Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πατρίδα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πατρίδα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

Πατριδογνωμόνιο

Την τρίτη μέρα (κατά τας γραφάς) του Φεστιβάλ, η είσοδος της λαϊκής σκηνής ήταν «αποκλεισμένη» από την προσυγκέντρωσης της οργάνωσης κι ένα πέλαγος κατακόκκινες σημαίες, με γαλανόλευκες πιτσιλιές. Περάσαμε δίπλα του, παραλιακά, και θυμήθηκα πόσο μεθοδικά απέφευγα, όταν ήμουν νέουρας στη σπουδάζουσα, την ελληνική σημαία στις αντι-ιμπεριαλιστικές συγκεντρώσεις μας, σα να ήταν Ζονκ.

Με τον καιρό μπορώ να πω ότι έχει μείνει πίσω το μονοκόμματο στιλ (και εις τον πολυκομματισμό πιστεύομεν) των φοιτητικών μου χρόνων και κατά διαστήματα νιώθω σχεδόν περήφανος για αυτό το λαό, τα κουσούρια του που κουβαλάω κι εγώ μέσα μου, τον τόπο στον οποίο ζει, τις φυσικές ομορφιές του και την αφύσικη ασχήμια των πόλεών του, ακόμα και για τις εθνικές του ομάδες στον αθλητισμό (εκτός ίσως από το ποδοσφαιρικό τμήμα) ή τις παραδοσιακές μουσικές του (αν δεν ξεπερνάνε το τέταρτο σε διάρκεια). Αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως θα άλλαζα γνώμη και θα έπαιρνα τη σημαία, αν μπορούσε υποθετικά (δηλ αντιδιαλεκτικά) να γυρίσει πίσω ο χρόνος. Κάτι που δε θα ίσχυε προφανώς αν μιλούσαμε για την κουβανική ή τη σοβιετική σημαία (ακόμα και του Βιετνάμ μπορώ να σου πω).

-Και αν ήσουνα στο Εαμ δηλ τι θα έκανες;
-Ε άλλο το Εαμ.
-Γιατί άλλο;
Καταρχάς γιατί δεν έχουμε κατοχή, ούτε κάποιο άλυτο εθνικό ζήτημα για την Ελλάδα. Ή μήπως τίθεται με νέο τρόπο στην εποχή των ιμπεριαλιστικών, διακρατικών ολοκληρώσεων και των ανοιχτών ή καλυμμένων επεμβάσεων; Αλλά από ποια σκοπιά γίνεται αυτό; Και πόσο άμεσα συνδέεται με την αντι-ιμπεριαλιστική πάλη και με τη σοσιαλιστική προοπτική;

Δε θα πιάσουμε εδώ ολοκληρωμένα αυτά τα ζητήματα. Σημειώνω όμως, με αφορμή και την πρόσφατη επέτειο της απελευθέρωσης της Αθήνας, πως το λάθος δεν ήταν ότι προκρίθηκε ως κρίκος η εθνικοαπελευθερωτική πάλη, αλλά ότι δεν αξιοποιήθηκε για να συνδεθεί με το στρατηγικό στόχο της επαναστατικής κατάληψης της εξουσίας. Αυτό, παρεμπιπτόντως, υπογραμμίζει την αναγκαιότητα να βρίσκουμε κάθε φορά εκείνους τους στόχους πάλης και τα αιτήματα-κρίκους, που θα ανεβάζουν το επίπεδο της μέσης λαϊκής συνείδησης και που, χωρίς να υποκαθιστούνν το επαναστατικό πέρασμα ολισθαίνοντας στο στρίβειν δια των μεταβατικών,  θα διαπαιδαγωγήσουν τον υποκειμενικό παράγοντα, καθιστώντας τον ικανό κι έτοιμο να αξιοποιήσει την ευκαιρία την κατάλληλη στιγμή.

Κατά δεύτερον είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρξει μια ολοκληρωμένη επεξεργασία, που να αναλύει το σύγχρονο ιμπεριαλισμό και να διευκρινίζει κάποια επίκαιρα ζητήματα, πρακτικά και θεωρητικά: η πάλη ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, τις επεμβάσεις τους και τους πολέμους μπορεί να αυτονομηθεί σχετικά απ’ το στρατηγικό στόχο; Η ανισόμετρη ανάπτυξη που διέπει το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα υπαγορεύει διαφορετικά πρακτικά καθήκοντα στα ΚΚ ανά χώρα, ανάλογα με τη θέση της στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα-πυραμίδα (και παρεμπιπτόντως, ποιο σχήμα αποτελεί καλύτερο εργαλείο: το πλέγμα, η πυραμίδα, και για ποιο λόγο;).

Στην ουσία, όπως το καταλαβαίνω τουλάχιστον, το κομβικό ζήτημα είναι εάν η ιμπεριαλιστική πάλη συνδέεται περισσότερο με την αντικαπιταλιστική γραμμή-προοπτική ή με το εθνικό ζήτημα, την εθνική κυριαρχία, κτλ. Με άλλα λόγια αν συνδέεται άμεσα με το εθνικό ή με το ταξικό στοιχείο (ή μήπως και με τα δύο;).
Ή διαφορετικά σε τι συνίσταται η ουσία της μπροσούρας – ανάλυσης του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό: στα πέντε βασικά γνωρίσματα που δίνει και την κυριαρχία του μονοπωλίου, που έχει συντελεστεί σε παγκόσμια κλίμακα ή στη φράση πως μια χούφτα ιμπεριαλιστικών κρατών εκμεταλλεύονται τα υπόλοιπα.

Θυμάμαι πριν από λίγα χρόνια, σε μια εκδήλωση των μ-λ (στα εγκαίνια της επανασύνδεσης και της συνεργασίας τους) ένα στέλεχός τους να λέει ότι το κίνημά τους έχει δύο πόδια, δυο βασικά θεμέλια, την τάξη και την πατρίδα. Κι ότι δίχως το ένα από τα δύο, ή αν υποτιμήσει και κοντύνει το ένα, θα χωλαίνει και τελικά θε πέσει. (Δεν ξέρω αν πρόκειται για κάποια απ’ τις γνωστές μαοϊκές παρομοιώσεις, κι αν τελικά χρειάζεσαι δεκανίκι ή γίνεσαι εσύ δεκανίκι κάποιου άλλου). Υπόψη, ότι το μ-λ ρεύμα υποστηρίζει πλέρια τη θεωρία της εξάρτησης και θεωρούσε ρεφορμιστική τη δική μας παλιότερη εκτίμηση περί ενδιάμεσης και εξαρτημένης θέσης της Ελλάδας.

