Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σκάρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σκάρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Η γουρουνού

Η κε του μπλοκ τιμάει τη σημερινή διπλή επέτειο, το ΟΧΙ του ελληνικού λαού με το νέο ΟΧΙ της Αντίστασης του ΔΣΕ (με την ίδρυση του Γενικού Αρχηγείου του), με ένα διήγημα του Ζ. Σκάρου από τη συλλογή "Αλλαγή Συνθηκών" (Σύγχρονη Εποχή, 1991), για το αγωνιστικό ποιόν αυτού του λαού, που θέλησε να κάνει την ανάγκη ιστορία, και υψώθηκε μαζί της, εφοδεύοντας στον ουρανό.

Η γουρουνού

Ένα χρεμέτισμα αλόγου ακούστηκε να σκίζει τη νύχτα. Τα γουρούνια άρχισαν να γουρλίζουν. Τινάζεται πάνω απ' το στρώμα της η Δοξούλα και κολλάει πίσω απ' το παραθύρι.

Έξω στην αυλή, μέσα στ' αγνόφεγγο της ξαστεριάς, κάποιος είχε πηδήσει καβάλα στ' άλογο και το παρακινούσε με φτέρνες και βούρδουλα να ξεκινήσει. Εκείνο τσινούσε, σήκωνε χλιμιντρώντας τα μπροστινά του πόδια ψηλά και με κανέναν τρόπο δεν πήγαινε μπρος.

Φεύγει απ' το παραθύρι η Δοξούλα, πάει, ξεχώνει μέσ' απ' τ' άχυρα ένα ντουφέκι και, γονατίζοντας στο περβάζι του παραθυριού, πατάει τη σκαντάλη. Ο άνθρωπος που είχε καβαλικέψει τ' άλογο γκρεμίστηκε. Κρεμάει γρήγορα το ντουφέκι στον ώμο της η Δοξούλα, τρέχει, ρίχνεται καβάλα στ' άλογο και γίνεται αέρας.

Ήταν τον καιρό του εμφύλιου πολέμου. Από τη μια η αντίσταση στην ξένη επέμβαση - από την άλλη η απόκρουσε της ξένης επιβουλής. Αυτό τουλάχιστον διακηρύσσονταν από τις δυο πλευρές σαν λόγος της σύγκρουσης. Η Δοξούλα πήγε στους πρώτους. Μα καθώς η επέμβαση είναι πιο αποτελεσματική από την επιβουλή, η πλάστιγγα έγειρε με το μέρος της άλλης πλευράς.

* * *

Μέσα σε μια τεράστια μισοάδεια αίθουσα, όπου κυριαρχούσαν χρυσές επωμίδες, πέντ' έξι αψόθυμοι τύποι τανούσαν, σαν γύπες, τους λαιμούς τους πάνω από μια φρεσκολουστραρισμένη ξύλινη έδρα. Μπροστά τους, σ' ένα παγκάκι, καθόταν χωμένη μέσα σ' ένα φαρδύ για το σώμα της το στρατιωτικό χιτώνιο η Δοξούλα και τους κοίταζε εκστατική με τα μεγάλα της μάτια. Από τη μια και την άλλη μεριά στο παγκάκι δυο ζευγάρια φρουροί παρακολουθούσαν βλοσυροί και αμίλητοι την κάθε της κίνηση.

"Λέγε, τον σκότωσες, ναι ή όχι;"
"Τον σκότωσα, τον σκότωσα", απάντησε πρόθυμα η Δοξούλα.
"Γιατί τον σκότωσες;"
"Γιατί ήταν με τους άλλους."
"Γιατί ήταν με τους άλλους ή γιατί ήρθε να σου πάρει το άλογο;"
"Γι' αυτό ήρθε να μου πάρει το άλογο, επειδή ήταν με τους άλλους."

