Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα άι στράτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα άι στράτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Τα κάλαντα της εξορίας

Ο πυρήνας του σημερινού κειμένου είναι παρμένος από μια ανάρτηση στην ιστοσελίδα ατέχνως, που βρίσκεται σε δοκιμαστικό στάδιο και θα κυκλοφορήσει στο διαδικτακό αέρα μες στον επόμενο μήνα. Τα αποσπάσματα που θα διαβάσετε παρακάτω είναι παρμένα από το βιβλίο του γιώργου φαρσακίδη "πολιτιστικά κι ευτράπελα από τα στρατόπεδα εξορίστων".

Καταρχάς αντιγράφω κι αναδημοσιεύω τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα των εξορίστων του αϊ-στράτη, που δημοσιεύτηκαν στο παράνομο στρατοπεδικό τους περιοδικό (και τα οποία έχουν δημοσιευτεί και εδώ από τον οικοδόμο).

Χριστούγεννα του 1948

Χριστός γεννάται σήμερον εδώ στην εξορία
αλλά με τρόπο ανώμαλο και με ταλαιπωρία
γιατί σαν το έμαθε ο «Βαν Φλιτ» έγινε θηριώδης
κι αφρίζων και μαινόμενος σαν βασιλεύς Ηρώδης
συνέλαβε αυτοστιγμεί χωρίς κανέναν λόγον
τον Ιωσήφ, την Παναγιά, τη φάτνη των αλόγων
και τελικά της γένεσης εφέτος το μυστήριον
συνετελέσθη στου σχολειού μέσα το κρατητήριον!

Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ο ορισμός σας
Χριστού την Θείαν γένεση να πω στ’ αρχοντικό σας
Καλήν εσπέραν άρχοντα γέρο Κατσουλιδάκη
που με την άλλη αλεπού, με τον Παπουτσιδάκη
κι οι δυο χριστουγεννιάτικα κι οι δυο πάνω στην ώρα
ήρθατε στους εξόριστους σαν μάγοι με τα δώρα
κι αντί λιβάνου και χρυσού, αντί χαράς κι ελπίδας
φέρατε ως δώρο τη γνωστή περικοπή μερίδας…

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίση όλη
και τα φτωχά στομάχια μας αγάλλονται επίσης
γιατί ύστερα από βάσανα και πόνους και στερήσεις
θα κάνουμε Χριστούγεννα με μια γενναία μάσα
ογδόντα δράμια χοιρινό μαγειρευτό με πράσα!

Κι εν συνεχεία τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, στο κλίμα των ημερών.

Πρωτοχρονιά 1948

Άγιος Βασίλης έφθασε από την Καισαρεία
να φέρει την πρωτοχρονιά κι εδώ στην εξορία
Ο Άη Βασίλης έφτασε σαν πάντοτε στην ώρα του
και σ’ όλους τους εξόριστους εμοίρασε τα δώρα του.
Στους υπεραισιόδοξους για την χρονιά ετούτη
έφερε μπρίκια του καφέ κι απ’ ένα καφεκούτι
να ψήνουνε συχνά καφέ να ρίχνουν στο φλιτζάνι
και πλήθος αρματαγωγών να βλέπουν στο λιμάνι.
Και στους απαισιόδοξους που εδήλωσαν σαφώς:
Πως ίσως το 62’ θα δούμε κάποιο φως!
Τους έφερε καραμπογιά και μπλακ ένα βαρέλι
Ν’ αλείψουνε τα μούτρα και τ’ άλλα τους τα μέρη.

Σ’ αυτούς που ‘χουν συνήθεια πάντα πρωί και βράδυ
μέσα στους δρόμους του χωριού κι ιδίως στο πηγάδι,
να ενεργούν ανίχνευση ως και κατασκοπεία
στων γυναικών τα θελκτικά τουριστικά τοπία
απ’ ένα τηλεσκόπιο τους έφερε εφέτος
για να μπορούν το έργο τους να εκτελούν ανέτως!
Έτσι σε όλους μοίρασε ο Άγιος τα δώρα του
και πριν να φύγει απ’ το νησί, πίσω ξανά στη χώρα του,
μας είπε συνωμοτικά, μήπως τον δει κανένας,
«Παιδιά του χρόνου λεύτεροι, στα σπίτια του ο καθένας».

