Δευτέρα 27 Αυγούστου 2018

Γκριγκόρι Ζινόβιεφ – Λεβ Κάμενεφ: Οι διόσκουροι μπολσεβίκοι που εκτελέστηκαν ως εχθροί του λαού

Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα

Ο Ζινόβιερ και ο Κάμενεφ είναι δύο περιπτώσεις προσωπικοτήτων με σχεδόν κοινή διαδρομή και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ανήκαν στην παλιά φρουρά των μπολσεβίκων και ήταν για πολλά χρόνια στελέχη του Πολίτ-Μπιρό του κόμματος, αλλά δε συνέδεσαν το όνομά τους με τις πιο ηρωικές στιγμές και τις μεγάλες, επαναστατικές κορυφώσεις -αντιθέτως. Συνδέθηκαν ωστόσο μεταξύ τους σε τέτοιο βαθμό, που κατά κανόνα αναφέρονται μαζί ως Διόσκουροι.


Ο Γκριγκόρι Ζινόβιεφ γεννήθηκε το 1883 στην Ουκρανία και το πραγματικό του όνομα ήταν Οβσέι-Γκέρσον Αρόνοβιτς Ραντομισίσκι. Γενέτειρά του ήταν το Ελισάβετγκραντ, που πήρε προσωρινά το όνομά του κι αργότερα το όνομα του Κίροφ, που η δολοφονία του συνδεόταν κατά τραγική ειρωνεία και με την καταδίκη του Ζινόβιεφ. Αυτό δείχνει πάντως πως η προσωπολατρία ήταν ένα γενικό φαινόμενο της εποχής (εξάλλου και ο Τρότσκι απέκτησε για ένα μικρό διάστημα πόλη με το δικό του όνομα) κι όχι κάτι που απέρρεε από τη θέληση του “Πατερούλη” Στάλιν -κι αυτό, αν υποθέσουμε πως πρέπει να εντοπίσουμε την εκδήλωσή του στη μετονομασία πόλεων που είχαν διατηρήσει ονόματα από την τσαρική εποχή.

Ο Ζινόβιεφ σπούδασε Φιλοσοφία, Ιστορία και Λογοτεχνία. Συνδέθηκε στα φοιτητικά του χρόνια με το ΣΔΕΚΡ και πήρε το μέρος του Λένιν τόσο στη διάσπαση με τους μενσεβίκους, όσο και στη σύγκρουσή του με τον Μπογκντάνοφ. Έγινε σε πολύ νεαρή ηλικία μέλος της ΚΕ, ενώ ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρήκε πολιτικό εξόριστο στην Ελβετία. Επέστρεψε το 17′ στο Πέτρογκραντ μαζί με το Λένιν και το περίφημο σφραγισμένο βαγόνι του, ενώ τον ακολούθησε στη Φινλανδία το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, για να γλιτώσουν την εκδικητική οργή της Προσωρινής Κυβέρνησης, μετά τις μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις του Ιουνίου. Αυτή η περίοδος αποτυπώνεται λογοτεχνικά και στο “Γαλάζιο Τετράδιο” (Εκδ. Σύγχρονη Εποχή) του Καζακίεβιτς, με το Λένιν να κρατά σημειώσεις για την μπροσούρα “Κράτος κι Επανάσταση” και το Ζινόβιεφ να διαφωνεί και να αμφιταλαντεύεται.

Αυτός κι ο Κάμενεφ είναι τα μόνα μέλη της ΚΕ των μπολσεβίκων, που τις παραμονές της επανάστασης, ψηφίζουν ενάντια στην επικείμενη εξέγερση. Δημοσιεύουν μάλιστα τη συμφωνία τους σε μια μενσεβίκικη εφημερίδα, προδίδοντας ουσιαστικά το σχέδιο και τις προθέσεις των Μπολσεβίκων -χωρίς αυτό να είναι από μόνο του ικανό να αντιστρέψει τη ροή των γεγονότων.

Ο Λένιν ήταν εξοργισμένος με τη στάση τους, απαιτώντας τη διαγραφή τους από το κόμμα, αλλά δε λήφθηκε άμεσα τέτοια απόφαση. Στη συνέχεια, και λόγω των πυκνών εξελίξεων, ο Ζινόβιεφ και ο Κάμενεφ αξιοποιήθηκαν σε άλλες θέσεις κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, υποστήριξαν το Λένιν και παρέμειναν στην ΚΕ. Ο πρώτος μάλιστα ήταν και ο επικεφαλής των οργανώσεων του Λένινγκραντ, αλλά και της Κομιντέρν -όπου είχε πχ ενεργό ανάμειξη στις ζυμώσεις και τη συζήτηση για τη σχέση της εργατικής κυβέρνησης με τη δικτατορία του προλεταριάτου. Παρόλα αυτά ο Λένιν σημείωνε στη “διαθήκη” του πως η διαφωνία τους το 17′ δεν ήταν τυχαίο γεγονός.


Ο Κάμενεφ γεννήθηκε το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς με το Ζινόβιεφ στη Μόσχα κι είχε εβραϊκή καταγωγή. Σπούδασε στην Τιφλίδα όπου συνδέθηκε με τους σοσιαλδημοκράτες (έτσι ονομάζονταν τότε τα επαναστατικά κόμματα) και μετά τη σύλληψή του, ακολούθησε την πορεία του επαγγελματία επαναστάτη. Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1905 και συνδέθηκε με το Λένιν και τους μπολσεβίκους, μολονότι είχε παντρευτεί την αδερφή του Τρότσκι -που διαφωνούσε μαζί τους μέχρι το 1917.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρήκε τον Κάμενεφ σε διευθυντική θέση στην (μπολσεβίκικη) Πράβδα, η αρθρογραφία της οποίας τον οδήγησε γρήγορα στη σύλληψη και την εξορία της Σιβηρίας. Επέστρεψε στην πρωτεύουσα μετά την πτώση του τσάρου από την αστική επανάσταση του Φλεβάρη. Είχε μάλλον συμφιλιωτικές τάσεις, δυσκολευόμενος να αποδεχτεί την καινούρια γραμμή των Μπολσεβίκων, με βάση τις θέσεις του Απρίλη, και να προσαρμοστεί στα δεδομένα της.