Οι δικηγόροι, που είχαν αναλάβει άλλες υποθέσεις και περίμεναν στις θέσεις τους τη σειρά τους, μειδίασαν.
"Ξέρεις ότι αυτό που λες σε επιβαρύνει πολύ περισσότερο απ' το πρώτο;" είπε ο Πρόεδρος.
"Γιατί; Πόλεμος γινόταν!"

Ο συνήγορος της Δοξούλας σηκώθηκε και ζήτησε το λόγο. Στράφηκε στη Δοξούλα και στήλωσε γεμάτη θαυμασμό το βλέμμα της πάνω του.
"Μια ερώτηση, κύριε Πρόεδρε."
"Ορίστε."
"Ο πατέρας σου ζει;" ρώτησε τη Δοξούλα ο συνήγορος.
"'Όχι."
"Τι έγινε;"
"Σκοτώθηκε σε μάχη με τους φασίστες."
"Πότε;"
"Στην κατοχή."
"Δηλαδή πολέμησε για την πατρίδα;"

Ο Πρόεδρος χτύπησε το κουδούνι και απαγόρεψε στη Δοξούλα ν' απαντήσει. Εκείνη βρήκε ευκαιρία απ' τη διακοπή και, σκύβοντας πάνω στα γόνατά της, άρχισε να σκαλίζει με το δάχτυλο μέσα στο χοντρόπετσο άρβυλό της. Αμέσως οι σκοποί από δίπλα κάρφωσαν εκεί καχύποπτα τα μάτια τους και, μ' ένα νεύμα του Προέδρου, της έβγαλαν τ' άρβυλο.

"Ουφ", έκανε ανακουφισμένη η Δοξούλα, ενώ ένα χαλίκι ξεπετάχτηκε απ' το χοντροπάπουτσό της.
Οι δικηγόροι απ' την εξέδρα τους γέλασαν πάλι.

"Αυτόν που πυροβόλησες τον ήξερες;" ρώτησε ο συνήγορός της.
"Πώς δεν τον ήξερα... Στην κατοχή είχε στο χέρι του ένα πανί με τον αγκυλωτό σταυρό και με την απελευτέρωση χάθηκε. Ξαναπαρουσιάστηκε, όταν ήρθε στο χωριό ο στρατός."

"Και μετά τι έγινε;"
"Πότε;"
"Όταν έφυγες και πήγες στο βουνό!"
"Α, αυτό δεν ξέρω πώς να σας το πω... Έπεσε ο ουρανός και πλάκωσε τη γη. Από τη μια μπαίναμε εμείς σε μια πόλη κι από την άλλη έφευγαν οι άλλοι. Φεύγαμε εμείς, έρχονταν οι άλλοι. Αλλά εκείνοι είχαν κανόνια, αεροπλάνα, εμείς τίποτα, να, ντουφέκια μονάχα και κάτι αυτόματα..."
"Αρκετά", τη διέκοψε ο Πρόεδρος και ρώτησε: "Παραδόθηκες οικειοθελώς ή σ' έπιασαν;"
"Όχι, δεν παραδόθηκα, η σκαφίδα μ' έβγαλε σ' αυτούς."

Κατά την υποχώρηση μια μικρή ομάδα με τη Δοξούλα, είχε αποκοπεί απ' τη μονάδα της και βρέθηκε μπροστά σ' ένα μεγάλο ποτάμι. Ήταν συνολικά εφτά, ανάμεσά τους και μια άλλη κοπέλα. Οι έξι ήξεραν να κολυμπούν κι ως το ποτάμι σε κείνο το μέρος ήταν ήρεμο μπορούσαν εύκολα να περάσουν απέναντι. Η Δοξούλα δεν ήξερε κολύμπι και το φοβόταν το νερό. Μπροστά σε μια δύσκολη στιγμή για να πάρουν απόφαση, βλέπουν κάπου κοντά ένα καλύβι και τρέχουν. Το καλύβι ήταν εγκαταλειμμένο με τα περισσότερα πράγματα του νοικοκυριού του και μια σκάφη από σκαμμένο κορμό δέντρου. Την παίρνουν, τη ρίχνουν στο ποτάμι και βάζουν τη Δοξούλα μέσα. Ύστερα πέφτουν και οι άλλοι μισό κύκλο γύρω της και αρχίζουν να κολυμπούν, σπρώχνοντάς την. Αλλά στη μέση απ' το ποτάμι, έρχεται ένας "γαλατάς". "Γαλατάδες" οι αντάρτες έλεγαν τ' αεροπλάνα, γιατί πετούσαν κάθε μέρα νωρίς το πρωί.

