Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δημητριάδη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα δημητριάδη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Πίσω από το Ντόνετσκ δεν υπάρχει γη

Μια μέρα θα ξανάρθουμε και η γη θα τρέμει. Όχι ο άδωνις και οι σιχαμεροί ομοϊδεάτες του –αυτοί άλλωστε δεν έφυγαν και ποτέ από το προσκήνιο· μονάχα δέρμα άλλαζαν. Θα ξαναγυρίσουμε, όπως ξανανέβηκε στο ντόνετσκ της ουκρανίας η σοβιετική σημαία, φλογίζοντας ξανά μετά από χρόνια τις ψυχές εκατομμυρίων ανθρώπων.

Θυμάμαι στο ποδόσφαιρο πριν από καμιά δεκαριά χρόνια που πρωτοεμφανίστηκε η ομάδα της πόλης στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, σπάζοντας το «μονοπώλιο» της ντιναμό κιέβου, ενώ εμείς προβληματιζόμασταν πώς προφέρεται το όνομά της. Και ο πανούτσος τρόλαρε στο μέγκα έναν αθλητικό συντάκτη της σούπερ μπάλας, που την είχε προφέρει «σαχτιόρ» και του ‘λεγε: «περάσαμε όμορφα κι ευτυχισμένα χρόνια λέγοντας αυτή την ομάδα σαχτάρ ντόνετσκ και τώρα έρχεσαι εσύ να μας τα ανατρέψεις όλα;» Εντάξει, δεν ξέρω σε πόσους φαίνεται αστείο έτσι, ίσως να χάνει αν δεν το βλέπεις ζωντανά, αλλά διατηρεί ακέραια τη σημειολογία του.

Οι σοβιετικοί πολίτες του ντόνετσκ πέρασαν πραγματικά όμορφα κι ευτυχισμένα χρόνια, μέχρι που ‘ρθε ένας ουκρανός γόνος κουλάκων, επικεφαλής της αντεπανάστασης και της διαφημιστικής καμπάνιας της πίτσας χατ, να τα ανατρέψει όλα –ή ό,τι είχε μείνει όρθιο τέλος πάντων. Και τώρα που τον ξέβρασε η ιστορία –ή μάλλον το τέλος της- σα στυμμένη λεμονόκουπα, έχει μείνει στα αζήτητα κι ούτε για συντάκτης σε μεταμεσονύκτιες εκπομπές του κρατικού μέγκα δε θα περνούσε η μπογιά του. Όπως ξεφτίζει γενικώς δηλ σε διεθνή κλίμακα η μπογιά της σοσιαλδημοκρατίας πλέον.

Περνούσαμε ωραία στη μικρή μας δημοκρατία, όπως λέει στις ζωές των άλλων, προς το τέλος της ταινίας, ο διεφθαρμένος υπουργός της λδγ. Όπου η φράση «μικρή δημοκρατία», πονηρά βαλμένη, δεν υπονοεί μόνο τη μικρή σε έκταση ddr, αλλά και την ποιότητα της λαϊκής δημοκρατίας της. Μόνο που, όπως σημείωνε έναν αιώνα πριν ο βλαδίμηρος, η χειρότερη σοσιαλιστική δημοκρατία είναι εκατομμύρια φορές πιο δημοκρατική από την καλύτερη αστική δημοκρατία. Και δεν είναι μόνο ποσοτικό το ζήτημα, αλλά πρωτίστως ποιοτικό, καθώς το προλεταριάτο και οι σύμμαχοί του επιβάλλουν τη δικτατορία τους σε μια χούφτα εκμεταλλευτών που χάνουν τα προνόμιά τους.

Κι ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Η σοβιετική δημοκρατία ήταν 1,5 με 2 εκατομμύρια φορές ανώτερη από τη δική μας αστική δημοκρατία, που απολαμβάνουμε σήμερα. Μία φορά για κάθε άνεργο στα μητρώα του οαεδ, τη στιγμή που στη σοβιετία το γραφείο εύρεσης εργασίας είχε μείνει χωρίς δουλειά και αντικείμενο, ήδη από το 1930. Κι έλα μετά να συζητήσουμε τι σημαίνει πρόοδος και τι οπισθοδρόμηση ή ποιος έχει μείνει κολλημένος στη δεκαετία του 30’.

Σκέφτεσαι τη σημερινή απεργία και το μυαλό σου αρχίζει να παίζει διασκευασμένα τα τραγούδια της συγκέντρωσης στο πικάπ του.
«Δεν είναι αργία, είναι ανεργία», εφιαλτική και μακροχρόνια για την (αν)εργατική τάξη και τη νεολαία της.
«Λιώνουν τα νιάτα μας στην ανεργία» και «με τα κομμάτια μας» χτίζεται το σαξές στόρι της πλουτοκρατίας και των αμύθητων κερδών της.

Γιατί να είμαστε όμως μίζεροι και αρνητικά προκατειλημμένοι; Οσονούπω θα βάλουμε τα καλά μας, τα μεταξωτά και να φυσάει, και θα βγούμε στις αγορές να παζαρέψουμε τα φιλέτα μας αντί πινακίου φακής. Και ο λαός θα μείνει στην απέξω, να κοιτάζει τις βιτρίνες σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα και ούτε καν να αγγίζει. Αν όμως δε βρούμε τελικά δάνεια στις αγορές, θα φταίει μάλλον η σαββατοκυριακάτικη αργία, που ήταν κλειστή η εκτ (ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα) και δε βρήκαμε λεφτά να ψωνίσουμε. Να την καταργήσουμε λοιπόν κι αυτή να τελειώνουμε (την αργία, όχι την τράπεζα).

Και δεν είναι μόνο τα δύο εκατομμύρια (επισήμως) ανέργων αλλά και η εργαζόμενη μειοψηφία που σκύβει το κεφάλι, γιατί φοβάται κι αυτή τον μπαμπούλα της ανεργίας, ή έχει στο σπίτι της άλλους ανέργους να θρέψει –ένας τουλάχιστον εργαζόμενος σε κάθε σπίτι, όπως υποσχόταν κι ο γαπ. Και το ζυγίζουν δύο και τρεις φορές, προτού κάνουν το βήμα να απεργήσουν: εκείθε με τα χρήματα, εδώθε με τον χάρο της απόλυσης και την αξιοπρέπεια, που ωστόσο δεν τρώγεται, και με τον εφιάλτη της ανεργίας. Για να ξεκινήσεις από την αρχή να κυλάς το βράχο του σίσσυφου, ώσπου να προσαρμοστείς, να γίνεις ελαστικός, φτηνός, ανταγωνιστικός, σύγχρονος με τις εξελίξεις των καιρών.

Μας κάνουν να ντρεπόμαστε, να εσωτερικεύουμε την ενοχή, το φταίξιμο για αυτή την κατάσταση, να γινόμαστε ανθρωπάκια με περισσευούμενα προσόντα, αλλά λιγοστή πείρα –επαγγελματική και κινηματική-αγωνιστική. Όμως καμία ανεργία δεν είναι ντροπή –για να παραφράσουμε μια γνωστή φράση. Ντροπή είναι να  μην πνίγουμε στο αίμα αλλά στα δάκρυα το θυμό μας για αυτό που γίνεται, που είναι ντροπή και στίγμα για όλη την κοινωνική πρόοδο, την ανθρωπότητα στο κατώφλι του 21ου (καπιταλιστικού μεσ)αιωνα.
Ντροπή στον εργάτη στο σκλάβο ντροπή στο αίμα αν δεν πνίξει μια τέτοια ζωή.