Όπως διαβάζουμε στην υποσημείωση του βιβλίου, ο στίχος «ίσως το ’62 θα δούμε κάποιο φως» στάθηκε προφητικός, καθώς μόλις το 1962 πραγματοποιήθηκε η διάλυση του στρατοπέδου.

Συμπληρωματικά προς τα παραπάνω, αντιγράφω μια "αγιοβασιλίτικη" ιστορία από το ίδιο βιβλίο, όπου ο φαρσακίδης αφηγείται μια φάρσα που σκάρωσαν πρωτοχρονιάτικα στο συνεξόριστό τους θεατράνθρωπο, χρήστο δαγκλή.

Ο Αϊ-Βασίλης ο Πρίαπος

Την επόμενη ζαβολιά, τη σκαρώσαμε παραμονή της Πρωτοχρονιάς, μ’ όλο που ξέραμε ότι ο Χρήστος (σ.σ.: Δαγκλής) δεν πολυσήκωνε «πλάκες».
Τον παρακολουθούσαμε μέσα στ’ αγιάζει, περασμένα μεσάνυχτα, ν’ αποτελειώνει το σκηνικό της πρωτοχρονιάτικής μας επιθεώρησης του 1952. Στο βάθος του σκηνικού είχε ζωγραφίσει έναν τεράστιο, πολύχρωμο κι ολοτσίτσιδο Αϊ-Βασίλη εν είδει τρίτωνα, να καβαλάει τα κύματα.

-Θα πεταχτώ, μας είπε, ως τη σκηνή να βάλω κάτι στο στόμα μου και θα γυρίσω ν’ αποτελειώνω το φόντο.
Ε, πώς να μην έμπαινα στον πειρασμό και να μη συμπλήρωνα την ολόγυμνη φιγούρα του Αϊ-Βασίλη με κείνο, που λόγω στρατοπεδικής αιδούς, είχε παραλείψει να βάλει.
Έτσι επιστρέφοντας, ο Χρήστος είδε κατάπληκτος τον Αϊ-Βασίλη του να έχει αποκτήσει το κατ’ εξοχήν γνώρισμα της ανδρική του υπόστασης και μάλιστα σε διαστάσεις που θα τις ζήλευε κι ο ίδιος ο Πρίαπος.

-Μα τι γίνεται εδώ; Ποιος το ζωγράφισε; Βάζει φωνή και γίνεται έξω φρενών.
Εμείς τσιμουδιά μπροστά σε κείνο το ξέσπασμα. «Μήτε είδαμε, μήτε ακούσαμε τίποτα».
-Γρήγορα τον στρατοπεδάρχη, επιμένει ο Χρήστος κι ανυπομονώντας, κίνησε να τον φέρει ο ίδιος. Ευκαιρία για εμάς να ξεκαρφιτσώσουμε απλά, το αίτιο της τόσης οργής του δασκάλου.
Σε λίγο τον βλέπουμε να επιστρέφει μαζί με έναν αγουροξυπνημένο μπάρμπα-Κανάκη.

-Μα είναι ανεπίτρεπτο, ακούμε να του λέει ο Χρήστος και σηκώνει το χέρι να του δείξει το «ανοσιούργημα».
-Πού είναι, ρωτάει ο μπάρμπα-Κανάκης και στο επίμαχο σημείο μήτε μια γρατζουνιά!
-Μα σας βεβαιώνω, ψελλίζει ο Χρήστος, εδώ ακριβώς, και μάλιστα τεραστίων διαστάσεων.
-Πήγαινε ξεκουράσου παιδί μου, του λέει εκείνος με κατανόηση. Δε φαντάζεσαι τι παιχνίδια σκαρώνει του ανθρώπου η κούραση!
Και φυσικά, μήτε τότε, μήτε κι αργότερα τολμήσαμε να ομολογήσουμε το «έγκλημά» μας στο Δάσκαλο.

Σχετικό με το παραπάνω περιστατικό είναι κι ένα ακόμα ευτράπελο που καταγράφει ο φαρσακίδης στην ιστορία-υποκεφάλαιο με τίτλο "Τσούκας, Φάκας, Κατσαμάκας".

