Σάββατο 30 Απριλίου 2011

Τρεις πράξεις στην αθήνα

Πράξη πρώτη: όχι άλλο κάτουρο

Οι πρώτες στιγμές απ’ την κάθοδο, ήταν μια βόλτα κατά μήκος της αλεξάνδρας.
Σε κάθε γωνία μυρίζει αμμωνία, η χούντα δε σταμάτησε το εβδομηντατρία.
Το νέφος –και κατ’ ευφημισμόν «αέρας»- που αναπνέουν στο λεκανοπέδιο αποτελείται από 78% άζωτο, 2% οξυγόνο και λοιπά οξείδια και τα υπόλοιπα είκοσι είναι πτητικά αέρια από το κάτουρο που εξατμίζεται. Κι αν ζούσε ακόμα ο κούρκουλος κι άφηνε το κολωνάκι για μια βόλτα στο κέντρο (ή έστω η βιργινία ρίχτερ που κι αυτή εγκατέλειψε πρόωρα τα διαδικτυακά εγκόσμια της blogόσφαιρας) θα φώναζε κάθιδρος με πρόσωπο παραμορφωμένο και γουρλωμένα μάτια: όχι άλλο κάτουρο-οοοοοο...

Λίγο πιο κάτω, οι κολασμένοι της αττικής γης έψαχναν στα σκουπίδια του μαρινόπουλου την χαμένη τους αξιοπρέπεια. Εξαθλιωμένες μάζες αναλώσιμων μεταναστών που ψάχνουν την τροφή τους στα αναλώσιμα της καρφούρ. Εφεδρικός στρατός που ανακυκλώνεται εκ περιτροπής στην ανεργία κι άθελά του αναπαράγει τα αφεντικά του και την εξουσία τους. Να δεις που στο τέλος θα παρακαλάμε να μας πάρουν στη δούλεψή τους και να μας εκμεταλλευτούν. Ή όπως λέει σε ένα αστερίξ: κι αν χρειαστεί θα παλέψουμε για τη (μισθωτή) σκλαβιά μας.

Όλα αυτά σε μια πόλη όπου οι αποστάσεις δεν είναι ανθρώπινες και χρειάζεσαι απαραιτήτως αμάξι για τις καθημερινές μετακινήσεις. Αλλά επειδή έχουν σχεδόν όλοι, οι κεντρικές αρτηρίες φρακάρουν από την κίνηση κι η πόλη γίνεται απάνθρωπη.

Όλα αυτά στο μαρινόπουλο, όπου δούλευε κάποτε η δική μας καλαντάλινα κι έκανε το υποκατάστημά της αδύναμο κρίκο στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα της καρφούρ, σπάζοντας σαν σταχανοβίτισσα, όλες τις νόρμες στρατολόγησης κι εγγραφής μελών στο σωματείο.

Πράξη δεύτερη: τι είδα στην ελλάδα των σοβιέτ

Περισσός, διήμερο συνέδριο για το βάρναλη. Το πρωί της πρώτης μέρας μας σαμπόταρε ο ηλεκτρικός και δεν προλάβαμε την αλέκα, το μαΐλη και το θεατρικό. Αλλά για το θεατρικό δεν πειράζει, γιατί είχαμε πάει την προηγούμενη μέρα εξάρχεια και πετύχαμε τα επεισόδια μετά τη συναυλία της σπίθας, οπότε ήμασταν καλυμμένοι.

Προλάβαμε όμως να πάρουμε γεύση από όλα τα υπόλοιπα. Τον μπουφέ με τα σαντουϊτσάκια. Τους συντρόφους της περιφρούρησης και τα καλτ ταμπελάκια με τη διχρωμία στο πέτο. Τον πάγκο με τα βιβλία, όπου εξαντλήθηκαν τα τελευταία αποθέματα από το φως που καίει και την αληθινή απολογία του σωκράτη. Κι όπου ξανάδα μετά από πολύ καιρό τον πρώτο τόμο (του δοκιμίου) ιστορίας του κκε.

Το σοβιετικής αισθητικής κτίριο. Το αμφιθέατρο, όπου η ιστορία σε αρπάζει από το γιακά. Και την εισήγηση της συντρόφισσας από το κεκρ στα ρώσικα, που ακούγονταν σαν μητρική μας γλώσσα σε αυτό το περιβάλλον. Κι όταν τέλειωσε βρήκε τους σλάβους συντρόφους της από τη βουλγαρία και δεν έβαλαν γλώσσα μέσα τους, γιατί δεν ήξεραν γρι ελληνικά και δε μπορούσαν να προσέξουν ούτε μια στιγμή.

Τη συναυλία στο τέλος, όπου γέμισε ξαφνικά η αίθουσα –είχε διπλάσιο κόσμο απ’ ό,τι στις εισηγήσεις. Τραγούδι, παλμός και συγκίνηση, μαζί και για τον παπάζογλου, που πέθανε εκείνο το πρωινό και εμείς το μάθαμε από τον ανδρεάτο και την αφιέρωση που του έκανε.

Την αιρετική εισήγηση της άνεκε ιωαννάτου που μας είπε μεταξύ άλλων ότι ο βάρναλης είχε επιρροές από τον θετικισμό κι είχε κατανοήσει λειψά τη διαλεκτική. Μια άλλη εισήγηση ενός φιλόλογου για το αν υπάρχει γλωσσικό ζήτημα σήμερα, τους διάφορους βαρβαρισμούς και τον γλωσσικό πασοκισμό.
(Ναι, αλλά αυτό αφορά κι εμάς ως ένα βαθμό. Η ουσία του γλωσσικού ζητήματος είναι να απευθύνεσαι στο λαό με τη γλώσσα που μιλά και καταλαβαίνει. Αν έχεις όμως μαλλιά στη γλώσσα ακόμα κι η μαλλιαρή δημοτική φτάνει στα αυτιά του σαν καθαρεύουσα.

Σήμερα που ο πασοκισμός –γλωσσικός και κοινωνικός- έχει κάνει τις λέξεις να χάσουν το νόημά τους, πρέπει να βρούμε μια καινούρια δημοτική μες στη δημοτική. Να ξαναμιλήσουμε τη γλώσσα του λαού, όπως ήξερε να το κάνει ο βάρναλης. Να του μιλήσουμε ποιητικά, με στίχους από την ποίηση του μέλλοντος και να του δώσουμε την χαμένη έμπνευση, την χαμένη πίστη στους αγώνες και τα ιδανικά. Κλείνει η παρένθεση).

Και τέλος, τις παρεμβάσεις με τις βιωματικές αφηγήσεις. Ένα ανέκδοτο επεισόδιο με την επανέκδοση κάποιων έργων του βάρναλη από την αυγή και το σύντροφο που τον ρώτησε απορημένος: γιατί αφήνεις να σε εκμεταλλεύονται; -Αφού είμαι μεταλλείο, του απάντησε αυτός.

Τη μαρτυρία του συνθέτη σαμοΐλη που ο βάρναλης κι η αλεξίου τον πέρασαν από κόσκινο όταν τον πρωτογνώρισαν.
–Παίζεις χαρτιά; -Είσαι κομμουνιστής;*

Μας είπε και για τη μάχη με τη λογοκρισία της χούντας στις συναυλίες της εποχής. Είχε μελοποιήσει κάποια ποιήματα του βάρναλη, αλλά τελικά η χούντα του επέτρεψε να παίξει μόνο τη μουσική μαζί με το λα-λα-λά, αντί για λόγια. Αλλά ο ερμηνευτής αυτοσχεδίασε και του βγήκε: λα-λα, λα-έ..

Και ο βάρναλης στην πρώτη σειρά, να μην ακούει καλά τα λόγια και να στήνει αυτί, στην κλασική του στάση βαρηκοΐας. Όπως ήταν δηλαδή στο πανό του συνεδρίου, πίσω από τους ομιλητές. Σαν να είχε στήσει αυτί, να ακούσει τι θα πούμε κι αν τον θυμάται ο κόσμος.


Ο σαμοΐλης τα διηγείται πολύ καλύτερα και μπορείτε να ακούσετε εδώ την παρέμβασή του: http://www.youtube.com/watch?v=HMya48jgKaQ
Όσο για τα πρακτικά του συνεδρίου θα αργήσουν μάλλον να βγουν, αλλά μπορείτε να πάρετε τα θέματα παιδείας και το διπλό τεύχος με το αφιέρωμα στο βάρναλη που είναι χορταστικό.
Υγ: Το επόμενο συνέδριο με αντίστοιχη θεματική θα είναι αφιερωμένο στον μπέρτολτ μπρεχτ.

Πράξη τρίτη και φαρμακερή: σοσιαλιστικός ρεαλισμός

Στο εκλογικό μας κέντρο, στην αρχή της θεμιστοκλέους. Προβολή της ταινίας του τζήμα, τα χρόνια της θύελλας, από τη σπουδάζουσα. Προλάβαμε στο τσακ ανοιχτή την πόρτα –που κλείδωνε κατά τη διάρκεια της προβολής- και βρήκαμε μια κατάμεστη αίθουσα, όπου πήραμε τις θέσεις τριών παλαίμαχων που σηκώθηκαν όρθιοι για να μπορούν να βλέπουν.

Το 79’ ο τζήμας έφτιαξε τον άνθρωπο με το γαρίφαλο, μια ταινία για τον μπελογιάννη, τον καλό πλαστήρα που ήθελε –λέει- να τον σώσει (αλλά δεν τον άφησαν το παλάτι κι οι αμερικάνοι) και το ανερχόμενο τότε άθροισμα των δυνάμεων της αλλαγής.
Τα χρόνια της θύελλας είναι ταινία του 84, επί κυβερνήσεως της αλλαγής. Αναφέρονται στην ηρωική δεκαετία του 40 και στην ουσία είναι η ιστορική εκδοχή του παλιού, καλού πασοκ για εκείνα τα χρόνια, μαζί με μια δόση καλτ. Που δεν είναι ακριβώς προλετ-καλτ, αλλά καλτ μη προνομιούχο. Κάτι σαν απάντηση στην ταινία γράμμος-βίτσι, που είναι η κινηματογραφική εκδοχή των δεξιών. Η δική μας δεν έχει γυριστεί ακόμα.

Στην ταινία υπάρχουν κάποιες καλτ σκηνές που απευθύνονται στο ευρύ κοινό κι άλλες με πολιτικό υπόβαθρο, που απαιτούν ιστορικές γνώσεις για τις συνθήκες της περιόδου. Σταχυολογώ ενδεικτικά μερικές.

Η πρωταγωνίστρια του έργου συναντά τον αρραβωνιαστικό της έτοιμο να φύγει για το βουνό καβάλα στο άλογο και τον ξεπροβοδίζει με τη θρυλική ατάκα: πρόσεχε, μην τρέχεις.
Γενικά οι μεταξύ τους διάλογοι δεν είναι ρεαλιστικοί και θυμίζουν φωσκολικό σίριαλ. Στις προσωπικές τους στιγμές αντί να πουν κάποια τρυφερά λόγια, μιλάνε πχ για την αναγέννηση της πατρίδας και τη δύναμη που τους δίνει αυτό το μεγάλο έργο για να συνεχίσουν. Κι όταν έρχονται τα νέα για τη βάρκιζα και την παράδοση των όπλων, η έκφραση των προσώπων κι οι αντιδράσεις έχουν κάτι από γιάγκο δράκο.

Στη συνέχεια της ταινίας η πρωταγωνίστρια ξαναβρίσκει τον αρραβωνιαστικό της και προλαβαίνει μέσα σε δύο σκηνές να μείνει έγκυος. Ενώ χορεύουν σε μια σπηλιά και χαίρονται τον έρωτά τους, κάποιος τους προδίδει και τους περικυκλώνει η χωροφυλακή. Ο αντάρτης ετοιμάζεται να παραδοθεί, η πρωταγωνίστρια καταρρέει κι αυτός της λέει: «όχι, εσύ πρέπει να ζήσεις...!»
Για την εκδίκηση; Για το παιδί μας; Μα πού το έχω ξανακούσει αυτό;
Λες να εννοούσε κι αυτός ότι έπρεπε να ζήσει για να εκδικηθεί την ηγεσία του κόμματος και τον ζαχαριάδη;

Αυτό δε μας το διευκρινίζει η ταινία. Μας δείχνει όμως ότι στη συνέχεια η πρωταγωνίστρια πέρασε από δίκη, πήγε φυλακή, κι αποφυλακίστηκε με τα μέτρα επιείκειας του πλαστήρα! Μα τι καλός που ήταν αυτός ο άνθρωπος! Κι ύστερα σου λένε, τι πλαστήρας, τι παπάγος. Όρκο παίρνω πως κι αυτός πολύ καλός άνθρωπος ήτανε.

Στο ενδιάμεσο ο αντάρτης περιπλανιέται μαζί με έναν σύντροφό του προσπαθώντας να ξεφύγει από τον κλοιό του «εθνικού» στρατού. Μία νύχτα βρίσκουν καταφύγιο σε ένα στάβλο, όπου λίγο αργότερα έρχεται ένα «αμαρτωλό» ζευγαράκι κι αρχίζει τις περιπτύξεις. Αποκαμωμένοι οι αντάρτες, αντί να κρυφτούν, πιάνουν θέση και παρακολουθούν το θέαμα με το χαμόγελο του ξελιγωμένου στα χείλη.

Σε κάποια άλλη σκηνή, το ίδιο δίδυμο μπαίνει σε ένα σπίτι αναζητώντας λίγη τροφή. Κόρη και μάνα –που είναι μέσα- τρομοκρατούνται και περιμένουν τα χειρότερα, τα οποία όμως δεν έρχονται. Η κόρη στο τέλος, σχεδόν απογοητευμένη ρωτάει: μαμά, γιατί δε μας βίασαν;

Η καλύτερη σκηνή όμως είναι με το ζέρβα και το βελουχιώτη, όπου έχεις διαρκώς την εντύπωση ότι έχουν μπερδέψει τους ρόλους και διαβάζουν ο ένας τα λόγια του άλλου.
Ο άρης προτείνει στο ζέρβα την αρχηγία στο αντάρτικο, αλλά αυτός του εξηγεί ότι δε μπορεί να τον εμπιστευτεί: κι η δικτατορία του προλεταριάτου; τι έγινε με αυτά που λέγατε;

Ο άρης λέει ότι τώρα διεξάγουν έναν εθνικό αγώνα και τον ρωτά τι τα θέλει τα πάρε-δώσε με τους άγγλους. Η απάντηση είναι αποστομωτική: «Ακόμα και με το διάβολο θα συνεργαστώ για το καλό της πατρίδας μου...!!»
Κι όταν ο άρης επιμένει στην πρότασή του για συνεργασία ο ζέρβας λέει «δικαίωμα» για να συμβουλευτεί πρώτα την κεντρική του επιτροπή!*(2)

Πραγματικό καλτ διαμάντι! Δε βγαίνουν πια τέτοιες ταινίες.
Τίτλοι τέλους, άναψαν τα φώτα και βλέπουμε γύρω μας μάτια δακρυσμένα.
Θα ‘ναι που συνήθισαν στο σκοτάδι κι άναψε απότομα το φως, λέει κυνικά η μαριορή. Και ύστερα ψάχναμε μαζί να βρούμε τι κονέ να έχει ο τζήμας στο ρίζο και να έχει εξασφαλίσει τέτοια προβολή από τον κομματικό τύπο.
Πιστεύω η κάθοδος των εννιά που δείξαμε αυτή την εβδομάδα να ήταν καλύτερη.

Αυτά. Στα υπόλοιπα θέματα της αθήνας η κε του μπλοκ θα τηρήσει το off the record μέχρι να αποχαρακτηριστούν τα προσωπικά αρχεία και να βγουν όλα στη φόρα.

Υποσημειώσεις

*(Τα πάντα πράξε και τα πάντα πούλα/ Σαν έχεις του εθνικόφρονα τη βούλα
Τα πάντα πράξε και τα πάντα φτύσε/ Μονάχα κόκκινος μην είσαι)


*(2) Αυτό το τελευταίο το αναφέρει κι ο χαριτόπουλος στη βιογραφία του άρη και το ερμηνεύει ως ντρίπλα του ζέρβα που τον είχαν ορμηνέψει οι άγγλοι να αποφύγει τη συμφωνία και να στηριχτείς στις δικές τους πλάτες.

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Πώς φίλησα τον αλαβάνο

Και πώς ανέδειξα τον αστό ριζοσπάστη μαρκέτο, ιστορικό, συγγραφέα του βιβλίου πώς φίλησα τον μουσολίνι, σε κινηματική περσόνα, επειδή έγραψε –πρώτος λέει- σε κάποιο άρθρο του για τη διαγραφή χρέους κι έκτοτε περιφέρει την αυθεντία του σε διάφορες εκδηλώσεις του χώρου, για να εξαργυρώσει σε δόξα τα πνευματικά δικαιώματα της ιδέας.


Το πραγματικό πρόβλημα με τους μεταλλαγμένους κνίτες είναι οι πολιτικοί τους (επί/από)γονοι. Μεταλλαγμένοι δεύτερης γενιάς, που χάνουν τα παραδοσιακά τους χαρακτηριστικά κι αλλοιώνουν την ουσία του αριστερισμού που γνωρίσαμε. Αφού πρώτα πέταξε το μωρό της οργάνωσης, μαζί με τα απόνερα της γραφειοκρατίας, ως ώριμο τέκνο της οργής για τα δεξιά λάθη του κόμματος, το πολιτικό εκκρεμές του χώρου, ακολουθεί τους μετα-μοντέρνους ρυθμούς του φουκώ και κινείται δεξιόστροφα.

Προχωράει η όσμωση με το άλλο κέντρο –παράπλευρο και παραπληρωματικό- της πλην λακεδαιμονίων αριστεράς που μοιάζει να δικαιώνει αναδρομικά την επίσημη κομματική εκδοχή για την κρίση του 89-91 με τα αλληλοτροφοδοτούμενα κέντρα. Η οποία είναι μάλλον φτωχή για να αποδώσει την ουσία απ’ όσα έγιναν και πείθει κυρίως τους νεότερους που δεν τα έζησαν κι όσους τα βλέπουν από κάποια χρονική απόσταση. Αλλά εκ των υστέρων δικαιώνεται στην πράξη.

Συντελείται η οργανική σύνδεση με την άλλη όψη του μεταμοντέρνου στην πολιτική. Το νέο ρεύμα της ποπ 89’ συναντά το νέο κύμα του ευρωκομμουνισμού των 60’ς και κάποιους νεοφώτιστους σοσιαλιστές που είδαν καθυστερημένα το φως το αληθινό κι εναρμονίστηκαν με τις εξελίξεις, για μια νέα αριστερά που είναι σαν το άρθρο 44 και τον νέο-νέο πανιώνιο.
Ενθουσιάζονται με τις ίδιες ιδέες, τα ίδια συνθήματα, τα ίδια ντοκιμαντέρ... χρέος, ελέ, debtocracy, πι-πί, αριστερό βήμα, ζίζεκ, μπαντιού, έξοδος από το ευρώ.
Εσείς με τον κορέα κι εμείς με την κορέα.

