Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μπάσκετ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μπάσκετ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2025

Μίλα ρε, τι σου ζητάνε;

Πάμε λίγο κωδικοποιημένα, γιατί αν αρχίσω τους φλύαρους συνειρμούς σαν τον απολαυστικό Σκουντή, σωθήκαμε και δε θα προλάβουμε ούτε το τζάμπολ.


-Πριν από καμιά 15αριά χρόνια, ο ΠΣΑΚ (ο σύνδεσμος των επαγγελματιών καλαθοσφαιριστών της χώρας) προκήρυξε απεργία για τα μέλη του στην πρεμιέρα της Α1 (τι GBL, ρε;). Επικεφαλής ήταν ο Λάζαρος, που (αποδείχτηκε φιλελές αντισοβιετικός αλλά) τότε ήταν πουλέν και πήγαινε κόντρα στον Βασιλακόπουλο, για αυτό τον έκραζε ο κολλητός του σωλήνα, ο Συρίγος, σαν «καλός Πασόκος». Απέργησαν όλοι οι Έλληνες παίκτες, πλην Λακεδαιμονίων, δηλαδή των παχυλά αμειβόμενων παικτών του ΠΑΟ και του Ολυμπιακού (αυτό για όσους τείνουν να τα βλέπουν όλα οπαδικά, ξεχνώντας τα ταξικά γυαλιά τους), δηλαδή της αφρόκρεμας των διεθνών, που είχαν και τη μεγαλύτερη δύναμη να μιλήσουν για τις διεκδικήσεις των συναδέλφων τους, έλα όμως που το χρήμα καθορίζει συνειδήσεις και πράξεις. Τα μέλη της διοίκησης του ΠΣΑΚ παρατάχθηκαν στη σέντρα, για να εμποδίσουν συμβολικά την έναρξη δύο αγώνων και τους πήρε σηκωτούς η αστυνομία. Τότε ο Σπανούλης πήρε αμέσως θέση, βάζοντας το ρητορικό ερώτημα «εμένα ποιος θα μου δώσει τα λεφτά μου». Μόνο για μπάσκετ...

Όποιος περίμενε κάτι καλύτερο από τον (όποιο) Σπανούλη ή έπεσε από τα σύννεφα με τη στάση του (να μην πει τίποτα για τις προεκτάσεις του αγώνα με το Ισραήλ και να μιλήσει "μόνο για μπάσκετ"), είναι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος, μες στην αφέλειά του. Κρίμα μόνο που τα χαρτονομίσματα διαλύουν τα ροζ συννεφάκια, όπως στη σκηνή με τη Βλαχοπούλου ως μέντιουμ -πριν γίνει «σιδηρά κυρία» αλά ελληνικά, σε μια ταινία χίλιες φορές πιο καλτ από αυτές του Τσιώλη, αλλά χωρίς καλό μάρκετινγκ, που είναι το παν στην εποχή μας.

-Και να ήθελε να πει κάτι ο Σπανούλης -που ΔΕΝ...-, δε θα μπορούσε να το κάνει ευθέως. Όχι για να μην τσατίσει τον αντίπαλο, και να μην τον συσπειρώσει δίνοντάς του επιπλέον εξωαγωνιστικό κίνητρο. Αλλά για να μη θυμώσει ο εργοδότης του, η ΕΟΚ (και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο), που ξέπλυνε καλά και σχολαστικά το Ισραήλ με το φιλικό στην Κύπρο (ως κομμάτι του κράτους, κατ’ εικόνα και ομοίωση της κυβέρνησης), και η διοργανώτρια αρχή (FIBA Europe). Με άλλα λόγια, αν μιλούσε, θα θεωρούνταν αυτομάτως υπεύθυνος για «διπλωματικό επεισόδιο» και την επόμενη ημέρα θα ήταν σπίτι του, εκτός διοργάνωσης, για να μη λερώνει το οξυζενέ, αποστειρωμένο, «απολιτίκ» τοπίο.

Το μόνο που θα μπορούσε να κάνει, σε τέτοιο εχθρικό περιβάλλον, θα ήταν κάτι εντελώς υπαινικτικό: σαν το χασμουρητό της Σάττι ή το «κόψιμο» του Λούκα στην ανάκρουση των ύμνων. Τόσο - όσο, συμβολικό και διφορούμενο, έμμεσο και αναγκαστικά ασαφές.

-Το μόνο που ξέρει και θέλει να κάνει, όμως, ο Kill Bill (όχι killers στη Γάζα, ας μιλήσουμε μόνο για ταινίες) είναι να πει πχ για την ελληνική ψυχή, λες και έχει καταπιεί το κοντάρι της σημαίας ή για την υποψηφιότητα του Μόραλη στον Πειραιά, για να μας δείξει πόσο (οσφυο)εύκαμπτο είναι το κοντάρι της πατρίδας μας, όταν υποκλίνεται σε ευεργέτες εφοπλιστές (φαρμακοβιομήχανους, βιομήχανους στη χαλυβουργία κτλ -εντελώς τυχαία παραδείγματα). Άντε να μας έλεγε, σαν τον καραμούζα (σόρι, Βασιλική) Βαγγέλη Ιωάννου για τον «ωραιότερο ύμνο του κόσμου». Που είναι όντως υπέροχος, αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους και πρωτίστως γιατί μιλά για (χαίρε, ω χαίρε) λευτεριά -στην Παλαιστίνη.

Αυτά για να έχουμε συναίσθηση ποιους θαυμάζουμε, για ποιο λόγο και ποιο είναι το πραγματικό τους ανάστημα. Είχε απόλυτο δίκιο ο Κάρολος, όταν τα έλεγε, έστω σε λίγο διαφορετικά συμφραζόμενα. «Δεν είμαι πρότυπο για την ανατροφή των παιδιών σας, απλώς επειδή μπορώ να καρφώσω». Κι αυτόν τον Κάρολο τον λένε Μπάρκλεϊ...

-Όπως λέει ένας φίλος, ο μόνος που ίσως έλεγε όντως κάτι, θα ήταν ο Νίκος Παππάς. Ο φίλος του dpg (που είναι κινούμενος φασισμός) και του Κασσελάκη (που είναι κινούμενο αντιδραστικό No Politica ή επιχειρηματικό meta-politica). Όχι απαραίτητα γιατί ειναι με τη σωστή πλευρά της ιστορίας, αλλά για να δείξει πόσο αντισυμβατικός είναι.
Αυτό, για να έχουμε κι εμείς συναίσθηση ποιους ξεχωρίζουμε και -καμιά φορά- εξυμνούμε άκριτα (πρωτίστως για μένα το λέω, αλλά και συλλογικά).

-Άραγε υπάρχει λόγος να εξηγήσουμε πόσο ξεφτιλισμένο, ξεσκισμένο κουρελόπανο είναι το λάβαρο του No Politica που υψώνει υποκριτικά το σύστημα, για να ελέγξει πλήρως τις αντιδράσεις; Νο πολίτικα συλλήψεις για πανό και σημαίες της Παλαιστίνης, αλλά όχι για τις σημαίες του κράτους-δολοφόνου. Νο Πολίτικα αποκλεισμός για τη Ρωσία και τις ομάδες της από τις αθλητικές διοργανώσεις, όχι όμως για τους γενοκτόνους. Και γενικά συνθήματα για τα παιδιά που πεθαίνουν -λες και φεύγουν μόνα τους, από φυσικό θάνατο, ή ψάχνουμε να βρούμε ποιος είναι ο δολοφόνος στο Cluedo.

-Ίσως εκπλαγούν οι ανυποψίαστοι, αλλά η χώρα όπου σπάει ενίοτε η Νο Πολίτικα Ομερτά είναι το Αμερίκα του Τραμπ. Ακριβώς γιατί το (πολιτικό) μάρκετινγκ είναι τόσο εξελιγμένο, που προβλέπει-ενσωματώνει ακόμα και τις φωνές της αμφισβήτησης. Είμαστε έτη φωτός μακριά από την εποχή που ο GOAT Μάικ (μακρινός εξάδελφος των Κατσίκηδων που έπαιξαν στον ΠΑΟΚ) αρνούνταν να πάρει θέση, γιατί και οι ρεμπουμπλικάνοι αγόραζαν τα παπούτσια του. Σήμερα το σύστημα ξέρει ότι μπορεί να πουλήσει την αμφισβήτηση, με εναλλακτικό περιτύλιγμα, ως εμπόρευμα προς κατανάλωση. Και ότι αυτή δε θα αγγίξει ποτέ κόκκινες ζώνες, όπως τους εθνικά περήφανους πολέμους ή τις έξυπνες βόμβες που σκορπίζουν μαζικά τον θάνατο.

Όσο αξιέπαινες - θαρραλέες και αν είναι οι πρωτοβουλίες για το BLM των παικτών του ΝΒΑ (που είχαν αρνηθεί να επισκεφτούν τον Λευκό Οίκο) ή το γονάτισμα του Καπέρνικ στον εθνικό ύμνο, δεν παύουν να κινούνται σε αυστηρά καθορισμένα όρια, για να διοχετεύεται η οργή ανέξοδα -ακόμα και κερδοφόρα, ως διαφημιστική καμπάνια, που προβάλλει τις «εταιρικές αξίες» της ΝΙΚΕ. Παρόλα αυτά, σε μια δημόσια σφαίρα οργανωμένης αφωνίας, σαν τη δική μας, ζηλεύουμε ακόμα και τα αυτονόητα -που είναι και τα πιο δύσκολα να γίνουν. Μιλήστε, ρε, τι σας ζητάνε πια;

-Ο Παπαδοτζόν είναι από τους μετρημένους στα δάχτυλα που μιλάνε δημόσια ενάντια στη γενοκτονία και τη γενικευμένη αφωνία, συγκεντρώνοντας τα βέλη κυβερνητικών τρολ, του σιωνιστικού επικοινωνιακού μηχανισμού και όλο τον χυλό των Νο Πολίτικα κυρ-Παντελήδων, που δεν αντέχουν να «διαβάζουν για πολιτική» στο Γκαζέτα. Κακώς ίσως, από μια άποψη, γιατί δεν τους χωρίζουν τόσο πολλά από τις χιλιάδες εμμονές και το χαμηλό ταβάνι του Παπαδογιάννη, που στο ίδιο κείμενο συμψηφίζει τη γενοκτονία με τον πόλεμο στην Ουκρανία και αναρωτιέται γιατί επέστρεψε στις διεθνείς διοργανώσεις η... Λευκορωσία!

Παρόλα αυτά, παραμένει όαση σε μια έρημο μουγκών (Shut up and dribble...), χωρίς άμμο ή μαλλιά στη γλώσσα -που θα έλεγε και μια ψυχή. Και ήταν ο μόνος που βρήκε το θάρρος να γκρεμίσει το τείχος της Ιεριχούς καταθλιπτικής σιωπής, κάνοντας τη σχετική ερώτηση στον Σπανούλη για τον σημερινό αγώνα.

Η οποία, όμως, ήταν λάθος. Γιατί, στην απίθανη περίπτωση που υπήρχε όντως κάποιο σχέδιο συμβολικής διαμαρτυρίας (που ΔΕΝ υπάρχει), απλώς θα το έκαιγε. Τι απάντηση περίμενε δηλαδή; Ναι, υπάρχει τέτοια πρόθεση και θα την δείτε αύριο στο παρκέ;

Εκτός και αν ποντάρει στην έκταση που πήρε το θέμα και τη γενική κατακραυγή, για να «εκβιάσει» κάποια εξέλιξη και μια πιθανή συμβολική αντίδραση, το βράδυ -που δε συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες. Πιο πιθανό είναι να γίνουν του Σπανού(λη) τα γένια ή να μείνει εκτός βάθρου η φετινή Σερβ... Α, γράψε άκυρο.

Σε κάθε περίπτωση, περιμένω να δω το καρπούζι στο μπλουζάκι του, στη μικτή ζώνη, στα πλάνα με τους διεθνείς, μετά τον αγώνα. Ή μήπως όχι;

-Ποιος άλλος έγινε παραφωνία στην καταθλιπτική σιωπή;

Ο Μιχάλης Κακιούζης που (έχει μια αναφορά-έκπληξη για την Αλέκα στο βιβλίο του και) είπε πως το ματς με το Ισραήλ δεν είναι μόνο αθλητικό, αλλά ευκαιρία να απαντήσουμε σε πολλά πράγματα. Δε θυμάμαι να λέει κάτι αντίστοιχο ως αρχηγός της χρυσής ομάδας στο Βελιγράδι, που απέκλεισε το Ισραήλ πριν την οκτάδα (είκοσι χρόνια πριν και δύο χρόνια μετά τη δεύτερη Ιντιφάντα) αλλά αυτό δε μειώνει την αξία της δήλωσής του.

Και ο Βαλαβάνης στη Nova, από την παλιά γενιά του εμβληματικού «Τριπόντου» (αν όχι και της «Πρώτης»), που μπορεί να μη σταυρώνει σωστό όνομα, ούτε καν του «Πορζίνσκις» -sic-, αλλά σε ένα ματς του Ισραήλ με καταιγισμό τριπόντων, είπε πως δε χρησιμοποιεί άλλη φράση (πχ «βομβαρδισμό»), γιατί υπάρχει και μια γενοκτονία.

Ακόμα και οι ψίθυροι γιγαντώνονται εν μέσω εκκωφαντικής No Politica σιωπής.

Πέραν αυτών, ουδείς. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί δε βγαίνουν στους ανθρώπους του χώρου τα -θολά έστω- αντανακλαστικά που είχαμε δει για τους «όρτοντοξ μπρατς» στους νατοϊκούς βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας; Δεν είναι μόνο θρησκευτικό το θέμα -όπως το πλασάρει το κυβερνητικό επιτελείο- ούτε απλώς θέμα φιλίας με πολλούς Γιούγκους μπασκετικούς, που πέρασαν από τα μέρη μας. Η... ορθή δόξα για πολλούς καθορίζεται από το χρήμα και το συμφέρον, από την επίσημη κρατική πολιτική, από την ιδεολογία των κυρίαρχων -που γίνεται κυρίαρχη ιδεολογία. Και οι εποχές μας διαφέρουν σε πολλά μεταξύ τους.

Το ’99 πχ στα κυβερνητικά «ΝΕΑ» μπορούσες να διαβάσεις τη στήλη του Στάθη, τον Τσίμα να θυμίζει τα νιάτα του -πριν βγει ο άλλος του εαυτός στη φόρα, πολλά φλογερά άρθρα ενάντια στον πόλεμο και την ιμπεριαλιστική επέμβαση. Πάνω απ’ όλα, τα ΝΕΑ είχαν μαζικό -και διαφορετικό- αναγνωστικό κοινό, με άλλες μνήμες και αναφορές. Σήμερα πολύ λιγότεροι αγοράζουν την εφημερίδα και ακόμα λιγότεροι το αφήγημα της «νέας Πράβδα» του κυρ-Βαγγέλη (του Μανιάτη και του Χαραλαμπόπουλου) ή το τυράκι του «τρίτου γύρου» με την κεντροαριστερά του Τσίπρα.

Τότε μιλούσαν πολλοί (ίσως οι περισσότεροι) και ο αντι-αμερικανισμός ήταν κυρίαρχο αίσθημα, που ανάγκαζε το κράτος σε ελιγμούς (και τους σημερινούς μουγκούς να μιλάνε). Σήμερα η κυβέρνηση (όπως και οι προηγούμενες) έχει ανακηρύξει το Ισραήλ σε στρατηγικό σύμμαχο, επηρεάζοντας άμεσα τον στενό πυρήνα των (κάποτε αντισημιτών και διαχρονικά σκατόψυχων) οπαδών της. Κι όσοι είναι φτερά στον άνεμο, ανεμίζοντας πάντα προς τα εκεί που φυσάει η εξουσία, φοβούνται να μιλήσουν για το έγκλημα, γιατί λογαριάζουν τις συνέπειες και το μπόλικο χρήμα που κινεί το σιωνιστικό κράτος. Για την ακρίβεια, φοβούνται περισσότερο τις συνέπειες μιας τοποθέτησης, από ό,τι τη γενική κατακραυγή του κόσμου (αν δε μιλήσουν). Κι αυτό είναι ίσως και δικό μας «λάθος» - ευθύνη.

Όσοι δε φοβούνται να μιλήσουν, πρέπει να μιλήσουν πιο δυνατά -πρωτίστως με τις πράξεις τους. Να διώξουν τον φόβο από αυτούς που αμφιταλαντεύονται και να κάνουν τα καθάρματα να φοβηθούν και να λουφάξουν, να μην μπορούν να σταθούν χωρίς να τους γιουχάρει ο κόσμος.

Όσοι εκνευρίζονται με τον (κάθε) Σπανούλη, που θα είχε πολλά να πει, αλλά σκέφτηκε ότι έχει πολλά να χάσει, ας σκεφτούν πρώτα τι κάνουν οι ίδιοι στην καθημερινή τους ζωή και δράση. Κι ας μη μεταθέτουν αλλού τις ευθύνες και τα νεύρα για το γενικό, επιβαλλόμενο σιωπητήριο.

