Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τρένο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τρένο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Οι συνειρμοί του τρένου

Το τρένο φεύγει στις οκτώ, ταξίδι για την Κατερίνη
Κι ούτε μια ΔΕΚΟ δε θα μείνει...

Κι εμείς είμαστε το νούμερο οκτώ, μας ξέρουν όλοι με αυτό.
Μα πώς τον λεν το διπλανό και τον τρελό τον Ιταλό (Μάριο Μπόνι, πιθανότατα)

Και να πώς κόλλησαν συνειρμικά ο ΟΣΕ με τους Ιταλούς που τον εξαγόρασαν, αν και μπορεί να υπάρχουν συλλέκτες, που να έχουν δώσει οριακά περισσότερα, για να εξασφαλίσουν κάποια σπάνια κομμάτια για τις συλλογές τους με τα ηλεκτρικά τρενάκια.

Από τη στιγμή βέβαια που ο Σύριζα έχει προσχωρήσει στο νεοφιλελεύθερο στρατόπεδο του θατσερικού ΤΙΝΑ (Δεν Υπάρχει Εναλλακτική), με οδηγό τη Μάργκαρετ (το' πε και χτες εξάλλου ο Τσίπρας πως δεν πάσχει από ιδεοληψίες -αλλά για αυτά περισσότερα αύριο), δεν είναι πολύ λογικό να ιδιωτικοποιήσει τους σιδηρόδρομους, που είναι από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα των... ευεγερτικών αποτελεσμάτων της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στη Βρετανία.

Ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της ΔΦΑ πάει τρένο, όπως και τα μνημόνια, που μας έρχονται σαν τρενάκι (και τους ψηφοφόρους της Δαπ στη συνέλευση), το ένα πίσω από το άλλο (ρε παιδιά να οργανωθούμε), χωρίς σάλιο και σοσιαλδημοκρατική περιποίηση. Σαν το κόκκινο βαγόνι-στρατηγείο του Λέοντα, που έγινε ξακουστό στο ρωσικό εμφύλιο. Και ίσως γι' αυτό το ΣΕΚ -που παλιά λεγόταν ΟΣΕ, ενώ ο ΟΣΕ λεγόταν ΣΕΚ- να διάλεξε αυτό το όνομα. Κι είναι ζήτημα τι όνομα θα διαλέξει την επόμενη φορά. Ίσως να λέγονται "το κόκκινο τρένο", όνομα-ωδή στο προλεκάλτ.

Με τόσο σοσιαλισμό (από τα κάτω) όμως, γίνεται όλο και πιο δύσκολη η διαφοροποίηση των κατεξοχήν, δηλωμένων νεοφιλελεύθερων. Τι διαφορετικό να πει δηλαδή και ο Μητσοτάκης; Ότι οι ιδιωτικοποιήσεις του Σύριζα είναι δειλές και τις κάνει χωρίς να τις πιστεύει; Ή ότι οι Συριζαίοι είναι τόσο πορωμένοι κρατιστές -sic- που ακόμα και τις ιδιωτικοποιήσεις τις κλείνει με τις αντίστοιχες ΔΕΚΟ άλλων χωρών;

(Σ.Σ.: τελικά οι νεοφιλελεύθεροι διαμαρτύρονται για το ευτελές αντίτιμο του ξεπουλήματος -που για αυτό ακριβώς λέγεται ξεπούλημα βέβαια, επειδή δίνεις κάτι όσο-όσο, πέντε κάτω-δέκα κάτω, δε θα τα χαλάσουμε εκεί τώρα, κάντο δεκαπέντε κάτω στο τετράγωνο και κλείσαμε συμφωνία. Το ζήτημα δηλ δεν είναι να μη χάσεις την τιμή σου, αλλά να πιάσει καλά λεφτά στην αγορά. Κι αν σου κλέβουν το πρόγραμμα, ψάχνεις να βρεις αφορμές να διαφωνήσεις στο περιτύλιγμα. Αλλά τι διαμαρτύρονται; Έτσι δε λειτουργεί η διαβόητη... "ελεύθερη αγορά";)