Μετά τη Μακρόνησο, ο Φάκας και η παρέα του, ένα τρίο ομοούσιο και αχώριστο, είχαν τροφοδοτήσει το στρατόπεδο του Αϊ-Στράτη με καινούρια «μαργαριτάρια».
Ο Τσάπας κι ο Κατσαμάκας είχαν διαβάσει σε εφημερίδα κουτσομπολιά για τον «πριαπισμό» του Σοφοκλή Βενιζέλου, που χορεύοντας, όπως έλεγαν, είχε σκανταλίσει τη Φρειδερίκη.

-Ρε Γιώργη, τι είναι αυτός ο πριαπισμός; Ρωτάνε το Φάκα, καθότι τον είχαν αποδεχτεί σα μαρξιστικά διαβασμένο.
Κι ο Φάκας σνομπάροντας την άγνοιά τους:
-Α ρε κακαβάνια, τους λέει, διαβάστε λίγο και μαρξισμό να τα ξέρετε. Α μπρε, ο κομμουνισμός, ο σοσιαλισμός, ο πριαπισμός, όλα δικά μας!

Όλα δικά μας.
Όπως καλό είναι να αποκτήσετε το παραπάνω βιβλίο, που περιέχει πολλά τέτοια περιστατικά σπάνιας και ιδιαίτερης ανθρωπιάς.
Αντί επιλόγου, κλείνω τη σημερινή ανάρτηση με όσα σημειώνει ο συγγραφέας στο προλογικό σημείωμα της έκδοσης.

Παλιά μια κοπέλα είχε δει τα μακρονησιώτικα σχέδιά μου. Ταραγμένη, είχε σωπάσει για λίγο και μετά: "Ξέρεις", μου λέει, "προτού σας γνωρίσω, αν τα έβλεπα θα έλεγα, πως, όποιος τα έζησε, άλλο πια δε θα γελούσε ποτέ του".

Και όμως, είτε η θύμηση ζωντανέψει τα τότε, είτε σε κουβέντα με συντρόφους παλιούς, και τα χειρότερα ακόμα που είχαμε ζήσει θα φαντάξουν δεμένα με το γέλιο, το καλαμπούρι, το πείραγμα.
Το γέλιο στάθηκε ένας πολύτιμος σύντροφος σε δύσκολες ώρες. Θυμάμαι στο Μακρονήσι γελούσαμε συχνά, γελούσαμε πολύ. Με τη λύσσα του αλφαμίτη, με την κούρασή του να μας χτυπάει. Με την τρέλα, τον πόνο, με τις πληγές μας. Με ό,τι σήμερα πια δε θα γελούσες ποτέ.
Με το γέλιο δεμένες κι οι πρώτες απόπειρες για ψυχαγωγία. Τα ανέκδοτα, το αστείο, το πείραγμα, στάθηκαν το ζωογόνο αντίδοτο στις καταλυτικές επιπτώσεις μιας πολύχρονης κράτησης.

Και μπήκα στον πειρασμό, να καταγράψω, ξαναζώντας ότι έχει περισώσει η μνήμη. Και μέσα απ' αυτά και η πληροφόρηση του ανυποψίαστου αναγνώστη, για κάποιες ιδιαιτερότητες της στρατοπεδικής μας ζωής αλλά και τη σφυρηλατημένη, σε ώρες δοκιμασίας, συντροφικότητα.
Διαβάζοντας τούτα τα κείμενα, φίλος μου, γιατρός και ταξίαρχος, μου είχε πει με συγκίνηση:
"Θαύμαζα πάντα την ανιδιοτελή προσφορά σας και σας είχα κατατάξει σ' ένα ξέχωρο είδος ανθρώπων, ρομαντικών και απόμακρων. Τώρα όμως, είναι σαν να σας έζησα και σας έχω νοιώσει τόσο, μα τόσο, κοντινούς και οικείους"!