Και όσοι βρίσκουν φωνή μόνο στα ΜΚΔ ή περιμένουν από κάποιον Σπανούλη να πει όσα φοβούνται να εκφράσουν, δε θα βγάλουν αχ(να), ούτε όταν έρθει η σειρά τους. Κι ας μην περιμένουν κάποιο θάμα -μοιραίοι και άβουλοι αντάμα. Και του Σπανού(λη) τα γένια (ή τα μαλλιά) μπορεί να γίνουν, ακόμα και να χάσει τα μαλλιά στη γλώσσα του, αρκεί να έχουμε γενικό ξεσηκωμό. 

Αλλιώς τα μόνα «θαύματα» που θα βλέπουν-με, θα είναι αθλητικού τύπου. Κι όσο δυνατούς συμβολισμούς και αν μας χαρίζει ο αθλητισμός, δεν μπορεί να καλύψει την απουσία όσων δεν αγωνίζονται ποτέ και επιλέγουν να χάνουν άνευ αγώνα.

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

Έλα στο φως και φύγε απ’ το σκοτάδι

Σημειώσεις με Ζουλομανδύα


Δεν είμαστε Ζουλού, δεν είμαστε Παπούα. Δεν έχουμε μικρά μπιζέλια να χορεύουν τσιφτετέλια, εκτός και αν βγει η νέα δουλειά του στιχουργού του Noor1, κάπως σαν τον Καββαδία -η Gate 7 στο SS Cyrenia κι ένα σωρό νάνοι που ψηλώνουν ένα μπόι με τους θριάμβους του αφεντικού, για έναν καπιταλιστή στο μπόι των ονείρων μας. Δεν είμαστε Ουγκάντα, τριτοκοσμικό κράτος -όλα ενταγμένα στην ίδια αλυσίδα είναι άλλωστε και εμείς ψάχνουμε να βρούμε τον κρίκο που θα σπάσουμε την άτιμη.

Η καφρίλα των ιδιωτικών στρατών στα γήπεδα δεν είναι καρπός τριτοκοσμικής υπανάπτυξης. Είναι το ακριβώς αντίθετο -κάπως σαν το ανέκδοτο του Ψάλτη στο «Βασικά καλησπέρα σας», με το ΙΚΑ και τα ζώα: κανένα ζώο δε θα δεχόταν να πληρώνει εισφορές για το ΙΚΑ.

Η καφρίλα δηλώνει έμμεσα την ύπαρξη μονοπωλίων (δηλαδή ενός καπιταλισμού που σαπίζει -και απειλεί να μας πνίξει στην μπόχα του), καπιταλιστών, που γίνονται ιδιοκτήτες ομάδων και έχουν στην υπηρεσία τους ένα στρατό έμμισθους υπαλλήλους, από τα κεφάλια των οργανωμένων συνδέσμων ως τα πρωτοπαλίκαρά τους στα courtseat -ενίοτε ταυτίζονται. Προϋποθέτει την ύπαρξη και δράση ανώνυμων εταιρειών (ΚΑΕ, ΠΑΕ κτλ), συμφερόντων που λυμαίνονται τον χώρο. Αν δεν υπήρχαν όλα αυτά, οι βαρύμαγκες φανατικοί θα ’ταν ακέφαλες πάπιες, χωρίς καθοδήγηση και βασικά πλάτες για να δρουν με όρους συμμορίας. Δεν είναι απλώς γραφικοί και ακίνδυνοι, γιατί βρίσκουν (ανοχή) και κάνουν, υπό την υψηλή εποπτεία του κράτους -όπως ακριβώς και οι φασίστες. Και ενίοτε -κοίτα να δεις σύμπτωση- ταυτίζονται...

Ο Βρούτσης εκτέθηκε, η κυβέρνηση γελοιοποιήθηκε, η ζωή συνεχίζεται. Το ρεζιλίκι δεν αφορά τον ρόλο της ως διαιτητή ανάμεσα στα αντικρουόμενα καπιταλιστικά συμφέροντα -αυτό είναι η περιγραφή δουλειάς του αστικού κράτους. Η πρωτοβουλία κρίνεται όμως και εκ του αποτελέσματος. Δηλαδή αν η απειλή για οριστική διακοπή του πρωταθλήματος, έφερε όσα είδαμε στον τρίτο και τον τέταρτο τελικό, σκέφτεσαι τι θα γινόταν με κλιμάκωση του κλίματος. Είδαμε κάτι κωλοδάχτυλα, ζαριές εκσπερμάτισης (σαν παντομίμα τσόντας), εμπρηστικές δηλώσεις, πανό, μπουζουξούδες, εθνικιστική έξαρση κατά των Τουρκαλάδων (ο Ναν, οι νάνοι και η Κυρήνεια), διαγωνισμό τζάμπα μαγκιάς εντός και εκτός παρκέ, ακόμα και στα σύνορα με τις πολυθρόνες της πρώτης σειράς. Νικητής το άθλημα, θα λέγαμε. Ευτυχώς, δεν πάθαμε και τίποτα, που θα έγραφε και ο Σκουντής...

Παρεμπιπτόντως, όσοι ονειρεύονται μια καλή (αριστερή, εργατική, αντι-ιμπεριαλιστική ή όπως αλλιώς την πούνε) κυβέρνηση σε αυτό το πλαίσιο, ας σκεφτούν το αθλητικό της αντίστοιχο: είναι σα να περιμένουν μια καλή -έστω ευμενώς ουδέτερη- διαιτησία, ενώ ο εχθρός ελέγχει την Ομοσπονδία και τους ορισμούς. Στα όρια της ουτοπίας...

Στον αθλητισμό, βέβαια, όλα γίνονται και στη ζωή (δηλαδή την ταξική πάλη), επίσης. Ποτέ και πουθενά, όμως, δε νίκησε κανείς χωρίς να γνωρίζει τον αντίπαλο, πού μπορεί να τον χτυπήσει, πού αξίζει να ποντάρει και πότε παίζει εκτός έδρας. Κανένα υποκείμενο -αθλητικό ή πολιτικό- δε νίκησε κατά λάθος, σαν ατύχημα της ιστορίας.

Ναι αλλά ο Χουάντσο έδειξε επίπεδο και ο Φουρνιέ με τον Ναν αγκαλιάστηκαν αγαπημένοι στο ηλιοβασίλεμα μετά την κλοτσοπατινάδα και τα βρωμόλογα (trash talking) τις προάλλες. Στο τέλος της βραδιάς, πήγαν σπίτι τους μερικά εκατομμύρια πλουσιότεροι, ενώ οι οπαδοί που τους πήραν σοβαρά και παθιάστηκαν, κάτι εκατομμύρια εγκεφαλικά κύτταρα φτωχότεροι, για τη συμπαντική ισορροπία. Κι αν έχετε γύρω σας οπαδούς να πανηγυρίζουν χαρούμενοι θριάμβους και νίκες, ενώ το μπάσκετ βουλιάζει στα σκατά, είναι ευκαιρία για εκκαθαρίσεις. Κόψτε τις πολλές επαφές -τουλάχιστον για το εν λόγω θέμα- ακόμα και αν είναι σύντροφοι. Ή μάλλον, πρωτίστως τότε. Είναι ζήτημα αρχής, αξιοπρέπειας, αλλά βασικά ψυχικής ηρεμίας.

Όταν μιλάμε για ιδιωτικούς στρατούς, η πρώτη μας σκέψη δεν είναι οι οπαδοί, αλλά οι δημοσιογράφοι που ενεργούν ως υπάλληλοι. Επαγγελματίες γλείφτες, αθλητικά πορτατίφ, που προσκυνούν έξι φορές τη μέρα προς τη μεριά του χεριού που τους ταΐζει, γονυπετείς, αλλά κατά βάση έρποντας, με στόμα που στάζει σάλια -και όχι λόγω κακής άρθρωσης.

Και οι υπόλοιποι; Αυτοί έχουν τα χέρια δεμένα, το στόμα φιμωμένο και μπορούν στην καλύτερη να κάνουν πως δεν είδαν και δεν άκουσαν (και ασφαλώς δεν είπαν ούτε έγραψαν) τίποτα. Φοβούνται να μιλήσουν για ένα κακό σφύριγμα ή μια εξόφθαλμη καφρίλα, μη τυχόν προσβάλουν κάποιον -εξαιρείται η νοημοσύνη του κοινού- αλλά μπορούν στην καλύτερη να γίνουν λάβροι για ψύλλου πήδημα σε μεταδόσεις αγώνων από το εξωτερικό κι άλλες ανώδυνες περιστάσεις. Ή τέλος πάντων -στην καλύτερη πάντα- να μη γλείψουν το αφεντικό πατόκορφα, μονάχα λελογισμένα και με προσχήματα. Έχουν δικαίωμα να πλέξουν αυθόρμητα το εγκώμιο των μεγάλων επενδυτών - ευεργετών που κρατάν το μπάσκετ μας ζωντανό, στην κορυφή της Ευρώπης, αντί να μιλήσουν για τον καρκίνο που το ρίχνει στον βούρκο της ανυποληψίας.

Αλλά όχι. Υπάρχει καλύτερη δημοσιογραφία και την θέλουμε. Θαρραλέες γραφίδες σαν του Παπαδοτζόν, που παίρνει εξ αρχής -και από θέση αρχής- θέση ενάντια στο πανηγύρι των ζουρλών, δε μιλάει (σχεδόν) ποτέ για τη διαιτησία -που γίνεται εύκολο άλλοθι για ήττες και αποτυχίες-, αποκηρύσσει τις «ίσες αποστάσεις» και γράφει άβολες αλήθειες για το πόπολο, όπως στο τελευταίο κείμενο-ποταμός. Που καταλήγει να ξεπλένει τα αφεντικά.

Γιατί, ο Γιαννακόπουλος μπορεί να ήταν ο MVP του Ολυμπιακού αλλά «είναι έξυπνος και οξυδερκής άνθρωπος», οπότε «είμαι βέβαιος ότι έχει μετανιώσει για αυτή τη στρατηγική επιλογή» της έντασης. Και επίσης, δεν είναι όλοι ίδιοι. «Οι πρόεδροι δεν είναι όλοι ίδιοι, οι προπονητές δεν είναι όλοι ίδιοι, οι παίκτες δεν είναι όλοι ίδιοι, οι φίλαθλοι δεν είναι όλοι ίδιοι, αλλά οι φανατικοί οπαδοί, και συγγνώμη εάν σας χαλάω τη ζαχαρένια, είναι όλοι ίδιοι. Ειδικά όταν μένουν ανεξέλεγκτοι και χρεώνονται να κουβαλήσουν τα λάβαρα ολόκληρου συλλόγου...»

Γράφει πολλά -και αρκετά σωστά- για να αποφύγει την ουσία: πως το ψάρι βρωμάει πάντα από το κεφάλι. Αυτοί δίνουν τον τόνο σε προπονητές και παίκτες -που συμμετείχαν με ζήλο στον χορό- ή την... υπέροχη κερκίδα, που ξεκινά από τις πολυθρόνες των VIP, γιατί οι μεγαλύτεροι κάφροι κάθονται πάντα στα επίσημα. Και το δεκαήμερο φεστιβάλ καφρίλας και τοξικότητας φέρει πρωτίστως τη δική τους ταξική σφραγίδα.

Δηλαδή είναι όλοι ίδιοι; (Ντεζαβού με τα αστικά κόμματα, η ερώτηση της μαρμότας).
Δηλαδή είναι όλοι καπιταλιστές. Επιχειρηματίες που δρουν συχνά με όρους μαφίας. Που έχουν (καλο)μάθει από το κράτος να μην πληρώνουν ποτέ (λεφτά ή τις συνέπειες των πράξεών τους), να κερδίζουν κάτι πάση θυσία, με κάθε μέσο, θεμιτό και κυρίως αθέμιτο. Αυτοδημιούργητοι γόνοι δωσίλογων ή συνεργατών της χούντας, με χίλια κόμπλεξ και ξινό υφάκι προς την πλέμπα.

Ναι, ο Τράκης είναι εκτός ανταγωνισμού, προσωποποίηση της λούμπεν αστικής τάξης, ένα ακροδεξιό σκουπίδι -αν και θα είχε πλάκα να το συζητούσαμε δέκα χρόνια πριν, όταν οι φαρμακοβιομηχανίες σήκωναν προσωρινά αντιμνημονιακά λάβαρα. Αλλά όποιος ψάχνει να βρει ίχνος ηθικής ή αστικής παιδείας σε αλαζονικά βουτυρόπαιδα, που τα βρήκαν όλα έτοιμα και ανατράφηκαν σαν Αντουανέτες, αγγίζει τα όρια του θρυλικού ή εφτάστερου βλάκα. Κι αν δεν έχει ψωμί να φάει, ας ζήσει με παντεσπάνι και μπασκετικά θεάματα, στην τηλεοπτική αρένα.
Εγώ δε θέλω μεροκάματο...

Κάθε οπαδός -και εγώ σε αυτούς- πάσχει από μια ανίατη παιδική αρρώστια, με διάφορες φάσεις - διαβαθμίσεις και αξίζει τη συμπάθειά μας. Το πράγμα ξεφεύγει όταν το έθνος δεν προσκυνά μόνο σώβρακα και φανέλες, αλλά τη μαγκιά του αφεντικού της ομάδας, που δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του και τους βλέπει όλους σαν μύγες, από τους αλλόθρησκους, μέχρι τη δημοσιογράφο που τον κρύβει με το μαλλί της.

Μακάριοι, οι πτωχοί τω πνεύματι, που ψάχνουν να βρουν το καλό και το κακό μέσα σε όλη αυτή τη δίνη -όρθιο πες μου τι θα μείνει-, γιατί αυτοί θα κατακτήσουν τη βασιλεία των ουρανών-το πρωτάθλημα. Μακάριοι οι πτωχοί (στο πνεύμα και προπαντός στην τσέπη) που ψάχνουν να βρουν τη συμμαχία του Φωτός (των ΣΠΟΡ) μες στις 50 αποχρώσεις της μαυρίλας, που θα κάνει τα σκοτάδια λάμψη. Πιο φαιδρό και από σενάριο του Δαλιανίδη, αν δεν ήταν τραγικό -και βγαλμένο από τη ζωή. Όταν οι νάνοι χορεύουν...

Κι ας πάρουμε το μικρόφωνο, να τραγουδάμε όλοι μαζί, με τη Βάσια.
-Έλα στο φως και φύγε απ’ το σκοτάδι, έλα στο φως που σε καλεί η ΚΑΕ.
Φώτα. Και άλλα φώτα. Μα καμία φώτιση...

Και όπως πέφτει πάνω μας ο προβολέας, να αρχίσουμε να βλέπουμε οράματα: κουκουλοφόρους τσολιάδες, τον Γαρδέλη Άγιο Παντελεήμονα, έ-λε-ος, έ-λε-ος (εμάς ποιος θα μας λυπηθεί), τον Βρούτση να προσεύχεται «ειρήνη υμίν», τον Φουρνιέ Κολοκοτρώνη να κατατροπώνει την Τουρκιά -και ας πολέμησε στον στρατό του Ιμπραήμ, στην προηγούμενη ζωή του.


Αν δεν καείς εσύ, αν δεν καώ κι εγώ, πώς θα γενούμε Κούγκι;

Βάλτε φωτιά, κάψτε καλά, Ομόνοια και Πειραιά, το Σύνταγμα και τη Βουλή
Στη σάπια κοινωνία αυτή, που ’ναι καπιταλιστική...

Υστερόγραφα

(παράγραφος για προτάσεις περί σάλαρι καπ, αποβολή των δύο και την λύση που ωριμάζει για επιστροφή στο ερασιτεχνικό μπάσκετ. Να δούμε ποιος αγαπά πραγματικά το άθλημα και ποιος τις νίκες -ή τους προέδρους).

(παράγραφος για τον Χατζηχρήστο της Ορίτζιναλ. Το ανοιχτό φέρετρο στη Φιλαδέλφεια και το παιδικό τραύμα με την εικόνα της Αλίκης. Το δωματιάκι της Ορίτζιναλ και τις ανακοινώσεις με την πολιτική εσάνς. Την «οπαδική κουλτούρα» για σεβασμό στον αντίπαλο, μακριά από καφρίλες, ξυλίκια και βρισίδια. Τα όρια της κάθε Ορίτζιναλ με το γήπεδο και τη «Στρούγκα». Το χαμηλό ταβάνι των συνδεσμιτών, που μπαίνουν στη στρούγκα του προέδρου σαν υπάλληλοι).

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2025

Πόλος Κομμουνιστών - Πολιτικό Γραφείο

Έτσι και αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη. Ή κόκκινη από ζωή ή κόκκινη από θάνατο. Αλλά όταν λέμε πως «έχει η πλάση κοκκινίσει», είναι πολιτικά και μόνο. Αλλιώς είναι (κόκκινη) από θάνατο.

Έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει πράσινη. Είτε από ζωή (με φωτοσύνθεση και χλωροφύλλη, αν ποτέ γίνουν τα σκοτάδια λάμψη), είτε από θάνατο, πράσινη ανάπτυξη και εις τόπο χλοερό (και πράσινο) θα καταλήξουμε όλοι.

Να λάβουμε υπόψη και την περίπτωση της νεκροφάνειας ή μάλλον της ζωντοφάνειας -ή όπως αλλιώς λέγεται το αντίθετό της. Όπως στον επαγγελματικό αθλητισμό, που παρασάπισε και ψόφησε. Αλλά και η μούχλα μια μορφή νέας ζωής είναι -και εμείς μπορεί να χτίσουμε πάνω στα θεμέλιά της.


Αρχίζεις να λυπάσαι λίγο και τον Φουρνιέ, που άφησε το μεγάλο μήλο (Νέα Υόρκη) για να λουστεί αυτό, με τόσα gusanos (χωρίς έναν Φιντέλ), και να ψάχνει στο Τουίτερ πού έχει καλό γύρο, καλές μπουγάτσες και τι σκατά σημαίνει ΠΚΠΓ. Παρισινή Κομμούνα - Προλεταριακή Γαλλία.

Λυπάσαι λίγο -όχι πολύ- και τον Βαγγέλη Ιωάννου, που πνίγει το ταμπεραμέντο του και ρίχνει τα ντεσιμπέλ, για να μην παρεξηγηθεί, σα να περιγράφει παρτίδα σκάκι. Παίξτε σκάκι, οε-οε-οε. Ή την Παντέλη, που έπρεπε να βρει αποδυτήρια στο Άμπου Ντάμπι, για να αλλάξει το πράσινο φόρεμα με ένα κόκκινο, ανάμεσα στους ημιτελικούς. (Βάλε το κόκκινο φουστάνι, εκείνο που σε κάνει να μοιάζεις ΚΚΕ). Ακόμα και τα κοράκια μπορεί να λυπόσουν -αν δεν είχαν αποστολή και οδηγίες- που τα ρίχνουν χωρίς πανοπλία στο κλουβί με τους αγρίους, χριστιανοί με λιοντάρια, να αντέξουν την πίεση και με κάποιον τρόπο να επιβιώσουν.

Θυμάσαι συνειρμικά και την ιστορία του μικρού Νικόλα -που μπήκε κουτσουρεμένη και στο βιβλίο της Γλώσσας- όπου μαζεύτηκαν στην αλάνα να παίξουν μπάλα, πλακώθηκαν για το πώς θα χωριστούν, ποιος θα είναι τέρμα και ποιος επόπτης (με βρώμικο μαντίλι) και στο τέλος δεν έπαιξαν τίποτα, γιατί είχε ξεχάσει ο Αλσέστ να φέρει την μπάλα -και να πάρει την έγκριση του Βρούτση.

Ε, σε πιάνει μια αηδία. Σα να ακούς κοινωνικά-πολιτικά σχόλια του Ραπτό, που κάποτε ψήφισε -λέει- και ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ελέω Αβραμίδη, που χώνεται παντού και πάει με όλα. Σε πιάνει μια μπόχα, λούζεσαι με αντισηπτικό, μα δεν υπάρχει τίποτα πιο αστείο από το να βουλώνεις επιλεκτικά τη μύτη σου και να ψάχνεις τα πιο μυρωδάτα σκατά, κουνώντας το δάχτυλο στους απέναντι και κάνοντας γαργάρα τους δικούς σου, με αμήχανη σιωπή, σα να την αμόλησαν στα μουλωχτά και κάνεις πως δεν είδες - άκουσες - μύρισες τίποτα.

Ο Τράκης είναι ο ζωντανός κινούμενος ορισμός του όρου «λούμπεν αστική τάξη», που θα ταίριαζε στον «Αποδυτηριάκια» στον Φίλαθλο, αλλά τον λάνσαρε η 17Ν στις ανακοινώσεις της. Είναι όμως παράνοια να επιλέγεις καπιταλιστή, σε μια κοινωνία γεμάτη κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες, εφοπλιστές και λοιπούς «ευεργέτες», που λειτουργούν με όρους μαφίας -δηλαδή μονοπωλίου.

Το κράτος έβγαλε το κοκαλομάχαιρο κι ετοιμάζει νόμο για τη «ρητορική μίσους». Ο Χρυσοχοΐδης φωτογραφίζει θαρραλέα τις αξιόποινες πράξεις γνωστού ανώνυμου επιχειρηματία, που ξεγλιστρά από θαύμα από τα χέρια της αστυνομίας και το αυτόφωρο. Και ο Βρούτσης καλεί τα αφεντικά των ΚΑΕ για τσάι και συμπάθεια, για να φιλιώσουν ή να κάνουν έστω μια ψωροδήλωση για τα προσχήματα και να συνεχιστεί κανονικά το πρωτάθλημα. Νόμος και (αστική) τάξη. Ο πρώτος υπηρέτης της δεύτερης.

Αλλά για όσους πέφτουν από τα σύννεφα, αυτό ακριβώς είναι το κράτος. Μηχανισμός επιβολής εξουσίας για τους από κάτω και διευθέτησης ανταγωνιστικών αντιθέσεων για τους από πάνω. Ο ιστός του νόμου κι η τσιμπίδα της καταστολής πιάνει συστηματικά μόνο τα μικρά έντομα. Πίσσα Και Πούπουλα Για τους φτωχούς 

Ο Μπαρτζωκισμός είναι δόγμα ζωής για τους κόκκινους Φιντέλ (πιστούς), που λατρεύουν το μπάσκετ του ή την ιστορία του κομμουνιστή πατέρα του (με την κινηματογραφική απόδραση από τις φυλακές). Αλλά δε χρειάζεται να έχεις τον σκοταδισμό του Sportime και την αλλεργία του στα γαμωσταυρίδια, για να δεις πως ο κόουτς Μπι το χάνει συχνά -εντός και εκτός παρκέ- γιατί (παρα)φέρεται ενίοτε σαν δίμετρος Τσουκαλάς. (Και αντίστοιχες αναφορές θα μπορούσαν να γίνουν για τον Σλούκα και άλλους πρωταγωνιστές που ρίχνουν λάδι στη φωτιά και γίνονται μέρος του προβλήματος).

Καλές και οι ευαισθησίες για τα υβριστικά, που σε ταξιδεύουν στους παιδικούς άγραφους κανόνες -όχι μάνες, όχι πατρίδες. Αλλά όταν είναι επιλεκτικές και από συγκεκριμένα άτομα με αμαρτωλό παρελθόν, μοιάζουν με εκείνη την παρέμβαση του Ιωαννίδη στο μικρόφωνο του ΣΕΦ: «μη βρίζετε, γαμώ το στανιό μου». Και στο τέλος, παρεμβαίνει η αστυνομία μόνο για τα Τέμπη και για πανό με αντικυβερνητικά συνθήματα.

Θεμιτή και η γκρίνια για τη διαιτησία, αλλά μόνο αν έχεις μνήμη χρυσόψαρου και δε θυμάσαι πως τα κόζια αλλάζουν και οι ρόλοι αντιστρέφονται -ή αν αγνοείς τους κανόνες του παιχνιδιού εκτός παρκέ.

Το πρωτάθλημα σαπίζει κατ’ εικόνα και ομοίωση του συστήματος -που μια ψυχή το είχε πει «καπιταλισμό που σαπίζει». ΠΠΚ(μπ). Κι οι πόλοι του μπασκετικού δικομματισμού χρειάζονται απεγνωσμένα ο ένας τον άλλον, για να διαιωνίζουν το αιώνιο είδος τους και να συσπειρώνονται -ακόμα και αν οδηγείται σε αφανισμό το υπόλοιπο πορτοκαλί οικοσύστημα. Πριν ένα μήνα ζούσαν στον πυρετό ενός πιθανού ελληνικού εμφυλίου στο Φάιναλ Φορ και πριν πετεινός λαλήσει τρις (για τον τρίτο, τελικό γύρο) φτάσαμε στην πιθανή ματαίωση των τελικών, υπό τον φόβο ενός εμφυλίου. Πού να ήταν και ταξικός...

Ένας σοβιετικός (Πάβελ Στεποβόι) της «χρυσής μπρεζνιεφικής εποχής» έγραφε: «Τα επαγγελματικά αθλητικά σωματεία της Δύσης είναι συνηθισμένες καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Μεταξύ τους διεξάγεται ανταγωνισμός, όπου κύριο ρόλο παίζει συχνά όχι το αθλητικό συμφέρον αλλά το χρήμα. (...) Οι αθλητικές εκδηλώσεις των επαγγελματιών δεν είναι συχνά αγώνας, θέαμα, αλλά διαφήμιση και μπίζνες. (...) Ο αστικός επαγγελματικός αθλητισμός χρησιμοποιείται ευρύτατα για την απόσπαση των πλατιών μαζών του πληθυσμού από τα ζωτικά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα του καπιταλισμού (...).

Αν όλα αυτά σας πέφτουν λίγο ξύλινα και προτιμάτε καλτ περιτύλιγμα, (ξανα)δείτε τους Χούλιγκαν - Κάτω τα χέρια από τα νιάτα με την dominatrix Μπαλανίκα και τη φασιστική της οργάνωση που ψάρευε σε θολά νερά, θολωμένων οπαδικών συνειδήσεων. Και αν δε σας κάνει ούτε αυτό, ο Βασίλης το συμπυκνώνει πολύ καλά στο «Ελλάς» -που σήμερα μπορεί να θεωρούνταν ειρωνεία κατά της πατρίδας και ρητορική μίσους.

Το πρωτάθλημα αρχίζει/ η εξέδρα πλημμυρίζει/ γίνεται χαμός σε κάθε γκολ
Μα το ντέρμπι είναι στημένο/ και από πριν ξεπουλημένο/ και εσύ ντύνεσαι με δίχρωμα κασκόλ

Αλλάζουμε ρεπερτόριο

Πήρα κόκκινα γυαλιά...

Το βασικό πρόβλημα, που κάνει και τους οπαδούς μέρος του προβλήματος, δεν είναι ότι φοράν χρωματιστά γυαλιά για να ερμηνεύουν τις αμφισβητούμενες φάσεις και άλλα επεισόδια της αιώνιας κόντρας, αλλά ότι έχουν χάσει τα ταξικά γυαλιά τους και την (προ)αιώνια πάλη των τάξεων, χορεύοντας στον ρυθμό των αφεντικών των ομάδων τους. Δεν είναι θέμα τοξικότητας, δήθεν κατά παράβαση της αστικής ευγένειας. Αυτό ήταν πάντα το «σαβουάρ βιβρ» των καπιταλιστών, να παίρνουν αυτό που θέλουν με κάθε αθέμιτο μέσο. Είναι πρωτίστως ζήτημα ταξικότητας. Και το ψάρι βρωμάει πάντα από το κεφάλι, είτε μιλάμε για «βάζελους», είτε για «γάβρους», είτε για λοιπές μαρίδες.

Οπότε τι πρέπει να κάνουμε; Καλή ερώτηση. Είναι σύνθετο ζήτημα, όπως κάθε κοινωνικό φαινόμενο, όπου συναντιούνται πολλές παράμετροι. Μπορούμε όμως να ξεκινήσουμε από τα βασικά -πχ να μην ασχολούμαστε. Να κάνουμε κάτι τελείως διαφορετικό, μακριά από τα δόγμα-πεπατημένη του ΤΙΝΑ και την αυταπάτη ότι θα αλλάξουμε το σενάριο, παίζοντας τους ίδιους ρόλους. Ή έστω, να δώσουμε τα κλειδιά των ΚΑΕ στις θυγατέρες των προέδρων των ΚΑΕ, αυξάνοντας θεαματικά τις πιθανότητες για σοβαρότητα.

Μήπως να αποβάλουμε τις δύο ομάδες από το πρωτάθλημα;
Μοιάζει και αυτή μια κάποια λύση, που θα επανέφερε την ισοτιμία και το ενδιαφέρον, ευνοώντας τους μικρότερους. Οι οποίοι όμως θα διαφωνούσαν μάλλον, γιατί χωρίς το εμπορικό αιώνιο δίδυμο, το διαφημιστικό ενδιαφέρον θα κατρακυλούσε στον πάτο -ευθέως αντίστροφα με το (αντ)αγωνιστικό- και θα είχαν δραματική μείωση εσόδων. Ένα αμφίρροπο και συναρπαστικό πρωτάθλημα (πχ με πιτσιρικάδες από τις ακαδημίες αντί για ακριβούς σταρ) δεν είναι απαραίτητα δημοφιλές -και είναι ζήτημα πόσοι θα το προτιμούσαν στην πράξη. Χώρια που σε βάθος χρόνου, η φύση (του συστήματος) που απεχθάνεται τα κενά, θα τα συμπλήρωνε με κάποια άλλη ομάδα στον θρόνο του κατεστημένου, εφόσον άλλαζε απλώς η διανομή των ρόλων και όχι το έργο.

Μήπως να απομακρύνονταν οι παράγοντες που λυμαίνονται τον χώρο και να τους επιβληθεί απαγόρευση ενασχόλησης με κάθε αθλητική δραστηριότητα; Καλή ιδέα, αλλά ποιος θα την εφαρμόσει; Οι κρατικές αρχές που δεν τολμάν να τους συλλάβουν, να τους κυνηγήσουν για τα μάτια του κόσμου ή έστω να τους κατονομάσουν -για τα αυτιά του κόσμου; Και οι υπουργοί που τους καλούν για φιλική διευθέτηση των διαφορών τους, στο όνομα του κοινού καλού;

Μήπως χρειάζονται παραδειγματικές τιμωρίες;
Μεταξύ άλλων, ναι. Αλλά ποιον ακριβώς τιμωρούν, αναβάλλοντας/διακόπτοντας το πρωτάθλημα (που τελικά ούτε καν αυτό θα τολμήσουν); Και τι ακριβώς πέτυχαν τα αντίστοιχα μέτρα της κυβέρνησης κατά της βίας στη Σούπερ Λιγκ και σε όλα τα αθλήματα; Η λογική πονάει κεφάλι - κόψει κεφάλι δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά, πόσο μάλλον όταν αφήνει πάντα στο απυρόβλητο τα μεγάλα κεφάλια -από τα οποία βρωμάει το ψάρι.

Η μόνη παραδειγματική τιμωρία για όλους τους καπιταλιστές (εφοπλιστές, κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες και λοιπούς ευεργέτες) θα ήταν η απαλλοτρίωση των ιδιωτικών τους επιχειρήσεων και η αυστηρή απαγόρευση ενασχόλησής τους με τον χώρο. Αλλά αν γίνει το πρώτο, θα χάσουν αυτομάτως και το ενδιαφέρον τους για τον αθλητισμό...

Το βασικό πρόβλημα είναι πως όλα αυτά απαιτούν μια επανάσταση. Και ο βασικός λόγος που δεν έχει γίνει ακόμα, είναι ότι δεν έχει ωριμάσει ο υποκειμενικός παράγοντας. Και μια βασική πηγή ανωριμότητας είναι -όπως είπαμε- το α-ταξικό κριτήριο των οπαδών. Που δεν είναι απλώς πρόθυμοι να παθιαστούν με έναν αθλητικό σύλλογο -ή έναν παίκτη- που δεν επηρεάζει στο παραμικρό την καθημερινότητά τους, αλλά τείνουν να ταυτιστούν με το αφεντικό της ομάδας τους και να γίνουν ο άοπλος εθελοντικός στρατός που θα υπερασπιστεί τα συμφέροντά του. Του ΠΚΠΓ, των θρυλικών μαγκών, του τίγρη, του στιχουργού, του αγίου, του-του-του... Πάρτε το μηδέν.

Ο μέσος οπαδός αντιλαμβάνεται τις αθλητικές μάχες ως πόλεμο, αναζητά πλούσιους πολέμαρχους που θα διασφαλίσουν τη νίκη και αδυνατούν να φτάσουν στο σημείο να συνειδητοποιήσουν ότι -όπως σε κάθε άδικο πόλεμο- ο βασικός εχθρός είναι προ των πυλών και θα έπρεπε να παλεύει πρώτα για την ήττα της δικής του αστικής τάξης. Και αυτό αφορά και πολλούς συντρόφους, σε περίπτωση που κάνουμε πως δεν το βλέπουμε...

-.-

Σε όλα αυτά θα χωρούσε μια αναφορά στο αθάνατο κλισέ «αυτά μόνο στην Ελλάδα γίνονται». Που δεν ισχύει -όπως και τα περισσότερα στερεότυπα άλλωστε- αλλά κάποια πρόσωπα και πράγματα μας το κάνουν ολοένα και πιο δύσκολο να το αποδείξουμε. Γιατί αλλού πχ δεν ξέρουν πώς θα τελειώσει ένας αγώνας και ποιος θα πάρει τον τίτλο. Εδώ αντιθέτως δεν ξέρουμε αν θα τελειώσει -ή αν θα αρχίσει καν- ένας αγώνας και αν θα έχουμε πρωταθλητή.

