Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025

No Pasarán!- Ελληνο-εφηβικοί διάλογοι

Είχαν παραταχθεί οκλαδόν και ανακούρκουδα, μπροστά στην επιγραφή του αρχαίου θεάτρου -σχεδόν κρεμαστήκαμε πάνω τους για να την διαβάσουμε, αλλά δεν κούνησαν ούτε φρύδι- και εκατέρωθεν του κεντρικού διαδρόμου, σα να φτιάχνουν μπάτσοι κορδόνι για να πέσουν φάπες ή pasillo για να περάσεις θριαμβευτής (αλλά τι κερδίσαμε;) ή αψίδα με κοντόξυλα, για να περάσει από κάτω της το νιόπαντρο ζευγάρι. Που ξέρει ότι ο έρωτας είναι επανάσταση όσων έχουν τη ζωή πάρα πολύ αγαπήσει (και είναι πρόθυμοι να την δώσουν στον αγώνα), ότι οι μεγάλες αγάπες δε φοράνε νυφικά (αλλά θέλουν σίγουρα προφυλάξεις και περιφρούρηση για να τις χαρείς), ότι αν θες συντροφικότητα θα την βρεις βασικά στην οργάνωση και πως όλα είναι πολιτικά -ακόμα και οι γάμοι, από τα χρόνια της Αλλαγής. Και ο γάμος δεν είναι η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μας, ούτε ο προορισμός του ανθρώπου -κι αυτό δεν είναι ντρίπλα για τα ομόφυλα, αλλά η μόνη αλήθεια. Και στην καλύτερη μέρα της ζωής μας, που θα μετράει σαν μήνας, δε θα πέσει ούτε ένας κόκκος ρύζι -θα γίνει όλο λαϊκή περιουσία, όπως κάποτε στην Κίνα.

Για στάσου, όμως. Επιτρέπονται κοντόξυλα στον αρχαιολογικό χώρο; Δεν αναφέρεται ρητά κάπου ότι απαγορεύονται όμως, όπως δεν υπήρχε σαφής απαγόρευση για τις χύτρες στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Αστερίξ. Αλλά όπως και να ’χει τούτη η γη, όπου και αν είναι ο ομφαλός της και όπως και να είναι τα άστρα, εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω, και δεν είναι διχαλωτή ούτε μπλε, αλλά κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή. 


Λίγο πριν είχαμε δει ένα ανάθημα για κάποια νίκη επί των Γαλατών επιδρομέων (ο στίβος ήταν βαρύς και τα αγριογούρουνα είχαν φάει κάτι αηδίες) κι ύστερα στο Μουσείο ένα άλλο υπέρ της ρωμαϊκής κατάκτησης βασικά, που την πανηγύρισαν σαν απελευθέρωση κάτω απ’ το αυλάκι, γιατί ηττήθηκαν οι Μακεδόνες -και ύστερα λένε εμάς κομπλεξικούς.

Στενεύουν τα περάσματα, οι φίλοι μου πόλεις με φαντάσματα, αλλά οπλιζόμαστε με υπομονή και περνάμε ανάμεσα από τους παραταγμένους έφηβους yolo, χωρίς πανοπλία, ενώ είναι έτοιμοι να μας πουν το No Pasaran -αλλά σιγά μην το ξέρουν.

-Buenaaaass, ακούς να σέρνεται, φράση οφιόσχημη, με μπόλικη βαρεμάρα και μια υποψία ειρωνείας, σαν το μειδίαμα εκείνης της γυναικείας μορφής, που θα βλέπαμε αργότερα στο Μουσείο, δε θυμάμαι όμως το όνομά της, μόνο ενός Φλαμινίνο(υ), που θα μπορούσε να είναι το δεκάρι των καριόκας.


Λένε ότι κάθε νέα γενιά είναι πιο έξυπνη από τις προηγούμενες, το χιούμορ μπορεί να είναι η εξαίρεση του κανόνα. Το αστείο ήταν, υποτίθεται, να λένε τα δικά τους στη γλώσσα τους και να μην τους καταλαβαίνει κανείς, σε ξένη χώρα.

-Μπουένας, είπα και εγώ -σα να λέμε ’σπέρααα, αλλά στον πληθυντικό και για όλες τις ώρες. Περνάω και πριν χωνέψουν το νέο δεδομένο που τους αιφνιδίασε, ξαναχτυπώ ακαριαία στη (διχαλωτή) γλώσσα τους, σαν Λαρεντζάκης -το χτύπημα της κόμπρας.

-Από πού είστε; (De donde sois?)
-’Πάνια -με κοφτή, «μόρτικη» προφορά.
-Από ποια πόλη; (Ciudad?)
-Madrid.

Κάπου εκεί τελειώνουν όσα έχουν να πούμε και φεύγουμε. Μήπως έπρεπε όμως να κάτσω με τη νεολαία; Να τους πω κάτι ακόμα; Αν είναι της Ρεάλ ή της Ατλέτι; Αν ήταν έτοιμοι για άλλη μια μανίτα (χεράκι, δηλαδή πεντάρα) στο κλάσικο; Ότι κάθε Μπάρτσα, κάθε Αθλέτικ και κάθε Ρεάλ (Σοθιεδάδ) είναι mes que solo una sociedad anonima - ανώνυμες εταιρίες; (Κι ότι αν δει το κείμενο η profesora μου, θα γκρινιάζει για τους τόνους που δε βάζω;) Ή μήπως να τραγουδήσω αυτό των Εσκαπε (Ska-P) για τη Ράγιο; Πώς πάει να δεις...

Somos los hinchas mas anarquistas
los mas borrachos, los mas antifascistas
Cada canuto que nos fumamos
alucinamos con el Rayo Vallecan 

Εντάξει το «αναρκίστας» γίνεται εύκολα comunistas. Αλλά τι κάνουμε με τον μπάφο που καπνίζουν για τη Ράγιο και τα μεθύσια που λέει;
-Γιατί, δηλαδή, οι σύντροφοι δεν πίνουν ποτέ λίγο παραπάνω;
Κοιτάξτε να δείτε. Ασφαλώς υπάρχουν μεμονωμένα κρούσματα. Κάποιοι σφοι στη σπουδάζουσα, οικοδόμοι που πίνουν μπίρα για πρωινό ρόφημα το καλοκαίρι και τις ανοίγουν στο γιαπί με το σκεπάρνι, οι παλιότεροι που είδαν την καμπάνια της Περεστρόικα ενάντια στον αλκοολισμό και πίνουν για να ξεχάσουν όσα έγιναν. Αλλά εμείς είμαστε ενάντια σε κάθε εξάρτηση, έχει βγει και από το Πρόγραμμα του Κόμματος δηλαδή.
Κι η θέση μας για την ανεξαρτησία της Καταλονίας είναι σαν τον στίχο απ’ τα Σγουρά Μαλλιά (pelo rizado), (όλοι) θα ζούμε τότε πια αδελφωμένοι σε μια ελεύθερη σοσιαλιστική ’Πάνια, ειρηνικά, χωρίς παρατράγουδα.

Κι αν τους έλεγα κάποιο ;allo τραγούδι, που είναι διεθνής γλώσσα, χωρίς σύνορα; Κάποιο γνωστό, πχ την Καρμέλα ή το A las barricadas revolucionarias; Ή μήπως κάτι αμιγώς δικό μας, πχ το 5ο Σύνταγμα (Quinto Regimiento), που ξεσκεπάζει τους εχθρούς και την πέμπτη φάλαγγα (Venga, jaleo, jaleo! Suena la ametralladora...). Και το Gallo rojo (κόκκινος πετεινός) που είναι γενναίος και παλεύει ενάντια στον μαύρο, τον προδότη. Κι έγινε διασκευή και στα ελληνικά για τον Μπελογιάννη, που το είπε η Βιτάλη, πριν το χάσει εντελώς πολιτικά, σαν Τρ-ελενίτσα.

Μήπως καλύτερα να τους πω κάτι πιο σύγχρονο; Λες να ξέρουν τον Pablo Hasel; Ή το ταβάνι τους φτάνει ως τη Γιουροβίζιον και τη Zorra -reconstruida por dentro- ασε-ρε(χε) και τσίκι-τσίκι, Περαία-Περαία, Μακε-γεια σου; Είναι άραγε έτοιμοι να τους πω για τον σεξισμό της γλώσσας, που κάνει ήρωα τον Zorro αλλά τη θηλυκιά αλεπουδίτσα, την έχει κάτι σαν τη δική μας πεταλουδίτσα, κοινή γυναίκα της σειράς; Είναι έτοιμο το ελληνικό κοινό να αποβάλει την αλλεργία του στα «θου» και να καταλάβει πωθ τα ιθπανικά είναι παρεκθηγημένη γλώθθα, που ούτε ο Θαναθάκηθ του Αρκά δε θα γελούσε μαζί τους; Και πώς θα φανεί στα ’πανάκια ότι εμείς λέμε Ζορό, Ζάρα και Σαραγόσα, λες και μεγαλώσαμε στη Λατινική Αμερική, αντί για Θόρο, Θάρα και Θαραγόθα -που ’ναι τα σωστά; Και πού να πιάσουμε κουβέντα για τον Εσπίδερμαν...

Διαπιστώνω τελικά πως είχαν παραταχθεί με ελλείψεις, όταν συναντάμε την άλλη μισή τάξη στον ανήφορο προς το (ε)στάδιο. Κι αν τα παιδιά της γαλαρίας το βλέπουν όλο αυτό σαν μια αγγαρεία, αντί μια εμπειρία ζωής που θα τους σημαδέψει; Αν πρέπει να μάθουν κάτι για να μη θεωρούν βαρετό το μάθημα της ιστορίας;

Πχ ότι Ελλάδα και Ισπανία έχουν βίους παράλληλους, με εμφύλιο, μακροχρόνιες δικτατορίες και κουτσουρεμένη μεταπολίτευση -η δική τους ακόμα χειρότερη από τη δική μας. Ότι σε εμάς κυβερνούν ακόμα οι λαδέμποροι, με άλλο προσωπείο, όπως και σε αυτούς τα τσιράκια του Φράνκο. Ότι η Ελλάδα και η Ισπανία ήταν το όριο για τον τουρκικό και τον αραβικό κόσμο αντίστοιχα, βρέθηκαν υπό κατοχή, αλλά πήραν πολλά στοιχεία που τις κάνουν ένα γοητευτικό κράμα, κι ας τις υποτιμά ρατσιστικά ο βορράς που τις θεωρεί ένα με τους βάρβαρους κατακτητές τους. Ότι στον βάρβαρο μεσαίωνα -που είναι αρκετά συκοφαντημένος στην αστική ιστοριογραφία- οι Άραβες πχ ανέπτυσσαν τις επιστήμες και τα γράμματα, και δεν ήταν καθόλου βάρβαροι συγκριτικά με τον σύγχρονο κόσμο τους και ό,τι γινόταν τότε στην Ευρώπη. Κι αν σήμερα θεωρεί κάποιος βάρβαρους τους Σαουδάραβες ή το κράτος τους, τι πρέπει να πούμε για τους δυτικούς που κάνουν μπίζνες με πετροδόλαρα, Σούπερ Καπ και Μουντιάλ στην έρημο και έχουν ισχυρά κατάλοιπα θεοκρατίας -όπως ακριβώς οι δυο χώρες μας;

Ότι οι θησαυροί των Δελφών ήταν κάτι σαν τα τρόπαια που παίρνουν σήμερα οι ομάδες μετά τους θριάμβους τους -όσο μεγαλύτερη η νίκη, τόσο πιο λαμπρό το τρόπαιο-θησαυρός, μόνο που δεν ήταν κούπα αλλά κτίριο. Ότι η δική μας αρχαία θρησκεία είχε πολύ πιο διασκεδαστική μυθολογία, γιατί έφτιαχνε τους θεούς κατ’ εικόνα και ομοίωση των ανθρώπων, γεμάτους πάθη και αδυναμίες. Κι ότι η Πυθία μαστούρωνε κανονικά, σαν τους Μπουκανέρος, πριν δώσει τους ακατανόητους χρησμούς της, που χρειάζονταν μετάφραση. Αλλά η Ελλάδα και η Ισπανία υποφέρουν σήμερα από τη συλλογική ψύχωση για τα περασμένα μεγαλεία και τους προγονόπληκτους εθνικιστές, που κάνουν την πατριδοκαπηλία επάγγελμα.

Ότι η ιστορία δεν είναι καθόλου βαρετή, εκτός και αν είμαστε καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουμε συνέχεια τα ίδια λάθη, γιατί δεν την μελετήσαμε. Ότι δεν είναι κάτι μακρινό που αφορά κυβερνήτες, στρατηλάτες, άρχοντες και χαρισματικές προσωπικότητες, αλλά αυτό που γράφουν οι πράξεις μας. Ότι την διαμορφώνουμε κάθε μέρα -ακόμα και με την απραξία μας. Ότι την ιστορία την γράφουν οι λαοί, με πάλη ταξική, που κινεί τους τροχούς της ή τους κρατά κολλημένους στον βούρκο ενός σάπιου κόσμου

Ή μήπως να τους πω κάτι πιο σύγχρονο;
Πχ ότι η Μαδρίτη (και η Βαρκελώνη) είναι στο άτυπο τρίγωνο με τις πρωτεύουσες του φασεϊσμού, μαζί με την Αθήνα και το Βερολίνο; Ότι είναι μια χαρά αντανακλαστικό να πίνεις περιπτερόμπιρες στην πλατεία για τη φάση, αντί να σκας ένα σωρό λεφτά σε βαρετά κλαμπ και να ντύνεσαι πανάκριβα σαν pijo. Αλλά ο φασεϊσμός δεν είναι παρά η άλλη όψη στο νόμισμα του φασισμού και δεν κάνει τίποτα απολύτως για να αλλάξει τον κόσμο που γεννά αυτές τις φάσεις.

Ότι το Podemos μπαίνει πιο δεξιά κι από την Αλίκη στην ταινία "η κόρη μου η σοσιαλίστρια", σε ένα ισπανικό αριστερόμετρο. Οριακά λίγο πιο αριστερά από τον φιλελέ Αραμπούρου.
Και τα Λαϊκά Μέτωπα; Ναι, βεβαίως, κοιτάξτε να δείτε, το λέει και ο στίχος. Μα εγώ το έχω περάσει αυτό το στάδιο -και τη θεωρία τους...

Κι όλα αυτά να καταλήξουν στο ότι η εφηβεία είναι μια μεταβατική, αντιφατική ηλικία, κάπως σαν τον σοσιαλισμό, που είναι ανολοκλήρωτος κομμουνισμός, με τα σημάδια της παλιάς κοινωνίας, σαν μπιμπίκια στο πρόσωπο, με τον πάντα παρόντα κίνδυνο του παλιμπαιδισμού και της παλινόρθωσης, σα να μην ωριμάσαμε ποτέ -σε αντίθεση με τις συνθήκες. Αλλά παρόλα αυτά, είναι πολύ ωραία ηλικία και το μόνο που την κάνει άχαρη είναι όταν την ξοδεύουμε κυνηγώντας ηλίθιες μόδες και πρότυπα που μας επιβάλλονται άνωθεν -αλλά και με τη δική μας συναίνεση.

Κι αν όλα αυτά είναι τόσο βαριά και ασήκωτα, που δείχνουν μόνο ότι γεράσαμε ασυγχώρητα; Ότι ψοφάμε να κάνουμε μάθημα στους νεότερους; Λες και σφύζουμε από σοφία και εμπειρία ή λες και τα καταφέραμε καλύτερα στη θέση τους ή λες και αυτοί δεν έχουν το δικαίωμα να παίξουν, να δοκιμάσουν, να απογοητευτούν, να σκοντάψουν και να μάθουν μόνοι τους από τα λάθη τους;

Πώς διάολο μπορείς να μιλήσεις στους έφηβους σήμερα, χωρίς ξεπέσεις στον διδακτισμό; Και πώς διάολο να βρεις κοινούς κώδικες μαζί τους, με τις ασχολίες και τα ενδιαφέροντά τους; Πώς να μιλήσεις σε μια γλώσσα που ούτε ξέρεις ούτε καταλαβαίνεις; Και δεν είναι το πρόβλημα τα ισπανικά (καστιλιάνικα) προφανώς...

