Ενώ η
αθλητική κοινή γνώμη βρισκόταν στον απόηχο των πρώτων ημιτελικών του τσου-λου
και σε αναμονή των τελευταίων καθοριστικών αγώνων για το φάιναλ φορ της
ευρωλίγκα και του χτεσινού τελικού κυπέλλου, έσκασε η βόμβα του θανάτου του
τίτο βιλανόβα και σημάδεψε την επικαιρότητα, επισκιάζοντας όλα τα άλλα. Δεν
είναι μόνο ότι ο βιλανόβα είχε συνδέσει τη ζωή του με τους μπλαουγκράνα, αλλά
ότι συνέδεσε και το θάνατό του με μια ιδιαίτερη ποδοσφαιρική σημειολογία, σε
μια περίοδο όπου η ομάδα της μπαρτσελόνα μοιάζει να καρκινοβατεί και να
αργοπεθαίνει η κυριαρχία της στο ευρωπαϊκό στερέωμα –λατρεμένο κλισέ
Κάποιοι διαγιγνώσκουν ότι ο καρκίνος αυτός έχει κάνει μετάσταση στη φλύαρη κι ανούσια κατοχή της μπάγερν του γκουαρδιόλα. Άλλοι τον εντοπίζουν στο πούλμαν που βάζει η τσέλση του μουρίνιο μπροστά στην εστία, για να μη δεχτεί γκολ. Και δεν περιορίζεται σε μια ανάλυση για το σκοπό που αγιάζει τα μέσα, αλλά μας δίνει τον πιο απλό ορισμό του «ποδοσφαιρικού μακιαβελισμού», όταν για παράδειγμα ο πορτογάλος γκρινιάζει για τους αντιπάλους του, που παίζουν αμυντικά για να μην αφήσουν τη δική του ομάδα να σκοράρει εύκολα και να κερδίσει.
Ίσως γι’ αυτό όμως να είναι τόσο γοητευτικό το ποδόσφαιρο κι ο αθλητισμός εν γένει, γιατί ο κάθε «γιατρός»-προπονητής της κερκίδας μπορεί να δώσει τη δική του διάγνωση και να πιαστεί επιλεκτικά από εκείνα τα παραδείγματα που τη δικαιώνουν. Και γιατί δεν αρκεί πάντα να έχεις τους πιο ακριβούς παίκτες και τους καλύτερους γιατρούς, για να πετύχει η θεραπεία.
Δεν είναι τυχαίο πάντως πως ο βιλανόβα είχε μπει στο μάτι του μουρίνιο, που είχε προσπαθήσει με τη σειρά του να του βγάλει το μάτι σε μια συμπλοκή παικτών και τεχνικών επιτελείων που σημάδεψε ένα clasico. Και το μικρό του όνομα δείχνει ότι ήταν ένας συμπαθής ‘ρεβιζιονιστής’ που ήταν το δεξί χέρι του πατερούλη γκουαρδιόλα (με τις... «σταλινικές εκκαθαρίσεις» της παλιάς φρουράς: ντέκο, ετό και ροναλντίνιο), αλλά στην πορεία απογαλακτίστηκε κι είδαν τις σχέσεις τους να ψυχραίνονται μέχρι ένα σημείο και να διαλύεται προσωρινά ο μεταξύ τους δεσμός στο γραφείο πληροφοριών της κομινφόρμ.
Η τακτική και στρατηγική προσέγγιση βέβαια παρέμεινε η ίδια στα βασικά της σημεία. Άρχισαν όμως να συσσωρεύονται στρεβλώσεις και παραβιάσεις των σοσιαλιστικών νομοτελειών, που έκαναν πολλούς να αμφισβητούν πρωταρχικές αξίες, όπως την προτεραιότητα της υποδιαίρεσης Ι (δηλ της παραγωγής μέσων παραγωγής και ταλέντων από την ακαδημία της μασία) και τον πρωτοπόρο ρόλο του τίκι-τάκα. Που στην πραγματικότητα νομίζω ότι είναι εκείνο το μπιμπελό με τις αιωρούμενες σφαίρες που έχουν στα γραφεία τους κάποιοι ψυχίατροι –και που είναι ζήτημα αν υπνωτίζει τελικά τον αντίπαλο και το θεατή στην κερκίδα.
