Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

Θ.Ν. Αρκεί να Κ.Κ.

(Συνέχεια από το προηγούμενο...)

Κι ήταν όλοι τους εκεί, η Καιτούλα και ο Σταμάτης, ο Ιζνογκούντ, ο χαλίφης της Βαγδάτης, ο πρέσβης του Ιράν, της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας -και πάλι καλά να λες που έλειπε του ξανθού γένους-, ο Σαραφιανός της ΑΡΑΣ -χωρίς το μπαλέτο της-, ο Στέφανος Τζουμάκας -χωρίς την περιβόητη ομπρέλα του.
Όμως δεν ήσουν εσύ, το σφυροδρέπανό σου,
λείπει η μισή οργανωτική και ό,τι είναι δικό σου
.
Τούτα τα παιδιά του Φλεβάρη είναι δικά τους και δικά μας. Δεν μπορεί κανείς να μας τα πάρει. Σαν τον Φλωράκη...

Τι λέγαμε όμως; Α, ναι. Η αγάπη και η (λαϊκή) ενότητα θα μας διαλύσει. Ξανά. Και αν οι Joy Division τραγουδούσαν τελικά για την Αριστερά, πριν μεταλλαχτούν σε New Order (πραγμάτων) για να μας πουν για μια Blue Monday, σαν το δευτερόβραδο της παρουσίασης; Που ήταν κατά βάθος κόκκινη, με μια σειρά ξεθωριασμένες αποχρώσεις και παρεκκλίσεις του, και ελάχιστες πινελιές γαλάζιας μελαγχολίας για τη ζωή που κυλά χωρίς να κοιτά την εφήμερη νιότη του κόσμου μας και μας επιφύλασσε ήδη μερικές μοβ πένθιμες κορδέλες για τους απόντες (του Γραμματικού και γενικώς).
Κι αν τα μάτια σου βουρκώνουν, έχουν τρόπο και δηλώνουν αγωνιστικά αισιόδοξα, με τον αστερίσκο του Γκράμσι έστω, και ας παραμένει η πάλη των τάξεων ιστορικά αδικαίωτη, και ας άλλαξαν -λέει- τα ανεμολόγια και οι ορίζοντες. Ακόμα και οι δικοί μας ίσως...

Γιατί όπως είπε ο Σκαμνάκης, πέρα από τα δεινά και τις διαψεύσεις της γενιάς του, πίσω από τα τραύματα και τους εφιάλτες που μπορεί να τους κυνηγούσαν ακόμα και την ώρα της ιερής ερωτικής πράξης, για να την διακόψουν βέβηλα, υπήρχε το βίωμα μιας γνήσιας, ακατανίκητης χαράς. Του σκοπού που τους γέμιζε, του οράματος και της προοπτικής που τους οιστρηλατούσε.
Ενώ τώρα τίποτα. Νιώθω χαρά, τόσο βαθιά...

Κι ενώ ο Σκαμνάκης εξέφραζε, όπως είδαμε, την ευγνωμοσύνη του στο ΚΚΕ της εποχής, τον (Κώστα) Τζιαντζή που τον στρατολόγησε (αλλά και στη Μαργαρίτα Γιαραλή από το Εσ. που εμψύχωνε όλους τους κρατούμενους), η Βαλαβάνη «ευγνωμονούσε» τον... αστυνομικό της φάκελο, για την ακρίβειά του και τη βοήθεια που της έδωσε για ημερομηνίες, συγκεκριμένα στοιχεία κτλ. Ο δικός της ήταν άλλωστε ένας από τους ελάχιστους που γλίτωσε από την υψικάμινο της Χαλυβουργικής, αποτελώντας πολύτιμη ιστορική πηγή. 

Στο κάψιμο των φακέλων αναφέρθηκε (επι)κριτικά, ως ιστορικός, και ο Μαργαρίτης, γιατί... άλλο συμφιλίωση και άλλο παραγραφή εγκλημάτων -της ασφάλειας, του αστικού κράτους και όσων υποτιθεται έκαψαν το μαύρο παρελθόν τους, για να το αναγεννήσουν από την τέφρα του, αλλά χωρίς ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία.
Οι ιστορικές πηγές είναι γενικά πονεμένο ζήτημα άλλωστε, ιδίως για την Ασφάλεια της Μεσογείων, σε βαθμό που μπορούμε να τις μετρήσουμε στα δάχτυλα των χεριών -χωρίς υπερβολή.

Και αυτή είναι μια καλή πάσα για να δούμε (επιτέλους) τι είπαν και οι υπόλοιποι στην παρουσίαση.

Ο Πι-Πι, που έχει σπουδαία γραφή και λέγειν (δύσκολα όμως θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο για το πολιτικό του κριτήριο τα πολλά τελευταία χρόνια), είπε μεταξύ άλλων ότι ως επαγγελματίας γραφιάς «ζηλεύει» την πένα του Μαργαρίτη, ότι το βιβλίο του θύμισε αρκετά τους «ανθρωποφύλακες» του Κοροβέση αλλά χωρίς το ίδιο ψυχοπλάκωμα (χάρη και στα ευτράπελα που αναφέραμε), και πως το δικό του «Θ.Ν.» ήταν ο Θανάσης (Σκαμνάκης) και η Νάντια (Βαλαβάνη), που ήταν δίπλα του στο πάνελ. Στο ενδιάμεσο μνημόνευσε την περίφημη φράση του αλύγιστου Πλουμπίδη πως την τιμή και την αξιοπρέπεια δεν μπορεί κανείς να στην πάρει, αν δεν την αφαιρέσεις εσύ μονάχος σου. Μια σοφή κουβέντα που έχει γενική διαχρονική ισχύ για όλους μας: για τις πιο ηρωικές μορφές, τις πιο ηρωικές γενιές και τα πιο ηρωικά κόμματα. Πόσο μάλλον για τους υπόλοιπους κοινούς θνητούς, που δε θα κερδίσουμε την αθανασία με τις πράξεις μας.

Όπως είπε άλλωστε ο Σκαμνάκης, αυτή η γενιά δεν προοριζόταν να παίξει τον ρόλο του ήρωα -που είναι έτσι και αλλιώς ζήτημα πώς ακριβώς ορίζεται-, γιατί είχε -υποτίθεται- μπροστά της την προοπτική μιας σχετικής ευημερίας-καλοπέρασης. Ενώ συνέχισε με διάφορες ποιητικές σκέψεις και αναμνήσεις, όπως στα γραπτά του στην «τελευταία λέξη» του Πριν, που θύμιζαν Αρανίτ(σ)η και δεν ήταν για πολλούς. Για την μπάλα των παιδικών του χρόνων, που έριχνε τον ασβέστη, αποκαλύπτοντας απαγορευμένα, ξεχασμένα συνθήματα (σε αντίθεση με τον γύψο που έδενε καλύτερα με το τόπι). Και για τα δύσκολα βιώματα και τις αμήχανες σιωπές (πχ με έναν σφο που δεν κράτησε στην ανάκριση) που δεν πρόλαβαν ποτέ να σπάσουν -σαν τον πάγο που χαράζει τον δρόμο.

Η επιλογή της Μάνιας Παπαδημητρίου για για την απαγγελία των αποσπασμάτων ήταν ιδανική, και όχι μόνο για το μπάσο στη φωνή της, που θα το ζήλευαν πολλοί καλλιτέχνες (όχι μόνο ηθοποιοί). Ενώ η (συγκρατούμενη) Ιωάννα Μακρή, που της έλαχε να μιλήσει αμέσως μετά την πρώτη απαγγελία, δεν είχε χρόνο να συνέλθει και διάβαζε εμφανώς βουρκωμένη την ομιλία της, από την οποία ξεχώρισε στο τέλος η αναφορά στον Νίκο Ρωμανό, γιατί τα μπουντρούμια της Ασφάλειας δε μένουν ποτέ κενά από αγωνιστές.
Στα ξεχωριστά στιγμιότυπα και η αυθόρμητη διακοπή της απαγγελίας, όταν αναφέρθηκε το όνομα του Δ. Τσακνιά, με την αφηγήτρια να κάνει αυτό που η νέα γενιά σήμερα θα έλεγε mic-drop, σε άπταιστα ελληνικά.


Ο Μαργαρίτης ξεκίνησε με μια δική του... απαγγελία αποσπασμάτων, από το Big-Bang του Στάθη Καλύβα, για την πνευματική και καλλιτεχνική άνοιξη στα χέρια της χούντας και ειδικότερα την τριετία 1970-73. Σε βαθμό που να πιστέψεις πως ήταν όλα ρόδινα και ελεύθερα, σε αντίθεση με κάτι... περιθωριακούς-αντικοινωνικούς τύπους (σαν τη Βαλαβάνη και τους συντρόφους της) που είχαν τόσο σκοτεινές αναμνήσεις από την εποχή -τα «καλύτερά μας χρόνια», που έλεγε και μια σειρά, με μεγαλύτερη ιστορική ακρίβεια από τα βιβλία του Καλύβα.
Δυο φτερά και αποτύχαμε όλοι...

Στάθηκε στο στρατηγικό αδιέξοδο της χούντας, που αναιρώντας το πολυκομματικό προσωπείο της αστικής εξουσίας, μεγάλωνε τον κίνδυνο να αναδειχτεί το ΚΚΕ μοναδική-βασική πολιτική εναλλακτική, όπως είχε συμβεί στη δικτατορία του Μεταξά. Ενώ έπιασε μια εισαγωγική παρατήρηση του βιβλίου της Βαλαβάνη, για να συμφωνήσει πως η συγγραφή της ιστορίας του ΚΚΕ δεν είναι αποκλειστικά κομματικό καθήκον, γιατί η ιστορία του ΚΚΕ είναι η ιστορία όλων μας, είτε το εχθρευόμαστε, είτε μας εχθρεύεται αυτό, είτε συμπορευόμαστε μαζί του. Είναι σημείο αναφοράς, ακόμα και στα πιο ουτοπικά, αφελή μας εγχειρήματα (και αυτό ήταν το μόνο σύγχρονο πολιτικό υπονοούμενο του Μαργαρίτη για την ΠΦΑ).

Και έχει δίκιο. Μόνο που η Ν.Β. στην εισαγωγή της λέει κάτι ελαφρώς διαφορετικό.

Πώς μπορεί να γραφτεί η ιστορία αυτών των χρόνων; Σίγουρα όχι κυρίως μέσα από το Ιστορικό Τμήμα του ίδιου του ΚΚΕ, όσο χρήσιμη κι αν είναι η λειτουργία του ως Τμήματος κι όσο αξιόλογοι ιστορικοί κι αν είναι όσοι το απαρτίζουν. Ένα κόμμα ή μια οργάνωση δεν μπορούν ποτέ να γράψουν οι ίδιοι τη δική τους ιστορία μέσα από τους δικούς τους μηχανισμούς. Αυτό είναι θέμα ατομικής και συλλογικής έρευνας και δουλειάς πριν απ’ όλα επαγγελματιών ιστορικών, ξεκινώντας απ’ αυτούς που σήμερα βρίσκονται στις γραμμές του. Αλλά και, πολύ ευρύτερα, ιστορικών που έχουν τέτοιες ανησυχίες, προβληματισμούς και προσανατολισμούς.

Το παραθέτω χωρίς σχολιασμό και χωρίς να συμφωνώ. Συμφωνώ απόλυτα όμως με όσα λέει στη συνέχεια για την ανάγκη να καταγραφούν εγκαίρως οι προσωπικές μαρτυρίες βιωμάτων δημόσιου ενδιαφέροντος, από όσους είναι ακόμα εν ζωή και θυμούνται. Κι αναρωτιέμαι, αν σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα είχε θέση το βιβλίο της Βαλαβάνη από το εκδοτικό της «Σύγχρονης Εποχής». Ασφαλώς όχι, θα ήταν μια πρόχειρη απάντηση. Γιατί όχι όμως; Γιατί να μην αξιοποιήσει το εκδοτικό μια δουλειά που ξεκίνησε με πρωτοβουλία της συντρόφισσας Α. Σωτήρη, στο πλαίσιο του ΣΦΕΑ -η δική της μαρτυρία, άλλωστε, και η λιτή δωρική έκδοση από τη «ΣΕ» έδωσε το τελικό έναυσμα στη Βαλαβάνη για να καταγράψει τη δική της μαρτυρία. Γιατί να μπαίνει πολιτικό ζήτημα, αν πρέπει να μιλήσει για κάτι που είναι η ιστορία του κόμματος -και μείνει στη μαρτυρία, γιατί ξέρει και μόνη της πως πρέπει να αποφύγει τον σκόπελο να κρίνει το παρελθόν, με μια μεταγενέστερη πολιτική ματιά; Κι αν κάποιος θεωρεί ότι υπάρχει ζήτημα (πολιτικό) και είναι αξεπέραστο, μήπως διαφωνεί με την επιλογή της ΣΕ να εκδώσει γελοιογραφίες του «Στάθη» -που είναι εξόχως πολιτικές, για να προλάβω όποιον πιστεύει πως δεν έχουν κάτι πολιτικό;

Το βιβλίο τελικά εκδόθηκε από τον «Τόπο», που έχει επικρατήσει στον ευρύτερο χώρο και είναι εκδοτική επιλογή ακόμα και για αρκετούς σ/φους -γιατί ασφαλώς δεν μπορεί να εκδίδονται όλα από τη «ΣΕ», πρακτικά μιλώντας. Κι αν μη τι άλλο, η συγκυρία σου δίνει τροφή για συγκρίσεις, πχ τι εκδίδει ο «Τόπος» (καλές ή κακές, πάντως ενδιαφέρουσες, και εύστοχες για τον σκοπό που υπηρετούν) και σε τι δίνη-κρίση μπαίνει παράλληλα το «ΚΨΜ», που κινούνταν σε παραπλήσιο χώρο, αλλά οδηγείται στο κλείσιμο του καταστήματός του στο κέντρο -ακριβώς απέναντι από τη «ΣΕ»- και δεν ξέρω αν αυτό προαναγγέλλει, σε δεύτερο χρόνο, το κλείσιμο του εκδοτικού. Το μόνο βέβαιο, προς το παρόν, είναι πως την πληρώνουν οι εργαζόμενοι.

Εκ των πραγμάτων, η πιο ιδιαίτερη τοποθέτηση ήταν ασφαλώς ενός... ασφαλίτη ή τέλος πάντων απόστρατου αξιωματικού της ΕΛΑΣ (Μπάμπης Νίκας), που δεν εκπροσωπούσε τη γενιά των ανθρωποφυλάκων της χούντας, αλλά πρόλαβε τα σταγονίδιά της (που ήταν ποταμός ολόκληρος) στο Σώμα και τον (ουδέποτε αποκαθαρμένο) κρατικό μηχανισμό, μέχρι να δούμε κάποια... «διαφορετικά φεγγάρια μετά το ’81», ενώ «μας βοηθούσε σε αυτό και το Κόμμα», όπως μας είπε, μιλώντας -άτυπα- εκ μέρους της «άλλης πλευράς». Που ήταν βασικά μαζί μας -και εμείς είμαστε «οι άλλοι», μες στις ζωές των άλλων, που παρακολουθούνται συνεχώς- αλλά άφησε ανάμικτα συναισθήματα στο κοινό.

Ξεκίνησε δυνατά με λαϊκή φωνή σαν του Χατζηχρήστου (του 16ου) και ωραία «ανέκδοτα» για τη σύλληψη του βοσκού πατέρα του, που πήγαινε να φυλάξει σκοπιά στο τμήμα -όπως του έλεγε η μητέρα του, για να μη στενοχωριέται. Και έκλεισε με την πρόταση να μοιράζεται το βιβλίο στις σχολές Αστυνομικών, για να μαθαίνουν ιστορία, -που ακούστηκε σαν ανέκδοτο σε πολλούς, ενώ ο Πι-Πι είπε πως μάλλον ο Δένδιας έχει άλλες προτεραιότητες, πχ τα φέρετρα με τη σημαία της ΕΕ.

