Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αντικείμενο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αντικείμενο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

Τι είναι και τι θέλει το αστικό πατατάκι

Πάει ο Κουτσούμπας μου, έγινε είδωλο, βγαίνει σε μεσημβρινά
Να ’τανε ψέμα, να ’ταν προβοκάτσια, αχ να ’τανε Πρωταπριλιά.

Που, όντως, Πρωταπριλιά θα ’ναι. Λες;

-Έρχεται μια φάση στη ζωή του οργανωμένου πρωτοπόρου (που είναι πρώτος σε όλα, στα μαθήματα, στον αγώνα και στο να κρατά μέσα του την γκρίνια και τη μελαγχολία), που κουρασμένος και αηδιασμένος, σαν τον Σκιπίωνα στην τελευταία σκηνή του «Αστερίξ Λεγεωνάριος», διατάσσει υποχώρηση. Η οποία μπορεί να είναι συντεταγμένη -κατά το «διαλυόμαστε συγκροτημένα» στις συγκεντρώσεις- αλλά βιώνεται προσωπικά, όπως κάθε ήττα.

Και τι είναι άραγε οι εκλογές, αν όχι μια μικρή ήττα, όπου δεν παίζουμε καν στο δικό μας γήπεδο, και ο βασικός κανόνας είναι πως δεν πρέπει να νικήσουμε ποτέ; Αλλιώς περιμένουν στη γωνία της ιστορίας τα τανκς, να διορθώσουν το λάθος του κυρίαρχου λαού, που δε διάλεξε τον Καραμανλή. Ή μας περιμένει το τέλος του Αγιέντε και η πικρή αλήθεια της Unidad Popular, που επαναλήφθηκε μια φορά σαν τραγωδία και άλλη μια σαν φάρσα, με τον Λαφαζάνη στο Νομισματοκοπείο.

Και δε θες να είσαι πάντα ο θλιμμένος στη γιορτή τους, τη γιορτή της δημοκρατίας τους, το πανηγυράκι του αστικού κοινοβουλευτισμού, όπου τη βγάζεις με μαλλί της γριάς -σαν του Λυκουρέζου. Θες να πάρεις πατατάκια, να αποτραβηχτείς και να κρατήσεις μια απόσταση, αλλά όχι μπρεχτική αποστασιοποίηση, να μην έχεις δηλαδή ενεργό ανάμιξη στα πράγματα. Θες να ξαποστάσεις, να ζήσεις τη γλυκιά ξεκούραση του πολεμιστή που κουράστηκε να περιμένει στο χαράκωμα -πόλεμος θέσεων- χωρίς να πολεμάει, να βλέπει τα πράγματα να μην αλλάζουν, να μην αλλάζουν από όσα κάνει ο ίδιος, να αλλάζουν μόνο προς το χειρότερο.

Θες να πας για μια φορά ενάντια στο σύνθημα και να μείνεις θεατής στα πράγματα. Να απολαύσεις άρτον (δηλαδή πίτσα ή πατατάκια) κι εκλογικά θεάματα, με πολιτικό άλλοθι. Να χαλαρώσεις και να απολαύσεις τη στιγμή, που δεν μπορείς να αποφύγεις. Να παρακολουθείς λαίμαργα τις εξελίξεις, να βγάζεις με γεμάτο στόμα άναρθρες κραυγές -και ψίχουλα που εκσφενδονίζονται- αντί να αρθρώνεις πολιτικό λόγο με σοβαρά επιχειρήματα που ελάχιστοι ακούν, λιγότεροι προσέχουν κι ακόμα λιγότεροι καταλαβαίνουν.

Να πάρεις μια μέρα ρεπό. Να κάνεις χαβαλέ, σα να βλέπεις Γιουροβίζιον. Σύνδεση με Μανταμάδο Λέσβου: Μεσιέ Κουτσουμπάς, ντουζ πουά.

