Κυριακή 21 Ιουλίου 2024

Μεταπολίτευση - Τα καλύτερά μας χρόνια

Ίσως είναι κάπως άτοπο να νοσταλγείς τα χρόνια που δεν έζησες -τουλάχιστον όχι ως ενήλικας ή με ενεργή μνήμη- αλλά όλα λύνονται όταν μιλάς με όρους συλλογικού υποκειμένου και διαλεκτικής, η οποία είναι η απάντηση σε κάθε απορία, αντίφαση και σε όποιο φαινόμενο δεν καταλαβαίνουμε ή δεν μπορούμε να εξηγήσουμε -που είναι περίπου το ίδιο. Είναι διαλεκτικό...


Η μεταπολίτευση είναι ορόσημο για ιστορικούς, δημοσιολόγους και το κίνημα, ιδρυτική πράξη για την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, την «καλύτερη που είχαμε ποτέ» -μα εκατομμύρια φορές χειρότερη από τη «χειρότερη», την πιο αδύναμη και ανολοκλήρωτη Λαϊκή Δημοκρατία που θα έχουμε στο μέλλον. Σημείο αναφοράς για όσους την νοσταλγούν ασυνείδητα, επιδιώκοντας την επιστροφή σε μια φαντασιακή «κανονικότητα», που να της μοιάζει -το οποίο τηρουμένων των αναλογιών είναι εξίσου εφικτό με το να μπουν σε μια χρονομηχανή και να ταξιδέψουν πίσω στον χρόνο. Αλλά και για όσους την δαιμονοποιούν ως την πηγή όλων των δεινών της οικονομίας -χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα, μνημόνια κτλ- που ισοδυναμεί με τη θεωρία της πεταλούδας: όταν ένας εργάτης/κλάδος παίρνει αύξηση, η χώρα βουλιάζει λίγες δεκαετίες αργότερα κι ας βρίσκονται διάφοροι εθελοντές να θυσιάσουν τον μισθό τους -σύμφωνα με τα λεγόμενα αρκετών πρωθυπουργών μας. Αντιθέτως, η οικονομία μας είναι οχυρωμένη απέναντι στο ράλι με τις αυξήσεις τιμών ή στα μεγάλα φαγοπότια -πχ του ’04- που δεν έχουν αντίστοιχη συνέχεια, αφήνοντας τα συσσωρευμένα κεφάλαια να λιμνάζουν.

Είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς κάποιες επαναλήψεις, μιλώντας για την 50ή επέτειο της Μεταπολίτευσης. Αν ήταν κόμμα θα ήταν το ΠΑΣΟΚ. Αν ήταν εφημερίδα, η Ελευθεροτυπία και κανάλι, το Μέγκα. Η περίπου ταυτόχρονη κρίση αυτής της τριάδας στα χρόνια των μνημονίων σηματοδοτεί το οριστικό κλείσιμο ενός κύκλου που ούτως ή άλλως δεν είχε συνέχεια αλλά αιωρούνταν σαν άταφος νεκρός στον δημόσιο λόγο, ελλείψει άλλου σχήματος-αφηγήματος.

Ο όρος Μεταπολίτευση είναι μάλλον αγνώστου πατρός/μητέρας αλλά πιθανόν η πρώτη δημόσια καταγραφή του ήταν σε άρθρο του Φαράκου στον Ριζοσπάστη -αν δε με απατά η μνήμη. Στην αρχική του έννοια αναφερόταν αποκλειστικά στη χρονική στιγμή της μετάβασης στο δημοκρατικό, κοινοβουλευτικό πολίτευμα και είναι εντυπωσιακό πώς σταδιακά αλλάζει η χρήση του για να καλύψει μια ολόκληρη περίοδο. Που δεν είναι όμως ενιαία και χρήζει περαιτέρω περιοδολόγησης.

-η ηρωική περίοδος των πρώτων χρόνων, με την έντονη πολιτικοποίηση, τους μεγάλους απεργιακούς αγώνες, με τα «αυτόνομα σωματεία» για το φαντασιακό του εξωκοινοβουλίου -και της ΠΑΣΚΕ-, τα ταγάρια και τα αμπέχονα, τις ιστορικές συναυλίες και τη μαζικότατη επιρροή του πολιτικού τραγουδιού.
-η εποχή της ψευδεπίγραφης «Αλλαγής», ο οδοστρωτήρας του ΠΑΣΟΚ, ο μαζικός εκμαυλισμός συνειδήσεων, οι κατακτήσεις που επέτρεψαν σε πολύ κόσμο να ανασάνει (επιτέλους) ελεύθερα αλλά και να χάσει τα ταξικά γυαλιά του, ετοιμάζοντας τις ήττες του προσεχούς διαστήματος.
-η επικράτηση της αντεπανάστασης και της αποστράτευσης -«μετά την καταστροφή» και το τέλος της ιστορίας. Κι ο αδύναμος -πλην υπαρκτός ακόμα- αντίκτυπος κάποιων κατακτήσεων της περασμένης περιόδου, χωρίς αντίστοιχα ισχυρό κίνημα για να τις υπερασπιστεί και να τις διασφαλίσει.

Θεωρητικά αυτός ο αντίκτυπος επέζησε στην υποτιθέμενη -και χιλιοτραγουδισμένη στον αστικό τύπο- «ιδεολογική ηγεμονία» της Αριστεράς -και των μηνυμάτων του Πολυτεχνείου. Ενδεικτικό, ωστόσο, για το περιορισμένο εύρος της και τα πλήγματα που είχε δεχτεί ήδη το ’91, είναι μια σειρά εκπομπών της Μαρίας Ρεζάν στην ΕΡΤ, εν είδει ανασκόπησης για κάθε χρονιά μετά την Μεταπολίτευση, με διάφορους καλεσμένους διάφορων χώρων. Όπου όχι μόνο αισθάνεται άνετα η ίδια να παρουσιάσει ως θέσφατα τις δικές της συντηρητικές απόψεις -σε κυβερνητικό μέσο εργαζόταν άλλωστε- αλλά τις εξέθετα και επιθετικά από τη θέση του «καταπιεσμένου δεξιού» που νιώθει νικητής και υποχρεώνει σε πολιτική αναδίπλωση, αμυντικό ύφος και απολογητική στάση τους συνομιλητές της -ακόμα και από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ.

Αυτές τις μέρες -και λόγω της ημέρας- οι εκπομπές αυτές προβάλλονται σε επανάληψη από την ΕΤ2 -όπως και η τηλεοπτική μεταφορά της «Αρχαίας Σκουριάς» και μια σειρά άλλες παραγωγές, που δείχνουν την τρομερή πολιτική δυναμική της εποχής της μεταπολίτευσης (δεν το λέω ως εγκώμιο για την οπτική της Δούκα ή την ποιότητα παραγωγής της σειράς αλλά για το πολιτικό κλίμα της εποχής). Καλεσμένος για το ’81 ήταν ο «αριστερός» Σαββόπουλος, σε μια από τις πρώτες εκδηλώσεις της στροφής του και μια εθελοντική επίδειξη οσφυοκαμψίας σε διάφορα ζητήματα. Κι αύριο -αν δεν κάνω λάθος- προβάλλεται η εκπομπή για το ’89, όπου αν μας αγαπά ο θεός των αναμνήσεων θα ήταν καλεσμένος ο Χαρίλαος ή έστω ο Μίμης -για να συναγωνιστεί τον Διονύση σε πρώην αριστεροσύνη. Αλλά δε ζούμε σε ένα δίκαιο κόσμο -και η μεταπολιτευτική ψευδαίσθηση πως τον φτιάχνουμε είχε ήδη τελειώσει.

Εφόσον μιλάμε πάντως για τηλεοπτικές παραγωγές και δη της ΕΡΤ, ίσως η καλύτερη σχετική αναφορά για τη θεματική μας να μην είναι καν πολιτική, αλλά μια πρόσφατη κωμική σειρά, που την προδίδει βασικά ο τίτλος της ανάρτησης. Είναι μια ισπανική ιδέα, καθώς δεν είναι καθόλου τυχαίοι οι παράλληλοι ιστορικοί βίοι των δύο χωρών και οι συγκριτικές μελέτες για την ταυτόχρονη Μεταπολίτευση που έζησαν -με τους Ισπανούς όμως να μην επιβάλλουν καν τη δική μας λειψή «αποχουντοποίηση», έχοντας πχ μέχρι πολύ πρόσφατα τον Φράνκο σε μαυσωλείο! Η σειρά μπορεί να μην ξεφεύγει από τις πάγιες αδυναμίες ελληνικών παραγωγών -κάποιες σεναριακές ευκολίες, μια σκηνοθετική προχειρότητα ή κάποια κοιλιά στη ροή των επεισοδίων- αλλά έχει πολλά θετικά σημεία και πάνω από όλα τη γενική σκοπιά της, που είναι παραπάνω από έντιμη και έχει κάτι να πει -πολύ περισσότερα πχ από ό,τι άλλοι, ντεμέκ σοβαροί και πολιτικοί καλλιτέχνες. Μας δείχνει μεταξύ άλλων πώς τα μικροαστικά, καταναλωτικά, νοικοκυραίικα ταπεινά ένστικτα παλεύουν και συμβιώνουν -ενότητα και πάλη των αντιθέτων- με τη φτωχική καταγωγή-αφετηρία, τον αγώνα για βιοπάλη -που γίνεται συχνά αγώνας στον δρόμο- και μια γενική λαϊκή περί δικαίου αίσθηση, κατά κανόνα ενάντια στην εξουσία.

Κι αν για κάποιους αυτά είναι τα καλύτερά τους χρόνια, απλώς και μόνο γιατί συνέπεσαν με την παιδική και την εφηβική τους ηλικία, είναι συνάμα κάτι παραπάνω για όλους μας, υπερβαίνοντας βιώματα, αναμνήσεις και υποκειμενικές προτιμήσεις.
Είναι η εποχή που τα πάντα ήταν μαζικά: το κίνημα και οι οργανώσεις του, οι πορείες και οι απεργίες, η βραδινή έξοδος και το γήπεδο -ακόμα και η ιδιώτευση, στο τέλος (της ιστορίας). Μια εποχή συσσωρευμένης ενέργειας, που βρήκε διέξοδο σαν λάβα στον δρόμο, βγήκε στο προσκήνιο, οραματιζόταν, δημιουργούσε, έδινε τον τόνο
. Για να ηττηθεί τελικά κατά κράτος. Ενσωματώθηκε, απογοητεύτηκε, ιδιώτευσε (πήγε κι έπεσε στον γκρεμό, καλός άνθρωπος ήτανε). Έζησε το δικό της «χαμένο φθινόπωρο» -αν υποτεθεί πως η αντίστοιχη άνοιξη ήταν πριν την επταετία της χούντας. Την κατάπιε η πλαστική ευμάρεια, το χαβαλέ, η μαζική απαξίωση των ιδανικών.

Δεν έχασε με το μαστίγιο, αλλά με το καρότο, για πρώτη φορά στα ελληνικά χρονικά, σχεδόν αμαχητί και οικειοθελώς, χωρίς να αφήσει στέρεα παρακαταθήκη. Είχε γερές δομές, ταλαντούχους παίκτες, σπουδαίες φάσεις και αυτοματισμούς, αλλά έχανε σταδιακά σε δυναμική, άρχισε να χάνει το παιχνίδι όταν όλα έμοιαζαν ευνοϊκά για να το χτυπήσει στα ίσια. Κι είχε ηττηθεί ήδη πολύ πριν επικυρωθεί η τελική ήττα με το σοκ (;) του ’89.

Γιατί όμως;
Αυτό είναι το βασικό ερώτημα, που δεν έχει μελετηθεί και απαντηθεί επαρκώς, κατά τη γνώμη μου. Η λαίλαπα του ΠΑΣΟΚ και η στρατηγική ανεπάρκεια της πρωτοπορίας είναι σαφώς οργανικοί όροι της απάντησης που ψάχνουμε αλλά όχι ικανοί να την δώσουν ολοκληρωμένα από μόνοι τους.


Η κε του μπλοκ χρεώνεται την θέση πως αν η Μεταπολίτευση ήταν κόμμα, θα ήταν το ΠΑΣΟΚ. Αλλά δεν είναι τόσο απλό -όπως φαίνεται ακόμα και στο σύνθετο πολιτικό μωσαϊκό της παραπάνω ιστορικής φωτογραφίας. Ούτε ήταν εξ αρχής χαμένη υπόθεση και μικροαστικές αυταπάτες που έσκασαν σαν φούσκες. Δε μιλάμε εξάλλου για το σημερινό ΠΑΣΟΚ, ούτε για ένα τυπικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, αλλά για ένα μόρφωμα που δανειζόταν δικά μας συνθήματα, πουλούσε (φτηνό κι ανέξοδο πλην) αντιιμπεριαλισμό, έκανε «αριστερή κριτική» στη σοσιαλδημοκρατία πριν ενταχθεί στην Διεθνή της και έκανε λόγο για «απλή αλλαγή φρουράς» το ’74, πριν την ενσαρκώσει το ίδιο, κάνοντας την «Αλλαγή» τυπική, αστική εναλλαγή.

Ναι, η στρατηγική του ΚΚΕ ήταν επηρεασμένη από το σοβιετικό κέντρο. Αιφνιδιάστηκε από τη δυναμική εμφάνιση - εδραίωση ενός σοσιαλδημοκρατικού μορφώματος (ενώ διακήρυσσε για χρόνια πως δεν υπήρχε έδαφος για κάτι τέτοιο). Μιλούσε για «άθροισμα δημοκρατικών δυνάμεων» και ένα σχήμα σταδίων (σε μια ενιαία επαναστατική διαδικασία), ενώ η λογική της εξάρτησης υπέδειχνε στο εξωτερικό τη ρίζα των δεινών.
Αλλά ήταν ένα κόμμα που δεν είχε αυταπάτες για τις προγραμματικές προθέσεις-δηλώσεις του ΠΑΣΟΚ και είχε υποψιασμένα μέλη, ψημένους, σκληρούς αγωνιστές, με πείρα από τους Άγγλους και τον «παπατζή», από τις βρωμιές και τον Αυριανισμό, ή από τα όρια των «καλών Πασόκων» στη ΓΣΕΕ.

Με άλλα λόγια, το κλειδί της λύσης είναι κάτι πιο βαθύ που μας λερώνει -χωρίς να δικαιώνει τους αυριανιστές περί βρώμικου ’89. Κάτι που χρειάζεται μελέτη και ανάλυση -και αργεί ακόμα το Δοκίμιο για την αντίστοιχη περίοδο, αλλά κάθε άλλο παρά περιττό θα ήταν να βγουν απομνημονεύματα και μονογραφίες συντρόφων για να δώσουν κάποιες ψηφίδες της δικής μας σκοπιάς. Και που δεν πρέπει να μείνει στα εύκολα σχήματα -που δεν εξοπλίζουν ουσιαστικά κανέναν, παρά μόνο για καφενειακούς και διαδικτυακούς καβγάδες.

-Δεν ξεχνιούνται, θα δεις, τα καλύτερα χρόνια...

Η νοσταλγία δεν είναι μια μορφή ριζοσπαστικής συνείδησης. Ούτε καν στην εκδοχή της Ostalgie, που είναι άκρως δηλωτική για τις πραγματικές σκέψεις αυτών των λαών και το είδος της... καπιταλιστικής «μεταπολίτευσης» που βίωσαν στις χώρες τους -πολύ πιο βαθιάς και τραγικής, με την παλινόρθωση του κόσμου του ιδιωτικού κέρδους και της εκμετάλλευσης, ενός άλλου κοινωνικού συστήματος κι όχι απλά ενός διαφορετικού πολιτεύματος.

Η (δική μου και όχι μόνο) αγάπη για τη Μεταπολίτευση έχει νόημα μόνο αν σκύψουμε πάνω από την πείρα που μας πρόσφερε, για να δούμε τι έφταιξε και τι πρέπει να γίνει αλλιώς την επόμενη φορά. Και αυτή η πείρα κερδήθηκε πολύ-πολύ ακριβά, για να την πετάξουμε αβασάνιστα στο καλάθι, όπου τις εμμονές μας περισυλλέγουνε τα σκουπιδιάρικα...

Υγ: Ιδανικό φινάλε για την ανάρτηση θα ήταν ένα υστερόγραφο με ενδεικτικές (βιβλιο)προτάσεις για τη Μεταπολίτευση, που κυκλοφόρησαν και εν όψει της 50ής επετείου. Αλλά ίσως είναι καλύτερο να γίνει ξεχωριστή αναφορά σε ειδική ανάρτηση.

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024

Κουκουέ-για και ξερή παέγια

Μα δεν είναι λίγο άκαιρο τώρα σαν θέμα; Εντελώς. Αλλά το blog είναι βασικά ημερολόγιο. Και δεν ξέρεις από πριν πότε θα βρεις χρόνο να το συμπληρώσεις και αν θα είναι ακόμα επίκαιρο το θέμα σου.


Λοιπόν, τι Euro είδαμε;
Δεν το είδαμε. Μένω τρίτη διοργάνωση καθαρός από το όπιο των λαών. Και είμαι καλά. Δε μου λείπει, δε μου στοιχίζει η απώλεια -που έγινε συνήθειά μας- δεν καταπιέζομαι να τηρήσω την αποχή -για το αντίθετο μάλλον θα καταπιεζόμουν. Για δυο χαμένες εργατοώρες ελεύθερου χρόνου που θα άξιζαν να γίνουν κάτι άλλο -να δούμε πχ μπάσκετ. Που θα είναι το μέτρο του πλούτου μας και της φτωχής μας καθημερινότητας.

