Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Στις 18 σοσιαλισμός

Και στο σοσιαλισμό πιστεύουμε. Γιατί όχι; Τι σόι παπατζήδων θα ήμασταν άλλωστε αν δεν το πιστεύαμε; Κι επειδή ο τρίτος ο μακρύτερος από το σόι αποδείχτηκε ανάξιος μπουμπούνας («δεν κάνει το παιδί», όπως είχε πει κι ένας παλιός αποστάτης συναγωνιστής της ένωσης κέντρου) πήραμε μεταγραφή εξ αγχιστείας τον παπατζή αλέξη. Ενώ τα πλήθη από κάτω παραληρούν για τον «νέο της δημοκρατίας» που θα φέρει την αλλαγή και την απαλλαγή από το μνημόνιο, που φεύγει, που μένει. Και θα βάλει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τον παλαιοκομματισμό και την παλαιοκομμουνιστική ηγεσία, εναντίον των οποίων κήρυξε διμέτωπο.

Μα ο σύριζα δεν είναι τυπική σοσιαλδημοκρατία, σου λένε οι όψιμοι κι εξ αριστερών κριτικοί υποστηρικτές του. Μα ούτε η ένωση κέντρου ήταν. Ούτε –πολύ περισσότερο- το πασόκ, που επί σειρά ετών απείχε από τη «σοσιαλιστική» διεθνή, γιατί τη θεωρούσε –λέει- ρεφορμιστική.

Κάποιοι λοιπόν ήθελαν προεκλογικά μια αριστερή –ή αδύναμη αστική, όπως την έλεγαν- κυβέρνηση για να την ελέγχουν από τα κάτω και αριστερά και να την πιέζουν με μαζικό λαϊκό εκβιασμό, για να παίρνει φιλολαϊκά μέτρα, βάζοντάς της το πιστόλι στον κρόταφο. Και τελικά βάζουν από μόνοι τους αυτογκόλ, και το πιστόλι στο δικό τους κρόταφο, με τάσεις πολιτικής αυτοκτονίας και με ορατό το ενδεχόμενο μιας εκλογικής συρρίκνωσης ή και μιας σοβαρότερης κρίσης μετεκλογικά. Κι αυτοί που δέχονται την πίεση είναι οι ίδιοι, πριν καν σχηματιστεί αυτή η κυβέρνηση, ή έρθει ένα κακό εκλογικό αποτέλεσμα, που να δικαιολογεί αντικειμενικά αυτή την πίεση –όπως κατ’ αναλογία ο σύριζα πιέζεται και κάνει πολιτικές εκπτώσεις, πριν καν γίνει κυβέρνηση.

Ενώ κάποιοι εξ αυτών συζητούσαν –ανοιχτά η λιγότερο ανοιχτά- το ενδεχόμενο κοινής εκλογικήςκαθόδου με το σύριζα ή και καμίας καθόδου, προκειμένου να μην χαθούν πολύτιμες ψήφοι από το σακούλι της κυβερνώσας αριστεράς. Έτσι δε μιλάμε πλέον για την ασφυκτική πίεση του λαοπλάνου ανδρέα, αλά 81’, αλλά για καταστάσεις που θυμίζουν πολύ τα πλαστά διλήμματα της καχεκτικής δημοκρατίας της δεκαετίας του 60’: να μην κατέβουνε υποψήφιοι της εδα σε μερικούς νομούς, για να μην κοπούν ψήφοι από την ένωση κέντρου. Και μη χειρότερα.

Κάποιες δυνάμεις ονειρεύονται να γίνουν αυτό που έλεγε το σύνθημα της ελευθεροτυπίας για το πασοκ του ανδρέα: στηρίζουμε την αλλαγή, ελέγχουμε την εξουσία. Ή κάτι σαν τον παπαδημούλη που στα πλαίσια των προγραμματικών δηλώσεων του πασοκ το 09’ είχε πει ότι το κόμμα του θα εγκρίνει κάθε θετικό μέτρο της κυβέρνησης και θα εναντιώνεται στα αρνητικά. Και τώρα που ο σύριζα γίνεται το πασόκ της νέας εποχής, δεν πρέπει κάποιος να παίξει το ρόλο του νέου σύριζα;

Πιάνονται από το σύνθημα «καμία θυσία για το ευρώ», για να βγάλουν αντικαπιταλιστικό ξίγκι από τη μύγα του σύριζα, που έκανε αριστερό πόλο κι άλλαξε τον κόσμο τον όλο. Παίρνουν εκείνο το παλιό σύνθημα του σεκ και στηρίζουν τσίπρα «χωρίς αυταπάτες». Ενώ το σεκ –που παραδόξως κρατά πολύ καλή στάση μέχρι τώρα- κάνει εκδηλώσεις με θέματη ρήξη με το ευρώ και σε αφήνει με την απορία. Πώς έφτασε η αντικαπιταλιστική αποδέσμευση να γίνει ρήξη με την ευρωζώνη; Και τι ακριβώς άραγε μπορεί να σημαίνει αυτό το τελευταίο; Ρήξη αλλά όχι έξοδο; Απειθαρχία στην ονε; Καμία θυσία για το ευρώ μήπως;

Όλα αυτά όμως οδηγούν νομοτελειακά στη δορυφοροποίηση. Κι όταν κάποιος προτάσσει την κοινή κάθοδο, η λογική κατάληξη είναι να τον προσπεράσει ο κόσμος, προτιμώντας την αυθεντική εκδοχή από το γενόσημο. Γιατί όπως είπε και μια ψυχή συναγωνίστρια, η πρόταση αυτή έγερνε μονόπατα κι επί της ουσίας απευθυνόταν αποκλειστικά προς το σύριζα. Ενώ άλλοι συναγωνιστές συμπλήρωσαν ότι αν είχε ποτέ κάποιο νόημα μια τέτοια πρόταση, θα ήταν προεκλογικά, που ο σύριζα έλεγε και πέντε ριζοσπαστικά πράγματα, για τα μάτια του κόσμου. Όχι τώρα που σπεύδει να τα μαζέψει.

Μερικά πράγματα ωστόσο αρχίζουν να ξεφεύγουν από τη λογική και να κινούνται στη σφαίρα του θυμικού, το οποίο είναι επιλεκτικό, μεροληπτικό και εκπαιδευμένο σε σταθερή αντικκε τροχιά. Ένα προβοκατόρικο πρωτοσέλιδο της αυριανής για την περιφρούρηση του κόμματος κάνει το γύρο του διαδικτύου και χαράσσει ανεξίτηλα τις «εξεγερμένες» συνειδήσεις του δεκέμβρη, ως ακαταμάχητο τεκμήριο για το ρόλο του προδοτικού κουκουέ. Αλλά μια σειρά πρωτοσέλιδων της αυριανής για το συριζα που δηλώνουν σαφή πολιτική στήριξη στον τσίπρα, περνάνε στα ψιλά και μένουν ασχολίαστα, ή στην καλύτερη γίνονται απλώς αφορμή για να θυμηθούμε ξανά το παλιότερο εξώφυλλο της αυριανής για το κουκουέ.

Μια δήλωση της αλέκας για το ευρώ – που δίκιο είχε σε τελική ανάλυση- γίνεται παντιέρα για αφορισμούς και λάσπη. Ενώ τα ήξεις-αφήξεις του συριζα για το μνημόνιο (και βασικά για τα πάντα) σε σταθερά ευρωλαγνική τροχιά, βαφτίζονται αντιφάσεις ( sic) που πρέπει να αξιοποιήσει το κίνημα.
Το κρέας βαφτίζεται ψάρι και τα ψάρια του αλφαβητίξ φρέσκα και μοσχομυριστά. Άντε το πολύ να έχουν κι αυτά μερικές αντιφάσεις.

Κανείς – πλην λακεδαιμονίων- δεν ενοχλείται με τις κωλοτούμπες και τη διγλωσσία, με τα παπατζιλίκια για τις μονοεδρικές και το μπόνους των 50 εδρών, με την «σταλινική» εξαφάνιση του σφυροδρέπανου της «σταλινικής» κοε – τη στιγμή που ο σαμαράς λέει ότι ο συριζα φτάνει από την αναρχία μέχρι το σφυροδρέπανο. Με τους τηλεοπτικούς του εκπροσώπους που αυτογελοιοποιούνται με τις... αντιφάσεις τους, αλλά πιστώνονται ότι τους επιτίθεται όλο το σύστημα.

Και η ικαρία; Οι κολεγιές με την πάσκε; Οι μειώσεις μισθών που υπογράφουν στα σωματεία; Οι πανεπιστημιακοί βουλευτές του που κατεβαίνουν υποψήφιοι στα συμβούλια διοίκησης;
Έλα μωρέ τώρα! Εδώ υπάρχει ένας έρωτας μεγάλος κι εσύ μιλάς για κάτι πράγματα μικρά. Καρδιά μου όλα επιτρέπονται στον τσίπρα και τα πασόκια είναι πλέον περιττά.

Ο έρωτας είναι τυφλός και βλέπει με τα μάτια των επιθυμιών μας. Συγκρίνει τον αλέξη με το φιντέλ. Του αφιερώνει εικονογραφημένα βιντεάκια: κράτα ρε φίλε γερά. Ονειρεύεται ότι θα τον φιλήσει και αυτός θα μεταμορφωθεί σε κύκνο, ή σε πρίγκιπα κροπότκιν. Θυμάται τις κυβερνήσεις του λαϊκού μετώπου και ετοιμάζεται για τη μάχη της μαδρίτης.

Εδώ δε μιλάμε πια για τη γοητεία του ανδρέα – που αντικειμενικά δεν την έχει ο αλέξης, πώς να το κάνουμε- αλλά για έναν ανεξήγητο παροξυσμό, σαν να είχαμε να κάνουμε με τον λένιν. Ενώ στην καλύτερη αυτό που αντιστοιχεί στο μικρομεγαλισμό του αλέξη είναι ο ρόλος του κερένσκι. Και δε γίνεται αντιληπτό ότι η πολιτική του κερένσκι έστρωσε το δρόμο στο στρατό του κολτσάκ και του ντενίκιν, πριν την τελική έφοδο των μπολσεβίκων. Κι αναρωτιέμαι πόσοι να έλεγαν τότε ότι οι μπολσεβίκοι είναι σεχταριστές και διασπούν την ενότητα των σοβιέτ και των εργατικών κομμάτων.

Ενωμένοι με τους αστούς στη μεγάλη ιδέα που τότε ήταν η υπεράσπιση της πατρίδας και σήμερα βαφτίζεται ευρωπαϊκή. Γιατί ο οπορτουνισμός δεν είναι τίποτα άλλο παρά η επίδραση της αστικής τάξης στο εργατικό κίνημα. Κι εμείς δεν έχουμε τίποτα να κερδίσουμε απ’ αυτόν στηρίζοντας τον κριτικά. Ο οπορτουνισμός εξάλλου απεχθάνεται το συγκεκριμένο και τείνει προς τον κεντρισμό για να μην πάρει θέση επί της ουσίας. Ενώ ο συριζα παίρνει όλες τις θέσεις για να έχει ο καθένας από μια και να μείνουν όλοι ευχαριστημένοι.

Αυτά όμως δεν έχουν σημασία, γιατί μιλάμε με όρους θυμικού. Κι έτσι δε μας μένει παρά να αποταθούμε στο φιλότιμο. Φίλε αναγνώστη πρόσεξε πριν ψηφίσεις. Πάνω από την κάλπη το διαβολάκι θα σου λέει ότι μπορείς να συμμαχήσεις και με το διάβολο, αλλά θα σου πει μόνο τη μισή αλήθεια. Το έκπτωτο αγγελάκι θα σου θυμίσει το δεύτερο μισό της φράσης: αρκεί να είναι με τους όρους μας, όχι με τους δικούς του.

Άκουσέ το και δε θα χάσεις. Κι αν τελικά το παρακούσεις, μην το πεις ούτε του Αγγέλου σου..

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Εδώ θα μείνει(ς) για πάντα

Τις προάλλες έγινε ο τελικός του ισπανικού κυπέλλου μεταξύ Barcelona κι Athletic Bilbao, και η κε του μπλοκ δράττεται της ευκαιρίας για ένα μικρό αποχαιρετισμό στον πεπ γκουαρντιόλα που έδωσε την τελευταία του παράσταση ως προπονητής της μπάρτσα. Τελευταία μέχρι την επόμενη ίσως, γιατί οι μεγάλες αγάπες δεν τελειώνουν, απλώς πηγαίνουν στον παράδεισο των αναμνήσεων και ζουν εκεί για πάντα.

Είναι ένα τέλος εποχής, όχι όμως και «το τέλος της ιστορίας», όπως το παρουσιάζουν οι αντίπαλοι. Κανείς κύκλος δεν κλείνει την ιστορία η οποία εξελίσσεται διαλεκτικά σε στιλ σπιράλ. Εξάλλου όλα τα ωραία έχουν ένα τέλος. Απλώς αυτή η ιστορία ήταν πολύ ωραία, για να μην έχει ένα (ακόμα) πιο ωραίο τέλος, με περισσότερους τίτλους. Ίσως όμως να ήταν καλύτερα που έμεινε έτσι χωρίς τυπικό χάπι εντ, για να δει ο κόσμος ότι δεν έβλεπε όνειρο, αλλά μια ομάδα όνειρο, με ατέλειες, όπως όλοι οι θνητοί.