Με βουτιές το αεροπλάνο αρχίζει να πολυβολεί, το νερό βάφτηκε κόκκινο κι η σκάφη λευτερώθηκε απ' τον κλοιό των κολυμβητών. Το νερό την παρέσυρε και την έβγαλε σε μια όχτη, όπου ήταν καταυλισμένος στρατός.

"Δεν ξέρεις ότι σ' αυτές τις περιπτώσεις η ποινή που επιβάλλει ο νόμος είναι ο θάνατος;" απείλησε απ' την έδρα του ο Πρόεδρος.
¨Πάλι;" αναρωτήθηκε η Δοξούλα.

Ήταν κιόλας καταδικασμένη σε θάνατο από άλλη δίκη. Τότε το κατηγορητήριο αναφερόταν στην προσχώρησή της στους αντάρτες, πράγμα που σήμαινε εγκλήματα κατά συρροή, απόπειρα ανατροπής του κρατούντος καθεστώτος και εσχάτη προδοσία.

Η Δοξούλα σηκώθηκε όρθια.
"Περίεργο μου φαίνεται", είπε, "δεν ήξερα πως ένας άνθρωπος μπορεί να σκοτωθεί δυο φορές. Δεν πιστεύω, ψέματα λέτε. Εκτός αν φοβάστε μήπως την πρώτη φορά δεν έχω σκοτωθεί. Αν είναι έτσι, μεγάλη μου τιμή, που εγώ, ένα ορφανό κορίτσι, μια αγράμματη, μια γουρουνού, αξιώθηκα να φτάσω ως το σημείο που να με λογαριάζει και να φοβάται από μένα ένα ολόκληρο κράτος με στρατούς και κανόνια -α, είναι ωραία, πολύ ωραία η ζωή."

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

Ραγιάδες και κολίγοι

Μικρό λογοτεχνικό διάλειμμα στην κανονική ροή των αναρτήσεων με μερικά αποσπάσματα από το πρώτο μέρος της τριλογίας "οι ρίζες του ποταμού" του Ζήση Σκάρου. Το πρώτο μέρος έχει τον τίτλο της ανάρτησης και το ιστορικό του πλαίσιο αναφέρεται στη Θεσσαλία, πριν και μετά το τέλος της τουρκοκρατίας, όπου η εθνική απελευθέρωση δεν άλλαξε τίποτα για τα φτωχά, λαϊκά στρώματα. Οι ρίζες του ποταμού αναφέρονται στο λαϊκό κίνημα και τον αγώνα του, που φουσκώνει σαν χείμαρρος και δε θα στερέψει ποτέ, όσο κι αν προσπαθούν να το εκτρέψουν σε ακίνδυνα μονοπάτια. Ενώ σε ένα άλλο επίπεδο, βρίσκουμε τις ρίζες αρκετών ελληνικών επιθέτων, όπου η μακραίωνη συνύπαρξη με τους Τούρκους έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια (και δεν εννοώ προφανώς μόνο στις καταλήξεις -ίδης, -γλου, κτλ). Συναντάμε πχ τα παφίλια, από τα οποία φτιάχνει την καμπάνα του χωριού ένας γύφτος, και το μαϊλίκι, που ομολογώ πως δεν κατάλαβα τι είναι από τα συμφραζόμενα.

