Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σινεμά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σινεμά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

Όταν ο Μαρξ γνώρισε τον Ένγκελς

Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα

Ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας είναι “Ο νεαρός Μαρξ”, αλλά η ελληνική μετάφραση κάνει μια ουσιαστική προσθήκη κι είναι από τις λίγες φορές που δεν κάνει του κεφαλιού της, αλλάζοντας τα φώτα στον τίτλο μιας ταινίας. Γιατί όσο αλήθεια είναι πως ο μαρξισμός δε θα υπήρχε προφανώς χωρίς το Μαρξ, άλλο τόσο καθοριστική ήταν και η συμβολή του Ένγκελς, τόσο στο θεωρητικό κομμάτι, όσο κι από την άποψη της υλικής, οικονομικής στήριξης στον αχώριστο σύντροφό του, για να προχωρήσει απερίσπαστος στη συγγραφή του Κεφαλαίου.

Αυτό όμως έρχεται πολύ αργότερα από την περίοδο που πιάνει η ταινία. Η οποία αφορά τα νεανικά χρόνια του Μαρξ και του Ένγκελς, την περίοδο της γνωριμίας τους, τις πρώτες κοινές συγγραφικές τους προσπάθειες, την επίδραση του νεοχεγκελιανισμού, τη φιλία και την αμοιβαία εκτίμηση που είχαν αρχικά με τον Προυντόν. Και φτάνει στα χρόνια της ωριμότητάς τους, τη σύγκρουσή τους με το φιλοσοφικό κατεστημένο (Αγία Οικογένεια) της εποχής, την απομάκρυνσή τους από τον Προυντόν -που ο φλογερός φανφαρόνος Μπακούνιν λάτρευε σα θεό- όταν κριτίκαραν τις αναρχικές ιδέες του, και το επαναστατικό 1848. Εκεί όπου ωριμάζουν και συνειδητοποιούν την αναγκαιότητα μιας κομμουνιστικής οργάνωσης -κι όχι ενός γενικά κι αόριστου αγωνιστικού συλλογικού φορέα- οπότε οργανώνονται στην Ένωση των Δικαίων και συγγράφουν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο ως προγραμματική διακήρυξη του νέου φορέα, που αποκτά νέο όνομα, ακριβώς τη στιγμή που η εργατική τάξη εμφανίζεται αυτοτελώς στο ιστορικό προσκήνιο.
Σε αυτά τα χρόνια, οι δύο σύντροφοι συνειδητοποιούν πως το ζητούμενο δεν είναι να ερμηνεύουμε με διάφορους τρόπους τον κόσμο, αλλά να τον αλλάξουμε.


Η μεγαλύτερη αρετή της ταινίας είναι ότι παρακολουθεί κι αναπαριστά γλαφυρά αυτή τη διαδρομή, χωρίς να κάνει πολιτικές εκπτώσεις, για να γίνει αρεστή-προσιτή σε ένα ευρύτερο κοινό ούτε καταλήγει να είναι μια στεγνή πολιτική προκήρυξη χωρίς καλλιτεχνική αξία.

Σκιαγραφεί τους χαρακτήρες, δείχνει την ανθρώπινη πλευρά τους, τις καθημερινές τους ανησυχίες: την αγωνία του Μαρξ που πρέπει να θρέψει την οικογένειά του με τα δημοσιογραφικά του κείμενα αλλά αρνείται σθεναρά να τα αμβλύνει και να τα προσαρμόσει στις βουλές των άλλων. Τη γενναία στάση ζωής της συντρόφου του, Τζένης, που άφησε πίσω της την εύκολη διαδρομή που της εξασφάλιζε η οικογενειακή της καταγωγή, γιατί η ευτυχία είναι συνδυασμένη με την εξέγερση. Την αντίστοιχη προσπάθεια του Ένγκελς να απαρνηθεί την τάξη του, να σπάσει το τείχος της καχυποψίας, να προσεγγίσει τους εργάτες της βιομηχανίας του πατέρα του και τη μετέπειτα σύντροφο της ζωής του. Τη φιλία των δύο ανδρών που δεν είναι πουριτανοί μικροαστοί αλλά ζουν έντονα κι επικίνδυνα, μεθάνε, ερωτεύονται, τρέχουν να το σκάσουν από τους αστυνομικούς που τους κυνηγάνε…

Ίσως βρει κανείς μικρές παραφωνίες στους τίτλους τέλους και την αναδρομή σε όσα ακολούθησαν ιστορικά, όπου υπάρχουν εικόνες από την “άνοιξη της Πράγας” κι ίσως από τις σύγχρονες πλατείες των αγανακτισμένων, αλλά αυτά δεν ακυρώνουν την ουσία και την εύστοχη πολιτική ματιά της ταινίας. Η οποία είναι πανταχού παρούσα, από την πρώτη σκηνή που παρουσιάζει την καταφάνερη κοινωνική αδικία, ως τις τελευταίες με την κομμουνιστική οργάνωση και την προοπτική της διεξόδου. Και καταφέρνει κάτι δύσκολο και σημαντικό: να απευθύνεται εξίσου στους μυημένους και απαιτητικούς θεατές -που βλέπουν πώς έφτασαν οι κλασικοί στη διατύπωση των θέσεών τους- όσο και στο ευρύ κοινό που έχει να κερδίσει πολλά, ακόμα κι αν δεν είχε την παραμικρή επαφή με τη μαρξιστική ιδεολογία -μπορεί να το δει όμως σαν μια καλή εισαγωγή.



Στην Ελλάδα οργανώθηκαν διάφορες μαζικές επισκέψεις από την ΚΝΕ για να δουν φίλοι και μέλη της οργάνωσης την ταινία και να πάρουν ερεθίσματα να συζητήσουν. Κι ίσως αυτό να εξηγεί εν μέρει γιατί πολλά σινεμά βιάστηκαν να την αποσύρουν παρά το σχετικό ενδιαφέρον του κόσμου.

Σάββατο 22 Απριλίου 2017

Βασικά καληνύχτα σας

Μισό αιώνα μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, έφυγε ο Στάθης Ψάλτης, αλλά άφησε πίσω του την αθάνατη ατάκα "Κούλα μ' ακούς; Πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος", που συνδέεται αυτόματα με το μικρό Μητσοτάκη. Ο οποίος ήταν από μικρός Μητσοτάκης και αντιστασιακός κατά της χούντας, από το Παρίσι όπου και διέμενε ως βρέφος, βιώνοντας την πολιτική εξορία με τον πιο σκληρό κι απάνθρωπο τρόπο: το κρασί παλιό, το χαβιάρι μαύρο, το γάλα συμπυκνωμένο, κοκ.

Αλλά ο Ψάλτης συνδέθηκε βασικά (καλησπέρα σας) με τη χρυσή δεκαετία με τις βάτες και την εποχή του ΠαΣοΚ, που ξεκίνησε όμως με τον Καραμανλή, την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ και τη σχετική προλεκάλτ ταινία "ζεις στην ΕΟΚ, μάθε για την ΕΟΚ", από όπου παίρνω το παρακάτω απόσπασμα.



