Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μητσοτάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μητσοτάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017

Μίλα μου βρώμικα

Η αλήθεια είναι πως περίμενα περισσότερα βρώμικα σχόλια για το 89' με αφορμή το θάνατο του Μητσοτάκη, του στιλ "τρώνε μαζί με το Χαρίλαο ντολμαδάκια στις γειτονιές των αγγέλων". Αλλά αυτά παραδόξως ήταν λιγοστά (δες ως εξαίρεση στον κανόνα ένα κείμενο του Καρτερού, που τα έγραψε σχεδόν στα σοβαρά, αλλά για καλό κι ένα ωραίο ξέπλυμα στο πλυντήριο της ΕφΣυν από τον άνθρωπο των ειδικών αποστολών). Και δεν είναι τυχαίο ίσως. Ποιος θα μπορούσε να μιλήσει για τα παλιά δεξιά λάθη του ΚΚΕ από το σύγχρονο αριστεροχώρι, που πάτησε συνειδητά και ολόψυχα την μπανανόφλουδα της ΠΦΑ; Με τι σκεπτικό και ποιο... ηθικό πλεονέκτημα, που θα έλεγε κι ο Καρτερός;

Εξάλλου, το κόμμα έβγαλε χρήσιμα διδάγματα, φροντίζοντας να απομακρυνθεί στην πράξη από τη λογική που οδήγησε σε αυτές τις τακτικές επιλογές. Τα υπολείμματα από τα ντολμαδάκια (σημειολογικό υπονοούμενο περί γιαλαντζί αριστεράς) στα δόντια είναι ευκρινή, και θα χτυπούσαν άσχημα στο μάτι, αν υπήρχαν ακόμα και δεν είχε γίνει καθαρισμός από την εποχή της κάθαρσης.
Αλλά... αστραφτερή οδοντοστοιχία, αστραπές δε φοβάται. Καθαρά πράγματα...

Τι μένει λοιπόν σε όσους έχουν έτοιμο το συμπέρασμα "ναι αλλά το ΚΚΕ..."; Να λυγίσουν από την ανάποδη το κλαδί και να πιάσουν την ιστορία για την ηγεσία που τσαλαπατά την ιστορία του κόμματος και τα σύμβολά της -που αυτοί θεωρητικά τα έχουν "εικόνισμα", για να θυμηθούμε ένα ιστορικό τσιτάτο του Χαρίλαου. Κι έτσι καταλήγουμε σε κωμικοτραγικά λογικά (;) σχήματα και αφηγήσεις του στυλ:

Ανάθεμα στο ΚΚΕ που προδίδει την ιστορία του ΕΑΜ, το οποίο μας πρόδωσε στη Βάρκιζα.
Ανάθεμα στους επάρατους σταλινικούς που ξεπούλησαν την παράδοση των Λαϊκών Μετώπων, που μας είχαν ξεπουλήσει στην αστική τάξη.
Ανάθεμα και στην ηγεσία που αποκαθήλωσε το Χαρίλαο (ως εικόνισμα) ο οποίος βέβαια ευθύνεται για την πατάτα (και τα ντολμαδάκια) του 89'.

Το ζήτημα δεν είναι φυσικά να σταθούμε σε προδοσίες και πρόσωπα, αλλά να κρίνουμε σφαιρικά τις αιτίες και συνολικά την πορεία που οδήγησε στην κρίση του 89-91. Αυτή τη δύσκολη (αυτο)κριτική μόνο το κόμμα επιχειρεί να την κάνει, αναλύοντας τα προβλήματα στη στρατηγική του, τη στάση του στο ζήτημα της κυβέρνησης -κι αυτό ακριβώς είναι που ξεσηκώνει τις υστερικές αντιδράσεις των... "εικονισματομάχων". Αν δεν το κάνουμε αυτό, το 89' προκύπτει ξαφνικά, μεταφυσικά, σαν κεραυνός εν αιθρία: ("Α, ένα 89! Πώς βρέθηκες εσύ εδώ;"). Και τα προβλήματα αυτά αποτυπώνονται ακόμα και στην αριστερή κριτική (εντός ή εκτός εισαγωγικών) της περιόδου, που μιλούσε πχ για το φως της Περεστρόικα και το σκοτάδι των νεοσταλινικών μεθόδων -ακόμα και σε κάποια σημαντικά κείμενα του Κάππου, που βάλλει μεν από θέση αρχής κατά του κυβερνητισμού, αλλά αφήνει ανοιχτά κάποια παραθυράκια για σχηματισμό άλλου τύπου κυβέρνησης.

Το πρόβλημα δεν ήταν ασφαλώς η αριστερή κριτική, αλλά ο τρόπος με τον οποίο εκφράστηκε και τα σημεία στα οποία εστίασε: το 89' αντιμετωπίστηκε ξεκομμένα από την προγενέστερη περίοδο και ως προδοσία, επειδή κάναμε τον "ιστορικό συμβιβασμό" και την κυβερνητική συνεργασία με τη ΝΔ και όχι για τις επεξεργασίες του 12ου συνεδρίου, τη συγκρότηση του (ενιαίου) Συνασπισμού και την αρχική αμηχανία απέναντι στο ΠαΣοΚ -όπου το αριστεροχώρι έπεσε στο "δις εξαμαρτείν".
Το ΝΑΡ ήταν στην καλύτερη περίπτωση η τιμωρία του κόμματος και το τίμημα που πλήρωσε για τα δεξιά του λάθη-απόκλιση. Αλλά η τιμωρία για ένα λάθος δεν είναι αυτομάτως σωστή και δικαιωμένη ως ανεξάρτητη πολιτική επιλογή.

Βέβαια το βασικό δεν είναι τι θα πεις στους άλλους και πώς θα τους αντιμετωπίσεις. Στον Πασόκο που μιλάει με ύφος για το "βρώμικο 89", λες πολύ απλά πως εμείς απλώς το ξεβρομίσαμε και γίναμε δυστυχώς η κολυμβήθρα που ξέπλυνε τις δικές τους βρομιές. Και αν είναι κάποιος αριστεροχωριανός -που δε φροντίζει καν λεκτικά να διαφοροποιήσει τη σπόντα του περί "βρόμικου 89", παίζεις με τις αντιφάσεις του κι αντιστρέφεις τα ερωτήματα για το σήμερα.

