόλη ήταν η κόκκινη Αθήνα το περασμένο Σάββατο. Το πανό του ΕΑΜ στην Κοραή, τα τρικάκια που γέμισαν την Πανεπιστημίου, τα κόκκινα ποτάμια στις προσυγκεντρώσεις, η μπάντα που έπαιζε τον ύμνο του ΕΛΑΣ στον δρόμο. Γιατί «ένα τραγούδι είναι η ζωή μας» κι αυτό τουλάχιστον περνάει και από το δικό μας χέρι, να το επιλέξουμε: αν θα είναι λυπητερό - μίζερο, αν θα είναι χαβαλέ - καψούρικο για σοκολατόπαιδα ή αν θα παίρνει θέση για όσα γίνονται και θα γίνεται ένα αντάρτικο τέχνης -σε πόλεις, κάμπους και βουνά.

Το περασμένο Σάββατο καταλάβαμε την Αθήνα και δη το κέντρο της. Πήραμε τη Σκωμπία (νανού, νανού, νανού). Μονάχα για μια μέρα, αλλά είναι απλώς μια γενική πρόβα. Είδες πόσο εύκολο είναι να αλλάξει η εικόνα της πόλης, με δυο - τρεις κινήσεις; Αυτές δηλαδή που θα κάναμε, αν μας ρωτούσαν το κλασικό: τι θα άλλαζες αν ήσουν πρωθυπουργός (υπουργός, δήμαρχος κτλ) για μια μέρα; Θα ξαναέβαφα γαλάζια τη θάλασσα έβαζα το πανό του ΕΑΜ στο κτίριο της Κοραή.

Έστω αυτό. Γιατί όλα τα άλλα, τα βασικά - μεγάλα προβλήματά μας είναι δομικά, σύνθετα και δεν αλλάζουν σε μια μέρα, με μαγικό ραβδάκι -και πάντως «ποτέ την Κυριακή» των εκλογών, με μια απλή ψήφο.

Γιατί αυτή η πόλη -που έχει φτάσει να είναι η μισή χώρα- είναι μια άθλια τσιμεντούπολη, που οι οπαδοί την λένε «μπασταρδούπολη» -και μη σοκάρεστε όσοι τραγουδήσατε πέρσι στο Φεστιβάλ την «μπασταρδοκρατία» (δυο φορές)! Και η οποία θέλει γκρέμισμα, για να φτιαχτεί από το μηδέν και να μη μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα...

Μα πώς -και τι- να γκρεμίσεις χωρίς να σκοντάψεις πάνω στην ιστορία; Τι να γκρεμίσεις σε έναν τόπο, όπου όποια πέτρα και αν σηκώσεις θα βρεις από κάτω την «αρχαία σκουριά», τους αγώνες του λαού μας και το ανεξίτηλο σημάδι του ΚΚΕ; Αυτά τα κόκκινα σημάδια στις πέτρες, δεν μπορεί παρά να είναι από αίμα.

Αυτό το Κόμμα, που έχει μάθει να ζει σε «πέτρινα χρόνια», είναι «μπόλικη πέτρα, μπόλικη καρδιά». Κι όλα θα ξεκινήσουν μια μέρα από κάποιο Πέτρογκραντ, μια κόκκινη Πετρούπολη ή κάποιον Πέτρο εξαδάχτυλο, που θα έχει καλύτερο κριτήριο από τον Πι-Πι που πήγε με τον Λαφαζάνη και λοιπούς βαρεμένους εξαδάχτυλους πατριώτες. Κι αν το Κόμμα έχει κάνει λάθη, ο αναμάρτητος τον λίθο βαλέτω. Και τον πρώτο λίθο τον ρίχνει το ίδιο το Κόμμα κι ας μην έχει το αλάθητο -αν και die Partei hat immer recht. Κάνει την αυτοκριτική του, χωρίς να λιθοβολεί το παρελθόν με λαθολογίες, αναδεικνύοντας ποια είναι η λυδία λίθος -της στρατηγικής. Κι όταν κινδύνεψε με διάλυση, έμειναν λίγοι σφοι που αρνήθηκαν να γίνουν ριψάσπιδες και όσοι έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους, τις είδαν να γίνονται σύντροφοι και νέα μέλη από το πουθενά, όπως με την Πύρρα και τον Δευκαλίωνα. Και σε αυτές εδώ τις πέτρες, αρχαία σκουριά δεν πιάνει...

Το Σάββατο, όμως, έλειπαν μόνο οι δωσίλογοι που λούφαζαν στα κτίρια της Πανεπιστημίου και πυροβολούσαν ύπουλα το πλήθος από τις τρύπες τους. Ή μια κατακόκκινη σημαία με σφυροδρέπανο, στα παλιά γραφεία του ΚΚΕ στο Σύνταγμα -επί της Όθωνος. Εκτός και αν το κρατάμε για την επέτειο των Δεκεμβριανών. Να βάλουμε και τίποτα εκρηκτικά στα θεμέλια του «Μεγάλη Βρετανία» -μην αφήνουμε μισές δουλειές- χτίζοντας στη θέση του ένα Μουσείο με τα πειστήρια των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων -ή της ανισότιμης αλληλεξάρτησης, δε θα τα χαλάσουμε εκεί τώρα.

Ή να κάνουμε μια συμβολική επίθεση στο Βάιλερ στου Μακρυγιάννη, όπου είναι η Εφορεία Αρχαιοτήτων, που ξεπουλά τα μνημεία σε εργολάβους, αλλά θέλει πίσω τα Ελγίνεια -να τα ξεπουλήσει κι αυτά. Μπήκαν στην (ακρο)πολη οι εχθροί. Πώς να συγκινηθούν όμως τώρα για τους εργολάβους, που στήνουν λημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη, όσοι επευφημούσαν τον Δεκέμβρη τους Βρετανούς, που έκαναν τον βράχο πολεμικό ορμητήριο, χωρίς να σεβαστούν τίποτα;

Κι ύστερα να κάνουμε μια πολιτική εκδήλωση στο Καλλιμάρμαρο, όπως το ’45, με το ΕΑΜ και τον Ζαχαριάδη, να δουν τι θα πει «εξαντλήθηκαν οι θέσεις (τα εισιτήρια)», που τώρα το λέμε στη γλώσσα του Σκόμπι, σαν το ξεπούλημα -sold out. Μα σε αυτά τα Καλλιμάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει...

Κι αν αναρωτιέσαι, σφε αναγνώστη, τι ακριβώς περιμένουμε και γιατί να μην τα κάνουμε άμεσα όλα αυτά, η απάντηση είναι απλή: γιατί η πολιτική ομιλία - συναυλία του Σαββάτου είχε λίγες χιλιάδες κόσμου, το ένα δέκατο από όσους μάζεψε η συναυλία της προηγούμενης μέρας, για τα Τέμπη, στο Καλλιμάρμαρο. Και γιατί η ανθρωπολογική σύνθεση της Παρασκευής είχε πολλά ελπιδοφόρα κι αντιφατικά στοιχεία, απείχε πολύ όμως από το να παραπέμπει σε ένα νέο ΕΑΜ -αλλιώς στην είσοδο οι σφοι δε θα μοίραζαν προκηρύξεις, αλλά τουφέκια.

Η συναυλία για τα Τέμπη είχε αρκετούς φασαίους, νέους που δεν ήξεραν όλα τα τραγούδια, μπούμερ που δεν ήξεραν τα καινούρια και μια φθίνουσα πολιτικοποίηση στη ροή προγράμματος και των καλλιτεχνών. Από το Μανιφέστο των ΚΘ που δεν έπαιξε πουθενά σχεδόν -γιατί δεν ήταν αυλή της Παζαΐτη, σαν τον Λουδοβίκο, να είναι κάτι σαν εσωτερική «αντιπολίτευση» της ΝΔ έστω και να το προβάλουν αντίστοιχα- και το συγκινητικό τραγούδι του Φοίβου -που ούτε αυτός ήρθε φέτος στο Φεστιβάλ- στους άχρωμους Θανασομάλαμες στο φινάλε. Κερασάκι στην τούρτα, η «παραπολιτική» πληροφορία πως η απόλυτη Βίσση είχε αφήσει τα μηχανήματα από τη δική της συναυλία ως σιωπηλή ένδειξη τεχνικής συμπαράστασης προς τους γονείς των θυμάτων και την προσπάθειά τους.

Ίσως θυμήθηκε την εποχή που τραγουδούσε «στα χρόνια της Υπομονής», όπως στα «καλύτερά μας χρόνια», τον καιρό της Μεταπολίτευσης. Αλλά τα καλύτερά μας χρόνια δεν τα έχουμε ζήσει ακόμη. Λες να τραγούδησε και Χικμέτ η «απόλυτη»; Όχι, γιατί δε θα τον ήξερε το κοινό της -ούτε και οι φασαίοι των Τεμπών, αλλά έτερον εκάτερον. Κι αν τελικά το «έχω πεθάνει για σένα» είναι για το Κόμμα και τους αγωνιστές που στήθηκαν υπερήφανοι στο απόσπασμα; Βαθύ υπονοούμενο, γιατί η τέχνη δεν μπορεί παρά μόνο σε τελική ανάλυση να σου δίνει τροφή για σκέψη -όχι μασημένη εξ αρχής. Το λέει και αυτό κάπου ο Ένγκελς, ίσως στην μπροσούρα για τον ρόλο της βίας στην ιστορία, από όπου και το γνωστό τσιτάτο: η Λία είναι Βίσση και η Βία είναι Λύση. Αν και τον καιρό εκείνο η Άννα έγραφε το δικό της επίθετο με ύψιλον στο τέλος (ως «Βίσσυ»), όπως ανακάλυψε απρόσμενα η κε του μπλοκ σε μια έκθεση στο Νιάρχος για τα 50χρονα της Μεταπολίτευσης -να πάτε οπωσδήποτε, όπως και στις αντίστοιχες εκθέσεις στο Σύνταγμα (των σκιτσογράφων-γελοιογράφων) και στο Πάρκο Ελευθερίας.

Κι αν έλαβαν και οι δικές σας κεραίες κάποια κύματα σκατοψυχιάς για τους γονείς των θυμάτων, είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα της δύναμης του συστήματος να περνάει τη σκατίλα του στον κόσμο, σε ένα κομμάτι λυκοκοινωνίας (του δόγματος: άνθρωπος προς άνθρωπο λύκος) που στηρίζει την εκάστοτε λυκοσυμμαχία και «ενημερώνεται» κατευθείαν από τα τρολ του διαδικτύου, που δίνουν γραμμή στα δελτία, αντικαθιστώντας τα κυβερνητικά νον-πέιπερ. Κι αφού βάλουν τα μυαλά του κόσμου στο μπλέντερ, φτάνουμε από το περήφανο «Δεν ξεχνώ» στο «σε δέκα χρόνια δε θα θυμάται κανείς...» -πχ τα μνημόνια. Και σε άλλα δέκα, θα ’ναι έτοιμοι να βγάλουν πάλι το παλιό κακό ΠΑΣΟΚ που δεν αγαπήσαμε.

Λέγαμε όμως για το Σάββατο. Εκεί που ο ΓΓ έκλεισε την ομιλία, λέγοντας πως -αυτή τη φορά- ο αγώνας του λαού πρέπει να φτάσει μέχρι τέλους. Και εσύ κάνεις ένα ακόμα αυθαίρετο άλμα με συνειρμούς και φαντάζεσαι νοερά το κόκκινο ποτάμι να αποθεώνει τον θρυλικό μάγκα (που χόρευε με τα κλαρίνα του Μάγκα στο Φεστιβάλ) και να φωνάζει ρυθμικά: μέχρι τέλους, οε-οε-οε. Και μετά να λέει το σύνθημα για την «μπασταρδούπολη αυτή» (όπου όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θρύψαλα τα τζάμια στον ηλεκτρικό, και μεταμοντέρνες αφηγήσεις που θάβουν τους αγώνες του λαού μας) και στο καπάκι την «μπασταρδοκρατία».

Κι ύστερα έθεσε το ρητορικό ερώτημα τι έχει αλλάξει από εκείνη την εποχή -για να απαντήσει πως ό,τι οδήγησε στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, είναι ακόμα εδώ ως φαινόμενο και αιτία.
Πόσο άλλαξες, πόσο άλλαξα... Μα όλα τα ίδια μένουν, όσο δεν τα αλλάζουμε εμείς και πιστεύουμε παρ-άλογα στα πράσινα άλογα της εκάστοτε «Αλλαγής». Και είναι μεγάλη συζήτηση, πώς και τι, για να την πιάσουμε αναλυτικά τώρα στο κλείσιμο.

Και γιατί μας τα λες τώρα αυτά, μια βδομάδα μετά από την επέτειο;

Για να τιμήσω τα ταξικά αντανακλαστικά του Γ. Παπανδρέου, που ήρθε στις 18 του μήνα, μια βδομάδα σχεδόν μετά από την απελευθέρωση, γιατί φοβόταν τον λαό που κυβερνούσε και -αν δεν κάνω λάθος- το προηγούμενο βράδι είχε κοιμηθεί πάνω σε ένα πλοίο, στο λιμάνι. Εκτός κι αν το μπερδεύω με την αποστολή της μπασκετικής Team USA στους Αγώνες της Αθήνας το ’04 και τον παπατζή Λεμπρόν, που είχε «ραντεβού με την ιστορία» και έκανε τα πάντα για να παίξει στην ίδια κυβέρνηση με τον γιο του τον Μπρόνι, που βγήκε πρωθυπουργός το ’81, καβάλα στο άλογο.

Κι αν βαρεθήκατε τα αθλητικά υπονοούμενα της κε του μπλοκ, να πάτε την Κυριακή να ακούσετε τον σφο από το Κόμμα, που τα λέει κρυστάλλινα και τσεκουράτα, για τον βετεράνο του Άρη, Αλέκο Σιώτη, όπου ο αθλητισμός είναι απλά αφορμή και υπόβαθρο, για να μιλήσουμε για τους αγώνες του λαού μας και την πραγματική απελευθέρωση που έμεινε στη μέση...

Λαέ θυμήσου το χώμα που πατάς...