Στο ενδιάμεσο, ο Νίκας είπε ότι δε σκοπεύει να μας κάνει μάθημα περί δημοκρατίας και τι ρόλο παίζουν τα όργανα καταστολής. Αναφέρθηκε στα 2,5 χιλιάδες μέλη του ΕΑΜ Αστυνομικών και την ηρωική οκταήμερη απεργία τους, στα χρόνια της Κατοχής. Και έδωσε ένα ιστορικό στοιχείο για το (χαμηλό) μισθό που είχαν τότε: 3.600 δραχμές -που υποψιάζομαι πως ήταν κι η βάση για το σύνθημα «τρεις και εξήντα παίρνετε...».
Είναι ζήτημα πάντως αν όλα αυτά δικαιολογούν την εκτίμηση πως «είμαστε εργάτες με στολή» και «παιδιά του ελληνικού λαού». Που πρέπει να ενόχλησε μια μερίδα του κοινού -και πάντως δεν την έπεισε να κλείσει φωνάζοντας πχ ρυθμικά: μπάτσοι-κομμούνια-μπολσεβίκοι.
Άλλο Ε.Λ.Α.Σ. και άλλο ΕΛ.ΑΣ.

Σε κάθε περίπτωση, η παρουσία του στο πάνελ της εκδήλωσης δεν ήταν τυχαία επιλογή. Ούτε προφανώς η τελική αναφορά της Βαλαβάνη στην παρουσία κάποιων αστυνομικών στο κοινό, με τους οποίους είχε άριστη συνεργασία στη Βουλή -και οι οποίοι περίμεναν στο τέλος να υπογράψει αφιέρωση στα βιβλία τους! Ήταν σχεδόν η τελευταία ειδική μνεία που έκανε -και ξάφνιασε ακόμα και μένα, που περίμενα πως θα κλείσει με το «ΙΕΚ Ψυρρή»...

Η Βαλαβάνη είχε αυτοδικαίως την τελευταία λέξη, που ήταν γεμάτη συγκίνηση και ευχαριστίες, σαν τις τελευταίες σελίδες ενός βιβλίου. Μεταξύ πολλών άλλων, μίλησε για τη σαγήνη της ιστορικής έρευνας, που έχει σχεδόν «αστυνομική» χροιά, και στέκει εμπόδιο στη μεγάλη απόφαση να ξεκινήσεις να γράφεις (για να μην τελειώσει ποτέ). Και έκανε ειδική αναφορά στους νέους, που τόλμησαν να έρθουν, να μπλέξουν με «γριές και γέρους», και με τέτοιο δύσκολο ζήτημα. Αν και λίγα πράγματα συγκρίνονται με τη σαγήνη της ιστορίας των παιδιών του Φλεβάρη και το θάρρος τους να αλλάξουν τον κόσμο -άλλο αν αυτός τα έφερε στα μέτρα τους (μερικά, όχι όλα). Και έτσι τώρα έχουμε να καθαρίσουμε εμείς γι’ αυτούς -και ας μην έχουμε κάνει ούτε ένα κλάσμα συγκριτικά.

Τουλάχιστον μας θεωρούν ακόμα νέους
Και αυτό έχει σημασία...

Να Διαβαστεί από τους νέους, ακουγόταν από όλους στο τέλος (που είναι ζήτημα πόσο διαβάζουν, αλλά αυτό είναι θέμα εποχής, όχι γενιών). Δε θα μπορούσαμε όμως να κλείσουμε με αυτά τα αρχικά (ΝΔ - Να Διαβαστεί).

Θ.Ν. - Θα νικήσουμε. (Hasta La Victoria Siempre, που έλεγε μια ψυχή).
Δ.Χ.Π. - Δε Χάσαμε Ποτέ. Είμαστε Ν.Α. (Νικητές σε Αναστολή).
Και Θ.Ν. οπωσδήποτε. Αρκεί να ΚΚ. Και να μην κκ (κάτσουμε καλά).
Γιατί είναι απ’ τα παιδιά που δεν κκ -ως μέλη του ΚΚ. Τα παιδιά του Φλεβάρη.

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2025

Θ.Ν. - Τα παιδιά του "74-'75"

Θ.Ν. Ένα χρονικό για «τα παιδιά του Φλεβάρη» μισό αιώνα αργότερα. Η βιβλιοπαρουσίαση.

Τι μουσική παίζει στα ηχεία του ασυνείδητου, καθώς πας σε μια εκδήλωση όπου όλα είναι συνειδητά;
Του Φλεβάρη τα παιδιά έδιωξαν τον βασιλιά. Ή έστω τη χούντα. Όχι, δεν κολλάει. Άσε που ήρθαν μετά τα παιδιά του Βενιζέλου, χωρίς Αλλαγή και Ιδιώνυμο, αλλά με τον ίδιο αντικομμουνισμό. Σήμερα και αύριο, ούτε που αλλάζουν...

-Θ.Ν. Κάπως σαν τον Θήτα Μι (που έλεγε για τον εαυτό του ο μεγάλος Μικρούτσικος). Που πάει να πει, σε αυτή τη γλώσσα τη βουβή, με τα «σήματα Μορς», πως «ΘΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ». Κι εκ των υστέρων ακούγεται ίσως σαν ειρωνεία της ιστορίας, σαν το Venceremos του Άσιμου. Και όμως δεν είναι. Στο μαγκανοπήγαδο της μνήμης μου περνώ, 50 χρόνια πριν.

-The Connels: ’74-75.

Πρώτο πλάνο, φωτό από εκείνο τον Φλεβάρη, σαν την mugshot της 19χρονης Βαλαβάνη, τόσο εγκληματική κοψιά, που την κάνεις για μαθήτρια. Κι αυτοί είναι οι πιο επικίνδυνοι, γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα, ενίοτε κι αυταπάτες (πχ ότι θα την γλιτώσεις φτηνά από τα χέρια της Ασφάλειας). Αυτές κι αν είναι επικίνδυνες...


Στο επόμενο πλάνο μια φωτογραφία από το κοινό της εκδήλωσης -όλους μαζί και τον καθένα ξεχωριστά. Με τη χαρμολύπη στα μάτια και ένα δακρυσμένο χαμόγελο στα χείλη, σαν διαλεκτική αντίθεση. Πού είσαι νιότη του κόσμου που έδειχνες πως δε θα γεράσουν ποτέ. Ήτανε νέοι, ήταν παιδιά (του Φλεβάρη) και πίστευαν πως θα μείνουν πάντα έτσι, στην ηλικία και όχι μόνο. Κι ήταν καλή σοδειά, που δεν άνθισε ματαίως, και ας ήταν άχαρα τα χρόνια που χρεώθηκε να ζήσει.

I was the one who let you know
I was your «sorry ever after».
’74-’75

Σήμερα θα τα ’καναν όλα αλλιώς, αλλά δε μετανιώνουν για τίποτα. Ούτε καν ο Μαργαρίτης -ο μόνος από το πάνελ που είναι κοντά στο ΚΚΕ. Τα μαύρα τα μαλλιά τους και αν ασπρίσαν, πέσαν ή βάφτηκαν, δεν τους τρομάζει η βαρυχειμωνιά. Και όσοι ήταν στην ψυχή μπολσεβίκοι, επιστρέφουν σιγά-σιγά. Ο λύκος και αν εγέρασε και έβαψε το μαλλί του...

It’s not easy
Nothin’ to say ’cause it’s already said
It’s never easy

Ποτέ δεν είναι εύκολο να μιλήσεις, αλλά δε γίνεται να κουβαλάς για πάντα μέσα σου ένα νεκροταφείο από λέξεις. Όχι άλλες σιωπές, πριν κλείσουν οι τάφοι και πάρουν μαζί τους ένα κομμάτι ιστορίας, πολύτιμο και αναντικατάστατο. Όταν καβαλάς τα 70, αρχίζεις να το καταλαβαίνεις, τρέχεις να προλάβεις να το διορθώσεις.

-Εναλλακτικά μπορεί να παίζει το βιντεο-κλίπ του Βασίλη με τον Νταλάρα. Όπου τα ορφανά του Μάλλιου και του Μπάμπαλη βάζουν τον πρωταγωνιστή να δει καρέ από το παρελθόν του, όταν δεν είχε χάσει ακόμα το καρέ, μακρύ μαλλί του και τη διάθεσή του να αλλάξει τον κόσμο, που τελικά τα διέγραψε μόνος του, οικειοθελώς και χωρίς ξύλο. Στο ίδιο έργο θεατές... Με ροζ και πράσινους κόκκους. Αλλά εμείς θα τον αλλάξουμε τον κόσμο, να το δεις. Θ.Ν.

-Κι άμα θες να τρολάρεις, τι ακούς;
Όπως παλιά, το κόμμα στα δύο. Εγώ στην ΚΝΕ, εσύ μες στο Χημείο.
Και η Νάντια τι να λέει σήμερα για την ΑΡΑΣ;
Δεν ξέρω. Μπορεί να τα θεωρεί υπερβολές του κίτρινου τύπου και της ομόχρωμης (2ης) Διεθνούς, όπως τα παλιά ανέκδοτα για τα «ΚΝΑΤ».

Και ποια παιδιά είναι αυτά;
Του Φλεβάρη. Που τα έπιασαν παραμονές Βαλεντίνου, ίσως γιατί η επανάσταση είναι σαν τον έρωτα και κάθε μέρα μετράει σαν μήνας, έστω και κουτσοφλέβαρος.

Τα παιδιά της βαρυχειμωνιάς (που δεν τους τρομάζει), της χούντας του Ιωαννίδη, μετά την άνοιξη του Πολυτεχνείου, που την ακολούθησε το σύντομο καλοκαίρι της Μεταπολίτευσης, πριν φτάσουμε σε άλλη μια μακρά περίοδο παγετώνων, όπου κυνηγάμε μάταια βελανίδια -σαν το σκιουράκι από το Ice Age-, ενώ δρυός σοβιετικής πεσούσης, πας αστός ξυλεύεται και κάποιοι τους περνάνε για διαδόχους, ενώ εμείς κινδυνεύουμε να μας πουν απολιθώματα. Αλλά ο δρόμος είναι χαραγμένος στη μνήμη μας και την ιστορία, γιατί ο πάγος έσπασε και δεν ξανακολλάει...

Είναι τα παιδιά της ΚΝΕ, που λένε στη ζωή το μέγα ναι. Ακόμα και ένα μεγάλο «ΟΧΙ» στον καιρό τους -και δεν εννοώ στο δημοψήφισμα. Δυσκολεύεσαι να πιστέψεις πως τελικά δέχτηκαν αυτό ακριβώς που απέρριψαν -έναν Συνασπισμό που δεν έπαιρνε θέση ενάντια στην ΕΟΚ και τα κυβερνητικά αξιώματα. Και ότι κάποια εξ αυτών έγιναν «παιδιά του Τσώρτσιλ», καθώς μεγάλωναν, πηγαίνοντας όλο και πιο δεξιά, με το ρεύμα της εποχής τους. Ό,τι δεν μπορείς να πολεμήσεις, αγάπησέ το -ακόμα και αν είναι το σύστημα.

-Love, love will tear us apart. Again...

Όχι για τα ψεύτικα ενωτικά καλέσματα, που θυμίζουν «Αγάπη Μόνο» και τις έτοιμες ερωτικές κάρτες του εμπορίου. Αλλά για τη σιωπή τόσων χρόνων, που πριν το τέλος μοιάζει με αγάπη μεγάλη, ακόμα και όταν σπάει. Και για τον έρωτα, που η Βαλαβάνη θα τον γνώριζε ως κρατούμενη της χούντας. Τον γνώριζε και πριν -χωρίς να τον ξέρει- από το φυλλάδιο της ΚΝΕ «τι να κάνετε, όταν σας συλλάβουν». Και θα έμενε μαζί του 40 χρόνια, μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος, που δεν είναι παρά μια απλή μεταβολή της ύλης, δυστυχώς ασήμαντη μπροστά στην ιστορία (που προχωρά χωρίς να υπολογίζει τους ζευγάδες που φεύγουν) ή τις πολιτικές μεταβολές που βιώσαμε.

Πριν τον γνωρίσει, η Νάντια παρίστανε το «ζευγαράκι» με έναν άλλο σ/φο, για να παραπλανήσει την Ασφάλεια. Τελικά τον άφησαν ελεύθερο τον σ/φο, γιατί η μπολσεβίκα καταχράστηκε τη φιλοξενία του και έκανε γιάφκα το σπίτι εν αγνοία του (με 5 προκηρύξεις και άλλα αντίστοιχα δολοφονικά όπλα).

Ένας άλλος ρόλος -πριν καταλάβουν οι ανθρωποφύλακες τι «ψάρι» είχαν πιάσει- ήταν να παίξει την «αλαφροΐσκιωτη» και ολίγον σοσιαλδημοκράτισσα. Και όταν την ρώτησε σχετικά ο Μάλλιος, του απάντησε ως αιχμάλωτος (της ασφάλειας και) της γεωγραφίας: Σουηδία.
-Ε και λίγο αριστερά, πρόσθεσε αμέσως, γιατί σκέτο της φάνηκε πολύ νερόβραστο.

Είναι άτιμο πράγμα η ιστορική ειρωνεία, όταν κοιτάς αφ’ υψηλού και με χρονική απόσταση τα γεγονότα. Τότε η Βαλαβάνη δε φανταζόταν πως θα έμπλεκε με την (ακόμα πιο νερόβραστη) σοσιαλδημοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ και του Βαρουφάκη. Τότε οι μόνες αυταπάτες ήταν πως μπορεί τελικά να γλιτώσουν από τη Μεσογείων, χωρίς πολλές επιπλοκές (άντε και η θεωρία των σταδίων). Γιατί η ελπίδα είναι πιο δυνατή από τη λογική, όπως γράφει και η ίδια. Και τότε δεν είχε τη στερνή γνώση για την «ελπίδα» που ερχόταν μασκαρεμένη -αν και είχε τα πολιτικά εφόδια να είναι υποψιασμένη για το (ίδιο) έργο και να μη μείνει θεατής. Τότε δεν μπορούσε να ξέρει ότι θα μαζευόμασταν μια μέρα στο Τριανόν, λίγο αριστερά από την 3η Σεπτεμβρίου (και τη διακήρυξή της). Και ότι κάπου εκεί, κεντροαριστερά, θα κατέληγαν πολλά από τα παιδιά του Φλεβάρη.

Γενικώς η Βαλαβάνη δε μιλούσε καθόλου στην Ασφάλεια, για να μην της πάρουν λέξη -ούτε καν το όνομά της. Μια φορά μόνο, όταν αποκαλύφθηκε ότι ήταν παράνομο στέλεχος, τους είπε «είμαι μέλος της Αντι-ΕΦΕΕ και δεν έχω τίποτα άλλο να πω». Και αυτή ήταν σχεδόν μόνιμη επωδός στις ανακρίσεις της τους επόμενους μήνες στη Μεσογείων. Και αυτό έκανε τους ανθρωποφύλακες να την περάσουν στις αναφορές τους για «λιγομίλητη» -που σίγουρα δεν ανήκει στα μειονεκτήματά της. Κι αυτή είχε πάρα πολλά να πει, για να τα κρατήσει μέσα της. Κι είναι πολύ λίγες οι σχετικές πηγές, για να περισσεύει η δική της μαρτυρία.