Αυτή τη φορά αγοραστής ήταν ο αντίστοιχος ιταλικός ΟΣΕ, που πρόσφατα είχε στο παθητικό του ένα πολύνεκρο δυστύχημα (το δώσαμε κοψοχρονιά, αλλά πήγε τουλάχιστον σε καλά χέρια που λέει κι ο Μώμος). Κι αν αναρωτιέται κανείς γιατί μια επιχείρηση που έχει τόσα προβλήματα, κάνει τέτοια ανοίγματα, μπορεί να σκεφτεί και την περίπτωση του Μαρινόπουλου, μες στα χρόνια της κρίσης. Δεν είναι θέμα διαλεκτικής, αλλά η... ομοιοπαθητική του καπιταλισμού, κι η φυγή προς τα μπρος και προς τον γκρεμό (όπου δεν πέφτουν ποτέ τα αφεντικά).

Το τρενάκι γυρνούσε φωτισμένο και αχνό στον αέρα

Τι άλλο μένει να σημειώσουμε;
Το συνειρμό με μια παλιά γελοιογραφία του Ιωάννου, από την περίοδο Σημίτη, με το πασοκικό σύνθημα "το μέλλον ξεκίνησε", που το συμβόλιζε στο σκίτσο ένα τρένο, να ξεκινάει από το σταθμό, και πίσω του ο κόσμος στην αποβάθρα, να το χαιρετά και να το βλέπει να φεύγει χωρίς αυτόν, σαν να ήταν το τρένο της ΕΤΕ, που ποτέ δεν πιάσαμε.

Γενικά το τρένο είναι ένα σχετικά φτηνό μέσο (ακόμα τουλάχιστον), που ο RedFly λέει πως του ανήκει το μέλλον, άσχετα αν εμείς δεν έχουμε πιάσει ακόμα το παρόν και ασθμαίνουμε πίσω του να το πιάσουμε, σαν να κυνηγάμε πεζή τους συρμούς που πιάνουν μέχρι 500 χιλιόμετρα την ώρα. Ένα πολύ ωραίο (το ωραιότερο ίσως) και σχετικά ασφαλές μέσο, όπου δεν πιάνουν τα κινητά κι ο καπνός των θεριακλήδων, και προσφέρεται για διάφορους συνειρμούς και αναζητήσεις (ειδικά παλιότερα, που ο καβουρνιάρης περνούσε από ακόμα πιο ωραία μέρη, όπως τον Πλαταμώνα της Πιερίας). Πχ για τη γαλλική προέλευση του σιδηρόδρομου (ετυμολογικά μιλώντας) και την παλιά ορθογραφία του τρένου με "αι", για να μοιάζει περισσότερο με το "train", που την επανέφερε η Τραινοσε και κάποιοι την κράτησαν. Γιατί η προσωπική αίσθηση του καθενός και το κριτήριό του για την ορθογραφία, είναι πρωτίστως αισθητικό, πώς μας χτυπάει στο μάτι μια λέξη, κι είναι πολύτιμο, γιατί σπανίως μας ξεγελά, αν το έχουμε αναπτύξει σωστά.

Μια φορά μου 'χες πει, δεν μπορεί, θα το νιώσανε κι άλλοι
Πριν το Σπίρτζη πως μοιάζει ο ΟΣΕ με ευκαιρία μεγάλη

Κι είναι τέλος εκεί, νύχτα, σε ένα σταθμό στη μέση του πουθενά, που περιμένουν δυο τρένα σε αντίθετες ράγες, ακινητοποιημένα, κι όταν ξεκινήσει το ένα από τα δύο, εσύ από το κάθισμά σου βλέπεις απλά μια κίνηση, και δεν μπορείς στην αρχή να καταλάβεις τι και ποιος κινείται. Αν είσαι εσύ που πας μπροστά ή μένεις πίσω στάσιμος και νομίζεις πως προχωράς μπροστά, σαν μερικούς Συριζαίους, που τρώνε σανό και χαίρονται...