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

Όταν έκλαψε ο Μήτσος

Αν η κόκκινη Πολιτεία στο Τρίτση -και αλλού- είναι μικρογραφία της κοινωνίας που θέλουμε να φτιάξουμε, το ξεστήσιμό της στο τέλος είναι άραγε ανατροπή που επιβάλλεται από τα πάνω ή κατάρρευση εκ των έσω; Και αν το Φεστιβάλ είναι εικόνα από τα προσεχώς της ιστορίας, η αναδρομή του ντοκιμαντέρ στη διαδρομή του μες στον χρόνο είναι ίσως ένα είδος ανασκαφής του μέλλοντος, στο μπόι των ονείρων και των αναμνήσεών μας;

Αν η Καρυστιάνη πήγε σαν «κατάσκοπος» να πάρει ιδέες από τη γιορτή της Ουμανιτέ -που σήμερα έχει γίνει εμποροπανήγυρη, όπως λέει ο Χιώνης- κι είδε χρώματα, αρώματα, γεύσεις, μια γιορτή των αισθήσεων (και των παραισθήσεων -που είναι συνώνυμες της αυταπάτης), το δικό μας Φεστιβάλ έγινε τόσα και ακόμα περισσότερα, πολύ παραπάνω από μια απλή αντιγραφή - εισαγωγή μιας καλής ιδέας. Μια ανθρώπινη μηχανή παραγωγής πολιτισμού και αναμνήσεων, μια τεράστια έκρηξη συναισθημάτων -ψυχικό big bang, θα το έλεγε ένας ΣΘΕίτης στη γλώσσα του- όπου ξεκινάν και τελειώνουν όλα. Εν αρχή ην το Φεστιβάλ. Βρε πώς έχεις μεγαλώσει... Κοίτα, πληθύναμε πολύ!

Κι η παράσταση (ντοκιμαντέρ) αρχίζει. Η τρίχα παγώνει, το αίμα σηκώνεται. Τα πρώτα ηρωικά Φεστιβάλ της μεταπολίτευσης, οι ιστορικές συναυλίες, το «μπιζ» για να παίξει πάλι το «Δέντρο». Ο Μάνος, ο Θάνος και ο Μίκης. Ο Κατράκης και ο Ρίτσος. Η απαγγελία για τα παιδιά της ΚΝΕ, η απαγγελία για τη Σωτηρία, η αναγγελία από τα μεγάφωνα ότι πέθανε ο Λοΐζος. Ανατριχίλα, δέος, πηχτή συγκίνηση! Στιγμές στα όρια του μύθου -και ας τις είδαμε ζωντανά, όπως λέει ο Λαμπρίδης στη δική του μαρτυρία.

Φτάνεις στα χρόνια της κρίσης, του «Σκοτεινού Δωματίου», για τα οποία κανείς Παπαχελάς δε θα γράψει -μόνο ξώφαλτσα ένα επεισόδιο των Φακέλων, όπου μιλάει και η Παπαρήγα η καλή. Κρίση, αντεπανάσταση, άνεμοι της αλλαγής, ασκός του Αιόλου, κουτί της Πανδώρας και στο βάθος μένει η ελπίδα, που είναι η πάλη των λαών και το ιστορικό πρωτοσέλιδο του Ριζοσπάστη για την κόκκινη σημαία που δεν υποστείλαμε ποτέ. Δεξιά και αριστερά (φυγο)κέντρα, ατάκτως ερριμμένα, όλα μαζί, ήττα, λαίλαπα, αντεπανάσταση, ρεύματα, η ΚΝΕ παρασύρθηκε σχεδόν όλη, -φυσικά και δε θα διαλυθούμε.


Πέφτει το ειδικό εφέ, σταματάει ο χρόνος, η μουσική, η ιστορία. Από τις ιστορίες που θες να ακούς για να τρως το φαΐ σου και να αγαπάς το κελί σου. Κι ας έχει λυπημένο τέλος σαν το παραμύθι του Μίλτου -
κάποτε αγάπησα έναν Κνίτη, μάτια μου, αχ μάτια μου... Κι ας μην τελειώνει ποτέ η Ιστορία με γιώτα κεφαλαίο -που δεν έχει καν αρχίσει όσο την κρατά δέσμια το κεφάλαιο στο σπήλαιο της προϊστορίας. Η Ιστορία δεν έχει να χάσει παρά μόνο τις αλυσίδες της. Και εμείς σιδηροδέσμιοι Σπάρτακοι, που ο βασικός εχθρός μας είναι στην ίδια μας τη χώρα, ενίοτε και στο ίδιο μας το κόμμα, μεταμφιεσμένος σε σ/φο, παραταγμένος σε δύο αλληλοτροφοδοτούμενα κέντρα, που μας χτυπάν εκατέρωθεν από τα άκρα -η θεωρία των δύο κέντρων.

Σύντροφοι Σπαρτακιστές, με σπαρταριστές ιστορίες, καταχωνιασμένες σε φακέλους που δεν έχουν αποχαρακτηριστεί, ούτε έχουν προβληθεί στους Φακέλους του Αλέξη. Παλεύουμε για να λύσουμε την Ιστορία από τον γόρδιο καπιταλιστικό δεσμό, που δε λύνεται με κάλπες και ειρηνικά μέσα. Κι όσα λάθη κι αν κάναμε -εκείνα τα χρόνια του σκοτεινού θαλάμου- δεν αλλάξαμε ούτε ένα «γιώτα» στις βασικές μας τις αρχές, παρά μόνο το «ει» της μισθωτής δουλείας, που την γράφαμε πεισματικά για χρόνια ως «δουλιά» στα όργανα, μπας και γίνει δημιουργική εργασία.

Αλλά ζητούμενο είναι να της αλλάξουμε τον τόνο, δίνοντας τον τόνο στο κίνημα, για να γίνει κάποτε «δουλειά», με «ει», από τις λίγες εξαιρέσεις ουσιαστικών με αυτή την ορθογραφία και αυτή την κατάληξη -όταν τονίζεται το «α». Σαν το ΚΚΕ, που είναι η παγκόσμια εξαίρεση στον κανόνα της αντεπανάστασης και δεν είχε την ίδια κατάληξη με άλλα κόμματα που μεταλλάχτηκαν σε μια νύχτα. Και μένει σαν ανορθογραφία στον καιρό που φυσάει κόντρα, ένα ανορθόγραφο «λάθος» μες στο κεφάλαιο του λάθος λήμματος, σαν σκισμένη σελίδα της μεγάλης Σοβιετικής Εγκλυκλοπαίδειας, που δεν έκλεισε μαζί με τα κεντρικά γραφεία, όπως έλπιζαν οι εχθροί του -που δε βρίσκουν ελπίδα στην πάλη των λαών και το πρωτοσέλιδο του Ρίζου. Αλλά με τόσους συνειρμούς θα χάσουμε τον ειρμό του κειμένου.

Λέει ο Σοφιανός στο ντοκιμαντέρ πως τα πρώτα -ηρωικά και πένθιμα χρόνια της ανασυγκρότησης, που ξαναρχίσαμε να κυλάμε τον βράχο στον ανήφορο, το Φεστιβάλ έγινε τόσο ωραίο και μεγάλο, που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τα παλιότερα. Αδιαμφισβήτητα. Όπως θα πρόσθεταν κι οι Μόντι Πάιθον, αν εξαιρέσεις τον άπειρο κόσμο, το κλίμα, τη διάρκεια, τους καλλιτέχνες, ότι υπήρχε Σοβιετία και σοσιαλιστικό μπλοκ, τις αποστολές από τον υπαρκτό -υπάρχω λες κι ύστερα δεν υπάρχεις-, του Βεΐκου τα 9μερα, του μπλοκ μας τα 40, τα υδραγωγεία και τους δρόμους, τα πρώτα Φεστιβάλ της ανασυγκρότησης δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τα χρόνια της μεταπολίτευσης.

Εμένα όμως άλλη είναι η ένστασή μου σε όσα λέει ο Σοφιανός -που δεν εκφράζει προσωπική άποψη, αλλά σημειώνει εύστοχα πως δεν έχουμε ακόμα συλλογικές επεξεργασίες για αυτήν την περίοδο. Γιατί αν η κατηγορία είναι ότι προσπαθούσαν όλοι μαζί από κοινού να διαλύσουν την οργάνωση, το ένα κέντρο δεν είχε ακριβώς λόγο να το κάνει, γιατί... ήταν η ΚΝΕ. Και όταν έφυγε, η οργάνωση έπρεπε να γίνει πάλι από το μηδέν και πρακτικά δεν ήταν σε θέση να διοργανώσει το 16ο Φεστιβάλ -με τη μορφή που ξέραμε ή θα γνωρίζαμε στη συνέχεια. Είναι σαν αυτό που έλεγε στον Χαρίλαο ο δικαστής, για το ΕΑΜ που ήθελε να πάρει την εξουσία με τη βία και ο καπετάν-Γιώτης απάντησε: μα εμείς είχαμε την εξουσία...

Ασφαλώς μπορεί και πρέπει να γίνει ανελέητη κριτική στο ρεύμα, τους μύθους και τις αντιφάσεις του -αυτή είναι όμως άλλη συζήτηση. Για να το θέσω αλλιώς, αν ήταν λικβινταριστής -και ήθελε να διαλύσει την ΚΝΕ- πχ ο Σκαμνάκης, τότε δεν έπρεπε να έχει θέση στο ντοκιμαντέρ -όπου μίλησε κι ήταν εμφανώς συγκινημένος. Στην τελική, αν αγαπάς κάποιον, άφησέ τον ελεύθερο να φύγει και να ζήσει τη δική του χίμαιρα. Αν γυρίσει πίσω, ώριμος και κατασταλαγμένος, είναι δικός σου για πάντα. Σαν τον Νικολάου -τον πατέρα του ευρωβουλευτή- που δηλώνει αιώνιος «Κνίτης του Φεστιβάλ». Γιατί κάποιοι Κνίτες δεν έσπασαν ποτέ την αλυσίδα του δεσμού τους με το Κόμμα και τις αξίες του.

Κι ύστερα βλέπεις όσα έζησες και θυμάσαι επιλεκτικά, ως μέλος και μη -η οργανωμένη ζωή που δεν έζησα. Βρήκε ο Κνίτης τη γενιά του και αγαλλίασε η καρδιά του. Αρσένης, Γιουγκοσλαβία, Έλληνες γρηγορείτε, ανάποδα τα φλάι. Κάνεις συγκρίσεις με το απώτερο ηρωικό παρελθόν και βρίσκεις το δικό σου ελλιποβαρές σαν ιστορικό φορτίο. Ένα λιθαράκι τόσο δα μικρούτσικο -σαν τον Ανδρέα μπρος στον Θάνο- που δε φτάνει να σηκώσει ούτε την τρίχα απ’ το μικρό δαχτυλάκι όσων έζησαν τα πρώτα χρόνια. Κι αυτοί, γίγα(ντε)ς στους γίγαντες, βράχοι, ογκόλιθοι, σαν τα πέτρινα χρόνια που δεν τους λύγισαν, τους βράχους που έσκαβαν στη Μακρόνησο. Σαν το πρώτο Φεστιβάλ στου Ζωγράφου, όπου η γενιά του ΕΑΜ συνάντησε αυτή του Πολυτεχνείου, για να κλίνουν ευλαβικά το γόνυ από κοινού στους Ακροναυπλιώτες του Μεσοπολέμου και τα επιζήσαντα ιδρυτικά στελέχη -σαν τον Κοτζιά. Να ραγίζουν τα τσιμέντα, να κλαίνε οι πέτρες, ακόμα κι ο Γόντικας που τα θυμάται και τα αφηγείται.

Πώς να συγκριθείς μαζί τους; Βάζεις κάτω το μωσαϊκό με τις δικές σου ψηφίδες: η υποδοχή της Αχέντ -σύμβολο του αγώνα της Παλαιστίνης-, η μηχανοκίνητη πορεία των διανομέων -που απεργούσαν και σήμερα-, το λεπτό σιγής για τον Παύλο Φύσσα, η ιαχή «η ελπίδα είναι εδώ» -πριν την κλείσει ο ΣΥΡΙΖΑ σε κάλπικα κουτάκια. Η τελευταία φορά του Μητροπάνου, ο αποχαιρετισμός στον Θάνο, «του Αδόλφου τα εγγόνια» -όπου δάκρυσε και ο ουρανός με τους Υπεραστικούς. Λες τελικά να ζήσαμε στιγμές στα όρια του μύθου και να μην το ξέρουμε;

Ένα ψηφιακό δάκρυ κυλά στο μάγουλο της οθόνης. Η συγκίνηση είναι το παν, ο τελικός προορισμός δεν είναι τίποτα. Εδώ είναι το ταξίδι. Κι αυτό του Φεστιβάλ θα συνεχίζεται στο διηνεκές. Κι αν φτωχική την βρήκες την οργάνωση, δε σε γέλασε. Σύντροφοί μου, τους γέλασα...

Μήπως υπερβάλλεις λιγάκι; Μπορεί. Αλλά όταν έκλαψε ο Μήτσος, που είναι σιδερένιος σαν τις φτέρνες που κληρονόμησε από τη φάλαγγα και τα βασανιστήρια της χούντας, ποιος είσαι εσύ για να μείνεις αναίσθητος; Αν δε κλάψεις εσύ, αν δε δακρύσω εγώ, πώς θα λεγόμαστε άνθρωποι -μακριά από τον αφηρημένο ουμανισμό της Ουμανιτέ και του πανηγυριού της; Για να έρθει μετά ο ποιητής και να σου πει: ΚΚΕ, σκούπισε τα μάτια σου...


Βουρκώνει ο Γόντικας, δακρύζει ο Νικολάου, μπαίνουν σκουπιδάκια στα μάτια σου όταν ακούς από τα βάθη του χρόνου και της ιστορίας τη ρυθμική ιαχή «Κάπα-Νι-Έψιλον», όταν βλέπεις τον κόσμο που συγκεντρώθηκε στον Περισσό, μετά τη διάσπαση με τον ΣΥΝ, για να δείξει στήριξη συντροφική και ανησυχία.
Ανησυχώ για σένα, ανησυχώ... Γιατί το Κόμμα είναι σαν τη Χαλκιδική -το λέει και ο Πρωτούλης. Σαν το Κουκουέ δεν έχει!

Κι ας είχαμε γλιτώσει μόλις από τους Λαθρεπιβάτες κυρ-Παντελήδες, που έφυγαν από το καράβι που βούλιαζε -για να γίνουν αυτοί τελικά ταξικά ναυάγια. Όχι τον Θαλασσινό, αυτός χώρισε με τον Νικολάου (τον άλλο, όχι τον Κνίτη του Φεστιβάλ) και ήταν πάντα μαζί μας και στα «Πέτρινα χρόνια» της ανασυγκρότησης, που τα γύρισε ένας άλλος Παντελής, που απομακρύνθηκε και δε γύρισε ποτέ, αλλά μίλησε αντ’ αυτού η Καρυστιάνη -τόση διαφήμιση του κάναμε άλλωστε για το «Τελευταίο Σημείωμα».
Παντελής έλλειψη κριτηρίου, παντελής... -που θα έλεγε και μια ψυχή απ’ το διαφημιστικό της Διαμαντοπούλου.

