Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

Ψυχραιμία Ι

Σκόρπιες σκέψεις για τη δεκαετία με τις βάτες, το λουκάνικο 89 και τη σοβαρή πλατφόρμα της σοβαρής συνιστώσας.
Αντί κατεβατού σχολίου στο προηγούμενο κείμενο κι αντί εισήγησης στο τωρινό.


Κι όμως, κάτι σάπιο υπήρχε στο βασίλειο της ελευθερίας. Δεν ήταν όλα ρόδινα, μπρεζνιεφικά πλασμένα. Πιο πολύ προς το ροζ έφερναν. Μέχρι να σπάσει το ρόδι της αστικής εξουσίας, κι η παρθενιά τους που επανορθώσαμε σφιχτά με ράμματα. Κι απέ κι έγινε η αρχή, μπήκαμε και σε δεύτερη στη σειρά, γιατί ο βρεγμένος τις φτυσιές δεν φοβάται και τις περνάει για βροχή.
Το θέμα είναι να βρούμε το γιατί.

Πράγματι, η κνε του γράψα είχε παθογένειες (ο σκεπτόμενος κάποιος πιάνει μερικά πράγματα σε όσα γράφει). Δεν ήταν απλώς οι καλοί του 89, δεν είναι τόσο απλό. Αλλά μόνο αυτό δε φτάνει, δεν εξηγεί τίποτα.

Η άλλη εξήγηση είναι τα δύο συμπληρωματικά κέντρα (αριστερό και δεξιό) που αλληλοτροφοδοτούνταν και πήγαν να διαλύσουν το κόμμα, το οποίο θυμίζει δεκαετία του είκοσι με τρότσκι, στάλιν και μπουχάριν (κι όποιος θέλει συνεχίζει τους συνειρμούς με κεντριστές κι ενωμένη αντιπολίτευση, κρίμα μόνο που τη γλίτωσε ο ανδρουλάκης απ’ τις δίκες της μόσχας).
Ναι, αλλά δεν είναι το ίδιο. Ίσα κι όμοια είναι ο γράψας με μίμη και τομαράκι;

Ας το πάρουμε γενικά. Ο λένιν λέει ότι ο αριστερισμός είναι η τιμωρία για τη δεξιά πολιτική του κόμματος, σχήμα που βρήκε σχεδόν τέλεια εφαρμογή στα τέλη του ογδόντα. Με αυτή την έννοια είναι μάλλον υγιές αντίσωμα σε μια άρρωστη κατάσταση παρά γενεσιουργό της αίτιό, ανεξάρτητα τι ρόλο παίζει στη συνέχεια.
Σε αντίθεση με τον δεξιό οπορτουνισμό, ο αριστερισμός κατά κανόνα ξεκινά από τη βάση και τις καλές της προθέσεις. Θα μου πεις κι ο δρόμος για την κόλαση στρωμένος με τέτοιες είναι, αλλά χωρίς αυτές δεν πας ούτε στον παράδεισο, το πολύ-πολύ στο πασοκ.

Κι όλα αυτά στην περίπτωση που μιλήσουμε για (αριστερό) οπορτουνισμό.
Γιατί για ανθρώπους σαν τον κάππο, δε μου κολλάει ο χαρακτηρισμός. Το ίδιο ισχύει και για πολλούς έντιμους συντρόφους που (τους) έφυγαν τότε. Τι ήταν όλοι αυτοί; Τίμιοι οπορτουνιστές; Στα ελληνικά οπορτουνιστής είναι ο καιροσκόπος. Καιροσκόπος και τίμιος πού ακούστηκε;

Αν ο αριστερισμός είναι παιδική αρρώστια, η νεολαία είναι ομάδα υψηλής επικινδυνότητας. Δε μπορεί όμως όλη η βάση της κνε που έφυγε να ήταν οπορτουνιστές που θέλαν να διαλύσουν το κόμμα. Η νεολαία κάνει βασικά τίμια λάθη καλής προαίρεσης, όχι λικβινταρισμό.

Πού έγκειται λοιπόν ο αριστερισμός;
Στο ότι τράβηξαν το στραβωμένο ξύλο από την ανάποδη και πέταξαν το παιδί μαζί με τα γραφειοκρατικά απόνερα. Μαζί με τις νομοτέλειες που κατέρρευσαν πέταξαν κεκτημένα του μαρξισμού. Άφησαν την κομματική γραφειοκρατία για αυτήν της αμεσοδημοκρατίας. Αρνήθηκαν το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό του λένιν κι έφτιαξαν αναρχία νέου τύπου. Πέταξαν το κόμμα κι έφτιαξαν ρεύμα, νεο-αριστερό και μεταμοντέρνο, συγγενή εξ αγχιστείας των κκ και της φυσιογνωμίας τους. Φτερά και πούπουλα στον άνεμο της αλλαγής.
Τους παρέσυρε το ρεύμα, μάνα (πατρίδα) μου δεν είναι ψέμα.

Δεν είναι οπορτουνιστές τύπου κοτζιά όσοι πήγαν σπίτια τους απογοητευμένοι. Φταίνε κι αυτοί που ζούμε χώρια αλλά η βασική ευθύνη δεν είναι δική τους.
Τα βιώματα είναι ισχυρά. Το πρώτο βήμα πρέπει να γίνει απ’ το κόμμα και να είναι έμπρακτο. Στη δράση, όχι πριν τις εκλογές. Με αυτοκριτική, όχι περασμένα-ξεχασμένα. Με απόφαση συνεδρίου, όχι προφορικό κάλεσμα.

Η τελευταία λέξη του κόμματος για τα χρόνια της αλεζία ήταν στο επαμφοτερίζον 14ο συνέδριο. Το κόμμα το θεωρεί συνέδριο της ανασυγκρότησης, αλλά ήμασταν ακόμα ζαλισμένοι από την ανασυγκρότηση του γκόρμπι και το γρουσούζικο 13ο, όπου ωστόσο μπήκαν οι βάσεις χάρη στη νίκη με σκορ λιμόζ (57-53) επί της ντριμ τιμ των αναθεωρητών του δραγασάκη.
Εκεί η κίνηση με τον τζανή αποτιμήθηκε ως γενικά σωστή. Ας μην περιμένουμε τον τρίτο τόμο του δοκίμιου ιστορίας για να την αλλάξουμε.

Τι θα εξυπηρετούσε όμως μια δήλωση μετανοίας σήμερα; Κανείς ναρίτης δεν πιστεύει σοβαρά ότι το κόμμα θα μπει σε αστική κυβέρνηση. Κι εν πάση περιπτώσει αν ήταν να το κάνει δε θα το σταματούσε μια δήλωση.

Το κόμμα όμως είναι σαν τη γυναίκα του καίσαρα. Δε φτάνει να είναι πρέπει και να φαίνεται τίμιο. Και –το κυριότερο- γενναίο στην αυτοκριτική του, πρόθυμο να πιάσει το παρελθόν του για να εξηγήσει τα λάθη του και πάνω σε αυτή τη βάση να ξαναβρεί τον κόσμο που έφυγε.

Αυτοκριτική που δεν πρέπει να μείνει στο 89, αλλά να πιάσει συνολικά τη δεκαετία με τις βάτες, την ελληνική εκδοχή της αυταπάτης για ειρηνικό πέρασμα και την τακτική στήριξης σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων απ’ τους σοβιετικούς. Κι από αυτή την άποψη είναι άκρως δηλωτικά κι ενδιαφέροντα όσα έλεγαν πχ ο κοτζιάς κι ο μπατίκας (μια συζήτηση που δεν έγινε) για το πνεύμα της περεστρόικα, ενάντια στις νεοσταλινικές πρακτικές, ως προς το βάθος της κριτικής και της ρήξης τους με αυτή την πορεία. Και δεν ήταν οι μόνοι…

Ο ριζοσπαστισμός της μεταπολίτευσης ήταν η πιο ευνοϊκή μεταπολεμική συγκυρία, ετεροχρονισμένη ρεβάνς του εμφυλίου για το προοδευτικό εαμογενές μπλοκ. Το κόμμα όμως έδειξε –όπως και τότε- στρατηγικό έλλειμμα κι εκεί πάτησε το πασοκ για να τον ενσωματώσει και να τον εκφυλίσει.

Ο –σεβαστός και τιμημένος- καπετάνιος γιώτης έσωσε την υστεροφημία του, αλλά δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Το γλίστρημα στις σοσιαλδημοκρατικές αυταπάτες είναι λάθος που το κάναμε μαζί με τους ανδρουλάκηδες. Σε κάθε περίπτωση παραμένει το ερώτημα ποιος τους προώθησε ως το πολιτμπιρό.

Το συμπέρασμα του κόμματος σήμερα είναι περισσότερη επαγρύπνηση για να μην ξανάχουμε μίμηδες. Θέλει όμως επεξήγηση. Επαγρύπνηση δεν είναι να θεωρούμε παρέκκλιση την άλλη άποψη. Επαγρύπνηση σημαίνει έλεγχος από τη βάση, ειδικά στα επαγγελματικά στελέχη, τακτική λογοδοσία, να επιλέγονται όσοι έχουν περάσει από χώρους δουλειάς, να μειωθούν οι κοοπτάτσιες, ώστε κανείς μίμης να μην έχει περιθώρια δράσης.

Αν υπάρχει κάτι που αξίζει σε όσα λέει ο κοτζιάς είναι η καταγγελία των παραβιάσεων της εσωκομματικής δημοκρατίας. Μέσες άκρες το ίδιο είπε κι η αλέκα στον παπαχελά για τα μέλη της κε που το 89 μάθαιναν τα νέα από τις εφημερίδες. Η περιφρούρηση κι η ανάπτυξή της είναι το μεγαλύτερο στοίχημα και κερδίζεται καθημερινά. Αυτή είναι κι η αγωνία του κάππου στο βιβλίο του για το σοβιετικό σχηματισμό και στα σημεία που βάζει για τη δομή του κόμματος.

Αυτά απ’ τη δική μας μπάντα. Αφού την ξεκαθαρίσουμε, μπορούμε να δούμε και το δισάκι των άλλων. Πού ήταν συνοδοιπόροι σε όλη τη διαδρομή, αλλά τους χάλασε ο τελικός προορισμός. Αντέδρασαν στην τελική εκδήλωση, στις συνέπειες, αλλά είχαν ψηφίσει τα αίτια. Συμφώνησαν στη γραμμή του 12ου για αριστερό, προοδευτικό κυβερνητισμό, αλλά διαφώνησαν όταν τον είδαν στην πράξη. Κι εκ των υστέρων τα βάζουν όλα στο τσουβάλι της άρνησης και λεν πως ήταν σκάρτα απ’ το τριάντα και μετά.

Μιλάν για ξεπούλημα και τρία υπουργεία, ενώ το κόμμα δεν πήρε κανένα. Αναπαράγουν πασοκικά στερεότυπα για το βρώμικο 89 και τη συγκυβέρνηση με την επάρατο δεξιά. Μόνο που το 89 το ξεβρωμίσαμε, δεν το βρωμίσαμε. Και γίναμε η κολυμβήθρα του σιλωάμ για τους αστούς πολιτικούς και τα σκάνδαλά τους.

Κι ενώ πάσχουν από φετιχισμό της ορολογίας και τα ξαναβαφτίζουν όλα (απ’ τον ιμπεριαλισμό μέχρι τη δικτατορία του προλεταριάτου) αυτά τα αφήνουν ως έχουν να απευθύνονται στο θυμικό και τα εξαρτημένα αντανακλαστικά του κάθε περίεργου.

Αν σήμερα θέλουμε να επιβεβαιώσουμε τις διαφορές μας είναι το μόνο εύκολο. Ειδικά αν δούμε το παρελθόν από το πρίσμα δικαίωσης του εαυτού μας, χωρίς (μπρεχτική) αποστασιοποίηση.

Το θέμα όμως είναι το εξής. Αυτή τη στιγμή το ναρ είναι ό,τι πιο κοντινό στο κόμμα μαζί με τα μ-λ. Άκρως αντιφατικό, χωρίς ξεκάθαρη κομμουνιστική φυσιογνωμία, αλλά με πολλούς κομμουνιστές στις γραμμές του. Μεταλλαγμένη κνε, αλλά όχι πλήρως κι οπωσδήποτε όχι σοσιαλδημοκρατικά μεταλλαγμένη όπως τόσοι άλλοι. Sui generis οργάνωση, ανάδελφη από συμμάχους στο εξωτερικό, μεταλλαγμένη συνέχεια της δικής μας μοναδικότητας, που είναι η βάση της ελληνικής ιδιαιτερότητας.

