Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

Απ’ τον Τσακνή ως την Κυρίτση, εδώ είμαστε όλοι ταβαρίτσι...

Καθώς κατακάθεται σιγά-σιγά η σκόνη του χρόνου στο ταξίδι του 49ου Φεστιβάλ και η σκόνη του Φεστιβάλ στα πνευμόνια μας, έρχεται η ώρα της αποτίμησης.


Διάβαζα πρόσφατα στον «Θάλαμο ανανήψεως» της Πέπης Ρηγοπούλου (που τραυματίστηκε σοβαρά στα πόδια, κατά την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο) μια φράση που αποτύπωνε την κορύφωση των συναισθημάτων όσων συμμετείχαν στην κατάληψη -και την οποία αποδίδω στο περίπου από μνήμης. Την πρώτη μέρα ένιωθαν πως δε θα μπορούσαν να λείπουν από ό,τι συνέβαινε, τη δεύτερη πως δεν υπήρχε τίποτα να φοβηθούν, την τρίτη πως κάπως έτσι θα ήθελαν να ζουν κάθε τους μέρα.

Στο Φεστιβάλ δεν έχει θέση ο φόβος, εκτός αν μιλάμε για περιπτώσεις αγοραφοβίας από το πλήθος. Η μικρή Χ περιμένει την παρέα της να την παραλάβει από τον παιδότοπο. (Εν τω μεταξύ η μικρή Χ μπορεί να έχει την ηλικία του Φεστιβάλ, παρά 10 χρόνια...).
Εννοείται πως δε θα μπορούσες να είσαι πουθενά αλλού, εκτός αν έχεις αλλεργία στους κομμουνιστές (κι αν έχει κάποια αξία η παρουσία τόσου χύμα κόσμου είναι ότι ξεπερνά την αλλεργία που καλλιεργεί το σύστημα και σπάει το τείχος της προκατάληψης).
Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι νιώθεις πως έτσι θα ήθελες να ζεις κάθε μέρα της ζωής σου -να μετρά σαν μήνας...

Δεν είναι τόσο για τις συναυλίες και το «ρεμπελιό» -το Φεστιβάλ απαιτεί έτσι και αλλιώς τεράστιο όγκο δουλειάς για να στηθεί, ενώ ακόμα και μια απλή μετακίνηση, από τη μια σκηνή στην άλλη, μπορεί να γίνει περιπέτεια για τον απλό επισκέπτη. (Κι η μόνη πιθανότητα να ασχοληθούν εκτενώς τα ΜΜΕ με το τριήμερο στο πάρκο Τρίτση, είναι να κάνουν επιτόπια ρεπορτάζ με τους αγανακτισμένους πολίτες που ταλαιπωρούνται στις ουρές του Φεστιβάλ ή στο μποτιλιάρισμα προς τη λαϊκή σκηνή).

Πιο πολύ είναι η αίσθηση πως συμμετέχεις σε κάτι μεγάλο και ωραίο, που σε ξεπερνά και σε κάνει μεγαλύτερο. Ότι στήνεται μια πολιτεία σαν αυτή που θέλουμε να φτιάξουμε, που θα βγάζει το καλύτερο πρόσωπο από όλους μας. Ότι είσαι μέρος της ιστορίας, την ώρα που γράφεται και κυκλοφορεί πηχτή στην ατμόσφαιρα, σαν την υγρασία του πάρκου.

Μιας και αναφέραμε το Πολυτεχνείο, φέτος η κεντρική έκθεση ήταν αφιερωμένη στα 50 χρόνια από την εξέγερση. Και την αυτοκριτική που κάνει το ΚΚΕ -δημόσια, ακόμα και στα σύντομα επεξηγηματικά σημειώματα-λεζάντες μια έκθεσης- δύσκολα μπορεί να την βρει κανείς σε άλλον πολιτικό χώρο. Μόνο που αφορά την πολιτική ουσία και τη στρατηγική του και όχι τους προσφιλείς (μικρο)αστικούς μύθους -από το φύλλο 8, μέχρι τους «Κνίτες που δεν ήταν εκεί».

Το πιο ενδιαφέρον έκθεμα ήταν μια μινιατούρα - έκδοση, για τους αντιδικτατορικούς αγώνες ως το ’73, με εξώφυλλο-παραλλαγή ένα διαφημιστικό φυλλάδιο για την επίπλωση του σπιτιού, η οποία δεν ήταν καν (έκδοση) τσέπης, αλλά μισής παλάμης, και μόνο οι φωτογραφίες μπορούν να δώσουν μια εικόνα για το πραγματικό της μέγεθος.



Κάποτε, ως μαθητής, ήθελα να κάνω κάτι παρόμοιο, βάζοντας τον μικρό Νικόλα μέσα από το σχολικό βιβλίο που έπρεπε να κάνω πως διάβαζα, αλλά δεν είχα τεχνογνωσία και με πρόδωσε στη χούντας των γονιών ένα απρόσεκτο χαμόγελο, που παραβίασε τους κανόνες συνωμοτικότητας και τις νομοτέλειες της παράνομης δράσης. Αλλά ως γνήσια «παιδιά του Φλεβάρη» στον δρόμο του Νοέμβρη βαδίζουμε ξανά...

Χαμογέλασα, επίσης, ακούγοντας αυτές τις μέρες τον Σπύρο, που έχει περάσει κι από ένα Πολυτεχνείο -και από ένα ΚΚΕ πιθανότατα- να λέει πως για συναισθηματικούς λόγους, στη μνήμη του πατέρα του κτλ, δεν μπορεί να πάει κάπου αλλού το χέρι του στην κάλπη. Αλλά θεωρεί πως (το Κόμμα, η Αριστερά εν γένει) είμαστε προχτεσινοί! Κι αυτό δεν το λέει η «Αυριανή» ή τα μποτ του Κασσελάκη. Δεν το είπε καν η Μποφίλιου (δίπλα) στον Βασίλη, όταν τραγούδησαν ντουέτο, σαν μια συμβολική τελετή παραλαβής-παράδοσης της σκυτάλης. Αλλά το λέει ο Σπύρος και είναι Απαράδεκτο -ακόμα και αν λέγεται με καλή προαίρεση.

Σπύρο, ρίξε μια ματιά στο γκρο-πλαν, να μιλήσουμε για σεχταρισμό και απομόνωση. Ρίξε ειδικότερα μια ματιά στα πρόσωπα που λάμπουν, καθώς γίνονται τα σκοτάδια λάμψη, για να συζητήσουμε μετά ποιοι είναι χτεσινοί παλαιοημερολογίτες και ποιος έρχεται από το μέλλον και πηγαίνει πολύ μακριά. Κι αν ο σάπιος κόσμος, εκεί που σάπιζε, «ξανατονώθηκε», αυτό δεν μπορεί να ξεγελά έναν αγωνιστή, που έχει περάσει κι ένα Πολυτεχνείο -και από ένα Κόμμα μπορώ να σου πω.


Και τι κάνουμε τώρα όλον τον κόσμο που μαζέψαμε;
Αυτό είναι το μόνιμο θέμα συζήτησης της επόμενης μέρας, στον απόηχο (του ιλίγγου) της επιτυχίας. Για την ποσότητα που πρέπει να γίνει κάποτε ποιότητα. Στις πόσες μυριάδες κόσμου φτάνουμε την κρίσιμη μάζα, στο κατάλληλο σημείο (κοινωνικού ανα)βρασμού, για να ξεκινήσουμε πιο ενδιαφέρουσες διαδικασίες; Όσοι έρχονται δεν είναι ασφαλώς πεισμένοι, ούτε καν ψηφοφόροι πιθανότατα. Ρίχνεις όμως κάποιους σπόρους, με την ελπίδα να δώσουν μακροπρόθεσμα καρπούς, και με την επίγνωση ότι δεν είναι η φασολιά του Τζακ από το ομώνυμο παραμύθι, για να χάνεται στα σύννεφα και να αρκεί σαν μαγικό ξόρκι από μόνη της για έφοδο στον ουρανό.

Παίζεις στο μυαλό σου νοερά την ταινία με τα καλύτερα στιγμιότυπα. Εντάξει, ίσως δεν είναι κάτι που δεν είχες ξαναδεί, αν είσαι τακτικός θαμώνας. Δεν είναι η πρώτη φορά (πότε θα έρθει η Καιτούλα στο Φεστιβάλ;) που δεν πιάνουν σήμα τα κινητά. Που ο κόσμος γεμίζει το αμφιθέατρο (χωρίς καμία οπτική επαφή με την κεντρική σκηνή), γιατί δε βρίσκει πουθενά να κάτσει. Που ακούς τον Πασχαλίδη -ή και άλλους- να κλείνουν μία συναυλία με τον ύμνο του ΕΑΜ. Έχετε τρία λεπτά να σας πούμε (για) τα τρία γράμματα μόνο φωτίζουν; (Λες να εννοεί του Ζαχαριάδη); Και σίγουρα, δεεν είναι η πρώτη φορά που το ικαριώτικο γλέντι κρατά ως τις 5 -όπως κάποτε στα... Ιλίσια Πεδία, που όλα ήταν αλλιώς.

Είναι όμως όλα αυτά μαζί, σαν άθροισμα ψηφίδων, που δίνουν τη μεγάλη εικόνα. Είναι η φεστιβαλική ρουτίνα που έχεις ανάγκη, που σε βγάζει εκτός προγράμματος -αν και ρουτίνα- αλλά σε κάνει παιδί, τινάζοντας το βιολογικό σου ρολόι στον αέρα. Και σε παρασύρει στην πορεία, ακόμα και αν ξεκινάς το τριήμερο με διάθεση καπετάν - Μιζέρια και την αυταπάτη πως μπούχτισες και φέτος δε θα περάσεις τόσο καλά.

Ας δούμε, λοιπόν, μερικές ψηφίδες ακόμα.

-Ο Φοίβος είναι ο πιο συμπαθής, πορωτικός φλώρος του ελληνικού πενταγράμμου. Σε λίγες μέρες κλείνει τα 50 και λέει πως βλέπει το Φεστιβάλ σαν το μικρό του αδερφάκι (που όταν μπλέκει σε καβγά με τα άλλα Φεστιβάλ, φωνάζει τον Φοίβο να καθαρίσει με την αγριάδα του). Είναι ο «μπάσταρδος γιος» που φιλοσοφεί διαλεκτικά στους στίχους για το «ανολοκλήρωτο χτες» και το «ακόμα αγέννητο χτες» που καίει μες τσο σώμα του. Αλλά το κοινό του γουστάρει απλά συνθήματα, όπως το «ελεφαντάκια όλων των χωρών, ενωθείτε». Και όχι άλλο Νεφέλη Φασουλή.

-Φεύγοντας για Αυστραλία ο Φωτιάς είχε αφήσει πίσω του μια μικρή -αλλά πολλά υποσχόμενη- παρέα. Τώρα, γυρίζοντας πίσω, βρήκε μια φουλ μπάντα που μπορεί να σηκώσει στο πόδι μια ασφυκτικά γεμάτη σκηνή και να κάνει τη λίμνη στο Τρίτση σαν την Κάρλα, πλημμυρισμένη από συναισθήματα και δάκρυα συγκίνησης.
Βρε πως έχουν μεγαλώσει
Κάπα-Θήτα...
Έχουν γίνει άλλοι τόσοι...
Το ίδιο μπορεί να πει κανείς βέβαια και για τη Φεστιβαλάρα, αν έχει πολλά χρόνια να την δει και έρθει ανυποψίαστος... 

-Πολλά κουνούπια, -και αυτό είναι πολιτικό όπως είπε ο κ. Πρωτούλιος-, πολύς ιδρώτας και άπειρη υγρασία. Μπορούμε δηλαδή, σύντροφοι, να πούμε πως το Φεστιβάλ ήταν βγαλμένο από τα πιο υγρά μας όνειρα;
Ε, χμμ, ναι-όχι, δηλαδή κατά μία έννοια, τεςπα, κατάλαβες.

-Και ήταν όλοι τους εκεί. Συντάκτες του Documento με Ρίζο στην κωλότσεπη. Και ο Νίκος Παππάς που ίσως να έχασε τον δρόμο για τις εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ και τον ξαναβρήκε για το πάρκο του Τρίτση, για να κάνει στόρι και να ξεπλύνει λίγες αμαρτίες σε νερό αλκοολούχο. Μετανοείτε, η επαναστατική κρίση πλησιάζει...

-Ω ναι. Τα παιδιά που ανέβηκαν επί σκηνής στους Κοινούς Θνητούς να κάνουν λίγο θόρυβο, λίγο χαμούλη, λίγο πανικό και ένταση, ήταν τα θρυλικά κόκκινα Πιράνχας. Είναι απ’ τα παιδιά που δεν κάθονται καλά -και λίγα λες. Και όταν γράφουν «ήμουν και εγώ εκεί» για το Νεστόριο, δεν εννοούν απλά -μικρέ, αστέ αναγνώστη- πως ήταν εκεί στο διήμερο. Προφητεία και υπόσχεση είναι (πονηρό κλείσιμο ματιού, meme με καρδούλα ΓΓ).


-Τα «Έφηβα Γεράκια» είναι σα να περιγράφουν τον Βασίλη. Είτε εννοούμε αιώνια έφηβα «γεροντάκια» που «κρατάνε γερά» στη σκηνή, είτε εννοούμε γεράκια με μύτες γαμψές.
Και αν δεν ξέρεις τα συμφραζόμενα, μπορεί να δεις τη φωτό/το βιντεάκι με την Μποφίλιου να σπαράζει δίπλα στον Βασίλη και να πιστέψεις ότι θρηνεί για τη φωνάρα του που έσπασε ή γιατί τελείωνε κι αυτό το Φεστιβάλ -και ας καρτερούμε ένα άλλο.

-Συμπληρωματικό υστερόγραφο στη χτεσινή κατηγοριοποίηση για τους καλλιτέχνες. Υπάρχουν αυτοί που είναι «τιμή μου που με καλέσατε», αυτοί που το θεωρούν αυτονόητο και δε θα μπορούσαν να είναι κάπου αλλού και η Μποφίλιου ή ο Σφαλμάνης -και κάποιοι ακόμα-, που αν χρειαζόταν, μπορεί να το έστηναν και μόνοι τους. Και δε ρωτούν τι μπορεί να κάνει το Φεστιβάλ ή η Οργάνωση για αυτούς, αλλά το αντίθετο -το περασμένο Σαββατοκύριακο πχ το Σφάλμα πήγε στη Θεσσαλία να βοηθήσει όσο μπορεί τους πλημμυροπαθείς και κυβερνόπληκτους.

Αλλά ποιον αφορούσε η μπηχτή του Καραμουρατίδη, ότι «δε γράφτηκε για σένα αυτό το τραγούδι» -σε στιλ, «ξέρεις εσύ ποιον εννοώ»;

Και κάνα δυο απορίες ακόμα.