Ακόμα και ο Μπίστης, που συναισθηματικό άνθρωπο δεν τον λες -και κομμουνιστή ακόμα λιγότερο- έχει στο βιβλίο του μια συγκλονιστική περιγραφή για την επιστροφή του Μίκη στο Φεστιβάλ, πώς έσπασε την αμήχανη σιωπή, την καχυποψία των -κατά δήλωσή του- γενίτσαρων, πώς κατέκτησε τα πλήθη με τη μαγεία της μουσικής του, τη σκηνική παρουσία του, καθώς τιναζόταν και ξεδίπλωνε το ανάστημά του, σαν σταυραϊτός της Κρήτης.

Και δεν είναι σκέτο, φτηνό συναίσθημα, ούτε απλά βιώματα -γιατί παντού μας κυνηγά αυτό το Κόμμα. Είναι έλλογη πίστη που κινεί βουνά, φτιάχνει πολιτείες, πρωτοπορεί, ανοίγει δρόμους, νέους χώρους -όπως στο Άλσος Περιστερίου, όπου οι σύντροφοι βρήκαν ένα ψόφιο άλογο (πιθανότατα πράσινο)-, μετασχηματίζει τις ιδέες σε πράξη, είναι πεδίο έμπνευσης, ομαδικής δουλειάς, συντροφικότητας, σφυρηλατεί δεσμούς με τους Κνίτες κάθε γενιάς, που παραμένουν τέτοιοι στο μυαλό και δεν έχουν ούτε μια άσπρη τρίχα στην ψυχή τους -ούτε καν στο «φεστιβάλ των άσπρων μαλλιών, το ’90»-, ούτε έναν ανεξίτηλο λεκέ -που να μην επιδέχεται αληθινής κάθαρσης- στο βιογραφικό τους και θα ’ταν πρόθυμοι να ξαναδώσουν.

Και τι άλλο μένει στο τέλος -που να μην έχει ειπωθεί;

Ότι έχουν περάσει δυο ώρες, αλλά θα έβλεπες άνετα άλλο ένα δίωρο, με αντίστοιχο οπτικοακουστικό υλικό -και είναι κρίμα να πάει χαμένο και να μην αξιοποιηθεί με κάθε τρόπο, ιδίως αυτό των πρώτων χρόνων.

Ότι το Φεστιβάλ δυναμώνει μαζί με το Κόμμα και αντανακλά πιστά την πορεία του, την ποιοτική του ενίσχυση και ότι είναι Κόμμα παντός καιρού -μια βροχερή μέρα στο Φεστιβάλ είναι μάλλον ο καλύτερος τρόπος να το καταλάβει κανείς.

Ότι το Φεστιβάλ είναι για πολλούς το πιο γλυκό κομμάτι της ζωής τους -και ας μην αποκτήσει ποτέ χορηγό για να γίνει σλόγκαν διαφήμισης. Και ότι αυτό φαίνεται στις μαρτυρίες όλων όσων μίλησαν -και αν έπρεπε να γίνει ειδική μνεία σε κάποιες, θα ήταν στην Εύα Μελά από τους δικούς μας και στον Λαμπρίδη από την ευρύτερη βάση. Γλυκές, μεστές, ειλικρινείς, συγκινητικές, πρωτίστως εγκεφαλικά παρά συναισθηματικά.

Ότι δε θα υπάρξει ποτέ κανείς, καμιά και τίποτα να ερμηνεύει σαν την Μαρία Δημητριάδη. Γιατί ήταν τεχνικά άρτια, ένιωθε τι τραγουδούσε όσο κανείς και γεννήθηκε την κατάλληλη εποχή, με το σωστό ρεπερτόριο. Η στρατευμένη τέχνη διάλεξε τη φωνή της, όπως η ιστορία διαλέγει τα κατάλληλα πρόσωπα που θα την ενσαρκώσουν.

Κι ότι παρόλα αυτά, στο τέλος θα σου έχει κολλήσει η εκπληκτική διασκευή από το «Ρόδι». Και δεν είναι μόνο οι στίχοι (του Ραβάνη-Ρεντή), οι φωνές (ιδίως της Καράκογλου) και η μουσική των ΚΘ, ούτε καν το τυπικό άθροισμα των παραπάνω, αλλά η δυναμική του συνόλου, που το εκτοξεύει, τολμώ να πω και πιο ψηλά από την αυθεντική εκδοχή -του Θάνου και της Μαρίας. Κι οι τακτικοί αναγνώστες ξέρουν καλά πως η κε του μπλοκ δε βγάζει συχνά τέτοιες κρίσεις, όταν κάνει συγκρίσεις με το παρελθόν εκείνων ειδικά των χρόνων.

Κι αν αλλάζει η ζωή, η σκέψη αλλάζει, σπάστε ένα ρόδι στο περβάζι. Γιατί κοντοζυγώνει η ανατολή και η μέρα εκείνη μπορεί να μην αργήσει όσο φοβόμαστε...

Εντάξει, αλλά μήπως το παρακάναμε με το Φεστιβάλ και πρέπει να γράψει και για τίποτα άλλο; Ναι, ίσως. Πέραν αυτού, ουδέν. Δείτε, απολαύστε υπεύθυνα και διαδώστε.

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

Με ποια γενιά είσαι φίλε;

Και έρχεται η ώρα του απολογισμού. Εκεί που το κόσκινο της μνήμης συγκρατεί τα μεγάλα και συγκλονιστικά -όπως το έργο του Μίκη χωρίς τα φάλτσα του- αποβάλλοντας τις μικρές αντιφάσεις, που φτιάχνουν τον κόσμο. Όταν σκαλώνεις εμμονικά στις μεγάλες αλήθειες που τον ορίζουν. Ότι είχαμε δίκιο για τα σουβλάκια. Και ότι we were on a break με την επαναστατική θεωρία μας, στα χρόνια του σκοτεινού θαλάμου (1989-91).

Αλλά όταν δίνεις ραντεβού στο μπαρ του Φεστιβάλ, με τον Αθηνέζο σφο, που σε περιμένει στην ταβέρνα με τα σουβλάκια -που συμφωνήσαμε ότι είναι σουβλάκια, δε χρειάζονται περσότερα-, έρχεσαι αντιμέτωπος με νέου τύπου προβλήματα, που σε πιάνουν αδιάβαστο και πρέπει να πάρεις τηλέφωνο τον Παπασταύρου (από το ΠΓ και το Freak Out), για να μην ξεπέσεις στο σημείο να βοηθάς προεκλογικά τη Διαμαντοπούλου -τυχερός ο Βλάσσης που δεν ήρθε. Γιατί πέρα από τη μοναξιά υπάρχει ο ιμπεριαλισμός. Και πέρα από την ταξική άβυσσο που χωρίζει στα δυο την κοινωνία μας, υπάρχει το γεωγραφικό χάσμα στα Τέμπη -που δεν το μελέτησαν επαρκώς στην εποχή τους οι κλασικοί της θεωρίας μας- και το χάσμα των γενεών.

Καλή ώρα όπως στην Ιταλία, όπου κάναμε το ’89 από την ανάποδη, και στηρίζουμε τη νεολαία που τα έσπασε με τον Ρίτσο τον κακό (καμία σχέση με τον Γιάννη ή την Παπαρήγα την καλή), ο οποίος τελικά αποδείχτηκε λίγο ψέκας, λίγο ρωσόδουλος και κολλημένος με τον λάθος Βλαδίμηρο. Innamorato si ma di Putin...

Κι ίσως το βασικό λάθος που έγειρε ανάποδα την πλάστιγγα για ένα κόμμα με τόσο βαρύ φορτίο και τους Ιταλούς συντρόφους, ήταν πως τους κατάπιαν τα «προνόμια» μιας «δημοκρατίας» που νόμισαν πως θα την μετατρέψουν με εκλογές στο αντίθετό της, ενώ αυτή λογόκρινε τη Ραφαέλα Καρά και έναν στίχο για τον Φιντέλ, που ήταν «πολύ πολιτικός» και δεν ασχολούνταν σοβαρά με τη μοναξιά -εκτός από τον ιμπεριαλισμό.

Μα η τσούλα ιστορία δεν ξεβράζει μόνο αρχαία οράματα. Ξεβράζει πρωτίστως αυταπάτες. Κι όποιος ερωτεύεται το βόλεμά του -όσο μικρό ή μεγαλύτερο κι αν είναι-, θα το χάσει αργά ή γρήγορα, αν κάτσει πάνω σε αυτό. Κι εκείνος που σωπαίνει θα χαθεί -ακόμα κι αν πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα ΚΚ της Ευρώπης, με τις μεγαλύτερες αυταπάτες για τον αντίπαλο.


Έρχεται λοιπόν η στιγμή για τον επίλογο, αρκεί να ξέρεις πότε πρέπει να μπει, Βασίλη μου. Κι όσο έχεις φωνή, θα τραγουδάς στα Φεστιβάλ κι ό,τι λόγια κι αν πεις, θα είναι η φωνή των αδικημένων που ονειρεύτηκαν. Αλλά εμείς δε βρίσκουμε λόγια να σου πούμε πως δε (σου) βγαίνει πια. Ότι δεν είσαι πια αιώνιος έφηβος και μπορεί να πας από πέσιμο. Και πριν το (καλλιτεχνικό σου) τέλος πως μοιάζει η σιωπή με αγάπη μεγάλη.

Κι αν συνεχίσεις, αυτό μπορεί να έρθει επί σκηνής -κάπως σαν την Μαρινέλλα. Να αναληφθείς μπροστά στους πιστούς σου, που ζούμε για να σε ακούμε -ή τραγουδάμε αντί για σένα. Να στέκεις βαλσαμωμένος, στη γνωστή στάση του Εσταυρωμένου, και από κάτω να συρρέουν χιλιάδες, να δακρύζουν, να προσκυνούν προσμένοντας το θαύμα, να βγάλει η μορφή σου μαλλιά -γιατί η φωνή φεύγει σαν τον πανδαμάτορα χρόνο και δεν ξαναγυρνά. Πού να καταλάβουν όμως πως για σένα οι συναυλίες αυτές είναι το ελιξήριο της νιότης και σου δίνουν δύναμη να αντέξεις -όπως τα Μουντιάλ για τον Μαραντόνα;

Πότε ακριβώς καταλαβαίνεις όμως ότι σε έχει νικήσει ο πανδαμάτωρ;

Όταν ξεχνάς να πεις αυτά που θες και βάζεις υστερόγραφα στο επόμενο κείμενο. Ή όταν ξεχνάς πως τελικά τα είχες ήδη γράψει. Όταν αρχίζει το αλτσχάιμερ και μπερδεύεις το όνομα της φοιτητικής σκηνής -Νεανική είναι. -Πες το κι έτσι. Όταν σου πέφτει βαρύ το τετραήμερο και δε θεωρείς πια ζήτημα τιμής να μη φύγεις πριν κλείσει το πρόγραμμα, πριν ακουστεί και η τελευταία νότα στο ικαριώτικο. Και όταν ακούς «Υπόγεια Ρεύματα» με τις άλλες σαύρες της γενιάς σου, κάνεις συνειρμούς με το βιβλίο του Μαλτς και ξαφνικά διαπιστώνεις ότι όλοι γύρω σου περιμένουν στωικά το τέλος, για να ξεκινήσει ο Λιάκος.

Με ποια γενιά είσαι φίλε; Πες μας με ποια γενιά;

Είμαι με τους ημίνεους που αρνούνται να γίνουν μεσήλικες. Και δε θέλουν να κάτσουν εδώ με τη νεολαία. Απλώς να κάτσουν εδώ -και τώρα- να ξαποστάσουν, γιατί η μέση τιμωρεί τις εξαλλοσύνες της μέσης ηλικίας. Είμαι με αυτούς που έμαθαν -περίπου- τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί και κοιτάζουν μουδιασμένοι, σαν τη Ρόζα, όσα γίνονται στη μαθητική, είτε μιλάμε για όρθιους κωμικούς είτε για νότες -που είναι είδος υπό εξαφάνιση στα σημερινά ακούσματα. Και μπορεί να μην προλάβουν να ζήσουν τη μέρα που θα πάρουν τα όνειρά μας εκδίκηση, στήνοντας έναν κόσμο στο ύψος τους. Αλλά ίσως πάρουν μικρή εκδίκηση σε μια γενιά από τώρα, που θα έχει προχωρήσει η μουσική -μπροστά ή πίσω, άλλη συζήτηση- και τα σημερινά «ατίθασα νιάτα», που ούτε καν πιάνουν την αναφορά στη σειρά, θα μοιραστούν την αμηχανία μας για τα νεότερα άσματα. Κι όποιος δε μοιράζεται την αμηχανία μας, θα μοιραστεί την ήττα μας.

Να παίζουν στις σκηνές μας τα αμερικάνικα...

Ακούς τους Dead Prez να ζητάνε από το κοινό να κάνει λίγο θόρυβο και ξανά-μανά θόρυβο -εντάξει, τον εμπεδώσαμε τον θόρυβο, από μουσική παίζει τίποτα; Τους βλέπεις με το δέος που είχαν στην εποχή που ο JR (όχι του Χάρρυ) Χόλντεν έπαιρνε τίτλους με τη Ρωσία του Μπλατ -και ας μην ήταν ευθεία συνέχεια της Σοβιετίας, σαν το δικό μας κόμμα. Βλέπεις την κοσμοπλημμύρα στον Anser, σαν τις ουρές όταν άνοιξαν Μακ Ντόναλντς στη Μόσχα, με το δέος της πρωταγωνίστριας από το Goodbye Lenin, όταν είδε απ’ το παράθυρο να φεύγει η ΓΛΔ και να εισβάλλουν τα γραφεία της Κόκα-Κόλα.

Και μη μου πεις για το αρχαίο πνεύμα αθάνατο του Φαράκου -που πρόλαβε το τρένο της ΕΤΕ, αλλά έχασε το κόκκινο τρένο με τους αναθεωρητές το ’68- και για συντηρητικά αντανακλαστικά που δε θα αλλάξουν τον κόσμο. Γιατί ο Βλαδίμηρος είχε πολύ κλασικίζον γούστο, που δεν το συγκινούσε ο φουτουρισμός της εποχής του. Κι ο Λιάκος -ο «Εισβολέας, ντε»- τρόλαρε εαυτόν κι αλλήλους, λέγοντας να μη φύγουν ποτέ οι Αμερικάνοι -και οι βάσεις τους- γιατί «εμείς ποιον θα αντιγράφουμε μετά»; Και τέλος πάντων -και της ιστορίας- περί ορέξεως κολοκυθόπιτα και μανιτάρια -αρκεί να τα κάνουμε σούπα, όπως είπε ο σφος Οβελίξ, που δεν έχει αντίρρηση να ακολουθεί εντολές, αρκεί να ξέρει γιατί παλεύουμε, και αυτή είναι η έννοια της δικής μας πειθαρχίας.