Υστερόγραφο:

Παιδιά, είδατε στο Μουσείο τη Σφίγγα των Ναξίων;
Να σας πω και για ένα σχετικόσκίτσο του Ζάχαρη για τον καπιταλισ...
E, chicos, πού πάτε; No os vayais, quedaos un momento...
Μα καλά φεύγουν, ενώ τους μιλάω; Νο πασαράν...


Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025

Η ιστορία του «Ο»

Η ταινία του Νόλαν βγήκε στις αίθουσες και έκανε ντόρο το καλοκαίρι του ’23. Εγώ πήρα το ογκωδέστατο βιβλίο στο οποίο βασίστηκε αρχές του ’24. Κατάφερα να το βγάλω λίγο πριν εκπνεύσει η χρονιά. Και καταγράφω μερικά σημεία μες στο ’25 πλέον, μακριά από το άγχος της επικαιρότητας, γιατί το θέμα είναι διαχρονικά ενδιαφέρον.


Δεν πρόκειται για λογοτεχνία, παρόλα αυτά επιβεβαιώνει τον κανόνα που θέλει τα βιβλία ανώτερα από τη μεταφορά τους σε κάποια οθόνη -μικρή ή μεγάλη. Αν και πιθανότατα, η ιστορία του Οπενχάιμερ θα ταίριαζε καλύτερα σε μια σειρά -παρά σε ταινία- για να εμβαθύνει σε χαρακτήρες και γεγονότα, χωρίς το άγχος του Νόλαν να τα πει όλα σε ένα τρίωρο, με καταιγιστικό μοντάζ και συνεχή βομβαρδισμό πληροφοριών που δύσκολα απορροφούνται στο σύνολό τους.

Στο βιβλίο αντιλαμβάνεσαι πολύ καλύτερα το περιβάλλον της επιστημονικής του ενηλικίωσης, τις σχέσεις τους με άλλους κορυφαίους φυσικούς (στους οποίους ο Αϊνστάιν προστέθηκε αρκετά αργότερα και δεν είχε τόσο κομβικό ρόλο, ενώ ήταν ανέκαθεν καχύποπτος έως ανοιχτός πολέμιος της κβαντικής φυσικής) και το πλαίσιο των προβληματισμών και των αναζητήσεων που διαμόρφωσαν τη δική του πορεία, εντός και εκτός εργαστηρίων -με έμφαση στο «και».

Ο «Όπι» γκρεμίζει το στερεότυπο του «τρελού επιστήμονα» που ζει σε γυάλα αποκομμένος από τα εγκόσμια. Όχι γιατί δεν είναι «αφηρημένη διανόηση» -πολλές φορές ξεχνάει να φάει και η μορφή του μοιάζει ένα βήμα πριν την εξαΰλωση. Αλλά γιατί συγκλονίζεται από την άνοδο του φασισμού και τον αγώνα των Ισπανών για δημοκρατία. Ενδιαφέρεται για τον συνδικαλισμό και τα δικαιώματα των συναδέλφων του. Διακατέχεται σχεδόν από τύψεις για την οικονομική άνεση της οικογένειάς του. Χρηματοδοτεί μια σειρά καμπάνιες - σκοπούς των κομμουνιστών. Και ασφαλώς δεν είναι το μόνο μέλος της επιστημονικής κοινότητας με αντίστοιχες ευαισθησίες.

Καθόλα μη στερεοτυπική είναι και η μη ανταγωνιστική στάση του απέναντι στους νεότερους -ή και σε αρχάριους- συναδέλφους - μαθητές του. Διορθώνει άτυπα τις εργασίες τους, γράφει μαζί τους επιστημονικές ανακοινώσεις για να αναδειχθούν - καταξιωθούν, ενώ βασίζεται και στις ικανότητες των άλλων για να καλύψουν δικές του τυχόν ελλείψεις. Φαίνεται πχ να υστερεί σχετικά στην εργαστηριακή πράξη -σε αντίθεση με τον μικρό του αδερφό- και στους σύνθετους μαθηματικούς υπολογισμούς, ενώ συχνά δεν έχει την υπομονή να δουλέψει εξαντλητικά πάνω στις λαμπρές θεωρητικές συλλήψεις - ιδέες του, που άνοιξαν διαδρόμους για τους υπόλοιπους.

Αναφέροντας τον Οπενχάιμερ ως πατέρα της ατομικής βόμβας, τείνουμε να ξεχνάμε τον ασύλληπτο όγκο συλλογικής επιστημονικής δουλειάς που απαιτήθηκε. Ο Όπι ήταν ένας ιδιοφυής θεωρητικός φυσικός, που ανέπτυξε επιτελικές ικανότητες και αποδείχτηκε ιδανικός για τη διεύθυνση του σχετικού πειράματος. Δε θα κατάφερνε τίποτα, όμως, χωρίς την καθοριστική συμβολή των καλύτερων φυσικών των ΗΠΑ -και όχι μόνο- ή τη συγκέντρωση τεράστιων πόρων από το κράτος για τις δοκιμές και τις εγκαταστάσεις, όπου είχε στεγαστεί μια μικρή πολιτεία.

Εν κατακλείδι, η κατάκτηση της γνώσης της διάσπασης του ατόμου ήταν καρπός συλλογικής προσπάθειας πολλών επιστημόνων που συνεργάστηκαν δουλεύοντας ο καθένας στο δικό του κομμάτι. Αυτό, παρεμπιπτόντως, δείχνει την περιορισμένη αξία των πληροφοριών που θα μπορούσε θεωρητικά να μεταδώσει ένας πιθανός κατάσκοπος (ο Οπενχάιμερ το ήξερε πολύ καλά και θεωρούσε απλώς θέμα χρόνου την κατάκτηση της σχετικής γνώσης από τους σοβιετικούς επιστήμονες). Το βασικό, όμως, είναι ότι δείχνει τον αναντικατάστατο ρόλο της συνεργασίας και του κεντρικού σχεδιασμού στην επιστημονική εξέλιξη, η οποία ασφυκτιά στα στεγανά μιας ιδιωτικής, ανταγωνιστικής οικονομίας, που φυλακίζει τη γνώση σε πατέντες και δικαιώματα, αντί να την διαχέει.

Πολλοί θεατές της ταινίας του Νόλαν θεωρούσαν πως η ταινία έπρεπε να τελειώσει κάπου στο δίωρο, με την κορύφωση της επιτυχούς δοκιμής και τη βουβή έκσταση για ένα συγκλονιστικό επίτευγμα, που θα έδινε ένα δυνατό και συναρπαστικό φινάλε. Αυτή είναι όμως μια αρκετά ρηχή προσέγγιση, που αγνοεί δυο βασικά στοιχεία, τα οποία προσθέτουν στην ουσία αλλά και στη... δραματική πτυχή της υπόθεσης.

α) τους προβληματισμούς του Οπενχάιμερ -και όχι μόνο- για τις πρακτικές συνέπειες και τους τρόπους χρήσης της ανακάλυψής του. β) την απομάκρυνσή του, με ατιμωτικό τρόπο, από τα πυρηνικά προγράμματα των ΗΠΑ, με τη ρετσινιά του ύποπτου στοιχείου -λόγω των ιδεών του και του κομμουνιστικού του παρελθόντος.
Κατά κάποιον τρόπο, όλα αυτά συνδέονται. Διώχτηκε γιατί εξέφραζε δημόσια τις ανησυχίες του. Και είχε τέτοιους προβληματισμούς χάρη στην ιδεολογία και τις αξίες με τις οποίες ήρθε σε επαφή στα νιάτα του.

Είναι μάλλον κοινή, εδραιωμένη πεποίθηση ότι ο Οπενχάιμερ διώχθηκε αναδρομικά, στο πλαίσιο της μακαρθικής υστερίας από φανατικούς Ρεπουμπλικάνους, που έκαναν τον αντικομμουνισμό όχημα για την προσωπική τους καριέρα. Αλλά αυτό δεν είναι ακριβές κι η μισή αλήθεια είναι από τους χειρότερους τρόπους να πει κανείς ψέματα. Ο Οπενχάιμερ αντιμετώπιζε διαχρονικά ένα τείχος καχυποψίας, ήδη από τα χρόνια του Ρούζβελτ, όσο ήταν επικεφαλής του πυρηνικού προγράμματος! Εξετάστηκε εξονυχιστικά το παρελθόν του. Ανακρίθηκε επανειλημμένα για κάποιες επαφές του. Κλήθηκε να δώσει ονόματα υπόπτων και πληροφορίες για τις συναντήσεις του μαζί τους. Βρισκόταν για πολλά χρόνια υπό παρακολούθηση. Τα τηλέφωνα της οικίας του ήταν παγιδευμένα. Ενώ τη δεκαετία του ’50 είχε ήδη, προ πολλού, απομακρυνθεί από τον πυρήνα των αποφάσεων, αν και διατηρούσε συμβουλευτικό ρόλο.

Ο βασικός επιστημονικός αντίπαλος - κατήγορος του «Ο», Λέβι (Λιούι) Στράους (Στρος), είχε άμεση παρασκηνιακή συνεργασία με το FBI, αλλά δεν επιθυμούσε την εμπλοκή του Μακάρθι, που θα κατέστρεφε το σχέδιο με την επιπόλαια υστερία του. Ο Οπενχάιμερ (δια)σύρθηκε σε μια διαδικασία-παρωδία, που τυπικά δεν ήταν δίκη -άφηνε έτσι πολλά περιθώρια παρασηνιακής δράσης στους κατηγόρους, ενώ στερούσε από τον ίδιο βασικά δικαιώματα που θα είχε ένας κατηγορούμενος -πχ να δει τη δικογραφία και τα έγγραφα που τον αφορούν. Υποβλήθηκε σε διάφορες ταπεινώσεις -πχ υποχρεώθηκε να δώσει λόγο για μια εξωσυζυγική του σχέση ενώπιον της συζύγου του- και τελικά του αφαιρέθηκε η άδεια πρόσβασης σε προγράμματα ασφαλείας, όχι γιατί αποδείχτηκε η ενοχή του για κατασκοπία -παρά την τραβηγμένη από τα μαλλιά θεωρία συνωμοσίας που παρουσιάστηκε- αλλά με το στίγμα του ύποπτου και επικίνδυνου...

Περιττό να σημειωθεί πως αν όλα αυτά -ή και ένα μέρος τους- είχαν συμβεί στον αντίστοιχο Σοβιετικό Οπενχάιμερ, θα είχε ανακηρυχθεί σε παγκόσμιο σύμβολο δημοκρατίας, θα είχε τιμηθεί με κάποιο Νόμπελ (Φυσικής ή και Ειρήνης) και δε θα περιμέναμε μια ταινία για να γίνει γνωστός στο ευρύτερο κοινό, μισό και πλέον αιώνα μετά τον θάνατό του. Αντιθέτως, ο Όπι δε γνώρισε ποτέ κάποια αντίστοιχη διάκριση -πχ για την καθοριστική συμβολή του στη γνώση μας για τις μαύρες τρύπες-, παρά μόνο ένα τείχος οργανωμένης καχυποψίας, ενώ μετά την περιπέτεια και τη στοχοποίησή του, έπαψε να είναι παραγωγικός και να κάνει επιστημονικές ανακοινώσεις -κατά μια άλλη εκδοχή, σε αυτό συνέβαλε η εμπλοκή του στα γρανάζια της πολιτικής και η απομάκρυνσή του από το επιστημονικό του πεδίο. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ο Οπενχάιμερ αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα επειδή συμπαθούσε έναν σύμμαχο των ΗΠΑ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενίοτε και για την εβραϊκή του καταγωγή, ουδέποτε όμως για τη γερμανική υπηκοότητα των προγόνων του -αν και η ναζιστική Γερμανία ήταν ο βασικός εχθρός στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η βασική κατηγορία εναντίον του ήταν η δράση του στο πλαίσιο διαφόρων κομμουνιστικών συσπειρώσεων -στα χρονικά του ελληνικού κράτους έχουν καταγραφεί ως... «παραφυάδες»- και οι κομμουνιστές που κινούνταν στον κύκλο του. Ανάμεσά τους ο αδερφός του, ο έρωτας της ζωής του και η σύζυγός του -χήρα ενός αφοσιωμένου αγωνιστή των Διεθνών Ταξιαρχιών. Το αξιοπερίεργο είναι πως δε διευκρινίζεται ποτέ κατηγορηματικά αν ήταν όντως οργανωμένο μέλος ή απλώς στις παρυφές του ΚΚ. Ο ίδιος το αρνήθηκε επανειλημμένα -αν και θα είχε κάθε λόγο να αποκρύψει μια τέτοια ιδιότητα, αντιμέτωπος με την ασφυκτική πίεση μιας ενορχηστρωμένης αντικομμουνιστικής υστερίας, που εξελίχθηκε σε κυνήγι μαγισσών.

Ο Όπι είναι μάλλον συνοδοιπόρος -όρος με ιδιαίτερο ιστορικό φορτίο και στα καθ’ ημάς. Είναι ένθερμος αντιφασίστας, οπαδός του Ρούσβελτ και του New Deal, «ακτιβιστής» που αναπτύσσει δράση σε αρκετά συνδικαλιστικά και αντιπολεμικά μέτωπα, δεκτικός στις σοσιαλιστικές ιδέες. Αλλά πιθανότατα όχι συνειδητοποιημένος κομμουνιστής, όπως δείχνουν οι πράξεις του -αν και δεν είναι καλός σύμβουλος να κρίνουμε μια περίοδο, γνωρίζοντας την κατάληξη μιας προσωπικής διαδρομής.

Αυτό που ίσως επιτείνει τη σύγχυση είναι η λαϊκομετωπική προσέγγιση του ΚΚ ΗΠΑ που έτεινε να εξελιχθεί σε «πολιτική ουράς» -για να μείνουμε σε δικούς μας όρους- απέναντι στους Democrats του Ρούζβελτ και μολονότι είχε κάποιες εντυπωσιακές επιτυχίες, δεν ξεπέρασε ποτέ τα όρια ενός κεϊνσιανού New Deal. Μια άλλη πηγή σύγχυσης είναι οι χαλαροί οργανωτικοί δεσμοί του κόμματος με τα μέλη του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μικρός Οπενχάιμερ γράφεται μέλος, συμπληρώνοντας τα στοιχεία του στο σχετικό απόκομμα μιας εργατικής εφημερίδας -πρακτική που σώζεται στα καθ’ ημάς, ως τις μέρες μας, πχ στην «Εργατική Αλληλεγγύη» του τροτσκιστικού ΣΕΚ.

Όλα αυτά όμως μικρή σημασία έχουν. Η δράση του Οπενχάιμερ στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’30 είναι ούτως ή άλλως πλούσια -σχεδόν πρωτοπόρα σε κάποιους τομείς- και οι πράξεις λένε περισσότερα από οποιαδήποτε θεωρητική, ιδεολογική ένταξη. Αρκετά μέλη και στελέχη τον θεωρούν ούτως ή άλλως δικό τους ή τον συναντούν τόσο συχνά στις δράσεις τους, που σχηματίζουν τη λανθασμένη εντύπωση ότι έχει οργανωθεί. Ο Όπι είναι από τα λίγα άτομα που έχει μελετήσει το «Κεφάλαιο» του Μαρξ -κάτι που τον καθιστούσε πιο διαβασμένο από τη συντριπτική πλειοψηφία των κομματικών μελών και στελεχών. Ενώ παράλληλα είναι σε θέση να κατανοήσει τους λόγους που οδηγούν τη Σοβιετική Ένωση στην υπογραφή του συμφώνου Μολότοβ-Ρίμπεντροπ -αν και κατά μια άλλη ερμηνεία, τότε αρχίζει η σταδιακή απομάκρυνσή του από τον κομμουνισμό.

Σε κάθε περίπτωση, ο Οπενχάιμερ διακόπτει τις όποιες σχέσεις - δράσεις είχε λίγο πριν ή μετά την εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο -και οι αρχές το γνωρίζουν καλά. Ο πραγματικός λόγος της δίωξής του δεν είναι ότι βρέθηκαν νέα στοιχεία για την υποτιθέμενη ενοχή του ή ότι αναθεωρήθηκαν τα παλιά υπό ένα νέο (μακαρθικό) πρίσμα. Αλλά ότι έχει πλέον διεθνές κύρος και οι αντιρρήσεις που εκφράζει σε άρθρα και δημόσιες εμφανίσεις του μπαίνουν εμπόδιο στην υλοποίηση της πολεμικής στρατηγικής των ΗΠΑ -πχ για τη βόμβα υδρογόνου.