Ολοκληρώνεται με «θετικό» τρόπο και περιεχόμενο η σύγκλιση χώρων που μέχρι τώρα κατά βάση ετεροπροσδιορίζονταν από το κόμμα και τις προτάσεις του. Κι είναι τέτοια η «ηθική υπεροχή» που απορρέει από την ξεχασμένη χαρά του αυτοπροσδιορισμού ταυτότητας, που ξεφεύγει και φτάνει ενίοτε στα όρια της αλαζονείας και της φαιδρότητας. Παρέες που κάνουν πρόποση στην υγειά του κορέα –τώρα που μας τελείωσε ο κάστρο και η κουβανέζικη επανάσταση. Αλήστου μνήμης αναλύσεις του στιλ το κουκουέ βρήκε τα λεφτά. Πανηγυρισμοί για την τηλεθέαση και το μάρκετινγκ –κι όχι για το περιεχόμενο- του ντοκιμαντέρ του χατζηστεφάνου. Που είχε αντάρτικη σφραγίδα –και συντελεστές- αλλά συριζικό περιεχόμενο. Ο σύριζα του εξωκοινοβουλίου προσεγγίζει τη ρίζα του αυθεντικού και ονειρεύεται να γίνει χαλίφης στη θέση του. Κι ο μπλιαχ χαχάτ θα μείνει πάλι στην απέξω.

Οποία έκπληξις, θα πει κανείς. Η αναρχίζουσα κι η σοσιαλδημοκρατική παρέκκλιση που έφυγαν από διαμετρικά αντίθετες σκοπιές, έσονται εις σάρκα μίαν. Ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά είναι. Εξάλλου στα πανεπιστήμια, όπου βρίσκεται κι η μεγαλύτερη δύναμη του χώρου, κάποια κομμάτια της (καλύτερα «των» εν προκειμένω) εκφράζουν εδώ και χρόνια στην πράξη αυτή τη διαλεκτική ενότητα. Συγκρουσιακή μορφή κι «ουγκαλισμός» στα όρια του πρωτόγονου κομμουνισμού, έχοντας για σημαία το σύνθημα του πατριάρχη της σοσιαλδημοκρατίας μπερστάιν: το κίνημα είναι το παν, ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα. Κι επειδή ο τελικός σκοπός είναι συνυφασμένος με την οργανωμένη πρωτοπορία που τον επιβάλλει, παίρνοντας την εξουσία, αυτό μπορεί να διαβαστεί κι ως εξής: το κίνημα είναι το παν, το κόμμα δεν είναι τίποτα. Κι αυτό αποτελεί κοινό τόπο για όσους ταξίδεψαν μακριά απ’ το κόμμα το 68 και το 91, ή το 89. Ακόμα κι αν δεν ξεκίνησαν για αυτόν τον προορισμό.

Δεν είναι τόσο απλό όμως. Αφενός γιατί κατά τη δεκαετία με τις βάτες, όλο σχεδόν το κόμμα είχε στοιχεία σοσιαλδημοκρατικής παρέκκλισης στη γραμμή και τη λειτουργία του, τα οποία σταδιακά πήραν το πάνω χέρι και παραλίγο να το στείλουν στον άλλο κόσμο, του σεκ και του εφικτού. Κι όπως έλεγε ο βλαδίμηρος, η αναρχία είναι τη τιμωρία του κόμματος για τα δεξιά λάθη του. Ο αριστερισμός είναι πάντα καλοπροαίρετος, σαν την ψυχή ενός παιδιού που πάσχει από αρρώστιες της ηλικίας του. Ενώ ο δεξιός οπορτουνισμός είναι περίπου συνώνυμος της κατρακύλας και του βολέματος και πολύ δύσκολα θεραπεύεται με συμβατικά μέσα.

Αφετέρου γιατί μες σε όλους αυτούς που πήρε η μπάλα εκείνο το διάστημα κι οι πιο πολλοί πήγαν σπίτι τους και ιδιώτευσαν, υπήρχαν και κομμουνιστές, σαν τον κώστα κάππο. Κι υπάρχουν επίσης, πολλοί μικροί βουρνούκιοι, με κουκουέ μόρφωση –που είναι αναντικατάστατη- αλλά αντικομματικά αντανακλαστικά –λόγω βιωμάτων κυρίως, αλλά όχι μόνο- για τους οποίους δεν αρκεί ένα προεκλογικό κάλεσμα της αλέκας, που μπορεί να ληφθεί ως υποκριτικό, αν δεν έχει συνέχεια μετά τις εκλογές. Χρειάζεται κάτι περισσότερο. Από μια κριτική για το 89, που δε θα λέει απλώς περασμένα-ξεχασμένα, μέχρι μια όχι τόσο εχθρική στάση απέναντί τους στο μαζικό κίνημα, η οποία τώρα συντηρεί κι ανατροφοδοτεί τα προϋπάρχοντα αντανακλαστικά.

Αυτή η συντελούμενη στροφή όμως, μάλλον εκμηδενίζει τα περιθώρια μιας στοιχειώδους συνεννόησης σε επιμέρους ζητήματα. Όταν δυο καράβια πηγαίνουν σε άλλα λιμάνια, δεν έχει νόημα να χαράξουν κοινή πορεία. Πόσο μάλλον όταν κάποιοι είχαν εγκαταλείψει το πρώτο στα δύσκολα.
Αντί να τρώμε λοιπόν τα συκώτια και τις αντοχές μας σε μια συζήτηση που ανακυκλώνεται σαν το μαρτύριο του σίσσυφου, ας δουλέψει ο καθένας το δικό του σχέδιο, ακολουθώντας τη συμβουλή του βλαδίμηρου: μαζί να χτυπάμε, χωριστά να βαδίζουμε. Κι όποιος έχει δίκιο, θα το βρει πείθοντας μαζικά τον κόσμο με τη γραμμή που παλεύει. Κι οι υπόλοιποι θα αναγκαστούν να τον ακολουθήσουν.

Εξάλλου όπως είχε πει παλιότερα ο άθλιος –που κι αυτός από κάπου αλλού το είχε δει- δεν είμαστε αδύναμοι, επειδή είμαστε χώρια και διαιρεμένοι. Αλλά είμαστε διαιρεμένοι, επειδή είμαστε αδύναμοι. Ο αδύναμος κρίκος του υποκειμενικού παράγοντα, που θα ‘λεγε κι ο βλαδίμηρος. Μπορεί κι ο άθλιος.

Άλλος για σάββα τράβηξε, πήγε κι άλλος (1) για λαφαζάνη
Όμως το σεκ μουλάρωσε, συνδιάσκεψη δεν κάνει

Μονάχα τον χαρίδημο (2) πλέον τον νοιάζει αν θα γίνει
Κι άλλος στης πάτρας τα δσ, αίμα και δάκρυα χύνει


Υποσημειώσεις
1. το ναράν 2. http://ashtonhar.blogspot.com/


Υστερόγραφο-παράρτημα, περί καθαρότητας

Όπως σε όλα τα δίπολα, η καθαρότητα, ετεροκαθορίζεται ως έννοια από την αντίθετή της, τη βρωμιά. Κι η αριστερίστικη καθαρότητα, ετεροπροσδιορίζεται από το βρώμικο 89 που είναι κι ο βασικός λόγος της ύπαρξής της. Έτσι πολλοί αντιλαμβάνονται την καθαρότητα αρνητικά. Θέλουν να μείνουν καθαροί για να μη γίνουν σαν τους άλλους τους βρωμιάρηδες, να (δια)τηρήσουν τις αρχές τους και το ειδοποιό τους στίγμα που τους διαφοροποιεί απ’ όλους τους άλλους. Κι όσο πιο καθαροί μένουν, μακριά από τις βρωμιές και τις αντιφάσεις της πραγματικότητας, που δεν υπάρχει ποτέ σε καθαρή μορφή, τόσο περισσότερο τους αποφεύγει ο κόσμος, σα να βρωμάνε από χιλιόμετρα. Ίσως κάπως έτσι να βγήκε και το στερεότυπο για τους άπλυτους.

Όταν δεν έχεις στρατηγική, ανάγεις σε τέτοια τους τακτικισμούς. Αλλά καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται (ούτε κεραυνούς κλεισμένους σε κύκλο). Ούτε φοβάται την καθημερινή πάλη, μην τυχόν λερωθεί από τις αυταπάτες των μαζών και τον αυθόρμητο οικονομισμό τους. Αν η ταξική καθαρότητα είναι η μισή αρχοντιά, η άλλη μισή είναι η τακτική ευελιξία, που συνδέεται διαλεκτικά με το στρατηγικό στόχο. Η τακτική καθαρότητα είναι μια κενολογία, η άλλη όψη του νομίσματος για όσους δεν έχουνε τακτική κι ανάγουν σε τέτοια τη στρατηγική τους.

Κι αν είστε κάποιος άρχοντας και παρεξηγηθείτε
Βρείτε το άλλο σας μισό κι αμέσως παντρευτείτε
Κι η διαλεκτική κουμπάρα

Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

Το εβραϊκό ζήτημα

Σε κάποια φάση είχα ξεκινήσει να γράφω ένα κείμενο για το μέτωπο, που κάθε χώρος το βλέπει σαν πάρτι όπου προσκαλεί τους άλλους να έρθουν χωρίς φόβο και δώρα φέροντες. Και προτάσσει ένα πλατύ μέτωπο για να αποφύγει το μέτωπο. Πλατειάζει, το φέρνει από εδώ, το φέρνει από εκεί, εγώ ξανά στο τίποτα, στο γενικά εσύ.

Κι έτσι όπως δεν ενώνονται τα μέτωπα –γιατί για ένα καθαρό κούτελο ζούμε στην κοινωνία και δεν θα το λερώσουμε με πολιτικές εκπτώσεις- έρχονται σε μετωπική σύγκρουση, μέτωπο με μέτωπο και τρίβουν τις μύτες τους σαν τους εσκιμώους. «Με» (απ’ το μέτωπο) από εδώ και «με» από εκεί, μας κάνουνε ένα ωραίο ζευγάρι μεμέ. Κι εμείς τραβάμε τα μεμέ μας απ’ το κακό μας, ώσπου να ωριμάσουν οι συνθήκες, αντί να παίζουμε με τις τάπες και τους πάτους των βαρελιών, να δούμε αν μας παίρνει να πάμε και πιο κάτω.

Και την παράταξη στους οικοδόμους θα κολλούσε να την βγάλουνε μπετοναρισμένο αριστερό μέτωπο, με αρχικά μπετόν αρμέ και σύνθημα άρμεγε λαγούς και κούρευε μισθούς και το δημόσιο χρέος.

Κι εκεί θυμήθηκα ένα εκλογικό αστερίξ με το μαθουσαλίξ που –αν και ήθελε να διώξει τους ξένους από το γαλατικό χωριό- ήταν σαν οργάνωση του εξωκοινοβουλίου και κουβαλούσε ένα πλακάτ που έγραφε: όλοι μαζί μου, αν κι ήταν μόλις ένα άτομο.

Κι εκεί ο ειρμός ξεστράτισε και το κείμενο έγινε πασχαλιάτικο. Γιατί οι υπόλοιποι μπορεί να μας βλέπουν σα μαθουσάλες του κινήματος, 93 χρονών κόμμα κι ακόμα δυνατό κι ακμαίο. Αλλά στην ουσία οι δικές τους θέσεις είναι ακόμα πιο παλιές. Σάπια σοσιαλδημοκρατικά κηρύγματα κι απλά ευχολόγια παπάδων που πατάνε σε δυο βάρκες, τη στιγμή που η κρίση σα μωυσής σκίζει τη θάλασσα στα δύο κι αυτοί πέφτουν στο θεωρητικό κενό και τα κάνουν μούσκεμα.

Έτσι κι αλλιώς η θάλασσα θα γίνει κόκκινη και θα ονομαστεί ερυθρά. Το αίμα νερό δε γίνεται, αλλά το νερό μπορεί να γεμίσει με αίμα και να γίνει κόκκινο από θάνατο. Θα φροντίσουν οι αιγύπτιοι εχθροί μας κι ο στρατός του φαραώ γι’ αυτό. Αλλά όσοι εβραιομπολσεβίκοι τα καταφέρουν θα φτάσουν στη γη της επαγγελίας που είναι περικυκλωμένη από ποτάμια και ιμπεριαλιστές (χάρτινες τίγρεις κι ευφράτηδες).

Αυτό είναι το πέρασμα (πεσάχ) στο σοσιαλισμό που γιορτάζουμε τέτοιες μέρες οι κομμουνιστές. Επειδή όμως δεν είχαμε μαγικά ραβδιά για να υπερβούμε τις δυσκολίες, πέσαμε κατευθείαν στα βαθιά και τα κάναμε κι εμείς μούσκεμα. Κι έκτοτε ψάχνουμε τους υπαίτιους, αποδιοπομπαίους τράγους κι αρνιά, να τα θυσιάσουμε στη σούβλα για εξιλέωση.
Για δες καιρό που διάλεξε ο γκόρμπι να την πάρει
Τώρα που είναι αντικειμενικά εποχή περάσματος στο σοσιαλισμό
Κι ο καπιταλισμός σαπίζει νομοτελειακά κι απειλεί να μας πάρει μαζί του στον τάφο

Κι έτσι έμεινε το έθιμο της σούβλας που παραπέμπει συνειρμικά στις δίκες της μόσχας. Έχει προηγηθεί η σαρακοστή και το κάψιμο του βασιλιά καρνάβαλου γκόρμπι που είχε μετ-αμφίεση κομμουνιστή και τον υποδέχτηκαν σαν μεσσία με βάγια στα χέρια. Φάτε μάτια-ψάρια και χάμπουργκερ από τα μακ ντόναλντ, ή μια πίτσα χατ. Ενώ εμείς χρειαζόμασταν άλλου είδους θάμα κι έναν ιησού να μπει να διαλύσει τους πάγκους των εμπόρων και την παρασυναγωγή των μαυραγοριτών.

Και κάπου εκεί κολλάνε η σολομώντεια λύση του σοσιαλισμού με αγορά που έκοψε το παιδί στα δύο και το σκότωσε. Οι δέκα νομοτέλειες που παραβιάστηκαν μαζί με τη βασική εντολη «ουκ αποκτήσεις κεφάλαιο». Η μεγάλη μαοϊκή πορεία του επιτάφιου, όπου πρέπει κάποια φορά να τραγουδήσουμε όλοι μαζί το μέρα μαγιού μου μίσεψες. Το δίλημμα τρότσκι η βαραββάς, όπου βαραββάς ήταν ο μπουχάριν και τελικά τους φάγαμε και τους δυο. Ο ιωσηφ τζουγκασβίλι κι οι δώδεκα φυλές του ιακώβ που έγιναν σοσιαλιστικές δημοκρατίες, συν άλλες τρεις βαλτικές που προστέθηκαν αργότερα κι ήταν οι πρώτες που αποσπάστηκαν. Η ελεγχόμενη σταυροδοσία στις εκλογές, για να βγάλουμε αυτούς που θέλουμε. Ως και στο εξωκοινοβούλιο το κάνουν κι ας μην εκλέγουν κάποιον (ακόμα).

Και την ατέλειωτη εβδομάδα των παθών που περνάνε οι κομμουνιστές μετά τις ανατροπές. Ανεβαίνουν το γολγοθά με το σταυρό στο χέρι, αλλά μια μέρα –την Τρίτη κατά τας γραφάς- θα τον αντικαταστήσουνε τα όπλα και θα αναληφθούν με έφοδο στους ουρανούς, μαζί με την επ-ανάσταση των λαών. Πρόσχωμεν..

Ας διαβάσουμε όμως κάτι πιο ελαφρύ από τον χώρο του πολιτικού άρλεκιν.

Το πάσχα πλησιάζει και καθώς είμαι ο μόνος πρέσβης που αντιπροσωπεύει μια χώρα που έχει επίσημη θρησκεία την ορθοδοξία, πληροφορώ την ΑΜ τον πατριάρχη ότι θα παραστώ στην λειτουργία της ανάστασης. Πληροφορώ και τους συνεργάτες μου που μου λένε ότι πρέπει να φτάσω πολύ νωρίς στον καθεδρικό ναό γιατί κάθε χρόνο οργανώνεται διαδήλωση των αθέων ακριβώς τη στιγμή που ο ιερεύς ανακράζει χριστός ανέστη.

Φτάνω λοιπόν μία ώρα πριν από την ανάσταση με την ελληνική σημαία στο αυτοκίνητο, κι όμως είμαι αναγκασμένος να κατέβω εκατό περίπου μέτρα από την εκκλησία. Τόσο πυκνό είναι το πλήθος. Έχουν ληφθεί θεαματικά μέτρα ασφαλείας –έφιππος αστυνομία επαγρυπνεί ώστε να μην σημειωθούν επεισόδια ανάμεσα στους πιστούς που χώνονται ανάμεσα στην εκκλησία και τους αθέους που είναι συγκεντρωμένοι στο απέναντι πεζοδρόμιο.

Χωρισμένοι από ολόκληρο το φάρδος του δρόμου που το κατέχει η αστυνομία, οι δυο παρατάξεις αγνοούν η μία την άλλη προς το παρόν, αν και μερικές μεμονωμένες κραυγές ακούγονται από την πλευρά των αθέων. Υποπτεύομαι ότι είναι στελεχωμένοι από μερικούς κομσομόλους.

Στο εσωτερικό της εκκλησίας βασιλεύει σκοτάδι. Μερικά κεριά, αφιερώματα πιστών, καίνε μπροστά στις εικόνες. Το πλήθος –ηλικιωμένοι οι περισσότεροι- είναι σιωπηλό. Ένας διάκος ο αναγνώστης, διαβάζει πολύ βιαστικά, μια σειρά προσευχές σε σλαβονική γλώσσα, λειτουργική της ρωσικής ορθοδοξίας.

Δεξιά κι αριστερά απ’ την κεντρική αψίδα είναι οι χοροί, γυναίκες οι περισσότερες, που περιμένουν το σύνθημα. Σκοτάδι και κρύο. Ο χριστός βρίσκεται ακόμη στον τάφο και θα αναστηθεί σε λίγο.

