Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα νταλάρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα νταλάρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

Δε μας παίζεις ρε Νταλάρα;

Είναι μεγάλη κουβέντα ποιος και με τι κριτήρια πρέπει να έρχεται στο Φεστιβάλ. Αλλά έχει νόημα με καλοπροαίρετα άτομα, που δεν είναι έτοιμα να δουν το Νταλάρα για να χάσουν το δάσος και το χαρακτήρα της Κόκκινης Πολιτείας που στήνεται κάθε χρόνο.

Αναδημοσίευση από την Κατιούσα

Ας διευκρινιστεί εξ αρχής, για να μην παρεξηγηθεί στη συνέχεια. Το κείμενο που θα διαβάσετε (αν φτάσετε ως το τέλος) δεν προσπαθεί να δικαιολογήσει τίποτα εν είδει στείρας απολογητικής, αλλά να εκφράσει μερικές σκέψεις, προσωπικές και υποκειμενικές προφανώς.

Χτες άρχισε ξαφνικά να γίνεται ένας μικρός χαμός στο μικρόκοσμο των αριστερών social media, γιατί ανάμεσα στα καλλιτεχνικά ονόματα που θα παραστούν στο φετινό Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή είναι και αυτό του Γιώργου Νταράλα, που το έκανε Νταλάρας για λόγους ευφωνίας, αλλά αυτό να ‘ταν το πρόβλημα στη δική του περίπτωση.

Το παράδοξο είναι πως τα περισσότερα ονόματα που θα πάρουν μέρος στις εκδηλώσεις του κεντρικού Φεστιβάλ της Αθήνας έχουν ανακοινωθεί εδώ κι ένα μήνα περίπου, αλλά ο ντόρος γίνεται αναδρομικά, πιθανότατα γιατί τώρα το έβαλε κάποια σελίδα και άρχισε να διαδίδεται -έγινε viral, όπως λέμε- στο ευρύτερο αριστεροχώρι. Έτσι λοιπόν, οι αντιδράσεις μοιάζουν σχεδόν κατευθυνόμενες, χωρίς να είναι απαραίτητα, λες και “πήραν γραμμή” να εκδηλωθούν τώρα. Τα ‘χει όμως αυτά το ίντερνετ κι η διάδοση πληροφοριών απ’ το διαδίκτυο. Το πρόβλημα δεν είναι αυτό, αλλά πως όσοι έμαθαν και σχολίασαν όψιμα την είδηση, δεν πήραν μόνο την πληροφορία, αλλά και την αξιολόγησή της, έτοιμη, πακεταρισμένη, για να τους διαμορφώσει εξ αρχής γνώμη, ενεργοποιώντας εξαρτημένα αντανακλαστικά.

Αυτός ο ντόρος ξεσηκώνεται προβλέψιμα κάθε χρόνο σχεδόν, για διαφορετικά ονόματα κάθε φορά, και είναι πλέον κάτι σα θεσμός, κομμάτι της φεστιβαλικής παράδοσης: φεστιβάλ χωρίς γκρίνια δε γίνεται. Παρακάτω προσπαθώ να πιάσω μερικά ζητήματα, όπως τα αντιλαμβάνομαι, χωρίς να διεκδικώ δάφνες αντικειμενικότητας -την προσωπική μου γνώμη εκφράζω.

Μήπως το Φεστιβάλ κάνει εκπτώσεις και τα θυσιάζει όλα στο βωμό της εμπορικότητας και της εισπρακτικής επιτυχίας του;
Όχι. Ο Νταλάρας κάνει σίγουρα γκελ, στις παλιότερες γενιές κυρίως, αλλά δεν είναι το όνομα-κράχτης που θα φέρει κόσμο. Ίσα-ίσα, που μπορεί να διώξει και μερικούς, για ευνόητους λόγους.

Γιατί έρχεται λοιπόν ο Νταλάρας;
Φέτος συμπληρώνονται 35 χρόνια από το θάνατο του Λοΐζου κι ογδόντα χρόνια από τη γέννησή του. Κατά συνέπεια -υποθέτω πως- θα υπάρξει κάποιο σχετικό αφιέρωμα στο Φεστιβάλ. Στις 7 του Σεπτέμβρη στο Θέατρο Πέτρας, λίγα χιλιόμετρα πέρα απ’ το Πάρκο Τρίτση και μερικές μέρες πριν το Φεστιβάλ, θα γίνει συναυλία προς τιμήν του Λοΐζου, όπου θα τραγουδήσουν οι: Γιώργος Νταλάρας, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Μίλτος Πασχαλίδης. Με αλφαβητική σειρά -γιατί όλα μπορούν να παρεξηγηθούν.