Αφορμή για αυτό το κείμενο πάντως στάθηκε μια τρομερή στιγμή από το μπασκετικό ρεάλ-ολυμπιακός της παρασκευής και το ένα λεπτό σιγής πριν την έναρξη στη μνήμη του βιλανόβα, που το σεβάστηκε απόλυτα το μαδριλένικο κοινό κι ας αφορούσε μια εμβληματική μορφή του μεγάλου τους αντιπάλου –οι παίκτες της ρεάλ μάλιστα φόρεσαν στις φανέλες τους και μια μαύρη κορδέλα σε ένδειξη πένθους. Μία από τις στιγμές που αναρωτιέσαι αν θα μπορούσαμε να ζήσουμε κάποτε στην ελλάδα· κι όταν σκέφτεσαι τι πιθανή κατάληξη θα μπορούσαμε να έχουμε σε αντίστοιχη περίπτωση, κάνεις το σταυρό σου στο θεό του ποδοσφαίρου και όλων των σπορ, που δε θα χρειαστεί ποτέ να μάθουμε στην πράξη την απάντηση. Ή μήπως δεν είναι έτσι;
Προσωπικά μπορώ να σκεφτώ από τα πρόσφατα παραδείγματα την συμπαράσταση της διοίκησης και της ποδοσφαιρικής ομάδας του παοκ στο πένθος της αρειανής οικογένειας για τον αδόκητο χαμό ενός 17χρονου παίκτη της εφηβικής ομάδας. Δεν ξέρω τι αντίδραση θα είχε με την ψυχολογία της μάζας, μια φλεγόμενη τούμπα σε ένα αντίστοιχο λεπτό σιγής. Αλλά που να πάρει ο διάολος, πωρωμένος χούλιγκαν ή μη, υπάρχει ανθρωπιά και φιλότιμο σε έναν κόσμο που πάει στο γήπεδο.
Όλα αυτά μας φέρνουν πάντως στο κλασικό κλισέ περί υπανάπτυκτου πρωταθλήματος –ως εποικοδόμημα ενός εξίσου υπανάπτυκτου ελληνικού καπιταλισμού· γιατί αυτά «ούτε στην ουγκάντα δε γίνονται» και άρχονται τάχα ως μια μορφή στρέβλωσης και παρέκκλισης από τον κανόνα, από όσα βλέπουμε στα ευρωπαϊκά γήπεδα και τον ανεπτυγμένο κόσμο. Όσο να πεις βέβαια, άλλο είναι να βλέπεις στην κερκίδα ως θεατής τα γκολ του μέσι και του ρονάλντο πχ κι άλλο να χτυπιέσαι για τα μάτια του μανιάτη, του τζαβέλα και λοιπών κλαρινογαμπρών κάθε απόχρωσης. Έτσι λοιπόν ανακυκλώνεται σε ένα άλλο επίπεδο η γνωστή συζήτηση περί εξαρτημένων ομάδων που μπαίνουν στο άρμα των μεγάλων δυνάμεων, τη λυκοσυμμαχία της σούπερ λίγκα και την ανάγκη αποδέσμευσης – εξόδου από το πρωτάθλημα, την ευρωζώνη και την κεντρική διαχείριση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων.
Τι σημαίνει όμως ανάπτυξη για το «υπανάπτυκτο» πρωτάθλημα και τον ελληνικό καπιταλισμό; Ανάπτυξη σημαίνει πως από τη μικροαστική ουτοπία της δεκαετίας με τις βάτες με τη μεγάλη διασπορά τίτλων (λάρισα και παοκ πήραν πρωτάθλημα, ενώ καστοριά κι όφη έφτασαν στο κύπελλο) φτάσμε δια της νομοτελειακής διαδικασίας συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης και το νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης στην επικράτηση μιας χούφτας μονοπωλίων και τον οξύτατο μεταξύ τους ανταγωνισμό. Που οδήγησε με τη σειρά του στην κατάρρευση παραδοσιακών δυνάμεων εν μέσω κρίσης (αεκ, άρης, λίμαν μπράδερς, ηρακλής) και την ακόμα μεγαλύτερη μονοπώληση των τίτλων, αρχικά από το ποκ σε μια μορφή διπολισμού και στη συνέχεια στο «μία χώρα-μία ομάδα» με μισό ανταγωνιστή κάθε χρόνο. Σε μια «ελεύθερη αγορά» που χωράει ενάμιση διεκδικητή του τίτλου και μιάμιση ψηφιακή πλατφόρμα με συνδρομητές.