Έξαφνα η μεγάλη καμπάνα αρχίζει να χτυπά αλλά δεν κατορθώνει ο ήχος της να σκεπάσει εντελώς τις απειλητικές ιαχές των αθέων που αρχίζουν τα ουρλιαχτά τους. Μία από τις πλάγιες πύλες φέρνει ως εμάς την προσποιητή, άλλωστε, οργή του πλήθους και τούτο σου προκαλεί ένα ελαφρό ανατρίχιασμα φόβου στον τράχηλο, σα να ήσουν πρωτοχριστιανός μέσα στις κατακόμβες της ρώμης κι άκουγες να πλησιάζουν οι ρωμαίοι κεντηρίωνες. Όσο χτυπά η καμπάνα, τόσο δυναμώνουν τα ουρλιαχτά. Στο μεταξύ η ωραία πύλη ανοίγει ορθάνοιχτα και ο κλήρος κατάχρυσος, εμφανίζεται κρατώντας αναμμένες λαμπάδες, με τον πατριάρχη επικεφαλής.

Η πομπή κάνει τον γύρο της εκκλησίας απέξω αλλά πάντα μέσα στο περίβολο του ναού, που προστατεύεται από κάγκελα. Συνοδεύεται από διάκους με καταπληκτικές φωνές. Στο εσωτερικό της εκκλησίας οι χοροί έχουν αρχίσει ένα λειτουργικό ύμνο εις δόξαν χριστού αλλά έξω δε μπορεί κανείς να ακούσει τίποτε άλλο παρά το πλήθος των αθέων που έχει φτάσει στο βαθμό της φρενίτιδας, ουρλιάζει και ρίχνεται με λύσσα επάνω στα κάγκελα του περιβόλου.

Οι συνοδοί μου προσπαθούν να με πείσουν ότι όλα αυτά είναι σκηνοθεσία αλλά ως πού; Όταν η πομπή ξαναμπαίνει στην εκκλησία ο πατριάρχης ανακράζει χριστός βασκρεσε και όλοι οι πιστοί το επαναλαμβάνουν με θέρμη και φιλιούνται σταυρωτά. Τότε αρχίζει η λειτουργία. Θα κρατήσει δυο ώρες. Βγαίνω και γυρίζω στο αυτοκίνητό μου.


Ρίγη συγκίνησης. Οι αθέοι με κατεβασμένο επίτηδες τον τόνο να θυμίζει το τέλος από την ισπανική ταινία η γλώσσα της πεταλούδας, όπου τα παιδάκια πετούσαν πέτρες στον κομμουνιστή και του φώναζαν με μίσος ρόχο και ατέο. Κι ο κριτικός αναγνώστης να μην ξέρει αν πρέπει να χαρεί με τον μαχητικό αθεϊσμό των ηρωικών κομσομόλων, να γελάσει με τις υπερβολικές περιγραφές, ή να κλάψει που στα 1968, μετά από 50 χρόνια επανάστασης, το όπιο του λαού επιβίωνε ακόμα, με την ανοχή του σοβιετικού κράτους.

Όλα αυτά στο πολιτικό άρλεκιν με τίτλο πράσινη μόσχα και συγγραφέα τον άγγελο βλάχο, που πέραν όλων των άλλων διετέλεσε πρέσβης της ελληνικής χούντας στη σοβιετία από το κοσμοσωτήριο 68 μέχρι το 71’.
Από τα τελευταία αποκτήματα της μπρεζνιεφικής βιβλιοθήκης της κε του μπλοκ.

Κλείνουμε με ένα ακόμα ντοκουμέντο στο κλίμα των ημερών, που εξασφάλισε για την κε του μπλοκ ένας διατατικός (ττ) αναγνώστης:

"Σύλληψις Κατά την Ώρα της Αναστάσεως

Η Αστυνομία του Πειραιώς, ανεκοίνωσεν ότι συνελήφθησαν κατά την λειτουργία της Αναστάσεως στον Άγιο Παντελεήμονα Δραπετσώνας οι Ν. Αθηναίος, ετών 25, Στ. Κοιλάκος, ετών 23 και Παν. Κυριάκης, ετών 24, γιατί είπον την φράσιν: «Και του χρόνου ανταρτοκρατούμενοι».
Οι τρείς συλληφθέντες εδήλωσαν στην Γενική Ασφάλεια ότι και αυτοί άκουσαν την φράσιν: «Και του χρόνου Λαϊκή Δημοκρατία», αλλά οι ίδιοι δεν είπον τίποτα. Η σύλληψις των τριών νέων κατά την χαρμόσυνη στιγμή της Αναστάσεως και ενώ κρατούσαν αναμμένες λαμπάδες δημιούργησε δυσμενέστατην εντύπωσιν στο εκκλησίασμα."

Η Αυγή, 7 Απριλίου 1953


Υγ: μην παρεξηγείτε τη σνομπ διάθεση στα σχόλια. Αυτές τις μέρες η κε του μπλοκ δεν έχει ούτε καν υπολογιστή και τη βγάζει στη γύρα με δανεικά.

Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

Τέλμα ως εδώ

Τιμή και δόξα στους τελματοφύλακες, που όρισαν στη ζωή τους να φυλάνε τελμοπύλες.
Μια ζωή πληρώνω τα χρέη των αστών, τέλμα ως εδώ (2), άλλο δε μπορώ.
Μην ψάχνεις πια αλλού, εδώ είναι το ταξίδι. Δεν υπάρχει τελματικός σταθμός. Κι αν φτωχικό το βρήκες το τέλμα όπου βάλτωσες, δεν σε γέλασε. Κρατάς εσύ τη σημαία ψηλά. Με τάνεφ και ποπόφ, τον τέλμα(ν) κι άλλους, αντιφασίστες αρχηγούς. Κι η ανεργία χιλιάδες σφάζει προλεταρίους μισθωτούς.

Ο ιδρυματισμός λέει είναι μια ψυχική πάθηση, στην οποία μένεις σε ένα προστατευτικό περιβάλλον κι όταν βγαίνεις έξω απ’ αυτό, όλα σου φαντάζουν εχθρικά και βιάζεσαι να επιστρέψεις πίσω στην τρύπα σου.

Το ίδρυμα αυτό μπορεί να είναι το σπίτι, η γονική προστασία, η οικογένεια, ο κυνόδοντας, η μαμά-πατρίδα κι ο σιδερένιος φράχτης της στο βερολίνο. Η δουλειά στο δημόσιο, μια σχέση, ένα μπλογκ, το προδέρμ που χαρίζει στοργή και φροντίδα.

Μπορεί να είναι κι η οργάνωση, μια συλλογικότητα του χώρου κι ο μικρόκοσμος που την περιβάλλει. Ένα πολιτικό άσυλο για αναξιοπαθούντες που γυρνάνε ολημερίς στα γραφεία, για να γεμίσουν την άδεια ζωή τους και να βρουν εναλλακτική ψυχοθεραπεία.

Η καλύτερη ψυχοθεραπεία είναι συλλογική κι έμπρακτη. Η γνωστή σχολή σοβιετικής ψυχολογίας με τη θεωρία της δραστηριότητας. Στη βράση αλλάζει ο άνθρωπος. Κι αλλάζει σύμφωνα με τις πράξεις του. Διαφορετικά καταλήγουμε σε ακροβασίες –θεωρητικές και γενικώς. Όπως όταν θες να ανέβεις σε ένα ποδήλατο ενώ είναι ακίνητο, το οποίο είναι πρακτικά αδύνατο.

Χρειάζεται βέβαια κι ένας βαθμός αυτονόμησης, μια σχετική αφαίρεση από την κίνηση και το διαρκές τρέξιμο, για να σκεφτείς και να βρεις λύσεις. Αλλιώς είναι σα να πας να αλλάξεις εν κινήσει την αλυσίδα από το ποδήλατο που λέγαμε και τελικά αντί για αυτή να σπάσεις τα μούτρα σου. Οι προλετάριοι δεν έχουν να σπάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους. Αρκεί να μη σπάσουν τα μούτρα τους, κατά την έφοδό τους στον ουρανό.

Κι είναι μια γενιά ολόκληρη που έχει περάσει τα τριάντα και τρέχει και δε φτάνει με δυο και τρεις δουλειές, σαν τρελό ηλεκτρόνιο που αποσπάστηκε από τον κομματικό πυρήνα, εξουδετερώθηκαν οι αντιστάσεις της σα νετρόνια και τώρα της έχει μείνει το αρνητικό φορτίο για το αγωνιστικό της παρελθόν. Κι άντε μετά με τόσα αντιδραστικά στοιχεία κι άλλους τόσους αστοιχείωτους να γίνει η μεταστοιχείωση, η μετάβαση από το ένα στοιχείο στο άλλο, από το οικονομικό στο πολιτικό κι από εκεί στην κοινωνία του μέλλοντος.

Ύλη σημαίνει κίνηση κι αντιστρόφως. Αλλά η κίνηση είναι σχετική όπως κι η στασιμότητα. Ο ήλιος της σοβιετίας, μαζί με το σοσιαλιστικό, ηλιακό του σύστημα και τους δορυφόρους του έλαμπε παρά τα λάθη και τις συννεφιές, αλλά άρχισε να δύει όταν έμοιαζε να είναι στο ψηλότερο σημείο κι όταν κάποιοι υπόσχονταν να τον σηκώσουνε πάνω από την ελλάδα, για να ξεγελάσουν τον κοσμάκη.

Έκτοτε η συλλογική ψυχοθεραπεία έγινε κινηματικό γκρουπ θέραπι. Κι είναι φορές που αντί να βρούμε λύση στο πρόβλημά μας, το φορτώνουμε στο κίνημα, που βγαίνει κομπλεξικό, κατ’ εικόνα κι ομοίωσή μας και κουβαλά τα κουσούρια του καθενός μας. Κι αυτά με τη σειρά τους το οδηγούνε ντουγρού στο βάλτο και τη στασιμότητα.

Η στασιμότητα είναι γενικά αντιδραστική αλλά κι αυτό σχετικό είναι. Σε καιρούς οπισθοδρομικούς που κάνουμε ένα βήμα μπρος και δύο πίσω, για να πάρουμε φόρα για το επόμενο άλμα στο κενό… σε καιρούς που ο σοσιαλισμός φαντάζει μονόδρομος για την ανθρωπότητα, αλλά η ιστορία οδηγεί αντίθετα στο μονόδρομο κι έρχεται καταπάνω μας… η προσκόλληση στο ηρωικό παρελθόν μπορεί να γίνει πρόπλασμα προοδευτικής συνείδησης, φάρος που φωτίζει τις επόμενες απόπειρες εφόδου.

Το παν είναι να διαλέξεις το σωστό εκπαιδευτικό ίδρυμα για τον ιδρυματισμό σου. Όλα ομνύουν στον επιστημονικό μαρξισμό, αλλά κάποια εξ αυτών είναι ανώτατα, θεωρητικά, με έμφαση στην στρατηγική κι άλλα τεχνικά, κινηματικά, με έμφαση στους τακτικισμούς και το αυθόρμητο.

Αυτός ο διαχωρισμός είναι τεχνητός κι αντιεπιστημονικός. Κάποιοι όμως το μεταφράζουν αυτό με τη θέση για ενιαία, γενικά πτυχία και γενική ενότητα άνευ όρων, με τόσο αφηρημένο περιεχόμενο που καταλήγει σούπα ξαναζεσταμένη. Κι όποιος έχει καεί σε αυτό τον χυλό, φυσάει πλέον και την ενιαία δράση με τα μηδέν λιπαρά.

Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

Ο παράνομος

Σήμερα που η συμβασιλεύουσα γιορτάζει την εθνοσωτήριο, η κε του μπλοκ παραθέτει ένα κεφάλαιο από τον παράνομο του κώστα κότζια που νομίζω ότι πάει κουτί με την επέτειο.

Ο σωτήρης μπήκε και κάθισε στο τραπεζάκι του δίπλα στην είσοδο των γραφείων. Η Πέμπτη ήτανε δύσκολη μέρα. Ως τα ξημερώματα κουβαλούσε ύλη στο τυπογραφείο. Η δημοκρατική νοίκιαζε τα τυπογραφεία μιας καθημερινής εφημερίδας και τις πέμπτες οι λινοτύπες δουλεύανε υπερωρία όλη νύχτα για να στοιχειοθετηθεί η τελευταία ύλη του φύλλου.

Πώς πιπιλάνε μερικοί στη γλώσσα τους τα ορόσημα! Ως τις εκλογές! Μετά τις εκλογές! Θέλουν να ξεφορτωθούνε κάποιον, του λένε: «Μετά τις εκλογές σωτήρη», που πάει να πει: «Παράτα με τώρα ήσυχο!» Τους πιάνει κωλοπιλάλα για κάτι, σε φωνάζουν: «Σωτήρη, μέχρι τις εκλογές πρέπει να κόψεις το λαιμό σου να γίνει!»
Κάθε πέντε λεπτά, καταφτάνει στην εφημερίδα κάποια επιτροπή από τις συνοικίες. Οι περισσότερες έρχονται να καταγγείλουν επιθέσεις τραμπούκων ή αστυνομικών. Ο σωτήρης σημειώνει τις καταγγελίες χωριστά και παραδίνει τα χαρτάκια στον ειδικό συντάκτη. Σαν κλητήρας, παραλαβαίνει κι όλα τα έντυπα, τα γράμματα, τα χειρόγραφα. Τα σημειώματα για τις κινητοποιήσεις και τη συνδικαλιστική κίνηση της εβδομάδας τα μαζεύει ο ίδιος σε ένα φάκελο και γράφει μια μικρή στήλη για την πέμπτη σελίδα.

Άνοιξε το φάκελό του. Την ίδια στιγμή μπήκε σα σίφουνας ο πανάγος και προχώρησε να κλειστεί στο γραφείο του διευθυντή. Σε τούτες τις εκλογές ο πανάγος ήταν ανάμεσα στους υποψήφιους βουλευτές της δημοκρατικής αριστεράς. Ο σωτήρης τον γνώριζε παλιά από την ποντική, ο πατέρας του είχε γαλακτοπωλείο. Μάλιστα θυμάται που ρωτούσανε ξεπίτηδες τον γαλακτοπώλη για να τον πειράξουνε πόσα παιδιά έχει κι εκείνος απαντούσε: ένα παιδί μόνο και πέντε θηλυκά!
Στην κατοχή ο πανάγος ήταν στέλεχος του φοιτητικού κινήματος, πιάστηκε στον εμφύλιο κι έμεινε λίγα χρόνια εξορία. Γύρισε σε μια περίοδο που τα περσότερα στελέχη βρίσκονταν στις φυλακές ή έξω από την ελλάδα. Είχε χάσει τα μαλλιά του και σαν αντίβαρο, όπως συνηθίζουν μερικοί φαλακροί, έτρεφε ένα πελώριο μουστάκι. Ερχότανε στην εφημερίδα βιαστικός, να συνεργαστεί λίγη ώρα με το διευθυντή και ξανάφευγε τρέχοντας.

Ένα γεια σου σώτο, δε μπορούσε να πει μπαίνοντας; Ούτε θα μεγάλωναν οι σκοτούρες του, ούτε θα λιγόστευαν. Πάνω-πάνω στο φάκελό του ο σωτήρης είχε ακουμπήσει ένα σημείωμα που έλαβε το πρωί από μερικούς εργάτες μιας βιομηχανίας. Το σημείωμα ανάμεσα σε άλλα έγραφε: το πλάνο δουλειάς και κινητοποίησης των εργατών βιομηχανίας το καταρτίσανε μερικοί μέσα από τα γραφεία τους. Εννοούμε τα περιβόητα τριάντα δύο αιτήματα που καταντήσανε πλάνο ακινητοποίησης. Γιατί ο υπεύθυνος συντάκτης της συνδικαλιστικής κίνησης δε βλέπει τις αιτίες που πέφτει η αγωνιστικότητα σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή;

Απ’ το πρωί τον βασανίζει η τελευταία φράση του σημειώματος. Μα αυτός μαζεύει το υλικό που στέλνουν στην εφημερίδα και γράφει απλώς μια στήλη με την κίνηση. Γιατί του ζητάνε ευθύνες; Στο γραφείο πόλης της δημοκρατικής αριστεράς δεν υπάρχει πια ούτε ένας εργάτης! Τα εργατικά στελέχη που βγήκαν από τις φυλακές αποφεύγουνε να τα χρησιμοποιήσουνε σε δουλειά. Τώρα πια μπερδεύονται στο κεφάλι του κι οι δοσάδες. Πού θα βρει να δανειστεί δυο τρία κατοστάρικα;

Μπήκε μια επιτροπή. Δυο άντρες και μια γυναίκα. Στου δεύτερου άντρα τα μαλλιά και στο αριστερό μάγουλο ήταν κολλημένα ξερά αίματα. Η γυναίκα άρχισε να μιλάει λαχανιασμένη. Ο σωτήρης ρωτούσε κι έγραφε. Ήταν εργάτες ενός λατομείου, η ασφάλεια πίεσε τον ιδιοκτήτη κι απέλυσε δυο που είχανε φάκελο. Ξανάρχισε με άλλα λόγια η συνηθισμένη τακτική. Αμέσως σταματήσανε όλοι στη μέση τη δουλειά τους, εμποδίσανε και τα φορτηγά που είχαν ήδη φορτώσει χαλίκι να ξεκινήσουνε. Οι χωροφύλακες τους επιτεθήκανε χωρίς καμία προειδοποίηση. Πέντε σοβαρά τραυματίες. Τι έχεις γιάννη, τι είχα πάντα! Την παροιμία την πέταξε η γυναίκα. Τους τραυματίες τους είχαν μεταφέρει στο νοσοκομείο.

Έβδομη επίθεση από το πρωί. Εδώ τραμπούκοι εκεί χωροφύλακες! Η επιτροπή έφυγε. Άρπαξε το χαρτί με τα στοιχεία που έγραψε. Το απλώνει σχεδόν στη μύτη του συντάκτη που μασάει καραμελίτσες. Έβδομη, του ξανατονίζει. Δώσε μου ένα τσιγάρο σώτο. Για να κόψει το τσιγάρο εκείνος ο συντάκτης είχε βαλθεί να πιπιλάει καραμελίτσες. Τώρα πάλι κάπνιζε σα φουγάρο, τούμεινε και το πιπίλισμα. Τον φωνάζει ο αρχισυντάκτης.
-Να πας σωτήρη τούτα τα χειρόγραφα στο τυπογραφείο.

Πότε-πότε τον πιάνει η διάθεση να διηγηθεί κανένα παλιό περιστατικό. Πήρε τα χειρόγραφα και στρογγυλοκάθισε απέναντι στον αρχισυντάκτη. Στο εργοστάσιο που έφτιαχνε σούστες αυτοκινήτων δούλευε οξυγονοκολλητής πριν από τον πόλεμο. Δηλ βοηθός. Πόσος ήταν τότε; Παιδί! Δηλ όχι και παιδί. Νέος να πούμε. Στο κόμμα δούλευε από τότε. Δηλ στη νεολαία. Δικτατορία να σκεφτείς. Δηλ, τι υπήρχανε σε όλη την πόλη; Κάτι λίγες παράνομες οργανωσούλες. Για να μοιράσεις μερικές προκηρύξεις έπρεπε να τρέχεις από τον ένα συνοικισμό... σαν την άδικη κατάρα δηλαδή...