Αλλά ο οργανωμένος κομμουνιστής (γιατί, υπάρχουν και άλλοι;) δεν έχει δικαίωμα στην τεμπελιά. Κι αντί για χαβαλέ, μπαίνει εκλογικός αντιπρόσωπος και τρώει τα σ’κώτια του, να μετράει ψηφοδέλτια, σταυρούς και σφυροδρέπανα, να καλύπτει άτυπα το κενό της εφορευτικής, να ανοίγει και να κλείνει το μαγαζί μαζί με τον δικαστικό αντιπρόσωπο, αλλά να μην παίρνει καμία αποζημίωση για τη χαμένη μέρα -ούτε καν μια ηθική επιβράβευση από τους συσχετισμούς, που συνεχίζουν καταθλιπτικοί, χωρίς να βλέπουν τη δική μας αισιοδοξία.

Τι εστί λοιπόν (αστικό, εκλογικό) πατατάκι; Να κόβεις φάτσες στα πάνελ, λίγο πριν το πρώτο έξιτ πολ, για να μαντέψεις το αποτέλεσμα. Η Βίκυ Μοσχολιού στα γραφεία της ΝΔ, να κάνει ανακουφισμένη το σήμα της νίκης, λίγο πριν έρθει η κρυάδα. Ο Βενιζέλος να θέτει ταπεινά την αφεντιά του στην υπηρεσία της παράταξης, πριν καν κρυώσει το πτώμα του ΠαΣοΚ. Η κλασική λατρεμένη φράση: ας περιμένουμε να μπει η Β’ Αθήνας -σα να λες: να ωριμάσουν οι συνθήκες. Η ροή των αποτελεσμάτων κι οι πρώτοι πίνακες από τα κουτσοχώρια: «Πέρα Παναγιά: Μαντάς 2, Κουτσούμπας 98%. Δώθε Παναγιά...» Η διαχρονική απορία: «πού βρέθηκαν τόσοι μουλούδες/εκκε/τροτσκιστές/κοκ, στην τάδε ραχούλα...»; Και το παραδοσιακό ξενύχτι, για να φυσήξουμε το ποσοστό του κόμματος, που ανέβαινε αργά και βασανιστικά -όσο έμπαινε η Β’ Αθήνας...

Ο Καραμανλής να ανακοινώνει εκλογές πάνω στις στάχτες της Ηλείας και το Ευρωμπάσκετ, κάνοντας τον θρήνο πλεονέκτημα. Το Λαϊκό Στρώμα να μου ανακοινώνει με προγούλι: Παραγγέλνω αμέσως ένα στρέμμα πατάτες από το Νευροκόπι. Το Κόμμα να σκαρφαλώνει ανέλπιστα στο 8,15 και ο αμερικάνος της Ρωσίας να κλείνει το σπίτι των υπερφίαλων Ισπανών -που τελικά δεν ήταν και τόσο αντιπαθητική φουρνιά. Κάτι σαν τη «χούντα του Καραμανλή», που έλεγαν τα πλακάτ του ΣΕΚ, που στην πορεία έγινε «βασιλιάς ήλιος» που «τον έφαγαν οι νταβατζήδες και οι Αμερικάνοι» και τώρα παίρνει τώρα τα στελέχη του ο ΣΥΡΙΖΑ στα ψηφοδέλτιά του. Με τη διαφορά πως οι Ισπανοί στο μπάσκετ είναι όντως αρκετά συμπαθείς -αν εξαιρέσεις τον προκλητικό Ρούντι και κάνα δυο ακόμα.

Και από κοντά το προεκλογικό πατατάκι: Ο Βαγγέλας της ΝΔ να χαμηλώνει το σώμα του, για να τρολάρει τον σκηνοθέτη του ντιμπέι(τ), που τον δείχνει πιο κοντό από τον Τσίπρα. Τα προεκλογικά πεντάλεπτα του κάθε πικραμένου (κατά φαντασίαν) συνεχιστή του Καποδίστρια και του Βενιζέλου. Ο «Ενικός» του ’12 με την Αλέκα και τους βαλτούς «αγανακτισμένους», που ξεσπούσαν και έφευγαν ζωντανά από το στούντιο. Η χαμογελαστή αμηχανία μετά από κάθε καλτ σποτ: «Έρχεται θύελλα» - «Βρυξέλλες; Εμείς πάμε αγώνα...». Τα δημοσκοπικά μπαλόνια του Θεοδωρικάκου και άλλων, από Οικολόγους Πράσινους μέχρι ΔΗΜΑΡ και Δημαρά, που ξεφούσκωναν γρήγορα, αλλά ήταν καλά αναχώματα.