Εξάλλου η σιωπή της ομοφωνίας έχει θέση μόνο στα πολιτικά νεκροταφεία. Κι όταν τελικά την σπάμε, δεν είναι απαραίτητο να συμφωνήσουμε, ούτε πως θα βρούμε κάτι να μας ενώνει -εκτός και αν μιλάμε με πράξεις, στον αγώνα. Μπορούμε όμως να καταλάβουμε καλύτερα τι μας χωρίζει και τι είναι αυτό που κράτησαν από το Κόμμα τα παιδιά του Φλεβάρη. Να σε σκεφτώ και να σε νοσταλγήσω, και αν υπάρχει λόγος, να γυρίσω -όπως και έγινε δηλαδή σε κάποιες περιπτώσεις, χωρίς κανείς να τους ζητήσει τον λόγο (να γυρίσουν) ή να πουν το δίδαγμα της παραβολής του άσωτου σ/φου, για να δείξουν πως όντως το κατάλαβαν.

Σε τελική ανάλυση, δε χρειάζεται να γυρίσουν όλοι. Ούτε να το κάνουν λίγο πριν το τέλος, για να πεθάνουν ως κομμουνιστές -και με τη βούλα. Κατά βάθος μπορεί όλοι ΚΚΕ να είμαστε -και να μην το ξέρουμε ή να μην το ξέρει το κόμμα. Πάνω-κάτω όπως τότε, που όλοι αυτοί ήταν/δήλωναν κομμουνιστές. Και ίσως αυτό να ήταν (το) πρόβλημα. Αυτό που έκανε κάποτε τον Ραφαηλίδη να πει πως στο ΚΚΕ μπορείς να συναντήσεις τα πάντα, ακόμα και κομμουνιστές. Κατ’ αντιστοιχία σήμερα, στην «Αριστερά» μπορείς να βρεις τα πάντα, ακόμα και άτομα που δεν είχαν ποτέ καμία σχέση μαζί του -αν και είναι μειοψηφία. Κι όσοι ήταν μια φορά Κνίτες, δε μένουν τέτοια για πάντα. Ή μήπως όχι;

Τι θα απαντούσε σε αυτό ο Σκαμνάκης; Που έχει φύγει εδώ και χρόνια, είναι σε αντιπαράθεση διαρκείας, αλλά χτες ένιωσε την ανάγκη να εκφράσει βαθιά ευγνωμοσύνη για το ΚΚΕ της εποχής του (και τον Τζιαντζή που τον στρατολόγησε).

Η αγάπη θα μας διαλύσει ξανά. Μέχρι δακρύων. Και ο μόνος λόγος να δακρύσεις, είναι όταν δεν μπορείς να χωρέσεις κάτι μέσα σου. Τον πόνο μιας απώλειας, την θλίψη. Την αδικία και τα νεύρα. Ακόμα και τη χαρά ή τη συγκίνηση, όταν σε γεμίζει ένας σκοπός και η συσσωρευμένη μαγεία μιας συλλογικής στιγμής, σαν τη χτεσινή, που ήταν όλοι τους εκεί. Πώς να σωπάσεις μέσα σου την ομορφιά του κόσμου...

Και δεν υπάρχει γάμος χωρίς κλάμα (πολιτικός ιδίως -και δεν εννοώ στο δημαρχείο) ή κηδεία χωρίς γέλιο. Ακόμα και βασανιστήρια χωρίς ευτράπελα. Μπορείς να το καταλάβεις, διαβάζοντας τα «ανέκδοτα» του Φαρσακίδη από τη Μακρόνησο και τις εξορίες. Ή επίσης το Θ.Ν. της Βαλαβάνη, που είναι γεμάτο μικρές, αστείες στιγμές, για να σπάει η ένταση.

Πχ ο ανθρωποφύλακας που τραγουδά εν αγνοία του τον ύμνο της ΕΠΟΝ. Ο συνάδελφός του που πίστεψε πως έπιασε λαβράκι και το «μεγάλο κεφάλι», βρίσκοντας μια σημείωση για αυτό που μας καθοδηγεί κρεμασμένο από έναν φανοστάτη στα Τρίκαλα. Ή για τον ανακριτή που ζητούσε από τους κρατούμενους ομολογίες, ακολουθώντας την οδηγία του Λένιν: ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω. Ή για τον πανικό που προκαλούσε μια έρευνα στα κελιά και την αγωνία για να κρύψουν οι σφοι ένα υπερπολύτιμο στιλό. Κι όποιος έχει διαβάσει φέτος το James του (κάτι παραπάνω από απλώς αξιόλογου) Έβερετ, μπορεί να κάνει τη σύνδεση με την εποχή της δουλείας και να καταλάβει πόσο παράνομη κι επικίνδυνη πράξη είναι η απαλλοτρίωση ενός μολυβιού, όταν προσπαθούν να σε φιμώσουν.

Αλλά όσοι νομίζουν πως η χούντα ήταν «ανέκδοτο» και έριξε «απλώς μερικά χαστούκια» σε αριστερούς και μη, ας το πουν αυτό στα παιδιά του Φλεβάρη που υπέστησαν τον ευτελισμό-βασανιστήριο της «έρευνας» κάθε οπής του σώματός τους -για να μην περάσουν στα κελιά κάτι επικίνδυνο, όπως πχ ένα στιλό. Ας το πουν στον Γόντικα, που από τη φάλαγγα τρύπησαν τα πέλματά του ή ας το έλεγαν στον Κάππο, που είχε σαν στάμπα το κορμί του σημαδέψει ο φασισμός και η ανάγκη να τον ρίξουμε.

Αλλά επειδή ούτε εγώ έχω το «μειονέκτημα» να λακωνίζω όταν γράφω, παρά μόνο πολιτικά (για να θυμηθούμε και το πλην Λακεδαιμονίων του Λεωνίδα), και δεν έχω γράψει ακόμα ούτε λέξη για (πευκοβελόνες και) τις τοποθετήσεις των ομιλητών, ας βάλουμε εδώ ένα κόμμα (το ΚΚΕ κατά προτίμηση) και μια άνω τελεία (καμία σχέση με του Γκλέτσου) και τα υπόλοιπα τα βλέπουμε στην επόμενη ανάρτηση.

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

Παπανδρέου παπατζή, Χίτης ήσουνα κι εσύ

(*Σύνθημα από τις μεγάλες διαδηλώσεις πριν την έναρξη των Δεκεμβριανών)

Σ.Σ.: επετειακό κείμενο, που δημοσιεύεται με καθυστέρηση, λόγω τεχνικού προβλήματος


Υπάρχει κάτι άραγε που δεν έχει γραφτεί-ειπωθεί για τον μεγάλο Δεκέμβρη (ένας είναι, όπως και το κόμμα); Πιθανότατα όχι. Αλλά τίποτα δεν είναι αυτονόητο, όχι για όλους τουλάχιστον. Και η μεγάλη δυσκολία για να πει κανείς την αλήθεια, όπως θα διέβλεπε και ο Μπρεχτ, είναι ο κίνδυνος να ξεχάσουμε τα αυτονόητα. Να τα αφήσουμε να θαφτούν κάτω από ανούσιες λεπτομέρειες και τόνους αντιδραστικών, μεταμοντέρνων αφηγήσεων.

Ακολουθεί μια σειρά σημειώσεων, αυτονόητων και μη, για τον Δεκέμβρη ή μάλλον για τις μέρες πριν την κλιμάκωση της μεγάλης μάχης, δηλαδή το διήμερο 3-4 Δεκεμβρίου 1944. Αρκετές από αυτές τις κράτησα, διαβάζοντας παράλληλα το σχετικό βιβλίο του Χαραλαμπίδη, που δεν έχει την προβολή των δικών του «Δωσίλογων» αλλά είναι αρκετά αξιόλογο και από γενικά έντιμη σκοπιά. Η οποία θεωρείται γενικά αριστερή, αλλά τόσο ώστε να κάνει λόγο πχ για τις σφαίρες επιρροής που καθορίστηκαν στη συνάντηση Στάλιν-Τσώρτσιλ στη Μόσχα (χωρίς να αναφέρει πάντως το περιβόητο ραβασάκι με τα ποσοστά). Ή τόσο ώστε να μας λέει πως μες στις επόμενες δεκαετίες είχαμε ιδεολογικά φορτισμένες ερμηνείες των γεγονότων και πολιτικά στοχευμένα αφηγήματα (ηρωικός Δεκέμβρης ή δεύτερος γύρος της ανταρσίας), που χαρακτηρίζονται από επιλεκτική χρήση του παρελθόντος, την αποσιώπηση ή διαστρέβλωση των γεγονότων και τη συγκάλυψη των πολιτικών ευθυνών. Κι αυτό μας δείχνει ότι η ευρύτερη βάση μας πρέπει να κρατά κριτικές αποστάσεις πριν πέσει με τα μούτρα σε ένα πολυδιαφημισμένο βιβλίο –κάτι που ισχύει γενικώς και δεν περιμέναμε αυτό ή την Ιθάκη του Αλέξη, για να το μάθουμε.

Η πρώτη προσυγκέντρωση που έφτασε στην πλατεία Συντάγματος στις 3 Δεκέμβρη ήταν των Νοτίων Συνοικιών, που ανέβηκαν από Συγγρού και Αμαλίας –γι’ αυτό και πολλά θύματα ήταν από την Καλλιθέα, που ήταν το πρώτο μπλοκ. Για να αδειάσει η πλατεία χρειάστηκαν επαναλαμβανόμενες ρίψεις από την Αστυνομία Πόλεως του Έβερτ –μια τακτική «εκκένωσης» που πιθανόν να ζηλεύουν κάποια σύγχρονα όργανα καταστολής-, αλλά η προσέλευση των υπόλοιπων συγκεντρώσεων συνεχίστηκε και μετά τους πυροβολισμούς. Μια βρετανική πηγή κάνει μια μετριοπαθή εκτίμηση για 60 χιλιάδες κόσμου και πιθανότατα απέχει κατά πολύ από την πραγματικότητα (αφενός όμως μιλάμε για μια πόλη με τελείως διαφορετικά μεγέθη, που θα γιγαντώνονταν τις επόμενες δεκαετίες, αφετέρου είναι μάλλον διαχρονικό το ζήτημα της ακρίβειας πολλών εκτιμήσεων -συχνά υπερβολικών- ως προς το πλήθος μεγάλων διαδηλώσεων). Σε κάθε περίπτωση, ο Χαραλαμπίδης λέει πως αξιοποιήθηκε η ΕΑΜική πείρα της Κατοχής για τη σημασία των μαζικών κινητοποιήσεων (που εν πολλοίς τότε καθιερώθηκαν ως μέσο). Το ΕΑΜ προχώρησε σε μια επίδειξη δύναμης, με σκοπό να ασκήσει πίεση για να βρεθεί πολιτική λύση στο διαφαινόμενο αδιέξοδο για το στρατιωτικό ζήτημα.

Αυτό απαντά στο κλασικό «αφήγημα» πως τα Δεκεμβριανά δεν ήταν παρά μια απόπειρα των κομμουνιστών να καταλάβουν δια της βίας την εξουσία. Μακάρι να ίσχυε κάτι τέτοιο, γιατί θα είχε γίνει πολύ καλύτερη προεργασία, ώστε να την διεκδικήσει με αξιώσεις, υπό διαφορετικές συνθήκες και πολύ πιο ευνοϊκούς όρους. Ακόμα και οι Βρετανοί, ωστόσο, αναγνωρίζουν πως αν το ΕΑΜ είχε εξ αρχής τέτοια στόχευση, μπορούσε να την υλοποιήσει σχετικά εύκολα τις μέρες της Απελευθέρωσης, χωρίς να βρει ουσιαστική αντίσταση.

Αυτό δεν εμποδίζει τους Δεξιούς να αναμασάν ακούραστα το αφήγημά τους. Πλέον πρόσφατο παράδειγμα ο (συνομιλητής του Πιτζιπιτζίδη) Σπυράδωνης, που φαίνεται παρόλα αυτά κάπως μπερδεμένος για το τελικό αποτέλεσμα. Αφενός λέει πως πιθανή νίκη του ΕΑΜ θα παρέδιδε την Ελλάδα στο έλεος της ΕΣΣΔ, φτωχοποιώντας την και αφαιρώντας μέρος της επικράτειάς της. Αφετέρου μας λέει πως σε αυτή την περίπτωση δε θα υπήρχε κομμουνιστικό κόμμα στην Ελλάδα –όπως και σε καμία πρώην σοσιαλιστική χώρα(;!)- κάτι που φαίνεται να τον αφήνει μάλλον με το παράπονο. Και αν ωριμάσει η σκέψη μέσα του, ίσως πρέπει να καταλήξει σε ένα ακόμα βιβλίο με τίτλο: δυστυχώς νικήσαμε, συναγωνιστές. Έχει έτοιμο και υλικό για να αντιγράψει…

Τα επιβεβαιωμένα θύματα της 3ης Δεκέμβρη ήταν δέκα διαδηλωτές (επίσης μετριοπαθής εκτίμηση σε σχέση με άλλες πηγές), ενώ αναφέρεται και ένας αστυνομικός που λιντσαρίστηκε σε δεύτερο χρόνο από το οργισμένο πλήθος. Σε αυτά έρχονται να προστεθούν και τα τραγικά θύματα μετά την κηδεία των θυμάτων της διαδήλωσης, από τους συνεργάτες των Γερμανών που κρύβονται υπό υψηλή προστασία (μένοντας βασικά σε εφεδρεία) σε κτίρια της Πανεπιστημίου, παραμένουν σε αυτά ανενόχλητοι για 50 μέρες και προκαλούν αντί να λουφάξουν, βλέποντας την ατιμωρησία τους μετά από το αντίστοιχο δολοφονικό τους χτύπημα τις πρώτες μέρες της Απελευθέρωσης. Διάφοροι Άγγλοι ανταποκριτές απορούν για ποιον λόγο οι βρετανικές δυνάμεις ανέχονται –αν δεν εποπτεύουν- τέτοιες φασιστικές ενέργειες, ενώ απορούν με την ψυχραιμία που επιδεικνύει η Εαμική πλευρά. Το δικό μου ρητορικό ερώτημα είναι κατά πόσο αυτά τα θύματα είναι ευρύτερα γνωστά στους ιστορικούς κύκλους (ερευνητές, ερασιτέχνες ιστοριοδίφες και το ευρύ κοινό) και αν θα ήταν σκόπιμο να αρχίσουμε τιμητικές εκδηλώσεις στη μνήμη τους, κάθε 3η Δεκέμβρη, στο Σύνταγμα, ενάντια στην οργανωμένη λήθη, που είναι ο πρόδρομος (και δίδυμο αδελφάκι) της αναθεώρησης.

Η εκδοχή ενός μέρους του Τύπου της Δεξιάς (που αναπαράχθηκε και τα επόμενα χρόνια) ήταν πως οι άοπλοι διαδηλωτές πυροβόλησαν πρώτοι, για να προκαλέσουν την αιματοχυσία –και να την αξιοποιήσουν πολιτικά, θυσιάζοντας μερικούς συντρόφους τους. Και θα ήταν καταγέλαστη, αν δεν αφορούσε μια πολύνεκρη δολοφονική επίθεση.

Είναι πολύ γνωστή στον Ελληνικόν Λαόν η τακτική του Κομμουνιστικού Κόμματος. Τοποθετούν στις πρώτες σειρές γυναικόπαιδα. Πίσω από τα αθώα αυτά προχώματα τα μαχητικά στελέχη επιτίθενται ή και πυροβολούν κατά των αστυνομικών για να τους φέρουν στην ανάγκη να αντιπυροβολήσουν και έτσι να υπάρξουν λίγα θύματα. Γιατί είναι απαραίτητο στο Κομμουνιστικό Κόμμα να υπάρξουν μερικά θύματα ώστε να διαλαλήσουν την άλλη μέρα πως η Αστυνομία δολοφονεί τον Λαόν!!! Αυτό έγινε και τώρα. […] Είναι αλήθεια πως τα θύματα στην πραγματικότητα ήταν λίγα. Μόνον 10 νεκροί.

(Ελλάς, 6 Δεκεμβρίου 1944, όπως παρατίθεται στο βιβλίο του Μεν. Χαραλαμπίδη «Δεκεμβριανά 1944 – Η μάχη της Αθήνας», εκδόσεις Αλεξάνδρεια).