Ο αρχσυντάκτης τον έκοψε στη μέση με το αιώνιο κοροϊδευτικό γέλιο του.
-Τότε μόνο πόδια χρειάζονταν, σωτήρη!
Πώς του αρέσουνε του ευλογημένου τα κρύα πειράγματα! Υπάρχουνε μερικοί μωρόχαυνοι που πιστεύουν πως το κίνημα στον τόπο μας ωρίμασε μόνο αφού παρουσιάστηκαν αυτοί στο προσκήνιο. Ο αρχισυντάκτης ήταν άλλοτε σεμνός. Γιατί τον έπιασε τελευταία ο οίστρος για τέτοιου είδους άνοστα αστεία με αιχμές; Το νέο κλίμα τον χάλασε κι αυτόν;

Ο σωτήρης βγήκε από το γραφείο του αρχισυντάκτη πικραμένος. Πήγε την ύλη στο τυπογραφείο και ξαναγύρισε. Κάθισε στο τραπεζάκι του δίπλα στην είσοδο. Ο πανάγος πέρασε σα βολίδα κι έφυγε. Σε λίγο εμφανίστηκε στο διάδρομο ο διευθυντής. Είπε του σωτήρη να τηλεφωνήσει στα κεντρικά γραφεία της δημοκρατικής αριστεράς στην πρωτεύουσα. Υποσχεθήκανε να τους στείλουν ένα από τα παλιά τους αυτοκίνητα και πρέπει να το παραλάβουν πριν από τις εκλογές. Άθελά του ο σωτήρης γέλασε.

-Βλέπεις τίποτα το αστείο; Τον ρώτησε ο διευθυντής.
-Πριν από τις εκλογές πάει να πει κωλοπιλάλα!
Όταν ο διευθυντής εκνευρίζεται ή κι όταν είναι ευχαριστημένος πλαταγίζει τη γλώσσα του χωρίς να ανοίγει το στόμα του έτσι που νομίζεις πως κάτι μασουλάει, ενώ δε μασουλάει τίποτα.

Εμφανίστηκε άλλη επιτροπή. Είχε γίνει μια συγκέντρωση κάποιου δημοκρατικού συλλόγου στον κινηματογράφο μιας συνοικίας. Η συγκέντρωση τελείωσε. Ο κόσμος διαλύθηκε να πάει στις δουλειές του. Στη στάση του λεωφορείου στεκότανε ένας δικηγόρος από το προεδρείο. Ξαφνικά, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα πέντ’ έξη γεροδεμένοι άντρες του κατάφεραν επιδέξια χτυπήματα καράτε κι εξαφανίστηκαν. Ο δικηγόρος μεταφέρθηκε αναίσθητος, η κατάστασή του είναι κρίσιμη. Το ίδιο έτυχε και σε δεύτερο από τη συγκέντρωση τη στιγμή που έμπαινε σε ένα ταξί. Κι αυτός αναίσθητος χάμω. Τούτη η μέθοδος επιθέσεων με γορίλες ήταν καινούρια, μα τα κρούσματα πληθαίνανε.

Η επιτροπή έφυγε. Μα ο διευθυντής τόση ώρα δεν τους άκουγε, αλλά σκάλιζε το απογευματινό ταχυδρομείο. Ο σωτήρης σημείωσε τις λεπτομέρειες της επίθεσης. Τι πρέπει να κάνει τώρα; Απλώς να δώσει το σημείωμα στον ειδικό συντάκτη. Χωρίς να ειπωθεί μια λέξη; Είναι δυνατόν να καταντήσουν όλα ρουτίνα, ακόμα κι οι τρομοκρατικές επιθέσεις; Από πού αυτός ο εφησυχασμός;

-Ετοιμάζουν πραξικόπημα, μουρμούρισε.
Αμέσως ο διευθυντής ενοχλήθηκε και πέταξε την αλληλογραφία από τα χέρια του. Μα γιατί ενοχλήθηκε τόσο πολύ;
-Το αντίθετο, έκανε πεισματωμένος. Η ένταση της τρομοκρατίας σημαίνει ότι πάμε για εκλογές. Προσπαθούνε ακριβώς να τις κάνουν μέσα σε τέτοιο κλίμα που να τις κερδίσουν.

Είναι κι αυτή μια άποψη, συλλογίστηκε. Αλλά του σωτήρη δεν του αρέσει ο ξεροκέφαλος τρόπος που ο διευθυντής της εφημερίδας παρασταίνει τα στάδια της κοινοβουλευτικής εξέλιξης και των μετασχηματισμών προς το σοσιαλισμό. Για το κομμουνιστικό κόμμα, μιλιά. Για περίπτωση δικτατορίας, μιλιά. Μάλιστα του αρέσει να δείχνει παραστατικά όλο το σχήμα της ειρηνικής πορείας διαγράφοντας με τα απλωμένα χέρια του κάτι κυματιστές κινήσεις. Τον προηγούμενο διευθυντή, παλιό στέλεχος, λένε πως ο πανάγος κατάφερε να τον βγάλουνε.

Ο διευθυντής τούκοψε την κουβέντα στη μέση. Του γύρισε τις πλάτες. Ο σωτήρης πρόλαβε μόνο να δει το μασούλημα της γλώσσας του. Μπερδεύτηκε τώρα. Το ανέβασμα της τρομοκρατίας τον κάνει να μασουλάει τη γλώσσα του από ικανοποίηση ή από εκνευρισμό; Μήπως άραγε χωρίς τρομοκρατία ο διευθυντής θα ανησυχούσε περισσότερο για ενδεχόμενο πραξικόπημα της στρατοκρατίας;

Πήγε κι άλλα χειρόγραφα στο τυπογραφείο. Άρχισε να νυχτώνει. Μέχρι τώρα δε μπορούσε να σκεφτεί από ποιον να ζητήσει τα τρία κατοστάρικα για το Σάββατο. Κατά τις εννιά του τηλεφώνησε η έλλη. Ο μικρός έφαγε κάτι χαλασμένο κι είχε λίγο πυρετό.
-Μήπως κρύωσε;
-Όχι, έφαγε κάτι χαλασμένο,
τον διέκοψε η έλλη. Το φαΐ του παιδιού πρέπει άναι πάντα φρέσκο.
Από καιρό η γυναίκα του τον πιλατεύει να αγοράσουν ηλεκτρικό ψυγείο. Δίκιο έχει. Πού να βάλει το γάλα του παιδιού, το κρέας του; Είναι καθημερινό πρόβλημα.
-Ίσως είναι γριπούλα έλλη, φώναξε στο τηλέφωνο ο σωτήρης.
-Δεν είναι γρίπη, μην επιμένεις. Είναι το κρέας που άφησα έξω από το παράθυρο. Ο καιρός ζέστανε... Παντού πουλάνε ηλεκτρικά ψυγεία με πολύ μικρές δόσεις. Πότε επιτέλους θα τα αποφασίσεις σώτο;
-Μετά τις εκλογές. Και της έκλεισε το τηλέφωνο.

Κατέφτασε κι ο νευρικός πολιτικός συντάκτης. Δουλεύει σε άλλες δύο εφημερίδες. Στη μία γράφει ένα ηλίθιο ιστορικό μυθιστόρημα σε συνέχειες, στην άλλη είναι βοηθός αρχισυντάκτη. Δουλεύει κοντά δεκαπέντε ώρες την ημέρα για να ξοφλάει δόσεις αυτοκινήτου όπελ. Όσα λεφτά βγάζει πηγαίνουνε στο όπελ, μαζί με τη συντήρηση και τα τρακαρίσματα.

Ο πανάγος εμφανίστηκε για δεύτερη φορά εκείνο το βράδυ στην εφημερίδα. Κλειστήκανε με το διευθυντή και τον αρχισυντάκτη κάπου μία ώρα. Μόλις τον είδε να ξαναβγαίνει, ο σωτήρης πετάχτηκε από το τραπεζάκι του.
-Μια στιγμή πανάγο.
-Βιάζομαι τρομερά...
-Αυτό το σημείωμα το στείλανε από ένα εργοστάσιο, όσα γράφει είναι πολύ σοβαρά. Μα στο θεό σας, τι χρειάζονται όλα αυτά τα τριανταδύο αιτήματα; Είναι τροχοπέδη... Δύο τρία τα πιο ουσιαστικά...

Δεν του μιλούσε τώρα σαν κλητήρας. Ούτε κοιτούσε πια τον άλλο σαν κλητήρας. Διέκρινε κάποιον εκνευρισμό στη φάτσα του πανάγου.
-Μετά τις εκλογές θα δούμε το ζήτημα, τον διέκοψε. Τον χτύπησε φιλικά στον ώμο, όπως συνήθιζε κι εξαφανίστηκε.

Μετά τις εκλογές, πάει να πει: παράτα με ήσυχο! Τούτη τη φορά δε γέλασε. Βημάτιζε αργά στο διάδρομο με το σημείωμα στο χέρι. Όταν ο σωτήρης είχε βγει από τη φυλακή τον είχε καλέσει ο πανάγος να κουβεντιάσουνε. Πέρασαν βέβαια τέσσερα χρόνια από τότε. Ο σωτήρης τον θυμότανε από την ποντιακή μα μέχρι την ημέρα εκείνη, οι δυο τους δεν είχαν ποτέ ανταλλάξει ούτε λέξη. Η αναπόληση αυτής της συνάντησης τον έκανε να κλοτσήσει με δύναμη ένα κομματάκι σοβά πούχε πέσει από τον τοίχο.
Όλα τα άρθρα και τα σημειώματα που έστελνε ο σωτήρης μέσα από τη φυλακή φτάνανε στα χέρια του πανάγου. Για πρώτη φορά ο σωτήρης άκουγε πως ο πανάγος είχε τέτοια εξουσιοδότηση και ξαφνιάστηκε. Τα διάβαζα σώτο, του είχε πει. Όλα τα υλικά που μας στέλνουν οι φυλακισμένοι μυρίζουνε λίγο δογματισμό, πρόστεσε με εκείνο το ελαφρά σαρκαστικό γέλιο του. Εννοείται και τότε του χτύπησε φιλικά τον ώμο καταλήγοντας πως η έξω πραγματικότητα θα τον στρώσει κι αυτόν όπως έγινε με πολλούς.

-Σωτήρη γρήγορα στο τυπογραφείο, ακούστηκε από μέσα η φωνή του αρχισυντάκτη.
Κρατούσε στα χέρια του κάτι χειρόγραφα. Του εξηγεί σχολαστικά. Το άρθρο που έχουν έτοιμο δε θα μπει στο φύλλο. Να στοιχειοθετηθεί αμέσως αυτό που του δίνει. Το κατάλαβε; Αυτό που του δίνει θα μπει στη θέση του άλλου. Το παλιό δε θα μπει, το κατάλαβε; Μα γιατί του το λέει δέκα φορές; Για χοντροκέφαλο τον πέρασε; Ο νευρικός πολιτικός συντάκτης καθισμένος στο απέναντι τραπέζι περιμένει να συνεχίσει την κουβέντα του.
-Άμα έχσεις καλά ρυθμισμένο το καρμπυρατέρ δεν καίει πολλή βενζίνη...

Ο αρχισυντάκτης συνεχίζει.
Τον τίτλο του άρθρου, σε δύο γραμμές. Τον βλέπει; Γιατί δε θα γίνει πραξικόπημα. Μία αράδα γιατί δε θα γίνει, δεύτερη αράδα το πραξικόπημα, το κατάλαβε; Με κεφαλαία των 72 στιγμών. Θα πιάσουν όλο το φάρδος της εφημερίδας. Ο αρχισυντάκτης πρόσεξε τον τρόπο που ο σωτήρης κοιτούσε εκείνα τα χειρόγραφα. Πάει φιρί-φιρί για το αστειάκι του. Να το χωνέψουν μερικοί-μερικοί ότι στην ευρώπη δε γίνονται πραξικοπήματα! Για να δουλέψει τον κλητήρα πρόστεσε ειρωνικά, πως η εποχή των ποδαριών και των παρανόμων πέρασε για πάντα.

Ο σωτήρης πήρε τα χειρόγραφα χωρίς να πει λέξη. Ώστε το άρθρο γράφτηκε για να χτυπήσει τη γραμμή του κόμματος! Γι’ αυτό έπιασε τέτοια βιασύνη τον πανάγο και το διευθυντή; Δεν παύει επιτέλους και τούτος, μας ζάλισε με το διπλό καρμπυρατέρ που τοποθέτησε στην όπελ του! Ο αρχισυντάκτης γελάει, τον δουλεύει από πάνω. Μήπως πραγματικά έφαγε κάτι χαλασμένο ο μικρός; Κρύα δουλέματα! Τον κίνδυνο δεν τον βλέπουνε; Μόνο η θηλειά του ηλεκτρικού ψυγείου έλειψε τώρα! Σιχτίρ, πού να βρει τα τρία κατοστάρικα μέχρι το Σάββατο;

-Μόλις στοιχειοθετηθεί, τηλεφώνησέ μου να έρθω, είπε ο αρχισυντάκτης.

Κι ένα ακόμα απόσπασμα από ένα επόμενο κεφάλαιο, όπου έχει κηρυχθεί δικτατορία και ο παράνομος βρίσκει καταφύγιο σε ένα σπίτι που δεν είναι πολύ ασφαλές. Ο παππούς αρχίζει το μονόλογο.

Βλέπω τούτον εδώ και με ζώνουνε τα φίδια. Λέω μέσα μου από την ώρα που τον είδα. Γιατί ο σώτος ήρθε νυχτιάτικα να χτυπήσει το κουδούνι μας; Σουτ, μη με διακόπτει κανείς. Θαρρείς ότι δεν έβαλε με το νου του ότι στο σπίτι μας μπορούσε να φανεί η ασφάλεια; Άρα δεν υπήρχε κανένα μέρος να πάει. Σωστά δε λέω; στράφηκε απότομα στο σωτήρη.
Δεν του απάντησε ο άλλος. Κοιτούσε συνέχεια το τραπεζομάντηλο αποφεύγοντας να σηκώσει τα μάτια του να αντικρίσει το γέρο.

-Δε θέλεις να μου απαντήσεις; Στράφηκε ξανά στο γαμπρό του.
Τον βλέπεις που κατάλαβε πολύ καλά τι θέλω να πω; Όλη μέρα σήμερα γύριζε σαν την άδικη κατάρα στους δρόμους μήπως συναντήσει κανένα δικό μας. Και να συνάντησε κάποιο στέλεχος από αυτά που δεν πιάστηκαν, θάτρεχε κι εκείνος χωρίς να ξέρει πού πάνε τα τέσσερα! Δίκιο δεν έχω σώτο; Δε μιλάς, μα αν αυτό που μου πέρασε από το νου είναι αλήθεια... φοβερό, μουρμούρισε στον γαμπρό. Τι με κοιτάς, έτσι σα να μη με καταλαβαίνεις; Δεν υπάρχει λοιπόν ούτε μια γιάφκα να πάρει επαφή, ούτε μέρος να κρυφτεί. Δεν υπάρχει τίποτα! Αντί να βρίσκεται απόψε κιόλας κάπου, να τυπώνει προκηρύξεις σε κάποιο πολύγραφο ή ό,τι στο διάβολο άλλο, μα κάτι να κάνει. Τον βλέπεις κάθεται με σκυφτό κεφάλι, λες και τάχει χαμένα. Κι άυριο τα ίδια!
Τι έκανες εκεί; Φώναξε του σωτήρη.

Κι ο σωτήρης έσπασε από τα νεύρα μες στη φούχτα του, το ποτήρι που κρατούσε..

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Η δημιουργικότητα του Βάρναλη

Η κε του μπλοκ κλείνει την αναφορά της στο βάρναλη με ένα ακόμα κείμενο του μιχάλη παπαϊωάννου από το αφιέρωμα στο ριζο του 84'. Σε όσους κουράστηκαν με αυτά τα κείμενα μπορώ να τους υποσχεθώ ότι αυτό είναι το τελευταίο. Σε όσους άρεσαν, θα πρότεινα να πάρουν ένα βιβλίο με διάφορες μελέτες του μ. παπαϊωάννου για το έργο του ποιητή, που επανακυκλοφόρησε πρόσφατα, όπως είδαμε στο διήμερο του κόμματος. Αυτό που εξαντλήθηκε αντιθέτως, ήταν τα τελευταία αποθέματα του κέδρου από την αληθινή απολογία του σωκράτη. Ενώ εξαντλημένο είναι και το φως που καίει. Όχι όμως κι ο ποιητής.

Είπαν, εξαντλήθηκε, ξεπεράστηκε ο βάρναλης. Αυτά ψιθυρίζονταν από καιρό, γιατί δεν είχε ξαναγράψει συνθετικά ποιήματα, κάτι σαν το φως που καίει και τους σκλάβους πολιορκημένους. Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί, γιατί έγραψε την αληθινή απολογία του σωκράτη κι αργότερα, ύστερα από τον πόλεμο κυκλοφόρησε το ημερολόγιο της πηνελόπης κι ακόμα πιο αργά το θεατρικό άτταλος ο τρίτος. Αν κι αυτά δεν είναι λίγα, αν μάλιστα λογαριάσει κανείς και τις μεταφράσεις, τη διαρκή απασχόλησή του με το βιοπορισμό του, τη δημοσιογραφική του εργασία, αν λογαριάσει ακόμα μέσα σε ποιες συνθήκες τα έγραφε, ωστόσο έδωσε κατά κάποιο τρόπο την εξήγησή του, όταν απαντούσε σε ένα παρόμοιο ερώτημα που τέθηκε για τον σολωμό. Γιατί έγραψε τόσα μόνο. Και να πώς: εύκολα έβγαζε μικρά ποιήματα, τέτοια που γράφονται με την πρώτη έμπνευση, που δε θέλουν πολύ χρόνο. Σε αυτά αίσθημα και σκέψη έρχονται μαζί. Όμως σ’ ένα μεγάλο ποίημα συνθετικό, προηγείται η λογική οργάνωση. Εκεί χρειάζεται από πρωτύτερα ένα πλάνο, ένας καθορισμός των μερών, μια ιεραρχία των ιδεών και πολλές φορές κάνει κανένας και μερικούς στίχους από τους πιο χαρακτηριστικούς, ή κομμάτια ολάκερα από τη μέση ή από το τέλος, πριν ακόμα αρχίσει καν. Σε αυτά τα ποιήματα προηγείται η σκέψη. Ό,τι όμως είναι απαραίτητο να κάνει τη σκέψη και τη δημιουργία ποιητική είναι το αίσθημα... Κι όταν συλλογιζόμαστε ποιητικά, θα πει συλλογιζόμαστε συναισθηματικά: ή μπολιάζουμε τις σκέψεις μας πάνου σε ορισμένη από πριν ιδεολογία μας –για να μιλήσουμε λιγάκι σχηματικά, γιατί η συγκινημένη σκέψη, ή η μουσική σκέψη είναι μαζί κι αχώριστα αίσθημα και σκέψη.