Κι όμως, πολλά κράτη χρηματοδοτούν ανοιχτά τις ομάδες τους (Σερβία και Ρωσία είναι τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα), έχουν επεισοδιακά ντέρμπι με ρεκόρ τοξικότητας που αγγίζει και τους παίκτες (όπως στο Βελιγράδι, με τους Αμερικανούς της Παρτίζαν να πλακώνονται με άσβερκους φανατικούς στους δρόμους), ενώ το ξέπλυμα χρήματος είναι κανόνας και στις πιο προηγμένες χώρες -όπως η ποδοσφαιρική Premier League που θεωρείται το κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου.

Την ίδια στιγμή η Ευρωλίγκα αναζητά πετροδόλαρα στα Εμιράτα, χωρίς προσχήματα για κοινωνικές ευαισθησίες, με την Ντουμπάι BC να αγοράζει τη συμμετοχή της στη διοργάνωση της νέας χρονιάς. Αλλά αυτό θα ήταν το θέμα μιας άλλης ανάρτησης, που δεν έγινε εγκαίρως, με τίτλο «τα πικ εν ρολ ξερά και διψασμένα γυρεύουν στην έρημο χρυσό».

Οκ, ας μη φτάσουμε τις 2 χιλιάδες λέξεις (και) αυτή τη φορά. Ας μείνουν και κάποια ως προσχέδιο.

(Παράγραφος για σφους που παρασύρονται και πέφτουν στην παγίδα και έχουν μπερδέψει το «μέχρι τέλους», με το τέλος (=σκοπός) για το οποίο παλεύουμε. Για τους κρατικοδίαιτους «επενδυτές» με ξένα κρατικά κόλλυβα, που θέλουν τα δημόσια γήπεδα. Και για τον Άρη που ζητά να του ανακαινίσουν το γερασμένο Αλεξάνδρειο με δημόσιο χρήμα -μην κάνω αυτό που στηλιτεύω στους άλλους, αγνοώντας τη δική μας καμπούρα).

(Παράγραφος για πρωτοβουλίες Βαϊμάκη, τύπου «Πάμε γήπεδο», για την αξία της φιλικής καζούρας, το αυτονόητο δικαίωμα να μπορείς να δεις ματς με τους φίλους σου, χωρίς να κινδυνεύεις να μπλέξεις σε καβγά. Και για τη σχετική αξία τέτοιων μέτρων, όσο δε χτυπάμε τη ρίζα του προβλήματος).

(Παράγραφος για την παρέμβαση του κόμματος. Που δεν πρέπει να έχει καμία σχέση με οργανωμένους υπαλλήλους. Αλλά όσο πιο δυνατή γίνεται, θα έχει απήχηση σε μπουχτισμένους φιλάθλους, που δε θα έχουν οξυγόνο σε αυτόν τον βούρκο και θα αναζητούν τη λύτρωση σε ένα ερασιτεχνικό περιβάλλον, μακριά από το συμφέρον που μολύνει την αγάπη τους).

(Παράγραφος για... Φτάνει).



 Ο Φιντέλ αγαπούσε όντως το μπάσκετ -και ήταν και καλός. Και την εθνική Κούβας -που την βρήκαμε αντίπαλο και στη θρυλική δεκαετία με τις βάτες, με τον Γκάλη. Ήταν διορατικός και προφητικός αλλά δε φόρεσε ποτέ μπλουζάκι ΠΚΠΓ. Από όσο ξέρουμε τουλάχιστον...

Σάββατο 17 Αυγούστου 2024

Εδώ είναι Βαλκάνια, σου το 'πα - Νους υγιής, σε σώμα καμπυλωτό

Βελιγράδι, καλοκαίρι 2024. Σε κάθε γωνιά μια pekara σου σπάει τη μύτη, σα να ’σουν φασίστας που προκαλεί. Τα πλήθη συνωστίζονται (στην προκυμαία), αναμένουν τη μεγάλη στιγμή, σκαρφαλώνουν αλαφιασμένα σε κολόνες, πεζούλια, αγάλματα, σε πεκάρες, σε κάθε ραχούλα, κάθε ρεματιά, περιμένοντας να ακούσουν το όνομά Του.
-Και τώρα μαζί μας, ο εν ταμπλό αδεφός Νίκολααααα Γιόκιτς!
Ουρανομήκεις επιδοκιμασίες, θυελλώδικα χειροκροτήματα. (Γκουντ)ουραααααα...

Σαν σκηνή από το 19ο Συνέδριο. (Του ΚΚΣΕ, ντάξει;). Ή από τη ζωή του Μπράιαν, του κατά φαντασίαν Μεσσία, που τον βάφτισε «προφήτη» στον τίτλο η ελληνική μετάφραση.
Romanus eunt domus...

Ο Νίκολα θα μπορούσε να ξεπροβάλει στο παράθυρο, σαν ποδοβολητό Σελήνης -ή σαν τον Φραγκιόγλου που έκανε το ποδοβολητό Σελήνης, πριν πάει τουαλέτα και προτού γίνει Χλαπάτσας-, γυμνός και ανέμελος ή έστω με ακάλυπτη κοιλιά, σε κοινή θέα. Κι αντί να τρομάξει από το σμήνος των πιστών -ή το σμήνος από την κοιλιά του επαγγελματία αθλητή- που συρρέουν όπως οι μύγες στο φαγητό, για να πάρουν ψίχουλα από τη λάμψη του, να το σκεφτεί μια στιγμή αμήχανος και τελικά να δεχτεί τον τίτλο του:

-Δε γαμιέται. Είμαι ο Μεσσίας.
-He is, he is the Messiah...

Κι όταν ήταν μικρός, οι τρεις μάγοι με τα δώρα (Τζόρτζεβιτς, Ντίβατς, Ντανίλοβιτς) του έφεραν κεμπάπια, πλεσκάβιτσα και μια πορτοκαλί μπάλα με σπυράκια. Για να μάθει τα βασικά του μπάσκετ και της σέρβικης φυλής, που είναι σχεδόν ταυτόσημα, σαν ομοούσιος τριάδα.

Εν τω μεταξύ, δεν προλαβαίνεις να δεις ένα ωραίο στιγμιότυπο, όπως του Γουέμπι με τον Ιάπωνα ή του Γουέμπι με τον Κάρι κι αμέσως βγαίνουν καμιά δεκαριά πανομοιότυπα τουί γεμάτα έμπνευση: «ελαιογραφία σε καμβά», και ξαναδώστου «λάδι σε καμβά». Εντάξει, παιδιά, ψόφησε λίγο το αστείο. Κι αν θέλετε -που έλεγε η Αλέκα-, πραγματικό έργο τέχνης είναι οι αγώνες του λαού. Και η φωτό του Γιόκιτς να πίνει μπίρα.
Αν θες να γίνεις σαν τον Γκραντ Χιλ, προπονήσου σκληρά.
Αν θες να γίνεις Νίκολα Γιόκιτς, χαλάρωσε και πιες μια μπίρα.

Το βλέμμα του Μπόγκι είναι η λεπτομέρεια που απογειώνει τον πίνακα. Βασικά ο Μπογκντάνοβιτς θα μπορούσε να είναι ο μικρός Νικόλας ενήλικος, αν μεγάλωνε από το πενάκι του Σανπέ. Αλλά το πιο εκπληκτικό (επιβλητικό, μυστηριακό και πιο μεγάλο) είναι ο άλλος «μικρός Νικόλας», πώς ήταν δηλαδή μικρός ο Γιόκιτς. Και ότι βασικά έμοιαζε μάλλον με τον Αλσέστ, που δεν έχανε σουτγεύμα.

Σε μια άλλη σκοτεινή εποχή, ο (ντεφορμέ) βασιλιάς Βασίλιε, ο πρίγκιπας Μπόγκι και ο φίλος τους Joker, με στολή γελωτοποιού και ταλέντο που κάνει τον Ρίβερ Φοίνιξ (και τον Ντουράντ του Φοίνιξ) να νιώθει λίγος κι ατάλαντος, θα ήταν μια παρέα άσβερκων Σέρβων μισθοφόρων, λίγο άξεστων, κυριλλικά αναλφάβητων, που θα γίνονταν λιάρδα, μεθώντας στη μάχη, πίνοντας τόνους κρασί και ανέρωτο αίμα από τα κρανία των αντίπαλων στρατηγών αντί για κύπελλα.

Στον σύγχρονο (εργασιακό) μεσαίωνα, θα ήταν πάλι άσβερκοι -ο Νίκολα τουλάχιστον- αλλά με υπογάστριο και υπεργάστριο, όχι τίποτα ιμπεριαλιστικά γουρούνια. Θα ήταν πάλι επαγγελματίες μισθοφόροι, με χρυσά συμβόλαια στο ΝΒΑ. Και θα έπιναν το νέκταρ της επιτυχίας από το σκαλπ του Λεμπρόν, αν οι διαιτητές δεν προστάτευαν τον ντεμέκ GOAT. Για γέλια και για κλάματα. Τραγωδία -δηλαδή ωδή στον τράγο, μόνο που αυτός δεν είναι ο Λεμπρόν, αλλά ένας καμπυλόγραμμος Βαλκάνιος. Και διαφέρει από όλους τους άλλους γιατί δεν παίζει σαν μισθοφόρος.

Οι πιο πολλοί αστέρες είναι κολλημένοι με το άθλημα, θα έπαιζαν μπάσκετ έτσι κι αλλιώς, γιατί είναι αυτό που ξέρουν να κάνουν καλύτερα από οτιδήποτε άλλο. Υπάρχει όμως μια λεπτή διαχωριστική γραμμή: άλλο να ζεις για το μπάσκετ και άλλο να ζεις από αυτό. Ο Γιόκιτς είναι ο μόνος μισθοφόρος που δεν αλλάζει συνήθειες και θα ήταν πάντα στο ίδιο επίπεδο, καταβάλλοντας -έτσι ή αλλιώς- την ίδια ακριβώς -μίνιμουμ- προσπάθεια και ούτε μια παραπανίσια σταγόνα ιδρώτα που θα ξεχείλιζε το ποτήρι, στερώντας του τη χαρά του παιχνιδιού. Που είναι να κάνεις αυτό που αγαπάς, χωρίς να είσαι επαγγελματίας -η πορνεία σκοτώνει τον έρωτα.

Στην κοινωνία του μέλλοντος, θα θυμούνται τον Γιόκιτς σαν προφήτη -δε γαμιέται, είμαι προφήτης- και εικόνα από τα προσεχώς. Ένας ασύγκριτος παικταράς, που έπαιζε εκπληκτικό μπάσκετ, επειδή δεν τον ένοιαζε (μόνο/τόσο) το μπάσκετ. Το πρωί ήταν καλαθοσφαιριστής, το μεσημέρι ψαράς, το απόγευμα ποιητής-φιλόσοφος και στο τέλος της ημέρας όλα τα παραπάνω και τίποτα από όλα αυτά.
Ή περίπου έτσι. Τη μέρα έπαιζε μπάσκετ, ενδιάμεσα σκεφτόταν τα άλογα και τις ιπποδρομίες κι η μέρα έκλεινε με μπίρες, βαλκανικό γλέντι και αγριογούρουνα γύρω από τη φωτιά. Ή σαν ένα άλλο σύγχρονο γαλατικό χωριό, που ζει στον κλοιό του εμπάργκο, με τα ίδια χρώματα στη σημαία και ένα αστέρι, όπως η παλιά καλή (;) Γιουγκοσλαβία.

Που ίσως να μην ήταν ποτέ αδέσμευτη, όπως δήλωνε το «κίνημα» που ηγήθηκε, αλλά αν ψάχνουμε έναν καλό ορισμό της ανεξαρτησίας, θα μπορούσαμε να παραφράσουμε λίγο έναν ήδη γνωστό, του δικηγόρου με τη γενειάδα.
Ανεξαρτησία είναι να έχεις το κεφάλι σου στο στόμα του λύκου και να του λες προκλητικά «άντε γαμήσου».
Ή ακόμα καλύτερα: να πιστεύει ότι σου έχει φάει το κεφάλι και εσύ να τραγουδάς και να γλεντάς, σα να έχεις κερδίσει. Όπως οι τρελο-μπρατ στο πούλμαν της αποστολής τους.

Curry is on fire...
Σα να λέμε: Always look on the bright side of death!
Εδώ είναι Βαλκάνια, σου το 'πα. Παίξε, γέλασε και μη σιωπάς ποτέ...

Κάποιοι πιστεύουν ότι ο Γιόκιτς είναι τεράστιος παίκτης, μολονότι έχει τεράστια κοιλιά, δεν είναι αθλητικός ή πολύ γρήγορος και παίζει ως αδιάφορος. Φαντάσου λέει να είχε και φυσική κατάσταση! Δεν έχουν καταλάβει τίποτα από αθλητισμό. Ο Γιόκιτς είναι τεράστιος παίκτης, ακριβώς λόγω της μεγάλης κοιλιάς του και του τρόπου που παίζει. Είναι ο ομφαλός του μπασκετικού πλανήτη -ου μην και ο αφαλός του-, η γη της επαγγελίας, η υπόσχεση ενός άλλου καλύτερου κόσμου, χωρίς γραμμές (συνόρων και μυών) να χαράσσουν το σώμα του πλανήτη και την κοιλιά μας.

Γι’ αυτό το μπάσκετ είναι ο βασιλιάς των σπορ. Γιατί παίζεται πρωτίστως με το μυαλό και δευτερευόντως με τα μούσκουλα. Γιατί είναι άκρως δημοκρατικό (ούτε καν πεφωτισμένη δεσποτεία) όπου πρέπει να τα κάνεις όλα καλά (άμυνα, επίθεση, ατομικές και ομαδικές προσπάθειες) και μπορούν να παίξουν όλοι. Ψηλοί-κοντοί, φτερά στον άνεμο και μπουλουκάκια (σε σέρβικα μπουλούκια που σκορπούν τρόμο και θάνατο από το τρίποντο) ή απλώς εύσωμοι, με μυικό πάχος, αλλά ούτε ένα γραμμάριο λίπους στο παιχνίδι τους.

Ο Γιόκιτς είναι μια περίπτωση Αϊνστάιν. Όχι μόνο γιατί είναι μπασκετική ιδιοφυία. Αλλά γιατί δίνει ελπίδα σε όλα τα παιδιά ότι μπορούν να παίξουν μπάσκετ στο πιο υψηλό επίπεδο, όπως και να ’ναι ο κόσμος, όσα κι αν έχει στραβά το κορμί τους. Όπως ήταν και το δικό του, πριν βάλει σε μπόι τα κιλά του -ντάξει, όχι όλα. Κι όπως ο Αλβέρτος είχε κάποτε μέτρια βαθμολογία στην τάξη του -και παραλίγο να τον βγάλουν άχρηστο και να χαντακώσουν το ταλέντο του.

Κι αν ο Αϊνστάιν έλεγε κάποτε ότι ο σοσιαλισμός και ο κεντρικός σχεδιασμός είναι το μέλλον και η διέξοδος της ανθρωπότητας από τα προβλήματά της, ο Γιόκιτς και οι όρτοντοξ μπρατ μάς θύμισαν με τον δικό τους τρόπο κάτι άλλο: ανίκητος δεν είναι ο ιμπεριαλισμός. Ακόμα και όταν νικάει με το στανιό...

Ο Γιόκιτς είναι νους υγιής σε ένα σώμα ανθρώπινο, καμπυλόγραμμο, όχι χτιστό και φουσκωμένο. Είναι τετραπέρατος και κατακτά τα πέρατα της γης. Είναι εγκεφαλικός σαν γυναικείος οργασμός, χυμώδης και απολαυστικός, σαν τις καμπύλες του Παρθενώνα, τις γραμμές του που αρνούνται τη γράμμωση και την ευθυγράμμιση, ξεγελώντας γλυκά το ανθρώπινο μάτι και τον αντίπαλο. Έχει κάτι από την μπιροκοιλιά του χτίστη στο γιαπί, από την ομορφιά της τάξης μας, από τη γοητεία των Βαλκανίων, από τον γείτονα που ρεμβάζει στο μπαλκόνι με το σώβρακο, που κατεβάζει τα σκουπίδια με το φανελάκι Μινέρβα, κρατώντας στο χέρι μια φέτα καρπούζι με τυρί (πες μου τώρα ότι κάτω από τα Τέμπη νογάνε κασέρι. Και τι εννοούν με τη «φέτα» καρπούζι άραγε; Γιόκιτς, αγάπη μου, έλα πάρε με από εδώ. Έτσι κι αλλιώς κι εμείς Σλάβοι ήμασταν μέχρι πρόσφατα...).