Κι υπάρχουν γύρω μας ένα σωρό κουκουνάρια. Σύντροφοι που βλέπουν το ναρ, παρά τις αντιφάσεις του, ως το μόνο αξιόλογο χώρο εκτός των τειχών κι αρκετοί ναρίτες, για τους οποίους το δίλημμα είναι υπαρκτό κι αν ποτέ απογοητευτούν απ’ το ρεύμα τους, βλέπουν στο κόμμα τη μόνη εναλλακτική.

Οι σφοι εκατέρωθεν θεωρούν τους απέναντι οπορτούνες. Κι έτσι να είναι, τις συμμαχίες τις κάνουμε και με οπορτουνιστές ακόμα, σε συγκεκριμένη βάση, με συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης.
Δεν χρειάζεται να συμφωνούμε στην αντίληψη για το σοσιαλισμό, το μέτωπο και τον καπιταλισμό της εποχής μας, για να κάνουμε κοινά πλαίσια εν μέσω κινήματος και το συντονιστικό γενικών συνελεύσεων πχ.
Η ευελιξία στην τακτική δεν είναι οπορτουνίστικη οσφυοκαμψία. Η στρατηγική δεν ταυτίζεται με την τακτική παρά μόνο για όσους έχουν τακτικό ή στρατηγικό έλλειμμα.

Προς το παρόν βέβαια επικρατούν η αμοιβαία καχυποψία κι η φοιτητικού τύπου αντιπαράθεση. Κι ο σπασμένος δίαυλος του μαϊούνη δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για το άμεσο μέλλον.

-Ο (δ)ελαστίκ δεν είναι μόνο οι αστικές αναλύσεις στο έθνος. Έχει τη λιγότερο αντι-κκε στάση απ’ τους συντάκτες του πριν, την καλύτερη αντίληψη περί ιμπεριαλισμού μες στο ναρ κι οπωσδήποτε δεν πετάει στα σύννεφα με υπερφίαλες αναλύσεις που βλέπουν αφ’ υψηλού την πραγματικότητα.

Βιβλίο στο λιβάνη είχαν βγάλει κι ο μπογιό με το μήλακα, με πρόλογο ρούση και χορηγό χελάκη. Σιχαμερές εκδόσεις, αλλά δεν κρίνουν αυτές το περιεχόμενο. Ειδικά όταν ο δελαστίκ έχει στο ενεργητικό του βιβλίο στα 80’ς για το αφγανιστάν –το οποίο η κε του μπλοκ ψάχνει ακόμα σαν δισκοπότηρο.

-Ο κάππος έλεγε ως το τέλος ότι απ’ το κόμμα δεν έφυγε ποτέ. Γιατί όμως το κόμμα δεν τον δέχτηκε πίσω στις γραμμές του; Αλλά και πώς να γινόταν αυτό χωρίς αυτοκριτική; Γιατί δεν τιμάμε τη μνήμη του και τον χαρίζουμε στους άλλους να τον κάνουν σημαία; Επειδή ο γιος του είναι στο ναρ;
Και κάτι άσχετο. Πού είναι σήμερα οι επτά αποχωρήσαντες του ναρ;

-Το επιμύθιο του κειμένου είναι ο τίτλος του. Να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά, κι άλλα τέτοια παρωχημένα. Τι να μας πει ο ρίτσος…
Ελπίζω να μην χρειαστεί σίκουελ με το νούμερο δύο.

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Βασικά καλησπέρα σας

Στα χρόνια του συντρόφου με το μουστάκι μπήκαν οι βάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Το σύνταγμα του 36 μάλιστα εκτιμούσε ότι είχαν ολοκληρωθεί. Έτσι μιλούσαμε για ολοκληρωμένο σοσιαλισμό, που ωστόσο παρέμενε ανολοκλήρωτος κομμουνισμός με τάσεις ολοκληρωτισμού σύμφωνα με τν αστική προπαγάνδα.

Είκοσι χρόνια μετά άρχισαν οι παραβάσεις και οι παραβιάσεις της σοσιαλιστικής νομιμότητας που οδήγησαν με τη σειρά τους στην παρέκβαση απ’ τις αρχές οικοδόμησης και στην τελική έκβαση των ανατροπών.

Οι παραβάτες επίγονοι του συντρόφου με το μουστάκι κράτησαν τις βάσεις στο σύνταγμα και τις ξεχαρβάλωσαν στη ζωή. Έχτισαν όμως ένα τείχος προστασίας από την ιμπεριαλιστική περικύκλωση για να κάνουν την παλινόρθωση μόνοι τους, χωρίς βοήθεια απ’ το εξωτερικό.

Η γραφειοκρατία αυτονομήθηκε από την κομματική βάση κι από εποικοδόμημα έγινε η βάση της αντεπανάστασης. Η πολιτική στο σοσιαλισμό αποκτά βασικό ρόλο κι αλλάζει η βασική της σχέση με την οικονομία. Ελλείψει βιβλιογραφίας όμως αυτά θα τα δούμε εν καιρώ.

Ιουλιανός μες στους παραβάτες, ο ηρωικός λεωνίδας, άρχισε τις επεμβάσεις στην πράγα και το αφγανιστάν για να συμμαζέψει την καμένη, ξεχερσωμένη γη που του άφησε ο νικήτας.

Αλλά με τον ιούδα τον γκόρμπι το άβατο του μπλοκ μας έγινε αφύλαχτη διάβαση. Κι εμείς πειστήκαμε να προβούμε στο απονενοημένο διάβημα της περεστρόικα σε ρόλο ιδανικού αυτόχειρα, βάζοντας τέλος στην ιστορία της σοβιετίας και του φουκουγιάμα. Κι ύστερα ήρθε η άνοιξη (της πράγας), η νέα τάξη πραγμάτων κι οι βάσεις των αμερικάνων.

Η αρχή είχε γίνει με την απόβαση της νορμανδίας. Απ’ τη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στη μητρόπολη, οι γιάνκηδες άπλωσαν τις βάσεις τους και δεν ξανάφυγαν. Και να σκεφτείς ότι εμείς ήμασταν που θέλαμε επίμονα το δεύτερο μέτωπο.

Στη θρυλική δεκαετία με τις βάτες, ο παπατζής ανανέωσε τη σύμβαση με τις ηπα κι οι πασόκοι κατέβηκαν στους δρόμους με σημαίες: φεύγουν οι βάσεις που μένουν.

Στο τέλος της δεκαετίας γίναμε για ένα φεγγάρι επιβάτες της εξουσίας για να ξεπλύνουμε τους επιβήτορες αυτού του τόπου αλλά η νεολαία κατέβηκε από το τρένο. Ένα κομμάτι το πήρε η αναρχία, ένα άλλο έμεινε μετέωρο κι απ’ τους υπόλοιπους, άλλοι γύρισαν στο κόμμα κι άλλοι σπίτι τους. Αυτοί οι τελευταίοι ήταν δυστυχώς κι οι περισσότεροι. Όταν ο λαός μένει πολιτικά άστεγος, αφήνει το σπίτι του λαού και πάει στο δικό του.
Δυο χρόνια μετά πετύχαμε τουλάχιστον την κάθαρση εντός του κόμματος, αλλά κάηκαν και πολλά χλωρά μαζί με λίγα ποντίκια που τα κατάτρωγαν.

Έκτοτε παραμένει ζητούμενο η άνοδος του κινήματος κι η ανάβαση απ’ το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Παλεύουμε ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις και το καθεστώς των συμβασιούχων. Ζούμε με το βασικό μισθό που δεν καλύπτει βασικές ανάγκες κι αναγκαζόμαστε να σπαταλάμε απ’ τα ψυχικά μας αποθέματα και να εξοικονομούμε αγώνες κι ενθουσιασμό για την κατάλληλη στιγμή. Που έχει κολλήσει κάπου στο δρόμο, αλλά τηλεφώνησε κι ειδοποίησε πως θ’ αργήσει.

Ο κόσμος καταλαβαίνει πως έχουμε δίκιο κι ας μην καταλαβαίνει πάντα τη γλώσσα μας. Επηρεάζεται όμως από τα αντικομμουνιστικά εκτρώματα του βήματος που βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα σαν την απαγόρευση των εκτρώσεων για να παρουσιάσουν το σοσιαλισμό σαν έκτρωμα, ενώ στην ουσία ήταν απλώς πρώιμος κι επταμηνίτικος.

Στα αμφιθέατρα παλεύουμε με τα μαυροκόκκινα πρόβατα και τις αβάσιμες θεωρίες τους για το νέο επαναστατικό υποκείμενο, την πρωτοπορία του φοιτηταριάτου και το αυθόρμητο βασικό ένστικτο, που μόνο αυτό αναγνωρίζουν ως γνήσια εξεγερσιακό. Αλλά το μαϊούνη δεν πιάσαμε τη βάση και τον παλμό της και μείναμε μετεξεταστέοι.

Σε άλλη φάση θα μιλήσουμε για τις αποφάσεις του κόμματος, τις αντιφάσεις που είναι βασική αρχή της θεωρίας μας, αλλά αν συσσωρευτούν αντιβαίνουν τη σοσιαλιστική νομιμότητα, τον τριφασικό μαρξισμό και τα τρία συστατικά του, τις φάσεις του σοσιαλισμού και τη θεωρία των σταδίων, τον σοσιαλισμό ως οργανικό όλο που είναι καλή φάση και τους συντρόφους που θα τον οικοδομήσουν με διαλεκτική άρνηση του παρελθόντος και μια μεγάλη κατάφαση στη ζωή στην οποία λένε το μέγα ναι.

Ιστορία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα
Από τη σειρά προβλήματα μετάβασης στο σοσιαλισμό
(όλο σε αυτή τη ρημάδα κολλάμε).

Υγ: όσοι αναγνώστες βρίσκονται αθήνα οφείλουν στον εαυτό τους να περάσουν από την πλατεία κλαυθμώνος που φιλοξενεί το παζάρι βιβλίων (σήμερα τελευταία μέρα). Εκεί μπορούν να βρουν μεταξύ άλλων την πολιτική οικονομία της ακαδημίας επιστημών της εσσδ με έξι ευρώ, δυόμισι την ξεχερσωμένη γη του σόλοχοφ κι άλλα τόσα την αριστερή σοσιαλδημοκρατική παρέκκλιση (τρότσκι, ζηνόβιεφ) του συντρόφου με το μουστάκι. Έχει με άλλα τόσα και τη δεξιά αλλά αυτήν να την πάρετε από τη σύγχρονη εποχή να ενισχύσετε και το κόμμα.

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Παρουσίαση θέσεων

Το μπρεζνιεφικό απολίθωμα βαδίζει στα τυφλά και με επαναστατική απαισιοδοξία προς το 10ο συνέδριο της οργάνωσης. Η απαισιοδοξία πηγάζει απ’ το ένα βήμα μπρος δύο πίσω που έκανε η οργάνωση στα χρόνια που μεσολάβησαν από το 9ο συνέδριο. Στο διάστημα αυτό η κε του μπλοκ έγινε ακόμη πιο ανώριμη ενισχύοντας τα οπορτουνιστικά χαρακτηριστικά της και την έμφυτη τάση της να μιζεριάζει.

Γιατί πίσω-μπρος; Γιατί δέκα χρόνια πριν, η οργάνωση μπήκε μπροστά, πρωτοπορία στο ‘κίνημα αρσένη’ κι είδε τα μέλη της να διπλασιάζονται ως το επόμενο συνέδριο. Στο μεσοδιάστημα από το ένατο ξέσπασαν άλλα δύο κινήματα, ένα φοιτητικό κι ένα κατά βάση νεολαιίστικο. Δεν εξετάζω πώς και γιατί, αν μπήκε εξ αρχής ή σύρθηκε. Η ουσία είναι πως δεν ήταν ίδια η συμβολή της. Κι αντί για σταχανοβίτικα πλάνα στη στρατολόγηση, έπεσε μπρεζνιεφική στασιμότητα.

Βάζει και το κείμενο κάποια πράγματα. Διαπίστωση αδυναμιών και το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό όμως δεν είναι καινούριο. Ενενήντα χρόνια σοσιαλφασίστες είναι, με ένα διάλειμμα για Αλλαγή, δε θα τους μάθουμε τώρα. Το βασικό είναι εμείς τι κάναμε.
Και για το δεκέμβρη ούτε λέξη. Αλεζία; Ποια αλεζία;
Το μόνο χειρότερο από μια χαμένη ευκαιρία στο κίνημα, είναι οι χαμένες ευκαιρίες για κριτική κι αποτίμηση.