Στον περίφημο λόγο του στη Λαμία, ο Άρης έλεγε πως ο λαός νοιάζεται για τον τόπο στον οποίο ζει και εργάζεται, σε αντίθεση με το κεφάλαιο και το χρήμα, που δεν έχουν πατρίδα. Όπως δεν έχουν όμως κι οι προλετάριοι, αλλά από ακριβώς αντίθετη σκοπιά. Το κεφάλαιο δεν έχει καμιά πατρίδα, γιατί καταστρέφει τα πάντα και πάει εκεί που κερδίζει περισσότερα, για να εξαθλιώσει κι αυτόν τον τόπο. Αλλά μιλάει για εθνική ενότητα ή υποδαυλίζει εθνικά πάθη, γιατί αυτό εξυπηρετεί το συμφέρον του. Ο εργάτης δεν έχει πατρίδα, γιατί τις πονάει όλες και τον πονάνε κι αυτές, όπου γης και πατρίες, όπου βρει να στεριώσει. Αλλά... κι εγώ ξένος μετανάστης σου, Ελλάς...

Στον πόλεμο οι κομμουνιστές, θα υπερασπιστούν τον τόπο όπου ζουν και εργάζονται, αλλά θα έχουν απέναντί τους τόσο τον εισβολέα, όσο και την άρχουσα τάξη της χώρας τους. Την ίδια στιγμή πρέπει να αναλύσουν την παγίδα της εθνικής ενότητας και του εθνικού χρέους στον πόλεμο, να σκοτώνονται οι λαοί για του αφέντη το φαΐ.

Αν ο λαός αγαπάει τον τόπο του, πρέπει να τα βάλει πρωτίστως με αυτούς που τον λυμαίνονται, που τον εμποδίζουν να αναπτύξει τις παραγωγικές του δυνατότητες, το έμψυχο δυναμικό του που σαπίζει στην ανεργία, που καταστρέφουν τις ομορφιές του, καταδικάζοντάς τον στη μιζέρια, κι είναι έτοιμοι να τον μπλέξουν σε ένα ματοκύλισμα για τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα.

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

Venceremos

Με δίχως σημαίες και δίχως ιδέες, δίχως καβάτζα καμιά (…)
στο μαγκανοπήγαδο της ήττας μου περνώ, venceremos, venceremos


Οι προλετάριοι δεν έχουνε πατρίδα
Γιατί η τάξη τους κι η σχέση της απέναντι στα μέσα παραγωγής είναι που καθορίζει την ταυτότητά τους, τη θέση τους στην κοινωνία και τα συμφέροντά τους.

Οι προλετάριοι δεν έχουνε πατρίδα
Ούτε και το κεφάλαιο εξάλλου. Για την ακρίβεια το κεφάλαιο δεν έχει καμία πατρίδα, ενώ οι προλετάριοι έχουν πολλές και νιώθουν ως τέτοια κάθε γωνιά της γης. Ακριβώς επειδή νοιάζονται και πονάνε τον τόπο τους (τις καλύβες και τα πεζούλια τους, όπως λέει ο Βελουχιώτης στον ιστορικό του λόγο στη Λαμία), μπορούν να αγαπήσουν τις πατρίδες και τους λαούς όλους του κόσμου. Αλλά η «πατρίδα» και το «έθνος των εργαζομένων» δεν έχει καμία σχέση με το «καπιταλιστικό έθνος», που του πλασάρουν ως πατρίδα. Και ο προλεταριακός διεθνισμός δεν έχει σχέση με τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου ή τη μεγάλη ευρωπαϊκή ιδέα, που του πουλάνε ως ελπίδα. Το κεφάλαιο δεν έχει καμία πατρίδα, για αυτό κι οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον όλεθρο ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Οι προλετάριοι δεν έχουνε πατρίδα.
Είχαν όμως μητέρα πατρίδα τους (που πιάνει και τα δύο φύλα των γονιών, πάτρια και μήτρια σε έναν όρο) τη Σοβιετική Ένωση, ακριβώς με ταξικό (κι όχι εθνικό) κριτήριο, γιατί μπορούσαν να αναγνωρίσουν σε ποια πλευρά στεκόταν και ποια συμφέροντα υπηρετούσε –έστω με αδυναμίες και αντιφάσεις. Και δεν υπήρχε πιο δυνατή εικόνα και συμβολισμός για την απώλεια αυτού του… μητεροπατέρα γονιού από την υποστολή της κόκκινης σημαίας στο Κρεμλίνο, τέτοιες μέρες πριν από 23 χρόνια. Δεν υπήρχε συνειδητοποιημένος εργάτης, κομμουνιστής, προοδευτικός άνθρωπος γενικότερα, ακόμα κι αποστάτες του κινήματος –που είναι η πιο άτιμη φάρα, αλλά διατηρούσαν κάποια εξαρτημένα αντανακλαστικά- που να μη δάκρυσε και να μην πικράθηκε από αυτή την εξέλιξη. Κι αντιστρόφως, δεν υπάρχει αστός, αγκωνάρι του συστήματος ή άνθρωποι με εξωνημένες συνειδήσεις, που να μην την πανηγύρισαν. Εξαιρούνται (;) κάποιες πολιτικές δυνάμεις, που στο ρόλο του χρήσιμου ηλίθιου μιλούσαν για ελπιδοφόρες λαϊκές επαναστάσεις και γνήσια λαϊκά ξεσπάσματα.

Η πραγματικότητα της τελευταίας εικοσαετίας (στη Ρωσία κι όχι μόνο) μιλάει βέβαια από μόνη της. Δραματική πτώση του μέσου προσδόκιμου ζωής στα όρια της γενοκτονίας, θέριεμα της μαφίας, φτώχια, δυστυχία, ξήλωμα των εργατικών κατακτήσεων ακόμα και στις χώρες του δυτικού κόσμου (που απέμεινε χωρίς το «αντίπαλο δέος», ελεύθερος να δείξει το πραγματικό του πρόσωπο), αποκατάσταση των ναζί, των συνεργατών τους και των επιγόνων τους σε μια σειρά χώρες (κυρίως στις Βαλτικές). Αυτά είναι μόλις μερικές πτυχές από τα κομμάτια που συνθέτουν το ζοφερό τοπίο της αντεπανάστασης.



