Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φαγητό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φαγητό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι

Το κακό ξεκινάει από τους κοιλαράδες λεγεωνάριους της κακιάς ώρας (σαν τον εκατόνταρχο γιοματάριους, στην ασπίδα της αρβέρνης) που συναντάς έξω από το κολοσσαίο. Και δεν χρειάζεσαι μαγικό ζωμό για να τους φέρεις βόλτα, παρά μόνο μία μονέδα για να ποζάρεις δίπλα τους, αγναντεύοντας στο βάθος την χαμένη αίγλη του ρωμαϊκού στρατού και του κόσμου που υπεράσπιζε. Και ενώ για κάθε παρηκμασμένη ρώμη, ο εχθρός αννίβας και η καταστροφή που την απειλεί (ή η κρίση που την έχει ήδη βρει) έχει συγκεκριμένο ταξικό πρόσημο, η κυρίαρχη (via di) προπαγάνδα στοχοποιεί με χυδαία ιδεολογήματα το παμε, που κλείνει τα λιμάνια και τις πορείες που μαραζώνουν το εμπορικό κέντρο, οπότε καλείσαι να αποδείξεις πως δεν είσαι ελέφαντας, μετανάστης εξ αφρικής, που πέρασε τις άλπεις ή τη μεσόγειο με βάρκα την ελπίδα, που ήρθε, νίκησε και γενικώς veni, vidi, vici.


Carthago delenda est, όπως θα έλεγε ο κάτωνας, αλλά και οι συγκινητικές αγορεύσεις των συνηγόρων στην περιπέτεια με τις δάφνες του καίσαρα, με αποστομωτικά επιχειρήματα. Εκεί που ο γκοσινί εξηγεί με θαυμαστό τρόπο, βάσει του διαλεκτικού υλισμού, τα πραγματικά κοινωνικά αίτια της ρωμαϊκής παρακμής, όταν οι ρωμαίοι βρήκαν το αντίδοτο στην κραιπάλη και τις παρενέργειες της καθημερινής μέθης: μια κότα αμάδητη, σαπούνι μασσαλίας, μαρμελάδα, πιπέρι, αλάτι, αμελέτητα σύκα, μέλι, σαλάμι, ρόδι, αυγά και πιπεριές. Το μαϊντανό τον κρατάμε για τον μπατεσκύλιους και το στεφάνι που θα αντικαταστήσει το δάφνινο του καίσαρα. Κι αν χρειαστεί, θα παλέψουμε για τη σκλαβιά μας.

Το κακό συνεχίζεται με τις λατινικές επιγραφές, που συναντάς σε κάθε εκκλησία και σου δίνουν την αφορμή να διαπιστώσεις πως τα λιγοστά λατινικά που θυμάσαι είναι μάλλον από τις περιπέτειες του αστερίξ (εγώ τώρα όμως veni, vidi… και τέλος πάντων θα δούμε γιατί δε vici τους γαλάτες, αλλά όπως συνηθίζω να λέω alea jacta est και βρούτε, πρόσεχε επιτέλους, θα σκοτώσεις κανέναν στο τέλος με αυτό το μαχαίρι που παίζεις) παρά απ’ το σχολικό εγχειρίδιο στο αντίστοιχο μάθημα -που σε αντίθεση με το αστερίξ, δεν του ‘κανα αρκετές επαναλήψεις, για να μου μείνουν πολλά πράγματα.

Εν τω μεταξύ σε κάθε εκκλησία και αξιοθέατο, θα βρεις στρατιές μεταναστούληδων με ράβδους-σελφιστήρια (θα δούμε σε άλλη ενότητα τι ακριβώς είναι), που με τις πρώτες ψιχάλες προσαρμόζονται άμεσα στις καταναλωτικές ανάγκες και τα αντικαθιστούν με ομπρέλες για τη βροχή. Οπότε αναρωτιέσαι αν όλα αυτά έχουν καμία σχέση με όσα έχεις ακούσει για την τεχνολογική πρόοδο και το μοντέλο παραγγελίας-παράδοσης just in time. Περίπου όπως σε εκείνη τη βιομηχανία ελαστικών του κνόδαλους στην ασπίδα της αρβέρνης και το προηγμένο σύστημα ενδοεπικοινωνίας με τους πυγμαίους σκλάβους που έτρεχαν να μεταφέρουν το εκάστοτε μήνυμα, αλλά έδιναν εύκολο στόχο στον οβελίξ κι όποιον άλλο ήθελε να κόψει την επαφή ανάμεσα στα διάφορα κέντρα της παραγωγής –αν και σήμερα θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να το κάνει.