Ούτε ένας χαφιές δουλειά να μη βρίσκει
Χριστούλη μου όμορφη που ‘ναι η προφητεία αυτή
Ναι αλλά ο χριστούλης, ακόμα κι αν ήταν ο πρώτος κομμουνιστής, όπως λένε μερικοί –που δεν ήταν, αλλά δε θα μαλώσουμε γι’ αυτό τώρα- δεν πρόκειται να κάνει κάτι γι’ αυτό αν εμείς γινόμαστε προδότες της τάξης μας και του αγώνα της. Ή αν δεν κουνήσουμε το χεράκι μας (συν αθηνά) και εναποθέσουμε τις ελπίδες μας στη δευτέρα παρουσία και τη σωτηρία που θα έρθει σα μάννα εξ ουρανού –κι όχι με έφοδο στον ουρανό, για να βρούμε το κρυμμένο μάννα.

Να σου δώσω λοιπόν εγώ μια άλλη προφητεία. Θα ξαναγυρίσουμε κι η γη θα γίνει κόκκινη. Ή κόκκινη από ζωή ή κόκκινη από θάνατο. Σαν την κόκκινη σοβιετική σημαία που υψώθηκε προχτές στο ντόνετσκ της ουκρανίας.

Θα φροντίσουμε εμείς γι’ αυτό...

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Το φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον

...δε θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον

Από τη στιγμή όμως που οι έλληνες κομμουνιστές ξέχασαν να πεθάνουν οικειοθελώς, όπως μας είπε τις προάλλες ο πολύς ζίζεκ, επιβάλλεται να ακολουθήσουν την ίδια τακτικά και να εφαρμόσουν τα ίδια μέτρα. Κι οι καταλληλότεροι για να επιτελέσουν αυτήν την ευθανασία είναι οι φασίστες. Οπότε πριμοδοτούνται με κάθε τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, ακόμα κι όταν τους «χτυπάει» σύσσωμο το αστικό πολιτικό σύστημα.

Γιατί η μόνη περίπτωση να γίνει συμπαθής η χρυσή αυγή είναι να τους «επιτεθεί» έμπλεος υποκρισίας ο εσμός των αστών δημοσιογράφων και να τους «σταυρώσει» φορώντας τους φωτοστέφανο στα μάτια του κόσμου. Οι άνθρωποι αυτοί είναι επικίνδυνοι. Κατόρθωσαν να καταστήσουν συμπαθή ακόμα και τον γιωργάκη, στηρίζοντας απροκάλυπτα το βενιζέλο, στις εσωτερικές εκλογές του πασόκ. Ο μόνος τρόπος να μη βγουν χαμένοι οι φασίστες είναι να μην εκτίθενται τηλεοπτικά και να μην εμφανίζονται στα κανάλια. Κι ο μόνος τρόπος να βγουν κερδισμένοι από όλη αυτή την ιστορία είναι να φαίνονται αποκλεισμένοι από το γυαλί, επειδή είναι αντισυστημικοί και τους φοβάται το κατεστημένο.

Αλλά η θανάσιμη αγωνία του καπιταλισμού ήταν και παραμένει ο κομμουνισμός. Κι η βασική αντίφαση των αστών πολιτικών και διανοητών, ακόμα και στην πιο δημοκρατική ή ριζοσπαστική εκδοχή τους, είναι ότι πρέπει να παρουσιάζονται ως διαπρύσιοι πολέμιοι του φασισμού, αλλά να τον ευνοούν πλαγίως κι υπογείως, να ταΐζουν τα μαντρόσκυλα του συστήματος ενάντια σε αυτούς που το απειλούν πραγματικά, που στοχεύουν στον πυρήνα του κι όχι στο περιτύλιγμα, στην καρδιά της πολυπλόκαμης αστικής εξουσίας κι όχι στα επιμέρους πλοκάμια της, που τα τρως και ξαναφυτρώνουν από την αρχή.

Γιατί αν σκέφτεσαι ταξικά από τη σκοπιά των εκμεταλλευτών κι έχεις αποφασίσει ότι αυτοί που άργησαν να πεθάνουν είναι οι κομμουνιστές, δε γίνεται να κάψεις έτσι εύκολα το χαρτί του φασισμού. Οπότε αφήνουν τους φασίστες στο μύλο του life style (που όλα τα αλέθει) για να τους παρουσιάσουν ακίνδυνους και γλυκούληδες, «απλούς ανθρώπους σαν κι εμάς». Τους βαφτίζουν άφρονες για να έχουν το ακαταλόγιστο. Τους εξομοιώνουν πολιτικά με τους κομμουνιστές, με την πολύ βολική θεωρία των άκρων, για να βγάλουν τον εαυτό τους στον αφρό του λογικού και δημοκρατικού κέντρου, μαζί με τον χυλό του «μεσαίου χώρου» όπου στριμώχνουν τον παροιμιώδη μέσο ανθρωπάκο, τον μονίμως μέτριο και πάντα μετρημένο. Κι ύστερα λένε τα ίδια ακριβώς με τους φασίστες, αλλά από τη θέση του «δημοκράτη»: από την ελληνική ιστορία, μέχρι την εε και τους μετανάστες.

Και σε περιόδους κρίσης δίνουν το ελεύθερο στους φασίστες να πετύχουν με το μαστίγιο, ό,τι δεν κατάφεραν οι σοσιαλδημοκράτες (παλιάς και νέας κοπής, με κλασικό ή ριζοσπαστικό ένδυμα) με το καρότο. Κι αυτό δεν είναι η «αναγέννηση» της τρίτης περιόδου της κομιντέρν και της παλιάς θεωρίας του σοσιαλφασισμού, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε το νέο κραχ και τη σύγχρονη δημοκρατία της βαϊμάρης. Αλλά απλή ανάλυση της σύγχρονης ιστορίας κι εξαγωγή συμπερασμάτων.

Ο φασισμός δεν έρχεται απ’ το μέλλον, καινούριο κάτι τάχα να μας φέρει
(...) μα πάλι θε να απλώσει σαν χολέρα, πατώντας πάνω στην ανεμελιά σου

Το βασικό πρόβλημα σήμερα είν’ αυτό της (μη) κατανόησης, στην οποία αναφέρεται η προστακτική στον τίτλο: κατάλαβέ τον. Κι ίσως μια βασική πτυχή του να είναι ότι το πρώτο που μας έρχεται στο μυαλό σχετικά με τα χθεσινά είναι το τραγούδι της δημητριάδη, που είναι όπως και τότε επίκαιρο διαχρονικό, αλλά γράφτηκε 30τόσα χρόνια πριν. Ίσως το πρόβλημα – ή μία πτυχή του να είναι ότι στο ενδιάμεσο δε γράφτηκε τίποτα αντίστοιχο (ελάχιστα από ποσοτική άποψη και σχεδόν κανένα από ποιοτική) για να μιλήσει για το φασισμό της εποχής μας. Ότι μια καινούρια γενιά αγνοεί στην πλειοψηφία της την ύπαρξη του τραγουδιού. Κι αυτοί που το ήξεραν, έμαθαν να το ακούν μηχανικά, χωρίς να τους κάνει αίσθηση και να σκέφτονται τι σημαίνουν πραγματικά οι στίχοι.

Ο φασισμός πάτησε πάνω στην ανεμελιά και την επίπλαστη ευμάρεια του μέσου έλληνα που έχασε τα ταξικά γυαλιά του. Και τώρα αναζητεί μια ουτοπική επιστροφή στο μεταπολιτευτικό παρελθόν και την ανεμελιά του, χωρίς όμως το ριζοσπαστισμό της μεταπολίτευσης, που απέσπασε μια σειρά κατακτήσεις πριν πιαστεί στα δίχτυα της αλλαγής και εκφυλιστεί. Κι αυτό είναι που καθιστά ακόμα πιο ουτοπική αυτήν τη νοσταλγία του.