Παρίστασαι και χαιρετίζεις σιωπηλά στο μεταλο-προσκύνημα, σαν παρατηρητής. Περνάς μέσα από μπαλόνια και δακρυσμένα μάτια 40άρηδων που θέλουν να μυήσουν εξ απαλών ονύχων τα παιδιά στο είδος, με την ίδια κατάνυξη που θα τα πήγαινε ένας οπαδός στο γήπεδο, να πάρουν το βάφτισμα του πυρός στην επικρατούσα θρησκεία του σπιτιού. Ζητάς συμβολικά από φίλους μια καρέκλα -δεν είσαι κουρασμένος, απλώς καρεκλάς, νιώθεις όμως αλληλεγγύη για τα ακούσματα της μοντέρνας εποχής που είχαν κάποια μελωδία και τώρα απειλούνται με εξαφάνιση.

Βιώνεις την αυθόρμητη έκρηξη χαράς στις μπροστινές σειρές, το ανθρώπινο τείχος που κινείται. Και δεν υπάρχει τίποτα σαν την πίστη ενός φανατικού κοινού, την ορμή ενός ενήλικου παιδιού που του κάνουν δώρο αυτό που του ’χαν τάξει. Χοροπηδά στον αέρα, γίνεται όσων χρονών νιώθει, χτυπάει ντραμς στον αέρα, τα μακριά μαλλιά που δεν έχει πια αλλά του μπαίνουν στα μάτια επίμονα, και τους διπλανούς του στον ρυθμό του «αμπαλαέα» -που τώρα λέει το λένε mosh pit.

Αυτά τα παιδιά έρχονται από πολύ μακριά. Βίωσαν την απόρριψη και το περιθώριο. Άκουγαν να τους λένε ειρωνικά «γέρους», δεινόσαυρους -σαν τον Βλαδίμηρο πριν τον Οκτώβρη, που ήταν μόλις 47. Έβλεπαν άλλα είδη να γίνονται δεκτά με τιμές στις σκηνές του Φεστιβάλ, γυρίζοντας στο Πάρκο σαν απόκληροι παππούδες, έτοιμοι για κάποια συνοικιακή ΚΟΒ, να μιλάνε για την Τασκένδη, τον Ντεζ και την αντίφα αρκούδα. Πίστευαν πως δε θα ωριμάσουν ποτέ οι συνθήκες, δε θα αξιωθούν να ζήσουν την επανάσταση -όπως το πίστευε και ο Λένιν στην εποχή του- ή μια μέταλ συναυλία στο Φεστιβάλ. Άντεξαν, ζυμώθηκαν στα δύσκολα, ατσαλώθηκαν και τελικά έζησαν για να δουν πως δεν υπάρχει κάστρο άπαρτο για τους μπολσεβίκους -όσα δε φέρνει ο χρόνος, τα φέρνει το Φεστιβάλ. Και τώρα κάνουν μεταξύ τους γκάλοπ, ποιο συγκρότημα έχουν απωθημένο να δουν, για να μας έρθει του χρόνου στο 51ο.

Βασικά οι σκηνές θα έπρεπε να έχουν ένα σημάδι (α)καταλληλότητας, σαν τις τηλεοπτικές εκπομπές, για να διευκολύνουν το κοινό. Η μαθητική δεν προσφέρεται -χοντρικά και κατά κανόνα- για τους άνω των 20 και για απόφοιτους. Η νεανική είναι για τους μεταφοιτητές που δεν έχουν καταλάβει πόσο είναι και σκέφτονται ακόμα τι θα γίνουν όταν μεγαλώσουν. Η κεντρική είναι κάπως σαν την τέταρτη δέσμη, που πάει με όλα, αλλά κυρίως με τις μεγαλύτερες ηλικίες -ως κοινό και ως καλλιτέχνες- που θυμούνται τις δέσμες και τον ινστρούκτορα του Τραμπάκουλα -με την ατάκα για την αποδέσμευση από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά. Και η λαϊκή είναι της ίδιας -και γηραιότερης- λογικής, με μια δόση φασαίων πανηγυρτζήδων στο ικαριώτικο γλέντι -και όχι μόνο.

Είναι αυτό που είπε και ο Τσολιάς, μεταξύ σοβαρού και αστείου, για τους φασαίους και τους πολιτικά άστεγους που στρέφονται μαζικά στο ΚΚΕ, γιατί δεν έχουν πού αλλού να παν. Μπορεί να τρομάξουν λίγο όταν καταλάβουν ότι ο αγώνας θέλει δέσμευση -που την φοβούνται- και γενικώς, κάτι παραπάνω από μια ψήφο ή μια ανάρτηση. Αλλά θα τους μείνει κάτι, ο άγριος σπόρος που μπορεί να βλαστήσει ανά πάσα στιγμή -ακόμα και στις πλέον ανύποπτες.

Το Φεστιβάλ είναι ο καλύτερος τρόπος να γνωρίσεις τους κομμουνιστές, ένα «Κόμμα με [πιο] ανθρώπινο πρόσωπο», η καλύτερη «κάρτα γνωριμίας» για φασαίους -και όχι μόνο. Για πότε θα βρεθούν από τον ικαριώτικο χορό με τον Κουτσούμπα, στις πορείες με αλυσίδες ούτε οι ίδιοι θα το καταλάβουν. Ανοίξαμε την αλυσίδα και έγινες ένας από εμάς. Και μετά δε θα έχουν να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους...

Το ωραίο, όμως, είναι ότι νιώθεις να μεγαλώνεις μαζί με το Φεστιβάλ που γιγαντώθηκε. Και τώρα πλέον δεν ισχύει η κλασική απορία «που είναι όλοι αυτοί οι πανηγυρτζήδες, όταν τους χρειάζεσαι, στον δρόμο ή έστω στην κάλπη;». Τώρα έρχεται κόσμος που τον ξέρεις, τον συναντάς, αποκτάς δεσμούς. Κι ενίοτε γράφεις και ιστορία μαζί του -όπως στο Φεστιβάλ. Γιατί την ιστορία την γράφουν πάντα οι μάζες, οι χιλιάδες ανώνυμοι συντελεστές της, οργανωμένοι και μη, που συνδέουν διαλεκτικά το συνειδητό με το αυθόρμητο, το διονυσιακό ξέσπασμα με τις χρεώσεις και με το αυστηρό σχέδιο. Ούτε ένα «ανκόρ» δεν είχαμε, για να μην αποκλίνουμε από το πρόγραμμα και τις προθεσμίες -εξαιρούνται οι σφοι που ζουν σε ώρα Ικαρίας.

Ναι αλλά τι θα μπορούσε να το κάνει ακόμα πιο ιστορικό; Τι άλλο θα μπορούσε να έχει το Φεστιβάλ για να φτάσεις σε νέες απάτητες κορφές; Πώς θα μπορούσε να κατακτήσει οριστικά την πολιτισμική ηγεμονία της χώρας; Και πώς μπορεί να χτυπήσει μεγαλόπνοα έργα, όπως τον ύμνο του Κασσελάκη -δεν τον τραγουδά ο ίδιος, αλλά όλα δείχνουν πως είναι έτοιμος για ένα άλλο βήμα στην καριέρα του, μόλις ξεμπερδέψει με την πολιτική;

Θα μπορούσε να έχει κι άλλο χώρο -και άλλες σκηνές. Αλλά αυτό σημαίνει πιο πολλή δουλειά, χρεώσεις και υποχρεώσεις. Ίσως γίνει πράξη, όσο μεγαλώνει το Κόμμα -και μαζί του το Φεστιβάλ. Αν είχε περισσότερο χώρο, θα είχε μεγαλύτερη άνεση και για τα στέκια ή για τις συζητήσεις -για να μην έχουν το άγχος να τελειώσουν, πριν αρχίσουν οι συναυλίες.

Θα μπορούσε να φέρει μεγάλα διεθνή ονόματα, για κάθε είδος -από την Ορχήστρα του Κόκκινου Στρατού, μέχρι τους Λένινγκραντ Κάουμποϊς, που είναι βασικά το ίδιο, αλλά ας προσθέσει ο καθένας τα δικά του. Αυτό όμως είναι δύσκολο και κοστίζει αρκετά.

Κάποιοι έχουν απωθημένο τους Θανασομάλαμες. Ο Σωκράτης είχε έρθει παλιότερα στο Φεστιβάλ. Κι ο Θανάσης μάλλον το γυροφέρνει -μετά την παρουσία στο στέκι της ΚΝΕ και στον 904- κι είναι σχεδόν νομοτελειακό πως θα ερχόταν, αν δεν είχε πει ότι αποσύρεται. Ίσως έρθει ως φιλική συμμετοχή, μαζί με τον γιο του, στους «Γκιντίκι». Και τότε να δεις κλάμα και συγκίνηση η γενιά των μεταφοιτητών...

Κάποιοι άλλοι θα ήθελαν τους Social Waste -αλλά ίσως είναι λίγο «παρωχημένοι» πια, και εξάλλου φέτος ήρθε ως μονάδα ένα από τα μέλη τους. Στο ίδιο είδος, μπορεί να έρθουν κι άλλα συγκροτήματα, με πιο στοχευμένο στίγμα -σαν τους Rationalistas κ.ά. Κάποιοι μπορεί να έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους και τον Λεξ, αλλά αυτό δεν είναι ορατό για το άμεσο μέλλον -δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες.

Δεν είναι καρφί-έμμεση αναφορά για κάποιον, αλλά όσοι έχουν ευρύτερη αναγνωρισιμότητα, πρέπει να κρατήσουν λεπτές ισορροπίες με το κοινό τους, για να μην ξενερώσει από τη συμμετοχή σε ένα Φεστιβάλ με συγκεκριμένο στίγμα. Στον αντίποδα, το Φεστιβάλ έχει γίνει πια τόσο μεγάλο, που διασφαλίζει -ακόμα μεγαλύτερη- αναγνωρισιμότητα, ακόμα και σε όσους έχουν ήδη το δικό τους κοινό και επιλέγουν να έρθουν, μεταξύ άλλων και για να το διευρύνουν.

Όσο για την κε του μπλοκ, θα μου αρκούσαν αυτοί ακριβώς οι καλλιτέχνες, αλλά (κάποιους) 30-40 χρόνια πριν. Και ένα αφιέρωμα στο ΕΑΜ, όπως στο 1ο του Ζωγράφου, που λύγιζαν τα τσιμέντα από τη συγκίνηση.

@varlagas

♬ original sound - Panagiotis Varlagas
Και μια επιπλέον σκηνή για τους αναστημένους, για να έρχονται σε ειδικές φεστιβαλικές εμφανίσεις -ξεκινώντας από τη Μαρία Δημητριάδη και συνεχίζοντας με τους υπόλοιπους. Αλλά κάποια πράγματα είναι αδύνατα, ακόμα και στο Φεστιβάλ, που είναι η χώρα των θαυμάτων. Και έπειτα, κάθε θάμα τρεις ημέρες -όσο διαρκεί δηλαδή συνήθως ένα Φεστιβάλ.

Και τι θα γίνει με τη μεταφεστιβαλική κατάθλιψη; Πώς θα είναι το επόμενο Φεστιβάλ, τώρα που έθεσε τόσο ψηλά τον πήχη το 50ό και ο θεσμός μπαίνει στη δεύτερη 50ετία του;
Ξέρετε, αυτό βασικά είναι ανακριβές. Είναι η ίδια παρανόηση που είχε γίνει και με το μιλένιουμ. Το 50ό Φεστιβάλ δε σημαίνει ότι ο θεσμός έκλεισε μισό αιώνα ζωής. Το πρώτο Φεστιβάλ είχε γίνει το ’75 -δηλαδή 49 χρόνια πριν.

Πάλι γκρίνια μωρέ; Πες κάτι θετικό για το κλείσιμο.
Εντάξει. Του χρόνου, που θα κλείσουν τα 50 χρόνια από το 1ο Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή, ο πήχης θα μπει ακόμα πιο ψηλά για να γιορτάσουμε την επέτειο. Θα τρυπήσουμε το ταβάνι, θα εφοδεύσουμε στον ουρανό και -όπως ο Γιούρι πριν από 60 και βάλε χρόνια- δε θα δούμε κανέναν θεό εκεί. Μόνο το Φεστιβάλ από ψηλά, με διάφορους ημίθεους, ημίνεους και βάλε...

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024

Το γκρίζο κύμα που μας πήρε και μας σήκωσε

Σαν χτες μου φαίνονται εκείνες οι Αναιρέσεις, που ο Πι-Πι έλεγε να στήσουμε «μικρά Στάλινγκραντ» απέναντι στον αντίπαλο, που δε θυμάμαι ακριβώς αν ήταν ο φασισμός, ο καπιταλισμός που τον γεννά, ο νεοφιλελευθερισμός γενικά και αόριστα ή γενικώς -και ακόμα πιο αόριστα- οι κακοί. Θυμάμαι όμως ένα βιβλίο του που προσδιόριζε με έναν περίεργο τρόπο τους καλούς: το μέτωπο που ήθελε, χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούσε να γίνει και χωρίς το ΚΚΕ δεν μπορούσε να πετύχει. Ή κι αντίστροφα (και κάπου κολλούσε σε όλα αυτά κι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ). 

Και μετά ο Πι-Πι έφυγε σιωπηλά από το ΝΑΡ, πήγε βοηθός του Λαφαζάνη στο ντιμπέι του ’15 και χάσαμε τα ίχνη του από την πολιτική ζωή του τόπου, σε αντίθεση με το άχαστο πολιτικό του κριτήριο, που δείχνει εδώ και χρόνια την αντίθετη πλευρά από εκεί που πρέπει να πάμε. Κρίμα, γιατί κάποτε ήταν το «παιδί-θαύμα» της ΚΝΕ -κάτι σαν τον Μπουχάριν, σε πιο μικρή κλίμακα- με γλωσσομάθεια, λέγειν και πολλές ικανότητες.

Σαν χτες μου φαίνεται, επίσης, που μιλούσαμε για τον φασισμό και πώς θα τον αντιμετωπίσουμε -πάνω από όλα ως γέννημα-θρέμμα (και μαντρόσκυλο) του συστήματος και όχι του μικροαστικού συρφετού ή όσων άλλων αποτελούν τη μαζική του βάση. Αλλά μιλούσαμε τουλάχιστον για φασισμό, όχι για ακροδεξιά -γενικά και αόριστα πάντα- ούτε για «μεταφασισμό».

Σαν χτες μου φαίνεται, τέλος, η εποχή που το μπλοκ είχε συχνή ροή κειμένων και φιλοξενούσε συχνά και απόψεις - κείμενα της βάσης του μπλοκ.

Τώρα, όμως, έρχεται να συνδέσει (διαλεκτικά) το παρόν και το μέλλον αυτό το κείμενο της Ματριόσκας της Κόκκινης για μια βιβλιοπαρουσίαση του Πι-Πι. Που ανεξάρτητα από επιμέρους ή συνολικές διαφωνίες και συμφωνίες έχει αν μη τι άλλο ενδιαφέρον και δίνει τροφή για προβληματισμό και συζήτηση για το θέμα του βιβλίου.