Ίσως το θέμα της ανάρτησης να φαίνεται αδιάφορο σε κάποιους αναγνώστες, αλλά η μπάρτσα είναι η καλύτερη απόδειξη για τη σχέση της πολιτικής με το ποδόσφαιρο. Κι αυτό μπορούσε να το δει στον τελικό της παρασκευής, που οι ιθύνοντες προβληματίζονταν για το πώς θα παίξει ο ισπανικός ύμνος, χωρίς να τον σκεπάσουν οι αποδοκιμασίες βάσκων και καταλανών. Ενώ ο βασιλιάς προφασίστηκε ότι είχε στο πρόγραμμα σαφάρι και προτίμησε να μην παραβρεθεί στον τελικό του «δικού του» κυπέλλου, –copa del rey, όπως το λένε στην ισπανία- προκειμένου να γλιτώσει την γιούχα από την εξέδρα, που είχε ακούσει προ τριετίας στη βαλένθια, όπου είχε επαναληφθεί το ίδιο ζευγάρι στον τελικό.

Η μπαρτσελόνα είναι επίσης ο καλύτερος τρόπος να ισχυριστείς ότι το ποδόσφαιρο είναι μια μορφή τέχνης, ψυχαγωγία κι όχι μια απλή διασκέδαση. Μπορεί φέτος να μην έπιασε τα ίδια υψηλά επίπεδα άλλων χρονιών της pep team, αλλά έπεσε μένοντας πιστή στις ιδέες της –περίπου σαν τους κομμουνιστές. Κι αν η φανέλα της πλέον μολύνεται, για πρώτη φορά στην ιστορία της, από μια διαφήμιση χορηγού, η βασική της αντίθεση με τους υπόλοιπους υπάρχει κι αναπαράγεται με άλλους τρόπους.

Ο γκουαρντιόλα άφησε πίσω του μια τεράστια τούρτα –με κερασάκι το τελευταίο κύπελλο- κι έναν τρομακτικό απολογισμό με φιλολαϊκές κατακτήσεις τροπαίων. Και μια ομάδα με τη φιλοσοφία του κρόιφ που υπερέβη διαλεκτικά το δάσκαλο και τη δική του ντριμ τιμ, με τον ίδιο περίπου τρόπο που το έργο του λένιν συμπλήρωσε τη θεωρία του μαρξ (τηρουμένων πάντα των αναλογιών).

Μια φιλοσοφία που εκμεταλλεύεται όλους τους χώρους και φέρνει κοντά τις γραμμές, για να μη μένει «κανείς μόνος του», όπως λέει κι ένα κομματικό σύνθημα για την κρίση. Που αναγκάζει τον αντίπαλο να αναδιπλωθεί για να την αντιμετωπίσει και να στήσει ένα τείχος του βερολίνου, μπροστά στην εστία του για να αποκρούσει την υπεροχή της. Που δεν χρησιμοποιεί πλάγια μέσα, που τα αγιάζει ο σκοπός του αποτελέσματος. Αλλά ανάγει σε αυτοσκοπό το θέαμα και το παιχνίδι σε ευχαρίστηση, πιάνοντας παράλληλα τη μία νόρμα μετά την άλλη, γιατί όταν χαίρεσαι αποδίδεις πάντα καλύτερα.

Μια φιλοσοφία που προτιμά να αναδείξει από τις δικές της γραμμές καθοδηγητές και προπονητές (όπως ο γκουαρδιόλα και τώρα ο τίτο βιλανόβα) παρά να αποταθεί στην αυθεντία των αστών ειδικών, σαν το μουρίνιο. Που βασίζεται πρωτίστως στα «δικά της παιδιά» και τις δικές της δυνάμεις, με έναν τρόπο που θυμίζει κάπως το juche του κιμ ιλ σουνγκ. Διαπλάθει συνειδήσεις παικτών που συνηθίζουν από μικροί σε μια διαφορετική λογική ανώτερου τύπου, στην οποία ενσωματώνει τους καλύτερους παίκτες της υφηλίου (αρκεί να έχουν αποβάλει τα αστικά τους κατάλοιπα. Αν όχι, τότε ακολουθούν τη μοίρα του ιμπραήμοβιτς).

Η οποία προτιμά να παίζει χωρίς καθαρό σέντερ φορ, με τον ίδιο ίσως τρόπο που οι μπολσεβίκοι δεν είχαν εκλέξει κάποιον γενικό γραμματέα τα πρώτα χρόνια. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε το λένιν να καθοδηγεί πολιτικά και θεωρητικά τους μπολσεβίκους και το μέσι να σκοράρει κατά ριπάς, φτάνοντας τα 73 γκολ μες στη σεζόν.
Η οποία τέλος συνδυάζει διαλεκτικά την ομάδα με τη μονάδα, που αναδεικνύει το σύνολο και αναδεικνύεται μέσα από αυτό. Γι’ αυτό δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να σκεφτόμαστε αν ο μέσι θα τα κατάφερνε το ίδιο καλά έξω από το περιβάλλον που τον δημιούργησε. Ή όπως θα λέγαμε στη δική μας διάλεκτο, είναι αντιδιαλεκτικό ερώτημα. Ο λένιν δε θα υπήρχε χωρίς τους μπολσεβίκους κι αντιστρόφως.

Όταν ανέλαβε την πρώτη ομάδα της μπάρτσα ο γκουαρδιόλα, αυτό που ακολούθησε ήταν ένα είδος εκκαθάρισης της παλιάς φρουράς των fantasticos. Ο ντέκο έφυγε για την αγγλία, ο ροναλντίνιο έφυγε για να πάρει ο μέσι τα κλειδιά της ομάδας και της παραγωγής, κι ο ετό έφυγε με έναν χρόνο καθυστέρηση, γιατί λέει δεν υπήρχε feeling στη σχέση τους με τον προπονητή. Κι έκτοτε η μπάρτσα κουβαλά την κατάρα της φανέλας με το νούμερο εννιά.

Τα αποτελέσματα όμως τον δικαίωσαν, από την πρώτη κιόλας χρονιά. Κι έτσι μετά από τις «δίκες της μόσχας» της παλιάς φρουράς, ο γκουαρδιόλα απέκτησε και το «αλάθητο της μόσχας». Ίσως το μοναδικό λάθος του να ήταν αυτό που είχε κάνει ως παίκτης –και επαναλαμβάνει ως προπονητής- όταν έφυγε στο απόγειο της καριέρας του από τη μπάρτσα, για να αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις και να ξαναβρεί κίνητρο. Παίρνοντας κατ’ αναλογία το ίδιο ρίσκο που είχε πάρει ο Guevara φεύγοντας από την κούβα, για να μεταλαμπαδεύσει το αντάρτικο στη λατινική αμερική.


Εκτός κι αν κάνει μια μικρή αγρανάπαυση για να «ξορκίσει» το «ξόδεμα», το desgaste όπως το είπε ο ίδιος στα ισπανικά, το εσωτερικό άδειασμα, μέχρι και την τριχόπτωση –που χτύπησε και τον ινιέστα- και να αφοσιωθεί ξανά ψυχή τε και σώματι στην ομάδα του, που όπως λέει και το βασικό της σύνθημα είναι mes que un club: κάτι παραπάνω από ένας σύλλογος. Έτσι κι αλλιώς, με τον ένα ή άλλο τρόπο, εδώ θα μείνει για πάντα... Hasta siempre

Επίλογος

Το αντίο του γκουαρδιόλα ήταν σεμνό, χωρίς παράτες, ταρατατζούμ και συναισθηματικές εξάρσεις, αλλά με ιδανικό τρόπο: σε έναν αγώνα με τους βάσκους της αθλέτικ, που χώριζε στα δύο την καρδιά της πλατείας και των πολιτικοποιημένων χούλιγκαν. Γιατί όπως θα ‘λεγε ίσως κι ένας σύγχρονος μεγαλέξανδρος: αν δεν ήμουν μπαρτσελόνα, θα ήθελα να είμαι αθλέτικ μπιλμπάο.

Ο αρχηγός Πουγιόλ με τις σημαίες της Βασκονίας και της Καταλονίας ανά χείρας

Απέναντι στη μπιλμπάο ο γκουαρδιόλα είχε κατακτήσει και το πρώτο από τα δεκατέσσερα τρόπαια που πήρε στη θητεία του στη μπάρτσα, και έκλεισε τον κύκλο του, όπως ακριβώς τον άνοιξε. Αλλά η βασική διαφορά σε εκείνο τον τελικό –πέρα από την παρουσία του χουάν κάρλος και τις γιούχες που έφαγε- ήτανε στις φανέλες των δυο ομάδων, που ήταν καθαρές από χορηγούς. Σήμερα τα τελευταία κάστρα έχουν λυγίσει. Αν και ούτως ή άλλως, στο σύγχρονο ποδόσφαιρο-επιχείρηση, λειτουργούσαν καθαρά σε συμβολικό επίπεδο, μοιάζοντας με αυτόν που είναι βουτηγμένος στη λάσπη ως τον λαιμό, αλλά θέλει να κρατήσει καθαρά τα νύχια του.

Επειδή δε γίνεται όμως να είναι γύρω-γύρω κυριακή και στη μέση σάββατο, κι επειδή οι ρομαντικοί ιδεαλισμοί δεν έχουν θέση στο εμπόριο, τα κάστρα έπεσαν εκ των έσω, με αποφάσεις της διοίκησης. Και η βασική αντίθεση «του καλού με το κακό» που λέγαμε προηγουμένως, αναπαράγεται πλέον σε άλλο επίπεδο.

Υστερόγραφο

Εντός της εβδομάδας μπορεί να ακολουθήσει μία ακόμα «αποκαθήλωση», σε άλλη χώρα κι άθλημα, αλλά με πολλές συμπτώσεις και ομοιότητες. Ένας κύκλος κλείνει για το ζέλικο ομπράντοβιτς, χωρίς ευρωπαϊκό ή πρωτάθλημα (εκτός και αν γίνει η ανατροπή), με ένα κύπελλο μόνο ως επίλογο για μια ονειρική διαδρομή, που πετούσε από κορυφή σε κορυφή, σαν τα πιο αγνά, ιδεαλιστικά μας όνειρα.

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Ο μαυρουδέας για τον ιμπεριαλισμό

Σε αυτή την ανάρτηση η κε του μπλοκ παρουσιάζει συνοπτικά την παρέμβαση του μαυρουδέα στη βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου του λιόση «ιμπεριαλισμός κι εξάρτηση» βάσει των σημειώσεων που κράτησε κατά τη διάρκειά της (οπότε αυτονόητα τυχόν κενά ή άστοχες διατυπώσεις και στρεβλώσεις βαραίνουν αποκλειστικά εμένα).

Μετά από κάποια εισαγωγικά σχόλια, ο μαυρουδέας μπήκε στην ουσία σχετικά με το περιεχόμενο του βιβλίου, το οποίο θίγει πέντε βασικά ζητήματα: την θεωρία του ιμπεριαλισμού, την θεωρία της εξάρτησης, την ελληνική περίπτωση, τη συζήτηση στα πλαίσια της ελληνικής αριστεράς (όπου άφησε την απαραίτητη μπηχτή για την ηγεσία του κκε και την τραγική της θέση απέναντι στο μνημόνιο) και το πρακτικό πολιτικό διακύβευμα της περιόδου.

Στο πρώτο ζήτημα έχουμε αρχικά την προσπάθεια του μαρξ να συγκροτήσει μια ενιαία θεωρία για το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Η θεωρία του ιμπεριαλισμού εμφανίστηκε σε μια ενδιαφέρουσα συγκυρία, όπου η θεωρητική ορθοδοξία του κλασικού φιλελευθερισμού, με διανοητές ολκής όπως ο ρικάρντο, κατέρρευσε ξαφνικά.
Η φιλελεύθερη σχολή εκτιμούσε ότι οι εμπορευματικές σχέσεις είναι αμοιβαία επωφελείς για τα συμβαλλόμενα μέρη (ακόμα και για τις αποικίες) δημιουργώντας έναν επίγειο παράδεισο, όπου δεν υπάρχουν οξυμένοι ανταγωνισμοί. Κι αυτή η αντίληψη αποτυπωνόταν –εάν πρόλαβα να σημειώσω καλά- στο έργο του σάμουελσον και τη θεωρία του ρικάρντο περί συγκριτικών πλεονεκτημάτων.

Η αντίληψη αυτή κλονίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, με την πρώτη μεγάλη δομική κρίση του καπιταλισμού στα 1873 και την «αναπάντεχη» -για τους αστούς οικονομολόγους- επιστροφή στον προστατευτισμό. Διαψεύστηκε παταγωδώς η βασική ιδέα των φιλελεύθερων για τις ήπιες μορφές του ελεύθερου ανταγωνισμού που δεν οδηγεί σε οικονομικές και πολιτικές-στρατιωτικές συγκρούσεις. Μια ιδέα που συνοψίστηκε στη γνωστή φράση του σουμπέτερ: οι μπίζνες δε θέλουν πόλεμο.

Πατέρας της σύγχρονης έννοιας του ιμπεριαλισμού είναι ο αιρετικός αστός χόμπσον, που έκανε μια πρώτη συνεκτική –και κάπως πρόωρη- ανάλυση του φαινομένου. Το βασικό της πλεονέκτημα είναι ότι εντοπίζει τις ρίζες του στη σφαίρα της οικονομίας και πηγαίνει από το οικονομικό στο πολιτικό. Το μειονέκτημα είναι ότι θεωρούσε τον ιμπεριαλισμό παρέκκλιση από την ομαλή πορεία ανάπτυξης του καπιταλισμού και θεωρούσε ότι μπορεί να διορθωθεί με μεταρρυθμίσεις.

