Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Barça. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Barça. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Ελληνικός καπιταλισμός και πρωταθλητισμός

Ενώ η αθλητική κοινή γνώμη βρισκόταν στον απόηχο των πρώτων ημιτελικών του τσου-λου και σε αναμονή των τελευταίων καθοριστικών αγώνων για το φάιναλ φορ της ευρωλίγκα και του χτεσινού τελικού κυπέλλου, έσκασε η βόμβα του θανάτου του τίτο βιλανόβα και σημάδεψε την επικαιρότητα, επισκιάζοντας όλα τα άλλα. Δεν είναι μόνο ότι ο βιλανόβα είχε συνδέσει τη ζωή του με τους μπλαουγκράνα, αλλά ότι συνέδεσε και το θάνατό του με μια ιδιαίτερη ποδοσφαιρική σημειολογία, σε μια περίοδο όπου η ομάδα της μπαρτσελόνα μοιάζει να καρκινοβατεί και να αργοπεθαίνει η κυριαρχία της στο ευρωπαϊκό στερέωμα –λατρεμένο κλισέ

Κάποιοι διαγιγνώσκουν ότι ο καρκίνος αυτός έχει κάνει μετάσταση στη φλύαρη κι ανούσια κατοχή της μπάγερν του γκουαρδιόλα. Άλλοι τον εντοπίζουν στο πούλμαν που βάζει η τσέλση του μουρίνιο μπροστά στην εστία, για να μη δεχτεί γκολ. Και δεν περιορίζεται σε μια ανάλυση για το σκοπό που αγιάζει τα μέσα, αλλά μας δίνει τον πιο απλό ορισμό του «ποδοσφαιρικού μακιαβελισμού», όταν για παράδειγμα ο πορτογάλος γκρινιάζει για τους αντιπάλους του, που παίζουν αμυντικά για να μην αφήσουν τη δική του ομάδα να σκοράρει εύκολα και να κερδίσει.
Κι εν πάση περιπτώσει, όταν τα κάνεις αυτά απέναντι στην μπάρτσα, θα βρεις ίσως και πέντε κομπλεξικούς ή που πηγαίνουν κόντρα στη μόδα με τα αουτσάιντερ, να σε παραδεχτούν. Αλλά αν τα κάνεις αυτά απέναντι στο δαβίδ της ατλέτικο, με τις σφεντόνες και τα νεροπίστολα, κόντρα στα δικά σου πυρηνικά, είναι ζήτημα αν θα βρεις κανένα να σε υποστηρίξει.

Ίσως γι’ αυτό όμως να είναι τόσο γοητευτικό το ποδόσφαιρο κι ο αθλητισμός εν γένει, γιατί ο κάθε «γιατρός»-προπονητής της κερκίδας μπορεί να δώσει τη δική του διάγνωση και να πιαστεί επιλεκτικά από εκείνα τα παραδείγματα που τη δικαιώνουν. Και γιατί δεν αρκεί πάντα να έχεις τους πιο ακριβούς παίκτες και τους καλύτερους γιατρούς, για να πετύχει η θεραπεία.

Δεν είναι τυχαίο πάντως πως ο βιλανόβα είχε μπει στο μάτι του μουρίνιο, που είχε προσπαθήσει με τη σειρά του να του βγάλει το μάτι σε μια συμπλοκή παικτών και τεχνικών επιτελείων που σημάδεψε ένα clasico. Και το μικρό του όνομα δείχνει ότι ήταν ένας συμπαθής ‘ρεβιζιονιστής’ που ήταν το δεξί χέρι του πατερούλη γκουαρδιόλα (με τις... «σταλινικές εκκαθαρίσεις» της παλιάς φρουράς: ντέκο, ετό και ροναλντίνιο), αλλά στην πορεία απογαλακτίστηκε κι είδαν τις σχέσεις τους να ψυχραίνονται μέχρι ένα σημείο και να διαλύεται προσωρινά ο μεταξύ τους δεσμός στο γραφείο πληροφοριών της κομινφόρμ.

Η τακτική και στρατηγική προσέγγιση βέβαια παρέμεινε η ίδια στα βασικά της σημεία. Άρχισαν όμως να συσσωρεύονται στρεβλώσεις και παραβιάσεις των σοσιαλιστικών νομοτελειών, που έκαναν πολλούς να αμφισβητούν πρωταρχικές αξίες, όπως την προτεραιότητα της υποδιαίρεσης Ι (δηλ της παραγωγής μέσων παραγωγής και ταλέντων από την ακαδημία της μασία) και τον πρωτοπόρο ρόλο του τίκι-τάκα. Που στην πραγματικότητα νομίζω ότι είναι εκείνο το μπιμπελό με τις αιωρούμενες σφαίρες που έχουν στα γραφεία τους κάποιοι ψυχίατροι –και που είναι ζήτημα αν υπνωτίζει τελικά τον αντίπαλο και το θεατή στην κερκίδα.

Αφορμή για αυτό το κείμενο πάντως στάθηκε μια τρομερή στιγμή από το μπασκετικό ρεάλ-ολυμπιακός της παρασκευής και το ένα λεπτό σιγής πριν την έναρξη στη μνήμη του βιλανόβα, που το σεβάστηκε απόλυτα το μαδριλένικο κοινό κι ας αφορούσε μια εμβληματική μορφή του μεγάλου τους αντιπάλου –οι παίκτες της ρεάλ μάλιστα φόρεσαν στις φανέλες τους και μια μαύρη κορδέλα σε ένδειξη πένθους. Μία από τις στιγμές που αναρωτιέσαι αν θα μπορούσαμε να ζήσουμε κάποτε στην ελλάδα· κι όταν σκέφτεσαι τι πιθανή κατάληξη θα μπορούσαμε να έχουμε σε αντίστοιχη περίπτωση, κάνεις το σταυρό σου στο θεό του ποδοσφαίρου και όλων των σπορ, που δε θα χρειαστεί ποτέ να μάθουμε στην πράξη την απάντηση. Ή μήπως δεν είναι έτσι;

Προσωπικά μπορώ να σκεφτώ από τα πρόσφατα παραδείγματα την συμπαράσταση της διοίκησης και της ποδοσφαιρικής ομάδας του παοκ στο πένθος της αρειανής οικογένειας για τον αδόκητο χαμό ενός 17χρονου παίκτη της εφηβικής ομάδας. Δεν ξέρω τι αντίδραση θα είχε με την ψυχολογία της μάζας, μια φλεγόμενη τούμπα σε ένα αντίστοιχο λεπτό σιγής. Αλλά που να πάρει ο διάολος, πωρωμένος χούλιγκαν ή μη, υπάρχει ανθρωπιά και φιλότιμο σε έναν κόσμο που πάει στο γήπεδο.

Όλα αυτά μας φέρνουν πάντως στο κλασικό κλισέ περί υπανάπτυκτου πρωταθλήματος –ως εποικοδόμημα ενός εξίσου υπανάπτυκτου ελληνικού καπιταλισμού· γιατί αυτά «ούτε στην ουγκάντα δε γίνονται» και άρχονται τάχα ως μια μορφή στρέβλωσης και παρέκκλισης από τον κανόνα, από όσα βλέπουμε στα ευρωπαϊκά γήπεδα και τον ανεπτυγμένο κόσμο. Όσο να πεις βέβαια, άλλο είναι να βλέπεις στην κερκίδα ως θεατής τα γκολ του μέσι και του ρονάλντο πχ κι άλλο να χτυπιέσαι για τα μάτια του μανιάτη, του τζαβέλα και λοιπών κλαρινογαμπρών κάθε απόχρωσης. Έτσι λοιπόν ανακυκλώνεται σε ένα άλλο επίπεδο η γνωστή συζήτηση περί εξαρτημένων ομάδων που μπαίνουν στο άρμα των μεγάλων δυνάμεων, τη λυκοσυμμαχία της σούπερ λίγκα και την ανάγκη αποδέσμευσης – εξόδου από το πρωτάθλημα, την ευρωζώνη και την κεντρική διαχείριση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων.