Ανάπτυξη σημαίνει κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός (για τους φίλους κμκ) και σύμφυση κράτους-μονοπωλίων –όπου ως μονοπώλιο δε νοείται πχ ο μπακάλης ενός χωριού, που χωρίς άλλο ανταγωνιστή «μονοπωλεί» τη συγκεκριμένη αγορά, αλλά μια οικονομική σχέση σε ανεπτυγμένη υλική βάση. Αυτή η σύμφυση γίνεται φανερή στο ελληνικό πρωτάθλημα με τις κρατικοδίαιτες παε (ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρίες), τα χρέη προς το δημόσιο που συσσωρεύονται, τις ευγενείς χορηγίες του οπαπ πριν ξεπουληθεί ως κερδοφόρο φιλέτο, το γηπεδικό πολλών ομάδων, τα άρθρα 44 και 99, συγκάλυψη στημένων παιχνιδιών, κοκ. Μια απλή απαρίθμηση θα απαιτούσε καλό αρχείο και πολύ χρόνο. Και είναι τελείως ανώφελο κι αποπροσανατολιστικό να μετρήσουμε ποιο σκάνδαλο είναι μεγαλύτερο και ποια ομάδα βγαίνει πιο ωφελημένη στο ζύγι της εύνοιας.
Παράλληλα χάνονται και κάποια τελευταία ίχνη ρομαντισμού: οι ποιητές της κερκίδας, η ενιαία ώρα διεξαγωγής των αναμετρήσεων, η ραδιοφωνική τους μετάδοση, το φοβερό σήμα έναρξης από το «μικρόφωνο στα γήπεδα» της παλιάς έρα σπορ -που τώρα έχει μετακομίσει ‘στο κόκκινο’ αλλά χωρίς την παλιά του αίγλη.
Όλα αυτά όμως αποτελούν ελληνικό προνόμιο κι ιδιαιτερότητα; Τι γίνεται άραγε στον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο και τις κορυφαίες διοργανώσεις του κόσμου; Στο τσου-λου πρωταγωνιστούν σταθερά σχεδόν οι ίδιες ομάδες. Η πρέμιερ λιγκ διαφημίζεται ς το καλύτερο πρωτάθλημα, αλλά το οφείλει εν πολλοίς και στο εκτεταμένο ξέπλυμα χρήματος που γίνεται για διάφορα πετροδόλαρα και ‘ρώσους ολιγάρχες’. Στην ισπανία ο δικομματισμός μπάρτσα-ρεάλ κινδυνεύει να καταπιεί τα πάντα. Ατλέτικο και λίβερπουλ γίνονται ‘δημοκρατικά άλλοθι’ ενός συγκεντρωτικού συστήματος, όπου ο πρωταθλητισμός λειτουργεί με όρους καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Κι η αφηρημένη ισότητα του αστικού δικαίου (έντεκα αυτοί-έντεκα εμείς) επιχειρεί να αποκρύψει τις τεράστιες ανισότητες και την ανισομετρία που διέπει τις σύγχρονες ποδοσφαιρικές μπίζνες. Ο ολλανδικός αίαντας πχ δε θα μπορέσει ποτέ μάλλον να επαναλάβει το θαύμα του 95’ με τα μωρά του φαν χάαλ, γιατί τα μεγάλα κλαμπ τα κλέβουν από την κούνια τους σχεδόν, πριν καλά-καλά ωριμάσουν ως ταλέντα.