Η αγωνία να δεις τη σύνθεση των πάνελ της Δευτέρας: αν θα έχει Παφίλη ο Χατζηνίκος -όταν το έπαιζε αντι-μνημονιακός-, αν θα θολώσει ο Μπογιό να αρχίσει τα κουτσαβάκικα, αν θα κάνει την «Ανατροπή» ο Πρετεντέρης να φέρει κάποιον δικό μας. Ή αν θα παίζει τον αριστερό ο Κουναλάκης, για 30ή συνεχόμενη βδομάδα. Κάτι μεταμεσονύχτια καμένα ντιμπέι με τα μικρά κόμματα, που στρίμωχναν τον Τζήμερο δίπλα στον Χάγιο, τον Μπίστη, τον Σάββα και τη θεωρία των δύο άκρων. Και μια εκπομπή του Παπαδάκη, που έκανε σύνδεση με σπίτια και οικογένειες: οικογένεια Πασόκων, Κουκουέδων κοκ. Σαν σκηνή του Ρετιρέ, με σενάριο Δαλιανίδη. Και πού θα τα βρούμε αυτά άραγε -ποιος τα ’χει να τα ανεβάσει;

Τώρα πια η χαρά έχει λιγοστέψει. Ίσως φταίει η παγκόσμια σταθερά, το ποσοστό PH που σου αφαιρεί το στοιχείο της έκπληξης. Ίσως φταίνε οι νέες γενιές αστών πολιτικών, που είναι σαν ατάλαντοι ηθοποιοί, χωρίς καλό κείμενο και χωρίς πλάκα -σαν τη φθίνουσα πορεία της ιδιωτικής τηλεόρασης. Ίσως φταίει ότι δε βγαίνουν πουθενά σχεδόν οι δικοί μας ή ότι βγαίνουν οι παρεμβάσεις τους μαζεμένς στο portal και δε χρειάζεται να περιμένεις μαζοχιστικά πότε θα έρθει η σειρά τους, για να τους πουν ότι πρέπει να πάμε σε διαφημίσεις. Ίσως απλά να φταίει ότι μεγαλώσαμε πια κι ωριμάσαμε, σε αντίθεση με τις συνθήκες. Βασικά μπορεί και αντίστροφα.

Αλλά δεν το φτιάχνουν πια όπως παλιά -στα χρόνια της μεταπολίτευσης- το αστικό πατατάκι. Και αν αυτή είναι η απόδειξη πως γίνεσαι μπάρμπας, την ψηφίζω δαγκωτό...

Υστερόγραφα

1. Το 13ο -το γουρλίδικο- Συνέδριο του ΚΚΕ. Το 4ο Συνέδριο της ΚΝΕ -και το επόμενο Έκτακτο. Η 6η Ολομέλεια -ποια απ’ όλες, θα μου πεις. Η εποχή του φραξιονισμού χωρίς αρχές -εντάξει να φραξιονίζεις, αλλά πού είναι οι αρχές σου; Η έφοδος στα γραφεία της Τασκένδης, το αυτί του Πάνου Δημητρίου... Και τόσες άλλες δραματικές στιγμές, που θα τα έδινες όλα για να τις ζήσεις και ας ξέρεις πως δεν πρέπει να τις ξαναζήσουμε ποτέ πια. Μοναδικές ιστορίες, για να τρως όλο το φαγητό σου, τις κρύες νύχτες του χειμώνα, μπροστά από το τζάκι και την κρύπτη της ιστορίας που δεν τελείωσε.

Σαν το δικό μας -το ταξικό, κομμουνιστικό- πατατάκι, δεν έχει...

2. Κι αν θες απόδειξη για όλα αυτά, μπορείς να βάλεις να δεις πρωταπριλιάτικα Κουτσούμπα στη Ναταλία Γερμανού. Και δεν εννοώ αυτήν...

Πιο καλτ πατατάκι δε γίνεται...