Προσπερνώντας την κυνική αναφορά για «μόνο» δέκα νεκρούς (ίσως γιατί γνώριζαν από πρώτο χέρι το λουτρό αίματος που θα ακολουθούσε), μπορεί να διακρίνει κανείς έναν παλιό πρόγονο του αφηγήματος του κράτους-δολοφόνου του Ισραήλ (που τότε δεν υπήρχε) για τις δολοφονίες των άμαχων Παλαιστίνιων που προστατεύουν σαν ασπίδα τους τρομοκράτες της Χαμάς.

Όσο για την κηδεία της επόμενης μέρας, η Δεξιά μιλούσε για σκηνοθετημένη τελετή με κλεμμένα πτώματα εθνικοφρόνων ή άδεια φέρετρα γεμάτα πέτρες…

Ο πολιτικός απόηχος της διαδήλωσης και της δολοφονικής της αντιμετώπισης ήταν τέτοιος που οδήγησε τον Παπανδρέου σε παραίτηση, η οποία όμως δεν έγινε δεκτή. Όχι από το υπουργικό του συμβούλιο, αλλά από τους Βρετανούς, που του είχαν αναθέσει μια συγκεκριμένη δουλειά και δε θα τον αποδέσμευαν πριν να δρομολογηθεί η εκτέλεσή της, ασχέτως αν ήταν δυσαρεστημένοι από κάποιες πρωτοβουλίες του και τη σχετική έλλειψη αποφασιστικότητας.

Λίγες μέρες πριν, υπήρχε η αίσθηση πως είχε βρεθεί κοινός τόπος για συμβιβασμό και συμφωνία ως προς το επίμαχο στρατιωτικό ζήτημα (τους ακριβείς όρους αφοπλισμού των αντιστασιακών οργανώσεων και τη συγκρότηση εθνικού στρατού). Αυτό προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια των Φιλελεύθερων του Σοφούλη αλλά και του Τσώρτσιλ, ο οποίος έγραφε στον Ήντεν για τον Παπανδρέου: «Όταν σκέφτεσαι τι έχουμε κάνει γι’ αυτούς σε στρατεύματα, σε επιχειρήσεις, σε τρόφιμα και μετρητά, αρχίζεις κι αναρωτιέσαι τι κερδίζουμε μ’ αυτόν τον γερο-τρελό».

Τελικά, μετά το νέο αδιέξοδο, την εντολή για τον αφοπλισμό την έδωσε ο Βρετανός Σκόμπι σε μια μονομερή απόφαση που παραβίαζε κατάφωρα την πρόσφατη Χάρτα του Ατλαντικού και τις διεθνείς συμφωνίες που δεν επέτρεπαν την εξωτερική επέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα άλλης χώρας, θέτοντας (τουλάχιστον από τότε) το ερώτημα: ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο;

Ο Μαργαρίτης σημειώνει σωστά στη δική του ιστορία του εμφυλίου (μεταφέρω την ουσία από μνήμης και όχι με ακριβείς διατυπώσεις) πως δεν ήταν μια ένοπλη σύγκρουση με έναν εξωτερικό εχθρό (δηλαδή μια μεγάλη δύναμη) αλλά με το σύνολο του αστικού κόσμου που πολέμησε λυσσαλέα για την επιβίωση της εξουσίας του και των προνομίων του, και ο οποίος –σε αντίθεση με μια κοινή, γενική αντίληψη- είχε ευάριθμες, υπολογίσιμες δυνάμεις. Γι’ αυτό εξάλλου ήταν πρωτίστως εμφύλιος –παρά οτιδήποτε άλλο. 

Είναι σαφές, ωστόσο, ότι χωρίς την ωμή βρετανική επέμβαση ο αστικός κόσμος θα είχε καταρρεύσει πολιτικά από τις πρώτες μέρες των Δεκεμβριανών και δε θα ήταν σε θέση να νικήσει στρατιωτικά στη μάχη της Αθήνας (πόσο μάλλον σε μεγαλύτερη κλίμακα, ενάντια στον κύριο όγκο των δυνάμεων του ΕΛΑΣ. Κι είναι επίσης σαφές πως το κέντρο των βασικών αποφάσεων δεν ήταν η κυβέρνηση Παπανδρέου, αλλά είχε μετατεθεί στο Λονδίνο.

Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να διακρίνουμε μια σειρά αντιθέσεις στο εσωτερικό του αστικού στρατοπέδου.

Οι Φιλελεύθεροι του Σοφούλη ήθελαν να ρίξουν τον Παπανδρέου πριν και μετά την έναρξη των Δεκεμβριανών, με τον ηγέτη τους να λέει χαρακτηριστικά στον στρατηγό Σκόμπι: «αν στηρίξω τον πρωθυπουργό Παπανδρέου, θα στηρίξω μια δικτατορία, κάτι που βρίσκω αδύνατο να κάνω».

Η απάντηση αυτή δόθηκε μετά την άρνηση των Βρετανών να συναινέσουν στην παραίτηση του Παπανδρέου και την αντικατάστασή του από τον Σοφούλη, κάτι που προκάλεσε τριγμούς στο βρετανικό στρατόπεδο και σχολιάστηκε στο κοινοβούλιο από τον εισηγητή των Εργατικών με τον πιο οξύ τρόπο: Έχει ο [Βρετανός] πρωθυπουργός το δικαίωμα να διορίζει πρωθυπουργούς συμμαχικών κρατών όπως διορίζει μερικές κοινοβουλευτικές ιδιαιτέρες γραμματείς ή όπως ο Χίτλερ διόριζε γκάουλαϊτερ στις διάφορες χώρες που έθετε υπό την εξουσία του;

Η αποδοκιμασία προς τους χειρισμούς της βρετανικής κυβέρνησης ερχόταν ακόμα και από τους Αμερικανούς συμμάχους της. Ο υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ Στετίνιους έκανε μια ξεκάθαρα αρνητική δήλωση για τις βρετανικές δυνάμεις, ο αμερικανικός στόλος στη Μεσόγειο έλαβε εντολή να μη χρησιμοποιηθούν αμερικάνικα πλοία για τον ανεφοδιασμό των Βρετανών στην Ελλάδα, ενώ ακόμα και ο Ρούζβελτ εξανίστατο: 

«Πώς είναι δυνατόν οι Βρετανοί να αποτολμήσουν ένα τέτοιο πράγμα! Σε ποιο σημείο μπορούν να φτάσουν για να διατηρήσουν το παρελθόν! Δε θα εκπλησσόμουν καθόλου αν ο Ουίνστον είχε απλώς δηλώσει ότι υποστήριζε τους Έλληνες βασιλόφρονες! Αυτό θα ταίριαζε στον χαρακτήρα του! Αλλά να σκοτώνει Έλληνες αντάρτες!»

Ή αλλιώς «σύμμαχος να σκοτώνει σύμμαχο», όπως θα λέγανε και σε μια ταινία…

Δεν ξέρω αν έχει νόημα να σχολιάσουμε εκτενώς αυτές τις αντιθέσεις. Είναι συχνό φαινόμενο στον αστικό κόσμο το μερικό (ή το ατομικό) συμφέρον να διαπλέκεται και ενίοτε να επισκιάζει το ταξικό. Είναι επίσης χαρακτηριστικό πόσο εύθραυστα ήταν τα κυβερνητικά σχήματα καθ’ όλη τη διάρκεια των επόμενων χρόνων –και στα χρόνια του εμφυλίου- ή πόσο εύκολα πανικοβαλλόταν το άκαπνο πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης με την παραμικρή επιτυχία του ΔΣΕ στο πεδίο των μαχών.

Ο Κάππος έλεγε ότι η αστική ιδεολογία είναι ανύπαρκτη χωρίς οικονομική στήριξη. Η μόνη τους ιδεολογία, για την ακρίβεια, είναι το χρήμα και το συμφέρον, και κάθε «αγώνας» τους στοχεύει αποκλειστικά στην υπεράσπιση των παραπάνω. Παρόλα αυτά οι αστοί διαθέτουν ισχυρό ταξικό ένστικτο, ιστορική πείρα και αρκετά μέσα (εξουσία και χρήμα) για να πετύχουν συμμαχίες και να υπερασπίσουν το συμφέρον της τάξης τους. Ενώ είναι αρκετά ευέλικτοι, ακριβώς γιατί δεν έχουν άλλη αρχή πέρα από τη διατήρηση της δικής τους αρχής –και δεν πρόκειται να την παραδώσουν οικειοθελώς και ειρηνικά. Αλίμονο λοιπόν σε όποιον απολυτοποιεί τις μεταξύ τους διαφορές και ξεχνά πόσο εύκολα μπορούν να τις παραμερίσουν, για να υπηρετήσουν τον στρατηγικό σκοπό τους.

Ο Σοφούλης συνεργάστηκε άψογα όλα τα επόμενα χρόνια, σε διάφορα κυβερνητικά σχήματα –είτε ως επικεφαλής, είτε όχι. Οι Εργατικοί ήταν κυβερνητικοί συνέταιροι του Τσώρτσιλ κι έπαιξαν βρώμικο ρόλο στη συνέχεια, πχ με το «πόρισμα Σιτρίν». Ενώ για τον ρόλο των ΗΠΑ στη συνέχεια των γεγονότων, μάλλον δε χρειάζεται να προσθέσει κανείς κάτι ιδιαίτερο.

Και όπως αναφέρεται σε μια βρετανική έκθεση κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών: τα κυβερνητικά (σ.σ.: αστικά) κόμματα επέδειξαν ενότητα μόνο στην εναντίωσή τους στον ΕΛΑΣ, ενώ δεν μπόρεσαν να παραμερίσουν έστω και για λίγο τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, εμφανίζοντας ένα συμπαγές μέτωπο κατά του ΕΑΜ.

Το τελευταίο που αξίζει να κρατήσουμε είναι πως η Ελλάδα δεν αποτελούσε κάποια ιδιαίτερη περίπτωση στο πλαίσιο της μεταπολεμικής Ευρώπης. Η βασική αντίθεση για αρκετές χώρες, το πρώτο διάστημα αμέσως μετά την απελευθέρωση, ήταν ανάμεσα στα αντιστασιακά κινήματα που σήκωσαν το βάρος του αγώνα ενάντια στον φασισμό και τις εξόριστες κυβερνήσεις που επιδίωκαν να αποκαταστήσουν την προηγούμενη τάξη πραγμάτων, σα να μην είχε μεσολαβήσει τίποτα –ούτε η δική τους χρεοκοπία, ούτε η ανάδειξη του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο.

Η περίπτωση της Ελλάδας, λοιπόν, δεν ήταν μοναδική. Αντίστοιχες αντιθέσεις –σχετικά με τα κυβερνητικά σχήματα, την τιμωρία των δωσίλογων κτλ- υπήρχαν πχ στο Βέλγιο και στην Ιταλία. Η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα όπου δεν επιτεύχθηκε πολιτική λύση κι οδηγήθηκε στην ένοπλη σύγκρουση μεταξύ πρώην συμμαχικών δυνάμεων. Το πώς και το γιατί είναι μια πολύ μεγάλη συζήτηση, που οφείλει να εξετάσει μεταξύ άλλων την αλλοπρόσαλλη τακτική της Εαμικής ηγεσίας (που σίγουρα δε δικαιολογεί αλλά ως ένα βαθμό ερμηνεύει την καχυποψία και τις μεταγενέστερες κατηγορίες εναντίον του Σιάντου).

Αν μη τι άλλο, όμως, καμία απάντηση δεν μπορεί να παραγνωρίσει τη βασική «ελληνική ιδιαιτερότητα», που δεν ήταν άλλη από την ύπαρξη ενός τόσο ισχυρού μαζικού αντιστασιακού κινήματος, όπως το ΕΑΜ. Ο Δεκέμβρης ήταν η άρνησή του να υποταχθεί, θέτοντας οικειοθελώς το κεφάλι του στην γκιλοτίνα. Και όσοι θέλουν να τιμήσουν αυτόν τον ηρωικό αγώνα, οφείλουν να σταθούν κριτικά στα λάθη του. Δεν έχουν όμως κανένα δικαίωμα να τον αποκηρύξουν με τη λαθολογία και το ερμηνευτικό σχήμα της «μπανανόφλουδας». 

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2025

Όταν χαράζει

Πρόχειρα χαραγμένες, ακαλλιέργητες σημειώσεις-εντυπώσεις από την εκδήλωση τιμής για έναν μεγάλο χαράκτη, την περασμένη βδομάδα.


Η έναρξη της εκδήλωσης για τον Τάσσο μετατέθηκε κατά μισή ώρα (χώρια το κλασικό ακαδημαϊκό τέταρτο), όχι για να ξεκινήσει κατά τις 19.17, για λόγους σημειολογίας, αλλά γιατί το επέβαλε η συγκυρία και η στάση εργασίας στον ηλεκτρικό -για έναν ακόμα νεκρό συνάδελφο-, στην οποία έγινε ξώφαλτσα μικρή αναφορά.

(Αριστερή παρένθεση. Τι σύγκριση να κάνεις άραγε με τη συνδικαλίστρια των Παρεμβάσεων, που πανηγύριζε για ένα εκλογικό αποτέλεσμα που πέτυχαν ενάντια σε θεούς και δαίμονες, πχ ενάντια στη στάση της ΣΤΑΣΥ και μια Αθήνα κόλαση -πραγματικά τρομερά αγωνιστική στάση. Εν τούτω ΝΙΚΑ.
Όσο για το συνδικαλιστικό τοτέμ του χώρου, που τουιτάρει πιο γρήγορα και από τη σκιά του και έγινε σκιώδης συνομιλητής του Σπυράδωνη και της Παγώνη, παρακάμπτοντας ενώσεις, σωματεία και... «λοιπούς γραφειοκράτες», όσο πιο πολλά σεντόνια υπεράσπισης ανεβαίνουν για το ήθος του, τη «δολοφονία χαρακτήρα» του, στοχοποίηση κτλ, τόσο μειώνονται οι πιθανότητες να απαντήσουν κάτι στο προκείμενο, επί της ουσίας: έκανε παραγοντισμό, ναι ή ου; Ράλλη, τι λες;)

(Δεύτερη αριστερή παρένθεση: Το περασμένο διήμερο ήταν οι εκλογές διάφορων Δικηγορικών Συλλόγων στη χώρα. Αν δεν κάνω λάθος, στην Αθήνα οι δικοί μας εκλέγουν δύο συμβούλους, που είναι μια μικρή, διακριτή άνοδος -κι ας μη φτάνει την αντίστοιχη γενική τάση σε άλλους κλάδους, με διαφορετικά χαρακτηριστικά και νοοτροπία. Εκεί συναντάμε έναν άλλο αστέρα του αριστεροχωρίου με ευρύτερη αναγνωρισιμότητα (Καμπαγιάννης), που γέννησε μια υπέρμετρη (σχεδόν σεκίτικη) αισιοδοξία για συμμετοχή του στον β’ γύρο -μια προσδοκία που δεν επιβεβαιώθηκε στην πράξη. Αυτό που μένει προς διευκρίνιση, όμως, είναι αν εκλέχτηκε ο Σαραφιανός της ΑΡΑΣ και αν τελικά ξέκοψε από την τελευταία ή αν αμέλησαν οι συναγωνιστές του να ξεκόψουν από αυτόν, για ιερό σκοπό πάντα. Όπως έλεγε άλλωστε ο Βλαδίμηρος: και με την ΑΡΑΣ ακόμα θα συμμαχήσουμε για τον τελικό μας σκοπό. Και όπως θα πρόσθετε ο Σπύρος από τους Απαράδεκτους «καλό είναι να τα έχεις καλά με την ΑΡΑΣ, έχεις και κάποιες προσβάσεις». Πού; Ξέρω ’γω; Στον Πρύτανη του ΕΜΠ. Ή στο εφημερεύον νοσοκομείο...)