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Άι Στράτης και σοσιαλιστικός ρεαλισμός

Στο σημερινό κυριακάτικο ένθετο, η κε του μπλοκ αντιγράφει κι αναδημοσιεύει ένα απόσπασμα από το πεζό κείμενο του βάρναλη που φέρει τον τίτλο της ανάρτησης, και αναδεικνύει με πολύ γλαφυρό τρόπο τη διαφορά του ‘στεγνού’ ρεαλισμού, που αποτυπώνει στατικά την πραγματικότητα, με τη λογική και τους στόχους του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Διαβάζοντας τις παρατηρήσεις του βάρναλη, μπορεί να καταλάβει κανείς καλύτερα (μολονότι δεν αναφέρεται άμεσα σε αυτό το ζήτημα) και την ειδοποιό διαφορά του διαλεκτικού υλισμού από τον στείρο και αφηρημένο προμαρξικό φιλοσοφικό υλισμό, καθώς και την ουσιώδη σχέση μεταξύ αυτών των δίπολων.
Με άλλα λόγια, η διαφορά του σοσιαλιστικού ρεαλισμού από τον απλό ρεαλισμό, είναι βασικά η διαφορά που έχει σε φιλοσοφικό επίπεδο ο διαλεκτικός υλισμός του μαρξ από τον αφηρημένο υλισμό, που αντικρίζει στατικά την πραγματικότητα. Καλή ανάγνωση και κάθε καλόπιστη παρατήρηση-προσθήκη, ευπρόσδεκτη στα σχόλια.

-.-.-

Ψηλά από το μετερίζι μας χαιρόμαστε κατάντικρά μας τ’ ολόφωτο εξαϋλωμένο όραμα του χωριού, κρεμασμένο από το λόφο του, απάνου στη θάλασσα. Αφού έχουμε κόψει το τσιγάρο για λόγους… υγείας, φλυαρούμε περί ανέμων και υδάτων. Και περί Τέχνης. Δύο αναστημένοι νεκροί.

-Όλο αυτό το χωριό, τι εξαίσιο όραμα φαίνεται, άμα το κοιτάς σαν ένας εστέτ. Όταν όμως θυμηθείς τα στενά, τα σκοτεινά, τα φονικά στενοσόκακα τα γεμάτα από όλες τις ακαθαρσίες· όταν θυμηθείς τη φτώχεια και την αθλιότητα της ζωής των ανθρώπων, το πνευματικό τους σκοτάδι, την εγκατάλειψή τους στη μοίρα τους· όταν θυμηθείς πως είναι τα θύματα μιας κοινωνικής βίας κι εκμετάλλευσης, που αφού τους πιει το αίμα, τους βουλιάζει όσο βαθύτερα μπορεί στην άγνοια, τότες η ομορφιά του οράματος χάνεται και αναδύεται το πραγματικό «νόημα» του τοπίου. Η ψυχή του. Ένας καλλιτέχνης που δε βλέπει αυτή την ψυχή θα αποδώσει μια ομορφιά όσο θέλει εντυπωσιακή, μα πάντα επιφανειακή, στατική, ψεύτικη. Το έργο του μπορεί να αρέσει, μα ποτές δε θα κινήσει τη σκέψη μας. Τη ναρκώνει. Κι αν το έργο του είναι ρεαλιστικό, ο ρεαλισμός του θα είναι αφαιρεμένος, άδειος, χωρίς περιεχόμενο. Η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο ρεαλισμό, που έχει για σκοπό του την πιστότητα της αντιγραφής (ή αναδημιουργίας) των φυσικών και ανθρώπινων «αντικειμένων» και στο ρεαλισμό που ζητάει να συνειδητοποιήσει την κοινωνική σημασία τους, είναι η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο νεκρό «σκήνωμα» και στο «πνεύμα» (οι όροι συμβατικοί). Αυτή η διαφορά καθορίζει από τη μια μεριά τη ματαιότητα του κριτικού κι αισθητικού ρεαλισμού και από την άλλη την επαναστατικότητα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.