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Τα καθήκοντα της συγκυρίας

Σε μια μεζεδοσύναξη της αθήνας οι σύντροφοι έφτασαν στο συμπέρασμα ότι το κόμμα πάει τρένο. Ίσως όμως είναι σαν τον οσέ που τον ξεπούλησαν και τον χαντάκωσαν οι ηγεσίες του. Αν είσαι προβοκάτορας δηλ κάτι τέτοιο θα σκεφτείς. Αλλά δεν είσαι. Κι έτσι κάθεσαι και το αναλύεις.

Πάει τρένο πολιτικά; Υπερταχεία στις εκλογές και καρβουνιάρης στο κίνημα; Είναι αυτογκόλ να το παραδεχτείς. Οι συσχετισμοί αλλάζουν μαζί με το κίνημα και τους αγώνες του. Και αν αλλάζουν χωρίς αυτούς, ή είναι εντελώς σαθροί, ή κάπου βρωμάει η δουλειά.

Κι όμως. Ίσως να βρισκόμαστε σε αυτό ακριβώς το σημείο. Όπου οι από πάνω δε μπορούν (να κυβερνούν) όπως πριν κι οι από κάτω δε θέλουν (να κυβερνιούνται). Αλλά ούτε αυτοί μπορούν (δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δε θέλω). Κι όσο αυτοί ανημπορούν, οι από πάνω μπορούν ακόμα. Βρίσκουν και κάνουν δηλ και μετακυλίουν σε εμάς το κόστος της κρίσης τους.

Το κόμμα έχει προβλέψει προγραμματικά αυτό το ενδεχόμενο. Σε περίπτωση απότομης απαξίωσης των αστικών κομμάτων (…) μπορεί να προκύψει λαϊκή κυβέρνηση (…) που αργά ή γρήγορα (…) και θα την χωρίζει τυπική απόσταση...

Θυμάμαι σε μια οβα είχαμε φάει μισή συνέλευση για να λύσουμε αν αυτό το μπορεί σημαίνει δύναται ή ενδέχεται. Το δεύτερο σημαίνει ότι παίζει και να γίνει, μπορεί και να το κάνουμε, ανάλογα τη συγκυρία. Το άλλο σημαίνει ότι θα έχουμε την δυνατότητα (εξ ου και δύναται), οπότε μπορούμε (και μάλλον πρέπει) να το κάνουμε.

Άλλο να είναι ως ενδεχόμενο στη γκάμα των τακτικών σου επιλογών κι άλλο να μπει βασική κατεύθυνση στη λογική μιας «ομαλής» κυβερνητικής αλλαγής. Γιατί δε θα σε χωρίζει τυπική απόσταση από το σοσιαλισμό, αλλά ένα βήμα από το ρεφορμισμό του 21ου αιώνα και να γίνει η μετάβαση μετέωρο βήμα του πελαργού, που έμεινε μισό κι ανέσωτο.

Είμαστε σε μια αντιφατική περίοδο, όπου μπαίνει αντικειμενικά (βάση της συγκυρίας της κρίσης κι όχι βάση επιθυμιών) πολιτικό ζήτημα εξουσίας, ενώ ακόμα δεν είμαστε δυνατοί να αποκρούσουμε την επίθεση της αστικής τάξης με το μνημόνιο. Μια περίοδο όπου υπάρχει κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης και παίζει ακόμα και το σενάριο να καταφύγουν στον μεγάλο συνασπισμό (πασόκ-νδ) ως έσχατη λύση. Σε κοινωνικό επίπεδο όμως βγαίνουν στη φόρα οι δικές μας αδυναμίες που κάνουν τις κυβερνήσεις δυνατές ώστε να περνάνε όλα αυτά τα μέτρα για τα συμφέροντα της τάξης που υπηρετούν.