Ο Ψάλτης και το ΚΚΕ (με το Βογιατζή και πάλι στο συντροφικό ρόλο) τα έλεγαν από τότε. Από κομμουνιστική κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια. Κι ο τρελός (είμαι, ό,τι θέλω κάνω) αυτός έζησε αρκετά για να προλάβει κάτι ροζ πασόκους στην (αριστερή) κυβέρνηση και τα παλιά συντροφάκια τους να εγκαλούν το κόμμα, γιατί λέει στηρίζει το ευρώ και την ΕΕ μέχρι την επανάσταση.
-Κούλα με ακούς; Δεν είναι μόνο ο Κυριάκος το πρόβλημα...

Έχοντας ταυτιστεί με τη συγκεκριμένη δεκαετία όσο λίγοι, ο Ψάλτης είναι καταδικασμένος να τον θυμούνται και να τον κρίνουν με βάση τη συμπάθεια και τη γνώμη του καθενός για αυτά τα χρόνια.

Κάποιοι τον θεωρούσαν ανυπόφορο δείγμα της αισθητικής του ΠαΣοΚ και της βιντεοκασέτας, αν και νομίζω πως συγχέουν τις φτηνές και πρόχειρες παραγωγές που κυριάρχησαν στο τέλος της δεκαετίας, με τις μεγάλες επιτυχίες του ΣΨ, που συμπυκνώνουν άριστα το πνεύμα της εποχής τους και γι' αυτό συγκαταλέγονται στις κλασικές στιγμές του ελληνικού σινεμά, κατά τη γνώμη μου. Η οποία όμως μπορεί να επηρεάζεται από τα παιδικά μου χρόνια, όταν και έπαιζαν συνέχεια αυτές οι ταινίες στην τηλεόραση. Κι είναι λίγο σοκαριστικό να συνειδητοποιείς με τραγικό τρόπο την οριστική απώλεια της παιδικής ηλικίας και πως δεν πρόκειται να ξαναρθεί.

Για την ιστορία πάντως: βιντεοκασέτα είναι πχ "ο εραστής" με τη Χριστίνα Παππά, όπου πουλάνε τη δική της ομορφιά και το δικό του όνομα. Οι ταινίες του Δαλιανίδη (Βασική Καλησπέρα σας) και του Χαρτοματζίδη είναι κινηματογραφικές παραγωγές -ανεξάρτητα από τη γνώμη που έχει ο καθένας για αυτές- και η διαφορά γίνεται αντιληπτή με την πρώτη ματιά, από την ποιότητα της εικόνας. Επίσης, βιντεοκασέτες ήταν και μερικές ταινίες του Τσάκωνα (Η Μεγάλη Απόφραξη, Κλασική Περίπτωση Βλάβης), που στην πορεία έγιναν-θεωρήθηκαν κλασικές.


Από την άλλη, κάποιοι δηλώνουν στα προφίλ τους "βαθύτατα συγκινημένοι", στο πνεύμα της εποχής, αν και δεν υπήρξαν ποτέ μεγάλοι θαυμαστές του Ψάλτη. Κάτι που συμβαίνει είτε γιατί αυτό επιτάσσει η μόδα-δικτατορία των ΜΚΔ (social media) είτε γιατί αποχαιρετάμε πένθιμα τα 80'ς που αργοπεθαίνουν και τους εμβληματικούς εκπροσώπους τους (Ψάλτης, Κηλαηδόνης και θα πάρουν κι άλλοι σειρά).

Τα 80'ς αργοπεθαίνουν και μας φαίνονται καλύτερα, γιατί εκτιμάμε αυτό που είχαμε μόλις το χάσουμε, με την εξιδανικευτική λειτουργία της νοσταλγίας για ό,τι μένει φυλακισμένο στη μνήμη, μακριά από τη φθορά και τις αντιφάσεις της πραγματικότητας. Βασικά (καλησπέρα σας) όμως γιατί λειτουργεί καταλυτικά η σύγκριση με όσα ακολούθησαν και ζούμε τώρα, που είναι χειρότερα σε μια σειρά επίπεδα -από την κρίση της συλλογικότητας, μέχρι οικονομικούς δείκτες, όπως το πραγματικό εισόδημα κι η ανεργία, με δυο λόγια τις προοπτικές για να ζήσουμε και να ευημερήσουμε- και είναι να σου σηκώνεται η τρίχα.


Αν προσπαθήσει κανείς να το δει ψύχραιμα κι αποστασιοποιημένα, ο Ψάλτης είχε μεγάλο ταλέντο -άσχετα από τους ρόλους στους οποίους το σπατάλησε- και κωμική φλέβα που την καλλιέργησε στα βιωμάτά του στη βιοπάλη (οικοδομή, καράβια -που είναι μεγάλο σχολείο) και την επαφή του με τον απλό, καθημερινό άνθρωπο, που ήταν και το κοινό του. Όλα αυτά δοσμένα πάντα με υπερβολή, μια αριστοφανική αθυροστομία, έντονες φωνές και κινήσεις, που για κάποιους γίνονταν ένας αφόρητος θόρυβος χωρίς λόγο, εξίσου ενοχλητικός με την ταλαιπωρημένη του χαίτη, που έμεινε ως το τέλος, σύμβολο μιας άλλης εποχής, μαζί με το σωματότυπο και την ξερακιανή φιγούρα που καθιέρωσε.

Σε όλα αυτά, το υποκειμενικό στοιχείο συνυπάρχει με το αντικειμενικό, έρχεται να πατήσει πάνω του σαν ιδεολογία που άλλοτε στρεβλώνει την πραγματικότητα κι άλλοτε την εμπλουτίζει, και στο τέλος της μέρας είναι αδύνατο να διαχωρίσεις το ένα από το άλλο, για να καταλάβεις που ξεκινά η αλήθεια και πού ο μύθος.

Είναι αφοριστικό και λάθος να πούμε πως δε βγαίνουν πια σπουδαίοι κωμικοί. Αλλά είναι βάσιμο να πούμε ότι η κοινωνική εξέλιξη αφαιρεί κάποια στοιχεία από τον πλούτο του ανθρώπινου είδους (για να προσθέσει καινούρια), εξαλείφει κάποιους τύπους ανθρώπων, μετασχηματίζει ριζικά τις σχέσεις που τους καθορίζουν, κι αυτό δεν μπορεί παρά να αποτυπωθεί και στους σύγχρονους κωμικούς, που δεν έχουν τόσο ανεπτυγμένη την επαφή με τον κοινό και τη μαγεία που μπορούν να αναπτύξουν σε αυτή τη σχέση.


Είναι αφοριστικό και λάθος να πούμε πως δε βγαίνουν πια σπουδαία κωμικά έργα -έτσι κι αλλιώς κι αυτά του 80' είναι εντελώς αμφιλεγόμενα και για κάποιους θεωρούνται η αρχή της παρακμής.
Είναι όμως βάσιμο να πούμε πως οι σημερινές σειρές, παραστάσεις, κοκ, βασίζονται πολύ λιγότερο στον ανθρώπινο παράγοντα, τους ηθοποιούς, τους αυθόρμητους αυτοσχεδιασμούς τους, και χάνουν το στοιχείο της θεατρικότητας, παρουσιάζοντας ένα άρτιο τεχνικά μεν, αλλά μάλλον αποστειρωμένο αποτέλεσμα, χωρίς ενδιαφέρον, ανθρώπινους χυμούς και διαχρονικότητα.