Μια σοβαρή αυτοκριτική θα ‘πρεπε να εξηγεί την κακή εικόνα για τις διαθέσεις του κόσμου τον μαϊούνη και να βάζει θέμα γραφειοκρατίας όπως το έπιανε ο μαρξ.
Ποιο είναι το τυπικό χαρακτηριστικό της;
Οι από πάνω γνωρίζουν τον κόσμο μέσα από τις δομές γιατί μόνο αυτές εμπιστεύονται. Οι από κάτω όμως τους ενημερώνουν βάση της επίσημης γραμμής που έχει οριστεί από πάνω. Φαύλος κύκλος που αφήνει απ’ έξω του το καινούριο.
Κι αν κάτι στραβώσει φταίει η βάση, οι απ’ έξω και τα γεγονότα. Και βασικά ο χατζηπετρής.

Η γνωστή καραμέλα για τα γραφειοκρατικά κκ και τα στελέχη γραφειοκράτες; Όχι ακριβώς. Η έννοια δεν είναι μονοσήμαντα φορτισμένη. Κάθε οργάνωση/κόμμα είναι εκ των πραγμάτων μια μορφή γραφειοκρατίας που έχει όργανα και διοικείται (στη διάλεκτό μας καθοδηγείται). Μπορεί να είναι γραφειοκρατία νέου τύπου, όμως η ουσία δεν αλλάζει. Το κόμμα είναι μέσο, όχι αυτοσκοπός –κι ας το ξεχνάμε πολλές φορές.
Θέλει προσοχή να μη γίνει κάτι κλειστό και χάσει τη ζωντανή επαφή του με τον κόσμο. Αυτό το τελευταίο ήταν το ζητούμενο που έλειψε τότε.

Θα πει κάποιος, για στάσου ρε απολίθωμα, τι είναι πιο σημαντικό; Οι εκτονώσεις και τα ξεσπάσματα, ή να έχει συνέχεια ο αγώνας;
Με άλλα λόγια, τι απ’ τα δυο προτιμάμε; Μια ανηφορική ευθεία που θυμίζει το δρομολόγιο του σίσσυφου και καρδιογράφημα ασθενή χωρίς παλμό; Ή μια οροσειρά από κινηματικές κορυφές που την ακολουθεί ο γκρεμός;
Ψευτοδίλημμα. Το σημαντικό είναι η διαλεκτική τους.

Στο κίνημα διαμορφώνονται συσχετισμοί, συνειδήσεις, οι μέρες είναι γεμάτες, μετράνε περισσότερο. Οι αγώνες είναι σχολείο, εκπαιδεύουν τον κόσμο και τις πρωτοπορίες, μας ωριμάζουν για τη μεγάλη στιγμή. Που όταν έρθει, θα πάμε σαν έτοιμοι από καιρό, με λουλούδια στο χέρι, να της πούμε ό,τι κι ο οβελίξ στη φράμπαλα:
-Βφκστφτ…

Γι’ αυτό αναφέρω και τον αρσένη. Ως κίνημα τον άμεσο στόχο του δεν τον πέτυχε. Μπορεί όμως να πει κανείς ότι απ’ αυτόν τον αγώνα δε βγήκαν κερδισμένοι οι μαθητές κι η οργάνωση;

Αυτό δένει και με το βασικό στόχο που μπαίνει στην εισαγωγή.
Βάζουμε στο επίκεντρο του προβληματισμού πώς θα ισχυροποιηθεί ακόμα περισσότερο η κνε ώστε να μάχεται στο πλευρό του κόμματος κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
Επειδή η ισχυροποίηση είναι ζητούμενο σε κάθε συνέδριο, το ποιοτικά καινούριο είναι αυτό το κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
Να ετοιμαζόμαστε δηλ για τίποτα πιο ενδιαφέρουσες διαδικασίες; Γιατί με τις αδιάφορες πιάσαμε ταβάνι και μας έφαγε η ρουτίνα.

Οι θέσεις βέβαια άλλο εννοούν. Να μάθουμε να μαχόμαστε τόσο σε μη επαναστατικές συνθήκες (όπου η καθημερινή δράση δεν έχει θεαματικά αποτελέσματα) όσο και σε συνθήκες ανόδου του κινήματος (που μπορεί να φέρουν στην ημερήσια διάταξη το θέμα της εξουσίας).
Με παραπάνω έμφαση στις δεύτερες, λέω εγώ. Μην κάνουμε όλη τη δουλειά μυρμηγκιού και χύσουμε στο τέλος την καρδάρα με τις ψήφους.

Στην ίδια παράγραφο της εισαγωγής βρίσκουμε την πάλη για σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Τον κομμουνισμό τον συναντάμε και στο κεντρικό σύνθημα του συνεδρίου ως νιότη του κόσμου.
Στην χώρα του βερμπαλιστάν όπου ο αγωνιστής φαίνεται από τα χτυπήματα του χεριού στο τραπέζι και τις φορές που θα μιλήσει για επανάσταση, οι αναφορές αυτές στερούν ένα βασικό επιχείρημα του εξωκοινοβουλίου.

Η συνήθης κριτική του ανεξάρτητου πριν σε όλα τα κομματικά ντοκουμέντα (από εκλογικές διακηρύξεις μέχρι απλές ανακοινώσεις της κε) είναι καταμέτρηση λέξεων τύπου word που καταλήγει στο συμπέρασμα: ούτε μία, ή μόλις μία φορά στο κείμενο η λέξη κομμουνισμός.
Ενώ αν το βάλεις δέκα φορές σε μία σελίδα, λύνεις τα ξόρκια κι ο κομμουνισμός επικρατεί παγκοσμίως. Στο ιδρυτικό κείμενο του σπόρτιγκ πάντως μετά βίας αναφέρθηκε δυο φορές.

Η δεύτερη πιο συνηθισμένη κριτική είναι για τη λαϊκή εξουσία που θα έρθει χωρίς επανάσταση. Όμως δεν υπάρχει κοινοβουλευτικός ή δεύτερος και τρίτος δρόμος προς το σοσιαλισμό. Η επαναστατική εργατική εξουσία είναι προϊόν της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Πιο πάνω βέβαια μιλάμε καθαρά για δικτατορία του προλεταριάτου. Αλλά είναι τέτοια η χαρά του μέσου ναρίτη για το λεκτικό δάνειο που είναι έτοιμος να ξεχάσει όλες τις διαφορές μας.
Χαρά που γίνεται ενθουσιασμός στο επόμενο δάνειο με την αντιμονοπωλιακή αντικαπιταλιστική γραμμή συσπείρωσης στην ίδια παράγραφο.

Είδα κι έπαθα να εξηγήσω στον εαυτό μου γιατί το αντιμονοπωλιακό αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο είναι πιο προωθημένο από το αντικαπιταλιστικό.
Είναι πιο ευρύ και δυο φορές αντικαπιταλιστικό γιατί τα μονοπώλια είναι η ουσία του ιμπεριαλισμού (άρα δυο φορές αντιιμπεριαλιστικό) κι ο ιμπεριαλισμός ο καπιταλισμός της εποχής μας. Σκέτο αντικαπιταλιστικό είναι τόσο ρηχό που πιάνει και τους σεκίτες.

Ξέρω επίσης πολλά αντάρτικα κείμενα που παρεισέφρησε λαθραία ο αντι-ιμπεριαλισμός για να εξιλεωθούν για παλιές αμαρτίες (γιουγκοσλαβία). Έτσι προέκυψε η αντιιμπεριαλιστική-αντικαπιταλιστική γραμμή.
Αλλά αντιμονοπωλιακή-αντικαπιταλιστική γραμμή τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει;

Ριγμένη από αυτή τη στροφή βγαίνει η μ-λ αντι-ιμπεριαλιστική γραμμή. Η οποία όμως κερδίζει πόντους στο εξώφυλλο. Όπου το λογότυπο του δέκατου έχει σφυροδρέπανο αντί για μηδενικό (υπονοούμενο για το μπλοκ) και από πάνω ένα μικρό όμικρον σαν αστεράκι.

Η ιστορία με τα λεκτικά-πολιτικά δάνεια κι αντιδάνεια κρατάει από πολύ παλιά.
Από την εποχή που το πασοκ έκλεβε τα συνθήματά μας για να λεηλατήσει τον κόσμο του εαμ και (κατόπιν εκλογής) τα αποθεματικά των ταμείων.

Σήμερα ψαγμένοι αναλυτές ψάχνουν να βρουν πίσω απ’ τις γραμμές και τις διατυπώσεις, αλλαγές στη γραμμή του κόμματος (όπως τότε που το κρεμλίνο ανακοίνωνε ότι μια απόφαση πάρθηκε ομόψυχα που είναι άλλο πράγμα από την ομοφωνία). Κι είναι φορές που (θέλουν να) πιστεύουν ότι συνέβαλαν σε αυτό.

Θυμάμαι την χαρά κάποιων βαζιουλινίστας στο κείμενο της κε για το σοσιαλισμό που μιλούσε για πρώιμο κομμουνισμό. Ένα απλό τσιτάρισμα του λένιν, στα μάτια τους έπαιρνε διαστάσεις απόδειξης ότι στο κόμμα διαβάζουν λογική της ιστορίας κι επηρεάζονται.
Ένα είδος αυτοεπιβεβαίωσης ότι υπάρχουμε, μας προσέχουν. Πρέπει να είσαι πολύ κακός για να θες να χαλάσεις τέτοιες αυταπάτες.

Το κυνήγι του κρυφού νοήματος συνεχίζεται με σταχανοβίτικο ζήλο.
Είναι βεβαιωμένο ότι αν πάρει κανείς τις θέσεις τους συνεδρίου για ανθρώπους με προβλήματα όρασης και τις βάλει να παίξουν ανάποδα ακούγεται το όνομα του συντρόφου με το μουστάκι και μια ομιλία του με βαριά γεωργιανή προφορά.
Δεν είναι τυχαίο ότι τις δίνουμε μόνο σε σι-ντι κι όχι σε κασέτα.

Θυμίζει το μάθημα των κειμένων στο λύκειο, όπου ο καθένας πλειοδοτεί σε φαντασία και συνειρμούς μπας κι αρπάξει το βαθμό.
-Με αυτή τη φράση ο ποιητής θέλει να πει…
Εννιά στις δέκα ο ποιητής θα ‘βγαινε απ’ τα ρούχα του αν μπορούσε να ακούσει. Το άλλο ένα δέκατο είναι πράγματα που ούτε καν είχε σκεφτεί κι αν τα είχε υπ’ όψιν του εξαρχής θα έγραφε κάτι πολύ διαφορετικό για να τα χωρέσει.

Κάτι αντίστοιχο γίνεται και στις κοινές ανακοινώσεις με τα αδελφά κόμματα και τους –ο μαρξ να τους κάνει- συμμάχους μας.
Πιέζουμε τη μύγα να βγάλει ξίγκι, ψάχνουμε να πιαστούμε από σκόρπιες φράσεις και λεξούλες, πανηγυρίζουμε για τα αυτονόητα, ενώ τα υπόλοιπα επαφίενται στην καλή μας πρόθεση κι απλώς τα φανταζόμαστε.

Σαν αρσενικά της προ κομιντέρν εποχής που ολοκλήρωναν στη θέα μιας γάμπας με την υποψία μπουτιού.
Ο αριστερισμός πάλι δεν αφήνει σχεδόν τίποτα στη φαντασία (άλλο αν τα κάνει όλα σε φαντασιακό επίπεδο). Η αλήθεια γυμνή (κι επαναστατική όπως λέει ο γκράμσι), η εξουσία στο πιάτο, πρέπει απλώς να απλώσεις το χέρι να την πιάσεις, σαν φυσική ανάγκη, σα να ξεδιψάς που έλεγε κι η κολοντάι.
Δεν υπάρχει άπαρτο κάστρο για τη φαντασία μας…

Τι άλλο έχουν οι θέσεις μας;
Τη θέση ότι δεν υπάρχει πρόβλημα που να απασχολεί τη νεολαία και να μη συνδέεται με το πολιτικό πρόβλημα της χώρας, που μου θύμισε μια πρόσφατη κουβέντα που είχαμε στα σχόλια.
Την εκτίμηση, στη δίπλα σελίδα, ότι ο καπιταλισμός έχει σαπίσει. Αυτό ήταν! Μόνο που δε μας παίρνει για τακτική ώριμου φρούτου γιατί θα σαπίσουμε κι εμείς μαζί του.