Στην αδιάφθορη γερμανία, εκτός από το σκάνδαλο της ζίμενς, ξέσπασε σχετικά πρόσφατα και το σκάνδαλο χόιτσερ με τα στημένα παιχνίδια. Ναι αλλά εκεί το κράτος λειτουργεί και τιμώρησε τους ενόχους, ίσως πει κανείς. Αυτό αφενός είναι η μισή αλήθεια, γιατί απλώς βρέθηκε ένας αποδιοπομπαίος τράγος που ξεπέρασε ίσως κάποια όρια, αλλά παζάρεψε με διαπραγμάτευση τη θέση του, γιατί γνώριζε πολλά και μπορούσε να πάρει κι άλλους μαζί του. Αφετέρου και στην ελλάδα μπήκαν στη φυλακή ο μπέος (που τώρα πάει για δήμαρχος στο βόλο) και ο ψωμιάδης –φαίνεται το ‘χει το όνομα και τους κυνηγάει ανηλεώς το σύστημα τους ψωμιάδηδες, απ’ όπου κι αν προέρχονται.
Η σοσιαλδημοκρατική νησίδα της σουηδίας, μπορεί να έχει ένα σχεδόν ερασιτεχνικό πρωτάθλημα, όπου η διασκέδαση έχει προτεραιότητα και χαίρεται να το βλέπει ο κόσμος· αλλά πρόσφατα θρήνησε ένα νεκρό από συμπλοκές χούλιγκαν, σε μια είδηση που έσκισε τον υμένα της αθωότητας και σόκαρε τη σουηδία –αναλογικά όπως είχε σοκάρει και τη γειτονική νορβηγία η περίπτωση του φασίστα μπρέιβικ.
Κλείνουμε την ανάρτηση με μια είδηση από το προχτεσινό από τον προχτεσινό αγώνα μπάσκετ τσσκα-παο, που ήταν πιθανότατα ο τελευταίος αγώνας των ρώσων στο συγκεκριμένο κλειστό, καθώς μετά από 45 χρόνια λειτουργίας (δεν κλείνει, αλλά) ιδιωτικοποιείται κι αναμένεται να αλλάξει η χρήση του κι οι δραστηριότητες που θα φιλοξενεί.
Ούτως ή άλλως βέβαια, σε όποιο γήπεδο κι αν παίζει η τσσκα, δεν πρόκειται ποτέ να γίνει καυτή έδρα, όχι μόνο λόγω των πολικών θερμοκρασιών, αλλά και των όχι ιδιαίτερα θερμών εκδηλώσεων του ρώσικου κοινού, που έχει μάθει να παρακολουθεί ήρεμα τους αγώνες, σα να βλέπει τα μπολσόι και δείχνει έτσι ένα κομμάτι της παλιάς σοβιετικής του παιδείας που κρατάει ακόμα.
Κάποιοι διαγιγνώσκουν ότι ο καρκίνος αυτός έχει κάνει μετάσταση στη φλύαρη κι ανούσια κατοχή της μπάγερν του γκουαρδιόλα. Άλλοι τον εντοπίζουν στο πούλμαν που βάζει η τσέλση του μουρίνιο μπροστά στην εστία, για να μη δεχτεί γκολ. Και δεν περιορίζεται σε μια ανάλυση για το σκοπό που αγιάζει τα μέσα, αλλά μας δίνει τον πιο απλό ορισμό του «ποδοσφαιρικού μακιαβελισμού», όταν για παράδειγμα ο πορτογάλος γκρινιάζει για τους αντιπάλους του, που παίζουν αμυντικά για να μην αφήσουν τη δική του ομάδα να σκοράρει εύκολα και να κερδίσει.
Κι εν
πάση περιπτώσει, όταν τα κάνεις αυτά απέναντι στην μπάρτσα, θα βρεις ίσως και
πέντε κομπλεξικούς ή που πηγαίνουν κόντρα στη μόδα με τα αουτσάιντερ, να σε
παραδεχτούν. Αλλά αν τα κάνεις αυτά απέναντι στο δαβίδ της ατλέτικο, με τις
σφεντόνες και τα νεροπίστολα, κόντρα στα δικά σου πυρηνικά, είναι ζήτημα αν θα
βρεις κανένα να σε υποστηρίξει.
Ίσως γι’ αυτό όμως να είναι τόσο γοητευτικό το ποδόσφαιρο κι ο αθλητισμός εν γένει, γιατί ο κάθε «γιατρός»-προπονητής της κερκίδας μπορεί να δώσει τη δική του διάγνωση και να πιαστεί επιλεκτικά από εκείνα τα παραδείγματα που τη δικαιώνουν. Και γιατί δεν αρκεί πάντα να έχεις τους πιο ακριβούς παίκτες και τους καλύτερους γιατρούς, για να πετύχει η θεραπεία.