Αλλά αν κάποιοι αντλούν τις ελπίδες τους από την αντεπανάσταση και την καπιταλιστική παλινόρθωση, για εμάς (κόντρα στο ρεύμα της υποταγής και το τέλος της ιστορίας) ελπίδα είναι η πάλη των λαών, όπως έγραφε το άκρως συγκινητικό πρωτοσέλιδο του Ριζοσπάστη της επόμενης μέρας. Γιατί την κόκκινη σημαία της ταξικής πάλης δεν μπόρεσαν, ούτε θα καταφέρουν ποτέ να την υποστείλουν, όπως δε θα μπορέσουν να καταργήσουν με διατάγματα τις κοινωνικές νομοτέλειες. Αυτή είναι η δική μας σημαία και… «καβάτζα». Κι αν τώρα βουλιάζουμε στο μαγκανοπήγαδο της ήττας μας και των διαλυτικών συνεπειών της, γνωρίζουμε πως η τελική νίκη θα είναι δική μας.

Venceremos, venceremos

Υγ: κείμενο που γράφτηκε για την ιστοσελίδα Ατέχνως, που θα κυκλοφορήσει στο διαδικτυακό αέρα μες στον επόμενο μήνα.

Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια

Αν πάμε να αναλύσουμε, λόγω της ημέρας, το κλασικό τρίπτυχο της εθνοσωτήριας επετείου, μπορούμε να δούμε πολλά επίπεδα προσέγγισης. Μπορούμε να σταθούμε πχ στην υποκρισία των δοσίλογων που υμνούν και καπηλεύονται την πατρίδα, των οικογενειαρχών που τσιλιμπουρδίζουν με ερωμένες και των θρήσκων που έχουν μόνο θεό τους το χρήμα. Μπορούμε επίσης να πιάσουμε το ζήτημα ιστορικά και να εξετάσουμε την ιδεολογική χρήση του συνθήματος από την χούντα των συνταγματαρχών. Πέρα όμως από την αυτονόητη καταδίκη του, στην οποία πολλοί θα σπεύσουν να συμφωνήσουν, πρέπει να δούμε τους όρους υπέρβασης του κάθε μέρους της.. αγίας τριάδας της επταετίας. Γιατί θεωρητικά, για το σοσιαλισμό αγωνιζόμαστε όλοι, που λέει και ο «σύντροφος γιάννος», αλλά είναι θέμα πώς το εννοούμε αυτό και πώς το αντιλαμβανόμαστε στην πράξη. Και γιατί η αστική εξουσία δε θωρακίζεται μόνο με την υιοθέτηση και την προώθηση του συνθήματος, αλλά και με την επιφανειακή αντίθεση στην τριλογία αυτή, που εξαντλεί - τον ελεγχόμενο προοδευτισμό της σε ένα ρηχό αντί και μας δίνει «αναρχικούς» του γλυκού νερού και «αριστερούς» τύπου δημαρ.

Τι είναι λοιπόν η πατρίδα μας; Μην είναι οι κάμποι, τα βουνά, τα άγρια λαγκάδια; Μην είναι οι εθνικές ομάδες και το έθνος των εργαζομένων; Η εθνική μας οικονομία κι αυτοί που αποτελούνε τον εθνικό κορμό; Κράτος, τράπεζες, σώματα ασφαλείας, η δέλτα της γειτονιάς; Ο πατριωτισμός είναι ντροπαλός εθνικισμός, που δίνει πάτημα στους νεοναζί ή ο φασισμός θεριεύει αξιοποιώντας το κενό που αφήνουμε και τον κόσμο που του χαρίζουμε; Μπορεί να γίνει κρίκος στις εργατικές συνειδήσεις η εθνική κυριαρχία κι ανεξαρτησία; Ή μήπως αυτό θολώνει την ταξική ανεξαρτησία, υπονομεύοντας το στρατηγικό στόχο και την αυτόνομη πολιτική έκφραση της εργατικής τάξης; Πώς προσεγγίζουμε το μεγάλο πατριωτικό πόλεμο των σοβιετικών ενάντια στους φασίστες; Τις ελληνικές σημαίες στις συγκεντρώσεις μας, το εθνικό ζήτημα στην εποχή μας; Τη θέση για τους δύο πυλώνες (πατρίδα και τάξη) στους οποίους πρέπει να πατάει γερά το κίνημα, αν δε θέλει να χωλαίνει;

Εάν συνδέουμε την τάξη με τον αντικαπιταλιστικό αγώνα ενάντια στους εκμεταλλευτές και τους διεθνείς διακρατικούς οργανισμούς με το αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο, δε νοείται αντικαπιταλισμός χωρίς αντιιμπεριαλιστική πάλη, ούτε αντιστρόφως ένας γενικός κι αφηρημένος αντιιμπεριαλισμός, που να βγάζει έξω από το κάδρο την εγχώρια αστική τάξη. Ο γκεβάρα υπέγραφε –σε διαφορετικές συνθήκες βέβαια, που ωστόσο δεν ήταν.. κατοχή- στο τέλος κάθε επιστολής με το σύνθημα «πατρίδα ή θάνατος» στο όνομα όμως μιας σοσιαλιστικής πατρίδας, που δεν ήταν καν η δική του. Κι ο άρης βελουχιώτης τόνιζε στο λόγο του στη λαμία την ταξική διάσταση του απελευθερωτικού αγώνα και της πατρίδας πως το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και εθνικούς δεσμούς, ενώ ο λαός είναι δεμένος με κάθε πεζούλι και ρεματιά αυτού του τόπου.

Αυτό που άρχισα να καταλαβαίνω προσωπικά με τον καιρό είναι πως ο διεθνισμός διαφέρει ουσιαστικά από τον (αστικό) κοσμοπολιτισμό, γιατί δε θέλει να καταργήσει τις εθνότητες και τους λαούς, αλλά τα σύνορα που τους διαχωρίζουν τεχνητά και τους εμποδίζουν να έρθουν σε επαφή και να αλληλεπιδράσουν. Το προλεταριάτο έρχεται ως άρνηση του κεφαλαίου και της αστικής τάξης –που δεν έχει πατρίδα- όχι όμως κατ’ εικόνα κι ομοίωσή της. Οι προλετάριοι δεν έχουν (μία μόνο) πατρίδα, αλλά πολλές, όπου γης και πατρίς. Είναι πολίτες του κόσμου, γιατί αγαπάν κάθε γωνιά του πλανήτη και όλους τους λαούς του, σαν το δικό τους. δεν μπορείς να είσαι πραγματικός διεθνιστής, αν δεν αγαπάς το δικό σου λαό, ούτε να προχωρήσεις ποτέ –χωρίς αυτόν- σε κάποια επανάσταση. Ο πολιτισμός και η ιδιοσυγκρασία κάθε λαού αναπτύσσεται κι εξελίσσεται διαλεκτικά στον χρόνο και έρχεται να συνεισφέρει το δικό του λιθαράκι στο συλλογικό πανανθρώπινο πλούτο, που ‘ναι το αλάτι της γης.