Κατά “σατανική σύμπτωση” είναι οι ίδιοι που θα τραγουδήσουν την τρίτη και τελευταία μέρα του Φεστιβάλ. Η απλή λογική λέει πως θα επαναλάβουν το ίδιο συναυλιακό πρόγραμμα, ενταγμένο στο πλαίσιο σχετικού αφιερώματος στο Μάνο Λοΐζο. Δεν το ξέρω, δεν το λέω ως “πληροφόρηση εκ των έσω”, απλώς το συμπεραίνω κι από άλλες χρονιές. Δεν πρόκειται να έρθει δηλαδή ο Νταλάρας να κάνει μια συναυλία, γενικά κι αόριστα, με “τραγούδια του που αγαπήσαμε”. Θα είναι ενταγμένος στο ίδιο συναυλιακό σχήμα, ενισχυμένο από τη Φαραντούρη, που και αυτή έχει συνδεθεί με το Λοΐζο. Αυτή είναι συνήθης πρακτική, που επαναλαμβάνεται σε κάθε Φεστιβάλ. Σε ένα παρόμοιο σχήμα είχε έρθει πχ πρόπερυσι κι η Βιτάλη (μαζί με τη Γλυκερία) και μας είπε κάποια “χαριτωμένα” υπέρ του Τσίπρα και του Σύριζα, που τους υποστηρίζει. Και έκτοτε δεν ξανάρθε.

Το Φεστιβάλ δεν καλεί γενικά καλλιτέχνες-ονόματα, για να μας πουν τα δικά τους και να τραβήξουν κόσμο. Τους καλεί πολλές φορές σε συγκεκριμένο πλαίσιο, όπως πριν από μερικά χρόνια, με το Λουκιανό Κηλαηδόνη που είχε έρθει μια χρονιά να πει τραγούδια από τους πρώτους του δίσκους, τα “Μικροαστικά” και τα “Απλά Μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας”. Σημασία δε έχει μόνο ποιος έρχεται, αλλά με τι όρους το κάνει και τι πρόκειται να μας πει. Κι αυτό ισχύει ακόμα και για την περιβόητη συμμετοχή των Goin’ Through, πριν μερικά χρόνια, που αποδείχτηκε άστοχη επιλογή, όχι όμως για όσα είπαν και έκαναν στη σκηνή του Φεστιβάλ. Αυτό ισχύει και για πολλούς ακόμα καλλιτέχνες, που προσωπικά δε μου κάθονται πολύ καλά (ονόματα δε λέμε, υπολήψεις δε θίγουμε), αλλά στη συνέχεια έμαθα πως είχαν έρθει αφιλοκερδώς και τους εκτίμησα (γι’ αυτό συγκεκριμένα, όχι γενικά).

–Γιατί λοιπόν δεν ανακοινώνεται ότι ο Νταλάρας θα έρθει στα πλαίσια ενός αφιερώματος;
Υποθέτω και πάλι, για εμπορικούς λόγους. Που δεν έχουν να κάνουν με τη διοργανωτική επιτροπή του Φεστιβάλ, αλλά με τις άλλες συναυλίες και τη δική τους εισπρακτική επιτυχία. Γιατί αν μπορείς να έρθεις στο Φεστιβάλ και να ακούσεις με αμελητέο αντίτιμο το ίδιο (πάνω-κάτω) πρόγραμμα, γιατί να σκάσεις ένα σωρό λεφτά στην “κανονική” συναυλία, αφού έχεις τέτοια εναλλακτική; Αυτός είναι νομίζω ο λόγος που μερικές χρονιές, στις προαναγγελίες του φεστιβαλικού προγράμματος υπάρχουν κάποιες “τρύπες”, με τον αινιγματικό τίτλο “μεγάλη συναυλία”, όπου το όνομα ανακοινώνεται τελικά στη συνέχεια, λίγες μέρες πριν το Φεστιβάλ. Δεν υπάρχει κενό που καλύπτεται την τελευταία στιγμή, ο λόγος μάλλον είναι ο ίδιος που αναλύω και παραπάνω.