-Σύνδεση με τα προηγούμενα και την τελευταία ανάρτηση (από μια αναφορά στην εισήγηση της Εύας Μελά, που την μεταφέρω από μνήμης και τις πρόχειρες σημειώσεις μου). Ο Τάσσος έλεγε για τις μορφές του αγώνα που απεικόνιζε στα έργα του πως βγαίνουν ίσως κάπως αλύγιστες εκφραστικά, γιατί σηκώνουν το βάρος της ζωής και δεν μπορεί παρά να είναι όρθιες, ακόμα και όταν πεθαίνουν (ή έχουν φαγωμένα πέλματα και δυσκολεύονται να κάτσουν*). Ιδανικό υστερόγραφο στο κείμενο για τους αλύγιστους της ταξικής πάλης, τον ψυχισμό τους και την ενίοτε αγέλαστη (δημόσια) εικόνα τους. Εκτός και αν πρόκειται για τους βασανιστές τους: σύντροφοί μου τους γέλασα.
Και ο Χρόνης μου (χαμο)γελάει σαν μωρό(ς) και κάνει την αυτοκριτική του που δε χάρισε ένα χαμόγελο στους ανθρωποφύλακες. Πού να βρω έναν μπασκίνα...

-Στο έργο του Τάσσου βλέπουμε -μεταξύ άλλων- το αποτύπωμα της γεωγραφίας, τη δημιουργική αφομοίωση της αρχαίας ελληνικής και της βυζαντινής παράδοσης (ως οπτική γέφυρα με τη λαϊκή μνήμη) και χαρακτηριστικές αγροτικές μορφές από το χωριό του, με χαρακωμένα πρόσωπα, που πέρασαν στα χαρακτικά ενός χαράκτη συνδεμένου με το χάραμα ενός νέου κόσμου και τις χαραμάδες που ανοίγουμε στο ασπρόμαυρο -σαν τα έργα του- παρόν, για να ατενίσουμε το έγχρωμο μέλλον. Και ο Τάσσος διάλεξε την ξυλογραφία, γιατί είναι η τέχνη των μαζών (και ας μη βλέπουμε μαζικά στις μέρες μας μικρά παιδιά να σμιλεύουν μορφές), σε μια εποχή που η εργατική τάξη δεν πήγαινε στον παράδεισο (παρά μόνο για να σπουδάσει, για ιατρικούς λόγους ή ολιγοήμερα ταξίδια στο μέλλον), αλλά έτρωγε πολύ ξύλο (το οποίο δε βγήκε από τον παράδεισο, έχει όμως πάντα δύο άκρες και ενίοτε αντιστρέφονται οι ρόλοι, όπως στα αγροτικά μπλόκα) από αγέλαστους ανθρωποφύλακες (που ούτε καν χασκογελούσαν, Χρόνη), για να αποκηρύξει τις ξύλινες ιδέες της και να επανέλθει -σαν στραβόξυλο- στον ίσιο δρόμο, ή έστω τον τρίτο.

-Ο Τάσσος είχε πει πως ήταν στρατευμένος (μη σου πω και «ξύλινος») πριν καν ανακαλυφθεί ο όρος, που κάποιοι τον χρησιμοποιούν μειωτικά σε αντιδιαστολή με την ποιοτική τέχνη. Συμμετείχε σε μια σειρά πρωτοπόρες καλλιτεχνικές συλλογικότητες (από την Κίνηση Νέων Ρεαλισμού, ως το ΕΑΜ Καλλιτεχνών και την Πανελλήνια Πολιτιστική Κίνηση) και προσφερόταν για όλες τις δουλειές, νιώθοντας ένας χειρώνακτας της τέχνης του: από δίσκους της Σωτηρίας Μπέλλου, μέχρι αφίσες για κομματικά συνέδρια, την Αντιφασιστική Νίκη κ.ά. Κι όπως είπε η -εγγονή του αν δεν κάνω λάθος- Ροζίτα Αλεβίζου, αν ζούσε ως τις μέρες μας, το κλασικό έργο με το παιδί για την Κύπρο, θα το διαδέχονταν άλλα, για τα παιδιά της Γάζας ή των Τεμπών.

Όταν τον έπιασε η Ασφάλεια ως «κομμουνίζοντα», κατάφερε να τον «σωφρονίσει» και έτσι εντάχθηκε στην ΟΚΝΕ, ευθύς αμέσως μόλις έμεινε ελεύθερος. Θεωρούσε τον νατουραλισμό σημάδι παρακμής (για όσους τυχόν ταυτίζουν τους κομμουνιστές καλλιτέχνες με τον κοινωνικό νατουραλισμό). Ενώ είχε δηλώσει στο «Μονόγραμμα» της ΕΡΤ πως «θεωρώ μεγάλο κέρδος στη ζωή μου ότι ζυμώθηκα με τον κόσμο της δουλειάς. Γνωρίζω ότι πολλοί θεωρούν αυτές τις απόψεις για τη ζωή ξεπερασμένες. Για εμένα είναι μια πηγή έμπνευσης και συνεχούς ανανέωσης...»
Κι αυτό λέει πολλά για τον ίδιο και την (νοσταλγικά εξιδανικευμένη) εποχή του αλλά κυρίως μας δείχνει πόσο παλιά είναι η επίθεση στη στρατευμένη τέχνη και η «καραμέλα» της αριστερής ιδεολογικής ηγεμονίας (οι δηλώσεις αυτές γίνονται στα χρόνια της «Αλλαγής»).

-Ένα από τα πιο γνωστά «στρατευμένα» έργα του είναι αυτό που κοσμεί την έδρα της ΚΕ στον Περισσό: τα παιδιά της Ασφάλτου. Τα οποία έρχονται από πολύ μακριά και πάνε ακόμα πιο μακριά, ακομα και από χωματόδρομους -όπως ο φευγάτος πρωθυπουργός- που οδηγούν όλοι στην επουράνια έφοδο (Dirtway to heaben). Και δε χρειάζονται τον ΚΙΤ ή πράσινα άλογα για να είναι οι ιππότες των δρόμων, που έχουν πάντα τη δική τους ιστορία και τη γράφουμε εμείς με τον αγώνα μας.

πρώτος ομιλητής (Παυλόπουλος) είχε μια κάποια αμηχανία στο άνοιγμα, που αποτυπώθηκε και στις αρχικές του προσφωνήσεις: «κύριε Γραμματέα, κύριοι του Κόμματος» -sic. Κυρίες και κύριοι, εμείς, οι κάτοχοι της ενοχής...
Έκανε μια εξαιρετικά σύντομη για τα δικά του δεδομένα πλην μάλλον εξαντλητική (για όλους τους άλλους) αναφορά στο σύνολο του έργου του Τάσσου. Ενώ προσωπικά ξεχώρισα το ανέκδοτο για ένα έργο του χαράκτη με τον Στάλιν, που ήταν στα γραφεία του Ριζοσπάστη (μόνιμος στόχος των δυνάμεων καταστολής) και το διέσωσε κατά λάθος ένας αστυνομικός που δεν αναγνώρισε τη μορφή του σφου με το μουστάκι, για να βρεθεί με τα πολλά (από τα χρόνια της Κατοχής) στην κατοχή του κόμματος, πριν από μια τετραετία.

δεύτερος ομιλητής (Γουρζής) «τρόλαρε» καλοπροαίρετα τον πρώτο, γιατί παρέλειψε να μας πει για το μενού στο κυριακάτικο τραπέζι, στο σπίτι του Τάσσου. Ακολούθησε ένα μικρό απολαυστικό μάθημα περί τέχνης (πχ δεν είναι κάθε πελεκημένο ξύλο χαρακτική) και αρμονίας, που είναι η πεμπτουσία της και ορίζεται από τρεις βασικές συνιστώσες: την αντίθεση, τον ρυθμό και την επανάληψη. Κι ύστερα από μερικά παραδείγματα με διαφάνειες, ήθελε πιθανόν να εξετάσει πόσα αφομοιώσαμε, πχ στα έργα με τον Βελουχιώτη και τον Σαπάτα, που εκτίθονταν στο φουαγιέ.

Πλησιάζουμε στο τέλος, με δυο-τρεις συνειρμούς που όταν μεγαλώσουν, μπορεί να γίνουν κείμενα.

-Στο τέλος προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ του Τάκη Παπαγιαννίδη για τον Α. Τάσσο, όπου μιλάει ο ίδιος ο χαράκτης για τον τόπο καταγωγής του, τη ζωή του, τη δουλειά του και τις αξίες που τον οιστρηλάτησαν. Αυτό συμβαίνει λίγους μήνες πριν τον θάνατο του χαράκτη και έτσι ο σκηνοθέτης διασώζει μια πολύτιμη μαρτυρία, που καμιά επιστημονική προσέγγιση δε θα μπορούσε να καλύψει το κενό της -αν δεν υπήρχε. Σαν αυτές που διέσωσε η σφισσα Αγγελική Σωτήρη (από τον Κάππο, τον Τσαμπή και άλλους) και κατέγραψε (μετά από την απομαγνητοφώνηση της Α. Σωτήρη) η Νάντια Βαλαβάνη στο βιβλίο της με τον εκπληκτικό τίτλο «Θ.Ν.» (αρχικά για τη φράση «Θα Νικήσουμε» που αντάλλασσαν μεταξύ τους τα «παιδιά του Φλεβάρη» για να δώσουν κουράγιο στους συντρόφους τους). Και σαν αυτές που θα έπρεπε να μαζέψουμε από όλους τους βετεράνους σφους που έζησαν από θέση ευθύνης (και όχι μόνο) την κρίση του 1989-1991 στο κόμμα, ακόμα και αν δε συμφωνούμε σε όλα. Στην τελική, ένας καλός μάρτυρας δε χρειάζεται να έχει αφομοιώσει τη σύγχρονη στρατηγική του ΚΚΕ (ούτε να καταφύγει σε πολιτικό κουτσομπολιό, όπως κάποια άλλα ευπώλητα βιβλία) για να δώσει μια μεστή, ζουμερή και αναντικατάστατη μαρτυρία.

-Κατά τη διάρκεια της προβολής, πολλοί σφοι το έσκασαν στο ημίφως, ίσως για να προλάβουν το Ολυμπιακός-Ρεάλ, και ας μην το έλεγαν ανοιχτά. Δεν τους ψέγω, γιατί ούτε εγώ έμεινα ως το τέλος -για διαφορετικούς λόγους. Αλλά πριν τους καταδικάσουμε, ας ψάξουμε να τους βρούμε άλλοθι στις ομοιότητες του αθλητισμού με την τέχνη (αντίθεση, επανάληψη και ρυθμός, που οδηγούν στην αρμονία). Αρκεί να μην ξεχνάμε πως είναι μόνο εξωτερικές και φαινομενικές, σαν ένα είδος αντικατοπτρισμού ή κάποιο κόλπο γεμάτο μαγεία. Τι λες κι εσύ, Μάτζικ;

-Τα σχόλια και οι αξιολογήσεις που έχει (ως κτίριο) η έδρα της ΚΕ του ΚΚΕ στη Λεωφόρο Ηρακλείου, στο Google Maps, είναι πραγματικός θησαυρός. Μια κατηγορία (και ένα ξεχωριστό κείμενο) από μόνα τους...

Υγ: Όποιος δεν μπόρεσε να παραβρεθεί αλλά θέλει να εισπράξει κάτι από τους χυμούς της εκδήλωσης, καλύτερα να μη βασιστεί στις πρόχειρες σημειώσεις της κε του μπλοκ, αλλά να δει τα βίντεο με τις εισηγητικές ομιλίες.
*Όσο για τις σημειώσεις για τους δύο γείτονες της εκδήλωσης ή τους σφους που έσπασαν τις κόκκινες γραμμές και κάθισαν στα ορεινά σαν γιακωβίνοι, μπαίνουν στο αρχείο και θα αποχαρακτηριστούν μετά από αρκετές δεκαετίες. Αρκεί να μη μας το κλέψουν οι αναθεωρητές και πάει στα ΑΣΚΙ)...

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2025

Κόκκινος σκύλος

(γαλάζιο το κασκέτο μου)


Άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος...

Και γιατί βγάλατε έτσι το βιβλίο;

Η Μαραγκοζάκη δε θέλησε να το αποκαλύψει και μας παρέπεμψε στο ίδιο το βιβλίο. Είπε όμως πως ήταν μια φράση που έλεγαν τα στελέχη της Κομιντέρν και θυμίζει τη δική μας παροιμία με τον Μανολιό, που αλλάζει βάζοντας τα ρούχα του αλλιώς. Κάπως σαν το πολιτικό σκηνικό μετά τις εκλογές, δηλαδή. Όλοι οι σκύλοι μια γενιά, όπως έλεγε και ο Ζαχαριάδης για Πλαστήρα και Παπάγο. Για να συμπληρώσει, μετά από χρόνια, ο Χαρίλαος «τι λάχανα, τι μπρόκολα» -και ας πατήσαμε στον καιρό του την μπανανόφλουδα με το άθροισμα των δημοκρατικών δυνάμεων. Και είναι τρομερό πώς διαχρονικά κάποια χρήσιμα βλίτα τρέφουν προσδοκίες για λάχανα και παραπούλια από τον εκάστοτε Πλαστήρα της εποχής τους, ζώντας τη δική τους Φρουτοπία στον κήπο της Εδέμ -που ανήκει παραδοσιακά στη Δύση και τρέμει παραδοσιακά τον κίνδυνο από Βορρά και ό,τι βρίσκεται ανατολικά της. Και δε χρειάζονται καν το άλλοθι πως τους ξεγέλασαν τα δημαγωγικά συνθήματα του Αιμίλιου του Μήλου: «άνθρωποι-ψυγεία, η ίδια συμμορία»...

Όλα αυτά θυμίζουν συνειρμικά τη φράση του Κινέζου Ντενγκ Σιαοπίνγκ, που στα νιάτα του μπορεί να αγάπησε την Κομιντέρν, αλλά έγινε σύμβολο της «βελούδινης» παλινόρθωσης, με το τεχνοκρατικό σύνθημα: «άσπρος γάτος, μαύρος γάτος, το ζήτημα είναι να πιάνει ποντίκια», δηλαδή κέρδη και άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Αλλά αν ρωτούσε τους αμερικανούς φίλους του (που αγαπούσαν την Κίνα, ήδη από την εποχή του Μάο και της ΜΠΠΕ, και δεν είχαν τότε να χωρίσουν το λιμάνι του Πειραιά και έναν κόσμο ολόκληρο), θα του έλεγαν ίσως πως πάντα βοηθάει να κάνεις διακρίσεις ανάμεσα στους γάτους, για να νιώθουν προνομιούχοι οι άσπροι κι ας γίνονται και οι ίδιοι πιο ευάλωτοι από την καταπίεση των μαύρων. Και να ξεχνάνε πως έχουν πιαστεί όλοι μαζί στη φάκα, ή να το σκάνε σαν τα ποντίκια, όταν πρέπει να παλέψουν, γιατί φοβούνται μη τυχόν χάσουν το τυράκι που τους υποσχέθηκαν και τη βολή της φυλακής τους.

Άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, ασπρόμαυρος, με ρίγες ή καρό σχέδια, ή στις 50 αποχρώσεις του γκρίζου κόσμου της εκμετάλλευσης, οτιδήποτε αρκεί να μην είναι κόκκινος και ξεσηκώνει την εργατική του ράτσα και της μάθει να μην περπατά σκυφτή στα τέσσερα και με την ουρά στα σκέλια, μπροστά στα αφεντικά της, αλλά να δαγκώνει το χέρι που την ταΐζει, γιατί πλουτίζει από τον δικό της κόπο και πρέπει να πάρει στα χέρια της τον πλούτο που παράγει.