Ενώ όμως ονειρεύεται μια φυγή προς τα πίσω από τα αδιέξοδα της κρίσης και μια ρομαντική επιστροφή στο παρελθόν, έχει μάθει να θεωρεί τους κομμουνιστές κομμάτι του παρελθόντος που πέρασε ανεπιστρεπτί. Και τον κομμουνισμό μια ουτοπική θεωρία που δεν έρχεται από το μέλλον της ανθρωπότητας αλλά από την εποχή που γράφτηκε το τραγούδι της δημητριάδη κι από το παρελθόν που χρεωκόπησε.
Και εδώ εκδηλώνεται η σχιζοφρενική αντίφαση του χυλού που πλάθουν τα αστικά επιτελεία και τον πλασάρουν ως έτοιμη κοινή γνώμη για να καλύπτει αυτούς που δεν έχουν διαμορφώσει τη δική τους. Γιατί την ίδια στιγμή ο «μέσος έλληνας» φαίνεται να μαγεύεται από το «καινούριο» της αναπαλαιωμένης σοσιαλδημοκρατίας ή από τη σκουριά και τη ναφθαλίνη του φασισμού.

Κι αυτό δείχνει το μέτρο των δυσκολιών που έχουν μπροστά τους οι κομμουνιστές. Γιατί αν ο φασισμός ήταν η πολιτική απάντηση των αστών στο κραχ του 29 και την αυξανόμενη ακτινοβολία της σοβιετικής ένωσης και των κομμουνιστών, σήμερα η κρίση και ο νεοναζισμός ως πολιτικό παρεπόμενο της, βρίσκουν το κομμουνιστικό κίνημα αδύναμο και υπό αναδιοργάνωση, και πατάνε στα κενά και τις αδυναμίες του για να εξαπλωθούν.

Στο μεσοπόλεμο το εργατικό κίνημα ήταν μαζικό και οργανωμένο, οπότε μπορούσε να δώσει τη μάχη ενάντια στο φασισμό από καλύτερες θέσεις – αν και όχι πάντα νικηφόρα. Ενώ σήμερα αυτά τα δύο στοιχεία (μαζικότητα και οργάνωση στους χώρους δουλειάς) δεν παραμένουν απλώς ζητούμενο, αλλά απέχουν πολύ από την πραγματικότητα.

Σε κάθε περίπτωση, η αντιμετώπιση του φασισμού κι ειδικότερα της χρυσής αυγής περνάει σήμερα σε άλλο επίπεδο. Όσο η τελευταία ανήκε αντικειμενικά στο περιθώριο, έβρισκε αντίβαρο στη δράση και τα αυτοκόλλητα άλλων περιθωριακών δυνάμεων από τον αναρχικό και τον τροτσκιστικό χώρο. Σήμερα όμως θα ήταν εγκληματικό να αφήσουμε στα ίδια χέρια το καθήκον της απόκρουσης της. Τα χρυσά αυγά εκκόλαψαν το ναζιστικό φίδι και έγιναν χρυσόφιδα που δηλητηριάζουν τις συνειδήσεις των νέων παιδιών και της εργατικής τάξης. Και τώρα που αλλάζουν το αντισυστημικό τους δέρμα και δείχνουν το πραγματικό τους πρόσωπο έχει έρθει η ώρα να πέσουν σε χειμερία νάρκη διαρκείας και να επιστρέψουν στις τρύπες τους.

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

Έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη

Αύριο συμπληρώνονται δύο χρόνια από το θάνατο της μαρίας δημητριάδη. Η οποία όσο ζούσε τραγούδησε απίστευτα πράγματα. Εμένα προσωπικά μου αρέσουν ακόμα και τα ερωτικά της, όπως το σ’ αναζητώ, σε μια εύπεπτη ταινία, αρχές 70’, με τη ναθαναήλ και τον αντωνόπουλο. Αλλά ο δίσκος που μου έμεινε περισσότερο είναι τα πολιτικά τραγούδια που έβγαλε μαζί με τον μικρούτσικο. Όχι τόσο η δεύτερη πλευρά με τα ποιήματα του χικμέτ, όσο η πρώτη, με τους μελοποιημένους στίχους του μπίρμαν, που είναι μικροί ύμνοι στο μαρξισμό και μπαίνουν κατευθείαν στην καρδιά σου.


Όπως στο έτσι πρέπει να γίνει, όπου η πρώτη στροφή είναι μακράν ο καλύτερος ορισμός που έχω βρει για τη νομοτέλεια. Έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη. Είτε από ζωή, είτε από θάνατο, κατά το γνωστό σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. Αλλά θα φροντίσουμε εμείς γι’ αυτό. Τίποτα δεν θα έρθει από μόνο του.

Τι απέγινε όμως ο βολφ μπίρμαν; Κατά καιρούς άκουγα ότι είχε περιέλθει στους κόλπους ή τα πέριξ του spd του σρέντερ, ότι πήρε θέση υπέρ του πολέμου στο ιράκ κι άλλα διάφορα που μου φαίνονταν ράδιο-αρβύλα, κυρίως γιατί δεν ήθελα να τα πιστέψω. Μεγαλώνοντας, άρχισα να βλέπω κι ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης σε κάποια τραγούδια του κι οι αμφιβολίες μεγάλωναν. Η μπαλάντα του ασφαλίτη μπορούσε να έχει γραφτεί για τη στάζι (συνεργάτες μου καλοί). Για να μην πούμε ποιους ακριβώς έχει βαρεθεί και θεωρεί ιδεώδεις υποτακτικούς, σε αυτή την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί από το τείχος του βερολίνου. Εκτός κι αν τα έγραφε για τους απέναντι. Που δεν τα έγραφε γι’ αυτούς, αλλά μπορεί ο καθένας να το εννοήσει όπως θέλει.

Ήμασταν που λες σε κάποια φάση με το παπαγαλάκι του κρεμλίνου και την τότε κοπέλα του κι αρχίζει να τραγουδάει. Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν, τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν. Με ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια. Τον κοιτάμε ξαφνιασμένοι κι αυτός γελάει με νόημα. Προφητικές καταστάσεις..

Κι είναι κι εκείνος ο στίχος που μια ζωή νόμιζα ότι λέει της νεολαίας νταντάδες και τελικά λέει γδαρτάδες, που είναι αδόκιμο στα ελληνικά και στέκει μονάχα ποιητική αδεία. Αλλά κανένας δεν το λέει έτσι. Στη συλλογική μνήμη έμειναν οι νταντάδες. Ξεφύγαμε όμως..

Όλα αυτά μέχρι που έπεσε στα χέρια μου σε ένα παλαιοπωλείο ένα τεύχος του πολίτη, παλιά επιθεώρηση των αναθεωρητών. Ο βολφ μπίρμαν, προσκεκλημένος στη γιορτή της εφημερίδας αυγή (ιούνιος του 77’) μίλησε με τους συνεργάτες του πολίτη για ορισμένες πλευρές της πολιτικής κατάστασης στην χώρα του, θίγοντας συνάμα και γενικότερα προβλήματα του σοσιαλισμού.
Το πήρα και κράτησα τα χειρότερα για το σπίτι.