Ο χίλφερντινγκ ήταν ο πρώτος εκπρόσωπος του μαρξισμού που χρησιμοποίησε τον όρο και τον «πολιτογράφησε» στο λεξιλόγιό του. Η δική του θεώρηση του διεθνούς οικονομικού συστήματος ξεκινούσε επίσης από την οικονομία κι αντιμετώπιζε την εξέλιξή του ως μια συγκρουσιακή (και όχι αρμονική) πορεία, που είχε χαμένους και κερδισμένους.
Σε γενικές γραμμές ήταν μια πρωτοποριακή δουλειά, που είχε ωστόσο σοβαρά προβλήματα, καθώς η αντίληψη του χίλφερντινγκ για τον καπιταλισμό της εποχής του ήταν συγγενής με τις σύγχρονες θεωρίες περί καζινο-καπιταλισμού και τις μαρξίζουσες –αλλά όχι μαρξιστικές- αναλύσεις του κώστα λαπαβίτσα (σε αυτό το σημείο περίμενα να επεκταθεί περαιτέρω, αλλά προτίμησε να μην το κάνει).

Αρκετά σημαντική ήταν κι η θεωρητική συμβολή της ρόζας λούξεμπουργκ, που έδρασε περίπου την ίδια εποχή με το βλαντίμιρ λένιν. Ο λένιν εμπλούτισε την θεωρία του ιμπεριαλισμού με την διάκριση σταδίων (όχι με την πολιτική έννοια) στην εξέλιξη του καπιταλισμού. Παράλληλα, με τη μπροσούρα του (πανφλέτα) για τον ιμπεριαλισμό κάνει συγκεκριμένη ανάλυση για το πρόγραμμα και τα πολιτικά καθήκοντα της εποχής του (και όχι δια πάσα νόσο), ενώ τα πιο «βαριά οικονομικά» περιέχονται στα τετράδια για τον ιμπεριαλισμό.

Έκτοτε ωστόσο η θεωρία του λένιν για τον ιμπεριαλισμό δεν αντιμετωπίστηκε ευμενώς, από εχθρούς και φίλους. Ένα τυπικό παράδειγμα της δεύτερης κατηγορίας είναι το υπερ-αριστερό κάποτε ρεύμα που κατέληξε να εντοπίζει τη βασική αντιθετική σχέση μεταξύ των «μητροπόλεων» και των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών. Μια λογική που συμπυκνώθηκε στην παράφραση της ρήσης των κλασικών από το μάο «καταπιεσμένα έθνη όλου του κόσμου, ενωθείτε», υποβαθμίζοντας έτσι την προτεραιότητα της ταξικής πάλης.

Αυτή ήταν η πρώτη παρέκκλιση από τη λενινιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό. Η δεύτερη που έχει ευρεία διάδοση κυρίως στο εξωτερικό, είναι η θεωρία της παγκοσμιοποίησης, που έχει ευρεία διάδοση κυρίως στο εξωτερικό, είναι η θεωρία της παγκοσμιοποίησης, η οποία είναι η εκδίκηση των φιλελεύθερων απέναντι στο λένιν, καθώς απορρίπτει στις διάφορες μορφές της (αιρετικές ή ορθόδοξες) τη θεωρία του κι επιστρέφει στις ιδέες του χόμπσον και του κάουτσκι (υπερ-ιμπεριαλισμός).
Τυπικό δείγμα αυτής της προσέγγισης είναι η ανάλυση του χάρβεϊ στο βιβλίο νέος ιμπεριαλισμός, την οποία ο μαυρουδέας χαρακτήρισε μεσοβέζικη κι αδύναμη (wet, μεταφορικά στα αγγλικά).

Αυτά ως προς το πρώτο κομμάτι. Ως προς την έννοια της εξάρτησης ο μαυρουδέας έκανε έναν διαχωρισμό μεταξύ της πολιτικής έννοιας και της οικονομικής θεωρίας της εξάρτησης, οι οποίες δεν ταυτίζονται πάντα. Κατά τις δεκαετίες 60-70 αναπτύχθηκε ένα ισχυρό ρεύμα με ετερόκλιτες αφετηρίες, από αιρετικούς αστούς μέχρι ριζοσπάστες μεταρρυθμιστές, το οποίο τα τελευταία χρόνια εκφράστηκε στο «λατινοαμερικάνικο δομισμό» και την επιδίωξή του να οικοδομήσει μια πιο κλειστή οικονομία, για να την περιφρουρήσει από τον ιμπεριαλισμό των γιάνκηδων.
Το ισχυρό σημείο αυτής της προσέγγισης είναι ότι έθετε χρήσιμα προτάγματα για τη σοσιαλιστική μετάβαση. Το βασικό πρόβλημα όμως ήταν ότι ακολουθούσε μια πολιτική σταδίων και συμμαχίας με την αστική τάξη, η οποία οδήγησε σε τραγωδίες.

Η πολιτική διαδρομή της έννοιας της εξάρτησης έβαλε στο επίκεντρό της τις σχέσεις ανισοτιμίας και την εκμετάλλευση των ανίσχυρων οικονομιών από τις ισχυρότερες. Αυτό ήταν το αντικείμενο των επεξεργασιών του κουκουέ ήδη από το μεσοπόλεμο, και της μελέτης του μπελογιάννη για το ξένο κεφάλαιο στην ελλάδα. Αυτή ήταν επίσης κι η βασική αντίληψη της εδα, που εκφράστηκε στα βιβλία του χατζηαργύρη και του μπενά, αλλά σκόνταφτε πολιτικά στην «εθνική αστική τάξη», η οποία δεν ήρθε ποτέ, δε θα ερχόταν κι αν ερχόταν θα έπαιζε τελείως διαφορετικό ρόλοαπό αυτό που πίστευε η εδα. Στη συνέχεια ήρθε το πασοκ το οποίο οικειοποιήθηκε κι εκφύλισε με χυδαίο τρόπο (και) αυτές τις έννοιες.

Από τη δεκαετία του 90, η θεωρία της εξάρτησης παύει να είναι δημοφιλής κι εγκαταλείπεται τόσο στην αστική της εκδοχή –όπου τη διαδέχεται το ιδεολόγημα του εκσυγχρονισμού, της ευρωπαϊκής μεγάλης ιδέας και της «ισχυρής ελλάδας» που μπαίνει στην πρώτη ταχύτητα της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας- όσο και στην αριστερή της. Η αριστερά στην πλειοψηφία της εγκαταλείπει τον όρο, εν μέρει με σωστό σκεπτικό αλλά και με μερικές πλήρως λανθασμένες πτυχές.

Ο μαυρουδέας άσκησε κριτική στις θέσεις και τις «Θέσεις» του μηλιού, ο οποίος «είναι φίλος, με σοβαρή προσφορά κι έργο, αλλά έχει πέσει τραγικά έξω στο θέμα του ιμπεριαλισμού και παίρνει εξαιρετικά προβληματικές θέσεις». Καθώς στο τελευταίο βιβλίο του, όχι μόνο θεωρεί την ελλάδα ιμπεριαλιστική χώρα που ανήκει στην πρώτη βαθμίδα του καπιταλισμού, αλλά στην ανάλυσή του καταργείται στην ουσία ο ιμπεριαλισμός.
Παράλληλα άσκησε κριτική και στην πολιτικά αδιέξοδη κι επιστημονικά ανεπαρκή θεωρία της αλληλεξάρτησης, η οποία περιγράφει τα πάντα και τίποτα, με το κουκουέ να κάνει απλώς μια κακή αντιγραφή του μηλιού.

Φτάνοντας στον επίλογο ο μαυρουδέας είπε ότι σήμερα το ζητούμενο για τη μαρξιστική θεωρία του ιμπεριαλισμολύ είναι η επαναθεμελίωσή της. Ο μαρξισμός δεν είναι βαγγέλιο, αλλά δυναμική θεωρία με βασικά σωστή δομή κι αδυναμίες που χρήζουν διόρθωσης. Το πρόβλημα που μπαίνει μπροστά στη μαρξιστική ανάλυση και την πολιτική πρακτική είναι οι ανισότιμες σχέσεις και η εκμετάλλευση μεταξύ χωρών. Κι αυτό δε μπορεί να λυθεί με χαζοχαρούμενες μεταμοντέρνες νεοκεϋνσιανές θεωρίες (παγκοσμιοποίηση, χρηματιστικοποίηση κτλ).

Κατά τη δική του γνώμη το ιμπεριαλιστικό σύστημα είναι μια πυραμίδα με πάνω και κάτω πατώματα, όπου υπάρχει ιεραρχία, περιορισμοί και διαφορετικές βαθμίδες ελευθερίας κι οι χώρες μπορούν να αλλάζουν θέση. Επί της ουσίας δηλ –κατά τη δική μου αντίληψη τουλάχιστον- αυτό που έκανε ήταν να περιγράψει (χωρίς να κατονομάσει) το βασικό σχήμα της θεωρίας του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, στο οποίο εν παρόδω ασκείται σκληρή κριτική στο βιβλίο του λιόση. Κι αυτό είναι κάτι που το συνήθιζε ο μαυρουδέας, ήδη από τον καιρό που μιλούσε στις εκδηλώσεις και τις ημερίδες του κόμματος.

Αντί κατακλείδας, κράτησα μια σκόρπια σημείωση από το κλείσιμο του μαυρουδέα, για το βασικό πολιτικό ζήτημα του μνημονίου, που είναι υπαρκτό και κρίσιμο, αλλά παρουσιάζεται με ψευδείς απολήξεις (αντιμνημονιακό μέτωπο κτλ).
Και με αυτό έφτασε στο τέλος κι ο λόγος πέρασε στους επόμενους.

Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Έρχεται θύελλα

Όχι ότι έχουμε γίνει «γκρούπις» της αλέκας, αλλά αντιπροχθές η κε του μπλοκ βρέθηκε στην ομιλία της γγ στην πλατεία γεωργίου στην πάτρα. Εκεί όπου τις προάλλες έγινε μια ιδιαίτερα ζωντανή και μαζική μετεκλογική σύσκεψη με φίλους κι οπαδούς κι ένας δάσκαλος μετέφερε το διάλογό του με μια καθαρίστρια που την ενοχλούσε η «ξύλινη γλώσσα» του κουκουέ.
-Ξέρεις τι είναι τα spreads; -Όχι.
-Ξέρεις τι είναι το PSI; -Ούτε.
-Αυτά δηλ γιατί δε σε πειράζουν;
Ενώ ένας άλλος έλεγε για αυτούς που «ξινίζουν για τη γγ: λες κι αν είχαμε γραμματέα καμιά δίμετρη ουκρανή κουκλάρα, θα έρχονταν όλοι να μας ψηφίσουν μονοκούκι.

Το πρώτο συμπέρασμα από τη συγκέντρωση στην πλατεία είναι ότι παντού υπάρχει ένα άσπρο φορτηγάκι, όπως αυτό της κοα, και μια χαρακτηριστική φωνή στα μεγάφωνα που τραβάει την προσοχή.
Το δεύτερο συμπέρασμα –όσων είχαν μέτρο σύγκρισης- είναι ότι είχαμε πιο πολύ κόσμο από την τελευταία προεκλογική με τον κουτσούμπα –κι ήταν λογικό, γιατί φέραμε «μεγαλύτερο όνομα» να μας μιλήσει.
Γενικώς το κόμμα στις τελευταίες εκλογές είχε με διαφορά από τους υπόλοιπους τις μεγαλύτερες προεκλογικές συγκεντρώσεις στα μεγάλα αστικά κέντρα. Κι αυτό είναι σημαντικό ποιοτικό χαρακτηριστικό. Το παράδοξο ωστόσο είναι ότι εκεί ακριβώς –δηλ στις μεγάλες πόλεις- είναι που σημείωσαν πτώση τα ποσοστά του.

Από την ομιλία της γγ εγώ κράτησα τη φράση ότι αυτή η εκλογική αναμέτρηση είναι η δυσκολότερη των τελευταίων σαράντα χρόνων. Προσωπικά μου φαίνεται μάλλον υπερβολή, αν αναλογιστεί κανείς ότι είχαν προηγηθεί κι οι εκλογές του 93, αμέσως μετά τις ανατροπές και τη διάσπαση. Από την άλλη όμως είναι δείγμα της πολύ μεγάλης πίεσης που δέχεται το κόμμα σε αυτές τις εκλογές, που λειτουργούν σαν δεύτερος γύρος, με εκβιαστικά διλήμματα για να βγει κυβέρνηση.

Γι’ αυτό και η ομιλία της αλέκας ήταν γεμάτη αναφορές –πολιτικές και συναισθηματικές συνάμα- για το αδέσμευτο κι αχειραγώγητο κουκουέ, που πρέπει να μείνει όρθιο (ενώ θέλουν να το γονατίσουν), και τους οπαδούς που πρέπει να κρατήσουν την κριτική τους για αργότερα, αλλά τώρα (έχουμε την απαίτηση) να ματώσουν, να λιώσουν σόλες, να βγάλουν κάλλους στα πόδια, κ.ά. τέτοια δελεαστικά.

Έγραψε καλά με την ατάκα για τον αέρα αλλαγής που πνέει στην ευρώπη και δεν είναι παρά αέρας κοπανιστός. Κι ύστερα ανέλυσε μερικά από τα πιθανά σενάρια διαχείρισης της κρίσης, όπως το πιθανό κούρεμα κατά 85-90% του χρέους, ή την έκδοση ενός ελληνικού ευρώ ή gEURO (γκιούρο) που έκανε συνειρμική παρήχηση με τους γκιαούρηδες έλληνες, που είναι τα απόβλητα της ευρω-οικουμένης.