Και την καλτ φράση για όσους φοράν την προβιά των φίλων του λαού, που καθιστά εκ νέου επίκαιρο το έργο του λένιν τι είναι οι φίλοι του λαού και πώς πολεμούν τους σοσιαλδημοκράτες.
Από τότε όμως έχουν αλλάξει πολλά πράγματα (εκτός απ’ το ότι έχουμε ιμπεριαλισμό). Οι φίλοι του λαού είμαστε εμείς –χωρίς προβιά κι ας μας λένε ποίμνιο- κι οι σοσιαλδημοκράτες είναι οι κακοί.

Ο γκόρμπι μας ξεγέλασε με μια λεοντή κομμουνιστή και γι’ αυτό η αλέκα όταν τον επισκέφτηκε του πήγε το άγαλμα του ημίθεου για το ηράκλειο έργο που επιτελούσε. Τα λιοντάρια που βρυχώνται ότι είναι κομμουνισταράδες είναι εξίσου επικίνδυνα με τα πρόβατα.

Το πιάνουν κι αυτό οι θέσεις του κσ έχοντας για εφόδιο την απόφαση του συνεδρίου του κόμματος για τις αιτίες νίκης της αντεπανάστασης.
Τελικά ρε σύντροφε, ποιες ήταν οι αιτίες;
-Ναι, πείτε μου, ξέρω πως το μυστικό βρίσκεται σε μία λέξη, μην το πάρετε μαζί σας στον τάφο…
-Βα-ζε-λί-νη…


-Μα δεν είναι πολύ απλοϊκό να πεις μόνο το εικοστό συνέδριο ως αιτία;
-Δεν ήταν μόνο μία η αιτία, πρέπει να το δεις διαλεκτικά.
Ραγού, βούτυρο, αλτάνες, βελόνες, διακόπτης, αρθριτικά…

Κι αφού παίξεις με τη γκιλοτίνα της αγοράς και του γκόρμπι, μπορείς να πάρεις το ύφος του μπέκα και να αποφανθείς: πολύ επικίνδυνα πράγματα… να δείτε που θα ‘χουμε κάποιο ατύχημα...

Πάντως, το κομμάτι με την αντίληψή μας για το σοσιαλισμό είναι πολύ καλό, το καλύτερο μαζί με αυτό για την ιδεολογική δουλειά. Καλύτερο σε κάποια σημεία κι από την επεξεργασία του κόμματος(!), γιατί βάζει ότι στο σοσιαλισμό οι ε-χ σχέσεις πρέπει να εξαλείφονται σχεδιασμένα κι ότι δεν είναι δυνατή η καθολική κοινωνικοποίηση γιατί δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς οι παραγωγικές δυνάμεις.
Ρε λες όντως να διαβάζουν βαζιούλιν;

Από πού προκύπτει λοιπόν η επαναστατική απαισιοδοξία;
Σε ένα βαθμό από μια διάχυτη αίσθηση που συνοψίζεται στο σλόγκαν: το μέτωπο φεύγει, η οργάνωση έρχεται και μπαίνει ως αυτοσκοπός. Ίσως κάνω λάθος, αλλά πώς αλλιώς να εξηγήσεις πχ ότι στις περισσότερες σχολές υπάρχουν κυρίως αφίσες της κνε κι ελάχιστες πανσπουδαστική;

Βασικά όμως είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας. Απαισιοδοξία στη σκέψη, αισιοδοξία στην πράξη.
Όχι, στάσου. Αυτό είναι απ’ τους ναρίτες που ντρέπονται να πουν δημοκρατικός συγκεντρωτισμός και το λένε περιφραστικά. Πώς το βάζουν να δεις…
Δημοκρατία στα λόγια, συγκεντρωτισμός στην πράξη; Κάτι τέτοιο…

Η νεολαία τους έχει συνέδριο 26 φλεβάρη, στην επέτειο του 20ού συνεδρίου του κκσε για την αποχαριτακοποίηση.
Αυτά όμως θα τα δούμε σε άλλο κείμενο. Τώρα προέχει να βρω έναν τρόπο να τα πω όλα αυτά με τρόπο και με 800 λέξεις για να τα στείλω στον προσυνεδριακό. Αλλιώς θα γράψω κάτι ανώδυνο για το στρατό να ξεμπερδεύουμε…

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Το ροκ του μέλλοντός μας

Μέρα κι ενάντια ενώθηκαν
Και τι με νοιάζει εμένα
Δεν είμαι με κανένα...



Τι γίνεται σε ένα κακό λάιβ που έχει πολλή φασαρία για να μιλήσεις στο διπλανό σου; Βλέμμα στο κενό, περισυλλογή κι ενδοσκόπηση μέχρι να τελειώσει. Που εγώ αυτό κάνω ούτως ή άλλως, αλλά τώρα το έκαναν κι οι υπόλοιποι κι είχα καλό άλλοθι.

Κι έτσι βρήκα το πολιτικό αντίστοιχο της σούπας που λέγεται: ακούω έντεχνο.
-Είμαι αριστερός…
Και καλά με αναφορές στους κλασικούς και στο κλασικό ροκ. Αλλά κατά βάση ρεφορμιστές του κερατά, τσιράκια του ελλην-άδικου συρμού και των ελαφρομπιτ καταστάσεων. Ντροπαλές παραχωρήσεις, επώδυνοι συμβιβασμοί και (σε τελική ανάλυση) άνοιγμα των ποδιών για να δουν κάτω απ’ το μίνι σου όσοι κάθονται στο τραπέζι όπου ανέβηκες να χορέψεις.
Κάτω απ’ τη φλούδα μυαλό κουκούτσι. Μόνο η καρδιά του σοσιαλδημοκράτη που προσπαθεί να παντρέψει τα αγεφύρωτα.

Κι εμείς με ποιους είμαστε;
Τι πλαστήρας, τι παπάγος, όλοι οι σκύλοι μια γενιά
, που μαζεύεται και ξεδίνει στα σκυλάδικα.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο ισχύει αυτό που έλεγε σε μια σούπερ μπάλα ο πανούτσος στον κάρπετ για τον καλύτερο παίκτη όλων των εποχών.
-Όλοι οι δεξιοί θεωρούν καλύτερο τον πελέ κι οι αριστεροί τον μαραντόνα (που όντως έτσι είναι).
-Κι εσύ;
-Εμείς οι ρέιβερ είμαστε με τον ροναλντίνιο…!

Κι αρχίζει να κουνάει σαν χαζό πάνω-κάτω τα χέρια του.
Αν δεν πιάνετε το αστείο, δε μπορώ να το εξηγήσω, ίσως και να μην είναι στην τελική. Έχει να κάνει με το στιλ του πανούτσου που είναι ιδιαίτερο και το φαντεζί παιχνίδι του ντίνιο (κάποτε).

Έτσι κι η κε του μπλοκ. Στο ψευτο-δίλημμα εμπορικά ή ποιότητα διαλέγει το καλτ των 80’ς που τα συνδυάζει αμφότερα σε σημείο υπερβολής. Είμαστε με τους τζένγκις χαν, τις ροκ συναυλίες επί γκόρμπι και τις περιοδείες της γιοβάννα πίσω απ’ το παραπέτασμα.

Άλλη προβιά που φοράει ο οπορτουνισμός είναι ο μεταμοντέρνος μύλος που όλα τα ακούει και κρατάει από κάθε είδος τα καλύτερα. Ιδεολογικό ποτ πουρί. Μαρξ μαζί με φρόιντ κι ολίγη από χόλογουέι, τσε και μπακούνιν, μητροπάνος με σκυλιά (ακούω στα κρυφά και πέγκυ ζήνα).
Πολιτικο τουρσί με ρεμίξ και διασκευές. Αλλά οι εννιά στις δέκα είναι από αναθεωρητές του γλυκού νερού που το λένε πολύ χειρότερα από το αυθεντικό.

Στον αντίποδα εμείς οι παραδοσιακοί, κολλημένοι χρόνια στις ίδιες κασέτες, τις βάζουμε κάθε φορά απ’ την αρχή κι ας μασάνε από το πολύ παίξιμο. Το βασικό πρόβλημα όμως είναι ότι ο κόσμος μας βαριέται γιατί δε μας καταλαβαίνει και του πέφτουμε βαριοί, σαν κλασική μουσική με τσιτάτα από κλασικούς.
Η τελευταία φορά που ήρθε να μας ακούσει ήταν η ενάτη συμφωνία της βάρκιζας. Έκτοτε άρχισε η παρακμή.

Κι όμως, τα τραγούδια μας δεν αφορούν μια μικρή ελίτ. Εμείς τραγουδάμε αδερφέ μου για να σμίξουμε τον κόσμο, όχι για να ξεχωρίσουμε απ’ αυτόν. Το λάιτ μοτίβ μας (καλά το λέω μαέστρο;) έχει νότες από τη μουσική της κοινωνίας του μέλλοντος. Άλλο αν καμιά φορά δεν είμαστε στο ύψος των περιστάσεων και τραγουδάμε σαν κακοφωνίξ.
Μια χαρά τα έγραψε ο συνθέτης (μαρξ), αλλά χωρίς σωστή ερμηνεία μαζί με το τραγούδι εκτελούμε και τις ελπίδες μας.

Το θέμα λοιπόν δεν είναι να βρεις το είδος (αυτό το ξέρουμε από πριν) αλλά έναν καλό τραγουδιστή, τον καλύτερο όλων των εποχών.
Το κόμμα έχει πει ανεπανάληπτα τραγούδια, αλλά έχει να βγάλει τόσο καλό δίσκο από τη δεκαετία του σαράντα.
-Και τα τελευταία καλά είναι, λες. –Όχι ρε συ, δεν ακούγονται, σου πετάν οι πιο ντούροι.
Κάτι σαν τον παπακωνσταντίνου. Άλλαξαν οι εποχές κι έπεσε κι αυτός μαζί με το τείχος. Κι ας μας προειδοποιούσε απ’ το 87 με το καταρρέω.

Το κόμμα είναι ιστορική μπάντα με πρωτοπόρο ήχο, επιπέδου μπητλς, μέχρι που μας διέλυσε η σκρόφα η γιόκο στην τασκένδη. Οι επίγονοι σέρνονται πάνω στην (πολιτική) σκηνή σαν έφηβα γεράκια, όπως κάνουν οι στόουνς. Αλλά αυτούς τους ακούει πιο πολύ το εξωκοινοβούλιο, για δύο λόγους.
Επειδή το όνομά τους θυμίζει κορυφαίες στιγμές της ταξικής πάλης με λοστούς και νεράντζια. Κι επειδή πρέπει να πουν κάτι διαφορετικό απ’ το κόμμα που είναι με τους μπητλς.

Ο μαγικός αυλός του λένιν χόρεψε στο ρυθμό του τα πλήθη, παρά τα φάλτσα και τις παραφωνίες. Ώσπου ήρθε ο γκόρμπι κι έγινε μαέστρος στο ρέκβιεμ για ένα όνειρο το οποίο κίνησε τον ρου της ιστορίας για εβδομήντα χρόνια.
Δεν ήταν αυτό όμως το κύκνειο άσμα μας.
Την τελευταία λέξη θα την τραγουδήσουν οι λαοί.

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

Αναμνήσεις ενός επαναστάτη

Από παιδί ακόμη, είχα μέσα μου ένα αίσθημα που έμελλε να κυριαρχήσει δια βίου: ζούσα σε έναν κόσμο χωρίς δυνατότητα διαφυγής, όπου το μόνο που μου έμενε ήταν να παλεύω προσπαθώντας μάταια να ξεφύγω. Είχα αποκτήσει επίσης τη σκληρή γνώση αυτού του άγραφου νόμου: θα πεινάσεις. Αν στα δώδεκά μου με ρωτούσαν: τι είναι ζωή; (και αναρωτιόμουν συχνά) θα απαντούσα: δεν ξέρω, αλλά βλέπω τι πάει να πει: θα στοχαστείς, θα αγωνιστείς, θα πεινάσεις.

Πρόκειται για τις αναμνήσεις του βίκτορ σερζ, ψευδώνυμο του βίκτορ λβόβιτς κιλμπάτσιτς. Ρώσος αναρχικός, γόνος εμιγκρέδων, γεννήθηκε κι έζησε στη γαλλία ως το 19’ που επέστρεψε στη ρωσία, συντάχθηκε με τους μπολσεβίκους κι έγινε μέλος του κόμματος.