Το ίδιο ακριβώς ζητούμενο παραμένει και για το θεσμό της οικογένειας. Ο σκοπός δηλ είναι να λειτουργήσει ως προθάλαμος για την ένταξη στο κοινωνικό σύνολο κι όχι ως φράχτης που οριοθετεί, καλλιεργώντας στην καλύτερη περίπτωση το συλλογικό εγωισμό: εμείς σε διάκριση κι αντιπαράθεση με τους άλλους. Η υπέρβαση του στενού, ατομικού συμφέροντος, περνάει μέσα και από τις εμπειρίες και τη διαπαιδαγώγηση του καθενός στην οικογένεια. Αν μεγαλώσουμε σε ένα άσχημο, οικογενειακό περιβάλλον, χωρίς θαλπωρή και αγάπη, μεταφέρουμε αυτό το έλλειμμα ως αρνητικό φορτίο σε όλες τις διαπροσωπικές μας σχέσεις και δυσκολευόμαστε να ενταχθούμε ομαλά σε ένα σύνολο. Ο σκοπός είναι να υπάρχει συναισθηματική πληρότητα που να μας γεμίζει και να επιδρά θετικά πάνω μας, ώστε να αρχίσουμε να βλέπουμε κι όλους τους άλλους γύρω μας ως δικούς μας: δικά μας αδέρφια, παιδιά, γονείς. Οι ‘άλλοι’ δεν είναι όριο ή η κόλασή μας, αλλά προέκταση και συμπλήρωμά μας.

Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Στις σημερινές συνθήκες, η οικογένεια δεν αποτελεί ιερό θεσμό, αλλά είναι ‘ιερό καθήκον’ για το κίνημα να προστατέψει τη μητρότητα, τη θέση της γυναίκας, το ουσιαστικό δικαίωμα ενός ζευγαριού να ανοίξει δικό του σπίτι και οικογένεια. Στην κοινωνία του μέλλοντος μπορεί το κλασικό σχήμα κι η μορφή της οικογένειας να μετασχηματιστεί ριζικά. Το βασικό όμως είναι η αντιμετώπιση του υποδουλωτικού χαρακτήρα του ατομικού νοικοκυριού, η κρατική μέριμνα για τις χαμαλοδουλειές, η ενεργός ανάμειξη της κοινωνίας στην ανατροφή των παιδιών. Το ζήτημα είναι να υπάρχει συλλογική φροντίδα για κάθε παιδί και πολλά πρότυπα που θα εμπλουτίσουνε τις παραστάσεις του, να έχει δηλ πολλούς ‘γονείς’ κι όχι κανέναν –όπως συμβαίνει συχνά στο σύγχρονο αστικό κόσμο, όπου βλέπει τους δικούς σπάνια έως ποτέ κι η διαμόρφωση της προσωπικότητάς του μοιάζει να έχει πολλές φορές τυχαίο κι άναρχο χαρακτήρα, όπως δηλ η καπιταλιστική παραγωγή.

Συνοψίζοντας για τις δύο παραπάνω έννοιες, ας σημειώσουμε παρενθετικά τη συμπύκνωσή τους στον όρο της μαμάς πατρίδας, που αναφέρεται ταυτόχρονα στη μητέρα αλλά και τα πάτρια και την είχαν αξιοποιήσει ιδανικά οι σοβιετικοί ως ‘χρήσιμο ιδεολογικό μύθο- στα χρόνια του πατερούλη και του μεγάλου πατριωτικού πολέμου, εξοργίζοντας όχι μόνο τους δηλωμένους αστούς αλλά και διάφορους γλυκανάλατους προοδευτικούς –που σημειώσαμε παραπάνω και- που θεωρούν βασικά συντηρητικό τον υπαρκτό και τους κομμουνιστές εν γένει.

Μας απομένει η θρησκεία ως όπιο του λαού. Το οποίο, όπως και όλα τα ναρκωτικά άλλωστε, μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην ιατρική και ως παυσίπονο, για θεραπευτικούς σκοπούς. Η θρησκεία δηλ δεν είναι μόνο ένα όπιο, που εμπορεύονται τα διάφορα ιερατεία, αλλά και παυσίπονο που το παράγει ως αυταπάτη ο ίδιος ο λαός για την ανακούφισή του από την ‘κοιλάδα των δακρύων’ –όπως μας λέει στη συνέχεια το περίφημο τσιτάτο του κάρολου για τη θρησκεία. Η υπέρβασή του απαιτεί οπωσδήποτε μέτωπο ενάντια στους ναρκέμπορους και τους επιτήδειους που πλουτίζουν εις βάρος των πιστών και τους εκμεταλλεύονται, αλλά δεν μπορεί να στρέφεται ενάντια στους «χρήστες» και τις πεποιθήσεις τους. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να γκρεμίσουμε πρώτα την κοιλάδα των δακρύων, που γεννάει στον κόσμο την ανάγκη για (ολική ή μερική) νάρκωση –θρησκευτικού ή μη τύπου.

Να αφυπνιστεί ο λαός και να πραγματοποιήσει την έφοδο στον ουρανό, για να σταματήσει να αποζητά την επουράνια λύση. Να καθορίζει ο ίδιος τις τύχες του και να είναι κύριος της ζωής του κι όλων των όρων της, για να μην εναποθέτει τις ελπίδες του μοιρολατρικά στα χέρια άλλων σωτήρων ή μιας ανώτερης δύναμης, χωρίς να κινήσει και αυτός τη δική του χείρα. Οι μπολσεβίκοι μας έχουν δώσει παραδείγματα συνδυασμού της μαχητικής αθεΐας με τον απόλυτο σεβασμό των πιστών και των δογμάτων τους. Στην κοινωνία του μέλλοντος η ειδοποιός διαφορά θα είναι ότι κανείς δε θα μαθαίνει παπαγαλία στο σχολείο τη λατρεία ενός θεού, ούτε θα νιώθει την ανάγκη να τον βρει από μόνος του στη ζωή του.

Το βασικό είναι να συνειδητοποιήσουμε πως η υπέρβαση της άνωθεν τριλογίας δε θα ‘ρθει με άνωθεν διατάγματα που θα την καταργήσουν και θα τη βάλουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, μαζί με τα άλλα αστικά κατάλοιπα, αλλά έχει πρωτίστως θετικό περιεχόμενο, με την ωρίμανση παραμέτρων του αντικειμενικού και του υποκειμενικού παράγοντα. Και αυτό αποτελεί μπούσουλα κατά τη γνώμη μου και για άλλα κατάλοιπα της ταξικής προϊστορίας, όπως για παράδειγμα τις εμπορευματικές σχέσεις.