Τι σημαίνει όμως ανάπτυξη για το «υπανάπτυκτο» πρωτάθλημα και τον ελληνικό καπιταλισμό; Ανάπτυξη σημαίνει πως από τη μικροαστική ουτοπία της δεκαετίας με τις βάτες με τη μεγάλη διασπορά τίτλων (λάρισα και παοκ πήραν πρωτάθλημα, ενώ καστοριά κι όφη έφτασαν στο κύπελλο) φτάσμε δια της νομοτελειακής διαδικασίας συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης και το νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης στην επικράτηση μιας χούφτας μονοπωλίων και τον οξύτατο μεταξύ τους ανταγωνισμό. Που οδήγησε με τη σειρά του στην κατάρρευση παραδοσιακών δυνάμεων εν μέσω κρίσης (αεκ, άρης, λίμαν μπράδερς, ηρακλής) και την ακόμα μεγαλύτερη μονοπώληση των τίτλων, αρχικά από το ποκ σε μια μορφή διπολισμού και στη συνέχεια στο «μία χώρα-μία ομάδα» με μισό ανταγωνιστή κάθε χρόνο. Σε μια «ελεύθερη αγορά» που χωράει ενάμιση διεκδικητή του τίτλου και μιάμιση ψηφιακή πλατφόρμα με συνδρομητές.

Ανάπτυξη σημαίνει κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός (για τους φίλους κμκ) και σύμφυση κράτους-μονοπωλίων –όπου ως μονοπώλιο δε νοείται πχ ο μπακάλης ενός χωριού, που χωρίς άλλο ανταγωνιστή «μονοπωλεί» τη συγκεκριμένη αγορά, αλλά μια οικονομική σχέση σε ανεπτυγμένη υλική βάση. Αυτή η σύμφυση γίνεται φανερή στο ελληνικό πρωτάθλημα με τις κρατικοδίαιτες παε (ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρίες), τα χρέη προς το δημόσιο που συσσωρεύονται, τις ευγενείς χορηγίες του οπαπ πριν ξεπουληθεί ως κερδοφόρο φιλέτο, το γηπεδικό πολλών ομάδων, τα άρθρα 44 και 99, συγκάλυψη στημένων παιχνιδιών, κοκ. Μια απλή απαρίθμηση θα απαιτούσε καλό αρχείο και πολύ χρόνο. Και είναι τελείως ανώφελο κι αποπροσανατολιστικό να μετρήσουμε ποιο σκάνδαλο είναι μεγαλύτερο και ποια ομάδα βγαίνει πιο ωφελημένη στο ζύγι της εύνοιας.

Παράλληλα χάνονται και κάποια τελευταία ίχνη ρομαντισμού: οι ποιητές της κερκίδας, η ενιαία ώρα διεξαγωγής των αναμετρήσεων, η ραδιοφωνική τους μετάδοση, το φοβερό σήμα έναρξης από το «μικρόφωνο στα γήπεδα» της παλιάς έρα σπορ -που τώρα έχει μετακομίσει ‘στο κόκκινο’ αλλά χωρίς την παλιά του αίγλη.



Όλα αυτά όμως αποτελούν ελληνικό προνόμιο κι ιδιαιτερότητα; Τι γίνεται άραγε στον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο και τις κορυφαίες διοργανώσεις του κόσμου; Στο τσου-λου πρωταγωνιστούν σταθερά σχεδόν οι ίδιες ομάδες. Η πρέμιερ λιγκ διαφημίζεται ς το καλύτερο πρωτάθλημα, αλλά το οφείλει εν πολλοίς και στο εκτεταμένο ξέπλυμα χρήματος που γίνεται για διάφορα πετροδόλαρα και ‘ρώσους ολιγάρχες’. Στην ισπανία ο δικομματισμός μπάρτσα-ρεάλ κινδυνεύει να καταπιεί τα πάντα. Ατλέτικο και λίβερπουλ γίνονται ‘δημοκρατικά άλλοθι’ ενός συγκεντρωτικού συστήματος, όπου ο πρωταθλητισμός λειτουργεί με όρους καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Κι η αφηρημένη ισότητα του αστικού δικαίου (έντεκα αυτοί-έντεκα εμείς) επιχειρεί να αποκρύψει τις τεράστιες ανισότητες και την ανισομετρία που διέπει τις σύγχρονες ποδοσφαιρικές μπίζνες. Ο ολλανδικός αίαντας πχ δε θα μπορέσει ποτέ μάλλον να επαναλάβει το θαύμα του 95’ με τα μωρά του φαν χάαλ, γιατί τα μεγάλα κλαμπ τα κλέβουν από την κούνια τους σχεδόν, πριν καλά-καλά ωριμάσουν ως ταλέντα.

Στην αδιάφθορη γερμανία, εκτός από το σκάνδαλο της ζίμενς, ξέσπασε σχετικά πρόσφατα και το σκάνδαλο χόιτσερ με τα στημένα παιχνίδια. Ναι αλλά εκεί το κράτος λειτουργεί και τιμώρησε τους ενόχους, ίσως πει κανείς. Αυτό αφενός είναι η μισή αλήθεια, γιατί απλώς βρέθηκε ένας αποδιοπομπαίος τράγος που ξεπέρασε ίσως κάποια όρια, αλλά παζάρεψε με διαπραγμάτευση τη θέση του, γιατί γνώριζε πολλά και μπορούσε να πάρει κι άλλους μαζί του. Αφετέρου και στην ελλάδα μπήκαν στη φυλακή ο μπέος (που τώρα πάει για δήμαρχος στο βόλο) και ο ψωμιάδης –φαίνεται το ‘χει το όνομα και τους κυνηγάει ανηλεώς το σύστημα τους ψωμιάδηδες, απ’ όπου κι αν προέρχονται.

Η σοσιαλδημοκρατική νησίδα της σουηδίας, μπορεί να έχει ένα σχεδόν ερασιτεχνικό πρωτάθλημα, όπου η διασκέδαση έχει προτεραιότητα και χαίρεται να το βλέπει ο κόσμος· αλλά πρόσφατα θρήνησε ένα νεκρό από συμπλοκές χούλιγκαν, σε μια είδηση που έσκισε τον υμένα της αθωότητας και σόκαρε τη σουηδία –αναλογικά όπως είχε σοκάρει και τη γειτονική νορβηγία η περίπτωση του φασίστα μπρέιβικ.

Κλείνουμε την ανάρτηση με μια είδηση από το προχτεσινό από τον προχτεσινό αγώνα μπάσκετ τσσκα-παο, που ήταν πιθανότατα ο τελευταίος αγώνας των ρώσων στο συγκεκριμένο κλειστό, καθώς μετά από 45 χρόνια λειτουργίας (δεν κλείνει, αλλά) ιδιωτικοποιείται κι αναμένεται να αλλάξει η χρήση του κι οι δραστηριότητες που θα φιλοξενεί.

Ούτως ή άλλως βέβαια, σε όποιο γήπεδο κι αν παίζει η τσσκα, δεν πρόκειται ποτέ να γίνει καυτή έδρα, όχι μόνο λόγω των πολικών θερμοκρασιών, αλλά και των όχι ιδιαίτερα θερμών εκδηλώσεων του ρώσικου κοινού, που έχει μάθει να παρακολουθεί ήρεμα τους αγώνες, σα να βλέπει τα μπολσόι και δείχνει έτσι ένα κομμάτι της παλιάς σοβιετικής του παιδείας που κρατάει ακόμα.

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Ο αλύγιστος

Σήμερα υπάρχουν διάφορες ιστορικές επέτειοι που σημαδεύουν το ημερολόγιο. Από το θάνατο του συντρόφου με το μουστάκι και τη ματαίωση της επιστράτευσης ελλήνων εργατών από τους ναζί και την κυβέρνηση των δωσίλογων, μέχρι την προ τετραετίας ψήφιση των πρώτων διορθωτικών περικοπών, ως προπομπός του μνημονίου, για να αποφευχθεί τάχα η προσφυγή στο δντ. Η κε του μπλοκ όμως, θα ασχοληθεί με κάτι τελείως διαφορετικό, καθώς χτες ο κάρλες πουγιόλ ανακοίνωσε στα μέσα πως στο τέλος της χρονιάς θα αφήσει την μπαρτσελόνα και (ελπίζω) την ενεργό δράση. Και το λέω αυτό, γιατί ο πουγιόλ με φανέλα άλλης ομάδας θάταν πιο παράξενο θέαμα κι από το να εμφανιζόταν χωρίς μακρύ μαλλί, τη θρυλική κόμη που τον καθιέρωσε και παίρνει επάξια μια θέση στο ιστορικό πάνθεο της ταξικής πάλης, δίπλα στο μουστάκι του ιωσήφ. Κι ο πουγιόλ θα γινόταν τότε ο σύντροφος με τη μαλλούρα, που ακόμα κι αυτή στεκόταν με σεβασμό μπροστά του και όλως παραδόξως δεν έμπαινε ποτέ στα μάτια του, όταν έπαιζε μες στο γήπεδο.