Είμαστε στην κατάσταση όπου χρειάζεται εμφανώς ένα πολιτικό σχέδιο που να υπερβαίνει τη ρουτίνα και τον πρακτικισμό, την καθημερινή δράση όπως διαμορφώθηκε σε «ομαλές», προ κρίσης συνθήκες. Αλλά αυτό που λείπει πρωτίστως είναι η πράξη και κόσμος που να πείθεται σε αυτό ακριβώς το πεδίο. Πόδια να τρέξουν και χέρια να μοιράσουν, όχι αμπελοφιλοσοφίες, σαν κι αυτές καλή ώρα.

Χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε μια πολιτική διέξοδος στους καθημερινούς αγώνες, σύνδεση του οικονομικού αγώνα με τον πολιτικό. Αλλά αυτό ισχύει κι αντίστροφα. Το πολιτικό χρειάζεται οικονομικούς αγώνες της τάξης για να αναδειχθεί. Υλικές νίκες στο σήμερα για να αυξήσουν την ταξική αυτοπεποίθηση των εργατών, την πεποίθησή τους για την τελική νίκη.

Θυμάμαι τι έλεγαν μερικοί το καλοκαίρι μετά τις 5 μάη. Από το φθινόπωρο θα γίνει ο κακός χαμός. Θα αρχίσουν τα πάγια έξοδα (σχολικά, θέρμανση) και θα σφίξουν οι πόλοι. Τότε να το περιμένουμε το μεγάλο μπαμ του κόσμου.

Κι έκτοτε μείναμε με τα δάχτυλα στα αυτιά κι αναρωτιόμαστε. Λες να ήταν τζούφιο το μπαμ και να μην το ακούσαμε; Και πώς να αφουγκραστείς τον κόσμο με βουλωμένα αυτιά; Μήπως συσσωρεύεται η οργή που θα σκάσει μια και καλή και θα τους πάρει όλους παραμάζωμα;

Μεγάλο μπαλόνι φουσκωμένο η οργή του λαού. Λες όμως να είναι απλή φούσκα; Λες να έχει διαρροή απόκάπου; Και να ακούγεται όπως όταν έχουμε αέρια; Ο εθνικισμός, λέει ένα σύνθημα, είναι η κλανιά του συστήματος. Το ανακουφίζει και βρωμάει.

Πολιτικά λοιπόν ανεβαίνουμε κι οι άλλοι χάνουν, φτιάχνουν κόμματα δεκανίκια για να στηριχτούν. Κινηματικά όμως; Κινηματικά δε μας βγαίνει όπως πέρσι δική μας απεργία και αναγκαζόμαστε να την πάμε δυο βδομάδες πίσω, μαζί με της γσεε. Την ίδια στιγμή μπορείς να ακούσεις τις πιο ετερόκλιτες κριτικές απ’ τον ίδιο χώρο –ενίοτε και από τα ίδια άτομα. Απ’ το ότι το παμε κηρύσσει απεργίες και υποκαθιστά τη γσεε, μέχρι το ότι δε σηκώνει απεργίες μόνο του κι είναι γραφειοκρατικό σαν τη γσεε.

Ωστόσο, η ιστορία απεχθάνεται τα κενά. Κι αν δημιουργηθεί κενό εξουσίας και δε μπορέσουμε να το αξιοποιήσουμε, θα σπεύσουν να το καλύψουν οι φασίστες.
Δηλ οι αστοί, αλλά με τις δημοκρατικές μάσκες τους πεσμένες.

Από πέρσι μου έχει γίνει έμμονη ιδέα ο συνειρμός με τη σιδερένια φτέρνα και τις εξαθλιωμένες λούμπεν μάζες που ξέσπασαν πρόωρα κι η απελπισία τους γύρισε μπούμερανγκ στην οργανωμένη εργατική τάξη που δε μπόρεσε να αποτρέψει εγκαίρως την προβοκάτσια.