Το βασικό όμως είναι τι θα πούμε εμείς στον εαυτό μας. Και να προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε κάποιες επιλογές στο ιστορικό τους πλαίσιο, για να καταλάβουμε τα λάθη μας και να τα αποφύγουμε, όχι για να τα δικαιολογήσουμε.

Η αλήθεια είναι πως στη δεδομένη χρονική στιγμή, είτε έτσι είτε αλλιώς, μας την είχαν στημένη και μας περίμεναν στη γωνία. Αν δεν μπαίναμε σε κάποια κυβέρνηση συνεργασίας, θα ευθυνόμασταν για τη συγκάλυψη των πράσινων σκανδάλων και για την... ακυβερνησία που έφεραν τα πιο αναλογικά (όπως λέμε πιο έγκυος) εκλογικά συστήματα. Μπρος (αστικός) γκρεμός και πίσω (νεο-αριστερό) ρεύμα. Η μόνη διέξοδος από αυτόν το φαύλο κύκλο, θα ήταν ένας διαφορετικός πολιτικός λόγος -και βασικά λογική- με εντελώς διαφορετικό σκεπτικό, που δε θα την απασχολούσε τι είδους κυβέρνηση θα έχει ο τόπος. Κι αυτό επί της ουσίας, ήταν κάτι που το βρήκαμε μπροστά μας το 2012.

Είναι χαρακτηριστικό επίσης πως τα συγκρατημένα εγκώμια των Συριζαίων προς τον πολιτικό αντίπαλο Μητσοτάκη, του αναγνωρίζουν ότι έσπασε το ταμπού της εισόδου της Αριστεράς στην κυβερνητική εξουσία, που κατά κάποιον τρόπο λείανε το έδαφος για τη σημερινή ΔΦΑ.

Από μια άλλη άποψη, προσωπικά μπορώ να καταλάβω όσους κατάπιαν μεν την πρώτη κυβέρνηση Τζανετάκη, για να μην παραγραφούν τα σκάνδαλα, αλλά διαχώρισαν τη θέση τους από τη δεύτερη οικουμενική του Ζολώτα, όπου δε συνέτρεχε τέτοιος λόγος. Υπήρχε παρόλα αυτά μια... συνέπεια στο σκεπτικό της συμμετοχής σε μία (ακόμα) οικουμενική, χωρίς εκδικητικούς αποκλεισμούς -την οποία το ΠαΣοΚ δέχτηκε τέσσερις μόλις μήνες αφού απέρριπτε την ίδια πρόταση από... "θέση αρχής". Το λάθος ήταν στο βασικό σκεπτικό, όχι στις λεπτομέρειες.

Μιας και μιλήσαμε όμως για "θέση αρχής", ένα τελευταίο εντυπωσιακό στοιχείο είναι οι υπουργικές θέσεις που (δεν) πήρε το ΚΚΕ σε αυτές τις κυβερνήσεις, με βάση και τους εκλογικούς συσχετισμούς. Τα υπουργικά πόστα τα έπιασαν παράγοντες της "ανανεωτικής αριστεράς", όπως ο Κουβέλης και ο Κωνσταντόπουλος, ενώ το μόνο κομματικό στέλεχος που συμμετείχε σε μια υπουργική επιτροπή εν είδει τρόικας, ήταν ο Δραγασάκης, που σήμερα βρίσκεται στο Συνασπισμό. Που πάει να πει πως το κόμμα δεν "ξεπουλήθηκε" το 89' για να γλυκαθεί με τα υπουργικά πόστα και κυβερνητικές ευθύνες. Δεν ήταν έγκλημα-προδοσία, αλλά κάτι χειρότερο: ήταν λάθος. Ακόμα και στα λάθη του, όμως, το ΚΚΕ κράτησε τις αρχές του... 

Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Ο Μητσοτάκης κι η "εκστρατεία μίσους"

Αναδημοσίευση από την Κατιούσα

Η αρχή είχε γίνει με το θάνατο της Θάτσερ. Σίγουρα υπήρξαν κι άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις τα προηγούμενα χρόνια, αλλά αυτή ήταν ίσως η πρώτη ή η πιο χαρακτηριστική στην εποχή της άνθησης των social media. Η αγγλική εργατική τάξη πανηγύριζε, οι οπαδοί έδειχναν τη χαρά τους στα γήπεδα, και όπως έλεγε σε ένα σκίτσο του ο Πάνος Ζάχαρης, η βρετανική κοινή γνώμη ήταν διχασμένη γύρω από τη ζωή και το θάνατό της.


Στα καθ’ ημάς υπήρξαν αρκετές αντίστοιχες περιπτώσεις, πχ με το θάνατο του 104χρονου Παττακού -τελικά δεν έφτασε το ρεκόρ του ο επίτιμος– ή την πρόσφατη περιπέτεια υγείας του Θάνου Πλεύρη. Τα ΜΚΔ (Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης) τους τρόλαραν ανελέητα με σχόλια που κυμαίνονταν από σατιρικά έως πικρόχολα -εξαρτάται και πώς τα βλέπει κανείς. Κάποιοι μίλησαν πάντως για μισανθρωπιά και κακεντρέχεια, που δε σέβεται καν την ανθρώπινη ζωή.