Αφού καταψηφίζει το σχέδιο της εξέγερσης, αξιοποιείται σε διάφορες θέσεις πχ ως επικεφαλής των οργανώσεων στη Μόσχα, και έχει ουσιαστικά κοινή πολιτική πορεία με το Ζινόβιεφ. Μετά από το θάνατο του Λένιν, συμμαχούν προσωρινά με το Στάλιν εναντίον του Τρότσκι στον οποίο διαβλέπουν τάσεις βοναπαρτισμού και το μεγαλύτερο κίνδυνο για το Κόμμα. Στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης, “ξεθάβουν” κριτικές για διάφορα προγενέστερα γεγονότα, σύντομα όμως κάνουν στροφή 180 μοιρών και συγκροτούν μαζί του την “Ενωμένη Αντιπολίτευση” που γνωρίζει συνεχόμενες πολιτικές ήττες μες στο Κόμμα.

Κορυφώνουν την αντιπολιτευτική τους δραστηριότητα το 27′, στην επέτειο για τα δέκα χρόνια από την Οχτωβριανή Επανάσταση, και διαγράφονται. Μετανοούν όμως, ασκούν δημόσια αυτοκριτική, κι έτσι γλιτώνουν τις συνέπειες για δεύτερη φορά στην πολιτική τους διαδρομή. Γίνονται μάλιστα εκ νέου δεκτοί στο κόμμα, μαζί με άλλα στελέχη, στο 17ο Συνέδριο, που είχε πανηγυρικό κλίμα κι ονομάστηκε “Συνέδριο των Νικητών”.

Το κλίμα αλλάζει θεαματικά όμως μετά τη δολοφονία του Κίροφ, το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς. Οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτούν μια πιο σκληρή στάση της ηγεσίας και την εκκαθάριση του κόμματος και του κρατικού μηχανισμού (εν όψει και της επικείμενης πολεμικής σύγκρουσης, καθώς τα σύννεφα ολοένα και πυκνώνουν πάνω από την ΕΣΣΔ), που πλήττει κυρίως μεσαία και ανώτερα πολιτικά και στρατιωτικά στελέχη.

Η καταδίκη των Ζινόβιεφ, Κάμενεφ κι ορισμένων άλλων στελεχών εγκαινιάζει τις λεγόμενες “Δίκες της Μόσχας”, που είναι αδύνατο να αναλυθούν εκτενώς στο πλαίσιο του σημειώματος, για αυτό θα περιοριστούμε στα γεγονότα κι ορισμένες αφοριστικές εκτιμήσεις.

Οι Ζινόβιεφ και Κάμενεφ παραδέχονται αρχικά την επαφή τους με ανήθικα άτομα, ενώ στο Λένινγκραντ όπου έγινε η δολοφονία του Κίροφ, υπάρχουν ακόμα κάποιοι οπαδοί του Ζινόβιεφ. Στη συνέχεια στοιχειοθετείται η κατηγορία της συνειδητής κι οργανωμένης αντισοβιετικής δράσης ενός “τροτσκιζηνοβιεφικού κέντρου” που έχει επαφές και με τον Τρότσκι στο εξωτερικό.

Όλες οι καταδίκες βασίζονται και στις ομολογίες των κατηγορούμενων, που έχουν σπασμένο ηθικό, μακριά από το υψηλό φρόνημα που θα άρμοζε σε έναν επαναστάτη. Η δίκη είχε πρακτικά, που κυκλοφόρησαν και στα ελληνικά, κι έγινε δημόσια, παρουσία ξένων αξιωματούχων, στοιχεία που δε συνηγορούν υπέρ του κλασικού σχήματος περί “δίκης-παρωδίας”.

Η θεωρία συνωμοσίας που εξηγεί τη δολοφονία του Κίροφ ως έργο της σταλινικής ηγεσίας για να εξαπολύσει κυνήγι μαγισσών κι ενα λουτρό αίματος κατά των εσωκομματικών αντιπάλων της, αδυνατεί να εξηγήσει γιατί χρειαζόταν σε αυτήν την περίπτωση η “σκηνοθεσία” του Συνεδρίου των Νικητών που επανέφερε στο προσκήνιο τα στελέχη μιας πολιτικά ηττημένης Αντιπολίτευσης. Όπως και να έχει είναι μάλλον φαιδρό να ισχυρίζεται κανείς πως η σοβιετική εξουσία επέβαλε ένα κύμα “κόκκινης τρομοκρατίας”, σκιαμαχώντας εναντίον ενός φανταστικού εχθρού, χωρίς να υπάρχει καμία αντιπολιτευτική δράση με αντικαθεστωτικές αιχμές κι επαφές με το εξωτερικό, που θα μπορούσε να γίνει εξαιρετικά επικίνδυνη σε ένα ενδεχόμενο πολέμου, διασπώντας το ενιαίο αρραγές μέτωπο. Κι αυτή ίσως να είναι η πολιτική ουσία πέρα από όσα στοιχεία προέκυψαν στη διάρκεια των δικών.


Ο επίλογος της υπόθεσης γράφεται μισό αιώνα αργότερα, με την αποκατάσταση των Ζινόβιεφ και Κάμενεφ από την περεστρόικα του Γκορμπατσόφ. Μια κίνηση που ασφαλώς δεν ήταν τυχαία, δεν κατατάσσει απαραίτητα όμως τους Διόσκουρους στο ίδιο τσουβάλι με τον συνειδητά αντεπαναστάτη Γκορμπατσόφ που μπορούσε να αξιοποιήσει τα πάντα και τους πάντες στον αντισταλινικό, αντισοβιετικό ζήλο του.

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

Ο καπιταλισμός ή θα είναι καταπιεστικός κι εκμεταλλευτικός ή δε θα υπάρξει…

Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα

Αν η διάσπαση του ΚΚΕ το 68′ είχε διεθνή διάσταση, αυτή θα ήταν η εμφάνιση του ρεύματος του ευρωκομμουνισμού. Και για κάποιους, η “άνοιξη της Πράγας”. Ίσως κάποιοι “ανανεωτές” βρήκαν σε αυτήν το ιδεολογικό άλλοθι που χρειάζονταν, για να καλύψουν τη διαφωνία τους, ενώ θα είχαν άλλη άποψη αν είχαν κερδίσει την υποστήριξη των Σοβιετικών. Ακόμα κι έτσι ωστόσο δεν παύει να υπάρχει ένας βαθύτερος οργανικός δεσμός, έστω κι αν συνειδητοποιήθηκε αργότερα στην πορεία.
Το βασικό θεωρητικό ζήτημα που τέθηκε -σύμφωνα με τις δικές τους διακηρύξεις- είναι ο περιβόητος τρίτος δρόμος, το ερώτημα αν μπορούσε να οικοδομηθεί ένα διαφορετικό μοντέλο σοσιαλισμού, που θα μπορούσαμε να το παραφράσουμε (διακωμωδώντας το) κι ως εξής: είναι εφικτός ένας άλλος άλλος κόσμος;

Σε μια πρόσφατη έκδοση του ΔΟΛ για τα 50 χρόνια από τη διάσπαση του ΚΚΕ, ο Πρετεντέρης έγραφε πως το 68′ ήταν μια εμφατική αρνητική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα: ο σοσιαλισμός και το κομμουνιστικό κίνημα ήταν καταδικασμένο να υπάρξουν με τη συγκεκριμένη μορφή κι ανίκανα να μεταρρυθμιστούν ή να εξελιχθούν. Κρατήθηκαν με αυτά τα χαρακτηριστικά για άλλα είκοσι χρόνια κι οδηγήθηκαν υποχρεωτικά -νομοτελειακά θα λέγαμε στη δική μας διάλεκτο- στη χρεοκοπία και την “κατάρρευση”.