Διαβάστε, απολαύστε υπεύθυνα και κρίνετε -για να κριθείτε με τη σειρά σας.


Τις προάλλες βρέθηκα στη βιβλιοπαρουσίαση του Πέτρου Παπακωνσταντίνου το «Γκρίζο κύμα. Η ακροδεξιά και οι συνεργοί της» κι έφυγα με πολλές σκέψεις στο κεφάλι μου.

Η εκδήλωση έγινε στην ΕΣΗΕΑ. Για όσους δεν έχετε διαβεί το κατώφλι της, θα σας πω ένα εντυπωσιακό πράγμα: Είναι πολύ καθαρό κτίριο, εν αντιθέσει με το τι μπορεί να συναντήσεις εκεί μέσα... Το στόμα μου δε θα το ανοίξω καθότι δε θέλω να φάει μηνύσεις η κε του μπλοκ. Κρίμα είναι. Έμεινα όμως με την απορία, γιατί μπαίνει στο καταστατικό της ΕΣΗΕΑ ηλικιακό όριο, τα 40 χρόνια, για τα υποψήφια μέλη της.

Μαζευτήκαμε, λοιπόν, όλοι εκεί συμπούρμπουλοι, που λένε και στο χωριουδάκι μου. Ανάμεσα στο κοινό και εξέχοντα πρόσωπα της αριστερής παράταξης αυτού του βασανισμένου τόπου: Ο κ. Κοτζιάς, που θα τον θυμάμαι πάντα να τραγουδά το «We are the world» με τον ΥΠΕΞ της Τουρκίας, Τσαβούσογλου. Αξέχαστες μνήμες, πραγματικά, και για τους Τούρκους και για μας...
Ο Στρατούλης, το ανήσυχο αυτό τέκνο της Αριστεράς, που ήταν ΚΚΕ, Συνασπισμός, ΣΥΡΙΖΑ, τώρα γραμματέας της Λαϊκής Ενότητας, η οποία ορφάνεψε όταν ο Παναγιώτης Λαφαζάνης αποφάσισε να αρχίσει τους εναγκαλισμούς με τους «Σπαρτιάτες» και να λέει σε ακροδεξιά podcast «Δεν υπάρχει Αριστερά σήμερα»... Γυρίζοντας στο ανήσυχο πνεύμα του Στρατούλη -που στις τελευταίες εκλογές ήταν υποψήφιος του Βαρουφάκη, ως γραμματέας της ΛαΕ- δεν μπορείς να μη θαυμάσεις την ασίγαστη φλόγα ενός επαναστάτη που πάει από κόμμα σε κόμμα, προσπαθώντας να βρει τη θέση του. Αφού έχουμε φτάσει να λέμε τον Αλέξη Τσίπρα μεγάλο ηγέτη της Αριστεράς, και εγώ μπορώ να γράφω όσα ανέκδοτα θέλω. Γούστο μου και καουμπόικο καπέλο μου. Σαν εκείνο του Κοτζιά, σε άλλη αξέχαστη στιγμή του... Νομίζω πως τον θυμάμαι κάπου και με πόντσο;
Το καλύτερο σας το φύλαξα για το τέλος: στην εκδήλωση ήταν και ο Χαρίτσης της «Νέας Αριστεράς», ο οποίος θυμάμαι να φωνάζει σε πάνελ στην Κανέλλη: «Εσύ και το ΚΚΕ θέλετε να φτωχοποιήσετε τον λαό», το οποίο αποδεικνύει πως όλοι ξαφνικά μπορεί να πάθουμε παράκρουση εκεί που καθόμαστε, στα καλά του καθουμένου. Μην το γελάτε...
Είχαμε πει κάτι για μηνήσεις, ε;

Τώρα, αν και εσάς σας έχει πιάσει η απελπισία και βαστάτε το κεφάλι σας, επειδή σκέφτεστε πώς αυτές οι εκφάνσεις της Αριστεράς μπορούν να αντιπαρατεθούν στα σοβαρά με το φαινόμενο της ακροδεξιάς, το οποίο πραγματεύεται το βιβλίο, έχω να σας γράψω:
Ηρεμήστε...
Ο λαός σώζει τον λαό. Αυτός θα φάει, με συγχωρείτε, όπως πάντα το σκατό και αφού ματώσει απέναντι στην ακροδεξιά, κάποιοι θα μοστραριστούν να πάρουν τα εύσημα.
Ας ωριμάσει και αυτός ο λαός να τα δώσει εκεί που πρέπει και όχι αλλού. Κυρίως στον ίδιο.

Μπήκαμε όλοι μαζί στην πραγματικά κατάμεστη αίθουσα. Ομιλητές ήταν ο Διονύσης Τσακνής, η Φωτεινή Βάκη, ο Θανάσης Καμπαγιάννης και φυσικά ο συγγραφέας. Συντονίσρια η Τζούλη Τσίγκα.

Αντικειμενική ως προς τον συγγραφέα δεν μπορώ να είμαι, καθότι εμένα ο Παπακωνσταντίνου μ’ αρέσει ως γραφή και όταν τον πετυχαίνω στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο τον ακούω με ενδιαφέρον. Έχοντας διαβάσει το βιβλίο του, σας το συνιστώ. Είναι ένα εύκολο ανάγνωσμα που
ανατρέχει την ιστορία της ακροδεξιάς σε πολλές χώρες, κυρίως της Ευρώπης, λιγότερο της αμερικανικής ηπείρου, αν και... εδώ είναι η πρώτη μου ένσταση. Παρότι το αναφέρει και ο ίδιος πως παντού «πλανάται το φάντασμα της ακροδεξιάς», η αλήθεια είναι πως έχω κουραστεί να διαβάζω ξανά και ξανά διάφορα βιβλία για την ακροδεξιά με επίκεντρο την Ευρώπη.
Διαμορφώνεται εκεί έξω ένας πολυπολικός κόσμος, όπου η Ευρώπη -να με συμπαθάτε- δεν πρόκειται παρά να έχει ρόλο κομπάρσου. Γνώμη μου.
Θα 'ταν πολύ καλό για την ελληνική βιβλιογραφία να αρχίσει κάποιος να ασχολείται με την ακροδεξιά στην Ινδία, στην Ταϊβάν ή στην αφρικανική ήπειρο, γιατί φοβάμαι πως συχνά αυτή παραβλέπεται, ενώ θα φανεί μπροστά μας τα επόμενα χρόνια, πιθανόν πιο άγρια από την ευρωπαϊκή ακροδεξιά.

Γυρίζοντας στο βιβλίο, εκείνο που μ’ άρεσε διαβάζοντάς το ήταν πως δεν πέφτει στο λάθος να θεωρήσει πως ο αναγνώστης του είναι ήδη γνώστης του ακροδεξιού φαινομένου, της ιστορίας του και πού πάει τη βαλίτσα. Έτσι δε χρειάζεται να έχεις από τη μια το βιβλίο και από την άλλη να ψάχνεις για την ορολογία ή το θεωρητικό.
Οι ομιλητές είχαν ως προς αυτό την ίδια άποψη. Είναι ένα απλό αλλά ταυτόχρονα μεστό βιβλίο, φτιαγμένο να το καταλάβει ο λαός. Είπαμε, άλλωστε, πως αυτός θα φάει στα μούτρα την ακροδεξιά.

Το βιβλίο ανατρέχει σε 32 χώρες, εξηγεί τις ρίζες των πρώτων ακροδεξιών κινημάτων και κομμάτων μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εισάγει την έννοια των μεταφασιστικών κομμάτων, τα οποία διαφέρουν σε πολλά σημεία από τους φασιστικούς τους προγόνους και γι’ αυτό μπορούν να ελίσσονται, να μεταμορφώνονται, να μας «κρύβονται», μέχρι να φανερωθούν μπροστά μας, με όλη τη γνωστή, μισητή τους μορφή.
Ας μην ξεχνάμε πως ο φασισμός δεν έρχεται από το μέλλον και πως οι μάσκες του με τον καιρό αλλάζουν, αλλά όχι και το μίσος του για μένα.

Ο Διονύσης Τσακνής περισσότερο στη βιβλιοπαρουσίαση έδωσε αυτό το στίγμα, του απλού ανθρώπου, ο οποίος διαβάζει ένα βιβλίο, όπως ο καθένας μας.
Σε αντίθεση, όπως ήταν φυσικό, με την καθηγήτρια κ. Γάκη, η οποία με πολύ σαφή και μελετημένο τρόπο ανέλυσε τη δομή του βιβλίου, αναδεικνύοντας τον πλούτο γνώσεων που περιέχει.

Ο κ. Καμπαγιάννης στην έναρξη της ομιλίας του σχολίασε τη βράβευση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη ως «Παγκόσμιου πολίτη» από το Ατλαντικό Συμβούλιο (από τα χέρια του κ. Μπούρλα της Pfizer. Τίποτα δε γίνεται τυχαία... Υπέροχο κομμάτι της Μαρινέλλας και περαστικά της), ενώ η άλλη εξίσου βραβευμένη ήταν η Τζόρτζια Μελόνι, την οποία αποκάλεσε και φίλη του -ο Μητσοτάκης, όχι ο Καμπαγιάννης, που πιθανότατα δε θα ’θελε να την δει ούτε καν μπροστά του, ούτε πίσω του.

Συνέχισε την ομιλία του, πιάνοντας τη «δική μας» ακροδεξιά -αναμενόμενο εφόσον ήταν συνήγορος των θυμάτων της Χρυσής Αυγής- και διέτρεξε ένα μικρό ιστορικό εκείνης της περιόδου.
Είχα δύο διαφωνίες ως προς την ομιλία του. Η μία ήταν η πεποίθηση πως η ραχοκοκαλιά της ακροδεξιάς στην Ευρώπη είναι η μεσαία τάξη. Δεν το νομίζω. Πικρό ποτήρι, αλλά βρίσκει πολλά ερείσματα και στην εργατική τάξη.

Το άλλο σημείο ήταν πως «Η πλατεία δε γέννησε την ακροδεξιά». Και μάλιστα ελπίζει ο Ριζοσπάστης να ανακαλέσει αυτήν την άποψη που διατυπώθηκε σε μια σειρά άρθρα του.
Διαφωνώ, καθότι έζησα εκείνα τα γεγονότα. Αυτό το απολιτίκ που καλλιέργησε η Πλατεία ήταν το τέλειο έδαφος πάνω στο οποίο φύτρωσε όχι μόνο η Ακροδεξιά αλλά και πολλά θολά αναχώματα και κινήματα της εποχής, που εξαφανίστηκαν αργότερα έχοντας κάνει τη βρωμοδουλειά τους. Ηθελημένα ή αθέλητα.
Όπως είπα, είναι δικές μου διαφωνίες.

Τέλος, για να μη μακρηγορώ άλλο, το βιβλίο δίνει τις δικές του κατευθύνσεις για το τι πρέπει να κάνουμε. Θέλω να σας αφήσω με το σασπένς, να το διαβάσετε μόνοι σας, αλλιώς τι νόημα θα ’χει αν σας το κάνω σπόιλερ;

Θα πω μόνο το εξής, επειδή γυρίζοντας σπίτι έβαλα να ακούσω militaire.gr, τον καθηγητή Οικονομικών του ΕΚΠΑ Νίκο Στραβελάκη, που είναι αισιόδοξος πως η Αριστερά κερδίζει την Ακροδεξιά, αναφερόμενος στα γεγονότα στη Γαλλία και πως ο κόσμος ξεσηκώνεται παντού και βάζει πλάτη, ώστε να σταματήσει την Ακροδεξιά στην Ευρώπη.
Μια συζήτηση που έγινε και στη βιβλιοπαρουσίαση, με εντελώς διαφορετική οπτική βέβαια, του «ναι, η Αριστερά, έστω και κατακερματισμένη, κατάφερε να αναδειχτεί πρώτο κόμμα, αλλά ο ίδιος ο Μακρόν με ταχυδακτυλουργίες έχει καταφέρει να κρατήσει την καρέκλα του, ενώ κυβερνά στις σκιές η Λεπέν, μη αναλαμβάνοντας στα φανερά καμία πολιτική ευθύνη, και σχεδόν προαλείφεται μια άνοδός της στην Προεδρία, όποτε και αν γίνουν εκλογές. Τουλάχιστον με τα ως τώρα δεδομένα και ποσοστά της».

Θεωρώ πως η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Δε συμμερίζομαι την υπεραισιοδοξία του κ. Στραβελάκη, αλλά ούτε την, εν μέρει, απαισιοδοξία της βιβλιοπαρουσίασης.
Έχω την εντύπωση πως τον κόσμο τον σπρώχνουν προς την Ακροδεξιά. Είναι κάτι που διαφαίνεται στις σελίδες του βιβλίου αλλά ίσως να μην αναφέρθηκε τόσο έντονα στην παρουσίαση (διάβασα το βιβλίο αργότερα, αφού είχα ακούσει τον Στραβελάκη), πως τόσο η Δεξιά όσο και το Κέντρο ευνοούν περισσότερο την ακροδεξιά, όταν μάλιστα έχει δώσει εγγυήσεις πως θα αφήσει πίσω της «τα πολύ ναζιστικά», όπως έλεγε και ο Βελόπουλος.

Κατά τη γνώμη μου, δημιουργούν την ψευδαίσθηση μιας δυνατής Ακροδεξιάς, απλώς σπρώχνοντας δικούς τους ψηφοφόρους προς τα εκεί, ίσως και με κάτω από το τραπέζι συνεννοήσεις, ώστε ο κόσμος να οδηγηθεί σε μια πόλωση, με απώτερο σκοπό αυτές οι τεράστιες πολιτικές δυνάμεις που δε συμμετέχουν στις εκλογές να μπουν στο παιχνίδι, και κόμματα μετριοπαθή, που τώρα έχουν φθαρεί από τα σκάνδαλα και την εξουσία, να φανούν αργότερα πιο «υγιείς» και «σταθερές» επιλογές, αφού πρώτα έχουν αφήσει την πολιτική ζωή να μπει σε ακραίες περιπέτειες.
Ένα απλό πτυχίο Πολιτικών Επιστημών έχω, μπορεί να λέω και αρλούμπες, μη με πάρετε σοβαρά υπόψη σας...

Σε γενικές γραμμές ήαν μια ευχάριστη και σύντομη βιβλιοπαρουσίαση, που διέτρεξε αρκετά σημεία του βιβλίου, χωρίς να φανερώσει το περιεχόμενό του.
Ας πούμε πως με το μολυβάκι μου σημείωσα και 1-2 σημεία που θα έπρεπε να είχαν αναφερθεί, αλλά οκ, στις βιβλιοπαρουσιάσεις δεν πας, για να πας σελίδα-σελίδα το βιβλίο. Πας για να τιμήσεις το πρόσωπο του συγγραφέα, να πάρεις μια γεύσεις τι θα διαβάσεις μόνο σου και τέλος να δεις ποιοι πάνε.