Δεν είναι τυχαίο πάντως πως ο βιλανόβα είχε μπει στο μάτι του μουρίνιο, που είχε προσπαθήσει με τη σειρά του να του βγάλει το μάτι σε μια συμπλοκή παικτών και τεχνικών επιτελείων που σημάδεψε ένα clasico. Και το μικρό του όνομα δείχνει ότι ήταν ένας συμπαθής ‘ρεβιζιονιστής’ που ήταν το δεξί χέρι του πατερούλη γκουαρδιόλα (με τις... «σταλινικές εκκαθαρίσεις» της παλιάς φρουράς: ντέκο, ετό και ροναλντίνιο), αλλά στην πορεία απογαλακτίστηκε κι είδαν τις σχέσεις τους να ψυχραίνονται μέχρι ένα σημείο και να διαλύεται προσωρινά ο μεταξύ τους δεσμός στο γραφείο πληροφοριών της κομινφόρμ.
Η τακτική και στρατηγική προσέγγιση βέβαια παρέμεινε η ίδια στα βασικά της σημεία. Άρχισαν όμως να συσσωρεύονται στρεβλώσεις και παραβιάσεις των σοσιαλιστικών νομοτελειών, που έκαναν πολλούς να αμφισβητούν πρωταρχικές αξίες, όπως την προτεραιότητα της υποδιαίρεσης Ι (δηλ της παραγωγής μέσων παραγωγής και ταλέντων από την ακαδημία της μασία) και τον πρωτοπόρο ρόλο του τίκι-τάκα. Που στην πραγματικότητα νομίζω ότι είναι εκείνο το μπιμπελό με τις αιωρούμενες σφαίρες που έχουν στα γραφεία τους κάποιοι ψυχίατροι –και που είναι ζήτημα αν υπνωτίζει τελικά τον αντίπαλο και το θεατή στην κερκίδα.
Αφορμή για αυτό το κείμενο πάντως στάθηκε μια τρομερή στιγμή από το μπασκετικό ρεάλ-ολυμπιακός της παρασκευής και το ένα λεπτό σιγής πριν την έναρξη στη μνήμη του βιλανόβα, που το σεβάστηκε απόλυτα το μαδριλένικο κοινό κι ας αφορούσε μια εμβληματική μορφή του μεγάλου τους αντιπάλου –οι παίκτες της ρεάλ μάλιστα φόρεσαν στις φανέλες τους και μια μαύρη κορδέλα σε ένδειξη πένθους. Μία από τις στιγμές που αναρωτιέσαι αν θα μπορούσαμε να ζήσουμε κάποτε στην ελλάδα· κι όταν σκέφτεσαι τι πιθανή κατάληξη θα μπορούσαμε να έχουμε σε αντίστοιχη περίπτωση, κάνεις το σταυρό σου στο θεό του ποδοσφαίρου και όλων των σπορ, που δε θα χρειαστεί ποτέ να μάθουμε στην πράξη την απάντηση. Ή μήπως δεν είναι έτσι;
Προσωπικά μπορώ να σκεφτώ από τα πρόσφατα παραδείγματα την συμπαράσταση της διοίκησης και της ποδοσφαιρικής ομάδας του παοκ στο πένθος της αρειανής οικογένειας για τον αδόκητο χαμό ενός 17χρονου παίκτη της εφηβικής ομάδας. Δεν ξέρω τι αντίδραση θα είχε με την ψυχολογία της μάζας, μια φλεγόμενη τούμπα σε ένα αντίστοιχο λεπτό σιγής. Αλλά που να πάρει ο διάολος, πωρωμένος χούλιγκαν ή μη, υπάρχει ανθρωπιά και φιλότιμο σε έναν κόσμο που πάει στο γήπεδο.