-Αν ο Παν-Παν γράψει κάποτε, ως συνέχεια, την ανισόμετρη ντίσκο, θα τον καλέσουμε στο Φεστιβάλ σε καμιά συναυλία για τον ιμπεριαλισμό της εποχής μας;
-Είναι ο ΓΓ καλύτερος κωμικός από τον Μαλιάτση; Μήπως να αρχίσει βίντεο με κουτσατάκες -κατά το «πιτατάκες»;
Εν παρόδω, το πολιτικό άνοιγμα του ΓΓ στο Φεστιβάλ είναι ό,τι πιο κοντινό στο «ελάτε όπως είστε», με τις διαφωνίες και τις ερωτήσεις σας. Αλλά δε χρειάζεται να πουλήσει λαϊκισμό και μούρη, τύπου «σας πάω», για να γίνει συμπαθής. «Τον πάει» και έτσι ο κόσμος. Ακόμα και οι εχθροί του, δηλαδή, που τον προτιμούν για παρέα και για ένα τσίπουρο...

Αλλά όσες ψηφίδες κι αν μπορέσεις να ενώσεις, πάντα κάποια καλή θα σου ξεφύγει, γιατί δεν μπορείς να γίνεις χίλια κομμάτια μεταμοντέρνα και να τα προλάβεις όλα. Στην τελική, η ουσία είναι να πας εκεί για να γίνεις κομμάτι της μεγάλης «αφήγησης» -sic- ενάντια στους χυδαίους ολοφοβικούς.

Μπαίνοντας στην τελική ευθεία του κειμένου, μερικές αγοραίες κατατάξεις, με χυδαία υποκειμενιστικά κριτήρια, χωρίς πολλές εξηγήσεις και τεκμηρίωση.

1. Άσιμος 2. Παύλος 3. Γώγου -με δική μας κυρίως ευθύνη, γιατί ξέρουμε λιγότερο το έργο της, αν και ήταν ίσως η πιο συμπαθής.
1. Φοιτητική. 2. Κεντρική. 3. Μαθητική. 4. Λαϊκή
1. Κογκολέζικο 2. Αιθιοπικό. 3. Μπαγκλαντεσιανό.
1. Σοκολατόπιτα. 2 Ναι αλλά για τα Μάφιν δε λέτε τίποτα. 3. Λουκουμάδες.
1. Λουκάνικα. 2. Κεμπάπ.                                                        (...) 3. υπερτιμημένα σουβλάκια
1. Κίνηση, πάρκινγκ και είσοδος από Φυλής. 2. Κίνηση, πάρκινγκ και είσοδος από Δημοκρατίας.

Κριτική δε θα κάνετε σε τίποτα δηλαδή;
Ναι. Η κριτική αφορά τα εξής.
1. Έπρεπε να κάνουμε ένα υστερόγραφο την Κυριακή, με Ζαραλίκο. Μπορεί να νικήσει τον Κασσελάκη. Ακόμα και τον Μητσοτάκη, που είναι γεννημένο ταλέντο στο stand-up.
2. Έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για άλλη μία (και όχι απλώς μια άλλη) σκηνή, να απλωθεί λίγο και ο κόσμος, γιατί αρχίζει να γίνεται ενοχλητική τέτοια κοσμοσυρροή. Φαντάσου να είχε και Μετρό, που να μας/τους διευκόλυνε, δηλαδή...
3. Του χρόνου να βάλουμε τους σφους της νεολαίας να καθαρίσουν τη σκόνη από το Πάρκο.
4. Από παπάκια είχαμε μόνο αυτά του Πάρκου. Το «Παπάκι» του Άσιμου, όμως, δεν έπαιξε ποτέ...

Επίλογος

Ο τίτλος διασκευάζει δημιουργικά την ατάκα του «κύριου Πρωτούλιου», προς τη δημοσιογράφο που επέμενε να τον λέει κύριο -αλλά διόρθωσε στην πορεία το Πρωτούλιος. Εδώ είμαστε όλοι σύντροφοι...
Εδώ φτάνουμε σε μια απόλυτη αίσθηση συντροφικότητας, γιατί είμαστε συνεργάτες, φτιάχνουμε μαζί κάτι μεγάλο και σπουδαίο, είμαστε όλοι σύντροφοι. Έστω και για τρεις μέρες. Έστω και με μερικούς Κακοφωνίξ, γιατί είμαστε μεγάθυμοι και κανείς δεν περισσεύει...

Και τώρα που μαζεύτηκαν όλα τα παιχνίδια μας στο κουτί (μικρή Παρασκευούλα). Κάποτε μαζεύτηκες με τους φίλους σου στην αλάνα-γηπεδάκι της γειτονιάς για να παίξετε, χωρίς να γνωρίζετε πως αυτή ήταν η τελευταία φορά, που βρίσκεστε όλοι μαζί.
Κάποτε όλοι οι σύντροφοι βρέθηκαν όλοι μαζί στο Φεστιβάλ, χωρίς να γνωρίζουν πως αυτό μπορεί να ήταν το τελευταίο τους. Το τελευταίο που βλέπουν με χρέωση, που βγάζουν ομιλία ως γραμματείς, που θα είναι οργανωμένα μέλη, που θα είναι χωρίς παιδιά, που θα γράψεις για αυτό ανταπόκριση, που θα υψώσεις τη γροθιά σου, ακούγοντας την Διεθνή.

Κι ας μη λείψει κανείς. Μα πάντα κάποιος λείπει...

Και ως του χρόνου, Τρίτση-Τρίτση μάνα μου.
Τρίτση-Τρίτση-Τρίτση-Τρι
...

Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2023

Κόκκινα πιράνχας με δόντια γαμψά

Τι είναι σε τελική ανάλυση το Φεστιβάλ; Ένας ιστορικός συμβιβασμός γενεών, που παλεύουν αδυσώπητα να γεφυρώσουν το χάσμα τους και τα ακούσματά τους. Το παλιό που γκρινιάζει γιατί δεν έχει προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες και το καινούριο που δεν έχει επιβληθεί ακόμα και καγχάζει με Βέβηλο (και Εισβο) ύφος αυτά που πέρασαν. Και δεν είναι το Φεστιβάλ της εποχής των τεράτων (σαν το Φεστιβάλ ζόμπι του χυδαίου Ζερβού), αλλά έχει μικρά «τερατάκια», σαν τα «κόκκινα πιράνχας», που είναι ευαίσθητα και παρεξηγημένα ζωάκια, όπως τα αγριογούρουνα του Οβελίξ.


Το Φεστιβάλ είναι ο συγχρωτισμός μικρών και μεγαλύτερων παιδιών, που δε θέλουν να μαζέψουν, στο τέλος του τριημέρου, τα παιχνίδια τους στο κουτί. Διότι ο έρωτας είναι σαν την επανάσταση και χρόνια δεν κοιτά, παρά μόνο τις μέρες. Μια μέρα πριν νωρίς, μια μέρα μετά αργά. Τη δεύτερη μέρα του Φεστιβάλ ωριμάζουν οι συνθήκες για να κλείσει το ιστορικό διαγενεακό χάσμα.

Οι Υπεραστικοί και ο Φοίβος παίζουν στο Κόκκινο Αερόστατο για παιδιά που είναι μπροστά από την ηλικία τους. Η φοιτητική σκηνή γεμίζει με ροκ δεινοσαυράκια, όπου όσοι δεν έχουν 40αρίσει είναι προστατευόμενο είδος υπό εξαφάνιση. Οι ηρωικοί βετεράνοι απ’ το Σπίτι του Αγωνιστή, με σταθερό μέσο όρο ηλικίας (όλη τη νιότη του κόσμου) όσα χρόνια κι αν περάσουν, έρχονται με αμαξίδια, πατερίτσες και πατερούλη στην ψυχή.

Δε πα να μας χαλάν τα πιο όμορφά μας χρόνια -που δεν τα έχουμε ζήσει ακόμα.
Κι ίσως η συναυλία για τους ποιητές των δρόμων των Εξαρχείων έπρεπε να κλείσει αλλιώς, με λίγο Ζαμπέτα. Γιατί ο 40-50άρης είναι ένας νέος της εποχής, που είναι αντικειμενικά εποχή περάσματος στο σοσιαλισμό και όχι στα γηρατειά και την κατήφεια.

Να σου πω όμως κάτι; Δεν έχουμε γεράσει, ούτε είμαστε εραστές της καρέκλας. Αλλά καλό είναι να έχεις στη ζωή ένα αποκούμπι, σαν το ΚΚΕ (το ακούς, Βλάσση;), ή ένα κάθισμα να ξαποστάσεις λίγο από τον αγώνα και ξανά προς τη δόξα τραβάς, τραβάς, τραβάς. Τι τραβάμε κι εμείς οι κομμουνιστές -και κομμουνίζοντες; Α ρε, σύντροφε...
Άλα-αααα

Όλα ξεκίνησαν από το λάθος (του Σαμαράκη), με τους Υπεραστικούς να παίζουν για δεκάχρονα παιδιά με τους ταξικούς προβληματισμούς της προεφηβείας και του δημοτικού, να μαθαίνουν εξ απαλών ονύχων το «τάξη εναντίον τάξης» και πως η έφοδος στους ουρανούς δε θα γίνει με αερόστατο. Και εδώ υπάρχουν δύο λογικές εξηγήσεις.
Είτε ήταν τιμωρία για τον υπεραστικό Παύλο, που ήταν καιρό άρρωστος, αλλά ζει (τσακίστε τους ναζί, σε λούπα, από όλα τα παιδιά μαζί και το καθένα ξεχωριστά), εκπροσωπεί σταθερά την παιδική αρρώστια του κομμουνισμού και κατέληξε με το κοινό που του ταιριάζει, ώσπου να σοβαρευτεί -στο ΦΒ τουλάχιστον.
Είτε ήταν μια κίνηση που στόχευε να χαρούν οι γονείς των παιδιών και πέτυχε διάνα. Μα δίπλα σε αυτούς, ποτίζεται και η γλάστρα με τη νέα σπορά, που είναι έτοιμη για όλα.

Αυτή είναι μια άγρια γενιά παιδιών, που δεν έχουν ζήσει ούτε μια μέρα «κανονικότητας». Που τραγουδάν και χορεύουν «Θάνατος, μαύρος αδελφός», ξέρουν όλα τα αντάρτικα, ανεβαίνουν επί σκηνής να φωνάξουν «τσακίστε τους ναζί» και ας μην έχουν προλάβει τον Παύλο -όχι των Υπεραστικών. Κάνουν αντιφασιστικά τατουάζ, με εργάτες που σπάνε σβάστικες. Δεν έχουν το κόκκινο μαντίλι των «Νέων Πρωτοπόρων», που έχει ακόμα ο (υπεραστικός) Παύλος, αλλά μπλουζάκια με κόκκινα πιράνχας, που είναι το όνομά τους και η ψυχή τους. Κι ίσως να κάνουν σπετσνάζ στον ελεύθερο χρόνο τους -ποτέ δεν ξέρεις πού θα χρειαστεί.




Ώρα για λίγη επαναστατική γυμναστική...

Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά, έτσι και αλλιώς τα ξέρουν όλα. Ξέρουν πως πρέπει να αλλάξουν τον κόσμο γιατί το έχει ανάγκη. Είναι ώριμα και υποψιασμένα για την αλήθεια, την αδικία γύρω μας, είναι έτοιμα για να πέσει ο σπόρος των Υπεραστικών -και του Φοίβου-, χωρίς μεγάλες προσαρμογές και φτιασιδώματα σε όσα λένε.
Είμαι ένα μικράκι προλεταριάκι...

Κι αν άκουγαν από δίπλα τον «κύριο Πρωτούλιο» -όπως τον είπε τρακαρισμένη η δημοσιογράφος της ΕΡΤ- να εξηγεί πως ακόμα και τα κουνουπάκια του πάρκου είναι πολιτικό ζήτημα, γιατί ο εργολάβος πήρε λεφτά για συγκεκριμένες δόσεις και δε (μας) ψεκάζει κάθε δέκα μέρες, όπως πρέπει, θα φτάναμε στην ουσία για τον καπιταλισμό με απλά παραδείγματα, όπως κάποτε μας εξηγούσαν το σεξ με τις μελισσούλες και τη γύρη.
-Χρατς, χρατς ο εργολάβος. Βζουν-βζουν τα κουνουπάκια.
Αλλά ποιος είναι αυτός που μας πίνει το αίμα;

(Εδώ θα κολλούσε και ένα τραγούδι του Jackal, που έλεγε στο ρεφρέν «Κουκουβά-Κουκουβά» και μετά έκανε ρίμα με τα ΜΑΤ, αλλά δεν το βρήκα με ένα πρόχειρο ψάξιμο).

Στην ίδια σκηνή ο Φοίβος εκπλήρωνε έναν στόχο ζωής, τραγουδώντας δίπλα στη (και για τη) Μάγδα Φύσσα. Αλλά βασικά λέγοντας επιτέλους το Ελεφαντάκι, το τραγούδι που τον καταξίωσε στο παιδικό κοινό του, και το Κροκοδειλάκι -άραγε θα έχουν δεύτερο κύκλο τα «Νούμερα» στην ΕΡΤ;- αντί για τα κλασικά που θα πει σήμερα. Και το πιο σπουδαίο είναι ότι κόλλησε και αυτός σταχανοβίτιδα -από Μποφίλιου και Βασίλη- και βγαίνει μόνος του, εκτός προγράμματος, και δεύτερη μέρα, υπερκαλύπτοντας το πλάνο του.

Για τη Μάγδα όμως, τη μάνα όλων μας, δεν υπάρχουν λόγια. Της χρωστάμε πολλά ενώ αυτή τίποτα, αλλά μας λέει «ευχαριστώ» γιατί τη βοηθήσαμε να κάνει τον πόνο της αγώνα. Και είναι παντού, πάντα εκεί, μέσα σε όλα όσα πρέπει να είναι. Όχι επειδή πρέπει, αλλά επειδή το θέλει, το χαίρεται και το ζει με την ψυχή της. Και στη χιπ-χοπ συναυλία με τους φίλους του Παύλου και στα παιδιά του Κόκκινου Αερόστατου -να τους μάθει πώς γελοιοποιείς τους τύπους με τη σβάστικα- και στο περίπτερο του συλλόγου Killah P. Κάθε μέρα, σε όλο τον χώρο. Ζει για τον Παύλο, που ζει μέσα από αυτήν και τον αγώνα της. Και αυτό είναι το καλύτερο ελιξήριο νεότητας, που την κρατάει δυνατή και μάχιμη. Δεν υπάρχουν πολλοί -οργανωμένοι και μη- που θα μπορούσαν να δώσουν τη δική της μάχη, τόσα χρόνια, με τόσο ζήλο. Βαθιά υπόκλιση...