Αλλά το κακό ολοκληρώνεται, μόνο όταν έρχεσαι σε επαφή με τις καθημερινές διατροφικές συνήθειες των ιταλών, που έχουν τα ζυμαρικά κυρίως ως ορεκτικά, πρώτο πιάτο δηλ, όπου διαμορφώνουν αντίστοιχα την ποσότητα της μερίδας –όχι πάντα όμως και την τιμή της- ενώ η συνηθισμένη πίτσα τους θυμίζει τσιγαρόχαρτο κι αναγκάζεσαι να τη διπλώσεις για να μοιάζει λίγο με αυτό που καταλαβαίνουμε εμείς ως λεπτή ζύμη –για κανονική δεν το συζητάς καν. Οπότε το μέγεθος είναι κάπως σχετικό, όπως στο αστερίξ λεγεωνάριος, όπου παίρνουν οι νεοσύλλεκτοι τη στολή τους και ο οβελίξ ζητάει μεσαίο μέγεθος και παλεύει να χωρέσει το χαμηλό του στήθος στο θώρακα, που φεύγει σφεντόνα και βρίσκει έναν εκατόνταρχο που ξεσπάει σε κλάματα (έλα, έλα τώρα, θα την ξαναδείς την αγαπημένη σου). Δεν ήταν παρά ένα μικρό κολοσσαιάκι, όπως θα έλεγε κι ο σφος οβελίξ.
Κι όταν καταλαβαίνεις ότι δε βάζουν παντού και πάντα σάλτσα ντομάτας για να μην ανακατευτούν, λέει, τα υλικά και αλλοιωθεί η γεύση, θες να επισκεφτείς λίγο το σεφ, όπως ο αστερίξ λεγεωνάριος μαζί με τον οβελίξ και να του εξηγήσεις την άποψή σου πάνω στο ζήτημα (και παστούλες; θα θέλατε και παστούλες;). Και πως αν δε μένεις ικανοποιημένος απ’ αυτό που ετοιμάζει στο εξής, θα τον επισκέπτεσαι συχνότερα. Αλλά επειδή δε λειτουργεί έτσι το πράγμα, βλέπεις τις μερίδες τους και νιώθεις να φτάνεις στα όριά σου, σαν τους ασθενείς των λουτροπόλεων, που ακολουθούν ειδικό πρόγραμμα, για να αδυνατίσουν: αστερίξ, δε θέλω τη ρόγα του σταφυλιού τους, δεν μπορώ άλλο αστερίξ!

Οπότε πας με τη σύντροφό σου και παραγγέλνεις δυο αγριογούρουνα.
-Και για μένα δυο αγριογούρουνα, την ακούς να λέει, για να χορτάσει ο πεινασμένος μας λαός. Υποσιτίζονται τα παιδιά μας. Κι αυτή είναι η βασική εξήγηση για το πώς παραμένει σχετικά αδύνατος ένας λαός που τρέφεται βασικά με πίτσα και μακαρόνια, σαν ένα κράμα μικελάντζελο (όχι του ζωγράφου, της χελώνας) και καμπαμαρού (δηλ εσύ γνώριζες πως κάποιοι τον λένε καπαμαρού, με πι σκέτο;).
Κι είναι τέτοια η ποικιλία γεύσεων που έχουν σε πίτσα και μακαρονάδα –προσοχή μόνο στο τρίπα, που είναι ο πατσάς και δε θα βρεις κάποιον να στο εξηγήσει εγκαίρως, αν δεν το καταλάβεις μόνος σου) που δεν τους ενδιαφέρει και τόσο να έχουν ποικιλία από άλλα εδέσματα, πλην αυτών. Φεύγοντας από τη ρώμη το καλύτερο φαγητό που ‘χεις δοκιμάσει είναι πίτσα με μακαρόνια, ενώ το χειρότερο μακαρόνια με πίτσα, έτσι για την αλλαγή. Prima volta sinistra. Αλλά αν δεν πας στη φαγουπολαϊκή δημοκρατία του βορρά, για να φας αυθεντικό ιταλικό φαγητό, πχ στην πλατεία ναυαρίνου, σε λογικές τιμές, δεν έχεις ζήσει τίποτα από ιταλία.