Όχι, δε βλέπω ελιτίστικα 22 μαντράχαλους με σωβρακάκια, που κυνηγάν πάνω-κάτω μια μπάλα -και στο τέλος νικάνε οι Ισπανοί στον τελικό. Αλλά ξεζουμισμένους επαγγελματίες, που σκοτώνουν το θέαμα και τη χαρά του αθλήματος στον βωμό της σκοπιμότητας και παρόλα αυτά δεν πρόκειται να κάτσουν να σκάσουν, όχι γιατί η νίκη δεν είναι το παν, αλλά γιατί στο τέλος της ημέρας θα έχουν αυτό που δεν έχουν όσοι βλέπουν σκασμένοι το ματς: έναν σκασμό λεφτά και λυμένο το βιοποριστικό τους ζήτημα. Κι ας μοιάζουν με κουτσά άλογα όταν γεράσουν -νους υγιής και μουσμουλιές μάντολες που θα έλεγε και ο μακαρίτης. Άραγε εγώ να ωριμάζω σαν τις συνθήκες ή απλώς γερνάω επικίνδυνα και γκρινιάζω σαν μπάρμπας;

Όπως σε κάθε εξάρτηση, φτάνει σύντομα ένα σημείο που φεύγει η ευχαρίστηση και επικρατεί ο ψυχαναγκασμός, ο πόνος και ο τρόμος της στέρησης. Τουλάχιστον αυτά τα «πρεζάκια» έχουν κάτι το «αγνό» σε σχέση με τους τελειωμένους τζογαδόρους, που βλέπουν ένα ματς απλώς γιατί έπαιξαν στοίχημα, μπορεί να χαρούν την πιο άνοστη σούπα -μες στο κατακαλόκαιρο, γιατί είχαν βρει το 0-0 ή να ξενερώσουν με μια ματσάρα, γιατί ήθελαν άλλο ένα κόρνερ. Αλλά η πλειοψηφία ρέπει στην πολυχρησία και δε μένει «πιστή» στο αρχικό ναρκωτικό.

Οκ, δε βλέπω ματς, αλλά μαθαίνω τα βασικά και τα γύρω-γύρω -εκεί συνήθως είναι και η ομορφιά του πράγματος.

Τι EURO είδαμε λοιπόν; Κατ’ εικόνα και ομοίωση της ηπείρου. Με φουσκωμένους και επικίνδυνους εθνικισμούς που έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Κουρασμένες χώρες-ομάδες, παρηκμασμένες δυνάμεις. Πλήρη έκλειψη αστέρων, μετανάστες που κάνουν τη διαφορά για την ομάδα τους, το κασέ τους, αλλά όχι για τους (αυθεντικούς) συμπατριώτες τους -της γης τους κολασμένους. Μάχες χαρακωμάτων, χωρίς πολλές ανοιχτές επιθέσεις, τακτικισμούς, σκοπιμότητα και μπόλικο φόβο -μη τυχόν ξανοιχτούν πέρα από όσο τους παίρνει και το πληρώσουν στην αντεπίθεση. Οπαδούς με μηνύματα για λευτεριά στην Παλαιστίνη. Κι ένα κάρο αυτογκόλ, σαν αυτά που βάζουν οι αστικές τάξεις της Ευρώπης στην Ουκρανία -πυροβολώντας τα πόδια τους, εν πολλοίς. Χωρίς γκολτζήδες ολκής, αλλά με αποκαλύψεις στα φτερά, όπως τον Γιαμάλ και τον Γουίλιαμς, σε μια Ισπανία που πάντε έκρυβε τις φανέλες με το 9, αλλά ποτέ άλλοτε δεν έψαχνε τόσο πολύ κατά μέτωπο επιθέσεις -ένας εναντίον ενός- από τα πλάγια. Με φρέσκα αουτσάιντερ, αλλά χωρίς καμία έκπληξη -ίσως ήταν τέτοια η πορεία της Αγγλίας, αλλά το τέλος δεν εξέπληξε κανέναν. Plot twist, δε γύρισε σπίτι, no ha vuelto a casa. Αλλά το ’26 θα είναι -πάλι- η χρονιά τους. Μια μάλλον μέτρια διοργάνωση, που γλίτωνε όμως στη σύγκριση με τις συγκρούσεις στις ΗΠΑ, που δεν ξέρουν ούτε ένα Copa America και μια δολοφονία προέδρου να φέρουν εις πέρας.

Μη με συγκρίνεις μάτια μου... που λέει το λαϊκό άσμα. Και μην το γελάς, γιατί το κουπλέ του έγινε σύνθημα και πορώνει το πέταλο. Κι ας μην έχει δώσει η αντίφα Καίτη αντικεμαλικούς συμβολισμούς σαν την (σώπασε) κυρα-Δέσποινα. Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι αντίφα θα ’ναι...

Και μια αποικιοκρατική τετράδα -έμειναν έξω στις λεπτομέρειες Πορτογαλία και Βέλγιο- που μας έδωσε έναν τελικό με δυο ξεδοντιασμένες θαλασσοκράτειρες, για να θυμόμαστε την ιστορία αυτής της «δημοκρατικής ηπείρου» που είναι βουτηγμένη στο αίμα, την άγρια εκμετάλλευση, το σκλαβοπάζαρο και όλα τα υλικά της πρωταρχικής συσσώρευσης που γέννησε τον καπιταλισμό -την αγορά και τη δημοκρατία, βεβαίως-βεβαίως.

Σήμερα αντί για σκλάβους, οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν μετανάστες που σπάνε τη μονοτονία του καθαρού αίματος - dna και τα νεύρα του φασίστα της διπλανής πόρτας, που δεν τους αντέχει, φουσκώνει όμως σαν παγόνι με τους «εθνικούς θριάμβους» στο πρωτάθλημα παραγωγής παπαρούνων. Κι αν ο κάθε Γιαμάλ είναι η «εκδίκηση της γυφτιάς» απέναντι στους άριους νοικοκυραίους, εδώ δε χωράνε πολλά πανηγύρια -ούτε και στις γαλλικές εκλογές, όπου όλοι οι αφρογάλλοι παίκτες καλούσαν σε συστράτευση κατά της Λεπέν. Όμως οι πολυεθνικές εθνικές ομάδες είναι απλώς η άλλη όψη της ρατσιστικής Ευρώπης-φρούριο. Κι η λάμψη της βιτρίνας δεν επαρκεί ως άλλοθι για τα σκατά που κρύβουν κάτω από το χαλάκι οι κυβερνήσεις. Για κάθε Γιάννη σημαιοφόρο, υπάρχουν χιλιάδες... Ακενοτούμπο χωρίς το ταλέντο του, που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και κάποια διέξοδο.

(Και για κάθε Γιαμάλ, που σχηματίζει πανηγυρίζοντας το 304, προς τιμήν της τσακαλοπαρέας του στο φτωχικό Ματαρό, θα έπρεπε να βγει ένας Μπράντον, ένας Ντέιβιντ, κάποιος τέλος πάντων -όχι ο Στιβ που είναι Δαπίτης-, να κάνει το 9-0-2 από τον ΤΚ του Μπέβερλι Χιλς, προς τιμήν της Μπρέντα, για να το πάρει μετά το portal και να δώσει το δικό του ταξικό μήνυμα.

Ο Jason Priestley -ξεκάθαρα περίπτωση Πασόκου democrat αλλά μην κολλάμε σε λεπτομέρειες- διαβάζει 902 και ξέρει ότι οι λαοί θα πληρώσουν τα σπασμένα των ενδοαστικών αντιθέσεων. Εσύ;
Τουρου-ρουρου, τουρου-ρουρου,τσικ-τσικ (μουσική έναρξης απ’ τα Χτυποκάρδια).

Περιέργως είδαμε και ένα είδος ποδοσφαιρικής δικαιοσύνης, σπάνιας όσο και όμορφης -ίσως το δεύτερο εξαιτίας του πρώτου. Το πήρε η καλύτερη ομάδα, που πέτυχε μόνο νίκες, ρεκόρ γκολ, έπαιξε μπάλα και δεν κλείστηκε ποτέ πίσω -μόνο λίγο με τους Γερμανούς και παραλίγο να το πληρώσει.

Πολλοί μπερδεύουν την έλλειψη δικαιοσύνης με την ποδοσφαιρική μαγεία και το δικαίωμα στο θαύμα, τη δυνατότητα να κερδίσει ο Δαβίδ τον Γολιάθ, η χειρότερη ομάδα. Γι’ αυτό είναι ο βασιλιάς των σπορ -πετάνε ως σοφή κατακλείδα, χωρίς να υποψιάζονται ότι η αλαζονική αναφορά τους σε θρόνο δεν είναι ιδιαίτερα δημοκρατική, ανατρέποντας την ουσία του επιχειρήματος για τη δημοκρατία ενός αθλήματος, όπου οι ανίσχυροι έχουν δικαίωμα στο όνειρο.

Αλλά η αδικία δεν είναι ποτέ όμορφη. Μια μικρή ομάδα μπορεί να κερδίσει -σαν εξαίρεση στον κανόνα- σε όλα τα ομαδικά αθλήματα, αρκεί να παίξει καλύτερα από τον αντίπαλο και να το αξίζει περισσότερο. Αυτή είναι η μαγεία του αθλητισμού και όχι μια «τυχερή», λίγο μίζερη και επαγγελματική νίκη. Και κάτι ακόμα: σε ένα άθλημα όπου μπορεί να νικήσει κανείς χωρίς να παίξει καλά-καλύτερα, αυτός 9 φορές στις 10 θα είναι ο ισχυρός που έχει την τεχνογνωσία της νίκης. Γι’ αυτό έφτασαν άλλωστε τόσο μακριά Γαλλία και Αγγλία στο τουρνουά, ενώ δε βλέπονταν. Αλλά γι’ αυτό είναι ο βασιλιάς των σπορ...

Η Ισπανία μάς γλίτωσε από αυτό το απευκταίο πεπρωμένο, ικανοποιώντας για μια φορά όσους νιώθουν σαν τον Γκαλεάνο ζητιάνοι του καλού ποδοσφαίρου. Κι αν κάποιοι λατρεύουν να την μισούν λόγω του μπάσκετ ή του τίκι-τάκα ή για την εύνοια που μπορεί να είχαν Ρεάλ και Μπάρτσα, δεν έχουν ακριβώς δίκιο.

Γιατί τα πολλά τελευταία χρόνια, η Ρεάλ δεν ήταν ποτέ ο βασικός αιμοδότης Ρόχα, στις χρυσές της στιγμές.

Γιατί η ψυχή αυτής της εθνικής είναι εν μέρει βασικική (Οϊορθάμπαλ με το νικητήριο γκολ, Νίκο, Ουνάι Σιμόν, Λαπόρτ και Λενορμάν που θα μπορούσαν να παίζουν για τη Γαλλία, Θουμπιμέντι κτλ) καταλανική κτλ. Στηρίζεται παραδοσιακά στη δεύτερη ταχύτητα ομάδων και τη δική τους ποδοσφαιρική παραγωγή. Αν οι Ισπανοί έχουν ένα ασύλληπτο σερί με νικηφόρους τελικούς στον αιώνα μας (η τελευταία φορά που έχασαν ήταν το μακρινό ’01, το χορταστικό 5-4 της Αλαβές με τη Λίβερπουλ και η ήττα της Βαλένθια από τη Ρεάλ στα πέναλτι) δεν είναι μόνο λόγω του ποδοσφαιρικού τους δικομματισμού, αλλά κι εξαιτίας της αυτοκρατορίας της Σεβίγια στο Europa League και της Ατλέτικο, ακόμα και της Βιγιαρεάλ -που εδρεύει σε μια πόλη-κωμόπολη με 50 χιλιάδες κατοίκους -κάτι σαν το Βιγιαρίμπα και το Βιγιαμπάχο της γνωστής διαφήμισης. Και ναι, είναι Βίγια, και αν θες να ξέρεις και Γκερνίκα.

Και τέλος πάντων, γιατί αυτή η Ισπανία έπαιξε κάτι ωραίο, διαφορετικό κι έχει καταφέρει σε δύσκολους καιρούς κάτι πραγματικά σπάνιο. Όχι να αποτινάξει τη ρετσινιά του ηττοπαθούς και να γίνει πολυνίκης του θεσμού, όχι να οδηγεί την ποδοσφαιρική εξέλιξη στο μεγαλύτερο μέρος του αιώνα που διανύουμε, αλλά να αφήνει στίγμα ανεξίτηλο, να έχει ένα αναγνωρίσιμο αγωνιστικό στιλ, που το υπηρετεί πιστά, και να είναι η τελευταία επιζώσα ποδοσφαιρική σχολή, σε μια εποχή που τα κάνει όλα ίσωμα και οι άλλοι ψάχνουν την ταυτότητά τους απ’ τα 19(...), πριν την αλλαγή του αιώνα.

Και τέλος πάντων, αν δεν αρκούν όλα αυτά, ο Γιαμάλ και ο Νίκο -που έχει «λιγότερο ισπανικό» όνομα από τον αδερφό του Ινιάκι, που επέλεξε την Γκάνα- ή το κατακόκκινο χρώμα της Ρόχα με τους συνειρμούς του ή ότι οι Ισπανοί κατάφεραν τουλάχιστον να στριμώξουν και να «παραιτήσουν» τον macho πρόεδρο της Ομοσπονδίας τους που πίστευε ότι έχει το ακαταλόγιστο και μπορεί να φιλά -τάχα πάνω στον ενθουσιασμό για το τρόπαιο- όποια παίκτρια ήθελε, μπορείς απλά να την συμπαθήσεις για την απόλυτη μορφή, τον πραγματικό MVP της διοργάνωσης, τον ένα και μοναδικό Μαρκ Κουκουρέγια.

Κανείς δεν ξέρει αν είναι μια καλτ φιγούρα ή παρεξηγημένο πολυ-εργαλείο. Αν έχουν δίκιο αυτοί που τον υποτίμησαν (πχ η Μπάρτσα που τον έδινε δανεικό εδώ κι εκεί) ή αυτοί που τον χρυσοπλήρωσαν, όπως η Τσέλσι. Δεν είναι απλώς ένας φασαίος με αφάνα μαλλί που υποσχέθηκε να το βάψει κόκκινο. Δεν είναι μόνο ένα αντιτουριστικό ποπ είδωλο, που έγινε τραγούδι. Είναι ένας άνιωθος τύπος που βγήκε στα επινίκια να πει μπροστά στον κόσμο τον ύμνο που ενέπνευσε στη λαϊκή μούσα. Κι ο βασικός λόγος που πείστηκα να γράψω αυτό το κείμενο.

Ο Κουκου-Κουκουρέγια τρώει μια παέγια
Ο Κουκου-Κουκουρέγια πίνει μια Εστρέγια (μπίρα)
Τρέμε Χάαλαντ, έρχεται ο Κουκουρέγια...

Κουκου, όπως λέμε Κουκου(ρ)έ. 
La burguesia tiembla, que viene Κουκουέ(για).
Κουκουέ-για και ξερή παέγια...
Και το «για» που περισσεύει θα το βάλουμε πλάι στα άλλα, τραγουδώντας το «γιούπι-για-για». Εμείς τον θέλουμε, παιδιά, τον βασιλιά, να πηγαίνει στο Palacio να πουλάει το Rumbo του PCTE και ότι άλλο τον διατάξει η clase obrera.

Την ίδια στιγμή το κοινό (και ο κονφερασιέ Μοράτα) υποδέχτηκε τον Γιαμάλ με το djobi-djoba των Τζίπσι Κινγκς και την κατάλληλη διασκευή (Lamine Yamal, cada dia te quiero mas). Που είναι εντελώς αμφίβολο αν τους -πρόλαβε και τους- ξέρει όχι ο Γιαμάλ, αλλά ο πατέρας του, που είναι μικρότερος ηλικιακά και από τον Χεσούς Νάβας...

Τέλος πάντων, αν θες ένα επιχείρημα υπέρ του ποδοσφαίρου, ας είναι ότι έχει την έννοια της ισοπαλίας, του (έντιμου ή επώδυνου) συμβιβασμού, μια τέλεια αποτύπωση-καθρέφτισμα της ζωής, μακριά από τις καθαρούτσικες καταστάσεις του μυαλού μας.
Κι αν είναι να πεις κάτι εναντίον της Ισπανίας, ας είναι πχ για τους έξαλλους πανηγυρισμούς στα ισπανόφωνα Εξάρχεια, που είναι πολιτιστική πρωτεύουσα του φασεϊσμού, στο τριεθνές σκηνικό με το Βερολίνο και τη Βαρκελώνη -ή τη Μαδρίτη ως επιλαχούσα.

Βέβαια η δόξα του ηττημένου είναι αυτή που δίνει αξία στον νικητή. Η Ισπανία απέκλεισε την τριταθλήτρια κόσμου (την Κροατία του Μόντριτς), νίκησε την προηγούμενη πρωταθλήτρια Ευρώπης (Ιταλία), δυνατές σταχτοπούτες που είχαν τα φόντα για γοβάκι (τη σκληροτράχηλη Αλβανία και τη Γεωργία που απέκλεισε την παντοδύναμη Ελλάδα στα προκριματικά), ένα κάρο παγκόσμις πρωταθλήτριες, έστειλε τον Κρόος στη σύνταξη (στον πρόωρο τελικό με τη Γερμανία), άφησε χωρίς τελικό τη μέρα της Βαστίλλης τη Γαλλία των δύο ισάξιων (ντεφορμέ και ισοαδύναμων) ενδεκάδων και της λαϊκομετωπικής κυβέρνησης. Και μετά έπαιξε στον τελικό με την Αγγλία, που δεν προσθέτει τίποτα παραπάνω στον μύθο της κατάκτησης.