Και ο Βαβούδης ήταν ένας από αυτούς, τους κόκκινους σκύλους, γεμάτος αφοσίωση στο κόμμα και την υπόθεση της επανάστασης. Και αφού δεν μπορούσαν οι εχθροί του να του κλέψουν την τιμή, για να γίνει ρεζίλι των σκυλιών, βρήκαν τρόπο να του αφαιρέσουν κάτι από τη λάμψη του, λέγοντας πως ήταν κομματόσκυλο -αυτός και οι όμοιοί του- χωρίς κριτική σκέψη και δική του βούληση. Έχουν μάλλον τα δικά τους μαντρόσκυλα ως μέτρο σύγκρισης, λες και δεν ξέρουν πως οι κομμουνιστές είναι σπάνια ράτσα, που δε μοιάζει σε τίποτα με τη δική τους, γιατί γεννιέται από την τάξη της -δηλαδή γίνεται και διαμορφώνεται από τις συνθήκες- και δε γεννιέται με έτοιμο dna, όπως οι φυλές τους. Ούτε μοιάζει με όσα περιγράφει η "καρδιά ενός σκύλου", του Μπουλγκάκοφ, που πάντως δεν έχει μόνο μια ανάγνωση...

Και τότε, γιατί δεν τιμάται και ο Βαβούδης, όπως άλλοι ήρωες από το δικό μας «πάνθεο»; Καλή ερώτηση. Αλλά ας απαντήσουμε πρώτα δυο άλλες ερωτήσεις που έθεσε το κοινό της εκδήλωσης.

-Πώς επηρεάζει η παρανομία τον ψυχισμό ενός αγωνιστή;
Με ένα σωρό τρόπους, φανερούς ή λιγότερο άμεσους, αλλά οπωσδήποτε πολύ πιο σύνθετους από το απλοϊκό στερεότυπο του μουντρούχου, σκληρού γραφειοκράτη, που είναι φτηνός στις κατσάδες και ακριβός στα χαμόγελα, αδιάβροχος στους χυμούς της ζωής. (Σκέψου πως κάποιοι είχαν για τέτοιο τον Κουτσούμπα, που είναι Βοιωτός και τα λέει τσιπουράτα, και χρειάστηκαν κάτι μήνες για να πειστεί πως δεν πρέπει να φωνάζει συνθήματα στις ομιλίες του, μαζί με τον λαό από κάτω. Και όταν το κατάλαβαν, άλλαξαν βιολί και άρχισαν να σχολιάζουν τις ζεϊμπεκιές και τις ατάκες που του έγραφαν).

Μπορεί καμιά φορά οι αλύγιστοι της ταξικής πάλης να δυσκολεύονται να λυγίσουν τα χείλη τους και τις χορδές της ψυχής τους (ή τα φαγωμένα τους πέλματα, εξαιτίας της φάλαγγας, όπως ο Μήτσος), αλλά αυτό συμβαίνει γιατί έχουν μάθει πως πρέπει να ελέγχουν τα συναισθήματά τους: την απογοήτευση, τον ενθουσιασμό, την αισιοδοξία που αλλάζει εύκολα στο αντίθετό της, τις ερωτικές ορμές, ακόμα και τις επαναστατικές αν είναι πρόωρες. Ξέρουν πως πρέπει να αντέξουν τις πιο δύσκολες καμπές, τα κύματα της αντεπανάστασης, να γίνουν βράχοι άτρωτοι, που δεν τους διαβρώνουν ούτε τα δάκρυα -και όσα έζησαν, νερό και αλάτι.

Πόσοι λογοτέχνες-καλλιτέχνες και όχι μόνο μπορούν να φανταστούν τι σημαίνει μια τέτοια ζωή, σε μια κρύπτη, σε έναν σκοτεινό λάκκο ή σε ανήλιαγα μπουντρούμια, που ξέρει πως αργά ή γρήγορα θα καεί για να γίνει η λάμψη που θα σπάσει τα σκοτάδια; Μια ζωή εν τάφω, αλλά με ακλόνητη πίστη στην (επ)ανάσταση. Ποιος μπορεί να φανταστεί τι είναι να βιώνεις μια δύσκολη ρουτίνα, χωρίς διαλείμματα ανεμελιάς και χαρούμενες στιγμές, να δαμάζεις την όρεξη για ζωή, για ήλιο, για έρωτα, για μια βόλτα στη θάλασσα, και να μη σε παίρνει από κάτω που δε βλέπεις άμεσα αποτελέσματα, γιατί δεν ξεχνάς την προοπτική και ότι η σπορά μένει.


Πόσοι από αυτούς που φαντασιώνονται ότι φέρνουν τη φαντασία στην εξουσία, ενάντια στη «στεγνή, πεζή» κομματική ζωή, μπορούν να φανταστούν τον εαυτό τους να αντέχει έναν μήνα μακριά από τη βολή και τις ανέσεις που έχουν αντικαταστήσει τις αρχές τους; Ή έστω μια ώρα στα χέρια του ταξικού εχθρού και των βασανιστών του; Πόσοι εναλλακτικοί μποέμ τύποι μπορούν να απαρνηθούν την ατομική τους ελευθερία στο όνομα του αγώνα για κοινωνική ελευθερία; Πόσο ελεύθεροι νιώθουν να υποτάξουν το εγώ τους σε έναν συλλογικό σκοπό; Ακόμα και να αφήσουν πίσω τους δικούς τους, την οικογένειά τους -που την υποτιμούν ως θεσμό, απ’ το ύψος της καλοπέρασής τους;

Κι αν ο σύντροφος της παρανομίας έριχνε στα κλεφτά τη σπορά του, μια φορά τον χρόνο -κάθε φορά που κατέβαινε από το βουνό- και ξανάφευγε την ίδια νύχτα, ή αν σκεφτόταν από μέσα του πως ο αγωνιστής δεν πρέπει να κάνει οικογένεια, για να μην υποφέρουν οι δικοί του και πληρώνουν τις συνέπειες της δικής του δράσης, δεν το έκανε επειδή δεν είχε χώρο στην ψυχή του για ευαισθησίες. Αλλά γιατί είχε μια μεγάλη καρδιά που τα χωρούσε όλα, βάζοντας όμως ταξικές προτεραιότητες και επιλέγοντας συχνά τον θάνατο, για να νικήσει η ζωή.

Και γιατί επέλεξε η Μαραγκοζάκη να γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα;
Μα αν δεν αντλήσεις έμπνευση από μια τόσο γεμάτη διαδρομή, με επτά ζωές (σαν κόκκινος γάτος) και κινηματογραφική πλοκή, τότε πού θα την βρεις; Στο μούχρωμα το ηλιοβασίλεμα; Και αν -συνεχίζοντας την απάντηση με ερωτήσεις- δε θες να κάνεις ήρωά σου έναν αληθινό ήρωα της ζωής, τότε τι θέλεις να γράψεις; Βιπεράκια πολυτελείας, σαν τον Αλέξη;

Το παράδοξο είναι πως δεν είχε γραφτεί τίποτα για τον Βαβούδη ως τις μέρες μας, και που δεν είχε βρει μια θέση στον λογοτεχνικό κόσμο και στο «φουλ» με τους (άλλους) Νίκους του ΚΚΕ της εποχής του.

Τον Νίκο Ζαχαριάδη. Το «Αντικείμενο» ως κύκνειο άσμα του Φρέντυ Γερμανού και το «Κόκκινο Τανγκό» έχουν στοιχεία πολιτικού άρλεκιν, αλλά δεν πιάνουν μία μπροστά σε αυτό του Αλέξη.

Τον Νίκο Μπελογιάννη. Με την «Εντολή» της Δ. Σωτηρίου, που έγινε πρόσφατα και θεατρικό. Και με την «Τρέλα να αλλάξουν τον κόσμο», του Κοντιάδη, που έχει προλάβει να γράψει βιβλία μαζί με τον Πέτρο Κόκκαλη (όχι του βουνού) και το «φαινόμενο» Κασσελάκη...

Και τον Νίκο Πλουμπίδη, με τον απαράμιλλο «Αλύγιστο» του Κοτζιά. Για να έρθει μετά από χρόνια ένας άλλος Κοτζιάς -καμιά σχέση με τον συγγραφέα- να μας πει πως το άρλεκιν του Τσίπρα είναι μια ευκαιρία για πολλούς αριστερούς να ανοίξουν ένα βιβλίο. Κι αν τους πέφτει κομμάτι ακριβό, ας ψάξουν στα παλαιοπωλεία το «Μια συζήτηση που δεν έγινε» το ’89 ή την μπροσούρα του για τον «Τρίτο Δρόμο του ΠΑΣΟΚ» ή έστω αυτήν που περιέγραφε, εν είδει προαναγγελίας, τον Ενιαίο Συνασπισμό. Όλα τα παραπάνω έχουν προλεκάλτ στοιχεία και δείχνουν την τρομερή ιδεολογική συνέπεια του Κοτζιά (Νίκος και αυτός, αλλά από άλλη πάστα).

Οι άλλοι Νικολάδες βέβαια έχουν μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα από τον Βαβούδη, που ο μέσος αριστεροχωριανός μπορεί να τον θεωρεί άνθρωπο του μηχανισμού, σκληρό σταλινικό, σοβιετικό πράκτορα κτλ. Ενώ ο Μπελογιάννης είναι ο άνθρωπος με το γαρίφαλο, που έγινε σκίτσο και από τον Πικάσο -που δε μας άφησε κάτι για τον «άνθρωπο με τον ασύρματο». Ο Πλουμπίδης είναι ο ήρωας που τον «πρόδωσε το κόμμα του» και τον στόλισε με άδικες κατηγορίες. Κι ο Ζαχαριάδης «ένας θύτης που έγινε θύμα» και το ΚΚΕ άργησε κάτι δεκαετίες να τον αποκαταστήσει.

Ο ίδιος αριστεροχωρίτης δεν ξέρει ωστόσο πως ο Βαβούδης είχε άμεση σύνδεση με τη δεύτερη δίκη του Μπελογιάννη και την κατηγορία περί... κατασκοπίας. Δεν έχει διαβάσει ποτέ τους ύμνους του Μπελογιάννη για τα 70ά γενέθλια του σφου με το μουστάκι, που θα έκαναν να φρίξει η αγνή, αντισταλινική του ψυχή -η οποία αγνοεί επίσης τον ορισμό του Κάππου για τον αντισταλινισμό, που είναι ντροπαλός αντικομμουνισμός. Δεν ξέρει πως ο Βαβούδης κατηγορήθηκε άδικα από το Κόμμα πως φυγαδεύτηκε στο εξωτερικό από τον ταξικό εχθρό και ότι η αποκατάστασή του εκκρεμούσε για πολλές δεκαετίες.
Η άγνοια σε τελική ανάλυση είναι δύναμη, σχεδόν αήττητη, σαν τη βλακεία...

-.-

Πάμε για το κλείσιμο -και για καθαρό αέρα.

Τελευταίος ομιλητής ήταν ο Κατσικέας από τις εκδόσεις «Ειρήνη», που εξήγησε πώς γνώρισε τη συγγραφέα σε μια βιβλιοπαρουσίαση με παλαιστινιακή ποίηση, ενώ πριν τον λύγισε το άγχος και μπέρδεψε τις ιδιότητες, παρουσιάζοντας τον ηθοποιό Χρήστο Μπαλτά (που διάβασε αποσπάσματα από το βιβλίο) ως φοιτητή -πάλι καλά που δεν τον είπε χούλιγκαν-οπαδό, επηρεασμένος από το σποτάκι της Novibet.

Το βασικό όμως είναι το ηρωικό παρελθόν του εκδοτικού "Ειρήνη", με το παλαιάς (μπρεζνιεφικής) κοπής όνομα, που ήταν μια μίξη στρατευμένων εκδόσεων και προλεκάλτ στοιχείων, με κείμενα - απομνημονεύματα του Γιαρουζέλσκι, του Χόνεκερ, του Ζίβκοβ και του Κάνταρ, και πασοκικά προλογικά σημειώματα, από τον Παπανδρέου, τον Παπούλια κ.ά. -γιατί ήδη από τότε για τον σοσιαλισμό αγωνιζόμασταν όλοι...
Κι εγώ, που ως τώρα τον έβρισκα μόνο στο Παζάρι Βιβλίου, μετάνιωσα που με έπιασαν τα οικολογικά μου και δεν πήρα τη σακούλα τους, με ένα κατακόκκινο περιστέρι στο σήμα, αλλά χωρίς κόκκινους σκύλους.

Αντί για υστερόγραφο, μια σύντομη κρίση για το βιβλίο -αν και δεν το έχω διαβάσει ολόκληρο. Η συγγραφέας έχει αξιόλογη γραφή, ενδιαφέρουσες ιδέες και καλές προθέσεις. Αυτά δεν αρκούν πάντα για να αποδοθεί το πολιτικό πλαίσιο της εποχής και η ψυχοσύνθεση των ηρώων. Αλλά δε χρειάζεται να κοιτάμε στα δόντια ένα χρήσιμο βιβλίο, όπως αυτό. Στην τελική, έχουμε στηρίξει χειρότερα πράγματα, πολιτικά (η ταινία του Βούλγαρη) και καλλιτεχνικά (τα βιβλία του Τζόκα) μιλώντας. 

Το βασικό είναι να βρίσκονται στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Να μην την αναθεωρούν συνειδητά (αν και, όπως είπε και η Μαραγκοζάκη, όποιος θεωρεί τέτοια μυθιστορήματα έναν εύκολο τρόπο να μάθει ιστορία, κάνει το λάθος να μπερδεύει την ιστορική αλήθεια με αυτή του λογοτέχνη). Και πάνω από όλα να μη γίνονται αρλεκίνοι, όπως κάποιοι όψιμοι συγγραφείς, που έχουν καλύτερο μάρκετινγκ από τη Μαραγκοζάκη, τον Βαβούδη και άλλα ερυθρόδερμα σκυλάκια...

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2025

Τα μυστικά της κρύπτης

Αν σε βγάλει ο δρόμος σου στην οδό Λυκούργου 39, που είχε τη δική της ιστορία, δε θα βρεις τίποτα που να μαρτυρά το παρελθόν της. Ότι δηλαδή εδώ ήταν το σπίτι ενός συντρόφου του Μπελογιάννη, που εκτελέστηκε στο πλευρό του ως... κατάσκοπος. Και ότι εδώ (και τότε) μπήκε τέλος στη μυθιστορηματική ζωή ενός ασυρματιστή, που τον «σπλαχνίστηκε ο θάνατος» -όπως είπε ο Μαργαρίτης- σε μια σειρά μέτωπα (από την πολιορκία της Μόσχας ως τον ισπανικό εμφύλιο) και φυλακές, αλλά έμελλε να εκμετρήσει το ζην σε μια κρύπτη, ακολουθώντας πιστά τη «μοίρα» του παράνομου αγωνιστή. Ο οποίος δεν έκανε τίποτα παράνομο -όπως είπε και ο γγ- παρά νόμο -sic- να υπερασπιστεί τη νομιμότητα της λαϊκής πάλης, σε μια εποχή που απαγορευόταν ακόμα και να μιλάς για την Ειρήνη (όχι το εκδοτικό), όπως δείχνει η εκτέλεση του Νικηφορίδη, την ίδια περίπου περίοδο.

Αν ψάχνεις ιστορικά κατάλοιπα και εξηγήσεις, πρέπει να πας μερικά μέτρα πιο πέρα, στον πεζόδρομο της Καλλιθέας (προς τον σταθμό του Ταύρου), να δεις την τιμητική πλακέτα του ΚΚΕ για τον Νίκο Βαβούδη, ταγματάρχη της Διεθνούς Ταξιαρχίας -sic- στον Ισπανικό Εμφύλιο και ασυρματιστή στις αντάρτικες δυνάμεις της Σοβιετικής Ένωσης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αλλά κι εκεί πρέπει να πας συστημένος ή με οδηγίες του GPS, για να μην περάσεις ξώφαλτσα και την περάσεις ανυποψίαστος. Και πρέπει να είσαι γενικώς υποψιασμένος για αυτήν την ξεχωριστή περίπτωση αγωνιστή, για να σε τραβήξει πχ η χτεσινή βιβλιοπαρουσίαση στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ.