Κι αυτό είναι σοβαρή, επαρκής δικαιολογία;
Αυτό είναι η σοβαρή, αληθινή εξήγηση, η ερμηνεία. Μετά, μπορούμε να την κρίνουμε και να την συζητήσουμε.

Ο Νταλάρας είχε έρθει και στο Φεστιβάλ του 98′, τελευταία φορά, αν δεν κάνω λάθος, όταν ήταν ακόμα 4ήμερες οι εκδηλώσεις και γίνονταν στα Ιλίσια, στην Πανεπιστημιούπολη. Αλλά τότε δεν είχε γίνει αντίστοιχος ντόρος. Δεν το λέω ως επιχείρημα, απλή διαπίστωση κάνω.

Ο Νταλάρας ήταν διαχρονικά Πασόκος, κάτι που ίσχυε από αρκετά παλιά και δεν περιμέναμε το μνημόνιο και τη σχετική τοποθέτησή του, για να το μάθουμε. Όσοι διαβάζουν τακτικά το Ριζοσπάστη, έστω κι από το διαδίκτυο, θα θυμούνται πχ την κριτική που του έκανε η στήλη “Αποκαλυπτικά”, όταν έκανε φιλάνθρωπες δωρεάν συναυλίες για να χαρεί ο λαός εν μέσω κρίσης, κι ερμήνευε τη θέληση του κόσμου, που δεν είχε ψηφίσει το “ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο”. Σημείωνε λοιπόν, μεταξύ άλλων, ο Ριζοσπάστης το Φλεβάρη του 12′.


Ο Γ. Νταλάρας σερβίρει τη στοίχισή του με την αντιλαϊκή πολιτική, πασπαλισμένη με μπόλικο στυγνό αντικομμουνισμό. Οσες υποκριτικές φιέστες στο όνομα του λαού κι αν διοργανώσει θα είναι στάχτη στα μάτια, αφού ο ίδιος είναι ταγμένος με την πολιτική που καταδικάζει τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα στη φτώχεια και την εξαθλίωση.

Ο Νταλάρας είναι μια συμβιβασμένη φωνή του συστήματος. Αλλά αν θέσουμε πολύ αυστηρά κριτήρια, δε θα βρούμε πολλούς ‘καθαρούς’ καλλιτέχνες, αφού όλοι σχεδόν αναγκάζονται να κάνουν μικρούς ή μεγαλύτερους συμβιβασμούς για να επιπλεύσουν στο χώρο. Κάποιοι είχαν γίνει υπουργοί (χωρίς προφανώς αυτό να κρίνει συνολικά το έργο τους) και κάποιοι άλλοι είχαν τραγουδήσει παλιότερα σε “λευκές νύχτες” ή σε εκδηλώσεις πολυεθνικών εταιριών, για τους Ολυμπιακούς της Αθήνας. Και το χειρότερο είναι ότι τελικά όλα αυτά δεν ήταν υποχρεωτικές επιλογές, για να βγουν τα προς το ζην.

Θέλω να πω ότι το πολιτικό μας κριτήριο για τους καλλιτέχνες δεν μπορεί να είναι το ίδιο αυστηρό με το καθαρά πολιτικό μας κριτήριο. Και δεν είναι τόσο σαφές πού μπαίνει το όριο στους συμβιβασμούς, πότε η ποσότητα οδηγεί σε διαφορετική ποιότητα. Πιθανότατα το όριο είναι ο ίδιος ο Νταλάρας. Συμβαίνει όμως να έχει τραγουδήσει μερικά φοβερά κι ανεπανάληπτα πολιτικά τραγούδια, που άφησαν εποχή κι έχουν συνδεθεί αντικειμενικά με τη φωνή του. Είτε πρόκειται για την Τσιμινιέρα και το Λοΐζο, είτε για το Μικρούτσικο και (πχ μεταξύ άλλων) το Ανεμολόγιο. Κι ας του αξίζει του ίδιου να εισπράξει από την εξέδρα βροχή δεκάρικα.