Ο Πρετεντέρης μας σερβίρει το χρεοκοπημένο ιδεολόγημα περί τέλους της ιστορίας, φτιάχνοντας όμως ένα δίπολο με τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αν δεν είσαι μαζί του και με το τέλος της ιστορίας, είσαι με τους ανανεωτές και τις ελπίδες για την άνοιξη της Πράγας. Αλλιώς ανήκεις στα χρεοκοπημένα “απολιθώματα” της ιστορίας. Είναι όντως έτσι;

Ο περίφημος τρίτος δρόμος κατέληξε σύντομα στην αγκαλιά του καπιταλισμού, τόσο στη δυτική όσο και στην “ανατολική” του εκδοχή. Στην Τσεχοσλοβακία έδειξε με είκοσι χρόνια απόσταση τι σήμαιναν στην πράξη οι ωραίες διακηρύξεις του για έναν καλύτερο σοσιαλισμό, με μια “βελούδινη” αντεπανάσταση που τον ανέτρεψε. Στη Δύση, ο ευρωκομμουνισμός έχασε σύντομα κάθε λόγο διακριτής ύπαρξης από τη σοσιαλδημοκρατία, ενώ σήμερα δείχνει επί τω έργω κι από κυβερνητικές θέσεις το είδος του “κομμουνισμού” και της Αριστεράς που πρεσβεύει.

Τα φληναφήματα για ένα σοσιαλισμό χωρίς δικτατορία του προλεταριάτου κατέληξαν στη δικτατορία της αστικής τάξης. Και η γλυκερή αυταπάτη ενός δημοκρατικού τρίτου δρόμου χωρίς επαναστατική βία -που είναι ενάντια στη “δημοκρατία”- οδήγησε στην ταχύτατη ενσωμάτωση στο σύστημα που θεωρητικά επιχειρούσαν να αλλάξουν από τα μέσα, με τα δικά του εργαλεία (πχ εκλογές). Αν αποδείχτηκε κάτι από όλα αυτά, δεν είναι η αδυναμία του σοσιαλισμού να εξελιχθεί, αλλά η ουτοπία ενός καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο και μιας αστικής τάξης που θα πειθόταν με δημοκρατικά μέσα να απαρνηθεί τα προνόμιά της και τη φύση της. Για να το θέσουμε παραφράζοντας ένα γνωστό σύνθημα των ευρωκομμουνιστών: “ο καπιταλισμός ή θα είναι εκμεταλλευτικός-καταπιεστικός ή δε θα υπάρξει…”

Κάτι ακόμα, σχετικά με αυτό το “από μέσα”. Ο σοσιαλισμός μπορούσε όντως να αλωθεί από μέσα, δηλαδή από τις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος, γιατί δεν επικρατεί αυτόματα-μηχανιστικά. Παλεύει με τις επιβιώσεις του παλιού, φέρνει στο προσκήνιο ως βασικό παράγοντα την πολιτική, δηλαδή τη συνειδητή δράση των υποκειμένων και σε αυτήν δεν είναι τίποτα δεδομένο, μια για πάντα. Ούτε καν ο επαναστατικός χαρακτήρας του κόμματος, της οργανωμένης πρωτοπορίας, που τελικά αλώθηκε από εχθρικά στο σοσιαλισμό στοιχεία, με προβιά κομμουνιστή και συνθήματα για έναν καλύτερο (ή περισσότερο) σοσιαλισμό.

Όπως ο καπιταλισμός δε νοείται χωρίς τα βασικά χαρακτηριστικά του, που είναι η εμπορευματική παραγωγή και το κυνήγι του κέρδους -ενώ το πολιτικό εποικοδόμημα μπορεί να ποικίλει- έτσι και ο σοσιαλισμός δεν υφίσταται χωρίς κάποιες δικές του βασικές προϋποθέσεις: την εξάλειψη των ιδιωτικών κεφαλαίων και του ιδιωτικού κέρδους, την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και τη δικτατορία του προλεταριάτου, που είναι ευρέως συκοφαντημένη έννοια.

Η σοσιαλιστική εξουσία έχει ως σκοπό της το μετασχηματισμό του κόσμου και η λειτουργία της έχει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με την έννοια της καλλιέργειας. Για να αποδώσει καρπούς, δεν πρόκειται να αφήσει γενικά “όλα τα λουλούδια να ανθίσουν”, γιατί ανάμεσά τους υπάρχουν αγριόχορτα, παράσιτα και ζιζάνια, που πρέπει ασφαλώς να καταπολεμηθούν, με “διοικητικά” μέτρα.
Όταν η σοσιαλιστική εξουσία καλείται να λάβει δυναμικά μέσα αντιμετώπισης μιας κατάστασης, αυτά έχουν κυρίως αμυντικό χαρακτήρα, όπως ακριβώς το Τείχος του Βερολίνου. Δεν είναι μια δικτατορική επίδειξη δύναμης, αλλά μια “αδυναμία” έγκαιρης αντιμετώπισης των προβλημάτων, προληπτική αντιμετώπιση των αδυναμιών στις οποίες πατά η αντεπανάσταση για να εκδηλωθεί και να οξύνει τη λαϊκή δυσαρέσκεια.