Οι ίδιες περίπου αντιδράσεις ξέσπασαν αλυσιδωτά τις τελευταίες μέρες σχετικά με το Λουκά Παπαδήμο, που κάποια ΜΜΕ θέλησαν να τον παρουσιάσουν ως σύμβολο της δημοκρατίας, η οποία στοχοποιήθηκε μαζί με τον τραπεζίτη, πρώην υπηρεσιακό πρωθυπουργό. Κι έχουν αναζωπυρωθεί με ακόμα μεγαλύτερη ένταση, με αφορμή το θάνατο του “επίτιμου” και το αναπόφευκτο σοσιαλ-μιντιακό τρολάρισμα. Που δεν είναι κάποια “χαιρέκακη εκστρατεία μίσους της Αριστεράς” ή σπίλωση μιας σπουδαίας πολιτικής προσωπικότητας, όπως μας λένε, αλλά κάτι σαν μαζικό λαϊκό ξέσπασμα για τα έργα και τις ημέρες του Μητσοτάκη. Ενός αστού πολιτικού, φανατικού υπέρμαχου της άρχουσας τάξης και των συμφερόντων της, που παρέμεινε ενεργός και συνεπής ως το τέλος σε αυτήν τη στράτευσή του.

Σύμφωνα με κάποια παπαγαλάκια των ΜΜΕ και τις επιλεκτικές τους ευαισθησίες, οι αστοί πολιτικοί ηγέτες έχουν κάθε δικαίωμα και νομιμοποιούνται να μισούν το λαό -το λαουτζίκο όπως τον αναφέρουν- να βαφτίζουν “λαϊκισμό” τις νίκες του και οτιδήποτε τον αφορά, να του αφαιρούν δικαιώματα και κατακτήσεις χρόνων, τσαλαπατώντας τη ζωή του. Να τον θεωρούν αχάριστο και ανώριμο, γιατί δεν εκτίμησε τις υπηρεσίες τους, τεμπέλη, ανεπρόκοπο ή -στην καλύτερη- συνένοχο και να του λένε κατάμουτρα πως “όλοι μαζί τα φάγαμε”. Με δυο λόγια έχουνε κάθε δικαίωμα να μισούν και να στοχοποιούν τον “εχθρό λαό“…

Αλλά ο λαός δεν έχει δικαίωμα να τους μισεί και να εκφράζει την αυθόρμητη χαρά του, σε τέτοιες αφορμές, να νιώσει πως παίρνει -έστω και- συμβολική εκδίκηση για τα δεινά του. Δεν έχει δικαίωμα να παρεκτρέπεται, βασικά δηλαδή να σκέφτεται και να αντιδρά. Ή μάλλον μπορεί να το κάνει στα social media, αρκεί να εκτονώνεται εκεί. Κι αυτό ίσως όχι για πολύ ακόμα, όσο ενισχύονται κι αποθρασύνονται οι καθεστωτικές φωνές, όπως αυτή ενός δημοσιογράφου του ΣΚΑΪ, που θεωρεί ηθικούς αυτουργούς της επίθεσης στον Παπαδήμο, όσα προφίλ εκφράσανε τη χαρά τους για αυτήν. Οι οποίες φωνές απέδειξαν τα διαφορετικά (ταξικά) σταθμά και μέτρα τους στην αντιμετώπιση της επικαιρότητας, πριν από λίγους μήνες με το θάνατο του Κάστρο και τις μαζικότατες τιμητικές εκδηλώσεις του κουβανικού λαού για τον ηγέτη του. Πώς να συγκριθεί όμως η αγάπη του λαού για ένα “δικτάτορα” με αυτήν που τρέφει για έναν εκλεγμένο πρωθυπουργό του δυτικού κόσμου…;

Το πρόβλημα, συνεπώς, δεν είναι η αυθόρμητη χαρά του κόσμου που βγάζει το άχτι του για τους “λαοφιλείς” πολιτικούς που τον βασάνισαν. Δεν είναι καν τα καυστικά σχόλια για το “απέθαντο” του Μητσοτάκη, την γκαντεμιά του επίτιμου ή την πατρότητα του Κυριάκου -κι ας είναι κάποια εξ αυτών χτυπήματα κάτω από τη ζώνη, τη στιγμή που υπάρχουν πολύ πιο σοβαρά πολιτικά επιχειρήματα εναντίον του.

Το ζήτημα είναι να μην ετεροπροσδιορίζει ο λαός τη χαρά του από τέτοιες αφορμές, να οργανώσει θετικά αυτό το μίσος, να μην το αφήσει να ξεθυμάνει στα πληκτρολόγια, χωρίς να περάσει και στην πραγματική ζωή, για να την αλλάξει. Να πάρει έμπρακτα μέτρα ενάντια σε όσα κι όσους του φταίνε και να βρει τις αιτίες της δικής του μακροχρόνιας “γκαντεμιάς”. Που δεν είναι “το κακό το ριζικό μας“, ούτε ο “επίτιμος” αυτός καθαυτός, αλλά η τάξη που υπηρέτησε πιστά.

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Μπήκαν στην πόλη οι εχθροί

...κι εμείς φωνάζαμε "ζήτω και γεια"...

Εντάξει μωρέ, έτσι κι αλλιώς ήταν σάπια η αυτοκρατορία της Πόλης (το βασίλειο της Δανιμαρκίας, κι εμείς Δανία του Νότου, δανικά τα πάντα είναι (ι)δανικά και για όλα αναδρομικά...) και χρειαζόταν μεταρρυθμίσεις, που έπρεπε έτσι κι αλλιώς να κάνουμε από μόνοι μας, στο 70% τουλάχιστον.

Έτσι κι αλλιώς η σύνταξη είναι άφαντη, ή άφαντη από ΔΦΑ ή άφαντη από μνημόνια. Αλλά θα φροντίσουμε κι εμείς για αυτό.
Μπήκαν στην πόλη οι εχθροί κι εμείς τους περάσαμε για δικούς μας, απελευθερωτές και τους ψηφίσαμε, φωνάζοντας "καλώς ήλθατε", "ζήτω και γεια"...

Σαν τους Τρώες με το Δούρειο Ίππο, κι εμάς που μας λεν Κασσάνδρες γιατί προβλέπουμε δεινά και πράσινα (ψοφ)άλογα. Ξεχνάνε βολικά όμως πως η Κασσάνδρα είχε δίκιο -κι ας της βγήκε το όνομα- και πως το ΚΚΕ επιβεβαιώθηκε σε ό,τι έχει πει τα τελευταία χρόνια, κι ας φαινόταν μακρινό ή αδύνατο.