Έχω και μία ακόμα σχετική ένσταση. Δεν ξέρω αν δικαιούνται να μιλάνε για αυτό όσοι ποστάρουν τον ξεπουλημένο Τζιμάκο (όχι άλλο Νταλάρα, Πάριο κι Αλεξίου), τον τρομπαδούρο γελωτοποιό του συστήματος, για να τη βγουν “από τα αριστερά”. Δε μας χέζεις ρε Τζιμάκο;
Αυτοί που λένε πως το Φεστιβάλ ξεπλένει ένα μνημονιακό καλλιτέχνη, ενώ ξέπλεναν το Σύριζα ως κυβέρνηση και έπαιρναν μαζί του “ανάσες αξιοπρέπειας” αντί να κρατάνε τη μύτη τους από την μπόχα του ευρωμονόδρομου που ποτέ δεν έπαψε να πρεσβεύει.
Όσοι κράζουν τη Φαραντούρη, που πήγε στο “Όλοι μαζί μπορούμε”, αλλά κλείνουν τα μάτια τους (αντί για τη μύτη τους) στον “προοδευτικό κι εναλλακτικό” Χαρούλη, που τραγούδησε στην ίδια φιέστα, και πηγαίνουν μαζικά, χωρίς τύψεις, στις συναυλίες του.
Με δυο λόγια, όσοι έχουν δυο μέτρα και σταθμά, ανάλογα με την περίσταση, την περίπτωση του καλλιτέχνη και βασικά το Φεστιβάλ που τραγουδά και την πολιτική νεολαία που το διοργανώνει.
Αλλά αυτό, απλώς παρεμπιπτόντως, χωρίς να αφορά την ουσία του θέματος.

Εσύ δηλαδή δεν έχεις πρόβλημα με το Νταλάρα;
Για να το θέσω απλά: θα προτιμούσα να μην είναι, αλλά δε με χαλάει που είναι. Αν με αρρωσταίνει η παρουσία του, έχω άπειρες επιλογές για να δω και να μη με απασχολήσει ποτέ. Προσωπικά όμως θα πάω να τον ακούσω, ακόμα κι από περιέργεια, λόγω του ντόρου που έχει γίνει. Κι αν τυχόν πει καμιά μουσμουλιά (που δεν το πιστεύω, γιατί ξέρει από “τακτ” ο καλός δημοσιοσχετίστας, Νταλάρας), να του ρίξουμε γιούχα και ντομάτες, όλοι μαζί, οργανωμένα. Ή και προληπτικά, που λέει ο λόγος, από την Πέμπτη, στην παράσταση του Ζαραλίκου. Ο οποίος είχε σατιρίσει κάποτε πολύ εύστοχα και το Μικρούτσικο (που έπαιζε την ίδια μέρα στο Φεστιβάλ):
–Όλο “επτά σε παίρνει αριστερά”, κι όλο ΠΑΣΟΚ είναι…

–Μα δεν καταλαβαίνεις πως η παρουσία του Νταλάρα ενοχλεί και συντρόφους σου, Κουκουέδες;
Μα ναι, ασφαλώς. Με αυτούς όμως θα είχα πολύ διαφορετική βάση συζήτησης. Γιατί ξέρουν πολύ καλά τι είναι το Φεστιβάλ και δεν προσπαθούν να το στρεβλώσουν ή να το κρύψουν πίσω από έναν Νταλάρα. Το Φεστιβάλ είναι μια ανεπανάληπτη εμπειρία, κάτι μοναδικό στο είδος του, μια Πολιτεία που την θάβουν τα πληθωρικά και πολυφωνικά ΜΜΕ, μια εναλλακτική πρόταση με πλούτο ιδεών, εκδηλώσεων, συζητήσεων, μηνυμάτων. Είναι ανοιχτό, πιο μαζικό από οτιδήποτε έχουμε δει οι περισσότεροι στη ζωή μας (εκτός κι αν κάποιος έχει πάει στην πορεία της Πρωτομαγιάς στην Αβάνα ή στην κηδεία του Φιντέλ). Μαζικό άνοιγμα στη νεολαία, στον κόσμο που πρέπει να σηκωθεί από τους καναπέδες του και όχι σε πολιτικές γκρούπες (γιατί κάποιοι έτσι καταλαβαίνουν και μετράνε το άνοιγμα).