Ο διαχωρισμός σε ουμανιστική και κομμουνιστική κριτική για τον οποίο μίλησα είναι σχηματικός. Πολλοί στη λδγ έχουν χάσει την πίστη ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί μια σοσιαλιστική κοινωνία. Η άποψη αυτή τροφοδοτείται από τη σταλινική πρακτική που αυτοαποκαλείται σοσιαλισμός και που δεν είναι παρά ένα τέρας αδικίας και μια αντιγραφή της αστικής κοινωνίας (ως πολιτική πρακτική).

Από εδώ πολλοί συμπεραίνουν ότι δεν έχει νόημα μια σοσιαλιστική κριτική στις σοσιαλιστικές σχέσεις. Ασκούν την κριτική τους από τη σκοπιά ενός γενικού ανθρωπισμού κι όχι με το σφρίγος και την τόλμη των κομμουνιστικών θέσεων. Πρόκειται για μια μορφή παραίτησης. Μετράνε την κοινωνία με έναν γενικό και συχνά αφηρημένο ανθρωπισμό κι όχι με βάση τις επαγγελίες του κομμουνισμού γιατί πιστεύουν ότι δεν είναι παρά ουτοπικές φαντασιώσεις που στην πράξη καταπατούνται κυνικά.

Η ηττημένη μπουρζουαζία, όλοι όσοι επιδιώκουν την επιστροφή στον καπιταλισμό, χρησιμοποιεί αυτό το λεξιλόγιο. Δε λένε, θέλουμε να επιστρέψουμε στον καπιταλισμό, αλλά θέλουμε περισσότερο ανθρωπισμό. Και το αντιδραστικό χριστιανοδημοκρατικό κόμμα τον ανθρωπισμό επικαλείται.

Εγώ όταν άκουγα τη λέξη ανθρωπισμός, πάντα κάτι με ξένιζε, είχα πάντα την υποψία ότι από πίσω καραδοκεί το αστικό ή και το φασιστικό κνούτο. Δεν πρέπει να είμαστε σεχταριστές απέναντι στους ουμανιστές, δεν είναι α πριόρι αντιδραστικά, αστικά κινήματα. Έχουμε ιστορική αποστολή να προασπίσουμε και να κατοχυρώσουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα που η μπουρζουαζία έγραψε στη σημαία της αλλά δε μπορούσε φύσει και θέσει να τα πραγματοποιήσει κι ας είναι κομμουνιστές αυτοί που τα ποδοπάτησαν και το κάνουν ακόμη.


Μικρή διακοπή για να ακούσουμε τη μουσική που παίζει στο νου από μέσα μας. Η ελευθερία για εμάς είναι μια ωραία γυναίκα έχει υπεργάστριο και υπογάστριο. Δεν είναι κάνα χοντρογούρουνο αστικό. Βαθιά ανάσα και συνεχίζουμε.

Η ιστορία του κουκουέ αποτελεί ένα τερατώδες παράδειγμα. Κανένα άλλο κόμμα δε ρούφηξε το φαρμάκι του σταλινισμού ως τον πάτο όσο το ελληνικό, δεν ακολούθησε με τόση συνέπεια το δρόμο της εξάρτησης απ’ την εσσδ, δεν έπεσε τόσο ηρωικά ακολουθώντας το λάθος δρόμο. Ακόμα νοσεί κι υποφέρει.

Το μέγεθος του πόνου δεν είναι εγγύηση για τη συναγωγή σωστών συμπερασμάτων. Το αντίθετο μάλιστα. Όσο πιο μεγάλα είναι τα σφάλματα που έκανε κανείς, όσο πιο βαθιά τον βούλιαξαν στο βούρκο, τόσο πιο ισχυρή γίνεται η ψυχολογική τάση άμυνας. Φοβάται μήπως δει τη ζωή του άσκοπα φαγωμένη, χωρίς νόημα, δε θέλει να πιστέψει ότι χρησιμοποιήθηκε,ι ότι ο αγώνας του ήταν μάταιος κι αρπάζεται απεγνωσμένα από αδύναμες ιδεολογικές κατασκευές για να μην καταρρεύσει.


Στη συνέχεια ο μπίρμαν αναφέρει έναν διάλογο με τον ερνστ φίσερ, γνωστός και στην χώρα μας από κάποια μαρξιστικά βιβλία.
-Ξέρεις ερνστ, ήσουνστέλεχος της κομιντέρν, έζησες όλη την τρομοκρατία και τις διώξεις τη δεκαετία του 30’, σύντροφοι που τους ξέρατε από δεκαετίας αγώνων, καταγγέλλονταν ξαφνικά σαν ποδότες και πράκτορες της γκεστάπο, ζήσατε πώς τους συλλάμβαναν, τους εκτελούσαν για πράγματα που δεν έκαναν, δε σας έδωσε αυτό σήμα κινδύνου για να ξυπνήστε, να αντιδράσετε;
-Ξέρεις βολφ, φυσικά και τα βλέπαμε όλα αυτά. Σκεφτόμασταν όμως ότι αν αυτά είναι όντως τόσο κυνικά και εγκληματικά όσο δείχνουν, τότε θα είναι κάτι τόσο τρομερό που δε μπορεί να συμβαίνει. Και τότε είπαμε, όχι δε μπορεί να συμβαίνει.
Απάντηση που ηχεί παιδαριώδης, αλλά είναι τίμια.


Εξυμνεί το ηθικό και πολιτικό σθένος συντρόφων σαν τον καρίγιο και την απασιονάρια που βρήκαν το θάρρος να αναγνωρίσουν και να διορθώσουν τα σφάλματά τους. Εμείς θέλουμε να αλλάξουμε ολόκληρο τον κόσμο, όχι μόνο τον εαυτό μας. Κάποιοι φοβούνται ότι αν το κάνουν αυτό η προηγούμενη ζωή τους δε θα έχει κανένα νόημα. Αλλά αν πριν πεθάνουν, δεν αρχίζουν επιτέλους να ζουν, τότε είναι που θα έχει πάει άσκοπα η ζωή τους. Θα βυθιστούν στο μαζικό τάφο όλων εκείνων των θυμάτων της σταλινικής περιόδου που πήραν τυφλά το δρόμο του χαμού.

Το κουκουέ εσωτερικού που δεν είναι τόσο στενοκέφαλο, δεν πρέπει να μείνει στην κριτική στο αφυδατωμένο κκε, και να πει απλώς, εμείς δεν είμαστε σαν κι αυτούς, αλλά να αναζητήσει νέους δρόμους, να πει θετικά τι θέλει, να πιάσει το νήμα του χαμένου ανθρωπισμού, που έγινε αφηρημένος. Γιατί τους περισσότερους δεν τους ενδιαφέρει η ετυμηγορία για το σταλινισμό, δεν είναι αυτό το πρόβλημά τους. Ως τώρα τόσο το κουκουέ εσωτερικού όσο και το κκε εξ (sic) παραμένουν δυο σέχτες υπνωτισμένες κατά κύριο λόγο η μία εναντίον της άλλης. Κοιτάζονται κατάματα σαν κοκόρια σε κοκορομαχία, ενώ γύρω-γύρω κάθεται η μπουρζουαζία και ψοφάει στα γέλια.

Δεύτερο μέρος, αλλαγή θεματολογίας.
Τα δύο γερμανικά κράτη υλοποιούν τη γερμανική ενότητα με θλιβερό τρόπο. Είναι οι πιο πιστοί σύμμαχοι των υπερδυνάμεων, οι οικονομικά πιο πετυχημένοι και πολιτικά πιο καθυστερημένοι. Όταν το spd στην οδγ ακολουθεί δεξιά πολιτική, ενισχύονται οι σταλινικοί δογματικοί μέσα στη λδγ. Όταν ο βίλυ μπραντ εφάρμοζε μια εν μέρει τουλάχιστον σοσιαλδημοκρατική πολιτική, η σταλινική γραφειοκρατία της λδγ βρισκόταν σε τεράστια αναταραχή.