Κι εδώ αρχίζει για κάποιους μια άρρωστη λογική του παραλόγου, που ξεκινά με υπονοούμενα για να γίνει χιονοστιβάδα. Φαιδροί τύποι, που παλεύουν ενάντια στον κόσμο της ιδιοκτησίας, αλλά βάζουν φράχτες και πνευματικά δικαιώματα στα σύμβολα που θεωρούν αποκλειστικά δικά τους. Και σπεύδουν να ζητήσουν το λόγο. Γιατί καλείτε το τάδε πρόσωπο; Γιατί τιμάτε με αφιέρωμα τον δείνα καλλιτέχνη; Κομμουνιστές και μπολσεβίκοι, η Μάγδα αυτή δε σας ανήκει...

Λύσσαξαν που καλέσαμε τη Μάγδα, έφριξαν που έπαιξε πέρσι η «Μπασταρδοκρατία», δυο φορές μάλιστα, στο ροκ αφιέρωμα, ξίνισαν που φέραμε πρώτη φορά τους Nightstalker, κοκκίνισαν (από το κακό τους) που τιμήσαμε την αγία τριάδα των ποιητών του δρόμου των Εξαρχείων (Γώγου, Άσιμος και Παύλος). Πού να άκουγαν και τον Μητσοτάκη (τον καλό) χτες να λέει πως το Φεστιβάλ είναι το μεγαλύτερο πολιτιστικό και πολιτικό γεγονός...

Μιλάμε εν τω μεταξύ για τρεις ευαίσθητους δημιουργούς, με ανήσυχο πνεύμα που είχαν πάντα ανοιχτούς διαύλους με τις ιδέες του κομμουνισμού -ή και με το Κόμμα. Για τη Γώγου που έγραψε το «Α ρε σύντροφε» ενάντια στον ρεβιζιονισμό κι «όλοι οι φίλοι της γράφουν με μαύρο χρώμα, γιατί ρημάξατε το κόκκινο». Για τον Άσιμο που έγραψε το «με πείσανε να γίνω ρεβιζιονιστής» (μα έτσι δεν την βρίσκω) και έχει μια ιστορική φωτογραφία με τον Χαρίλαο. Και για τον Σιδηρόπουλο που έχει γράψει για το λίπασμα και πώς «κινείται η ιστορία του ΚΚΕ».

Μπορεί κάποια από τα δικά τους αδιέξοδα να τόνιζαν τις αντιφάσεις του Κόμματος της εποχής τους. Αλλά την καλύτερη απάντηση την έδωσε ο Ματράκας, που έκλεισε την ουσία σε δυο-τρεις φράσεις. Το Κόμμα είναι η πηγή κάθε αντίστασης, από εδώ ξεκινάνε όλα. Υπάρχουμε ωστόσο και εμείς οι καλλιτέχνες, που ανοίγουμε λαγούμια, που σκάβουμε σε βάθος, αλλά αυτό μπορεί να μας κοστίσει καμιά φορά και τη ζωή μας.
Κι αν πέφτουν κάποτε στις υπόγειες διαδρομές που ανοίγουν, δε μειώνεται σε τίποτα η αξία τους.

Δεν υπάρχει πνευματική ιδιοκτησία και δικαιώματα. Υπάρχουν όμως κάποιοι που τιμούν κάποια πρόσωπα, για να καπηλευτούν τη λάμψη τους και να τους βάλουν σε ακίνδυνα καλούπια. Η κριτική αυτή θα είχε λοιπόν βάση αν το αφιέρωμα έδειχνε επιλεκτικά κάποιες πλευρές του έργου τους κι αποσιωπούσε βολικά άλλες για να το φέρει στα μέτρα μας.

Αλλά στο Φεστιβάλ ακούστηκαν (σχεδόν) τα πάντα. Από το «α ρε σύντροφε» της Γώγου, ως το τραγούδι της Εθνικής Συμφιλίωσης του Παύλου, για το Χημείο. Ο Χουλιαράς (που είχε σπάσει τον πάγο, λέγοντας άλλες χρονιές τον Μηχανισμό) δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό του που μπορούσε να τραγουδήσει κομμάτια που είχε απωθημένο να τα πει. Και έκλεισε το πρόγραμμα με το «Δεν πα να μας χτυπάν...» του Άσιμου, με το σωστό χρώμα στην κόκκινη σημαία. Παύλο (των Υπεραστικών).

Δηλαδή είπε και το «Παράτα τα» (λοιπόν, παράτα το το κόμμα); Ε, όχι. Ας αφήσουμε κάτι για του χρόνου, μην τα πούμε όλα φέτος...

Την ίδια στιγμή, στη Λαϊκή Σκηνή, μαθαίναμε χρήσιμες πληροφορίες από τον Σοφιανό και τον... «κύριο Πρωτούλιο», που δεν τα σηκώνει αυτά και είπε στη δημοσιογράφο της ΕΡΤ: Είμαστε στην κόκκινη πολιτεία, εδώ είμαστε όλοι σύντροφοι, δεν χρησιμοποιούμε πολύ το «κύριε»...

Μεταξύ πολλών άλλων ακούσαμε ότι: Οι τάχα ακομμάτιστοι υποψήφιοι θα πάρουν πινελάκι το βράδυ των εκλογών. Και αν ο χάρτης είναι «μπλε», η κυβέρνηση θα το εισπράξει ως επιβράβευση για όσα έγιναν και ως παραγραφή των ευθυνών της. Ότι με αυτούς τους ρυθμούς τα αντιπλημμυρικά έργα που προβλέπονταν για αυτή τη θητεία για την Περιφέρεια της Αττικής, θα τελειώσουν σε 44 χρόνια. Ότι μετά την συγχώνευση των Νομαρχιών, η Περιφέρεια έχασε 1.700 υπαλλήλους και στη θέση τους ήρθαν μόλις 100 (!). Και ότι στον Δήμο Αθηναίων, μπορεί ο Μπακογιάννης να βρίσκεται στο στόχαστρο όλων, αλλά η δική του παράταξη δεν είχε απόλυτη πλειοψηφία στο δημοτικό συμβούλιο, και χρειαζόταν πάντα τις ψήφους άλλων, για να περάσει αυτά που ήθελε.

Ότι η Δούρου έδωσε το μισό αποθεματικό της Περιφέρειας για την «επένδυση» στο Ελληνικό. Ότι έδωσε ζεστό χρήμα στον εφοπλιστή πρόεδρο της ΑΕΚ, για να χτίσει ιδιόκτητο γήπεδο (δικό του, όχι της ομάδας) και πως κάτι ανάλογο γίνεται με τον εφοπλιστή ιδιοκτήτη του Παναθηναϊκού και τον Δήμο Αθηναίων για το γήπεδο στον Βοτανικό -στον δρόμο που χάραξαν με το Καραϊσκάκη και τον εφοπλιστή πρόεδρο του Ολυμπιακού. Και αυτά καλό είναι να λέγονται και να τα ακούνε όσοι κολλημένοι σφοι έμειναν σπίτι την Πέμπτη, για να δουν την ομάδα τους -και δεν είχε και οθόνες να μεταδίδουν τα ματς, όπως κάποτε στα Ιλίσια, που είχε πέσει το Φεστιβάλ πάνω στο Τσου-Λου.

Οθόνες δεν είχε όμως ούτε ο Ζάρα. Και ότι θα έτρωγε άκυρο (cancel), έστω και για τεχνικούς λόγους, από τους Κνίτες, δεν το φανταζόταν ούτε ο ίδιος, ούτε ο Κωτσαντής με τον οποίο τα έλεγαν παραπλεύρως, μήπως και βρεθεί μια λύση της τελευταίας στιγμής. Μάλλον όμως χτύπησε η κατάρα του φασίστα, με την αγαπημένη ατάκα - ερώτηση: Έχεις βίντεο; (πχ για τους νεκρούς στο Πολυτεχνείο, ως απόδειξη). Και ο Ζαραλίκος είχε βίντεο, αλλά όχι οθόνη για να παίξουν. Κι είναι πολύ κρίμα, όχι επειδή είναι ο Ζάρα, ούτε για τον κόσμο που έφυγε ξενερωμένος, αλλά γιατί θα είχε φρέσκο υλικό και ατάκες για τον Κασσελάκη. Γιατί μόνο αυτός μπορεί να νικήσει τον Κασσελάκη, που μπορεί να νικήσει τον Μητσοτάκη, που είχε νικήσει τον Μεϊμαράκη, που διαδέχτηκε τον Σαμαράκη (όχι, Λάθος, τον Σαμαρά).

Στο Φεστιβάλ πάντως υπάρχουν τρεις κατηγορίες καλλιτεχνών. Αυτοί που έρχονται και τηρούν τους τύπους, αυτοί που έρχονται και χαίρονται πραγματικά, και η Νατάσσα Μποφίλιου, που κάνει συλλογή ενσταντανέ με τον ΓΓ να κάνει το αρκουδάκι Αγκαλίτσας.

Και επίσης, τρεις κατηγορίες καλλιτεχνών. Αυτοί που ευχαριστούν την ΚΝΕ για την πρόσκληση. Αυτοί που αφήνουν ένα πολιτικό μήνυμα, τύπου «καλή αντάμωση στους δρόμους -και ας μην κατεβαίνουν πάντοτε οι ίδιοι. Και η Νατάσσα Μποφίλιου, που θέλει να τα πει όλα, και για την ΚΝΕ, και για τους αγώνες, και για τη Λαϊκή Συσπείρωση, και για τον σύντροφο μπαμπά της, που κατεβαίνει υποψήφιος, και... Ξεχάσαμε τίποτα;

Τρίτη μέρα σήμερα, κατά τας γραφάς, που σημαίνει πως τα επίπεδα συσσώρευσης σκόνης στον λαιμό, τα ρουθούνια και τον αμφιβληστροειδή χτυπάνε κόκκινο -και αυτά- και αν κρατούσε εννιά μέρες το Φεστιβάλ, όπως κάποτε, θα φτάναμε σε κατάσταση I can’t breathe, αλλά στην πράξη, όχι μόνο συνθήματα.

Θα είναι κρίμα όμως να φύγετε από το Τρίτση και να μην έχετε δοκιμάσει το φαλάφελ των μεταναστών και κάτι πιτάκια που δίνουν στο τραπεζάκι του Κονγκό -αν δεν κάνω λάθος. Κανονικά θα έπρεπε να έχουμε φέρει και ινδική κουζίνα από τους συντρόφους, που έχουν μόλις μερικά εκατομμύρια μέλη. Αλλά ας μείνει κάτι και για το 50ό. Όλα από τώρα θα γίνουν; Τα καλύτερα Φεστιβάλ μας δεν τα έχουμε ζήσει ακόμα...

Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2023

49 σημεία για το 49ο Φεστιβάλ - Α’ Μέρος

Όρθιο πες μου τι θα μείνει
49 σημεία για το 49ο Φεστιβάλ - Α’ Μέρος

Δεν έχω ιδέα αν θα βγουν τόσα ή αν θα υπάρξει επόμενο μέρος. Ίσως βγουν παραπάνω, ίσως λιγότερα. Αλλά είναι μια εύκολη λύση για τον τίτλο του σημειώματος και για να μπουν κωδικοποιημένα οι εντυπώσεις του τριημέρου.


Τους καλύτερους (δηλαδή νικηφόρους) εμφυλίους δεν τους έχουμε δώσει ακόμα. Άραγε λένε τίποτα ως βιβλίο τα «Επτά φεγγάρια» του Καρουνατιλάκα ή είναι άνοστη, μεταφυσική σούπα; Να ρωτήσουμε και τους συντρόφους, μήπως έχουν γνώμη.

Αστερίξ, θα βρέξει! Τα drone πετάνε χαμηλά...
Και όμως, όχι διάολε. Ούτε σταγόνα, ούτε συννεφάκι στον ορίζοντα, ούτε γη και κυρίως ούτε νερό. Ούτε ένας Κακοφωνίξ να προκαλέσει τη μήνη των θεών και να πέσει ο ουρανός στο κεφάλι μας, πριν κάνουμε την έφοδο. Σχεδόν δε νιώθεις πως είσαι σε Φεστιβάλ...

Πόσοι μη Θεσσαλοί, αιχμάλωτοι της γοητείας της γεωγραφίας, ξέρουν άραγε πως το Γκιντίκι είναι ύψωμα στον Κίσσαβο; Ή ότι από φέτος τον Σεπτέμβρη η μεγαλύτερη λίμνη της χώρας -που βρίσκεται ολόκληρη στην ελληνική επικράτεια- δεν είναι η Τριχωνίδα αλλά η πάλαι ποτέ αποξηραμένη Κάρλα;
Και λιμνοθάλασσα θα σας φέρουμε...

Πρώτα έρχεται ο γιος (Γκιντίκι) του Θανάση (Παπακωνσταντίνου), να στρώσει το έδαφος για τον πατέρα του. First we take Manhattan -αν και εμείς πρώτα στο Βερολίνο μπήκαμε, το Μανχάταν αργεί ακόμα.
Αλλά ένας είναι ο Παπακωνσταντίνου, ένα είναι το Κόμμα. 50 χρόνια Βασίλης στη μουσική, 49η χρονιά για το Φεστιβάλ. Και τι έκανε δυο χρόνια, ως το ’75 που ξεκίνησαν; Δηλαδή, Βίρνα, εννοείς πως υπήρχε Βασίλης χωρίς Φεστιβάλ -και αντίστροφα;

Κανονικά πρέπει να βγει στα 50 χρόνια και ένας πίνακας με τις περισσότερες συμμετοχές για τους λάτρεις της φεστιβαλικής στατιστικής. Πχ Βασίλης 42 (έχασε μερικά και τότε που φλέρταρε με τον Καζάκη), Πασχαλίδης 30 και να δούμε ποιος πάει για το χάλκινο.

Μέσα σε όλη αυτή τη δίνη
Όρθιο πες μου τι θα μείνει
Το ΚΚΕ. Κι αν δεν υπήρχε πένθος για την καταστροφή, οι σφοι στη Θεσσαλία ακόμα και Φεστιβάλ θα μπορούσαν/προλάβαιναν ίσως να στήσουν. Και να έβγαινε μετά η αντίστοιχη Αυριανή της Λάρισας με τίτλο «να αναλάβ’ το Κουκουέ ή οι πολίτ’ς».


Μακάρι, Βασίλη, να μπορούσε και η φωνή να φυτρώσει ξανά, όπως τα μαλλιά σου. Γιατί πλέον αυτό που κάνεις δεν είναι κανονική συναυλία, αλλά συμμετοχική δημοκρατία, όλο «δικό σας» και «δικό σας», το κοινό βγάζει τη μισή συναυλία κι εσύ κάνεις τις άναρθρες κραυγές του πειρατή, στο φτερό του παπαγάλου, που φωνάζει «τους ξεφύγαμε».
Ο τόπος όλος θα καταστραφεί και το μόνο που θα είναι φανερό από τη Σελήνη, θα είναι η μύτη σου και πως δεν μπορείς, δεν το έχεις πια, επί σκηνής. Αλλά οι κατσαρίδες που θα επιζήσουν θα σου φωνάζουν «Βασίλη, (επι)ζούμε, για να σε ακούμε».
Πώς είναι έτσι το παιδί και τι φωνάρα είχε...