Έτσι κι αλλιώς... η ελευθερία είναι για εμάς ένα άγχος που δεν ξέρουμε πως να διαχειριστούμε. Και προτιμάμε να τη φανταζόμαστε, να την ορίζουμε σαν ένα χοντρογούρουνο αστικό, και να φανταζόμαστε πως είμαστε ελεύθεροι.
-Τι γουρονότριχα είναι αυτή αγάπη μου;

Η Πόλις εάλω, μαύρη μέρα κτλ, αλλά σήμερα έχουμε μαύρη μαυρίλα γιατί αλώθηκαν συνειδήσεις, βολεύτηκαν κι εξαγοράστηκαν, με μια φαιοπράσινη έφοδο που δεν ήταν στον ουρανό, αλλά καταπάνω μας, κι εμείς (δηλ κάποιοι εξ ημών) φωνάζαμε "ζήτω και γεια". Αλώθηκε το κίνημα, εκφυλίστηκε, εξαπατήθηκε κι αυταπατήθηκε.

Η Πόλις εάλω, αλλά κάποτε πρέπει να μάθουμε πως δεν είμαστε όλοι ίσα κι όμοια, ένα πράγμα -μία τάξη, μία πόλη, μια πατρίδα- και ότι κάποιοι από τους υποτιθέμενους υπερασπιστές της προτιμούσαν να αλωθεί κι έδρασαν συνειδητά για αυτό.

Η Πόλις εάλω κι εμείς μάθαμε να καρτερούμε το μαρμαρωμένο βασιλιά, τον εξαδάχτυλο σωτήρα, αλλά να θεωρούμε ουτοπικό να αλλάξει ο κόσμος, γιατί αυτά είναι για τη Δευτέρα Παρουσία, όχι για εδώ και τώρα που θα πάρουμε την πόλη...

Η ελπίδα όμως -που δεν ήρθε τελικά- αλώνεται τελευταία. Και θα νικήσει πραγματικά μόνο πάνω στο πτώμα της αυταπάτης, που κι αυτή δυστυχώς πεθαίνει προς το τέλος -αν όχι τελευταία...

Υστερόγραφο

Για το Μητσοτάκη, ισχύει ό,τι ακριβώς είχαμε πει και για τον Μπρεζίνσκι. Αντί να ψάχνουμε τον πιο βαρύ χαρακτηρισμό για να αποδώσουμε το ποιόν και το μίσος του, αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι η ιδιότητά του (αστός πολιτικός ηγέτης) και οι πράξεις του στην ηγεσία της αστικής τάξης. Όχι πως είναι -απαραίτητα- κακό το τρολάρισμα κι η αυθόρμητη μαζική χαρά για το θάνατο του επίτιμου, αρκεί να μη μένει εκεί, εν είδει εκτόνωσης, και να βρει το δρόμο στην πραγματική ζωή, προτού ξεθυμάνει στο πληκτρολόγιο...
Τη συνέχεια μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ.

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Ανα-νίψον ανομήματα

(τα απόνερα ενός κειμένου και μιας... εξεταστικής -όχι στη βουλή)

Ας ξεκινήσουμε με ένα υστερόγραφο στο χτεσινό κείμενο, που το έγραψα κάπως βιαστικά κι έτσι δεν μπήκε στη θέση του.

Μπορεί ο Κούλης να μπερδεύει το Βολταίρο με το Ρουσό, όπως η αστική δημοκρατία μπερδεύει στην πράξη τις διάφορες εξουσίες μεταξύ τους, πχ την "ανεξάρτητη" δικαιοσύνη με την πολιτική εξουσία, αλλά η αγορά ενός πανάκριβου σπιτιού, όπου έμενε κάποτε ο Γάλλος φιλόσοφος, από τη σύζυγό του, Μαρέβα, μπορεί να του δώσει το έναυσμα για μελέτη -αν και δεν την χρειάζονται όσοι είναι άριστοι- σε μια πόλη όπου διέφυγε κάποτε ως πολιτικός κρατούμενος, κι ας μην μπορεί -τότε λόγω ηλικίας και σήμερα για άλλους λόγους- να αρθρώσει σοβαρό πολιτικό λόγο. Και τότε να γίνει ένας πεφωτισμένος δεξιός πρωθυπουργός, που θα κυβερνά με σύνεση κι ηπιότητα, οπότε αντί πχ να επιστρατεύει τους απεργούς, θα τους λέει:

-Διαφωνώ με την απεργία σας, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σας να απεργείτε και να διεκδικείτε (αν και αμφισβητείται κατά πόσο είπε-έγραψε ο Βολταίρος την αυθεντική φράση)
Ή φαντάσου τον τελευταίο των Ρομανόφ το 17' πχ να λέει στους επαναστάτες.
-Διαφωνώ με την επανάστασή σας, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σας να εξεγείρεστε...
Και να το ακολουθεί όντως μέχρι τέλους...

Στην πράξη βέβαια η αστική δημοκρατία έχει τα όρια του Βολταίρου. Μπορεί δηλ στην καλύτερη να ανεχτεί να λες κάτι (σχετικά) ελεύθερα, αρκεί να μην πας να το πραγματοποιήσεις γιατί τότε θα βρεις τα πραγματικά όρια της ανοχής της και την εκδικητική της στάση απέναντι σε κάθε διεκδικητική κινητοποίηση.

Κι εξακολουθεί να υποκρίνεται πως τηρεί το διαχωρισμό των εξουσιών, που νίβουν η μία την άλλη κι όλες μαζί το σύστημα- αποφεύγοντας τάχα έτσι τη μεταξύ τους διαπλοκή και τη συγκέντρωσή τους σε λίγα χέρια. Όπως διατηρεί -θεωρητικά- το διαχωρισμό μεταξύ νομοθετικής κι εκτελεστικής εξουσίας, δηλ μεταξύ του κυβερνητικού, κοινοβουλευτικού λόχου και της κυβέρνησης (υπουργείων και λοιπών μηχανισμών).