Που έχει τον Μίδα του ποδοσφαίρου, Χάρι Κέιν. Τον ογκόλιθο της προπονητικής, Σάουθγκεϊτ. Σχολιαστές που ξέρουν καντάρια μπάλα, σαν τον Γκάρι Νέβιλ, που προφήτεψε πως ο Κουκουρέγια είναι ένας από τους λόγους που η Ισπανία δε θα πάει ως το τέλος -εκεί που έφτασε με ασίστ του Κούκου. Και που αν ήταν ποδοσφαιρικός σύλλογος, θα μπορούσε να είναι αυτή -και όχι η Λιντς- η περιβόητη Damned United, του Κλαφ και του Ντέιβιντ Πις. Κι αν πρέπει να διαβάσετε μόνο ένα βιβλίο για το ποδόσφαιρο, χωρίς να το αγαπάτε -και δε σας κάλυψαν τα επικολυρικά των Μπογιο-Μηλάκα για τον αρχηγό που σηκώνει το τρόπαιο, γυρνώντας τον κώλο του στη βασίλισσα και τους επίσημους- ας είναι αυτό του Πις (όχι του Λέσεκ). Δε χρειάζονται ποδοσφαιρικές γνώσεις και να ξέρεις πολλά συμφραζόμενα, για να το πιάσεις. Και αν το κάνεις, δε θα το μετανιώσεις.

Και μην τσιμπάτε με το ψέμα των αγγλόπληκτων, που τους βάρεσε κάποια οβίδα στα Δεκεμβριανά και στη Δευτέρα Παρουσία της δικής τους κατάκτησης θα βγουν να πανηγυρίσουν στο Πεδίο του Άρεως -άλλη καταραμένη ομάδα- στο άγαλμα της Προμάχου Αθηνάς με τις σημαίες της Βρετανίας (της Νέας Ζηλανδίας και της Αυστραλίας), που προστάτεψε τον Δεκέμβρη την πόλη από τους Εαμοβούλγαρους. Μην τους πιστεύετε που λένε ότι τάχα τρολάρουν και αυτοσαρκάζονται με το It’s coming home, για να γίνουν συμπαθείς, χαριτωμένοι χιουμορίστες. Είναι σαν προεκλογικό τρικ, για να την πατήσουν οι αφελείς και να τους λουστούμε -και ποιος τους ακούει τότε. Βασικά θα έπρεπε να τους κλείσουμε όλους μαζί στη Μεγάλη Βρετανία στο Σύνταγμα -για να την ανατινάξουμε αυτή τη φορά- ή στου Μακρυγιάννη, που είναι τώρα τα γραφεία της ΕΦΑΠΑ -της Εφορείας που παρέδωσε την είσοδο της Ακρόπολης σε εργολάβους. Και με την ευκαιρία -που θα είναι εκεί έγκλειστοι- ας φέρουν πίσω την Καρυάτιδα και τα Ελγίνεια...

Αυτό το EURO είδαμε -με χρωματιστά, ταξικά γυαλιά- πάνω-κάτω. Αλλά έχει σημασία και από πού. Από την λατρεμένη, πατροπαράδοτη ΕΡΤ. Με τον Χαριστέα να δείχνει πως το κεφάλι του είχε συγκεκριμένη αξία χρήσης -αλλά όχι να μιλάει δημόσια και να σχολιάζει αγώνες. Το δίδυμο Γιούρκας-Φύσσας (το Μπογιο-Μηλάκας των γηπέδων, το ελληνικό Καφού-Ρομπέρτο Κάρλος) να θυμίζει το δίδυμο του Μάπετ Σόου, γκρινιάζοντας και μαλώνοντας. Και τον Πάνο Βόγλη με τα αυτιά ξωτικού-καλικάντζαρου, να τους δίνει τον λόγο στο φινάλε, για να πουν για τη στενή φιλία τους -παρά τα πειράγματα- για αυτά που τους ενώνουν και τη Ραφαέλα. Κι ο Βόγλης να σπεύδει να πει ότι «προς θεού, είναι η κόρη του Φύσσα», προλαβαίνοντας -προς θεού- πχ όσους νόμιζαν ότι την έχουν παντρευτεί από κοινού και ζουν κι οι τρεις μαζί.

Και με αυτό το γκρανκινιολικό φινάλε, φτάνουμε στο υστερόγραφο.

Είναι αυταπάτη να πιστεύεις ότι ο πρωταθλητισμός γίνεται με ροδόνερο, βιταμίνες και τον σταυρό στο χέρι; Προφανώς και είναι. Παρόλα αυτά, δε γίνεται να μη συμπαθείς την Ντρισμπιώτη (που βιοποριζόταν ως σερβιτόρα) ή τον Πομάσκι και αθλητές-τυπάκια σαν τον Τεντόγλου. Κι όταν βγήκε η φήμη ότι πιάστηκε ντοπέ Ελληνίδα πρωταθλήτρια του βάδην, προλάβαμε να σκεφτούμε χίλια πράγματα και ότι είναι κρίμα να είναι αυτή -που τελικά δεν ήταν. Ευτυχώς.

Στο ενδιάμεσο πρόλαβαν και τα δεξιά τρολ να βγάλουν τη χολή τους, που την κρατούσαν από τον ντόρο με τη Σάκκαρη -που προοριζόταν για σημαιοφόρος, χωρίς να έχει προσφέρει τα φόντα και τα προσόντα -πέρα από τις οικογενειακές συστάσεις. Κι έτσι επιβεβαιώθηκε μια μεγάλη αλήθεια. Πως τα πάντα είναι πολιτικά. Αλλά γίνονται αμέσως πολιτικάντικα, τροφή για τρολ, που φέρνουν κάθε θέμα στα μέτρα τους, για να αηδιάσει ο μέσος κόσμος και να μη ασχοληθεί ποτέ -με τίποτα.

Τρίτη 16 Ιουλίου 2024

Ιστορίες συνωχαδερφισμού - Μέρος Β’

Περίληψη προηγούμενου επεισοδίου: το χειρότερο που μπορεί να σου τύχει στη δουλειά στο Σωματείο είναι να παίζεις χωρίς αντίπαλο. Εκτός και αν ο αντίπαλος αριστεριστής -μη τυχαίο παράδειγμα- πετάει ένα κάρο μουσμουλιές εκτός σεναρίου, κάτω από τη ζώνη και την υποστάθμη της συνδικαλιάς. Και από τόσο χαμηλά, άντε να ανέβει επίπεδο η συνείδηση των συναδέλφων, για να μη μένει πια ιστορικά αδικαίωτη η πάλη των τάξεων.
Γνώρισα τον αριστερισμό και αγάπησα το κόμμα (Αρχαίο κινέζικο ρητό).


Λέγαμε λοιπόν για όσους νοσταλγούν τα φοιτητικά τους χρόνια και τις πολύωρες συνελεύσεις των 50 ατόμων, που βούλιαζαν στην απελπισία, για να βγουν στον αφρό οι μπαρουτοκαπνισμένοι ρήτορες. Αλλά αυτό είναι στερεότυπο, δηλαδή μισή αλήθεια, δηλαδή συνδικαλιά. Γιατί φέτος είδαμε ένα πολύ δυνατό φοιτητικό κίνημα, με δεκάδες μαζικές συνελεύσεις, που είχε στόχους, διάρκεια και ευελιξία. Μια (πιο) σοβαρή, ουσιαστική αντιπαράθεση -και όχι μια αντιπαράθεση για την αντιπαράθεση, άγονη σαν την «τέχνη για την τέχνη»- βοηθά να βρεις αν/πού μπορείς να συνεργαστείς για κάτι επιμέρους. Και δε χρειάζονται στρατηγικές συμφωνίες για να βγει ένα κοινό πλαίσιο αγώνα ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια -ή μια απεργία ενάντια στα ΝΠΔΔ Μουσεία και τους εργολάβους στην Ακρόπολη, για να πιάσουμε το συνδετικό νήμα με τα καθ’ ημάς.

Αλλά πρώτα, μια (ακόμα) ανέμελη φοιτητική παρένθεση.

Πέρσι, στον απόηχο των Τεμπών, η ΔΑΠ φαινόταν να σνομπάρει τις φοιτητικές κάλπες σε κάποιους συλλόγους. Είτε για να μην εισπράξει οργή και φτύσιμο -μεταφορικά και όχι μόνο- και επειδή δε βρήκε γενναίους να παίξουν τον αερόσακο της οργής. Είτε γιατί ήξερε πως θα χάσει πανηγυρικά -και όσα δε φτάνει η νουδουφουκού τα κάνει κρεμαστάρια. Είτε βασικά εφαρμόζοντας δειλά τα πρώτα βήματα μιας στρατηγικής επιλογής της ΝΔ: να καταργήσει σε ένα βάθος χρόνου τις παρατάξεις.
Κι αν δεν το επιχειρούν ακόμα, είναι γιατί: α. δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες -sic- και β. δεν είναι εύκολο να αυτοδιαλυθεί και να απορροφηθεί αλλού ο μηχανισμός της ΔΑΠ.
Ποιος χρειάζεται όμως τους φοιτητο/εργατο-πατέρες, αν μπορεί να κάνει τη δουλειά του με άλλον τρόπο; Αυτό είναι -σε άλλη κλίμακα- και το υπαρξιακό δράμα της ηγετικής κλίκας της ΓΣΕΕ, που έχει γίνει διακοσμητική, ελέγχει κυρίως αδρανή σωματεία - σφραγίδες και έχει χάσει την αξία χρήσης της για τα αφεντικά, ώστε να κερδίσει ανταλλάγματα (και μεγαλύτερη ανταλλακτική αξία).

Ποιοι είναι όμως αυτοί οι άλλοι τρόποι; Μια ματιά στα εργατικά σωματεία μας δίνει τις απαντήσεις που ψάχνουμε: Ενιαία ψηφοδέλτια χωρίς παρατάξεις -για απολιτίκ ψήφο σε κολλητούς και το «φιλικό» πρόσωπο της αντίδρασης. Εργοδοτικά σωματεία όπου σε παίρνουν από το χεράκι, για να ψηφίσεις αυθόρμητα και ελεύθερα το αφεντικό σου να σε εκπροσωπεί. Ηλεκτρονικές, ελεγχόμενες διαδικασίες -γιατί καμιά φορά γίνονται και «λάθη» στο παραβάν. Συγκρότηση διασπαστικών, ανταγωνιστικών σωματείων, που σπέρνουν σύγχυση. Σελίδες - ομάδες στο ΦΒ που υποκαθιστούν κάθε μορφή ζύμωσης - συλλογικής δράσης, περνώντας πλάγια την εργοδοτική γραμμή. Και αν δεν πιάσει τίποτα από όλα αυτά -και συμπληρωματικά στα παραπάνω- οργανωμένη απαξίωση των συνδικαλιστών και των Σωματείων, με τα κλασικά στερεότυπα ή κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια: είναι γραφικοί, επικίνδυνοι, δεν κάνουν (δεν αλλάζει) τίποτα, βλάπτουν τον κλάδο με απεργίες, είναι εργατοπατέρες, κομματικά όργανα. Τα πάντα και τα αντίθετά τους -όποιο πιάσει πρώτο και όλα μαζί συνάμα.

Με άλλα λόγια, η πέμπτη φάλαγγα των κυβερνητικών και εργοδοτικών είναι χρήσιμη στους εργοδότες για να αφοπλίσουν τον αντίπαλο -δηλαδή το κίνημα. Αν όμως δεν υπήρχε καθόλου αντίπαλος - κίνημα; Ή αν ήταν ολιγάριθμο και αμελητέο; Μικρές αντάρτικες ομάδες, που τις παραδίδουμε στο νόμο της αδράνειας και της απάθειας του ανοργάνωτου όχλου, τις περιγελούμε και τις συκοφαντούμε (κολλημένοι, σταλινικά απολιθώματα κτλ) για να μη γίνουν ποτέ μαζικός τακτικός στρατός, υπολογίσιμος και επικίνδυνος. Και αυτή είναι μια κυρίαρχη τάση, σε αρκετούς κλάδους και σωματεία -όπως το ΠΣΕΠ ΥΠΠΟ, που συσπειρώνει τους συμβασιούχους του Υπουργείου Πολιτισμού.

Ας δούμε όμως μερικές άλλες τάσεις, ενδεικτικές για τη νοοτροπία μιας μερίδας συναδέλφων.

-Το δέος απέναντι στον εργοδότη και τους εκπροσώπους του. (Το κράτος και οι επικεφαλής έργου, αρχιφύλακες, έφοροι, προϊστάμενοι, διευθυντές κτλ). Φόβος ανάμικτος με λατρεία. Ανέξοδη γκρίνια για τις συνθήκες εργασίας, αλλά και έγνοια να «τα έχουμε καλά» με τους υπεύθυνους, για να μην πέσουμε σε δυσμένεια και να μη χαλάσει το κλίμα. Εξάλλου, εδώ είμαστε όλοι μια οικογένεια...

Στα λόγια όλοι βρίζουν την κυβέρνηση και το κράτος -ακόμα και το ίδιο το κράτος, για να φέρει τους εργολάβους. Στην πράξη πολλοί είναι πρόθυμοι να παρακαλέσουν, να γλείψουν εκεί που έφτυναν, και να λυγίσουν με τα φτηνότερα ανταλλάγματα. Κάποτε οι κυβερνήσεις έταζαν προσλήψεις στο δημόσιο για να εξαγοράσουν συνειδήσεις. Τώρα αρκεί ένα έκτακτο επίδομα, ένα κουπόνι ή μια θολή υπόσχεση για θέσεις ορισμένου χρόνου -που δεν επιβεβαιώνονται πάντα.

-Το μετέωρο βήμα του συναδέλφου Ντάνιελ Σαν.

Ο συνάδελφος κάνει τα πρώτα δειλά βήματα, συμμετέχει σε συλλογικές διαδικασίες, συσκέψεις, συνελεύσεις, όπου 200 άτομα παίρνουν ομόφωνη απόφαση (για στάση, απεργία, πορεία κτλ) και στην υλοποίηση δεν έρχονται ούτε τα μισά. Δεν είναι ακριβώς θέμα ειλικρίνειας -με τον εαυτό τους πρωτίστως και γενικώς. Πολλοί συνάδελφοι νιώθουν αποφασισμένοι για μεγάλα άλματα, για το ωραίο, το μεγάλο και το συγκλονιστικό, αλλά οι ενδιάμεσες φάσεις -μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες- τους φαίνονται μάταιες και κάπως βαρετές, σαν ασκήσεις επαναστατικής γυμναστικής. Wax in, wax out, που θα έλεγε και ο Μιγιάγκι στον Ντάνιελ Σαν. Αλλά πώς θα νικήσουμε στον μεγάλο αγώνα, χωρίς προπόνηση;
Αυτό το φαινόμενο στο γαλατικό (μαρξιστικό) χωριό μου, το λένε και ανάθεση.

-Μειωμένες προσδοκίες και απαιτήσεις.
Μαθαίνουμε να δεχόμαστε ως αυτονόητα τα προβλήματα: τα κενά, τις ελλείψεις, τις καθυστερήσεις (σε πληρωμές, προσλήψεις κτλ), την προχειρότητα. Να δεχόμαστε ότι τίποτα δε γίνεται και ότι οι όποιες αλλαγές θα είναι προς το χειρότερο. Και να παίζουμε στωικά τον ρόλο μας. Αυτοί (το κράτος) κάνουν πως μας πληρώνουν, εμείς κάνουμε πως έχουμε εργατικά δικαιώματα.

-Και αν κάνουμε κάτι να φέρουμε τα πάνω-κάτω;
-Ωχ ρε (συν)αδερφέ, ποιος τρέχει τώρα, δε βαριέσαι...

Κοινωνικός αυτοματισμός.
Αφού λοιπόν δε γίνεται τίποτα, σκάσε και κολύμπα: Προσαρμοζόμαστε στη ζούγκλα και το δόγμα «ο θάνατός σου, η ζωή μου», στοχοποιώντας τον διπλανό μας που είναι πιο εύκολος στόχος από το λιοντάρι. Να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα, τα προνόμια των μονίμων -που είναι σαν τους παλαίουρες στον στρατό- και οι υπόλοιποι συμβασιούχοι, που εποφθαλμιούν την ίδια θεσούλα με εμάς -αντί να τις διεκδικήσουμε συλλογικά για όλους.

Έχεις βύσμα; Φτιάξε κρέμα Γιώτης.
Τι μπορείς να κάνεις όταν όλοι βράζουν στο ίδιο καζάνι, έχουν τα ίδια ακριβώς προβλήματα, την ίδια επισφάλεια και έλλειψη προοπτικής, ενώ κάθε νόμος τους σπρώχνει όλους μαζί στον πάτο; Να ψάξεις ένα βύσμα για να βολέψεις την πάρτη σου. Δεν έχει τόση σημασία που εννιά στους δέκα θα σπάσουν τα μούτρα τους ή ότι δεν υπάρχει αληθινή ατομική λύση στα συλλογικά προβλήματα. Σημασία έχει να επιβιώσει η νοοτροπία του βολέματος που διαιωνίζει την πελατειακή λογική και το σύστημα.

Η οργουελική διπλή γλώσσα/σκέψη.
Τι είναι οι μάχιμοι συνδικαλιστές; Εργατοπατέρες, κομματικά φερέφωνα, καρεκλοκένταυροι (όσα λέγαμε και παραπάνω). Αλλά τα ίδια άτομα που τα λένε, έχουν μοναδικό ταλέντο να εντοπίζουν τους πραγματικούς εργατοπατέρες, να τους αναγνωρίζουν ως γνήσιους εκπροσώπους τους και να τους ευγνωμονούν.
-Μπράβο που τρέχετε! (Επειδή ανέβασαν μια ανάρτηση)
-Ευχαριστούμε! (Επειδή έστειλαν μια ενημέρωση ότι μπήκε ο μισθός).
Τα έλεγε ο Τζορτζ -και ας ήταν έμμισθος πράκτορας- όπως φαίνεται και στο μπλουζάκι ενός συναδέλφου.