Στην πραγματικότητα, αν μπορούμε να επικρίνουμε για κάτι τον Οπενχάιμερ, δεν είναι επειδή είχε αρχές, αλλά μάλλον γιατί τις εγκαταλείπει στην πορεία. Αλλά αυτό, μαζί με κάποια άλλα στοιχεία, ίσως το δούμε σε επόμενο μέρος -και ας βγει μικρότερο σε έκταση.

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2025

Ντινγκ-Ντονγκ, Taperman 's gone

Αν είχαμε περάσει Διαφωτισμό, θα ξεπροβοδίζαμε τον μακαρίτη όπως οι Βρετανοί τη Θάτσερ, με αυτοσχέδια τραγουδάκια: ντινγκ-ντονγκ, Κινέζος ’s gone. Αλλά στο βασίλειο του λαϊκισμού, που δεν πρόλαβε να το εκσυγχρονίσει ο Σημίτης και να το ξεβλαχέψει ο Κωστόπουλος, ο λαός ξεσπά στο παλιό Τουίτερ, αντί να εκτονωθεί στους δρόμους -όχι απαραίτητα με τραγουδάκια. Κι εκεί -στο Τουίτερ- άνοιξε μια κουβέντα, αν δικαιούσαι να επιχαίρεις για τον θάνατο κάποιου και να μαγαρίζεις τη μνήμη του με ύβρεις.

Λοιπόν, από θέση αρχής, όχι. Ιδίως αν είσαι πολιτικό κόμμα, που οφείλεις να κρατάς τους τύπους και να ποιείς ήθος, βρίσκοντας όμως λέξεις που ακριβολογούν και σφάζουν με το βαμβάκι: υπεράσπισε με συνέπεια την πολιτική και τους στόχους της τάξης του. Κι αυτή είναι η μόνη που έχει λόγους να πενθεί. Αλλά και η μόνη που έχει τη δύναμη και τα μέσα να επιβάλει το πένθος της ως «εθνικό».

Αν δεν είσαι κόμμα όμως;
Τότε μάλλον καταλαβαίνεις κάποιες θυμικές, αυθόρμητες αντιδράσεις. Εν προκειμένω, δεν είναι δα και τραγικό να είσαι λίγο αντισημίτης. Σε ένα δεύτερο γκεστάλτ, πιάνεις όλους αυτούς με το καλό και τους ρίχνεις τροφή για σκέψη: αν κάποιος περιμένει τον θάνατο του αντιπάλου του για να χαρεί, ομολογεί εμμέσως πως δεν ήταν αρκετά δυνατός να τον νικήσει, όσο ζούσε.

Αλλά σε ένα τρίτο γκεστάλτ, είναι αβάσταχτες οι -μειοψηφικές πλην οργανωμένες- αγιογραφίες που διαβάζουμε από χτες για τον εκλιπόντα και σε γαργαλάν να απαντήσεις. Κι αν ξύσεις λίγο τα σάλια από τα στημένα εγκώμια, μας μένει στο τέλος το απέραντο γαλάζιο της ΝΔ, ένα ευρώ, ένα μετρό και μπόλικες ελιές. Που σημαίνει πως εξίσου εύκολα αποδομούνται.


Λένε ότι ο Σημίτης έβαλε τη χώρα στην ΟΝΕ. Ξεχνούν βολικά τις ανατιμήσεις (από 50 δραχμές - 50 λεπτά, εν μια νυκτί), τα greek logistics και πως ούτε ο Σπύρος, που έχει πάρει εργολαβία τα κυβερνητικά σποτάκια, δε θέλει πλέον να θυμάται ότι «με το ευρώ καλύτερα».

Λένε για το «φαινόμενο Σημίτη» που δεν έχασε ποτέ σε εκλογές! Ξεχνάνε τις ευρωεκλογές του ’99. Πως το ’04 παρέδωσε το δαχτυλίδι και δεν έφτασε καν στην κάλπη, για να μην υποστεί συντριβή. Κι έκτοτε έμεινε στα αζήτητα, σαν στυμμένη λεμονόκουπα.

Λένε ότι καταπολέμησε τον λαϊκισμό και τη διαφθορά. Αλλά έμεινε στην ιστορία ως αρχιερέας της διαπλοκής, για μια σειρά σκάνδαλα, όπου είχαν άμεση εμπλοκή όλοι οι βασικοί συνεργάτες και οι μισοί του υπουργοί -από τον Τσουκάτο με τις μίζες, μέχρι τον Γιάννο που αγωνίζεται για τον σοσιαλισμό. Αυτός όμως έμεινε βράχος ηθικής, καθαρός και άσπιλος, σαν το θαύμα της Παρασκευής -και γύρω-γύρω Σάββατο.

Λένε ότι δεν υπολόγιζε το πολιτικό κόστος και έμεινε ακλόνητος στο θέμα για τις ταυτότητες. Αλλά δεν έκανε ούτε μισό βήμα για τον διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους και απλώς εναρμονίστηκε με το κοινοτικό δίκαιο -όπως ο Μητσοτάκης για τα ομόφυλα.

Λένε ότι έβαλε την Κύπρο στην ΕΕ, που ήταν εγγυητής μιας λύσης. Αλλά το Κυπριακό χρονίζει και βαίνει προς τυπική επικύρωση της διχοτόμησης του νησιού.

Λένε για τους Αγώνες της Αθήνας, που ακόμα τους πληρώνουμε κι οι εγκαταστάσεις ρημάζουν -μέχρι να τις αναλάβει δωρεάν κάποιος «ευεργέτης» ιδιώτης- πλην του Σταδίου στην Πάτρα, που ο Δήμος το έχει στολίδι για τους δημότες του.

Λένε για τα έργα, που δεν ήταν μακέτο κι έφεραν την Ελλάδα στον 21ο αιώνα. Όπου αντί για ενέδρες ληστών έχουμε διόδια κάθε 30 χιλιόμετρα, να σε ξαλαφρώνουν από το περιττό βάρος της τσέπης σου, για να χαίρεσαι απερίσπαστος κάθε πέρασμα.

Κι αυτά δείχνουν πώς εννοεί ο αστικός κόσμος την πρόοδο. Μπορεί να πτωχεύουμε, να έχουμε σκάνδαλα, φτώχεια και παράπλευρα θύματα (πχ στα ολυμπιακά έργα), αλλά η ζωή τραβά την ανηφόρα, μέσα από πισωγυρίσματα και τα ζιγκ-ζαγκ της ιστορίας. Πίσω από κάθε μικρό αστικό «θρίαμβο», κρύβεται μια μαζικής κλίμακας τραγωδία για τους «μη κατέχοντες» (που αντικατέστησαν τους «μη προνομιούχους» του Ανδρέα). Αλλά κάποιοι μίζεροι επιμένουν να εστιάζουν στο δάσος και να χάνουν το δάσος της ανάπτυξης.

Το βασικό επίτευγμα του Σημίτη ήταν ότι έκανε το ΠΑΣΟΚ μια πράσινη ΝΔ, βάζοντας τα θεμέλια για τον μεγάλο μνημονιακό συνασπισμό. Κι η μεγαλύτερη παρακαταθήκη του είναι τα «ορφανά» του εκσυγχρονισμού -η Διαμαντοπούλου, ο Λοβέρδος, ακόμα κι ο Βενιζέλος- αλλά πρωτίστως όσοι βρήκαν στέγη στο υπουργικό συμβούλιο του Μητσοτάκη: από τον Χρυσοχοΐδη και τον Φλωρίδη, μέχρι τον Πιερρακάκη, τον Σκέρτσο και τη Μενδώνη.

Η Ελλάδα δεν ήταν εξαίρεση στον κανόνα της σοσιαλδημοκρατίας, που έγινε το δίδυμο αδελφάκι της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς -στην Αγγλία του Μπλερ, στη Γερμανία του Σρέντερ, την Ιταλία του Πρόντι και του Ντ’ Αλέμα. Αλλά εδώ υπήρχε η «ελληνική ιδιαιτερότητα», που καθόρισε και την πορεία του ΠΑΣΟΚ για κάποια χρόνια -πχ τις αρχικές «αποστάσεις» από τη Σοσιαλιστική Διεθνή- και κάθε δεξιά στροφή χτυπούσε (πιο) ευαίσθητες χορδές. Η συνεισφορά του Σημίτη ήταν η πλήρης απενοχοποίηση του ΠΑΣΟΚ να κάνει τη βρώμικη δουλειά, χωρίς τύψεις συνείδησης και απώλειες.

Ο νεκρός δεδικαίωται μονάχα από τις πράξεις του. Κι ο τελικός απολογισμός δεν χωρά ταξικά στρογγυλέματα.

Για τη δική μου γενιά, η οκταετία Σημίτη ήταν η περίοδος της πολιτικής της ενηλικίωσης - συνειδητοποίησης. Κι αυτό δεν ήταν απλή χρονική σύμπτωση, αλλά είχε λόγους ταξικούς και όχι μόνο.

Το «γη και ύδωρ» στους Νατοϊκούς (για τον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας, τις επεμβάσεις στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Το αμίμητο «ευχαριστώ την κυβέρνηση των ΗΠΑ» για τα Ίμια. Τη διαβόητη «μεταρρύθμιση» Αρσένη, που εξόντωνε τους μαθητές, με 28 εξεταζόμενα μαθήματα. Το άγριο πέσιμο στα αγροτικά μπλόκα -γιατί και μένα οι παππούδες μου ήταν αγρότες. Το ασφαλιστικό του Γιαννίτση, που ήταν μια πρόγευση από τα μνημονιακά «προσεχώς». Το σάπιο ήθος και το ύφος (αλαζονεία) της εξουσίας, που τα ενσάρκωνε ένας κακός ηθοποιός (Σημίτης), χωρίς ήθος -και αυτή η έλλειψη αρχών και ιδανικών ήταν η κυρίαρχη «συνείδηση» της εποχής.

Η οργή για την παράδοση του Οτσαλάν. Για την πολιτική επένδυση στη φούσκα του Χρηματιστηρίου, που έσκασε στα μούτρα των «μικρομεσαίων» που πίστευαν πως θα γίνουν ρετιρέ και ότι η ζωή είναι ένα παιχνίδι -στον τζόγο της Σοφοκλέους- γιατί ήταν παιδιά του Γιάννη Δαλιανίδη και της δεκαετίας με τις βάτες. Και για τον πρώτο διαγωνισμό ΑΣΕΠ, που απαξίωνε τα πτυχία και τους κόπους χρόνων. Και για «σταζ» που ήταν ο πρόδρομος της σημερινής επισφάλειας.

Επί ημερών Σημίτη κλιμακώθηκε το όργιο καταστολής θυμίζοντας την «παλιά καλή Δεξιά» -χωρίς καμία απολύτως διάθεση αθώωσης του «σοσιαλιστικού» ξύλου της εποχής του Ανδρέα, του Αρκουδέα και του Μελίστα. Η επίθεση στα λάστιχα των τρακτέρ, οι ΟΥΚάδες στα λιμάνια, το ξύλο στους συνταξιούχους, η επιστράτευση απεργών. Ο τρομονόμος που ήταν θεωρητικά για την «πάταξη της τρομοκρατίας», για να στοχοποιήσει στην πράξη ακόμα και την Ηριάννα. Το C4I, κάμερες παντού (για το καλό μας), οι σύνοδοι κορυφής το ’03 και μια «ελεύθερη» πολιορκημένη πόλη, πνιγμένη στα χημικά. Δε βγήκε τυχαία τότε το σύνθημα «φτώχεια, βία, αυταρχισμός, αυτός είναι ο εκσυγχρονισμός»...

Οι κυβερνήσεις πέφτουνε, αλλά το ξύλο μένει. Το κράτος έχει συνέχεια. Και δε χαλάνε οι κυρίαρχες στρατηγικές για τα κόμματα (ρε μαλάκα, που θα έλεγε και η Βάσια Τριφύλλη). Η αστική πολιτική είναι προφανώς υπεράνω προσώπων και κυβερνήσεων. Αλλά λίγες φορές θυμάμαι να φωνάζω-ουμε με τόσο πάθος ένα σύνθημα, όπως το «κυβέρνηση Σημίτη, υπάλληλοι του ΝΑΤΟ... (η Ελλάδα δεν είναι προτεκτοράτο)».

Κι ο Παπανδρέου έπαιζε το «μένουν οι βάσεις που φεύγουν που μένουν», αλλά ο Σημίτης ευθυγραμμιζόταν χωρίς καν προσχήματα. Κι ο Στεφανόπουλος -με τις ακροδεξιές καταβολές του που ξεπλύθηκαν στα γεράματα- υποδέχτηκε τον Κλίντον, αλλά φρόντισε για την υστεροφημία του, ψελλίζοντας δυο κριτικά «περήφανα» λόγια.

Ο Σημίτης ήταν το πιο πιστό κατοικίδιο τς αστικής τάξης -ένας εστέτ καθηγητής κι όχι απλό μαντρόσκυλο του δρόμου. Έγλειφε τα ίδια χέρια με τους άλλους, φυλούσε τα ίδια αφεντικά, αλλά το έκανε αυθόρμητα, με τον μεγαλύτερο ζήλο, μπαίνοντας δικαιωματικά στη λίστα με τους λιγότερο δημοφιλείς ηγέτες της Μεταπολίτευσης.

Κι άλλοι είχαν εσωκομματική αντιπολίτευση, αλλά κανείς δεν αποδοκιμάστηκε εν χορώ σε συνέδριο, σαν τον Σημίτη. Άπαντες έβαζαν μπόλικο φότοσοπ στις προεκλογικές αφίσες, αλλά κανείς δεν το ξεφτίλισε και δεν ξεφτιλίστηκε όπως ο «σοβαρός καθηγητής», που έχασε μαγικά τις ελιές του. Και ο Μητσοτάκουλας ήταν κόκκινο πανί για τον εργαζόμενο λαό, αλλά μπορούσε να σταθεί ως ρήτορας και είχε ένα κάποιο έρεισμα στο δικό του πολιτικό κοινό. Και για άλλους ηγέτες πενθήσαμε σαν κράτος, αλλά είχαμε μια επιπλέον αργία -ακόμα και για τον Αλευρά χάσαμε δυο ώρες μάθημα. Εδώ τίποτα -ούτε ένα μεταθανάτιο τυράκι συμπάθειας...

Ο Σημίτης, που πλασαρίστηκε ως ο «σύγχρονος Τρικούπης» από συστημικά ΜΜΕ -που δεν τον λάτρεψαν τυχαία- ήταν με διαφορά ο χειρότερος ηθοποιός που βρέθηκε σε τόσο υψηλό αξίωμα. Χωρίς προσωπική γοητεία, κανένα ταλέντο ή επικοινωνιακό χάρισμα, καλούνταν να «ξεσηκώσει» τα πλήθη στις συγκεντρώσεις με άπειρα σαρδάμ και σπασμωδικές κινήσεις, σα να καθαρίζει τζάμια -wax on, wax off. Εγκαινίασε μια εποχή όπου ο αστικός κόσμος δεν αναζητούσε πια ταλαντούχους ηθοποιούς για τον ρόλο του πρωθυπουργού (γιατί ψωνίζονται και αποκτούν σκηνοθετική άποψη) αλλά τεχνοκράτες που βγάζουν τη δουλειά.

Η φαιδρή του δημόσια παρουσία δεν ήταν καν πηγή καλής έμπνευσης για τη σάτιρα της εποχής. Οι «Διαπλεκόμενοι ΑΕ», με Φιλιππίδη, Λέφα και Γαλίτη, ήταν από τις πιο κρύες εκδοχές του είδους -πιθανότατα γιατί έλειπε η πολιτική στόχευση -και υπήρχαν σχετικά πρόσφατα μέτρα σύγκρισης, που έβαζαν πολύ ψηλά τον πήχη.