Η ανάπτυξη του ευρωκομμουνισμού –όπου η τσεχοσλοβακία έπαιξε βέβαια πρωτοποριακό ρόλο- παίζει πιο σημαντικό ρόλο στις εσωτερικές εξελίξεις της λδγ από όσα συμβαίνουν στην οδγ. Μεγάλη επίδραση άσκησε το γεγονός ότι η νόιες ντόιτσλαντ δημοσίευσε αναγκαστικά τις ομιλίες των συντρόφων μπερλιγκουέρ, μαρσαί και καρίγιο στο βερολίνο. Ξαφνικά οι πολίτες της λδγ και προπαντός οι σύντροφοι στο κόμμα, βρέθηκαν να διαβάζουν απόψεις κομμουνιστών που σκέφτονται διαφορετικά, απόψεις απαγορευμένες για τις οποίες ένας απλός πολίτης που δεν είναι διάσημος όπως εγώ, θα έτρωγε πέντε με δέκα χρόνια φυλακή.

Η δική μου απέλαση το νοέμβρη του 76 πρέπει να ενταχθεί σε αυτό το πλαίσιο. Αυτό που σκέφτομαι και λέω δημόσια με τα τραγούδια μου, το έλεγα ήδη και πριν από δέκα χρόνια. Αλλά με πετάνε έξω τώρα γιατί η κοινωνία ωρίμασε και στα τραγούδια μου εκφράζονται οι ιδέες και τα αισθήματα πολλών αντιφρονούντων κομμουνιστών. Όπως στον οιδίποδα οι σταλινικοί γραφειοκράτες πέτυχαν αυτό ακριβώς που ήθελαν να αποφύγουν. Ταρακούνησαν από τον ύπνο τους πολλούς ανθρώπους για πρώτη φορά. Ξεφορτώθηκαν έναν μπίρμαν και φορτώθηκαν για αντάλλαγμα πολλούς άλλους.


Το κάτωθι έχει πιο πολύ ζουμί. Θα αρέσει και στον κομάντο.
Το σύστημα της πολιτικής καταπίεσης στις λεγόμενες σοσιαλιστικές χώρες αποτελεί ολοένα κι εντονότερα τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη των χωρών αυτών. Τις κινητήριες δυνάμεις του καπιταλισμού, δηλ το κυνήγι του κέρδους για τους καπιταλιστές και το άγχος της επιβίωσης για τους εργάτες τις έχουμε εξαλείψει σε μεγάλο βαθμό στις σοσιαλιστικές χώρες. Έχουμε αφαιρέσει από το οικονομικό σύστημα τον καπιταλιστικό ρυθμό, αλλά ελάχιστα έχουμε αποδεσμεύσει τη δημιουργική πρωτοβουλία των λαϊκών μαζών, που είναι και η μοναδική πηγή σοσιαλιστικής ανάπτυξης. Έχουμε ξεμοντάρει θα ‘λεγε κανείς τον καπιταλιστικό κινητήρα αλλά δεν έχουμε μοντάρει ακόμη τον σοσιαλιστικό κινητήρα, που είναι η δημιουργική πρωτοβουλία των μαζών.

Και το λαό, που σε αυτόν πέφτει ο κλήρος να σπρώξει το κάρο, τον στέλνουν να τρέχει πίσω από τον καπιταλισμό, έτσι που να κάνουμε στην ίδια ευθεία έναν αγώνα δρόμου χωρίς νόημα, με εντελώς άνισες δυνάμεις, που ο καπιταλισμός μπορεί πάντα να τον κερδίζει κι εμείς απλώς να λαχανιάζουμε πίσω του. Ο φίλος μου ο χάβεμαν είπε κάποτε σχετικά: θα κερδίσουμε πανηγυρικά αυτόν τον αγώνα δρόμου, από τη στιγμή που θα πάψουμε επιτέλους να τρέχουμε προς την ίδια κατεύθυνση. Ο σοσιαλιστικός εκδημοκρατισμός των σχέσεων στις ανατολικές χώρες δεν είναι ζήτημα ουμανισμού ή φιλελευθερισμού, αλλά οικονομική αναγκαιότητα.


Δεν επιτρέπεται να συνεχίσουμε να καλπάζουμε προς την ίδια κατεύθυνση μιας καταναλωτικής κοινωνίας της αφθονίας, γιατί τραβάμε απευθείας στην καταστροφή. Μόνο όταν η ανθρωπότητα οικοδομήσει τη σοσιαλιστική κοινωνία θα καταφέρει να λύσει το ενεργειακό, το οικολογικό πρόβλημα, όλους τους μελλοντικούς κινδύνους της αποκάλυψης. Κι ακριβώς επειδή ο σοσιαλισμός, ακριβώς επειδή ο κομμουνισμός είναι η μοναδική δυνατότητα της ανθρωπότητας να επιζήσει μακροχρόνια σε αυτόν τον πλανήτη, είναι δυο φορές πιο βαρύ το έγκλημα των σταλινικών που ποδοπατούν την ευκαιρία της ανθρωπότητας.

Και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο μας εξηγεί στο τελευταίο κομμάτι της συνέντευξής του ότι δεν υπάρχουν πολλά χρονικά περιθώρια για να είμαστε υπομονετικοί και να πούμε ότι οι δυνάστες έρχονται και παρέρχονται, αλλά οι λαοί ζουν αιώνια. Γι’ αυτό ακριβώς τάσσεται κατά της αστικής αρχής της μη επέμβασης και κριτικάρει τον τσαουσέσκου για τη θέση που πήρε στην τσεχοσλοβακία. Το έκανε λέει γιατί εφαρμόζει στην χώρα του το δικό του, βρώμικο, μικρό σταλινισμό. Προφανώς τα πάρε-δώσε του εσ. με τον τσαουσέσκου, ήδη ανήκαν στο παρελθόν το 77’.

Θέλω πάντα οι σύντροφοί μου να αναμειγνύονται στις υποθέσεις μου, δε θέλω όμως να είμαι ο σκλάβος κάποιων ισχυρών. Τα κκ πρέπει να ακολουθήσουν μια αυτόνομη πολιτική που να παίρνει υπόψη και τις συγκεκριμένες συνθήκες της χώρας τους. Κι αυτό εμπεριέχει μια αλληλεγγύη προς τις ανατολικές χώρες.

Τα παραπάνω είναι αποσπάσματα από τη συνέντευξη, με δική μου δημιουργική κοπτοραπτική και δεν παρατίθενται αυτολεξεί. Αλλά την ουσία την έχουν. Και πέρα από κάποια καλά αποσπάσματα, επιβεβαιώνουν τις υποψίες μας.

Όταν έβγαινε αυτός ο δίσκος (το 77 αν δεν κάνω λάθος) αποκλείεται να μην ήξερε ο μικρούτσικος τι νόημα είχαν οι στίχοι που μελοποιούσε, ή να μην ήξερε η δημητριάδη τι σήμαινε αυτό που τραγουδούσε. Πολύ πιθανόν ο πρώτος να εμπνεύστηκε τη μουσική για το δίσκο, ακριβώς με αφορμή αυτή την επίσκεψη.

Αλλά το συλλογικό θυμικό ξέρει να στρογγυλεύει τις αιχμές και να κρατάει μόνο τα καλά κι όσα έχουν μεγάλη σημασία. Και θυμάται την αξεπέραστη φωνή της δημητριάδη με νοσταλγία κάθε φορά που τραγουδάει: έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη. Θα φροντίσουμε εμείς γι’ αυτό. Σωποδήποτε.