Υπάρχει ελπίδα;
Κι όμως ναι. Και κάτω από την άσφαλτο, υπάρχει παραλία. Κάτω από τις 59 αποχρώσεις της μαυρίλας, την απογοήτευση και την ενσωμάτωση, τη σαπίλα και τη μιζέρια, κάτι κινείται! Ο σπόρος ανθίζει. Μπορεί να μη δίνει ακόμα πολλούς καρπούς και να μας δίνει προς το παρόν τα στοιχειώδη -που δεν είναι αρκετά- αλλά συχνά το αυτονόητο είναι το πιο δύσκολο να γίνει. Κι η ζωή προχωρά μπροστά από τις αντιφάσεις, όσο δυσεπίλυτες και αν είναι...

Αντί επιλόγου, μερικά πιο ειδικά σημεία.

Πριν από χρόνια, το Σωματείο των Εκτάκτων ελεγχόταν από κυβερνητικούς συνδικαλιστές και είχε πρόεδρο κάποιον -όνομα και πράγμα- Χασομέρη. Ο επόμενος πρόεδρος ήταν από το εξωκοινο-αναρχοβούλιο και έστελνε όλους τους συμβασιούχους αρχαιολόγους του ΥΠΠΟ να γραφτούν σε άλλο σωματείο (ΣΕΚΑ) με πολιτική-ιδεολογική συγγένεια. Παράλληλα, στον χώρο των αρχαιφουλάκων δραστηριοποιείται ένας Σύλλογος σπουδαστών και αποφοίτων, που θα είχε λόγο ύπαρξης την κατοχύρωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων, αλλά μετατράπηκε σε σωματείο, όταν κάποιοι παράγοντες-διαδρομιστές μυρίστηκαν ότι υπάρχει ψωμί και προσωπικό όφελος.

Ενδεικτικό παράδειγμα, ο προηγούμενος πρόεδρος, βαμμένο στέλεχος του μηχανισμού της ΝΔ. Το ’21 εξέδωσε προσωπική ευχαριστήρια ανακοίνωση προς το υπουργείο, η οποία μεταξύ άλλων:

-βγήκε μεσάνυχτα, παραμονή μιας προγραμματισμένης κινητοποίησης στο ΥΠΠΟ, για να την αποτρέψει ή τουλάχιστον να ακυρώσει τη δυναμική της -μη τυχόν δει η Μενδώνη διαδηλωτές και την πιάσει η αλλεργία της.
-ευχαριστούσε προκλητικά την κυβέρνηση για τη διευθέτηση ενός καίριου ζητήματος (το οκτάμηνο κώλυμα), που προφανώς δε λύθηκε και σε λίγους μήνες λειτούργησε ως κόφτης και άφησε πολλούς συναδέλφους χωρίς δουλειά.
-εξέθετε τα στάδια της κλιμάκωσης του προσωπικού του αγώνα (επαφές με βουλευτές και την υπουργό) και τη δραματική κορύφωσή του (τηλεφωνική επαφή με το πρωθυπουργικό γραφείο). Η κόλαση παγώνει, η τρίχα σηκώνεται κάγκελο...
-Έγλειφε πατόκορφα τη ΔΑΚΕ του ΥΠΠΟ (!), την κυβέρνηση και την ίδια την υπουργό, σε μια περίοδο που όλοι κρατούσαν αποστάσεις από τη Μενδώνη, λόγω της υπόθεσης Λιγνάδη. Εξαιρούνταν όμως τα πιστά της κατοικίδια.

Σημειωτέον πως όλα αυτά δεν εμπόδισαν τον γενναίο συνδικαλιστή, ως μόνιμο πια -σε άλλο Σωματείο- να κατεβάσει δική του «διασπαστική παράταξη», βάσει σχεδίου και σε συνεννόηση με το κυβερνητικό στρατόπεδο, για να ελεγχθεί καλύτερα το πόπολο και η διασπορά των ψήφων -ώστε να μην πάρει έδρα και η ΔΑΣ.

Διάδοχός του ήταν μια επίσης δεξιά, «ανεξάρτητο πνεύμα» και στιχουργός (σαν τον Βαγγέλη), εντελώς ετερόφωτη, που αξιοποιεί τις κατάλληλες διασυνδέσεις με τους εργατοπατέρες των μονίμων του ΥΠΠΟ, για να καλύψει το χαμηλό της πολιτικό κριτήριο. Ενδεικτικό παράδειγμα η ομιλία της στο συνέδριο της Ομοσπονδίας, όπου πήγε ως αιρετή αντιπρόσωπος και ξεκίνησε λέγοντας «ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση»! Λες και ήταν σε κάποιο πάνελ και όχι εκλεγμένο μέλος της διαδικασίας...

Δεν είναι ασφαλώς παράξενο ότι αυτός ο σύλλογος (που έγινε στην πορεία «σωματείο») φυτοζωεί λόγω προσωπικών αντιθέσεων και συγκρούσεων. Ούτε ότι οι εντάσεις αυτές δεν έχουν το παραμικρό πολιτικό υπόβαθρο και αφορούν τη... διαπάλη γύρω από τα κριτήρια για τις προσλήψεις μόνιμου προσωπικού που έχουν εξαγγελθεί -για το ’23 και ακόμα τις περιμένουμε να ωριμάσουν σαν τις συνθήκες. Το καλό μαγείρεμα αργεί να γίνει...

Όλοι αυτοί είναι σαφώς μέρος του προβλήματος. Δεν εξαντλείται όμως σε αυτούς το πρόβλημα. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι η κοινή γνώμη αδιαφορεί για όσα συμβαίνουν στον Πολιτισμό (πιστεύοντας ότι δεν την αφορούν), μαθαίνει στην καλύτερη όσα γίνονται στην Ακρόπολη που έχει ειδικό βάρος και δημοσιότητα, αλλά πιθανότατα δεν ξέρει καν ότι από σήμερα την είσοδο στο μνημείο την διαχειρίζεται ιδιωτική εταιρεία με εργολαβία, που προσφέρει χειρότερες υπηρεσίες αλλά στοιχίζει πιο ακριβά στο δημόσιο!

Το βασικό πρόβλημα είναι πως αντί να είναι στο πόδι όλη η κοινωνία για τη διάλυση και το ξεπούλημα του Πολιτισμού, δεν αντιδρά καν το σύνολο όσων εργάζονται στον χώρο. Αλλά για να αναλύσουμε το πρόβλημα, πρέπει να δούμε μερικά πράγματα για το γενικό πλαίσιο -που ίσως είναι το θέμα μιας άλλης ανάρτησης, αν δείξει σχετικό ενδιαφέρον η βάση του μπλοκ.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Ελλάς - Γαλλία - Αμνησία

Αν όλα τα ΠΑΣΟΚ της γης
δίναν σφιχτά τα χέρια
παλιά και νέα στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
και όλο το γκουβέρνο
θα αγκάλιαζε θαρρώ


Οι διάδοχοι του Ολάν -από όπου ξεπήδησε και ο Μακρόν-, ο Μελανσόν, οι ρωσόφιλοι, οι ψεκασμένοι, τα ρετάλια του εφικτού σοσιαλισμού του Μιτεράν, το διαλυμένο ΚΚ Γαλλίας που δεν εξέλεξε ούτε τον γραμματέα του, η άτυπη συμμαχία με τον επάρατο Μακρόν, για να μην βγει η τρισκατάρατη Λεπέν. Που κανονικοποιείται, ηρωοποιείται, τρέφεται πολιτικά από τους αντιπάλους τους, από όσα λένε και (δεν) κάνουν, την πολιτική τους ατζέντα, τον οργανωμένο ρατσισμό της ΕΕ και των κρατών μελών της, το χάσμα των ανισοτήτων που μεγαλώνει -και βρίσκει στους μετανάστες βολικό αποδιοπλεμπαίο τράγο και φτηνή πρώτη ύλη για κέρδη.

Εσείς με ποιον είστε; Με τον γκολισμό ή με τον γκοσισμό;
Οι σοσιαλφιλελέ γκολιστές-μακρονιστές παίζουν με την αγαπημένη τους θεωρία των δύο άκρων, που εκκολάπτει τα ναζιστικά φιδάκια του μέλλοντος. Δίνουν στον Μελανσόν παράσημα που δεν αξίζει, τον θεωρούν επικίνδυνο και ακραίο -όπως κάποτε εδώ τον Τσίπρα-, αντιευρωπαϊστή -sic- και φιλορώσο. Λες να φύγει η Γαλλία από την ΕΕ και τον γαλλογερμανικό άξονα; Από τη Μεσόγειο και τον Ατλαντικό; Μήπως θα κοντραρισρτεί με το ΝΑΤΟ για την Ουκρανία; Μα όχι. Δε χαλάνε οι στρατηγικές των αστών για τα κόμματα (ρε μαλάκα, που θα έλεγε και η Βάσια Τριφύλλη στον Γκλέτσο).

Fraternite, liberte, egalite

Είμαστε όλα αδελφωμένα, ελεύθερα και ίσα. Είμαστε ελεύθεροι να ψηφίζουμε όποιο κόμμα θέλουμε, για να εφαρμόζει το ίδιο πρόγραμμα και τα ίδια μέτρα εναντίον μας. Είμαστε ελεύθεροι από δικαιώματα, να μας εκμεταλλευτούν όπως θέλουν, χωρίς αναχρονιστικούς περιορισμούς, για να γευτούμε τους καρπούς της ανάπτυξης. Είμαστε ίσοι και κυρίως ελεύθεροι να επιλέξουμε αν θα κοιμηθούμε στη βασιλική σουίτα ή σαν βασιλιάδες κάτω από μια γέφυρα, που γεφυρώνει το ταξικό χάσμα και μας ενώνει σε έναν κοινό εθνικό σκοπό. Έτοιμοι να πανηγυρίσουμε όλοι μαζί άλλη μια νίκη της εθνικής ομάδας -στον έβδομο ουρανό όλοι αδέλφια!- γεμάτη μετανάστες, που δείχνει πως όσοι μαύροι είναι άριστοι και προσπαθούν σκληρά, μπορούν να πετύχουν κάτι σπουδαίο (να τους αποδεχτούμε), σε έναν κόσμο γεμάτο ευκαιρίες για όλους. Ακόμα και για τους τρικολόρ, που παίζουν άθλια φέτος, και παρά το παρατσούκλι τους δε λατρεύουν ακριβώς τις σκουρόχρωμες επιδερμίδες και τους παίκτες από τις αποικίες.

Το Λαϊκό Μέτωπο επηρεάζει ακόμα και τα αθλητικά πρωτοσέλιδα της χώρας...

Κι άραγε πόσοι αντιλαμβάνονται πως το περιβόητο τρίπτυχο (ελευθερία - ισότητα -αδελφότητα) ήταν οι σημαίες μιας αστικής επανάστασης -σαν αυτή του ’21 στα καθ’ ημάς- και ας τις υπέστειλαν οι αστοί μόλις πήραν την εξουσία; Και ότι οι δικές μας κατακόκκινες σημαίες θα έχουν τελείως διαφορετικά συνθήματα, που διαγράφουν έναν άλλο ορίζοντα και όχι απλώς την αποκατάσταση των «προδομένων» αστικών αξιών.

Η ιστορία του Λαϊκού Μετώπου επαναλαμβάνεται. Τότε ως τραγωδία, με την κυβέρνηση Μπλουμ να βγάζει εκτός νόμου τους... σύμμαχους κομμουνιστές και να αφήνει τη δημοκρατική λαϊκομετωπική Ισπανία στην τύχη της -ο σύγχρονος Πόντιος Πιλάτος θα ξέπλενε τα χέρια του στο αίμα. Σήμερα ως μια εκλογική φάρσα, χωρίς συνοχή και σοβαρή προοπτική -πόσο μάλλον επαναστατική. Αλλά ποιος μελετά την ιστορία, για να διδαχτεί από το υλικό που μας προσφέρει απλόχερα; Ο μόνος «Μπλουμ» που ξέρει το αριστεροχώρι είναι ο Ορλάντο και οι πατάτες μπλουμ. Πάντα πρόθυμο για νέες παλιές πατατιές και να βουτήξει (μπλουμ) στον βούρκο με τις αυταπάτες.
Μοντιέ, πόσες αυταπάτες ξοδεύεις για να βρει το ποίμνιό σου ελπίδα;

Ψωμί - παιδεία - ελευθερία. Ή μάλλον το καινούριο του Γιάνη: Στέγη - Ρεύμα - Ειρήνη (χωρίς δικαιοσύνη και παλαιστινιακό κράτος). Η Ελλάδα πάντα «ακολουθούσε» τη σύμμαχο και τις διεθνείς τάσεις -έστω και με καθυστέρηση. Η επανάσταση του ’21 στον απόηχο της γαλλικής, το Πολυτεχνείο ως «απόηχος» -υποτίθεται- του Παρισινού Μάη, η «Αλλαγή» του ’81 -που δεν έχει καμία σχέση με τα υπόλοιπα- μαζί με την άνοδο του Μιτεράν -που έδωσε κάποια υπουργεία στο ΓΚΚ, σε αντίθεση με τον Ανδρέα, και καλύτερα από μια άποψη.

Και τώρα; Είδατε τι μπορεί να πετύχει η ενότητα;
Ναι. Να ντύσει την απελπισία ελπίδα, που θα διαψευστεί παταγωδώς, για να τροφοδοτήσει εκ νέου τη μαυρίλα. Τόση φρούδα ελπίδα από το ’15 είχαμε να δούμε! Καλά πήγε και αυτό... Τόσο κοντινό και τόσο μακρινό συνάμα, στις μνήμες του αριστεροχωρίου. Κι ας υπάρχουν ακόμα και χρυσόψαρα με αμυδρές μνήμες από τότε, που τοποθετούνται ψηλότερα στη βιοπολιτική αλυσίδα από τα πολιτικά ασπόνδυλα.
Ελλάς - Γαλλία - αμνησία...

Μακάρι να γίνουν και εδώ τα ίδια. Να ενωθεί το ΠΑΣΟΚ, το νέο ΠΑΣΟΚ, το όλον ΠΑΣΟΚ, τα εκκολαπτόμενα ΠΑΣΟΚ από τις ακαδημίες, όσοι θέλουν να γίνουν ΠΑΣΟΚ όταν μεγαλώσουν, όσοι ξεπλένουν διαχρονικά το ΠΑΣΟΚ, όσοι θέλουν να ενωθούν μαζί του, οι 50 αποχρώσεις της κεντροαριστεράς, οι Νέστορες του χώρου, ο Σημίτης, ο Τζουμάκας, ο Σταμάτης Μαλέλης, ο Σταμάτης Γαρδέλης και όσοι ζουν από τις ηρωικές βιντεοκασέτες. Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Πασοκιά...

Κοίτα οι άλλοι έχουν κινήσει,
έχει η πλάση πρασινίσει
Πράσινος ήλιος έχει βγει,
εκεί στην Κυανή Ακτή...

Να ενωθεί η «Αριστερά», που έχει γίνει χίλια κομμάτια, μεταμοντέρνα. Οι σοσιαλιστές, οι ριζοσπάστες, οι αριστεριστές, τα γκρουπούσκουλα. Να ενωθούν οι δέκα υποψήφιοι του ΠΑΣΟΚ και τα καπετανάτα τους, οι Στεφανικοί με τους Τσιπρικούς που σφάζονται, Βοναπάρτηδες και Αντουανέτες, οι νεο-αριστεροί που δεν επιστρέφουν τις έδρες, το ΜέΡΑ25 με το δικό του ενωτικό κάλεσμα. Να πάρουν όσους καραμανλικούς δεν έχουν πάρει ακόμα (εκτός από τον Σπηλιωτόπουλο και τον Αντώναρο), το υγιές κομμάτι της Δεξιάς (Δένδια κτλ), να βρουν τον Καμμένο της νέας εποχής. Να φτιάξουν μια νέα ΕΑΔΕ, μια νέα Ένωση Κέντρου, κάτι ενιαίο τέλος πάντων. Και να φτιάξουμε μετά έναν πόλο εναντίον τους...

Να τελειώνουμε επιτέλους με όσους χρειάζονται μια Δεξιά, για να φαίνονται αριστεροί, αλλά καταλήγουν να την ταΐζουν πολιτικά. Με όσους λένε να στρίψουμε το τιμόνι (λιγάκι) αριστερά -όχι πολύ όμως, για να μη μας φύγει το κέντρο. Και δε διαφωνούν με την κατεύθυνση, τους στόχους και τον προορισμό, αλλά έχουν μικροδιαφωνίες για τη διαδρομή και πώς θα φτάσουμε ταχύτερα.

Είσαι η φροντίδα μας, κοφτερή λεπίδα μας
Είσαι η ελπίδα μας, πήδα-πήδα-πήδα μας...

Είστε δηλαδή με τη χρεοκοπημένη λογική «τι Πλαστήρας, τι Παπάγος»;
Το σύνθημα αυτό το είπε ο Γιώργος Παπανδρέου, όταν μεταπήδησε από τη μια παράταξη στην άλλη, για να σιγουρέψει την έδρα του -πάνω από όλα οι αρχές. Και φρόντισε ο Πλαστήρας να το επιβεβαιώσει στην πράξη, με τον Μπελογιάννη, τους συντρόφους του και τα κουτσουρεμένα «μέτρα επιείκειας». 

Δηλαδή είστε μηδενιστές; Δεν απομένει στον κόσμο ελπίδα καμιά;
Κάθε άλλο. Η ελπίδα είναι στον δρόμο, στους εργάτες που απεργούν λίγες μέρες πριν τους Αγώνες του Παρισιού και χαλάνε τη σούπα της «εθνικής ενότητας». Στα πανίσχυρα συνδικάτα με την πλούσια ιστορία (παλιά και πρόσφατη) μαζικών ταξικών αγώνων και σκληρών αναμετρήσεων. Στην εργατική τάξη που οργανώνεται και νικάει, ακόμα και αν δεν υπάρχει μια πολιτική έκφραση στο ίδιο ύψος. Ακόμα και αν έχει μείνει πίσω η οργανωμένη πρωτοπορία, ο κομμουνιστικός πόλος που μπορεί να γίνει το αντίπαλο δέος.