Ο χρυσός κανόνας στον οποίο σε οδηγεί η ίδια η ζωή με το πέρασμα κάποιων ημερών είναι πως όσο περισσότερο απομακρύνεσαι από το κέντρο, όπου σε λίγο θα μας ταΐζουν τις ίδιες μας τις σάρκες αλεσμένες (σε μυλόπετρες συστήματος) και θα ξεσπάσει κάποιο σκάνδαλο τρελών τουριστών, τόσο αυξάνεις τις πιθανότητές σου να βρεις φτηνότερα και καλύτερα πιάτα, πχ όπως σε ένα νεπαλέζικο (κατμαντού) στη βιτόριο εμμανουέλε –που είναι κάτι μεταξύ ινδικού και κινέζικου, σαν την αμφισβητούμενη ζώνη με τα οροπέδια- που σπάει λίγο την πρωτοτυπία του ιταλικού μενού. Όλο πίτσα-πίτσα τη βαρέθηκα…
Και όταν δεις και τις τιμές, θες να πεις στο μετανάστη σεφ, "έλα στην αγκαλιά μου!", όπως ο μαζεστίξ στον ελαφρώς μεθυσμένο συνοδό του οβελίξ, μετά από κάποια επίσκεψή τους στον ξιπασμένο πρωτευουσιάνο ομοιοπαθίξ, τον αντιπαθητικό αδερφό της μιμίνας. Και αποφασίζεις να ξανάρθεις, ΣΩΠΟΔΗΠΟΤΕ, γιατί η μισή απόλαυση είναι βασικά στην παραγγελία, μέχρι να βγάλεις συνεννόηση σε μια διεθνή εσπεράντο γλώσσα με στοιχεία αγγλικής, ιταλικής και παντομίμας, περίπου όπως στο οβελίξ και σία: εγώ πληρώσει, εσύ φέρεις μαντζάρε.

Το βασικό συμπέρασμα, όπως θα έλεγε κι ο σφος οβελίξ είναι πως «είναι τρελοί αυτοί οι ρωμαίοι». Αλλά αυτό είναι υποκειμενικό και πρέπει να το δεις από τη δική τους σκοπιά, που μπορεί να καταλήγει στο ακλόνητο συμπέρασμα ότι «είναι τρελοί αυτοί οι έλληνες». Γιατί κάθονται με τις ώρες στον καφέ, αντί να πιουν ένα στα όρθια και δεν εννοούν να καταλάβουν το ευγενικό υπονοούμενο του σερβιτόρου, όταν μαζεύει τα άδεια φλιτζάνια, για να σηκωθούν να φύγουν. Και στην πατρίδα τους δεν έχουν σε κάθε γωνία μνημεία, αλλά ένα καφέ ή ένα φαγάδικο ή ταχυφαγείο ή μπαράκι ή ένα φούρνο ή ένα προποτζίδικο, σε βαθμό που να απορείς πώς διάολο κρατιούνται όλα αυτά και δεν κλείνουν να ανοίξει τίποτα άλλο πιο χρήσιμο.

Οπότε πώς να μην ονομάσουν μακεδονική τη ρώσικη σαλάτα,  ως σήμα κατατεθέν της ανακατωσούρας (τα εξηγεί σε ένα βιβλίο του κι ο ραφαηλίδης). Εκτός κι αν δημιουργείται έτσι εθνικό ζήτημα γιατί τι ακριβώς εννοούν δηλ με τον όρο μακεδονία χωρίς τη σύνθετη ονομασία; Εξάλλου τα αστικά μμε μας εγκαλούν γιατί καλούμε μαζί με άλλα αδελφά κκ στις διεθνείς συσκέψεις μας και το κκ μακεδονίας. Ναι αλλά αυτό δε λέει κάτι, και εμείς ρωμιοί σου λέει είμαστε, αλλά δεν έχουμε κάποιου είδους αλυτρωτισμό για τη ρώμη και το μεγαλείο της ή για τα ζωτικά «μας» συμφέροντα και την ελληνόφωνη μειονότητα της κατω ιταλίας. Κι ας υπάρχει στη ρώμη η οδός magna grecia, της μεγάλης ελλάδος, που κολλάει γάντι στην περίσταση.


Και όπως λέει εξάλλου ο αστερίξ στους ολυμπιακούς αγώνες, λίγο πριν έρθει η γαλατική αποστολή στην ελλάδα: όμως μα τον τουτάτι, είμαστε ρωμαίοι.