Η δικτατορία του προλεταριάτου περιλαμβάνει αναπόφευκτα βίαια και κατασταλτικά μέτρα -αλλιώς δε θα ήταν δικτατορία- χωρίς όμως να εξαντλείται σε αυτά. Κι εδώ μπορούμε να θυμηθούμε μια αποστροφή των κλασικών που όριζαν την επανάσταση ως το πιο “βίαιο κι αυταρχικό” πράγμα που μπορεί να δει κανείς. Αλίμονο αν πιστεύει κανείς πως μπορούμε να κάνουμε χωρίς τέτοιες μεθόδους -ιδιαίτερα στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες στις οποίες εμφανίστηκαν τα επαναστατικά εγχειρήματα του εικοστού αιώνα- ή ότι η πορεία της επανάστασης θα είναι εύκολη κι ανέμελη νίκη, σαν υγιεινός περίπατος στην εξοχή (στα λιβάδια, με ξέπλεκες κοτσίδες, όπως λέει το σχετικό κλισέ). Το πρόβλημα δεν είναι η ύπαρξη δικτατορίας, αλλά πως αυτή θα είναι όντως του προλεταριάτου, θα επιβεβαιώνει τη λειτουργία της ως όργανο κυριαρχίας μιας τάξης που αλλάζει επαναστατικά τον κόσμο και δε θα εκφυλιστεί, ούτε θα την οικειοποιηθούν ηγετικά στελέχη που θα βλέπουν το δικό τους ιδιωτικό συμφέρον.

Ο σοσιαλισμός είναι εξ ορισμού μια μεταβατική διαδικασία, μια διαρκής εξέλιξη, ένα προτσές, προς την αταξική κοινωνία του μέλλοντος. Δεν μπορεί να μείνει στάσιμος, γιατί αλλιώς θα υποχωρήσει -όπως περίπου έγινε και στις επαναστάσεις στην Ευρώπη. Διδάσκεται από την πείρα του, από τα ίδια τα λάθη και τις αντιφάσεις του. Θα γυρίσει στο ιστορικό προσκήνιο δριμύτερος και πιο σοφός, χωρίς τις αυταπάτες του παρελθόντος, όχι όμως χωρίς λάθη και άλλες αντιφάσεις -αλλιώς δε θα ήταν σοσιαλισμός και θα περνούσαμε κατευθείαν στον κομμουνισμό.

Ο σοσιαλισμός και οι κομμουνιστές μπορούν να αλλάξουν, να εξελίσσονται διαρκώς, αυτός είναι όρος της ύπαρξής τους -πολύ διαφορετικός από την “ανανέωση” που επαγγέλλονταν οι ευρωκομμουνιστές και τη σοσιαλδημοκρατική σκουριά στην οποία κατέληξαν. Αυτό που δε γίνεται όμως είναι να απολέσουν τα βασικά τους χαρακτηριστικά και να συνεχίσουν να είναι κομμουνιστές, να επιδιώκουν δηλαδή να αλλάξουν τον κόσμο και να τον απαλλάξουν από την εκμετάλλευση και την καταπίεση.


Με αυτήν -και μόνο με αυτήν- την έννοια, έχει δίκιο ο Πρετεντέρης. Οι κομμουνιστές μπορούσαν να υπάρξουν μόνο με αυτή τη συγκεκριμένη μορφή και όχι σα μια εκδοχή κυβερνώσας αριστεράς που ζούμε σήμερα -άσχετα αν ο ίδιος ο Πρετεντέρης και το ΔΟΛ κάνουν τα πάντα για να μας τους παρουσιάσουν ως “κομμουνιστές”.

Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

La casa de papel – Η ονείρωξη του Λαφαζάνη

Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα

Το “χάρτινο σπίτι” όπως μεταφράζεται επί λέξει το “Casa de Papel”, είναι μια σειρά ισπανικής παραγωγής που αναφέρεται σε μια ληστεία στο Εθνικό Νομισματοκοπείο στη Μαδρίτη. Στα ελληνικά μεταφέρθηκε με τον τίτλο “η τέλεια ληστεία” αν και στην πραγματικότητα βλέπουμε πώς περιπλέκεται και στραβώνει το αρχικό “τέλειο σχέδιο” οκτώ ληστών και του καθηγητή που τους εκπαίδευσε, ως ο εγκέφαλος της επιχείρησης. Ως εδώ η περιγραφή μοιάζει λίγο με το “The Κόπανοι” του Γ. Κωνσταντίνου, αλλά οι ομοιότητες είναι απλά και μόνο εξωτερικές.

Η δράση είναι πυκνή, ενίοτε καταιγιστική και τα 15 επεισόδια των δύο πρώτων κύκλων αναφέρονται σε γεγονότα που δεν ξεπερνούν συνολικά τη μια βδομάδα, στο χωροχρόνο της σειράς, αν και υπάρχουν συχνές αναδρομές στους πέντε μήνες της προετοιμασίας και της εκπαίδευσης των ληστών για την εφαρμογή του σχεδίου.


Η επιτυχία της σειράς ήταν τέτοια που έκανε το γνωστό Netflix να ενδιαφερθεί και να αγοράσει τελικά τα δικαιώματά της. Μια λογική κίνηση αφού το Casa de Papel τα έχει στην κυριολεξία όλα. Κι η κυριολεξία εδώ περιλαμβάνει ακόμα και τις άσχημες πλευρές, αδυναμίες κι αντιφάσεις.

Η σειρά έχει πχ σκηνές που μοιάζουν, μυρίζουν ή μάλλον βρωμάνε Ταραντίνο από χιλιόμετρα, με τους ληστές να σημαδεύουν ο ένας τον άλλο με πιστόλια, αλλά (τους βάζει να) αναγνωρίζουν με αυτοσαρκασμό, γιατί δεν παίζουν σε δική του ταινία και πρέπει να ηρεμήσουν.

Έχει στοιχεία “αμερικανιάς” και μερικά κλισέ, αλλά δεν εξυμνεί τους καλούς αστυνομικούς, όπως θα έκανε κάθε made in USA παραγωγή που σέβεται την τηλεθέαση, τους χορηγούς και το μέλλον της στην τηλεόραση. Ίσα-ίσα που δεν τηρεί καν ίσες αποστάσεις και παίρνει θέση υπέρ των ληστών, παρουσιάζοντάς τους ανθρώπινους, συμπαθείς, ακόμα και ιδεολόγους, ως ένα σημείο. Λίγο-πολύ στο πνεύμα των γνωστών στίχων του Σιδηρόπουλου.

Ληστέψανε την τράπεζα
και τι με νοιάζει εμένα
δεν είμαι με κανένα.
Σου λέω καλά της κάνανε
γιατί μας προκαλούσε,
γεμάτη εκατομμύρια,
ενώ κι ο Θεός πεινούσε.
(…)
Άντε και καλή τύχη μάγκες…

Μεγάλο μέρος της επιτυχίας του σχεδίου εξάλλου βασίζεται ακριβώς στην έξωθεν καλή μαρτυρία των ληστών, ενάντια στην εκστρατεία συκοφάντησής τους από την αστυνομία. Προς το τέλος καταλήγουν μάλιστα να κάνουν κάτι σαν… ληστεία λαϊκής βάσης, μια επιχείρηση σοσιαλ-ληστών, αλλά αυτά θα τα δείτε καλύτερα και μόνοι σας.