Σωτηρία από την ακροδεξιά υπάρχει, απλά δεν είδα και πολλή εκεί μέσα, για να είμαι ειλικρινής...

Κόκκινα μαντίλια στο Πάρκο Τρίτση

Ας αρχίσουμε όπως πρέπει, δηλαδή ανάποδα, δηλαδή με τα υστερόγραφα του τετραήμερου, για μια διαλεκτική επανασύνδεση με τα προηγούμενα.

Είναι μία, μόνο μία, η αγαπημένη Διεθνούπολη.
Κι ας μην είχε αποστολές - ΚΝ από το Πιπερού και το Αβγατηγανιστάν του Τριβιζά, όπου αργούν να ωριμάσουν τα μήλα και οι συνθήκες, αλλά έχουν εμπεδώσει τα συνθήματα της «Αλλαγής», φωνάζοντας:
άνθρωποι-ψυγεία, η ίδια συμμορία.

Είχε όμως έναν εναλλακτικό ρασταφάρη από τη Ρουμανία, που αυτή τη φορά δεν έφερε κονκάρδες Τσαουσέσκου -και είναι κρίμα- είχε βάλει όμως αφίσες στη σειρά με ηγετικές μορφές του κινήματος, όπως τον Ντεζ (που ήταν προεδρεύων στην 6η Ολομέλεια που καθαίρεσε τον Ζαχαριάδη και είναι ευτύχημα - ; - που δεν τον πήρε χαμπάρι κάνας ζαχαριαδικός παππούς, να γίνει διπλωματικό επεισόδιο και να διακοπεί το Φεστιβάλ, μέχρι να κατέβει η ρεβιζιονιστική αφίσα), και μια αρκούδα, τον Βόιτσικ! Που δεν το ’χε σκάσει από ταινία του Ξανθόπουλου, δεν ήταν συγγενής του Μίσα, ούτε άλλη σοβιετική άρκτος, αλλά είχε τη δική της αντιφασιστική ιστορία -που μπορείτε να δείτε σε κινούμενα σχέδια ή σε ένα λήμμα της Μπριτάνικα! Και σε βάζει να σκέφτεσαι συνειρμικά συμβολικά κορεό με το Πάνθεον των κομμουνιστών ηγετών και τελευταία προσθήκη τον Βόιτσικ -μετά τον Στάλιν και τον Μάο. Ή τον Λουκάνικο και τη Λάικα -μετά τον Κλοπ- σε μια πιο φασέικη εκδοχή.

Μα είχαμε εμείς ποτέ Μάο; Όχι. Αλλά είχαμε για λίγα χρόνια στη μεταπολίτευση το στάδιο της Νέας Δημοκρατίας -πριν το πάρει ο Καραμανλής και το κάνει κόμμα- που ήταν μαοϊκός όρος. Και αν δεις λίγο προσεκτικά ανάμεσα στις μπροσούρες για το 10ο συνέδριο, υπάρχει ένας μικρούλης Μάο -ή μια πολεμική εναντίον του.


Μιας και το «έφερε η κουβέντα», στο «Νταζβιντάνιγια» του Λάδη, θα κολλούσε γάντι στο εξώφυλλο το νοσταλγικόδάκρυ του Μίσα, από την τελετή λήξης της Μόσχας το ’80 -τότε εξάλλου, πάνω-κάτω, έκανε κι αυτός το πρώτο από τα ταξίδια του στη Σοβιετία. Κι αν φαίνεται κάπως (υπερβολικά) συναισθηματικό, έχει απαντήσει προφητικά στον πρόλογό του ο ίδιος ο συγγραφέας:
Χωρίς τα βιώματα και τα συναισθήματα, πάντα κάτι λείπει, πολύ ουσιαστικό, από την κατανόηση της πραγματικότητας.

Κι αν όλα αυτά οδηγούν σε μια μορφή εξιδανίκευσης;

Μπορεί να αφαιρέσει κανείς από την ανθρώπινη δραστηριότητα αυτή τη συναισθηματική ταύτιση με πρόσωπα και καταστάσεις, αυτόν τον «ωραιοποιητικό» φακό, που -αυτός και μόνο- αναγορεύει τα άτομα σε μαχητές για την υλοποίηση κάποιων μεγάλων στόχων; (...) Υπάρχει έκφανση του ανθρώπου χωρίς αυτή την προβολή, αυτή την εξιδανίκευση, τόσο στις προσωπικές, όσο και στις ευρύτερα κοινωνικές μας σχέσεις; (...) Κανένας διανοούμενος, επισκέπτης ή οπαδός του σοσιαλισμού δεν μπόρεσε να ξεφύγει στην πρώτη του επαφή με τη σοβιετική κοινωνία -τόσο προπολεμικά όσο και μεταπολεμικά- από αυτή την απλοποιητική γραφή, από το «θετικό δέος» μπροστά σε μια κοινωνία, όπου έλειπε -και με θετική κατοχύρωση- το κυνήγι του κέρδους και ο άκρατος ανταγωνισμός.

Όσο για την εικαστική έκθεση -τη μεγαλύτερη στο είδος της εκείνες τις μέρες- θα ήταν παράλειψη να μη γίνει ειδική αναφορά στο «σβησμένο άγαλμα του Τρούμαν», που δεν είναι μόνο συλλογικό απωθημένο του κινήματος, αλλά ό,τι πιο κοντινό έχουμε δει στο κλασικό «Λευκό πάνω στο Λευκό», με το οποίο είχε κάψει το μυαλό του κοινού της η Μηλιαρονικολάκη, πριν κάποια χρόνια, σε κάποια από τις σύντομες τρίωρες παρεμβάσεις της.


Αλλά αν το Φεστιβάλ είναι ένα ετήσιο ταξίδι που κορυφώνεται και κόβεται πάνω στο καλύτερο, τα λακωνικά σχόλια της Ελένης είναι ο ορισμός του «μας ταξίδεψες» και το πάρκο Τρίτση είναι «το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ». Κι αν σου φαίνεται πεζός και κοντινός προορισμός, είναι που δεν το έχεις κάνει σε ώρα αιχμής μέρα Φεστιβάλ, οκτώ η ώρα και νεκρός μέσα στην κίνηση, που είναι το διαλεκτικό ψευδώνυμο της πλήρους ακινησίας: να ψάχνεις μισή ώρα να παρκάρεις -κάνα χιλιόμετρο μακριά από την είσοδο- ή να γράφει αλύπητα το κοντέρ και να πέφτουν οι μονάδες στρέιτ θρου, σαν τη φεστιβαλική βρόχα.

Κι η μόνη ελπίδα να αποκαταστήσει τη φήμη της η (παρεξηγημένη) κίτρινη φυλή είναι να κοκκινίσει -και δεν εννοώ τη χώρα του Μάο, ούτε μόνο στενά τις κάλπες της άλλης βδομάδας στον ΣΑΤΑ, όπου «κόκκινοι και μπολσεβίκοι ρίχνουν ψήφο στον Μαυρίκη» για ένα ταξικό (#diplis) -ταριφικό κίνημα, που θα διαγράφει από το Σωματείο όσους έρχονται να βρουν πελάτες στο Πάρκο και αρχίζουν τα «ένας Παπαδόπουλος σας χρειάζεται».
Ναι αλλά ο Μάκης. Που βάζει διαφάνειες στις διαλέξεις του, για να πιάσει το ευρύ κοινό με σχήματα και εικόνες. Σαν κι αυτήν από τα νιάτα του.


Πώς πήγαν όμως οι υπόλοιπες ομιλίες-εκδηλώσεις του Φεστιβάλ;

Είναι πρακτικά αδύνατο -σα να εξανθρωπίζεις τον καπιταλισμό και να τετραγωνίζεις τον φαύλο κύκλο των κρίσεων υπερσυσσώρευσης- να γίνεις χίλια κομμάτια, μεταμοντέρνα, για να τα προλάβεις όλα, πέρα από σκόρπιες ψηφίδες -λίγο απ’ όλα και συχνά καθόλου από τίποτα. Αυτό που είναι εφικτό είναι να μαζέψεις μετά όλα τα βίντεο, σε μια ωραία «βιντεο-μπροσούρα», που θα μπορούσαν να γίνουν και μια ωραία έκδοση, με τα πρακτικά κάθε εκδήλωσης. Κι όταν αποχαρακτηριστούν τα φεστιβαλικά αρχεία, θα δούμε κι εκείνη την εκδήλωση με τον Παφίλη για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και όλες -και τις τρεις- θέσεις μας για τα άμεσα πρακτικά καθήκοντα: υπεράσπιση κυριαρχικών δικαιωμάτων, με ήττα της αστικής μας τάξης και δουλειά μες στον στρατό, με δικά μας ένοπλα τμήματα. Ή κάπως έτσι...

Η φετινή συζήτηση για τον πόλεμο είχε παρεμβάσεις φωτορεπόρτερ - πολεμικών ανταποκριτών. Και θα ήταν (ακόμα) πιο ενδιαφέρουσα αν ήταν λίγο πιο μικρή η εισήγηση και λίγο μεγαλύτερες οι παρεμβάσεις των φωτορεπόρτερ, που -από τη φύση της δουλειάς τους- δεν έχουν συχνά την ευκαιρία να μιλήσουν κι όταν καλούνται να χωρέσουν χιλιάδες σκέψεις και λέξεις σε λίγα λεπτά, χωρίς εικόνες, μπορεί να αγχωθούν και να μπλοκάρουν, ιδίως όταν πιέζει ο χρόνος -λόγω της βροχής, που πήγε όλο το φεστιβαλικό πρόγραμμα δυο ώρες πίσω.

Η συζήτηση για την Κούβα στη Διεθνούπολη θα ήταν η πιο ενδιαφέρουσα απ’ όλες, αν μπορούσε να γίνει ανοιχτά, χωρίς να αναζητάμε τον χαμένο χρόνο στη μετάφραση και χωρίς τις λεπτές ισορροπίες που πρέπει να κρατηθούν με τους Κουβανούς συντρόφους.

Είναι «νησί της επανάστασης» ή και της οικοδόμησης; Ποιο είναι το γενικό στρατηγικό σχέδιο; Πόσες αυταπάτες και πόση (αντικειμενική) ανάγκη υπάρχει στους συμβιβασμούς των Κουβανών; Είναι άτακτη υποχώρηση ή μια «νέα ΝΕΠ» που παίρνει υπόψη τους αρνητικούς συσχετισμούς; Είναι αναγκαίο κακό ή στρατηγική επιλογή η συμμαχία με τους BRICs; Είναι άραγε μια μορφή αξιοποίησης των εσωτερικών αντιθέσεων του ιμπεριαλισμού;

Αντί για όλα αυτά, μείναμε στα αυτονόητα που συμφωνούμε -για τις καταστροφικές συνέπειες του εμπάργκο. Και το βασικό πρόβλημα δεν είναι η αυτολεξεί ανάγνωση των τοποθετήσεων από το χαρτί -που σκοτώνει τη ζωντάνια- και η χρονοτριβή στις μεταφράσεις -που διπλασιάζουν τον χρόνο- αλλά αν μιλάμε τελικά την ίδια γλώσσα και τι αποχρώσεις έχει η διάλεκτος του καθενός. Κι είναι αλήθεια πως ένα ταξίδι στην Κούβα σε κάνει να αμφιβάλλεις για τα ισπανικά που ξέρεις- ιδίως αν τα έχεις διδαχτεί από Καστιγιάνους κονκισταδόρες...

Στη συζήτηση για την ανισοτιμία της γυναίκας και τις θεωρίες φύλου, τέθηκαν μερικά ενδιαφέροντα ερωτήματα από το κοινό. Πχ αν δεχόμαστε τον όρο «πατριαρχία», που -απ’ όσα κατάλαβα τουλάχιστον- (δεν) απαντήθηκε περιφραστικά, για την ανάλυσή μας που βλέπει τις αιτίες και το οικονομικό υπόβαθρο πίσω από τα φαινόμενα και διάφορα κατάλοιπα, με παραπομπή στο έργο του Ένγκελς -που μιλάει σαφώς για το σύστημα της πατριαρχίας. Το επόμενο ερώτημα είναι κατά πόσο αυτά τα κατάλοιπα επηρεάζουν και τους κομμουνιστές - συντρόφους, που απαντήθηκε επίσης περιφραστικά αλλά καταφατικά, με έμφαση ωστόσο στα αντίθετα παραδείγματα που αντλούμε από την πείρα του κινήματος.

Στη συζήτηση για το εργατικό κίνημα, ο Κρις Σμολς δεν ήταν απλά ο αστέρας της εκδήλωσης, αλλά ένας σταρ της χιπ-χοπ, που έκανε βασικά προθέρμανση για το free-style στη μαθητική σκηνή. Θες να γράψεις μεταξύ σοβαρού και αστείου (που είναι ένας εύκολος κι ανώδυνος τρόπος να μιλήσεις σοβαρά) πως ο Σμολς ήρθε μάλλον να ραπάρει με τους Dead Prez και σε προλαβαίνουν τα γεγονότα κι ο πρωταγωνιστής τους, κάνοντας αυτό ακριβώς. Κι αν δεν είχαν γκριζάρει λίγο τα μέλη του συγκροτήματος -που δεν έχουν ούτε μια άσπρη τρίχα στην ψυχή τους- δεν παίρνω όρκο πως θα τον ξεχώριζα εύκολα ανάμεσά τους...

Οκ, ο άσπρος με το πουκάμισο είναι ο Γραμματέας...

Η Παπαρήγα η καλή έχει πει ότι είναι πρόθυμη να καθαρίζει σκάλες -ακόμα και με το «πι», αν της το πει η κετουκε- αλλά η χρέωση που της πάει καλύτερα είναι να προσέχει εγγόνια (άλλων) και να βγαίνει μαζί τους φωτό για τα άλμπουμ του μέλλοντος. Και μια από τις ερωτήσεις του κοινού ήταν στην ουσία κάτι σαν «πώς νιώθετε που είστε εδώ με τη νεολαία» -χωρίς υπερβολή.
Αλλά όποιος υποτιμά την Αλέκα και την περνά για θείτσα, πέφτει πολύ έξω. Η Παπαρήγα ήταν γκατζετάκιας, που είχε καλύτερο κινητό από τον ΓΑΠ και το ’χε γεμίσει εφαρμογές. Κι αν χάζευε με πλάνο βλέμμα την εισήγηση του Ζάχαρη, δεν ήταν γιατί δεν καταλαβαίνει «τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί», αλλά ίσως έπαιρνε ιδέες τι να κατεβάσει για να παίξει μετά.
Η κορυφαία στιγμή διαλεκτικής (αντίφασης), ωστόσο, ήταν όταν ευχαρίστησε «τον σύντροφο και τα δυο παιδιά» που μίλησαν -όπως έλεγαν «τα παιδιά και τα κορίτσια», στα χρόνια της. Κι ας μην είναι πάντα οργανωμένα μέλη οι επαναστάτες που θα αλλάξουν τον κόσμο -όπως θίχτηκε στην εκδήλωση.