Είναι πολύ μεγάλη κουβέντα ποιος και με τι κριτήρια πρέπει να έρχεται στο Φεστιβάλ. Και πολύ ενδιαφέρουσα επίσης. Αλλά χρειάζεται γνώση κάποιων δεδομένων -που εγώ τουλάχιστον δεν την έχω- πριν πετάξουμε το μακρύ και το κοντό μας. Και προπαντός, καλή προαίρεση, από άτομα που δεν είναι πρόθυμα κι έτοιμα από καιρό να σβήσουν όλα τα παραπάνω ή να τα κάνουν γαργάρα, με αφορμή ένα πουκάμισο αδειανό, έναν Νταλάρα. Χρειάζεται κουβέντα με άτομα που τα καταλαβαίνουν όλα αυτά και νιώθουν την ανάγκη να τα προφυλάξουν, να τα κρατήσουν μακριά από τον (κάθε) Νταλάρα. Αυτή είναι η διαφορά, και με αυτούς μπορεί να γίνει συζήτηση. Και ποιος σου λέει ότι δε γίνεται, στην τελική…;

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

Το τέλος της αυταπάτης

Ζω για την ημέρα που οι ιδεοληψίες μου θα πεθάνουν μαζί μου. Ίσως τότε δανειστούν κάτι από το σκληρό ρεαλισμό του θανάτου και γίνουν για μια στιγμή πραγματικότητα.

Μετά από κάθε αυταπάτη που καίγεται νιώθω πιο σοφός κι ώριμος και μαζί να γερνάω πέντε χρόνια.
Άμα τα βάλεις κάτω, συμφέρει σαφώς η ανωριμότητα και γι’ αυτό την προτιμά ο κόσμος διατηρώντας τις αυταπάτες του.

Αυτό που τον κούρασε είναι οι πολιτικές αυταπάτες, τις απαξίωσε κι επιδόθηκε στις ερωτικές, που καμιά φορά πιάνουν κιόλας. Ο πιο γρήγορος τρόπος να ξεπεράσεις μια αυταπάτη είναι να βρεις μια άλλη.
Ξέρουμε πως είναι ψέμα, μα ας γίνουμε τα δυο μας ένα.
Ξέρουμε είναι ουτοπία, μα ας γίνουμε μια σοβιετία.


Οπότε σκοντάφτουμε πάλι εκεί, στην τέχνη του έρωτα και της επανάστασης, η οποία δε διδάσκεται, δεν άφησαν κάτι γραπτό ο λένιν κι οι κλασικοί σχετικά, πώς να βγάλετε γκόμενα την εξουσία πχ.
Οπότε κάνουμε μπακουρικό μέτωπο ενάντια στους μπακουνικούς μπαχαλάκηδες που είναι η κυρίαρχη συνείδηση της εποχής μας (η μία όψη στο νόμισμά της για την ακρίβεια).

Δε γίνεσαι μαζικό στοιχείο απλά και μόνο επειδή έχεις χαρτογράφηση.
Κάποιοι σύντροφοι έχουν κάτι χρόνια να γευτούν τη γλύκα να παίρνεις βιογραφικό. Κι οι άλλοι είναι μαζικά στοιχεία μέχρι να πέσει το κάστρο και να πηδήξουν την επιρροή. Αφού τους δώσει ό,τι πολυτιμότερο έχει (βιογραφικό) την παρατάν και πηγαίνουν στην επόμενη. Και μετά κυνηγάμε όλοι μαζί τους υπόλοιπους, λες και μεταφέρουμε τη συνείδηση με το δάγκωμα του βαμπίρ.

Τον πρώτο καιρό είμαστε μες στα μέλια και τον επαναστατικό ενθουσιασμό. Μετά μένει η αγάπη κι οι σοσιαλιστικές κατακτήσεις, αλλά αρχίζει η φθορά (των συνειδήσεων).
Κι έρχεται ο αντίζηλος από τη δύση, καβάλα σε άσπρη μπεμβέ, να σ’ ανατρέψει με μπλουτζίν, νάιλον κάλτσες και βιτρίνες με χάντρες και καθρεφτάκια.

Ο κάστρο έλεγε ότι ο κομμουνισμός είναι η κοινωνία όπου ο έρωτας γίνεται αγάπη και η δουλειά χαρά. Οι περισσότεροι απεύχονται το πρώτο και θέλουν το δεύτερο εδώ και τώρα. Τυχοδιώκτες τροφοσυλλέκτες του έρωτα και του κινήματος που αρνούνται να καλλιεργήσουν συνθήκες και συναισθήματα.