Η ιστορία είναι αρκετά ρεαλιστική για να σε κρατήσει, φαίνεται ιδιοφυής στη σύλληψη, αλλά όσο προχωρά και ξετυλίγεται το νήμα της, μένουν διάφορα κενά και τρύπες στην εξέλιξη, ενώ κάποια γεγονότα είναι τραβηγμένα από τα μαλλιά, με μια σειρά συμπτωματικών συμπτώσεων, για να προκληθεί σασπένς σε κάθε επεισόδιο. Κατά συνέπεια το πράγμα αρχίζει να ξεχειλώνει σε κάποια σημεία, αφήνοντάς μου προσωπικά παρόμοια αίσθηση με τον “Κώδικα Ντα Βίντσι” όπου εντυπωσιάζεσαι από τις πρώτες σελίδες, αλλά κάπου χάνεις το ενδιαφέρον σου, γιατί πρόκειται για μια κορύφωση διαρκείας, που ακυρώνει εν μέρει τον εαυτό της.

Μιας και μιλάμε για ξεχείλωμα, είναι απορίας άξιο τι θα βρουν να κάνουν οι υπεύθυνοι της σειράς στον τρίτο κύκλο της, που έχει προαναγγελθεί για το 19′, μολονότι οι δύο πρώτοι στέκονται αυτοτελώς και δεν αφήνουν την ανάγκη για έναν τρίτο. Οι λόγοι είναι εύλογοι και η ανάλυσή τους περισσεύει, από τη στιγμή που μπήκε στη μέση το Netflix. Κι αυτή η δικτατορία της επιτυχίας είναι μια βασική αιτία που καταστρέφει πολλές σειρές που έγιναν όμηροι της δικής τους απήχησης, παρασύρθηκαν, σύρθηκαν παραπάνω από όσο έπρεπε δηλαδή και δεν έκλεισαν εγκαίρως τον κύκλο τους, παρά περιφέρονταν ως άταφα πτώματα, μέχρι που άρχισαν να σαπίζουν.

Η σειρά έχει πολύ καλές ερμηνείες, υψηλότατου επιπέδου, αλλά και μια βασική πρωταγωνίστρια-αφηγήτρια, την Τόκιο (γιατί οι δράστες έχουν βασικά ονόματα πόλεων ως ψευδώνυμα) που είναι αρκετές σκάλες κάτω από όλους τους άλλους, κατά τη γνώμη μου, κερδίζει όμως το ενδιαφέρον των ανδρών τηλεθεατών, αλλά και των ελληνικών ΜΜΕ, με την πρόσφατη παρουσία της στη χώρα μας.

Παρά τα διάφορα κενά, το Casa de Papel φροντίζει να δημιουργεί πολύ δυνατούς χαρακτήρες-ρόλους (papel εξάλλου σημαίνει και ρόλος εκτός από χαρτί) και έντονες σχέσεις μεταξύ τους, καθημερινές κι ανθρώπινες. Όπως μου είπε και μια φίλη, με την οποία συζητούσαμε για τη σειρά, είχε αγωνία κάθε βράδυ που πήγαινε για ύπνο, μετά από δύο-τρία επεισόδια, να μην πάθουν κάτι κακό στα επόμενα. Έχει όμως κι εξαιρέσεις στον κανόνα, την εξής μία (καλά θα την/τον καταλάβετε από την πρώτη αρχή), που εύχεσαι να πεθάνει από τα πρώτα λεπτά και φτάνει όντως κοντά, αλλά είναι πάντα εκεί, γιατί έχει ένα συγκεκριμένο ρόλο να επιτελέσει.
Άφησα για το τέλος το καλό (;) για να κάνουμε πολιτικό φινάλε. Η σειρά έχει ξεκάθαρες αναφορές στους αγανακτισμένους που ξεκίνησαν άλλωστε από την Ισπανία (Que hora es, estamos despiertos ya…), την αστυνομική τους καταστολή, τη μητριαρχία και την πατριαρχία εντός της ομάδας των ληστών -αλλά ούτε ένα τσιτάτο του Ένγκελς απ’ την καταγωγή της οκογένειας… Κάνει μια ανάλυση επιπέδου Βαρουφάκη στο τελευταίο επεισόδιο για τα χρήματα που μπορεί να αντιστοιχούν σε αέρα κοπανιστό αλλά βαφτίζονται ένεση ρευστότητας για το τραπεζικό σύστημα. Έχει μάσκες του Νταλί και κόκκινες φόρμες, που παραπέμπουν κάπως συνειρμικά στη μάσκα του V for Vendetta. Και επιβεβαιώνει το Ζαραλίκο που εκτιμά πως παράγουμε περισσότερο “Bella Ciao” από όσο μπορούμε να καταναλώσουμε. Υπάρχει μάλιστα μια σκηνή με τον εγκέφαλο και τον υπαρχηγό, που το τραγουδάνε συγκινημένοι, την τελευταία νύχτα πριν την επιχείρηση, λες και ξεκινάν να βγουν στο βουνό (αλλά την κατέβασαν από το Youtube).


Αλλά όπως σημειώνει μια άλλη φίλη, αποφεύγει τα “σεσημασμένα” και χρωματισμένα τραγούδια του ισπανικού εμφυλίου, που μπορεί να ξυπνούσαν πάθη και αντιδράσεις στο τηλεοπτικό της κοινό που αργότερα βέβαια έγινε διεθνές. Ενώ το Bella Ciao είναι πιο διεθνές και -δια της συχνής επανάληψης ακόμα και σε διασκευή στη Μύκονο- αποφορτισμένο.

Σε κάθε περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με νομισματοκοπείο, έκδοση χρήματος, που είναι η ονείρωξη του Λαφαζάνη και μια ληστεία που αν ήμασταν σε πιο πολιτικοποιημένες εποχές, θα την παρουσίαζαν -ξέρω εγώ- σα συνέχεια των αντίστοιχων επιχειρήσεων των μπολσεβίκων στον Καύκασο, για να χρηματοδοτήσουν τις επαναστατικές δράσεις τους, παρά τις αντιδράσεις των μενσεβίκων, που σοκάρονταν με τέτοιες μεθόδους. Κι αν είχε γυριστεί μέχρι το 2015, είναι εντελώς σίγουρο πως το διαφημιστικό της ΛΑΕ με το Λάφα, δε θα είχε απλά ένα ταξί, αλλά κανονική σκηνή απ’ τη σειρά. Μη σου πω κιόλας ότι οι (σοσια)ληστές θα έβαζαν μάσκα Λαφαζάνη, αντί για μάσκα Νταλί, δείχνοντας με τη δράση τους πως το αστικό κράτος κι οι δυνάμεις καταστολής του δεν είναι πανίσχυρα, όπως νομίζουμε.