Η συναυλία με Νταλάρα - Φαραντούρη ήταν αφορμή να βγουν τα πρασινο-ηλιόμετρα και να αναρωτηθούμε: ποιος είναι πιο (αριστερός) Πασόκος; Έλειπε όμως ο Νικολόπουλος που ήταν στη λαϊκή σκηνή. Όπως θα έλεγε ο Ιωάννου.
Ο τρίτος δρόμος πάει Φεστιβάλ

Είναι πολύ λάθος και άδικο συνάμα να λες πως δε γελάς με τα αστεία στο stand-up comedy στη μαθητική. Γιατί αν ακούς πχ ατάκες του στιλ «είμαι κομμουνιστής και εγώ και το πέος μου, όταν πάμε στο κρεβάτι, δηλώνει απεργία», μπορεί να σε πιάσει νευρικό γέλιο από αμηχανία -κριντζάρισμα το λένε πια.

Χάος κάποτε έλεγαν στη διάλεκτό μας τον ενδιάμεσο «χυλό» (Γλέζος, Ηλιού κ.ά.) μεταξύ ΚΚΕ και «εσ.» στα στρατόπεδα των εξόριστων, που αρνούνταν να πάρει θέση στη διάσπαση και ήταν με την ενιαία ΕΔΑ.
Χάος επίσης είναι το πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ, παραγωγής ΠΣΑΠ, για τις τραγελαφικές καταστάσεις που αντιμετωπίζουν τα μέλη του (οι επαγγελματίες αμειβόμενοι ποδοσφαιριστές) στην παλιά Β’ Εθνική (Σούπερ Λιγκ 2). Αλλά οι μεγαλύτερες βρωμιές γίνονται στο υψηλότερο επίπεδο (βλέπε ΦΙΦΑ και Μουντιάλ), με την καλύτερη οργάνωση και τις εγκληματικές οργανώσεις που λυμαίνονται τον χώρο.
Και η απορία που μου έμεινε από την -πολύ ενδιαφέρουσα- παρουσίαση, είναι αν υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις (πέρα από τα ατομικά συμβόλαια) για τους ποδοσφαιριστές. Και αν στον ΠΣΑΠ δεν υπάρχουν παρατάξεις -όπως σε κάθε σωματείο- λόγω καταστατικού (ενιαίο ψηφοδέλτιο) ή για συγκυριακούς λόγους.

Αν μπορούσα να διακτινιστώ και σε δεύτερη συζήτηση, μάλλον θα πήγαινα σε αυτήν για τη Βενεζουέλα, που κάποτε θεωρούνταν ό,τι πιο κοντινό σε μια κυβέρνηση ΑΑΔΜ, όπως έμπαινε προγραμματικά.
Αλλά η πιο ενδιαφέρουσα κουβέντα, με τον περισσότερο κόσμο, ήταν με τη Δάγκα για την εμπορευματοποίηση του σώματος και της σεξουαλικότητας. Και όπως μου είπαν, έπιασε σχεδόν τα πάντα. Από την πορνεία και την πατριαρχία ως τα τρανς άτομα και τα τηλεοπτικά στερεότυπα. Και όποιος δεν καλύφθηκε ή ντρεπόταν να μιλήσει δημόσια, μπορούσε να συνεχίσει μετά τη συζήτηση, κατ’ ιδίαν, αν και μάλλον θα ήθελε να πάει στη συναυλία της Μαρσό -που μόλις τελείωσε τη δική της συναυλία, πήγε και αυτή να ακούσει Γκιντίκι.

Βασικά συμπεράσματα -μεταξύ άλλων- ήταν ότι συμμεριζόμαστε τους προβληματισμούς της Κολοντάι, παρακολουθούμε νέα φαινόμενα όπως το Τίντερ -όπου μπορείς να βρεις προφίλ αρκετών συντρόφων- καθώς και ό,τι σειρά κυκλοφορεί στην ελληνική Τιβί ή το Νέτφλιξ, για να έχουμε άποψη και να παρεμβαίνουμε.

Το μόνο που πρόλαβα δια ζώσης ήταν ένα στιγμιαίο κόμπιασμα της Δάγκα, που δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι είχαν πριν την ένταση και με τον Άδωνη στη Βουλή. Κι ίσως τελικά να έχει δίκιο ο Ζαραλικός -λέει η Mariori. Ο μόνος λόγος που λέει βλακείες, είναι γιατί έχει δόντια. Ακόμα...

Σήμερα κεντρικό θέμα στη λαϊκή σκηνή θα είναι εύλογα η Τοπική Διοίκηση και οι επικείμενες εκλογές. Χτες είχαμε τα προεόρτια και άπειρες ντάνες με ψηφοδέλτια στα περίπτερα της Λάσυ, που μου θύμισαν ένα στίχο του Ψαριανού, που έκανε τουλάχιστον το όνειρό του πραγματικότητα και είχε γράψει προφητικούς στίχους.
Ψηφοδέλτια σταύρωνα και όλη νύχτα γκάβλωνα
Στης Βουλής τα έδρανα, αχ και εγώ να έκλανα...

Η καινούρια ατραξιόν φέτος (το νέο έχει πάντα άλλη γοητεία) ήταν η διεθνής κουζίνα και οι μετανάστες που συσπειρώνει στην περιοχή το Στέκι της Κυψέλης. Επιτέλους και μπράβο -καθόλου ειρωνικά! Και ας λέει ένας σύντρολος, ακούγοντας Μυστακίδη, πως όσο πάει, συγκλίνουμε και μοιάζουμε με το αντιρατσιστικό. Θα ήθελαν... Και όλοι ξέρουν βασικά πως κάθε Φεστιβάλ θέλει όταν μεγαλώσει να γίνει Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή.
Σε αυτό το σημείο να πούμε πολλά μπράβο (εντελώς ειρωνικά) στους τροτσκιστές που διάλεξαν αυτό το Σαββατοκύριακο για να κάνουν την «αντιρατσιστική γιορτή» τους στο Γεωπονικό.

Δε δοκίμασα χτες κάτι από τις αφρικανικές και ασιατικές κουζίνες -λείπουν κάποιοι Λατίνοι, για να ανασυστήσουμε την Τριηπειρωτική. Αλλά και μόνο που βλέπεις τραπεζάκι «Ένωσης Δημοκρατών Σουδάν» (ενιαίο, χωρίς γεωγραφικούς προσδιορισμούς), σου έρχεται αυθόρμητα να τους ενισχύσεις.
Κι αν σου φαίνονται δύσκολες έως απάλευτες οι ιδεολογικής διαφορές μεταξύ των ΚΚ, των ρευμάτων και των διασπάσεών τους, οι παρομοιότυπες (sic) σημαίες Γκάνας, Σενεγάλης, Καμερούν σου δίνουν μια ευκαιρία να αναθεωρήσεις (ώστε είστε αναθεωρητής;). Και αυτές της Σλοβακίας, Σλοβενίας και λοιπών λαϊκοδημοκρατιών ήταν επαρκής λόγος για να μη γίνει ποτέ η παλινόρθωση και οι διασπάσεις που ακολούθησαν.

Δεν ξέρω αν ο mr Βίκος πέρασε ανοιχτά στο κυβερνητικό στρατόπεδο και διακόψαμε τη συνεργασία, αλλά η Έψα (χτύψα) είναι σαφής ποιοτική αναβάθμιση. Και θεσσαλική.

Στη Διεθνούπολη, το καλύτερο «μπιχλιμπίδι»-ενθύμιο ήταν νομίζω το μουσικό κουτί (χωρίς Μόρφη και Πορτοκάλογλου) των Μεξικάνων, που το γυρίζεις με μια μικροσκοπική μανιβέλα και ακούς τη μελωδία της Διεθνούς ή το Μπέλα Τσάο (παράγουμε περισσότερα από όσα μπορούμε να αφομοιώσουμε). Κι επίσης οι αθλητικές μπλούζες της CCCP, της DDR και της Κούβας, στον ίδιο πάγκο (που θα βγουν σύντομα από τον πάγκο της ιστορίας, για να παίξουν μπάλα ξανά).

Κάνεις βόλτα στα τραπεζάκια και μετράς απουσίες και μικρές απώλειες, γνωρίζοντας το πολιτικό υπόβαθρο που ίσως τις ερμηνεύει, με τη διάλυση της ΕΚΠ (Ευρωπαϊκή Κομμουνιστική Πρωτοβουλία). Λείπουν πχ οι Ρώσοι του ΚΕΚΡ (Τιούλκιν) αλλά έμειναν αυτοί που φέρνουν τα μπλουζάκια με τον νεαρό Στάλιν. Λείπουν και οι Γιούγκοι (Σέρβοι) νοσταλγοί του Τίτο, που 'ναι μάλλον στη «σφαίρα επιρροής» της Ρωσίας. Κι αναρωτιέσαι ενδόμυχα τι άλλο πρέπει να γίνει για να φύγουν μόνοι τους οι Ισπανοί του ξεπουλημένου ΚΚΙ ή έστω η ΕΔΟΝ. Ο Μιθριδάτης πχ κατάλαβε ότι είναι ΣΥΡΙΖΑ, αυτοί όχι; (Ντάξει, τώρα γίνεσαι λίγο κακός).

Και τη Μηλιαρονικολάκη, γιατί την «έδιωξαν» και λείπει φέτος από το πρόγραμμα; Είχε... "βαθιές διαφωνίες" γιατί ήταν με το «λευκό πάνω στο λευκό». Αλλά δεν είναι απαραίτητο να πιάνει κάθε φορά υψηλά νοήματα η συζήτηση στον Πολιτισμό. Θα μπορούσε να γίνει πχ κάτι για τα Μουσεία ΝΠΔΔ και άλλα κατορθώματα της Μενδώνη -και αυτών που της κάνουν «αντιπολίτευση»- στον χώρο.

Η κόλαση δεν είναι οι άλλοι -όπως λέει ο Σαρτρ-, οι άλλοι είναι εσύ -όπως λέει το Σφάλμα, ακόμα και ιδίως αν μιλάμε για το πολύχρωμο μωσαϊκό στην ανθρωπογεωγραφία του κοινού της Μαρσό πχ. Αλλά με όρους Φεστιβάλ, μπορεί -για μια και μόνο εξαιρετική συνθήκη- να έχει δίκιο ο υπαρξισμός.

Κόλαση είναι να είσαι χρέωση ταμείο στον Βασίλη, Σάββατο βράδυ, να έρχεται ο άλλος με 100ευρω και να θέλει ρέστα σε πεντάλεπτα, ο διπλανός να έχει παραγγείλει 35 σουβλάκια (κάν' τα 34, ποιος θα τα φάει 35;), να έχει γίνει το χέρι σου παγάκι, να αναρωτιέσαι πότε θα σπάσει ο πάγος να χαραχτεί ο δρόμος προς τις μπύρες, και να ετοιμάζεσαι για περιφρούρηση στα Μωρά στη Φωτιά.
Αν δεν είχαν περάσει τόσα χρόνια, θα είχα καλύτερα πρόσφατα παραδείγματα, που δε θα πρόδιδαν την ηλικία μας, που είναι πάντα η νιότη του κόσμου.

Φεστιβάλ με πορεία για τη ΔΕΘ, είχα κάνει. Φεστιβάλ σε μέρα απεργίας όχι. Τσεκ στη λίστα!


Για του χρόνου, στο 50ό Φεστιβάλ, ίσως έχουμε κρατήσει κάτι πιο εντυπωσιακό -πχ μια ωραία έφοδο στα χειμερινά.
Και μετά, καλό χειμώνα! Μετά το Σάββατο, θέλοντας και μη, δεν μπορείς δυστυχώς παρά να το σκεφτείς -κι ας μην το λέμε.

Είχα και μερικά ακόμα σχόλια, πχ για τον Φώντα Λάδη, το κόκκινο Αερόστατο, την Κεντρική Έκθεση του Φεστιβάλ. Αλλά ας αφήσουμε τίποτα για το επόμενο μέρος -αν και εφόσον βγει ποτέ στην οθόνη.

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023

Όταν η Barbie συνάντησε τον φεμινισμό - Απλά μαθήματα αστικού δικαιωματισμού

Τι είναι και τι θέλει η περιλάλητη, χιλιοτραγουδισμένη ελληνική ιδιαιτερότητα;
Μην είναι τα τρία κόκκινα γράμματα, οι παραφυάδες, περικοκλάδες και καταβολάδες τους στο κίνημα, με τις ισχυρές καταβολές που έχουν ακατάλυτες ρίζες;
Μην είναι οι κάμποι, τα βουνά, οι αντάρτες που ανέβηκαν σε αυτά και η σπορά που άφησαν;

Βασικά, είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι, μες στα θερινά τα σινεμά -εκείνο που μένει τελικά, όπως τραγουδούσε ο Λουκιανός. Μέχρι που έγιναν κι αυτά κομμάτι του τουριστικού μας μύθου κι εξαγώγιμο προϊόν, με αγγλικούς υπότιτλους. Live your myth in Greece.

Μα πάνω απ’ όλα είναι ο προγραμματισμός στη διανομή ταινιών. Η Ελλάδα είναι πιθανότατα η μόνη χώρα όπου η πολυαναμενόμενη πρεμιέρα του Όπενχαϊμερ πήγε έναν μήνα πίσω, για να μη συμπέσει με το κύμα της Βαρβάρας εξ Αμερικής, που τα σαρώνει όλα σαν ατομική βόμβα. Και αυτά είναι όλα όσα χρειάζεται να ξέρει κανείς για τη χώρα μας. Και για το παγκόσμιο κοινό, που κόβει διπλάσια εισιτήρια για την ξανθιά κόκλα παρά για τον επιστήμονα. Και για την κε του μπλοκ, που γράφει για την πρώτη, ενώ τις προάλλες ήταν η πρεμιέρα του Όπενχαϊμερ, που δίνει άπειρο υλικό για πολιτική εμβάθυνση (από την πορεία της συζύγου του και τις δικές του πολιτικές συμπάθειες, μέχρι τα ηθικά διλήμματα ενός επιστήμονα). Και είναι εντυπωσιακό πόσα από αυτά χώρεσαν τελικά στην ταινία, με την τρίωρη διάρκεια, που αποθαρρύνει κάπως το ευρύ κοινό με τα ροζ αξεσουάρ.

Αλλά το δικό μας κοινό διψά για στρατευμένη τέχνη και πολιτικό σινεμά, όπως η Φλώρινα του Καντιώτη διψά για Αγγελόπουλο, και ας άργησε να πάει στα μέρη της η Βαρβάρα και λοιποί βάρβαροι (Περιμένοντας την Μπάρμπι, είναι και αυτή μια κάποια λύσις προοδευτική...). Και ψάχνει βαθιά στην πηγάδα (το κοινό) να βρει μηνύματα κατά της πατριαρχίας, στον φεμινισμό της Ματέλ και της Μπάρμπι. 

Αυτό θα πει πρωτοπορία και ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς. Η τρίτη λήψη θα είναι η τελική. Και στο «Μπάρμπι 3» θα εφοδεύσουμε στον ουρανό, που το βάθος του παραμένει πάντα κόκκινο. Μπορεί και ροζ.