Κάποτε γκρίνιαζαν πως το ΚΚΕ δεν είναι καθόλου επικοινωνιακό. Τώρα γκρινιάζουν πως έχει παραγίνει. Ακολουθούν αντανακλαστικά το ραβδί που λυγίζει από την ανάποδη. Αλλά και ο ΓΓ, με το επιτελείο του, άλλο που δε θέλουν από τέτοια -όχι σαν την Αλέκα, που γινόταν σταρ, επειδή απέφευγε τη δημοσιότητα. Αλλά... αυτοί είναι/είμαστε...

Οκ, η Γερμανού δεν είναι η χειρότερη σε αυτό το είδος, άσε που για ένα φεγγάρι έγινε σύμβολο αγώνα για τη μίζερη αντιπολίτευση των συριζοτρόλ. Αλλά δεν είναι καν άξια του ονόματος του Φρέντυ Γερμανού, που ήταν κλασικός δεξιός αλλά μύριζε μεταπολίτευση και Ελευθεροτυπία. Τουλάχιστον ο Κουτσούμπας μπορεί να πει στην εκπομπή για το κύκνειο άσμα του, το ημιτελές «Αντικείμενο» για τον Ζαχαριάδη, και πόσο αντικομμουνιστικό γινόταν, όταν δεν ήταν απλά καλτ -με την πάλη του ήρωα με την ινστρούκτορα της ΚΟΥΤΒ, προτού συνεχίσουν να κυλιούνται, σε άλλο είδος (ερωτικής) πάλης...

Αν είναι να γίνει, αντικείμενο τηλεθέασης ο ίδιος, ας βγει τουλάχιστον και ένα συμπέρασμα για το κοινό, όχι μόνο ατάκες για το Λούμπεν...

3. Πέστε με τρελό, πέστε με τρελό
Εγώ δε συμπαθώ τη Ναταλία...
Άσε που βάζει 100 φίλτρα πάνω της και γυαλίζει στο γυαλί.

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

Υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο

Γενικά κι αφαιρετικά μιλώντας, οι αντικειμενικές συνθήκες αντιστοιχούν σε υλικούς όρους, το κοινωνικό είναι που καθορίζει τη συνείδηση του υποκειμενικού παράγοντα, σε τελική ανάλυση. Ο άνθρωπος όμως δημιουργεί πάντα την ιστορία (του), είναι το υποκείμενο και το αντικείμενό της και διαμορφώνει τις συνθήκες που τον διαμορφώνουν. Η βάση επικαθορίζει το εποικοδόμημα, αλλά σε μια διαλεκτική σχέση, όπου υπάρχει κι η αντίστροφη επενέργεια.

Σε ένα άλλο επίπεδο, το "αντικειμενικό" αντιστοιχεί στα μέσα παραγωγής και το "υποκειμενικό" στις σχέσεις στις οποίες έρχονται μεταξύ τους τα υποκείμενα που συμμετέχουν στην παραγωγή. Αλλά η βασική παραγωγική δύναμη είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, που απελευθερώνει πλήρως τις δυνατότητές του στην κοινωνία του μέλλοντος, εμβαθύνοντας παράλληλα στη διαλεκτική των παραγωγικών δυνάμεων με τις παραγωγικές σχέσεις.

Η επανάσταση είναι δύσκολος στόχος -σε κάποιους φαίνεται βουνό και σε άλλους άπιαστο όνειρο αριστερής νυκτός. Είναι δύσκολο να γίνει και να επικρατήσει, κι ακόμα πιο δύσκολο να εδραιωθεί και να μακροημερεύσει, επιβιώνοντας από τα μαύρα κοράκια που θα πέσουν πάνω της, ενίοτε και από τις δικές μας γραμμές, είτε δρουν συνειδητά είτε ακούσια (πλην αντικειμενικά) ως τέτοια. Όταν συμβεί όμως, φαντάζει το πιο εύκολο και φυσιολογικό πράγμα του κόσμου κι όχι η εξαίρεση στο μίζερο κανόνα.

Πόσο αντικειμενική είναι όμως; Κατά πόσο υπακούει σε κανόνες που την καθορίζουν κι υπαγορεύουν τα βήματά της;

Η επανάσταση έχει ένα υποκείμενο -τις εξεγερμένες μάζες και την πρωτοπορία τους- κι αντικειμενικές προϋποθέσεις-συνθήκες, που οριοθετούν τη δράση τους σε ένα συγκεκριμένο φάσμα δυνατοτήτων. Κι αυτή είναι η νομοτέλεια.

Έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη. Ή κόκκινη από ζωή ή κόκκινη από θάνατο. Αλλά κανείς δε μας υπόσχεται τη ζωή ως βέβαιο αποτέλεσμα κι έπαθλο του αγώνα. Πρέπει να φροντίσουμε εμείς γι' αυτό. Καμία επανάσταση δε νικάει ερήμην του υποκειμενικού παράγοντα, αντικειμενικά κι ανεξάρτητα από τη θέλησή του.

Αλλά η θέληση δε φτάνει από μόνη της. Οι παλιοί σύντροφοι μάθαιναν πως δεν υπάρχει κάστρο άπαρτο για τους μπολσεβίκους, κι η πίστη τους μπορούσε να κινήσει βουνά. Εμείς σήμερα ξέρουμε πως εκτός από τη σιδερένια θέληση, χρειάζονται κι οι ευνοϊκές συνθήκες (με γκοσινικούς όρους, να μην είναι βαρύς ο αγωνιστικός χώρος, να μην έχουν φάει κάτι αηδίες τα αγριογούρουνα, κτλ). Αλλά δεν τις περιμένουμε να ωριμάσουν παίζοντας με τις τάπες των βαρελιών, γιατί έτσι φτάνουμε εμείς στον πάτο του βαρελιού. Από τον οποίο, χρέος μονάχοι μας να σηκωθούμε. γιατί δε θα κινήσουν τα βουνά να μας βρουν, αν δεν πάμε εμείς σε αυτά (όπως τη δεκαετία του 40'). Αλλά δεν μπορούμε να κινήσουμε μονάχοι μας, όσο δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες...

Οι αντικειμενικές συνθήκες είναι μια "διχασμένη προσωπικότητα", ώριμες κι ανώριμες συνάμα. Το επίπεδο της παραγωγικής ανάπτυξης καθορίζει αντικειμενικά το χαρακτήρα της επικείμενης επανάστασης: σοσιαλιστικός κι επίκαιρος, όσο ποτέ. Ο σοσιαλισμός προβάλλει -κάθε φορά και περισσότερο- ως αναγκαιότητα της εποχής, αρκεί να το συνειδητοποιήσει και να τον διεκδικήσει ο υποκειμενικός παράγοντας. Που όμως δεν είναι αμιγώς υποκειμενικός ή μάλλον έχει κι έναν αντικειμενικό παράγοντα, που δεν εμφανίζεται κατά παραγγελία, σύμφωνα με τη θέλησή μας. Είναι η επαναστατική κατάσταση, η αδυναμία της αστικής τάξης, η ανεβασμένη αγωνιστική διάθεση των μαζών. Η οποία όμως, με τη σειρά της, κάθε άλλο παρά άσχετη είναι με τη δράση της οργανωμένης πρωτοπορίας.

Ο αναλυτικός ορισμός του Βλαδίμηρου δείχνει τη διαλεκτική σύνδεση υποκειμενικου κι αντικειμενικού παράγοντα. Οι από πάνω να μην μπορούν κι οι από κάτω να μη θέλουν πια να κυβερνηθούν, όπως πριν.

Δεν αρκεί να μη θέλουν οι από κάτω. Αλλά αν δεν εκφράζουν συστηματικά κι έμπρακτα αυτήν την εναντίωση, οι από πάνω πάντα θα μπορούν και θα βρίσκουν τρόπο να ξεπερνάνε ανώδυνα τις κρίσεις τους. Που είναι στο δικό μας χέρι να τις οξύνουμε με τη στοχευμένη, σχεδιασμένη δράση μας.

Σε επόμενο επεισόδιο/ανάρτηση, θα δούμε πώς το έπραξαν αυτό οι μπολσεβίκοι, εκατό χρόνια πριν.