Από τις εισηγήσεις, ξεχώρισα την πολύ εύστοχη σημείωση του Πάνου για το μεταίχμιο της αντεπανάστασης, που άλλαξε θεαματικά τη θεματολογία κόμικ και παιχνιδιών, στρέφοντάς την από τις αισιόδοξες θεωρήσεις των μελλοντικών προοπτικών στον μαύρο κόσμο της δυστοπίας. Και τόνισε πως δεν μπορούμε να τα βάζουμε όλα στο ίδιο σακούλι και να ξεμπερδεύουμε λέγοντάς τα «αμερικανιές». Που είναι γενικά σωστό αλλά σηκώνει αντίλογο και συζήτηση -σε κάποια άλλη ανάρτηση.

Η συζήτηση στο στέκι αθλητισμού, τέλος, είκοσι χρόνια μετά τους καταστροφικούς αγώνες της Αθήνας και την εμβληματική φεστιβαλική εκδήλωση με τον Συρίγο και τη Λιάνα, ήταν πραγματική αποκάλυψη.
Για την παρουσία των μελών του πάνελ -όπως του δημοσιογράφου Δ. Κωνσταντινίδη από το Γκαζέτα -που θυμήθηκε πως ήταν παρών και στο πρώτο, ως πιτσιρικάς, με τους γονείς του. Για τα στοιχεία σχετικά με τα στάδια που σαπίζουν και την παντελή έλλειψη σχεδιασμού. Για το σύνθημα «βγάλε κομμουνιστή δήμαρχο, για να έχεις γήπεδο», που το επιβεβαιώνει η πράξη -πχ του Πελετίδη και του Παμπελοποννησιακού Σταδίου, που είναι εξαίρεση στον κανόνα και στολίδι για τους Πατρινούς που το χαίρονται. Για τον χορηγό της Ολυμπιακής Επιτροπής, που δεν είναι άλλος από το «ΠΑΜΕ Στοίχημα». Για τους μύθους και για τα ψέματα ότι θα είχε κάθε άθλημα (Ομοσπονδία) το δικό του σπίτι και κάθε σχολείο τον δικό του γυμναστή. Και για μια σειρά παραμέτρους, πληροφορίες και υλικό, που ίσως να αγνοούσαν κι οι πιο μυημένοι.

Οι μονα-δικές μου ενστάσεις είναι σε κάποιες φάλτσες αποχρώσεις, σε κάποια σημεία, όπου οι καλεσμένοι άφηναν να φανεί ότι όλα αυτά είναι ελληνική ιδιαιτερότητα, ενώ στο εξωτερικό υπάρχουν άλλα δεδομένα -λυόμενες εγκαταστάσεις, γήπεδα-στολίδια, πόλεις που αλλάζουν προς το καλύτερο με τους αγώνες κτλ. Στοιχεία που πατάνε σε κάποια εμπειρική βάση, αλλά δεν αλλάζουν τον γενικό κανόνα -που είναι το κυνήγι του κέρδους- και σηκώνουν πολλή συζήτηση. Η οποία όμως δεν μπορούσε να γίνει, γιατί μας πίεζε ο χρόνος και ο κλόουν από το «Κόκκινο Αερόστατο» απέναντι, που ξεκινούσε το δικό του πρόγραμμα.

Καλά όλα αυτά, αλλά τι είναι τα κόκκινα μαντίλια στο Πάρκο Τρίτση;

Έμμεση αναφορά σε ένα ωραίο βιβλίο για τη Λατινική Αμερική. Αλλά κατά βάση αυτό ακριβώς που λέει η φράση. Η επιστροφή των θρυλικών μαντιλιών της ΚΝΕ, που ήταν εκεί στο 1ο Φεστιβάλ στου Ζωγράφου και έκαναν θραύση φέτος στον πάγκο με τα αναμνηστικά. (Μαζί με τα επετειακά μπλουζάκια. Και τις μπλούζες με τη σφεντόνα για την Παλαιστίνη. Και τις τσάντες. Και τις κάρτες με τις αφίσες από κάθε Φεστιβάλ -που είχαν μπόλικη Αλλαγή και Στάθη και...)

Λέγαμε όμως για τα μαντίλια. Που κάποιοι τα έκαναν σαλιάρες για τα μωρά τους. Και άλλοι τα έβαζαν για τη σκόνη, σαν ήρωες γουέστερν, το τελευταίο ερυθρόδερμο ΚΚ που δεν μπόρεσε να βάλει στο χέρι η Άγρια (καπιταλιστική) Δύση. Όπως στο «ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος». Για τον καλό έχουμε ένα κάρο υποψηφιότητες, για τον κακό μας τον καιρό τα φεστιβαλικά πρωτοβρόχια του Σεπτέμβρη και τώρα για άσχημο... Διονύση, ξέρεις. (Είσαι και μεταβατικός, συνδετικός κρίκος για το επόμενο κείμενο, άλλωστε).

Και δεν πιάσαμε ένα σωρό πράγματα. Για της ακρίβειας τον καιρό και το Φεστιβάλ που είναι η απάντηση στην κρίση, αλλά κι αυτό επηρεάζεται από τις ανατιμήσεις. Έξι ευρώ το εισιτήριο, 15 ευρώ η κάρτα για όλες τις μέρες, στο 1,90 το σουβλάκι -το κεμπάπ και το λουκάνικο. Κι οι σφοι-σφισσες στα ταμεία δεν είχαν άβακα, αλλά σκονάκι κι ένα χειρόγραφο πινακάκι με τα πολλαπλάσια του 1,90!

Και για τη σφισσα που άκουσε τον Βασίλη από μακριά να τραγουδά «Χρόνια Πολλά», σαν αφιέρωση στο Φεστιβάλ, και σκέφτηκε πως μια χαρά το λέει. Κι ύστερα πλησίασε και κατάλαβε ότι έπαιζε από τα μεγάφωνα -για αυτό έπιανε τις νότες ο Μπίλης, που ζούμε για να τον ακούμε -αλλά δεν ακούγεται πια. Και ποιος θα του το πει; Πώς - πότε καταλαβαίνεις πως σε έχουν πάρει τα χρόνια και «δεν πάει άλλο»;
Στον πόλεμο με πας με νεροπίστολα, μου κρύβεις κι από πάνω τον εχθρό.

Βασικά όταν κλείνεις τα 5. Ή έστω λίγο μετά τα 20. Όσο νιώθεις εδώ και 20 χρόνια περίπου. Αλλά αυτό είναι ίσως το θέμα ενός επιλόγου (για το Φεστιβάλ) που δε γράφτηκε ακόμα.

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2024

Φεστιβάλ με παν-ανθρώπινο πρόσωπο

Θέλουμε ελεύθερα εμείς τα πάρκα και πανανθρώπινο το Φεστιβάλ!

Γιατί βάζει στο κέντρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Από κάθε σύντροφο (και επιρροή), ανάλογα με τη χρέωση και το μεράκι του, σε όλο τον κόσμο ανάλογα με τις αντοχές του -στο ξενύχτι και τις συγκινήσεις. Μια μικρογραφία της κομμουνιστικής κοινωνίας, στην ανώριμη βαθμίδα της, με αναπόφευκτες αντιφάσεις: τις ουρές στα σουβλάκια και τις τουαλέτες, και τις σχετικές ελλείψεις αγαθών -σε φαγώσιμα, μπλουζάκια κοκ, λόγω υπερπληθυσμού τύπου ΛΔ Κίνας.

Γιατί είναι άθροισμα ή μάλλον γινόμενο χιλιάδων ανθρώπινων ιστοριών (και όχι stories, χωρίς καμιά ιστορία από πίσω τους). Και όλοι οι συντελεστές, μικροί ή μεγαλύτεροι, δεν ξεχνάνε να πάρουν θέση: πάνω από όλα με τον άνθρωπο! Κι ας μην ήταν εκεί η Νατάσσα, που το ’πε και μπήκε στο στόχαστρο έμμισθων τρολ με ζήλο ανθρωποφύλακα, σαν αυτόν που σάπιζε στο ξύλο τον Μίσσιο, γιατί του είχε κάτσει άσχημα ένας στίχος -και η ελευθερία-, ποιος ξέρει γιατί: πάρε και αυτήν και αυτήν, που την ήθελες και πανανθρώπινη...

Βασικά, το Φεστιβάλ ήταν βαθιά ανθρώπινο τις δυο πρώτες μέρες, που κάποιοι φοβήθηκαν τη βροχή και άφησαν χώρο στους άλλους -εμείς είμαστε οι άλλοι- να κινούνται με άνεση και να τρέφουν αυταπάτες πως τα είδαν όλα -στο Φεστιβάλ και τη ζωή τους. Τις δυο τελευταίες μέρες το Φεστιβάλ γίνεται τόσο ανθρώπινο, που καταλήγει απάνθρωπο. Για τους μικρούς και άμαθους, για όσους ζορίζονται στον προσανατολισμό, όσους πίστεψαν (τη διαφήμιση) πως θα έχουν παντού «σήμα καμπάνα», όσους είδαν να έρχονται πάνω τους κύματα μαζών, σαν ατσάλινο τείχος και λάβα ανθρώπινη. Για όσους έβαλαν νοερά τα κλάματα μες στο πλήθος και ήθελαν να παραδοθούν πίσω από την κεντρική σκηνή, για να τους παραλάβουν οι δικοί τους από το χεράκι. Φρικτά βασανιστήρια, αυτά είναι τα πραγματικά «σταλινικά εγκλήματα», αλλά δεν τολμά να μιλήσει κανείς, γιατί έχουν οικογένειες και ακόμα δεν έχουν έρθει να τους παραλάβουν οι δικοί τους πίσω από τη σκηνή.

Τι είδαμε λοιπόν αυτές τις μέρες; Ας ρίξουμε μικρές ψηφίδες, βοτσαλάκια με αναμνήσεις πίσω μας, για να μη χάσουμε το νήμα. Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώσε κλώτσο να γυρίσει, Φεστιβάλ να αρχινίσει.

-Και η Λίνα Νικολακοπούλου; Και ο Λιάτσος (όχι ο Αιμίλιος) που σπούδασε κι αυτός στον σοσιαλισμό για να γίνει Πουτινικός; Ποτέ δεν είναι αργά να ανακαλύψεις, στα γεράματα, τη σωστή Μαριά της ιστορίας, στον δρόμο που χάραξε ο Νότης.

-Η βασική απουσία δεν ήταν καλλιτεχνική, ούτε πολιτική. Ήταν οι πάγκοι των μεταναστών, με τις κουζίνες της πατρίδας τους. Συχωρεμένοι, αλλά να μην επαναληφθεί.

-Η Μακεδονία είναι μία και είναι χάλκινη -όπως και τα Βαλκάνια. Κι όποιος δεν το ήξερε, είχε την ευκαιρία να το διαπιστώσει στη λαϊκή σκηνή, με το Balkan Express και την ορχήστρα από τη γειτονική -και τόσο οικεία- Β. Μακεδονία.

-Ο Τσακνής μας είπε τραγουδώντας «συνένοχο στον φόνο δε θα με έχετε». Εντάξει, Διονύση, αλλά σκουπίσου λίγο, κάτι κόκκινο στάζει από το μανίκι σου.

-Ο Νταράλας είπε στο μικρόφωνο ότι πρέπει να γίνει πράξη το σύνθημα του Φεστιβάλ μας για τον σοσιαλισμό. Για αυτόν αγωνιζόμαστε όλοι άλλωστε, που θα έλεγε ο Γιάννος στην Αννούλα και άλλους παλιούς συντρόφους -που όλοι μαζί τα έφαγαν.

-Ψυχρούλα, ε; Δεν είναι κλιματική αλλαγή, το Φεστιβάλ είναι. Από βδομάδα πάλι 30άρια θα έχει.

-Η «αναρχία του πληκτρολογίου» κλάφτηκε στο Τουίτερ για την «προδοσία» του Buzz -που ξεκίνησε στον χιπ-χοπ καφενέ της Πετρούπολης. Αλλά ισοφάρισε με έξυπνο σχόλιο για τους παράλληλους βίους Μηλιού και Dead Prez. Από το Resistance στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ, μια κρίση δρόμος...

-Του το ’χες του Κότσιρα να συγκινεί τα πλήθη; Κι όμως. Το πέτυχε όσο λίγοι, αφήνοντας το κοινό να ψέλνει «της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», ευλαβικά σαν προσευχή.

-Κάθε τέλος, μια καινούρια αρχή. Τελειώνουν οι λουκου-λουκουμάδες του Εισβολέα και αρχίζει η εισβολή των πιστών του στη λαϊκή. Με καρέκλες παραμάσχαλα και χαμόγελο στο στόμα, μέχρι να βρουν πού θα κάτσουν. Ίσως κάπου προς το πάρκινγκ του Σκλαβενίτη να είχε μείνει λίγος χώρος...

-Τσάμικο, ικαριώτικο και ζεμπεκιά ο ΓΓ. Free style στη μαθητική ο Κρις Σμολ -ο πρόεδρος της Άμαζον, όπως τον παρουσίασαν στο Κόκκινο Αερόστατο. Έχουν δυσκολέψει τα ταξικά πόστα στις μέρες μας. Δε φτάνει μόνο η θεωρητική κατάρτιση.

-Τι θα πει «ικαριώτικο γλέντι»; Ξεκινάμε όταν θέλουμε, τελειώνουμε το πρωί. Βάζουμε τον δήμαρχο να βγάζει πολιτικό λόγο και τον γγ να σύρει τον χορό στο ταψί. Και να φανταστείς πως όταν εκλέχτηκε, τα κανάλια τον είχαν για σκυθρωπό γραφειοκράτη...

-Μπλουζάκια καπετάν-Διαμαντής (μπράβο!), μπλουζάκια Οβελίξ (δύο μπράβο!), μπλουζάκια Social Waste (οκ, αλλά μπράβο), μπλουζάκια Κατιούσα -μωρέ μπράβο! Μα από πότε είναι αυτά τα τισέρτ; Απορώ και εγώ...
Μπλουζάκια «Παπαροκάδες» γιατί δεν έχουμε δει όμως;

-Μεσοβδόμαδα ο Ζαραλίκος δεν έβγαλε επεισόδιο. Επισήμως του έφαγε τη φωνή η υγρασία στα Γιάννενα. Ανεπισήμως όλοι υποψιάζονται ξέρουν ότι τη φύλαγε για το πάρκο Τρίτση -που έχει τη δική του ωραία υγρασία.