Αλλά πώς να μη φτάσεις σε τέτοιο συμπέρασμα, όταν βλέπεις τη σφισσα Μάργκοτ Ρόμπι να πρωταγωνιστεί σε σποτ του ΠΑΜΕ, δηλώνοντας συμπαράσταση στην απεργία των σεναριογράφων του Χόλιγουντ, οι οποίοι παίρνουν την τύχη και το σενάριο της ζωής τους στα χέρια τους; Και αν η Ελλάδα ήταν μεγαλύτερη αγορά, θα ήταν ζήτημα χρόνου να βγει μια «Μπάρμπι Κνίτισσα», με ταγάρι και γυαλιά αλά Φαραντούρη -πριν γνωρίσει τον Τηλέμαχο του ΠαΣοΚ-, ή μια Μπάρμπι φασαία με σαλβάρι, για να πιάσει το ευρύ καταναλωτικό κοινό. Κι είναι τυχαίο σφοι που στην ταινία ο Κεν παραμένει αμετανόητος Δαπίτης, ενώ η Μπάρμπαρα προσεγγίζει τις παρυφές και τα διάφορα ρεύματα της Νέας Αριστεράς;

Αλλά πόσοι θυμούνται ότι η Μπάρμπι εισέβαλε, μαζί με όλο τον καταναλωτικό ορυμαγδό, στη Σοβιετία, λίγο πριν το τέλος (της ιστορίας της) και ότι στα χασομέρια της Περεστρόικα είχε βγει η «σοβιετική απάντηση» στη Βαρβάρα, που δεν ήταν κάποια σημειολογική ανάλυση, αλλά μια κούκλα τύπου Μπάρμπι αλά σοβιετικά; Λες και είχαν κάτι να ζηλέψουν -αισθητικά και εμπορικά ακόμα μιλώντας- οι ρώσικες Ματριόσκες από τις λογής Βαρβάρες στα δυτικά (εξαιρείται η Αγία Βαρβάρα της δυτικής όχθης).
Άσε μας κουκλίτσα μου...

Τελικά όμως, αξίζει τόσο ντόρο η ταινία; Τόσες αναλύσεις με κινηματικό άλλοθι που περνάνε από σαράντα κύματα φεμινισμού;
Αν πιστέψεις τον Πι-Τζι με τα ντολμαδάκια, ναι. Αν πιστέψεις τον Βαρουφάκη, όχι. Η αλήθεια δεν είναι κάπου στη μέση, αλλά -ας πούμε- διαλεκτική, και ναι και όχι. Ή μάλλον, Σεμπάστιαν -όχι, όχι, ναι.

Όχι, δεν είναι μια τυπική χαζοχαρούμενη ταινία για 15χρονα.
Όχι, δεν είναι ένας ύμνος στη γυναικεία χειραφέτηση -σίγουρα όχι από τη δική μας σκοπιά.
Ναι, περνάει σχετικά ανώδυνα -αν φοβάσαι ότι θα σβήσεις από ανία.
Και -επίσης- ναι, περνά ξώφαλτσα, σχετικά ανώδυνα μηνύματα. Αλλά θα ήταν τεράστιο λάθος να την πάρει κανείς αψήφιστα, σαν κάτι αδιάφορο κι ανάξιο λόγου. Τίποτα δεν μπορεί να είναι αδιάφορο, όταν τροφοδοτεί τόσες συζητήσεις -ακόμα και αν αυτές δεν έχουν τόσο ενδιαφέρον και αναλώνονται στα ίδια.

Υπάρχουν πολλές ταινίες που προσπαθούν να πουν κάτι, βάζουν μερικούς προβληματισμούς αλλά μένουν στα ρηχά. Είτε γιατί δε γίνεται να περιμένουμε από μια ταινία να τα πει όλα, είτε γιατί -πολύ περισσότερο- δεν μπορούμε να περιμένουμε από το Χόλιγουντ να φτάσει σε βάθος και πολλή ουσία.
Υπάρχουν πολλές χολιγουντιανές παραγωγές, που βάζουν δυο-τρια ενδιαφέροντα σημεία, φτάνουν στη βρύση αλλά δεν πίνουν νερό, όπως έγραφε ο αείμνηστος Αντωνάκος στις κριτικές του στον Ρίζο. Που έχουν μια θολή, προοδευτική οπτική, με Democrat ταβάνι και αντικειμενικούς περιορισμούς.

Η Μπάρμπι δεν ανήκει όμως σε αυτή την κατηγορία.
Δε βάζει απλώς δυο-τρία σημεία -έστω απλοϊκά-, αλλά το σύνολο της γραμμής του αστικού δικαιωματισμού-φεμινισμού. Με πολύ απλό και έξυπνο τρόπο. Και γι’ αυτό ακριβώς άκρως αποτελεσματικό και «επικίνδυνο».

Ντάξει, μήπως υπερβάλλει η κε του μπλοκ και το χάνουμε λίγο; Όχι σύντροφοι, δεν μπορούμε να το πούμε αυτό. Σκέψου να πρέπει να πιάσεις ένα 15χρονο για να του εξηγήσεις... Ή μάλλον όχι, καλύτερα να το δούμε αυτό στο τέλος. Ας συνεχίσουμε με τα υπόλοιπα.

Δηλαδή θες να μας πεις ότι δεν έχει τίποτα καλό η ταινία;
Αντιθέτως! Έχει πολλές έξυπνες ιδέες και ωραία εκτελεσμένες. Αυτή ακριβώς είναι η δύναμή της, παρά τις αρκετές ευκολίες και τους διδακτικούς, λυρικούς μονολόγους με τα «υψηλά νοήματα» -αν δεν προσέξεις, τα έχασες.

Το βασικό μήνυμα στις κοπέλες, μικρότερες και μεγαλύτερες, είναι να αποβάλουν κάθε κόμπλεξ για τον εαυτό τους και να τον αγαπήσουν όπως ακριβώς είναι. Μπήκα στον πειρασμό πως το μήνυμα «μην αλλάξεις ποτέ τίποτα» δεν αφορά τόσο τον εαυτό μας, όσο τον κόσμο που ζούμε. Αλλά μπορεί να είμαι απλώς καχύποπτος, κολλημένος.
Είναι όντως βασικό να μην αφήνουμε τα στερεότυπα να μας δημιουργούν σύνδρομα κατωτερότητας. Και ας μη μας λέει η ταινία ποιος καλλιεργεί συστηματικά αυτά τα στερεότυπα, πρωτίστως στις γυναίκες, και τι ρόλο έπαιξε η Μπάρμπι και η Ματέλ στην εδραίωσή τους.

Στη δική μου οπτική, η πιο δυνατή στιγμή της ταινίας είναι όταν αναδεικνύει την αυθόρμητη αποδοχή της υποδούλωσης από τα θύματά της. Όσο η κανονική Μπάρμπι λείπει στον πραγματικό κόσμο, οι υπόλοιπες δέχονται πρόθυμα την πατριαρχία του Κεν, που τις αποβλακώνει, τις βάζει στο κοινωνικό περιθώριο για να σερβίρουν μπύρες, αλλά τους προσφέρει το «ευχάριστο συναίσθημα» της απαλλαγής από κάθε άγχος και σοβαρή ευθύνη.

Εξίσου εύστοχη είναι η σατιρική ματιά στις αφύσικες κινήσεις κάθε κούκλας, με τους ανατομικούς περιορισμούς αλλά και τις προκαθορισμένες κινήσεις, όπως οι ψεύτικες χαιρετούρες με τον σπασμένο καρπό. Μια κριτική που φαίνεται να επεκτείνεται σε όλο τον πλαστικό κόσμο της Μπάρμπι, τις ανούσιες δραστηριότητες και την καθολική έλλειψη νοήματος που τον διακρίνει. Για παράδειγμα, ο Κεν στην παραλία δεν είναι ένας τυπικός ναυαγοσώστης, ούτε καν λουόμενος και γενικά δεν ξέρει να κολυμπά. Είναι απλά ο Κεν στην παραλία, αυτό που λέει η περιγραφή της συσκευασίας του, και τίποτα άλλο πέραν αυτού.

Η ίδια έλλειψη νοήματος φαίνεται πάντως να διακρίνει αρκετές επίγειες δραστηριότητες στον πραγματικό κόσμο. Η σκηνή με τους τεχνοκράτες που κυνηγούν την Μπάρμπι και βραχυκυκλώνουν ψάχνοντας την έξοδο μπορεί να εκληφθεί και ως μια ξώφαλτση κριτική στη θλιβερή αναποτελεσματικότητα της κάστας των golden boys και την πηχτή βλακεία (στα όρια του λειτουργικού αναλφαβητισμού) που ξεπροβάλλει κάτω από τη μάσκα της γραφειοκρατικής σοβαροφάνειας.

Στο εσωτερικό του κτιρίου, βλέπουμε μεγάλα διαχωριστικά (σεπαρέ) που κρατούν απομονωμένους τους υπαλλήλους στους κατώτερους ορόφους, τονίζοντας ενδεχομένως την αποξένωσή τους. Η αλλοτρίωση όμως χτυπά εξίσου και τα υψηλότερα πατώματα (ρετιρέ), όπως στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας, του οποίου τα μέλη δε βρίσκουν καν χρόνο να γαργαληθούν, σε ένα διάλειμμα από τις βαρετές συσκέψεις κορυφής...

Μεγαλωμένη σε έναν πλαστικό κόσμο με επίπλαστα αξιώματα για τα υποκατάστατα και τις λογής εκδοχές της, η Μπάρμπι προσπερνά την εκμετάλλευση αλλά απορεί φωναχτά και ενίσταται γιατί δε βλέπει καμία γυναίκα ανάμεσα στα στελέχη της Ματέλ. Οι προβληματισμοί για τη φύση της εργασίας, τους ταξικούς φραγμούς και άλλα τέτοια ξύλινα -και ουδόλως πλαστικά- περισσεύουν, για να πέσουμε στη γνωστή πεπατημένη ότι αν μας κυβερνούσαν περισσότερες γυναίκες -ας ήταν και αστές- ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος.

Η Μπάρμπιλαντ παρουσιάζει μια άνευρη εκδοχή «μητριαρχίας», χωρίς βάθος και ριζοσπαστικές αιχμές. Κινείται πολύ πίσω από τα αντιπολεμικά μηνύματα της Λυσιστράτης ή το τολμηρό, ανατρεπτικό περιεχόμενο του Αριστοφάνη στις Εκκλησιάζουσες. Είναι κατώτερη ακόμα και από την επιδερμική προσέγγιση του Casa de Papel στο επεισόδιο της «μητριαρχίας» ή και από το τραγούδι «Barbie Girl» των Aqua, που το περάσαμε για σαχλό, όταν βγήκε, αλλά σατιρίζει εύστοχα τη λογική της κοινωνίας που παράγει μαζικά «Μπάρμπι» κάθε χρώματος -και φύλου.

Η ζωή σε πλαστικό είναι φανταστική
Μπορείς να χτενίσεις τα μαλλιά μου,
να με γδύσεις οπουδήποτε...

Το ανδρικό φύλο αντιμετωπίζεται από εχθρικά -ως δυνητικός αντίπαλος της girl power και της γυναικείας χειραφέτησης- ως απλό συμπλήρωμα στο πλευρό των γυναικών -και απ’ το πλευρό τους, για να αντιστρέψουμε τον πασίγνωστο μύθο των Πρωτόπλαστων. Η πατριαρχία της Κεν-ο-κρατίας όμως, τους αφήνει ένα μεγάλο κενό, που δεν μπορεί να το καλύψει μια εφήμερη και απατηλή αίσθηση ανωτερότητας-επιβεβαίωσης ενάντια στις γυναίκες. Αν πάντως η σκηνοθετική οδηγία προς τον Ράιαν Γκόσλινγκ ήταν να ενσαρκώσει το αδιάφορο κενό ως έννοια, έχουμε να κάνουμε με μια μοναδική ερμηνεία, που φτάνει σε απλησίαστα ρηχά επίπεδα.

Η ταινία παίζει εμφανώς σε διάφορα σημεία με τον μύθο των Πρωτόπλαστων και την απώλεια ενός (πρωτο)πλαστικού παραδείσου. Αυτή όμως δε συνδέεται με το φρούτο της γνώσης, τον καρπό της ηδονής ή την πρώτη εργασιακή εμπειρία, αλλά με την απόκτηση μήτρας και το πρώτο ραντεβού στον γυναικολόγο...

Τα πάντα κινούνται γύρω από το έμφυλο ζήτημα και δεν υπάρχει χώρος για επικίνδυνες εμβαθύνσεις σε απαγορευμένες θεματικές. Το σύστημα, σήμερα, όχι μόνο δεν έχει πρόβλημα να αποδεχτεί και να ενσωματώσει τέτοιου είδους προσεγγίσεις, αλλά επιλέγει να τις προβάλλει επιθετικά, φορώντας τη μάσκα της κοινωνικής ευαισθησίας, για να καταδικάσει την καταπίεση και τις διακρίσεις που το ίδιο προκαλεί. Αρκεί τα βέλη της κριτικής να στρέφονται στις παράγωγες αντιθέσεις, αφήνοντας στο απυρόβλητο τη βασική αντίθεση της αστικής κοινωνίας.

Ακόμα και η πολιτικοποιημένη κόρη της σχεδιάστριας της Ματέλ ενσαρκώνει αρχικά μια καρικατούρα γραφικής φεμινίστριας, που θυμίζει λίγο την «υστερική» Ρόζα του Αρκά. Διόλου τυχαία, αυτή είναι και η μόνη φορά που ακούγεται σε όλη την ταινία η λέξη «καπιταλισμός»...

Αυτή η ροζ λαίλαπα είναι το καλύτερο απορρυπαντικό για το ξέπλυμα της Ματέλ και της «εταιρικής ευθύνης» της. Ξαφνικά η «κοινωνικά ευαίσθητη» Ματέλ δεν είναι ένα μονοπώλιο με εκατομμύρια κέρδη, χτισμένα στην εκμετάλλευση, ούτε και ευθύνεται για τα στερεότυπα που καλλιέργησε συνειδητά επί δεκαετίες, εφόσον τώρα έχει άλλη ατζέντα και σχεδιάζει ακόμα και τη... μελαγχολική - καταθλιπτική Μπάρμπι.

Οι αντιδράσεις του κοινού και της βασικής ομάδας στην οποία στοχεύει -δηλαδή κορίτσια της εφηβείας- δεν αφορούν τόσο τα φεμινιστικά μηνύματα της ταινίας αλλά εκδηλώνονται με όρους μόδας και εξαντλούνται στα ροζ ρουλαχάκια. Γίνονται δηλαδή και αυτές ένα είδος εμπορεύματος και πηγή κέρδους για τη Ματέλ.