Πάνω σε αυτό ήρθαν κι έδεσαν κάτι μαύρες σκέψεις για τη διάλυση του κοινωνικού ιστού. Ο παγκόσμιος ιστός αντικαθιστά τον κοινωνικό και μας εγκλωβίζει σαν αράχνη μπροστά στις οθόνες. Κι ο εργαζόμενος λάστιχο που τους μισούς μήνες είναι άνεργος, δεν προλαβαίνει να δικτυωθεί με κανέναν συνάδελφό του και νιώθει μόνος εναντίον όλων.

Το παράδοξο είναι πως όλα αυτά μου ήρθαν στο παρκάκι στα εξάρχεια που είναι ακριβώς το αντίθετο: μια μικρή όαση κοινωνικής συνεύρεσης σε έναν μίζερο όγκο από τσιμέντο που σκεπάζει την αποξένωση. Είδα όμως τους θαμώνες του να καίνε καφάσια για να ζεσταθούν κι αυτό μου θύμισε εικόνες από την καταστροφή μετά του αρκά.

Η εξαθλίωση οξύνει εκ των πραγμάτων τις αντιφάσεις, την ανισότητα και την δυσαρέσκεια. Αυτό όμως έχει κι άλλη όψη. Οι εξαθλιωμένες μάζες τείνουν στο λούμπεν και δεν έχουν καμία ταξική συνείδηση. Η βιοπάλη δεν τους αφήνει να σκεφτούν τη συλλογική πάλη και τον αγώνα.

Την ίδια στιγμή είχαμε υπαρξιακή κουβέντα με τον τρόμπα και τον κόκκινο μάη που θύμιζε χέμινγουαίη: τι γυρεύω εγώ εδώ; Τι ρόλο παίζω στο θαύμα της δημιουργίας; Και της ταξικής πάλης στην χώρα μου; Σε τι ακριβώς ελπίζω;

Εγώ περιμένω από το κόμμα να φτιάξει ένα δυνατό και πλατύ μέτωπο, ξεκινώντας από τους πρώην. Ο συμπαθής μουλάς της παρέας μας δεν έχω ιδέα τι ακριβώς περίμενε. Και ο τρόμπας έβλεπε μια προοπτική σε ό,τι γουστάρει ο καθένας και μπορεί να το κάνει με μεράκι. Το οποίο πολλές φορές αποδεικνύεται ασυμβίβαστο με την οργανωμένη δράση. Δεν θα έπρεπε, συνήθως όμως έτσι γίνεται.

Από αυτή την άποψη εγώ γουστάρω πολύ το μπλοκ, μακάρι να μου εξασφάλιζε και τα προς το ζην. Κι η πλάκα είναι ότι έτσι "παρεμβαίνω" σε πολύ περισσότερο κόσμο απ’ ό,τι κατάφερνα πριν με τις παραδοσιακές μεθόδους. Αλλά δεν το θεωρώ παρά λύση ανάγκης. Δε θεωρώ ότι βρήκα το φάρμακο και τρέξτε κόσμε να κάνετε όλοι από ένα, γιατί εν τούτω νίκα.

Ο τόνι ριγκατόνι πάντως εκεί κατέληξε κι έχει στα σκαριά περιοδική έκδοση που θα βγει στα κοντά. Δεν έχω έγκριση να πω περισσότερα. Αλλά όταν σκάσει μύτη θα το μάθετε από πρώτο χέρι. Μπορεί στις σελίδες του να βρείτε και μια κάποια λύση στα υπαρξιακά σας..

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Σκέψεις του συ(νει)ρμού

Το πρόβλημα με τις κηδείες είναι ότι δε μπορείς να διαλέξεις τη φωτογραφία που θα βάλουν στον τάφο σου. Επιλέγουν οι άλλοι αυθαίρετα χωρίς να σε ρωτήσουν αν σου αρέσει ή αν προτιμάς κάποια άλλη.