Αλλά κι αλλού ο βάρναλης μίλησε για τον τρόπο δημιουργίας που θα τον αναφέρουμε γιατί απαντάει και στην εναντίον του κατηγορία της τεμπελιάς. Το άκουσε κι αυτό από φίλους και εχθρούς. Ένα συνθετικό ποίημα θέλει χρόνο για να κυοφορηθεί και να ολοκληρωθεί. Δεν είναι ζήτημα στιγμιαίας έμπνευσης, αλλά πολλών και συνεχών στιγμιαίων εμπνεύσεων. Ο παλαμάς είπε κάποτε πως η όρεξη έρχεται τρώγοντας, έτσι κι η έμπνευση έρχεται γράφοντας. Ο βάρναλης ξεκινώντας από αυτή την κουβέντα, έγραψε ένα μικρό δοκίμιο πάνω στο θέμα της έμπνευσης.

Υπάρχουν δύο τύποι δημιουργίας, είτε καλλιτεχνικής, είτε επιστημονικής. Ή ξεκινάει ο δημιουργός από μια ιδέα και προχωρά στις λεπτομέρειες, ή αντίθετα ξεκινάει από τις λεπτομέρειες και τις ολοκληρώνει σε μια ιδέα. Η φαντασία δεν είναι λειτουργία αυθαίρετη. Αντλεί από την προσωπική πείρα του ανθρώπου, όση είναι αποταμιευμένη στη μνήμη του, είτε ενσυνείδητη είτε υποσυνείδητη. Το ίδιο κι η έμπνευση. Είναι μια ξαφνική λύση με νέους συνδυασμούς παλιών δεδομένων κάποιου προβλήματος ή προβλημάτων, που απασχολούνε τη σκέψη. Η λύση ατή δεν έρχεται απ’ αλλού παρά από μέσα μας.

Μονάχα όταν αρχίσει να γράφει, θα αντικρίζει πλήθος προβλήματα και σύνθεσης κι ύφους, που σε αυτά θα δίνει επί τόπου, άμεσα την πρέπουσα λύση. Αυτή είναι η έμπνευση, ή η ποίηση, που έρχεται γράφοντας. Μπορεί να βρίσκεται συχνά ο δημιουργός σε αδυναμία να δώσει την άμεση λύση –και να σταματά το γράψιμο. Όμως η ψυχή δουλεύει είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα. Και κάποτε θα βρεθεί ίσως απρόοπτα η λύση του προβλήματος. Η δουλειά του λογοτέχνη –θα μας το πει ο βάρναλης ποιου λογοτέχνη- φαίνεται, αλλά δεν είναι και τόσο τεμπέλικη. Ο στίχος, γράφει στα απομνημονεύματά του, είναι ψυχικό μαρτύριο για εκείνον που έχει κάποια ανώτερη γνώση των μυστικών του. Τι αγωνία, τι συντριβή νιώθει ένας πραγματικός μάστορης, όταν μετρά το αποτέλεσμα των προσπαθειών του με τη συνείδηση της τελειότητας, που έχει μέσα του και που ποτές δεν ικανοποιείται. Καταλάβαινα πως αν εξακολουθούσα έτσι, το αποτέλεσμα θα ήταν να κάνω στο τέλος αντίς ένα έργο ζωντανό, όπως επιθυμούσα, ένα έργο πολύ φιλολογικό, που θα μύριζε γραφείο κι ίσως δε θα διαβαζότανε.

Αυτά τα λέει για το μονόλογο του μώμου, που τον άρχισε σε στίχους, αλλά επειδή τον δυσκόλευε πολύ, προτίμησε να τον γυρίσει στο πεζό. Γενικά η πρώτη έκδοση του φως που καίει δεν τον ικανοποιούσε. Το είχε βάρος στην ψυχή του, γι’ αυτό και το ξανάγραψε από την αρχή. Είναι η δεύτερη έκδοση του 1933. Κάποτε τον συνάντησα στην εφημερίδα την ώρα που θάφευγε. Μόλις τελείωσε το χρονογράφημά του, έκλεισε τα μολύβια στο συρτάρι, έβγαλε τη μπροστοποδιά του, έπλυνε τα χέρια του στη βρύση και κει που τα σκούπιζε μου λέει: ξέρεις ότι δεν ξέρω κανένα ποίημά μου απέξω! Και ξέρεις γιατί; γιατί άμα πάω να το αποστηθίσω, θέλω να το κάνω καλύτερο και το καταστρέφω. Και το πιο μικρό ποίημά του δύσκολα έφευγε από τα χέρια του. Αν πείτε για τα μεγάλα, τις συνθέσεις ή τα πεζά του, τα δούλευε χρόνια. Τον τρόπο τον αναλύσαμε παραπάνω. Τα σχεδίαζε πρώτα μέσα στο μυαλό του κι ύστερα καταπιανόταν με τις λεπτομέρειές τους, έδινε «αισθητική ποιότητα σε στοιχεία που καθαυτά είναι αναισθητικά». Τον χορό των ωκεανίδων από το λυρικό ιντερμέδιο του φως που καίει, το έγραψε πριν από τα άλλα μέρη, χωρίς να κρατάει σειρά. Τον πρόλογο (να σ’ αγναντεύω θάλασσα από ψηλά) τον είχε γραμμένο πριν συλλάβει την ιδέα της όλης σύνθεσης και με πολύ κόπο τον προσάρμοσε στον καινούριο σκοπό του. Τα ίδια ισχύουν και για τους σκλάβους πολιορκημένους. Η πρώτη έκδοση κυκλοφόρησε το 1927. Όμως το δεύτερο μέρος με τον τίτλο ο πόλεμος το πρωτοδημοσίευσε το μάρτη του 1925 στο περιοδικό φιλική εταιρία του φώτη κόντογλου ως πρώτο μέρος. Δυο-δυόμισι χρόνια το είχε και το πάλευε.

Αυτά ίσως δίνουν μια απάντηση στο πρόβλημα της παραγωγικότητας του βάρναλη. Αν η πρώτη δεκαετία του μεσοπόλεμου είναι η πιο δημιουργική του περίοδος, αυτό κατά ένα μεγάλο μέρος οφείλεται στις συνθήκες και στο πολιτικό κλίμα που επικρατούσε στην ελλάδα και στη γαλλία, σε σχέση με τις συνθήκες και το κλίμα στη δεύτερη δεκαετία. Το σολωμό χωρίς μεταφυσική, τους σκλάβους πολιορκημένους και το πρώτο σχεδίασμα της αληθινής απολογίας του σωκράτη τα έγραψε στη γαλλία. Ο βάρναλης μιλάει μεταρσιωμένος για το παρίσι.

Το παρίσι εκείνη την εποχή ήταν μεθυσμένο από την χαρά. Μόλις είχε ξυπνήσει από τον τρομερό εφιάλτη του πολέμου κι έπεσε με τα μούτρα στις υλικές και πνευματικές απολαύσεις. Έξω στους δρόμους, στα καφενεία, στα κέντρα διασκεδάσεων, στα θέατρα, μεγάλη κίνηση. Φτήνια, αφάνταστη και γλεντοκόπι. Πολλά σπουδαία βιβλία λογοτεχνικά κυκλοφορούσανε βγαλμένα από την κόλαση του πολέμου –κατά του πολέμου. Γαλλικά και ξένα. Μεγάλη δημιουργική ορμή στις εικαστικές τέχνες. Παρίσι! Γυναικοκρατία! Από πού βγήκανε και ξεχύθηκαν αυτά τα πλήθη των γυναικών; Αναλογία δέκα άντρες, είκοσι γυναίκες. Για τη σημερινή μεταβατική περίοδο της ανθρωπότητας είναι δυο οι μεγάλοι πνευματικοί σταθμοί, πο πρέπει να τους περάσει ο άνθρωπος για να ολοκληρωθεί ο εσωτερικός του κόσμος. Το παρίσι και η μόσχα. Το παρίσι πρωτεύουσα ενός πολιτισμού που υπήρξε. Η μόσχα πρωτεύουσα ενός πολιτισμού που γίνεται.

Τώρα μερικές άλλες γραμμές για την ατομική του ζωή, για την ψυχική του ευφροσύνη. Ζωή πλούσια στα πάντα. Τον φιλοξενούσε στο σπίτι του ο χαράκτης κεφαλληνός στην τουρένη, κάθε φορά που οι ιδέες του τον τιμωρούσανε για τις αταξίες του με προσωρινή ή παντοτινή απόλυση από τη θέση του. Ποτέ μου δεν έζησα πλουσιότερη πνευματική και υλική ζωή. Είχαμε μια πλούσια βιβλιοθήκη. Είχαμε ζεστασιά τον χειμώνα. Ήλιο το καλοκαίρι. Χιλιάδες τριανταφυλλιές στον κήπο από τις πιο όμορφες... κι ένα αυτοκίνητο στο γκαράζ για να ταξιδεύουμε σε όλες τις ιστορικές ολόγυρα πλατείες και στα χωριά, ίσαμε τα τελευταία σημεία της βρετάνης, όπου υπήρχανε τα περίφημα βασιλικά κι άλλα παλάτια κι οι μοναδικοί στον κόσμο καθεδρικοί ναοί ρωμανικού και γοτθικού ρυθμού –όλα αριστουργήματα της φραντσέζικης αρχιτεκτονικής.

Σε τέτοιο παραδείσιο κλίμα ο βάρναλης έβαλε σε κίνηση όλες τις πνευματικές και καλλιτεχνικές του δυνάμεις, όλη τη λάμψη του πνεύματός του. Ο νάνης παναγιωτόπουλος σε ένα από τα καλοκαίρια που περνούσε από την αθήνα –το αναφέρει κι ο βάρναλης κάποιοι περιστατικό στα απομνημονεύματά του- μου είπε: να τον γνώριζες εκείνη την εποχή στο παρίσι… τι σφρίγος, τι αστραφτερό πνεύμα! Καμία ομοιότητα με το σημερινό! Χρειάζεται και κατάλληλες συνθήκες ο καλλιτέχνης για να αποδώσει. Άλλοτε σε μια δεκαετία και περισσότερο έβγαζε μια ή δυο ίσως δεκάδες σονέτα. Τώρα κάθε χρόνο έγραφε τουλάχιστον ένα βιβλίο.

Ο βάρναλης δε συμφωνούσε με εκείνους που υποστήριζαν και μάλιστα μέσα στην περίοδο της κατοχικής πείνας, πως η φτώχεια αποτελεί κίνητρο για την καλλιτεχνική δημιουργία. Χαρακτήριζε μύθο την επιχειρηματολογία τους υπέρ της φτώχιας και του πόνου. Αυτά προέρχονται από την προσωπική του πείρα. Ο βάρναλης όταν γύρισε από το παρίσι πεινούσε. Το λέει ο εκδότης του σολωμού χωρίς μεταφυσική και των σκλάβων πολιορκημένων, ο βασίλης λαχανάς. Από αξιοπρέπεια δε μου είχε κάνει τότε λόγο για την πείνα του. Κατόπιν θυμήθηκα ότι τότε που έμεινε στην αίγινα και του έστειλαν από την αμοιβή του χίλιες δραχμές στενοχωρέθηκε και μου είπε στις τακτές μέρες να μη του ξαναστείλουν περισσότερα από την τακτική δόση των 500 δρχ. Φαίνεται ότι σχεδόν πεινούσε.

Ελπίζω αυτά να μιλούν από μόνα τους για το ποιες συνθήκες επικρατούσαν στην ελλάδα στο μεσοπόλεμο και μέσα σε ποιες συνθήκες ήταν υποχρεωμένος να παράγει ο έλληνας συγγραφέας και μάλιστα με την ευσυνειδησία και τις ευαισθησίες ενός βάρναλη. Στρατοκρατία, αισχροκέρδεια, προσφυγική αποκατάσταση, βενιζελική δημοκρατία του ιδιώνυμου αδικήματος, στρατιωτικά πραξικοπήματα, δικτατορίες, εξορίες, δίκες κομμουνιστών, φυλακές, ανεργία, ξεπούλημα της πατρίδας στους ξένους, κατάργηση των συνόρων για τις ξένες τράπεζες, τις ξένες εταιρίες υδάτων, ηλεκτρισμού, τρένων. Τα αραδιάζω όλα αυτά γιατί εξηγούν κάτι από το βάρναλη. Εξηγούν την απελπισία του από την υποταγή σε κάποια μοίρα του λαού, ενώ θα έπρεπε να αναστατώνεται και να επαναστατεί. Αλλά εξηγούν και τη μόνιμη νοσταλγία για το παρίσι.

Η καταπληκτική πνευματική του δραστηριότητα δεν εξηγείται μόνο με την άνετη ζωή. Στο παρίσι ζούσε την κοσμογονική εποχή του γκρεμίσματος ενός κοινωνικού καθεστώτος, της επιβεβαίωσης των ιδεών του μαρξ με την άνοδο στην εξουσία του προλεταριάτου στη μεγαλύτερη σε έκταση χώρα του κόσμου. Εκεί για πρώτη φορά ξάνοιξε το μυαλό του. Έβλεπε και κατανοούσε πια την πραγματικότητα. Ο άλλοτε αμέτοχος στους κοινωνικούς αγώνες υποτάχτηκε στον ενεργό πολίτη. Η καθαρή ποίησή του έγινε τώρα πολιτική. Στόχος του το αστικό καθεστώς. Αλλάζει μέσα έκφρασης. Δεν τον βολεύει πια το περίτεχνο σονέτο. Τον κερδίζουν οι μεγάλες ποιητικές συνθέσεις, η πεζογραφία και πάνω απ’ όλα η σάτιρα.

Σε τέτοιες ώρες, έγραφε σε μια επιφυλλίδα του το μάρτη του 1932, φανερώνεται, μεστώνει και προπορεύεται με τα ιδανικά μιας μέλλουσας κι αναπόφευκτης μορφής ζωής η άρνηση με τη δική της πνευματική, ηθική κι αισθητική ζωή. Έτσι η επαναστατική, μαχητική, η σατιρική των καθιερωμένων ψευδών τέχνη είναι η μόνη αληθινή –και δε θα αρνηθεί κανείς εύκολα πως στην παράταξή τους βρίσκονται οι πιο ζωντανοί κι αξιόλογοι διανοητές και καλλιτέχνες του καιρού μας..
Αλλά η άρνηση της άρνησης είναι θέση. Στο τέλος του φως που καίει από κόλαση, η γης ξαναγίνεται μεγάλη, απέραντη και χαρούμενη. Κι ένας καινούριος ήλιος φυτρώνει από τον τάφο της αριστέας και της μαϊμούς. Η καμπάνα στους σκλάβους πολιορκημένους τελειώνει με την προτροπή: φτωχέ σου μάραναν κόποι και πόνοι τη θέληση άβουλη, πιομένη αφιόνι! Αν είναι ο λάκκος σου πολύ βαθύς, χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς. Στην αληθινή απολογία του σωκράτη καλεί το μεγάλο ψυχομέτρι να νιώσουν τη δύναμή τους: να σηκώστε μοναχά τα σφυριά, τα δρεπάνια, τα πελέκια, τα κρικέλια σας και να γίνει κουρνιαχτός ολάκερη η δημοκρατία των «αρίστων».

Ανταπόκριση από το διήμερο, το σημερινό συλλαλητήριο και την παραμονή στην αθήνα, θα υπάρξει προσεχώς επί οθόνης. Το αυτό κι ως προς τις απαντήσεις στην προηγούμενη ανάρτηση. Όπου το θετικό είναι ότι κρατήσατε, οι περισσότεροι, χαρακτήρα. Όσοι σχολιάσατε δημόσια τουλάχιστον..

Τρίτη 12 Απριλίου 2011

Το εσω-οργανωτικό ζήτημα

Από τότε που με αγάπησαν οι αριστεριστές –όπως αγάπησαν πολλούς πρώην, αλλά εμένα θέλω να πιστεύω σε διαφορετική βάση, λόγω μπλοκ, όχι στη λογική πας πρώην δεδικαίωται κι έφαγαν οι κουφάλες το καλύτερο παιδί γιατί δεν το άντεχαν- ένα κλασικό ερώτημα που μου απευθύνουν είναι αν υπάρχει κρίση στο κουκουέ, κάποια φράξια, διαφωνία, αμφισβήτηση της γραμμής κτλ. Κι εγώ τους έλεγα, μπα, δεν παίζει κάτι τέτοιο. Υπάρχουν μεμονωμένα περιστατικά, ξέρω ‘γω σφοι που διαφωνούν και φεύγουν κατά καιρούς, αλλά αυτό συμβαίνει σχεδόν πάντα, δεν συνιστά κρίση. Ούτε έκταση έχει πάρει, ούτε οργανωμένο είναι. Οπότε τους άφηνα με την όρεξη και τη βαθύτερη βεβαιότητα ότι κάτι τους κρύβω και δεν τους λέω την αλήθεια.

Κουφάλες σταλινικοί, γελάτε με τα δικά μας που βγαίνουν όλα στη φόρα, ξεπλυμένα κι άπλυτα και τα δικά σας τα κρατάτε σα σφίγγες μέχρι να μουχλιάσουν και τα παίρνετε μαζί στον τάφο, μετά θάνατον. Όπου θάνατος νοείται ο κομματικός, σε αντιπαράθεση με την κομματική ζωή και τα αντίστοιχα χρόνια που συμπληρώναμε στα κουτάκια με τα πληρεξούσια. Όπως θα έλεγε κι ο αρκάς, η κομματική ζωή είναι μια μοναχική πορεία προς το θάνατο. Άσε που στο δρόμο μπορεί να πεθάνεις κιόλας. Όπως επίσης και να σε σκοτώσουν, ή να αυτοκτονήσεις οικειοθελώς.

Αν ήμουν όμως στην αθήνα, μπορεί να τους απαντούσα διαφορετικά, γιατί θα ήξερα περισσότερα. Και θα ήταν ζήτημα πώς θα τα διαχειριζόμουν και τι ακριβώς θα τους έλεγα, πόσα θα τους άφηνα να δουν. Είναι σαν την τακτική της κοπέλας με τους λιγούρηδες, που φοράει κάτι αποκαλυπτικό, αλλά κρατάει μυστικά και κρυφά τα βασικότερα. Και το ζήτημα είναι αν οι άλλοι είναι λιγούρια, ή αν αυτής της αρέσει να προκαλεί τον κόσμο. Άλλο πράγμα αν της αρέσει κάποιος και του τα δείχνει όλα φόρα παρτίδα, χωρίς συστολές, γιατί τον αγαπά και τον εμπιστεύεται. Που κι αυτό δηλ αντικαταστατικό είναι, αλλά είναι μια στάσις που νιώθεται.