Όποιος ζηλεύει όσα γίνονται στη Γαλλία, ας πάρει το παράδειγμα για να δώσει μάχες στον δρόμο. Όλα τα άλλα είναι καλτ ιστορίες από ταινία του Τσιώλη. Ας περιμένουν οι σωτήρες -και το «Λαϊκό Μέτωπο»...

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2024

Τιμημένοι την 4η Ιουλίου - Ημέρα εξάρτησης

Σήμερα είναι η επέτειος ενός ηρωικού και πένθιμου δημοψηφίσματος. Αλλά η κε του μπλοκ προτιμά -χίλιες φορές καλύτερα- ένα ετεροχρονισμένο αφιέρωμα στα είκοσι χρόνια από το EURO. Ψηφίστε και κερδίστε ποια ντρίπλα ήταν καλύτερη: του Ζαγοράκη στον Λιζαραζού ή του ΣΥΡΙΖΑ και της αστικής τάξης, έντεκα χρόνια μετά;


Μία σοβαρή επιτυχία είχε η εθνική στο ποδόσφαιρο, κι αυτή ευθυγραμμισμένη με τη νατοϊκή μαμά-πατρίδα, πάνω στην εθνική της γιορτή -ημέρα εξάρτησης. Ενώ το ευρωπαϊκό του Ολυμπιακού συνδέθηκε με την άλωση της Πόλης και της (ο)παπαρίνας. Μόνο το Τιρινίνι πέφτει πάνω στα γενέθλια του Τσε.

Τι μου έμεινε από τότε

Οι γραφικότητες για τον Ρεχακλή, τους θεούς του Ολύμπου, τον βασιλιά Ότο και την Ελλάδα που θέλει τον Γερμανό της. Ο Σάββας καφέ - Γριέγου πορτίου- σε έναν ρόλο ζωής. Η μπίζνα του αριστερού Χελάκη με το πειρατικό, που έγινε δίσκος και ένα πανάθλιο μπιτ που ζάλιζε αυτιά. Ότι ο Βάσκο ντα Γκάμα ήταν Έλληνας -γιατί τους γκαμάγαμε από παλιά, τότε που όλος ο πλανήτης μάθαινε το ελληνικό (οθωμανικό) στιλ. Οι αβάσταχτες κραυγές του Βερνίκου σα να του έχωναν κάτι. Οι τόνοι γραφικότητας που συνοδεύουν -αναπόφευκτα- μια μεγάλη επιτυχία.

Η γκρίνια για τον Γεωργάτο, τον Στολτίδη και τους απόντες του Γραμματικού. Το πρωτοσέλιδο «που πας ΡΕ-Χάγκελ -σα να λέμε Καραμήτρο» μετά από μια πεντάρα στη Φινλανδία. Το ειρωνικό μπλουζάκι του Κάρπετ «ναι αλλά δεν παίζει ο Ζήκος» μετά τον τελικό. Ότι οι δυο Αντώνηδες φαινόταν να κάνουν κάτι φρέσκο -με την αρχισυνταξία του Κώστα Καπάταη, που ξεχώριζε από τον Μανόλο και την κλαδική του ΠΑΣΟΚ στην ΕΡΤ. Και η γκρίνια που προηγείται αναπόφευκτα της πιο μεγάλης επιτυχίας.

Η γκίνια των Ισπανών, η γκίνια των Γάλλων, η γκίνια των Τσέχων, ο τραυματισμός του Νέτβεντ. Γκίνια επαναλαμβαόμενη παύει να λογίζεται ως τέτοια -το τυχαίο είναι μια διαλεκτική στιγμή του αναγκαίου στην ιστορία. Η ασίστ του Τσιάρτα, σα να πίνει ένα ποτήρι νερό -πριν αρχίσει τον φασιστικό βόθρο, σα να ξερνάει περιττώματα. Το δίδυμο Σεϊταρίδης - Φύσσας, είκοσι χρόνια μετά, να λέει πως δε μας πίεσε και τόσο πολύ η Τσεχία. Το κέντρο και η άμυνα που είχαμε. Οι κεφαλιές του Χαριστέα. Η καριέρα που (δεν) έκανε αργότερα -χειρότερη και από τα φετινά του σχόλια στην ΕΡΤ. Η τεστοστερόνη και το σομπρέρο του Τεό. Ότι βγήκε MVP και ευρωβουλευτής. Και μη χειρότερα...

Το κλάμα του Κριστιάνο, που ξέρει να χάνει. Ο Τζίμι Τζαμπ να πετάει τη σημαία της Μπάρτσα στον Φίγκο -το στιγμιότυπο της διοργάνωσης. Η στολή της Πορτογαλίας που θύμιζε καρπούζι -με την Παλαιστίνη ως τη λευτεριά. Η Ολλανδία να νικά στα πέναλτι! Η μαγεία του Ίμπρα με το φαλτσαριστό τακούνι. Το μαγικό μπισκότο των Σκανδιναβών, που άφησε έξω την ειδική στο είδος Ιταλία -αυτά μόνο στη Μεσόγειο γίνονται. Το κάζο των Γερμανών, που ζήλευαν τον συμπατριώτη τους. Το αβάσταχτο φολκλόρ του Σκολάρι στον πάγκο. Κι ότι ένα τόσο συμπαθές, ομοιοπαθές έθνος -σαν τους Πορτογάλους- έχει βγάλει τόσο αντιπαθητικές μορφές στην μπάλα -Ρονάλντο, Φίγκο, Πέπε, Μουρίνιο. Σάντος που σας χρειάζεται...

Τα εκκολαπτόμενο αυγά στην κερκίδα μας. Το «δε θα γίνεις Έλληνας ποτέ...» λίγους μήνες μετά. Ο μεγάλος (φασιστικός) χειμώνας της Ελλάδας. Η αφόρητη Σημιτίλα -και ας είχε μπει στο χρονοντούλαπο, μόλις τρεις μήνες πριν- η πλαστή ευφορία για την «ισχυρή Ελλάδα» και το μεγάλο καλοκαίρι της. Γιατί χαίρεται και χαμογελά ο κόσμος, πατέρα; Η ουρανομήκης γιούχα στους επίσημους, στο Καλλιμάρμαρο. Και η καρτέλα στον τελικό που βάφτιζε πρωθυπουργό τον Γκαγκάτση, δίπλα στον Καραμανλή -και ίσως είχε δίκιο. Αυτοδιοίκητο στην Ελλάδα έχουν μόνο η ΕΠΟ και το Άγιο Όρος.

Και τέλος. Το άθλιο σύνθημα «δε σταματώ να τραγουδώ ποτέ». Η υστερία «σήκωσέ το το γαμημένο». Η μεταστροφή από το «δε γίνονται αυτά», στο «δε χάνεται αυτό». Η βεβαιότητα του κόσμου μετά τον ημιτελικό -το ίδιο συναίσθημα που γύρισε τούμπα στο Μουντομπάσκετ, δυο χρόνια μετά. Κι η σιγουριά πως δεν πρόκειται να ξαναζήσουμε κάτι τέτοιο στη ζωή μας την σκυφτή. Αλλά όχι και η μεγαλύτερη βραδιά μας, ρε εσύ. Τις μεγαλύτερές μας -θέλουμε να πιστεύουμε πως- δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα...

Τι άλλαξε - τι έμεινε ίδιο από τότε;

Πολλά πράγματα. Και τίποτα συνάμα. Όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλο τα ίδια μένουν. Και για να μείνουν ίδια, πρέπει να αλλάξουν ριζικά. Ο Κριστιάνο ακόμα κλαίει. Οι Ισπανοί δεν είναι πια λούζερ. Ο μέσος Έλληνας δε γουστάρει τον Γερμανό. Τα PIGS κυριαρχούν εδώ και μια εικοσαετία στο EURO -έτσι πηδάνε αυτοί που σας χρωστάνε. Οι Αντώνηδες έβγαλαν τον πραγματικό τους εαυτό στη φόρα και δεν αντέχονται. Ο Βερνίκος περιγράφει ακόμα -όπως και ο Χελάκης- στο Μέγκα. Οι καλές ομάδες εξακολουθούν να νικάνε τις καλές μονάδες. Και η πάλη των τάξεων παραμένει ιστορικά αδικαίωτη.

Το EURO μοιάζει σαν χτες. Αλλά και τόσο μακρινό, από την επόμενη κιόλας μέρα. Η Εθνική είχε συνέχεια, περίπου για μια δεκαετία, πριν ξαναγυρίσει στην ανυποληψία. Οι σύλλογοι έφτασαν στο ταβάνι τους και η πτώση τους έμοιαζε -και ήταν- εκκωφαντική, πριν αρχίσουν να ξαναδείχνουν δειλά κάποια σημάδια ανάκαμψης -σαν την οικονομία της χώρας. Η κοινή σε όλους σιγουριά πως είναι εμπειρία ζωής, που δεν πρόκειται να ξαναζήσουμε, δεν είχε να κάνει τόσο με το μέγεθος του θαύματος -αυτό το συνειδητοποιείς μετά, όταν κρυώσει. Αλλά με τη βεβαιότητα πως ήταν μια φωτοβολίδα, που φώτισε για λίγο τα σκοτάδια, αλλά δεν μπορεί να τα διαλύσει μόνη της. Είχε να κάνει με τη σιγουριά για τον χαρακτήρα της ΕΠΟ, τον προγραμματισμό της, τις ακαδημίες των συλλόγων, την αγάπη για το άθλημα -που δεν ταυτίζεται με τον αθεράπευτο έρωτα για τις επιτυχίες.

Η μαγεία εξατμίστηκε πολύ γρήγορα, σαν καλοκαιρινή βροχή, αφήνοντας πίσω της συντρίμμια. Έναν χρόνο μετά, σε μια εκδήλωση της οργάνωσης στο ΠΑΜΑΚ, θυμάμαι έναν βετεράνο να «χλευάζει» σχεδόν την επιτυχία, λέγοντας ότι πέσαμε από την Ακρόπολη και βρήκαμε πορτοφόλι -απίθανα πράγματα, που δεν πρόκειται να ξανασυμβούν.

Στην ίδια εκδήλωση ένας σφος ρώτησε μεταξύ σοβαρού και αστείου αν πρέπει να περιμένουμε την εποχή της Σπαρτάκ και της Ντιναμό Θεσσαλονίκης, για να δούνε τίτλο οι ομάδες της πόλης. Κι ήταν κατά μία έννοια προφητικός, πριν μάθει το ευρύ κοινό την ύπαρξη του Σαββίδη και το ενδιαφέρον του για την μπάλα -και τα παράπλευρα κέρδη του. Η τραγική ειρωνεία δεν είναι ότι η ερώτηση του σφου είχε άλλο νόημα -για τον σοσιαλισμό και την επανάσταση. Αλλά ότι ο σφος ήταν Αρειανός. Και είναι ακόμα -γιατί αυτά δεν αλλάζουν. Σφος -οργανωμένος τουλάχιστον- δεν πρέπει να είναι πάντως, γιατί αυτά δυστυχώς αλλάζουν καμιά φορά. Και στους καλύτερους συντρόφους...

Είκοσι χρόνια μετά, η εποχή εκείνη μοιάζει μακρινή και αφόρητα ίδια. Η φουρνιά των μεταφοιτητών έχει περίπου τις ίδιες οικονομικές δυνατότητες και εξαρτάται από τους γονείς της. Τα θαύματα -στη ζωή μας και το ποδόσφαιρο- λιγοστεύουν επικίνδυνα, κανονικοποιούνται. Τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη του από τους ισχυρούς. Το τυχαίο παραμένει μια στιγμή του αναγκαίου. Και το (αβάντι) πόπολο συνεχίζει να μην παίρνει τις τύχες στα χέρια του. Για να πάψει να νιώθει έρμαιο της τύχης και να κάνει την ανάγκη ιστορία.

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2024

Ερνέστο τον ελέγανε ή Νίκο

Τέσσερα πράγματα αυξάνονται εκθετικά γύρω μας. Το σύμπαν, η ανοησία, οι πολιτικές διεργασίες - ανακατατάξεις και η σχετική αρθρογραφία στον Ρίζο και την ΚΟΜΕΠ, που χωρίζεται μεθοδολογικά σε δύο υποείδη: α. διεργασίες στο αστικό πολιτικό σκηνικό και β. διεργασίες στον οπορτουνιστικό χώρο. Στο τέλος κάθε ανάλυσης του (μικρο)αστικού χυλού, μένει ένας σοσιαλφιλελέ φασίστας με αριστερές κορόνες, που σημαίνει πως αρκεί μόλις ένας για να τον ξαναφτιάξουμε -αν και χρειάζονται δυο-τρεις ως άλλοθι πολυφωνίας- αρκεί να βρούμε έναν επιχειρηματία να χρηματοδοτεί τα ιδανικά τους, δηλαδή το καπιταλιστικό συμφέρον του.

Η κε του μπλοκ πίστευε ανέκαθεν πως ο οπορτουνιστικός χυλός έχει λίγη γεύση-πλάκα παραπάνω και περισσότερα ιδεολογικά προσχήματα, μακριά από το χρήμα και τις καρέκλες της εξουσίας -και ας μη γεννήθηκε ακόμα δύναμη να τα βάλει με τις μικρο-εξουσίες και τους βοναπαρτίσκους του χώρου. Διεργασίες-διεργασίες, δε μας άφησαν στιγμή να χαρούμε τη ζωή

Οι διεργασίες αυτές βέβαια είναι ως επί το πλείστον διασπάσεις και ελάχιστες συμμαχίες που έχουν μέσα τους το σπέρμα της επόμενης διάσπασης. Το πρόβλημα είναι πως συντελούνται με τέτοια συχνότητα που είναι δύσκολο να τις παρακολουθήσεις, εκτός αν είσαι μερακλής και ρέκτης του είδους. Για το μέσο κοινό, όμως, μέχρι να χωνέψει μία διάσπαση, έχουν γίνει άλλες δύο.

Δεν έχω πρόχειρη τη μελέτη του Γκίκα για τον Μεσοπόλεμο, για να ανατρέξω στο σχετικό απόσπασμα, αλλά θυμάμαι ένα στατιστικό για τις πολυάριθμες οργανώσεις του τότε εξωκοινοβουλίου -τροτσκιστές, αρχείοι και λοιπές διασπάσεις- ότι είχαν κατά μέσο όρο μια διάσπαση ανά τρία χρόνια. Ή ότι ο μέσος όρος οργανωτικής ζωής κάθε μέλους έφτανε τα τρία χρόνια, προτού αλλάξει χώρο και μεταπηδήσει σε άλλη. Ένας διαχρονικός χρυσός κανόνας που δεν πρέπει να έχει αλλάξει θεαματικά, ως προς τα ποσοτικά του μεγέθη, στις μέρες μας.

Ένας από τους λόγους που πέτυχε το αφιέρωμα του Λαϊκού Στρώματος στον Αριστερισμό -πέραν της πολυετούς βασανιστικής αναμονής να ωριμάσουν οι συνθήκες για το περιβόητο τρίτο μέρος- είναι ότι έλυνε κάποιες βασικές απορίες του αναγνώστη για το πολύχρωμο μωσαϊκό και τις δαιδαλώδεις διακλαδώσεις ενός Λαβύρινθου, όπου χρειαζόσουν το νήμα της Αριάδνης για να βγάλεις άκρη -πριν τους βρει ο Μινώταυρος του Γιάνη και το εικονογραφημένο WOW. Με άλλα λόγια το ΛΣ σου έδινε -χοντροκομμένα έστω- έναν μπούσουλα για να βρεις τα διακυβεύματα, τα επίδικα και τις απαυτώσεις κάθε συλλογικότητας.

Αλλά αυτά είναι σαν τις ξένες γλώσσες: λίγο να τα αφήσεις, σε αφήνουν. Ούτε μια επταετία μετά από το τελευταίο επικαιροποιημένο μέρος του πονήματος έχουν βγει ένα σωρό καινούρια φρούτα αγνώστου προέλευσης στον μέσο αναγνώστη, που μένει ενεός μπροστά στην εκάστοτε Αναμέτρηση, τη Συνάντηση, τη Μετάβαση, το Σχέδιο Κ κοκ. Ενώ κάποιοι σοβαροφανείς ατσίδες αναρωτιούνται γιατί δε βρήκε προφητικά θέση στο αριστερόμετρο το ΜεΡΑ25 που ιδρύθηκε αργότερα!

Που κι έτσι να μην ήταν, είναι ζήτημα αν θα χωρούσε το προσωποπαγές μόρφωμα ενός αστού νάρκισσου, που είχε άλλες φιλοδοξίες, κεϊνσιανές καταβολές, πασοκικό παρελθόν και μέλλον και βασικό τρίπτυχο το «ειρήνη-ρεύμα-στέγη» κατά της Δεξιάς (και πάλι wow), επειδή είναι η μοίρα του σακατεμένη και έμπλεξε με την άχαστη κατάρα της ΑΡΑΣ -μεταγραφή αεροδρομίου- και τα υπαρξιακά της προβλήματα.

Εδώ είναι ζήτημα αν -γιατί και με ποια κριτήρια- πρέπει να εντάσσεται στο κυρίως εξωκοινοβούλιο το ΣΕΚ και η παροιμιώδης επαναστατική του αισιοδοξία, που ανακαλύπτει παντού νίκες και πετάει από κορυφή σε κορυφή, μαυρίζοντας δεξιούς και οργανώνοντας ανατροπές.


Τέλος πάντων, έχει σαφώς περισσότερη πλάκα να ψάχνεις τις διαφορές της ΑΡΑΣ και της ΑΡΑΝ -το «κλασικό» αστείο για τον στρατό και το ναυτικό του ή το αμφίβολο χιούμορ για τη διαβόητη «μαϊμού της ΑΡΑΝ»- από το να προσπαθείς να βρεις με τον μεγεθυντικό φακό μια διαφορά μεταξύ ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και ΝεΑΡ που δεν έχουν καμία απολύτως. Ούτε και οι άλλοι έχουν, αλλά έχουν πλάκα τουλάχιστον. Και μπόλικα ιδεολογικά προσχήματα, για όλα αυτά που αγωνιστήκαμε -το ’να, τ’ άλλο...