Ίσως η εξαίρεση στον κανόνα να ήταν οι εκπομπές της Μαλβίνας. Που ήταν μπερδεμένη δεξιά, αλλά είχε κριτήριο και έλεγε «πες τα λεβέντη μου» στον Κολοζόφ, γιατί είπε μετά τα Ίμια ότι δε βλέπουμε τον λόγο να είμαστε σε τέτοιες ενώσεις -ιμπεριαλιστικές. (Κι αν πας λίγο πιο πίσω στο βίντεο, θα δεις άλλη μια καλτ στιγμή της ελληνικής τιβί, με τον Καμμένο και τον Ραφαηλίδη στο ίδιο πλάνο, σε τηλεοπτικά παράθυρα).

Δεν έχει σημασία αν δε γελάς με το χιούμορ της Μαλβίνας -ούτε εγώ τρελαίνομαι. Τα καλύτερα σατιρικά σχόλια δεν είναι πάντα (τόσο) αστεία -πχ το σχόλιό της πως το ΠΑΣΟΚ (του Σημίτη) είναι το πιο δεξιό κόμμα. Ακόμα λιγότερο αστείο είναι ότι η Κάραλη κόπηκε ως καλεσμένη (!) από την ΕΡΤ για τα σατιρικά της βέλη κατά του πρωθυπουργού. Και δεν κόπηκε από τη διοίκηση της ΕΡΤ αλλά απευθείας από το Μαξίμου, σε άλλη μια λαμπρή στιγμή επίδειξης πνεύματος του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, που τσακίζει τον λαϊκισμό. Διαφωνώ με όσα λες και δεν υπάρχει λόγος να τα λες δημόσια.

Τον λαϊκισμό βαθιά κατάλαβέ τον
δε θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον

Τον επίλογο τον γράφει πάντα η ιστορία -αρκεί να μην τον αφήσουμε στους νικητές και τους κυρίαρχους. Κι η ιστορία ψάχνει πάντα εκείνες τις προσωπικότητες που μπορούν να εκφράσουν συμπυκνωμένο στις πράξεις τους το πνεύμα των καιρών -ακόμα και τους νάνους που περνάνε σκυφτοί το κατώφλι της, χάρη στο χαμηλό πολιτικό τους ανάστημα. Αν εστιάσουμε υπερβολικά στο πρόσωπο, θα χάσουμε το γενικό πλάνο και την ουσία. Σα να υπονοούμε πως τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, αν ήταν κάποιος άλλος στη θέση τους -πχ ένας άλλος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Αλλά η αφαίρεση από τα πρόσωπα δεν αφαιρεί τίποτα από τις ευθύνες και ρόλο που έπαιξαν συγκεκριμένα πρόσωπα στην ιστορία. Ιδίως όσων βρέθηκαν σε εκείνη την πλευρά της ιστορίας που τσακίζει τους λαούς, για να μην κινήσουν ποτέ οι τροχοί της και να μείνουμε κολλημένοι στο μίζερο «εδώ και τώρα», πασπαλισμένο με την κίβδηλη λάμψη του εκσυγχρονισμού, που συγχρονίζει τα ρολόγια της ιστορίας με τον καπιταλιστικό μεσαίωνα.

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

Με την μπάλα στα χέρια - Στο κυνήγι του χαμένου χρόνου

 (συνέχεια από το προηγούμενο...)


12. Μετά από 14 χρόνια, πέφτουν τίτλοι τέλους για το βραδυφαγείο «Το Λαϊκόν» στο Ίλιον, που το ’χε σφος και χαιρόσουν να το βλέπεις ακόμα και κλειστό, στις απεργίες. Κάθε τέλος είναι μια καινούρια αρχή. Λογικά θα συνεχίσει με άλλη μορφή, από κάποιον άλλο σφο. Αλλά εσύ μένεις με την πικρή γεύση της απώλειας κι αναρωτιέσαι: κι αν δεν το στηρίξαμε αρκετά; Αν οι σφοι είναι «κακοί» Εβέδες, γιατί δεν τους ενδιαφέρει το κέρδος; Αν το μέλλον ανήκει στα χίπστερ εναλλακτικά στέκια, σαν τον «Αποδιοπομπαίο» στην Πλ. Δασκάλας;

Και πώς θα κάνουμε τώρα το Ίλιον «της εργατιάς βασίλειο»; Πού θα κάνει συσκέψεις η ΛαΣυ Ιλίου; Και πότε θα πάρει η κετουκε πρωτοβουλία - απόφαση για τη διάσωση - διατήρηση - ανάδειξη παλιών λαϊκών μαγαζιών και για να ανοίξει πάλι το «Προλαιταριακό» -sic- στην Καισαριανή;

11. Όχι πως ξεμένεις από εναλλακτικές στη φαγούπολη των Νέων Λιοσίων -με τα αρχικά ΔΝΛ στα παλιά δημοτικά έργα να θυμίζουν τους Λαμπράκηδες. Μένει προς ώρας, όμως, ορφανή η πλατεία Γρ. Λαμπράκη, με συντροφιά την οδό Ηρώς Κωνσταντοπούλου (όπου ο μαλλιαρός δάκτυλος απέτρεψε το αρχαϊκά σωστό «Ηρούς»), την Ηλέκτρας Αποστόλου ή την Καίτης Βιτιβίλια. Από την άλλη πλευρά της Παπανδρέου -που τα καπελώνει όλα σαν λεωφόρος- βρίσκεις την πλατεία Ζέβγου. Και σαν πας στο Περιστέρι, προς Χρυσούπολη, το πάρκο του Κόκκινου Στρατού -αν θυμάμαι καλά! Όλα όμως αυτά χωρίς μνημεία ή πλακέτες και χωρίς σήμανση, τα χαίρεσαι μόνο στο Google Maps.

Στο κέντρο του δήμου, οι ήρωες της Ιλιάδας γράφουν το δικό τους έπος στις οδομαχίες και ο εχθρός ξεμυτίζει μόνο στις παρυφές της Πλ. Ρίμινι, με μια οδό ΕΔΕΣ -συνέχεια της Ζέρβα- πεταμένη στις εσχατιές της Θηβών, χωρίς σπίτια.


10. Τι εστί λαϊκό -πλην της ταβέρνας; Λαϊκός είναι ο Καζαντζίδης, που τραγουδά σα λαβωμένο λιοντάρι, αλλά εκτιμάς τον πόνο και τις μάζες που εκφράζει και προτιμάς τον ντόρο για την ταινία από το περσινό λαϊκό προσκύνημα για τον Κεσογλίδη. Που κι αυτό γνήσιο και λαϊκό ήταν -έννοια πολύπαθη που χωρά τα πάντα- αλλά είχε κάτι παρακμιακό και βαθιά τραυματικό για τα εφηβικά βιώματα της κε του μπλοκ. Τέλος πάντων, ο Καρράς βγήκε από τις πίστες, χωρίς πίστη στον λαό και την κουλτούρα του (να φύγουμε). Και ο μακαρίτης δε θα είχε ποτέ χώρο στις κορνίζες της συγχωρεμένης ταβέρνας, με το πάνθεον του λαϊκού τραγουδιού.


9. Ποια ήταν η Γκέλι Ράουμπαλ; Και πώς βρέθηκε νεκρή η αγαπημένη ανιψιά του Χίτλερ, λίγες βδομάδες πριν την άνοδο των Ναζί στην εξουσία; Το εντυπωσιακό στον «άγγελο του Μονάχου» (του Φαμπιάνο Μάσιμι) δεν είναι μόνο η ιστορία που διηγείται αλλά ότι βασίζεται σε εντελώς πραγματικά γεγονότα, εμπλουτισμένα με αξιόπιστες μυθοπλαστικές εικασίες. Το μόνο πιο εντυπωσιακό είναι πως οι ιστορικοί κατά κανόνα αποσιωπούν αυτή την πτυχή της ιστορίας, που παραμένει σχετικά άγνωστη στο ευρύ κοινό.
Πόσοι γνωρίζουν ότι ο Αδόλφος ήταν «ψυχούλα» χορτοφάγα και φιλόζωη; Πιθανότατα αρκετοί -τουλάχιστον από τους υποψιασμένους. Πόσοι γνωρίζουν όμως ότι το όνομά του συνδέθηκε με μια σκοτεινή υπόθεση αιμομιξίας ενός κοριτσιού που βρέθηκε νεκρό στην οικία του; Προφανώς, ελάχιστοι.


Σε άλλα αναγνώσματα του τελευταίου διαστήματος, οι «φωνές του ποταμού Παμάνο» είναι μια μεστή ιστορία, με ωραίες ιστορικές αναφορές, τον γνωστό τρόπο γραφής του Καμπρέ και σαφώς πιο πολιτική ματιά από το εμβληματικό Confiteor. Συστήνεται θερμά στους σφους αναγνώστες.

8. Γιατί αποβλήθηκε από την Κουμουνδούρου ο Κασσελάκης; Γιατί ήθελε να ξεφορτωθεί τα στελέχη - βαρίδια που εμπόδιζαν τη μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε αμιγώς αρχηγικό κόμμα. Δηλαδή -αφαιρώντας τις λεπτομέρειες και το φαιδρό περιτύλιγμα- επειδή εκτέλεσε το σχέδιο που είχε εξ αρχής κατά νου ο Τσίπρας.

Τι θα θυμάμαι περισσότερο από το 2024

Χυλός - διεργασίες - ανακατατάξεις - άρθρα στην ΚΟΜΕΠ (1917ο μέρος) - και πάλι από την αρχή. Διεργασίες-διεργασίες δε μας άφησαν στιγμή να χαρούμε τη ζωή...

Το βασικό πρόβλημα με το αστικό πολιτικό σκηνικό είναι ότι οι διεργασίες του μοιάζουν με σίριαλ του Φώσκολου: χαζά σενάρια, φτηνές ατάκες, ρηχοί χαρακτήρες, επαναλαμβανόμενοι διάλογοι, θεατρικά ξεσπάσματα σαν του υπαστυνόμου Θεοχάρη και συγκλονιστικά βαρετά επεισόδια, που δεν τελειώνουν ποτέ. Με τέτοιο σενάριο, εγώ δε βλέπω...

7. (Βασικά αυτό προοριζόταν για κείμενο, αλλά έμεινε προσχέδιο και θα πήγαινε χαμένο. Όπως ακριβώς δηλαδή και το παρακάτω σημείο, για τον Δεκέμβρη και τον οπορτουνισμό).

Για κάποιους ο Δεκέμβρης ήταν ατύχημα, μια μπανανόφλουδα που δεν έπρεπε να πατήσουμε. Στην πράξη ήταν το δέντρο της γνώσης, που μας απέβαλε από την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, αλλά μας κράτησε όρθιους στην τελική κρίση: όταν η ιστορία τελείωνε, το ρολόι της πήγαινε πολλά χρόνια πίσω, το είδος μας γυρνούσε στην εποχή που μπουσουλούσε σκυφτό στα τέσσερα και κάποιοι ανέβηκαν πάλι στα δέντρα να τρώνε μόνο μπανάνες από χώρες-μπανανίες που έδωσαν γη και ύδωρ.

Ιντερμέδιο

Ταξίδια, αποδράσεις, φευγάτα ξεσπάσματα. Ακόμα και βύθισμα στον παράλληλο κόσμο του βιβλίου. Πόσοι τρόποι να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας και την πραγματικότητα! Και μόνο ένας να την αλλάξουμε. Αλλά τον αποφεύγουμε συστηματικά. Ακόμα και με το λιβάνι θα συμμαχήσουμε, για να μην κάνουμε επανάσταση. Κι η στασιμότητα συνεχίζεται αδιατάρακτη...

6. Για κάποιους η γέννηση ενός παιδιού είναι θέμα απόφασης. Και πολλών γκεστάλτ αφαίρεσης, από το (δυσβάσταχτο) οικονομικό κόστος, τις δυσκολίες και τα εμπόδια και την ανύπαρκτη μέριμνα ενός κράτους που μισεί με πάθος τα νέα ζευγάρια και τα παιδιά τους.

Για όλους τους άλλους είναι μια επιπρόσθετη μικρή Οδύσσεια: πόνος, ψυχική φθορά, ακόμα μεγαλύτερο κόστος, γραφειοκρατία, μια διαρκής αίσθηση ματαιότητας. Και μια τεράστια μπίζνα με τη μήτρα των γυναικών, που είχε στηθεί ήδη πριν από τον νόμο για την παρένθετη μητρότητα. Μια «ανθούσα βιομηχανία» που προσελκύει πελάτες και από το εξωτερικό. Η εξωστρεφής Ελλάδα που νικά και θριαμβεύει, και ανησυχεί υποκριτικά για την υπογεννητικότητα, την οικογένεια και τα δικαιώματα του εμβρύου...

5. Το στερεότυπο για τους βολεμένους δημόσιους υπαλλήλους δεν έχει πολλή επαφή με την πραγματικότητα. Μιλάμε για μια κατηγορία που αμείβεται, σε απόλυτες τιμές, λιγότερο από ό,τι 15 και 20 χρόνια πίσω -χωρίς να υπολογίζουμε την ακρίβεια και τις τρομακτικές ανατιμήσεις στο ενδιάμεσο.

Αν ποτέ προχωρήσουν οι φαιδρές διαδικασίες του ΑΣΕΠ -που διαφημίζει ήδη τον επόμενο γραπτό διαγωνισμό και το επόμενο πακέτο μόνιμων θέσεων, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί ακόμα ούτε μία πρόσληψη από τον διαγωνισμό του ’23-, ας μην εκπλαγεί κανείς αν δει θέσεις να μένουν κενές και να χηρεύουν. Το δημόσιο δεν αποτελεί πόλο έλξης για μια σειρά κλάδους -πχ τους μηχανικούς-, μέχρι την επόμενη κρίση τουλάχιστον. Κι αν κάποιοι εξακολουθούν να το βλέπουν ως διέξοδο, δεν είναι γιατί αγαπούν το βόλεμα, αλλά γιατί έχουν σιχαθεί τη μακροχρόνια επισφάλεια και ανεργία. Ο μόνος λόγος να «αγαπήσεις» το δημόσιο, είναι να το βάλεις στη ζυγαριά με τη ζούγκλα του ιδιωτικού τομέα. Εκτός κι αν είσαι ο βασιλιάς ή ανήκεις στη στενή αυλή του...

4. Ένα μεσημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη
καπιτα-ληστές βάλαν στις πέτρες τις ζεστές λημέρι

Αν οι Ινδοί λεφτάδες, με τη συνοδεία ενός αλευρωμένου τσούρμου σε ρόλο ζωντανών αγαλμάτων, «παρεισέφρησε» στον ιερό βράχο στο τέλος του ωραρίου, ως γενική πρόβα για τις πριβέ ξεναγήσεις, οι εργολάβοι μπήκαν μέρα μεσημέρι να αναλάβουν τα ταμεία και τα λεφτά από τα εισιτήρια. Για να αρχίσει το ξήλωμα του πουλόβερ για τον δημόσιο χαρακτήρα του μνημείου και για να παίρνουν σειρά τα υπόλοιπα -όσα είναι φιλέτα τουλάχιστον, τα άλλα είναι απλώς πέτρες που εμποδίζουν την ανάπτυξη. Ο υπανάπτυκτος πρώτος τον λίθο βαλέτω...

Ναι αλλά τι είναι χειρότερο; Οι χλιαρές αντιδράσεις και η γενική αδιαφορία όσων βαυκαλίζονται πως δεν τους αφορά άμεσα το θέμα; Ή η επιθετική χυδαία λογική των ιδιωτών (idiots) που μιλά για οικονομική «αξιοποίηση» των μνημείων και δε βρίσκει τίποτα κακό στο ξεπούλημά τους;

3. Δύσκολα βρίσκεις πιο χτυπητό παράδειγμα εκφυλισμού από τα κάλαντα της κρίσης.

-Να τα πούμε; (Γεια σας, θέλουμε λεφτά).

-Μας τα ’πανε! (Δώσαμε, να πάτε αλλού).

-Μαμά, δε μας έδωσαν. (Πάμε στον επόμενο πελάτη).

Καλά, εντάξει. Σε λίγο θα μας πεις για τον άγιο Βασίλη της Κόκα-Κόλα, την οργανωμένη χαρά των πειθαναγκασμένων καταναλωτών και τα παιδάκια στην Παλαιστίνη που δολοφονούνται κάθε μέρα. Και θα κουνήσεις αφ’ υψηλού το δάχτυλο σε όσους συμμετέχουν στην υποκρισία των ημερών. Πόσο προβλέψιμο, ξεκολλήστε επιτέλους!