Όλα αυτά μας φέρνουν πάντως στο κλασικό κλισέ περί υπανάπτυκτου πρωταθλήματος –ως εποικοδόμημα ενός εξίσου υπανάπτυκτου ελληνικού καπιταλισμού· γιατί αυτά «ούτε στην ουγκάντα δε γίνονται» και άρχονται τάχα ως μια μορφή στρέβλωσης και παρέκκλισης από τον κανόνα, από όσα βλέπουμε στα ευρωπαϊκά γήπεδα και τον ανεπτυγμένο κόσμο. Όσο να πεις βέβαια, άλλο είναι να βλέπεις στην κερκίδα ως θεατής τα γκολ του μέσι και του ρονάλντο πχ κι άλλο να χτυπιέσαι για τα μάτια του μανιάτη, του τζαβέλα και λοιπών κλαρινογαμπρών κάθε απόχρωσης. Έτσι λοιπόν ανακυκλώνεται σε ένα άλλο επίπεδο η γνωστή συζήτηση περί εξαρτημένων ομάδων που μπαίνουν στο άρμα των μεγάλων δυνάμεων, τη λυκοσυμμαχία της σούπερ λίγκα και την ανάγκη αποδέσμευσης – εξόδου από το πρωτάθλημα, την ευρωζώνη και την κεντρική διαχείριση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων.
Τι σημαίνει όμως ανάπτυξη για το «υπανάπτυκτο» πρωτάθλημα και τον ελληνικό καπιταλισμό; Ανάπτυξη σημαίνει πως από τη μικροαστική ουτοπία της δεκαετίας με τις βάτες με τη μεγάλη διασπορά τίτλων (λάρισα και παοκ πήραν πρωτάθλημα, ενώ καστοριά κι όφη έφτασαν στο κύπελλο) φτάσμε δια της νομοτελειακής διαδικασίας συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης και το νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης στην επικράτηση μιας χούφτας μονοπωλίων και τον οξύτατο μεταξύ τους ανταγωνισμό. Που οδήγησε με τη σειρά του στην κατάρρευση παραδοσιακών δυνάμεων εν μέσω κρίσης (αεκ, άρης, λίμαν μπράδερς, ηρακλής) και την ακόμα μεγαλύτερη μονοπώληση των τίτλων, αρχικά από το ποκ σε μια μορφή διπολισμού και στη συνέχεια στο «μία χώρα-μία ομάδα» με μισό ανταγωνιστή κάθε χρόνο. Σε μια «ελεύθερη αγορά» που χωράει ενάμιση διεκδικητή του τίτλου και μιάμιση ψηφιακή πλατφόρμα με συνδρομητές.
Ανάπτυξη σημαίνει κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός (για τους φίλους κμκ) και σύμφυση κράτους-μονοπωλίων –όπου ως μονοπώλιο δε νοείται πχ ο μπακάλης ενός χωριού, που χωρίς άλλο ανταγωνιστή «μονοπωλεί» τη συγκεκριμένη αγορά, αλλά μια οικονομική σχέση σε ανεπτυγμένη υλική βάση. Αυτή η σύμφυση γίνεται φανερή στο ελληνικό πρωτάθλημα με τις κρατικοδίαιτες παε (ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρίες), τα χρέη προς το δημόσιο που συσσωρεύονται, τις ευγενείς χορηγίες του οπαπ πριν ξεπουληθεί ως κερδοφόρο φιλέτο, το γηπεδικό πολλών ομάδων, τα άρθρα 44 και 99, συγκάλυψη στημένων παιχνιδιών, κοκ. Μια απλή απαρίθμηση θα απαιτούσε καλό αρχείο και πολύ χρόνο. Και είναι τελείως ανώφελο κι αποπροσανατολιστικό να μετρήσουμε ποιο σκάνδαλο είναι μεγαλύτερο και ποια ομάδα βγαίνει πιο ωφελημένη στο ζύγι της εύνοιας.
Παράλληλα χάνονται και κάποια τελευταία ίχνη ρομαντισμού: οι ποιητές της κερκίδας, η ενιαία ώρα διεξαγωγής των αναμετρήσεων, η ραδιοφωνική τους μετάδοση, το φοβερό σήμα έναρξης από το «μικρόφωνο στα γήπεδα» της παλιάς έρα σπορ -που τώρα έχει μετακομίσει ‘στο κόκκινο’ αλλά χωρίς την παλιά του αίγλη.