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

Η γραμματική της επανάστασης

Οι κομμουνιστές δεν έχουν πρόταση (για το σήμερα) λέει ένα ξύλινο κλισέ, που αναπαράγεται με τη δύναμη του στερεότυπου. Η πρόταση των κομμουνιστών είναι σαφής και δεν μπαίνει για τη Δευτέρα Παρουσία, άλλο αν δε γίνεται "εδώ και τώρα", για να ικανοποιήσει τη μικροαστική μας ανυπομονησία και να διασκεδάσει το φόβο μας ότι μπορεί να φύγουμε από αυτή τη ζωή χωρίς να την έχουμε ζήσει.
Κι εγώ πότε θα γίνω μάνα; Πότε θα επαναστατήσω;

Η κύρια πρόταση των κομμουνιστών είναι η επανάσταση και συνδέεται (παρα/υπο)τακτικά με άλλες κύριες και δευτερεύουσες προτάσεις, που συμπληρώνουν το νόημα. Η υποτακτική σύνδεση με τις δευτερεύουσες δείχνει πως η τακτική πρέπει να υποτάσσεται στη στρατηγική, που περνάει μέσα από άλλες κύριες, στρατηγικές προτάσεις (αποδέσμευση, κοινωνικοποίηση, κτλ).

Κι από ένα βασικό σημείο στίξης, το κόμμα, που είναι όρος απαραίτητος για να φτάσουμε κάποτε στην τελεία και τον τελικό στόχο. Το κόμμα που θα οργανώσει μια σύντομη (επανα)σταση, για να πάρουμε ανάσα, από το ζυγό της καταπίεσης, και να προχωρήσουμε ορμητικά παρακάτω, σε άλλες φάσεις της οικοδόμησης.

Ανάμεσα σε δύο τελείες, υπάρχει η περίοδος, που μπορεί να περικλείει διάφορες προτάσεις, που διαμορφώνονται ευέλικτα. Αλλά δεν είναι στο χέρι μας να ορίσουμε πότε είναι επαναστατική μια περίοδος και πότε όχι. το κύριο είναι να βρισκόμαστε σε ετοιμότητα κι έτσι, όταν τελικά προκύψει, να μη βουλιάξουμε στο άγχος και το βούρκο, όπου μας τραβάνε οι δεξιοί, να μείνουμε ψύχραιμοι κι ακομπλεξάριστοι, μακριά από σύνδρομα ηττοπάθειας και κατωτερότητας στον ταξικό εχθρό, για να μπορέσουμε να αρθρώσουμε επαναστατικό λόγο, χωρίς να κομπιάζουμε και να αμφιταλαντευόμαστε στις πιο κρίσιμες στιγμές. Αρκεί να μην είναι μακροπερίοδος, με πολλές σύνθετες λέξεις, που μόνο ο Τραμπάκουλας κι ο ινστρούχτοράς του μπορούν να αφομοιώσουν, λίγο προτού πέσουν στον γκρεμό.

Πρέπει επίσης να θυμόμαστε πως ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις, μονοσύλλαβες (με, σε, για, ως, προς) και μη. Και με την απουσία του κόσμου, που μένει αμέτοχος, κλαίγοντας περασμένα μεγαλεία και τις μετοχές του στο χρηματιστήριο το 99'. Κι έχει συνηθίσει σε χρόνια αφωνία και στον πλάγιο λόγο, επαναλαμβάνοντας παπαγαλία ό,τι ακούει από τα δελτία ειδήσεων και τις  ασώματες κεφαλές, που τον πείθουν (;) πως οι συντάξεις είναι υπέρογκες, περιττές, μια σκέτη πρόκληση. Κι άντε να συντάξεις μετά μια ρεαλιστική πρόταση, που να γκρεμίσει τα ψέματα και την ισχύ της αστικής προπαγάνδας (και να φαίνεται "ρεαλιστική" στο έδαφός της).

Βαραίνει εξάλλου πολλές φορές κι η δική μας ελλιπής θεωρητική κατάρτιση. Γιατί κάποιοι είναι εμπειριστές και δεν τα πήγαιναν ποτέ καλά με τις αφαιρέσεις και τα θεωρητικά μαθήματα. Άλλοι σκόνταφταν στο κριτήριο της πράξης και πελάγωναν στην πραγματική ζωή, έξω από τις συνθήκες εργαστηρίου. Ενώ άλλοι αντί να αφομοιώσουν τη θεωρία, παπαγαλίζουν μερικά τσιτάτα (κι αυτό είναι η καλύτερη απάντηση σε όσους πιστεύουν πως οι θεωρητικές επιστήμες απαιτούν παπαγαλία και σκέτη αποστήθιση).