Μα είναι τρελοί αυτοί οι ρωμαίοι…

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Διατροφικός υλισμός κι αριστερισμός

Η βασική παρέκκλιση του δια-ματ, με την έννοια του διατροφικού υλισμού, αυτές τις (φ)άγιες μέρες είναι ο αριστερισμός. Πώς εκδηλώνεται όμως αυτή η αριστερή παρέκκλιση;

Ο αριστερισμός εκδηλώνεται πχ στη σπαραξικάρδια ατάκα της χήρας από την ταινία «η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα»: «δεν το ‘φαγες το αρνί μιχαλάκη μου, αυτό σε έφαγε». Αν και όπως λέει απορημένος στην ασπίδα της αρβέρνης ο οβελίξ: «δεν ήξερα πως μπορεί κανείς να παραφάει».

Κι εντάξει ο οβελίξ έπεσε μικρός στην χύτρα με το μαγικό ζωμό και δικαιολογείται. Αριστερισμός όμως είναι η στάση του αρχηγού μαζεστίξ στην ίδια περιπέτεια, που αγνοώντας τις δραματικές συνέπειες του τελευταίου τσιμπουσιού και ότι η μιμίνα ξόδεψε τα καλύτερα χρόνια της ζωής της με ένα βάρβαρο χοντροαγριογούρουνο, μετατρέπει τη διαδρομή του προς τα ιαματικά λουτρά για τη θεραπεία του σε ένα γαστριμαργικό μαραθώνιο, επενδυμένο –όπως κάθε αριστερισμός άλλωστε- με το καταστάλαγμα της λαϊκής σοφίας και τα τσιτάτα των κλασικών: «η κατάχρηση στη σάλτσα, φέρνει στην υγειά στραπάτσα» (από τον κρυφό τρίτο τόμο της γερμανικής ιδεολογίας), ή «όταν έχεις ορεξούλα, όλα πάνε κατ’ ευχούλα». Μετά όμως νιώθει «λίγο βαρύς παιδιά» και ξαπλώνει κάτω από ένα δέντρο, για να ανακαλύψει το νόμο της βαρύτητας του συκωτιού, με ένα φύλλο (συκής) που πέφτει στο στομάχι του, ξεσκεπάζοντας τον πόνο και την αδυναμία του.

Οργανωμένη έκφραση του αριστερισμού, με παντελή απουσία της αίσθησης του μέτρου, είναι πχ κάτι μαζικά τσιμπούσια στα χωριά της θεσσαλίας, από τα μέρη του άβερελ, όπου βρίσκεσαι περικυκλωμένος από θείες και γιαγιάδες εξασκημένες στο «φάε-φάε», που πάντα πιάνει. Κι όπου κάθονται για κάνα μεζέ το πρωί, για να σηκωθούν ξανά κατευθείαν για ύπνο, μια και καλή το βράδυ. Αν δε βρεθούν ξάπλα πιο πριν δηλ να τους κουβαλάν άλλοι, από το πολύ τσίπουρο. Και εδώ χαϊδεύουμε τις παρυφές του πηρήνα του αριστερισμού: το αλκοόλ απ’ όπου κι αν προέρχεται.

Η πιο τυπική μορφή του φαινομένου ωστόσο είναι ο ενθουσιώδης αριστεριστής που χωρίς να το πολυσκεφτεί, θα παραγγείλει (όλο) τον κατάλογο, το κάτι παραπάνω, για τη δόξα και τη γουρουνιά και δε θα φάει ούτε τα μισά. Οπότε ο κλήρος πέφτει στο γενναίο και καλείσαι εσύ σφε αναγνώστη να καθαρίσεις πάλι για αυτόν, να τον καλύψεις πολιτικά –τραβώντας πχ μόνος σου την απεργία- και να πληρώσεις το τίμημα. Αντί για αναγνώριση και ευχαριστίες όμως, θα συγκεντρώσεις τη γενική κατακραυγή και την απαξίωση για τις στρεβλώσεις και τις υπερβολές των διατροφικών νομοτελειών. Ενώ ο πραγματικός υπεύθυνος της κατάστασης, λογίζεται ως οραματιστής, ο ρομαντικός ονειροπόλος που δε δείλιασε στιγμή. Και συνάμα ο πολιτικά λάιτ, με τους λεπτούς τακτικούς χειρισμούς και τη λεπτή περιφέρεια, που είναι πιο ελκυστικός προς τις (θηλυκές) μάζες, μακριά από τα λίπη και τις αρτηριοσκληρώσεις της κομματικής γραφειοκρατίας.