Ο τίτλος βγάζει ίσως έναν τόνο αυταρέσκειας, αλλά δεν είναι επιλογή του σερζ που δεν τον άγγιζαν τέτοια πράγματα.
Το πρώτο πρόσωπο μου προξενεί απέχθεια ως μάταιη αυτό-επιβεβαίωση, εμπεριέχει ένα μέρος ψευδαίσθησης και ματαιοδοξίας, αλαζονικής αδικίας. Όπου είναι δυνατόν, κάθε φορά δηλ που η εμπειρία μου φωτίζει την εμπειρία των ανθρώπων με τους οποίους είμαι δεμένος προτιμώ το πρώτο πληθυντικό που είναι πιο γενικό κι αληθινό. Ποτέ δε ζει κανείς μόνο με τον εαυτό του ή για τον εαυτό του. Κι η πιο οικεία σκέψη, η πιο προσωπική, έχει χιλιάδες δεσμούς με τη σκέψη του κόσμου.
Γραφή αποστασιοποιημένη, χωρίς ωραιοποιήσεις, που διαγράφει τα πιο προσωπικά σχόλια (μεταξύ άλλων και το παραπάνω απόσπασμα). Το βασικό πλεονέκτημα της μαρτυρίας του σερζ είναι ότι δε γράφτηκε από ανάγκη να δικαιολογήσει και να δικαιώσει εαυτόν –αίσθηση που αφήνουν πολύ έντονα κάποια απ’ τα τελευταία έργα του τρότσκι για παράδειγμα.

Ο σερζ βιώνει από πρώτο χέρι τους γάλλους αναρχικούς και τις αντιφάσεις τους (το ίδιο θα κάνει αργότερα και με τους μπολσεβίκους).
Μπορούσε να είναι κανείς καθολικός, προτεστάντης, φιλελεύθερος, ριζοσπάστης, σοσιαλιστής, χωρίς να αλλάζει τίποτα στη ζωή του, επομένως και στη ζωή. Αρκούσε να διαβάσει την αντίστοιχη εφημερίδα, στην ανάγκη μπορούσε να συχνάζει στα καφέ των μεν ή των δε.
Αλλά αναρχισμός μας τα ζητούσε όλα και μας τα πρόσφερε όλα.
Διαμορφωμένος από αντιφάσεις, διαχωρισμένος σε τάσεις υπόγειες και μη, απαιτούσε πάνω απ’ όλα συμφωνία λόγων και πράξεων. (…) Γι’ αυτό κι έφτασαν μέσα από μια άτεγκτη διαλεκτική διαμέσου της επαναστατικότητας να μην έχουν πλέον ανάγκη την επανάσταση.


Κάποιοι κατέληγαν στο συμπέρασμα: να ζει κανείς σύμφωνα με τη λογική και την επιστήμη, κι ο φτωχός τους επιστημονισμός τους οδηγούσε σε κάθε είδους γελοιότητα, όπως η χορτοφαγική διατροφή χωρίς αλάτι κι η απόλυτη φρουτοφαγία.
Άλλοι έβγαζαν το συμπέρασμα: «είμαστε οι απ’ έξω, δεν υπάρχει θέση για μας παρά στο περιθώριο της κοινωνίας», χωρίς να υποψιάζονται ότι η κοινωνία δεν έχει περιθώριο, ότι είμαστε όλοι εδώ, στο βάθος των κελιών κι ότι ο συνειδητός εγωισμός τους ερχόταν να συναντήσει από τα κάτω τον πιο στυγνό αστικό ατομικισμό
.

Ο αναρχικός ατομικισμός ήταν η αφορμή για την πιο οδυνηρή πραγματικότητα για εμάς τους ίδιους. Να είσαι ο εαυτός σου. Μόνο που αναπτυσσόταν σε μια πόλη χωρίς πιθανότητα διαφυγής, σε μια απέραντη ζούγκλα όπου ένας πρωτόγονος ατομικισμός διαφορετικά επικίνδυνος από το δικό μας, ο δαρβινικός ατομικισμός της πόλης για επιβίωση, ρύθμιζε όλες τις σχέσεις.
Να είσαι ο εαυτός σου θα ήταν μια πολύτιμη συμβουλή κι υψηλή εκτίμηση αν ήταν κάτι το εφικτό. Αυτό δεν αρχίζει να γίνεται δυνατό παρά μόνο όταν ικανοποιηθούν οι πιο επιτακτικές ανάγκες του ανθρώπου, αυτές που τον κάνουν να μοιάζει περισσότερο με τα ζώα παρά με τους ομοίους του.


Έβλεπα μες σε αυτή τη μέθη ένα μεγάλο παιδιάρισμα, άπειρη άγνοια μάλλον παρά γνώση και συνάμα έναν πόθο να ζήσουν διαφορετικά με κάθε τίμημα.
Με άλλα λόγια –ενός μπολσεβίκου πράκτορα της κομιντέρν: είναι καταπληκτικοί, αλλά τι παιδαριώδης ιδεολογία!

Η βασική αντίφαση συνοψίζεται στη στιχομυθία του με έναν εργάτη της βαρκελώνης που δεν ήταν αναρχικός, ούτε φιλελεύθερος και του άρεσε να ειρωνεύεται φράσεις όπως «ανάπτυξη του εγώ», «κοινωνία του μέλλοντος» κι «αρμονική ζωή κάτω από τον ήλιο της ελευθερίας», βάζοντας άμεσα το θέμα των μισθών, της οργάνωσης, της επαναστατικής εξουσίας.
Κι εκεί ακριβώς ήταν το δράμα του: το κυρίαρχο πρόβλημα, το πρόβλημα της εξουσίας, δε μπορούσε να το θέσει ξεκάθαρα. Νομίζω πως τελικά ήμασταν οι μόνοι που το πιάναμε όταν βρισκόμασταν οι δυο μας.
Όταν έλεγε ότι μπορούσαμε να πάρουμε την πόλη, εγώ ρωτούσα: και πώς θα τη διοικήσουμε;


Αυτές οι εμπειρίες ήταν τα πρώτα μαθήματα διαλεκτικής για τον σερζ.
Δε μετάνιωσα για τίποτε. Λυπάμαι μόνο για τις δυνάμεις που σπαταλήθηκαν σε αγώνες που δε μπορούσαν παρά να είναι στείροι. Αυτοί μου έμαθαν ότι το καλύτερο και το χειρότερο συνυπάρχουν στον άνθρωπο και κάποιες φορές συγκρούονται. Η διαφθορά του καλύτερου υπάρχει γιατί υπάρχει το χειρότερο.
Αφήνοντας πίσω του το παρίσι –με ενδιάμεσο σταθμό τη βαρκελώνη- θα συναντούσε μπροστά του εξίσου αντιφατικές καταστάσεις στη σοβιετική ρωσία.

Το πνεύμα της εποχής το έδιναν δυο ποιήματα του μπλοκ, οι δώδεκα κι οι σκύθες. Το ένα διακήρυσσε το μεσσιανισμό της επανάστασης, το άλλο φανέρωνε το αρχαίο ασιατικό του πρόσωπο. Αντιφατικά όσο κι η πραγματικότητα.

Το συναίσθημα που την περιέγραφε ήταν ο παγωμένος ενθουσιασμός. Ο πάγος έσπασε, χάραξε το δρόμο, αλλά δεν έλιωσε (αυτό μόνο επί χρουτσώφ). Κι οι άνθρωποι έγιναν καύσιμα αναλώσιμα που θέρμαιναν την ελπίδα στον αγώνα της επιβίωσης, ή ακόμα τη μηχανή ενός παγοθραυστικού που σύντομα θα στρεφόταν εναντίον τους.
-Σκέφτομαι ότι θα μας λιώσουν πριν λιώσουν οι πάγοι, λέει ένας μπολσεβίκος της αριστερής αντιπολίτευσης βάζοντας τις ελπίδες του στην κατάψυξη για τις επόμενες γενιές τροτσκιστών.

Ο επαναστατικός ενθουσιασμός πάγωσε μαζί με τις ψείρες του απ’ την πείνα και τον πόλεμο, τις δύσκολες συνθήκες και τα υποκειμενικά λάθη. Κι ήταν οι συνθήκες αυτές που επέβαλαν τα «λάθη» ως μονόδρομο για τη σωτηρία.
Χωρίς επιστροφή στη δημοκρατία η επανάσταση είναι χαμένη, αλλά πώς να επιστρέψει κανείς στη δημοκρατία, όταν μπαίνει θέμα επιβίωσης; Το κόμμα πίστευε κι όχι άδικα ότι κι η ελάχιστη απώλεια εξουσίας θα έδινε πλεονεκτήματα στην αντίδραση.

Λίγα χρόνια μετά, χωρίς να αλλάξουν δραματικά οι συνθήκες, ο σερζ λέει πως το μόνο που ένοιαζε την εκτελεστική της κομιντέρν ήταν η μπολσεβίκικη μονολιθικότητα κι η εκατό τα εκατό επιδοκιμασία της γραμμής της απ’ τα αδελφά κόμματα.
Γιατί όχι και τριακόσια τα εκατό επιδοκιμασία; ειρωνεύεται.
Ένας φίλος αστειεύτηκε: θα δούμε στο 40ό συνέδριο της μόσχας τον ζηνόβιεφ στα ενενήντα του να υποβαστάζεται από νοσοκόμες και να κουνάει το προεδρικό κουδούνι…
Ε, ως προς αυτό, έπεσε εντελώς έξω. Με το ρυθμό που γίνονταν, για να προλάβει τεσσαρακοστό συνέδριο ο ζηνόβιεφ, έπρεπε να έχει τα χρόνια δύο κιμ γιονγκ. Ούτε η μούμια του λένιν δε θα ζούσε τόσο.

Η ζωή τραβάει την ανηφόρα με ζιγκ-ζαγκ και αντιφάσεις.
Ο λένιν γράφει ότι η δικτατορία του προλεταριάτου είναι η πιο πλατειά δημοκρατία των εργαζομένων. Το πιστεύει το θέλει. Αλλά την ίδια στιγμή: ανήσυχος από την έλλειψη ανθρώπων, γράφει στα 1918 ότι η δικτατορία του προλεταριάτου δεν είναι ασυμβίβαστη με την προσωπική εξουσία. Διατάζει τη φυλάκιση του παλιού του φίλου και συντρόφου μπογκντάνοφ γιατί προβάλλει ενοχλητικές αντιρρήσεις. Θέτει εκτός νόμου τους μενσεβίκους γιατί ως μικροαστοί σοσιαλιστές κάνουν δυστυχώς λάθη. Υποδέχεται θερμά τον μάχνο θέλοντας να του δείξει ότι ο μαρξισμός έχει δίκιο, αλλά διατηρεί εκτός νόμου τον αναρχισμό. Υπόσχεται ειρήνη στους θρησκευόμενους και προστασία των εκκλησιών, ενώ συνεχίζει να επαναλαμβάνει ότι η θρησκεία είναι το όπιο του λαού.
Πηγαίνουμε προς μια αταξική κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων, όμως το κόμμα κολλάει παντού αφίσες που γράφουν ότι η βασιλεία των εργαζομένων δε θα τελειώσει ποτέ. Τι σημαίνει λοιπόν «βασιλεύουν»; Και πάνω σε ποιους;
Ο ολοκληρωτισμός είναι μέσα μας
, λέει ο σερζ, αλλά αναγνωρίζει ότι οι τάσεις αυτές πάνε μαζί με την προσπάθεια για ολοκληρωτική αλλαγή και μετασχηματισμό της κοινωνίας.

Η πραγματικότητα επιβάλλει τον πολεμικό κομμουνισμό κι ο σερζ συγκρίνει το κράτος και την επανάσταση του εμφυλίου με αυτά που είχε διαβάσει στη μπροσούρα του λένιν.
Ο λένιν δεν είχε προτείνει ελευθερία του τύπου για κάθε μικρή ομάδα με δέκα χιλιάδες οπαδούς; Είχε γράψει ότι στους κόλπους των σοβιέτ οι μετατοπίσεις της εξουσίας από κόμμα σε κόμμα θα μπορούσαν να πραγματοποιούνται χωρίς διασπάσεις. Υποσχόταν ένα κράτος χωρίς κρατικούς υπαλλήλους κι αστυνομικούς απέναντι στο λαό στο οποίο οι εργαζόμενοι θα ασκούσαν απευθείας την εξουσία με τα δικά τους εκλεγμένα συμβούλια και θα τηρούσαν οι ίδιοι την τάξη με πολιτοφυλακές.
Το μονοπώλιο εξουσίας, η τσεκά, ο κόκκινος στρατός καθιστούσαν το όνειρο του «κράτους-κοινότητα» έναν θεωρητικό μύθο
.