Αλλά αυτά θα τα δούμε κάποια άλλη φορά.

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

Ιστορία μου, αμαρτία μου

Το κείμενο αυτό γράφεται με αφορμή τη σημερινή επέτειο της ιστορικής ήττας του δημοκρατικού στρατού. Κι εδώ ο επιθετικός προσδιορισμός «ιστορική» έχει διπλή ανάγνωση. Αφενός υπονοεί μια ήττα ιστορικής σημασίας, που βάρυνε για πολλά χρόνια τους συσχετισμούς, τις εξελίξεις και την ανάπτυξη του κινήματος. Αφετέρου όμως επήλθε με τέτοιο τρόπο, μετά από έναν ηρωικό αγώνα και τις χρυσές σελίδες μιας ένδοξης δεκαετίας, που μας άφησε βαριά κληρονομιά και μας έδωσε –για εξίσου μεγάλο χρονικό διάστημα- ένα μεγάλο ηθικό πλεονέκτημα που απέρρεε από αυτό ακριβώς το ιστορικό κεφάλαιο.

Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις σε αυτόν τον τόπο, θα δεις το χνάρι του κουκουέ στην ιστορία και τους αγώνες του λαού του, ξέχειλο από αναμνήσεις κι ηρωικές μορφές. Κι αν μελετήσεις τη διαδρομή του θα νιώσεις τη ιστορία πυκνή, να διατρέχει την ατμόσφαιρα γύρω σου, σα να μπορείς να τη δεις και να την πιάσεις.

Το κόμμα αυτό έρχεται από πολύ μακριά και πηγαίνει εκεί που δεν έχει φτάσει κανείς μέχρι τώρα. Στην υπέρβαση της ταξικής προϊστορίας του ανθρώπου και την απαρχή της πραγματικής ιστορίας του είδους μας. Κι ίσως κάποτε, όταν έχει επιτελέσει τον ιστορικό του ρόλο και θα το μνημονεύουμε μεταξύ μας, να λέμε απλώς «το ιστορικό» (νέτα-σκέτα) και να συνεννοούμαστε –όπως στη γλώσσα των φιλάθλων ο όρος «ιστορικός» αναφέρεται στον πανιώνιο.

Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που το τμήμα ιστορίας είναι το καλύτερα οργανωμένο τμήμα της κετουκε ή τουλάχιστον το πιο ενεργό και παραγωγικό –αν και όλοι ξέρουμε κατά βάθος πως αυτό συμβαίνει γιατί ο μηχανισμός έχει γεμίσει με υπεράριθμα έμμισθα επαγγελματικά στελέχη, που κατέστρεψαν οικονομικά (και όχι μόνο) το κόμμα και μπούρου-μπούρου, και ιστορίες για αγρίους.

Το κόμμα είχε τη δική του ιστορία, κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά και στους τόμους του δοκιμίου. Ήταν τρεις λέξεις μοναχά, αγώνας και θυσία. Αλλά ας μην προεκτείνουμε τους συνειρμούς καλύτερα και στους επόμενους στίχους {εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά}, για να μη γίνουν προβοκατόρικοι.

Αυτό λοιπόν το κεφάλαιο το ‘χουν βάλει στο μάτι οι εχθροί του κόμματος –φορώντας ενίοτε και τη μάσκα του φίλου, για να γίνουν οι μασκοφόροι εκδικητές του- και το επιβουλεύονται με χίλιους δύο τρόπους. Γίνονται τιμητές της ιστορίας του κι ισχυρίζονται ταυτόχρονα τα πιο αντιφατικά πράγματα –κι όποιο πιάσει. Πως το κόμμα επιστρέφει ολοταχώς στο παρελθόν του στάλιν και του ζαχαριάδη, αλλά δεν τους αποκαθιστά ειλικρινά κι αποκλίνει από τις θέσεις τους. Ότι δανείζεται το σεχταρισμό τους, αλλά δεν ακολουθεί την τακτική συμμαχιών τους. Ότι προδίδει και ρίχνει στα τάρταρα το εαμ, αλλά μένει εγκλωβισμένο στα αδιέξοδα των λαϊκών μετώπων και τα ρηχά νερά του πατριωτισμού. Κι ότι ρέπει παλιμπαιδίζοντας προς την αρρώστια του αριστερισμού, δέσμιο μια δεξιάς στην ουσία της, κοινοβουλευτικής γραμμής που αναβάλλει την επανάσταση για τη δευτέρα παρουσία. Απ’ όλα έχει ο μπαχτσές. Δεν τους πιάνεις πουθενά.

Οι μεν λένε πως το κουκουέ είναι ένα κόμμα με πλούσια ιστορία, αλλά έχει μείνει σε αυτήν, κολλημένο στον περασμένο αιώνα, και πρέπει να περάσει μαζί του στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, όπως έλεγε και μια ψυχή, εκφράζοντας βασικά τους μύχιους πόθους τους. Ξεχνάν όμως πως όποιος δεν έχει ιστορία, δεν έχει και μέλλον. Κι είναι ακριβώς από τη σκοπιά του μέλλοντός μας που ο κομμουνισμός εκφράζει την προοπτική και την ελπίδα της ανθρωπότητας να ξεκινήσει η πραγματική της ιστορία. Και τα κομμουνιστικά κλείνουν μέσα τους, στο μέτρο του δυνατού, κάποια στοιχεία απ’ την κοινωνία του μέλλοντος.

Οι δε θυμούνται το ρεφραίν της ρίτας σακελλαρίου (που πήγαινε στα μπουζούκια να την ακούσει μια ψυχή) «ιστορία μου, αμαρτία μου», θεωρώντας όλη την ιστορία του κόμματος μια πελώρια αμαρτία –με προπατορικό αμάρτημα τις «πλάνες του ίδιου του μαρξισμού» ή τη «λενινιστική ανάγνωσή του». Κι επιδίδονται στη στείρα λαθολογία, παρουσιάζοντας το κουκουέ ως ένα κόμμα συνεχών λαθών και προδοσιών. Κι αν δεν ήταν το κόμμα, όλα θα είχαν κυλήσει καλύτερα στο μύλος της αντίδρ… εε… δηλ της ιστορίας κι ίσως να ήμασταν συνεπείς ως λαός στο μεγάλο πράσινο –και εσχάτως λίγο ροζ- ραντεβού με την ιστορία, που μας έστησε στη γωνιά για εκτέλεση. Ή αλλιώς πόσο πασόκοι είσαστε...