Λοιπόν, σφε αναγνώστη; Εσύ έκανες την καλή ανάρτησης της ημέρας, ενάντια στο δικαίωμα στη μελαγχολία; Έδωσες το παράδειγμα του καλού αισιόδοξου κομμουνιστή, που βάζει τους μίζερους στη θέση τους, ξεχειλίζει θετική ενέργεια και κολυμπά στις μάζες, πιάνοντας τον παλμό τους και την ανάσα τους; Και του χρόνου -τα ίδια ακριβώς θα γράφουμε...

2. Το 2025 είναι βάσει καταστατικού συνεδριακή χρονιά για το Κόμμα. Που σημαίνει ότι θα δούμε πολλές μουσμουλιές - άρθρα σαν κι αυτό στην ΕφΣυν -για το όριο λέξεων και τον φόβο στον ανοιχτό διάλογο. Που σημαίνει ότι δεν έχουν πια εσωτερική πληροφόρηση και γράφουν ό,τι θέλουν από την κοιλιά τους -κι αυτή μια εσωτερική διεργασία είναι. Που σημαίνει ότι λίγοι και καλοί θα εστιάσουν στα πιο ζουμερά σημεία -για τα άμεσα καθήκοντα εν όψει του πολέμου, την κατάσταση στο εργατικό κίνημα, στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα κτλ- ή όσες (τυχόν) ελλείψεις έχουν οι θέσεις.

Κι αν παλιότερα λέγαμε για το συνέδριο της ολόπλευρης ενίσχυσης κτλ, ακολουθούσε -στο μυαλό μου- ένα γραμμικό σχέδιο, που με ακριβείς υπολογισμούς και πεντάχρονα πλάνα μας οδηγούσε στο συνέδριο της τελικής αντεπίθεσης που θα διέκοπτε τις εργασίες του η επανάσταση.
Τι θα γίνει, αργούμε πολύ ακόμα;

1. Είμαστε μια «γενιά» στην αναζήτηση του χαμένου χρόνου -κι ας μη διαβάσαμε Προυστ. Έξι χρόνια δημοτικό, έξι χρόνια Πανεπιστήμιο (και μεταπτυχιακό), έξι χρόνια επισφάλεια και ανεργία. Τα δυο χαμένα χρόνια της πανδημίας. Τα χαμένα νιάτα της κρίσης. Η χαμένη κινηματική άνοιξη -που ήταν παρδαλή και έμεινε στα μισά. Το μετέωρο βήμα του αιώνιου μεταφοιτητή. Ακόμα κι όσοι βρήκαν τελικά μια άκρη, νιώθουν πως είναι δέκα χρόνια νεότεροι, γιατί τους χρωστά η ζωή μια δεκαετία που δεν πατούσαν στα πόδια τους, για να φτιάξουν τη ζωή τους. Που θα μένει πάντα λειψή, χωρίς τις δικές μας δέκα μέρες που θα συγκλονίσουν τον κόσμο, όπου κάθε μέρα θα μετρά σαν χαμένος χρόνος.

Και το Polaroid μπορεί να ήταν χίπστερ ταινία πριν τους χίπστερ, αλλά είχε δίκιο. Η συλλογικότητα είναι αυτό που έχουμε ανάγκη για να γεμίσουμε τον χαμένο χρόνο και να δώσουμε νόημα στη στιγμή που περνά και χάνεται.

0. Τέλος χρόνου (του ’24). Η μπάλα μάς έμεινε στα χέρια. Το φλουρί ήταν στημένο. Και φέτος η πρωτοχρονιά στη φυλακή της μισθωτής εργασίας μας βρίσκει. Μα αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή...

Ας κλείσουμε όμως με κάτι αισιόδοξο. Αν βγάζει νόημα δηλαδή η αισιοδοξία...



Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024

Κι η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει

Όχι, όχι αυτό δεν είναι τραγούδι/ είναι η τρύπια στέγη μιας παράγκας/ είναι η γόπα που μάζεψε ένας μάγκας/ και ο χαφιές που μας ακολουθεί


Όχι, δεν είναι ανασκόπηση. Δεν είναι ένα κείμενο τύπου «24 γαμάτα πράγματα που έμαθα τη χρονιά που μας πέρασε». Ούτε έχει ψαγμένους συμβολισμούς με τα ισάριθμα γράμματα του αλφάβητου, που είναι δύο φορές το δωδεκάθεο -τυχαίο; Στιγμή του αναγκαίου και αυτό;

Όχι, όχι αυτό δεν είναι τραγούδι, ούτε το «πολυαναμενόμενο βιβλίο του Νιόνιου», που έβαλε νιονιό, αγάπησε το σύστημα και τον χαφιέ που τον ακολουθεί. Είναι απλώς μερικές ψηφίδες, μεταμοντέρνα ερριμμένες, για όποιον τυχόν τις βρει χρήσιμες. Και μοιάζει με το 24άρι χρονόμετρο στο μπάσκετ, που κυλάει αντίστροφα μόλις πιάσεις την μπάλα, υπό τους ήχους του τιρινίνι, του Καρβέλα και της Βίσση, που δεν είναι λύση, αλλά ακόμα γεμίζει στάδια, γιατί κατά βάθος ποτέ δεν ξεπεράσαμε τη δεκαετία με τις βάτες και τις περμανάντ -ουδέν μονιμότερο.

24. Κάτι σάπιο κινείται στο βούρκο της γραφειοκρατίας και τα πλάσματα του βάλτου στρέφονται το ένα ενάντια στο άλλο. Ο αιώνιος -σαν τον Γιουλ- Παναγόπουλος στοχοποιεί τον -επίδοξο διάδοχο- Καραγεωργόπουλο και στηρίζει υπόγεια άλλα ψηφοδέλτια, όπως στην ΟΤΟΕ, που έγινε κομπρεμί με τη ΔΑΚΕ. Αλλά η καλή, ανεξάρτητη ΕφΣυν πέτυχε λαβράκι πως όλα αυτά έχουν την ανοχή -αν όχι τη στήριξη- του ΠΑΜΕ. Τα κόμπλεξ και ο βήχας δεν κρύβονται.

23. Τι πιάνουν οι κεραίες της κε του μπλοκ για τον μικρόκοσμο του εξωκοινοβουλίου; Ότι η Αρις έχει εσωτερικά ζητήματα και ίσως επίκειται άλλη μια διάσπαση, ανάμεσα στους φόλα (φιλο)ΚΚΕ και όσους θέλουν αποστάσεις και προσχήματα. Ναι αλλά με ποιους είμαστε; Άσπρη Αρις, μαύρος γάτος, το θέμα είναι να πιάνει τα ποντίκια που εγκαταλείπουν το καράβι και να χτίζεται η κοινωνική συμμαχία. Τι έχουν να χωρίσουν λευκοί και νέγροι γάτοι;

22. Πόσο ευρύχωρο (λαρτζ) είναι αυτό το κόμμα -και η συμμαχία του! Το τελευταίο διάστημα ήταν καλεσμένοι σε ημερίδες και επιστημονικά συνέδρια, μεταξύ άλλων: ο Σαραντάκος -γνωστός και από παλιότερα σχόλιά του στο μπλοκ που αυτοδιαγράφηκαν όπως τα μηνύματα του Κουίμπι στον Σαΐνη- και ο πάλαι ποτέ σοβιετικός κυριούλης, που είχε γράψει και ένα άρθρο στον Ρίζο. Ο μεν πρώτος είναι δηλωμένο μέλος της ΝεΑΡ, δηλαδή της μνημονιακής, νατοϊκής αριστεράς, που επιστρέφει οσονούπω στον ΣΥΡΙΖΑ, ψάχνοντας τη μεγάλη αγκαλιά του νέου σοσιαλδημοκρατικού πόλου -δηλαδή του ΠΑΣΟΚ. Ενώ ο δεύτερος στηρίζει στα κρυφά και Μητροπάνο, αλλά ουδέποτε δηλωμένα, για να μη χαλάσει καρδιές και δημόσιες σχέσεις.


Αλλά καλώς έγινε και καλώς ήρθαν. Κι άσε τον (πάλαι ποτέ) Σπαρίλα να λέει τα δικά του.


21. Δε θυμάμαι σε ποιο φετινό ανάγνωσμα το διάβασα, αλλά πήγαινε περίπου ως εξής.

-Τι είναι ηθικό/νόμιμο; ρώτησαν σε μια λαϊκή σύναξη τους παρόντες.
-Αυτό που πρέπει να κάνουμε, είπε δειλά ένας χωρικός -ή κάτι αντίστοιχο.
-Και τι σημαίνει έλλειψη ηθικής/νομιμότητας; ήταν η επόμενη ερώτηση.
Αμήχανη σιωπή, που την σπάει μια εξίσου ντροπαλή απάντηση.
-Να μη μας λέει κανείς τι να κάνουμε...

Ελπίζω να μην το διαστρεβλώνω πολύ από μνήμης. Ακόμα κι έτσι, έχει τροφή για σκέψη.

20. Εσείς γνωρίζατε ότι το ιδιόλεκτο ημών των βορείων διαφέρει από αυτό των νοτίων ακόμα και στη νοηματική γλώσσα; Κι ότι έχει μικρές διαφορές -πχ στο ταξί, αν το συγκράτησα καλά; Και πώς διάολο προέκυψαν αυτές οι διαφορές;

Μήπως, επίσης, γνωρίζατε πως πάνω από τα Τέμπη, όταν πέφτει ψύχρα, λέμε ότι «έβγαλε κρύο», ενώ οι σφοι χαμουτζήδες λένε ότι «έβαλε κρύο»; Είναι μια στιγμή παραφροσύνης, να βάζεις σπυράκια από το κακό σου...

Η βεβαιότητα ότι η μαρξιστική μας παιδεία, η συντροφική μας ιδιότητα και η αίσθηση σοβαρότητας που μας διακατέχει εν γένει, θα μας επιτρέψει να βρούμε άκρη και θα μας αποτρέψει από καβγάδες και ακρότητες, όταν τεθεί στο τραπέζι το ζήτημα για τα τυριά και τα κασέρια (όπως λέμε queso στα ισπανικά, kase με ουμλάουτ στα γερμανικά κτλ), είναι μία από τις μεγάλες αυταπάτες που τρέφουμε.
Εκτός κι αν μιλάς με ενδοτικούς ριψάσπιδες -έρχονται οι αθηνέζοι και αλλοιώνουν τον μπολιτιζμό μας.

19. Οι ελιές με μπούκοβο μετράνε πολύ -αν αντέχεις τις πικάντικες γεύσεις. Το think tank θα ήταν πολύ πιο εύηχος όρος ως «χαβούζα ιδεών». Και η Αθήνα θα μπορούσε κάλλιστα να λέγεται Χαβούτζα, κατά το Φαλούτζα. Ευχαριστούμε πολύ, περνάμε στο επόμενο παρατράγουδο.

18. Ο Στεφ Κάρι άλλαξε το μπάσκετ όσο κανείς στον αιώνα μας -και ίσως μόνο γι’ αυτό να αξίζει να μπει στη συζήτηση για το κατσίκι. Αλλά θα έχουμε πάντα το Παρίσι, για να θυμόμαστε πως είναι αμερικανάκι σαν όλους τους άλλους, δηλαδή άκρως αντιπαθής σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα. Και το ΝΒΑ δε βλέπεται -στην κανονική διάρκεια και γενικώς- κυρίως γιατί δε γίνεται να αποκτήσει κανείς ρυθμός -από τους παίκτες, ως τους θεατές- με τόσες διακοπές για διαφημίσεις.

Η Ευρωλίγκα αισθάνεται ντιβόσο-ντιβόσο για τα λεφτά και μόνο και στέλνει το φετινό Final Four στ@ μπασκετομάν@ Άμπου Ντάμπι. Ενώ η ΟΥΕΦΑ πανηγυρίζει για το νέο σύστημα διεξαγωγής του ΤσουΛου, γιατί μείωσε λέει τα βαθμολογικά αδιάφορα ματς -εν μέσω γενικής αδιαφορίας. Ή ίσως γιατί εφηύρε ένα δυσνόητο σύστημα που συγκρίνει μήλα με πορτοκάλια και συναγωνίζεται ευθέως αυτό του Nations League.

17. Πέτυχα σε ένα βιβλίο τη φράση «εσάς συμπεριλαμβανομένου» και σκάλωσα. Είναι άραγε λάθος μετάφραση ή μένει πιστή στο γράμμα και το πνεύμα του παραλογισμού του πληθυντικού ευγενείας;

Θα υπάρχει πληθυντικός στον σοσιαλισμό -πέρα από τον πληθυντικό της συλλογικότητας, των μαζικών στόχων και των οργανωμένων ονείρων μας που γίνονται πράξη; Κι είναι ασφαλές κριτήριο, για μια επανάσταση, η κατάργηση των τύπων και της υποτελούς νοοτροπίας του ραγιά που κρύβουν επιμελώς πίσω τους -όπως στη Βαρκελώνη του ’36; Ή μήπως αυτό μένει στους τύπους και χάνει την ουσία -όπως στη Βαρκελώνη του ’36;

16. Narr λέει, στα γερμανικά, σημαίνει παλαβός και ανόητος.

Σε άλλα νέα, το ΠΡΙΝ της ανεξάρτητης αριστεράς απαντά στη δική μας εξαρτημένη και κάποια σχόλια του Ριζοσπάστη για τη Συρία και τους πανηγυρισμούς στο Σύνταγμα για την «απελευθέρωση» -όχι της Αθήνας. Βάζει λοιπόν την ανακοίνωση του ΝΑΡ, την ανακοίνωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, εξηγεί πόσο ελπιδοφόρα ήταν η αραβική άνοιξη -αλίμονο-, κάνει κριτική στο ΚΚΕ που συντάσσεται λέει με τον εθνικισμό της δικής του αστικής τάξης -της ελληνικής- και καταφέρνει κάτι σπουδαίο και μοναδικό: να μη δει τον ελέφαντα στο δωμάτιο (αν κι εδώ χρειαζόμαστε κάτι πιο εμφατικό, πχ ελέφαντα στο αυτοκίνητο -αλλά με τη στρατηγική στο τιμόνι πάντα), που είναι η στάση του ΣΕΚ, που συμμετείχε ολόψυχα στους πανηγυρισμούς. Οι Σεκίτες δεν υπάρχουν, είναι ηθοποιοί -ή παλιάτσοι ή κάτι αντίστοιχο!

Κάνει δηλαδή ό,τι ακριβώς έκανε και με τη διαβόητη εκλογική στήριξη στον Δούκα, στον δεύτερο γύρο (του δήμου Αθηναίων εννοώ, αν και δεν παίρνω όρκο τι έκαναν ανεπίσημα και στις εκλογές του ΠΑΣΟΚ). Και αν δε βλέπεις πουθενά κανέναν ελέφαντα, δε χρειάζεται να αποδείξεις ότι δεν είσαι/είναι τέτοιος.

15. Ως πότε παλικάρια;
Ως πότε θα πανηγυρίζουμε (το -με εντός εισαγωγικών) παρδαλές ανοίξεις και τις νίκες του ιμπεριαλισμού ως δικές μας;
Και στον αντίποδα.
Ως πότε θα ξεχνάμε να βλέπουμε ταξικά το εθνικό ζήτημα και θα λέμε μόνο «εκτός από τις τάξεις υπάρχουν και τα έθνη» -και εκτός από τον ιμπεριαλισμό η μοναξιά»; Ως πότε ο ιμπεριαλισμός θα νοείται ως δράση κάνα δυο υπερδυνάμεων -ή βασικά μιας- χωρίς άλλες βαριές αναλύσεις και πολλά ταξικά «βαρίδια»;
Ως πότε θα ζούμε στα στενά και σε αυτές τις Συμπληγάδες;

14. Τα σύννεφα του πολέμου πυκνώνουν. Αλλά ο (τρίτος παγκόσμιος ή όπως αλλιώς αποκληθεί) πόλεμος είναι ήδη εδώ. Στη Μέση Ανατολή, στην Ουκρανία, στην Αφρική, στις δεκάδες πολεμικές εστίες ανά τον κόσμο. Και προπαντός στη δράση του δικού μας κράτους, τις πολεμικές αποστολές -που βαφτίζονται ειρηνικές, όπως στο σχήμα «ψάρι-κρέας»-, τις φρεγάτες, τις βάσεις του θανάτου κτλ. Πρέπει δηλαδή να γυρίσουν πίσω φέρετρα με σημαίες, για να δουν κάποιοι την εμπλοκή της Ελλάδας και να αφυπνιστούν; Ή μήπως τα Τέμπη δείχνουν πως ούτε αυτό είναι αρκετό; Ο θάνατος προβάλλεται ως εικόνα στις ειδήσεις κι έγινε μακάβρια συνήθειά μας. Βοήθειά μας...