Γιατί ο Βαβούδης (και η Μαραγκοζάκη που έγραψε το βιβλίο για τη ζωή του) δεν έχουν πχ το μάρκετινγκ της Ιθάκης του Τσίπρα, ο οποίος σίγουρα χρειάζεται GPS για να ξεχωρίσει το Ιόνιο από το Αιγαίο, να βρει στον χάρτη τον Μανταμάδο Λέσβου (δίπλα απ’ τη Μυτιλήνη) όπου μεγάλωσε ο Βαβούδης, και να μην ψάχνει μάταια τη Ρίγα στην Εσθονία, όπως στο βιβλίο του. Ή για να ξεχωρίσει Αριστερά και Δεξιά, και το τέλος της Οδύσσειας από τα μνημόνια χωρίς τέλος που υπέγραψε.

Και δε θα άξιζε καμία αναφορά όλο αυτό το πολιτικό κουτσομπολιό, που το μοσχοπουλά σχεδόν 30 ευρώ, αν δεν έγραφε μουσμουλιές για το ΚΚΕ, που τις σχολίασε ο γγ στην παρουσίαση, λέγοντας «φανταστείτε να είχαμε συνεργαστεί τότε με αυτόν τον τραγέλαφο...»

[Ας ανοίξουμε μια παρένθεση. Κάποιοι θα το φαντάζονταν εύκολα, αν δεν το εύχονταν - επιδίωκαν κιόλας, αλλά ευτυχώς βρίσκονταν μακριά, σε μια άλλη βιβλιοπαρουσίαση, του Άρη Χατζηστεφάνου για την παραπληροφόρηση στο διαδίκτυο. Όπου το πάνελ (με τον Πι-Πι -πρωτοπαλίκαρο του Λαφαζάνη, προ δεκαετίας στο ντιμπέι-, έναν Γιακωβίνο της Αναμέτρησης -η οποία διψάει να αντικαταστήσει την ΑΡΑΣ στο πλευρό του Βαρουφάκη- και συντονίστρια τη Γιάμαλη), σε κάνει να αναρωτιέσαι ποιος είναι πιο (κεντρο)αριστερός και με λιγότερες αυταπάτες, πχ για τον Μαμντάνι. Ο οποίος -λέει- θα αποτύχει, είτε γιατί θα κάνει πίσω, είτε γιατί θα βρει ανυπέρβλητα εμπόδια, αλλά η ψήφος που του έδωσε το ιδιαίτερο πολιτικό οικοσύστημα της Νέας Υόρκης, σημαίνει πολλά, καθώς είχε για σημαία του τον σοσιαλισμό -για τον οποίο αγωνιζόμαστε όλοι σφοι, ακόμα και ο Μαμντάνι. Κι ο ενθουσιασμός που γεννά η εκλογή του στο αριστεροχώρι, «χωρίς» αυταπάτες βεβαίως-βεβαίως, δείχνει ακόμα περισσότερα -σημειώνει με νόημα η κε του μπλοκ. Και τέλος πάντων, οι αυταπάτες και η φρούδα ελπίδα που έρχεται, αλλά κόλλησε στην κίνηση και τις νομοτέλειες, είναι σαν την πληροφορία ή την αλήθεια στα X files. Είναι εκεί έξω, αρκεί να θες να την βρεις. Κλείνει η (κεντροαριστερή) παρένθεση].

Κι αν οι περισσότεροι έμειναν σε αυτή τη δήλωση, ο γγ είπε αρκετά και ενδιαφέροντα, ξεκινώντας με το υπέροχο μπρεχτικό εγκώμιο στην παρανομία, για να συνεχίσει με αναφορές στη μυθιστορηματική ζωή του Βαβούδη, την αφοσίωσή του και το ηρωικό τέλος του, με τα λόγια «δε θα με βάλουν ζωντανό στο χέρι» -και κανείς δεν μπορεί να σε θεωρεί γενικώς του χεριού του, όταν μένεις πιστός στα ιδανικά σου. Η Ασφάλεια δεν παρέδωσε ποτέ τη σορό του, ενώ κράτησε μυστικό το σημείο της ταφής του, κάτι που συνέβαλε στο τραγικά λανθασμένο συμπέρασμα της ηγεσίας του κόμματος ότι ο Βαβούδης δεν είχε αυτοκτονήσει με το Τουκάρεφ του, αλλά φυγαδεύτηκε στο εξωτερικό. Μια άδικη, απαράδεκτη κατηγορία, που παρέμεινε εκκρεμής για δεκαετίες, μέχρι το 2011 και τη Συνδιάσκεψη για το Δοκίμιο Ιστορίας του Κόμματος.

Εξίσου πολλά και ενδιαφέροντα -ως συνήθως δηλαδή, εκτός από όταν πετάει ασυναρτησίες σε ακροδεξιούς YouTubers- ήταν όσα είπε και ο Μαργαρίτης για το ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Μιας εποχής που θέλησε να αλλάξει τον κόσμο και σχεδόν το πέτυχε. Και η οποία σφραγίστηκε από την επανάσταση του 1917, η οποία ωστόσο σπανίως αναφέρεται στα σχολικά εγχειρίδια.

Ο πολύς Μαζάουερ αποφάνθηκε στη «Σκοτεινή Ήπειρο» ότι ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος γέννησε δύο ολοκληρωτισμούς, τον φασισμό και τον κομμουνισμό, από τους οποίους ο φιλελεύθερος αγγλοσαξονικός κόσμος απαλλάχτηκε διαδοχικά το ’45 και το ’90. Στην πραγματικότητα ο πόλεμος σταμάτησε μόνο μπροστά στην απειλή μιας παγκόσμιας επανάστασης. Και ο φασισμός επιστρατεύτηκε ως φάρμακο, αλλά απέτυχε να γιατρέψει την «ασθένεια». Κι αν τα ισχυρά κάστρα πέφτουν από μέσα, ενώ τώρα μένουν σκιές και φαντάσματα αυτού του κόσμου, ο κομμουνισμός δεν μπορεί να πεθάνει, γιατί τρέφεται από τον ίδιο τον εχθρό και πρόγονό του και από τις αντιφάσεις του.

Γι’ αυτό ο Τραμπ ένιωσε την ανάγκη να κηρύξει-οργανώσει εβδομάδα κατά του κομμουνισμού (ό,τι και αν ορίζει ο ίδιος ως τέτοιο), την οποία τίμησε στα καθ’ ημάς ο φασίστας Πλεύρης -από τη σπορά των ηττημένων του ’45- με την πλήρη στήριξη της αστικής δικαιοσύνης.

Οι κομμουνιστές ήταν η έκπληξη της ιστορίας στον 20ό αιώνα, αμφισβητώντας τον καπιταλισμό, μόλις μετά από έναν αιώνα κυριαρχίας του, ενώ αυτός χρειάστηκε 500 χρόνια για να επικρατήσει οριστικά της φεουδαρχίας. Και ο Βαβούδης ήταν ένας απ’ αυτούς, τους κομμουνιστές του εικοστού αιώνα, με μια σειρά σημαντικούς σταθμούς να σημαδεύουν τη ζωή του. 

Γεννήθηκε στην Οδησσό το 1905, στη σκιά ενός πολέμου και μιας επανάστασης (αν και οι επαναστατικοί χαρακτήρες δε διαμορφώνονται από... τα άστρα και τις χρονολογίες), ενώ έζησε ως έφηβος στη Λέσβο το μεγάλο κύμα του ξεριζωμού και της προσφυγιάς, λόγω ενός άλλου ιμπεριαλιστικού πολέμου, για να ακολουθήσουν το ΕΚ Πειραιά, η συνδικαλιστική δράση, η συνεργασία με τον Κλάρα, η θρυλική απόδραση των 8 κομμουνιστών από την Αίγινα, η συνεχής αλλαγή ταυτοτήτων (σε βαθμό να ξεχνάει το όνομά του) και η προσφυγή στη Σοβιετική Ένωση, για να γλιτώσει από τους αφηνιασμένους διώκτες του, ένας σύντομος γάμος, η ένταξη στον Κόκκινο Στρατό, η αποστολή στον Ισπανικό Εμφύλιο, οι μάχες, η μεταφορά από τα Πυρηναία με φορείο, η πολιορκία της Μόσχας, άλλος ένας τραυματισμός... Και ενώ πλησίαζε τα 45 και θα μπορούσε να επιλέξει να αποσυρθεί, δεν το δέχτηκε, αλλά αξιοποίησε τη νέα του ειδικότητα ως ασυρματιστή, αναλαμβάνοντας μια προμηθεϊκή αποστολή ως παράνομος στην Ελλάδα, όπου κατάφερε να σπάσει τον φόβο αλλά και την αλαζονεία του αντιπάλου, που όπως φάνηκε, τον είχε απασχολήσει σε πολύ υψηλό επίπεδο.

Κι αν έχει νόημα να διαβάσουμε σήμερα ένα ιστορικό μυθιστόρημα για τη ζωή του, δεν είναι για να συγκινηθούμε απλώς. Λένε ότι η εποχή μας μοιάζει με τον Μεσοπόλεμο (αν και η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται) και το μέλλον διαφαίνεται δυσοίωνο, αλλά μπορεί να αποδειχτεί το ακριβώς αντίθετο. Και μπορεί να νιώθουμε μικροί μπροστά στις απαιτήσεις των καιρών ή διαβάζοντας για τη ζωή του Βαβούδη, αλλά αυτή μας δείχνει ότι μπορούμε να μεγαλώσουμε. Και αυτό είναι κάτι που θα μας χρειαστεί στο κοντινό μέλλον.

Στη συνέχεια μίλησε η συγγραφέας, λέγοντας μεταξύ άλλων ότι αισθάνεται και αυτοπροσδιορίζεται μάλλον ως γραφιάς, δηλαδή ως χειρώνακτας της γραφής, και όχι μια ξεχωριστή συνομοταξία από τους υπόλοιπους. Είπε ότι οι λέξεις είναι φλέβες που κυλάει μέσα τους αίμα (όπως μας λέει ο Ρίτσος) ενώ οι ιμπεριαλιστές προσπαθούν να αποδομήσουν τη γλώσσα. Και ότι στην προσπάθειά της να δώσει τις δικές της απαντήσεις στα μεγάλα ζητήματα του καιρού μας, έπεφτε συνεχώς πάνω στην προσωπικότητα του Νίκου Βαβούδη. Ο οποίος θυσίασε το «εγώ» του απορρίπτοντας την αθλιότητα μιας βολεμένης ζωής και τη νοοτροπία που περιέγραψε υπέροχα ο Γκόρκι λέγοντας: μικροαστός είναι κάποιος που προτιμά τον εαυτό του...

Κι εδώ ίσως πρέπει να σφυρίξουμε το ημίχρονο, για να μην ξεχειλώσει σε μέγεθος η ανάρτηση και να βρούμε χώρο στον επίλογο για εκτιμήσεις και συμπεράσματα.

(Συνεχίζεται...)

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2025

ΑΡΑΣ Ελλήνων Αριστεριστών

Τραμπούκων; Δολοφόνων; Πλην ρεφορμιστών...

 

Αν ψάχνεις κάθε χρονιά το νόημα εκείνου του Νοέμβρη, ανάμεσα σε μπροσούρες και ’κονίσματα, στεφάνια, γαρίφαλα και λουλουδούδες -κι όλο στην ίδια πίστα είμαστε- δίπλα απ’ τον βόθρο με τα ακροδεξιά τρολ, που μπορεί κάποτε να πάψουν να παίρνουν κυβερνητικά νον-πέιπερ για τους νεκρούς (εκτός) του Πολυτεχνείου, αλλά δε θα πάψουν ποτέ να αγαπούν και να ξεπλένουν τη χούντα... έχεις πολλούς δρόμους για να το φτάσεις -κι αν δεν προσέξεις, το ’χασες.


Μπορείς να πας συν γυναιξί, παπάκια (στη δοτική) και τέκνοις, να εξηγήσεις στ@ σύντροφ@ της ζωής σου πως δεν είσαι παράγοντας επειδή σταμάτησες να χαιρετήσεις 2, 3, 1.013 συντρόφους κι έμεινες λίγο πίσω -και βασικά πίσω μένουμε όταν δεν παρακολουθούμε τις εξελίξεις και τις διεργασίες... Ή να στήσεις το παιδί για την κλασική φωτό με γαρίφαλο στο μνημείο, γιατί αν ποζάρει το παιδί υπάρχει ελπίδα (στα ΜΚΔ τουλάχιστον), για να μάθει τα αιώνια μηνύματα της εξέγερσης και να μαζέψεις εσύ περηφάνια και λάικ, με το νόημα που ’χει κάτι από τρολιές και φίλτρα.

Μπορείς επίσης να σκεφτείς εκείνα τα παιδιά με τα άσπρα μαλλιά, που ξέχασαν να γεράσουν γιατί κουβαλάν μέσα τους τη νιότη του κόσμου. Σαν τον Τεό Λαζάρου, που συμμετείχε καθ’ υπέρβαση στο συγκρότημα της ΚΝΕ στο Αβέρωφ. Ή τον Νίκο Τριανταφύλλου του ΣΦΕΑ, σε μια εκδήλωση της ΚΝΕ στο Ίλιον, να υποκλίνεται σαν μικρό παιδί (που 70άρισε αλλά δε λύγισε) στους νεοσσούς και να τους λέει πως χάρη στη δική τους δουλειά και το κύρος της ΚΝΕ, κάλεσε το Πανεπιστήμιο μέλη του ΣΦΕΑ να μιλήσουν στα αμφιθέατρα. Ή να τους ζητάει συγνώμη για τη μικρή αργοπορία και την αμφίεση (!), γιατί τους είχαν στο στούντιο της ΕΡΤ με τον Ορφανό, να μιλήσουν για τα μηνύματα της εξέγερσης...

Και όταν άφησε την ασφάλεια του κειμένου -γιατί κάποια πράγματα έπρεπε να ειπωθούν με ακρίβεια και κάποια άλλα από καρδιάς- να απαντά σε ερωτήσεις, «πώς καταφέρατε να μείνετε αλύγιστοι;», να λέει για τις οδηγίες του παράνομου Οδηγητή -τι να κάνετε όταν σας συλλάβουν- κι εκεί να έρχεται ένα πρώτο μικρό σπάσιμο, που το ακολούθησε μαζικό χειροκρότημα, για να συνεχίσει. Αλλά όταν άρχισε να λέει λίγα λόγια για την οργάνωση στα Δυτικά, που έμεινε αρχικά (σχετικά) αλώβητη από τα χτυπήματα της Ασφάλειας και πήρε εντολή (μετά τη Νομική, νομίζω) να δείξει στην πράξη πως δεν είχαν βάλει στο χέρι το Κόμμα, όπως νόμιζαν, ο αλύγιστος Νίκος Τριανταφύλλου λύγισε και βούρκωσε, σε μία από τις σπάνιες, μετρημένες στα δάχτυλα τέτοιες φορές, γιατί δεν ήταν ποτέ από τους ευσυγκίνητους. Κι αυτό είναι το νόημα του Πολυτεχνείου...

Κι αν δεν σε συγκινούν όλα αυτά, μπορείς να ασχοληθείς με τα μπάχαλα της ΑΡΑΣ, που ήταν το αλατοπίπερο του φετινού τριημέρου για τον μικρόκοσμο (όχι του Θάνου) κι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδέρνουνε, ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν κτλ.