Ο τύπος είναι ένα κινούμενο meme -με την καλύτερη των εννοιών. Φαίνεται σαν ανέκδοτο, αλλά έχει ανατροπή και κάνει τους άλλους να γελοιοποιούνται. Σαν εκείνες τις κρύες τις αμερικανιές με το hold my beer -ή απλώς χλιαρές, αν είναι βρετανικές- αλλά στην κυριολεξία. Κράτα λίγο την μπίρα μου να φέρω ένα μετάλλιο.

Μέχρι πρότινος, το μεγαλύτερο αντιαδιαλεκτικό ερώτημα της μπασκετικής ιστορίας ήταν τι θα γινόταν αν η χρυσή γενιά της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας -που έπεσε πάνω στις ανατροπές και τη διάλυση- είχε προλάβει να αντιμετωπίσει τους επαγγελματίες του ΝΒΑ. Αν όχι το ’92, ενάντια στην πρώτη -και μοναδική- «ομάδα όνειρο», τότε ίσως το ’94 με το Μουντομπάσκετ που ήταν προγραμματισμένο να γίνει στο Βελιγράδι, πριν καταλήξει -λόγω του εμπάργκο- στον Καναδά του Νας. Πολλοί μεταφέρουν το ίδιο ερώτημα στο σήμερα, φτιάχνοντας μια βαλκανική ομάδα-όνειρο με τις φυλές της παλιάς Γιουγκοσλαβίας.

Πλέον όμως το βασικό ερώτημα είναι άλλο: αν οι ΗΠΑ έπρεπε να φέρουν ό,τι καλύτερο έχουν και 3 παίκτες από το πάνω ράφι του hall of fame για να νικήσουν οριακά τη Σερβία, τι θα κάνουν χωρίς αυτούς στις επόμενες διοργανώσεις;
Και αν τελικά χρειάστηκαν έναν «νατουραλιζέ» σαν τον Εμπίντ -που τον γιούχαραν οι Γάλλοι για την «προδομένη υπόσχεσή του» και τώρα λέει πως θέλει να επιστρέψει με τη φανέλα του Καμερούν!- τι θα γινόταν αν ασκούσαν το ίδιο δικαίωμα και οι Σέρβοι; Όχι με κάποιον Αμερικάνο, αλλά με δικό τους αίμα, πχ τον Λούκα Ντόνσιτς, που είναι κατά το ήμισυ Σέρβος. Κι όποιος αμφιβάλλει, δεν έχει παρά να δει το σώμα του «ζυμαρούλη», πώς προκαλεί τους αντιπάλους του, το μπασκετικό του IQ και τις κραυγαλέες ομοιότητες με τον Νίκολα Γιόκιτς.
Βρήκε ο Σέρβος τη γενιά του...

Λέγε, μπρατ! Θα γίνεις Σέρβος;

Imagine all the Γιούγκους living life in peace...

Β’ Μέρος

-Είναι τεράστιος αθλητής ο Λεμπρόν; Αθλητής σίγουρα ναι. Καλαθοσφαιριστής όχι απαραίτητα -το «τεράστιος» τουλάχιστον.
Είναι μεγάλη προσωπικότητα, που βγήκε μπροστά με το θάρρος της γνώμης του, για το Black Lives Matter; Ναι, όπως και για την εκλογή της Χίλαρι επίσης. Μα πάνω απ’ όλα είναι μια περσόνα με υπερτροφικό εγώ. Θεωρεί τον εαυτό του μεγαλύτερο από το άθλημα και ότι όλοι χειροκροτούν -παντού και πάντα-μόνο αυτόν.
Είναι GOAT; Δεν ήταν καν ο MVP της ομάδας του. Και αν δεν ήταν ο Κάρι (και ο Ντουράντ), θα είχε πάει αυτός από νωρίς για νάνι...

-Μερικά ακόμα αναπάντητα ρητορικά ερωτήματα.
Πότε έγινε τόσο μαλάκας ο Κάρι και πανηγυρίζει σαν σπαστικό; Πότε έγιναν τόσο αμερικανάκια τα γαλλάκια που φώναζαν Λεμπγόν (ούτε καν USA), αντί να στηρίξουν αυθόρμητα τους Σέρβους ως θεωρητικό αουτσάιντερ (άγραφος νόμος) ή έστω τις ρεαλιστικές πιθανότητες της Γαλλίας για το χρυσό σε έναν πιο βατό τελικό; Πότε είχαν τέτοια ασυλία οι ΗΠΑ; Α, ναι. Πάντα. Είτε μιλάμε για κοράκια (με σφυρίχτρες γαμψές) είτε για το ντόπινγκ και τη WADA.

Και πότε έγινε τόσο τραγική η ειρωνεία της ιστορίας, που σε κάνει να δυσανασχετείς με τους ποζεράδες απόγονους των σκλάβων από την Αφρική και να υποστηρίζεις αυθόρμητα άριες φυλές (πέρσι στο Μουντομπάσκετ), ξανθά γένη και όρτοντοξ μπρατηδες, ως θύματα του ιμπεριαλισμού;

-Από την επαγγελματική παρθενιά, που είναι πάντα γλυκό να στην παίρνει αργεντίνος εραστής, ως την ακόμα πιο γλυκιά εκδίκηση των Σέρβων, μες στο σπιτάκι του μπάσκετ (Ιντιανάπολις), ένα χρόνο μετά τους δίδυμους πύργους, εν είδει αναπαράστασης.
Από τα χαστούκια στους Ολυμπιακούς της Αθήνας -ακόμα και από προτεκτοράτα-άτυπες Πολιτείες, σαν το Πουέρτο Ρίκο- στο έπος της Σαϊτάμα, που θα το έχουμε πάντα -σαν το Παρίσι-, ακόμα και αν είχαμε χάσει με 50 στον τελικό από τη φαμίλια.
Κι από το Μουντομπάσκετ του ’19 -που έμειναν εκτός εξάδας- μέχρι το περσινό, όπου έμειναν εκτός μεταλλίων. 

Ποτέ και πουθενά ίσες αποστάσεις. Κάθε ήττα της Team USA είναι μια μικρή νίκη της ανθρωπότητας. Αρκεί να μην μπερδεύεις το αυθόρμητο αθλητικό συναίσθημα με πολιτικό κριτήριο -και αυτό είναι δύσκολος στόχος για όσους έχουν μάθει να σκέφτονται πρωτίστως οπαδικά.

-Όλα αυτά έχουν προφανώς συμβολική αξία και τίποτα άλλο πέραν αυτής. Αλλά τι δυνατοί συμβολισμοί, ε; Δεν υπάρχουν πολλά πεδία που να γεννάν τέτοιους, πια, πλην του αθλητισμού.

Στον αντίποδα, η αθλητική ισχύς μια χώρας δεν είναι ακριβώς συμβολική. Κατά κανόνα είναι καθρέφτης της γενικής δύναμης ενός κράτους -οικονομικής, στρατιωτικής κτλ- που αποτυπώνεται και στην «αθλητική της παραγωγή». Οι πρώτες θέσεις της κατάταξης των μεταλλίων είναι σχεδόν σα να διαβάζεις τη λίστα με τα κράτη-μέλη του G8, του G20 κοκ. Οι λιγοστές εξαιρέσεις αφορούν βασικά χώρες με ειδικό βάρος (βλέπε και τον επίλογο), όταν δεν επιβεβαιώνουν απλώς τον γενικό κανόνα.

Οι ΗΠΑ είχαν τα περισσότερα μετάλλια, αλλά πήραν την πρωτιά πάνω στο νήμα, ισοφαρίζοντας μόλις την τελευταία μέρα τα χρυσά της Κίνας. Αν μη τι άλλο θα ’χε πλάκα να έμενε δεύτερη μια χώρα, με τόσα μετάλλια και βασικό σύνθημα «ο πρώτος είναι το παν, ο δεύτερος δεν είναι τίποτα». Και η οποία βλέπει αργά αλλά σταθερά τα πρωτεία να γλιστράνε από τα χέρια της -και στον αθλητισμό. Τα κράτησε οριακά στο Παρίσι, θα τα διατηρήσει λογικά και στο Λος Άντζελες, παίζοντας εντός έδρας -όπως τα είχε χάσει το ’08 στο Πεκίνο από τους οικοδεσπότες Κινέζους- αλλά το ’32 μπορεί να επισημοποιηθεί η αλλαγή φρουράς και σε αθλητικό επίπεδο.

Κι έχουμε οκτώ χρόνια μπροστά μας για να δούμε πόσοι θα δουν σε αυτό μια νίκη-επιβεβαίωση του κεντρικού σχεδιασμού και όχι ένα ακόμα γκεστάλτ ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.

-Και η Κούβα, κύριε;

Το νησί της επανάστασης έχει ειδικό βάρος, που του έδινε πάντα μια θέση κοντά στην κορυφή, και του δίνει την πρώτη θέση στα μετάλλια ανάμεσα στις χώρες της Λατινικής Αμερικής -μακράν της δεύτερης Βραζιλίας. Η σχετική πτώση των τελευταίων ετών δε δείχνει τόσο κάποια υποχώρηση στο προτσές της οικοδόμησης, αλλά τις δυσκολίες της Κούβας και του λαού της, που ψάχνει πια -όλο και περισσότερο- μια διέξοδο μακριά από αυτό. Ιδίως αν μιλάμε για τους αθλητές, που έχουν αρκετές πιθανότητες διάκρισης στο εξωτερικό.

Δύσκολα θα βρει κανείς πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από τον τελικό του τριπλούν των ανδρών στο Παρίσι, όπου οι αθλητές του βάθρου γεννήθηκαν στην Κούβα, αλλά ο «μόνος Κουβανός» τερμάτισε όγδοος και τα μετάλλια πήγαν στον ευρωπαϊκό νότο (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία). Πάντα υπάρχει όμως μια εξαίρεση, σαν τον Μιχαΐν Λόπες στην πάλη, που έγραψε ιστορία με το πέμπτο χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο (αν δεν το μάθατε, είναι ίσως γιατί δεν το πέτυχε κάποιος αθλητής των ΗΠΑ), αλλά κυρίως με τις δηλώσεις του για τον Φιντέλ και τη δύναμη που του δίνει η επανάσταση. (Ίσως επίσης να μη μάθατε πως ο αντίπαλός του στον τελικό ήταν κι αυτός Κουβανός, που κατέφυγε στη Χιλή, γιατί στο νησί, θα έμενε αναπόφευκτα στη σκιά του Λόπες και όχι για ιδεολογικούς λόγους).

Εξαίρεση στον κανόνα κι αυτός. Αλλά τι εξαίρεση και τι συμβολισμός! Μόνο ο αθλητισμός μπορεί -στις μέρες μας- να δώσει τέτοιους...


Υγ: Ευχές σε εσάς Νικόλα και μπρατ -τώρα που πλησιάζει και η επέτειος...

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024

Η μηχανή του χρόνου

Κώστα Τουρνά, εσύ; Χρήστο Βασιλόπουλε, έτοιμος; Φώτα, τζάμπολ, πάμε.

Λοιπόν... (διακοπή, χαμόγελο, σάρωμα των ρεπόρτερ με το βλέμμα, αλά ξανθός).
Ο μπασκετικός Άρης είναι η καλύτερη απόδειξη πως η χρονομηχανή υπάρχει και λειτουργεί.


Βασικά η ενασχόληση με τα αθλητικά, ενεργητική ή παθητική, είναι το ελιξήριο της νιότης που κρατά τους άνδρες παιδιά. Αλλά όχι απαραίτητα χαριτωμένα και αξιαγάπητα. Κατά κανόνα κακομαθημένα και εγωπαθή, σκέτα καλόπαιδα, μια διασταύρωση Ντένις Ρόντμαν με Σέρχιο Ράμος και μια πρέζα Ντανίλοβιτς, να δείχνει στο ελληνικό κοινό μικρές μπάλες.

Αλλά τα παιδιά έχουν το ακαταλόγιστο και το αυτό επιθυμεί δι' εαυτήν (σαν εργατιά) η κε του μπλοκ για τα παιδιαρίσματα που ακολουθούν, καθώς εξιστορεί τις αθλητικές της αναμνήσεις. Μια παιδική αρρώστια που χτυπάει και συντρόφους, μια ένοχη απόλαυση χωρίς κινηματικό άλλοθι, που μας κόλλησε όταν ήμασταν παιδιά, πριν καταλάβουμε τον κόσμο και αναπτύξουμε άμυνες (ζώνης και μαν του μαν). Και έμεινε έκτοτε κουσούρι, ως δείγμα ανωριμότητας, και εμείς όπως οι συνθήκες που αργούν να μεστώσουν. Λες να την έχουν πατήσει και αυτές με κάποια ομάδα-μπάλα, σαν εμάς;

Λοιπόν, η μηχανή του χρόνου ξεκινά. Πρώτο ταξίδι έλαχε κλήρος για το νότο. Αλλά εμείς θα ξαναφέρουμε το μπάσκετ στον Βορρά. Και ο κρίσιμος αγώνας με την Μπούντουσνοστ στο Παλέ, συμπίπτει με τον (νυν υπέρ πάντων) αγώνα Κυπέλλου με την ΑΕΚ στο άδειο Βικελίδης. Νίκη με καλάθι στο τέλος, πρόκριση στα πέναλτι, ο χρόνος γυρνά 26 χρόνια και μια ζωή πίσω.

Φιλοσοφικό Ιντερμέδιο. Άρης και δεν είμαι καλά.
-Ρε είστε καλά στα μυαλά σας (πονάνε), που ασχολείστε σοβαρά και παθιάζεστε με τις ομάδες;
-Μα ο Καμί είπε (και ο Μπογιό έγραψε) πως το ποδόσφαιρο του έμαθε όλα όσα γνωρίζει από ηθική στη ζωή του.
-Ναι αλλά ποιος σας είπε ότι ο Καμού ήταν κομμουνιστής, σαν τον Καμό;
-Οκ. Ο Μπογιόπουλος είναι τουλάχιστον;

Παρεμπιπτόντως, ο Καμού ήταν πιε νουάρ (μαυροπόδαρος) που δε συμφωνούσε με τον ανεξαρτησιακό αγώνα της Αλγερίας, ίσως γιατί έλειπε στο σχετικό μάθημα-προπόνηση. Και αν δίναμε εξετάσεις προοδευτικότητας, το τέταρτο διαβαθμισμένο θέμα, για τους καλούς μαθητές που είχαν πρόγραμμα -λαοκρατία- και δε στερήθηκαν τίποτα γιατί η ζωή λεχώνα ελπίδες γέννησε, θα ήταν να βγάλουμε ένα αθλητικό αριστερόμετρο και να απαντήσουμε αν είναι προοδευτικό να παίζουν μετανάστες στην τρικολόρ (και άλλες πολυ-εθνικές ομάδες) για να αφρ(ικαν)ίζουν από το κακό τους οι ρατσιστές ή αν αυτή η ενσωμάτωσή τους είναι μια συμβολική συνέχεια της αποικιοκρατίας με άλλα μέσα. Σκέτη σπαζοκεφαλιά. Τι λες και εσύ, Ζιζού;


Βασικά, αν νιώθεις την ύπαρξή σου ριγμένη σε μια γωνιά ενός κρύου πετάλου, μετέωρη στο κενό της αβεβαιότητας για το αποτέλεσμα ενός αγώνα (που δεν είναι ταξικός), σαν το μπαλάκι τένις που ταλαντεύεται στο φιλέ του ματς-πόιντ του Γούντι Άλεν, μπορεί να προσεγγίσεις καλύτερα τον υπαρξισμό. Όχι όμως τον κομμουνισμό, ούτε ξώφαλτσα, ούτε καν από το πέταλο της Λιβόρνο και της καλής Ομόνοιας.


Και αν η ύπαρξή σου εξαρτάται από την καψούρα σου για μια ομάδα και το αποτέλεσμα ενός αγώνα, δεν απομένει ελπίδα καμιά και πολλή φαιά ουσία χωρίς καμένα κύτταρα για τον κοινό μας αγώνα και την ανατροπή των καταθλιπτικών δεδομένων από τις ανατροπές. Άσο ημίχρονο με γκολ στο Ράιχσταγκ στο ’45, διπλό τελικό, με αυτογκόλ στο ’89 και το ’91, αλά United το ’99, όταν μπήκε στον αγώνα η γενιά του Αρσένη, η δική μας σπορά. Ήμασταν νέοι, ήτανε νέοι, ήταν παιδιά...

Αλλά ο αγώνας χρειάζεται μικρές νίκες στο σήμερα, και η ζωή μικρές χαρές εφήμερες, ακόμα και αν είναι χαρά στο πράγμα, σαν τις αθλητικές. Και οι χαρές που καρτερό-ό-ό, μη σώσουνε και ’ρθούνε.