Ο «πούγι» ήταν και αυτός με τον τρόπο του ατσάλινος –αλλά καθαρός, χωρίς... σταλινικά μαρκαρίσματα αλά σκουάντρα ατζούρα κι ορουγουάη- απροσπέλαστος σαν το τείχος του βερολίνου. Ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που θα μπορούσε να ενσαρκώσει το μύθο για το σύντροφο με το μουστάκι και τους βασανιστές του, όπου ο στάλιν έβαλε ένα φυλλαράκι στο στόμα του, όσο τον χτυπούσαν με τη σειρά, κι όταν έφτασε στον τελευταίο, το ‘βγαλε και δεν είχε ούτε δαγκωνιά, για να δείξει πως ούτε καν είχε σφίξει τα δόντια του, για να αντέξει στον πόνο.

Φυσικά τα εγκώμια είναι κάπως σχετικά. Στην πραγματικότητα ούτε η άμυνα της μπαρτσελόνα, ούτε το τείχος του βερολίνου είναι/ήταν ακριβώς στεγανά κι αδιαπέραστα. Κι ο κάρλες πουγιόλ δεν είναι αλύγιστος γιατί έχει μείνει άτρωτος από τραυματισμούς στην καριέρα του –κάθε άλλο. Αλλά επειδή συνέχιζε αψηφώντας τον πόνο κι έπεφτε στη φωτιά να θυσιαστεί για την ομάδα. Παρακάτω μπορείτε να δείτε ένα γράφημα με τους τριάντα πέντε (!) διαφορετικούς τραυματισμούς του με την blaugrana φανέλα. Είναι ενδεικτικό πως ενώ ο τσάβι πχ είναι δυο χρόνια μικρότερός του και δεν καθιερώθηκε ουσιαστικά μέχρι το 08’, τον ρίχνει καμιά κατοστάρα και βάλε σε συμμετοχές με την μπαρτσελόνα.


Η ποδοσφαιρική αξία του πουγιόλ είναι ανεκτίμητη. {Το οποίο μας θυμίζει συνειρμικά το σλόγκαν της mastercard. Και τους χορηγούς του πελέ. It was a tough game (mastercard, mastercard) όπως έλεγε σατιρικά ο πανούτσος. Αλλά εφόσον μιλάμε για σκληρό παιχνίδι και αναζητάμε επιζώντες, ο πουγιόλ θα είναι εξ ορισμού ένας από αυτούς. Ο σκληρός πολεμιστής με τη μάσκα, που δεν άλλαξε βέβαια δραματικά την εμφάνισή του, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να έχει και τα τυχερά του, όπως με τη μοντέλα μαλένα κόστα, για να παίζουν την πεντάμορφη και το τέρας.

Ο πουγιόλ είναι ο αμυντικός που τρέχει παντού, σαν ποδοβολητό σελήνης και αποκρούει τη μπάλα σαν τερματοφύλακας, ακόμα και με το στήθος. Είναι το καρέ από τη διαφήμιση των αράβων με τα πετροδόλαρα, όπου κόβει με κεφαλιά την πορεία μιας γλάστρας, πριν πέσει σε ένα μικρό παιδάκι –η γλάστρα, όχι ο πουγιόλ. Είναι ο φύλακας άγγελος του πικέ, κατά δήλωση του τελευταίου, που ακόμα να συνέλθει απ’ τη σακίρα και να χάσει τα κιλά της εγκυμοσύνης· κι αυτός που κάνει καλύτερους τους συμπαίκτες του, απ’ τον φαντεζί προφήτη ροναλντίνιο μέχρι τον αργεντικό μεσσί-α. Ο πανηγυρισμός στο μπερναμπέου, στο έξι-δύο επί της ρεάλ, όπου φίλησε το περιβραχιόνιο με τα χρώματα της καταλονίας. Κι η πορεία από τα πέτρινα χρόνια στην ομάδα των έξι τίτλων σε μια χρονιά και των τριών τσου λου.


Αλλά η ανεκτίμητη αξία της μπάρτσα είναι στον τρόπο κι όχι στα τρόπαια του παιχνιδιού της. Κι η μεγαλύτερη στιγμή του πουγιόλ ήταν εκτός γηπέδου, όταν φόρεσε στον αμπιντάλ το περιβραχιόνιο, για να σηκώσει αυτός την κούπα με τα μεγάλα αυτιά, ως δώρο για την περιπέτεια υγείας που πέρασε. Ο πουγιόλ είναι η προσωποποίηση του καθαρού και τίμιου παιχνιδιού, με σπάνιο ήθος στο γήπεδο και παντελή έλλειψη ανταγωνιστικής διάθεσης, σαν εικόνα από την κοινωνία του μέλλοντος.

Είναι η αδαμιαία περιβολή κι η άνετη αδιαφορία μπρος στη βασίλισσα σοφία που επισκέφτηκε τους διεθνείς στα αποδυτήρια. Είναι ο κάρολος της μπάρτσα, το πρωτοπαλίκαρο του γκουαρντιόλα, που εξέλιξε παραπέρα την ποδοσφαιρική φιλοσοφία του κρόιφ στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού και της πλήρους επικράτησης των μονοπωλίων στον χώρο του θεάματος. Είναι σε τελική ανάλυση ο πατερούλης, ο ιδανικός αρχηγός (mes que un capitan) σε μια ομάδα που είναι κάτι παραπάνω από ένας σύλλογος (mes que un club).

Κάποτε ένας άλλος κάρολος είχε πει πως η θρησκεία είναι το όπιο του λαού κι η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου. Αν σήμερα το ποδόσφαιρο έχει γίνει το σύγχρονο όπιο των λαών, ο πουγιόλ κατ’ αναλογία είναι η ψυχή ενός άκαρδου επαγγελματικού (ποδοσφαιρο)κοσμου, χωρίς συναισθήματα και ιδανικά. Κι η ψυχή μιας ομάδας με σκατόψυχη διοίκηση (που δεν κράτησε τον αμπιντάλ και λέρωσε τη φανέλα της με χορηγούς) και μερικούς λιγόψυχους άσους, που χάνουν πολλές φορές τον μπούσουλα, χωρίς τον πουγιόλ στο γήπεδο.


Μετά από μια τριετία που η μπάρτσα άγγιξε την τελειότητα, άρχισε να παρακμάζει και να χάνει βασικά της στελέχη· πρώτα τον αρχιτέκτονα πεπ, τώρα τον πουγιόλ –να δεις που θα μας λείψει μια μέρα κι ο βαλντές- κι έρχεται σιγά-σιγά και για άλλους πρωταγωνιστές το πλήρωμα του χρόνου. Κι η βασική κριτική που γίνεται στους υπεύθυνους της ομάδας είναι πως δε φρόντισαν τόσο καιρό να βρουν κάποιον να αναπληρώσει το κενό που θα άφηνε τον πουγιόλ. Κι έχουν δίκιο, έπρεπε να έχει βρεθεί ένας επάξιος αντικαταστάτης του «πούγι». Υπάρχει όμως;

-Αντί επιλόγου κι ως φόρος τιμής στην προσφορά του καπιτάν, ας θυμηθούμε αυτή τη σκηνή…

Oh Captain, My Captain...


Oh Captain, my Captain…


Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Μα κάτι άλλαξε από χτες

Το προτσές της ταξικής πάλης στην primera división

Σε ένα παλιότερο κείμενο είχα γράψει πως αν κάποιος έπρεπε να περιγράψει με αθλητικούς όρους τι είναι η ταξική πάλη, θα μπορούσε να τους δείξει ένα παιχνίδι μπαρτσελόνα-ρεάλ μαδρίτης. Την κλασική ποδοσφαιρική –κι όχι μόνο- σύγκρουση δύο κόσμων, με αντίθετες ιστορικές καταβολές και εκ διαμέτρου διαφορετική φιλοσοφία στο παιχνίδι τους. Οι λευκοφρουροί merengues απέναντι στο λαϊκό κυαν-έρυθρο στρατό –τον άοπλο στρατό της καταλονίας, όπως την είχε χαρακτηρίσει σε ένα ποίημά του ο μονταλμπάν.