Αναφέρθηκε ακροθιγώς στο μεταναστευτικό και τους χρυσαυγίτες, καθώς είχε μόλις γίνει η πρώτη απόπειρα πογκρόμ κατά των μεταναστών στο λιμάνι της πόλης, στον χώρο της πειραϊκής πατραϊκής. Και κράτησε ένα μεγάλο κομμάτι για τον όρο «αριστερά», που δε μπορεί να χρησιμοποιείται όπως πενήντα χρόνια πριν, που το κουκουέ ήταν παράνομο, και να είναι πίσω κι από το πασόκ της δεκαετίας του 70'.
Κι αν τα λέγαμε αυτά με τον ίδιο τρόπο στην προηγούμενη εκλογική περίοδο, ίσως να είχαμε πείσει περισσότερο κόσμο, που ένιωθε σύγχυση ακούγοντας στην τηλεόραση τους εκπροσώπους μας να λεν ότι το κουκουέ δεν είναι αριστερά, χωρίς να εξηγούν πολύ καλά τι ακριβώς εννοούν.

Στο τέλος της ημέρας πάντως, το βασικό θέμα της συζήτησης ήταν τα καινούρια προεκλογικά σποτάκια του κόμματος. Πριν ανοίξουμε αυτήν την κουβέντα χρειάζεται μια βασική διευκρίνιση. Παραδοσιακά τα σποτάκια του κουκουέ δύσκολα μπαίνουν σε καλούπια. Πέρα και πάνω από άλλους διαχωρισμούς –έξυπνα ή ανέμπνευστα, πρόχειρα ή καλογυρισμένα- δεν είναι ούτε καλά ούτε κακά. Είναι πρωτίστως καλτ. Σε αυτή τη βάση μόνο μπορούν να κριθούν.

Κι από εκεί και πέρα οι γνώμες διίστανται (όπως με το ταλέντο του κακοφωνίξ). Σε άλλους αρέσουν, σε άλλους όχι. Το πιο σημαντικό στοιχείο τους όμως είναι το καλτ. Το οποίο δεν έχει αντίστοιχό του στα ελληνικά. Είναι το ωραίο και κακόγουστο μαζί. Για να γελάς και να κλαις συγχρόνως, μέχρι δακρύων ή ώσπου να σε πιάσει νευρικό γέλιο. Κι επειδή είναι φτιαγμένα από ταξική σκοπιά, είναι προλετκαλτ, κατά αντιστοιχία του καλλιτεχνικού ρεύματος της ρώσικης πρωτοπορίας (προλετ-κουλτ).

Κι εδώ τίθεται εύλογα το ερώτημα. Ποιος φτιάχνει τέλος πάντων αυτά τα σποτάκια. Ποιος είναι αυτός που τα σκέφτηκε, τα πρότεινε, τα ενέκρινε; Είναι οι αχτίδες των καλλιτεχνών; Κάποιος επαγγελματίας; Το τμήμα προπαγάνδας της κετουκέ;
Είναι πολλοί αυτοί που θα ήθελαν να τον βρουν και να του πούνε δυο λόγια, ή απλά ένα «γιατί;». Όχι ότι θα άλλαζε κάτι δραματικά στο αποτέλεσμα. Αλλά για να μη μας τρώει μέσα μας ότι δεν κάναμε το καλύτερο δυνατό σε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι μας.

Μετά από αυτά τα εισαγωγικά, περνάμε στην κριτική επί του συγκεκριμένου.
Το πρώτο βιντεάκι δείχνει έναν σύντροφο να προχωρά στα διάφορα στάδια εξέλιξης του ανθρώπινου είδους, που απεικονίζονται πίσω του και φτάνει στο συμπέρασμα: δούλοι του εικοστού πρώτου αιώνα δε θα γίνουμε!
Τα δισδιάστατα σκηνικά στο υπόβαθρο θύμισαν σε κάποιους ηλεκτρονικά παιχνίδια (βίντεο γκέιμς) παλιότερων δεκαετιών. Και σε μένα συγκεκριμένα ένα πολύ έξυπνο βιντεάκι με την «προσομοίωση» της σοβιετικής ιστορίας στα σκηνικά του σούπερ μάριο, την οποία μπορείτε να δείτε πιο κάτω.
Οπορτουνιστές του εικοστού πρώτου αιώνα δε θα γίνουμε.

Το δεύτερο σποτάκι είναι αυτό με τον καπιταλιστή και τους εργάτες μαριονέτες, που βρίσκουν την ισχύ εν τη ενώσει και κάνουν τον εκμεταλλευτή τους να φαίνεται νάνος. Αυτό προσωπικά μου θύμισε συνειρμικά εκείνη τη διαφήμιση του επιτραπέζιου σκράμπλ, με τις ανατροπές. Ληστής 8 βαθμοί, γριούλα 14 βαθμοί. Ή στην περίπτωσή μας. Αστός 6 βαθμοί, προλετάριος 10. Κοκ.

Το μακράν πιο θρυλικό σποτάκι όμως είναι το τρίτο, με τίτλο: έρχεται θύελλα. Κι όπως είπε ένας σφος όταν το είδε: μόλις ξεπεράσαμε το ταξί και το τρακτέρ.
Ένα σποτάκι με πολλαπλά μηνύματα κι επίπεδα ανάγνωσης. Αφενός υπονοεί ότι το κόμμα είναι παντός καιρού. Στα πλάνα με την καταιγίδα, θα μπορούσαν να μπουν και πραγματικές σκηνές συντρόφων που διαδηλώνουν μες στη βροχή και προτιμούν να γίνουν παπιά, παρά να μείνουν σπίτι και να κάνουν την πάπια για το εκάστοτε επίμαχο ζήτημα.

Αφετέρου μένει πιστό στις αρχές του σοσιαλιστικού (σου)ρεαλισμού κι έχει αίσιο τέλος (χάπι εντ) που δείχνει την προοπτική. Ανοίξαμε την αλυσίδα κι έγινες ένας από εμάς. Ενώ ο ήλιος λάμπει ξανά στον ουρανό, όπως πάντα μετά από καταιγίδα, η οποία μπορεί να συμβολίζει σε ένα άλλο επίπεδο ανάγνωσης, την αντεπανάσταση του 90’, όπου έπεσε ο ουρανός ο κεφάλι μας. Εμπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την ελλάδα.

Όσο για την εικόνα του συντρόφου που συνεχίζει να μοιράζει προκηρύξεις μες στη βροχή, φέρνει στο νου διάφορες δακρύβρεχτες αναμνήσεις από υγρές εξορμήσεις με μουσκεμένες δυσανάγνωστες προκηρύξεις και ριζοσπάστες που ζύγιζαν τρία κιλά μαζί με το νερό που είχαν μαζέψει. Και ίσως κάποιοι σφοι πάρουνε ιδέες από τη διαφήμιση και βγούνε εξόρμηση στον κόσμο για τις εκλογές με τη θρυλική πια ατάκα: έρχεται θύελλα, έρχεται θύελλα.

Άλλο να το σκέφτεσαι, άλλο να το βλέπεις.

Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

Την αλήθεια ρε

Στη δική μου γενιά, καμιά δεκαριά χρόνια πριν, κάποιοι σύντροφοι στη νεολαία είχαν ξεκινήσει ένα μακάβριο εσωτερικό αστείο, ένεκα η πρωταπριλιά, κι έστελναν μηνύματα σε άλλους συντρόφους για να τους «πληροφορήσουν» ότι είχε πεθάνει ο χαρίλαος. Κι εκεί μπορούσες να δεις και να μετρήσεις πολλά. Από το αξεπέραστο χιούμορ κάποιων σφων, μέχρι τις αντιδράσεις των υπολοίπων. Οι οποίες κυμαίνονταν από ψυχραιμία και συγκρατημένη θλίψη, μέχρι ειλικρινή δάκρυα κι υπερβάλλοντα κομματικο-πατριωτικό ζήλο. Κι όταν μάθαιναν την αλήθεια κι ερχόταν η καρδιά τους στη θέση της, γέλια ή μπινελίκια στους υπεύθυνους της φάρσας.

Θα μου πεις, καλά κι αυτοί, πάνε και πιστεύουν ό,τι τους λένε, χωρίς να το ελέγξουν; Tο κόλπο όμως ήταν καλά στημένο. Αφενός η είδηση ήταν αληθοφανής γιατί ο χαρίλαος ήταν ήδη μεγάλος και πλησίαζε τα ενενήντα. Αφετέρου τότε το ίντερνετ ήταν terra incognita για τους περισσότερους, ή χωρίς εύκολη άμεση πρόσβαση για τους υπόλοιπους, οπότε δε μπορούσες να επιβεβαιώσεις τα πάντα στο λεπτό.

Το κυριότερο όμως είναι ότι την είδηση σου την είχε πει ένας σύντροφος. Κι αυτό ήταν αρκετό για να την πιστέψεις. Δεν χρειάζονται περσότερα. Δεν είναι θέμα έλλειψης κριτικής ικανότητας, αλλά συντροφικής εμπιστοσύνης. Αυτό που λέει ένας σύντροφος είναι αλήθεια μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Κι αν αποδειχθεί το ενάντιο και χαθεί η εμπιστοσύνη, αν ο σύντροφος αποδειχτεί αναξιόπιστος, όχι επειδή έκανε μια λάθος εκτίμηση –αυτά συμβαίνουν και στους καλύτερους κομμουνιστές-, αλλά επειδή απέκρυψε την αλήθεια, τότε υπάρχει ζήτημα. Κι αν καταφέρει να διεισδύσει μέσα σου ο σπόρος της αμφιβολίας, για το σύντροφο ή –ακόμα χειρότερα- για το κόμμα, τότε το νιώθεις να επεκτείνεται σε κάθε κύτταρο και να παραλύει κάθε σου δράση, εκτός από την έκκριση χολής, για όσα στραβά και κατακριτέα βλέπεις γύρω σου.

Οι παλιότεροι σύντροφοι που πέρασαν δύο αντάρτικα, δεν πολέμησαν έχοντας στο μυαλό τους δεύτερες σκέψεις και διαλεκτικές αμφιβολίες: μήπως κάνουμε λάθος; μήπως δεν το κάνουμε καλά; Και όταν ένιωσαν κατόπιν εορτής τα πρώτα ρήγματα, γκρεμίστηκε ο κόσμος μέσα τους και κάποιοι πέρασαν από την άλλη πλευρά κι έφτασαν στο σημείο να λένε: ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι. Ενώ η κριτική όσων δε διαβήκανε τον αστικό ρουβικώνα κι έμειναν στη δική μας όχθη, για τους άλλους είναι ότι λυγίσανε, δεν άντεξαν κι έσπασαν. Οπότε η μόνη λύση για να μη λυγίσεις είναι να γίνεις ακόμα πιο μονολιθικός.

Αυτά βέβαια ανήκουν στη γενιά του χαρίλαου και το δικό της τρόπο σκέψης, που είχε συγκεκριμένα όρια. Κι αν κάποιοι σήμερα το αντιλαμβάνονται ως θρησκοληψία ενός ποιμνίου που προδόθηκε από το ιερατείο του, θα έπρεπε μάλλον να το δουν όπως το συναίσθημα ενός ερωτευμένου, που και αυτό θρησκευτικό είναι στην ουσία του και τείνει στην απόλυτη λατρεία, του αγώνα και του κόμματος εν προκειμένω, τα οποία κατά κανόνα ταυτίζονται, κι ειδικά σε εκείνη την περίοδο.

Πέρα από την θρησκεία και τον έρωτα όμως υπάρχει κι η έλλογη πίστη, που είναι συνειδητή. Αυτό μπορεί να το καταλάβει καλύτερα όποιος διαβάσει μια μαρτυρία του χαρίλαου για τις μάχες πάνω στο βουνό, όπου δε θεωρούσε γενναίους τους «τρελούς» ριψοκίνδυνους που είχανε άγνοια κινδύνου, αλλά τους «λογικούς», που ήξεραν πολύ καλά ποιον κίνδυνο διέτρεχαν, τον φοβόντουσαν, αλλά τον αντιμετώπιζαν. Κι η συνειδητή πίστη τους έδινε δύναμη να γίνονται ήρωες, να πετυχαίνουν μικρούς άθλους, το ακατόρθωτο που έλεγε ο τσε, όχι ως ιδεαλιστές, αλλά ακριβώς επειδή ήταν ρεαλιστές.

Αυτή η συνειδητή πίστη λοιπόν είναι το βασικό στοιχείο στον τρόπο λειτουργίας του κόμματος. Άλλο αν χρειάζεται διαλεκτικό εμπλουτισμό και τι περιθώρια αφήνει γι’ αυτό η καθημερινή δράση κι ο κίνδυνος του πρακτικισμού που ελλοχεύει, η επικαιρότητα που τρέχει και ζητά επιτακτικά θέση για κάθε ζήτημα, χωρίς αμφιβολίες και μισόλογα, και οι σφοι τρέχουνε πίσω της να τη φτάσουν, χωρίς χρόνο να σκεφτούν πώς τους λένε.

Αυτό το στοιχείο περνά ακόμα και στις αφίσες του κόμματος, όπως στην τελευταία εκλογική που είχε βασικό της σύνθημα, το κουκουέ δε σε πούλησε, σου είπε την αλήθεια. Κι η αλήθεια είναι ότι χρειάζονται ίσως περισσότερα από αυτά για να πείσεις κάποιον να μας ψηφίσει. Αλλά αυτή η σχέση εμπιστοσύνης είναι πολύ σημαντική και δε μετριέται πάντα σε ψήφους.