Και δεν είναι πως τότε πετάς στα ουράνια και ξεχνιέσαι. Άρης είσαι και δεν είσαι καλά -ούτε καν τότε. Μαθαίνεις όμως πως έχεις ένδοξη ιστορία που λένε πως δε μοιάζει με των άλλων (κάποια ματς ήρθαν άσο, κάποια διπλό και κάποια άλλα χι, όπως έγραφε ο Πανούτσος τον καιρό που είχε ακόμα κάποια έμπνευση και δεν ήταν κρατικοδίαιτος φιλελές). Και αφού έχεις ξεχάσει πώς είναι αυτές οι χαρές και οι τελευταίες καλές εποχές ήταν πριν τις ανατροπές του ’91, δεν τρέφεις αυταπάτες ούτε κινδυνεύεις να παρασυρθείς. Δεν είσαι μικροαστικά ανυπόμονος για νίκες εδώ και τώρα, ξέρεις να περιμένεις να ωριμάσουν οι συνθήκες.

Και δεν είσαι με τον Άρη για τους τίτλους και τα ανταλλάγματα. Σχεδόν πενήντα χρόνια βάσανα και διωγμοί, χωρίς τίτλο. Σκυφτός στο Βικελίδης, στους δρόμους σκεφτικός και η μόνη πορεία σου ήταν στη ΔΕΘ, για να διαγραφεί το χρέος (της ομάδας, όχι το δημόσιο). Και άλλα είκοσι στο μπάσκετ, γιατί σώθηκε κάποτε η αύρα, η χρυσόσκονη της χρυσής εποχής, με τις χρυσές σελίδες και τα στρας της Μαρινέλας στο Ακρόαμα, και τον βρωμοχρυσόστομο κόουτς με τα χρυσά μαλλιά και το χρυσό δίδυμο που δε μιλιόταν μεταξύ του αλλά μιλούσε της μπάλας στο γήπεδο. Και όλοι ήθελαν χρυσά συμβόλαια και ακολούθησαν τον πυρετό του χρυσού στο Κλόνταϊκ της Αθήνας, αφήνοντας πίσω να ερημώνει μια μπασκετική πόλη-φάντασμα (που δεν την πιάνει ο Μαζάουερ) που ακόμα πλανάται πάνω από την Ευρώπη, σαν το άγγιγμα της ομάδας-Μίδα, που έκανε χρυσό ό,τι έπιανε -εκτός από τα Φάιναλ Φορ- και αφού τους σκότωσε όλους το χρήμα, έμεινε μόνη, δυστυχισμένη και άρχισε να τρώει τις σάρκες της.

Λέγαμε όμως για τις συνθήκες. Λοιπόν (χαμόγελο, διακοπή αλά ξανθός). Η τελευταία φορά που ωρίμασαν και έγινε κάτι τέτοιο, ήταν μια μέρα του ’98. Θεωρητικά το να θες νίκες σε όλα τα τμήματα του ΑΣ και της Κομιντέρν, είναι σα να ξεσπά ταυτόχρονα επανάσταση σε όλες τις χώρες, πιθανό αλλά περίπου αδύνατο. Ή να περιμένεις μια συναστρία που θα ξανάρθει μετά από χρόνια, όταν δε θα ζει κανείς μας και θα έχουμε κάνει τον χάρο αρειανό και τον κόσμο κόκκινο. Και αυτή η συναστρία έκατσε τότε.

Ήταν η μαύρη δεκαετία του ’90, της αντεπανάστασης και του πρώτου υποβιβασμού, που είχαμε πει ότι δε θα βάζαμε τα κιτρινόμαυρα, για να μην τα μολύνουμε, σκεφτόμασταν ως εναλλακτική το μπλε-μαύρο και η συνδεσμική εφημερίδα των απέναντι έκανε καζούρα ότι τρέμουν η Ίντερ και ο Χαραυγιακός. Και ύστερα από το πένθιμο, μουδιασμένο ξεκίνημα στην κατηγορία, έβγαλαν σύνθημα με τα Τρίκαλα και τους ΗΛΤΕΞ Λύκους από το Καλοχώρι, που μόνο τέτοιο δεν ήταν, παραφθορά της πραγματικότητας, όπως η Καλαμαριά του Βάγκνερ (και του Πουτσίνι) είναι παραφθορά της φράσης καλή μεριά (του Θερμαϊκού) και έπιανε κάποτε όλα τα παράλια ως την Χαλκιδική, που σαν αυτή (και τον Άρη) δεν έχει.

Αλλά πήραμε τελικά τα πάνω μας και παίξαμε στο Κύπελλο με τον ΟΦΗ του Ευγένιου (τον Γκεραρντάκη, που τον πετύχαμε πάλι μετά από χρόνια, στα τελευταία του, καθηλωμένο σε αμαξίδιο, σαν κατευόδιο, από δυο ομάδες ανάπηρες κι ετοιμοθάνατες που ξανά προς τη δόξα τραβάν). Ο ΟΦΗ φορούσε λάθος χρώματα αλλά είχε ομαδάρα, παρόλα αυτά εμείς δαγκώσαμε το φίδι στη ρεβάνς, 4-1, μεγάλη εμφάνιση, μια κατηγορία κάτω αλλά μια κλάση πάνω. Δείξαμε πού ανήκαμε, πως ο υποβιβασμός ήταν μια παρένθεση που έκλεινε οριστικά και θα άνοιγε πάλι σαν πληγή που την σκαλίζουμε.

Κι ύστερα τρέχαμε στο Αλεξάνδρειο για το ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ, που είχε Πέτζα και ομάδα για τελικό, μα πάνω από όλα πληρωμένη. Αλλά τα λεφτά δεν παίζουν μπάσκετ, όπως θα έλεγε ο Κρόιφ, που είναι πορτοκαλί (οράνιε) από άλλο ανέκδοτο χωρίς σπυριάρα. Που δεν είναι όμως σαν τα σπυριά της ακμής, γιατί έχει πήξει στην παρακμή τόσα χρόνια -να δεις τι σου ’χω για μετά. Είναι σαν το δέρμα που μπιμπικιάζει από ανατριχίλα στο φινάλε, γιατί όπως λέει ο Κάρολος (ο Μπάρκλεϊ), δεν υπάρχει τίποτα στον αθλητισμό, σαν το τελευταίο λεπτό ενός αγώνα μπάσκετ. Κι όσοι βουλιάζουν στα χρέη τους, νιώθουν καλύτερα ποιο είναι το χρέος τους, μες στον βαθύ τους λάκκο. Κι η ομάδα αυτή, που ήταν έτοιμη να διαλυθεί, έγινε άτρωτη λίγο πριν το τέλος, όπου μοιάζει η σιωπή με αγάπη μεγάλη και... Love, love will tear us apart. Again.

Εκείνη τη μέρα νικήσαμε 76-60 τον συμπολίτη. Αλλά κάθε θάμα τρεις ημέρες, και εμείς τρεις μέρες μετά ζήσαμε άλλο, μεγαλύτερο, στο Φάιναλ Φορ του Κυπέλλου, απέναντι στα πλούτη του ΠΟΚ. Με τον (υπηρεσιακό) Μαγκώτσιο να συζητά με τους παίκτες στο μπαρ (όχι το 6.25 του Πίξι) τα συστήματα. Τον Αγγελίδη να κολλά τα τελευταία ένσημα πριν συνεχίσει ως εστιάτορας στο Μπιλμπάο, μέχρι σήμερα. Τον Πάσπαλι να παίζει τραυματίας με ένα πόδι και ένα πνευμόνι (από τα τσιγάρα). Τον τρελό τον Ιταλό να έχει βγάλει αεροπορικά αλλά να μένει για μια τελευταία τρέλα. Και τον Ιωαννίδη να βγάζει καπνούς από τα αυτιά και να γίνεται σκετσάκι στο ΑΜΑΝ και η κορυφαία ερμηνεία του Καλυβάτση.

Κερασάκι στην τούρτα μια νίκη στο βόλεϊ, την ίδια μέρα, όπου ήμασταν απερχόμενοι πρωταθλητές, γιατί είχαμε τον Γκάνεφ, ένα κινούμενο βουνό από τη Βουλγαρία, σαν ατσάλινο τείχος και cheat (ζαβολιά σημαίνει, μάνα) σε ηλεκτρονικό, που μπορούσε να σου πάρει ένα σετ με 15 άσους σερί και να διαλύσει κάθε μπλοκ -σοσιαλιστικό και μη.

Ντόμινο, συναστρία, το ένα θάμα φέρνει το άλλο και ενός μύρια έπονται, το μεγαλύτερο μέχρι το επόμενο, τίποτα δε μας σταματά, είμαστε ρεαλιστές, επιδιώκουμε το αδύνατο.
Επιστροφή στο μέλλον του 2024. Η πρόκριση με την ΑΕΚ πάει στα πέναλτι, στο Παλέ ο κόσμος είναι ωσεί παρών, μισοί στο κινητό και οι άλλοι μισοί στις οθόνες του καφέ έξω, αν η μισή μου καρδιά βρίσκεται γιατρέ εδώ πέρα... μα πάντα στο τέλος τουφεκίζεται, την στήνουν στα 11 μέτρα, η αγωνία του γκολκίπερ πριν το πέναλτι, η απελπισία του Αρειανού πριν την πρόκριση, παράγουμε περισσότερες ελπίδες από όσες αντέχουμε.

Άρης είσαι, δεν μπορεί, κάτι θα στραβώσει. Εκεί που πανηγυρίζεις θα βγει μια παρουσιάστρια να σου πει «candit camera» και θα σου δείξει γελώντας το var. Σοσιαλισμός ή var-βαρότητα θα της πεις -στον κομμουνισμό θα έχουμε var άραγε;

Αλλά ο Κουέστα το πιάνει. Ξόρκια, κατάρες, φαντάσματα. Ο τραγικός ήρωας που λυτρώνεται. Ύβρις. Νέμεσις. Λιάνα. Λάχεσις. Τα πάντα όλα, μαζί ανάκατα. Τραπέζια φεύγουν, ποτήρια σπάνε, χίλια κομμάτια όλα, γυαλιά, μυαλά, μεταμοντέρνα. Ο κόσμος ξεσπά, πανηγυρίζει μια τάπα στον Λεμπό, οι άλλοι μπαίνουν μαζικά απέξω γιορτάζοντας. Ωστικό κύμα, μαγεία με ραβδάκι, η χρυσόσκονη του παρελθόντος. Οι ωσεί παρόντες γίνονται έκτος παίκτης, έβδομος, η μοίρα έχει γραφτεί. Ο χρόνος σταματά, επιβραδύνεται, γυρνά πίσω, στη δεκαετία με τις βάτες. Ο Γκάλινατ χάνει την τελευταία συλλαβή του, πηδάει με ελατήρια στα πόδια, κάνει έφοδο στον ουρανό του Παλέ, ο εκφωνητής λέει ότι πηδά ως τη φανέλα του Γκάλη που κρέμεται στην οροφή, βάζει το νικητήριο καλάθι στην εκπνοή.

Έκρηξη, χαλασμός, πανζουρλισμός. Πανηγυρίζουν σαν μικρά παιδιά, σαν τον μικρό Νικόλα του Γκοσινί από τη Χαλκίδα -για σένα γίνομαι λιώμα από παιδί μικρό. Βρίσκουν την κυριούλα που έγινε viral με τα δάκρυα στο 3-2 με την ΑΕΚ και της κάνουν αφιερώσεις. Για πολλές γυναίκες έχω κλάψει, μα για σένα πιο πολύ.
Κάποιοι έχουν μάθει αλλιώς, στα χρόνια της υπομονής, και ξενερώνουν. Πού είναι τα σύνδρομα, το απωθημένο, τα μάγια και οι κατάρες; Δεν είναι αυτή η ομάδα που αγαπήσαμε, ο σοσιαλισμός που γνωρίσαμε, το κόμμα που μας έλαχε.

Να σου πω όμως, όλα τα ταξίδια έτσι θα τα κάνουμε, μεγάλα σαν του Γκάλιβερ;
Όχι, τα άλλα δύο θα τα τρέξουμε, για να μπει επίλογος. Και τι Γκάλιβερ, σιγά μη λέμε και Άνκρουμ.

Δεύτερο ταξίδι, η νίκη μες στο ΟΑΚΑ. Ο Τολιό κάνει σπανουλοβήματα στο πλάι και εκτελεί τον Παναθηναϊκό. Πρώτη νίκη εκεί από το ’97, που ήταν σαν χτες. Ο Πρετεντέρης πετάει μπουκάλι στους διαιτητές, καταδικάζοντας τη βία από όπου και αν προέρχεται. Οι γκρι καταπίνουν τη σφυρίχτρα, πολύ πριν γίνει μόδα το non call στον Σκούνι Πεν. Ο Μπόνι δείχνει τι είναι η ιταλική ψυχή στον Παπαδοτζόν που περιγράφει. Εσύ τον βλέπεις, τρεις δεκαετίες μετά, σε ζωντανή σύνδεση, και λες σε ποια ομάδα να παίζει τώρα -σιγά που θα σταμάτησε. Γίνεσαι μια αγκαλιά με τον διπλανό, και ας μην ξέρεις πώς τον λένε. Έμαθες όμως τον τρελό τον Ιταλό, στη βάρδια 2-10. Μάριο Μπόνι...

Τρίτο ταξίδι, στη χώρα του (Πότε; -) Ποτέ...
Στο σωτήριο ’91, που ήξερες νομοτελειακά τι θα γίνει στο τέλος. Ντέρμπι Άρης-ΠΑΟΚ, η Ελλάδα στα κάγκελα (παντού). Κερδίζαμε από το πουθενά, έχαναν με κάθε πιθανό τρόπο, πρώτα στο μυαλό και μετά στο γήπεδο. Η δύναμη της ήττας, που θα έλεγε και ο Μπάνε, για να είσαι έτοιμος να χάσεις με πιο απίθανο τρόπο την επόμενη φορά.

Έβλεπες το ματς, τον ΠΑΟΚ να παίρνει διψήφιες διαφορές και σκεφτόσουν σαν Γαλιλαίος. Και όμως γυρίζει...
Εννοείται πως γυρίζει γύρω από τον εαυτό της, τον ήλιο και τον πλανήτη Άρη, αλλά με αγνή μεταφυσική, χωρίς ίχνος λογικής εξήγησης. Χωρίς ενέργεια και καθαρό μυαλό, χωρίς την κερκίδα του Παλέ, χωρίς τον Σανόγκο και πεντάρια που στρίβουν, χωρίς τον τρελό του χωριού (Γκάλινατ) να αλλάξει τις ισορροπίες, με τα μισά ριμπάουντ από τον αντίπαλο (41-20) και τα σουτ να μην μπαίνουν. Με τον Τολιό να στάζει 17 και την ομάδα 30 στην τελική ευθεία -ενώ είχε 29 σε όλο το πρώτο ημίχρονο.
Πάμε σαν άλλοτε...

Απίστευτα πράγματα. Ποτέ μη λες ποτέ. Μόνο ποτέ-ποτέ-ποτέ-ποτέ...

Ναι αλλά ξέρεις κάτι; Εγώ δεν το χάρηκα τόσο, μπασκετικά δεν το αξίζαμε. Και το μπάσκετ δε σηκώνει την αδικία, κάπως σαν την Ένωση Δικαίων του Κάρολου (όχι του Μπάρκλεϊ). Δηκεοσηνι! Είμαστε λάθος μες στο κεφάλαιο του λάθος λήμματος.

Ναι αλλά δε μας ενδιαφέρει αυτό. Μας ενδιαφέρει η διαλεκτική της «μεταφυσικής» του πράγματος. Ο ιστορικός - πολιτικός - αθλητικός χρόνος που συμπυκνώνεται, όταν κάθε μέρα μετράει σαν μήνας και μια επίθεση σαν ολόκληρη περίοδος (προεπαναστατική), όπου μπορούν να γίνουν τα πάντα.

Ακόμα και να νικήσεις δεύτερη φορά τον Παναθηναϊκό;
Όχι. Δεν είναι κάθε μέρα του Αρειανού, Αγιαννιού, πες το και έτσι.
Αν και σήμερα είναι τα γενέθλια του Μιχαλάκη του αέρινου. Λες;
Λες να λειτουργήσει πάλι η χρονομηχανή και να θυμηθούμε τα παλιά;

Όχι, νισάφι με τη νοσταλγία. Μην περιμένεις μια χρονομηχανή για να ξαναζήσεις ένδοξες μέρες. Τα καλύτερά μας χρόνια δεν τα έχουμε ζήσει ακόμα. Και τέλος πάντων, ποιος θα είχε μια μηχανή του χρόνου και δε θα διάλεγε να ταξιδέψει μπροστά, στην κοινωνία του μέλλοντος;

Σε κάθε περίπτωση, το βασικό δεν είναι να πάρουμε εμείς το Κύπελλο, αλλά να πάρει ο εργαζόμενος λαός τις τύχες στα χέρια του. Και αν παίξουμε όπως ξέρουμε, οι τίτλοι θα έρθουν σίγουρα στο τέλος. Έτσι και αλλιώς η γη θα γίνει κίτρινη, σαν δάκρυα από λεμόνι. Νομοτέλεια...