Στον αντίποδα, τα αστικά κόμματα δεν έχουν ακριβώς πλάκα, γιατί είναι της πλάκας μηχανισμοί και τέλος πάντων παραέχουν πλάκα από μόνα τους, για να κάνεις σοβαρή πλάκα από πάνω.

Για παράδειγμα: είναι φαιδρό άτομο ο Κασσελάκης; Αυταπόδεικτα ναι. Τόσο φαιδρό που έχει καλές πιθανότητες κάποια μέρα να γίνει και πρωθυπουργός. Μην το γελάτε, γιατί ό,τι χλεύασε το αριστεροχώρι -από ΓΑΠ μέχρι Κούλη- τελικά το λουστήκαμε.

Προσφέρεται η περίπτωση Κασσελάκη για πλάκα και χιούμορ υψηλής ποιότητας; Όχι, για μια σειρά λόγους.
Αφενός είναι ένα πολύ σοβαρό σχέδιο made in USA, που αφήνει παρακαταθήκη, ακόμα και αν αποτύχει παταγωδώς ο ίδιος. Δεύτερον, γιατί κρίνεται για τις θέσεις του και όσο και αν ψάξεις να βρεις πού διαφέρουν αυτές των άλλων, θα μείνεις με τη χαρά της αναζήτησης. Και τρίτον -ως συνέχεια του δεύτερου- γιατί υπάρχει μια γενική άμιλλα γελοιότητας και είναι πολύ δύσκολο να βρεις τον πιο καταγέλαστο από όλους.

Είναι αυτοί που έφαγαν στη μάπα αδιαμαρτύρητα τόσα χρόνια την προσωπολατρία για τον Αλέξη -το παιδί, που το φαρμάκωσαν, που έβγαλε έρπη, που μας αγάπησε, θα μας σώσει πάλι απ’ τη σκλαβιά κτλ- και έστρωσαν τον δρόμο στον (διάττοντα) αστέρα -aka Stefanos;
Είναι ο αρκουδιάρης που έκανε θεό τον Αλέξη, μαζί με έναν στρατό τρολ, αλλά τώρα άρχισε τα αμένσιωτα υπονοούμενα για το έκπτωτο είδωλο;


Ή μήπως ο Αλέξης που ήθελε έναν ελεγχόμενο διάδοχο να πετάξει τα βαρίδια για να επανέλθει καβάλα στο πράσινο άλογο της ενωμένης κεντροαριστεράς, αλλά τώρα στοιχίζεται με τα βαρίδια και νιώθει πως την πάτησε όπως κάποτε ο Αλέκος με τον μικρό (τότε) Αλέξη;
Ή ο Πολάκης που εκτιμά ότι τους στοίχισε η υπερπροβολή της ζωής του προέδρου και της ερωτικής του επιλογής; Ή τα τρολ που το έκαναν γαργάρα -φαντάσου όμως να ’ταν στη θέση του κάποιος του ΚΚΕ, ε; Τα μισά να έλεγε...
Ή αυτοί που έβγαλαν... «απεργιακό φύλλο» της Αυγής με τον Πλουμπίδη;


Ή ο Στέφανος που του άρεσε το παιχνίδι των εκλογών και δηλώνει υποψήφιος για τον ενιαίο φορέα της Κεντροαριστεράς που δεν έχει συγκροτηθεί ακόμα; Και αν έβαζε απευθείας για πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ;
Ή μήπως αυτοί που μας ζάλιζαν τον έρωτα (που είναι συνώνυμο της επανάστασης) με τον ύμνο της ενότητας και διαλύονται στα εξ ων συνετέθησαν, για να μπολιάσουν ως πολιτική κοπριά το ΠΑΣΟΚ; Love will tear us apart again. Αν και μάλλον ταιριάζει καλύτερα κάτι από το Μεγάλο μας Τσίρκο.

Ναι, προφανώς στο τέλος τον διαγωνισμό θα τον πάρει ο Στέφανος, που αφήνει αντάρτικα γένια, να μοιάζει μάχιμος ηγέτης. Γιατί δεν έχει ιδέα πού βρίσκεται, κάπως σαν τον Αιγύπτιο στο Αστερίξ Λεγεωνάριος -τρίχες στο σαγόνι!- και χρειάζεται διαρκώς μετάφραση.


Γιατί ο σεναριογράφος τον βάζει να πει ότι έχει διαβάσει το Κράτος και Επανάσταση -έχει σα στάμπα τη ζωή του σημαδέψει- αντί να μας μιλήσει για το αγαπημένο του Αστερίξ. Είναι από αυτά που έγραψε ο Γκοσινί ή από τα μεταγενέστερα, που έγραψε μόνος του ο Ένγκελς, μετά τον θάνατο του Ρενέ;
Και όχι γιατί κλείνει την Αυγή -που δεν την διάβαζε κανείς πια- αλλά γιατί δε θα μπορούσε να την βρει καν στον πάγκο του περιπτερά, χωρίς βοήθεια από το κοινό ή να αναγνωρίσει έστω ποιος την κρατά στη φωτογραφία. Ερνέστο τονε λέγανε ή Νίκο;

Ποιος Τσίπρας σε κρατά και ποιο τσογλάνι;
Απόψε που βαράν τον Μπελογιάννη.
Παπάγος και Πλαστήρας αγκαλιά (2)


Και να σου πω κάτι; Τις έχουν κάνει πολύ δύσκολες στις μέρες μας τις εξετάσεις για να πάρεις αριστερή υπηκοότητα. Μα είναι θέματα αυτά; Δε θα τα έβρισκαν ούτε καν τα (δέκα) μέλη της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ.
Πλουμπίδης, Μπελογιάννης, ποιοι είναι όλοι αυτοί;
Δεν πειράζει, αρκεί να θυμάστε ότι τους έφαγε όλους ο Ζαχαριάδης, για να περάσετε τις εξετάσεις.
Πότε έκανε τέτοιο πράγμα ο σύντροφος Κώστας;

Ο Στέφανος είναι αυτό που είναι και όση πλάκα κι αν έχει η ιστορία της με το ζόρι μεταμόρφωσής του σε πολιτικό ον, το έχουμε ξαναδεί σαν στόρι στο Χόλιγουντ, με μεγαλύτερη επιτυχία. Αλλά το πιο εκπληκτικό, πιο επιβλητικό και πιο μεγάλο, είναι ότι το υπαρξιακό τέλμα και τα προβλήματα του χώρου δεν οφείλονται στη φαιδρότητα του Κασσελάκη, απλώς αντανακλώνται σε αυτήν.

Την ίδια στιγμή το ΠΑΣΟΚ περιμένει το φιλί του Δούκα, για να ξαναγίνει πριγκιπόπουλο με υπουργεία και να μην είναι πια ο βάτραχος που την πληρώνει όταν πλακώνονται τα βουβάλια για τις κυβερνητικές θέσεις. Κάνει πράξη την τακτική του φοκισμού και το επαναστατικό σύνθημα «ένας, δύο, χίλιοι υποψήφιοι πρόεδροι του Κινήματος». Κι αν κάποιοι απορούν γιατί έχει τόσους εσωτερικούς κλυδωνισμούς, αφού είναι το μόνο διψήφιο κόμμα που δεν είχε πτώση ποσοστών, είναι γιατί αγνοούν τις εργοστασιακές του ρυθμίσεις, που είναι (συντροφικά) μαχαιρώματα μέχρι τελικής πτώσης, ως κανονικότητα, εφόσον δεν παλεύει για την επιβίωσή του. Για τις θέσεις ρε γαμώτο...

Κι έτσι η ΝΔ περνά προς το παρόν απαλά τη δική της ήττα. Με έναν προβλεπόμενο ανασχηματισμό. Με την αναμενόμενη γκρίνια για το κενό στα ακροδεξιά και την αχρείαστη κεντροαριστερή γλάστρα στην προεδρεία της Δημοκρατίας. Με τον Σαλμά να ανακαλύπτει -τώρα που έμεινε στον πάγκο- ότι η κυβέρνηση δεν κάνει πολιτική για τους πολλούς -πωπω, αλήθεια; Και τον Αυγενάκη να δείχνει τι εστί εξουσία -όχι ως υπαλληλικό προσωπικό των πραγματικών αφεντικών, αλλά ως νοοτροπία. Φαντάσου δηλαδή να μην υπήρχε και βίντεο, πώς θα αντιδρούσε για να το καλύψει...

Κάποιοι λένε πως η ΝΔ έχασε ενώ έπαιζε χωρίς αντίπαλο, σε αυτό το ιδιότυπο εναμισοκομματικό σύστημα. Κι άλλοι πως ο βασικός της αντίπαλος είναι εντός των τειχών και με πρωθυπουργική πείρα σε αυτό το παιχνίδι.

Όσο για τον πραγματικό τους εχθρό, θα έπρεπε να τους έχει πάρει όλους παραμάζωμα.
Αλλά ας το δούμε ξεχωριστά σε κάποια άλλη ανάρτηση.

Υστερόγραφο

Τελικά για "αδιάφορες κάλπες" οι ευρωεκλογές δίνουν μια χαρά ειδήσεις και εξελίξεις, σε μια σειρά χώρες της Ευρωλάνδης.
Στη Γαλλία στήνεται μια καρικατούρα Λαϊκού Μετώπου (που έγινε μια φορά ως τραγωδία, με το ΚΚ να βγαίνει εκτός νόμου από την κυβέρνηση του Μπλουμ και τώρα επαναλαμβάνεται σα φάρσα). Το... ΛΜ αποσύρει μονομερώς τους βουλευτές του, διευρύνοντας το Μέτωπο προς τον Μακρόν -που δεν έχει δεσμευτεί να κάνει το ίδιο- σε μια κίνηση που θυμίζει την τακτική ουράς της ΕΔΑ στην Ένωση Κέντρου. Ενώ στη Βολιβία μια κυβέρνηση τύπου ΑΑΔΜ (ή που του μοιάζει κάπως) απέτρεψε στον δρόμο, μαζί με τον λαό, ένα πραξικόπημα, πριν διατυπωθεί η υποψία πως κινούσε η ίδια τα νήματα εξαρχής -όχι από κάποιον τυχαίο, αλλά από τον ίδιο τον Έβο Μοράλες...

Και στο βάθος ο Τρίτος Παγκόσμιος μας γελά ειρωνικά, με το βλέμμα στο κενό να συναντά την άνοια του Μπάιντεν και την "παράνοια" του Τραμπ.

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

Φεστιβάλ δυτικών προαστίων

Ναι, οκ, οι περισσότεροι νοσταλγούν τα φεστιβαλικά τους νιάτα στην Πανεπιστημιούπολη, που όλα ήταν δυνατά-δυνατά (γίναν όλα δυνατά τα αδύνατα), οι συναυλίες κρατούσαν ως το πρωί ή κατ’ άλλους συνεχίζονταν όλη μέρα, το παίρναμε σερί, 72 ώρες φεστιβαλικό non-stop, κομμουνισμός χωρίς αύριο και στο μάζεμα ένα συνεργείο ντάνιαζε δίπλα στα υλικά άυπνους, εξαντλημένους συντρόφους και τους παρέδιδε στις οργανώσεις τους. Και να ξέρεις, μια σφοδρή χαλαζόπτωση είναι πιο πιθανό να διακόψει έναν αγώνα EURO, παρά μια φεστιβαλική συναυλία. Εκεί ο βασικός κανόνας είναι να κάνει γκελ η μπάλα όταν χτυπά στο χόρτο. Σε εμάς είναι να μη χτυπά το ρεύμα τους μουσικούς, όπως κάποτε τον Σταρόβα -αλλά επέζησε, οπότε συνεχίζουμε.

Για να γίνουν τα σκοτάδια λάμψη, μόνο Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή

Αλλά αν παραμερίσεις τα βιώματα, τις αναμνήσεις και τα χρόνια που είναι ασήκωτα, όλοι παραδέχονται (ο Μπάμπης ο Σταλίνας, ο Θανάσης ο Μιζέριας, ο Νίκος ο Κοντόξυλος, ο Γιώργος ο Γραμμάς, όλοι) ότι η μετακόμιση του Φεστιβάλ στα δυτικά ήταν η καλύτερη απόφαση για την εξέλιξή του (διάβαζε γιγάντωση) από όλες τις απόψεις, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Πήγε σε εργατικές γειτονιές, μακριά από τη φοιτητική ανεμελιά, την εργατική αριστοκρατία και κατά φαντασίαν πρίγκιπες (εξαιρούνται της δυτικής όχθης), σε πολύ ωραίους χώρους που τους ανέδειξε, και δικαιώθηκε εκ του αποτελέσματος και της κοσμοσυρροής, που σπάει ρεκόρ κάθε χρόνο. Φαντάσου δηλαδή να υπήρχε και μετρό κοντά στο Τρίτση -ή γενικώς στη δική μας Σαλούγκα- τι πανικό θα είχαμε.

Μπαρουτάδικο, Άγιος Ιερόθεος (απέναντι από το Coal Mine, που έχει τη δική του κινηματική ιστορία, που οφείλει να την ψάξει όποιος δεν την ξέρει) -σιγά μη μας έδινε το Άλσος ο «υπερκομματικός» Παχατουρίδης-, πάρκο Τρίτση. Μόλις περνάς το ποτάμι είναι ένας άλλος κόσμος -κι ας μην υπάρχει κανένα ποτάμι, φίλε αναγνώστη από τη ΛΔ του βορρά, μη φανταστείς κανέναν Λουδία, μάλλον κάτι σαν τον Γαλλικό το καλοκαίρι, αλλά με άσφαλτο κατά μήκος. Εκεί που η δυτική αλητεία συναντά τη μαγεία του φεστιβάλ και καταργεί τους φραγμούς -σύνορα η αγάπη για το Φεστιβάλ μας δε γνωρίζει.

Δεν υπάρχουν ποτάμια και άσφαλτοι, δεν υπάρχουν κόμματα και Παχατουρίδηδες (ένα είναι το κόμμα, Παχατουρίδη έχει και άλλον, πχ τον Δανιηλίδη στις Συκιές), μόνο η τάξη μας και όσα μπορεί να φτιάξει, αν οργανωθεί. Δεν υπάρχουν κάγκουρες και φασαίοι, καλλιτεχνικά κουτάκια και γεωγραφικοί προσδιορισμοί, δυτικοί και φλώροι, βουπου, νουπου και Πειραιώτες (όλοι χαμουτζήδες είναι και ας λένε σωστά τα σουβλάκια στο Φεστιβάλ), βόρειοι και νότιοι Μακεδόνες. Εκτός και αν θεωρείς σοβαρά πως η μουσική και ο πολιτισμός σταματάν στα τελωνεία και το σαββατιάτικο αφιέρωμα της Banda Calda στη Μακεδονία έκανε συνοριακές διακρίσεις και δεν έπιανε ενιαία το θέμα «χάλκινα».

Τα σύνορα είναι χαρακιές στο σώμα του πλανήτη, γεμάτες με αίμα από τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Οι ώρες χαρακιές στο σώμα της ζωής μας, γεμάτες άγχος και κενό. Και τα φεστιβάλ ρωγμές στη σκόνη του χρόνου, που της δίνουν χρώμα και νόημα. Εικόνες από τα προσεχώς μιας κοινωνίας που μπορεί να αλλάξει και να σταθεί στο ύψος των ονείρων μας.

Στα δυτικά προάστια το Φεστιβάλ έχει ζήσει εμβληματικές στιγμές. Την ανατριχίλα στο άκουσμα της παγερής είδησης για τον θάνατο του Λοΐζου, το «πένθιμο» Φεστιβάλ που ήταν αφιερωμένο στη Σωτηρία, το ηρωικό Φεστιβάλ του ’91 -το πρώτο της ανασυγκρότησης και το τελευταίο που ο Σοφιανός δεν είχε κάτασπρη κόμη, παρά μόνο τις πρώτες γκρίζες τούφες, σε μια εποχή που όλα ήταν κατάμαυρα -εκτός από τα μαλλιά του.


Κάποτε στις ΛΔ και τις ΣΔ της Ευρώπης είχαμε ασπρομάλληδες ηγέτες της νεολαίας, χρεωμένους 40άρηδες σφους σαν τον Χόνεκερ, που είχαν ωστόσο μέσα τους τη νιότη του κόσμου. Αλλά στην ηρωική γενιά της ανασυγκρότησης, που άρχισε να τσουλά από την αρχή τον βράχο του Σίσυφου, ο γραμματέας της ΚΝΕ άσπρισε πριν τα 25 του, γιατί τα είχε δει όλα: τη διάσπαση του ’89 (που ήταν σα διάλυση), την πτώση του Τείχους -που ήταν η αρχή του τέλους (της Ιστορίας), τη διάσπαση του ’91 (που παραλίγο να έγραφε τίτλους τέλους για το Κόμμα που γνωρίσαμε), τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Και παρόλα αυτά, έμεινε όρθιος, με ούτε μια άσπρη τρίχα στην ψυχή του. Και αν δεν είχαν διαλυθεί οι Νέοι Πρωτοπόροι τότε, μπορεί να βλέπαμε και ασπρομάλλικα παιδάκια, να παίρνουν πακέτο από τα δέκα τους...