Αριστερισμός είναι τα μεγάλα λόγια κι οι στομφώδεις εξαγγελίες, η πολλή φασαρία για το τίποτα. Γιατί πόσο μπορεί να φάει νομίζεις ένα μικρό κι ευαίσθητο πολιτικά στομαχάκι, που βρυχάται ότι ο τρίτος γύρος θα ‘ναι ο τελικός, ενώ δεν μπορεί να φάει ούτε έναν καλά-καλά; Όσο πιο μικρό είναι όμως ένα στομάχι, τόσο πιο μικροαστικά ανυπόμονο γίνεται, απαιτώντας εδώ και τώρα τη μισή μερίδα που αναλογεί στο «μισή μερίδα άνθρωπο» κύριό του.

Η αποθέωση των πολλών μικρών γευμάτων και των μικρών μπουκιών στο σήμερα, περνάει αμάσητη την κυρίαρχη προπαγάνδα περί σταδιακών μεταρρυθμίσεων και ψευτοβελτιώσεων, που θα ξεγελάσουν την πείνα του λαού με αέρα κοπανιστό και αεροφαγία. Οι μικροαστοί έχουν ίσως ακόμα λίγο λίπος να κάψουνε, αλλά δεν έχουνε συνείδηση, αποθέματα, υπομονή κι εφεδρικό σχέδιο. Και είναι γενικώς ζήτημα ποια τακτική θα αποδειχτεί κατάλληλη στους χαλεπούς καιρούς της κρίσης και ποιοι θα αντέξουν περισσότερο: οι ολιγαρκείς ή οι έχοντες και κατέχοντες λίπος κι αποθέματα, ως επένδυση για το αβέβαιο μέλλον;

Με το λαϊκό στρώμα είχαμε υπολογίσει επιστημονικά κάποτε πως απαιτείται χοντρικά –όνομα και πράγμα- ένα κιλό για κάθε ποσοστιαία μονάδα του χρέους επί του αεπ της χώρας –που τώρα κυμαίνεται σταθερά σε επίπεδα μεγαλύτερα του 150%. Η ουσία όμως είναι πως αυτός που είχε μια περιουσία απογοητεύεται και παραιτείται πιο γρήγορα από κάποιον που δεν είχε ποτέ τίποτα και δεν έχασε και κάτι στην τελική. Η εξαθλίωση που οδηγεί ένα τμήμα του πληθυσμού στη λουμπενοποίηση δεν καθορίζεται μόνο από τους υλικούς όρους, αλλά πρωτίστως στο επίπεδο της (ταξικής) συνείδησης, του ηθικού, της διεκδίκησης και του αγωνιστικού φρονήματος.

Ο αριστερισμός ενεργοποιεί «κατώτερα, ταπεινά ένστικτα» που αντιστοιχούν στα λεγόμενα ‘θανάσιμα αμαρτήματα’ και βασικά στη λαιμαργία –διατροφική και σεξουαλική. Ενεργοποιεί παράλληλα όμως και μηχανισμούς φετιχοποίησης, θεωρώντας πχ πιο σημαντική την εικόνα και τη φωτογράφηση ενός πιάτου από το άδειασμά του, φτάνοντας ενίοτε στα πρόθυρα της διατροφικής πορνογραφίας. Και τα πιάτα παραμένουν απελπιστικά μισοάδεια ή μισογεμάτα –όπως και να το δεις, το ίδιο απελπιστικό είναι- ενώ τα παιδάκια στην αφρική πεινάνε –πήγε όμως ο κανάκης και τους έκανε «κόλλα το» χαρίζοντάς τους στιγμές ευτυχίας.

Όπως γίνεται αντιληπτό, ο αριστερισμός είναι υπεράνω οργανωτικής ένταξης, διαχέεται σε ευρύτερους χώρους και δεν έχει να κάνει με κάποιες απόλυτες τιμές και ποσότητες, αλλά με τη λανθασμένη εκτίμηση της συγκεκριμένης κατάστασης, την υπερτίμηση των δυνατοτήτων του υποκειμενικού παράγοντα, το αχόρταγο μάτι, που είναι ρεαλιστικό και τα θέλει όλα, τα λιμπίζεται, τα λιγουρεύεται. Στην πραγματικότητα ωστόσο, ο μέσος, τυπικός αριστερισμός καταλήγει στο ακριβώς αντίθετο άκρο των εξαγγελιών του, διαπλάθοντας φουρνιές ολάκερες λιπόσαρκων οδοντογλυφίδων, χορτοφάγων και εναλλακτικών, που έχουν ως βασικό κίνητρο το υγρό στοιχείο, τους χυμούς της ζωής, με άλλα λόγια το αλκοόλ. Και αποτελούν συνήθως την εξαίρεση σε μια σχεδόν παχύσαρκη γενιά, όπου κάθε σύγκριση με τις προηγούμενες μας δίνει εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Υπάρχουν βέβαια μερικά ζητήματα πιο ακανθώδη κι από το αγκάθινο στεφάνι του ιησού, όπου είναι δύσκολο να αποφανθούμε και συνήθως προσαρμόζουμε τη θεωρία στην πράξη και σε προειλημμένες αποφάσεις, για να τις δικαιολογήσουμε εκ των υστέρων.