Αλλά αυτήν την Μπαρμπι-μανία δεν την χωρίζει σινικό τείχος με τις «ψαγμένες αντιδράσεις», το πλήθος των φεμινιστικών αναλύσεων και τα σεντόνια στους τοίχους των ΜΚΔ, ακόμα και στη χώρα μας. Στην τελική, δεν έχει τόση σημασία αν η ταινία έχει τόσες διαστάσεις και πιάνει τόσο βαθιά ζητήματα, όπως θέλουν ίσως να πιστεύουν κάποιοι, αλλά ότι πυροδοτεί αντίστοιχους συνειρμούς και πραγματικές συζητήσεις.

Ανακεφαλαιώνοντας.
Η ταινία δεν είναι απογοητευτική, όπως λέει ο Γιάνης. Είναι πολύ καλή για αυτό που είναι και αυτό που θέλει να πετύχει.
Η ταινία «Μπάρμπι» δεν είναι ούτε ένα φεμινιστικό μανιφέστο, όπως βαυκαλίζονται κάποιοι. Είναι μανιφέστο του αστικού δικαιωματισμού, με αρκετά χαμηλό ταβάνι και συγκεκριμένες στοχεύσεις. Είναι σενάριο έξυπνο, καλοδουλεμένο και γι’ αυτό πιο «επικίνδυνο».

Κι είναι πολύ επικίνδυνο να κολυμπήσεις κόντρα στο ρεύμα, να δοκιμάσεις να αποδοκιμάσεις την Μπάρμπι, να πας να ασκήσεις κριτική και να το αποδομήσεις σε μια παρέα 15χρονων. Βασικά είναι πολύ δύσκολο να μη φανείς ένας γραφικός μπάρμπας (boomer), που ζει σε άλλες εποχές και βλέπει παντού ιμπεριαλιστικό δάχτυλο.

Ίσως όμως είναι πιο εύκολο να πείσεις τα παιδιά να αφήσουν τη μόδα να περάσει και να πάνε να δουν τον Οπενχάιμερ, που δίνει αφορμή για προβληματισμούς και αναζητήσεις σε μεγαλύτερο βάθος. Η ιστορία του πατέρα της ατομικής βόμβας δίνει περισσότερο πολιτικό υλικό από οποιοδήποτε μανιφέστο ατομικού δικαιωματισμού, ξεκομμένου από τις κοινωνικές συνθήκες.

Πέμπτη 10 Αυγούστου 2023

Όταν έκλαψε ο Γκαγκάλιν

Εισαγωγικό σημείωμα: το κείμενο αυτό ήταν έτοιμο κάνα δυο μέρες πριν -και είχε ήδη αργήσει. Θα ήταν όμως τρομερά ανεπίκαιρο να ανέβει τη μέρα της δολοφονίας του 29χρονου Μιχάλη. Και δε θα μπορούσε να ανέβει πριν από κάτι άλλο σχετικό και διόλου ανάλαφρο, όπως αυτό. Εξ ου και ανεβαίνει με αρκετές μέρες καθυστέρηση.
Λες να δάκρυσε για το κακό λογοπαίγνιο;

Πόσες είναι οι στιγμές στη ζωή μας τη σκυφτή -σαν την καμπούρα του Καμπούρη, του τίμιου οικοδόμου γίγαντα-, που μπορείς να καμαρώσεις σαν «πατερούλης» στα παιδιά σου πως ήσουν και εσύ εκεί ως αυτόπτης μάρτυρας;

Η επίθεση στο Λιτόχωρο την τελευταία μέρα της ανακωχής και του Μάρτη του ’46 -όσοι ήταν εκεί δηλαδή. Το Πολυτεχνείο -όπου στα λόγια ήταν όλοι, ακόμα και ο Σπύρος με την οργάνωση, πριν γίνει Απαράδεκτος και βρει αλλού το νόημα της ζωής. Το εννιαήμερο Φεστιβάλ -πω ρε φίλε...- του '88 στο Γαλάτσι. Το επόμενο με την ομιλία του Γράψα για την ομοφωνία των νεκροταφείων, ο οποίος πάντως δεν επέλεξε ποτέ την ολική ρήξη -και άσε το ρεύμα ανάδελφο να φτιάχνει τους μύθους του με μικρές νοθείες. Κι η ομιλία του Ντε Νίρο Μήτσου Κωστόπουλου στο 13ο Συνέδριο, πριν αρχίσει να θεωρεί το ΠΑΜΕ απομόνωση και το «ΟΚ» επίθεση του ιμπεριαλισμού στη γλώσσα μας (φράση αυτούσια από ομιλία του). Άντε να βάλεις και κάποιες αθλητικές στιγμές, που δεν κινούν διαλεκτικά μεν τη σπείρα του ιστορικού προτσές, αλλά χαράζουν τη μνήμη μας με ορόσημα.

Μετά το τέλος της ιστορίας, μπορεί να μη σταμάτησε να κινείται ο πλανήτης και η κοινωνία, στέρεψε όμως η κάνουλα με τις κοσμογονικές συγκινήσεις και τους συλλογικούς αγώνες, αφού άρχισαν όλοι να κινούνται γύρω από τον άξονά τους -δηλαδή τον εαυτούλη τους. Και ελλείψει τέτοιων συγκινήσεων βρίσκουμε υποκατάστατο σε άλλου τύπου αγώνες και αθλητικά ερζάτς, που γεμίζουν διακριτικά το κενό, μέχρι να έρθει πάλι εκείνη η ώρα.

Νίκο Γκάλη, κάρφωσέ τους πάλι...
(Ναι ρε, έκανε και καρφώματα και υπάρχουν αποδείξεις)

Και τι συγκινήσεις υπάρχουν στον αθλητισμό; Υπάρχουν πχ μερικές δυνατές στιγμές. Μετά μερικές άκρως συγκινητικές στιγμές, με ισχυρούς συμβολισμούς και μηνύματα. Υπάρχουν οι στιγμές που δακρύζει όλο το γήπεδο, μπαίνει ένα σκουπιδάκι στο μάτι και η τρίχα ανασηκώνεται. Πιο πάνω, οι στιγμές που ραγίζουν και τα τσιμέντα και πλανώνται τα φαντάσματα της (αθλητικής) ιστορίας πάνω από τον αγωνιστικό χώρο. Και πάνω από όλες αυτές, στην πιο ψηλή κορυφή (ίσαμε 1.83 μ.), η στιγμή που δάκρυσε ο Γκάλης (ακόμα και αυτός), βλέποντας τη φανέλα του να αποσύρεται και να κάνει τη δική της έφοδο στον ουρανό του ΟΑΚΑ -που φέρει το όνομά του.

Αλλά αν δεν έχεις ζήσει την πανστρατιά, τη χρονιά που κυνηγούσε ο Άρης τον Μίλωνα (ή μήπως τη Δάφνη;) για να μην πέσει κατηγορία, και έφερε για γούρι στο Αλεξάνδρειο τον Γκάλη, να δώσει κάτι από την αύρα του, μπας και σταυρώσουμε νίκη, δεν ξέρεις τι θα πει συγκίνηση...

 

Λένε πως οι άντρες δεν κλαίνε. Αλλά ο αθλητισμός είναι για να βρεις το παιδί μέσα σου και να το βοηθήσεις να μείνει αφάνα-το.

Λένε πως η πραγματική ενηλικίωση έρχεται όταν χάνεις τους γονείς σου. Αλλά υπάρχουν διάφορα ορόσημα που καθορίζουν την απώλεια της παιδικής αθωότητας.
Όταν ο Γκάλης έφυγε από τον Άρη και βρίζαμε τον Μητρούδη (που έγραψε, πριν πεθάνει, ένα βιβλίο για την «Αυτοκρατορία», στο οποίο μιλούσε λέει από καρδιάς στη Μούσα του, που τον άκουγε χωρίς να τον παρεξηγεί και να τον διακόπτει -οπότε ή μουγκή ήταν ή αντι-αρειανή).
Όταν ο Γκάλης ήρθε πρώτη φορά αντίπαλος στο Αλεξάνδρειο -που δε λεγόταν ακόμα Nick Gallis Hall- και έσπασε τα καλάθια από το άγχος και την πίεση, ενώ ο κόσμος που τον έβριζε ανακάλυπτε τι πάει να πει αντεστραμμένη αγάπη.
Όταν ο Γκάλης πήρε ένα ταξί στο ημίχρονο και έφυγε από την πίσω πόρτα του Μετς και του μπάσκετ. Όταν σταμάτησαν -περίπου στα 45 του- τα σενάρια ότι θα επιστρέψει στον Άρη και την ενεργό δράση. Όταν ξύρισε, μες στην πανδημία, το μαλλί και μείναμε ορ-φανα από τη θρυλική α-φάνα που αγαπήσαμε φανα-τικά και πέρασε στην αφανα-σία και την επετειακή φανέλα του Gangster, που είχε τη δική της τιμητική στο ΟΑΚΑ.

Σοκ και δέος! Σα να έκοβε δηλαδή τα κοτσιδάκια του ο Σφαλμάνης -γράψε άκυρο, ήδη συνέβη. Και οι στίχοι του είναι όλοι για εργάτες και άλλα τέτοια, ούτε μια ρίμα με τον Γκάλη, όπως τα Ημισκούμπρια. Σιγά μην ξανάρθει όμως τώρα ο Μιθριδάτης στο Φεστιβάλ, μετά από την πετυχεσιά να πατώσει με τον ΣΥΡΙΖΑ, εκεί στον Νότο.

Και όπως πάει, στην επόμενη πανδημία, μπορεί να του καρφωθεί του Γκάλη να ξυρίσει και τα φρύδια του, που ήταν σήμα κατατεθέν. Καλύτερα να έμενε στο κόλπο με το ξυραφάκι στα παπούτσια -για να μη φαίνεται η εταιρεία που δεν τον πλήρωνε (βλέπε παρακάτω). Ή έστω σε αυτό που ξύριζε ελαφρά τους ώμους του, για να φαίνεται η γράμμωση και να τρομάζει ο αντίπαλος -αν δεν είχε τρομάξει ήδη με την τριχοφυΐα στα χέρια του Νικ.

Βασικά, οι επαγγελματίες δεν κλαίνε. Δεν πληρώνονται για να έχουν αισθήματα και να δένονται με το κοινό. Αλλά δεν υπάρχει ούτε ένας επαγγελματίας που να έφτασε στην κορυφή χωρίς μεράκι κι αγάπη, χωρίς να ανακαλύπτει ένα κομμάτι του εαυτού του σε αυτό που κάνει. Ο Γκάλης ήταν από τους πιο σκληρούς επαγγελματίες, που μετρούσε κάθε δεκάρα και είχε ξύσει κάποτε τη φίρμα από τα παπούτσια του στα αποδυτήρια, για να πιέσει την εταιρεία να του δώσει χρήματα και συμβόλαιο. Αλλά ήταν καλός μόνο στο άθλημα για το οποίο ζούσε και ανέπνεε. Δε θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο εκτός από αθλητής και δεν ήταν ποτέ καλός επιχειρηματίας όταν σταμάτησε το μπάσκετ -άλλο αν τώρα άνοιξε προφίλ Instagram, για να προωθήσει την εταιρία του.

Και γιατί μας ενδιαφέρουν όλα αυτά; Γιατί ήμασταν εκεί. Περασμένες αφάνες και διηγώντας τες να κλαις, για τα χρόνια της δεκαετίας του ’80.

Ωραία χρόνια! Ο Άρης έπαιρνε πρωταθλήματα, το ΚΚΕ διψήφια ποσοστά και δήμους, τα θέατρα έκλειναν τις Πέμπτες, οι χώροι δουλειάς στις απεργίες. (Και αν όλα αυτά δε σου φαίνονται ωραία, μπορεί να είσαι φιλελές ή ο Φασούλας που θέλει να ξεχάσει το Κνίτικο παρελθόν του. Ή απλώς να μην ξεχνάς βολικά πως τον Ιούνιο του ’87 δεν ήταν μόνο το Ευρωμπάσκετ, αλλά και ο καύσωνας που άφησε πίσω εκατοντάδες νεκρούς στην Ελλάδα της Αλλαγής, όπου τίποτα δεν είχε αλλάξει και ας έλεγε ο Πορτοκάλογλου "μα κάτι άλλαξε από χτες...") (και από εδώ ακόμα καλύτερα).
Ακόμα και ο Σκουντής μιλούσε λιγότερο εκείνα τα χρόνια -και άφηνε τον Γκάλη να πει κι αυτός καμιά ατάκα.
Το βασίλειό μας για ένα φίμωτρο. Αλλά υπάρχει άραγε κάτι πιο γνήσια ΠΑΣΟΚ απ' την υπέροχα απάλευτη φλυαρία του Σκουντή -που μπήκε στο ψηφοδέλτιο του ανατέλλοντος μεταλλίου πράσινου ήλιου, στις τελευταίες εκλογές;
Μαύρισ' το αγόρι μου...

Ίσως είναι εύκολο να βρεις κάποιον να μεταφράσει στον Γουόκαπ τους στίχους του ύμνου για «την κόψη του σπαθιού την τρομερή» και άλλον έναν να τους μελοποιήσει στα αγγλικά για να ταξιδέψουν στο εξωτερικό με μια black metal μπάντα.
Το πραγματικά δύσκολο είναι να βρεις κάποιον να μεταφράσει πχ στον Ντόνσιτς και τους άλλους τη λογοδιάρροια του κονφερασιέ Σκουντή, που σκοντάφτει διαρκώς σε συνειρμούς, ξεχνώντας τι ήθελε να πει και πού έπρεπε να φτάσει. Ιδίως το λογοπαίγνιο για τον Γκάνγκστερ που... χόρευε τους αντίπαλους χάλι-Γκάλη...

Αλλά του το ανταπέδωσα νοερά, όταν έλεγε πως ο Γκάλης μικρός ήθελε να γίνει αστροναύτης, και εμείς τον βλέπαμε δακρυσμένο στην οθόνη του γηπέδου.
Όταν έκλαψε ο Γκαγκάλιν...

Και ήταν όλοι τους εκεί, Νίκος, Λούκα και Γιαννάκης
Πάνος, Στάθης και Καιτούλα και ο χαλίφης της Βαγδάτης
Όμως δεν ήρθες εσύ, Γιάννη Αντετοκούμπο, έστω με πολιτικά. Ούτε για τον Γιάννη, ούτε για τον Λούκα. Λες να έχει δίκιο η εμμονική νυφίτσα της φωλιάς του Βαξεβάνη, που λέει ότι έχει ξενερώσει με την ΕΟΚ (και ΝΑΤΟ ίδιο συνδικάτο);

Και ποια ήταν η ανθρωπογεωγραφία στις κερκίδες;
Οι 40άρηδες (και βάλε) που είχαν βάλει το μπλουζάκι με την αφάνα του Γκάνγκστερ -που δε θα ήταν τόσο τρομακτικός χωρίς τις τρίχες του. Οι 20άρηδες που είχαν φανέλα Αντετοκούμπο. Οι συνομήλικοί τους που είχαν φανέλα Ντόνσιτς και είναι δυνάμει υλικό για επανάσταση και αγώνα για την ήττα της δικής μας αστικής τάξης.