Ιστορική παρένθεση: Στον χώρο της ΕΤΜΑ δεν υπάρχει πλέον εργοστάσιο, μόνο μια ανθρώπινη χαβούζα. Η ζωή θάφτηκε κάτω από τόνους σκουπίδια και εγκατάλειψης, σε ετοιμόρροπα παραπήγματα, με περήφανες ελληνικές σημαίες να κυματίζουν εδώ και εκεί, μη τυχόν μπερδευτεί κανείς και πιστέψει πως αυτό το βομβαρδισμένο τοπίο μπορεί να μην είναι ελληνικό και μας το πάρει κάποιος άλλος. Μα κάπου στη μέση, μια κόκκινη όαση ζωής: η πλακέτα προς τιμήν της Σωτηρίας, σε έναν τόπο χωρίς επίγεια σωτηρία -εκτός αν πάρει φόρα για την έφοδο στον ουρανό. Και αν ποτέ την κάνουμε, σε αυτόν τον ρημαδότοπο δε θα αφήσουμε πέτρα πάνω στην πέτρα, μόνο την πλακέτα της Σωτηρίας. Εκτός και αν τον αφήσουμε σαν μνημείο αθλιότητας, ενός κόσμου που παρασάπισε -αλλά γλίτωσαν ευτυχώς οι συνθήκες, που έχουν παρα-ωριμάσει.

Κλείνει η παρένθεση, επιστροφή στο φεστιβάλ δυτικών προαστίων. Όπου η Φριτζήλα είχε ζωντάνια, καλές ατάκες και ωραίο πρόγραμμα (λαοκρατία). Και ένα περίεργο χορευτικό (πάω από εδώ... πάω και από εκεί), σαν σουρεάλ σατιρική μίμηση του οπορτουνιστικού χυλού, που άγεται και φέρεται. Είπε ότι θα ξανάρθει στα εξηκοστά γενέθλια (και πιο νωρίς, ελπίζω) και έκλεισε με ένα ποτ πουρί, που ξεκίνησε από Θανάση για να φτάσει στο aqui se queda la clara (Comandante Che Guevara). 

Κι όλοι ξέρουν κατά βάθος πως η βασική αιτία που αποσύρεται από τις συναυλίες ο ΘΠ είναι για λόγους υγείας. Του φασέικου κοινού του, που θα πάθαινε εγκεφαλικό αν τον έβλεπε σε Φεστιβάλ της ΚΝΕ, τώρα που το/μας γυροφέρνει. Πρώτα στο στέκι της ΚΝΕ (Μανχάταν), μετά στον 904 Αριστερά στα FM (East Berlin)... Άραγε να υπάρχει αριστερόμετρο και για τους ραδιοφωνικούς σταθμούς;

Αλλά για την κε του μπλοκ η πραγματική έκπληξη ήρθε από αλλού. Η ελευθερία για μας είναι η συνείδηση της αναγκαιότητας. Και μια ωραία γυναίκα, καλλίφωνη, με υπογάστριο-υπεργάστριο, κοινωνικές ευαισθησίες, αντίστοιχο ρεπερτόριο, που δεν πάσχει από αλλεργία στη στρατευμένη τέχνη. Θα μπορούσε να είναι η Μποφίλιου. Ίσως και η Φριτζήλα. Αλλά η Ελευθερία γιατί;

Βάλε το κόκκινο φουστάνι
Εκείνο που σε κάνει
Να μοιάζει Κουκουέ

Μήπως μας βλέπει σαν (πολιτική) οπισθοδρομική κομπανία και μας πεθύμησε;
Μα εμείς αντλούμε την ποίησή μας από την κοινωνία του μέλλοντος.
Μήπως έχει σχέση με τον Μήτσο Αρβανιτάκη, που ήταν κάποτε στο ΠΓ; Χλωμό.
Μήπως τότε με τον Διονύση από το Τμήμα Ιστορία της κετουκε; -...
Μήπως μάζεψε πείρα τα τελευταία χρόνια και έβγαλε συμπεράσματα;
Μα αυτή με τον ΓΑΠ δεν ήταν -μη σου πω και με το Ποτάμι;
Μήπως τότε νιώθει το τέλος κοντά και θέλει να επιστρέψει στις ρίζες της, όπως κι οι άλλοι;
Δε νομίζω.
(Δε) Νομίζεις...

Πήγα και σε πορεία για τον Γρηγορόπουλο. Σήμερα δεν ξέρω γιατί δεν έχω αυτή τη διάθεση…

Ίσως γιατί έχει ξεφτιλιστεί κανονικά ο πολιτικός βίος της χώρας. Τα οράματα και οι αγώνες, όμως, δεν σταματούν.

Παρακολουθώ τι γίνεται χωρίς ν’ ανήκω σε κανένα κόμμα. Στα νεανικά μου χρόνια ανήκα στο ΚΚΕ κι αυτό πρώτη φορά σε εσάς το λέω τώρα. Δεν μπήκα καν στην ΚΝΕ, αλλά κατευθείαν στο κόμμα. Κράτησε πολύ λίγο, βέβαια. Σήμερα παρακολουθώ, κρίνω και ψηφίζω ανάλογα. Θα ήθελα να είμαστε πιο ενεργοί πολίτες, να έχουμε έλεγχο και να ξέρουμε που πάει η ψήφος μας. Η ίδια η εποχή, τώρα που συζητάμε, δεν έχει ανάγκη τη διαμαρτυρία.

Μην το λέτε. Γάνιασα να έρθω στο ραντεβού μας με το κλείσιμο του κέντρου από το ΠΑΜΕ. Τη μία είπα «Ε, άι σιχτίρ πια που κλείνουν τους δρόμους», αλλά μετά άλλαξα γνώμη «Καλά κάνουν οι άνθρωποι για το δίκιο του εργάτη».

Ναι, σωστά γίνεται! Άσχετο αν εγώ τελευταία φορά βγήκα στο δρόμο όταν έπεσε το μαύρο στην ΕΡΤ ή τότε με τις πλατείες και τους Αγανακτισμένους. Με βλέπετε πολύ αλλαγμένη; Είναι καλό ή κακό;

Πώς θα μοιάζουν μετά από καιρό
τα οράματα που ζούμε...;

Καμιά φωνή δεν περισσεύει. Κι ας έχει σπάσει κάπως η δική της -κρατώντας όμως την ιδιαίτερη χροιά της, σα να έχει πέσει στη χύτρα με το Ίλιον. Δηλαδή θα ξανάρθει και στο ήλιον στο πάρκο Τρίτση τον Σεπτέμβρη; Ή ήρθε μια φορά να θυμηθεί τα παλιά, τιμής ένεκεν;

Όχι δε μιλώ για μια νύχτα εγώ
Δε μιλώ για ένα βράδυ εγώ
Δε μιλώ για ένα χάδι εγώ
Για όλη τη ζωή μας εγώ μιλώ

Να το, μας απειλεί καθαρά πως θα ξανάρθει.
Δεν μπορεί παρά μια μέρα να ξανάρθει.

Τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα  πάντως δε γίνονται στο παρασκήνιο, αλλά με όσους θα ανέβουν επί σκηνής το Σεπτέμβρη, που το Φεστιβάλ θα είναι τετραήμερο, όπως παλιά (η Ελλάδα στα δύο, εσύ με τανκς, εγώ Πολυτεχνείο). Κι η σφισσα έτρεξε με ζήλο και προσμονή που είχε να ζήσει χρόνια, να πάρει τον Οδηγητή και να δει τα πρώτα ονόματα, ξεχωρίζοντας όσα της έκαναν εντύπωση.

-Τάνια Τσανακλίδου!
Κι αν είπαμε κάτι παραπάνω (εσύ για τον Αλέξη, εμείς για τα ΛΟΑΤΚΙ), νερό και αλάτι.

Ραψωδός φιλόλογος!
-Και γιατί σου κάνει εντύπωση;
-Γιατί είχε βγάλει κάτι περίεργα τραγούδια, πχ για την ελληνική γλώσσα που είναι μοναδική. Έχει όμως μεγάλο φάσμα συνεργασιών, είναι και ψυχοθεραπευτής, πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση.
-Εντάξει, όλοι έχουμε δικαίωμα να ωριμάσουμε και να εξελιχθούμε.
-Σωστά. Ακόμα και ο Μαριάς...

Anser!
-Οκ, δεν ακούς χιπ-χοπ, για να σου κάνει εντύπωση, αλλά είναι κορυφαίο όνομα για το είδος. Και έχει μετρηθεί με το πιο γρήγορο flow.
Παρανάλωμα πυρός όπου πηγαίνουμε...

-Πιο γρήγορο και από τον Πουρουπουπού;
-Και μάλιστα δυο μέρες!
-Τις άλλες θα τον βάλουμε χρέωση στα σουβλάκια.

-Θα είναι πολύ μπουμεριά να γράψω ότι πρέπει τώρα να έρθει και ο Άλεν Άιβερσον;
-Ναι εντελώς. Αλλά αν έρθει, συγκίνηση μόνο.
-Καλά. Αλλά όποια κι αν είναι η κριτική για το Φεστιβάλ, ο Anser είναι η απάντηση.
-Μπορεί και η ερώτηση.
-Σαν τον Δεκέμβρη...

Επίλογος και αυλαία, με μια ιστορία κνίτικης αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας, που δοκιμάζεται (και φαίνεται) στις λεπτομέρειες. Όπως πχ στα μπλουζάκια με τον στόχο -κακώς το χαρίσαμε σαν σύμβολο στους μαύρους-, για τα 25χρονα από τους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία. Που τα είχε προαναγγείλει το portal, αλλά κατά βάση είναι τα αναμνηστικά μπλουζάκια για το διήμερο της ΚΝΕ στο Ποσείδι. Και η σφισσα στον πάγκο εξηγούσε αμήχανα ότι είχε γίνει λάθος.

Μα το όργανο δεν κάνει ποτέ λάθη. Τη δεύτερη μέρα στο Μπαρουτάδικο τα μπλουζάκια ήταν εκεί, σε φαρδιά γραμμή για να μας χωράει όλους (ακόμα και τον Μαριά) και τρία χρώματα, κόκκινο (μπορντό), πράσινο και μαύρο, σαν τα χρώματα του καρπουζιού και της Παλαιστίνης. 
Και με το σηματάκι του διημέρου στο πίσω μέρος. Κι έτσι κάποιοι τυχεροί έχουν ήδη τα αναμνηστικά ενός διημέρου που δεν έχει γίνει ακόμα.


Ως τότε θα σκέφτονται τα προηγούμενα, ξετυλίγοντας ιστορίες κι αναμνήσεις στα όρια του μύθου.

Για το πρώτο διήμερο, όπου οι λιγοστοί Δευκαλίωνες σφοι πετούσαν πέτρες πίσω τους, που έγιναν Κνίτες. Και αυξάνονταν και πλήθαιναν κατά τας γραφάς του καταστατικού, μες στο πηχτό σκοτάδι της αντεπανάστασης και του εθνικιστικού παραληρήματος, για να γίνουν τα σκοτάδια λάμψη.

Για τη Μακρόνησο (Ανάβυσσο) και τις Πρέσπες το ’08, όπου οι σφοι ψήθηκαν στον ήλιο και ο ταξικός εχθρός τούς γυρνούσε σε σούβλες, προσμένοντας μάταια μια δήλωση μετανοίας.

Για τον αντάρτικο ελιγμό (Γράμμος-Βίτσι), όταν έπιασε μπόρα στο Νεστόριο, όπου γλίτωσε ο κύριος όγκος των συντρόφων και των σκηνών τους.

Για τα σύννεφα στο Βίτσι, που κατέβηκαν βαριά και πηχτά από το βουνό, σαν ένοπλη αρμάδα, και σκέπασαν την κεντρική σκηνή, σαν εφέ του Αγγελόπουλου.

Για τα ένοπλα κουνούπια Στούκας στο Στόμιο, που μας βομβάρδιζαν με την προβοσκίδα τους, σαν Ναπάλμ.

Για τους μαύρους που την έπεσαν στα γραφεία της ΚΝΕ στη Θεσσαλονίκη, το ’03. Και το επιτελικό σχέδιο για να τους γλιτώσουμε από τους άλλους μαύρους, κάνοντας διάδρομο με αλυσίδες και ανοίγοντας τους μπάτσους στα δύο με ένα μαγικό κοντόξυλο.

Για τους χαλκέντερους σφους που ήπιαν αδέσποτο νερό, γιατί είχαν πέσει μικροί στη χύτρα με το αντίδοτο, σαν τον Οβελίξ που έγινε δοκιμαστής της Κλεοπάτρας, για μια τούρτα κομμένη (περίπου) στα τρία. Μην καρτεράτε να λυγίσουνε...

Για τις νατοϊκές βάσεις, που τις ανοίγαμε σα ρωμαϊκά στρατόπεδα.
Μα δεν ήταν παρά ένας τόσο δα στρατουδάκος...

Εκεί που έχω ταξιδέψει εγώ, μαζί με τον κομμουνισμό.
Αλλά τα καλύτερα διήμερά μας δεν τα έχουμε ζήσει ακόμα...

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2024

Μπάλα είναι και σαπίζει

Σκόρπιες σημειώσεις και ιστορίες για την Ευρώπη και το ποδόσφαιρο

Λένε πως η ιστορία των EURO είναι η ιστορία της Ευρώπης -ή ένας γλαφυρός καθρέφτης της, που μπορεί να μας πει πολλά για αυτήν.


Η σύγχρονη ιστορία των EURO αρχίζει όταν εγκαταλείπεται το μοντέλο των Φάιναλ Φορ και διευρύνονται οι ομάδες της τελικής φάσης. Και σίγουρα στη δεκαετία του '90, όταν διαλύονται μεγάλες παραδοσιακές δυνάμεις του αθλήματος και πρωταθλήτριες χώρες. Η Σαβιέτσκι Σαγιούζ είναι το πιο σταθερό σημείο στο πρώτο μισό αυτής της διαδρομής, με τις περισσότερες παρουσίες από κάθε άλλον σε τελικούς EURO (τέσσερις συνολικά), ενώ ακόμα και οι αποτυχίες της γράφουν ιστορία.

Το ’88 η Σοβιετία του Λομπανόφσκι είναι η καλύτερη ομάδα, αλλά χάνει με εντυπωσιακό τρόπο από τους Ολλανδούς και ένα άρρωστο γκολ του Βαν Μπάστεν, που λένε πως σούταρε έτσι, γιατί ήταν τραυματίας και δεν μπορούσε να το κάνει αλλιώς.
Το ’64 στη Μαδρίτη, η παρουσία της κόκκινης αρμάδας στη Μαδρίτη του Φράνκο δίνει την ευκαιρία για συμβολική αντίσταση στις κερκίδες, σε όσους ασφυκτιούν και κρύβονται. Ενώ τέσσερα χρόνια πριν, ο δικτάτορας caudillo προτίμησε να αποσύρει τη roja -την εθνική του δηλαδή- από το να ρισκάρει μια ήττα εντός έδρας από τους (άλλους) κόκκινους και μια συμβολική ταπείνωση σε αθλητικό επίπεδο.

Το ’80 η ΕΣΣΔ αποκλείεται στον όμιλο των προκριματικών, από τον οποίο προκρίνεται η Ελλάδα για πρώτη φορά στα τελικά του Κυπέλλου Εθνών -όπως λεγόταν τότε. Κι οι οιωνοί θα συνεχιστούν και μετά την αντεπανάσταση για τη γεωγραφική πατρίδα μας. Το ’04 η Ρωσία είναι η μόνη ομάδα που νικά τη μετέπειτα πρωταθλήτρια Ευρώπης, στην πιο γλυκιά ήττα της ιστορίας της. Και το ’12 η Ελλάδα του Σάντος νικάει στον τελευταίο αγώνα του ομίλου τους Ρώσους και προκρίνεται για τελευταία φορά στα νοκ-άουτ, όπου περιμένει η Γερμανία. Μια διοργάνωση ανάμεσα στις δύο κάλπες του ’12, όπου το αριστεροχώρι πίστευε πως τα αντιμνημονιακά όνειρα θα έπαιρναν εκδίκηση, ενώ οι φιλελέδες σήκωναν πανό στα γήπεδα «last trip before Tsipras»...

Η διαδρομή των EURO στον αιώνα μας είναι μια ποδοσφαιρική εκδοχή των PIGS και της περιβόητης συμμαχίας του Νότου. Ελλάδα, Ισπανία δυο φορές, Πορτογαλία, Ιταλία. Αν και πιο εμβληματική στιγμή των φρατέλων ήταν ο ημιτελικός του ’12 και η τελευταία ραψωδία του Μπαλοτέλι, ενώπιον της φίλαθλης Μέρκελ. Άλλη μια φορά που οι Ιταλοί νίκησαν τους Γερμανούς στον ημιτελικό και έφτασαν άδειοι στον τελικό, για να χάσουν εμφατικά με τεσσάρα.

Οι εθνικές διοργανώσεις -πόσο μάλλον το πάλαι ποτέ "Κύπελλο Εθνών"- προσφέρονται για τέτοιους πολιτικούς συνειρμούς και την έξαρση των επιμέρους εθνικισμών. Κι ας μην ξεχνάμε πως «ναζί» είναι το «χαϊδευτικό» των εθνικιστών (nazionalisten) -που σημαίνει ότι και αν τους αποδομήσεις, μπορείς να τους ξαναφτιάξεις με το ίδιο ακριβώς υλικό. Οι εθνικοί ανταγωνισμοί σκίζουν το υφαντό της «ενωμένης Ευρώπης». Ο εθνικισμός είναι όμως μόνο η μία όψη του νομίσματος. Στην άλλη όψη μάς περιμένει ο «κοσμοπολιτισμός» των αποικιακών δυνάμεων και η πολυεθνική «κουλτούρα της ανοχής» για τους «άριστους μετανάστες» με το πλούσιο ταλέντο που φέρνει κέρδη στη μητρόπολη. Πίσω απ’ το σαξές στόρι κάθε δικού μας Γιάννη, κρύβουν μια εκατόμβη συντριμμένων ζωών και ονείρων που βούλιαξαν στη Μεσόγειο -και κάθε μέρα στη στεριά για τους διασωθέντες.

Το EURO είναι ένα μικρό Μουντιάλ, λένε. Ναι αλλά χωρίς αλατοπίπερο. Μπορεί η Λατινική Αμερική να μην είναι η δύναμη που ήταν κάποτε, να μην κερδίζει τους ίδιους τίτλους, να μην είναι καν ο αδύναμος κρίκος της αλυσίδας όπως ελπίζαμε κάποτε, είναι όμως διαχρονική αδυναμία πολλών φιλάθλων και καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, του επαγγελματικού αθλητισμού.