Βγαίνει επίσης από το εξής απλό: όταν συμβαίνει κάτι και δε μπορείς να το επιβεβαιώσεις και να το αξιολογήσεις, παίρνεις εικόνα από το σύντροφο που ήταν εκεί και την υπερασπίζεσαι σα να ‘ταν εκεί τα μάτια σου και αυτιά σου. Όπως είναι επίσης –αυτός και κάθε άλλος σφος- τα μάτια και τα αυτιά της οργάνωσης, που μαζεύει εικόνα από τη βάση. Γι’ αυτό και πρέπει (η εικόνα) να φτάνει ολόκληρη, χωρίς ωραιοποιήσεις και στρογγυλεύσεις, ή θολή για να κρύψει τις ρυτίδες –όπως αυτό το ειδικό εφέ που έχουν οι κάμερες. Να μη βγαίνει τυπικά, με βάση τα στερεότυπα ή τις επιθυμίες μας κι αυτό που θέλουμε να δούμε ή να ακούσουμε. Έτσι δε λειτουργούν οι επαναστάτες, αλλά οι γραφειοκράτες που είναι κλεισμένοι σε γυάλα.

Φαίνεται επίσης από εκείνη τη θρυλική ατάκα του κώστα κάππου, αρχές ιούνη του 89’, λίγο πριν τις εκλογές στις 18 ιούνη (μία μέρα μετά από τις φετινές) και την αποχώρησή του μετά τον τζανετάκη, που τον ρώτησαν για τα επεισόδια στην τιεν αν μεν. Έκανε μια πρώτη αμήχανη γενική εκτίμηση, είπε ότι προβληματιζόμαστε με τους νεολαίους που κρατούν αγάλματα της ελευθερίας, για να καταλήξει: δεν έχουμε οργανώσεις βάσης στο πεκίνο, για να έχουμε εικόνα από πρώτο χέρι… Τιμή και δόξα!

Μπορείς να το δεις και στην τελευταία σκηνή από το μάθε παιδί μου γράμματα, που ο τραυλός γιος (καλογερόπουλος) τα παίρνει και ζητά φωνάζοντας από το δεξιό πατέρα του: την αλήθεια, ρεεε... Η οποία είναι επαναστατική (όπως έλεγε ο γκράμσι), γράφεται με κόκκινο (όπως λέει ο οδηγητής) και είναι ιστορικά με το μέρος των κομμουνιστών.

Το είχα δει επίσης σε μια ιστορία που μας διηγήθηκε μια παλιότερη συντρόφισσα από το παρασκήνιο του ηρωικού και γρουσούζικου 13ου συνεδρίου, όπου εκτός από τα της διάσπασης, ανησυχούσαν και για τις εξελίξεις στη σοβιετία. Πώς και δεν είχαμε δει νωρίτερα πού πήγαινε το πράγμα; Κι εκεί στα πηγαδάκια που γίνονταν στα διαλείμματα, ο χαρίλαος τους είπε ένα παράδειγμα από ένα εργοστάσιο όπου δούλευαν στη γραμμή παραγωγής (δεν κατάλαβα αν ήταν κι αυτός μαζί ή του το είχαν διηγηθεί άλλοι σύντροφοι) και τα υλικά-εξαρτήματα ήταν σοβιετικά. Και αν ήταν καμία κλωστή ελαττωματική κι έσπαγε, έπαιρναν τις άκρες και τις ξανάδεναν γρήγορα, γιατί δε μπορούσε ένα σοβιετικό προϊόν να είναι σκάρτο (πόσο μάλλον η πολιτική ηγεσία τους). Κι αν μου πεις πώς το ξέρουμε αν το είπε όντως αυτό ο χαρίλαος, θα σου πω δεν το ξέρουμε. Πιστεύουμε όμως τη συντρόφισσα που μας το είπε.

Αν πρέπει να κάνουμε λοιπόν μια αποτίμηση για τον χαρίλαο, το πιο σημαντικό είναι ότι κράτησε αυτό το συμβόλαιο πίστης με το λαό την πιο κρίσιμη στιγμή, που κινδύνευε να σπάσει. Κι ας μη μπόρεσε να δει από πριν την κρίση και να την αποτρέψει.

Γράφει πχ στη βιογραφία του ο θεοχαράτος ότι είχε μια συνάντηση με τον αντρόποφ το 83, και του είπε ο γιούρι ότι αν δεν αλλάξουμε πορεία θα έχουμε δραματικές εξελίξεις. Οπότε ανησυχούσε από τότε ο χαρίλαος κι ήταν υποψιασμένος πού πάνε τα πράγματα.
Τέτοια όμως μπορείς να βρεις πολλά κι από την ανάποδη. Μια δήλωσή του το 91’ πχ, νομίζω στο 14ο συνέδριο, πού ήταν και της ανασυγκρότησης, για την περεστρόικα που πήγαινε καλά την πρώτη τριετία, αλλά στράβωσε στη συνέχεια. Ή να πεις για τα «παιδιά της διάσπασης» που ήταν δικά του πολιτικά τέκνα, από τον χυδαίο μίμη ως τον τίμιο λαφαζάνη, που είχε έρθει και στην κηδεία του.

Αυτό που μένει όμως είναι η στάση του στα δύσκολα, που το κόμμα κινδύνευε με μετάλλαξη και παραλίγο να σπάσει τους δεσμούς πίστης του με το λαό. Όχι τόσο γιατί δεν έλεγε την αλήθεια. Ίσως κάποιοι διασπαστές να ήταν τίμιοι οπορτουνιστές και να 'χαν ειλικρινείς αυταπάτες καλών προθέσεων. Όσο κυρίως επειδή θα έπαυε να είναι αληθινό το όνομά του κι οι αξίες που συμβολίζει. Θα έπαυε με άλλα λόγια να είναι κομμουνιστικό.

Αυτόν τον χαρακτήρα ο χαρίλαος στα δύσκολα τον υπερασπίστηκε. Κι αν τον βάφτισε με τον τρόπο του «σύμβολα και ‘κονίσματα» δεν ήταν λόγω θρησκοληψίας. Έχει να κάνει με τον τρόπο σκέψης της γενιάς του και τη θρησκευτική της αφοσίωση στα ιδανικά που πίστεψε..

Αυτή είναι η σημαντικότερη συμβολή του κομμουνιστή ηγέτη φλωράκη. Κι αυτό ακριβώς είναι που (καμώνονται πως ξεχνάνε) όσοι τον επικαλούνται εκ του πονηρού σήμερα για να βγάλουνε πολιτική εκλογική υπεραξία, έχοντας πάρει προ πολλού διαζύγιο με την αλήθεια.

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Μα έχω πάθει εξάρτηση

Χτες η κε του μπλοκ βρέθηκε στα εξάρχεια στην εκδήλωση βιβλιοπαρουσίασης του βιβλίου του λιόση «ιμπεριαλισμός και εξάρτηση» με ομιλητές τους μαυρουδέα, χρύση και καλτσώνη. Αφήνοντας για το τέλος τις σάλτσες και κατά μέρους τις αξιολογικές κρίσεις, προχωράμε στην ουσία και την παρουσίαση των εισηγητικών ομιλιών.

Δεύτερος στη σειρά μίλησε ο χρύσης, που είπε ότι κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου του λιόση, του ήρθε αρκετές φορές στο νου η φράση του λένιν για την «πολιτική που είναι συμπυκνωμένη οικονομία και δε μπορεί παρά να έχει τα πρωτεία στη μεταξύ τους σχέση».

Έκανε μια περιληπτική αναφορά στα μέρη που περιέχει το βιβλίο, από την οποία ξεχώρισα(ν) τρία σημεία. Α. την εκτίμηση ότι οι απαρχές του σχήματος της αλληλεξάρτησης βρίσκονται στη μπροσούρα του πουλιόπουλου για τον χαρακτήρα της επανάστασης στην ελλάδα (αν κατάλαβα καλά η εκτίμηση αυτή ανήκει στο λιόση κι όχι στον χρύση). Β. τη θέση ότι τα αστικά επιτελεία χρησιμοποίησαν παρόμοιο σκεπτικό με τη σύγχρονη θέση του κουκουέ (ισχυρή, ιμπεριαλιστική ελλάδα) για να παραπλανήσουν το λαό ότι δεν κινδυνεύει απ’ τις συνέπειες της κρίσης (θέση που μάλλον συμμερίζονται αμφότεροι). Γ. Ότι ο λιόσης ασκεί κριτική υπό αυτό το πρίσμα και σε άλλους χώρους, πχ στο περιοδικό «θέσεις» του μηλιού και μια ηπιότερη στο ναρ, στο οποίο εντοπίζει αντιφάσεις και μια ποικιλομορφία απόψεων.

Ύστερα συνέχισε σε πιο προσωπικό τόνο, με μερικά δικά του ερωτήματα και προβληματισμούς.
Α. Ο λιόσης έπρεπε –πέρα από την επισήμανση της σύγχρονης βασικής αντίθεσης «κεφάλαιο εργασία»- να επιμείνει περισσότερο στους ιδιαίτερους όρους με τους οποίους τίθονται σήμερα τα διαλεκτικά δίπολα «ταξικό-εθνικό» και «εθνικό-διεθνές». Ας σημειωθεί παρεμπιπτόντως ότι ο συγγραφέας –εάν έχω καταλάβει καλά- κάνει διάκριση μεταξύ της βασικής (κεφάλαιο-εργασία) και της κυρίαρχης αντίθεσης (μονοπώλια-λαός), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αντιπαραθέτει καλά τη μία στην άλλη.
Β. Ενώ επισημαίνεται εύστοχα η απορρόφηση της τακτικής από τη στρατηγική μέσω του σχήματος της αλληλεξάρτησης, δε δίνεται απάντηση στο ερώτημα: «ποια στρατηγική; Και σε ποιο σοσιαλισμό; Μήπως αυτόν που γνωρίσαμε;» Σε αυτό το τελευταίο η απάντηση του χρύση, όπως έχει κατατεθεί και στον τελευταίο προσυνεδριακό του κκε, είναι σαφώς αρνητική.
Γ. Πώς ορίζουμε το υποκείμενο και τον χαρακτήρα του μετώπου που θέλουμε, χωρίς να προηγηθεί μια σε βάθος μελέτη της ελληνικής κοινωνίας, του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού και της κατάστασης της εργατικής τάξης στην ελλάδα;
Και Δ. Ένα κρίσιμο ζητούμενο είναι η διεύρυνση του περιεχομένου της έννοιας της εξάρτησης με την πολιτιστική της μορφή (ή πολιτισμικό ιμπεριαλισμό, όπως έχει καθιερωθεί ως όρος).
Σημειωτέον ότι τα ζητήματα αυτά δεν απαντήθηκαν στη συνέχεια της παρουσίασης από το συγγραφέα, πιθανότατα γιατί είχε ήδη απαντήσει στα περισσότερα στο βιβλίο του.

Ο χρύσης έκλεισε την παρέμβασή του τονίζοντας την ανάγκη να αναπτυχθεί μια κουλτούρα ανοιχτού διαλόγου, μεταξύ αυτών που έχουν ως σημείο αναφοράς τη –μέχρι τώρα- λενινιστική παράδοση του κκε κι αυτών που την αμφισβήτησαν (συγκαταλέγοντας μάλλον τον εαυτό τους στους δεύτερους), αυτών που προσβλέπουν –αν τους ερμηνεύει καλά- στην «επιστροφή σε ένα συνεπές κκε» κι αυτών που θέλουν την επιστροφή στο μέλλον. Ένας διάλογος ακόμα και με –την ευρύτερη έννοια- συναγωνιστές (φωτογραφίζοντας πιθανότατα κομμάτια του σύριζα) ή και με «οπαδούς» της συζητήσιμης θεωρίας του ολοκληρωτικού καπιταλισμού (βλέπε ναρ).

Τρίτος και τελευταίος ομιλητής –πλην του λιόση- ήταν ο δημήτρης καλτσώνης. Αρχικά έκανε κάποια προσωπικά σχόλια για το συγγραφέα, με τον οποίο τον δένει φιλία χρόνων –πχ για τα καλλιγραφικά του γράμματα στα περιθώρια των βιβλίων. Μετά μίλησε για την επικαιρότητα του θέματος του βιβλίου, βάζοντας το τρίπτυχο: μονομερής διαγραφή του χρέους (ο φαύλος κύκλος του οποίου κρατάει από το 1823, με το πρώτο δάνειο), ακύρωση του μνημονίου, και σύγκρουση με την εε.

Στο τέλος πρόσθεσε την πάλη για δημοκρατία (καθώς ξαναζούμε «εποχές πιουριφόι» και «φαινόμενα νεοαποικισμού») κι ανέλυσε περισσότερο μερικές πτυχές της (όχι επειδή είναι οι πιο βασικές του θέματος που εξετάζουμε, αλλά «από επαγγελματικό βίτσιο», όπως είπε ο ίδιος χαριτολογώντας).
Ήδη στο μετεμφυλιακό σύνταγμα του 1952 υπήρχε το άρθρο 112 που που υπεράσπιζε τα προνόμια του ξένου κεφαλαίου και το οποίο εισήγαγε σχεδόν αυτούσιο η χούντα στα δικά της «συνταγματικά» (εντός πολλών εισαγωγικών) κείμενα. Η επιστροφή στο δημοκρατικό πολίτευμα έγινε αρχικά με 15 άρθρα κατάργησης, εκ των οποίων το ένα προέβλεπε ό,τι και το άρθρο 112, αλλά ενισχυμένο. Στο ισχύον σύνταγμα η λογική αυτή διατηρήθηκε στο άρθρο 107, ενώ με την αναθεώρηση του 01’, προστέθηκε μία διάταξη στο άρθρο 28, που νομιμοποιεί τα δεσμά της εξάρτησης από την εε.