Μοιράζεται επίκαιρα υπαρξιακά ερωτήματα με πολλούς συντρόφους στο σήμερα.
Μιλούσαμε με πάθος για το άρρωστο κόμμα. Άρρωστο, μα υπάρχει κάτι άλλο στον κόσμο;

Αν οι μπολσεβίκοι αγωνιστές δεν ήταν τόσο απλοί, ανιδιοτελείς, αποφασισμένοι να υπερβούν κάθε εμπόδιο, θα ‘πρεπε να είμαστε απελπισμένοι. Όμως το ηθικό μεγαλείο τους ενέπνεε απεριόριστη εμπιστοσύνη
.
Οι τελικές εκτιμήσεις του όμως είναι απαισιόδοξες.
Η επανάσταση είναι ένας χείμαρρος που συμπαρασύρει ορμητικά το καλύτερο και το χειρότερο κι αναχαιτίζει τα ρεύματα της αντεπανάστασης. Έρχεται να περιμαζέψει τα παλιά όπλα του προηγούμενου καθεστώτος κι αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι. Για να τα διαχειριστεί έντιμα, χρειάζεται συνεχής επιφυλακή στις ίδιες της τις καταχρήσεις, τις υπερβολές, τα εγκλήματα, τα ίδια της τα αντιδραστικά στοιχεία. Έχει ζωτική ανάγκη για κριτική, αντιπολίτευση, πολιτικό σθένος όσων την υπηρετούν. Και με αυτούς τους όρος ήμασταν ήδη από το 20 μακριά απ’ το στόχο.

Παρόλα αυτά δε θεωρεί τελειωμένη υπόθεση τη ρώσικη επανάσταση, όπως πολλοί αναρχικοί από τα χρόνια του εμφύλιου ακόμη. Υπερασπίζεται μάλιστα την εξουσία των μπολσεβίκων απέναντι στην εξέγερση της κροστάνδης!
Παρά τα λάθη και τις καταχρήσεις του το μπολσεβίκικο κόμμα είναι αυτή τη στιγμή η μεγάλη οργανωμένη κι ευφυής δύναμη και πρέπει να της έχουμε εμπιστοσύνη. Η επανάσταση δεν έχει άλλο οπλισμό και δεν είναι πλέον εφικτό να ανανεωθεί εκ βάθρων.

Η χώρα ήταν τελείως εξαντλημένη, η παραγωγή είχε σχεδόν σταματήσει, δεν υπήρχαν πλέον κανενός είδους αποθέματα, ούτε καν ψυχικά, μες στις μάζες. Η αφρόκρεμα του προλεταριάτου ήταν αποδεκατισμένη. Τα αντιπολιτευόμενα κόμματα θα μπορούσαν να ενσωματώσουν χιλιάδες πικραμένους κι απελπισμένους, όχι ανθρώπους γεμάτους ενθουσιασμό για τη νέα επανάσταση όπως το 17.

Στην κεντρική ευρώπη, οι ίδιες αιτίες έφεραν το ίδιο αποτέλεσμα από την ανάποδη.
Δεν θα υπάρξει γερμανική επανάσταση για τον ίδιο ακριβώς λόγο που δε θα υπάρξει αντεπανάσταση στη ρωσία. Είμαστε πολύ κουρασμένοι και πεινασμένοι. Ο άνεργος περνά από απότομες κλιμακώσεις από τον πυρετό του εξεγερμένου στην κόπωση του παραιτημένου ανθρώπου.

Ο σερζ δεν ήταν ούτε απογοητευμένος, ούτε κλονισμένος. Πίστευε απλώς ότι οι ρώσοι είχαν φτάσει τα όριά τους στην προσπάθεια να φτιάξουν μια καινούρια κοινωνία κι ότι αν αφήνονταν στη μοίρα τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα έχαναν (είτε στον πόλεμο, είτε απ’ την εσωτερική αντίδραση).
Είχα κουραστεί από κάποια πράγματα, η τρομοκρατία με ενοχλούσε στα νεύρα, τα λάθη που συσσωρεύονταν χωρίς να έχω περιθώρια αντίδρασης με συντάραζαν.
Ποια ήταν αυτά τα λάθη; Σε κάποιο σημείο ο συγγραφέας λέει χαριτολογώντας πως το μεγαλύτερο λάθος του λένιν ήταν ο ζηνόβιεφ. Βασικά όμως εννοεί αυτά που ξεφεύγουν από τον υποκειμενικό έλεγχο και τα επιβάλλουν τα γεγονότα επιβεβαιώνοντας το λένιν:
Νομίζετε πως οδηγείτε τη μηχανή κι είναι αυτή που σας κουβαλά και ξαφνικά διαπιστώνετε ότι άλλα χέρια κι όχι τα δικά σας είναι πάνω στο τιμόνι.

Τα χέρια αυτά ήταν μαχαίρια της τσεκά, που σταδιακά αυτονομήθηκε και γιγαντώθηκε μαζί με την κόκκινη τρομοκρατία.
Σύμφωνα με τον σερζ, ο ίδιος ο επικεφαλής της τσεκά, ο τζερζίνσκι, θεωρούσε τους ανθρώπους της σαπίλα και δεν έβλεπε άλλη λύση από το να τουφεκιστούν οι χειρότεροι και να καταργηθεί όσο είναι δυνατόν η ποινή του θανάτου.
Καταργήθηκε προσωρινά το γενάρη του 20 που είχε γείρει η πλάστιγγα του πολέμου, αλλά την τελευταία βραδιά ισχύος του μέτρου η τσεκά ρευστοποίησε με εκτελέσεις το στοκ της στις φυλακές, φέρνοντας προ τετελεσμένου την κυβέρνηση.

Ο σερζ διηγείται άλλο ένα περιστατικό με πρωταγωνιστή τον κομισάριο δικαιοσύνης κοσλόφσκι που είχε ως έργο του να εναντιώνεται σε κάθε είδους υπέρβαση. Στελέχη της τσεκά επεξεργάστηκαν ένα κείμενο που προσδιόριζε τους υπόπτους: «κοινωνική προέλευση: αριστοκρατική ή αστική καταγωγή, πανεπιστημιακή παιδεία…». Ο κοσλόφσκι πήρε αυτό το χαρτί και πήγε να δει τον λένιν. «Πείτε μου βλαντίμιρ ιλίτς, μου φαίνεται ότι αυτό μας αφορά λίγο, εσάς και μένα, έτσι δεν είναι;»
-Ηλίθιοι αριστεροί!
είπε ο λένιν δίνοντας πολιτική χροιά στη βρισιά.

Από κοντά με τους τσεκίτες κι οι κομματικοί δικαστές.
Σε μια υπόθεση όπου δεκαπέντε νεαροί κατηγορούνταν για ομαδικό βιασμό ο πρόεδρος άρχισε να μιλά για την καινούρια κουλτούρα και τα καλά σοβιετικά ήθη.
-Δεν ξέρω τι είναι, του είπε ένας μικρός.
-Προτιμάτε χωρίς αμφιβολία τα αστικά ήθη από το εξωτερικό;
Ήταν απίστευτα ανόητο. Ο μικρός απάντησε:
-Δεν ξέρω, εγώ δεν έχω πάει ποτέ στο εξωτερικό.
Θα μπορούσατε να τα γνωρίζετε από τις ξένες εφημερίδες.
-Δεν ξέρω ούτε τις σοβιετικές εφημερίδες. Η κουλτούρα μου εμένα είναι το πεζοδρόμιο της λιγκόβκα.
(…) Ο ντοστογιέφσκι δεν τα είχε δει όλα. Αλλά μετά απ’ αυτόν δε βελτιώσαμε τίποτε σε κάποιες σκοτεινές γωνιές του κόσμου. Αδέρφια κλωσάρ του παρισιού, πόσο δύσκολη είναι αλήθεια η κοινωνική μεταμόρφωση!


Ο σερζ έτρεχε μαζί με τον γκόρκι να διορθώσει αδικίες και να σώσει συντρόφους και φίλους του από την εκτέλεση. Προσπάθησε να το κάνει και για τον ποιητή γκουμίλεφ που ήταν από τους πρωτεργάτες της κροστάνδης και πέρασε τις νύχτες του στη φυλακή απαγγέλλοντας στίχους του στους τσεκίτες.
Ένας φίλος έθεσε στον τζερζίνσκι το ερώτημα: «μπορούμε άραγε να τουφεκίσουμε έναν από τους δυο-τρεις μεγαλύτερους ποιητές της ρωσίας;» Κι ο τζερζίνσκι απάντησε: μπορούμε άραγε να κάνουμε εξαίρεση για έναν ποιητή;

Για τον σερζ η πολιτική ηγεσία δεν ήταν άμοιρη ευθυνών.
Η παράταση της τρομοκρατίας μετά το τέλος του εμφυλίου ήταν αποκαρδιωτικό λάθος. Το καθεστώς θα ήταν εκατό φορές πιο ισχυρό αν είχε διακηρύξει εκείνη το σεβασμό του στην ανθρώπινη ζωή και τα δικαιώματα του ανθρώπου όποια κι αν ήταν αυτά.
Γνωρίζοντας την εντιμότητα και την ευφυΐα των αρχηγών του, αναρωτιέμαι ακόμη για ποιον λόγο δεν το έκανε. Ποιες ψυχώσεις φόβου κι εξουσίας το εμπόδισαν;
Το σκελετωμένο χέρι της πείνας δε μπορούσε να ξεκολλήσει το άρμα του από την εξουσία
.

Κι ακόμη: η σοσιαλιστική επανάσταση θα ήταν πολύ πιο δυνατή αν η ανώτατη εξουσία υπεράσπιζε με όση ενέργεια έδειξε για να νικήσει, τις αρχές του ουμανισμού απέναντι στο νικημένο εχθρό.
Είχαν την πρόθεση, δεν είχαν όμως τη βούληση. Αυτοί που ανήκαν στο μέλλον βρέθηκαν τελικά δέσμιοι του παρελθόντος
.
Ή αλλιώς με τα λόγια του ποιητή:
Δεν είμαι ένας καινούριος άνθρωπος, έχω το ένα πόδι μου στο παρελθόν
Και παρόλα αυτά θα ήθελα να συναντήσω τρεκλίζοντας, κουτσαίνοντας τον ατσάλινο στρατό
(που σε τελική ανάλυση σημαίνει το στρατό του στάλιν. Άλλο αν ο ποιητής εσένιν αυτοκτόνησε ακριβώς μόλις ανέλαβε την ηγεσία ο στάλιν. Ειρωνεία της ιστορίας…)

Ίσως αυτή να είναι κι η βασική αντίφαση κάθε επανάστασης που καλείται να μετασχηματίσει το παρελθόν και να αλλάξει με τα παλιά υλικά την κοινωνία.
Οι αντιφάσεις είναι αναπόφευκτες. Αλλά όπως ανέφερε κι ο λούκατς στον σερζ: οι μαρξιστές ξέρουν πως μπορούν να διαπράξουν ατιμώρητα μικρές ανηθικότητες όταν κάνουν μεγάλα πράγματα. Το λάθος κάποιων είναι πως πιστεύουν ότι μπορούν να πετύχουν σπουδαία αποτελέσματα κάνοντας μόνο μικρές ανηθικότητες.

Όλο αυτό το πλούσιο σε παραπομπές κείμενο ήταν μόνο μια εισαγωγή για να θέσουμε το ιστορικό πλαίσιο μιας εποχής με εξαιρετικά πρωτότυπες κι ενδιαφέρουσες αντιφάσεις, που θα μας απασχολήσουν σε επόμενη ανάρτηση, γιατί αυτή έχει ήδη ξεφύγει πολύ σε μέγεθος.

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010

Ξύπνα βασίλη

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, έλα πάρε και τούτο,
γκόρμπι εγώ σου το ‘δωσα, σύντροφο φέρε μου το


Μην κοιμάσαι σύντροφε, δε δουλεύει η τύχη μας, αυτά είναι αστικός μύθος.
Κατεβαίνουμε στις πορείες μηχανικά, σαν υπνοβάτες, με ομοφωνία κοιμητηρίου. Κι οι άλλοι αλειμμένοι με μαλόξ και κρέμες νυκτός, ύπνο ανήσυχο και συγκρουσιακό, ρίχνουν κλωτσιές και πέφτουν απ’ το κρεβάτι.
Μην αλλάζεις πλευρό σύντροφε, μια χαρά πέφτουμε.

Κι αυτοί που τώρα κοιτάνε την πορεία; Προτιμούν τον αιώνιο ύπνο.
Μας συμπαθούν όσο ένα ξυπνητήρι. Καταλαβαίνουν πως έχει δίκιο, αλλά δεν το ψηφίζουν κιόλας. Το πατάν και συνεχίζουν τον ύπνο του δικαίου. Χρέος μονάχοι τους να σηκωθούν.