Γέφυρα

Ο Φρανκ Οπενχάιμερ -ο μικρός αδερφός του Ρόμπερτ-, που ήταν κομμουνιστής στα νιάτα του-, έλεγε ότι αν ο κόσμος (ο λαός) δεν καταλαβαίνει τον φυσικό κόσμο γύρω του (γιατί απέτυχαν οι επιστήμονες να τον εξηγήσουν με απλό, κατανοητό τρόπο), μαθαίνει να αδιαφορεί για το περιβάλλον του και αυτό επεκτείνεται στον κοινωνικό, πολιτικό τομέα. Αλλά...

13. ...ο μοναδικός τρόπος να έπαιρνε το Νόμπελ ο αδελφός του, θα ήταν να είχε γεννηθεί - μεγαλώσει στη Σοβιετική Ένωση, να έφτιαχνε για δικό τους λογαριασμό την ατομική βόμβα, αλλά να εξέφραζε αντίστοιχους προβληματισμούς για τη χρήση της, για να τον επιβραβεύσει πρόθυμα η Δύση, σαν «αντιφρονούντα» και μια γενναία ανεξάρτητη φωνή που καταπνίγεται. Τώρα όμως, η ιστορία του πέρασε στα ψιλά της Ιστορίας, ενώ η ταινία για τη ζωή του επισκιάστηκε από τον ροζ δικαιωματισμό της Μπάρμπι.

Παρεμπιπτόντως, αν κάποιος σοβιετικός επιστήμονας είχε υποστεί τα μισά από όσα βίωσε ο Οπενχάιμερ -και το ανελέητο κυνήγι μαγισσών εναντίον του- θα είχε γίνει παγκόσμιο σύμβολο της δημοκρατίας. Η Σοβιετία όμως είχε ανέκαθεν κακούς μάνατζερ στη διαχείριση εικόνας και η διεθνής κοινή γνώμη δείχνει να σοκάρεται επιλεκτικά με κάποια φαινόμενα. Η μαύρη αγορά και η διαφθορά, η πορνεία και η δράση της μαφίας είναι κόλαφος για τις χώρες του υπαρκτού. Όταν όμως τα βρίσκουμε μπροστά μας, εδώ και τώρα, τείνουμε να τα προσπερνάμε με ελαφριά καρδιά. Έλα μωρέ τώρα...

Κι αυτό, στον βαθμό που δεν είναι καρπός της αστικής προπαγάνδας -που είναι-, δείχνει ίσως πόσο υψηλές προσδοκίες έχουν οι λαοί από όσους θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο -κι ας μην είναι τέλειοι.

Ιντερμέδιο

Ποίηση (τέχνη) είναι οι αγώνες του λαού. Κάποιοι νομίζουν ότι αγωνίζονται να αλλάξουν τον κόσμο. Κάποιοι βαυκαλίζονται ότι είναι κομμάτι του λαού. Πλαστουργοί της νιας ζωής. Και ποιητές των πάντων. Είναι όμως;

Συνεχίζεται (λογικά του χρόνου)...

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024

Πεθαμένη στα γέλια - Στο κυνήγι της βασικής αντίθεσης

Επανασύνδεση με τα προηγούμενα:

Η Σαλούγκα είναι η πόλη των αντιθέσεων: δύο κόσμους έχει η ψυχή μου, δύση και ανατολή, τα αντίστοιχα προάστια, ο Λεξ που τα παντρεύει, γεμίζει στάδια στο κράτος των Αθηνών, που μας προσάρτησε και μας έκανε ανθυποπινέζα στον χάρτη, να ψάχνουμε τι μας φταίει στη γεωγραφία αντί να βρούμε την αντίφαση που κινεί την ιστορία ή κρατά σταματημένο το ρολόι της, όσο μένει ανεπίλυτη, σαν Γόρδιος Δεσμός. Κι άντε ο Δεσμώτης να διακρίνει το κύριο από το δευτερεύον και να βρει την απάντηση στο Αίνιγμα της Σφίγγας -είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε.

Ναι αλλά ποια είναι η βασική αντίθεση της Σαλονίκης;


Είναι ότι μένει στάσιμη, παρκαρισμένη, σα να φοβάται να χάσει τη θέση της, σε μια πόλη όπου δε βρίσκεις πού να σταθμεύσεις κι οι οδηγοί παίζουν μουσικές καρέκλες. Και δεν υπάρχουν ελεύθεροι χώροι, είναι ηθοποιοί -σαν κι εμάς.

Είναι Παπάζογλου, Νταράλας κι οι Κατσιμίχα. Ότι όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν, όπως έλεγε ο λαϊκός βάρδος που ξεκίνησε από τους Ολύμπιανς του Πασχάλη -στιγμιαίο λάθος στην καριέρα του. Ναι αλλά τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Ίδια πρόσοψη, ίδια κτίρια, ίδιο σκηνικό, σαν ανέβασμα παράστασης, κι εμείς -που δεν υπάρχουμε- κομπάρσοι στη ζωή μας, στο εξής θα παίζουμε σε αυτόν τον θίασο μόνο ως φαντάσματα -στην πόλη των Φαντασμάτων-, βουλιάζοντας στην κίνηση, που είναι ευφημισμός, ακίνητοι στο μποτιλιάρισμα, σαν μολυβένια στρατιωτάκια -δεν υπάρχουμε, είμαστε play mobil, αλλά ούτε mobil, ούτε με ακίνητα -τα πήρε η τράπεζα.

Είναι ότι η πόλη δεν ξέρει πού να βάλει τόσα ΙΧ, αλλά ονειρεύεται fly over και υποθαλάσσια, για να προσελκύσει κι άλλα. ότι έκανε 30 χρόνια να φτιάξει ένα Μετρό, που δεν ήταν σίγουρη αν το χρειάζεται, ούτε είναι ιδιαίτερα χρήσιμο -όπως έγινε. Ότι έχει τον ωραιότερο σταθμό του κόσμου, τους πιο υπερσύγχρονους σταθμούς που στάζουν (απ’ την γκάβλα, σαν σιροπιαστό) και βγαίνουν εκτός λειτουργίας, πριν καν μπουν εντός της.

Ότι πέρασε στην εποχή της πλήρους, ανεπτυγμένης εμπορευματοποίησης, με συρμούς χωρίς οδηγούς -για να μην έχουμε και απεργίες- αλλά τα μισά μηχανήματα δε δουλεύουν -χωρίς να έχουν Σωματείο και αιτήματα-, αποχή κοντά στο 50%.
Ότι το σύστημα σκάβει το λάκκο του, σαν γερο-τυφλοπόντικας, ενώ ο μετροπόντικας έκανε 40 χρόνια να τελειώσει τις τρύπες του και το προλεταριάτο κάνει μια τρύπα στο μετρό, όσο δε συνειδητοποιεί τον ρόλο του ως νεκροθάφτης του κόσμου της εκμετάλλευσης, που στέλνει πάνω μας κοράκια, με νύχια γαμψά.

Ότι καίγεται να αναδείξει το παρελθόν της -ρωμαϊκό, βυζαντινό, οθωμανικό- και τους μνηστήρες της. Παραλίγο όμως να καταστρέψει τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα της σκαπάνης, που βρέθηκαν στο λάθος μέρος, σε λάθος σύστημα. Κι έχει μια άδεια προθήκη, για να εκθέσει το μέλλον και τις προοπτικές της, σαν κενοτάφιο μια ζωής εν τάφω, όπου υπάρχουν ωστόσο διαζώματα, Άνω και Κάτω Τούμπα (=τύμβος, =τάφος) για βολεμένους και για βύσματα.

Ότι κάποιοι ασφυκτιούν με τον επαρχιωτισμό της και την έλλειψη φιλοδοξίας της, την θέλουν ζωντανή, δυναμική και εξωστρεφή, τουριστικό προορισμό, θρησκευτικό κέντρο -με σαράντα εκκλησιές σε ακτίνα ενός τετάρτου. Κι άλλοι δεν αντέχουν τόσο τζεντριφικέσο κι αναπλάσεις, την υπόγεια μεταμόρφωσή της, ότι δε βρίσκουν ένα μέρος να φαν, φτηνό κι αυθεντικό, που να μην απευθύνεται στην τσέπη τους και στους τουρίστες.

Ότι οι επισκέπτες της την κορτάρουν, την λένε ερωτική πόλη, όμως όλοι την θέλουν για το φαΐ της, γιατί ο έρωτας περνά από το στομάχι και νηστικό αρκούδι δεν πηδάει.
Ότι μοιάζει πόλη για να ζεις, αλλά για λίγες μέρες, δεν είναι για χόρταση, αλλιώς σου πέφτει βαριά και ασήκωτη, σαν την κουζίνα και την υγρασία της, που τρυπάει κόκαλα.
Ότι έχει ανοιχτούς ορίζοντες, θέα στο πιάτο τον Όλυμπο. Αλλά η ομίχλη σκεπάζει τα πάντα σαν πέπλο και το βλέμμα μετά βίας διακρίνει τον Πύργο στην παραλία.

Ότι η υγρασία φέρνει μούχλα στα μυαλά αλλά δε διώχνει την ξεραΐλα των ντόπιων, που κάποτε θαύμαζαν τον Μοσκόφ και τώρα περνάν για σπουδαία λογοτεχνία τον Ζουργό και τον Σκαμπαρδώνη, που αυνανίζεται με ό,τι (του) θυμίζει πατρίδα -στρατός, σημαίες, Χριστούγεννα κτλ.
Ότι ήταν κάποτε χωνευτήρι λαών και πολιτισμών, ενώ τώρα σταυροδρόμι ψέκας, σωβινισμού και ακροδεξιάς βλακείας, ιδανικό λίπασμα για κάθε λογής φρούτα: από Παΐσιο (Νίκη) και Βελόπουλο μέχρι κάθε λογής Λεβέντη.
Ότι το φοιτηταριάτο κατακτά το κέντρο της, σε ξεγελά δίνοντας μια ψευδαίσθηση ζωής. Αλλά όποιος θέλει να δουλέψει στο αντικείμενο, πρέπει να ξενιτευτεί στην Αθήνα κι άλλους προορισμούς του εξωτερικού. 

Ότι όλα είναι μινιόν -κι ας μην έχει τέτοιο, από τις αποστάσεις ως τους ορίζοντες, εκτός από τις μερίδες στα πιάτα -ή στο χέρι. Όποιος χάνει στα λεφτά, κερδίζει στα πιτόγυρα.
Ότι η βαρυστομαχιά και το βαρύ κλίμα παντρεύονται με μια ελαφρά, χαλλαρή διάθεση και μπόλικα λάμδα όπως Λένιν, Λίμπκνεχτ, Λούξεμπουργκ «σε λέω», Λητή και Λαγυνά, Λαγκαδάς και Λαγκαδίκια ή Λουδίας -ωραίο συγκρότημα.

Ότι η πόλη βουλιάζει κάθε νύχτα στη στεριά, στην ωραιοπάθεια και τη νοσταλγία, περασμένα μεγαλεία, ακόμα και στα αθλητικά.
Ότι γερνάμε με τις δάφνες του παρελθόντος και την αυταπάτη πως θα ξαναφέρουμε το μπάσκετ στον Βορρά χωρίς λεφτά, αλλά τρώμε 30 πόντους στο Παλέ από την Καρδίτσα Γεωπονική (λες και την μπέρδεψε ο Έβερτ με τους Μπουλς του Τζόρνταν) και 50 από τα δεύτερα του ΠΑΟ.
Ότι αποχαιρέτησε συγκινημένοι τον Μπουτάρη, που -χώρια όλα τα άλλα- πρότεινε, σαν γνήσιος επιχειρηματίας, να γίνει πράξη το σύνθημα «μια πόλη - μια ομάδα», σε κάθε άθλημα: ο ΠΑΟΚ στο ποδόσφαιρο, ο Άρης στο μπάσκετ και ο Ηρακλής στο βόλεϊ.
Ότι όλο σχεδόν το νοτιομακεδονικό έθνος δεν προσκυνά σώβρακα και φανέλες, αλλά τα αφεντικά των ομάδων τους. Και ενώ έπαθαν -δεινοπάθησαν για την ιστορική ακρίβεια- με Μπατατούδη, Κοντομηνά, Μυτιληναίο κτλ, δεν έμαθαν και τα μυαλά τους πονάνε πώς να βρουν Ιβάν στη θέση του Ιβάν -που είναι άρρωστος, αλλά έχει γίνει ήδη εικόνισμα για τους πιστούς.

Ότι κλιματικά, γαστριμαργικά, ακόμα και πληθυσμιακά πριν από έναν αιώνα (και κάτι ψιλά), η πόλη αυτή ανήκε στα Βαλκάνια κι οι Έλληνες ήταν μικρή ψηφίδα στο μωσαϊκό των κατοίκων της. Βρέθηκε όμως κλεισμένη στα σύνορα ενός εθνικού κράτους, να αναζητά την πυξίδα της στην ιστορία. Ο αστυφύλακας ταυτότητα ζητάει, μα αυτή την ψάχνει απ’ τα 19(12). Και βουλιάζει κάθε νύχτα στη στεριά.

Ότι κάνει «κρα» για τουρίστες και συνάλλαγμα, αλλά καιγόταν να διώξει τους αλλοεθνείς, για να αποκτήσει συνοχή και δεν έχει μάθει ακόμα πως το μεγαλύτερο βιολογικό πλεονέκτημα στην εξέλιξη είναι η ποικιλία.
Ότι καμαρώνει ο καθένας σαν Σαλονικιός, αλλά είναι ζήτημα αν έχουν εντόπιες ρίζες σε βάθος δύο γενεών. Οι πιο πολλοί είναι Σερραίοι -σαν τις μπουγάτσες- ή πρόσφυγες Μικρασιάτες, που μαθαίνουν να μισούν τους «ξένους». 

Ότι η βασική αντίθεση παραμένει αυτή μεταξύ κεφαλαίου εργασίας, της νεκρής εργασίας που ρουφά σαν βρικόλακας υπεραξία για να επιζήσει και της ζωντανής που όταν δεν την απομυζούν, νιώθει πως περισσεύει και μισεύει, με μάτια δακρυσμένα.
Αλλά με τόσες αντιθέσεις, παράγωγες και δευτερεύουσες, κάποιοι χάνουν τα ταξικά γυαλιά τους, βλέπουν εχθρούς που δεν υπάρχουν και ετοιμάζονται να γίνουν κρέας στα κανόνια, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα, προσμένοντας ίσως κάποιο θάμα, στη ζωή τους τη μισή, που μισεύει λίγο-λίγο χωρίς να το καταλάβουν.
Θε μου πόσες αντιθέσεις ξοδεύεις, για να κρύψεις την κυρίαρχη.

Κι όμως, εδώ επιβιώνει η τελευταία κόκκινη φωνή στα ερτζιανά, ο 904, που δεν ακολούθησε τη μοίρα του μεγάλου αδελφού (του 902), γιατί είχε κάπως διαφορετικό καθεστώς και έξοδα λειτουργίας.

Βρίσκεις την παλιά καλή συχνότητα, αριστερά στην μπάντα των FM -αρχαίο όνομα, που δεν είχε προβλέψει την ψηφιακή εποχή και τις αλλαγές στο πολιτικό κριτήριο. Ακούς σαν μελωδία στα αυτιά το δελτίο, για τους κόκκινους βουλευτές που καταρρίπτουν ένα-ένα τα επιχειρήματα της αστικής προπαγάνδας για τον προϋπολογισμό -μες στο σπιτάκι τους, σκέφτεσαι, ακόμα υπό την επήρεια του «Μετρόπολις».
Καλησπέρα από την κατακόκκινη Σαλούγκα.