-Ή με τους γονείς που θρηνούν ή με τους γόνους που κάνουν καριέρα τον πόνο τους. Τάδε έφη Τσολιάς.

-Ο φασισμός ήρθε ντυμένος δικαιώματα. Τάδε έφη Μουζουράκης, αλλά το έσωσε στην πορεία: Κοινή γνώμη δεν είναι εκατό σχολιαστές στο διαδίκτυο, αλλά εκατό χιλιάδες στον δρόμο.

-Κι ο Μυστακίδης να εξομολογείται -μεταξύ μας, έτσι;- πως το Φεστιβάλ της ΚΝΕ τον καθόρισε καλλιτεχνικά. Κι αφού το λέει, έτσι θα είναι. Φαντάσου να ερχόταν κι από παλιότερα, δηλαδή.

-Πολυκοσμία, (η): όταν γίνεται πανικός και δε βρίσκεις ούτε ψωμάκια. Όχι στο Φεστιβάλ, αλλά στην παρακείμενη καντίνα στη Θηβών («Μπάρμπας», να πάτε. Προβατίνα κεμπάπ, κατά προτίμηση).

-Βασίλης, Μίλτος. Η ζωντανή ιστορία των Φεστιβάλ. Δεν περιμένουμε να τελειώσει για να την τιμήσουμε. Πιθανότατα είναι το δίδυμο με τα ρεκόρ συμμετοχών στα Φεστιβάλ. Ο Βασίλης στο σύνολο και ο Μίλτος το σερί -και με διπλές εμφανίσεις, σχεδόν κάθε φορά. Μόνο θεατές και διοργανωτές έχουν περισσότερα φεστιβαλικά ένσημα.

-Οι «διπλοθεσίτες» καλλιτέχνες στις συναυλίες γίνονται κανόνας, ακόμα και για πρωτάρηδες, όπως ο Anser -που έκανε τη μαθητική σκηνή να στενάξει από κόσμο. Απόδειξη ότι δεν είναι περαστικοί -που είδαν ΚΝΕ και μπήκαν- αλλά γουστάρουν να είναι μέρος του Φεστιβάλ.

-Η φωνή του Βασίλη δεν έβγαινε από τη συγκίνηση -και γενικώς. Αλλά μην τολμήσεις να το πεις στα πλήθη των πιστών του, αν δεν τρέχεις αρκετά γρήγορα για να γλιτώσεις το νόμο του Λιντς και τον «Τρίτο Παγκόσμιο» του Λοΐζου. Κι εντάξει, δε φταίει αυτός που πάει τόσο γρήγορα η μουσική και δεν προφταίνει τις ανάσες και την ορχήστρα στο τέλος...

-Μια μέρα πριν την έναρξη, βγήκε ζεστό-σπαρταριστό το νέο βιβλίο του Λάδη, συλλογή κειμένων και άρθρων από τα ταξίδια του στη Σοβιετία. Κι εγώ αναρωτιέμαι -με τρίλημμα φαϊτκλαμπικού τύπου- τι ήταν (το) καλύτερο. Ο πολύ μεστός πρόλογος; Ο τρομερός τίτλος «Ντα Ζβιντάνιγια» - δηλαδή «στο επανιδείν»; Ή μήπως η κυρία, στην ουρά για τις υπογραφές, που ρωτούσε αν ο Ντα Ζβιντάνιγια είναι ο συγγραφέας;

-Κάθε χρόνο, χρόνια τώρα, οι Υπεραστικοί είναι η πιο πολιτική συναυλία του Φεστιβάλ. Με διαφορά. Με πράξεις (τραγούδια), όχι μόνο στα λόγια-συνθήματα. Και με παλαιστινιακές σημαίες παντού.

-Punk is not dead. Άκουσέ το, διάδωσέ το. Μαζί με τα κουπόνια σου και τον Ρίζο.
CCCP is not dead. Communism is not dead.


-Γνωρίζατε μήπως ότι η νεανική σκηνή δε λέγεται φοιτητική -κι ας έχει δίπλα το περίπτερο του ΜΑΣ; Κι αν κάποιος μπερδεύει ακόμα το όνομα, είναι ανθρώπινο -σαν το Φεστιβάλ. Συμβαίνουν αυτά στις ευαίσθητες μεταφοιτητικές γενιές μας. Σημάδια των καιρών -και της ηλικίας μας...

-Όταν έπαιξαν οι πρώτες νότες από Maiden, μια γενιά μεταλόσαυρων πρέπει να έχυσε (δάκρυα χαράς, που έλεγε κι ο αθλητικός τύπος -που δεν αγαπήσαμε). Πού στράβωσε όμως το πράγμα κι έπαψαν να έχουν ιδεολογική ηγεμονία στην οργάνωση; Ποιος μετεωρίτης έπεσε πάνω τους και τους οδηγεί στον αφανισμό; Οι σωστές απαντήσεις στην επόμενη ανάρτηση. Αλλά όσοι νιώθουν είδος προς εξαφάνιση θα έχουν πάντα το Παρίσι - τον Χουλιαρά σαν εικόνα, να ανεβαίνει στις σκαλωσιές της σκηνής για έφοδο στον ουρανό και να φωνάζει: Fuck You, I won’t do what you tell me.

-Αν και ο βασικός ύμνος θα μπορούσε να είναι των Πόλκαρ -και του Γραμμένου: «Είναι η ζωή μου σκατά...». Που η γενιά μας το θεωρεί σχεδόν (αυτο)βιογραφικό, με εξαίρεση κάποια μικρά διαλείμματα, όπως τις μέρες του Φεστιβάλ.
Στο λαιμό σου γαμώτο ηρεμώ...

-Ούτε σε μπόρες, ούτε νεροποντές, ποτέ τους δε λυγίσανε...
Αλλά η απογευματινή βροχούλα πήγε πίσω τα sound-check και δυο ώρες μετά τη ροή των καλλιτεχνών. Οι Μπάμπο Κόρο πχ βγήκαν κατά τις δύο -και ακολουθούσαν οι «Γκιντίκι». Η Τετάρτη είναι το νέο φεστιβαλικό Σάββατο -και πάντως σου έδινε πιο πολλές επιλογές ξενυχτιού από το πρόγραμμα της Παρασκευής.

-Αλλά εμείς δεν ψάχνουμε δικαιολογίες, σαν τον Χατζηγεωργίου στο Καλλιμάρμαρο, που έλεγε πως τα σουτ δεν μπαίνουν γιατί έχει αεράκι -και τα αγριογούρουνα είχαν φάει κάτι αηδίες.

-Πετύχατε-θυμάστε κάτι ιντερνετικά σχόλια για το έμμεσο «σαμποτάζ» στην ετήσια πορεία για τον Φύσσα, που συνέπεσε με την πρώτη μέρα του Φεστιβάλ; Προφητικές μουσμουλιές! Το ξενέρωμα της Μάγδας -και των άλλων παιδιών στον πάγκο του συλλόγου- όταν αγκάλιαζε τον Αμπατιέλο ή στην ομιλία του ΓΓ, δύσκολα αποδίδεται με λόγια σε όσους δεν το είδαν ζωντανά -και γράφουν ό,τι θέλουν από την κοιλιά τους.

-Στη φετινή Διεθνούπολη μπορούσες να βρεις 45 νεολαίες (και 60 μαθητάδες), με διπλές παρουσίες από διάφορες χώρες -που έχει πάντα πλάκα να ψάχνεις τις διαφορές τους- αλλά (επιτέλους) χωρίς τους ευρωκομμουνιστές Ισπανούς -και να ετοιμάζεται η ΕΔΟΝ.

-Μπορούσες να δεις επίσης: Ρώσους και Ουκρανούς να συνυπάρχουν ειρηνικά, όπως τον καιρό της Σοβιετίας. Ισραηλινούς να έχουν κουτί ενίσχυσης για τον αγώνα των Παλαιστίνιων. Τους Μεξικάνους να βγάζουν τα έξοδα για δέκα υπερατλαντικά ταξίδια, ξεπουλώντας τη βαλίτσα με τα μπιχλιμπίδια τους. Τους Βενεζουελάνους να έχουν μπλουζάκι με τον Τσάβες. Και τους Ιταλούς μπλουζάκι με το σύνθημα «ερωτευμένη ναι, αλλά με τον Φιντέλ»!

-Που ήταν στίχος του γνωστού σουξέ «Μαρακαΐμπο» και το ’χε πει μεταξύ άλλων η Ραφαέλα Καρά -που ήταν συντρόφισσα κι ας μην το ήξεραν πολλοί. Αλλά το έκοψε η λογοκρισία που το βρήκε άκρως πολιτικό (!), και το ’κανε «ερωτευμένη, ναι, αλλά με τον Μιγκέλ». Κι όλα αυτά στην Ιταλία του ’70, που είχε θεωρητικά ισχυρό ΚΚ, μια κάποια «ιδεολογική ηγεμονία» και απολάμβανε -υποτίθεται- μεγάλο βαθμό ελευθερίας, αλλά φοβόταν ακόμα τη γοητεία του Φιντέλ και τους κομμουνιστές που θα τους πάρουν τις γυναίκες...

-Πού πάνε οι στιγμές που χάνονται; Σε ποιο κουτί μαζεύονται τα φεστιβαλικά μας παιχνίδια, όταν ξεστήνουμε; Και προπαντός: πού πήγε ο σκοτεινός θάλαμος της κρίσης και του 16ου Φεστιβάλ από την κεντρική έκθεση; Ποιος πήρε σπίτι του τις πλαστικές φιγούρες του Μίκη και του Θάνου που σε ακολουθούσαν με το βλέμμα και σε προσκαλούσαν για φωτογραφία; Και πότε θα βγει στον διαδικτυακό αέρα το ντοκιμαντέρ για την ιστορία του Φεστιβάλ;


-Πού μπορούσε να βρει κανείς τη μεγαλύτερη εικαστική έκθεση -των ημερών μας- στη χώρα μας; Στο Στέκι Πολιτισμού του Φεστιβάλ. Αλλά το πιο εντυπωσιακό -στα δικά μου, απαίδευτα μάτια- ήταν τα αναμνηστικά του Φεστιβάλ του εργαστηρίου Γ. Βαρλάμος, έξω ακριβώς από τον χώρο της έκθεσης, που παρασκευάζονταν μπροστά μας, με μια ιδιαίτερη, ρετρό τεχνική, που είχε κάτι από τη γοητεία παράνομης προκήρυξης και της εποχής του πολύγραφου, με αντίστοιχο αισθητικό αποτέλεσμα.

-Και οι Dead Prez, κύριε; Τόσος ντόρος έγινε, δε θα γράψεις τίποτα;
Να γράψω. Άγριο, καθαρό, τραχύ αφρο-αμερικάνικο ραπ. Τα μηνύματα περίσσευαν, ο ρυθμός επίσης, η μελωδία όχι τόσο -αλλά αυτά είναι υποκειμενικά, σε κάποιους σφους πχ αρέσει το χιπ-χοπ. Μπορεί να μη μάζεψαν όσο κόσμο είχαν οι άλλες σκηνές, αλλά το σημαντικό ήταν ότι μάζεψαν αυτόν τον κόσμο για τον οποίο γράφτηκαν τα τραγούδια τους, όπως είπαν στο μικρόφωνο.

-Έμαθαν να λεν συλλαβιστά την «πειθαρχία» στα ελληνικά -πού να μάθουν και τον «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό», που κάποιοι τον συλλαβίζουν στην πράξη και ακόμα να τον μάθουν.

-Έβγαλαν τον Σμολ της Άμαζον επί σκηνής -άλλο που δεν ήθελε αυτός!- και μας ευχήθηκαν για τα 50 χρόνια του Φεστιβάλ και της Επανάστασης!
Ναι, κοιτάξτε, αφενός είναι περισσότερα χρόνια επαναστατικής διαδρομής, αφετέρου έχουμε 50 χρόνια νομιμότητας, αλλά υπάρχει η άποψη πως κακομαθαίνουμε και μας απομακρύνουν από την επανάσταση, κάτι που αγνοεί ωστόσο τη διαλεκτική παράνομης-νόμιμης δουλειάς και τον κομβικό ρόλο της στρατηγικής αντίληψης, από όπου ξεκινούσαν κάποια προβλήματα... Και τέλος πάντων, μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά το Δοκίμιο Ιστορίας -που δεν πρέπει να έχει μεταφραστεί στα αγγλικά, αλλά συλλαβίζοντας, θα βρείτε άκρη στα βασικά.

-Ενδιάμεσα κατέληξαν στο αυτονόητο συμπέρασμα -αλλά τα αυτονόητα είναι για πολλούς τα πιο δύσκολα: Ούτε Τραμπ, ούτε Κάμαλα Χάρις, αλλά Power to the People. Που όταν το λέγαμε εμείς, οι άλλοι έτρωγαν βελανίδια, σοσιαλδημοκρατικό σανό και μας έλεγαν δογματικούς.
What Plastiras, what Papagos, που λένε και στο Αθαμάνιο της Άρτας.

Αλλά να το μαζεύουμε, σύντροφοι, γιατί περάσαμε τις 2 χιλιάδες λέξεις, έχει τελειώσει και το ξεστήσιμο και στο Βιγιαμπάχο (ναι, έτσι προφέρεται) ακόμα γράφουνε, σκόρπιες εντυπώσεις, μεταμοντέρνες σαν την Γκερνίκα -ναι κι αυτή έτσι προφέρεται.

Το Φεστιβάλ είναι μια ετεροτοπία -ή ετερο-Πολιτεία, με πιο «δικούς μας» όρους. Είναι ένα μαγικό μέρος όπου μπορεί να ψιχαλίσει σε ανέφελο ουρανό, ο Βασίλης μπορεί να βγάλει μαλλιά -αλλά όχι φωνή-, η μέταλ σκηνή γεμίζει με παιδικά μπαλόνια, οι πρόεδροι Σωματείων δεν ξεχωρίζουν από τους ράπερ -κάτι σαν το «5ος Μπιτλ», που έλεγαν για τον Μπεστ- και τα σουβλάκια πολλαπλασιάζονται και φτάνουν για όλους, σαν το θαύμα της Κανά -και ας μην ήρθε φέτος στο Φεστιβάλ, και ας ήταν άλλο το θαύμα του Ιησού με τα ψωμιά. Αλλά τίποτα δε συγκρίνεται με το θαύμα του Πάρκου Τρίτση και τη μαγική εξαφάνιση 100 (και πλέον) χιλιάδων ανθρώπων από τα κανάλια. Περίμενε εσύ να μιλήσουν οι μουγγοί...

Καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα ακολουθήσει και ένα τρίτο μέρος κατά τας γραφάς, με τις συζητήσεις-εκδηλώσεις του 4ήμερου, έναν μικρό απολογισμό της γενιάς μας και πρόχειρες ιδέες για τα καλύτερα Φεστιβάλ που δεν έχουμε ζήσει ακόμα.