Ακολουθούν τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα για το μουλαλίκι, που το καταλαβαίνω ως συνώνυμο της δουλείας-δουλικότητας, και την πραγματική ελευθερία.

-Έσπασε το μουλαλίκι!
Η ελπίδα πως η επανάσταση γρήγορα θα άπλωνε, σαν καλοκαιριάτικη πυρκαγιά, σε όλο τον κάμπο, φώτισε τα συλλογισμένα πρόσωπα των ραγιάδων κι ένας συνεπαρμός χαράς κι ενθουσιασμού πλημμύρισε τα στήθια τους.

-Έσπασε το μουλαλίκι!
Ψιθυριστά ή φωναχτά και τραγουδώντας κανένα στόμα δεν έμεινε χωρίς να το πει. Το κάστρο που κρατούσε τους καραγκούνηδες σκλάβους, δίχως θέληση καμιά κι απαντοχή, έσπασε! Ο κάμπος με τους κάμπους και τα μυστικά του, άνοιξε την καρδιά του.

-Εγώ το 'λεγα. Απ' το βουνό ξεκινάει το ποτάμι, μα στον κάμπο γίνεται η πλημμύρα, είπε ο Μήλιος Τσέλιος στον Κόρακα.

(...)

Σα ν' αρχινάει τώρα, στ' αλήθεια, η επανάσταση, μου φαίνεται... ψιθύριζε ο Τσέλιος.
-Άμα έσπασε ο κάμπος φουντώνει, δεν αρχινάει, είπε ο Κόρακας... Φτάνει να 'ναι όπως τ' ακούμε...
-Τι θα πει επανάσταση πατέρα; ρώτησε ο Βασιλάκης.

-Έλα εδώ να σου πω εγώ... τον τράβηξε απ' τη φούστα του ο Κόρακας και τον κράτησε στις χούφτες, ανάμεσα στα γόνατά του. Επανάσταση θα πει... Είδες τη μάνα σου πώς πυργώνει τα ξύλα ν' ανάψει το τζάκι; Να, τι θα πει επανάσταση. Φωτιά! Εκείνη π' ανάβει η μάνα σου να βράσει το τσουκάλι, είναι μια μικρή επανάσταση. Η κανονική επανάσταση είναι φωτιά τρανή, ρογκάδα! Λαμπαδιάζει τον τόπο. Πρώτα έχουμε μια σπίθα, ένα μικρούτσικο καρβουνάκι. Το σκεπάζουμε με φρύγανα, βάνουμε ολόγυρα κι αποπάνω ξερά πελεκούδια και φυσάμε. Το καρβουνάκι βόσκει μέσα, τρώει τα φρύγανα και σαν πάρουν φωτιά τα προσανάμματα, ρίχνουμε ξύλα. Ρίχνουμε ρουπάκια, ρίχνουμε κούτσουρα, ολόκληρους δέντρους. Η φωτιά δρογκώνει, θεριεύει, βγάνει φλόγες και πιλαλάει μοναχή της, τρέχει μουγκρίζοντας, δε σταματάει! Καίει αγκάθια, παλιούρια, ξεράδια... Καμιά φορά παίρνει κι από κάνα χλωρό. Φωτιά είναι αυτή! Κοντά στο ξερό καίγεται και το χλωρό. Η γης είναι που δεν παθαίνει τίποτα. Φωτιά και νερό σμίγουν πάλι μέσα της και καινούργια φύτρα ξεπετάχνονται, καινούργια βλαστάρια, καθαρά και ξεδιαλεγμένα...