Ανάμεσα στις δύο τάξεις όμως και παρά την αναπόφευκτη κι εντεινόμενη πόλωση σε περίοδο κρίσης κι όξυνσης των αντιφάσεων στην ισπανική λίγκα, υπάρχουν τα ενδιάμεσα στρώματα, όπως η ατλέτικο μαδρίτης κι η αθλέτικ μπιλμπάο –καθ’ όλα συμπαθείς αμφότερες- που προβάλλουν ως εναλλακτικός τρίτος δρόμος. Πέρσι οι δυο τους είχαν βρεθεί αντιμέτωπες στον τελικό του γιουρόπα λιγκ (που όλοι το ξέρουμε ως ουέφα), σε ένα ζευγάρι που θα ‘ταν μάλλον λάθος να το αποκαλέσουμε ισπανικό εμφύλιο –δεδομένου ότι οι βάσκοι δεν αυτοπροσδιορίζονται ως ισπανοί- και το οποίο αποτέλεσε εφιάλτη των περισσότερων ελλήνων εκφωνητών, που μπέρδευαν θανάσιμα (με την έννοια ότι τα σκότωναν) την αθλέτικ με την ατλέτικο και συνήθως κατέληγαν στο συμβιβαστικό (ή κεντριστικό όπως λέμε στη δική μας διάλεκτο) «αθλέτικο», που τους φαινόταν πιο ωραίο, αλλά δεν αντιστοιχούσε σε καμία από τις δύο ομάδες, μην εννοώντας να ξεχωρίσουν δυο λογιών άχυρα. Και να καταλάβουν ότι οι βάσκοι χρησιμοποιούν τον αγγλικό όρο, που τον δανείστηκαν μαζί με τα χρώματα της σάντερλαντ αν δεν κάνω λάθος, από τις συνεχείς επαφές τους με τους βρετανούς ναύτες στα λιμάνια του βισκαϊκού, ως αντίδραση ενάντια στο ισπανικό κράτος, που έχει επίσημη γλώσσα του τα καστιγιάνικα και πρωτεύουσα τη μαδρίτη.

Οι βάσκοι της αθλέτικ λοιπόν αποτελούν ένα πολύ ιδιότυπο μίγμα διεθνισμού και ακραίου (στα όρια του ξεροκέφαλου) εθνικισμού, καθώς διατηρούν αγγλική ονομασία και ιδρυτικές ρίζες, μαζί με μια αμιγώς βασκική σύνθεση, εφόσον απαγορεύεται η ένταξη ποδοσφαιριστών, που δεν έλκουν την καταγωγή τους από την χώρα των βάσκων –δηλ ισπανοί αλλά κι αλλοδαποί εν γένει. Ακόμα και ο γάλλος διεθνής λιζαραζού –η λιζαράζου, όπως επέμενε να τονίζει το όνομά του σε ένα μουντιάλ ο μαυρομάτης- που φόρεσε προ 15ετίας περίπου τα χρώματά της, ήταν βάσκος από τη γαλλική πλευρά των πυρηναίων κάτι που καθιστούσε τη μεταγραφή του καθ’ όλα νόμιμη κατά το εθιμικό δίκαιο της ομάδας.

Εάν θέλαμε να βρούμε κάποιο παράδειγμα αντίστοιχης σχιζοφρένειας, θα μπορούσαμε να σταθούμε στην περίπτωση της εσπανιόλ από τη βαρκελώνη. Που επέλεξε αυτό το όνομα σε διάκριση από την μπαρτσελόνα, που είναι το καμάρι και σύμβολο της καταλονίας και του αγώνα της για ανεξαρτησία (σε ένα κλάσικο με τη ρεάλ οι οπαδοί της μπάρτσα είχαν σηκώσει ένα πανό που έγραφε catalunya is not spain, για να τους απαντήσουν στην επόμενη αγωνιστική οι μαδριλένοι οπαδοί της χετάφε νομίζω, όπου έπαιζε η μπάρτσα, με το πανό: welcome to spain), αλλά το γράφει στα καταλανικά ως espanyol κι όχι στα καστιγιάνικα, με το περίφημο ένιε -το n με την περισπωμένη- που υπάρχει μόνο στα ισπανικά.

Τηρουμένων λοιπόν των πολιτικών αναλογιών η μπιλμπάο τμοιάζει με αριστερίστικη μαοϊκή γκρούπα, με ξύλινο, σχεδόν αρχαϊκό λόγο –καθώς η βασκική γλώσσα έχει παραμείνει αναλλοίωτη εδώ και μερικές χιλιάδες χρόνια- που άκμασε μέχρι τα πρώτα χρόνια της (μεταφρανκικής) μεταπολίτευσης κι έκτοτε έχει μόνο αναλαμπές και κάποιες καλές πορείες –σαν τους οικοδόμους- σε πρωτάθλημα και ευρώπη. Κι αν αλλάξουμε κλίμακα στον παραλληλισμό μας, θα μπορούσε να είναι η ηρωική πλην απομονωμένη αλβανία του χότζα, που πλήρωνε το τίμημα της περηφάνιας της, κρατώντας πολύ χαμηλά το ταβάνι των δυνατοτήτων της.

Στην ίδια κλίμακα η μπαρτσελόνα θα ήταν μάλλον η σοβιετική ένωση, που έδωσε τα περισσότερα θύματα στην πάλη κατά του φασισμού-φρανκισμού, αλλά κατάφερε να εξελιχτεί σε υπερδύναμη και να ξεπεράσει σε πολλούς τομείς τους ιμπεριαλιστές –έχει κατακτήσει για παράδειγμα περισσότερες φορές το κύπελλο του βασιλιά, όπως εξακολουθεί αναχρονιστικά να λέγεται ο θεσμός του κυπέλλου στην ισπανία. Με το βασιλιά να παρίσταται στον τελικό για να παραδώσει το τρόπαιο στο νικητή, αλλά να λούζεται στωικά τις αποδοκιμασίες κατά την ανάκρουση του ισπανικού εθνικού ύμνου, τις δύο φορές που συναντήθηκαν η μπάρτσα κι η αθλέτικ μπιλμπάο.

Η σοβιετική μπάρτσα με τις προσπάθειές της είναι αναμφίβολα ο ηγέτης του διεθνούς προοδευτικού μπλοκ που θερμαίνει τις ψυχές των απανταχού προλετάριων με το θέαμα που προσφέρει ανιδιοτελώς –όπως τα δάνεια η εσσδ. Παρόλα αυτά πολλοί εραστές της ταξικής καθαρότητας –με γνήσια μικροαστική ανυπομονησία- κατακρίνουν την ομάδα και το στιλ παιχνιδιού της, θεωρώντας το τίκι-τάκα βαρετό και μονότονο, σαν τους σοβιετικούς. Αξιοποιούν υπαρκτές αδυναμίες του υπαρκτού και της ομάδας, για να μηδενίσουν την προσφορά τους, και μιλάνε γενικά κι αδιάκριτα για υπερδυνάμεις, φλερτάροντας με την αντιδραστική μαοϊκή θεωρία των τριών κόσμων.

Υπάρχουν πολλές δευτερεύουσες ομοιότητες που τεκμηριώνουν τον παραπάνω παραλληλισμό: από τις εκκαθαρίσεις κατά των ολλανδών του φαν χάαλ και της παλιάς φρουράς του ράικαρντ (ντέκο, ετό, ροναλντίνιο) για να βρει χώρο να ανοίξει τα φτερά του ο μέσι και να γίνει ο παίκτης που γνωρίζουμε σήμερα· μέχρι τη στροφή προς την έννοια του κέρδους και τα αγοραία κριτήρια, με τη διαφήμιση που λερώνει εδώ και μερικά χρόνια τη φανέλα και τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις κοσύγκιν. Αλλά το βασικό συνδετικό στοιχείο είναι η κοινή τους φιλοσοφία που αφήνει σε δεύτερη μοίρα το (αθλητικό ή οικονομικό) τελικό αποτέλεσμα, αναδεικνύοντας την χαρά του παιχνιδιού και την εργασία ως αυτοσκοπό –που γίνεται κι αυτή με τη σειρά της παιχνίδι κι ευχαρίστηση.

Σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης βέβαια, θα χρειαστούμε πολλές φορές στην κούρσα του ανταγωνισμού να βάλουμε νερό στο κρασί μας, για να αντιμετωπίσουμε τον αντίπαλο με τα δικά του μέσα. Όποιος μετράει όμως την προσφορά των σοβιετικών μόνο εκ του αποτελέσματος, με βάση τους τίτλους, έχει χάσει εξ αρχής το παιχνίδι γιατί υιοθετεί καθαρά αστικά κριτήρια. Κι όποιος θέλει να υιοθετήσει η μπάρτσα το παιχνίδι και τις αξίες των αντιπάλων, για να έχει εναλλακτικό σχέδιο β’ στην καταπολέμησή τους, της ζητάει επί της ουσίας να απαρνηθεί την αγωνιστική της ταυτότητα και να ευνουχιστεί οικειοθελώς.