Αναφέρθηκε επίσης στο σύνταγμα της βενεζουέλας, όπου το άρθρο 13 απαγορεύει την ύπαρξη και εγκατάσταση ξένων στρατιωτικών βάσεων στην επικράτειά της, ενώ το άρθρο 303 κηρύσσει τον ορυκτό πλούτο και το πετρέλαιο δημόσια ιδιοκτησία.
Και συνέχισε με μια φράση του γκεβάρα για την εθνική ανεξαρτησία που ολοκληρώνεται μόνο με την οικονομική ανεξαρτησία. Για να κατακτήσεις κάτι, έλεγε ο τσε, πρέπει να το αφαιρέσεις από κάποιον άλλο, κι εμείς θα το αφαιρέσουμε από τα μονοπώλια.

Στο κλείσιμό του ο καλτσώνης μίλησε για την ποικιλία μορφών λαϊκού ελέγχου που θα ανοίξουν το δρόμο για ριζικές αλλαγές, για το λαό που συσσωρεύει πείρα και σοφία, και για την εθνική του υπερηφάνεια, που θα τον οδηγήσει στον ξεσηκωμό. Γιατί «σήμερα δε ζούμε σε μια εποχή υπαινιγμών, αλλά μια εποχή διαλεκτικής σκέψης και καθαρών λόγων».
Γενικώς ο καλτσώνης μίλησε λιγότερο από όλους και σε αντίθεση με τους προηγούμενους δυο ομιλητές, δεν άφησε καμία μπηχτή προς το κόμμα –ούτε καν έμμεση- παρά μόνο μερικές για το συνασπισμό –τον οποίο φωτογράφισε σε δυο σχόλιά του.

Στο σύντομο κλείσιμο που έκανε ο λιόσης είπε ότι δυο χρόνια πριν κανείς ίσως δε θα μπορούσε να φανταστεί τα δεδομένα της σημερινής κατάστασης. Ανεργία στο 25% και 50% στις νεότερες ηλικίες. Μεταναστευτικό ρεύμα κι αφαίμαξη επιστημονικού δυναμικού –κι όχι φτηνού εργατικού δυναμικού, όπως στις δεκαετίες του 50 και του 60. Αύξηση του αριθμού αυτοκτονιών, με την ελλάδα να περνά στην τρίτη θέση (από την τελευταία στην οποία βρισκόταν ανάμεσα στις χώρες της εε), με δύο αυτόχειρες ημερησίως για οικονομικούς λόγους. Υποσιτισμός μικρών παιδιών στα σχολεία, μισθοί πείνας κτλ.

Όλα αυτά έχουν σημαντικά παρεπόμενα, όπως την απώλεια 3,5 εκατομμύρια ψηφοφόρων για τους βασικούς πυλώνες του πολιτικού συστήματος, την ανησυχητική τάση ενίσχυσης της χρυσής αυγής στις εφηβικές ηλικίες και τα σχολεία, (όπως είχε κι ο ίδιος την ευκαιρία να διαπιστώσει ως εκπαιδευτικός), και συνολικά μια κατάσταση που θυμίζει αρκετά τη γερμανία του μεσοπολέμου. Αυτή καθιστά επιτακτική την ανάγκη συγκρότησης ενός μετώπου με ααδμ χαρακτηριστικά, στα οποία ο λιόσης προσέθεσε τον επιθετικό προσδιορισμό «πατριωτικό».

Μετά αναφέρθηκε κι αυτός συνοπτικά στα μέρη και τα περιεχόμενα του βιβλίου του. Τον ορισμό του ιμπεριαλισμού, την εποχή που είναι κατάστικτη από ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, τα παραδείγματα της χιλής, της κούβας και το πιο πρόσφατο της γιουγκοσλαβίας, την περίπτωση της ελλάδας (σχέδιο μάρσαλ, επιβολή χούντας κτλ), την εθνική ανεξαρτησία που απωλέσαμε (ναι, αλλά πότε την είχαμε και την χάσαμε;) μέχρι και τις ντομάτες βελγίου στα σούπερ μάρκετ. Απέφυγε ωστόσο να επεκταθεί στα πιο βαριά, θεωρητικά ζητήματα, για τα οποία το κοινό του –στην πλειοψηφία του τουλάχιστον- ήταν μάλλον ανυποψίαστο.

Στο τέλος έκλεισε με τους στίχους του φώντα λάδη από την χρυσή δεκαετία με τις βάτες.

Τα πορτοκάλια απούλητα
Τα μήλα πεταμένα
Κι οι γέροι στα μπαλκόνια τους
Σα φύλλα μαραμένα

Κι εμείς στην πόλη μια ζωή
Υπάλληλοι κι εργάτες
Να κουβαλάμε ολημερίς
Τα αφεντικά στις πλάτες

Κι απέξω από την πόρτα μας
Οι ξένοι σούρτα φέρτα
Το αίμα, τον ιδρώτα μας
Να πίνουνε αβέρτα

Η εκδήλωση έκλεισε με εισπρακτική επιτυχία για το εκδοτικό του κψμ, που πούλησε αρκετά κομμάτια, αλλά χωρίς να ακολουθήσει κάποιος γύρος ερωτήσεων, παρεμβάσεων κτλ. Μετά το τέλος η κε του μπλοκ διέκρινε ανάμεσα στους παρόντες, στα πηγαδάκια που σχηματίστηκαν, το γιώργο ρούση –που είναι επιστήθιος φίλος του χρύση- κι ένα μικρό κλιμάκιο της ανταρσύα –με χάγιο, πι σωτήρη, τουλιάτο- που είχαν μόλις τελείωσει από το πανελλαδικό τους συντονιστικό στην ασοεε.

Από ένα πρόχειρο ξεφύλλισμα του βιβλίου πρόλαβα να σημειώσω τα εξής ενδιαφέροντα.
Ο λιόσης λέει ότι το σχήμα της εξάρτησης δεν αποτελεί θεωρία, όπως λένε οι αντίπαλοί του. Στέκεται ενάντια σε όσους μιλάνε για κατοχή στη σημερινή συγκυρία. Θεωρεί ότι η χρήση του όρου «εξάρτηση» δε σημαίνει ότι η εγχώρια αστική τάξη δε συμμετέχει οικειοθελώς στην εε  και τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Παραδέχεται ότι στις ομιλίες της αλέκας υπάρχουν συχνές αναφορές στην εξάρτηση (αλλά ότι η κυρίαρχη άποψη του κόμματος είναι εντελώς διαφορετική. Κι ασκεί κριτική –πέραν του κκε- στις Θέσεις του μηλιού και τις θέσεις του ναρ, τσιτάροντας όμως κυρίως δελαστίκ, ο οποίος γράφει σε σταθερή βάση τα δικά του, και δεν είναι ακριβώς αντιπροσωπευτικό δείγμα για τις απόψεις του ρεύματος. Περισσότερα θα μπορούμε να πούμε μετά την ανάγνωσή του.

Σε κάθε περίπτωση η κε του μπλοκ πιστεύει ότι το βιβλίο του λιόση είναι ενδιαφέρον και χρήζει «αντιμετώπισης» από την πλευρά του κόμματος με δύο συγκεκριμένους τρόπους. α. απάντηση-βιβλιοκριτική, πχ με ένα θεωρητικό άρθρο στην κομεπ. β. έκδοση βιβλίων και μελετών –μικρές μπροσούρες πχ- με αντίστοιχη θεματολογία –για την εξάρτηση ειδικά και τον ελληνικό καπιταλισμό γενικότερα.

Κι ο πρώτος ομιλητής; Γιατί παραλείψαμε την παρέμβαση του μαυρουδέα; Αυτή παραλείφτηκε σκόπιμα, για να τη δούμε ξεχωριστά, σε επόμενη ανάρτηση, καθώς –κατά την προσωπική μου αντίληψη- είχε και το περισσότερο ζουμί.

Σάββατο 19 Μαΐου 2012

Κυνόδοντας

Πριν από δέκα ημέρες ήταν η επέτειος της αντιφασιστικής νίκης των λαών, η οποία είχε ιδιαίτερη σημασία λόγω και της πρόσφατης εκλογικής ανόδου των νεοφασιστών της χρυσής αυγής αλλά εμείς θα επιχειρήσουμε να πιάσουμε το νήμα από αλλού.

Ο προ διετίας ξαφνικός θάνατος του νίκου αντωνάκου που είχε το δικό του τρόπο να μιλά για κινηματογράφο, «σταλινικά και τσεκουράτα» άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό, που έγινε ιδιαίτερα αισθητό στη στήλη κριτικής κινηματογράφου του ριζοσπάστη. Η τζία γιοβάννη που τον αντικατέστησε δεν έδωσε ιδιαίτερα ενθαρρυντικά πρώτα δείγματα γραφής, κάτι που τόνιζε ακόμα πιο έντονα το κενό που άφησε ο αντωνάκος –σε μια σύγκριση ωστόσο που θα ήταν έτσι κι αλλιώς άνιση για οποιονδήποτε διάδοχό του. (Αν και ο ρίζος μεταπολιτευτικά είχε παραδοσιακά πολύ καλούς κριτικούς, από το ραφαηλίδη μέχρι το δανίκα, που μπορεί να έχει γίνει ένα από τα γκεσέμια του δολ, αλλά ώρες ώρες τον ξαναπιάνουν τα κομμουνιστικά του). Μέχρι που...

Η γιοβάννη έγινε ευρύτερα γνωστή με αρνητικό τρόπο, αλλά αυτή ήταν κι η καλύτερη της στιγμή, που την καταξίωσε στις συνειδήσεις μας.
Το ευρύ κουλτουριάρικο κοινό , λοιπόν, που διαβάζει από σπανίως ως ποτέ ριζοσπάστη, έμαθε τη τζία γιοβάννη μέσω διαδικτύου (αλυσιδωτών μηνυμάτων και μέσων κοινωνικής δικτύωσης) χάρη στη «φρίκη και τον αποτροπιασμό» που προκάλεσε ένα κείμενο της για τον κυνόδοντα. Έφριτταν, χλεύαζαν, καταδίκαζαν, εξοργίζονταν, γελούσαν κλαίγοντας κι ανατρίχιαζαν με όσα κατάπτυστα και παλαιοκομμουνιστικά έγραψε με ζντανοφικό ζήλο η τζία για την ταινία.

Μα τι έγραψε τέλος πάντων αυτή η κοπέλα και προκάλεσε τέτοια κατακραυγή; Αυτό πρέπει να το χωρίσουμε και να το δούμε σε δύο επίπεδα. Αφενός τον τρόπο γραφής και αφετέρου το περιεχόμενο.
Ως προς το πρώτο, οι αμύητοι στην κομμουνιστική αργκό έχουν ένα δίκιο να σοκάρονται. Κάποια σημεία του κειμένου θυμίζουν ανακοίνωση της κετουκε από το ρ/σ ελεύθερη ελλάδα, με εκφώνηση στον τόνο του μεγάφωνου από το άσπρο φορτηγάκι της κοα, που καταγγέλει τη διεθνή καπιταλιστική μεθοδολογία που σαμποτάρει την κολχόζνικη ιδιοκτησία κλπ.
Ως προς το περιεχόμενο όμως, να αγιάσει το στόμα της και το πληκτρολόγιο της – και δεν εννοώ αυτό που εννοούσαν στην οικογένεια του κυνόδοντα με τη λέξη πληκτρολόγιο.

Αναφορές που παραπέμπουν στον φασισμό είναι: τα «άρια» χαρακτηριστικά των τεσσάρων μελών της οικογένειας (η μητέρα και τα τρία παιδιά)... το παιδί της οικογένειας που δήθεν το 'σκασε και δήθεν βρήκε τραγικό θάνατο εκεί έξω και τέλος ... τα φρύδια που πρέπει να βαφούν καφέ κι όχι μπλε «γιατί δεν υπάρχουν μπλε φρύδια», δηκτική ειρωνεία για τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό ... Οταν έρχεται η ώρα της κάθαρσης, ακόμη κι αυτή η εξέγερση είναι κομμένη και ραμμένη στις μυθολογίες της υποταγής. Η κόρη σπάζει πρώτα τον κυνόδοντά της (!) και μόνο τότε, το σκάει, μπαίνοντας στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου με προορισμό τον έξω κόσμο ... 
Η αοριστία στον χωρόχρονο, το έξω και πέρα από συγκεκριμένη ιστορικοκοινωνική προσέγγιση, αναδεικνύει το στοιχείο της διαχρονικότητας, της διάστασης που πηγάζει από το παρελθόν και εκτείνεται στομέλλον... κάποιος που προέρχεται από το εκπαιδευτικόσύστημα της αγοράς και της ακριβοπληρωμένης αμάθειας δεν είναι σε θέση ναεντάξει στη σωστή τους θέση, γιατί δεν διδάχθηκε να τις καταχωρεί έτσι ώστε να μπορεί να συνθέτει μια ακέραιη εικόναμε ένα πλήρες νόημα. 

Λοιπόν μπορεί σε κάποιους όλα αυτά να φαίνονται ιστορίες για αγρίους, αλλά όποιος (ξανα)δεί την ταινία υπό αυτό το πρίσμα, θα καταλάβει πολλά σημεία που πριν δεν τα είχε προσέξει και δεν εντάσσονταν σε κάποιο λογικό πλαίσιο. Σταχυολογούμε ενδεικτικά και προσθέτουμε σε όσα επισημαίνει η τζία.