Κι ο κόσμος όλος ένα απέραντο κοιμητήριο ελπίδων.
Πού να το ρίχνουν άραγε το υπνωτικό; Ψάχνεις να το βρεις όπως το αντι-κούκου στο στρατό. Στις τηλεοράσεις, στις εκλογές, στη μισθωτή εργασία και την αλλοτρίωση.
Πρέζες υπάρχουν πολλές. Η ηρωίνη σκλαβώνει, το ίδιο κι οι υπόλοιπες.

Μια υπνηλία γενική, το κίνημα κοιμάται όρθιο. Ωραία κοιμωμένη με αναλαμπές που πέφτει ξανά σε κώμα. Περιμένει το πριγκιπόπουλο απ’ τη σοβιετία να έρθει να το φιλήσει.

Το 89 μας πιάσαν πάνω στον ύπνο τον γλυκό κι έκτοτε ζούμε τη μεγάλη νύχτα του κινήματος, ξεσκέπαστοι χωρίς μαμά πατρίδα.
Στρίμωγμα, αλλαγή πλευρού, ροχαλητά. Αλλά δεν το βάζουμε κάτω, παλεύουμε για μεγαλύτερη κουβέρτα και στρώμα ετοιμοπαράδοτο απ’ τον 902. Χωρίς ναρκωτικά και ναρκωμένες συνειδήσεις.

Στα όνειρά μας εκδικούμαστε τη μίζερη ζωή μας. Αλλά ο ύπνος μας είναι βαθύς, χωρίς όνειρα κι ελπίδες για το μέλλον.

Όποιος κοιμάται χάνει τα καλύτερα στη ζωή.
Κι αυτό είναι το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας του λαγού με την χελώνα. Άλλο αν η σοβιετική χελώνα δε μπόρεσε να κάνει το παραμύθι πραγματικότητα κι εμείς κρυφτήκαμε στο καβούκι μας περιμένοντας την αντεπίθεση.


Πώς θα αφυπνίσουμε τις ναρκωμένες συνειδήσεις;
Με ομοιοπαθητική. Πόλεμο στον πόλεμο κι ύπνωση στην ύπνωση.
Μα τον Όσιρη και μα τον Άπη είσαι επαναστατική τάξη.
Ώσπου αυθυποβάλλεσαι και το πιστεύεις για τον εαυτό σου και την οργάνωσή σου.

Ας είναι ελαφρύ το πάπλωμα και σοβιετικά τα συντρίμμια που μας σκεπάζουν.

(από τον τόμο κομμουνιστικής μυθολογίας, εκδόσεις στρατίκη)

Υστερόγραφο: σύντροφοι αναγνώστες εξέφρασαν παράπονα για τους εξεζητημένους συνειρμούς. Εν είδει αυτοκριτικής (ρηχής και ψεύτικης) η κε του μπλοκ δίνει στο κοινό τον παρακάτω κομμουνιστικό σύνδεσμο στους μη παροικούντες τον μικρόκοσμο του αστερίξ και του παλιμπαιδισμού για να μπουν στο νόημα με τον όσιρη. Οι υπόλοιποι ας πάρουν βαθιά ανάσα να αναπνεύσουν νοσταλγία.

http://www.youtube.com/watch?v=QOGKBwjeL3U&feature=related

-Η εικόνα, εξ όσων γνωρίζω, είναι δημιουργία του blogger καλτσόβρακο (http://www.flickr.com/photos/kaltsovrako/3973540189/). Το καλό να λέγεται.

-Τρεις τραγικές κι ασυγχώρητες παραλείψεις στη διπλανή ψηφοφορία.
Οι διόσκουροι των/της εαακ φιλοσοφικής (σαφ-καρφί κλπ).
Το διαλεκτικό δίπολο ανάμεσα στα κομμουνιστικά καθεστώτα και τους καθεστωτικούς κομμουνιστές.
Κι οι λεπτές διαφορές ανάμεσα στη δικτατορία του προλεταριάτου και την εργατική εξουσία (στη ναρίτικη διάλεκτο, που λέει κι ο σάββας).
Μπορείτε να τα ψηφίζετε-στηρίζετε εκτός συναγωνισμού και συντροφικής άμιλλας.

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

Ο λυρικός ρίτσος

Το έτος ρίτσου έλαβε τέλος αθόρυβα προ ημερών, αλλά ο χρόνος είναι σύμβαση κι εμείς συμβασιούχοι. Το παρόν κείμενο εντάσσεται στα πλαίσια αποχαιρετισμού της παλιάς μονάδας σύμβασης κι απότισης τιμής στη δουλειά του θηλυκού γονιού του απολιθώματος.

Η ποίηση του ρίτσου είναι κατ’ εξοχήν πολιτική, κοινωνική, στρατευμένη στα όνειρα, τα ιδανικά και τους αγώνες του ελληνικού λαού.
Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να εκφράσει στην ποίησή του τις αγωνίες, τις λύπες και τις χαρές, τόσο τις προσωπικές του, όσο και των άλλων. Η ευαίσθητη ποιητική του φύση, πλημμυρισμένη από έντονο λυρισμό τον οδηγεί στην έμπνευση και γραφή έξοχων λυρικών ποιημάτων.

Το τραγούδι της αδελφής μου (1937)

Αυτή η ποιητική σύνθεση είναι αφιερωμένη στην αγαπημένη αδελφή του ρίτσου, λούλα, που δεν άντεξε τα βαριά χτυπήματα που έπληξαν την οικογένειά τους και παραφρόνησε.
Ο ποιητής βλέπει αυτό το υπέροχο πλάσμα κλεισμένο σε κάποιο ψυχιατρείο κι η ψυχή του πνίγεται από πόνο. Ο άνθρωπος πονά, ο ποιητής γράφει.
Αποτελεί μια από τις πιο σπαρακτικές ελεγείες που γράφτηκαν στην ελληνική ποίηση. Ένα άσμα για την αδερφή του, ένας ύμνος που της ταιριάζει, όμως ορθώνεται μόνο μέσα από λυγμούς.

Ο ποιητής προβάλλει την υπέρμετρη αγνότητα και καλοσύνη της αδερφής του, ενώ αποδίδει το συναίσθημα που τον κατέχει για την αρρώστια της με ποιητική λεπτότητα, με τη λέξη λυκόφως (θαμπό φως), δείχνοντας τη νοητική σύγχυση που την κυρίευσε.
Περνάει σε μια κραυγή απόγνωσης: δεν είμαι πια ποιητής, αλλά μυρμήγκι πληγωμένο. Σε όλο το ποίημα υπάρχει εναλλαγή συναισθημάτων, απόγνωσης κι αυτοπαρηγοριάς, κραυγής πόνου και τρυφερής αγάπης.
Κραυγή πόνου είναι το τάμα στην αδερφή του να της φέρει το αθάνατο νερό και τον ήλιο στην ποδιά της, το παράπονο της αδερφής του που δεν κράτησε την υπόσχεσή του και την αφήνει διψασμένη και δεν τη ζεσταίνει που κρυώνει.

Ανακαλεί στη μνήμη του εικόνες τρυφερής αδελφικής αγάπης και συντροφιάς, παραστάσεις από την παιδική τους ηλικία. Κάθε γλυκιά ανάμνηση την ακολουθεί ο σπαραγμός: αδελφή μου σίμωσε πάλι, παραμέρισε τη νύχτα κι έλα κοντά μου, γύρισε αδελφή μου, δε μ’ ακούς;
Ένα κάλεσμα στην αδελφή του να γυρίσει στον ανθρώπινο, λογικό κόσμο.

Το ποίημα τελειώνει με φιλοσοφικούς στοχασμούς πάνω στη ζωή και στο θάνατο. Ο ποιητής βρίσκει τη λύτρωση απ’ τον πόνο όταν σκέφτεται το ορμητικό κύμα της ζωής που μας έπλασε και μας εξουσιάζει.
Μπρος σε αυτό το θαύμα της ζωής, της γέννησης και της φθοράς, κάνει την οδύνη του προσευχή, την κραυγή του έκσταση και λυτρώνεται σα σκέφτεται το θαύμα της δημιουργίας, ένα φως πιο πάνω από κάθε ατομική ύπαρξη κι αγάπη. Βρίσκει παρηγοριά στην αιωνιότητα της ζωής.

Διαβάζοντας το ποίημα ο παλαμάς ενθουσιάζεται κι αφιερώνει στο ρίτσο το: παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις.

Αποσπάσματα απ' το ποίημα

Τα λευκά χέρια σου
που άλειφαν μύρα τις πληγές μας
τώρα σφαδάζουν δεμένα πισθάγκωνα
στο σταυρό του κορμιού σου
σα νάταν αδελφή μου χέρια ληστών.
Το λιγνό σώμα σου περιτυλίγεται
τον τερφό μανδύα της αλλοφροσύνης

Αδελφή μου σούχα τάξει
να σου φέρω τα’ αθάνατο νερό
Σούχα τάξει να ρίξω τον ήλιο
στην ποδιά σου
Τώρα κραυγάζεις.
Αδερφέ μου, διψώ
Πούναι τα’ αθάνατο νερό να ξεδιψάσω;
Αδερφέ μου, κρυώνω,
Πούναι ο ήλιος να ζεστάνω τα χέρια μου;

Μ’ έντρομο θαυμασμό
μπροστά στη δημιουργία
αλλάζω την οδύνησε προσευχή
και την κραυγή μου σ’ έκσταση
Το φως ακμάζει πιο ψηλά
κι απ’ την αγάπη σου αδελφή μου
κι απ’ την αγάπη μου!


Στον αντίποδα αυτού του ποιήματος βρίσκεται η εαρινή συμφωνία γραμμένη το 38. Το ποίημα είναι ένας ύμνος στη ζωή, στον έρωτα και στην χαρά. Είναι διέξοδος του ποιητή απ’ την κατάθλιψη της απομόνωσης στη χαρά της ζωής. Είναι η νίκη της ζωής πάνω στο θάνατο.

Αγαπούμε
τον ουρανό και τη γη,
τους ανθρώπους και τα ζώα.
Τα ερπετά και τα έντομα
Είμαστε κι εμείς
όλα μαζί
κι ο ουρανός κι η γη

(…) Καλοί μου άνθρωποι
πώς μπορείτε να σκύβετε
και να μην χαμογελάτε;
Ανοίχτε τα παράθυρα!


Το εμβατήριο του ωκεανού (1940) είναι προϊόν σπάνιας ψυχικής ευαισθησίας. Λεπτές ψυχικές αποχρώσεις, θρεμμένες από μνήμες και θρύλους της θαλασσινής ζωής και της αγάπης της θάλασσας αποδίδονται σε μια σειρά μαγικών εικόνων ονείρου και φαντασίας.

Δίνονται υποβλητικές εικόνες των ναυαγισμένων καπετάνιων που αναζητούν τις πόρτες του σπιτιού τους και τη ζωή που χάσανε. Των βυθισμένων πλοίων που ταξιδεύουν στα λιμάνια της άπειρης νύχτας και των πνιγμένων πληρωμάτων που αναζητούν τα σπίτια τους φέρνοντας μαζί τους παραστάσεις από τόπους όπου ταξίδεψαν.

Στίχοι γεμάτοι μουσική, μουσική της θάλασσας είναι το τραγούδι-μοιρολόι της κάθε μάνας. Η θάλασσα δεν κλαίει, τραγουδάει. Η αγάπη των παιδιών προς τη θαλάσσια κληρονομιά των πατεράδων τους δεν έχει σύνορα.

Ο ποιητής δίνει ένα μαγευτικό τοπίο της ακτής, με τις θαλασσινές σπηλιές, το πέταγμα των γλάρων και τον κυριεύει μια έντονη νοσταλγία. Η ψυχή του ζυμωμένη με την αγάπη της θάλασσας, αλλά αποσπασμένη από την αγάπη αυτή, βρίσκεται στους μεγάλους δρόμους της πολιτείας, μ’ ένα δισάκι στα χέρια, μ’ ένα κλουβί αηδονιών στη ράχη νοσταλγώντας τη θάλασσα.

Δεν είναι μόνο το ελληνικό τοπίο κι η θαλασσινή ζωή που μαγεύουν τον ποιητή. Ζει κι αγαπά το ίδιο έντονα την εξοχή και το χωριό και την αγάπη αυτή την εκφράζει με έξοχο λυρισμό στο ποίημα Ανάμνηση.

Απόσπασμα από το εμβατήριο του ωκεανού

Φαντάσματα ναυαγισμένων καπετάνιων
με τις πίπες ακόμα στα χείλη
βυθισμένα πλοία που επιστρέφουν
στα λιμάνια της άπειρης νύχτας
χαμένα πληρώματα
που ξανάρχονται έξω από τις πόρτες
ζητώντας τη χωή τους
κρατώντας εικόνες τροπικές
γαλάζιες πεδιάδες με πελώριους κρίνους
και με γυμνές εβένινες γυναίκες.