Και δυο παιδιά με τη φανέλα του Μπούκερ και του Μπεν του Σίμονς, που δεν έχεις λόγο να την βάλεις αν δεν είσαι γέννημα-θρέμμα της Φιλαδέλφειας -και δεν εννοώ της Νέας, όπου αλώνιζαν σαν άσβερκοι, άτριχοι γκάνγκστερ Κροάτες και Έλληνες νεοναζί. Και βασικά, εγώ αν ήμουν ο Ντόνσιτς, θα πήγαινα γελώντας να κολλήσω τη μούρη μου δίπλα στη δική τους και να τους ρωτήσω τι έχει πάει στραβά στη ζωή τους -εκτός από τον καπιταλισμό, την εκμετάλλευση, την αλλοτρίωση, τη φτώχεια.


Αλλά αν εξαιρέσουμε όλα αυτά, σύντρολοι Μόντι Πάιθον, τι έχει πάει τόσο στραβά στη ζωή μας για να φτάσουμε σε τέτοιο έσχατο σημείο;

Οι φανέλες της Εθνικής ήταν στο νέο κατάστημα-μπουτίκ της ΕΟΚ, σε τιμή γνωριμίας, μόλις 85 ευρώ. Που σε έκανε να αναρωτιέσαι αν ήταν συλλεκτικές -με την υπογραφή του Γκάλη πχ- και βασικά σε ποιον ακριβώς απευθύνονται. Στο ίδιο κοινό με τις ακτοπλοϊκές και τα rooms to let των 100 ευρώ τη βραδιά, θα μου πεις. Γι’ αυτό η πόλη ποτέ δεν κοιμάται και προπαντός ποτέ δεν αδειάζει, ούτε τον Αύγουστο. Αλλά το γήπεδο δε γέμισε ασφυκτικά -μόνο ο Γιάννης θα μπορούσε να το κάνει τέτοια εποχή. Κι εσύ νιώθεις μικρός δεινόσαυρος, που ζεις για να ακούς Βασίλη και δεν καταλαβαίνεις γιατί γεμίζει ο Λεξ τα στάδια. Ναι αλλά όχι το Καλλιμάρμαρο...

Ποιος να το έλεγε πάντως στην εποχή του Γκάλη πως 30 χρόνια μετά η αγία τρίαδα του ΝΒΑ θα ήταν τρεις Βαλκάνιοι! Ένα θαύμα της φύσης που μεγάλωσε στη χώρα μας και δύο αγύμναστοι Γιούγκοι που δε χρειάζονται φυσική κατάσταση για να παίζουν σα γιοι του γιου του διαβόλου (Ντράζεν). Και αν έχουν μερικά παραπάνω κιλά, το βασικό είναι ότι έχουν τόνους μπάσκετ μέσα τους, για να μην τους νοιάζει.


Βασικά αυτός που θα κολλούσε σε μια τόσο Βαλκανική τριάδα -με μπόλικο ταλέντο και λιγοστά μούσκουλα- δεν είναι ούτε Γιάννης, ούτε Γιαννάκης, ούτε Γκάλης. Είναι ο Φάνης! Που προτίμησε να μείνει πρώτος στο χωριό και στην πλατεία της καρδιάς του, παρά να κυνηγήσει τίτλους και μεγαλεία. Έμεινε σχεδόν μια ζωή εκεί που ήταν η ζωή του: να βγαίνει βόλτες με τη Χάρλεϊ, να πίνει και να καπνίζει όσο θέλει, να τρώει κάθε μέρα λίγο από το ατόφιο ταλέντο του. Και δεν πήγε ποτέ στο ΝΒΑ κι ας φαινόταν πως είχε -περισσότερο από όλους- τα φόντα να το κάνει.


Ο Γιάννης μπορεί να μην είναι -σαν τους άλλους δύο Βαλκάνιους- μια κινητή διαφήμιση της παιδικής παχυσαρκίας, που κάνει θραύση στη χώρα μας, ως κατεξοχήν «λαϊκή νόσος», αλλά είναι πιο Έλληνας από τους Ελληνάρες και μπορείς να το καταλάβεις αν ακούσεις πόσο ελληνική είναι η προφορά του, όταν μιλάει αγγλικά. Ή αν δεις τον Θανάση, που βάζει πάνω απ’ όλα την οικογένεια, και θα μπορούσε να κάνει καριέρα στην Ευρώπη, αλλά μένει στο Μιλγουόκι για να προστατεύει τον μικρό του αδερφό.

Βασικά είναι όλοι τους μορφές, σαν κινηματογραφικοί ήρωες.
Ο Γιόκιτς έχει μεγαλύτερη λάμψη από τον Joker, δείχνει πώς θα ήταν ο Σαμπόνις χωρίς τραυματισμούς και αντικομμουνισμό αλλά δεν έχει φτάσει στην κορυφή με τη Σερβία, ίσως γιατί η δική του γενιά ήταν πολύ μικρή στους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας, για να ατσαλωθεί και να αποκτήσει έξτρα κίνητρο, όπως οι προκάτοχοί τους.
Ο Ντόνσιτς έχει τεράστια φλέβα κωμικού και είναι γκαβλωμένος για μπάσκετ. Ήταν παρών και στα δύο φιλικά με την Ελλάδα -κόντρα στα προγνωστικά- και έδωσε σόου, για να χαρεί το κοινό μα πάνω από όλα ο ίδιος -για τη χαρά του αθλήματος. Μια κινούμενη κωμωδία, αν δεν είσαι αντίπαλός του...

Ο Γιάννης πάλι έχει την πιο κινηματογραφική ιστορία από όλους -just a kid from Sepolia- αλλά είναι λιγότερο ντίβα-αστέρας και λέει κρύα ανέκδοτα (νοκ-νοκ, ποιος είναι;) στις συνεντεύξεις τύπου. Αλλά ο τυπάρας Θανάσης παίζει και για τους δύο σε αυτό το κομμάτι. (Ωστόσο αν δεν έχεις δει βίντεο με τις γκάφες του Φασούλα ή Παοκτζή να "τοποθετείται αντικειμενικά για τον Γκάλη", δεν ξέρεις τι θα πει πραγματική κωμωδία). Και είναι μεγάλο ξενέρωμα να βλέπεις μια ιδιωτική εταιρεία (σαν τους Μπακς) και ένα maximum συμβόλαιο να κάνουν κουμάντο στη δική του όρεξη για μπάσκετ.

Βασικά ο μόνος τρόπος να σωθεί το ξενέρωτο All Star Game του ΝΒΑ είναι να πάρει επιτέλους το καλό παράδειγμα από εμάς (δώσαμε τα φώτα, η Ελλάς δεν είναι κότα) και να καθιερώσει, όπως εμείς κάποτε, το δίπολο ΗΠΑ vs Ευρώπη -ή μάλλον vs υπόλοιπος κόσμος.
Όπα-είπα, κράτσες-κρούτσες.

Και ο μόνος τρόπος να γλιτώσει η ψυχή του μπάσκετ είναι να γλιτώσουμε από τον επαγγελματικό αθλητισμό. Μπορεί η FIBA να είναι βουτηγμένη στον βούρκο του κέρδους και να μην εκπροσωπεί κανένα αθλητικό ιδεώδες ούτε ξώφαλτσα, αλλά οι διοργανώσεις της είναι σχεδόν πάντα απολαυστικές. Όχι γιατί έχουμε εθνικούς θριάμβους και ρομαντικές συγκρούσεις χωρών (αυτά είναι εθνικισμοί και επικίνδυνα πράγματα, όπως λέει ο Σπύρος) αλλά γιατί οι παίκτες παίζουν -κυρίως- για τον εαυτό τους και επειδή το γουστάρουν, χωρίς να έχουν -κατά κανόνα- άμεσα υλικά ανταλλάγματα. Και επιπλέον, γιατί οι ομάδες δεν προλαβαίνουν να γίνουν άρτια σύνολα και αφήνουν περισσότερο χώρο στο ατόφιο ατομικό ταλέντο να αναδειχθεί.
Μπορεί βέβαια η αγία Βαλκανική τριάδα να μάγεψε πέρσι στο Ευρωμπάσκετ, σε ατομικό επίπεδο, έμεινε σύσσωμη όμως εκτός τετράδας, βλέποντας τις καλύτερες ομάδες να ανεβαίνουν στο βάθρο των μεταλλίων.
Γιατί το μπάσκετ είναι υπέροχα δίκαιο άθλημα -και για αυτό δεν είναι ο βασιλιάς των σπορ, γιατί δε γουστάρει πολύ τους βασιλιάδες και αναδεικνύει πάντα το σύνολο.

Σε κάθε περίπτωση, το άθλημα με τη «σπειριάρα» (εκ της διαλεκτικής σπείρας) προσφέρεται για απλά μαθήματα διαλεκτικής. Για τον ρόλο του ατόμου της ιστορίας και πώς το σύνολο αναδεικνύει τις μονάδες και δεν είναι ένα απλό άθροισμα των ικανοτήτων τους. Για τη σημασία της σωστής χρονικής στιγμής σε ένα δεκάλεπτο ή σε μια δεκαετία (ο σωστός Γκάλης τη σωστή στιγμή στο σωστό σημείο, για να δούμε την έκρηξη στο διάστημα: Μια πάσα πριν νωρίς, ένα βήμα μπρος, δύο πίσω, καθαρή παράβαση). Και για τις αντιδιαλεκτικές συγκρίσεις παικτών (ή ομάδων) που αγωνίστηκαν σε άλλες θέσεις, χρονικές περιόδους κτλ.

Διαλεκτική που στάζει στο περικάρπιο. Και ας τα εξιδανικεύουμε όλα στη μνήμη μας, καμιά φορά, και τα βλέπουμε χωρίς αντιφάσεις. Μα διαλεκτική χωρίς αντιφάσεις γίνεται;


Και εσύ δηλαδή ποιος λες ότι πέταξε ψηλότερα; Ο Γιάννης ή ο Γκάλης;
Καλά, ας αφήσουμε και κάνα αντιδιαλεκτικό ερώτημα για άλλη φορά, μην τα λύσουμε όλα σήμερα.

Τετάρτη 5 Ιουλίου 2023

Μη χαμογελάς ρε, τι σου ζητάνε;

Χαμογέλα ρε, κι αν δεν μπορείς, τότε καλύτερα να κρεμαστείς, σαν τον Ιούδα, που κρέμασε την ενοχή του, αν δεν μπορείς, πέρασε τη θηλιά στο λαιμό σου και κρεμάσου, για εσένα, για να κρεμάσεις την ασυμμόρφωτη ψυχή σου, λίγο πριν ξημερώσει και σου χαριστεί ο ήλιος της ουτοπίας.*

Γιορτή της δημοκρατίας, σου λέει, ενώ είναι σκέτο πανηγυράκι.
Εκλογική εμποροπανήγυρη με μίζερα χάπενινγκζ, δρώμενα και εμπορεύματα, εμπόρους ελπίδας, γυαλιστερά φυλλάδια υποψηφίων που μοιάζουν με διαφημιστικά σούπερ-μάρκετ. Σάπια πολιτικά προϊόντα με μπότοξ, φρέσκο περιτύλιγμα και κριτική ικανότητα χαρτοσακούλας, αναλώσιμης και ανακυκλώσιμης, κατά το δοκούν και συμφέρον του αρχηγού τους.

Ήρωες, μίξερ, μανταλάκια, σερβιέτες
Λάβαρα, κόμιξ, σούπερ μάρκετ, ηγέτες
Ρήτορες, μπλέντερ, βιταμίνες, μονώσεις
Και ό,τι σου τάζουνε για να γκαβλώσεις

Όλα από χέρι καμένα. Μα αν δεν καείς εσύ, αν δεν καώ εγώ, πώς θα βαφτίσουμε στις στάχτες της ελπίδας που ήρθε, είδε και απήλθε, σύμμαχο τον Καμμένο και πολιτικό asset τον Αλέξη που παραμέρισε για να περάσει το μέλλον;

Σε λένε μίζερο, γιατί δε θες να κυβερνήσεις, γιατί λες στον κόσμο πως οι εκλογές δεν αλλάζουν τον κόσμο. Το πολύ μια ενΑλλαγή φρουράς τύπου ΠΑΣΟΚ, με πράσινα άλογα και άβουλα υποκείμενα, που δε θα γίνουν ποτέ δρώντα, γιατί ο Ανδρέας κάποτε τους φίλεψε ζαχαρίτσα -στο Κουκάκι- και τα μάγεψε, σαν Δούρειος Ίππος, που ήρθε σαν φίλος.

Του Πάνου Ζάχαρη από το -όχι και τόσο μακρινό- 2015

Δε θέλουνε θλιμμένους στη γιορτή τους, της αστικής δημοκρατίας. Δε θέλουνε όμως ούτε και πολύ χαρούμενους, γιατί δεν προβλέπεται από το σενάριο -παρά μόνο ο ρόλος του μαλάκα, που χαίρεται, ψηφίζοντας (δημοκρατικά πάντα) ό,τι ακριβώς και το αφεντικό του -και τότε θα επεμβαίνει ο Άδωνις, ως υπουργός, για τα προσχήματα.

Πώς τολμάς και πανηγυρίζεις στο πανηγυράκι μας, για τις παραπάνω ψήφους που πήρες; Αλλά για αυτό μια ζωή κολλημένοι στο 5% θα είστε. Πώς τολμήσατε να ανεβείτε στο 7,5%, χωρίς άδεια;

Και η πλάκα είναι πως ούτε καν πανηγύριζες, γιατί -όσο και να ανέβει το ποσοστό- ο συσχετισμός δύναμης παραμένει αρνητικός κι η πάλη των τάξεων ιστορικά αδικαίωτη. Και τον δικό μας ενθουσιασμό τον κρατάμε για (τις) πιο ενδιαφέρουσες διαδικασίες, με εξεγερσιακά, διονυσιακά πλην καθ’ όλα συνειδητά ξεσπάσματα, μακριά από τζάμια προς κοινωνικοποίηση και εύθραυστες μικροαστικές συνειδήσεις.