Αλλά με τους χώρους κοινωνικής δικτύωσης υπάρχει σαφές πλεονέκτημα και το πρόβλημα μοιάζει να λύνεται. Τώρα επιλέγεις ως ζωντανός νεκρός τη φωτογραφία που σου αρέσει στο προφίλ σου και μπορείς να δεις εν ζωή (λάιβ) τις αφιερώσεις που αφήνουν στην πλάκα σου οι τεθλιμμένοι φίλοι σου.
Άσε που στους διαδικτυακούς τάφους που βάζουμε τις ζωές μας οι φωτογραφίες δεν κιτρινίζουν ποτέ, μόνο η δημοσιογραφία. Αλλά από τη στιγμή που είμαστε ζωντανοί νεκροί, αυτό δε μας απασχολεί άμεσα. Στη μετά θάνατον ζωή οι άγγελοι δεν έχουνε καν φύλο κι η βασική αντίφαση είναι το φιλιόκβε. Το θέμα είναι αν υπάρχει ζωή πριν τον θάνατο.

Το πρόβλημα με τις φωτογραφίες είναι πως βγαίνουν νεκρές και ψεύτικες, χωρίς ζωή και κίνηση –κι ας πιστεύουν το αντίθετο κάτι φυλές στην αφρική. Θέλουν να πιάσουν μαζί με τον πάριο τη στιγμή που περνάει και χάνεται, αλλά το πολύ να φυλακίσουν τις ζωές τίποτα ιθαγενών μέσα σε οικογενειακά άλμπουμ.
Ψέματα της στιγμής, σαν δημοσκόπηση, διατυπωμένα έτσι που κανείς να μην ξεφύγει και πει την αλήθεια που κρύβεται πίσω από φορεμένα χαμόγελα.

Τα ‘κονίσματα μέσα από τάφους με σφυροδρέπανα, σε κοιτάν σαν τον ρόμπιν γουίλιαμς και σου ψιθυρίζουν carpe diem, γιατί εμείς δεν προλάβαμε. Κι εσύ, ένας ζωντανός νεκρός που ακούει ψίθυρους από φωτογραφίες που τον κοιτάνε με τη μελαγχολία της στερνής γνώσης που δε μπορεί να διορθώσει τίποτα. Παίρνεις το βάρος της λύπης τους για δικό σου και τις παρηγορείς: κι εμείς εδώ θα ζήσουμε πολύ χειρότερά σας.

Τα βιντεάκια είναι πιο ζωντανά γιατί δείχνουν τις μάζες σε κίνηση.
Αλλά από τότε που βγήκαν στη μαζική παραγωγή, οι μεγάλες στιγμές σπανίζουν. Παλιά, όταν συνέβαινε κάτι σπουδαίο, ο κόσμος το ζούσε, δε σταματούσε να τραβήξει με το κινητό του. Σήμερα χρειάζεται μάρτυρες μπας και πείσει τον εαυτό του και μπαίνει στο κυνήγι αποδείξεων που θα τεκμαίρουν την ευτυχία του. Πόσο να είναι το αφορολόγητο για τους δυστυχισμένους;
Δεν είναι τυχαίο που υπάρχουν ελάχιστα βιντεάκια από το δεκέμβρη, αλλά φτιάχτηκαν ένα σωρό γι’ αυτόν εκ των υστέρων.

Οι χώροι κοινωνικής δικτύωσης λοιπόν είναι προυντονικές ομοσπονδίες ανθρώπων με τυπική κοινωνικοποίηση, που δικτυώνονται μέσω ίντερνετ για να μη μείνουν εκτός κοινωνικού ιστού. Δεν ξεφεύγουν απ’ την αποξένωση του συστήματος, αλλά τη διαχειρίζονται εντός του.

Τα δίκτυα μας ρίχνουν κατευθείαν στα δίχτυα της ασφάλειας κι από εκεί φακελωμένους στον κοινωνικό καιάδα χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Όλη η ζωή είναι ένα γκραν σάλτο μορτάλε μέχρι να βρούμε τον πάτο.