Κάποιοι πάλι το παίζουν ιστορία και πέφτουν πάνω της σαν αρχαιοκάπηλοι, να οικειοποιηθούν μορφές και σύμβολα που άφησαν εποχή, λέγοντας πως οι νικητές ξαναγράφουν την ιστορία του κόμματος και τον πρώτο τόμο καταπώς τους βολεύει. Η ιστορία όμως γράφεται συλλογικά, από την κίνηση των μαζών, κι εν προκειμένω με μαζικές συλλογικές διαδικασίες και συνδιασκέψεις κι όχι από παρέες, ή από ειδικές, συντακτικές επιτροπές.

Ενώ άλλοι κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια και, παραφράζοντας το γνωστό τσιτάτο των κλασικών που συμπυκνώνει τον ιστορικό υλισμό (και για τους φίλους ιστ-ματ), θεωρούν πως όλη η μέχρι τώρα κομματική ιστορία είναι ουσιαστικά η εξέλιξη της πάλης των τά(κ)σεων στο εσωτερικό του. Και μια αέναη διαδρομή του σισσύφου από το σεχταρισμό στο ρεφορμισμό και τούμπαλιν. Σπουδαίο πράμα η αυτογνωσία, ακόμα και (ότ)αν την προβάλλει κανείς σε άλλους χώρους και πρόσωπα, πλην του εαυτού του.

Θα μπορούσαμε ακόμα να μιλήσουμε για τις διαλεκτικές έννοιες του λογικού και του ιστορικού στο μαρξ, και πώς τις συνδέει στον τίτλο της η «λογική της ιστορίας» του σοβιετικού βαζιούλιν. Ή να χαριτολογήσουμε για το θουκυδίδη, που ήταν ο πατέρας της ιστορίας γιατί… ερωτοτροπούσε με τη μητέρα της –κατά το γνωστό ‘ευφυολόγημα’ για το μαρξισμό και το φλωράκη, που είχε στενή σχέση με τη μαμά πατρίδα του πατερούλη. {Και προσέξτε πόσο αρμονικά (διαλεκτικά θα λέγαμε στη δική μας διάλεκτο) συνδυάζονται τα δύο γένη στη σοβιετική μητέρα πατρίδα, με τα πάτρια εδάφη, σε ένα τέλειο, ερμαφρόδιτο σύνολο, που είναι άρτιο και δεν του λείπει τίποτα: ούτε το ταξικό, ούτε το εθνικό). Μέχρι που αυτή τα γ… δηλ τα μούσκεψε και μουσκεύτηκε η πλάση, που ήταν κατά το ένα τρίτο της ξηρά και σοσιαλιστική, αλλά μαζί με την ξηρά μούσκεψαν και τα χλωρά. Και ζήσανε αυτοί καλά κι οι λαοί χειρότερα.

Γιατί οι δικές μας ιστορίες, μπορεί να είναι όμορφες αλλά συνήθως δεν έχουν αίσιο τέλος –τα χάπι εντ είναι εξάλλου αμερικανιές, χωρίς ανθρώπινη μυρωδιά- παρά μονάχα ένδοξο, και κατά βάση δεν τελειώνουν ποτέ. Σε κάθε περίπτωση, όπως λέει κι ο τζατζάνης στο βιβλίο που έβγαλε το 91’, ήταν η πιο όμορφη ιστορία-περιπέτεια, μακριά από τα προβλέψιμα κλισέ των νερόβραστων παραμυθιών, κι ευχαριστούμε ευγνώμονες τους πρωταγωνιστές της που μας την χάρισαν –κι ας μη φτάσαμε τελικά στην ιθάκη, στην τελευταία σκηνή.

Κι αν τώρα ξέβρασε η πόρνη –σαν την μπάλα του όσιμ- η ιστορία αρχαία οράματα, και οι αστοί ιδεολόγοι βιάστηκαν να κηρύξουν το τέλος της, δεν είναι (μόνο) ότι επέσπευσαν το τριπλό σφύριγμα, για να σπεύσουν να κλειδώσουν τα επισφαλή τους οφέλη, αλλά γιατί γνωρίζουν πως η ιστορία είναι συνυφασμένη με τους κομμουνιστές και τον αγώνα τους –κι ουσιαστικά το δικό μας τέλος θέλησαν να διακηρύξουν τότε, ως μύχιο πόθο τους. Κι αντιστρόφως, η ήττα των κομμουνιστών, θα σήμαινε το προσωρινό σταμάτημα του ρολογιού της ιστορίας που όσο προχωρά μπροστά, πλησιάζει νομοτελώς στο ιστορικό τέλος της αστικής τάξης –εκτός κι αν προλάβει να μας θάψει όλους μαζί αυτή, ινα πληρωθή το δεύτερος σκέλος της ‘προφητείας’ «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα».

Αν θέλουμε λοιπόν η ιστορία να φανεί καλή μαζί μας, πρέπει να την πάρουμε στα χέρια μας και να τη γράψουμε εμείς με πράξεις. Και μπορεί η ιστορία να μη γράφεται με αντιδιαλεκτικές υποθέσεις και με τα «αν», όμως… αν ξυπνήσουμε μονομιάς, θα ‘ρθει ανάποδα ο ντουνιάς.


¡Hasta la historia siempre!

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2008

Με αγάπη από τη σαβιέτσκι σαγιούζ

Στη μάνα μου οφείλω το ζην. Και στη ναντέζντα κονσταντίνοβα οφείλω το ότι με έφερε σε επαφή με τη θρυλική μπροσούρα του νίκου ζαχαριάδη "Ο κομμουνιστής λαϊκός αγωνιστής, μέλος του ΚΚΕ". Που είναι ό,τι πλησιέστερο σε οδηγίες για την επίτευξη του ευ ζην.

Ακολουθώντας λοιπόν πιστά κι απαρέγκλιτα όσα λέει ο σύντροφος γραμματέας σε αυτή τη μπροσούρα (να δούμε τι θα γίνει με το ανοιχτό παράθυρο τώρα που χειμωνιάζει) αποφάσισα να μάθω ρώσικα.
Ή μάλλον ρούσικα, όπως τα λέει ο ζαχαριάδης, για να 'μαστε κι εντός γραμμής. Που ως λέξη μοιάζει περισσότερο με το πρωτότυπο ρούσκι κι ίσως είναι σωστότερο.

Από τα μαθήματα αυτά κερδίζω πολλές γνώσεις. Κι όχι απαραίτητα γλωσσικές.
Όταν μιλάς με άτομα που έζησαν στη σοβιετική ένωση, δεν είναι δυνατόν να μην πάει εκεί η κουβέντα. Και τέτοιο ακριβώς είναι κι η καθηγήτριά μου.