Ναι αλλά είναι και μια διοργάνωση χωρίς Καταρ-αμένους διοργανωτές, εκατόμβες νεκρών και περιστολή δικαιωμάτων. Απλώς η οικοδέσποινα απαγορεύει την είσοδο σε πολιτικούς της απαρασκείας της (Βαρουφάκης), δεν καλοβλέπει κάποια σύμβολα, πχ τα παλαιστινιακά λάβαρα, ή τις περίεργες δηλώσεις που διώχνουν τους χορηγούς, και υπερασπίζεται σθεναρά το No Politica, όταν βρίζουν τη Σερβία παρέα Αλβανοί και Κροάτες -ο αθλητισμός ενώνει.

Τι λέγαμε, όμως; Α, ναι. UEFA cares about football. Όχι σαν τους κακούς της European Super League, που σκέφτονται μόνο το κέρδος. Η ΟΥΕΦΑ σκέφτεται την απόλαυση του θεατή, με τους καλύτερους τρίτους των ομίλων -που κυνηγάν μεγάλα σκορ κόντρα σε αδιάφορες ομάδες-, με το ακατανόητο σύστημα στο διευρυμένο ΤσουΛου, τη μαγεία του Nations League -που ουδείς γνωρίζει γιατί υπάρχει- και με περισσότερα ματς μέχρι τελικής πτώσης. Χαρά στο κουράγιο των ψυχαναγκαστικών που κάθονται να τα δουν όλα. Μη μασάς, τα έχουν παίξει στο στοίχημα. Κι εσύ αναρωτιέσαι ποια αλλοτρίωση είναι χειρότερη. Να βλέπεις με πάθος κάτι που δεν αλλάζει στο παραμικρό τη ζωή σου; Ή να βλέπεις κάτι που δε σε ευχαριστεί καν, με την προσμονή ενός μικρού πιθανού κέρδους, που κατά κανόνα δεν έρχεται;

Τι θα κάνουμε στην κοινωνία του μέλλοντος με τους τζογαδόρους; Θα τους βάζουμε να βγάζουν αποδόσεις για την παγκόσμια επανάσταση και την απονέκρωση του κράτους. Όπως έβγαλε ο Βλαδίμηρος λίγους μήνες πριν την επανάσταση (εμείς οι παλιότεροι δε θα προλάβουμε να την ζήσουμε), πρόλαβε όμως να το διορθώσει στο live betting. Την έβλεπες να έρχεται, την έκανες; Και μην ξεχνάς, έχουμε αγώνες αύριο -όπως έλεγε κι ένα εκλογικό σύνθημα του κόμματος, με στοιχηματικά δάνεια.

Είναι λίγο απλουστευτικό, αλλά η ΕΕ είναι μια μορφή γερμανικής επικράτειας, ένα είδος Χανσεατικής Ένωσης. Όχι όμως χωρίς αντιθέσεις και συγκρούσεις -οι οποίες βρίσκουν μάλιστα έκφραση και στο χορτάρι. Όλοι μισούν τους Γερμανούς και όλα σχεδόν τα μεγάλα κλασικά ντέρμπι είναι εναντίον της.

Το Αγγλία-Γερμανία είναι κλασικό από το Μουντιάλ του ’66, με το γκολ-φάντασμα του Χαρστ που πλανάται πάνω από την Ευρώπη και τον Σοβιετικό επόπτη που το μέτρησε, πολύ πριν το ’90, με το φάουλ που χτύπησε στο τείχος (του Βερολίνου) και κρέμασε τον γερο-Σίλτον, για να καταλήξει ο Λίνεκερ στο απόφθεγμα πως στο τέλος (της ιστορίας) νικάνε οι Γερμανοί -στα πέναλτι.
Το Ιταλία-Γερμανία έγινε κλασικό στο επόμενο Μουντιάλ, του Μεξικού, με ένα θρυλικό 4-3 στην παράταση, που δε θα το είχαμε δει ποτέ, αν υπήρχαν τότε ξαφνικοί θάνατοι, χρυσά γκολ, αργύρια και λοιπές πειραματικές επινοήσεις.
Το Γαλλία-Γερμανία ήταν καυτό ζευγάρι στη δεκαετία με τις βάτες, με την περμανάντ του Πλατινί και του χασάπη Σουμάχερ. Το Ολλανδία-Γερμανία έφτασε την ίδια περίπου περίοδο στη δική του κορύφωση, με τις καταπληκτικές φανέλες -τα ψυχεδελικά ρομβάκια της οράνιε (που είχε και η Σοβιετία) και η τεθλασμένη, πρισματική τριχρωμία για τα πάντσερ.

Το Αργεντινή-Γερμανία απογειώθηκε την ίδια δεκαετία, με το «Μουντιάλ της επανένωσης» (προσάρτησης) και τα δάκρυα του Ντιέγκο για τους Ιταλούς, την πούτα ΦΙΦΑ και τον σοσιαλισμό που γνωρίσαμε.
Το Ισπανία-Γερμανία είναι το ντέρμπι των σχολών που είναι πολυνίκεις του θεσμού και καθόρισαν την ποδοσφαιρική εξέλιξη στο πρώτο τέταρτο του αιώνα μας.
Και το Βραζιλία-Γερμανία δεν ερχόταν ποτέ σαν ζευγάρι μέχρι το γύρισμα του αιώνα, αλλά έδωσε έναν τελικό Μουντιάλ το ’02 και έναν ημιτελικό που θα τον μνημονεύουν και τον επόμενο αιώνα.
Ακόμα και το Γερμανία (ΓΛΔ)) vs (Δυτικής) Γερμανίας είναι κλασικό -το ’74, με το γκολ του Λαογερμανού Σπαρβάσερ και τους μύθους που το συνοδεύουν.

Στο τέλος όλοι προσπαθούν να νικήσουν τους Γερμανούς, όπως και αν τους αποκαλούν -Πρώσους, Τεντέσκους, Αλεμάνους κτλ. Και μένει αήττητος ο μύθος της άριστης γερμανικής οργάνωσης, του άτεγκτου κράτους που δεν αστειεύεται με κανέναν (ούτε με τη Ζίμενς) και των άκρως αποτελεσματικών μηχανισμών του. Η αστυνομία άφησε γαία πυρί μιχθήτω, καθολικούς με όρτοντοξ μπράδερς και μουσουλμάνους, να αλωνίζουν, να στήνουν ενέδρες θανάτου -δεν είναι εδώ Βαλκάνια σου το ’πα. Τον περασμένο μήνα, στο Φάιναλ Φορ του Βερολίνου, η έναρξη των ημιτελικών πήγε πίσω γιατί κινδύνευαν να ξεκινήσουν σε άδειες κερκίδες, τα μπουμπούκια της Κρβένα Ζβέζντα ήρθαν για ενισχύσεις στα ξύλα, οι οπαδοί της Φενέρ έστηναν υποδοχή στον Αταμάν κοκ. Φαντάσου να μην υπήρχε και οργάνωση...

Αυτά προφανώς δεν τα σημειώνω επιζητώντας (περισσότερο) ξύλο και κρατική βία. Η καταστολή δεν είναι ποτέ ζητούμενο ούτε λύση. Όσοι δεν το έχουν καταλάβει, αρκεί να δουν το ρεσιτάλ βίας και αστυνομικής παράνοιας που κόντεψε να τινάξει στον αέρα τον τελικό ΤσουΛου το ’22 (Ρεάλ-Λίβερπουλ). Η κρατική βία έχει πάντα ταξικό πρόσημο και στόχευση, αλλά συχνά πλήττει και «αδιακρίτως», προς γνώση και εμπέδωση του δόγματος «νόμος και τάξη».

Κι ενώ τα κόκαλα της Μάργκαρετ έχουν λιώσει στο μνήμα της -όπως εύχονταν διάφορα στιχάκια, τραγουδάκια και συνθήματα προς τιμήν της- αλλά θα λιώσει ποτέ η καραμέλα των θαυμαστών της για τον Θατσερισμό που χτύπησε τον χουλιγκανισμό και τη βία στα γήπεδα. Στην καλύτερη, αυτό που έκανε, ήταν να τους βάλει κάτω από το χαλάκι και να τους κρατήσει μακριά από τη βιτρίνα της Πρέμιερ Λιγκ. Αντικειμενικά κατάφερε να τους εξάγει μαζικά σαν ορδές βαρβάρων σε αγώνες αγγλικών συλλόγων ή της εθνικής τους στην Ευρώπη. Στη χειρότερη τους άφησε να αναπτύσσονται υπόγεια, να γίνουν η ανθρώπινη πρώτη ύλη για την άνοδο της ακροδεξιάς και του φασισμού, που πλανάται σαν απειλή πάνω από όλη τη σάπια, γηραιά ήπειρο. Το πιστοποίησαν κι οι τελευταίες ευρωεκλογές άλλωστε.

Ανεβαίνει ο φασισμός! Κοίτα να δεις τώρα. Ποιος να το έλεγε πως τα αντικομμουνιστικά μνημόνια ως επίσημη ιδεολογία, η θεωρία των άκρων, το ιστορικό φλερτ με τους νεοναζί, ο οργανωμένος ρατσισμός μιας περίκλειστης Ευρώπης-φρούριο, που βλέπει τους μετανάστες σαν ροές (και ψάχνει τεχνικές λύσεις, για να τις «βουλώσει»), η συνενοχή στη γενοκτονία στην Παλαιστίνη, κτλ, κτλ, θα έφερνε τέτοια αποτελέσματα...

Βγαίνουν οι γάλλοι διεθνείς, ο Μπαπές, ο μικρός Τουράμ (μεγαλώσαμε mariori μου) και άλλοι, κάνουν δηλώσεις, καλέσματα εναντίον της Λεπέν, Λαϊκά Μέτωπα με τον Μακρόν -που μας ταλαιπωρούν επί μακρόν και επαναλαμβάνονται σαν φάρσα λίγο πριν την τραγωδία- και ψήφο στη δεξιά (με μπόλικες αυταπάτες) για να μη βγει η ακροδεξιά. Χιλιο-χρεοκοπημένες συνταγές, σαν τις καμπάνιες της ΟΥΕΦΑ κατά του ρατσισμού. Τι μπορεί να πάει στραβά σε αυτό;

Κάποιοι γκρινιάζουν πως χάνονται οι εθνικές σχολές και τα σύνορα, μελαγχολούν για το ποδόσφαιρο που ομογενοποιείται. Δεν το φτιάχνουν πια όπως κάποτε, σκέφτεσαι μέσα σου κι απορείς πότε γέρασες τόσο. Η παρελθοντολογία είναι αβάσταχτη αλλά έχει μια δόση αλήθειας, έστω μισής -τα πιο ωραία ψέματα τα λέμε στον εαυτό μας. Αλλά αν θέλουμε να την πούμε ολόκληρη, αλλού πρέπει να σταθούμε.

Τη χαμένη γοητεία θα την βρούμε στον αντίποδα του μεγέθους που αυξάνεται. Το άθλημα γίνεται όλο και πιο επαγγελματικό, πουλάει την ψυχή του στον διάβολο του κέρδους και της σκοπιμότητας. Αυτό που χάνεται είναι το ανθρώπινο στοιχείο, το μαγικό, το απρόβλεπτο, που γεννά πάθος, έκσταση, αθλητική κατάνυξη. Χάνεται η προσωπικότητα των παικτών, η ελευθερία της έκφρασής τους εντός και εκτός γηπέδου. Οι σύγχρονοι παίκτες είναι επαγγελματίες αθλητές, ταχυδύναμοι υπεράνθρωποι, ρομπότ με σάρκα, αλλά χωρίς πολλά συναισθήματα -που πνίγονται στο χρήμα. Η αυτοθυσία μοιάζει με τρέλα, όταν ρισκάρεις καριέρες και συμβόλαια. Ο Μέσι είναι χίλιες φορές καλύτερος (επαγγελματίας) ποδοσφαιριστής από τον μακαρίτη Ντιέγκο, αλλά πολύ μικρότερη προσωπικότητα και μέγεθος εκτός αγωνιστικού χώρου -αυτό που μας μένει σε τελική ανάλυση.

Δεν είναι απλώς θέμα φυσικής κατάστασης και συστήματος που σκοτώνουν το θέαμα και την έμπνευση. Μια συλλογική οργάνωση μπορεί να αναδείξει την αξία κάθε μονάδας μέσα από το σύνολο, να μην την αθροίσει απλώς στις υπόλοιπες, αλλά να την αυξήσει εκθετικά, να σεβαστεί και να πλουτίζει από τα ατομικά χαρακτηριστικά κάθε παίκτη. Να βρίσκει την ομορφιά στη διαφορά και την πολυμορφία. Να αντιμετωπίζει σαν προστατευόμενο είδος τους αρτίστες, που σκέφτονται πρώτα το κοινό, όσους ζητάνε μια σπουδαία φάση εν είδει ελεημοσύνης (ζητιάνοι του καλού ποδοσφαίρου, όπως αυτοπροσδιοριζόταν και ο Γκαλεάνο), να μας δείξουν κάτι διαφορετικό και (γι’ αυτό) όμορφο.

Το ίδιο άγευστοι φαίνονται οι σύγχρονοι εκφωνητές, που περιγράφουν σα να εκτελούν ποινή. Διαθέτουν γνώσεις, άμεση πληροφόρηση από το διαδίκτυο, κάρτες με γραφικά και στατιστικά, αλλά δεν μπαίνουν ποτέ στο πνεύμα του αγώνα -για να βάλουν και τον θεατή. Δεν πίστευα ποτέ πως θα με έπιανε νοσταλγία για τα βύσματα της ΕΡΤ, τις κλαδικές του ΠΑΣΟΚ στη Μεσογείων, τους άσχετους που δεν πετύχαιναν παίκτη στα δύο μέτρα, που τσίριζαν «γκολ! γκολ!» κάνα λεπτό, μέχρι να βρουν το όνομα του σκόρερ. Και όντως, δε με πιάνει. Μου λείπει όμως η γραφικότητά τους, που έδινε στίγμα και τους ξεχώριζε από τον μέσο όρο, τους έκανε αναγνωρίσιμους. Μου λείπει το ιδιαίτερο ηχόχρωμα που έδινε χρώμα και στις ασπρόμαυρες οθόνες. Μπορούσες να το μισήσεις, να το σιχαθείς ή να το συνηθίσεις και να το αγαπήσεις, δε θα σου περνούσε όμως αδιάφορο. Από την άλλη, μπορεί να μου λείπει απλώς η ηλικία που είχα, όταν τους άκουγα.

Πλέον μου φαίνεται τρομερή αγγαρεία να δω έναν ολόκληρο ποδοσφαιρικό αγώνα. Δεν έχω δει ούτε ένα ματς, ενώ κάποτε δεν έχανα κανένα. Μοιάζουν όλα βαρετά και ανούσια, σαν τη μίζερη ζωή μας, είτε κυλάνε αργά -σαν στάσιμα- είτε τσουλάνε γρήγορα, σα να βιάζονται να τελειώσουν. 

Μα η ζωή προχωρά καλπάζοντας χωρίς να κοιτά τη δική μας μελαγχολία...


Κι όμως, όσα δε φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή. Ο ιστορικός χρόνος πυκνώνει, βγάζει ευκαιρίες, ωραίες φάσεις, επικίνδυνες καταστάσεις (για το σύστημα και τον ταξικό εχθρό). 
Και δεν υπάρχει καλύτερος ορισμός της επαναστατικής κατάστασης από ένα γήπεδο κατηφορικό σαν το Ριαθόρ ή μια μπάλα στρωμένη στην κενή εστία. Η μπάλα ψάχνει ένα φύσημα για να μπει στα δίχτυα και η εξουσία κυκλοφορεί πηχτή στους δρόμους, περιμένοντας να την αδράξουμε. Και στο τέλος νικάνε οι λαοί -χωρίς πέναλτι...

Μπάλα είναι και γυρίζει. Σαν τον τροχό της ιστορίας. Ή σαν τον μπάφο -να γυρνάει παιδιά. Η μπάλα είναι το δημοφιλέστερο μαλακό όπιο του λαού. Παυσίπονο για την ατέλειωτη κοιλάδα των δακρύων, για να μην πονάς, να χάνεις τις αισθήσεις και τη συνείδησή σου, αποκούμπι για κάθε προλετάριο που γίνεται λούμπεν, αφήνοντας την κρίση του στην είσοδο, όπου ελέγχουν τα προσωπικά του αντικείμενα.

Κι είναι πάντα ζήτημα αν μπορείς να κάνεις παρέμβαση στους αφιονισμένους. Αν αυτή έχει ουσία ή χαμηλό συμβολικό ταβάνι, με αντίφα πρόσημο -σε έναν χώρο όπου βρίσκει συχνά χώρο το φίδι να εκκολαφθεί. Κι όμως, είναι εντελώς βέβαιο πως όταν γίνουμε πραγματικά δυνατοί κι επικίνδυνοι, θα αποκτήσουμε ντε φάκτο επιρροή και ακροατήριο σε αυτόν τον κόσμο. Τον ξένο, τον αλλότριο, που μπορεί όμως να γίνει υλικό για να χτίσουμε έναν άλλο, δικό μας, όπως τον θέλουμε και τον ονειρευόμαστε. Αρκεί να νικήσουμε τη βαθιά του αλλοτρίωση και να τον πείσουμε ότι δεν είναι δύσκολο να φανταστεί έναν κόσμο χωρίς τζόγο, τσουλού, μεταγραφές, ήρωες και ομαδάρες. Το πιο δύσκολο -σαν πρόκληση- είναι να φανταστεί και να φτιάξει έναν κόσμο χωρίς αφεντικά (στους συλλόγους και γενικώς) και χρήμα που να λερώνει τις φανέλες και το αποκούμπι του.