Υστερόγραφα

Και ήρθε πάλι εκείνη η ώρα
Να γίνεις γραμματέας γενικός στη χώρα.

Θέλει λίγη δουλειά το μέτρο. Αλλά το έχουμε χάσει προ πολλού.

Εκείνη η ώρα, ήρθε και πάλι...
Και ριμάρω κλασικά με το μπάσκετ και τον Γκάλη.

Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2023

Γιάννη μου τα καντήλια σου

Ας ξεκινήσουμε λίγο ανάποδα, με ελαφρά μπινελίκια για ζέσταμα, όπως αρμόζει στη μνήμη του εκλιπόντα.

Μπορεί ο ξανθός να ήταν καραδεξιός, μπουρίνιας, αχώνευτος, να κουβαλούσε όλα τα κουσούρια της φυλής μας, αλλά στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του, η κε του μπλοκ ένιωσε την ανάγκη να επιστρατεύσει μέσα της όλα τα επιφωνήματα της Λιμνούπολης και του Μίκι Σίτι, από την παιδική της ηλικία. Κλαψ, λυγμ, θλιψ κτλ.

Όχι πως ήταν κεραυνός εν αιθρία, τουλάχιστον για όσους τον είχαν δει το ’19 στο Αλεξάνδρειο, στην τελευταία του δημόσια εμφάνιση, στα 40χρονα από τον τίτλο του ’79 -που έπαιξε κάποιο ρόλο για να ντυθεί ο Γκάλης στα κίτρινα, ένα χρόνο μετά. Δεν ήταν δα και ζωντανός νεκρός, είχε όμως σαφώς κλονισμένη υγεία και τον αποτελείωσε η συγκίνηση, που δεν τον άφηνε να πει πολλά και ολοκληρωμένα. Εκείνο ήταν πρακτικά το αντίο του κι ήταν δεόντως συγκινητικό, για μια μάλλον άγνωστη πτυχή της καριέρας του, που έμοιαζε με ταινία. Και ας μην είχε ακριβώς αίσιο τέλος -δεν είναι αισιόδοξος σκηνοθέτης η ζωή.

Η πιο βέβηλη ιεροσυλία δεν είναι να βρίσεις τον Ιωαννίδη, αλλά να στήσεις μια αγιογραφία του, χωρίς να πεις τίποτα για τα κουσούρια του. Ο ξανθός ήταν τα αρνητικά του, ένας αντι-ήρωας χτισμένος πάνω σε αυτά, που έβριζε τους πάντες κι έβγαζε καπνούς από τα αυτιά, όπως στο σκετσάκι των ΑΜΑΝ -μακράν ο καλύτερος φόρος τιμής στη μνήμη του. Αν δεν πούμε κάτι για όλα αυτά, τον ευνουχίζουμε σαν χαρακτήρα και μιλάμε για κάποιον άλλον -πιο συμπαθή ίσως, αλλά τελείως αδιάφορο. Ο μόνος τρόπος να τον ανακηρύξουμε μπασκετικό «Άγιο», θα ήταν να δεχτούμε πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα -και ας ήταν ο ίδιος έτοιμος να συμμαχήσει και με τον διάβολο για μια νίκη.

Ήταν μεγάλος ατακαδόρος, γλαφυρός αφηγητής -όπως λένε οι δημοσιογράφοι που τον έζησαν- αλλά βασικά δεν ήξερε να μιλάει στρωτά και πετούσε το αγαπημένο του «λοιπόν», σε κάθε δεύτερη φράση. Ήταν καταφερτζής αν όχι και αδίστακτος, μακιαβελικού τύπου κόουτς, που θα έκανε τα πάντα για να νικήσει. Ήταν μανιώδης καπνιστής, κανελλικού τύπου (κάνει και ρίμα με τον Νικολό), που έμοιαζε όμως να ρουφά αυτόν το τσιγάρο και όχι ανάποδα -και ας έλεγε πως το είχε κόψει. Βαθιά θρήσκος, που έβριζε όμως τα θεία, και προληπτικός σε άρρωστο βαθμό -και ας το αρνούνταν ο ίδιος. Μια μικρογραφία του δαιμόνιου (νεο)Έλληνα, ενίοτε στα όρια του Ελληνάρα, με τα καλά και τα στραβά του.

Ο Ιωαννίδης ήταν ο άνθρωπος που όλοι λάτρευαν να μισούν -κι αυτό ήταν η μεγαλύτερη ένδειξη σεβασμού στο πρόσωπό του. Αλλά οι μεγαλύτεροι υβριστές του, ήταν αυτοί που τον αγάπησαν παράφορα. Και όταν επέστρεψε σαν αντίπαλος του Άρη στο Αλεξάνδρειο, είχε πει την ατάκα: «Όσο πιο πολύ αγαπάς έναν, τόσο πιο πολύ τον ξεφωνίζεις...» Απλά μαθήματα διαλεκτικής! Όπως και το «σκούζει ο γάτος, όταν είναι από πάνω», που θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της αυτοβιογραφίας του (από τον Σκουντή και τον Καρύδα), αλλά το είχε πει για κάποιον αντίπαλο.

Στο ίδιο γήπεδο έχει ακούσει το πιο χυδαίο σύνθημα για τη γυναίκα του. Αλλά εκεί έδωσε και το δικό του ρεσιτάλ, σε ένα σκηνικό που είναι όλος ο Ιωαννίδης σε μια στιγμή -και έγινε δικαίως σκετσάκι. Φάιναλ Φορ Κυπέλλου, η ΑΕΚ του Ιωαννίδη αποκλείει τον Ολυμπιακό στα ημιτελικά και αυτός κουνάει τα χέρια στο κοινό και πανηγυρίζει με νόημα, γιατί προτιμά ως αντίπαλο τον διαλυμένο Άρη, παρά τον Παναθηναϊκό. Η επιθυμία του γίνεται πράξη, αλλά ο Άρης κάνει άλλο ένα θαύμα στον τελικό και ο Ιωαννίδης ξεσπά στη συνέντευξη τύπου -όπου αρχικά ήθελε να στείλει τον βοηθό του.

Εγώ έχω δει πολλά στη ζωή μου, αλλά ότι δεν έπρεπε να κατέβουμε να παίξουμε, έπρεπε να μας το πουν, δε χρειαζόταν να κατέβουμε. Έτσι! Ο νοών νοείτω. Λοιπόν... Οι παίκτες μου είναι αγανακτισμένοι, ο Αλεξάντερ θέλει να σηκωθεί να φύγει.

Ένα μικρό αριστούργημα και η κορυφαία ερμηνευτική στιγμή στην καριέρα του Σωτήρη Καλυβάτση!

Ο Ιωαννίδης συνέδεσε το όνομά του με μια αυτοκρατορία (του Άρη) και μια δυναστεία (στον Πειραιά). Είναι πολυνίκης σε τίτλους και ροζ φύλλα αγώνα, με απλησίαστο ποσοστό. Και έχει μια μαύρη τρύπα στο βιογραφικό του, στα Φάιναλ Φορ, να τονίζει σαν ατέλεια την τελειότητα που άγγιξε. Αλλά τα ρεκόρ ίσως σπάσουν κάποτε και οι αριθμοί δε λένε όλη την αλήθεια. Το πιο σπουδαίο παράσημο δεν είναι για όσα έκανε, αλλά το πότε τα έκανε. Στις χρυσές εποχές του αθλήματος, που υπήρχε τεράστιος ανταγωνισμός και το μπάσκετ χτυπούσε στα ίσια ακόμα και το ποδόσφαιρο.

Εξίσου εκπληκτικό είναι πως όλα αυτά τα κατάφερε ως τα 50κάτι του, σε λιγότερο από δυο δεκαετίες. Μετά τον κέρδισε το ασυμβίβαστο -με τη βουλευτική ιδιότητα- και η προοπτική να γίνει υφυπουργός αθλητισμού. Ίσως ο ίδιος να ονειρευόταν, πριν τα βουλευτικά έδρανα, μια θριαμβευτική επιστροφή, αλλά η ιστορική ειρωνεία τον συνέδεσε με τους θριάμβους των διαδόχων του. Ο Ίβκοβιτς πέτυχε την ιστορική τριπλέτα με τον δικό του Ολυμπιακό, ο Γιαννάκης έγραψε ιστορία με την Εθνική που άφησε το ’03 ο ξανθός, ενώ ο Ζοτς πήγε στον Παναθηναϊκό, το καλοκαίρι που ο Ιωαννίδης προτίμησε να πάει στον Ολυμπιακό, για να κολλήσει το ραγισμένο γυαλί της σχέσης του με τον Κόκκαλη.

Πολλοί συνέδεσαν, αναπόφευκτα, τη μέρα του θανάτου του, με την επιστροφή του Άρη στα ευρωπαϊκά σαλόνια, την ίδια ακριβώς μέρα. Και αν με κάποιο μεταφυσικό τρόπο, ήταν αυτός προπονητής της ομάδας σήμερα και πληροφορούνταν τον θάνατό του, θα το θεωρούσε μεγάλη γρουσουζιά και ίσως το κρατούσε κρυφό από τους παίκτες του, ώσπου να τελειώσει ο αγώνας. Αλλά αν τελικά κέρδιζε η ομάδα, θα έβρισκε κάποιον τρόπο να πεθαίνει κάθε φορά, τη μέρα του αγώνα, για να κρατήσει το γούρι.

Για την πολιτική σημειολογία του πράγματος, ο ξανθός πέθανε την ίδια μέρα που γιόρταζε η ΝΔ την ίδρυσή της. Υπό άλλες συνθήκες, μπορεί να ήταν κακός οιωνός εν όψει των εκλογών. Αλλά σε κλίμακα χώρας, τι άλλη γκαντεμιά να βρει δηλαδή το λαό του Μητσοτάκη, μετά από τέτοιο καλοκαίρι, με φωτιές και πλημμύρες; Να δεις τι σου έχω για μετά...

-Ο τίτλος της ανάρτησης συνδυάζει διαλεκτικά το μαντίλι (του Γιάννη), το καντήλι που έσβησε και τα καντήλια που κατέβαζε, ακόμα και όταν ζητούσε από τους άλλους να μη βρίζουν "Βούλγαροι και τα λοιπά εθνικά θέματα", σε μια υπέροχη ιωαννίδειο λογική, που ευτυχώς δεν πρόλαβε να την κόψει ο σκηνοθέτης με διαφημίσεις. Γαμώ το στανιό του...


Ο ίδιος πάντως είχε εξηγήσει αρκετά πειστικά γιατί ανέβαζε καντήλια στα τάιμ άουτ, αφού οι σφυγμοί των παικτών είναι στα κόκκινα και εκείνη την ώρα δεν έχει νόημα να τους δώσει οδηγίες που δεν είναι σε θέση να προσέξουν, αλλά να προσπαθήσει κάπως να τους ταρακουνήσει -με καντήλια- και να τους συνεφέρει.

Και τέλος πάντων, τι πλάκα θα είχε η ζωή χωρίς αυτά τα καντίλια, γμτχμ;

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2023

Όταν έκλαψε ο Γκαγκάλιν

Εισαγωγικό σημείωμα: το κείμενο αυτό ήταν έτοιμο κάνα δυο μέρες πριν -και είχε ήδη αργήσει. Θα ήταν όμως τρομερά ανεπίκαιρο να ανέβει τη μέρα της δολοφονίας του 29χρονου Μιχάλη. Και δε θα μπορούσε να ανέβει πριν από κάτι άλλο σχετικό και διόλου ανάλαφρο, όπως αυτό. Εξ ου και ανεβαίνει με αρκετές μέρες καθυστέρηση.
Λες να δάκρυσε για το κακό λογοπαίγνιο;

Πόσες είναι οι στιγμές στη ζωή μας τη σκυφτή -σαν την καμπούρα του Καμπούρη, του τίμιου οικοδόμου γίγαντα-, που μπορείς να καμαρώσεις σαν «πατερούλης» στα παιδιά σου πως ήσουν και εσύ εκεί ως αυτόπτης μάρτυρας;

Η επίθεση στο Λιτόχωρο την τελευταία μέρα της ανακωχής και του Μάρτη του ’46 -όσοι ήταν εκεί δηλαδή. Το Πολυτεχνείο -όπου στα λόγια ήταν όλοι, ακόμα και ο Σπύρος με την οργάνωση, πριν γίνει Απαράδεκτος και βρει αλλού το νόημα της ζωής. Το εννιαήμερο Φεστιβάλ -πω ρε φίλε...- του '88 στο Γαλάτσι. Το επόμενο με την ομιλία του Γράψα για την ομοφωνία των νεκροταφείων, ο οποίος πάντως δεν επέλεξε ποτέ την ολική ρήξη -και άσε το ρεύμα ανάδελφο να φτιάχνει τους μύθους του με μικρές νοθείες. Κι η ομιλία του Ντε Νίρο Μήτσου Κωστόπουλου στο 13ο Συνέδριο, πριν αρχίσει να θεωρεί το ΠΑΜΕ απομόνωση και το «ΟΚ» επίθεση του ιμπεριαλισμού στη γλώσσα μας (φράση αυτούσια από ομιλία του). Άντε να βάλεις και κάποιες αθλητικές στιγμές, που δεν κινούν διαλεκτικά μεν τη σπείρα του ιστορικού προτσές, αλλά χαράζουν τη μνήμη μας με ορόσημα.

Μετά το τέλος της ιστορίας, μπορεί να μη σταμάτησε να κινείται ο πλανήτης και η κοινωνία, στέρεψε όμως η κάνουλα με τις κοσμογονικές συγκινήσεις και τους συλλογικούς αγώνες, αφού άρχισαν όλοι να κινούνται γύρω από τον άξονά τους -δηλαδή τον εαυτούλη τους. Και ελλείψει τέτοιων συγκινήσεων βρίσκουμε υποκατάστατο σε άλλου τύπου αγώνες και αθλητικά ερζάτς, που γεμίζουν διακριτικά το κενό, μέχρι να έρθει πάλι εκείνη η ώρα.

Νίκο Γκάλη, κάρφωσέ τους πάλι...
(Ναι ρε, έκανε και καρφώματα και υπάρχουν αποδείξεις)

Και τι συγκινήσεις υπάρχουν στον αθλητισμό; Υπάρχουν πχ μερικές δυνατές στιγμές. Μετά μερικές άκρως συγκινητικές στιγμές, με ισχυρούς συμβολισμούς και μηνύματα. Υπάρχουν οι στιγμές που δακρύζει όλο το γήπεδο, μπαίνει ένα σκουπιδάκι στο μάτι και η τρίχα ανασηκώνεται. Πιο πάνω, οι στιγμές που ραγίζουν και τα τσιμέντα και πλανώνται τα φαντάσματα της (αθλητικής) ιστορίας πάνω από τον αγωνιστικό χώρο. Και πάνω από όλες αυτές, στην πιο ψηλή κορυφή (ίσαμε 1.83 μ.), η στιγμή που δάκρυσε ο Γκάλης (ακόμα και αυτός), βλέποντας τη φανέλα του να αποσύρεται και να κάνει τη δική της έφοδο στον ουρανό του ΟΑΚΑ -που φέρει το όνομά του.

Αλλά αν δεν έχεις ζήσει την πανστρατιά, τη χρονιά που κυνηγούσε ο Άρης τον Μίλωνα (ή μήπως τη Δάφνη;) για να μην πέσει κατηγορία, και έφερε για γούρι στο Αλεξάνδρειο τον Γκάλη, να δώσει κάτι από την αύρα του, μπας και σταυρώσουμε νίκη, δεν ξέρεις τι θα πει συγκίνηση...

 

Λένε πως οι άντρες δεν κλαίνε. Αλλά ο αθλητισμός είναι για να βρεις το παιδί μέσα σου και να το βοηθήσεις να μείνει αφάνα-το.

Λένε πως η πραγματική ενηλικίωση έρχεται όταν χάνεις τους γονείς σου. Αλλά υπάρχουν διάφορα ορόσημα που καθορίζουν την απώλεια της παιδικής αθωότητας.
Όταν ο Γκάλης έφυγε από τον Άρη και βρίζαμε τον Μητρούδη (που έγραψε, πριν πεθάνει, ένα βιβλίο για την «Αυτοκρατορία», στο οποίο μιλούσε λέει από καρδιάς στη Μούσα του, που τον άκουγε χωρίς να τον παρεξηγεί και να τον διακόπτει -οπότε ή μουγκή ήταν ή αντι-αρειανή).
Όταν ο Γκάλης ήρθε πρώτη φορά αντίπαλος στο Αλεξάνδρειο -που δε λεγόταν ακόμα Nick Gallis Hall- και έσπασε τα καλάθια από το άγχος και την πίεση, ενώ ο κόσμος που τον έβριζε ανακάλυπτε τι πάει να πει αντεστραμμένη αγάπη.
Όταν ο Γκάλης πήρε ένα ταξί στο ημίχρονο και έφυγε από την πίσω πόρτα του Μετς και του μπάσκετ. Όταν σταμάτησαν -περίπου στα 45 του- τα σενάρια ότι θα επιστρέψει στον Άρη και την ενεργό δράση. Όταν ξύρισε, μες στην πανδημία, το μαλλί και μείναμε ορ-φανα από τη θρυλική α-φάνα που αγαπήσαμε φανα-τικά και πέρασε στην αφανα-σία και την επετειακή φανέλα του Gangster, που είχε τη δική της τιμητική στο ΟΑΚΑ.