Ξεκινάμε με το ρήμα είναι.
Το οποίο είναι βασική έννοια και είναι απ' τα πρώτα πράγματα που νιώθει την ανάγκη να εκφράσει ο άνθρωπος.
Έλα όμως που οι ρώσοι δεν το έχουν!
Έχουν κάτι που του μοιάζει αλλά είναι σε αχρησία και μπαίνει μόνο ως απρόσωπο με την έννοια του υπάρχει.
Έτσι αν θέλεις να περιγράψεις κάποιον και να πεις κάποια πράγματα για αυτόν, τα λες κατευθείαν, χωρίς ρήμα.
Αυτός κομμμουνιστής. Αυτός κομματικός. Αυτός γκορμπατσόφ. Αυτός νομενκλατουρίστ. Αυτός διευθυντής σε εργοστάσιο. Και πάει λέγοντας.

Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η απουσία κάποιας λέξης που να αντιστοιχεί στην έννοια "κύριος".
Ίσως κάποιοι θυμάστε τη μαρούσκα από τους δύο ξένους με την κλασική απάντηση ντα γκασπαζά. Όμως το γκασπαντίν, γκασπαζά αντιστοιχεί περισσότερο στην έννοια του αφεντικού. Δηλ ακριβώς αυτό που ήταν η ντένη μαρκορά για τη μαρούσκα.
Πιο συχνό είναι το γνωστό ταβάριτς που εμείς μάθαμε να το μεταφράζουμε ως σύντροφος. Έχει όμως κι ευρύτερη έννοια και σημαίνει περίπου ό,τι και το δικό μας φίλος.

Η αλίσια (η καθηγήτρια) λέει ότι άμα πας στη ρωσία και πεις σε καμιά μπάμπουσκα γκασπαζά θα παραξενευτεί ή μπορεί να μη γυρίσει καν να σε κοιτάξει. Δεν έχει μάθει να ανταποκρίνεται σε τέτοια προσφώνηση.

Αυτή η έλλειψη βέβαια οδηγεί σε αρκετά κωμικά περιστατικά με προσφωνήσεις του στιλ "ε, συ με το καπέλο" ή "ε, εσύ με τα γυαλιά".
Είναι όμως πολύ χαρακτηριστική για τη νοοτροπία αυτού του λαού (ακόμα κι αν είναι απλό κατάλοιπο από την εποχή του πρωτόγονου γένους).
Τα τελευταία χρόνια ωστόσο το γκασπαντίν-γκασπαζά αρχίζει να ακούγεται περισσότερο.
Σημεία των καιρών...

Μέχρι στιγμής τα ρωσικά είναι η φρίκη κάθε ευσυνείδητου αστού.
Δεν υπάρχει το ρήμα είμαι για να εκφράσει τον εαυτό του, ούτε καν τα ατομικά του δικαιώματα.
Και δεν υπάρχει καν ιεραρχία και σεβασμός στους τύπους.
Αφεντικά και δούλοι ταβάριτς γίναμε ούλοι...

Πάμε τώρα στα σημεία του ορίζοντα.
Γιουγκ σημαίνει νότος, εξ ου και γιουγκοσλαβία.
Οι γιούγκοι είναι κατ' ουσίαν οι νότιοι σλάβοι. Κι οι βόρειοι αδερφοί τους είναι οι ρώσοι. Ένας δεσμός που έφτασε στο αποκορύφωμά του με την ιδεολογία του πανσλαβισμού και διερράγη μόνο στα χρόνια του κροάτη τίτο.
Σεβέρ αντίθετα είναι ο βορράς. Από εκεί πήρε το όνομά της κι η σιβηρία με τους πάγους.

Ζανάντ σημαίνει δύση.
Με αυτή τη λέξη οι ρώσοι εννοούν αποκλειστικά την ευρώπη.
Όχι την αμερική. Αυτή τους πέφτει πιο κοντά από την πλευρά της σιβηρίας και για αυτό θεωρούν πως την έχουν στα ανατολικά τους.

(Κάποτε κόντεψα να μαλλιοτραβηχτώ στη μέση του δρόμου με μια φίλη για αυτό το πράγμα.
Δεν εννοούσε να παραδεχτεί ότι η γη είναι στρόγγυλη και δε σταματάει στον ειρηνικό όπως στους χάρτες για να υπάρχει καθορισμένη ανατολή και δύση για όλους.
Οποιοδήποτε σημείο στον χάρτη είναι ταυτόχρονα και ανατολικά μας και δυτικά μας. Το θέμα είναι από ποια πλευρά είναι πιο κοντά για να το φτάσουμε.
Έτσι δεν είναι;)

Ανατολικά ή δυτικά, το σημαντικό μια φορά είναι ότι ο αμερικάνικος τρόπος ζωής κάνει θραύση ήδη από τη δεκαετία του 80. Ειδικά στη νεολαία.
Ο σοβιετικός κυριούλης μας διηγούνταν μια φορά ότι ο ίδος ως κνίτης στην ελλάδα πάλευε στο δεκαπενταμελές να μην κάνουν χορό σε ντισκοτέκ. Κι όταν τον έστειλε με υποτροφία το κόμμα στη σοβιετία να σουδάσει, είδε την κομσομόλ υπεύθυνη για τις τοπικές ντισκοτέκ.
Με τζένγκις χαν κι άλλα προοδευτικά συγκροτήματα.

Αν αυτά γίνονταν τότε, ο καθένας φαντάζεται πώς έχουν τα πράγματα σήμερα.
Αυτή την εικόνα πλασάρουν τουλάχιστον τα μέσα. Γιατί δεν ξέρω πόσοι έχουν πραγματικά την οικονομική δυνατότητα να ακολουθήσουν το λαϊφστάιλ και τις επιταγές του.
Όσο να 'ναι όμως αλλάζουν ο τρόπος ζωής κι οι συνειδήσεις. Το βλέπουμε και στην χώρα μας αυτό.

Η ανατολή τέλος είναι βοστόκ.
Από εκεί βγαίνει μεταξύ άλλων και το γνωστό βλαντιβοστόκ για το οποίο ακολουθεί ειδική ιστορία.