Ο φράχτης συμβολίζει το τείχος του βερολίνου πίσω από το οποίο βρίσκεται ο χαμένος αδερφός των παιδιών (η δυτική γερμανία). Ο ένας γιος μαθαίνει να συγκρίνεται μαζί του για να φανεί ανώτερος επιτιμώντας τον για τα λάθη του, αλλά η μία αδερφή εξακολουθεί κατά βάθος να τον αγαπά και (του) πετά κρυφά τρόφιμα πάνω από το φράχτη. Η ισχυρή μορφή του πατέρα, που φέρνει κάπως στον μπρέζνιεφ, παραπέμπει κυρίως στον πατερούλη στάλιν, την άνωθεν καλλιεργούμενη προσωπολατρεία και τον πατριαρχικό σοσιαλισμό του στρατώνα.
Ενώ ο κυνόδοντας συμβολίζει τις συνθήκες που δεν έχουν ωριμάσει ακόμα για τη χειραφέτηση των παιδιών – και ούτε πρόκειται- και τις οποίες επικαλείται ο πατερούλης για να δικαιολογήσει τα έκτακτα μέτρα και να διαιωνίσει την κυριαρχία του.

Οι γονείς συμβολίζουν τη γραφειοκρατία, που κρατά για τον εαυτό της κάποια προνόμια, που απαγορεύονται αυστηρά στα παιδιά (κινητό και σταθερό τηλέφωνο, εξοδο από το σπιτί με λιμουζίνα, βιντεοκασέτες πορνό). Εφευρίσκει φανταστικούς εχθρούς του λαού (γάτες) και επινοεί στημένες επιθέσεις (προβοκάτσιες) για να επιβεβαιώσει την ύπαρξη του εχθρού και να απαιτήσει αυξημένη επαγρύπνηση. Εκπαιδέυει με φανατισμό το λαό που αναπτύσσει αντανακλαστικά σα σκυλάκι του παβλώφ (βλ. σκηνή που γαβγίζουν οικογενειακώς σκυμμένοι στα τέσσερα). Ο σκύλος εξάλλου είναι το πρότυπο της γραφειοκρατίας γιατί όπως λέει μία άτακα είναι εύπλαστος σαν τον πηλό και συμπεριφέρεται όπως τον διαμορφώνουμε.
Η γραφειοκρατία ορίζει νόρμες και μοιράζει αυτοκόλλητα (παράσημα) στους καλούς σταχανοβίτες που πιάνουν το στόχο (η σειρά με τα αυτοκόλλητα στο κρεβάτι του γιου θυμίζει τα παράσημα στο κοστούμι του μπρέζνιεφ). Αποκρύπτει συστηματικά την αλήθεια από τα παιδιά και χρησιμοποιεί μια διπλή γλώσσα- σκέψη, κατά τα οργουελικά πρότυπα του 1984 και τη διπλή, υποκριτική ηθική της. Διαστρέφει από τις πρώτες κιόλας σκηνές έννοιες όπως η εκδρομή, η θάλασσα και το αυτοκίνητο και γενικώς οτιδήποτε θα μπορούσε να δημιουργήσει στα παιδιά την ανάγκη να (ξε)φύγουν.
Όταν αποτυγχάνουν όλες οι άλλες μέθοδες δε διστάζει να χρησιμοποιήσει ωμή καταστολή ή χοντρά ψέματα (βλ. γέννηση άλλου παιδιού) , ενώ σκέφτεται να αγοράσει έναν εκπαιδευμένο σκύλο για να τελειοποιήσει την προστασία της εξουσίας της.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο λαός (τα παιδιά) ασφυκτιά και συμπεριφέρεται αλλόκοτα. Διοχετεύει σε αθλοπαιδιές και ριψοκίνδυνα παιχνίδια τη συσσωρευμένη του ενέργεια και έχει καταπιεσμένη σεξουαλικότητα που ψάχνει διέξοδο με κάθε τρόπο – ακόμα και σε διαστροφές. Είναι εύπιστος και πειθαρχημένος αλλά κατά βάθος τρέφει εχθρικά αισθήματα προς τη γραφειοκρατία και ονειρεύεται να της κόψει τα πόδια (μαζί με τα νύχια) όπως κάνει η μία κόρη στην κούκλα της, μιμούμενη σαδιστικά τις φωνές του πόνου της.
Έχει εξασφαλισμένο ένα σχετικά καλό βιοτικό επίπεδο, αλλά ελκύεται από διάφορα φανταχτερά αντικείμενα που του λείπουν (πχ στέκα που φωσφορίζει στο σκοτάδι). Τα παιδιά έρχονται σε διάφορες δοσοληψίες μεταξύ τους για να αποκτήσουν αυτό που δεν έχουν ( ένα είδος παραοικονομίας) ενώ συχνά αναπτύσσουν ανταγωνιστικές σχέσεις και απειλούν να «καρφώσουν» ο ένας τον άλλον στη γονεϊκή εξουσία. Παράλληλα έρχονται «λαθραία» σε επαφή με το δυτικό κόσμο και επιδίδονται σε έναν άκρατο μιμητισμό, όπως η κοπέλα που μιμείται σκηνές και επαναλαμβάνει ατάκες από το ρόκι, τα σαγόνια του καρχαρία και το φλάσντανς.

Η ρετρό αισθητική (τέλη 70 αρχές 80) δεν είναι τυχαία, ούτε οφείλεται σε κάποια αισθητική εμμονή του σκηνοθέτη. Αντιθέτως, μπαίνει ακριβώς για να ενισχύσει την «υποψία» του θεατή για τους συνειρμούς που κάνει και το χωροχρονικό πλαίσιο στο οποίο αναφέρονται.

Το τέλος της ταινίας περικλείει αντίστοιχο συμβολισμό. Στην καλύτερη περίπτωση αυτό που μας λέει είναι ότι η κόρη στην προσπάθεια της να ξεφύγει από το τείχος, μένει εγκλωβισμένη στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, δέσμια μιας διαφορετικής υποδούλωσης, άλλου τύπου. Το πιθανότερο όμως είναι ότι το τελευταίο πλάνο μας αφήνει επίτηδες με αναπάντητα ερωτήματα. Το μέλλον των λαών είναι άδηλο, αλλά οι τύχες τους είναι πλέον στα χέρια τους. Το σημαντικό είναι ότι κατάφεραν να απελευθερωθούν από την καταπίεση του τείχους.
Κι εδώ ακριβώς φαίνεται η ταξική σκοπιά που επιλέγει η ταινία. Αν είκοσι χρόνια πριν μπορούσαν ίσως να σταθούν τέτοιες απόψεις, σήμερα δεν υπάρχει πλέον το άλλοθι της άγνοιας για την πραγματική ουσία της παλινόρθωσης. Οι καπιταλιστές κατασπάραξαν τους λαούς και κάθε άλλο παρά άκακα γατάκια αποδείχθηκαν.

Θα πει κανείς ότι μπορούμε να δούμε το έργο ανεξάρτητα από αυτή την ανάγνωση και να βρούμε μηνύματα εναντίον του ολοκληρωτισμού. Εξάλλου αν δεν το επεσήμαινε η τζία ελάχιστοι θα είχαν κάνει τη σύνδεση. Είναι κι αυτή μία άποψη. Αλλά είναι λάθος. Κι από τη φάρμα των ζώων πχ μπορεί να βγει ωραίο επιμύθιο, αλλά αν αγνοήσουμε το ιστορικό πλαίσιο χάνεται η μαγεία της αλληγορίας και το πραγματικό νόημα του βιβλίου.

Κι όμως η τζία είχε δίκιο. Το πολιτικό επιμύθιο του κυνόδοντα είναι η εξίσωση του κομμουνισμού με το φασισμό-ολοκληρωτισμό. Κι αυτό είναι το βασικό δόγμα της νέας τάξης πραγμάτων που διακήρυξε το τέλος της ιστορίας πριν εικοσιπέντε χρόνια, κηρύσσοντας έτσι την αιώνια κυριαρχία της. Και πριμοδοτεί εμμέσως με αυτόν τον τρόπο το φασισμό (γιατί δεν μπορεί να το κάνει ευθέως). Αλλά όταν τον δει μπροστά της να θεριεύει καμώνεται την έκπληκτη και την ανήξερη, με περισσή υποκρισία. Ακριβώς όπως οι γονείς της ταινίας.

Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Εξαρτάται μου λες εξαρτάται

Σε κάποια φάση λέγαμε με δυο μουλάδες τα νέα μας και «εκλαϊκεύαμε» τις λαμπρές επαγγελματικές προοπτικές του καθενός με το γνωστό αφορισμό «η ελλάδα δεν παράγει τίποτα».
- Αλλά είναι ιμπεριαλιστική χώρα βέβαια, κατέληξε ο ένας μουλάς με λεπτή ειρωνεία για άλλους εξωκοινοβουλευτικούς χώρους με χαλαρή ιδεολογική και οργανωτική συνοχή (αισθητή ενίοτε και σε πορείες) που συμφωνούν ωστόσο στο εξής ένα: τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού. Άντε και σε ένα δεύτερο: τη συλλήβδην απόρριψη του «υπαρκτού που γνωρίσαμε» από τη δεκαετία του 20 και μετά – με την τίμια εξαίρεση του εκκε.

- Μα τι όνειρα θα’ κανες σε μια χώρα που δε σε λυπάται.
Εντάξει δεν είναι καμία ψωροκώσταινα, αλλά οι εκλαϊκεύσεις σπανίως είναι διαλεκτικές για να χωράνε «ναι μεν αλλά». Έχει βέβαια αποθέματα μπερλίτη, μπετονίτη και χουντίτη (!) όπως μας είχε πει σε μια ομιλία της η αλέκα, τα οποία δεν έχω ιδέα που ακριβώς χρησιμεύουν, αλλά νιώθω μια ασφάλεια που υπάρχουν.
- Εξαρτάται μου λες εξαρτάται. Μεσοβέζικη απάντηση σαν τον ενδιάμεσο και εξαρτημένο χαρακτήρα της ελλάδας. Ή μήπως όχι;

Το βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι αν η ελλάδα είναι ή όχι εξαρτημένη από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αν η ανισότιμη αλληλεξάρτηση αναιρεί ή αναπτύσσει τη θεωρία της εξάρτησης, αν περιλαμβάνει συμπληρώνοντας τη θέση περί εξάρτησης, αν αλλάζει ή διαστρεβλώνει την ανάλυση του λένιν για τον ιμπεριαλισμό κλπ. Κι εδώ οι γνώμες διίστανται.

Δύο τοποθετήσεις που συμπυκνώνουν πολύ καλά τα επιχειρήματα κάθε πλευράς μπορεί να διαβάσει κανείς στα πρακτικά του τελευταίου προσυνεδριακού διαλόγου του κόμματος. Ο βασίλης λιόσης υπερασπίζει την προγραμματική θέση του κόμματος περί ενδιάμεσου και εξαρτημένου χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού, ενώ ο χρήστος μπαλωμένος αναλύει τη θέση του τελευταίου συνεδρίου όπου παραλείπεται ο όρος εξαρτημένος και τονίζονται οι αυξημένες αρμοδιότητες της ελλάδας στην περιοχή των βαλκανίων.

Αν τις διαβάσει κανείς, καταλαβαίνει ότι αμφότερες έχουν βάση και στηρίζονται σε επιχειρήματα. Κι αυτό καταδεικνύει πόσο σύνθετο είναι το ζήτημα που μας απασχολεί.
Ας πάρουμε πχ το θέμα του χρέους, το οποίο είναι μοχλός απόσπασης και μεταφοράς υπεραξίας από τις χώρες οφειλέτες στους δανειστές τους, δηλαδή τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Παράλληλα όμως, οι ιμπεριαλιστικές ηπα για παράδειγμα, έχουν ένα από τους μεγαλύτερους δείκτες δημοσίου χρέους παγκοσμίως και στην ουσία «εξαρτώνται» οικονομικά από την κίνα που έχει εξαγοράσει το σύνολο σχεδόν του χρέους τους. Ποια θεωρία τεκμηριώνεται επομένως από αυτό το παράδειγμα; Της εξάρτησης ή της αλληλεξάρτησης;
Το ίδιο σκεπτικό ισχύει και για τις στρατιωτικές βάσεις. Εάν τις θεωρήσουμε τεκμήριο της εξάρτησης της ελλάδας από τις ηπα, τότε πρέπει να θεωρήσουμε εξαρτημένη χώρα και την ιμπεριαλιστική γερμανία που φιλοξενεί στην επικράτεια της τις μεγαλύτερες νατοϊκές βάσεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Στον αντίποδα, αν η ελλάδα επιχείρησε να παίξει το ρόλο του μικρού ιμπεριαλιστή στα βαλκάνια τη δεκαετία του 90, με την ενεργό ανάμειξη της ελληνικής αστικής τάξης στη «μεταπολεμική ανοικοδόμηση», δεν είναι φανερό ότι η κρίση και το μνημόνιο επανέφεραν τον ελληνικό καπιταλισμό στο πραγματικό του μπόι στην αλυσίδα της ενωμένης ευρώπης;
Αν κάποιος λοιπόν διαλέξει να τεκμηριώσει τη μία ή την άλλη άποψη θα βρει λογικά επιχειρήματα να τη στηρίξει. Οι μονοσήμαντες αναλύσεις αποτυγχάνουν να εξηγήσουν το σύνολο των φαινομένων, κατ’ αναλογία της μερικής ισχύος των θεωριών του κύματος και των φωτονίων για τη φύση του φωτός – αν είναι δόκιμος αυτός ο παραλληλισμός.