Είναι ίσως στα όρια της ιδεοληψίας η αγάπη προς το ρετρό, πολιτικά και καλλιτεχνικά, η προτίμηση στον ήχο του βινυλίου, κλπ. Αλλά είναι αντικειμενικές οι συγκρίσεις με το μίζερο παρόν, καθώς κι η συμπίεση του ψηφιακού ήχου, που πνίγει διάφορες νότες και ήχους, για να χωρέσει την πληροφορία σε ένα αρχείο.

Κι αυτή η συμπίεση σε όλους τους τομείς της σύγχρονης ζωής -που δεν έχει καμιά σχέση με τον περίφημο συμπυκνωμένο πολιτικό χρόνο, που επικαλούμαστε στις αναλύσεις μας- είναι το κλειδί της νοσταλγίας και της εξιδανίκευσης παλιότερων δεκαετιών, όπου μπορεί να μην κοιμόμασταν με ανοιχτές πόρτες -όπως λένε τα χουντικά σταγονίδια κι οι πολιτικοί τους απόγονοι- αλλά είχαμε πιο πολλές πόρτες ανοιχτές για το μέλλον (που έκλεισαν στα μούτρα μας, αλλά αυτό δεν το ξέραμε τότε) και πιο ανοιχτά μυαλά, που δε συμπιέζονταν και δεν έμπαιναν τόσο εύκολα σε καλούπια (αργότερα μπήκαν και πολύ εύκολα, αλλά ούτε αυτό το γνωρίζαμε τότε).


Μπόνους η ανακοίνωση του κόμματος που λέει την αλήθεια, χωρίς υπερβολές και κολακείες.
Ο Στάθης Ψάλτης υπήρξε ένας ταλαντούχος και ιδιαίτερα δημοφιλής ηθοποιός. Το ΚΚΕ εκφράζει τα συλλυπητήριά του στην οικογένεια και τους οικείους του Στάθη Ψάλτη.
Υστερόγραφο: στενοχωρέθηκα. Πάω να φάω ένα σουβλάκι με τζατζίκι...

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2017

Έντουαρντ Σνόουντεν

Το ηθικό δίδαγμα της χτεσινής συγκέντρωσης του ΠΑΜΕ είναι διαχρονικό. Μαζική πορεία πολύς κόσμος, αλλά πάντα μπαίνει ενδόμυχα το ερώτημα αν είναι αρκετός σε σχέση με το ύψος που βάζει η συγκυρία κι οι απαιτήσεις της.


Αλλά σήμερα θα μιλήσουμε (ή μάλλον θα γράψουμε) για κάτι διαφορετικό: τον Έντουαρντ Σνόουντεν -νομίζω πως δεν το έβλεπε κανείς να έρχεται από τον τίτλο.

Η υπόθεση με τις αποκαλύψεις έσκασε το 13', έμεινε ζεστή με τις παρενέργειές της, και με διάφορες κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές παραγωγές που τη δραματοποίησαν, για να έρθει πρόσφατα ξανά στο προσκήνιο με την είδηση (;) ότι οι ρωσικές αρχές προτίθενται να εκδώσουν στις ΗΠΑ (και τη νέα τους εκλεγμένη κυβέρνηση) το Σνόουντεν, που είχε βρει προσωρινό (αλλά ουδέν μονιμότερο του προσωρινού, που λένε) καταφύγιο στη Μόσχα -όπου πήγε να τον βρει και η κοπέλα του, αφού είχε πάρει τριετή άδεια παραμονής στη χώρα.

Ενδιάμεσα υπήρξε το επεισόδιο με το Μοράλες και το αεροπλάνο του Βολιβιανού προέδρου, που προσγειώθηκε αναγκαστικά για να ερευνηθεί, κατόπιν απαίτησης των ΗΠΑ, που υποψιάζονταν πως επέβαινε κρυφά σε αυτό ο Σνόουντεν, για να μεταβεί από τη Μόσχα στη Λατινική Αμερική, όπου θα έπαιρνε πολιτικό άσυλο. Και αν το σημειώνω σήμερα, είναι γιατί ψάχνοντας στο αρχείο του Ρίζου, βρήκα ένα σχόλιο του γραφείου τύπου της κετουκε, που αναφέρει τα εξής:
H άρνηση της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας να επιτρέψουν τη διέλευση και τον ανεφοδιασμό του προεδρικού αεροσκάφους της Βολιβίας, βάζοντας σε κίνδυνο την ασφάλειά του, επικαλούμενες αρχικά «τεχνικά προβλήματα», αλλά κι οι έρευνες που διεξήχθησαν τελικά από τις Αυστριακές αρχές, προκειμένου να εξακριβώσουν εάν στο αεροσκάφος επέβαινε ο πρώην υπάλληλος των μυστικών υπηρεσιών της NSA Σνόουντεν, συνιστούν απαράδεκτες και προκλητικές ενέργειες.
Πρόκειται για εξέλιξη που φανερώνει ότι η ΕΕ και οι κυβερνήσεις της, μπροστά στην όξυνση των ανταγωνισμών μεταξύ καπιταλιστικών κρατών, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους, παραμερίζουν τα όποια προσχήματα, τα διπλωματικά πρωτόκολλα και τις διεθνείς συμβάσεις. Οι ανταγωνισμοί, οι ηλεκτρονικές παρακολουθήσεις, η αλληλοκατασκοπία είναι κι αυτές πλευρές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, της δικτατορίας των μονοπωλίων που οι λαοί είναι επιτακτική ανάγκη με την πάλη τους να ανατρέψουν.
Ομολογώ πως αρχικά -και μέχρι να δω την ταινία του Στόουν- είχα μείνει με αυτήν την εντύπωση κι αυτή μόνο τη διάσταση της υπόθεσης: ότι πρόκειται δηλ για μια ιμπεριαλιστική διένεξη και χοντρό παιχνίδι κατασκοπίας, χωρίς περαιτέρω προεκτάσεις. Εκ των υστέρων, το τελικό συμπέρασμα δεν αλλάζει απαραίτητα, διανθίζεται όμως με κάποιους ενδιαφέροντες αστερίσκους, που το εμπλουτίζουν.

Καταρχάς ο Σνόουντεν στα νιάτα του (όχι πως τον έχουν πάρει τα χρόνια, πάλι νεολαίος θεωρείται με τα δικά μας ηλικιακά κριτήρια για τους νέους γονείς, κτλ) ήταν συντηρητικός, πιθανότατα οπαδός των Ρεπουμπλικάνων. Μπήκε στις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ ως πληροφορικάριος, μετά από τον τραυματισμό του στις ειδικές δυνάμεις, για να υπηρετήσει από ένα άλλο πόστο την πατρίδα του και τα ιδανικά της. Συνεπώς ξεκίνησε έχοντας διαφορετικές απόψεις, που έπεσαν όμως πάνω στο τείχος της πραγματικότητας και μετατοπίστηκαν από την ίδια τη ζωή.