Ακόμη κι αν χρειαστεί να κρατήσουμε όλοι την ανάσα μας, σαν τον μικρό πέπε από το αστερίξ, που γινόταν κατακόκκινος μέχρι να του κάνουν το χατίρι, για να μη σκάσει.

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Εδώ Πολυτεχνείο

Βουτιά στην κρυψώνα του παρελθόντος κι ιστορική αναδρομή.

Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός τους γείτονες που έβγαζαν σημαίες στα μπαλκόνια στις εθνικές επετείους. Κι εγώ έλεγα στους δικούς μου να βγάζουμε κι εμείς μια κόκκινη στις δικές μας γιορτές σαν την πρωτομαγιά.

Θυμάμαι ακόμα κάτι εκλογικά αυτοκόλλητα του κόμματος που τα κολλούσα στο μάρμαρο της μπαλκονόπορτας. Κι όταν έφευγα έβγαιναν τα συνεργεία του θηλυκού γονιού και τα ξεκολλούσαν. Αυτά όμως ήταν ανθεκτικά, σκίζονταν στη μέση κι έπρεπε μετά να τα ξύσει. Κι άφηναν πίσω τους κάτι σα στάμπα που έχει τη ζωή μου σημαδέψει. Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει.

Μετά το νήμα των αναμνήσεων κόπηκε απότομα και το ξανάπιασα με τον αρσένη, καμιά δεκαετία αργότερα. Θυμάμαι ενδιάμεσα τον άβερελ να ψάχνεται τι εφημερίδα να αγοράσει όταν έκοψε τον ρίζο και να παίρνει για ένα διάστημα ελευθεροτυπία. Που σε ένα πρωτοσέλιδο κάπου αρχές ενενήντα, είχε τον τίτλο του κειμένου και στο τέλος πολλά όμικρον που όσο πήγαινε γίνονταν πιο μικρά, όπως κι η πορεία του πολυτεχνείου.

Κι ύστερα η άχαρη εφηβεία. Υπεύθυνος της γιορτής στο λύκειο ήταν μια μουλού καθηγήτρια (αυτή άραγε θεωρείται εργατική τάξη;) που έβαλε στο πρόγραμμα το χαιρετίσματα στην εξουσία.
-Ποια εξουσία όμως σύντροφε βασίλη; Και τη σοβιετική μήπως;

Εμένα δε μου κολλούσε πολύ το τραγούδι. Το βασικό πρόβλημα όμως ήταν ότι η χορωδία είχε μια αυτόκλητη σοπράνο που τσίριζε κι έπρεπε να βιαστείς να πιάσεις θέση μακριά από τα μεγάφωνα. Το καθηγητικό κατεστημένο έστηνε γύρω της με την παρουσία του μια αόρατη ασπίδα για τις ντομάτες. Κι αυτή έκλεινε το ματάκι σε κάποιον φανταστικό θαυμαστή ή φίλο, για να παίρνει κουράγιο.

Ψεύτικο πάθος στις απαγγελίες, ψεύτικα δάκρυα, χειροκροτήματα. Το μυστικό μας είναι ότι είμαστε όλοι μια παρέα και περνάμε πολύ καλά στις πρόβες και στα γυρίσματα.
-Άσε ρε φίλε που ένιωσες, ούτε στην πορεία δε θα πας το απόγευμα. -Γιατί δηλ εσύ θα πας;

Κι έτσι βρέθηκα στο μπλοκ του άβερελ, γιατί δεν είχα κι άλλον να πάω. Τη μία μπροστά, αλυσίδα με το σπαρίλα, ελ έι, ελ έι, φακ δε USA, και για το μιλόσεβιτς ούτε ένα σύνθημα. Κι άλλη μία ψόφια, πιο πίσω, σιωπηλή διαμαρτυρία με τους παλιούς, που σέρνονταν κουρασμένοι και χρόνο το χρόνο λιγόστευαν, αλλά ίσως να επαναπατρίστηκαν μετά από χρόνια, τώρα στις ευρωεκλογές.

Κι απ’ την επόμενη, φοιτητής στην οργάνωση και περιφρούρηση. Ξύπνημα στις 16 απ’ τα μαύρα μεσάνυχτα, για να πιάσουμε θέση και να ‘μαστε ψόφια κοτόπουλα το μεσημέρι που έρχεται ο κόσμος και τα γυναικόπαιδα. Και στιλ αυστηρά συνωμοτικό, όπως στους βομβαρδισμούς της σερβίας, που οι σφοι έλεγαν στο τηλέφωνο όταν (το νάτο ανάποδα) για να μην τους καταλάβουν οι χαφιέδες.
Ένα πρωί βρήκαμε κολλημένο στο τραπέζι μας ένα χαρτί για την πανσπουδαστική νο 8. -Τι είναι αυτό; Ευτυχισμένη ηλικία. Δεν έχουν κι εαακ στη σχολή του.

Κι ύστερα τραπεζάκια έξω κι η μάχη για το πεζούλι, που την κρίνουν οι εκάστοτε συσχετισμοί. Ήρθα και φέτος στα σκαλοπάτια σου. Αλλά ο δίπλα βάζει το τραπεζάκι του μπροστά μου και δε θα του περάσει. Να δούμε ποιος θα αρχίσει πρώτος τις ψιλές και ποιος θα φαγωθεί. Κι ο κλήρος πέφτει στους δαπίτες…
Κι αφού ηρεμήσουν τα πνεύματα, πλάκες, συνθήματα για το σάββα και τον ο-μπάμπα κι ένας σφος να κρατά ψηλά την επιστολή των επτά και να τη δείχνει στους άλλους σαν εικόνισμα. Μέχρι να ξαναρχίσει η μάχη για τα μανιτάρια. Σούπα ή τα σοτάρουμε; Σκαλί-σκαλί, σπίτι το σπίτι, όπως στο στάλινγκραντ.

Κι ένας μπερές απ’ το νησί της επανάστασης που γυρνούσε από κεφάλι σε κεφάλι μαζί με μια σημαία της κούβας που τώρα είναι στο δωμάτιό μου, δίπλα σε μια άλλη κόκκινη. Που ήταν για πέταμα αλλά την καβάτζωσα όταν αδειάζαμε μια αποθήκη του κόμματος. Κι ίσως κάποια πρωτομαγιά τη βάλουμε τελικά στο μπαλκόνι μας.

Είναι πολλές οι στιγμές που μένουν στο μυαλό. Η συναυλία με τη μαρία δημητριάδη, μια πλημμύρα από πάθος και συναισθήματα. Κι ήταν λέει η καλύτερη που είχε ζήσει εδώ και καιρό. Εμάς να δεις… Κι άντε να ξαναβρούμε τώρα άλλη τέτοια.
Ή τότε που καταλήξαμε στο λιμάνι και γράψαμε συνθήματα στις νατοϊκές φρεγάτες, αλλά μας έπιασε βροχή στο τέλος και μας μούσκεψε για τα καλά.
Κι η εκδήλωση πέρσι στην αθήνα για το τείχος και τη ddr με τον τραβασάρο και μια σταλινική γιαγιά που ξεσπάθωσε για το 20ό συνέδριο και τους ρεβιζιονιστές. Έμπαινε γιαγιάκα!

Κι είχα πάντα τέτοιο καιρό την έγνοια να ‘χω δίπλα μου κάποια νιφάδα. Ίνα πληρωθή το πνεύμα της συγκέντρωσης της εφεε του σαββόπουλου. Αν και ακόμα να φωτίσω τις αιτίες που με αφήνουνε μισό.