Δεν είναι εύκολο να αποφασίσεις τελικά αν τα αριστερίζοντα στοιχεία συγκαταλέγονται στα θετικά ή τα αρνητικά σημεία της σειράς. Σίγουρα όμως δίνουν ένα ιδιαίτερο χρώμα και μια καλτ αίσθηση. Ή μάλλον προλεκάλτ, αφού έχουμε ακόμα κι έναν ανθρακωρύχο από την Αστούρια, γεννημένο την Πρωτομαγιά, που έφαγε τη μισή ζωή του σκάβοντας τούνελ και θέλει να βρει μια διέξοδο, κάτι διαφορετικό, να νιώσει τη γλυκιά πλευρά της ζωής, ότι είναι ωραία, λα βίτα ε μπέλα.


Ω μπέλα τσάο, μπέλα τσάο, μπέλα τσάο-τσάο-τσάο…

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2018

Γάτα – ο σύντροφος με τα μουστάκια

Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα

Χτες ήταν η παγκόσμια ημέρα της γάτας, η οποία συμπίπτει με την παγκόσμια ημέρα του οργασμού κι ίσως να μην είναι τυχαίο. Πολλοί βέβαια βλέπουν στις γάτες ένα υποκατάστατο για τον ερωτικό σύντροφο που δεν έχουν, οπότε δε συνδυάζουν τις δύο γιορτές. Κι είναι σαν ιστορία από τη σειρά Καστράτο του Αρκά, με την Λουκρητία που είναι απελπιστικά διαθέσιμη και απεγνωσμένη για σεξουαλική επαφή.

Ο οργασμός είναι ζωώδης κι εγκεφαλικός ταυτόχρονα, κάπως σαν τις γάτες που συνδυάζουν και τα δυο στοιχεία. Μπορεί πχ να μην ασχοληθεί μαζί σου, παρά μόνο τη στιγμή που θα πεινάσει και θα σου τριφτεί για να την ταΐσεις, μένοντας απόμακρη και ξαπλωμένη όλη την υπόλοιπη ώρα. Παρόλα αυτά παραμένει εξαιρετικά ευκίνητη, για να σου ξεφύγει, ενώ το ανθρώπινο είδος αν ακολουθήσει την ίδια συνταγή (μαμ-κακά και νάνι), θα καταλήξει μπαούλο ακίνητο, όπως πολλοί άρρωστοι του ανεπτυγμένου κόσμου που πάσχουν από παχυσαρκία.

Την άλλη στιγμή όμως, η γάτα μπορεί να γίνει δραστήρια, χαδιάρα και παιχνιδιάρα. Εκεί δεν είναι άλλωστε που επιβεβαιώνουμε και εμείς την ανθρώπινη υπόστασή μας; Όταν κάνουμε κάτι για τη δική μας ευχαρίστηση και όχι γιατί είμαστε υποχρεωμένοι, όπως με την εργασία και τον καταναγκαστικό χαρακτήρα της. Καμία γάτα όμως δε θα ήταν τόσο χαζή ώστε να δουλέψει για να εξασφαλίσει το προς το ζην. Κάτι που μας θυμίζει μια ατάκα του Ψάλτη για τις διαφορές του ανθρώπου από τα ζώα, καθώς ο πρώτος ασφαλίζεται στο ΙΚΑ -που κανένα ζώο δε θα δεχόταν να το κάνει.

Ο άνθρωπος βλέπει στη γάτα μια αρχοντική ομορφιά, μιλάει για γατίσια μάτια, για γυναίκες που γίνονται γατούλες ή ενίοτε και αγριόγατες, βγάζοντας νύχια, αν και λίγα πράγματα προσφέρουν πιο γελοίο θέαμα από ανθρώπους που προσπαθούν να μιμηθούν τη χάρη της γάτας και διάφορα κακέκτυπα της Αλίκης Βουγιουκλάκη, που νιαουρίζουν: “Νιάου βρε γατούλα, με τη ροζ μυτούλα…”
Οι γάτες γουργουρίζουν από ευχαρίστηση όταν τις χαϊδεύεις, τρίβονται για να κερδίσουν την προσοχή σου, αλλά καλύτερα να περιορίσεις τους παραλληλισμούς και τα “ψιτ” μονάχα στις τετράποδες γατούλες, αλλιώς σου αξίζει να γίνεις βούκινο και να φύγεις σα βρεγμένη γάτα.

Αλλά η σεξουαλική επαφή για τις γάτες δεν έχει πολλά εγκεφαλικά στοιχεία. Προσφέρει πόνο για τις θηλυκές και ικανοποίηση ενός βιολογικού ενστίκτου για τα αρσενικά, που παίρνουν την πρωτοβουλία και φωνάζουν κατά τη διάρκεια της πράξης. Ο Ιωαννίδης (ο παλιός προπονητής του μπάσκετ) είχε πει σε μια συνέντευξη τύπου “σκούζει ο γάτος, ενώ είναι από πάνω”, υπονοώντας πως ο αντίπαλος προπονητής διαμαρτυρόταν για τη διαιτησία, ενώ τον είχαν ευνοήσει. Ήταν όμως κι εξαιρετικά προληπτικός, οπότε είχε τρελαθεί βλέποντας σε ένα Φάιναλ Φορ του Άρη πως η ομάδα κατέλυσε σε ένα ξενοδοχείο που είχε στο θυρεό του μια μαύρη γάτα.

Εκτός από την ομορφιά, ο άνθρωπος απέδωσε στις (μαύρες) γάτες και την κακοτυχία, μες στην τόση “σοφία” του. Κι αυτό είχε εμπνεύσει κάποιους αναρχικούς να βαφτίσουν έτσι “μαύρος γάτος” τη δική τους ομάδα στη Θεσσαλονίκη. Αν και μπορεί να πήραν την έμπνευση από το ομώνυμο τραγούδι των δύο Παπακωνσταντίνου (με την ερμηνεία του Βασίλη και τους στίχους του Θανάση). Αλλά οι γάτες είναι κυρίως έξυπνες, παμπόνηρες και αποτυπώθηκε και αυτό σε διάφορα τραγούδια κατά καιρούς.