Προσωπικά δε δεσμεύομαι από κάποιο καταστατικό, παρά μόνο από όρια που βάζω εγώ στον εαυτό μου. Δε γράφω πράγματα για να προκαλέσω και να ανεβάσω την αναγνωσιμότητα. Κι οπωσδήποτε δεν απευθύνομαι στα διάφορα λιγούρια που περιμένουν υλικό να πέσουν σαν κοράκια μαύρα με νύχια γαμψά. Το αποτέλεσμα βέβαια το κρίνει ο καθένας, ανεξαρτήτως προθέσεων, που και καλές να είναι, μπορεί να στρώνουν το δρόμο για την κόλαση -στη μετά κομματικό θάνατον ζωή.

Τι λογής είναι λοιπόν αυτή η φράξια; Δεν έχει κανείς παρά να συνδέσει τα κομμάτια από διάφορα γεγονότα των τελευταίων χρόνων και να επιχειρήσει να σχηματίσει μια εικόνα. Θα μου πεις αυτό κάνουν ούτως ή άλλως μερικοί κουκουεδολόγοι ως εξωτερικοί παρατηρητές και πού καταλήγουν; Στον υιό χαλβατζή, το μπλοκ που ‘φτιαξε, την αλλαγή του πρωτούλη, την αποχώρηση χαλβατζή... κι αρχίζει η ανακύκλωση.
Αστεία πράγματα δηλ. Αφενός γιατί ο χαλβατζής δεν έλεγε απολύτως τίποτα σε αυτά που έγραφε (κι ίσως ήταν επιλογή του να μη μπει στην ουσία). Κι αφετέρου γιατί ούτε ο τρόπος, ούτε ο χρόνος αλλαγών των στελεχών του κουκουέ –και βασικά του καταμερισμού εργασίας, όχι των προσώπων- αποτελούν είδηση, ή κάποιο μυστήριο σημάδι, σε όσους γνωρίζουν από μέσα πώς λειτουργεί το κόμμα.

Μόνο τους απ’ έξω μπορούσε να πείσει αυτό το σούσουρο. Κι η ατυχία για τις σουσουράδες είναι ότι από τους γραμματείς της κνε ο ένας είναι πιο συμπαθής απ’ τον άλλο. Φεύγει πχ ο γκιώνης το 07’ κι άπαντες λένε ότι πληρώνει τα ανοίγματα στο φοιτητικό κίνημα. Ο μαϊούνης φεύγει, το μας έρχεται και μαζί του ο πρωτούλης, που είναι άκρως συμπαθής (και σε κόσμο παραέξω, πέρα από τους σκληροπυρηνικούς), συγκροτημένος, επικοινωνιακός, με εργατική καταγωγή και δε βρίσκεις ψεγάδι να του προσάψεις. Φεύγει και αυτός, και λυσσάνε όλοι γιατί φεύγει έξι μήνες μετά από το συνέδριο όπου επανεκλέχτηκε. Αλλά αυτό δε βρίσκουν να το δέσουν πολιτικά όπως με το γκιώνη και λίγο-πολύ ισχυρίζονται ότι τον έφαγαν επειδή ήταν γλυκούλης και συμπαθητικούλης και δεν είχε προφίλ σκληροπυρηνικού. Κι έρχεται στη θέση του ο χιόνης που είναι εξίσου συμπαθής και με παρόμοια χαρακτηριστικά. Επομένως; Τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.

Ανοίγει ιστορική παρένθεση. Παλιότερα έλεγαν για τους σοβιετικούς ηγέτες ότι ο καθένας είχε τον τρόπο του να παροπλίζει τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ο στάλιν (στην καλύτερη) τους εξόριζε, ο χρουτσόφ τους αποστράτευε και τους έδινε σύνταξη κι ο μπρέζνιεφ τους έστελνε πρεσβευτές στο εξωτερικό μακριά από το επίκεντρο των εξελίξεων. Μία αντίστοιχη πρακτική σήμερα (με την πολύ γενική έννοια της αντιστοιχίας) είναι να στέλνουν κάποιον σε μια συνοικιακή κόβα μαζί με πέντε παππούδες απ’ την τασκένδη κι άλλους συνταξιούχους. Αλλά κι αυτό κομματική δουλειά είναι. Κι εξάλλου όταν γυρνάς στη βάση, συνήθως βρίσκεις τον εαυτό σου και την ηρεμία σου. Αλλά να σε στέλνουν σε δουλειά της κε για να σε υποβιβάσουν πρώτη φορά το ακούω. Ενδιαφέρουσα θεωρία. Κλείνει η παρένθεση.

Η σύνδεση λοιπόν ανάμεσα σε πρόσωπα και καταστάσεις είναι διαφορετική. Έχει να κάνει πχ με τον υιό χαλβατζή, αλλά δε δικαιολογεί το ντόρο που έγινε. Έχει να κάνει με την ιστορία που ξέσπασε στη σπουδάζουσα της αθήνας, αλλά ξεφεύγει από τα όρια της σπουδάζουσας. Έχει να κάνει με αυτούς που διαφώνησαν στη περσινή συνδιάσκεψη για τη δουλειά στο συνδικαλιστικό κίνημα, αρνήθηκαν να απεργήσουν χωρίς κάλυψη απ’ το σωματείο τους και διαγράφτηκαν ως απεργοσπάστες. Λίγο-πολύ δηλ, τα γεγονότα είναι γνωστά. Αυτό που έχει σημασία όμως δεν είναι τα πρόσωπα, αλλά η ουσία της κριτικής και της διαφωνίας τους. Κι αυτή δεν είναι εύκολο να την καταλάβεις συνολικά με τη μία και να βρεις το λογικό νήμα που τη διαπερνά και συνδέει τα επιμέρους σημεία της.

Στην ουσία της μοιάζει λίγο, χωρίς να έχει όμως οργανωτική σχέση μαζί του, με την κριτική του ρούση, αλλά επί το σταλινικότερο. Το τονίζω ξανά για να μη βγάλει ο καθένας τα δικά του. Ο ρούσης δεν συνδέεται άμεσα με όλα αυτά. Τον αναφέρω επειδή η κριτική του γίνεται δημόσια και τα κείμενά του είναι ευρύτερα γνωστά. Βοηθάνε να καταλάβουμε του γενικό πνεύμα της «αντιπολίτευσης», αλλά δεν ταυτίζονται με αυτό.

Στον προσυνεδριακό για το 18ο, ο ρούσης είχε γράψει (με πόνο ψυχής) ότι το κόμμα είχε κάνει στροφή μετά το 17ο συνέδριο κι εγκατέλειπε την τακτική συμμαχιών του μετώπου που είχε τα προηγούμενα χρόνια, για να περιχαρακωθεί σεχταριστικά στον εαυτό του. Κάτι παρόμοιο έλεγε στο ίδιο περίπου χρονικό διάστημα –και πιο πριν- η ομάδα της σπουδάζουσας που διαγράφτηκε. Άλλα κοινά σημεία της κριτικής τους είναι μεταξύ άλλων για τη στάση απέναντι στο αίτημα για παύση πληρωμών και διαγραφή (όχι επαναδιαπραγμάτευση) χρέους κι εν μέρει για την τακτική στο φοιτητικό κίνημα.

Βασικό σημείο διαφοροποίησης μεταξύ τους είναι οι θέσεις για το σοσιαλισμό. Γράφοντας για το δεύτερο θέμα του προσυνεδριακού, ο ρούσης είχε πει ότι το κόμμα κάνει (εκτός από σεχταριστική και) σταλινική στροφή, την οποία ανακάλυψε εν έτει 2008 (και δη μετά το 17ο συνέδριο). Ακόμα κι οι δυνάμεις που θα συμφωνούσαν εξ αρχής με το συμπέρασμά του, θα μπορούσαν να του πουν: καλώς όρισες στην αμερική. Αλλά η ομάδα αυτή είναι ακραιφνώς «σταλινική», ή ας πούμε καλύτερα τριτοδιεθνιστική κι από τέτοια σκοπιά ασκεί την κριτική της.

Διαφωνούν μάλλον και για τον δεκέμβρη. τι χαρακτήρα είχε, αν ήταν εξέγερση ή όχι και τι στάση έπρεπε να κρατήσει το κόμμα. Συμφωνούν όμως ότι υπάρχει γνήσια λαϊκή αγανάκτηση πο μπορεί να εκφραστεί με τέτοια ξεσπάσματα και δεν πρέπει να χαρίζεται συλλήβδην στους προβοκάτορες.

Η βασική τους διαφορά όμως είναι ότι ο ρούσης χρησιμοποιεί για την κριτική του τον αστικό τύπο (και είναι αρκετά έξυπνος για να μην καταλαβαίνει τι πετυχαίνει με αυτό). Ενώ όσα μέλη της ομάδας αποχώρησαν ή διαγράφτηκαν απέφυγαν συνειδητά ως τώρα να το κάνουν, αν και θα μπορούσαν. Το θέμα βέβαια είναι τι έκαναν όσο ήταν μέσα στο κόμμα και τι κάνουν αυτοί που συνεχίζουν να είναι. Κι εκεί είναι που φαίνεται κι ο πραγματικός πόνος ψυχής.

Μια άλλη ομοιότητα όμως τώρα τελευταία μεταξύ των δύο, είναι το ξεψείρισμα της επικαιρότητας, για να βρεθούν τεκμήρια που να πιστοποιούν αυτή τη στροφή. Τέτοια τεκμήρια μπορεί να είναι μια επίσκεψη της αλέκας στον τζέφρυ, μια δήλωσή της, ή ένα άρθρο στο ριζοσπάστη, κάποια φράση, ή ένα απόσπασμα. Αυτό που συγκεντρώνει εσχάτως τα πυρά, είναι ένα άρθρο της μπέλλου στο ρίζο για το κόμμα νέου τύπου, για το οποίο έχουν βγει και δημόσια στο διαδίκτυο κάποια κείμενα. Αλλά υπάρχουν κι άλλες δευτερεύουσες διαφωνίες που συνήθως μεγαλοποιούνται για να στηρίξουνε το αρχικό συμπέρασμα: ότι το κόμμα βρίσκεται στο χειρότερο σημείο της ιστορίας του και επιχειρείται –από την ηγεσία του- να αλλάξει η επαναστατική του φυσιογνωμία.

Ενδεικτική αυτής της τάσης μεγαλοποίησης (κι αυτό αφορά μια καθαρά υποκειμενική κρίση μου για ένα άσχετο ζήτημα που και λάθος να είναι δεν επηρεάζει το παραπάνω συμπέρασμα) είναι κατά τη γνώμη μου η παρέμβαση του blogger μενόκιο σε μια παλιότερη ανάρτηση του μπλοκ για τον ζαχαριάδη που κατά βάση ήταν μια παρουσίαση κάποιων γεγονότων, ενώ ακολουθούσε μια ήρεμη συζήτηση, χωρίς ακραίους συναισθηματισμούς, από τη μία ή την άλλη πλευρά (όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό για ένα ιστορικό πρόσωπο σαν τον ζαχαριάδη). Ο μενόκιο παρόλα αυτά θεώρησε κάπως προβληματικές, τόσο την ανάρτηση όσο και τη συζήτηση στα σχόλια, γιατί θεωρεί ότι επικέντρωναν στην προσωπικότητα του νζ, κι αφετέρου ότι δε μπορεί να γίνεται λόγος για υπόθεση ζαχαριάδη με βάση χαλκευμένες κατηγορίες από ρεβιζιονιστική σκοπιά –για το ανώμαλο εσωκομματικό καθεστώς κτλ.

Κι έγραψε ένα κείμενο, πολύ καλό κατά τα άλλα, το οποίο (για να μην το φτωχύνω ή αδικήσω, μπορείτε να διαβάσετε εδώ ολόκληρο: http://menokio.blogspot.com/2011/02/blog-post_26.html#more και) με βρίσκει γενικά σύμφωνο. Ειδικά η σημείωση εισαγωγικά από τον γκράμσι για την ιστορία ενός κομμουνιστικού κόμματος, την οποία είχα διαβάσει πρώτη φορά σε μια έκδοση της κοε με κείμενα του χοτζέα για το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα. Καλό και χρήσιμο ανάγνωσμα εν όψει των εσωκομματικών διαδικασιών για το δεύτερο τόμο της ιστορίας του κόμματος.

Την πολεμική του εν λόγω κειμένου τη θεωρώ υπερβολική αλλά μπορώ να τη δικαιολογήσω με τη λογική ότι τα λέει σε μένα για να τα ακούσουν άλλοι. Κι αυτό έχει να κάνει και με την ιστορία, αλλά και με την λογική ότι το κόμμα είναι τα στελέχη του, που φαίνεται να βγαίνει από μια παράγραφο στο άρθρο της μπέλλου που λέγαμε.

Τι εστί μενόκιο; Αν μπείτε στο μπλοκ του θα καταλάβετε. Κρίμα πάντως που σταμάτησε να το ανανεώνει, γιατί -ανεξάρτητα από όλα τα άλλα- είχε πολλές ενδιαφέρουσες αναρτήσεις που αξίζει τον κόπο να τις διαβάσετε.

Μετά από αυτά, μπορούμε να κλείσουμε τα εισαγωγικά στοιχεία και να μπούμε στην ουσία. Σε κάποια άλλη ανάρτηση.

Υγ: δεν ξέρω αν είναι «καλή» και χρήσιμη η ανάρτηση. Μπορεί ναι μπορεί και όχι. Δεκτή κάθε άποψη. Αυτό που ξέρω είναι ότι η κε του μπλοκ κατεβαίνει για πρώιμες πασχαλινές διακοπές στην αθήνα και δε θα έχει άμεση πρόσβαση στο δίκτυο για καμιά βδομάδα. Ενδιάμεσα ίσως ανέβει καμιά ανάρτηση–κονσέρβα, στα πλαίσια του αφιερώματος στο βάρναλη. Πιθανή επιστροφή η εθνοσωτήριος 21η του μηνός.

Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

Σχολείο του λαού

Η θεατρικότητα του βαρναλικού έργου και ο άτταλος ο γ’

(Η κε του μπλοκ αντιγράφει κι αναδημοσιεύει ένα κείμενο της αριστούλας ελληνούδη από το αφιέρωμα του ριζοσπάστη του 84' στα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή).

Ο βάρναλης δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι ήταν και θεατρικός δημιουργός. Όλο κι όλο ένα θεατρικό έργο έγραψε. Τον άτταλο τον γ’. Κι όμως δεν είναι μόνο για τον άτταλο γ’ που τον ζήλεψαν πολλοί θεατρικοί συγγραφείς. Γιατί ο βαρναλικός λόγος σχεδόν στο σύνολό του έχει μια άφταστη θεατρικότητα. Και με αυτή την έννοια επιχειρείται η αναφορά μας στον «θεατρικό» βάρναλη.

Στη δεκαετία του 1910 ο βάρναλης, αρχίζει να μεταφράζει τους αρχαίους τραγικούς, ευριπίδη και σοφοκλή. Κατοπινά καταπιάνεται με τον αριστροφάνη. Κι είναι για τον βάρναλη ο αριστοφάνης ακονιστήρι του δικού του σατιρικού πλούτου και γλέντι με τα όλα τους. Λεύτερο κι οργιαστικό. Βακχικός χορός του αστραφτερού πνεύματός του.

Αυτή είναι η πρώτη δημιουργική σχέση του βάρναλη με το θέατρο. Το μέγιστο θέατρο. Κι οι αρχαίοι δάσκαλοί του ακριβοί στη μαστοριά του λόγου και στο κατάματο αντίκρισμα της αλήθειας. Χωρίς τη βαθιά επιρροή των αρχαίων, ίσως δε θα υπήρχε ο χορός των ωκεανίδων και των σεραφείμ στο φως που καίει και την αληθινή απολογία του σωκράτη.

Το πόσο θαυμάσιο θεατρικό κείμενο αποδείχτηκε η αληθινή απολογία του σωκράτη θα ήταν περιττό να αναλυθεί. Μάρτυρας η επιτυχία που είχε όταν το παρουσίασε η λαϊκή σκηνή του θεάτρου τέχνης πριν λίγα χρόνια (σσ: υπενθυμίζω ότι το κείμενο γράφτηκε στα 1984) με σωκράτη τον γιώργο λαζάνη.

Η αληθινή απολογία του σωκράτη είναι μεγάλος πειρασμός για τον σκηνοθέτη. Και περισσότερο για τον ερμηνευτή που θα θελήσει να δώσει σάρκα κι οστά στο βαρναλικό σωκράτη, που από την καβαλίνα του δρόμου μπορεί να υψωθεί στην κορυφή της διπλανής ροδακινιάς.

Αδελφοποιός ο σωκράτης με τον πλάστη του, γιατί, όπως έλεγε ο παλαμάς για τον βάρναλη, δεν τον ταράζουν τα ακάθαρτα του δρόμου, γιατί λυτρώνεται στην κορυφή της ροδακινιάς. Αλλά κακοσυνηθισμένος, καθώς είναι, από την κορυφή ξαναγυρίζει στη λάσπη. Και με αυτά που σκέφτεται και λέει, δυο κλίκες ζεσταίνει, εκείνους που θέλουν να τον αφορίσουν κι εκείνους που θάθελαν να τον φιλήσουν.
Εκείνος που θέλει να τον φιλήσει βέβαια είναι ο λαός. Γιατί γι’ αυτόν ξαναγυρίζει στη λάσπη, για να τον βγάλει από αυτή.

Ο παλαμάς παινεύοντας την αληθινή απολογία –από το μη θεατρικό κι όμως εκπληκτικά θεατρικό έργο- παρατηρούσε ότι στο βάρναλη η αρχαιογνωσία μαζί με την κοροϊδία, χορεύουν καρσιλαμά. Εννοούσε βέβαια ότι ο βάρναλης ήξερε και την ιστορία, αλλά και την τέχνη να αντλεί από τη ζωντάνια της, τη γνώση για το σήμερα.

Ο βάρναλης γράφει στα αισθητικά του: η ποσότητα δεν είναι ποτές η αιτία ή μία από τις αιτίες της ομορφιάς. Η φράση του αυτή δίνει το μέτρο για να κριθεί κι ο ίδιος σα θεατρικός δημιουργός. Ο άτταλος έχει τόση θεατρική αξία που μπορεί να αντιπαρατεθεί σε πολλά θεατρικά έργα.