-Τέτοια επανάσταση είναι που άναψε στον κάμπο, μπάρμπα και λεν, έσπασε το μουλαλίκι; ρώτησε το παιδί.
-Αυτό είναι κει πέρα ένα μικρούτσικο καρβουνάκι ακόμα. Μια σπίθα που πετάχτηκε από δω απάνω, απ' τ' αγριόβουνα, από τούτες τις καψάλες. Θα πάρει φωτιά;

-Είναι να ρωτάς, καπετάνιο; μίλησε ο Τσέλιος.
-Δε ρωτάω. Η συλλοή με κάνει... (...) Τη σκέφτομαι [την επανάσταση] και λέω: Τάχα είναι η επανάσταση τόυτο ή τσακμάκισαν μια ίσκα κι όπου πέσει; Κι η φωτιά θέλει νοικοκύρεμα...

-.-.-

Στο δρόμο τα 'μαθε τα μαντάτα:
-Λευτεριά καπετάνιο, λευτεριά! του φώναξε κάποιος παλιός αντάρτης που γύριζε στο χωριό του.
-Πού 'ν' την, μωρέ;
-Θα μας τη δώσουν οι Δυνάμεις! Μαζώχτηκαν, λέει, όξω στη Φραγκιά κι είπαν να φύγει ο Τούρκος απ' τα μέρια μας...
-Ουχού... έκανε ο Κόρακας. Ξεσβερκιάστηκες ζαλικωμένος νυχτοήμερα το ντουφέκι και δεν έμαθες ακόμα πώς έρχεται η λευτεριά;
-Όπως και να 'ρχεται Θανασό, τούτη τη φορά φαίνεται σώθηκαν τα ψέματα. Η Τουρκιά τηράει να γλιτώσει την κάπα της...

-Και πότε θα φύγουν οι αγάδες;
-Σ' ένα μήνα, σε δύο... Τόσα χρόνια πέρασαν, ας περάσουν και δυο μήνες. Μαθημένοι είμαστε εμείς... Ύστερα να συνταιριαστούμε κιόλας λίγο, Θανασό! Ξεσκιζάδες κι ακούρευτοι, πώς θα την καλωσορίσουμε τη Λευτεριά! Τώρα άρματα, είπαν, και πιλάλες δε χρειάζονται. Να πάμε στα σπίτια μας!
-Γιατί, ντρέπεται να μας δει έτσι που 'μαστε η λευτεριά;

Άμα έρθει η Λευτεριά, χαντακωμένε, και μας βρει ξαρμάτωτους, χωρίς ετούτο που την έφερε, είπε ο Κόρακας, ταρακουνώντας το ντουφέκι που κρεμόταν στον ώμο του, πάει πάλι, πέταξε! Πού να πέσει μες στους λύκους. Τέτοιοι αντρειωμένοι, θα πει, είστε σεις που με κράζετε; Ποιος θα με στηρίξει;

-.-.-

-Τι καπετάνιος ήταν ο πατέρας σου;
-Καπετάνιος με τους αντάρτες, όταν ήταν οι Τούρκοι.
-Γιατί τον έχουν φυλακή;
-Γιατί είπε πως δεν ήρθε ακόμα η λευτεριά.
-Και τι φταίει ο πατέρας σου!
-Δε θέλουν να το λέμε.
-Ποιο;
-Πως δεν ήρθε η λευτεριά.
-Τι είναι λευτεριά;
-Τι είναι λευτεριά; Δεν ξέρεις τι είναι λευτεριά; Λευτεριά είναι... έκανε ο Κυριάκης και κάθισε χαμηλά στη ράχη. Λευτεριά είναι... Ο επιστάτης παίρνει στ' αλώνι γέννημα από σας για τον αφέντη;
-Παίρνει, είπε ο Κίτσος, πέφτοντας και κείνος πλάι του.
-Ε, άμα ήταν λευτεριά, δε θα είχαμε αφεντάδες.
-Ποιος θα μας έδωνε, τότε, χωράφια να σπείρουμε;
-Δικά τους είναι τα χωράφια; Πού τα βρήκαν; Τα δούλεψαν ποτές; Τα δούλεψαν;