Τώρα μας φώτισες! Θα μου πει κάποιος. Μα δεν έχω κάποια φώτα για να τα μοιραστώ με τους υπόλοιπους. Αυτό που επιχειρεί η κε του μπλοκ σε αυτό το κείμενο είναι να θέσει κάποιες βασικές παραμέτρους του προβλήματος αποτολμώντας μια ανακεφαλαίωση και την εξαγωγή ενός δια ταύτα στο τέλος. Αρχικά όμως θα πιάσουμε το νήμα από ένα άλλο σημείο, και συγκεκριμένα από την κρισιακή συγκυρία.

Ένας συνήθης αφορισμός πολεμικής προς το κκε είναι ότι αντιμετώπισε την τρέχουσα κρίση ως μια από τα ίδια: μια τυπική περίπτωση κρίσης υπερσυσσώρευσης που θα κάνει τον κύκλο της χωρίς καινούρια ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ουδέν ψευδέστερον – κατά την αντίληψη μου τουλάχιστον. Όχι μόνο γιατί το κκε τονίζει το βάθος της κρίσης, σημειώνοντας τη σημειακή ανάκαμψη που θα ακολουθήσει την ύφεση. Αλλά κυρίως γιατί το κόμμα επισημαίνει ως καινούριο ποιοτικό χαρακτηριστικό της κρίσης (σε σχέση με το κραχ του 29 πχ) την – σχετικά- συγχρονισμένη εκδήλωσή της στα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Κι αυτό κατά τη δική μου υποκειμενική ερμηνεία είναι ένα στοιχείο στο όποιο βασίζεται η ανάλυση του κόμματος περί αλληλεξάρτησης συνυπολογίζοντας τη συγκυρία και τα πραγματικά γεγονότα, κι όχι ως μια απλή, εγκεφαλική κατασκευή. Κι αυτό το σημειώνω χωρίς να εξετάζω με λεπτομέρειες το χρονικό της σχετικής «διαμάχης» και της διαμόρφωσης των διαφόρων απόψεων (από την περιβόητη θέση 9 στο 17ο συνέδριο, μέχρι τη διατύπωση του 18ου και το άρθρο του λουκά στο ριζοσπάστη περί αλληλεξάρτησης).

Μετά από αυτή την εισαγωγική παρατήρηση περνάμε σε τρία ζητήματα που βρίσκονται στον πυρήνα του θέματος που εξετάζουμε.
Πρώτο ζήτημα: έστω ότι η ελλάδα έχει μέσο επίπεδο ανάπτυξης και σχέσεις ανισότιτμης αλληλεξάρτησης με τις μεγάλες, ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Μπορούμε άραγε αυτή τη θέση να την προεκτείνουμε στο χώρο και το χρόνο;

Καταρχάς ως προς τον χώρο: η εκτίμηση για τον ελληνικό καπιταλισμό (μη εξαρτημένος χαρακτήρας κι αναβαθμισμένος ρόλος στην ευρύτερη περιοχή) έχει ειδική ή γενικότερη ισχύ; Τι γίνεται με τις χώρες με χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης; Εκτιμάμε ότι υπάρχουν γενικά εξαρτημένες χώρες, αλλά ότι ο αναβαθμισμένος ελληνικός καπιταλισμός δεν εντάσσεται σε αυτές ή ότι (από τη στιγμή ειδικά που έχει καταρρεύσει το σύστημα της αποικιοκρατίας) όλες οι «διακρατικές σχέσεις» ορίζονται ως σχέσεις ως σχέσεις ανισότιμης αλληλεξάρτησης;
Και ως προς τον χρόνο: εκτιμάμε ότι η προηγούμενη μας θέση ήταν λανθασμένη; Ότι δηλαδή ο ελληνικός καπιταλισμός είχε πάντοτε αυτά τα χαρακτηριστικά και ότι δεν υπήρξε ποτέ εξαρτημένος – παρά μόνο ενδιάμεσος;

Η απάντηση που θα δώσουμε στο τελευταίο ερώτημα επηρεάζει λογικά και την οπτική μας στα ιστορικά γεγονότα του 20ου αιώνα: από την περίοδο που εξετάζει ο δεύτερος τόμος του δοκιμίου (1949-68) μέχρι και την αμέσως προηγούμενη, με την 6η ολομέλεια του 34(που όρισε την επικείμενη επανάσταση ως αστικοδημοκρατική) και τους αγώνες του ελληνικού λαού για τη λαοκρατία, κατά τη δεκαετία του 40.
Το ερώτημα όμως ισχύει κι αντιστρόφως. Αν ο ελληνικός καπιταλισμός εκείνης της εποχής ήταν πράγματι εξαρτημένος, δεν έχουν αλλάξει έκτοτε βασικά χαρακτηριστικά του; Και δεν έχουν αλλάξει αντιστοίχως τα επαναστατικά καθήκοντα της σημερινής πρωτοπορίας (τα οποία δεν είναι α/δ, αλλά σοσιαλιστικού χαρακτήρα).

Δεύτερο ερώτημα: συνδέεται το ζήτημα της εξάρτησης με τη θέση περί κατοχής της ελλάδας από την τρόικα;
Η αλήθεια είναι ότι κάποιες δυνάμεις (κυρίως μλ ή πατριωτικής αναφοράς) τα προβάλλουν παράλληλα κι ως ένα βαθμό τα ταυτίζουν. Αρχικά ωστόσο είχα την αίσθηση ότι συνιστά «λαθροχειρία» να τα ταυτίζουμε και να τους ασκούμε κοινή πολεμική. Με την έννοια ότι το ιδεολόγημα περί κατοχής (ή χούντας σε άλλες περιπτώσεις) είναι φραστικός βερμπαλισμός με επίκληση στο (πατριωτικό) συναίσθημα. Ενώ η εξάρτηση είναι μια συνεκτική θεωρία που πρέπει να απαντηθεί με επιχειρήματα. Μέχρι που η συζήτηση στα σχόλια μιας ανάρτησης, άλλαξε τελείως την οπτική μου για τα πράγματα.

Αν η πάλη ενάντια στην εξάρτηση συνδέεται (πρακτικά και ετυμολογικά) με το αίτημα για εθνική ανεξαρτησία, τότε το πρόταγμά της - στην τελική της συνέπεια- δεν είναι πολύ διαφορετικό από αυτό της αντικατοχικής πάλης. Το προβληματικό στοιχείο αυτής της ανάγνωσης όμως είναι ότι τείνει να αντιμετωπίζει την ελλάδα όχι ως χώρα με μέσο επίπεδο ανάπτυξης αλλά ως προτεκτοράτο – δηλαδή μισοαποικία. Σε ευθεία αντίθεση με τη θεωρητική επεξεργασία του 6ου συνεδρίου της κομιντερν, που κατέτασσε την ελλάδα στις χώρες με μέσο επίπεδο ανάπτυξης, ορίζοντας αντιστοίχως τα στρατηγικά και τακτικά καθήκοντα για τα κκ αυτών των χωρών. Αν όμως αντιμετωπίσουμε την ελλάδα ως προτεκτοράτο, προκύπτουν λογικά και διαφορετικής φύσης καθήκοντα, αιτήματα, στόχοι πάλης κλπ με ενδιάμεσο χαρακτήρα.

Συνοψίζοντας με ένα παλιό σύνθημα, κυβέρνηση σημίτη, υπάλληλοι του νατο, η ελλάδα δεν είναι προτεκτοράτο. Ούτε όμως και ισχυρή ελλάδα που διαφήμιζε ο σημίτης. Αλλά μια χώρα με ενδιάμεση θέση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα – μπορεί κι εξαρτημένη, δε θα τα χαλάσουμε εκεί.

Τα παραπάνω μας εισάγουν με τη σειρά τους στο τρίτο σημείο που είναι κι άμεσης πρακτικής σημασίας. Η ανάλυση για τη θέση και το χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού υπαγορεύει και αντίστοιχα πρακτικά καθήκοντα. Αυτή η υπαγόρευση όμως δεν είναι μηχανιστική και μονοσήμαντη.
Στη βάση αυτή διαμορφώνεται η εξής – φαινομενικά- αντιφατική κατάσταση. Οι χώροι που θεωρούν την ελλάδα ιμπεριαλιστική χώρα, με ισχυρά μονοπώλια, βάζουν ενδιάμεσους αντιιμπεριαλιστικούς στόχους πάλης (πχ ενάντια στην κατοχή) και αρνούνται τη δυνατότητα άμεσης σοσιαλιστικής επανάστασης και οικοδόμησης (η τελευταία εξάλλου χτυπά ευαίσθητες χορδές συγκεκριμένων δυνάμεων θυμίζοντας τους το σύνθημα για «σοσιαλισμό σε μία χώρα»). Ενώ η δύναμη που αναγνωρίζει την ενδιάμεση θέση της ελλάδας – κοντά στα άλλα και την έλλειψη βαριάς βιομηχανίας- συνδέει τα αντιιμπεριαλιστικά αιτήματα για αποδέσμευση από την εε και μονομερή διαγραφή του χρέους με την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης. Σε αυτό το μηχανιστικό δίπολο η μόνη «συνεπής δύναμη» πρέπει να είναι η κοε, η οποία – αν δεν κάνω λάθος- συνδυάζει την ανάλυση περί εξάρτησης με ένα ενδιάμεσο αντιιμπεριαλιστικό στάδιο, προπαρασκευαστικό του σοσιαλισμού (αν και είναι ζήτημα πως ακριβώς τα συνδυάζει όλα αυτά στην πράξη με την ευρωλαγνεία του συνασπισμού). Ευτυχώς όμως η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη, όπως φαίνεται κι από την επεξεργασία της κομιντερν που αναφέραμε παραπάνω.

Φτάνοντας στο τέλος της ανάρτησης και το δια ταύτα, κρίνω σκόπιμο να επιστρέψουμε στις δύο τοποθετήσεις του προσυνεδριακού που αναφέραμε και τα τελικά τους συμπεράσματα, τα οποία (παραδόξως) δεν χωρίζονται από κάποιο αγεφύρωτο χάσμα. Ο μπαλωμένος πχ λέει: Προσωπικά με έχει ανησυχήσει αν είναι σωστή η χρήση του όρου «εξαρτημένη». Στο βαθμό όμως που χρησιμοποιείται πρέπει να ξεκαθαρίζεται το πραγματικό της περιεχόμενο, σε αντίθεση με παλαιότερες ερμηνείες, πρέπει να θεωρείται συνώνυμος της ενδιάμεσης θέσης και ΤΙΠΟΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ. Είτε λέμε «ενδιάμεση» είτε λέμε «ενδιάμεση κι εξαρτημένη» πρέπει να σημαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Πιθανότατα για να αποφύγει παλιότερες ερμηνείες περί εθνικής αστικής τάξης και σταδίων.
Ενώ ο λιόσης λέει: Αν θεωρούμε ότι το «εξάρτηση» είναι προβληματικό, το αλληλεξάρτηση είναι προβληματικότερο. Δεν μπορεί να αποδώσει τη δυναμική των σχέσεων, συγκαλύπτει τη θέση του ισχυρού, του μεσαίου και του αδύνατου. Αν θεωρούμε ότι κρύβει κινδύνους παρανόησης, ας χρησιμοποιήσουμε άλλους όρους όπως ΑΝΙΣΟΤΙΜΗ αλληλεξάρτηση. 
Κι εγώ ως καλός κεντριστής θα συμφωνήσω βασικά και με τους δύο.

Το ζήτημα βέβαια είναι αν ο λιόσης έχει αλλάξει γνώμη από τότε ή αν δεν έγραψε όλα όσα σκεφτόταν επί του θέματος. Αυτό μπορούμε να το μάθουμε την κυριακή στην παρουσίαση του καινούριου βιβλίου του για την εξάρτησηαπό τις εκδόσεις κψμ. Κι εδώ υπάρχουν μερικά σημεία άκρως ενδιαφέροντα.
Η παρουσίαση του βιβλίου από το μαυρουδέα (με τις απαράδεκτες πρόσφατες δηλώσεις του για την ηγεσία του κκε) και τον καλτσώνη που επισημοποιεί τη διάστασή του με το κόμμα ενώ πιθανότατα είναι αυτός που υπογράφει κείμενα με τα αρχικά δκ στον εργατικό αγώνα.
Η έκδοση του βιβλίου από τις εκδόσεις κψμ, που είναι ναρίτικης αναφοράς – κι ενώ το ναρ διαφωνεί θεωρητικά με τη βασική θέση του βιβλίου και μιλά - απ’ όσο γνωρίζω-  κι αυτό για ανισότιμη αλληλεξάρτηση.
Η επιλεκτική αναφορά με ειδικό κεφάλαιο στις θέσεις του κκε, χωρίς να γίνεται εκτενής κριτική (απ’ όσα φαίνονται στα περιεχόμενα τουλάχιστον) στις θέσεις άλλων δυνάμεων.
Ο ενδιαφέρων δίαυλος που ανοίγει μεταξύ ετερόκλητων απόψεων, οι οποίες ωστόσο συμφωνούν τακτικά και επί του πρακτέου στην ανάγκη ύπαρξης μεταβατικών στόχων.

Σε αυτό το σημείο θα βάλουμε αναγκαστικά μια άνω τελεία, χωρίς να τρέφουμε αυταπάτες ότι εξαντλήσαμε το θέμα.

Βασίλης Κρυονερίτης