Σταματάς για μια μπουγάτσα -που βασικά είναι προϊόν ΠΟΠ- κι αγαλλιάζεις πριν καν την γευτείς, στη θέα μιας μερίδας, σχεδόν διπλής. Και στην επόμενη γωνία με το πίτσα-γύρο, που απαντά διαλεκτικά στα ψευδοδιλήμματα -σαν το Κόμμα. Αλλά η μπουκιά στέκεται στον λαιμό, μόλις πέφτεις πάνω στη γιγαντοαφίσα για μια συναυλία παπάδων -όχι Παπαροκάδων. Οκ, κάνουν περιοδεία παντού, αλλά μόνο εδώ ίσως έχουν τέτοια προβολή και νιώθουν στο φυσικό τους περιβάλλον.


Επισκέπτεσαι το Μετρό, που με το ζόρι έπιασε διψήφιο αριθμό σταθμών, για να γίνει ερώτηση στο «Πες-Βρες» κι είναι κρίμα που δεν είχε τερματικούς τη Βούλγαρη και τα Σφαγεία, σαν καλό ανέκδοτο. Μπαίνεις στον συρμό, δε νιώθεις μοναξιά, σου κρατούν συντροφιά οι ανακοινώσεις, κάθε δύο δευτερόλεπτα.

Επόμενος σταθμός (...., 1..., 2...). Πλησιάζουμε στον σταθμό (...., 1..., 2...). Φτάσαμε στον σταθμό (...., 1..., 2...). Ευθυγράμμιση του συρμού.
Και πάλι απ’ την αρχή.

Στα μισά της διαδρομής, νιώθεις πως είστε φίλοι, έτοιμοι να πείτε τα νέα σας. Όχι σαν την ψυχρή πρωτεύουσα, που όλα είναι κρύα και άγνωστα.

Ανεβαίνεις στη Βενιζέλου να θαυμάσεις τον καλύτερο σταθμό του κόσμου -και πώς τον κατάντησαν τώρα- και πετυχαίνεις τύπο (τον κλασικό μαλάκα) να σιχτιρίζει δυνατά για τα αρχαία, που πήγαν 20 χρόνια πίσω το έργο. Δεν είναι βαλτός, είναι ηθοποιός, αλλά εσύ καλείσαι να μάθεις πώς γίνεται η αποστασιοποίηση και να συνεχίσεις τη μέρα, χωρίς συναίσθημα και σιχτίρισμα, όπως απαιτεί ο ρόλος.

Κάπου διάβασα πως ο Βακαλόπουλος -που δεν του έλειπε το ταλέντο και οι εύστοχες επισημάνσεις, αλλά το ταξικό κριτήριο για να τον κάνει πραγματικά σπουδαίο ή σύμβολο μιας γενιάς- έλεγε ότι στη Θεσσαλονίκη δεν μπορείς να μείνεις πάνω από δεκαπέντε μέρες, γιατί θα πεθάνεις από την ευχαρίστηση. Κι είχε δίκιο. Ή περίπου.

Στην πράξη, η Θεσσαλονίκη ως σύνολο είναι μια πόλη που αν αποκτήσει ποτέ συνείδηση του ρόλου της ή αν δει ποτέ το μετρό που της έφτιαξαν, κινδυνεύει να πεθάνει από τα γέλια, μαζί με τους κατοίκους της, όπως στο μυθιστόρημα του Πάμπλο Τουσέτ για το μωσαϊκό της Ισπανίας, που θα έγραφε περίπου τα ίδια πράγματα, ακόμα κι αν ήταν Έλληνας. Η διαφορά είναι πως οι πρωταγωνιστές και οι μειονότητες θα είχαν άλλα ονόματα και το δικό του μπεστ σέλερ θα είχε ελαφρώς παραλλαγμένο τίτλο.

Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σε ένα μπουγατσάν

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Εγώ πότε θα γίνω πρωτεύουσα;

Σαλούγκα, μια πόλη αντιθέσεων. Όχι τόσο κραυγαλέες κι επιθετικές σαν της Αθήνας, όπου συνορεύουν η φτώχεια και η επίδειξη ή τα Εξάρχεια και το Κολωνάκι -σαν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος- ενώ μια λάθος ανέμελη οπορτουνιστική στροφή στου Ψυρρή σε βγάζει στο άγριο, λούμπεν τοπίο της Κουμουνδούρου και την κλούβα που φυλάει τα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ -τι έχουν τα έρμα και διασπώνται; Αλλά πανταχού παρούσες, διαποτίζουν μια φαντασμένη φτωχομάνα -κι άλλη αντίφαση, αυτή εν τοις όροις-, πνιγμένη στα «φι», σαν τη φωτιά του ’17 και τα φαντάσματα του παρελθόντος. Κι αν ζορίζεται να βρει άκρη στο κουβάρι με τις αξεδιάλυτες αντιθέσεις που φτιάχνουν Γόρδιο δεσμό, φταίει ο Αλέκος που δε μας άφησε το σπαθί του και οδηγίες για να βρούμε τον τάφο του, παρά μόνο την αδερφή του, βοϊδοκέφαλους φασίστες που γκαβλώνουν κάτω από τα μπρούτζινα πλουμιστά παπάρια του Βουκεφάλα στην παραλία, κι ένα σωρό αναπάντητα ερωτήματα.


Ζει ακόμα ο βασιλιάς Αλέξανδρος; Αυτός μας οδηγεί -μαζί με Νίκο και Ηφαιστίωνα; Ήταν «αμφί-» και τον έθαψαν στην Αμφί(-πολη); Ή μήπως σκόρπισε παντού, στα πέρατα της αυτοκρατορίας του, σαν το ανέκδοτο με τη μικρή Αννούλα και τη συνονόματη φαιδρά Πορτοκαλέα, που εκπροσωπεί στον Τύπο τον τάφο του; Κι αν είναι θαμμένος σε κάποια τρύπα του Μετρό και τον πριονίσουν, γιατί εμποδίζει την ανάπτυξη και την επέκτασή της;

Ήταν ο πρώτος ιμπεριαλιστής; Κι ο Χριστός (ο πρώτος) κομμουνιστής; Ή τον πρόλαβε ο Λακεδαιμόνιος Άγης κι ο πρωτόγονος κομμουνισμός της Σπάρτης, που συκοφαντήθηκε σαν την «αυτοκρατορία του κακού»; Ή μήπως ήταν η αυτοκρατορία του Νέγκρι; Κι αν η Δηλιακή συμμαχία ήταν κάτι σαν το ΝΑΤΟ της εποχής; Πόσοι μπερδεύουν τα διανοητικά παιχνίδια και τις εξωτερικές ομοιότητες με τα διδάγματα της Ιστορίας;

Έκανε το βασίλειο των Μακεδόνων εξαγωγή κεφαλαίου και βασιλιάδων; Μήπως παρήγε περισσότερες Αλεξάνδρειες και διαδόχους από όσ@ς μπορούσε να αντέξει; Ήταν η Ιψός μια Αλεζία αλά ελληνικά, που ξεχάστηκε χάριν της Ισσού; Ήταν υποτελής κι ελληνόδουλη η περσική αστική τάξη; Μην ήταν κι οι πρώτοι κομμουνιστές της ιστορίας -φάε τη σκόνη τους, Τζίζους- κι ένα είδος σοβιετικής νομενκλατούρας, στον αρχαίο ασιατικό τρόπο παραγωγής -που κάποιοι τον μπέρδεψαν με τη χώρα των Σοβιέτ; Κι αν ο α.σ.π. είναι το τελευταίο σκαλοπατάκι πριν την παράνοια και την πτέρυγα των αντιφρονούντων; -ωραίο όνομα για στήλη, όχι επιτύμβια.

Γιατί δεν έκανε ο αρχαίος κόσμος της δουλοκτησίας το άλμα στην κεφαλαιοκρατία; Ήταν όντως αυτή η εσωτερική λογική της εξέλιξης των πραγμάτων, όπως έλεγε ο Κάουτσκι -αν δεν κάνω λάθος; Ήταν ιστορικό πισωγύρισμα ο συκοφαντημένος Μεσαίωνας και η «υποβάθμιση» των πόλεων έναντι των φέουδων; Πώς βρήκε ο Αριστοτέλης τη διπλή ιδιότητα των πραγμάτων, που έχουν μια αξία χρήσης και μια αφηρημένη ανταλλακτική αξία, για να βγουν στο παζάρι; Γιατί επιμένουν σήμερα να αγνοούν όσα ήξερε ο Σταγειρίτης στην εποχή του; Και γιατί ο σύντομος εικοστός αιώνας παρέμεινε σύντομος; Γιατί έμεινε μετέωρο το βήμα του πελαργού και το άλμα στην κοινωνία του μέλλοντος;

Πότε θα πάψουν να λεν νυφούλα τη Νύμφη του Θερμαϊκού; Πώς έγινε η (μπίρα) Νύμφη - νυμφίδιο του (κάθε) Σαββίδη, λεφτόδουλη και άχαρη; Πότε θα πάψει να πιστεύει αφελώς όσους της τάζουν γάμο και ανάπτυξη, ενώ τους νοιάζει μόνο η αρπαχτή; Να ξεπουλά την ψυχή της στο χρήμα και κάθε απόγονο γερολαδά, που περνιέται για αυτοδημιούργητος, αυτός και η υπεραξία που καρπώνεται;

Τόσα δίνω, πόσα θες
Στα γερολαδάδικα πουλάν αυτό που θες

Γιατί περνάνε για Σαλονικιό τον Μητροπάνο; Πόσοι έμαθαν να λεν, σαν κι αυτόν, κάνα λάμδα παραπάνω, χωρίς να είναι απ’ τα μέρη μας; Κι αν το βαρύ λάμδα -με βαριά παλικαρίσια αναπνοή- είναι καταλανικό; Λες να το έφεραν τελικά οι Σεφαραδίτες και να χαθεί μαζί τους, με τα χρόνια, σαν τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της πόλης; Ή είναι απλώς κατάλοιπο της Πόλης, που είναι μεγαλογραφία της δικής μας; Σαν την αιτιατική στο έμμεσο αντικείμενο -με, σε, τον/την και το παπάκι; Τότε, γιατί γελάνε όσοι ονειρεύονται «να πάρουμε την Πόλη»; Δε θα ’ταν προτιμότερο να τη φάμε; Γιατί δε γελάνε και στον πληθυντικό -μας, σας, τους/τις και το παπάκι; Γιατί ο μόνος «πληθυντικός» τους στόχος είναι η «μεγάλη Ελλάδα» και όχι η τάξη τους; Γιατί πιστεύουν πως θα τους κάτσει η καλή, για να αλλάξουν τάξη και όλο μένουν στην ίδια τάξη στο μάθημα της ταξιγνωσίας-ταξισυνειδησίας;

Πότε θα νικήσει αυτή η πόλη τα απωθημένα της; Πότε θα απλώσει σεντόνι -στην Τούμπα ή κάπου αλλού- να αποδείξει τη χαμένη της παρθενιά, άσπιλη και κατάλευκη, όσο και ο Πύργος της; Πότε θα γίνει ξανά συμ-βασιλεύουσα; Και βασικά πότε θα γίνει πρωτεύουσα -των Βαλκανίων και γενικώς; Πρωτεύουσα, διοικητικά μιλώντας, όχι της ψέκας και της μεγάλης ιδέας -που έχει για τον εαυτό της...

Ως πότε θα σκεπάζει ο γύρος, το μπούκοβο και η κουζίνα την προχωρημένη της σήψη; Ως πότε θα περνιέται για ερωτικό και Εύοσμο ένα αστικό κέντρο που πνίγεται στην μπόχα του Θερμαϊκού και -πρωτίστως- την ανθρώπινη; Που σωρεύει τόνους βρωμιά, δίποδα σκουπίδια και άλλα φρούτα που δεν μπορεί να κάψει η μονάδα στην Ευκαρπία -πήξαμε στους ευφημισμούς; Πότε θα φυσήξει ένας Βαρδάρης να τα σαρώσει όλα, να «ξεβρωμίσει ο τόπος» -πχ από τους φασίστες που αγαπούν αυτήν τη φράση;

Πώς έφτασε το επίδοξο «κέντρο των Βαλκανίων» να γίνει «τρύπα στη γεωγραφία», κοντά στην πινέζα του χάρτη του ελληνικού κράτους; Πότε έπαψαν να είναι κόκκινα τα δυτικά προάστια; Γιατί τα λέμε δυτικά, αφού είναι προς τα βόρεια; Γιατί οι ανατολικοί δεν πάνε ποτέ προς τα δυτικά; Γιατί ο Λεξ το παίζει ΔΠ, ενώ είναι από την Κηφισιά -της Καλαμαριάς; Και τι φταίει αυτός αν κάποιοι προβάλλουν πάνω του τις δικές τους επιθυμίες για ταξικά ακούσματα;

Πότε γέμισαν νεόπλουτους οι προσφυγικές περιοχές -από το Πανόραμα ως την Καλαμαριά; Πόσοι ξέρουν πως το τοπωνύμιο «Καλαμαριά» είναι παραφθορά της «καλής μεριάς» (της πόλης) και δεν αντιστοιχεί στα όρια του σημερινού δήμου; Και πόση ακόμα φθορά -οικονομική και γενικώς- χρειάζεται για να ταχθεί το (Αβάντι) πόπολο της πόλης -που κάποτε διάβαζε «Αβάντι»- με τη σωστή πλευρά της ιστορίας και το συμφέρον της τάξης του;

Πόση πείρα ακόμα χρειάζεται για να σταματήσει να κατηγορεί το «κράτος των Αθηνών»; Πόσα ακόμα εκατομμύρια θα μαζευτούν στην Αθήνα, για να βρουν ότι δεν πάει άλλο; Ότι δεν είναι λύση η λογική «μια χώρα - μια πόλη» και όλοι οι άλλοι να παν να ρημαχτούν;

Πώς έγινε έτσι η πόλη του Μάη του ’36 και της Φεντερασιόν -που έβγαζε την «Αβάντι» σε τρεις διαφορετικές γλώσσες, για να μιλήσει τη γλώσσα της τάξης μας-; Και γιατί δεν άρπαξε από τις φλόγες της Οχτωβριανής η πόλη που κάηκε ολοσχερώς το ’17, για να ξαναχτιστεί περίπου από το μηδέν;

Ως πότε θα ψάχνει σε λάθος αγώνες και στίβους τα «περασμένα μεγαλεία» της; Ως πότε θα ψάχνει στη γεωγραφία -βορράς-νότος κτλ- να βρει τι της φταίει; Και ποια είναι τελικά η βασική αντίθεση που την/μας ταλανίζει;

(Συνεχίζεται...)

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

Κουνούπια του Δεκέμβρη

Τι ήταν ο Δεκέμβρης;

80 χρόνια μετά τη μάχη της Αθήνας, κάθε σχετική ανάλυση καλείται να αναμετρηθεί με το ερώτημα. Κι είναι το καλύτερο τεστ, για να καταλάβουμε κάποιον. Πώς σκέφτεται (α), πώς αντιλαμβάνεται την ιστορία (β) και με ποια πλευρά έχει ταχθεί σήμερα (γ). Σκέφτεται μηχανιστικά, ιδεαλιστική ή υλιστικά; Βλέπει την ιστορία ως σύγκρουση ταξικών συμφερόντων ή ως μια αλληλουχία τυχαίων συμπτώσεων - «ατυχημάτων» και άλματα υποκειμένων (προσώπων, συλλογικών φορέων) στο κενό; Τάσσεται με τον τροχό που κινεί την ιστορία; Με τον βούρκο που την κρατά πίσω; Ή το ίδιο αλλά με άλλη διατύπωση και πολιτικές αποχρώσεις;


Η απλούστερη, αυτονόητη απάντηση στο αρχικό ερώτημα είναι πως ο Δεκέμβρης υπήρξε το προοίμιο του εμφυλίου πολέμου. Σε αυτό συμφωνούν σχεδόν όλοι, το ζήτημα είναι όμως τι αντιλαμβάνονται ως εμφύλιο και πώς τον αποτιμούν.