Αλλά κι ο άτταλος να μην ήταν θα μπορούσαν να γραφτούν πολλά για τα θεατρικά στοιχεία που υπάρχουν στο ποιητικό και πεζογραφικό έργο του βάρναλη.
Το φως που καίει και οι σκλάβοι πολιορκημένοι ακόμη και στη μορφή είναι θεατρόμορφα. Έχουν εξελισσόμενο μύθο, διαλογικά μέρη και θεατρικού χαρακτήρα παρενθετικές σημειώσεις για τον χώρο, τον χρόνο, τις καταστάσεις και τα συναισθήματα των προσώπων. Στο φως που καίει (το πρώτο θεατρικό του ανέβασμα με επαγγελματίες καλλιτέχνες έγινε για τα 60χρονα του κκε, στο σπόρτιγκ) τα πρόσωπα είναι ο προμηθέας, ο μώμος, ο ιησούς, η μάνα γης, η αριστέα, η μαϊμού, ο άρχοντας, ο οδηγητής κ.ά. Δεν πρόκειται βέβαια για ανθρώπινους χαρακτήρες, αλλά εξανθρωπισμένα σύμβολα εννοιών κι ιδεών.

Στο φως που καίει μεταξύ πρώτου και τρίτου μέρους –σα να λέμε ανάμεσα πρώτης και τρίτης πράξης- μεσολαβεί το δεύτερο μέρος, που ο βάρναλης το ονομάζει ιντερμέδιο. Στο ιντερμέδιο –όπως και στα ιντερμέδια που μας παράδωσε η ιταλική θεατρική αναγέννηση και το κρητικό θέατρο- ο μύθος και τα πρόσωπα μοιάζουν (δεν είναι) ασύνδετα με το κυρίως έργο. Ο χορός των ωκεανίδων, ο χορός των σεραφείμ, η μάνα του χριστού, η μαγδαληνή, η μάνα γης καθώς ζωντανεύουν από το βαρναλικό ποιητικό πνεύμα, πλησιάζουν το λυρισμό και την τραγικότητα των αρχαίων.

Ο θρήνος της μάνας γης (της μάνας του προμηθέα) ηχεί σαν της εκάβης για τα θυσιασμένα παιδιά της: σε κοιτάζω και κλαίω δίχως μάτια! Χωρίς/ ακοή, σου αγροικούνε τους βόηγγους τα σπλάχνα μου./ Σ’ αγκαλιάζω σφιχτά δίχως χέρια! Χωρίς/ γλώσσα, χίλιες φορές, σε φωνάζω γλυκονόμα!
Κι η μάνα του χριστού βογγά: Αχ! Γιατί να σταθείς να σε πιάσουν!/ σα ρωτήσανε: Ποιος ο χριστός;/ τι πες: να ‘μαι!

Στους σκλάβους πολιορκημένους συναντάμε τα ίδια θεατρόμορφα γνωρίσματα. Διαλογικά μέρη, έμμετρα και πεζά. Σκηνικές υποδείξεις. Πρόσωπα που παίρνουν μέρος στο ποιητικό δράμα: ο ιησούς, η ψυχή, το κορμί, ο άνομος, ο κ»καλός» λαός, ο πόλεμος, ο τρελός κ.ά.

Ο βάρναλης και στα μεγάλα θεατρόμορφα ποιήματά του και στα μικρά που συχνά διαρθρώνονται σε διαλογικά μέρη, όχι μόνο εξανθρωπίζει τα πρόσωπα-σύμβολα. Αλλά και τα ψυχογραφεί με ρεαλιστική, λεπτομερή, μερικές φορές, ακρίβεια. Είτε με αυτοεξομολογήσεις τους, είτε με αποκαλύψεις των άλλων, όπως συνήθως ψυχογραφούνται οι ήρωες των θεατρικών έργων. Τα πρόσωπά του, με τις γήινες και οικείες διαστάσεις τους αποκαλύπτουν με διαύγεια τι εκπροσωπούν και τι μηνύουν.

Η θεατρικότητα του βαρναλικού έργου προκύπτει κι από τις μεγάλες και μικρές συγκρούσεις στους μύθους τους. Μύθοι που κινούνται βέβαια στο πεδίο των ιδεών κι όχι στο πεδίο της νατουραλιστικής καθημερινότητας. Μήπως στο πεδίο των ιδεών δεν είναι που κινούνται τα μεγάλα έργα του παγκόσμιου θεάτρου;

Η θεατρικότητα της γλώσσας

Η γλώσσα του βάρναλη και στα ποιητικά και στα πεζά του, είναι ο κύριος φορέας της μοναδικής παραστατικότητας της θεατρικότητας σε επέκταση στο έργο του. Διαβάζοντας ή ακούγοντάς την, πλήθος εικόνες, χαρακτήρες, γεγονότα, συναισθήματα ζωντανεύουν. Γλώσσα απλή, χωρίς να επαίρεται για τον πλούτο της. Πυκνή, υπονοηματική. Με θεατρικό νεύρο, τσουχτερό, σατιρικό χιούμορ, οξύ, κριτικό πνεύμα.

Γλώσσα που δεν αξιώθηκαν να έχουν ανάλογή τους πολλά έργα που διεκδικούν τον τίτλο του θεατρικού. Γλώσσα που δίνει σάρκα κι οστά στις ιδέες, σα νά 'ναι πλάσματα μιας σκηνής θεάτρου. Ενός θεάτρου της γνώσης και της αφύπνισης. Γλώσσα ελεύθερη από τυφλές στιχουργικές τυποποιήσεις. Αμόλυντη στην ωμότητά της. Λυρική χωρίς φιοριτούρες. Γλεντοκόπα, χορευταρού στης «αλήθειας το ρυθμό», το μόνο ρυθμό που χόρευε ο βάρναλης.
Αλήθεια και ρυθμός. Ιδού τα δύο κυρίαρχα συστατικά και της θεατρικής τέχνης.

Το «ωραίο» που έλεγε ο βάρναλης είναι η πετυχημένη έκφραση της ζωντανής ουσία του έργου τέχνης, με ζωντανά μέσα και ουσίες. Οι ουσίες είναι το περιεχόμενο κι ο σκοπός. Τα μέσα είναι η τεχνική. Κι όλα αυτά που δημιουργεί η ζωντανή ζωή που προχωρεί ασταμάτητα.
Αυτή τη ζωντανή ζωή υπηρετούσε κι αυτή έδινε με τα έργα του. Η τέχνη του ήθελε να ευχαριστεί. Να διδάσκει. Να γίνεται κίνητρο επαναστατικής πράξης για την αρετή και την προκοπή του τόπου μας.

Εξαίσιο δημιούργημα

Ο άτταλος γ’ είναι εξαίσιο θεατρικό δημιούργημα του εύθυμου πνεύματός του. Δημιούργημα που αγνοήθηκε μέχρι σήμερα από το επίσημο κρατικό κι ελεύθερο θέατρο. Πράγμα που δεν παίρνει συγχώρεση. Κι έπρεπε να βρεθούν το 1976, οι φοιτητές του πανεπιστημίου αθήνας για να το ανεβάσουν στην ίριδα, χωρίς υλική κι ηθική βοήθεια από την πολιτεία.

Πέντε χρόνια αργότερα το κρατικό θέατρο του τραυματισμένου κυπριακού λαού, ο ΘΟΚ, έδωσε ένα ακόμη ράπισμα στο ελληνικό θέατρο με την παράσταση του άτταλου στο λυκαβηττό. Και μόλις πέρσι ένα δημοτικό θέατρο –της καλαμάτας- εξαιτίας και πάλι του κύπριου σκηνοθέτη που το ανέβασε στην κύπρο, το παρουσίασε για μια μόνο βραδιά (!) στο λυκαβηττό.

Οι ατταλίδες

Ας σταθούμε όμως στον άτταλο γ’. Στην ουσία του και στα μέσα του, όπως θα ‘λεγε κι ο βάρναλης. Ο βάρναλης ξαναδουλεύει το 1968 την πρώτη μορφή του έργου (γραμμένη το 1950 –προϊόν σα να λέμε των εμφυλιοπολεμικών χρόνων). Το 1968 είναι άλλη μια εύγλωττη χρονολογία. Τη σκυτάλη του σκοταδισμού την πήραν νέοι ξεπουλημένοι εθνοσωτήρες. Το 1972 εκδίδεται ο άτταλος γ’ και η φασιστική χούντα τον αποσύρει από την κυκλοφορία. Η ελλάδα είχε και πάλι παραδοθεί στους αμερικανόπνευστους άτταλους δ’.

Μια αναγωγή του σύγχρονου ιστορικού χρόνου, του τόπου και των ονομάτων των κατεχόντων και κατεχομένων στο παρελθόν, είχε κάνει ο βάρναλης. Η αλληγορία του ήταν φανερή. Η σάτιρά του για τους σύγχρονους εθνοπροδότες είναι αδυσώπητη. Οι ήρωες του έργου σύμβολα των κάθε λογής σύγχρονων εθνοσωτήρων που τους γελοιοποιεί με την καυστική του γλώσσα. Με τα αποστασιοποιητικού χαρακτήρα (μπρεχτική επίδραση0 εμβόλιμα τραγούδια ανάμεσα στις εικόνες του έργου. Ο βάρναλης μέσα από το ιστορικό πρόσωπο του άτταλου γ’ μιλούσε για το παρόν του ελλαδικού χώρου. Οι ατταλίδες δυναστεία της περγάμου κατάγονταν από την ηπειρωτική ελλάδα. Η πέργαμος αφού γνώρισε μεγάλη ακμή περιέπεσε στη συνέχεια σε ξένους δυνάστες. Ρωμαίους, οθωμανούς, φράγκους, τούρκους κι ιταλούς οι οποίοι την προστατεύουν μέχρι σήμερα.

Ο άτταλος γ’ ανίκανος μα την κυβερνήσει, την παρέδωσε με διαθήκη του στους ρωμαίους το 133 πΧ. Του ήταν πιο βολικό του ανθρώπου να την ξεπουλήσει παρά να την υπερασπίσει από το ρωμαϊκό ιμπερλιασμό. Νέος σωτήρας της περγάμου χρήστηκε ο ρωμαίος ύπατος μάρκος περπέρνας, ο ασιατικός. Για να μην προκαλεί το λαϊκό αίσθημα η ξενική του προέλευση και για να διαιωνιστεί η καταδυνάστευση του λαού, επονομάστηκε άτταλος δ’.

Με την πέργαμο, τον άτταλο γ’ και τον άτταλο δ’, ο βάρναλης αποκρυπτογράφησε τη μακραίωνη εξάρτηση του τόπου μας, κατήγγειλε τον ιμπεριαλισμό, την «ιδεολογία» και τους φορείς που τον απαρτίζουν. Εξευτέλισε τα σκιάχτρα και τους μύθους που διαιωνίζουν την αντιλαϊκή εξουσία και κρατούν ναρκωμένο το λαό. Το λαό που μόνο αυτός πρέπει και μπορεί, αρκεί να ξυπνήσει, αν γίνει αφέντης του τόπου του.

Ο άτταλος του βάρναλη είναι η προσωποποίηση της διεφθαρμένης, ανερμάτιστης αντιλαϊκής εξουσίας, της εθνικής υποτέλειας. Την εξουσία που υπηρετούν σα σερπετά κι άνθρωποι της τέχνης, της επιστήμης, της διανόησης. Η εκκλησία και οι κρατικοί μηχανισμοί καταπίεσης του λαού.

Ανάμεσα στα πρόσωπα του έργου είναι κι ένας τρελο-φιλόσοφος (πρόσωπο που εκφράζει το βάρναλη). Τούτος ο τρελός, σαν τους τρελούς τους σαίξπηρ, ξεστομίζει τις πιο επικίνδυνες αλήθειες κι ας ξέρει ότι βάζει το κεφάλι του στην κόψη του σπαθιού. Ο βάρναλης δεν έχει αυταπάτες... Ο φιλόσοφος δεν είναι αυτός που θα κάνει την επανάσταση. Ξέρει όμως ποιος πρέπει να την κάνει. Ποιος θα έχει κέρδος από αυτή. Η επανάσταση είναι έργο του λαού και για το λαό.

Στον πρόλογο του έργου αυτοί που εκπροσωπούν το σκλάβο λαό (ο γραμματιζούμενος, ο φοβιτσιάρης, ο χωρατατζής) με το τραγούδι τους αναρωτιούνται: Ποιος θα μας σώσει; Ανατολή για Δύση;/ Ποιος έλληνας ή βάρβαρος θεός;/ Μπροστά καινούριος κόσμος θα βαδίσει/ για πίσου θα γυρίζει ο παλαιός;

Στο φινάλε του έργου, αφού ο νέος δυνάστης παίρνει την εξουσία, ακούγεται και πάλι το παραπάνω τραγούδι των σκλάβων. Ο τρελο-φιλόσοφος το ακούει κι ύστερα το παραλλάσσει: δε θα μας σώσει ανατολή για δύση/ μηδ’ έλληνες ή βάρβαροι θεοί./ Μπροστά καινούριος κόσμος θα βαδίσει/ άμα ξυπνήσουν κάποτε οι λαοί.

Το μήνυμα και του θεατρικού έργου του βάρναλη δε ζητά ανάλυση για να δικαιωθεί. Ζητά την πράξη που θα επιβάλει της αλήθειας το ρυθμό.

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Συλλογή για το Βάρναλη

Δεν είναι ποιητική συλλογή, αλλά συλλογή με αποσπάσματα από αναμνήσεις ανθρώπων που τον έζησαν και σχόλια για το έργο του.


Ο βάρναλης σε μια ταβέρνα μαζί με τον στρατή τσίρκα

Η έλλη αλεξίου (στενή φίλη του ποιητή κι αρραβωνιατικιά του για ένα μικρό διάστημα) διηγείται ένα σκηνικό από τα τελευταία χρόνια της ζωής του βάρναλη την περίοδο της χούντας.

Δε λογάριαζε τίποτα επειδή είχε ξεφοβηθεί. Μας διηγιότανε που τον καλούσε η αστυνομία και τι του λέγανε. Το ρωτούσαν ποιος είναι, που κάθεται και τέτοια. Ο βάρναλης έλεγε: μα δε βαρεθήκατε πια να με ρωτάτε όλο τα ίδια; Το πού κάθομαι το ξέρετε. Γιατί αν δεν το ξέρατε, πώς ήρθατε και με πήρατε; Αλλά και τι είμαι το ξέρετε κι αυτό. Σας είπα απ’ την πρώτη μέρα πως είμαι κομμουνιστής. Θέλετε πάλι να σας το ξαναπώ; Δεν άλλαξα. Όταν τον είδαν πως μιλούσε γελώντας του λεν: κ. βάρναλη μπορείτε να πάτε σπίτι σας. Δεν του κάνανε καμία ερώτηση. Τον είπανε και κύριο.


Η ελένη ιατρού (που φυλούσε μετά το θάνατό του αντικείμενα κι ενθύμιά του) ανακάλυψε κάποτε κάτω από το κρεβάτι του ένα βαλιτσάκι. Ήθελε να το πάρει και να παίξει, μαζί με την κούκλα της. Το ανοίγει, βλέπει μέσα ένα ψαλιδάκι, χαρτιά, μολύβια, μια αλλαξιά εσώρουχα, ένα ζευγάρι κάλτσες. Ρωτάει τη δώρα μοάτσου για τα σχετικά. Το ‘χει, της λέει, ο μπάρμπα-κώστας μήπως και τον παν εξορία. Παιδί τότε, δε μπορούσε να καταλάβει πώς μπορεί αυτόν τον καλό άνθρωπο να τον παν εξορία.

Ο λογος έρχεται στις τελευταίες μέρες της ζωής του ποιητή (δεκέμβρης του 74’). Εκείνες τις μέρες ήταν στο νοσοκομείο, λέει. Με ρώτησε «βγήκε ο βασιλιάς»; Του απαντάω όχι. Σίγουρα, λέει, μου λες αλήθεια; Του απάντησα καταφατικά. Τώρα μπορώ να πεθάνω ήσυχος.


Από ένα άρθρο του γληνού για την αληθινή απολογία του σωκράτη

Προσωπικά εγώ πιστεύω πως η πνευματική προσωπικότητα του βάρναλη ξεπερνάει πολύ τα σύνορα του τόπου μας και μπορεί να σταθεί μέσα στα καλύτερα ονόματα που έχει να δείξει η παγκόσμια, επαναστατική λογοτεχνία.
Του παρνασισμού η πνοή ήτανε μετρημένη, ωστόσο συνήθιζε τον τεχνίτη να γεμίζει τα ιστορικά σύμβολα με περιεχόμενο να τα ζωντανεύει. Και η τάση αυτή θα έμενε ένα απλό παιχνίδισμα, όπως έγινε με τον παλαμά, το γρυπάρη, το μαβίλη και άλλους πολλούς, αν έμενε κι ο βάρναλης κλεισμένος στα τείχη της αστικής ψυχοσύνθεσης. Έδωσε όμως αργότερα τους πιο εξαίσιους καρπούς όταν ο βάρναλης γκρέμισε τα τείχη και πέρασε στην επανάσταση.

Στη δεύτερη περίοδο της δημιουργίας του ο βάρναλης είναι ο μεγάλος χαλαστής. Η πνευματική του προσωπικότητα υψώνεται μέσα στους ανθρωπάκηδες, τους τσανακογλείφτες, τους λακέδες, τους φυγάδες και τους προδότες που μελανώνουν γύρω τους το νερό. Η στέψη του, η ποίησή του, η ρωμαλέα, η αντρίκεια του σάτιρα, το καταλυτικό γέλιο του, αστράφτει σα ρομφαία, που την χτυπάει ο ήλιος. Ο ήλιος που τον φωτίζει είναι ο διαλεχτικός υλισμός και η προλεταριακή επανάσταση.

Ο βάρναλης βρήκε τον αληθινό του εαυτό. Οι ιστορικές συμβολικές μορφές που αγωνιζότανε μάταια να τις συλλάβει και να τις αναστήσει μέσα στη θολή και ψεύτικη ατμόσφαιρα του ιδεαλισμού, ξύπνησαν ολοζώντανες γέμισαν από νόημα ανθρώπινο, πήρανε σάρκα κι οστά, χρώμα και πνοή μόλις τις αντίκρισε ρεαλιστικά και επαναστατικά.

Τώρα μπορεί να επιχειρήσει τον τεράστιο άθλο να βάλει να μιλήσουμε ανθρώπινα και νοητά από σημερινούς ανθρώπους, τον προμηθέα, και τον χριστό και την παναγία και τον σωκράτη. Οι άδειες σκιές τα σκέλεθρα της ιστορίας, περπάτησαν ανάμεσά μας, μίλησαν τη γλώσσα μας, άγγιξαν την καρδιά μας.