Εγώ πχ ως σαρκοφάγο, που δεν προτιμά ωστόσο τα πασχαλινά αμνοερίφια, εκνευρίζομαι που η περίοδος της νηστείας επηρεάζει άμεσα την κατανάλωση στα γυράδικα –αν και στην τούμπα όχι τόσο. Και δε θεωρώ αριστερισμό αλλά αυτονόητο ότι τις παρασκευές πριν από το πάσχα τρώμε κρέας. Αριστερισμός θα ήταν αν ψήναμε έξω και γεμίζαμε όλη τη γειτονιά τσίκνα, για να προκαλέσουμε ή αν λέγαμε στους πιστούς πως μεγάλες εβδομάδες υπάρχουν μόνο σε μικρά μυαλά. Το εντυπωσιακό πάντως είναι ότι με την κρίση πολύς κόσμος μοιάζει να στρέφεται στα δύο άκρα: είτε έχει δηλ σταθερή παρουσία τη μεγάλη (χάριν συνεννόησης) εβδομάδα στα γυράδικα, γιατί η φτηνή παχυσαρκία είναι η μόνη προσιτή λύση όλο τον χρόνο, είτε επιστρέφει αναγκαστικά στην πατροπαράδοτη νηστεία και τα χρόνια που το κρέας θεωρούνταν και ήταν είδος πολυτελείας.

Οι ίδιοι προβληματισμοί επεκτείνονται και πέραν του διατροφικού ζητήματος. Προσωπικά θεωρώ δεξιά παρέκκλιση στην ψυχολογία της μάζας να πηγαίνει κανείς την ανάσταση στην εκκλησία για 3.. 2.. 1.. και δεύτε λάβετε, εφόσον δεν πιστεύει, για να μην απομονωθεί απλώς από τις μάζες. Ή να συμμετέχει στον επιτάφιο γιατί μοιάζει λέει με πορεία. Κι εδώ δηλ γιατί κανείς δε μιλάει για τις πολλές ξεχωριστές πορείες που παραλύουν την κυκλοφορία και για τον ενοριακό σεχταρισμό εις βάρος της ενότητας;

Στα πλαίσια του εφηβικού μου σεχταρισμού, θυμάμαι πως είχα φτιάξει στο λύκειο με μαρκαδόρο κάτι καρτελάκια που έγραφαν «επίσης» και τα έδινα μετά τις γιορτές σε όποιον συμμαθητή ερχόταν χαρούμενος και με απλωμένο χέρι να κάνει αυτό ακριβώς που ήθελα να αποφύγω: δηλ να ανταλλάξουμε ευχές. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως το πάσχα δεν κολλούσε πάντα το ‘επίσης’ γιατί αυτός που θα σου απευθύνει το «χριστός ανέστη», περιμένει θεωρητικά τη δική σου επιβεβαίωση με το «αληθώς». Αν κι εγώ προτιμώ ως πιο ειλικρινή απάντηση το «είναι κι αυτή μια άποψη».


Η ακόμα καλύτερη απάντηση βέβαια θα ήταν να πηγαίνουμε κι εμείς την πρωτομαγιά –που πέφτει πάντα κοντά στο πάσχα- και να λέμε «χρόνια πολλά» σε κάθε εργάτη, για την γιορτή της τάξης μας. Ή να βγάζουμε κόκκινη σημαία στο μπαλκόνι για τη δική μας εθνική εορτή, του έθνους των εργαζομένων. Αριστερισμός του κερατά, θα μου πεις κι ίσως να έχεις δίκιο. Αλλά το βρίσκω απείρως προτιμότερο από το χιλιοειπωμένο κλισέ για την καλή επ-ανάσταση, κάθε λαμπρή. Όχι άλλη επ-ανάσταση ρε συ, ας ρεφορμίσουμε και λίγο και την ξαναπιάνουμε από βδομάδα, δεν τρέχει τίποτα.