Σοκ και δέος! Σα να έκοβε δηλαδή τα κοτσιδάκια του ο Σφαλμάνης -γράψε άκυρο, ήδη συνέβη. Και οι στίχοι του είναι όλοι για εργάτες και άλλα τέτοια, ούτε μια ρίμα με τον Γκάλη, όπως τα Ημισκούμπρια. Σιγά μην ξανάρθει όμως τώρα ο Μιθριδάτης στο Φεστιβάλ, μετά από την πετυχεσιά να πατώσει με τον ΣΥΡΙΖΑ, εκεί στον Νότο.

Και όπως πάει, στην επόμενη πανδημία, μπορεί να του καρφωθεί του Γκάλη να ξυρίσει και τα φρύδια του, που ήταν σήμα κατατεθέν. Καλύτερα να έμενε στο κόλπο με το ξυραφάκι στα παπούτσια -για να μη φαίνεται η εταιρεία που δεν τον πλήρωνε (βλέπε παρακάτω). Ή έστω σε αυτό που ξύριζε ελαφρά τους ώμους του, για να φαίνεται η γράμμωση και να τρομάζει ο αντίπαλος -αν δεν είχε τρομάξει ήδη με την τριχοφυΐα στα χέρια του Νικ.

Βασικά, οι επαγγελματίες δεν κλαίνε. Δεν πληρώνονται για να έχουν αισθήματα και να δένονται με το κοινό. Αλλά δεν υπάρχει ούτε ένας επαγγελματίας που να έφτασε στην κορυφή χωρίς μεράκι κι αγάπη, χωρίς να ανακαλύπτει ένα κομμάτι του εαυτού του σε αυτό που κάνει. Ο Γκάλης ήταν από τους πιο σκληρούς επαγγελματίες, που μετρούσε κάθε δεκάρα και είχε ξύσει κάποτε τη φίρμα από τα παπούτσια του στα αποδυτήρια, για να πιέσει την εταιρεία να του δώσει χρήματα και συμβόλαιο. Αλλά ήταν καλός μόνο στο άθλημα για το οποίο ζούσε και ανέπνεε. Δε θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο εκτός από αθλητής και δεν ήταν ποτέ καλός επιχειρηματίας όταν σταμάτησε το μπάσκετ -άλλο αν τώρα άνοιξε προφίλ Instagram, για να προωθήσει την εταιρία του.

Και γιατί μας ενδιαφέρουν όλα αυτά; Γιατί ήμασταν εκεί. Περασμένες αφάνες και διηγώντας τες να κλαις, για τα χρόνια της δεκαετίας του ’80.

Ωραία χρόνια! Ο Άρης έπαιρνε πρωταθλήματα, το ΚΚΕ διψήφια ποσοστά και δήμους, τα θέατρα έκλειναν τις Πέμπτες, οι χώροι δουλειάς στις απεργίες. (Και αν όλα αυτά δε σου φαίνονται ωραία, μπορεί να είσαι φιλελές ή ο Φασούλας που θέλει να ξεχάσει το Κνίτικο παρελθόν του. Ή απλώς να μην ξεχνάς βολικά πως τον Ιούνιο του ’87 δεν ήταν μόνο το Ευρωμπάσκετ, αλλά και ο καύσωνας που άφησε πίσω εκατοντάδες νεκρούς στην Ελλάδα της Αλλαγής, όπου τίποτα δεν είχε αλλάξει και ας έλεγε ο Πορτοκάλογλου "μα κάτι άλλαξε από χτες...") (και από εδώ ακόμα καλύτερα).
Ακόμα και ο Σκουντής μιλούσε λιγότερο εκείνα τα χρόνια -και άφηνε τον Γκάλη να πει κι αυτός καμιά ατάκα.
Το βασίλειό μας για ένα φίμωτρο. Αλλά υπάρχει άραγε κάτι πιο γνήσια ΠΑΣΟΚ απ' την υπέροχα απάλευτη φλυαρία του Σκουντή -που μπήκε στο ψηφοδέλτιο του ανατέλλοντος μεταλλίου πράσινου ήλιου, στις τελευταίες εκλογές;
Μαύρισ' το αγόρι μου...

Ίσως είναι εύκολο να βρεις κάποιον να μεταφράσει στον Γουόκαπ τους στίχους του ύμνου για «την κόψη του σπαθιού την τρομερή» και άλλον έναν να τους μελοποιήσει στα αγγλικά για να ταξιδέψουν στο εξωτερικό με μια black metal μπάντα.
Το πραγματικά δύσκολο είναι να βρεις κάποιον να μεταφράσει πχ στον Ντόνσιτς και τους άλλους τη λογοδιάρροια του κονφερασιέ Σκουντή, που σκοντάφτει διαρκώς σε συνειρμούς, ξεχνώντας τι ήθελε να πει και πού έπρεπε να φτάσει. Ιδίως το λογοπαίγνιο για τον Γκάνγκστερ που... χόρευε τους αντίπαλους χάλι-Γκάλη...

Αλλά του το ανταπέδωσα νοερά, όταν έλεγε πως ο Γκάλης μικρός ήθελε να γίνει αστροναύτης, και εμείς τον βλέπαμε δακρυσμένο στην οθόνη του γηπέδου.
Όταν έκλαψε ο Γκαγκάλιν...

Και ήταν όλοι τους εκεί, Νίκος, Λούκα και Γιαννάκης
Πάνος, Στάθης και Καιτούλα και ο χαλίφης της Βαγδάτης
Όμως δεν ήρθες εσύ, Γιάννη Αντετοκούμπο, έστω με πολιτικά. Ούτε για τον Γιάννη, ούτε για τον Λούκα. Λες να έχει δίκιο η εμμονική νυφίτσα της φωλιάς του Βαξεβάνη, που λέει ότι έχει ξενερώσει με την ΕΟΚ (και ΝΑΤΟ ίδιο συνδικάτο);

Και ποια ήταν η ανθρωπογεωγραφία στις κερκίδες;
Οι 40άρηδες (και βάλε) που είχαν βάλει το μπλουζάκι με την αφάνα του Γκάνγκστερ -που δε θα ήταν τόσο τρομακτικός χωρίς τις τρίχες του. Οι 20άρηδες που είχαν φανέλα Αντετοκούμπο. Οι συνομήλικοί τους που είχαν φανέλα Ντόνσιτς και είναι δυνάμει υλικό για επανάσταση και αγώνα για την ήττα της δικής μας αστικής τάξης.


Και δυο παιδιά με τη φανέλα του Μπούκερ και του Μπεν του Σίμονς, που δεν έχεις λόγο να την βάλεις αν δεν είσαι γέννημα-θρέμμα της Φιλαδέλφειας -και δεν εννοώ της Νέας, όπου αλώνιζαν σαν άσβερκοι, άτριχοι γκάνγκστερ Κροάτες και Έλληνες νεοναζί. Και βασικά, εγώ αν ήμουν ο Ντόνσιτς, θα πήγαινα γελώντας να κολλήσω τη μούρη μου δίπλα στη δική τους και να τους ρωτήσω τι έχει πάει στραβά στη ζωή τους -εκτός από τον καπιταλισμό, την εκμετάλλευση, την αλλοτρίωση, τη φτώχεια.


Αλλά αν εξαιρέσουμε όλα αυτά, σύντρολοι Μόντι Πάιθον, τι έχει πάει τόσο στραβά στη ζωή μας για να φτάσουμε σε τέτοιο έσχατο σημείο;

Οι φανέλες της Εθνικής ήταν στο νέο κατάστημα-μπουτίκ της ΕΟΚ, σε τιμή γνωριμίας, μόλις 85 ευρώ. Που σε έκανε να αναρωτιέσαι αν ήταν συλλεκτικές -με την υπογραφή του Γκάλη πχ- και βασικά σε ποιον ακριβώς απευθύνονται. Στο ίδιο κοινό με τις ακτοπλοϊκές και τα rooms to let των 100 ευρώ τη βραδιά, θα μου πεις. Γι’ αυτό η πόλη ποτέ δεν κοιμάται και προπαντός ποτέ δεν αδειάζει, ούτε τον Αύγουστο. Αλλά το γήπεδο δε γέμισε ασφυκτικά -μόνο ο Γιάννης θα μπορούσε να το κάνει τέτοια εποχή. Κι εσύ νιώθεις μικρός δεινόσαυρος, που ζεις για να ακούς Βασίλη και δεν καταλαβαίνεις γιατί γεμίζει ο Λεξ τα στάδια. Ναι αλλά όχι το Καλλιμάρμαρο...

Ποιος να το έλεγε πάντως στην εποχή του Γκάλη πως 30 χρόνια μετά η αγία τρίαδα του ΝΒΑ θα ήταν τρεις Βαλκάνιοι! Ένα θαύμα της φύσης που μεγάλωσε στη χώρα μας και δύο αγύμναστοι Γιούγκοι που δε χρειάζονται φυσική κατάσταση για να παίζουν σα γιοι του γιου του διαβόλου (Ντράζεν). Και αν έχουν μερικά παραπάνω κιλά, το βασικό είναι ότι έχουν τόνους μπάσκετ μέσα τους, για να μην τους νοιάζει.


Βασικά αυτός που θα κολλούσε σε μια τόσο Βαλκανική τριάδα -με μπόλικο ταλέντο και λιγοστά μούσκουλα- δεν είναι ούτε Γιάννης, ούτε Γιαννάκης, ούτε Γκάλης. Είναι ο Φάνης! Που προτίμησε να μείνει πρώτος στο χωριό και στην πλατεία της καρδιάς του, παρά να κυνηγήσει τίτλους και μεγαλεία. Έμεινε σχεδόν μια ζωή εκεί που ήταν η ζωή του: να βγαίνει βόλτες με τη Χάρλεϊ, να πίνει και να καπνίζει όσο θέλει, να τρώει κάθε μέρα λίγο από το ατόφιο ταλέντο του. Και δεν πήγε ποτέ στο ΝΒΑ κι ας φαινόταν πως είχε -περισσότερο από όλους- τα φόντα να το κάνει.


Ο Γιάννης μπορεί να μην είναι -σαν τους άλλους δύο Βαλκάνιους- μια κινητή διαφήμιση της παιδικής παχυσαρκίας, που κάνει θραύση στη χώρα μας, ως κατεξοχήν «λαϊκή νόσος», αλλά είναι πιο Έλληνας από τους Ελληνάρες και μπορείς να το καταλάβεις αν ακούσεις πόσο ελληνική είναι η προφορά του, όταν μιλάει αγγλικά. Ή αν δεις τον Θανάση, που βάζει πάνω απ’ όλα την οικογένεια, και θα μπορούσε να κάνει καριέρα στην Ευρώπη, αλλά μένει στο Μιλγουόκι για να προστατεύει τον μικρό του αδερφό.

Βασικά είναι όλοι τους μορφές, σαν κινηματογραφικοί ήρωες.
Ο Γιόκιτς έχει μεγαλύτερη λάμψη από τον Joker, δείχνει πώς θα ήταν ο Σαμπόνις χωρίς τραυματισμούς και αντικομμουνισμό αλλά δεν έχει φτάσει στην κορυφή με τη Σερβία, ίσως γιατί η δική του γενιά ήταν πολύ μικρή στους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας, για να ατσαλωθεί και να αποκτήσει έξτρα κίνητρο, όπως οι προκάτοχοί τους.
Ο Ντόνσιτς έχει τεράστια φλέβα κωμικού και είναι γκαβλωμένος για μπάσκετ. Ήταν παρών και στα δύο φιλικά με την Ελλάδα -κόντρα στα προγνωστικά- και έδωσε σόου, για να χαρεί το κοινό μα πάνω από όλα ο ίδιος -για τη χαρά του αθλήματος. Μια κινούμενη κωμωδία, αν δεν είσαι αντίπαλός του...

Ο Γιάννης πάλι έχει την πιο κινηματογραφική ιστορία από όλους -just a kid from Sepolia- αλλά είναι λιγότερο ντίβα-αστέρας και λέει κρύα ανέκδοτα (νοκ-νοκ, ποιος είναι;) στις συνεντεύξεις τύπου. Αλλά ο τυπάρας Θανάσης παίζει και για τους δύο σε αυτό το κομμάτι. (Ωστόσο αν δεν έχεις δει βίντεο με τις γκάφες του Φασούλα ή Παοκτζή να "τοποθετείται αντικειμενικά για τον Γκάλη", δεν ξέρεις τι θα πει πραγματική κωμωδία). Και είναι μεγάλο ξενέρωμα να βλέπεις μια ιδιωτική εταιρεία (σαν τους Μπακς) και ένα maximum συμβόλαιο να κάνουν κουμάντο στη δική του όρεξη για μπάσκετ.

Βασικά ο μόνος τρόπος να σωθεί το ξενέρωτο All Star Game του ΝΒΑ είναι να πάρει επιτέλους το καλό παράδειγμα από εμάς (δώσαμε τα φώτα, η Ελλάς δεν είναι κότα) και να καθιερώσει, όπως εμείς κάποτε, το δίπολο ΗΠΑ vs Ευρώπη -ή μάλλον vs υπόλοιπος κόσμος.
Όπα-είπα, κράτσες-κρούτσες.

Και ο μόνος τρόπος να γλιτώσει η ψυχή του μπάσκετ είναι να γλιτώσουμε από τον επαγγελματικό αθλητισμό. Μπορεί η FIBA να είναι βουτηγμένη στον βούρκο του κέρδους και να μην εκπροσωπεί κανένα αθλητικό ιδεώδες ούτε ξώφαλτσα, αλλά οι διοργανώσεις της είναι σχεδόν πάντα απολαυστικές. Όχι γιατί έχουμε εθνικούς θριάμβους και ρομαντικές συγκρούσεις χωρών (αυτά είναι εθνικισμοί και επικίνδυνα πράγματα, όπως λέει ο Σπύρος) αλλά γιατί οι παίκτες παίζουν -κυρίως- για τον εαυτό τους και επειδή το γουστάρουν, χωρίς να έχουν -κατά κανόνα- άμεσα υλικά ανταλλάγματα. Και επιπλέον, γιατί οι ομάδες δεν προλαβαίνουν να γίνουν άρτια σύνολα και αφήνουν περισσότερο χώρο στο ατόφιο ατομικό ταλέντο να αναδειχθεί.
Μπορεί βέβαια η αγία Βαλκανική τριάδα να μάγεψε πέρσι στο Ευρωμπάσκετ, σε ατομικό επίπεδο, έμεινε σύσσωμη όμως εκτός τετράδας, βλέποντας τις καλύτερες ομάδες να ανεβαίνουν στο βάθρο των μεταλλίων.
Γιατί το μπάσκετ είναι υπέροχα δίκαιο άθλημα -και για αυτό δεν είναι ο βασιλιάς των σπορ, γιατί δε γουστάρει πολύ τους βασιλιάδες και αναδεικνύει πάντα το σύνολο.

Σε κάθε περίπτωση, το άθλημα με τη «σπειριάρα» (εκ της διαλεκτικής σπείρας) προσφέρεται για απλά μαθήματα διαλεκτικής. Για τον ρόλο του ατόμου της ιστορίας και πώς το σύνολο αναδεικνύει τις μονάδες και δεν είναι ένα απλό άθροισμα των ικανοτήτων τους. Για τη σημασία της σωστής χρονικής στιγμής σε ένα δεκάλεπτο ή σε μια δεκαετία (ο σωστός Γκάλης τη σωστή στιγμή στο σωστό σημείο, για να δούμε την έκρηξη στο διάστημα: Μια πάσα πριν νωρίς, ένα βήμα μπρος, δύο πίσω, καθαρή παράβαση). Και για τις αντιδιαλεκτικές συγκρίσεις παικτών (ή ομάδων) που αγωνίστηκαν σε άλλες θέσεις, χρονικές περιόδους κτλ.

Διαλεκτική που στάζει στο περικάρπιο. Και ας τα εξιδανικεύουμε όλα στη μνήμη μας, καμιά φορά, και τα βλέπουμε χωρίς αντιφάσεις. Μα διαλεκτική χωρίς αντιφάσεις γίνεται;


Και εσύ δηλαδή ποιος λες ότι πέταξε ψηλότερα; Ο Γιάννης ή ο Γκάλης;
Καλά, ας αφήσουμε και κάνα αντιδιαλεκτικό ερώτημα για άλλη φορά, μην τα λύσουμε όλα σήμερα.