Η ίδια φίλη -φέρουσα όλες τις τρίχες της- έφαγε κόλλημα και με ρωτούσε γιατί της θυμίζει κάτι το βλαδιβοστόκ και από πού μπορεί να το ξέρει.
Οπότε αρχίσαν οι αντιδιαλεκτικές μαντεψιές.
-Από το σύνθημα πέρα από τη μόσχα και το βλαδιβοστόκ είναι κι εκεί πατρίδα με σοσιαλισμό.
-Όχι.
Από τον υπερσιβηρικό, όπου ταξιδεύεις για μέρες και είναι η μεγαλύτερη σιδηροδρομική γραμμή στον κόσμο. (σ.σ:συνδέει ευρωπαϊκή ρωσία με ειρηνικό)
-Όχι.
-Μήπως από τα Βοστόκ I και II που έστειλαν οι σοβιετικοί στο διάστημα;
-Όχι. Μα κι αυτοί βοστόκ βρήκαν να το πουν; Ανατολή;
-Ε και πώς να το έλεγαν; Λαοκράτη;
-Όχι ρε παιδί μου. Αλλά τον Μιρ πχ πώς τον είχαν ονομάσει ειρήνη;
-Ναι αλλά Μιρ σημαίνει και κόσμος. Που πάει να πει οικουμενικά, διαταξικά προβλήματα, ειρηνική συνύπαρξη κτλ. Είχε διπλή σημασία. Γι' αυτό την πήγαιναν τόσο στα χρόνια της περεστρόικα της διπρόσωπης...

Η συζήτηση πήγε αλλού και το μυστήριο μπήκε στο αρχείο.
Σκεφτείτε όμως: πόσες γλώσσες έχουν την ίδια λέξη για τον κόσμο και την ειρήνη;
Φοβερή σύνδεση, πραγματικά...

Πάμε τώρα στο βλαδιβοστόκ (νοητά εννοείται γιατί είναι στου διαόλου).
Το οποίο μου το περιέγραψαν ως ένα λονδίνο του ειρηνικού όπου έχει απίστευτη υγρασία και βρέχει συνέχεια.
Μεταξύ άλλων άκουσα τα εξής ενδιαφέροντα:

Οι σοβιετικοί χρειαζόντουσαν βίζα για να πάνε εκεί πέρα.
Για την καμτσάτκα και την σαχαλίνη που ήταν λίγο παραπέρα χρειαζόταν άλλη βίζα λες και ήταν διαφορετικό κράτος. Κι αυτά επί γκόρμπι και περεστρόικα που έπνεε ήδη ο παγωμένος άερας της αλλαγής των σκόρπιονς...
Όλα αυτά τα μέρη ήταν τρόπον τινά παραμεθόριες περιοχές και για αυτό υπήρχαν δρακόντεια μέτρα. Σε σημείο μάλιστα που δεν κυκλοφορούσαν τουριστικοί οδηγοί πόλης γιατί τα στοιχεία που θα έδιναν θεωρούνταν απόρρητα!!

Η αλίσια βρέθηκε εκεί το 86 με τον πατέρα της.
Χωρίς να έχουν κάνει τίποτα, ήταν ύποπτοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου και υπήρχαν ειδικοί άνθρωποι να τους παρακολουθούν.
Οι κατάσκοποι δε νοιάζονταν καν να κρυφτούν για να είναι μυστικοί. Πήγαιναν μαζί τους στις βόλτες, τα μαγαζιά, τις πλατείες, ακόμα και στο σινεμά. Για την τουαλέτα δεν ρώτησα.

Έτσι ωραία ήταν τότε τα πράγματα. Όλοι οι ταβαρίτσι μια ωραία αγαπημένη οικογένεια. Με κοινές δραστηριότητες και ψυχαγωγία. Για να ενισχύεται το αίσθημα αληλεγγύης. Και να ανεβαίνει το επίπεδο και η κουλτούρα...
Ήταν τα χρόνια που η γιοβάννα στις περιοδείες της στις ΛΔ και τις ΣΔ τραγουδούσε
Οι ταβάριτς ξενυχτάνε με έναν μυστικό, ω-ω-ω,
έτσι κάνω κι εγώ...

Μετά το πήρε η αλέξια και το έκανε διασκευή.

Ζούσαμε ωραία στη μικρή μας δημοκρατία, όπως έλεγε ο υπουργός στις ζωές των άλλων. Εννοώντας με το μικρή την έκταση της λδγ, όχι τη δημοκρατία αυτή καθεαυτή.

Υστερόγραφα:
-Στάλινγκραντ ως τοπωνύμιο δεν υπάρχει ήδη από την εποχή του χρουτσόφ (ονομάζεται ως σήμερα βόλγογκραντ). Και το λένινγκραντ μετονομάστηκε επισήμως από το 91, αλλά ζει για πάντα στις καρδιές μας ως τέτοιο. Το ίδιο κι η ζενίτ.
Το ότι μέσα σε όλη αυτή τη δίνη θα υπήρχε πόλη που να τη γλιτώσει, ξεπερνούσε τη φαντασία μου.
Κι όμως...!

Ένα μικρό γαλατικό καλίνινγκραντ αντιστέκεται και ελπίζουμε να εξακολουθήσει να αντιστέκεται -ως προς το όνομα τουλάχιστον- στις ορδές του κατακτητή!
Αν δεν πρόκειται για κάποια ακραία συνεπωνυμία, η πόλη πήρε το όνομά της από τον μιχαήλ καλίνιν, τον -αν δεν απατώμαι- πρώτο πρόεδρο της ΕΣΣΔ και σημαίνον στέλεχος των μπολσεβίκων (έφτασε και στο πολιτμπιρό).

Για τον καλίνιν πόλη, για τον κοσύγκιν άγαλμα...
Και για τον λιγκατσόφ ούτε ένα χωριουδάκι. Ντροπή...

-εν παρόδω, το εκδοτικό μας κυκλοφόρησε πρόσφατα μια επιλογή από άρθρα παιδαγωγικού περιεχομένου του καλίνιν και της ναντέζντα κονσταντίνοβα.
Συλλεκτικό κομμάτι! Αναζητήστε το.

-Την ύπαρξη πόλης με το όνομα καλίνινγκραντ την έμαθα από τα διεθνή ενός μεσοβδόμαδου ριζοσπάστη.
Στο ίδιο φύλλο αναφερόταν ότι στον σημερινό κυριακάτικο θα υπήρχε αναλυτικό ρεπορτάζ για την οκτωβριανή επανάσταση.
Με όλες τις τελευταίες δραματικές λεπτομέρειες φαντάζομαι.
Επειδή εδώ και λίγο καιρό τον ρίζο τον διαβάζω από το ίντερνετ και στην κυριακάτικη έκδοση δε μπαίνει το ένθετο, παρακαλώ θερμά όποιον σύντροφο διάβασε το αφιέρωμα του επτά μέρες μαζί, να με ενημερώσει το ταχύτερο δυνατόν για τα τελευταία νέα στο μέτωπο της επανάστασης...

Πριν γίνω γοργόνα και πάρω σβάρνα τα πελάγη να ρωτάω αν ζει η σοβιετική ένωση...