Άκουσε το τραγούδι μας μητέρα.
Εσύ που κλαις το θάνατο δε μας γνωρίζεις
Η θάλασσα δεν κλαίει τραγουδάει

(...) Κύριε, κύριε και μεις εδώ
στη μέση των μεγάλων δρόμων
λυπημένοι κι αδέξιοι
μ’ ένα δισάκι στα χέρια
μ’ ένα κλουβί αηδονιών στη ράχη
με την πλατιά μνήμη της θάλασσας!


Πρωινό άστρο (1955)

Αφιερωμένο στη νεογέννητη κόρη του ποιητή.
Μοιάζει με ανάπαυλα του ρίτσου στην πολιτική-κοινωνική ποίηση και πλημμυρίζει από αγάπη και τρυφερότητα για το παιδί του που επεκτείνεται σε όλα τα παιδιά του κόσμου.
Η απέραντη τρυφερότητα υποδηλώνεται με τον τίτλο κι αισθητοποιείται εκφραστικά μες στο ποίημα με πληθώρα υποκοριστικών: φαναράκια, περβολάκι, σταυρουλάκι, πεδιλάκια, τραγουδάκι κλπ.

Η επαναλαμβανόμενη φράση θέλω να σου φέρω… δείχνει την επιθυμία του να φέρει ό,τι καλό στο μικρό ανυπεράσπιστο πλάσμα και να το προστατέψει από κάθε κακό.
Η χαρά παραμερίζει προσωρινά τα προβλήματα, αλλά δεν τον εμποδίζει να δει πως το μέλλον δε διαγράφεται ρόδινο για το παιδί του και τα παιδιά όλου του κόσμου. Ανησυχεί γι’ αυτό, νιώθει ανήμπορος να το προστατέψει.

Κοριτσάκι μου
θέλω να σου φέρω
τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν στον ύπνο σου


θέλω να σου φέρω
ένα σταυρουλάκι αυγινό φως
δυο αχτίνες απ’ τους στίχους μου
να σου ξορκίσουν το κακό


(...) Κοιμήσου, κοριτσάκι
Είναι μακτρύς ο δρόμος
Πρέπει να μεγαλώσεις

(...) Καθώς κλωτσάς τον αέρα
Με τα’ άστρα-ποδαράκια
Κρύβονται οι σκιές
Κρύβεται ο πόλεμος


Έτσι παιδί, που μ’ έκανες παιδί μου
Πώς θα σου φέρω
Ψωμί και γάλα και βιβλία;
Πού πάμε κοριτσάκι;
Πού με τραβάς τραγούδι,
Τραγούδι, τραγουδάκι…;


Θα ακολουθήσει εν καιρώ σε δύο ενότητες το τρίτο και τελευταίο μέρος με τα πολιτικά ποιήματα του ρίτσου.

Υστερόγραφο: από σήμερα η κε του μπλοκ επεκτείνεται και σε άλλα χωράφια κατόπιν διεθνιστικής πρόσκλησης του αδελφού μπλοκ γκράνμα. Θέλω να πω όσοι πιστοί μπορείτε να μας διαβάζετε κι εκεί.

Επιτέλους ρεντ μπλόγκερ...!

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010

Το δικαίωμα στην τεμπελιά

Η μεγάλη αντίφαση των κοινωνιών του δυτικού κόσμου είναι πως αναπτύσσουν στο έπακρο την παραγωγή κι αφήνουν υπανάπτυκτη τη συνείδηση. Κοινωνίες που γκρεμίζουν ιδανικά κι αξίες, κάνουν συλλογικό το βόλεμα κι ατομική την αντίσταση, όσων παλεύουν ακόμα.

Όπου η πιο πολυπληθής τάξη είναι η ανεργατική. Εκτός παραγωγής, εκτός εργασίας, ιστορικού προτσές, δε δικαιούται δια να ομιλεί, γιατί ζει φοιτητικά κι όλοι οι υπόλοιποι τη φθονούν.
Γιατί τη σήμερον η δουλειά είναι εκπόρνευση και παίρνει απ’ τους εργάτες ό,τι πολυτιμότερο έχουν. Την ικανότητά τους για δημιουργία.
Είναι να μη σε πιάνουν τ’ αναρχικά σου;

-Μα γιατί δε δίνεις βιογραφικά μπας και σε πάρουν;
-Βιογραφικό;
Έδωσα στην κνε, στο πανεπιστήμιο κι έμεινα οκτώ χρόνια. Αλλά έμεινα στο δρόμο, άνεργος και πολιτικά άστεγος. Φτάνει, δεν την ξαναπατάω πια.

-Ναι, αλλά κάπως ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΗΣΕΙΣ.
Για το γιο μας; Για την εκδίκηση;
-Μα εγώ είμαι καλλιτέχνης, που λέει κι ο πανούσης στο δράκουλα. Πόσα λεφτά θα μας δώσετε;

Κι εδώ έρχεται η διαλεκτική μέσου και σκοπού.
Όπου αν δεν έχεις μέσο, είσαι ένα τίποτα, ανεπρόκοπος.
Σε μια κοινωνία που φετιχοποιεί τα μέσα, βολεύεται με μέσα, διαβρώνεται από μέσα, μένει μέσα τα βράδια κι αποβλακώνεται μαζικά απ’ τα μέσα. Αρκεί να μην είναι μεταφοράς. Τι διάολο το πήραμε το καινούριο το κάμπριο;

Κι αφού λοιπόν δεν έχεις μέσο, πάει να πει πως δεν έχεις ούτε σκοπό.
Αλλά οι δικοί μας οι σκοποί είναι κόκκινοι, ερυθροφρουροί. Φυλάνε την αξιοπρέπειά μας και στήνουν τείχη αντίστασης στις αξίες του αίσχους του δυτικού κόσμου.

Κρίμα το παιδί και τα παίρνει τα γράμματα.
Ε, και; Τα παίρνει, αλλά πού να τα δώσει; Δεν έχουν ανταλλακτική αξία.
Ενώ αν έπιανε το χέρι μου… Είναι καλό να τα πιάνεις εν γένει.

Γιατί πράξη χωρίς θεωρία είναι τυφλή. Αλλά σκέτη θεωρία χωρίς πράξη τι είναι; Σκέτα μάτια που θεωρούν την πραγματικότητα αφ’ υψηλού. Eyes without a face που λέει κι ο Billy Idol. Με πολιτική μυωπία κι αστιγματισμό που κάνει θολή την προοπτική και τον τελικό στόχο.

Και τι κάνεις μωρέ μαλάκα; Θεωρητικοποιείς την τεμπελιά σου;
Όχι περισσότερο απ’ όσο οι άλλοι το βόλεμά τους.
Σαν το θείο μου το μικροαστό. Μικρός που λέει ο λόγος.
Κι αυτός τα ίδια λέει.
Πολύ αξιόλογο παιδί, αλλά έμπλεξε με τους κουκουέδες.
Και πρώτα απ’ όλα η εμφάνιση.
-Με ξέρεις εμένα, πόσο δεν τα υπολογίζω αυτά.
Αλίμονο, το δήθεν δεν ξέρω; Κάθε μέρα στη μάπα το τρώμε.
-Αλλά τώρα στη δουλειά, ξυρίζομαι δυο φορές τη μέρα, να μη μου την πουν οι πελάτες. Πιο πολύ κι απ’ όταν ήμουνα στο στρατό…
Και τι θες τώρα; Βαρέα κι ανθυγιεινά για τα χαρακωμένα σου μάγουλα;

Τελικά άλλο ήθελε. Να κόψω λέει τα μαλλιά μου. Κι είπα να κόψω τους συγγενείς.
Αλλά με εξαγόρασε το χαρτζιλίκι της θείας. Ξέρεις πόσες μέρες βγάζω με εκατό ευρώ; Εκτός κι αν τα φάω σε βιβλία στον αλφειό.

-Έτσι είναι η κοινωνία σήμερα. Δεν είναι προοδευτικό να μην ακούς τη γνώμη των άλλων.
Και τι να κάνουμε, δημοκρατικό συγκεντρωτισμό στα μαλλιά μου;

Μικροαστοί και προλετάριοι σε κοιτάνε, σε στιλ άντε κουρέψου νεαρέ.
Μαλλιαροί της εποχής μας, τέντι-μπόι αρκουδιάρηδες που νοσταλγούν τη σοβιετική αρκούδα.
Ένας αλλά λέων σαμψών και γύρω όλη η κοινωνία μια πουτάνα δαλιδά που σε εκβιάζει να κόψεις τα μαλλιά σου. Να συμμορφωθείς προς τας υποδείξεις για να βρεις είτε δουλειά, είτε σχέση.

Δεν είναι τόσο το μακρύ, αλλά το ατημέλητο. Άμα το χτένιζες λιγάκι. Και τα μούσια αν τα περιποιούσουν κάπως.
Εντάξει κι οι σαγιονάρες, αλλά να έχουν διχάλα στο δάχτυλο. Κι αμάνικα μπορείς, αλλά τρέντι, όχι τιραντάκια αλά 80’ς.

Ε, όχι κύριε, δεν ξεπουλάμε εαυτούς. Έχουμε κάποιες αρχές. Κι ας μην έχουμε τέλος (που σημαίνει σκοπός). Δεν είναι τελεολογικό το ιστορικό προτσές.

Θέλουμε όμως μια κοινωνία που θα φέρει τον κόσμο ανάποδα, με τα πόδια κάτω και το κεφάλι πάνω. Που θα ‘χει οργάνωση και κεντρικό σχεδιασμό στην παραγωγή και χύμα αναρχία στην εμφάνιση, όχι αντίστροφα. Όπως σήμερα τα ομοιόμορφα στρατιωτάκια που έχουν ελευθερία επιλογής να είναι τέτοια.

-Και νομίζεις πως έχεις ηθικό πλεονέκτημα επειδή έχεις μαλλί και μούσι;
Το ηθικό πλεονέκτημα προκύπτει απ’ την ηθική υποχρέωση να μην υποκύψεις στον εκβιασμό και την πλύση εγκεφάλου. Τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο.

-Που λες κεμάλ αυτή η κοινωνία ποτέ δε θ’ αλλάξει.
Μωρέ αλλάζει, όμως αλλάζουμε κι εμείς μαζί της.
Στην ουσία μας αλλάζει αυτή. Το θέμα είναι να την αλλάξουμε εμείς πριν μας αλλάξει. Ή την αλλάζουμε ή βουλιάζουμε.

Το ηθικό δίδαγμα είναι ότι το μπρεζνιεφικό απολίθωμα πρέπει να πάψει να δουλεύει την κοινωνία και να δουλέψει κανονικά.
Όποιου του περισσεύει ένα βόλεμα, ας δώσει το ένα στην κε του μπλοκ για αξιοποίηση. Κι αν έχει κι ένα τρίτο να βολέψουμε και το σπαρίλα που είναι στη γύρα κι αυτός.

Τσόντα κείμενο

Μια βόλτα στην τσιμισκή παραμονή του χρόνου που μας έστησε καρτέρι, αρκεί να νιώσεις σαν τη μύγα μες στο γάλα.
Με την έννοια ότι πνίγεσαι, όχι ότι διαφέρεις.

Τρέντι μάζες κι απολιτίκ βιτρίνες σε βρίζουν με το βλέμμα.
Κομμουνιστές πίσω στις τρύπες σας.
Κι εσύ τις αναζητάς σαν τυφλοπόντικας που βαυκαλίζεται πως σκάβει για να γκρεμίσει το σύστημα. Νοσταλγείς τα ασφαλή σκοτεινά σοκάκια, μακριά απ’ τη λάμψη της τρέντι φυλής. Ψάχνεις στους δρόμους τα (καταν)αλωμένα ιδανικά της.

Τι σκατά πρωτοπορία θα γίνεις σε έναν κόσμο που σε λυπεί, αλλά δε σε λυπάται; Πώς θα το καταφέρουμε χωρίς ιδεολογική ηγεμονία; Εδώ δεν μπορέσαμε όταν την είχαμε.

Πώς το έλεγε εκείνο το στρουμφάκι; Μου τη δίνουν οι γιορτές.
Κι οι ευχές για ό,τι επιθυμείς τη νέα χρονιά έχουν υστερόγραφο.
Ακόμα και τα όνειρα θεωρία των σταδίων έχουν.
Σοσιαλισμό μες στο 10, κομμουνισμό απ’ το 11 και βλέπουμε.