Κι εδώ δύο δρόμοι ανοίγονται μπροστά μας, της αρετής και της (χαιρε)κακίας, αλλά δε χωρίζονται και με τείχη (ταξικά, σινικά ή του Βερολίνου). Μπορείς να οργώσεις τους χώρους δουλειάς -η σπορά μένει και ας μην καρπίζει άμεσα- και να εξηγήσεις στον εργάτη πως αυτά είναι πλάσματα του (οπορτουνιστικού) βάλτου και πως τα βασικά γνωρίσματα του γνήσιου προλετάριου είναι ότι α) δεν έχει πατρίδα (με υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ, κυριαρχικά δικαιώματα κτλ), β) δεν έχει ιδέα τι είναι η ΑΡΑΣ, η ΑΡΑΝ, η ΑΡΕΝ, η ΑΡΙΣ και τα αρκτικόλεξα που δε χώρεσαν στους στίχους του Πανούση και γ) δε γράφτηκε ούτε στον Καραμπελιά που έχει λεβέντες νέους, εθνικιστές μοιραίους.

Ή από την άλλη, μπορείς να κοιτάξεις αφ’ υψηλού, από το βάθρο μιας άχρηστης γνώσης, τον αδαή σφο που δεν πέρασε από τα αμφιθέατρα, δεν πήρε ως μάθημα επιλογής τον αριστερισμό και τα ΕΑΑΚ, ποτέ του δε διάβασε Ζίζεκ και Αλτουσέρ ή έστω το εισαγωγικό εγχειρίδιο του Λαϊκού Στρώματος, που θέλει πάντως επικαιροποίηση, για να μην κοιτάς αμήχανα τα τραπεζάκια της Μετάβασης, της Ηλέκτρας Αποστόλου, το ΚΑΡΑΒΙ, το ΜΗΧΑΝΑΚΙ κ.ά. Αλλά αν γλιτώσει το ΚΑΡΦΙ υπάρχει ελπίδα. Κι η βασική τους ιδιότητα είναι να διασπώνται - πολλαπλασιάζονται συρρικνούμενα διαρκώς, στα πεζοδρόμια της Πατησίων και της Στουρνάρη που οριοθετούν τον υδροβιότοπό τους.

-Δεν ξέρεις την ΑΡΑΣ; Μα την ΑΡΑΣ δεν ξέρεις;

Αλλά αν όντως δεν κατέχεις γρι από όλα αυτά, μπορείς να συγκρατήσεις τα βασικά.

Πχ ότι η ΑΡΑΣ έχει λεβέντες νέους, που δεν πήγαν στον Καραμπελιά αλλά στον Βαρουφάκη, και έφτασαν 50 χρονών μαντράχαλοι, αλλά καθοδηγούν ακόμα ντου, ξυλίκια και επιθέσεις, την παιδική αρρώστια του οπορτουνισμού -όπου ανήκουν και κινούνται- ή τις παρυφές του ημι-ένοπλου ρεφορμισμού, που έχει την πολιτική (στο τιμόνι) για ξεκάρφωμα. Κι ότι αυτή η οργάνωση έχει ανοίξει κόντρα (που κάποτε το έλεγαν βεντέτα και τώρα πλέον «μπιφ») με κομμάτι της αναρχίας, η οποία δε φαίνεται να τελειώνει και πάντως δεν αποκλιμακώθηκε, ιδίως μετά από τις συλλήψεις των θυμάτων της επίθεσης από την ΕΛΑΣ (Αράς-Μελιγαλάς).

Ότι το βασικό πολιτικό δόλωμα για να συνεργαστεί κανείς με την ΑΡΑΣ, για τη γερουσία κάποιων οργανώσεων -όπως η ΛΑΕ και το ΜέΡΑ- είναι πως δεν έχουν την παραμικρή γείωση στη νεολαία και τα πανεπιστήμια, οπότε τους έρχεται κουτί μια οργάνωση που ευδοκιμεί σχεδόν αποκλειστικά εκεί. Μαζί, όμως, παίρνεις όλο το πακέτο και τις παράπλευρες συνέπειές του.

Ότι οι Αρασίτες ήταν τιμητική φρουρά της ΛΑΕ, στην κατάθεση του στεφανιού της, ενώ ο ντι-τζέι σφος, με στόφα μεγάλου τρολ, έπαιζε στα μεγάφωνα την μπαλάντα του Αρασίτη (ασφαλίτη, πες το και έτσι).
Αδέρφια μου, Αρασίτες, εσείς μόνο, τον δικό μου ξέρετε τον πόνο. Ευχαριστώ γι’ αυτό πολύ. Συνεργά-συνεργάτες μου πιστοί...

Ο Βαρουφάκης, όμως, ξεκαθάρισε τα πράγματα με μια δημιουργική ασάφεια και είπε ότι διακόπτεται η συνεργασία με την ΑΡΑΣ, όχι όμως και με τη ΛΑΕ, όπου συμμετέχει η ΑΡΑΣ. Κι αν έλεγε ο Γιάνης πως το 70% της ΛΑΕ είναι θεμιτό και ευπρόσδεκτο, σαν τα μνημόνια; Κι αν η ΑΡΑΣ κατέκρινε τις... «μονομερείς ενέργειες» του ΜέΡΑ25 και ζητούσε συμφωνία και από κοινού απόφαση με τους θεσμούς; Κι αν τελικά η παρουσία της ΑΡΑΣ είναι μνημονιακό προαπαιτούμενο της Τρόικα;

Μετά το στεφάνι της ΛΑΕ, η ΑΡΑΣ αποχώρησε σύσσωμη, με την περιφρούρηση, τα κράνη και τα αυτοκολλητάκια «φοιτητικοί σύλλογοι», που δεν ξεγελούσαν κανέναν. Αλλά του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ. Κι αυτή ήταν η βασική συνταγή επιτυχίας και στην πορεία της Δευτέρας, όπου η ΑΡΑΣ έπαθε ΠΑΣΠ: έστριψε πρώτη -και χειρότερη- στα λουλουδάδικα, πήρε διαφορά από τους υπόλοιπους και τερμάτισε χωρίς να την απειλήσει κανείς. Έτσι η πορεία ολοκληρώθηκε μάλλον σε χρόνο ρεκόρ, και αν είναι να γλιτώνουμε την αναμονή και την ορθοστασία, ας κυνηγάμε κάθε χρόνο κάποιον.

Αλλά ας κάνουμε καυτό ρεπορτάζ, με έναν δικό τους.

Αυτοί μας προκάλεσαν, με τα γνωστά αντικείμενα. Δεν είναι αναρχικοί, είναι μηδενιστές...
(Στοπ! Μηδενιστές δέρνουμε; -Ναι, τους έχουμε άχτι από παλιά, μαζί με τους Πρώσους της Μπόχουμ).
Πήρε λίγη έκταση παραπάνω, γιατί την πλήρωσαν και όσοι πήγαν να μεσολαβήσουν.
Και οι καταγγελίες ότι φώναζαν «πέστε κάτω, απ’ το παράθυρο»;
Ναι αλλά δεν έπεσε κανείς.
Τα γεγονότα είναι πεισματάρικα, πραγματικά αφοπλιστικά, σαν συνθήκη ειρήνης.

Δυο κοπέλες, κατά δήλωσή τους από τα θύματα της επίθεσης, πετυχαίνουν τυχαία Στρατούλη και Λεωτσάκο και τους ζητάνε τον λόγο.
-Έχουμε συλλογικές διαδικασίες, απαντά ο Στρατούλης, Ναι, και η ΕΛΑΣ έχει την ΕΔΕ...
Κι όταν επέμειναν οι κοπέλες, έξαλλες με την ντρίπλα, έσκασε και δεύτερη.
-Να είστε όλοι καλά και να μη σας χτυπά κανείς!
Τι καλοί άνθρωποι, με τόσο «καλές απόψεις»...

Ακολούθησε η ανακοίνωση της ΑΡΑΣ στο σάιτ της ΛΑΕ για τις εξελίξεις (στο ΜέΡΑ και γενικώς). Αν δεν ήξερες ποιος την έγραψε, μπορεί να τους περνούσες για Κνίτες (που είναι λόγος να φάνε ξύλο), αν μετρούσες τις (ανα)φορές σε προβοκάτορες και περιφρούρηση. Για όσους έχασαν το νόημα, η ουσία είναι ότι η ΑΡΑΣ υφίσταται πογκρόμ, σαν αυτά για την οποία την κατηγορούν, ενώ αυτή περιφρουρούσε απλώς τον εορτασμό του Πολυτεχνείου από τις προβοκάτσιες. Και ίσως της οφείλουμε ευγνωμοσύνη που αμαρτάνει στέκεται για εμάς σε αυτόν τον τοίχο, σαν τον Τζακ Νίκολσον στον Κώδικα Τιμής.

-Did you order Code Red against them?
-You want me on that MAX. You need me on that Γκίνη. Υπερασπιζόμαστε έννοιες όπως: Ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους, η στρατηγική στο τιμόνι, Β’ Πανελλαδική και επίδικο. Και τώρα θες να σου πω για τον Κόκκινο Κώδικα;
-I want the truth.
-You can’t handle the truth.

Αλλά αυτή η συγκλονιστική ερμηνεία δεν έπεισε κάποιους, που ζητούσαν ένα γενικό cancel της ΑΡΑΣ και τον γενικό αποκλεισμό της: από τον εορτασμό του Πολυτεχνείου, από το ΜέΡΑ25, από το March to Gaza, από τη ζωή την ίδια. Όσο πιο μακρινή χρονικά ήταν η δική τους συνεργασία-συνύπαρξη με την ΑΡΑΣ, τόσο πιο έντονα το ζητούσαν -αν ήταν ακόμα μαζί, θα το σκέφτονταν περισσότερο. Κι η ειρωνεία είναι πως αρκετοί εξ αυτών θα ήθελαν να φύγει η ΑΡΑΣ από το ΜέΡΑ25, για να καλύψουν το κενό και να γίνουν αυτοί η νεολαία του Βαρουφάκη.

Παράλληλα άνοιξε ένας δημόσιος διαδικτυακός διάλογος του στιλ «ποιος φταίει που τους ανέχτηκε» και μια αντι-ΑΡΑΣ άμιλλα, με αιχμές για τους άλλους που σιωπούσαν και την συγκάλυπταν. Φταίει πιο πολύ η ΑΡΑΝ που είναι από την ίδια αλτουσεριανή μήτρα κι είχε υποστεί το πρώτο οργανωμένο αρασίτικο ντου στην Πάτρα ή το ΝΑΡ που ήταν μαζί στα ΕΑΑΚ και δεν είπε τίποτα, μέχρι να στραφούν τα χτυπήματα εναντίον του; Η Κουτσούμπα ή ο Πι-Τζι; Ποιος συγκάλυψε τα αρασίτικα εγκλήματα και έκανε γαργάρα το ξυλόλιο της ΑΡΑΣ; Και τέλος πάντων, τώρα που τους έπιασε η εξομολογητική διάθεση και σκαλίζουν το παρελθόν, μήπως κάποιος μπορεί να εξηγήσει τι διάολο ήταν εκείνη η τρολιά για τη «μαϊμού της ΑΡΑΝ», που το ήξεραν μόνο οι μυημένοι;

Υπό άλλες συνθήκες, θα ήταν ένας διάλογος άξιος θαυμασμού και δείγμα δύναμης του χώρου που τον διεξάγει δημόσια -όπως είχε πει ο Ένγκελς σε μια αντίστοιχη περίπτωση. Εν προκειμένω ήταν απλώς υλικό για πατατάκι, ποπ-κορν και τις αναρτήσεις τρολ σαν τον Άδωνη, που κάποιος του σφύριξε τι γίνεται. Κι αν μπορεί να βγει ένα συμπέρασμα, είναι τελικά πως η ΑΡΑΣ είναι κάτι σαν το περιβόητο οφσάιντ του Κατσουρ στο ντέρμπι των αιωνίων. «Κι εγώ συγκάλυπτα τον Κατσουράνη -και τα εγκλήματα της ΑΡΑΣ».

Στο καπάκι βγήκε μια ανακοίνωση της «Αντικαπιταλιστικής Συσπείρωσης», δηλαδή κάποιων που αποχώρησαν από την ΑΡΑΣ, γιατί διαφώνησαν με τις παρακρατικές πρακτικές και την ανακοίνωσή της, καλώντας σε πολιτική απομόνωσή της. Η αλήθεια είναι πως έλειπε μία διάσπαση από τον χώρο, για να χαθεί το μέτρημα. Πάντως ό,τι σχετικά ελπιδοφόρο υπήρχε στην ΑΡΑΣ, έχει φύγει προ πολλού στην ΑΡΙΣ -που είναι κοντά στο ΚΚΕ, αλλά με διάφορες λεπτές αποχρώσεις, που μόνο ένα νέο ενημερωμένο εγχειρίδιο του αριστερισμού θα μπορούσε να αποτυπώσει.

Κι όμως, τίποτα από όλα αυτά δε θα είχε συμβεί, αν είχαν ακολουθήσει τους εθιμοτυπικούς κανόνες και την είχαν πέσει σε Κνίτες ή έλεγαν στα θύματα πως ήταν παρεξήγηση, γιατί τους πέρασαν κατά λάθος για Κνίτες -τους είδε μαύρους, νόμιζε με Κνίτες πως θα κάνει... Η ΚΝΕ βασικά ενώνει και είναι η βασική συγκολλητική ουσία -αν όχι λόγος ύπαρξης- του χώρου.

Κι επίσης, τίποτα από όλα αυτά τα υπέροχα ανούσια δε θα μας απασχολούσε, αν είχαμε επιλέξει τον δρόμο της Αρετής, πχ με τους σφους-συναγωνιστές από τον ΣΦΕΑ και τον πολιτικό τους πολιτισμό, όπου...

Ξαφνικά πλησιάζει ένας ηλικιωμένος με τραγιάσκα το τραπεζάκι και λέει στην ασπρομάλλα νέα ότι αυτός είναι δημοκράτης, ενώ αυτή έκανε καριέρα πατώντας στους αγώνες, οπότε αυτή πάτησε πόδι, σηκώθηκε όρθια να του απαντήσει κατάλληλα και χρειάστηκαν 3-4 να την κρατήσουν, για να γλιτώσει ο δημοκράτης και να μην του κάνει τα κόλπα της ΑΡΑΣ...
Ναι, τι λέγαμε...;

Κι έτσι, πέρασαν σε δεύτερη μοίρα όλα τα άλλα.

Ότι είχε πάρα πολύ κόσμο. Ότι ο σφος ντι-τζέι είναι σίγουρα μεγάλο τρολ και έβαλε «Αβάντι Πόπολο», μπροστά στην Πρεσβεία, που βάφτηκε κόκκινη (στο μάτι) από καπνογόνα. Ότι ο αντικομμουνισμός γιορτάζει κάθε μέρα -ιδίως στις ΗΠΑ- και δε χρειάζεται ξεχωριστή γιορτή-βδομάδα. Αλλά σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει.

Ότι ο μόνος δρόμος είναι πίσω από τα παιδιά -αντικειμενικά. Ειδικά για όσους μπαίνουν τιμωρία πίσω μας, γιατί φοβούνται το ξύλο από τους υπόλοιπους -ενώ ήμασταν παραδοσιακά το τελευταίο μπλοκ- όπως ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και όλες οι εκδοχές της κυβερνώσας σοσιαλδημοκρατίας. Ότι το ΠΑΣΟΚ έστριψε σύσσωμο (και οι 100) στη Μαβίλη για βρώμικο... Και ότι ο Κασσελάκης κατέθεσε στεφάνι, ενώ φωνάζαμε «να φύγουνε οι βάσεις και οι Νατοϊκοί»...

Και προπαντός, αυτή η ολοένα ενισχυμένη αίσθηση ότι παίζουμε σε κάποιο σενάριο του Γκοσινί για το γαλατικό χωριό, αλλά δεν το ξέρουμε.
-Αστερίξ, να τους δείξω πόσο ευγενικός Αρασίτης είμαι;