-Αυτό το αποτέλεσμα το πετυχαίνουν οι εικαστικές τέχνες ως ένα βαθμό. Ο Βελάσκεθ, ο Κουρμπέ, η γοτθική τέχνη, η ολαντέζικη σχολή, μας δώσανε υπέροχα ρεαλιστικά κομμάτια από τη ζωή. Αυτοί μας γνωρίσανε την εποχή τους· όλοι οι άλλοι μας δώσανε το… άπειρο! Για κείνους τους καιρούς, που δεν υπήρχε συνείδηση κοινωνικού αγώνα, μα Θεός πατήρ των πάντων, ο αισθητικός αυτός ρεαλισμός ήτανε μεγάλο κατόρθωμα. Σήμερα όμως ο κοινωνικός αγώνας είναι στην πρώτη γραμμή όλων των αξιών. Αυτό πήρε τη θέση του Υπέρτατου Όντος. Ο άνθρωπος έγινε κύριος της Τέχνης του. Η αστική τέχνη, είτε ρομαντική, είτε ρεαλιστική, είτε κλασική, απομονώνει το άτομο (το άτομο που δε δουλεύει) και το βάζει αντιμέτωπο σ’ όλη την κοινωνία. Και όταν ο ρεαλισμός είναι κριτικός, περιορίζεται στο να δείξει τα κακά, την αδικία, την απανθρωπιά του καθεστώτος, μα δε δίνει καμία λύση στο πρόβλημα. Ζητάει να διορθώσει όλα τούτα τα στραβά μέσα στα πλαίσια του συστήματος και με την καλή θέληση ή τη μόρφωση των ατόμων, χωρίς να θίξει τη βάση του συστήματος. Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός κάμνει ήρωά του τον άνθρωπο της δουλειάς, αυτόν, που αγωνίζεται με πίστη και αισιοδοξία μαζί με όλη την κοινωνία για τη δημιουργία του σοσιαλιστικού πολιτισμού. Έτσι ο καλλιτέχνης μεταβάλλεται από ναρκωτής των ψυχών σε «αρχιτέκτονα των ψυχών». Νομίζω πως αυτό το αποτέλεσμα το πετυχαίνουνε πλατύτερα οι τέχνες του λόγου· γιατί διαθέτουν περισσότερο από τις εικαστικές τέχνες το μεγάλο μέσο της δράσης και της περιγραφής.

-Δεν υπάρχει αμφιβολία. Αυτό όμως δε θα πει πως οι εικαστικές τέχνες απαλλάσσονται από το χρέος να δημιουργούνε πάνου σ’ αυτή τη γραμμή. Και το παραμικρότερο πραματάκι από τις βιομηχανικές τέχνες παίρνει την κοινωνική του σημασία, άμα ο δημιουργός του τη νιώθει και ξέρει να τη δώσει. Αυτή η μουσική, που εκφράζεται με το πιο πνευματικό μέσο, μπορεί μια χαρά να κάνει αυτό το χρέος. Μην ξεχνάμε πως και το ρομαντικό ακόμα στοιχείο δεν είναι ασυμβίβαστο με το σοσιαλιστικό ρεαλισμό, όπως είπε ο Ζντάνωφ. Γίνεται κι αυτό επαναστατικό εργαλείο, γιατί «όλη η ζωή του κόμματός μας, όλη η ζωή της εργατικής τάξης είναι ένας συνδυασμός της πιο σκληρής, της πιο νηφάλιας δουλειάς με το μεγαλύτερο ανθρώπινο ηρωισμό και με τις πιο μεγαλειώδικες προοπτικές».

-Για μας όμως, που κάνουμε τέχνη επαναστατική μέσα στα καπιταλιστικά καθεστώτα, αυτό το χρέος είναι κάπως διαφορετικό. Εμείς δεν αγωνιζόμαστε να οικοδομήσουμε το σοσιαλιστικό πολιτισμό, μα να ρίξουμε το αστικό κοινωνικό σύστημα. Συναντιόμαστε όμως με τους Ρώσους σε ένα σημείο. Ότι, όπως κι αυτοί, έτσι και μεις προσπαθούμε να αισθητοποιήσουμε το «αύριο» του κόσμου. Κι αυτό το «αύριο», με το να μην είναι ουτοπία, μα ιστορική αναγκαιότητα, αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή της έμπνευσής μας και τη μεγαλύτερη ζωντάνια και δύναμη της τέχνης μας –εννοώ εκείνων που έχουνε ταλέντο. 




Το παραπάνω απόσπασμα το βρήκα στο βιβλίο με τα «θυμήματα εξορίας» του κώστα βάρναλη από τον άι-στράτη, με επιμέλεια του ηρακλή κακαβάνη, που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις καστανιώτη και το συνιστώ ανεπιφύλακτα στους φίλους του ποιητή (και όχι μόνο). Περισσότερες λεπτομέρειες για το βιβλίο, μπορείτε να βρείτε ακολουθώντας αυτόν τον ηλεκτρονικό σύνδεσμο.