Ο Σνόουντεν καταγγέλλει βασικά κάτι αυτονόητο -για εμάς τουλάχιστον. Ότι οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας του στήνουν έναν τεράστιο ιστό παρακολούθησης, που ελέγχει τα πάντα: κάθε μας κίνηση και δραστηριότητα, ιδιωτικές συνομιλίες, διαδικτυακές επαφές, σχόλια, συναναστροφές, σχέσεις κοκ. Ο Μεγάλος Αδελφός παρακολουθεί τον αντίπαλο, αλλά και τους δικούς του (για σιγουριά), τα άτομα με τα οποία έρχονται σε επαφή, τις επαφές των επαφών, τους συγγενείς, κτλ. Ο τρόπος και η έκταση του συστήματος μπορεί να σοκάρει και τον πλέον υποψιασμένο, ακόμα κι όσους θεωρούν δεδομένη την πρακτική των διαφόρων κρατών και των υπηρεσιών τους. Αν ορισμένοι σφοι πχ θεωρούσαν λίγο γραφικό πχ να βγάζουμε τα κινητά και τις μπαταρίες τους από την αίθουσα όπου συνεδρίαζε η (κ)οβ, ίσως να αλλάξουν γνώμη βλέποντας τη σκηνή με τα μέτρα προστασίας που παίρνει ο Σνόουντεν, και το φούρνο μικροκυμάτων -που ακυρώνει πιθανότατα το σήμα της κινητής τηλεφωνίας.

Πολλές φορές χρειάζεται κι εμείς να αποδεικνύουμε το αυτονόητο, που έχει αξία, ιδίως όταν γίνεται ντοκουμενταρισμένα, με συγκεκριμένα στοιχεία, εκ των έσω. Αλλά αυτό που έχει μεγαλύτερη αξία -κατά τη γνώμη μου- σε αυτές τις αποκαλύψεις είναι πως δεν μπήκαν στο γνωστό καλούπι και στο θρίαμβο του αυτονόητου, που καταλήγει ανόητο: κάτω ο κακός Μπους, ζήτω ο Ομπάμα κι η μεγάλη αγκαλιά των Ντέμοκρατς (που απορροφούν και εξουδετερώνουν σχεδόν κάθε τι -δυνητικά- προοδευτικό και ριζοσπαστικό στην αμερικάνικη κοινωνία).

Το σύστημα παρακολουθήσεων (κι άλλα συστήματα που χρησιμοποιήθηκαν σε πολεμικές επιχειρήσεις) δεν αφορά μόνο την περίοδο του χασάπη Μπους. Λειτούργησε στην εντέλεια και στα χρόνια του Ομπάμα, που δεν μπορούσε να αρνηθεί το αυτονόητο, για αυτό προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις και να υποβιβάσει τη σημασία του (δουλειά ενός χάκερ), παίζοντας παράλληλα με το γνωστό δίπολο "ασφάλεια-ελευθερία", όπου το πρώτο αυξάνεται θεωρητικά, τόσο ώστε να μην υπερβαίνει τα όρια και θίγει το δεύτερο αγαθό. Μια προσπάθεια στην οποία ερχόταν συχνά σε αμηχανία και φανερές ανακολουθίες.

Προκύπτει εύλογα και  το ερώτημα πώς εκθειάζουν τον Ομπάμα, όσοι έχουν δει πχ την ταινία, όσοι γνωρίζουν κάτι για την αυτονόητη αλήθεια του Μεγάλου Αδελφού (που καταργεί βάναυσα κάθε έννοια προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των ευαίσθητων δεδομένων της) και την πολιτική συγ-κάλυψη που της παρείχε ο cool Obama.
Αλλά τι ψάχνεις να βρεις...

Είναι επίσης εξωφρενικά έξυπνο το κόλπο του Σνόουντεν για να περάσει αυτό το υλικό από το χώρο που εργαζόταν (δε θα το αποκαλύψω, για να μην το προδώσω, σε όποιον σκοπεύει να δει την ταινία), αν αληθεύει η εκδοχή που δίνει ο Στόουν. Κάτι πολύ πιθανό, αφού ταξίδεψε στη Μόσχα για να πάρει συνέντευξη από το Σνόουντεν, που πρέπει να του διηγήθηκε όλες τις λεπτομέρειες. (Νομίζω άλλωστε πως αυτή είναι η κλασική μέθοδος του σκηνοθέτη, που είχε πάρει μια συνέντευξη και από το Φιντέλ Κάστρο πριν από καμιά ντουζίνα χρόνια, στην οποία ο Φιντέλ κάνει μερικά απογοητευτικά σχόλια πχ για την Περεστρόικα και το ρόλο του Γκόρμπι -αλλά δεν είναι αυτά προφανώς που θα μείνουν στην ιστορία).

Το τέλος της υπόθεσης δεν έχει γραφτεί ακόμα. Οι ΗΠΑ απαιτούν την έκδοση του Σνόουντεν, που ξέρει πως τον περιμένει βέβαια καταδίκη, αλλά δεν αρνείται να γυρίσει, εφόσον του εξασφαλίσουν μια δημόσια δίκη (για δίκαια δεν το συζητάμε καν).

Στο τέλος της ταινίας, το ερώτημα για το ρόλο και τις προθέσεις του Ε.Σ. παραμένει. Αν είναι ένας ιδεολόγος που κινείται από αγνά κίνητρα, πιστεύοντας ότι κάνει το καθήκον του, δε θα μπορούσε να υπερβεί τους περιορισμούς της αμερικάνικης κοινωνίας -όπου πρακτικά δεν υπάρχει καν ΚΚ- κι έχει πάει ίσως ήδη πολύ μακριά, καταγγέλλοντας το σύστημα συνολικά, όχι τα πρόσωπα, ένα κόμμα, τα διεφθαρμένα στελέχη, κτλ.
Αν πάλι είναι ένας πράκτορας που έδρασε με πλάτες, αυτό δε μειώνει στο παραμικρό την ουσία και τη σημασία των αποκαλύψεών του.

Σε κάθε περίπτωση, η υπόθεση βοηθά το μέσο τηλεθεατή να σκεφτεί και να βγάλει χρήσιμα συμπεράσματα. Για τη ζωή στις ΗΠΑ -και όχι μόνο- ακόμα και για τους Ρώσους, που σκέφτονται να τον πουλήσουν και να τον εκδώσουν...

Υστερόγραφο

Τελείως διαφορετικό με το κυρίως θέμα, αλλά σημαντικό κι ουσιώδες.
Αύριο συνεχίζεται η δίκη του Πελετίδη, κι ο λαός της Πάτρας θα υπερασπιστεί (όπως έκανε και δέκα μέρες πριν) τον αγωνιστή δήμαρχό του, που στοχοποιείται γιατί δεν έτεινε χείρα φιλίας στους νεοναζί της Χρυσής Αυγής.
Δε νομίζω πως οι αναγνώστες του μπλοκ χρειάζονται κάποια δική μου υπενθύμιση για το καθήκον τους. Μπορούν όμως να διαδώσουν παντού το κάλεσμα, για να εκδηλωθεί ακόμα πιο μαζικά -από ό,τι την τελευταία φορά- η αγωνιστική αλληλεγγύη.

Αντιγράφω από τη σελίδα του δήμου Πατρέων.