Κι είναι κι αυτή η κλασική κουβέντα για τη γενιά του πολυτεχνείου και την κατάντια της. Κι η έλλη παππά που έγραφε για το μίμη ότι την εκπροσωπούσε [τη γενιά] αλλά δεν πήγε ως το τέλος την επανάσταση ενάντια στη γερουσία του κόμματος, γιατί είχε αυταπάτες πως θα την αλλάξει.
Τι να πει κανείς… Καθένας με τις αυταπάτες που του αξίζουν.

Και σήμερα; Εμπρός για της γενιάς μας τα πολυτεχνεία! Το δεκέμβρη της γενιάς μας τον ζήσαμε. Καθένας και με τις εξεγέρσεις που του αξίζουν.

Κατά τα άλλα η ώρα της κρίσης πλησιάζει. Ο συνασπισμός έπαιξε ξύλο! Και τα εαακ θα μπορούσαν να παίξουν ακόμα και με τον γκάντι, αν τον είχαν προλάβει.
Οι συνελεύσεις λέει εκφυλίζονται κι εμένα μου τη λεν κάτι γνωστοί μου που δε μπαίνουμε. Και μία λέει ήταν τόσο ήρεμη που δεν είπαν καν για το νούμερο οκτώ (την ξέρουν όλοι με αυτό).
Ε μα δεν είναι αυτό εκφυλισμός; Σε λίγο δε θα συζητάμε καν, αν πρέπει να επιστρέφουμε στο πολυτεχνείο ή να τελειώνει η πορεία στο προξενείο.

Κι εγώ θα κάνω άλλη μια φορά τη συνήθη καταμέτρηση.
Τι κλείσιμο έχουμε; Πόσους γνωστούς είδα, πόσοι σύντροφοι μου μίλησαν, τόσοι μου έγνεψαν από μακριά, αυτούς θα τους λέω επιρροές. Ποιους θα πούμε για την επόμενη φορά;

Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, το συναίσθημα μέσα μου έχει ξεθωριάσει, σαν τις παιδικές μου αναμνήσεις. Χρόνο το χρόνο, το νιώθω να ξεκολλάει, σαν εκείνα τα αυτοκολλητάκια στο μάρμαρο της μπαλκονόπορτας. Αλλά έχει αφήσει κάτι πίσω του. Και τέτοιες μέρες βρίσκει πάντα το δρόμο και βγαίνει στην επιφάνεια, (έστω) νυσταγμένο κι αδύναμο από τον λήθαργο που έχει πέσει.

Η πορεία σήμερα πρέπει να γίνει η μεγαλύτερη των τελευταίων χρόνων. Να δώσει το έναυσμα για το δεύτερο γύρο των εργατικών αγώνων (με κατεύθυνση τον τρίτο που θα είναι ο τελικός).

Να μεγαλώσει κι εκείνο το τελικό όμικρον στο εδώ πολυτεχνείο και να γίνει ω-μέγα. Κι οι μάζες να ξεσηκωθούν και να καταλάβουν πως η δική τους δράση είναι το άλφα και το ωμέγα που κινεί την ιστορία.

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009

Η κάθοδος των δωριέων (εμπειρίες από την αθήνα)

Το πιο καυτό σημείο των ημερών ντάουν τάουν είναι το ατ εξαρχείων. Κι εμείς ξεκινήσαμε το ταξίδι μας με τα αξιοθέατα. Από το πρώτο βράδυ κιόλας.

Η οικοδέσποινά μας είχε τη γιάφκα της στα εξάρχεια. Που δεν έχουν καλό γύρο, αλλά είναι πάντα ζεστά και φιλόξενα.
Έχουμε και κοβα εκεί. Με γραφεία στον τρίτο όροφο ενός κτιρίου (πολύ κοντά στο σημείο που σκότωσαν τον αλέξη) μακριά από αδιάκριτα βλέμματα και το ωφέλιμο βεληνεκές αναρχικών με μολότοφ.

Δεν ξέρω γιατί δεν πήγαμε με τα πόδια ως εκεί από του ψυρρή και πήραμε ταξί. Ίσως μας πρόσταζε η ειμαρμένη.
Στο ταξί ευτυχώς δεν ξεχάσαμε κανέναν. Αφήσαμε όμως ενθύμιο τις βαλίτσες. Κι όταν το πήραμε πρέφα ήταν αργά για δάκρυα.

Ο ευκατάστατος γκασταρμπάιτερ που ήταν μαζί μας και κερδίζει 2.500€ το μήνα είπε να πάμε στους μπάτσους να δηλώσουμε απώλεια. Εγκεφάλου μεταξύ άλλων.
Στο άκουσμα της ιδέας η οικοδέσποινα χλώμιασε. Στο πανιασμένο βλέμμα της ζωγραφίστηκε η φρίκη του μέσου εξαρχειώτη για τους μπάτσους. Ανάμεικτη με μίσος και κοκτέιλ μολότοφ.

Πήγα μαζί με τον εύπορο φίλο ως τη γωνία. Μέσα δεν τόλμησα να μπω. Έχει και το γιούχου τα όριά του.
Αυτόν τον άφησαν κανονικά. Με παλαιστινιακό και δερμάτινο.
Ίσως τον περάσανε για δικό τους. Ίσως και να ήταν δικός τους. Και να πήγε για συνεννοήση.
Μέχρι την τρίτη που φτάσαμε γινόταν κακός χαμός. Και ξαναφούντωσε τη μέρα που φεύγαμε, παρασκευή απόγευμα. Σατανικές συμπτώσεις.

Φεύγοντας απ' το τμήμα ο σύντροφος είχε ανεβασμένο ηθικό και γραμμή κανέλλη. Πολύ καλοί άνθρωποι, έλεγε για τους μπάτσους. Σε αυτό το σημείο να υπενθυμίσω πως ο μισθός του είναι 2.500€ το μήνα.
Τις βαλίτσες όμως τις βρήκαμε χάρη στο δεύτερο πρόγραμμα που άκουγε ο ταξιτζής(!). Η ραδιοφωνία παίζει να είναι ο μόνος δημοφιλής θεσμός του κράτους. Όλα τα άλλα ο κόσμος τα βρίζει. Από εφορίες μέχρι τηλεόραση.

Το πρωί της δεύτερης μέρας συνεχίσαμε το τουρ στο σπίτι του γιώργου ρούση. Ενάντια στα προγνωστικά ο ρούσης ήταν νηφάλιος και δε μας υποδέχτηκε με τσιπουράκι. Του τσακίσαμε όμως τα μελομακάρονα.

Μες σε τρεις ώρες μάθαμε πολλά κι ενδιαφέροντα. Ανάμεσα σε άλλα πολλά παρασκήνια, που δε γράφονται όμως, γιατί θα εκθέσουμε κόσμο. Θα κρατηθούν στο αρχείο και θα δοθούν στη δημοσιότητα με την πάροδο 30ετίας, που θα γιορτάζουμε τα 90χρονα του ρούση και τα 120χρονα του κόμματος (να δω τι θα λέμε τότε στο σύνθημα με τις δεκαετίες).

Προς το παρόν τα ανακοινώσιμα σημεία είναι δύο.
Το πρώτο είναι η άποψή του για τον βαζιούλιν που ίσως στενοχωρήσει κάποιους αναγνώστες.
Του ρούση του θυμίζει κλασικό σοβιετικό θεωρητικό (με την κακή έννοια). Με τη γνωστή έμφαση στην ποσότητα, διαλεκτικά αποκομμένη από την ποιότητα (το οποίο παίζει να ήταν και ο βασικός οικονομικός νόμος του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε). Όπου οι συγγραφείς πληρώνονταν με τη σελίδα και ανέλυαν σε εκατό σελίδες πράγματα που θα μπορούσαν να πουν σε πέντε.