Εάν όμως το clásico ενσαρκώνει την ταξική πάλη, αυτή μπορεί να έχει διάφορα αποτελέσματα, όπως μας λένε οι κλασικοί και να καταλήξει είτε με την επικράτηση μιας τάξης επί της άλλης, είτε με την καταστροφή και των δύο. Η τελευταία περίπτωση μοιάζει να βρίσκει εφαρμογή στη φετινή χρονιά. Ο μουρίνιο πίστευε πως θα ήταν αρκετό να φτιάξει μια ομάδα που να μπορεί να νικήσει τη μπάρτσα, για να σπάσει την ηγεμονία της και να κυριαρχήσει. Αλλά ο μεταξύ τους πόλεμος φαίνεται να τους έφθειρε αμφότερους και να άνοιξε το δρόμο της επικράτησης στα γερμανικά φύλα της μπάγερν και της μπορούσια ντόρντμουντ, που νίκησαν εύκολα τους εξασθενημένους μονομάχους.

Όπως ακριβώς συνέβη δηλ κατά τη διάλυση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Όπου η ανάπτυξη των πόλεων και η εσωτερική λογική της εξέλιξης των πραγμάτων απαιτούσε την εμφάνιση της κεφαλαιοκρατίας, με τη διαφορά πως τότε δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση αυτού του ιστορικού βήματος. Κι έτσι οδηγηθήκαμε στη φεουδαρχία και το μεσαίωνα –ο οποίος παρόλα αυτά δεν ήταν μονόπλευρα σκοτεινός κι οπισθοδρομικός, όπως επιμένει να τον παρουσιάζει στερεότυπα για τους δικούς της λόγους η αστική ιστοριογραφία.

Από μια άποψη μάλιστα η σημερινή συγκυρία παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με εκείνη την περίοδο, καθώς διανύουμε αντικειμενικά περίοδο μετάβασης στο σοσιαλισμό, που μοιάζει αναγκαίος και επίκαιρος όσο ποτέ, χωρίς ωστόσο να έρχεται αυτή η μετάβαση –οι θιασώτες της κυβερνώσας αριστεράς θα μπορούσαν να επισημάνουν στις ομοιότητες και την επιδρομή των γερμανικών φύλων του μερκελισμού στη γηραιά ήπειρο. Και η μόνη εναλλακτική στο σοσιαλισμό είναι η βαρβαρότητα, όχι των βάρβαρων μερκελικών φύλων, αλλά της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων, που οδηγεί τις εργασιακές σχέσεις ολοταχώς στο μεσαίωνα. Αλλά αυτό θα το αναλύσουμε εκτενώς σε κάποια άλλη ανάρτηση.

Για να επιστρέψουμε όμως στην αρχική σημείωση και να κλείσουμε τον φαύλο διαλεκτικό κύκλο, ανάμεσα στους δύο βασικούς πόλους της ταξικής πάλης (μπαρτσελόνα και ρεάλ μαδρίτης) υπάρχουν τα πολυάριθμα συμπιεζόμενα μεσαία στρώματα, που αποτελούν τη μικροαστική τάξη –και αν πριν χαρακτηρίσαμε την αθλέτικ μπιλμπάο αριστερίστικη γκρούπα, αυτό καταδεικνύει απλώς τη σαφώς μικροαστική κοινωνική βάση του αριστερισμού, ως πολιτικό φαινόμενο.

Η μικροαστική τάξη λοιπόν έχει αντικειμενικό συμφέρον να παλέψει από κοινού με το προλεταριάτο ενάντια στον κοινό τους εχθρό: τα μονοπώλια και τη ρεάλ μαδρίτης. Πολλές φορές όμως παρασύρεται από την κοινωνική της φύση και θέτει εαυτήν απέναντι από αυτόν τον αγώνα.

Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αυτής της αμφιταλαντευόμενης στάσης είναι κι η περίπτωση της ατλέτικο που θεωρητικά αποτελεί φυσικό σύμμαχο της μπάρτσα και την έχει βοηθήσει πολλές φορές και πρακτικά να ξεπεράσει βαθμολογικά τη ρεάλ μαδρίτης –με αποκορύφωμα μια φορά που κάθισε να χάσει χωρίς προσχήματα κατ’ απαίτηση των οπαδών της με 6-0 (!) στην έδρα της (στο τελευταίο παιχνίδι του τόρες στο βιθέντε καλντερόν) από τους μπλαουγκράνα, που δε μπόρεσαν παρόλα αυτά να αξιοποιήσουν το δώρο και να πάρουν το πρωτάθλημα από τη ρεάλ.

Αλλά κόμπλαρε κάθε φορά που ήταν αντιμέτωπη με τη μισητή συμπολίτισσα κι είχε δεκατέσσερα χρόνια να την κερδίσει, αναπτύσσοντας σταδιακά μια πελατειακή σχέση. Μέχρι προχτές το βράδυ, στο μπερναμπέου, στον τελικό του copa del rey, όπου…

…όπου μασούσε σίδερα και πήρε το κύπελλο από τη ρεάλ μες στην έδρα της, αφήνοντας φέτος το μουρίνιο με άδεια χέρια, να διαχειριστεί την αποτυχία του. Και θυμίζοντας τους στίχους από εκείνο το σουξέ των φατμέ

Θα ξανάρθει η ρουτίνα και θα ξανάρθουνε βροχές
Θα ξανάρθει η ρουτίνα, μα κάτι άλλαξε από χτες

Καιρός να αλλάξει όμως –πέρα από το συμβολικό επίπεδο- και στην πραγματική ταξική πάλη, που ως γνωστόν παραμένει ιστορικά αδικαίωτη (…) και να γυρίσει εκτός από τη μπάλα, το ματσάκι και το γούρι της ατλέτικο και ο τροχός της ιστορίας..
Κι όμως γυρίζει..

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Εδώ θα μείνει(ς) για πάντα

Τις προάλλες έγινε ο τελικός του ισπανικού κυπέλλου μεταξύ Barcelona κι Athletic Bilbao, και η κε του μπλοκ δράττεται της ευκαιρίας για ένα μικρό αποχαιρετισμό στον πεπ γκουαρντιόλα που έδωσε την τελευταία του παράσταση ως προπονητής της μπάρτσα. Τελευταία μέχρι την επόμενη ίσως, γιατί οι μεγάλες αγάπες δεν τελειώνουν, απλώς πηγαίνουν στον παράδεισο των αναμνήσεων και ζουν εκεί για πάντα.

Είναι ένα τέλος εποχής, όχι όμως και «το τέλος της ιστορίας», όπως το παρουσιάζουν οι αντίπαλοι. Κανείς κύκλος δεν κλείνει την ιστορία η οποία εξελίσσεται διαλεκτικά σε στιλ σπιράλ. Εξάλλου όλα τα ωραία έχουν ένα τέλος. Απλώς αυτή η ιστορία ήταν πολύ ωραία, για να μην έχει ένα (ακόμα) πιο ωραίο τέλος, με περισσότερους τίτλους. Ίσως όμως να ήταν καλύτερα που έμεινε έτσι χωρίς τυπικό χάπι εντ, για να δει ο κόσμος ότι δεν έβλεπε όνειρο, αλλά μια ομάδα όνειρο, με ατέλειες, όπως όλοι οι θνητοί.

Ίσως το θέμα της ανάρτησης να φαίνεται αδιάφορο σε κάποιους αναγνώστες, αλλά η μπάρτσα είναι η καλύτερη απόδειξη για τη σχέση της πολιτικής με το ποδόσφαιρο. Κι αυτό μπορούσε να το δει στον τελικό της παρασκευής, που οι ιθύνοντες προβληματίζονταν για το πώς θα παίξει ο ισπανικός ύμνος, χωρίς να τον σκεπάσουν οι αποδοκιμασίες βάσκων και καταλανών. Ενώ ο βασιλιάς προφασίστηκε ότι είχε στο πρόγραμμα σαφάρι και προτίμησε να μην παραβρεθεί στον τελικό του «δικού του» κυπέλλου, –copa del rey, όπως το λένε στην ισπανία- προκειμένου να γλιτώσει την γιούχα από την εξέδρα, που είχε ακούσει προ τριετίας στη βαλένθια, όπου είχε επαναληφθεί το ίδιο ζευγάρι στον τελικό.

Η μπαρτσελόνα είναι επίσης ο καλύτερος τρόπος να ισχυριστείς ότι το ποδόσφαιρο είναι μια μορφή τέχνης, ψυχαγωγία κι όχι μια απλή διασκέδαση. Μπορεί φέτος να μην έπιασε τα ίδια υψηλά επίπεδα άλλων χρονιών της pep team, αλλά έπεσε μένοντας πιστή στις ιδέες της –περίπου σαν τους κομμουνιστές. Κι αν η φανέλα της πλέον μολύνεται, για πρώτη φορά στην ιστορία της, από μια διαφήμιση χορηγού, η βασική της αντίθεση με τους υπόλοιπους υπάρχει κι αναπαράγεται με άλλους τρόπους.