Ο λαός της Πάτρας, με νέα μεγάλη κινητοποίηση, θα υπερασπιστεί αύριο, 23 Φλεβάρη, όπως έκανε και στις 13 του μήνα, τον αγωνιστή Δήμαρχό του, Κώστα Πελετίδη, που υλοποιώντας την ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, δεν διευκόλυνε την δράση της Ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης, Χρυσής Αυγής, κάνοντας το χρέος του απέναντι στο λαό.
Η διακοπείσα δίκη θα συνεχιστεί αύριο, Πέμπτη 23 Φλεβάρη, με την τοποθέτηση του Δημάρχου, τις αγορεύσεις των συνηγόρων και την έκδοση της απόφασης.
Στο κείμενο της απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου έχουν συγκεντρωθεί χιλιάδες υπογραφές στήριξης του Κώστα Πελετίδη, ενώ δεκάδες είναι οι ανακοινώσεις και τα ψηφίσματα που συνεχίζουν να καταφθάνουν καθημερινά στον Δήμο.
Έχουν σταλεί δεκάδες ψηφίσματα Δημοτικών και Περιφερειακών Συμβουλίων και εκατοντάδες ανακοινώσεις φορέων, συλλόγων και σωματείων.
Σήμερα έφτασαν τα εξής:
-Δημοτικό Συμβούλιο Δήμου Λουτρακίου – Περαχώρας – Αγίων Θεοδώρων
-Δημοτικό Συμβούλιο Δήμου Άργους Ορεστικού
-Νομαρχιακό Τμήμα Α.Δ.Ε.Δ.Υ Αχαΐας

-Εργατικός Συλλόγος Ελλήνων του Κεμπέκ Καναδά
-Εργατικός Συλλογος Ελλήνων Αντιστασιακών του Κεμπέκ Καναδά
-Εργαζόμενοι και Δ.Σ. του Συλλόγου για την Ψυχική Υγεία - ΣΟΨΥ Πάτρας.

ΣΤΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ

Στο μεταξύ αύριο έχουν προκηρύξει στάση εργασίας και συγκέντρωση έξω από το Δημαρχείο (8π.μ.) και στη συνέχεια πορεία και συγκέντρωση έξω από τα Δικαστήρια:
- Ο Σύλλογος Υπαλλήλων του Δήμου Πατρέων
-Το Συνδικάτο ΟΤΑ Νομού Αχαΐας
-Το Σωματείο Εργαζομένων Καθαριότητος του Δήμου Πατρέων
-Το Σωματείο Φυλάκων Σχολικών Κτιρίων και Λοιπών Εργατοϋπαλλήλων Δήμου Πατρέων
-Το Σωματείο Οδηγών – Χειριστών Δήμου Πατρέων
-Ο Σύλλογος Προσωπικού ΔΕΥΑΠ

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2016

Αληθινές ιστορίες

Όσοι πηγαίνουν υποψιασμένοι σε μια ταινία του Κένι Λόουτς, δεν τη βλέπουν για να ευθυμήσουν, αλλά αναζητώντας υλικό για προβληματισμό. Η μοναδική περίπτωση που προσέγγισε τα στοιχεία της κωμωδίας, κατά τη γνώμη μου, ήταν τα χοντροκομμένα αντισταλινικά νοήματα στο "Γη και Ελευθερία" για τον ισπανικό εμφύλιο, όπου ο εθελοντής σφος καίει το κομματικό του βιβλιάριο και φτύνει κατάμουτρα τους κομμουνιστές, για τον προδοτικό τους ρόλο. Αλλά εφόσον μιλάμε για μια αγγλική παραγωγή, δεν ξέρω πόσο ρεαλιστικό θα ήταν να περιμένει κανείς κάτι διαφορετικό.


Η βασική αρετή του Λόουτς και των ταινιών του, που γίνεται όμως μειονέκτημα στα μάτια των επικριτών τους, είναι ο ωμός τους ρεαλισμός. Ο Λόουτς παρουσιάζει την αλήθεια γυμνή κι αφτιασίδωτη, απαλλαγμένη από περιττά σκηνοθετικά στολίδια, σεναριακές (δημιουργικές) ασάφειες, ρηχές και εντυπωσιοθηρικές ανατροπές ή το κλασικό, γλυκανάλατο χάπι εντ (αίσια κατάληξη) που χαρίζει τη λύτρωση. Ο κινηματογράφος δεν υπάρχει για να δίνει σκηνές παρηγοριά, ψεύτικες διεξόδους σε φανταστικούς κόσμους και δικαίωση στη σφαίρα της μυθοπλασίας. Η κάθαρση-νέμεση θα έρθει μόνο στην πραγματική ζωή, από τους θεατές που δε μένουν θεατές στα γεγονότα, αλλά κάνουν την οργή και τις ιδέες τους υλική δύναμη. Ο θεατής φεύγει φορτισμένος συναισθηματικά από όσα δείχνει η ταινία, αλλά το ζητούμενο δεν είναι η συγκίνηση, είναι η δραστηριοποίησή του για να αλλάξει τον κόσμο.

Μπορεί να φταίει η δική μου πεζότητα, η έλλειψη καλλιέργειας και η στενή καλλιτεχνική μου αντίληψη, αλλά αυτός ο ρεαλισμός είναι το βασικό (αν όχι το μόνο) στοιχείο που μπορώ να εκτιμήσω σε μια ταινία. Άλλοι κοιτάνε την ταινία, σαν τον ερωτικό τους σύντροφο. Μπορεί να τους ενδιαφέρει η εμφάνιση, να περνάνε καλά, η αδρεναλίνη της στιγμής, να τους αρέσουν τα σκηνοθετικά ευρήματα και τα μπερδεμένα, αντιφατικά μηνύματα που προσδίδουν μυστήριο και γοητεία, κοκ. Εγώ προσέχω κυρίως το χαρακτήρα της ταινίας, δηλ την υπόθεση, το σενάριο, τους διαλόγους. Και προπαντός το μήνυμά της, αν έχει νόημα, λόγο ύπαρξης και κάτι ενδιαφέρον να πει.

Κι ας έχει ταβάνι την αριστερή πτέρυγα των Εργατικών και τις αυταπάτες για τον Κόρμπιν. Κι αυτές βγαλμένες από τη ζωή είναι εξάλλου, που ξεπερνά τη φαντασία και μας δίνει τα καλύτερα σενάρια. Και δεν είναι τυχαίο, ασφαλώς, πως ο Κ.Λ. έχει μόνιμη συνεργασία με συγκεκριμένο σεναριογράφο, με τον οποίο συνυπογράφουν τις δημιουργίες τους. Κορυφαία στιγμή του δίδυμου πιστεύω πως ήταν η ταινία "ο άνεμος χορεύει το κριθάρι" που αναφέρεται στον αγώνα των Ιρλανδών για ανεξαρτησία, συνδέοντας με μοναδικό τρόπο τον εθνικό παράγοντα και το ταξικό στοιχείο.

Η τελευταία τους δημιουργία ("εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ") είναι μια καταγγελία του ανύπαρκτου, κοινωνικού κράτους (εδώ κολλάει το "δεν υπάρχει κράτος", που ωστόσο επιβεβαιώνει την ύπαρξή του ακόμα και δια της σκόπιμης "απουσίας" του) μέσα από την ιστορία ενός εξηντάχρονου εργάτη-ξυλουργού, που παθαίνει καρδιακό επεισόδιο. Ο γιατρός του τον συμβουλεύει να απέχει για κάποιο διάστημα από τη δουλειά, αλλά το κράτος αξιολογεί πως δε δικαιούται το επίδομα που ζητά και τον υποχρεώνει να ψάχνει για δουλειές, που δεν μπορεί να αναλάβει, όσο δεν ξεπερνά το πρόβλημά του.