Μια διάκριση που αίρεται με διαφορετικό τρόπο από τη δική μας σκοπιά στην κοινωνία του μέλλοντος, αφού ο νομοθέτης δεν ξεκόβει από την παραγωγή κι έχει άποψη από πρώτο χέρι για τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε ρύθμιση και την πρακτική της εφαρμογή. Όπως πχ ο σχεδιαστής του Bauhaus έπρεπε να έχει αντίληψη και για το πρακτικό κομμάτι -δηλ την κατασκευή- του αντικειμένου που σχεδιάζει (ένωση θεωρίας και πράξης, τέχνης και τεχνικής).

Μιας και πιάσαμε ιστορία τέχνης, πριν από το Μοντέρνο Κίνημα και το θαυμαστό εικοστό αιώνα των επαναστάσεων, τον αμέσως προηγούμενο αιώνα επικράτησαν δύο βασικά ρεύματα: ο νεοκλασικισμός, που μιμήθηκε τα κλασικά πρότυπα της αρχαιότητας, και ο ρομαντισμός, που ήρθε ως αντίδραση στους αυστηρούς κανόνες και την τυποποίηση του νεοκλασικισμού, για να απελευθερώσει τον καλλιτέχνη, να αποκαταστήσει τα στοιχεία του αυθορμητισμού, του αυτοσχεδιασμού, κτλ. Ο νεοκλασικισμός, αντιθέτως, είχε προκύψει ως αντίδραση στην ελαφρότητα του ροκοκό και τις κιτς υπερβολές του μπαρόκ (που ύψωνε μυτερές στέγες στον ουρανό, για να τον τρυπήσει και να φτάσει το θεό...) επιστρέφοντας σε πιο απλές συνθέσεις -σαν αυτές που βλέπουμε και θαυμάζουμε σήμερα στα λιγοστά εναπομείναντα νεοκλασικά του κέντρου.

Κι εδώ αρχίζουν κάποιες αντιφάσεις -τουλάχιστον για μένα, που δεν είμαι βαθύς γνώστης και τσαλαβουτάω σε σκόρπιες γνώσεις κι έννοιες.
Ο ρομαντισμός αποκαθιστά κατά μία έννοια τη φαντασία και το συναίσθημα, ενώ ο νεοκλασικισμός τον ορθό λόγο. Παρόλα αυτά, ο διαφωτισμός, που στηρίζεται στον ορθό λόγο, την επιστήμη και την αξιοποίηση των αρχαίων ελληνικών και λατινικών κειμένων, συνδέεται (και) με το ρομαντισμό, που εξυμνεί τον απλό άνθρωπο και τους απελευθερωτικούς αγώνες του (όπως πχ ο Ντελακρουά με τον πίνακα για τη σφαγή της Χίου).

Ο 19ος αιώνας είναι γεμάτος επαναστατικά ξεσπάσματα, τη μάχη ανάμεσα στο καινούριο που αναδύεται, παλεύοντας να βρει ταυτότητα και να επικρατήσει, και στο παλιό που γαντζώνεται από το ιστορικό προτσές και το τραβάει -με νύχια και με δόντια- προς τα πίσω, πασχίζοντας να διατηρήσει την καθεστηκυία τάξη (Ιερά Συμμαχία) και να παραμείνει στο προσκήνιο. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιστροφή στο παρελθόν μπορεί να εκφράζει πολλά, διαφορετικά πράγματα: ένα βήμα πίσω -στην αρχαία γραμματεία- για να πάρει φόρα προς τα μπρος και να υπερπηδήσει τα μεσαιωνικά κατάλοιπα του παλιού κόσμου. Ή μια επιστροφή σε σίγουρες, παραδοσιακές αξίες που μας δίνουν ένα σταθερό μπούσουλα σε μια εποχή αβεβαιότητας και γενικών ανακατατάξεων. Και μια αμήχανη μελαγχολία απέναντι σε έναν κόσμου που αλλάζει ραγδαία, αναπτύσσεται και μας αφήνει πίσω του (κι αυτή είναι η αντιδραστική, αναχρονιστική πτυχή του ρομαντισμού, όπως μπορώ να την καταλάβω).

Μα τότε πώς συνδέονται με την επαναστατική εποχή τους και το καινούριο δύο ρεύματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχαν στραμμένο το βλέμμα τους και την οπτική τους στο παρελθόν; Και ποια είναι τα ρεύματα που εκφράζουν και εκπροσωπούν το πνεύμα της εποχής μας;

Κι εμάς τι μας ενδιαφέρουν όλα αυτά -θα αναρωτηθεί κανείς; Σαφώς και μας ενδιαφέρουν. Και συνδέονται με την εποχή μας, που είναι ζήτημα να μπορέσουμε να την καταλάβουμε, να τη μάθουμε και να την αναλύσουμε σφαιρικά, όπως κάνουμε με πάθος για άλλες ιστορικές συγκυρίες (τον 19ο αιώνα, το ρώσικο 17', το 44' πριν το Λίβανο, κοκ). Να επιστρέψουμε στους κλασικούς (που μοιάζει σα μια μορφή νεοκλασικισμού) για να τους μελετήσουμε, επικαιροποιήσουμε, εμβαθύνουμε (κι όχι επειδή φύγαμε ποτέ μακριά τους), κρατώντας παράλληλα τη φαντασία και το συναίσθημα των ρομαντικών, και να το υπερβούμε διαλεκτικά, συνδυάζοντας συνειδητό κι αυθόρμητο, οργάνωση και αυτοσχεδιασμό, πιάνοντας το νήμα της εποχής μας, εκφράζοντας το καινούριο σε ένα σάπιο, γέρικο κόσμο.

-Ήθελα να σου πω και για τη "θέση ανάνηψης", που θα έδενε με τον τίτλο και κάποια σημεία παραπάνω, αλλά ας το κρατήσουμε κάβα για ένα άλλο κείμενο.

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

Από τα στόμια βγαίνει η δύναμη

...και όχι από τα στόματα. Σύντροφοι γνωστό αυτό. Κι επιβεβαιώνεται συνεχώς κι από την εμπειρία. Αλλά βγάζουν κι αυτά τα στόματα κάποιες φορές κάτι απίθανα μαργαριτάρια, που τσακίζουν κόκαλα.