Ο γκουαρντιόλα άφησε πίσω του μια τεράστια τούρτα –με κερασάκι το τελευταίο κύπελλο- κι έναν τρομακτικό απολογισμό με φιλολαϊκές κατακτήσεις τροπαίων. Και μια ομάδα με τη φιλοσοφία του κρόιφ που υπερέβη διαλεκτικά το δάσκαλο και τη δική του ντριμ τιμ, με τον ίδιο περίπου τρόπο που το έργο του λένιν συμπλήρωσε τη θεωρία του μαρξ (τηρουμένων πάντα των αναλογιών).

Μια φιλοσοφία που εκμεταλλεύεται όλους τους χώρους και φέρνει κοντά τις γραμμές, για να μη μένει «κανείς μόνος του», όπως λέει κι ένα κομματικό σύνθημα για την κρίση. Που αναγκάζει τον αντίπαλο να αναδιπλωθεί για να την αντιμετωπίσει και να στήσει ένα τείχος του βερολίνου, μπροστά στην εστία του για να αποκρούσει την υπεροχή της. Που δεν χρησιμοποιεί πλάγια μέσα, που τα αγιάζει ο σκοπός του αποτελέσματος. Αλλά ανάγει σε αυτοσκοπό το θέαμα και το παιχνίδι σε ευχαρίστηση, πιάνοντας παράλληλα τη μία νόρμα μετά την άλλη, γιατί όταν χαίρεσαι αποδίδεις πάντα καλύτερα.

Μια φιλοσοφία που προτιμά να αναδείξει από τις δικές της γραμμές καθοδηγητές και προπονητές (όπως ο γκουαρδιόλα και τώρα ο τίτο βιλανόβα) παρά να αποταθεί στην αυθεντία των αστών ειδικών, σαν το μουρίνιο. Που βασίζεται πρωτίστως στα «δικά της παιδιά» και τις δικές της δυνάμεις, με έναν τρόπο που θυμίζει κάπως το juche του κιμ ιλ σουνγκ. Διαπλάθει συνειδήσεις παικτών που συνηθίζουν από μικροί σε μια διαφορετική λογική ανώτερου τύπου, στην οποία ενσωματώνει τους καλύτερους παίκτες της υφηλίου (αρκεί να έχουν αποβάλει τα αστικά τους κατάλοιπα. Αν όχι, τότε ακολουθούν τη μοίρα του ιμπραήμοβιτς).

Η οποία προτιμά να παίζει χωρίς καθαρό σέντερ φορ, με τον ίδιο ίσως τρόπο που οι μπολσεβίκοι δεν είχαν εκλέξει κάποιον γενικό γραμματέα τα πρώτα χρόνια. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε το λένιν να καθοδηγεί πολιτικά και θεωρητικά τους μπολσεβίκους και το μέσι να σκοράρει κατά ριπάς, φτάνοντας τα 73 γκολ μες στη σεζόν.
Η οποία τέλος συνδυάζει διαλεκτικά την ομάδα με τη μονάδα, που αναδεικνύει το σύνολο και αναδεικνύεται μέσα από αυτό. Γι’ αυτό δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να σκεφτόμαστε αν ο μέσι θα τα κατάφερνε το ίδιο καλά έξω από το περιβάλλον που τον δημιούργησε. Ή όπως θα λέγαμε στη δική μας διάλεκτο, είναι αντιδιαλεκτικό ερώτημα. Ο λένιν δε θα υπήρχε χωρίς τους μπολσεβίκους κι αντιστρόφως.

Όταν ανέλαβε την πρώτη ομάδα της μπάρτσα ο γκουαρδιόλα, αυτό που ακολούθησε ήταν ένα είδος εκκαθάρισης της παλιάς φρουράς των fantasticos. Ο ντέκο έφυγε για την αγγλία, ο ροναλντίνιο έφυγε για να πάρει ο μέσι τα κλειδιά της ομάδας και της παραγωγής, κι ο ετό έφυγε με έναν χρόνο καθυστέρηση, γιατί λέει δεν υπήρχε feeling στη σχέση τους με τον προπονητή. Κι έκτοτε η μπάρτσα κουβαλά την κατάρα της φανέλας με το νούμερο εννιά.

Τα αποτελέσματα όμως τον δικαίωσαν, από την πρώτη κιόλας χρονιά. Κι έτσι μετά από τις «δίκες της μόσχας» της παλιάς φρουράς, ο γκουαρδιόλα απέκτησε και το «αλάθητο της μόσχας». Ίσως το μοναδικό λάθος του να ήταν αυτό που είχε κάνει ως παίκτης –και επαναλαμβάνει ως προπονητής- όταν έφυγε στο απόγειο της καριέρας του από τη μπάρτσα, για να αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις και να ξαναβρεί κίνητρο. Παίρνοντας κατ’ αναλογία το ίδιο ρίσκο που είχε πάρει ο Guevara φεύγοντας από την κούβα, για να μεταλαμπαδεύσει το αντάρτικο στη λατινική αμερική.


Εκτός κι αν κάνει μια μικρή αγρανάπαυση για να «ξορκίσει» το «ξόδεμα», το desgaste όπως το είπε ο ίδιος στα ισπανικά, το εσωτερικό άδειασμα, μέχρι και την τριχόπτωση –που χτύπησε και τον ινιέστα- και να αφοσιωθεί ξανά ψυχή τε και σώματι στην ομάδα του, που όπως λέει και το βασικό της σύνθημα είναι mes que un club: κάτι παραπάνω από ένας σύλλογος. Έτσι κι αλλιώς, με τον ένα ή άλλο τρόπο, εδώ θα μείνει για πάντα... Hasta siempre

Επίλογος

Το αντίο του γκουαρδιόλα ήταν σεμνό, χωρίς παράτες, ταρατατζούμ και συναισθηματικές εξάρσεις, αλλά με ιδανικό τρόπο: σε έναν αγώνα με τους βάσκους της αθλέτικ, που χώριζε στα δύο την καρδιά της πλατείας και των πολιτικοποιημένων χούλιγκαν. Γιατί όπως θα ‘λεγε ίσως κι ένας σύγχρονος μεγαλέξανδρος: αν δεν ήμουν μπαρτσελόνα, θα ήθελα να είμαι αθλέτικ μπιλμπάο.

Ο αρχηγός Πουγιόλ με τις σημαίες της Βασκονίας και της Καταλονίας ανά χείρας

Απέναντι στη μπιλμπάο ο γκουαρδιόλα είχε κατακτήσει και το πρώτο από τα δεκατέσσερα τρόπαια που πήρε στη θητεία του στη μπάρτσα, και έκλεισε τον κύκλο του, όπως ακριβώς τον άνοιξε. Αλλά η βασική διαφορά σε εκείνο τον τελικό –πέρα από την παρουσία του χουάν κάρλος και τις γιούχες που έφαγε- ήτανε στις φανέλες των δυο ομάδων, που ήταν καθαρές από χορηγούς. Σήμερα τα τελευταία κάστρα έχουν λυγίσει. Αν και ούτως ή άλλως, στο σύγχρονο ποδόσφαιρο-επιχείρηση, λειτουργούσαν καθαρά σε συμβολικό επίπεδο, μοιάζοντας με αυτόν που είναι βουτηγμένος στη λάσπη ως τον λαιμό, αλλά θέλει να κρατήσει καθαρά τα νύχια του.

Επειδή δε γίνεται όμως να είναι γύρω-γύρω κυριακή και στη μέση σάββατο, κι επειδή οι ρομαντικοί ιδεαλισμοί δεν έχουν θέση στο εμπόριο, τα κάστρα έπεσαν εκ των έσω, με αποφάσεις της διοίκησης. Και η βασική αντίθεση «του καλού με το κακό» που λέγαμε προηγουμένως, αναπαράγεται πλέον σε άλλο επίπεδο.

Υστερόγραφο

Εντός της εβδομάδας μπορεί να ακολουθήσει μία ακόμα «αποκαθήλωση», σε άλλη χώρα κι άθλημα, αλλά με πολλές συμπτώσεις και ομοιότητες. Ένας κύκλος κλείνει για το ζέλικο ομπράντοβιτς, χωρίς ευρωπαϊκό ή πρωτάθλημα (εκτός και αν γίνει η ανατροπή), με ένα κύπελλο μόνο ως επίλογο για μια ονειρική διαδρομή, που πετούσε από κορυφή σε κορυφή, σαν τα πιο αγνά, ιδεαλιστικά μας όνειρα.

Κυριακή 3 Μαΐου 2009

Εξι-ΛΕΟ-ση


Σήμερα το μπλοκ θα βαδίσει σε απάτητα μονοπάτια δοκιμάζοντας την αφοσίωση και τις αντοχές του κοινού του.
Η χτεσινή νίκη της μπάρτσα δε μπορεί να μείνει ασχολίαστη.