Θα μπορούσαμε εδώ να κάνουμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για τη διέξοδο που δίνει (;) ο Λόουτς, με βάση μια κομβική σκηνή προς το τέλος, και το ίδιο το τέλος της ταινίας. Αλλά δεν πρόκειται να το προδώσω (σε αντίθεση με μια σφισσα, που μας το φανέρωσε, γιατί το θεωρούσε προβλέψιμο). Έτσι κι αλλιώς όμως, σημασία δεν έχει μόνο τι γίνεται, αλλά πώς μας το δίνει και τι μηνύματα προσπαθεί να περάσει μέσα από αυτό.

Η κρατική αναλγησία, η απρόσωπη γραφειοκρατία, οι παράλογες απαιτήσεις από ηλικιωμένα άτομα -υποτίθεται για να διευκολυνθούν οι διαδικασίες, η οργανωμένη απελπισία που οδηγεί συνειδητά τον κόσμο στην παραίτηση (από τα επιδόματα και τα δικαιώματα εν γένει), η  μη αξιοποίηση ενός γερού, δημιουργικού ατόμου από το κοινωνικό σύνολο, η καταπάτηση της αξιοπρέπειας, η εξαθλίωση, η πορνεία ως αναγκαστική "διέξοδος", κτλ
Η μεγάλη οθόνη είναι απλά ένα μέσο, ο σκοπός όμως δεν μπορεί παρά να είναι πολιτικός, εφόσον καταπιάνεται σοβαρά με την πραγματική ζωή και τα προβλήματά της.



Αρχικά σκεφτόμουν να επιχειρήσω μια σύνδεση της ταινίας με το... "αισιόδοξο ψυχοπλάκωμα" και τα βουρκωμένα μάτια που σου αφήνει το ντοκιμαντέρ της κετουκε για το ΔΣΕ -ιδίως αν το βλέπεις μαζί με βιομηχανικούς εργάτες, στην εκδήλωση της ΚΟ Βιομηχανίας στο Αλκυονίς. Πιθανότατα όμως χρειάζεται ξεχωριστή ανάρτηση για αυτό.

Θα προτιμήσω λοιπόν για τον επίλογο μια σύντομη αναφορά στην αλήθεια και τους επίδοξους εραστές της, που της αλλάζουν τα φώτα, με αφορμή μια πρόσφατη ατάκα του Τσακαλώτου για το "τρου-στόρι" της ΔΦΑ, που διαδέχτηκε το "σαξές στόρι" του Σαμαρά.
Αντώνη σόρι, μα βρήκανε καλύτερο αγόρι κι εδώ τελειώνει το δικό σας στόρι.

Ένα αγόρι που θα έσκιζε τα μνημόνια, αλλά έβγαλε έρπη και αναγκάστηκε να υπογράψει κι άλλο, περήφανο κι "αριστερό".
(Τρου-στόρι).
Κόβει συντάξεις, δίνει πίσω ένα μικρό εφάπαξ και το βαφτίζει 13η σύνταξη -ενώ είχε κόψει και την 14η.
(Τρου στόρι).
Περηφανεύεται όμως πως είπε την αλήθεια στο λαό (το καλοκαίρι του 15') κι αυτός τον ξαναψήφισε με πλήρη γνώση και συνείδηση.
(Τρου στόρι).

Αλλά ο τελευταίος που μοίρασε πεντακοσάρικα, προεκλογικά, έχασε πανηγυρικά και τον πήγαν με συνοπτικές διαδικασίες στο σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας.
(Τρου στόρι).
Και ναι, τα πεντακοσάρικα είναι απόπειρα εξαγοράς ψήφου και συνειδήσεων. Κάθε εποχή έχει το αντίτιμο εκμαυλισμού που της αξίζει. Το μικρότερο αντάλλαγμα δεν αλλάζει την ουσία. Κι όποιος την αρνείται, είναι συριζαίος (Πασόκος) με πολιτικά.
(Τρου στόρι).

Και μοιάζει η αλήθεια σου πελώριο ψέμα, Ευκλείδη, που γαντζώνεται από (κυβερνητικά) αξιώματα, για να επιπλεύσει μερικούς μήνες ακόμα. Ρώτα και το Διονύση στην ΕΡΤ, που τραγούδησε το στίχο, να σου πει τις λεπτομέρειες.

Η αλήθεια όμως δε χωράει στα στενά καλούπια της ομάδας του Μουρούτη ή των Συριζοτρόλ (που κι αυτοί την ίδια ταρίφα -500άρικο- παίρνουν και στον ίδιο βούρκο κολυμπάνε). Η αλήθεια δεινοπαθεί από τους όψιμους true (αυθεντικούς) κομμουνιστές, που κουνάνε επιτιμητικά το δάχτυλο στο κόμμα και τη βάση του.

Η αλήθεια γράφεται με κόκκινο διορθωτικό στιλό, που διορθώνει τα λάθη (α-λήθεια), όπως εξάλλου και η ιστορία.
Η ιστορία γράφεται με κόκκινο. Ή κόκκινο από ζωή ή κόκκινο από θάνατο.
ΤΡΟΥ ΣΤΟΡΙ.

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Είναι εφικτός

Δεν ανήκει στις ένοχες, μυστικές απολαύσεις μου, κι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δε θα είχα πρόβλημα να βγω θαρρετά (από την ντουλάπα μου) και να το παραδεχτώ ανοιχτά, όπως κάνω πχ για τη δεκαετία με τις βάτες και την αισθητική της, που την υπερασπίζομαι κριτικά, σαν Σοβιετική Ένωση. Παρόλα αυτά, έπρεπε να συνοδεύσω μια σφισσα, με αντίστοιχα ένοχα (αλλά βασικά απενοχοποιημένα) γούστα και έτσι βρέθηκα στο σινεμά να παρακολουθώ μία από τις δύο ταινίες που κόβουν τα περισσότερα εισιτήρια, αυτές τις μέρες. Όχι τον πόλεμο των άστρων, αλλά αυτή που οδήγησε στην εν Ελλάδι αναβολή της παγκόσμιας πρεμιέρας του, κι έτσι γίναμε μόλις η προτελευταία χώρα στον κόσμο, όπου θα προβληθεί η ταινία, μπροστά μόνο από την Κίνα, κάτι που αποδεικνύει περίτρανα πως είμαστε η τελευταία σοβιετική χώρα της Ευρώπης.


Και τη βρήκαμε ευτυχώς σε αρκετά καλή τιμή (δύο εισιτήρια στην τιμή του ενός), ώστε να μην κλαίμε για τα λεφτά που δώσαμε, αλλά δυστυχώς κάπως καλύτερη των προσδοκιών μας, χωρίς πολύ υλικό για να γελάσουμε, όπως στην προηγούμενη ταινία (Αν): με την εγκυμοσύνη ελέφαντα, που κρατούσε τέσσερις εποχές, τις ανερυθρίαστες αντιγραφές σκηνών, τον παθιασμένο έρωτα με τα κορμιά να χτυπιούνται σαν κριάρια μεταξύ τους, και το φτωχικό, καθημερινό διώροφο ενός άνεργου σκηνοθέτη στην Πλάκα, που υπάρχει και τώρα στην ιστορία -αλίμονο- το ίδιο ή κάποιο άλλο γειτονικό, αλλά αυτή τη φορά στα χέρια κάποιου στελέχους πολυεθνικής εταιρίας. Και το οποίο σχολίαζε στις παραστάσεις του και στο περυσινό Φεστιβάλ κι ένας άλλος Χριστόφορος, (ένας είναι ο Χριστόφορος, αλλά το γράφω έτσι, για να παραπέμπει στον τίτλο της ταινίας), ο Ζαραλίκος, που έκλεινε το φετινό πρόγραμμά του διασκευάζοντας το Μπέλα-Τσάο (το οποίο παράγουμε σε μεγαλύτερες ποσότητες απ' όσες μπορούμε να καταναλώσουμε), με το προφητικό (ως προς την ταινία τουλάχιστον) φινάλε: αγάπη μόνο ρε μουνιά... (ναι μουνιά, γιατί όχι; Είναι πολύ ωραία λέξη, όπως έλεγε σε έναν παλιό δίσκο του ο Χάρρυ Κλυνν).