Κάποια σκόρπια διαβάσματα δεν αρκούν για να καλύψουν τη γενική αγραμματοσύνη ή την αυτάρεσκη ημιμάθεια (το είχε πει κι η Αλέκα, όσο ακόμα ήταν γγ) ακόμα και για τα πιο βασικά πράγματα, όπως η κυβέρνηση και ο χαρακτήρας του αστικού κράτους. Και δεν αρκούν μερικά απλά μαθήματα ή το "Αλφάβητο του Κομμουνισμού" του Μπουχάριν (και του Πρεομπραζένσκι) για να εξαλειφθεί ο "μαρξιστικός αναλφαβητισμός" εντός μας και τριγύρω μας.

Πέραν του κόμματος, υπάρχουν κι άλλα σημαντικά σημεία στίξης.
Το ερωτηματικό, που δεν υποδηλώνει ροπή στον αγνωστικισμό, αλλά τη διαλεκτική σχέση γνώσης-άγνοιας, και τα ερωτήματα που πληθαίνουν μαζί με τις θεωρητικές μας κατακτήσεις.
Το θαυμαστικό, όπου δεν πρέπει να γίνεται κατάχρηση, για να μην οδηγηθούμε από την πίσω πόρτα στην προσωπολατρία και το θεωρητικό βαλσάμωμα των μεγάλων μορφών της επανάστασης.
Η παύλα του διαλόγου, εσωκομματικού και μη, που πρέπει να είναι ζωντανός κι εποικοδομητικός, χωρίς να επιβάλλει αποσιωπητικά, πχ για τα ευκόλως εννοοούμενα. Γιατί οι χειρότερες ήττες μας ήρθαν όταν αγνοήσαμε τα βασικά και σταμάτησε ο θρίαμβος του αυτονόητου.

Αλλά την πραγματική δομή της επανάστασης μας την αποκαλύπτει το συντακτικό: υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο, που είναι ολόκληρο κεφάλαιο.
Κάποιοι δυσκολεύονται να ορίσουν το σύγχρονο επαναστατικό υποκείμενο. Άλλοι το ψάχνουν στο περιθώριο της σελίδας, σαν υποσημείωση που δεν ενσωματώθηκε στο κυρίως κείμενο και τα κακώς κείμενα της αστικής κοινωνίας. Άλλοι προτιμούν να το επινοούν, άλλοι να το εννοούν και τελικά να το ξεχνάνε, προχωρώντας μπροστά χωρίς αυτό, ξεκομμένα κι αβαντγκαρντίστικα. Κι άλλοι τείνουν στις απρόσωπες μορφές έκφρασης, όπου και πάλι όμως κάτι νοείται σαν υποκείμενο, γιατί η ιστορία απεχθάνεται τα κενά.

Άλλοι πιστεύουν πως όλα αυτά είναι περιττά, ασφυκτικοί κανόνες, εξαιρέσεις, σκοτούρα σκέτη, πού να κάτσεις τώρα να σκέφτεσαι. Άλλοι πιστεύουν πως τη γλώσσα σχεδόν μας την επιβάλλουν οι αστοί για να περάσουν δια αυτής την κυριαρχία τους (ουγκ!).
Αλλά το βασικό πρόβλημα είναι πώς θα περάσουμε από τον ενικό (εγώ) στον πληθυντικό (εμείς), που δε θα το βλέπουμε απλά σαν προέκταση του εαυτού μας και χώρο εκδήλωσης για υπερτροφικά "εγώ", που υποκαθιστούν το σύνολο.

Όσο για το αντικείμενο, είναι η επανάσταση, που είναι μια τέχνη, σαν τη γραφή. Και το μόνο βέβαιο είναι πως αν αποτύχει, το κόμμα θα γίνει από σημείο στίξης κατηγορούμενο, κόντρα σε κάθε λογική και συντακτικό-γραμματικό κανόνα...