Ο ανδρουλάκης γράφει στο Μετά ότι ο φλωράκης του θύμιζε κάτι μεγάλους βράχους στην κρήτη που ενέπνεαν σεβασμό, αλλά ήταν ακίνητοι και δεν εξελίσσονταν. Ο χαρίλαος ήταν ιδεολογικός ροκάς –επί το ελληνικότερο βράχος- που πέρασε μισή ζωή στους βράχους και στις φυλακές γιατί αρνήθηκε να προδώσει τις ιδέες του. Κι ο μίμης κινούμενη, ιδεολογική άμμος που καταπίνει αξίες κι ιδανικά κατά το δοκούν και συμφέρον. Καλύτερα βραχεία ζωή σα βράχος, παρά μίμης που τον φτύνουν και (από άμμος) γίνεται λάσπη στον ανεμιστήρα.

Ιδού το νέο κύμα της πολιτικής που διαβρώνει από μέσα τους βράχους και προκαλεί μικρές διασπάσεις μες στη φαινομενική τους ακινησία.
Έκτοτε έμεινε στις διασπάσεις μας το φετίχ με τις πέτρες κι ενώνονται με όσους τις πετάνε βάζοντας το δικό τους λιθαράκι στην προβοκάτσια ενάντια στο περιπατητικό μας κίνημα.
Πετραδάκι-πετραδάκι για τα σένα το ‘σπασα.

Το δίλημμα σήμερα για κάθε αγωνιστή είναι ξεκάθαρο: ή με τις πέτρες ή με τους βράχους. Όσο πιο μικρή είναι η πέτρα τόσο πιο μεγάλη η πιθανότητα να διαβρωθεί κι άλλο και να γίνει άμμος. Τα βότσαλα του εξωκοινοβουλίου το κατάλαβαν κι είπαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους, αλλά αντί για τείχος τους βγήκε το μεταμοντέρνο ψηφιδωτό της ανταρσύα.

Κι ο βράχος; Έχει ανοσία στη διάβρωση; Όχι βέβαια.
Κάθε κόκκος άμμου ήταν κάποτε βράχος, από εκεί ξεκίνησε. Είναι νομοτέλεια να συνεχίσει να φτιάχνει άμμο, αλλά βασικά παραμένει βράχος.
Αυτή είναι η διαλεκτική της κομματικής οικοδόμησης.

Επιστροφή στο βαγόνι. Το τρένο ξεκινά. Ή μήπως όχι; Κάτι κινείται στο παράθυρο. Εμείς είμαστε ή οι απέναντι; Κι αν είναι οι άλλοι που πάνε πίσω και νομίζουμε ότι πάμε μπροστά;
Ο χώρος με έχει κάνει καχύποπτο και κάνω περίεργους συνειρμούς.

Κοιτάω τους απέναντι. Κι αυτοί με την άγνοια στα μάτια. Άντε και ξεκίνησαν σάμπως ξέρουν πού πάνε; Η κίνηση είναι το παν, ο προορισμός δεν είναι τίποτα.

Η κίνηση είναι κάτι σχετικό, σαν την ζωή πριν τον θάνατο. Μπορεί να τρέχεις πάνω κάτω και να μένεις πάντα στο ίδιο σημείο, μπρεζνιεφικά στάσιμος και κατ’ ουσίαν ακίνητος σε σχέση με τον τελικό μας σκοπό.

Μια παλιά μετάφραση είχε τον καλτ τίτλο: ιμπεριαλισμός ο τελευταίος σταθμός του καπιταλισμού. Άντε λοιπόν γιατί δεν ξεκινάμε επιτέλους; Πότε θα φτάσουμε;
Από τότε που χάσαμε το τρένο της ετε έχουμε κολλήσει σε αυτό το διαβολοσταθμό. Και μείναμε να βλέπουμε τα άλλα τρένα να περνούν και τον οσε να διαλύεται.
Κάνε κάτι λοιπόν να φτάσω το τρένο…