Σίγουρα ένας φανατικός του είδους έχει την ευκαιρία να δει περισσότερα πράγματα και να ικανοποιηθεί, όχι γιατί δεν τα περίμενε και δεν ήξερε πως θα τα βρει, αλλά ακριβώς γιατί τα βρίσκει, αναγνωρίζει κι επιβεβαιώνει κλασικά στοιχεία και νόρμες, όπως το ντεζαβού διαρκείας με τις κλεμμένες σκηνές-ατάκες-σενάρια ολόκληρα (σε έχω δει κάπου, κάπου σε ξέρω), τη μανία του με τους τοίχους στις ερωτικές σκηνές (αν και αυτή τη φορά δεν υπάρχει γυμνό, γιατί είναι σοβαρή ταινία), το Οιδιπόδειο διαρκείας με τις μάνες, τη φανερή έλλειψη ρεαλισμού σε μια σειρά συμπτωματικών συμπτώσεων στην πλοκή της υπόθεσης, όπου μπερδεύονται όλοι με όλους και την σχετικά προβλέψιμη εξέλιξη των πραγμάτων.

Κι υπάρχουν αναμφίβολα σημεία, που ακόμα κι ένας αμύητος, μη πεπειραμένος θεατής μπορεί να διακρίνει και να γελάσει. Όπως σχολίασε κι ένας σφος, είναι σα να άνοιξε ο Χριστόφορος μια μέρα την τηλεόραση, σε ένα δελτίο ειδήσεων, ή μια εφημερίδα, και να "εμπνεύστηκε" από (αντέγραψε) όσα είδε, (επ)ανακαλύπτοντας την Αμερική της κρίσης και των συνεπειών της. Κι όλα αυτά, πασπαλισμένα με μια σειρά λατρεμένα κλισέ, πχ το διαχωρισμό ευρωπαϊκού βορρά-νότου και τους τροϊκανούς που φέρνουν τις απολύσεις από το εξωτερικό και τα πάνω-κάτω στη ζωή των Ελλήνων, ότι οι πολιτικοί (και η πολιτική) είναι κακοί και μας χωρίζουν, Έλληνες, Άραβες και Γερμανούς, κοκ...
Αλλά δεν είναι τόσο τρανταχτά και ξεκαρδιστικά, όσο άλλοτε...

Άσε που μπορείς να βρεις ακόμα και θετικά στοιχεία, όπως την ερμηνεία της Καβογιάννη και του οσκαρικού της παρτενέρ, με την τόσο συμπαθή φυσιογνωμία, που λέγεται πως εντυπωσιάστηκε από τις ικανότητες της Καβογιάννη. Αλλά και την τελευταία κινηματογραφική εμφάνιση του Μηνά Χατζησάββα (που άξιζε πιθανότατα έναν καλύτερο επίλογο στην καριέρα του), και μάλιστα σε κόντρα ρόλο, όπου ενσαρκώνει έναν χρυσαυγίτη. Και προπαντός, το μονόλογο-ξέσπασμα της Καβογιάννη στο σύζυγό της: είσαι ένας μέτριος, ένας βλάκας, ένας φασίστας!

Γιατί ο αντίφα Παπακαλιάτης έχει και τέτοια πολιτικά μηνύματα, όπως φαίνεται και από τον τίτλο της ταινίας του: ένας άλλος κόσμος (είναι εφικτός). Με ποιον τρόπο; Με την αγάπη, τον αρχαίο μύθο της Ψυχής και του Έρωτα, που καταργεί όλα τα σύνορα και κάθε διάκριση.
Αγάπη μόνο ρε μουνιά...

Δεν είναι αυτό πολιτική σκέψη; Τι παραπάνω έχει δηλ η πολιτική της κυβέρνησης Σύριζα, που χρησιμοποιούσε αυτό το σύνθημα (ως συμπλήρωμα στο "οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη"), συνολικά η σοσιαλδημοκρατία με την "τέχνη του εφιικτού" (τίτλος βιβλίου του Μιτεράν) ή οι ριζοσπαστικές της εκδοχές της, όπως το αντικαπιταλιστικό ΣΕΚ (ας μη φορτώσουμε το κείμενο με πολλά εισαγωγικά, τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται), που είχε κάνει σημαία το Πόρτο Αλέγκρε και την πάλη κατά της παγκοσμιοποίησης (γιατί ο ιμπεριαλισμός δεν είναι μοδάτη έννοια).

Στην τελική, ο Παπακαλιάτης, γόνος επιχειρηματία, που είχε αναλάβει την ΚΑΕ Ηράκλειο, κι αναθρεμμένος σε ένα κατεξοχήν μικροαστικό Πασοκονήσι, δύσκολα θα μπορούσε να μας πει κάτι παραπάνω για όλα αυτά. Ως εκεί έφτανε, ως εκεί μας είπε, κι από μια άποψη, πολύ καλά έκανε. Το πρόβλημα δεν είναι αυτός, αλλά η σιωπή των υπόλοιπων, του πολιτικοποιημένου καλλιτεχνικού κόσμου και γνωστών δημιουργών με ευρύτερη απήχηση, που δεν έχουν μιλήσει με το έργο τους, με αποτέλεσμα οι μόνοι που το έχουν πιάσει ως φαινόμενο, όπως μπορούν, να είναι ο αντίφα Παπακαλιάτης κι ο (ψηφοφόρος του ΚΚΕ ελέω Κανέλλη, νομίζω) Καπουτζίδης, στην Εθνική Ελλάδος. Κι αντιστρόφως, εγώ/εμείς που αγνοούμε ή σνομπάρουμε άλλους λιγότερο προβεβλημένους καλλιτέχνες κι έργα, που μιλάνε με αξιώσεις για όσα συμβαίνουν γύρω μας.

Όσο για το Σταρ Γουόρς, έχω υπόψη μου κάποιους παραλληλισμούς με τους Σοβιετικούς, τον πόλεμο των Άστρων και την αυτοκρατορία του Κακού, αλλά αυτά μάλλον δεν είναι ικανά από μόνα τους να με πείσουν να παρακολουθήσω ένα είδος που δε με έχει κερδίσει. Κι ο Σνάιπερ δεν είναι κι ιδιαίτερα πιεστικός, για να μπορέσει να με παρασύρει..

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Η πόλη ποτέ δεν κοιμάται

…γιατί η τηλεόραση μένει πάντα ανοιχτή στο σπίτι να νανουρίζει τους κατοίκους της και τις ανησυχίες τους. Και αν πας στα μουλωχτά να την κλείσεις, θαρρείς πως έχουν κάποιο κουμπάκι του μυαλού τους συνδεμένο και ξυπνάνε αυτόματα, μόλις τους στερήσεις το αφιόνι. Που αυτός είναι δηλ ο αντικειμενικός σκοπός, να τους αφυπνίσεις. Αρκεί να μην είναι για λίγο, ίσα-ίσα για να πάρουν ξανά το τηλεχειριστήριο, να την ξανανοίξουν και να αλλάξουν απλώς πλευρά. Πρώτη φορά αριστερά.