Και στον επίλογο η θετική κριτική του παλαμά, σε ένα γράμμα του προς το βάρναλη, για την αληθινή απολογία του σωκράτη

Και λοιπόν με το σωκράτη σου νομίζω πως φαίνεται καθαρότερα η δύναμή σου και η χάρη σου… Η γλώσσα εξαίσια στην καλλιτεχνική εφαρμογή μιας αρχής, που την αμφισβητώ, τώρα με την πρεσβευτική μου πείρα, πάντα απόλυτη την αλήθεια… στον πεζό μας λόγο…
Διαβάζοντας σε σημείωσα στο περιθώριο κάπου: η αρχαιογνωσία μαζί με την κοροϊδία χορεύουν τον καρσιλαμά. Α! η κοροϊδία. Της απευθύνεις καλέσματα συγκινητικά. Είναι η μούσα σου. Ο υπαινιγμός κι ο αναχρονισμός. Συγχρονίζονται. Δύο θεράποντες του τεχνίτη υπάκουοι κάνουν ένα επαναστατικό δαιμόνιο. Κάνουν το σωκράτη από αρχαίο μοντέρνο, χωρίς μήτε του αρχαϊσμού να κακοφαίνεται, μήτε ο μοντερνισμός να ζημιώνεται. Προστατεύει και τους δύο ο λυρισμός… Μας δίνει μια αυτοψυχογραφία του φιλόσοφου διασκεδαστικότατη. Η κοροϊδία. Η κοροϊδία σου παιχνίδι και τέχνη.. Γιατί τέτοια είναι η τέχνη. Και γενικότερα είναι μια φράση σου: από την καβαλίνα του δρόμου στην κορυφή της διπλανής ροδακινιάς. Τέτοιος είναι. ο δρόμος σου και τα τριγυρίσματά σου. Δε σε ταράζουν τα ακάθαρτα του δρόμου γιατί λυτρώνεσαι στην κορυφή της ροδακινιάς…

Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

Οίνος ευφραίνει καρδίαν

Ξεκινάμε από την πρόταση των αριστερών οικονομολόγων, που είναι η άρτα και τα γιάννινα κατά το κοινώς λεγόμενο και θα φτάσουμε στο προκείμενο μέσω λαμίας. Μια πρόταση που ήρθε να (απο)καλύψει το μεγάλο θεωρητικό κενό της αριστεράς που σύμπασα σχεδόν συμπαρασύρθηκε πίσω τους και την υιοθέτησε.
Πλην λακεδαιμονίων φυσικά. Όχι τόσο γιατί είναι δογματικοί, αλλά γιατί έχουν δική τους πρόταση κι αν δεν τη στηρίξουν θα πέσει να τους πλακώσει, σαν σοβιετία. Η οποία πρόταση δεν είναι καρπός ετεροπροσδιορισμού, ούτε χρειάζεται να ενδυθεί με το κύρος μιας αυθεντίας. Είναι επιστημονικά επεξεργασμένη και πατάει σε πραγματικά δεδομένα.

Τα λέει καλά; Ίσως όχι. Τα έχει όλα λυμένα; Σίγουρα όχι.
Αυτό είναι όμως άλλης τάξης ζήτημα. Οπωσδήποτε σοβαρό, κι υπαρκτό σα σοσιαλισμός, όμως άλλης τάξης. Και σε κάθε περίπτωση της εργατικής, όχι της χώρας γενικά κι αόριστα.
Η πρόταση αυτή ξέρει να θέτει τα σωστά ερωτήματα. Ανάπτυξη για ποιον; Κι έξοδος απ’ την κρίση με ποιον τρόπο κι από τι σκοπιά;

Ωστόσο η πρόταση των οικονομολόγων δίνει στο εξωκοινοβούλιο τη γείωση που ποτέ δεν είχε. Και μαζί ένα ηθικό πλεονέκτημα απέναντι στο (απεχθές) κουκουέ που δεν έχει θέση στο σήμερα για το (επαχθές) χρέος. Μέχρι τώρα εξέταζαν από θέσεις στρατηγικής καθαρότητας την πρόταση για τη λαϊκή εξουσία-οικονομία. Και ξαφνικά ανακάλυψαν την ήπειρο της τακτικής και του μεταβατικού προγράμματος. (Και σε θεωρητικό επίπεδο τον ζίζεκ και τον μπαντιού. Που αυτοί κι αν είναι άλλης τάξης ζήτημα).

Σε αυτό βοηθάει κι η εκλογική επιτυχία της ανταρσύα. Αλλά οι έδρες σε ένα δημοτικό συμβούλιο, ίσως και στη βουλή αργότερα (οπότε θα πρέπει να βρούμε άλλον όρο για να τους προσδιορίζουμε) είναι αυτό που ο πρόεδρος ντέμης θα έλεγε εφήμερη χαρά. Αν δεν το καταλαβαίνετε, ρωτήστε και τον χαρίδημο που είναι αεκτζής, να σας το εξηγήσει. Το ζήτημα όπως θα έλεγε κι ο κύριος βανδής (όχι ο τίτος, ο ντέμης μισούσε τον τίτο και τον πρίγκηπα του μοράβα που τους φίλησε σαν ιούδας κι έγινε βάτραχος) είναι να μεγαλώσουμε τη λίμνη. Αρκεί να μην την αποξηράνουμε από το ζωτικό της περιεχόμενο και καταλήξει σαν τη βαϊκάλη.

Το θέμα λοιπόν για τους λιμνάνθρωπους κι όλους όσους ζουν κολλημένοι στο βάλτο και ψάχνουν να βρουν τα μυστικά του για να ξεκολλήσουν, είναι να πετύχουν την σύνδεση μεταξύ τακτικής και στρατηγικής. Και πριν τα συνδέσεις στην πραγματικότητα το βασικό είναι τα παντρέψεις μέσα σου και να τα πιστέψεις. Αν δεν πειστείς εσύ ο ίδιος, πώς θα πείσεις τους άλλους; Τέτοια μαγικά, ούτε ο μάτζικ στους λέικερς δεν έκανε. Πώς βγάζει δηλ ασίστ η πρώτη στη δεύτερη;

Πριν αναμετρηθούν ως πολιτικά σχέδια με τις πρακτικές τους συνέπειες στην πραγματική ζωή, (όπου έχουν πολύ μικρή επιρροή και γι’ αυτό και το ακαταλόγιστο) πρέπει να πείσουν τον δύσκολο κόσμο του χώρου που είναι γεννημένος αμφισβητίας. Σε αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο το αίτημα της διαγραφής χρέους που αρχικά λειτούργησε ως άλλοθι διαχωρισμού από το ρεφορμισμό, μέχρι που ήρθε η επιτροπή λογιστικού ελέγχου και τα γεφύρωσε όλα δια της ισοπέδωσης. Σε τέτοιου είδους συμβιβασμούς οι εκπτώσεις προς τα κάτω και δεξιά είναι ο κανόνας. Κι ακόμα δεν πιάσαμε πάτο.

Και τώρα κυρίες και κύριοι σε απευθείας σύνδεση με τη στρατηγική, το στέιπλς σέντερ των λέικερς και το (ενδιάμεσο) εθνικό στάδιο κώστας λαπαβίτσας, θα παρακολουθήσετε σε ζωντανή μετάδοση των κομμουνιστικών ιδεών στις μάζες, τη μετάβαση στα πρόθυρα του σοσιαλισμού, μέσω στάσης πληρωμών και της στάσης του νίκα. Διαγραφή χρέους. Εν τούτω νίκα. Κάτω οι δολοφόνοι ναρσής και βελησάριος. Να πέσει η χούντα του ιουστινιανού. Επόμενη στάση νέος κόσμος. Σοσιαλιστικός. Σύνδεση με τραμ και στρατηγική.
-Ρε συ, αυτός με τη φαλάκρα ο τζαμπάρ είναι;
-Όχι, ο καζάκης.


Εντάξει ρε απολίθωμα την εμπεδώσαμε αυτή την κριτική. Για το κόμμα έχεις να μας πεις τίποτα; Προς το παρόν όχι. Προσπαθώ να καταλάβω τι είναι η λαϊκή εξουσία. Που αν πας να την περιγράψεις στον υποψήφιο σύμμαχο, νιώθεις σαν τον κωνσταντίνου στη σκηνή με το προφιτερόλ.
Από πάνω σαντιγί (για τους εβε)... μες σε ένα γυάλινο μπολ (πάντα σε γυάλα ζούσαμε)... Και μένεις στο τέλος με τη γλύκα. Φέρε ένα γλυκύ (νερο)βραστό, ασορτί με τους μικροαστούς συμμάχους.
Το προφιτερόλ της λαϊκής εξουσίας μπορεί να είναι οτιδήποτε. Για εμάς μπορεί να είναι πιτόγυρο, αλλά για το σύμμαχό μας πουρουφάν.

Το πουρουφάν χρησιμεύει για την κατάποση υγρών κι είναι ο συνδετικός κρίκος με το κυρίως θέμα της ανάρτησης και το στρατηγικό της στόχο.
Λένε ότι ο χέγκελ –αν θυμάμαι καλά- ήταν υπέρμαχος της γαλλικής επανάστασης κι ότι κατά τη διάρκειά της έπινε κάθε μέρα ένα ποτήρι κρασί στην «υγειά» της και την τελική της νίκη. Κατά τα άλλα όμως ήταν αντιδραστικός και έβλεπε την ενσάρκωση του απόλυτου λόγου (πνεύματος) στο πρωσικό κράτος της εποχής του –πριν καν έρθει ο βίσμαρκ κι ενώσει όλα τα τσιφλίκια-κρατίδια σε ένα. Αφού τέτοιος ήταν πολιτικά, τι να τον κάνουμε; Αρκεί να μην επεκτείνουμε το συμπέρασμα και στο φιλοσοφικό του έργο. Δεν είναι τυχαίο που ο λένιν είπε ότι κανείς δε μπορεί να καταλάβει το κεφάλαιο αν δεν έχει διαβάσει πρώτα τη λογική του χέγκελ.

Αν ο μαρξ είχε ακολουθήσει το παράδειγμα του χέγκελ στην παρισινή κομμούνα, θα είχε πιει 72 ποτήρια κρασί, ένα για κάθε μέρα που έζησε η εξουσία των προλετάριων. Μα η επανάσταση είναι ένα ποτήρι κρασί κι αλίμονο σε αυτόν που δε μέθυσε. Τι να μας κάνει ένα ποτήρι τη μέρα; Ούτε το απολίθωμα που είναι άμαθο δε θα μεθύσει. Φέρ’ τα μαζεμένα και τα 72 να τα πιούμε μονορούφι.

Η ιστορία προχωράει διαλεκτικά με ζιγκ-ζαγκ κι οχταράκια, σα μεθυσμένη. Έχει ξεχάσει ποια ακριβώς είναι, πού αρχίζει (στο τέλος της ανθρώπινης προϊστορίας) και πού τελειώνει (στο 89’ του φουκουγιάμα). Ο κμκ είναι το τελευταίο εκείνο σκαλοπατάκι που την χώριζε από τον σοσιαλισμό, αλλά δεν το πρόσεξε καλά και κατρακύλησε. Ο σωστός όρος είναι ανατράπηκε. Αλλά όπως και να το πεις, το πισωγύρισμα της ιστορίας μετά τις ανατροπές ήταν εντυπωσιακό.

Όλη η ιστορία της σοβιετίας είναι η ιστορία της ταξικής πάλης ενός μεθυσμένου.
Μια ευχάριστη ζάλη στην αρχή κι όλα ήταν ρόδινα σαν τα μάγουλα μετά το πρώτο ποτηράκι. Ο σύντροφος με το μουστάκι έγραψε ένα άρθρο-προειδοποίηση για τον ίλιγγο και τη γλυκιά μέθη της επιτυχίας. Αλλά αυτός πέρασε στο επόμενο στάδιο, όπου γίνεσαι οξύθυμος και φωνάζεις σε όλους, ακόμα και στην κρούπσκαγια, πριν πεθάνει καλά-καλά ο λένιν. Κι όποιον ομόλογό σου της παλιάς φρουράς δεις και σου μπαίνει στο μάτι, τον περνάς από δίκη εξπρές όπου ομολογεί τα πάντα και τον ξαποστέλνεις στον άλλο κόσμο. Όχι των τροτσκιστών, που είναι εφικτός, αλλά αυτόν που πήγε ο τρότσκι μετά το χτύπημα με την αξίνα, κι είναι αναπόφευκτος για όλους μας. Ακόμα και για τη μαμά πατρίδα μας.

Στο βιβλίο συνομιλίες με το στάλιν ο τζίλας –νούμερο δύο στους γιούγκους μετά τον τίτο που στο τέλος τον έβαλε στη φυλακή- λέει πως στις συναντήσεις με τους σοβιετικούς αξιωματούχους πίναν από το πρωί ως το βράδυ, χωρίς σταματημό. Έκανε πρόποση ο ένας στους ακατάλυτους δεσμούς φιλίας που ενώνουν τους δυο λαούς (που μόνο δύο δεν ήταν, αλλά δεν πειράζει). Ε να μην πιεις στην υγειά των ακατάλυτων δεσμών; Τι είσαι, κάνας αντιδραστικός; Άσπρο πάτο λοιπόν. Μετά από πέντε λεπτά δώσ’ του ξανά πρόποση για το σύντροφο στάλιν. Εκεί κι αν δε γινόταν να το αποφύγεις. Και μετά τον πατερούλη, ένα ποτήρι για τη μαμά πατρίδα, ένα για τον παππού (ντιμιτρόφ) και πάει πίνοντας.

Στο τέλος κατέληγαν κουρούμπελα. Κι επειδή αυτό γινόταν σχεδόν κάθε μέρα, διάλεγαν λέει μία μέρα της εβδομάδας για να κάνουν αποτοξίνωση και να καταναλώνουν μόνο χυμούς και φρούτα. Φοβερό. Σκέφτομαι να κάνω το ίδιο με το κρέας και τα αγριογούρουνα του μάκης-γκριλ.

Οι αιτίες της ήττας λοιπόν είχαν τις ρίζες τους σε αυτή την περίοδο. Μετά ήρθε ο νικήτας που στο τσακίρ κέφι έβγαλε το παπούτσι του στον οηε κι άρχισε να το χτυπάει στα έδρανα για να του φέρουν ίσως κι άλλο κρασί. Και στη συνέχεια η χρυσή μπρεζνιεφική εποχή του ειρηνικού περάσματος στον σοσιαλισμό από κοινού με τους πασόκους και τις δυνάμεις της αλλαγής.
Θα τον μεθύσουμε τον ήλιο, σίγουρα ναι.

Επί περεστρόικα άρχισαν να παραλύουν τα κάτω αριστερά άκρα (σοβιέτ) που είχαν ατροφήσει από καιρό κι η σοβιετική εξουσία τρέκλιζε. Αλλά εμείς, παρά τις δυσκολίες, ήμασταν σίγουροι για τις ατσαλένιες νομοτέλειες και τη νίκη μας. Η σοβιετία θα έπεφτε μόνο όταν άρχιζε να ανατέλλει ο ήλιος από τη δύση.
Κι έτσι περίπου έγινε. Οι ρεβιζιονιστές πρόβαλλαν την καπιταλιστική δύση και το νόμο της αξίας σαν πρότυπο κι έφεραν το σοσιαλισμό της αγοράς και τα πάνω-κάτω. Ο ήλιος της σοβιετίας έδυσε κι άντε τώρα να καούμε ξανά εσύ κι εγώ, για να γενούνε τα σκοτάδια φως. Όποιος καεί στον πολιτικό χυλό της περεστρόικα φυσάει και το γιαούρτι της λαϊκής εξουσίας, να δει αν έχει λιπαρά ή αν είναι ρεφορμιστικό και λάιτ.

Ο γκόρμπι διέκοψε την εκστρατεία του λιγκατσόφ ενάντια στον αλκοολισμό, γιατί η βότκα του έφερνε χρήματα κι έστρωσε το δρόμο στον μπεκρούλιακα το γέλτσιν, που ήταν η φυσική κατάληξη της σοβιετικής παρακμής. Η σοβιετία τρόπον τινά αυτοκτόνησε, δια χειρός του εμετικού ηγέτη της, καταπίνοντας στον μακάριο ύπνο της το ξερατό του για τη νέα σκέψη. Όσοι αναρωτιούνται γιατί δεν αντέδρασαν οι μάζες το 91', είναι σα να απορούν που πνίγηκε ο μεθυσμένος ενώ κοιμόταν και δεν έκανε κάτι να το αποτρέψει.

Έκτοτε έχουμε ρεσάκα διαρκείας (hung over επί το ελληνικότερον). Πάμε καρφί μετά τις πορείες στα συντροφικά ουζερί και ψάχνουμε στον πάτο του ποτηριού τα κατακάθια του σοσιαλισμού να βρούμε τι έφταιξε. Εμείς λέμε ότι ο σοσιαλισμός έβαλε πολύ νερό στο κρασί του και το ανακάτεψε με ουίσκι κι άλλα καπιταλιστικά ποτά που το αλλοίωσαν κι έβαλαν μπόμπα στα θεμέλιά του. Οι άλλοι πουλάνε φτηνό οινό-πνευμα περί ανύπαρκτου σοσιαλισμού. Κι όλοι μαζί καθόμαστε σαν τους μοιραίους του βάρναλη, δειλοί και άβουλοι αντάμα.

Φταίει το κακό το ριζικό μας, φταίει ο θεός που μας μισεί
Φταίει το κεφάλι το ζαβό μας, φταίει πρώτα απ’ όλα το κρασί.

Πίνουμε το κρασί μας ξεροσφύρι, χωρίς ενδιάμεσα ορεκτικά και μεταβατικά μεζεδάκια. Κι έχουμε συντροφιά μας τις αναμνήσεις που είναι σαν το παλιό κρασί κι όσο περνάει ο χρόνος φαντάζουν αξεπέραστες.
Ένα ντομ περινιόν του 1917, παρακαλώ. Το αγαπημένο μου.
Λυπάμαι, μας τελείωσε. Έχω ρετσίνα τασκένδης, παραγωγής νικήτα.


Πίνεις για να ξεχάσεις το παρόν, που όσο πάει και μαυρίζει. Το μυαλό θολώνει σαν την τελική προοπτική. Το τυλίγει γλυκά το αλκοόλ κι αρχίζει να του ψιθυρίζει ένα παλιό σκοπό από τραγούδια αντάρτικα.
Επτά θεωρίες θα σου πω, για να διαλέξεις τον σκοπό κι ένα μέλλον που είναι κομμουνιστικό...
Σκέτη ιεροτελεστία. Θρησκευτική κρασοκατάνυξη.
Βενσερέμος σύντροφοι. Σωποδήποτε. Εβίβα!
Να πάνε τα φαρμάκια κάτω...