Πρώτα ήρθε το ακαταμάχητο σύνθημα του Ποταμιού για την Τουρκία: η δύναμη βρίσκεται στην παλάμη, όχι στην σκανδάλη. Αλλά δε μίλησα -εγκαίρως. Κι όταν ήρθε ο Κούλης να δηλώσει πως ήταν πολιτικός κρατούμενος έξι μηνών και (πολιτικός) εξόριστος μέχρι τα έξι του χρόνια -πιθανότατα για τα πολιτικά του φρονήματα που δεν έχουν αλλάξει δραματικά και παραμένουν νηπιακά- για να γκρεμίσει το τουίτερ, συνειδητοποίησα πως δεν μπορείς να αναφέρεις το ένα χωρίς να έχεις τρολάρει το άλλο, γιατί το αδικείς.

Η δύναμη βρίσκεται στην παλάμη. Που θα μπορούσε να είναι το σύνθημα το μαλάκα. Ή μάλλον το προεκλογικό σύνθημα του Ποταμιού και μότο ζωής για όποιον μαλάκα το ψηφίσει. Κι αυτο δεν είναι bullying (που θα έλεγε κι ο Ζαραλίκος) στους Ποταμίσιους, αλλά προειδοποίηση προς κάθε ψηφοφόρο, που νομίζει ότι η δύναμή του είναι η ψήφος του και νιώθει μαλάκας-κοψοχέρης (αλλά ευτυχώς του μένει το άλλο χέρι για την επόμενη μαλακία, στην επόμενη κάλπη). Ακόμα και για τους δικούς μας ψηφοφόρους. Γιατί αν διεκδικείς επαναστατικά την εξουσία και φαντασιώνεσαι την κυβέρνηση ως ένα είδος προκαταρκτικού κρίκου, που θα πυροδοτήσει εξελίξεις, την επαναστατική στύση του κινήματος, κτλ, είναι χοντρικά η διαφορά μεταξύ του έρωτα-σεξουαλικής επαφής και της (αγχωμένης) μαλακίας (Διδυμότειχο Blues). Η οποία μπορεί να γίνει ομαδική, αν έχεις στο ίδιο δωμάτιο μια παρέα λεβέντες και το γραφικό Λεβέντη (με την καλή έννοια όμως, του αγαθού μαλάκα και με αγάπη μόνο) για οικουμενική.

Η δύναμη δε βρίσκεται στη σκανδάλη, αλά στην παλάμη αυτού που την κρατά. Όποιος στοχοποιεί το όπλο και όχι το χράστη ή το χέρι που τον οπλίζει και τον χρησιμοποιεί, είναι τηρουμένων των αναλογιών σαν να κοιτά το δάχτυλο ενώ του δείχνουν το φεγγάρι -αυτό το ρητό είναι ιδιαίτερα αγαπητό και στο φιλελέ κοινό, που μπορεί να το καταλάβει καλύτερα.

Η δύναμη είναι στην παλάμη, όταν γίνεται σφιγμένη γροθιά και λειτουργεί έτσι κι ο κόσμος και όχι όταν εκτονώνεται με αγανακτισμένες μούντζες. Αλλά στο Ποτάμι, που διαφωνούν για τελείως διαφορετικούς λόγους με τις μούντζες, εκτός κι αν είναι για το μένουμε Ευρώπη, διεκδικούν με σοβαρές αξιώσεις το βραβείο της ανοιχτής παλάμης για τις αναλύσεις τους. Εκτός κι αν τους το πάρει (μέσα από την παλάμη) ο Κούλης.

Η δύναμη της συνήθειας της παλάμης ή η αδυναμία του ψηφοφόρου (που υπόσχεται στον εαυτό του μια τελευταία μαλακία, όπως ο κόκορας του Αρκά) φαίνεται κάθε φορά και στο επίπεδο της Βουλής.
Αριστερός ο ένας (Τσίπρας) που επιβιώνει ακόμα -και για πάντα- από τον ετεροπροσδιορισμό και τη σύγκριση με τους προηγούμενους, όσο πολιτικός κρατούμενος κι αγωνιστής ήταν ο άλλος, τον ίδιο καιρό που κι η Ντόρα ακόμα ήταν λέει αριστερή (στο Ρήγα Φεραίο, αν δεν κάνω λάθος).
Πέτρινα χρόνια, το κρασί παλιό, το χαβιάρι μαύρο, παντεσπάνι αντί για ψωμί κι ο Πύργος του Άιφελ σκουριασμένος να ρίχνει πένθιμα τη μολυβένια του σκιά στα κεφάλια των πολιτικών εξόριστων, και του πάτερ-φαμίλια, που αποστάτησε για το καλό της πατρίδας του και για να αποτρέψει μια πιθανή δικτατορία.

Κατά τα άλλα, η Φώφη βρίσκει ευκαιρία να αδειάσει το Βενιζέλο (που ονειρεύεται ξανά υπουργείο), ο Σκανδαλίδης το Λεβέντη (γιατί ως εκεί φτάνει το δικό του εκτόπισμα) και ο Λεβέντης το ΠαΣοΚ, γιατί εκεί έχει φτάσει το ΠαΣοΚ.

Αλλά την καλύτερη ατάκα την έδωσε -μαζί με την ουσία- η Αλέκα στην ομιλία της: και ο πιο δημοκρατικός εκλογικός νόμος σταματάει έξω από την πόρτα του εργοστασίου. Εκεί που επικρατεί η εργοδοτική αυθαιρεσία-τρομοκρατία και παραδίδει στη... δύναμη της παλάμης κάθε γλυκερή φράση για τα "δημοκρατικά ιδεώδη" της αστικής δικτατορίας.

Σύντροφοι, γνωστό αυτό, ήταν είναι και μένει αληθινό. Κι αυτή είναι η πικρή-πολύτιμη αλήθεια της Unidad Popular (ενός αγνού ιδεαλιστικού ρεφορμισμού, που έσβησε με το όπλο στο χέρι και δεν έχει παρά απλή συνωνυμία με διάφορες τοπικές ΛαΕ).