Μια άλλη τετριμμένη ανάλυση είναι πως οι γάτες είναι αστικά ζώα, εγωίστριες και καπιταλιστές, που δε σε αγαπούν πραγματικά αλλά σε θέλουν για να σε εκμεταλλευτούν κι ύστερα δε σου δίνουν καμία σημασία. Σε αντίθεση με τους σκύλους που είναι πιστοί κι αφοσιωμένοι, μέχρι θανάτου. Στην πραγματικότητα, οι γάτες είναι απλώς ανεξάρτητες, πιο αυτάρκεις, δε χρειάζονται αφεντικά και έχουν την ουρά τους κυρίως για να κρατάνε ισορροπία κι όχι για να την κουνάνε με υποτέλεια στους ανώτερους, γεμίζοντάς τους σάλια, ούτε για να γίνουν ουρά κάποιου άλλου.

Είναι μεγάλο ψέμα όμως πως δεν αγαπάν τους ανθρώπους που τις φροντίζουν κάθε μέρα και πως δεν έχουν αισθήματα. Και η μοναδική τους σχέση με το σύστημα, είναι πως έχουν και αυτές την έγνοια να σκεπάσουν τις ακαθαρσίες τους, για να μην τις μυριστεί κανείς. Με τη διαφορά βέβαια πως αυτές είναι πολύ καθαρά ζώα, σε αντίθεση με την ανίατη κι εγγενή βρομιά του συστήματος, και πλένουν οι ίδιες τον εαυτό τους -κι ας φοβούνται το νερό.

Οι γάτες δε χρειάζονται τη βασική αντίθεση με τους σκύλους, γιατί έχουν τις δικές τους διαλεκτικές αντιφάσεις να λύσουν. Μπορεί πχ να σκαρφαλώσουν σε ένα δέντρο, με θαυμαστό θάρρος και ευλυγισία, αλλά να εγκλωβιστούν και να αρχίσουν να νιαουρίζουν καλώντας σε βοήθεια, αν βρεθούν πολύ ψηλά. Και όταν σπεύσει η ανθρώπινη βοήθεια, να φοβούνται όταν τις πλησιάσει πολύ κάποιος άγνωστος και να ξεφεύγουν μόνες τους, για να τον αποφύγουν…

Οι γάτες είναι πολύ καλοί τερματοφύλακες, που πιάνουν πουλιά στον αέρα -ενίοτε στην κυριολεξία και υπάρχουν μια σειρά ανεβασμένα βίντεο που το αποδεικνύουν. Καμία γάτα δε θα έτρωγε πχ τα γκολ που δέχτηκε ο Κάριους στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ και ο Γιάννης Α-Γιάννης το ξέρει αυτό από πρώτο χέρι. Μπορεί να μη διακρίνουν πολλά σε μεγάλη απόσταση, αλλά μες στη μικρή περιοχή καθαρίζουν όλες τις φάσεις κι ό,τι κινείται: από ποντίκι, μέχρι κουβάρια με κλωστή, σα σύγχρονος Θησέας.

Οι γάτες είναι επίσης πολύ καλοί… απορροφητήρες κάθε έγνοιας και στενοχώριας. Και το μόνο που σου ζητούν για αντάλλαγμα, είναι να ρουφάς εσύ τις τρίχες τους, με την ηλεκτρική σκούπα, που μπορεί να τις φοβίζει με το θόρυβο που κάνει.


Οι γάτες, με δυο λόγια, μπορεί να μην είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου, γιατί είναι αυτάρκεις και δεν έχουν ανάγκη από φίλους, είναι όμως ένας πολύ καλός σύντροφος. Σα να λέμε ο σύντροφος με τα μουστάκια, όπως και τα γατιά στη φωτογραφία…


*Όπως με πληροφόρησε ένας σ/φος η ομάδα λέγεται “Μαύρη Γάτα” (κι όχι μαύρος γάτος) και πήρε το όνομά της από το αντίστοιχο σύμβολο της ισπανικής αναρχοσυνδικαλιστικής οργάνωσης CNT. Το σημειώνω ως υστερόγραφο προς αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας.

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018

Και τι να έκανε η κυβέρνηση; -Και τι δεν έκανε…

Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα

Πρέπει να είναι κανείς απονήρευτος ή απλά τυχερός για να μην έχει δει τις τελευταίες μέρες μια συστηματική και λυσσασμένη παρέμβαση των λεγόμενων Συριζοτρόλ στο διαδίκτυο που επιχειρούν να βγάλουν λάδι την κυβέρνηση, κάνοντας το άσπρο-μαύρο ή μάλλον το μαύρο από τα καμένα ρόδινα.

-Ακόμα και μετεωρίτης να πέσει, για εσάς θα φταίει ο Τσίπρας. Και τι μπορούσε να κάνει η κυβέρνηση με τέτοιες συνθήκες, τέτοια ακραία καιρικά φαινόμενα και ένα οργανωμένο σχέδιο με τόσες ταυτόχρονες εστίες φωτιάς;

Πάρα πολλά είναι η απάντηση. Και για τη στελέχωση του πυροσβεστικού σώματος και για τον εξοπλισμό του και για τις αντιπυρικές ζώνες και για την αυθαίρετη δόμηση και για τα δάση, για τη γη συνολικά και την πολιτική αξιοποίησής της. Δεν είναι τα μέτρα και οι προτάσεις που έλειπαν, αλλά η πολιτική βούληση.

Όλα αυτά βέβαια αφορούν το “πριν”, το κομμάτι της πρόληψης, και δε γίνονται κατόπιν εορτής. Υπάρχει όμως και ο τομέας της αντιμετώπισης των πυρκαγιών, αφού ξεσπάσουν. Κι εδώ μπορούμε να δούμε και να κρίνουμε αυτά που έκανε η κυβέρνηση και τι θα μπορούσε, τουλάχιστον, να μην κάνει.

Αρχικά η κυβέρνηση και ο επικοινωνιακός στρατός της στα social media έπαιξαν το χαρτί της υποβάθμισης των πυρκαγιών και της πραγματικής τους έκτασης, για να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις. Μόλις αυτή έγινε αντιληπτή, κάποιοι άρχισαν το τροπάρι πως δεν μπορούμε να μιλάμε για “πρωτοφανή καταστροφή”, γιατί υπήρχαν και οι αντίστοιχες πυρκαγιές στην Ηλεία, που είχαν επίσης δεκάδες θύματα.