Ο θρίαμβος του έρωτα, της αντεπανάστασης, του αυθόρμητου πάνω στο συνειδητό.
Ο κόσμος δεν είναι ώριμος για σοσιαλισμό και συνειδητή αγάπη. Γουστάρει σκόρπιες εμπειρίες, αδρεναλίνη, περιπέτειες χωρίς δεσμεύσεις, μεταμοντέρνα πράγματα.

Μπορείς να πάρεις την εξουσία και το βιογραφικό, αλλά δε μπορείς να τον κάνεις να σε ερωτευτεί. Αν του προσφέρεις πολλές κατακτήσεις, μπορεί να νιώσει ότι πνίγεται κι ότι του λείπει κάτι περιττό που δεν έχει.
Περιττό και τέχνη είναι συνυφασμένα. Ο έρωτας είναι η τέχνη του περιττού.

Το καλό με την εξουσία είναι ότι δεν υπάρχει διαζύγιο (σε αντίθεση με τις σχέσεις). Μόνο ο θάνατος μπορεί να μας χωρίσει μετά το γάμο (φυσικός ή πολιτικός). Τον τελευταίο μπορεί να τον επισπεύσουν κι οι αστοί, αν τους αφήσουμε.

Μετά θάνατον ο νεκρός δεδικαίωται. Ο λαός που χήρεψε από ελπίδες κι ιδανικά, θα σε σκεφτεί και θα σε νοσταλγήσει. Και αν υπάρχει λόγος θα γυρίσει...

Μην αρχίστε να ρωτάτε προσωπικά πράγματα, μια χαρά είναι η μπρέζνιεβα.
Τις προάλλες που μιλούσαμε για το στάλιν τη ρώτησα αν ήξερε ποιος είναι ο χρουτσόφ.
Με κοίταξε στα μάτια χαμογελώντας με προσποιητή αφέλεια.
-Ένας ρώσος που κάνει χρουτς-χρουτς…!

-Ναι, αγάπη μου, επειδή πριόνιζε την καρέκλα του ο μπρέζνιεφ.
Ήθελα να της πω, αλλά με έπιασαν τα γέλια και δε μπόρεσα.

Αντί επιλόγου δυο ξεκούδουνα υστερόγραφα.

-Οι αφιερώσεις γίνονται κυρίως για να εκφράσουν αυτόν που τις κάνει, όχι αυτόν που τις δέχεται. Αν θα συντονιστεί και θα συγκινηθεί ο τελευταίος, είναι καθαρά δικό του θέμα, συναισθηματικής φύσης που μόνο σε τελευταία ανάλυση έχει να κάνει με την αφιέρωση.
Αγαπάμε συνήθως αυτόν που κάνει την αφιέρωση, όχι την αφιέρωση καθαυτή (ενίοτε όμως και την καθιέρωση αφ’ εαυτής).

-Το μέρα μαγιού μου μίσεψες είναι άξιο θαυμασμού. Κι η γκερνίκα του πικάσο επίσης, αλλά καλύτερα να μην ξανάχουμε τέτοιες πηγές έμπνευσης. Δικαίωμα του καθενός να συγκινείται και με τα λιανοτράγουδα πχ, αλλά κατά τη γνώμη μου δε συγκρίνονται.
Οι καλύτερες στιγμές έμπνευσης έρχονται σε άσχημες στιγμές που ψάχνουμε διέξοδο. Η λογοτεχνία είναι τρόπος απόδρασης από την πραγματικότητα, όσο πιστά κι αν την απεικονίζει. Κι ο λένιν σταμάτησε να γράφει για [το κράτος και] την επανάσταση, ακριβώς τη στιγμή που αυτή ξεκινούσε στην πράξη.

Θέλω να πω, καλύτερα από μια άποψη που δεν υπάρχουν κλασικά σοβιετικά έργα που να είναι λογοτεχνικά αριστουργήματα. Αυτό θα σήμαινε ότι υπήρχαν κι αντικειμενικές συνθήκες που τα ενέπνεαν.
Όπως υπήρχαν την εποχή που γράφτηκε το πώς δενότανε το ατσάλι. Κι ας μας έδωσε το λαϊκό σταχανοβίτη ήρωα πάβελ κορτσάγιν.

Εν γνώσει μου υπερβάλλω. Έτσι γίνεται όταν μπλέκεις στο διαδίκτυο με επαναστάσεις, έρωτες και λογοτεχνία.
Άντε να δούμε και στην πραγματική ζωή...