Στην εφηβεία μας μπάρτσα και κομμουνισμός ήταν περίπου ταυτόσημα.
Κάπου στα 18 καταλάβαμε πως δεν είναι ακριβώς έτσι, αλλά ήταν πλέον αργά. Οι απογοητεύσεις εξάλλου δε θα 'ταν μόνο αθλητικές.

Η μπάρτσα είναι ο άοπλος στρατός της καταλονίας (μονταλμπάν). Η ομάδα του λαϊκού μετώπου απέναντι στους merengues λευκοφρουρούς της μαδρίδ, της αρμάδας του φράνκο, του κολτσάκ και του ντενίκιν.

Σήμερα οι καιροί έχουν αλλάξει, το εθνικό θέμα της καταλονίας ξεφτίζει και το κίνημα στην ισπανία πηγαίνει κατά διαόλου.
Αλλά η ταξική πάλη συνεχίζεται με άλλα μέσα.
Η μπάρτσα είναι ο άοπλος στρατός της πάλης του θεάματος ενάντια στο συμφέρον. Εικόνα από την κοινωνία του μέλλοντος κι απ' την αθωότητα του παρελθόντος. Ο αρχάγγελος με τη ρομφαία, που ενώ δίνει στους αντιπάλους της να μυρίσουν τον κρίνο, μεταδίδει το χαρμόσυνο μήνυμα ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να είναι πολύ όμορφο όταν παίζεται χωρίς σκοπιμότητα.

Το ότι ο αρχάγγελος τα 'χει κάνει πλακάκια με τη γιούνισεφ και λέρωσε με το σήμα της τη φανέλα του είναι σημείο των καιρών. Τουλάχιστον δεν είναι διαφήμιση.
Αυτό για κάποιους είναι ίσως σαν τον τύπο που είναι χωμένος στο βούρκο μέχρι το λαιμό, αλλά κρατάει ψηλά τα χέρια για να κρατήσει καθαρά τα νύχια του.
Αλλά το ποδόσφαιρο δε μπορεί παρά να λειτουργεί σε συμβολικό επίπεδο. Κι η μπάρτσα εξακολουθεί να είναι η ομάδα με τους περισσότερους μύθους και συμβολισμούς, ομάδα-σύμβολο, ομάδα μύθος, κάτι παραπάνω από ένας σύλλογος.

Η 5άρα της μπάρτσα του κρόιφ στη μαδρίτη το 74 (η μεγαλύτερη νίκη στο μπερναμπέου μέχρι χτες) ήταν το προοίμιο του θανάτου του φράνκο (κι ίσως η χαριστική βολή στο ηθικό του δικτάτορα).
Η φετινή 6άρα έκανε τον εορτασμό της πρωτομαγιάς διήμερο, όπως πρέπει να είναι κι όπως γινόταν στη σοβιετία.
Το προοίμιο της επανάστασης που έρχεται -όταν έρθει με το καλό- θα είναι κάποιος παρόμοιος θρίαμβος της μπάρτσα.
Αν η γλώσσα του ποδοσφαίρου ήταν η μόνη καθομιλουμένη η ταξική πάλη θα λεγόταν μπάρτσα-ρεάλ μαδρίτης.

Όσοι προδίδουν αυτή την ιδέα [της μπάρτσα] έχουν μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα από αυτήν του ιούδα.
Ο λουίς φίγκο πρέπει να είναι ο μεγαλύτερος αντεπαναστάτης προδότης της ιστορίας μαζί με τον γκορμπατσόφ. Και δεν είναι τυχαίο που στα χρόνια της περεστρόικα η ρεάλ είχε πέντε σερί πρωταθλήματα.

360 μέρες (και μια νιφάδα) πριν η μπάρτσα βίωνε στο μπερναμπέου την ταπείνωση.
Πασίγιο (διάδρομος) στη ρεάλ μαδρίτης που είχε κατακτήσει μαθηματικά το πρωτάθλημα την προηγούμενη αγωνιστική και μια κακή εμφάνιση που κατέληξε σε τεσσάρα από τον αιώνιο αντίπαλο.

Χτες ήρθε η εκδίκηση κι η εξιλέωση.
Που μπορεί να μην είχε πασίγιο, αλλά ήταν αποθέωση των αισθήσεων πέρα από κάθε φαντασία.
Κάποιοι μπερδεύουν τη μαγεία του ποδοσφαίρου με τη διακύμανση του σκορ και πιστεύουν ότι την έζησαν βλέποντας τον τελικό του ελληνικού κυπέλλου.
Έτσι είναι αν έτσι νομίζουν...

Η μπάρτσα έπαιξε ένα ημίχρονο στο ρελαντί και σταμάτησε στο 6-2, ένα γκολ λιγότερο από το 7-2 στην πρώτη χρονιά του λάζλο κουμπάλα.
Αλλά αν χρειαζόταν μπορούσε να ανατρέψει ακόμα και το 11-0 του κυπέλλου του 43. Τότε που οι μπλαουγκράνα διατάχτηκαν υπό την απειλή των όπλων των στρατιωτικών του φράνκο στα αποδυτήρια να κατεβούν για να χάσουν.

Δεν το κυνήγησαν γιατί ακολουθεί ο ημιτελικός με την τσέλση κι έτσι σήκωσαν το πόδι από το γκάζι.
Το αντίθετο δηλ από ό,τι έκανε πέρσι η ρεάλ. Που επιδίωξε με πάθος τη διαφορά σε ένα αδιάφορο βαθμολογικά παιχνίδι για να δείξει ότι είναι καλύτερη. Είναι ζήτημα αν πείστηκαν κι οι ίδιοι ακόμα.

Ο μέσι κι ο ανρί ήταν οι μόνοι φαντάστικος που είχαν ζήσει εκείνο το ματς. Ετό και ντέκο είχαν πάρει επίτηδες κάρτες για να το αποφύγουν κι ο ροναλντίνιο είχε φυσική κατάσταση βετεράνου κι ήταν εκτός.
Επόμενο ήταν να έχουν και το μεγαλύτερο κίνητρο για εκδίκηση.

Ο τιτί κράτησε την παράδοση που τον θέλει να σκοράρει κάθε φορά που επισκέπτεται το μπερναμπέου, βρήκε πατήματα, τον καλό του εαυτό, ακόμα και το μπλαζέ σκληρό ύφος του αλά λεωφόρος με το οποίο τρυπούσε τους αντίπαλους οπαδούς μετά από γκολ.
Το μόνο που ψάχνει πλέον είναι το τρόπαιο που του στέρησε η μπάρτσα στο παρίσι προ τριετίας. Το τσάμπιονς λιγκ.

Ο λέο μέσι έχει τον δικό του προσωπικό μύθο να ξεπεράσει.
Τρία χρόνια πριν, η μάρκα υποδέχτηκε την τριάρα της μπάρτσα στη μαδρίτη με πρωτοσέλιδο τίτλο: η νύχτα που το μπερναμπέου χειροκρότησε τον ροναλντίνιο.
Τότε ήταν που άρχισαν οι συγκρίσεις για τον καλύτερο παίκτη όλων των εποχών και μαζί ο κατήφορος του βραζιλιάνου.

Ο μέσι χρωστούσε μια αντίστοιχη εμφάνιση σε κλάσικο.
Είχε πετύχει χατ τρικ προ διετίας στο 3-3 του καμπ νου, αλλά ο τίτλος τότε είχε πάει στη μαδρίτη.
Κι ήταν μέλος της ομάδας που πήρε το τσαμπιονς λιγκ, αλλά ήταν τραυματίας από τα μέσα της σεζόν κι έχασε τον τελικό.

Την τετάρτη επιστρέφει στο γήπεδο που τον τραυμάτισε ο ντελ όρνο για να αποτελειώσει αυτό που είχε αφήσει τότε στη μέση, να πάει τη μπάρτσα στον τελικό της ρώμης και να στεφθεί αυτοκράτορας.
Είναι με διαφορά ο καλύτερος παίκτης του κόσμου, αλλά χρειάζεται και τίτλους που να το επιβεβαιώνουν.

Χτες έκανε απλώς το πρώτο βήμα.
Η μπάρτσα πέτυχε διπλάσια γκολ από εκείνη την τριάρα επί ρόνι.
Πέτυχε ένα παραπάνω από την πεντάρα του 74 με τον κρόιφ.
Ήταν η βραδιά που το μπερναμπέου υποκλίθηκε στο νέο βασιλιά.