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Η επιστροφή του βρικόλακα

Η αλήθεια είναι πως τα πρόσωπα δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία, ιδίως στα αστικά κόμματα, άσχετα αν αυτά επιλέγουν την υπερπροβολή τους, γιατί δεν έχουν κάτι άλλο να πουλήσουν ως περιτύλιγμα κι ουσιαστική διαφορά από τους υπόλοιπους. Το 10’ πχ κάποιοι μπορεί να είχαν ανακουφιστεί που δεν κέρδισε ο θηλυκός Μητσοτάκης στις εσωκομματικές εκλογές της ΝΔ. Για να έρθει ο Σαμαράς, με την ακροδεξιά πολιτική ατζέντα, την ομάδα αλήθειας του Μουρούτη και την ταχύτατη μνημονιακή προσαρμογή, μετά τα Ζάππεια, για να διαλύσει κάθε αμφιβολία για την ύπαρξη μιας «λαϊκής δεξιάς» και των περιθωρίων ουσιαστικής διαφοροποίησής της στην πράξη από το νεοφιλελεύθερο μπλοκ.

Ή τέλος πάντων, σχεδόν κάθε αμφιβολία, γιατί οι ψευδαισθήσεις παραμένουν παντοδύναμες για όσους θέλουν να τρέφονται με αυτές ή να τις καλλιεργούν, εφόσον μιλάμε για δημοσιογράφους όπως ο Δελαστίκ –που είχε δει πχ με πολύ καλό μάτι την ίδρυση των Ανελ ως αντιμνημονιακής δεξιάς- και ο Λυγερός, που ανέλυε χτες στην ΕΡΤ ότι ο Μητσοτάκης κι ο Μεϊμαράκης δεν εκφράζουν ακριβώς το ίδιο. Έτσι έμειναν εδραιωμένοι πχ οι λαϊκοί μύθοι για το τοτέμ της δεξιάς παράταξης, το Βούδα της Ραφήνας και βασιλιά ήλιο, που επισήμως παρέμεινε ουδέτερος, αλλά ουσιαστικά και off the record στήριξε το Βαγγέλα και το μουστάκι του. Και δεν είναι τυχαία φυσικά η ανακοίνωση των Ανελ που έσπευσαν να κατοχυρώσουν την καραμανλική παράδοση και να παρουσιαστούν ως οι μοναδικοί της συνεχιστές, μετά την εκλογή Μητσοτάκη.


Η εφημερίδα της κυβερνήσεως (κατά κόσμο των Συντακτών) εντόπισε πολύ εύστοχα την ουσία του πράγματος στο προχτεσινό πρωτοσέλιδό της: Καραμανλήδες κατά Μητσοτάκηδων, έξι δεκαετίες κρυφών και φανερών συγκρούσεων. Αυτή ήταν μια καθαρή ήττα του Καραμανλή, και κατά άλλους του Σύριζα, που βάση ενός αρκετά πιθανού σεναρίου, είχε έρθει σε συνεννόηση με τους καραμανλικούς και είχε επενδύσει στο ενδεχόμενο ενός μεγάλου κυβερνητικού συνασπισμού, εφόσον τα βρει σκούρα –πχ με το ασφαλιστικό- και χάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Γι’ αυτό κάποιοι πανελίστες πανηγύριζαν το χτεσινό αποτέλεσμα σα να ήταν η «πρώτη φορά δεξιά», και το ξόρκισμα των αλλεπάλληλων εκλογικών ηττών από το Σύριζα, που είχε εμπεδωθεί ως γενική ηττοπάθεια και συμπυκνώθηκε πολύ εύστοχα στο καλαμπούρι πως στις προβληματικές εκλογές για την ανάδειξη του νέου προέδρου της ΝΔ (που πέρασαν από σαράντα κύματα) νικητής θα έβγαινε ο Τσίπρας, που τους έχει πάρει τον αέρα την τελευταία διετία και τους κερδίζει, όπου τους βρει. Αφού λοιπόν το νέο ΠαΣοΚ (που ούτε καν αυτό δεν είναι) είχε βρει ως επικεφαλής το νέο Παπανδρέου, ή μάλλον το κακέκτυπο του Ανδρέα, κι η ΝΔ χρειαζόταν το νέο Μητσοτάκη, αυτόν που θα μπορούσε να σταθεί απέναντι στον Ανδρέα ως αντίπαλο δέος και να το νικήσει –το ίδιο ακριβώς σκεπτικό δηλ με το οποίο είχε αναδειχθεί πρόεδρος της ΝΔ ο πατέρας Μητσοτάκης απέναντι στο Στεφανόπουλο, 32 χρόνια πριν, στο οργουελικό 1984.

Μεταξύ σοβαρού κι αστείου πάντως είναι εντυπωσιακό το μπλοκ που συμμάχησε άτυπα κι εργάστηκε ή πανηγύριζε για τη νίκη του Κυριάκου και των… μεταρρυθμιστικών δυνάμεων. Η Λυμπεράκη από το Ποτάμι (η οποία φροντίζει προφανώς και για το προσωπικό, πολιτικό της μέλλον, αλλά αυτό δεν αναιρεί τη γνήσια, μεταρρυθμιστική της χαρά), το άρθρο γραμμής του Σημίτη, που ανασύρθηκε από τη ναφθαλίνη για να δώσει το στίγμα, οι συγκρατημένοι (;) πανηγυρισμοί στο κανάλι του Αλαφούζου, ο Άδωνης, και γενικώς όλοι οι άξιοι εκπρόσωποι του μαύρου μνημονιακού μπλοκ που συνασπίζονται ενάντια στον αριστερό λαϊκισμό (όπως λέει και ο Σημίτης στο άρθρο του). Ενώ εξίσου εντυπωσιακή ήταν η καμπάνια να ξεπλυθεί με κάθε τρόπο το όνομα του Κυριάκου, ακόμα και στις μεσημεριανές εκπομπές τύπου Στεφανίδου, για να αποκαταστήσει το προφίλ του καλού οικογενειάρχη, που μετρά για κάθε παραδοσιακό δεξιό ψηφοφόρο, ή σε γλοιώδη «νεανικά σόου», που του έχτιζαν την εικόνα του cool, σύγχρονου πολιτικού ηγέτη, που επικοινωνεί ακομπλεξάριστα, με το λαό.