Γιορτινό και πανηγυρικό κλίμα στις εκλογές δε θα είχαμε εκ των πραγμάτων, όσο και αν οι κάλπες είναι γκαστρωμένες κι εσύ περιμένεις τα χαρμόσυνα νέα (για το επαναστατικό ανεμογκάστρι) από το μαιευτήριο και τη μαμή της ιστορίας -που δε χρησιμοποιεί κάλπες και καισαρικές, παρά μόνο πιστούς μελλοθάνατους. Σαν το βιβλίο με τους Ζουρμπίν, της εποχής του πατερούλη και της μαμάς πατρίδας, που ένας σφος άκουσε την προτροπή του Γόντικα σε μια εκδήλωση και το αγόρασε με προσδοκίες, αλλά ποτέ δεν κατάφερε να προχωρήσει πέρα από τη σελίδα 15 και το σημείο που το Ζουρμπινέικο γιόρταζε την έλευση ενός ακόμα προλετάριου σε αυτόν τον νέο κόσμο, τον σοσιαλιστικό. 
Και με τον καιρό και τις φορές που αφηγούνταν σε ποιο σημείο σκόνταφτε, η φωνή διολίσθαινε προς τον τόνο στο σκετσάκι των ΑΜΑΝ με τον Βούγια, που αποστατούσε στο ΠΑΣΟΚ, στον δρόμο που χάραξε προφητικά για τη Δαμανάκη, οπότε «άλλος ένας βουλευτής του Συνασπισμού θα είναι στη Βουλή -και στην κυβέρνηση». Και μπορεί ο Κανάκης να έχει γενικά άθλιο χιούμορ Δαπίτη, ακόμα και όταν «συγκρούεται» με τον Κυριάκο και το σύστημα, υπάρχει όμως, αλήθεια, καλύτερη αποτύπωση - σάτιρα για τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες και την κατάκτηση της πλειοψηφίας στη Βουλή, σε 500 με 600 χρόνια; Δούρειος Ίππος -και πρασινορόζ άλογα- για να σκάνε οι Κασσάνδρες...

Οκ, δεν είχαμε γιορτινό κλίμα. Και όχι γιατί ενοχοποιούμε τη μίζερη χαρά των αστικών εκλογών, τραγουδώντας «και οι χαρές που Καρτερό-ω-ω, μη σώσουνε και 'ρθούνε». Αλλά όταν ο θηλυκός boomer (μπάρμπας, μάνα) γονιός σου ανακαλύπτει τον μαγικό κόσμο του διαδικτύου, του YouTube και των smartphone (με αυτή τη σειρά), χωρίς να ανακαλύψει το πλήκτρο που απενεργοποιεί την αυτόματη αναπαραγωγή των βίντεο και το άλλο που χαμηλώνει την ένταση, το σπίτι μοιάζει με εκλογικό κέντρο του κόμματος. Ακούς σχεδόν όλη μέρα στη διαπασών απ' τα μεγάφωνα Φαραντούρη-Θεοδωράκη, Φαραντούρη-Θεοδωράκη και ομιλίες του ΠΓ. Όλες. Από τις προεκλογικές μέχρι την τηλεοπτική εμφάνιση στη Γερμανού και την εισήγηση στο 20ό Συνέδριο (για την απαλεκοποίηση).
Όταν έριξα μια ματιά, είχε μπει σε μια λίστα του 902, με 1.500 βίντεο (!), εμφανίσεις, ομιλίες και χαιρετισμούς (της Μεγάλης Εβδομάδας) του ΓΓ. Και ίσως να προλάβει να πιάσει το πεντάχρονο πλάνο και να τα ακούσει όλα ως τις εκλογές του 2027, αν δεν της φέρει ο Χαλακατεβάκης τον μπάτσο Φιλιππίδη για έλεγχο -να βρει και το παλιό μας Λάντα που το πούλησε στα μουλωχτά ο Ναρίτης Άβερελ, σε μια έκρηξη εμπάθειας ενάντια στον ατσάλινο και τη διαλυμένη χώρα με την οποία είχαμε δαγκώσει τη λαμαρίνα-λαμαρίνα (του Λάντα). Αλλά είναι στην πολυκατοικία και η ανιψιά του Πελετίδη και κάτι αποστάτες του Ιεχωβά που ψήφισαν τον υποψήφιο Άβερελ με κριτήρια (ιδεολογικής;) γειτονίας (και ο Δελάρζ λέει ότι στους γάμους τους τραγουδάνε κάτι σαν τον ύμνο της χαράς που λέει "νιώθω χαρά-α-α-α, τόσο βαθιά-α-α-..."), οπότε έχουμε τους συσχετισμούς. Αλλά πότε θα απολογηθούν στη βάση οι υποψήφιοί της για το ιστορικό χαμηλό που έπιασε το "ελπιδοφόρο εγχείρημα";

Τέλος πάντων, όταν ακούς -θέλοντας και μη- όλη μέρα λούπα τραγούδια και ομιλίες, βγαίνεις με ακμαίο ηθικό και νιώθεις σαν τον Σπύρο στους Απαράδεκτους που (παντού τον κυνηγά αυτό το Κόμμα και) μελετά βιντεοκασέτες με τους λόγους της Αλέκας στο σπίτι, για να στηρίξει τη νέα ηγεσία και να αποδείξει ότι είναι άτεγκτος και δεν μπήκε στο Πολυτεχνείο για να ρίξει τη Φώφη, ούτε τον ενδιαφέρει η προοδευτική διακυβέρνηση από όποιον Ανδρουλάκη και αν προέρχεται.
-Και τελικά πετύχατε την κάθαρση;
-Όχι, αλλά ρίξαμε τις αυταπάτες.

Αγάπη μόνο και καρδούλες, που θα έλεγε ο Κουτσούμπας ο καλός -ο viral...

Οπότε η ψυχολογία τη μέρα των εκλογών ήταν στα ύψη και το μόνο που μπορούσε να σε ρίξει λίγο από το συννεφάκι, είναι η μερική διάψευση της αρχικής εκτίμησης των exit poll, όπου πιάναμε μεσοσταθμικά 8,2% και ξαναζούσαμε στιγμές ’07. Όπως τότε στη βιβλιοθήκη του ΑΠΘ, όπου οι φοιτητές φλερτάρουν με ένα βιβλίο μπροστά τους για άλλοθι, και όταν καθόσουνα στο διπλανό θρανίο (βασικά στο διπλανό κάθισμα), σου έγραφα στο βιβλίο (βασικά στο κομπιουτεράκι για τις πράξεις, που είναι ο έλεγχος της θεωρίας), 8,15% και εσύ χαμογελούσες λάμποντας (βασικά ήταν ένας σφος Τεϊτζής, αλλά χαμογελούσε πιο όμορφα και από σένα εκείνη τη μέρα). Θα ξανάρθει η ρουτίνα και θα ξανάρθουνε βροχές, μα κάτι άλλαξε από χτες (μπα...).

Η συγκυρία όμως δικαιολογούσε κάθε χαρά και έκφραση γραφικότητας και στίχους σαν εκείνον των Ρεμπέλιον -αν δεν κάνω λάθος.
Έβαλα και εγώ το χέρι μου στο 8,2...

Και τι να κάναμε δηλαδή; Να βγούμε «σεμνά και ταπεινά», όπως το ’07, με δηλώσεις του στιλ: Κοιτάμε κάθε μάχη ξεχωριστά; Μα όχι, αυτό είναι αντιδιαλεκτικό, όλες μαζί τις κοιτάμε και το αποδεικνύει και ο μεταβατικός μήνας ανάμεσα στις δύο κάλπες, γεμάτος λαϊκούς αγώνες για ακυρώσεις πλειστηριασμών, τη διαδήλωση για το έγκλημα στην Πύλο, τις κινητοποιήσεις στην Κοζάνη ενάντια στις ανεμογεννήτριες και άλλα τέτοια «προεκλογικά». Σαν το βίντεο με τον ΓΓ πριν από κάνα μήνα που δείχνει τι σημαίνει μια καλή, παραγωγική μέρα για τους κομμουνιστές.

Σήμερα είναι μια πολύ παραγωγική μέρα. Το πρωί αποτρέψαμε 10 πλειστηριασμούς με την κινητοποίηση των εργαζομένων και τη συμβολή του ΚΚΕ. Επίσης, το μεσημέρι οι μεταλλεργάτες μετά την απεργιακή τους κινητοποίηση κατάφεραν στη ζώνη του Περάματος να γίνει υποχρεωτική η ΣΣΕ που είχαν υπογράψει και αφορά μέτρα υγιεινής και ασφάλειας»

 Μια ημέρα στη ζωή του Ντιμίτρι Κουτσούμποβιτς...

Το 8,2 τελικά δεν ξανάρθε (ακόμα), αλλά το ποσοστό συνιστούσε επιτυχία. Και το μόνο που μετρίασε κάπως τη χαρά είναι που βγαίνει τόσο γρήγορα η εκτίμηση αποτελέσματος και χαλάει το σασπένς, αντί να ξενυχτάς περιμένοντας να μπει η Β’ Αθήνας και να φυσάμε νοερά το ποσοστό του κόμματος για να ανέβει. Που σε άλλες εποχές, η Ζωή θα έχανε δέκα ζωές με το 3,17% και θα ξημερωνόταν από αγωνία μέχρι να σιγουρευτεί ότι μπαίνει, όπως κάποτε ο πατέρας της με τα αντίστοιχα ποσοστά του ΣΥΝ -και τους βουλευτές που κατέληγαν στο ΠΑΣΟΚ.

Ναι αλλά αποζημιωθήκαμε αναδρομικά, με διάφορα επιμέρους ντέρμπι που πήγαν στην παράταση και άργησαν να κριθούν (η ενσωμάτωση στη σελίδα του ΥΠΕΣ ακόμα δεν έχει πάει στο 100%), αλλά είχαν αίσιο τέλος, με μικρές ανατροπές (και μικρές συμβολικές ρεβάνς για τις κοσμοϊστορικές ανατροπές του παρελθόντος -μηδένα μακάριζε προ του τέλους της ιστορίας).

Όπως η δεύτερη θέση στη Λέσβο και η ανάκτηση της έδρας στο νησί του Μανταμάδου και της Αγιάσου.
Η 3η θέση, οριακά μπροστά από το ΠΑΣΟΚ στην Α’ Θεσσαλονίκης. Και ας το έχουμε κατά νου την άλλη φορά που θα ακούσουμε να την λένε -πατώντας σε υπαρκτά γεγονότα- «φασιστούπολη», πως μες στο πολεοδομικό συγκρότημα τρώνε τη σκόνη του κόμματος ο Βελόπουλος, οι Σπαρτιάτες και η Νίκη. Και πως στη δεξιομάνα Μακεδονία, της οργανωμένης εθνικιστικής υστερίας των τελευταίων 30 χρόνων -πλην Λακεδαιμονίων (και ουχί Σπαρτιατών)- δεν υπάρχουν μόνο οι έβδομες θέσεις σε νομούς όπως η Πιερία, η Πέλλα, η Δράμα, η Καστοριά και η Χαλκιδική (αλλά σαν τη Δράμα δεν έχει άλλη, σε ψέκα και ακροδεξιούς ταλιμπάν), αλλά και το 8,1 στα Γρεβενά, το διψήφιο ποσοστό στο Λιτόχωρο και η δεύτερη θέση στην ηρωική Θάσο, που μπορεί να την πνίγει η αναρχία του τουριστικού κέρδους, αλλά έχει χωριά όπου τα βασικά «αξιοθέατα» - σημεία αναφοράς είναι η πλατεία με το καφενείο, την εκκλησία και... τα γραφεία του ΚΚΕ, που είναι πάντα στην Καλή Ράχη της Ιστορίας.

Και πάνω απ’ όλα το Black Jack με την 21η -original- έδρα που μπαίνει σφήνα με Είκοσι Μία στο φουλ φασιστών με ακροδεξιό ζεύγος (Κυριάκος-Ζωή) στη Βουλή και το poker face της Κωνσταντοπούλου. Την οποία έδρα πήραμε από τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά δια της καραμπόλας από τον «οικολόγο» Αμυρά της ΝΔ στα Γιάννενα. Και αντικειμενικά -και ανεξάρτητα από τη θέλησή του-, κάθε ήττα οποιουδήποτε ποταμοσπέρματος είναι μια νίκη της (ταξικά διαχωρισμένης) ανθρωπότητας. Κι ακόμα περισσότερο της τάξης μας, που έστειλε στη Βουλή τον μοναδικό οικοδόμο βουλευτή στην Ευρώπη, σαν εικόνα από τα προσεχώς και την κοινωνία του μέλλοντος, όπου οι χτίστες της νέας ζωής θα οικοδομήσουν έναν άλλο κόσμο, θα εκλέγουν αντιπροσώπους από τον χώρο δουλειάς τους -και όχι επαγγελματίες ανεπάγγελτους υπηρέτες των αφεντικών- και θα μπορούν να τον ελέγχουν ανά πάσα στιγμή, ακόμα και να τον ανακαλούν και να τον αντικαθιστούν.

Και ναι, αυτοί είναι κάποιοι μικροί λόγοι για να σκάσουν κάποια χαμόγελα αισιοδοξίας. Μαζί με την τρίτη θέση στην Αττική, στην πόλη της Θεσσαλονίκης, τα διψήφια ποσοστά σε λαϊκές συνοικίες, αστικά κέντρα και εργατουπόλιες, την πρωτιά στην Ικαρία που έχει βρει το μυστικό της μακροζωίας...

Για να παραφράσουμε την Αλέκα, «ούτε κλαίμε, ούτε γελάμε». Απλώς χαμογελάμε. Και συνεχίζουμε...

Και αν δε χαίρεσαι ούτε με αυτά, δε γίνεται να μη γελάσεις με τη φαιδρή κριτική των διαδικτυακών τρολ που γράφουν πως ο Έξαρχος του ΚΚΕ στα Γιάννενα είναι μπρουτάλ, πρωτόγονος και μάτσο οικοδόμος -δείχνοντας πόση επαφή έχουν με τους αληθινούς εργάτες. Με τους εργάτες μη μιλάς...

«Ούτε με τους μάτσο, ούτε με τους ματσω(μένους)» -να ένα διαλεκτικό σύνθημα, που μπορεί να πλασαριστεί εφεξής ως βαθιά προοδευτικό, μακριά από ταξικές αγκυλώσεις.

Τουλάχιστον αυτός, ως «μπρουτάλ» οικοδόμος, δεν είναι τόσο γελαστός και δεν τους προκαλεί, όπως εμείς οι υπόλοιποι που χαρήκαμε με το ποσοστό του ΚΚΕ -και τίποτα άλλο, πέραν αυτού. 


Και να σου πω κάτι;

Δεν έχω πρόβλημα με τους εργάτες. Έχω και φίλους εργάτες. Αρκεί να μην προκαλούν. Και να μη βρίσκουν λόγους να χαμογελάνε...

(Συνεχίζεται -αν βρεθεί χρόνος και για τα υπόλοιπα...)

*Άραγε πόσοι λάτρεις του Μίσσιου που δεν έχουν διαβάσει τα βιβλία του ξέρουν πως ο τίτλος είναι από το ομώνυμο βιβλίο του, όπου βάζει τη φράση στο στόμα του ανθρωποφύλακα βασανιστή του, να απευθύνεται προς το θύμα του, και να δείχνει τάχα πόσο μίζερο και απάνθρωπο (εξ ου και ο Γιούρι Απαντρόποφ, που έλεγε και σε ένα άλλο σημείο) κατέληξε το κίνημα, που ήθελε κάποτε «παναναθρώπινη τη λευτεριά», εξοργίζοντας τους διώκτες του.

-Α, ώστε την ήθελες και πανανθρώπινη, ε;

Γαμώτο, και αυτό ο Μίσσιος δεν το διηγείται; Πώς γίνεται να το ξέχασε στην πορεία;