Όλα αυτά όμως αποτελούν ελληνικό προνόμιο κι ιδιαιτερότητα; Τι γίνεται άραγε στον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο και τις κορυφαίες διοργανώσεις του κόσμου; Στο τσου-λου πρωταγωνιστούν σταθερά σχεδόν οι ίδιες ομάδες. Η πρέμιερ λιγκ διαφημίζεται ς το καλύτερο πρωτάθλημα, αλλά το οφείλει εν πολλοίς και στο εκτεταμένο ξέπλυμα χρήματος που γίνεται για διάφορα πετροδόλαρα και ‘ρώσους ολιγάρχες’. Στην ισπανία ο δικομματισμός μπάρτσα-ρεάλ κινδυνεύει να καταπιεί τα πάντα. Ατλέτικο και λίβερπουλ γίνονται ‘δημοκρατικά άλλοθι’ ενός συγκεντρωτικού συστήματος, όπου ο πρωταθλητισμός λειτουργεί με όρους καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Κι η αφηρημένη ισότητα του αστικού δικαίου (έντεκα αυτοί-έντεκα εμείς) επιχειρεί να αποκρύψει τις τεράστιες ανισότητες και την ανισομετρία που διέπει τις σύγχρονες ποδοσφαιρικές μπίζνες. Ο ολλανδικός αίαντας πχ δε θα μπορέσει ποτέ μάλλον να επαναλάβει το θαύμα του 95’ με τα μωρά του φαν χάαλ, γιατί τα μεγάλα κλαμπ τα κλέβουν από την κούνια τους σχεδόν, πριν καλά-καλά ωριμάσουν ως ταλέντα.
Στην αδιάφθορη γερμανία, εκτός από το σκάνδαλο της ζίμενς, ξέσπασε σχετικά πρόσφατα και το σκάνδαλο χόιτσερ με τα στημένα παιχνίδια. Ναι αλλά εκεί το κράτος λειτουργεί και τιμώρησε τους ενόχους, ίσως πει κανείς. Αυτό αφενός είναι η μισή αλήθεια, γιατί απλώς βρέθηκε ένας αποδιοπομπαίος τράγος που ξεπέρασε ίσως κάποια όρια, αλλά παζάρεψε με διαπραγμάτευση τη θέση του, γιατί γνώριζε πολλά και μπορούσε να πάρει κι άλλους μαζί του. Αφετέρου και στην ελλάδα μπήκαν στη φυλακή ο μπέος (που τώρα πάει για δήμαρχος στο βόλο) και ο ψωμιάδης –φαίνεται το ‘χει το όνομα και τους κυνηγάει ανηλεώς το σύστημα τους ψωμιάδηδες, απ’ όπου κι αν προέρχονται.
Η σοσιαλδημοκρατική νησίδα της σουηδίας, μπορεί να έχει ένα σχεδόν ερασιτεχνικό πρωτάθλημα, όπου η διασκέδαση έχει προτεραιότητα και χαίρεται να το βλέπει ο κόσμος· αλλά πρόσφατα θρήνησε ένα νεκρό από συμπλοκές χούλιγκαν, σε μια είδηση που έσκισε τον υμένα της αθωότητας και σόκαρε τη σουηδία –αναλογικά όπως είχε σοκάρει και τη γειτονική νορβηγία η περίπτωση του φασίστα μπρέιβικ.
Κλείνουμε την ανάρτηση με μια είδηση από το προχτεσινό από τον προχτεσινό αγώνα μπάσκετ τσσκα-παο, που ήταν πιθανότατα ο τελευταίος αγώνας των ρώσων στο συγκεκριμένο κλειστό, καθώς μετά από 45 χρόνια λειτουργίας (δεν κλείνει, αλλά) ιδιωτικοποιείται κι αναμένεται να αλλάξει η χρήση του κι οι δραστηριότητες που θα φιλοξενεί.
Ούτως ή άλλως βέβαια, σε όποιο γήπεδο κι αν παίζει η τσσκα, δεν πρόκειται ποτέ να γίνει καυτή έδρα, όχι μόνο λόγω των πολικών θερμοκρασιών, αλλά και των όχι ιδιαίτερα θερμών εκδηλώσεων του ρώσικου κοινού, που έχει μάθει να παρακολουθεί ήρεμα τους αγώνες, σα να βλέπει τα μπολσόι και δείχνει έτσι ένα κομμάτι της παλιάς σοβιετικής του παιδείας που κρατάει ακόμα.