Για τους πολιτικούς απογόνους της Σκομπίας πχ ο Δεκέμβρης ήταν ένα πραξικόπημα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ενάντια στο κράτος και τη νόμιμη κυβέρνηση. Αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της αντίληψης είναι το πρόσφατο πόνημα των Στάθη Καλύβα - Σπύρου Τσουτσουμπή, που κυκλοφόρησε πρόσφατα με την «Καθημερινή». Μια προσέγγιση που παθαίνει επιλεκτική αμνησία απέναντι στα γεγονότα, για να τα φέρει βολικά στα μέτρα της, αλλά παραμένει συνεπής στην αστική θεώρηση κάθε επαναστατικού επεισοδίου ως πραξικοπηματικής ενέργειας, που παραβιάζει τη φυσική τάξη των πραγμάτων -είτε μιλάμε για τους μπολσεβίκους στη Ρωσία, είτε ακόμα και για παλιότερες αστικές επαναστάσεις, που δε χωράνε στα σημερινά σχήματα.

Υποκύπτω στον πειρασμό και την ένοχη απόλαυση να ξεχωρίσω κάποια βασικά σημεία του πονήματος. Στο αφήγημα των Καλύβα-Τσουτσουμπή δεν υπάρχουν πουθενά δωσίλογοι, παρά μόνο εθνικιστές -sic- που εξαναγκάζονται να ενταχθούν στα Τάγματα Ασφαλείας του Ράλλη, για να αντιμετωπίσουν την «κόκκινη βία» του ΕΑΜ. Το δίδυμο δε δανείζεται απλώς τη φασιστική εκδοχή των γεγονότων, αλλά υιοθετεί ακόμα και τον αυτοπροσδιορισμό τους ως... εθνικιστών, όπως ακριβώς κάνουν οι σύγχρονοι νεοναζί, για να αποτινάξουν τη ενοχλητική ρετσινιά.

Με το ΕΑΜ -σύμφωνα με το δίδυμο πάντα- συστρατεύονται βασικά όσοι βλέπουν στην ένταξη αυτή μια ευκαιρία απρόσμενης κοινωνικής ανόδου, εκτοπίζοντας τις απονομιμοποιημένες παραδοσιακές ελίτ. Παρά τα καιροσκοπικά τους ελατήρια, τα άτομα αυτά συστρατεύονται μαζί του μέχρι τέλους, για να μη χάσουν τα κεκτημένα προνόμιά τους...

Οι δομές άτυπης -σχεδόν κρατικής- εξουσίας που συγκροτεί το ΕΑΜ στα βουνά και η επιβολή του δια της βίας αναγκάζει ένα τμήμα του πληθυσμού να συμμαχήσει, εκόν (Ρήγας Φεραίος) - άκον, μαζί του ή διαφορετικά να διαβεί τον Ρουβίκωνα του δωσιλογισμού. Ακόμα και οι Βρετανοί «σέρνονται» πίσω από την πρωτοβουλία κινήσεων που διατηρεί το ΕΑΜ, επιχειρώντας να (αντι)δράσουν κατευναστικά και να κρατήσουν ισορροπίες, με μοναδικό γνώμονα την ενίσχυση της Αντίστασης, χωρίς στρατηγικό σχέδιο και υστερόβουλες κινήσεις για την επόμενη μέρα -αν και έχει μεσολαβήσει βέβαια η μοιρασιά των Βαλκανίων και του κόσμου σε σφαίρες επιρροής.

Ο μόνος ενεργός υποκειμενικός παράγοντας -από τους άμεσα εμπλεκόμενους στα Δεκεμβριανά- που δρα με τέτοιο σχέδιο είναι το ΕΑΜ-ΚΚΕ, μια «σταλινική πολιτική οργάνωση» που στοχεύει στην εξουσία. Οι τραγικές αντιφάσεις στην πολιτική του γραμμή και τις συμφωνίες που έκλεισε -και δεν αντιστοιχούσαν στον γενικό συσχετισμό δύναμης- δεν αποτυπώνουν κάποιο στρατηγικό έλλειμμα, αλλά την ταλάντευσή του μεταξύ των νόμιμων μέσων και της ένοπλης πάλης -όταν δεν τελεσφορούν τα πρώτα- για την κατάκτηση της εξουσίας.

Το ΚΚΕ δεν εγκλωβίζεται ούτε εκβιάζεται από καταστάσεις και γεγονότα, παρά επιλέγει συνειδητά την ανταρσία του Δεκέμβρη και αργότερα την κλιμάκωση του εμφυλίου, στοχεύοντας εξ αρχής και διαχρονικά στην εξουσία. Το δίδυμο Καλύβα και Τσουτσουμπή δεν μπαίνει στον κόπο να μας εξηγήσει γιατί το ΚΚΕ παρέδωσε οικειοθελώς την εξουσία που ήταν στο χέρι του μέχρι τις μέρες της Απελευθέρωσης, αν ήθελε να την μονοπωλήσει. Αποφαίνεται όμως πως η διαβόητη Λευκή Τρομοκρατία -που καταλαμβάνει ελάχιστη έκταση στη μελέτη τους, σε αντίθεση με τις εκτενείς αναφορές στη μαύρη βίβλο με τα «εαμικά εγκλήματα»- είναι αποσπασματική, πολιτικά ακέφαλη και ιδεολογικά ασύνδετη. Και δεν αποτελεί τον βασικό λόγο που μας οδηγεί στον εμφύλιο, καθώς το 1946 είχε ήδη αποδυναμωθεί δραστικά!

(Αν εξαιρέσουμε δηλαδή τη νοθεία στις εκλογές και στο δημοψήφισμα για την επαναφορά της βασιλείας, τα εκατοντάδες κρούσματα παρακρατικής βίας (επιθέσεις, δολοφονίες, βασανισμοί και βιασμοί) που καταγγέλλει το ΕΑΜ και την οργανική τους σύνδεση με τα σώματα ασφαλείας, η Λευκή Τρομοκρατία ήταν αμελητέα, ελεγχόμενη και πρακτικά σε ύφεση...)

Τέλος, σε όλα τα κεφάλαια του πονήματος υπογραμμίζεται το έκρυθμο κλίμα που επικρατεί ιδίως στην ορεινή επαρχία, οι ταραχές, τα επεισόδια και οι ισχυρές τάσεις εκβαρβαρισμού μιας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού, που ευνοούν τη μαζική βία και τις ένοπλες συγκρούσεις, διαρρηγνύουν τον κοινωνικό ιστό και απονομιμοποιούν την παλιά ιεραρχία, τους πολιτικούς θεσμούς και τους δεσμούς με την επίσημη κρατική εξουσία. Με άλλα λόγια, το έπος της Αντίστασης δεν είναι καρπός κάποιας κοινωνικής ανάτασης και λαϊκής παλιγγενεσίας, αλλά μιας σκοτεινής ταραχώδους περιόδου, που γέννησε μόνο βία, ανομία, απειθαρχία και ανεκτική στάση σε αντίστοιχα φαινόμενα. Κάπως σαν το αλήστου μνήμης σχήμα του Παπανδρέου στον Λίβανο: «σκοτώνουν οι δυνάμεις Κατοχής, σκοτώνουν και οι αντάρτες...»

Το πιο εντυπωσιακό δεν είναι ότι μια τόσο μονόπλευρη, φορτισμένη προσέγγιση πλασάρεται με αξιώσεις επιστημονικού λόγου, αλλά ότι μοιράζεται πολλά κοινά σημεία με άλλες «μετριοπαθείς» αναλύσεις, που είναι πιο προσεκτικές με τα προσχήματα, αλλά καταλήγουν στα ίδια συμπεράσματα από άλλο (τρίτο) δρόμο. Αναφέρω ενδεικτικά μια παλιότερη τοποθέτηση του Σφέτα, που πασχίζει να έχει καλές σχέσεις με όλο το αστικό τόξο.

Αυτή θα ήταν μια πολύ καλή ασίστ για να περάσουμε στους πολιτικούς απογόνους του Σβώλου και του Τσιριμώκου και το σοσιαλδημοκρατικό ιστορικό ρεύμα που αποτιμά θετικά την Εαμική εμπειρία, σε αντίστιξη με τον ρόλο του ΚΚΕ -που ήταν ωστόσο η ψυχή του ΕΑΜ. Και θα ένιωθαν πολύ βολικά με ένα άψυχο, ακίνδυνο ΕΑΜ, που θα κέρδιζε δικαιωματικά μια θεσούλα στο αστικό πολιτικό σκηνικό.

Θα το παρακάμψω όμως για να μείνουμε στην ίδια θεματική, της αστικής ναυαρχίδας, και έναν δημοσιογράφο της που κάνει κατάθεση χολής και κόμπλεξ σε αυτό το κείμενο για την ιστορική έκθεση του ΚΚΕ στο κτίριο της Σανταρόζα (πάρτε βαθιά ανάσα και διαβάστε το, για να γίνουν καλύτερα αντιληπτές οι σχετικές αναφορές που ακολουθούν).

Δεν είναι σαφές αν το «ρεπορτάζ» ξεκίνησε τυχαία από μια βόλτα για τα ψώνια της «Black Friday», οπότε ο συντάκτης περίμενε αντίστοιχες (ιδεολογικές) εκπτώσεις και στον χώρο της έκθεσης. Ούτε αν ένιωσε να ασφυκτιά από το περιβάλλον με τους γυμνούς τοίχους, από τη μονομέρεια και την ιδεολογική προσέγγιση της ιστορίας ή από το χρώμα - στίγμα της συγκεκριμένης πολιτικής ιδεολογίας.

Υποθέτω πως ο δημοσιογράφος της Καθημερινής δεν ένιωσε την ίδια «δύσπνοια» με την αντικομμουνιστική μπόχα ιστορικών σαν τον Καλύβα και το γάργαρο, αποχρωματισμένο ξέπλυμα των δωσίλογων, μακριά από φανατισμούς και δογματικές προσεγγίσεις που τους δαιμονοποιούν ως συνεργάτες των ναζί. Υποθέτω επίσης ότι η συνδρομή ενός σοσιαλδημοκράτη ιστορικού -συνεπώς πολιτικού αντίπαλου, όπως ο Σακελλαρόπουλος- στο αφήγημα της μονομέρειας του ΚΚΕ που διεγείρει πολιτικά το κοινό του, για να το κρατά σε εγρήγορση και να μην το χάσει-, είναι τεκμήριο πολυφωνίας, σαν ηπειρώτικο συγκρότημα. Και πως η επιμονή του συντάκτη στο ψυχολογικό σχήμα περί έξαρσης και πένθους -που προκαλεί η έκθεση στον επισκέπτη-, ενώ ο επιμελητής της σου εξηγεί ότι δε στοχεύουν στη συγκινησιακή φόρτιση του κοινού, πιθανότατα δείχνει τον ανοιχτό ορίζοντα της σκέψης του, παρά τις αγκυλώσεις και τα σκαλώματά του.

Ας δούμε μερικά ακόμα σημεία.

Το... στενό -σαν αυτοάμυνα- κοινό της έκθεσης περιλαμβάνει πολλούς και διάφορους. Μεταξύ άλλων συντρόφους, φίλους, σωματεία, περαστικούς, τουρίστες -που είδαν φως και μπήκαν-, δημοσιογραφικές προσκλήσεις στα εγκαίνια της Έκθεσης και τον τυχάρπαστο εκπρόσωπο της ναυαρχίδας. Η επιλογή ενός εμβληματικού χώρου στο κέντρο εντάσσεται ακριβώς στη λογική της απεύθυνσης σε ευρύτερο κοινό, πέραν της κομματικής βάσης -εκτός και αν με την κριτική περί «χλιαρής επικοινωνίας» ο Ρηγόπουλος εννοεί ότι δεν μπήκαν χορηγοί, διαφημίσεις και εισιτήρια. Αν ναι, έχει απόλυτο δίκιο.

Το ΚΚΕ δεν απέφυγε ποτέ τα δύσκολα ερωτήματα. Δεν είχε πάντα τις καλύτερες απαντήσεις, μαθαίνει όμως, μελετώντας την πλούσια πείρα του. Αντιμετωπίζει τα κρίσιμα θέματα, τα επεξεργάζεται, εντάσσει τις απαντήσεις στην πολιτική ανάλυση και τη (γενναία) αυτοκριτική του. Όπως κάθε αδαής και προκατειλημμένος, ο Τ.Ρ. αιφνιδιάζεται από τους... «τόνους αυτοκριτικής» στην Έκθεση, σύντομα όμως αντιλαμβάνεται πως δεν είναι κάποια δήλωση μετανοίας -όπως ίσως θα επιθυμούσε ο ίδιος- αλλά κριτική στους όρους που θα κάνουν το Κόμμα πιο αποτελεσματικό και τον αγώνα του νικηφόρο.

Αυτό που (παριστάνει πως) δεν αντιλαμβάνεται είναι ότι το ΚΚΕ διοργάνωσε μια ιστορική έκθεση για να προβάλει τη δική του ανάλυση και τα συμπεράσματα που έβγαλε από την ιστορία του -και όχι για να παρουσιάσει - τεκμηριώσει τις γνώμες των άλλων. Αξίζουν πολλά συγχαρητήρια στο Κόμμα, γιατί είναι το μόνο που αναλαμβάνει αντίστοιχα εγχειρήματα και τα φέρνει σε πέρας με άρτιο και αξιόλογο τρόπο, από κάθε άποψη -ακόμα και την αισθητική, που αποτελούσε λόγο κριτικής σε άλλες εποχές. Κι η μοναδική μονομέρεια που θα εντοπίσει κανείς σε όλα αυτά είναι τα σύνδρομα της ναυαρχίδας και η δυσκολία του συντάκτη του να πει την αλήθεια για μια σπουδαία έκθεση, που -ακόμα και αυτός- την επισκέφτηκε δυο φορές.

Ακόμα κι έτσι, πάντως, της κάνει την καλύτερη έμμεση διαφήμιση. Κι όσοι δεν έχουν πάει ακόμα, ας σπεύσουν να το κάνουν ως τις 15 του μηνός.

Φτάνοντας στον επίλογο, μπορεί να μην έχουμε ολοκληρωμένες απαντήσεις στο αρχικό ερώτημα για τον Δεκέμβρη, έχουμε προσθέσει όμως άλλο ένα. Πώς εξηγείται τόσο μένος ενάντια στο ΚΚΕ και την ιστορία του; Προφανώς είναι η ταξική πάλη -που διεξάγεται και σε αυτό το επίπεδο-, τα επιχειρηματικά συμφέροντα που κατευθύνουν την «ανεξάρτητη ενημέρωση», το ταξικό ένστικτο των αστών και η συλλογική μνήμη μιας θανάσιμης απειλής, ο φόβος πως το φάντασμά της πλανάται ακόμα πάνω της και μπορεί να (ξανα)πάρει σάρκα και οστά.

Πάνω απ’ όλα όμως είναι η βαθιά ενόχληση για ένα Κόμμα, με το οποίο πίστευαν πως είχαν ξεμπερδέψει, αλλά συνεχίζει να ζουζουνίζει επίμονα στο αυτί τους, σαν κουνούπι που επιζεί μες στον Δεκέμβρη -και χάρη στον Δεκέμβρη- παρά την κλιματική αλλαγή στον αιώνα μας, που θεωρεί τις εξεγέρσεις μας και τα ΚΚ εκτός του κλίματος. Το δείχνουν ως διαχρονικό κάτοχο της ενοχής -και βασικά ένοχο ως κύρια δύναμη κατά της Κατοχής-, μιλάνε για τα «εγκλήματα» του «αιματοβαμμένου ΚΚΕ», για να ξεχάσει ο κόσμος πως άλλοι του πίνουν το αίμα -κι άντε να αποδείξεις πως η προβοσκίδα δε σημαίνει ότι είσαι ελέφαντας. Απέτυχαν να το εξοντώσουν με φλιτ, Βαν Φλιτ και βόμβες Ναπάλμ ή να το βάλουν στο χέρι με πολιτικά μέσα.

Μπορεί σήμερα να μη φαντάζει ως άμεση απειλή για την εξουσία τους, αλλά ούτε στα χρόνια του Μεταξά έμοιαζε τέτοια. Ο (άγριος) σπόρος όμως μπορεί να ανθίσει ανά πάσα στιγμή και να δώσει τους καρπούς του. Αυτό φοβούνται, αυτό είναι που τους ενοχλεί. Σαν κουνούπι του Δεκέμβρη, που ταράζει τον μακάριο ύπνο τους και τον γεμίζει εφιάλτες, στο μπόι των ονείρων μας.