Ο μέσι είναι αυτό που λέει το όνομά του, μεσίας. Κι απλώς εκπληρώνει τις προφητείες των μπλαουγκράνα προκατόχων του: κρόιφ, μαραντόνα, ριβάλντο, ροναλντίνιο.
Κάποιοι πιστεύουν ότι ο μαραντόνα είναι ο κορυφαίος. Δεν πειράζει, είναι σύνηθες λάθος να συγχέουν τους προφήτες με τον μεσία.

Αν ο μέσι είναι ο μαέστρος μες στο γήπεδο (και το μπερναμπέου η σιέρα μαέστρα που κατέλαβαν οι γκεριγιέρος της μπάρτσα) ο πεπ γκουαρντιόλα είναι η μονοπρόσωπη διεύθυνση που -αν και πρωτάρης- την καθοδηγεί μαεστρικά από τον πάγκο.

Όταν στις δύο πρώτες αγωνιστικές η μπάρτσα ισοφάριζε το χειρότερο ξεκίνημα της τελευταίας 35ετίας, κανείς δε φανταζόταν ότι η συνέχεια θα ήταν το ίδιο θριαμβευτική με εκείνη την χρονιά, του 73-74. Που δεν ήταν άλλη από την χρονιά του ερχομού του κρόιφ και της πεντάρας μες στη μαδρίτη με την ομάδα να γιορτάζει στο τέλος το πρωτάθλημα.

Έκτοτε η ομάδα σπάει τα κοντέρ και το ένα ρεκόρ πίσω από το άλλο. Αν στο τέλος καταφέρει να φτάσει στην ιστορική τριπλέτα, οι συγκρίσεις με τη ντριμ τιμ του κρόιφ (ως προπονητή) των αρχών του 90 θα είναι αυτονόητες και μάλλον υπέρ της τωρινής.

Για να τα καταφέρει όμως πρέπει να υπερβεί το εμπόδιο των άγγλων.
Σε αυτούς μάλλον συμπεριλαμβάνεται κι η αμιγώς βασκική μπιλμπάο.
Το μπιλμπάο είναι λιμάνι του ατλαντικού κι είναι λογικό να είναι έντονη η επιρροή των βρετανών.
Δεν είναι τυχαίο το όνομα της μπιλμπάο. Η ποδοσφαιρική ομάδα δεν λέγεται ατλέτικο, όπως η καστιγιάνικη ομάδα της μαδρίτης, αλλά αθλέτικ, που είναι αγγλικό και τονίζει πόσο λίγο ισπανοί αισθάνονται οι κάτοικοι της χώρας των βάσκων.

Οι άγγλοι μοιάζουν να είναι από άλλο ανέκδοτο, αλλά αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να τους σταματήσει αυτή είναι η μπάρτσα.
Την τρίτη απέναντι στην τσέλση η μπάρτσα έμεινε για πρώτη φορά μετά από έναν χρόνο στο μηδέν σε αγώνα στο καμπ νου. Το κατενάτσιο της τσέλση κατάφερε να κόψει τη φόρα της καλύτερης επιθετικής γραμμής στον κόσμο. Τελευταία ομάδα που τα είχε καταφέρει ήταν η αγγλική μάντσεστερ γιουνάιτεντ!

Η μπάρτσα έπαθε εμπλοκή, αλλά τέσσερις μέρες μετά ξεμπλόκαρε και θύμισε καυτά εξάσφαιρα.
Αρκεί να έχει φυλάξει και μερικά γκολ για τη ρεβάνς στο λονδίνο.
Ίσως να το έχει κάνει ο σάμουελ ετό, που δεν πήρε μέρος στο πάρτι των γκολ απέναντι στην αγαπημένη του ρεάλ με την οποία έχει δημιουργήσει παράδοση.
Αν δεν το κάνει, τότε ο νταβίντ βίγια της βαλένθια πλησιάζει λίγο περισσότερο στο καμπ νου.

Όλα τα άλλα είναι λεπτομέρειες που ανήκουν στην ιστορία.
Το λάθος της ρεάλ να ανοίξει το σκορ σε κάθε ημίχρονο για να εισπράξει τρία γκολ σε κάθε μέρος.
Οι άμεσες απαντήσεις της μπάρτσα που δεν άφησε τη ρεάλ να χαρεί κάποιο τέρμα της περισσότερο από δύο λεπτά.

-Οι επεμβάσεις του κασίγιας που μόνο στο πρώτο μέρος είχε επτά. Παρά τα έξι γκολ παθητικό ήταν ο κορυφαίος της ομάδας του.
-Οι έξι ευκαιρίες του μέσι που μόνος του είχε περισσότερες τελικές από όλη τη ρεάλ. Το μπλουζάκι που φορούσε από μέσα, αφιερωμένο στους αυτιστικούς που πάσχουν από το σύνδρομο X fràgil (κάποτε θα πούμε και για τον χατζησωκράτη που μας λέει έτσι).

-Το γκολ του πουγιόλ που φιλούσε το περιβραχιόνιο με τα χρώματα της καταλονίας.
-Το γκολ του πικέ που την τετάρτη ένεκα απουσιών θα είναι ο ηγέτης της άμυνας των μπλαουγκράνα και χτες πέρασε με άριστα την πρόβα τζενεράλε.
Με άλλα λόγια σκόραραν κι οι δυο κεντρικοί αμυντικοί της μπάρτσα. Για αμφότερους ήταν το πρώτο γκολ στο πρωτάθλημα. Συνολικά για τη μπάρτσα στην πριμέρα έχουν σκοράρει 14 παίκτες.

Ειδικά για τον πικέ, μέχρι πέρσι μοιράζαμε τη μπροσούρα η δικτατορία της μπάρτσα κι ο αποστάτης πικές, εξαιτίας του τρόπου που άφησε την μάσια. Αλλά μετά τον επαναπατρισμό του αυτά ανήκουν στο παρελθόν κι ο πικέ είναι ο καλύτερος μπολσεβίκος.

Η μάσια είναι η ακαδημία με τα φυτώρια της μπάρτσα που έχει τροφοδοτήσει με ταλέντα όλη την ποδοσφαιρική ευρώπη.
Στο κλάσικο με τη ρεάλ έξι από τους έντεκα παίκτες της βασικής ενδεκάδας (και συνολικά οκτώ από τους δεκατέσσερις που αγωνίστηκαν) ήταν ποδοσφαιρικά προϊόντα της μάσια.
Μένει μόνο να επιστρέψει κι ο φάμπρεγας για να ολοκληρωθεί το κολιέ με τα διαμάντια της μάσια.

-Ο κυνισμός του χουάντε ράμος που κατέρρευσε με παταγώδη, σοβιετικό τρόπο.
Η ρεάλ του ράμος είχε δεχτεί μόλις επτά γκολ σε δεκαοκτώ ματς από το δεκέμβρη μέχρι το σάββατο μένοντας αήττητη.
Σε δύο ματς με τη μπάρτσα δέχτηκε περισσότερα (έξι χτες κι άλλα δύο στον πρώτο γύρο). Αυτό ήταν μάλλον και το τέλος για τον προπονητή των μερένγκες που δεν έθελξε κανέναν με το θέαμα που παρουσίασε η ομάδα του.

Από μια άποψη καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα με το αήττητο της ρεάλ, γιατί ο τίτλος ήρθε πιο ηδονικά.
Από μια άλλη, να μένει αήττητο τόσο καιρό ένα τέτοιο συνονθύλευμα, δείχνει πόσο πεσμένο είναι φέτος το ισπανικό πρωτάθλημα.

-Και τέλος το ρεκόρ των 100 γκολ με τον συντελεστή τερμάτων να φτάνει στο +72.
Με τα έξι στο μπερναμπέου η μπάρτσα στρογγύλεψε τα γκολ της στο πρωτάθλημα και πλησιάζει τα 150 συνολικά, σε όλες τις φετινές διοργανώσεις.
Στις τέσσερις αγωνιστικές που απομένουν κυνηγάει το ρεκόρ της ρεάλ με 107, που κρατάει από το 1990, αλλά έγινε σε χρονιά 42 αγωνιστικών, δηλ σε τέσσερις αγώνες περισσότερους.

Έξι στη ρεάλ, άλλα έξι στην ατλέτικο, τέσσερα σε σεβίγια και βαλένθια (στον πρώτο γύρο). Μόνο η βιγιαρεάλ τη γλίτωσε από τους μεγάλους με δύο γκολ παθητικό, αλλά είναι η επόμενη στη σειρά.
Κρατήστε λίγα και για το τέλος...

Visca el Barça! Mes que un club.



Υστερόγραφο: σόρι για τη φυγή. Μικρή παρένθεση.
Από το επόμενο επιστρέφουμε σε σοβαρά (λέμε τώρα) πλαίσια.