Πέρα από αυτό κολλάει και στην περιοδολόγηση του βαζιούλιν και τα πολλά στάδια που βάζει στο σοσιαλισμό. Η ρουσική αντίληψη βασίζεται στο ότι ο σοσιαλισμός δεν είναι αυτοτελής κοινωνία αλλά μετάβαση στον κομμουνισμό. Πρέπει επομένως να υπάρχει προτσές απονέκρωσης, που να οδηγεί εμφανώς στον κομμουνισμό, διαφορετικά δε μπορεί να γίνεται λόγος για σοσιαλισμό (κι αυτός είναι μεταξύ άλλων ο λόγος που ο ρούσης θεωρεί ότι δεν υπήρχε ο υπαρκτός στη σοβιετική ένωση).

Το δεύτερο σημείο είναι η στάση του απέναντι στο κόμμα, το τιμημένο όπως το αναφέρει συνεχώς ο ίδιος.
Από το δύο κάπα κι ένα ε που φωνάζουμε κάθε που έχει εκλογές. Αλλά κι απ' το δε μπορώ να περιμένω που έμεινε απ' το γιούρο. Που συμπυκνώνουν την εσωτερική σύγκρουση, όλο τον πλούτο της αντίφασης που βιώνει μέσα του ο κομμουνιστής που δεν είναι πια μέλος. Αγάπη για το κόμμα μαζί με σαρκασμό κι αιχμηρή κριτική. Γκρίνια και ειρωνεία για πράγματα που τον νοιάζουνε και τον πονάνε.
Πότε θα πάψουμε να θεωρούμε αντικομματικά τέτοια άτομα;

Ο ρούσης λέει ότι το καλύτερο του το έχει πει ένας αναρχικός στο διαδίκτυο. Ότι είναι σαν τη μύγα που γυρίζει γύρω από το σκατό κι όλο πάει να φύγει, αλλά πάλι εκεί καταλήγει.
Ευτυχώς δεν το έχει γράψει παραέξω σε κανά άρθρό του. Θα του λέγαν ότι ρέπει προς την αναρχία κι ότι παρομοιάζει το κόμμα με σκατό. Και θα 'χαν και ντοκουμέντα.

Να πω και μια δική μου αίσθηση που απλώς επιβεβαίωσα και δεν έχει άμεση σχέση με το ρούση.
Παλιότερα βλέπαμε ότι η αλέκα δε γράφει καλά στο γυαλί και σκεφτόμασταν ποιος άλλος θα μπορούσε να μπει στη θέση της. Με αυτούς που έχουμε στο πολιτμπιρό όμως, μην το πείτε ούτε του παπά. Να φτύνουμε τον κόρφο μας μην πάθει τίποτα η αλέκα και τη διαδεχτεί κανείς από αυτούς.
Παρόλα αυτά, αν παρ' ελπίδα της συμβεί κάτι και δεν ορίσει αντικαταστάτη στη διαθήκη της, ξεκινάμε καμπάνια για τον τζιαντζή. Η μόνη λύση.

Το βράδυ πήγα στη συναυλία μας για την παλαιστίνη. Στις έξι έλεγε ο ρίζος, στις οκτώ πήγα εγώ για να την πετύχω στη μέση. Και τελικά την πέτυχα στο τέλος!
Τι διάολο, ούτε δυο ώρες δεν κράτησε; Είχε μετά άλλη συναυλία με μπάχαλα και το λήξαμε για να μη μας πετύχουν;

Μου είπαν ότι ο ζουγανέλης είπε κάτι για τους μαλάκες τους συμπολίτες μας που δεν ήρθανε. Το ψιθύρισε φεύγοντας, αλλά το έπιασε το μικρόφωνο.
Κανείς δεν μένει όμως στο απυρόβλητο. Η συναυλία κράτησε λίγο γιατί οι πιο πολλοί τραγουδιστές βαριόντουσαν, δεν ήταν και να πληρωθούν κι έτσι είπαν δυο-τρία τραγούδια ο καθένας. Κάποιοι είχαν να εμφανιστούν κι αλλού στη συνέχεια.
Η μαρία δημητριάδη μόνη της, περισσότερη ώρα θα τραγουδούσε.

Ανάμεσα στους συμμετέχοντες ήταν κι ο μίλτος πασχαλίδης. Που στο τελευταίο φύλλο του πριν δίνει συνέντευξη και χώνει στο κόμμα για τη στάση του στα δεκεμβριανά με την προεξεγερσιακή κατάσταση.
Τι να γίνεται άραγε εκείνη η εκπομπή που είχε στον 902;

Βρεθήκαμε επίσης με επιφανή στελέχη του δημιουργικού μαρξισμού και αναπαρηγάγαμε γόνιμα διλήμματα, του τύπου κκε vs μπλοκ εξέγερσης, αθήνα vs μακεδονία (ποια φύρομ ρε) κοκ.
Ειδικά πάνω στο δεύτερο έχω να πω ότι ο γύρος τους δεν τρώγεται με τίποτα κι ότι αν τα βάλουμε κάτω να τα μετρήσουμε τον έχουμε πιο νόστιμο [τον γύρο]. Για μεγαλύτερο δεν το συζητώ καν.
Συν τοις άλλοις εμείς οι δωριείς έχουμε δει και dvd για τον οκτώβρη του 93, με το σοβιετικό κυριούλη, οπότε υπερέχουμε σαφώς.

Κατά τα άλλα η πόλη είναι φρενοκομείο.
Το πλήθος στην ομόνοια είναι πιο πυκνό από προεκλογική συγκέντρωση του πασόκ (όπου καθαρίζει ο μπιρσίμ με αλχημείες). Όταν πετύχαινα δύο πράσινα φανάρια στη σειρά πανηγύριζα. Κι ως πεζός κι ως επιβάτης.

Απ' όσα είδα μόνο τα εξάρχεια μου ήταν οικεία. Φιλόξενη περιοχή. Καμία σχέση με άβατο. Αφού παρασύρθηκα σε κάποια φάση και φώναζα πάνω στην κουβέντα για το κόμμα, αλλά ούτε γάτα, ούτε ζημιά.
Γενικώς μου βγήκαν αντανακλαστικά σε αυτό το ταξίδι. Βγήκε ο κνίτης που κρύβω μέσα μου (όλοι έχουμε έναν). Να ξαναδώσω άραγε βιογραφικό; Αφού δε θα με πάρουν...

Στο τέλος της μέρας πέρασα όμορφες κι ευτυχισμένες ώρες περιμένοντας το λεωφορείο για γλυφάδα. Τέτοιες στιγμές σου έρχονται οι καλύτερες σκέψεις. Άμα δε βρω δουλειά και πεινάσω θα ανοίξω μια καντίνα με βρώμικα (σαν αυτά που φάγαμε στο μενίδι) και θα την ονομάσω το 89. Σίγουρη επιτυχία.

Οι ώρες κυλούσαν ευχάριστα, αλλά το 154 δε φαινόταν στον ορίζοντα. Περνάει μία το 171. Κοιτάω τον προορισμό, βάρκιζα. Το αγνοώ. Περνάει μετά και δεύτερη, λέω πλάκα μας κάνει. Δε γαμιέται, άμα περάσει και τρίτη θα το πάρω, σκέφτομαι.
Τελικά ήρθε για γλυφάδα και γλιτώσαμε τις υπογραφές. Το διαολάκι με φάτσα τσιριμώκου πάνω δεξιά μου εξαφανίστηκε.

Καλά ήταν, να ξαναπάμε...