Ύστερα ακούσαμε από τα πλέον επίσημα χείλη, του πρωθυπουργού, τη θεωρία για τα “ασύμμετρα φαινόμενα” που την πήραν οι κολαούζοι και την ανέπτυξαν, αφήνοντας υπονοούμενα για ξένα κέντρα και πράκτορες άλλων κρατών που ήθελαν να… αποσταθεροποιήσουν την κυβέρνηση.
Μετά η βελόνα κόλλησε στις ακραίες καιρικές συνθήκες και τους ισχυρότερους ανέμους των τελευταίων ετών και η ευθύνη έπεσε πάνω τους. Και στα ασύμμετρα φαινόμενα. Και στο φαύλο παρελθόν, από το οποίο παρέλαβαν καμένη γη, συνεπώς τι να έκαναν; Και στους πράκτορες του ΣΚΑΪ που βρίσκονται αμέσως στα πύρινα μέτωπα, σα να έχουν εσωτερική ενημέρωση. Και στον Καραθανασόπουλο που εμφανίστηκε στο ΣΚΑΪ, στο ίδιο πάνελ με το Α. Γεωργιάδη -τον Άδωνη κι αν ξεπλένεις, το κομμούνι σου χαλάς…

Αλλά αν κάποιος τολμούσε να μιλήσει για τις ευθύνες τις κυβέρνησης, απαντούσαν αμέσως πως δεν είναι ώρα για να καταλογίσουμε ευθύνες, και όποιος μιλούσε για αυτές, έκανε μικροπολιτική με τα απανθρακωμένα πτώματα. Κρίμα που δεν είχαν ένα καθρεφτάκι να δουν τον εαυτό τους, το μοίρασαν μαζί με τις χάντρες στους ιθαγενείς.

Ναι αλλά είχαμε και συνέχεια. Διέρρευσαν και διέδωσαν το ψέμα (τα αγαπημένα τους “fake news”) για το νόμο περί μονιμοποίησης πυροσβεστών που έφερε τάχα η καλή κυβέρνηση στη Βουλή, αλλά το καταψήφισαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης -κι ανάμεσά τους το ΚΚΕ. Ντράπηκαν και τα ψέματα που έλεγαν, για λογαριασμό τους…

Βρήκαν ρεπορτάζ με παλιότερες αντιδράσεις, από το 2015, ντόπιων ιδιοκτητών αυθαίρετων κατοικιών, για να τους φορτώσουν την ευθύνη για την καταστροφή. Ξέχασαν (;) βολικά όμως πως οι δικές τους εφημερίδες πανηγύριζαν με πρωτοσέλιδα, μόλις ένα χρόνο πριν, για τη διευθέτηση του ζητήματος με τα αυθαίρετα και τη νομιμοποίησή τους.

Έστησαν μια θεατρική παράσταση με την εσπευσμένη επιστροφή του Τσίπρα από τη φιέστα στη Βοσνία και την… ενημέρωσή του από τους αρμόδιους, ενώ όλα δείχνουν πως γνώριζαν ήδη την αλήθεια για τα πρώτα πτώματα που διακομίζονταν απανθρακωμένα στο νεκροτομείο και φρόντισαν να την αποκρύψουν για να κερδίσουν χρόνο και εντυπώσεις, με απίστευτο κυνισμό.

Έστησαν μια διυπουργική συνέντευξη τύπου για να κάνουν τον απολογισμό και να πουν με θράσος πως όλα ήταν καλώς καμωμένα και δε διαπιστώθηκαν σοβαρά επιχειρησιακά λάθη. Φαντάσου δηλαδή να είχαν γίνει και λάθη, τι θα είχαμε να αντιμετωπίσουμε σήμερα…

Στο καπάκι έστησαν και μια συμπληρωματική παράσταση, με έκτακτο υπουργικό συμβούλιο και τον Τσίπρα να κάνει αργοπορημένα το αυτονόητο, αναλαμβάνοντας την πολιτική ευθύνη, για να συμμαζέψουν τις αλγεινές εντυπώσεις από την προηγούμενη ημέρα.

Είπαν ψέματα, κάλυψαν τη λερωμένη φωλιά τους, λειτούργησαν σαν επιχείρηση που σκέφτεται λογιστικά το (πολιτικό εν προκειμένω) κόστος και έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους, για να το μειώσουν. Όταν δεν έβγαινε μια συνταγή, δοκίμαζαν το επόμενο τέχνασμα και όλα μαζί ταυτόχρονα. Σκέφτηκαν θρασύδειλα πως η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση, και βγήκαν με αλαζονικό ύφος ακόμα κι απέναντι στους ίδιους τους πληγέντες για να τους ρίξουν την ευθύνη. Δεν κράτησαν καν χαμηλούς τόνους, για τα μάτια του κόσμου.

Και μόνο για αυτό, η συγκεκριμένη κυβέρνηση είναι κατάπτυστη. Όχι για την εγκληματική της αμέλεια, όχι για όσα δεν έκανε, ενώ ήταν στο χέρι της. Αλλά για αυτά που έκανε, για να συγκαλύψει τις ευθύνες της και να σκεπάσει τις αρνητικές εντυπώσεις, παίζοντας το επικοινωνιακό παιχνίδι των εντυπώσεων.

Θα ρωτήσει κανείς: μα η κυβέρνηση είναι ο ένοχος; Όχι ακριβώς. Ένοχος για το έγκλημα αυτό είναι η πολιτική που ευθύνεται για την ανύπαρκτη αντιπυρική προστασία, το αστικό κράτος που εμφανίζεται δια της απουσίας του και δείχνει την πραγματική του φύση, το μοντέλο ανάπτυξης στο οποίο βασίστηκε η δόμηση και η τουριστική ανάπτυξη στη χώρα μας, το κέρδος, η αρπαχτή, οι κυβερνήσεις που τα νομιμοποίησαν, με δυο λόγια το καπιταλιστικό σύστημα και οι πολιτικοί του υπηρέτες.

Κι αν ευθύνονται για κάτι οι αριστεροί υπηρέτες αυτού του συστήματος, είναι για αυτό ακριβώς. Γιατί το υπηρετούν με αριστερό προσωπείο και με τον πιο χυδαίο τρόπο, για να διασφαλίσουν την κερδοφορία του και να γίνουν ακόμα πιο αποτελεσματικοί από τους δεξιούς ανταγωνιστές τους σε αυτό το κομμάτι.


Εκτός κι αν τα Συριζοτρόλ πιστεύουν πως τους παίρνει να παίξουν πάλι το χαρτί της “καλής κυβέρνησης” που δεν έχει όμως την εξουσία, έχει δεμένα τα χέρια της και τα μεγάλα συμφέροντα δεν της επιτρέπουν να προωθήσει τα μέτρα που θέλει και το… σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της χώρας.