Τα πρόσωπα δεν έχουν τόση σημασία. Αλλά ένας Μητσοτάκης είναι πάντα Μητσοτάκης. Ο φυσικός εκφραστής του μαύρου μπλοκ, που δε θα «συρθεί» (τραβάτε με κι ας κλαίω) σε ένα μνημόνιο, αλλά θα το εφαρμόσει χαρούμενα, επειδή το πιστεύει. Ο συνεχιστής της αντιλαϊκής πολιτικής του πατέρα του και των πιο βάρβαρων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Ο πρέσβης του αντιλαϊκού λαϊκισμού, που βαφτίζει λαϊκίστικα λαϊκισμό και στρέβλωση κάθε λαϊκή κατάκτηση ή διεκδίκηση, κάθε ψήγμα κοινωνικού κράτους που έχει απομείνει, την παραμικρή διαφοροποίηση απ’ το κυρίαρχο στρατηγικό σχέδιο της αστικής τάξης. Που μιλάει αφ’ υψηλού για διαφθορά, σπάταλο κράτος, οικογενειοκρατία, αλλά έχει χτίσει την καριέρα του στο όνομά του (στο οποίο οφείλει αποκλειστικά την εκλογή του) κι έχει στο ενεργητικό του την υπόθεση Siemens, τις απολύσεις στο δημόσιο, αλλά και μια προσωρινή εξαίρεση για τους Χανιώτες ψηφοφόρος τους, ως γνήσιος πολέμιος του πελατειακού κράτους.

Τα πρόσωπα δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία –όπως δεν έχει σημασία και ποιο αστικό κόμμα θα κληθεί να διαχειριστεί από κυβερνητικές θέσεις την απρόσκοπτη συνέχεια της διευρυμένης καπιταλιστικής κερδοφορίας. Αλλά είναι προβληματικό να βλέπεις συνταξιούχους και λαϊκά στρώματα να ψηφίζουν ανοιχτά και να επιβραβεύουν τους δήμιούς τους, στη λογική «σφάξε με αγά μου να αγιάσω», χωρίς να διατηρεί καν το δικαίωμα στην ελπίδα και την αυταπάτη. Όπως είναι άκρως προβληματικό πως βρέθηκαν τόσες χιλιάδες κόσμου να δώσει το τρίευρο και να συμμετάσχει στη διαδικασία εκλογής, αν και η πορεία είναι σταθερά φθίνουσα, συγκριτικά και με τις εκλογές του 10’. Όσο φαιδρό και αν είναι να λέει ο Μητσοτάκης για τα 400 χιλιάδες μέλη της ΝΔ, είναι σχεδόν σίγουρο πως σε μερικά χρόνια πολλά απ’ αυτά δε θα έχουν καν βιολογική υπόσταση για να λογίζονται τυπικά ως μέλη.

Ένας Μητσοτάκης είναι πάντα Μητσοτάκης. Κι είναι εύλογο και θεμιτό η λαϊκή θυμοσοφία να επιστρατεύει το χιούμορ για τα γουρλωμένα μάτια του γουρλή Κούλη, την κλασική ατάκα του Στάθη Ψάλτη στην Κούλα για τον (πολύ κωλόπαιδο) Κυριάκο, τα σατιρικά τιτιβίσματα για τον πατέρα Μητσοτάκη, που είχε βρικολακιάσει μέχρι να δει κάποιο παιδί του αρχηγό της ΝΔ –εκτός κι αν η κατάρα θα λυθεί μόνο όταν γίνει πρωθυπουργός. Όπως είναι λογική η καζούρα στη Ντόρα, που βαδίζει από σφαλιάρα σε σφαλιάρα, ως προς τις προσωπικές της φιλοδοξίες και το απωθημένο της, που βλέπει να το πραγματοποιεί ο μικρός της αδερφός· και στο Μεϊμαράκη, που έχει κλείσει ως καλεσμένος στον αποψινό Ενικό, κι είναι ζήτημα αν θα εμφανιστεί τελικά ή θα εξαφανιστεί όπως χτες το βράδυ, αφήνοντας μόνο τα πλάνα του με τον τσολιά της Ελληνοφρένειας, ως γλυκιά ανάμνηση, να παίζουν.


Αλίμονο όμως αν μείνουμε μόνο στη σάτιρα, που είναι ένας τρόπος άμυνας, αλλά μεταφράζεται σε αδυναμία, εφόσον δεν περνάμε και στην αντεπίθεση. Αλίμονο αν αντιμετωπίσουμε το Μητσοτάκη, που μπορεί να είναι και ο επόμενος πρωθυπουργός (μόνο ο Αβέρωφ, ο Έβερτ και ο μεταβατικός Βαγγέλας δεν έχουν καταφέρει να εκλεγούν) ως ένα γραφικό Μητσοτάκη, το γουρλή γουρλομάτη με τη ρετσινιά του γκαντέμη πατέρα του, κι όχι ως την επιθετική αιχμή του ταξικού μας εχθρού, που θα κληθεί να παίξει και ρόλο λαγού στην αντιλαϊκή λαίλαπα. Και δεν είναι ίσως τυχαίο ότι στην Αμερική οι βρικόλακες είναι εξαιρετικά δημοφιλείς και μια ολάκερη τηλεοπτική βιομηχανία βασίζεται πάνω στη σχετική μυθοπλασία. Ο ελληνικός λαός έχει εξάλλου αμαρτωλό παρελθόν ως προς το σύνδρομο της Στοκχόλμης, όπου το θύμα ερωτεύεται το βιαστή του…

Υστερόγραφο (σχετικό και με τις ιδιωτικοποιήσεις, ως προς το ρεφρέν)