Θυμάμαι την προσμονή που μου δημιουργούσε ο τίτλος και η χρονολογία της ομώνυμης ταινίας (το εθνοσωτήριο 1984), το εναγώνιο ψάξιμο για να τη βρω, την αδιάφορη ιστορία και τον κακό ήχο της κόπιας, τις προσδοκίες που διαψεύστηκαν και την αποζημίωση από τη λευκή στολή του Βασίλη, με βαμμένα μάτια, να τραγουδά σε μια ντισκοτέκ το «άσε με να κάνω λάθος» -αξία ανεκτίμητη!


Την ξενιτιά του Καζαντζίδη την απορρίπτουμε από θέση αρχής, γιατί θεωρητικοποιούμε το φόβο μας για το άγνωστο ή γιατί την ταυτίζουμε ασυνείδητα με τη λιποταξία, μέχρι δηλαδή να βρεθείς κι εσύ στην ανάγκη να ρίξεις μαύρη πέτρα πίσω σου και να αρχίσεις ξαφνικά να ανακαλύπτεις και θετικά, για να διασκεδάσεις τις αμφιβολίες σου. Εσύ, που κάποτε δε συζητούσες καν να πας Εράσμους, όχι επειδή είναι πρόγραμμα της ΕΕ, αλλά γιατί έτρεμες μην χάσεις το χειμερινό εξάμηνο, με τις εγγραφές και το Πολυτεχνείο, ή το εαρινό με τις φοιτητικές εκλογές και την Πρωτομαγιά.

Οπότε μένουμε Ελλάδα. Και μας μένει να επιλέξουμε κάποιο από τα πάτρια εδάφη, εκείνο που θα μας κάνει να αισθανόμαστε λιγότερο ξένοι, σε σχέση με τα άλλα. Ας είναι κι ο Αϊ-Στράτης που λέει ο λόγος. Είναι κι αυτή μια ελληνική γωνιά. Κι όχι απαραίτητα η πιο τρομακτική, αν τη συγκρίνεις με κάποιες σύγχρονες περιπτώσεις.

Στην επαρχία μπορείς να ανακαλύψεις ξανά το χαμένο νόημα της ζωής, τη μυρωδιά του, τα φυσικά του χρώματα, χωρίς τα pixel της υψηλής ευκρίνειας και του αστιγματισμού, που σου χαρίζουν οι καινούριες οθόνες. Βρίσκεις κατανόηση, ζεστασιά (και ας σου λείπει καμιά φορά το Προδέρμ και οι ανέσεις της πόλης), την έμπνευσή σου που ήταν κρυμμένη κάτω από μια γκρίζα, επαναλαμβανόμενη μονοτονία. Μα πάνω απ’ όλα ανθρώπινους ρυθμούς, που δε δοκιμάζουν τα νεύρα και τις αντοχές σου, αλλά σε τοποθετούν εκ νέου στο επίκεντρο της δικής σου ζωής, αντί να τρέχεις όλη μέρα σαν τρελό ηλεκτρόνιο, μηχανικά, χωρίς να καταλαβαίνεις καν γιατί. Μόνο που αυτό μπορεί να σου φανεί σαν την κατάρα της ακινησίας, των πραγμάτων και της σκέψης που τα ακολουθεί σαν εποικοδόμημα, και εκείνων των πολιτικών συνειδήσεων που μένουν στάσιμες και ερημώνουν, σαν τα χωριά των γονιών μας.

Τίποτα όμως δεν είναι μονοσήμαντο. Εδώ μπορείς να βρεις ίσως πιο αγνές σχέσεις, αυθεντικούς ανθρώπους, μακριά από την αποξένωση και τη μούχλα της αστικής ιδιώτευσης, ζωντανούς κι ανοιχτούς, σε αντίθεση με τα μονόχνοτα, «ψαγμένα» στρείδια της πόλης, που δεν κρύβουν κανένα θησαυρό μέσα τους και λειτουργούν συχνά σαν κλειστά μοναχοπαίδια· που έχουν ανάγκη να μείνουν μόνοι τους, με τον εαυτό τους και με πράγματα που διαρκώς τον επιβεβαιώνουν, ενώ ακόμα κι οι πιο «ομαδικές» πράξεις τους καταλήγουν προσαρμοσμένες σε αυτή την «ανάγκη» και λειτουργούν ως συλλογικό της άλλοθι.

Αλλά αν έχεις μάθει να αυτοπροσδιορίζεσαι και να λειτουργείς ως πολιτικό ον, που επιβεβαιώνει έτσι ακριβώς την ανθρώπινή του υπόσταση και την ειδοποιό του διαφορά από άλλους ζωντανούς οργανισμούς, που δε νιώθουν την ανάγκη να μετασχηματίσουν το περιβάλλον τους και να αλλάξουν ριζικά τον κόσμο, νιώθεις πάντα μισός και ψάχνεις κάπως να καλύψεις το κενό. Κυνηγάς με το ντουφέκι πολιτικές εκδηλώσεις (αντί για άλλα μη πολιτικά όντα του δάσους) και ευκαιρίες για «πολιτικό-κινηματικό τουρισμό» στην πρωτεύουσα, όπου η μόνη ξεκούραση που προσφέρεται στο μάτι είναι όταν χάνεται το βλέμμα στο πλήθος της συγκέντρωσης ή κάποιου πανελλαδικού συλλαλητηρίου. Η πλατεία ήταν γεμάτη με το νόημα που ‘χει κάτι από τις φωτιές, που θα κουβαλάς μέσα σου να σε φωτίζουν, μέχρι να σωθεί η θύμησή τους απ’ το καντήλι του μνήμης μας.

Κι ύστερα (ύστερα, μα δεν υπάρχει ύστερα, τα ύστερα του κόσμου) από μια τέτοια ψυχική ανάταση, ξαναγυρνάς στη νηνεμία που σε πλακώνει σα νεκροταφείο, σχεδόν δε βρίσκεις λόγο να πας σε μια απεργιακή συγκέντρωση και να γίνουν πχ πενήντα οι σαράντα εννιά διαδηλωτές στην πόλη σου. Ε και τότε δε γίνεσαι απλά ένα με τη φύση, αλλά νιώθεις να αποσυντίθεσαι σαν πολιτικό πτώμα, για να γίνεις στην καλύτερη λίπασμα για τους επόμενους, αντί να ρίχνεις εσύ ο ίδιος το σπόρο της νέας ζωής, σαν ώριμο, συνειδητό τέκνο της οργής. Κι ας ξέρεις ενδόμυχα πως αν καταφέρεις να βάλεις την πρώτη σπίθα, εδώ υπάρχει πρόσφορο έδαφος για να εξαπλωθεί πιο γρήγορα η φωτιά.

Και στις πόλεις σύντροφε;
Τα όνειρά μου στην πρωτεύουσα με στείλαν
για να μιλάω πάντα χαμηλόφωνα
Με τους σκυφτούς ανθρώπους της, τα πλημμυρισμένα με όνειρα υπόγεια, τα ντουβάρια που σε πλακώνουν σαν απομόνωση και την οθόνη πάντα σε ρόλο άγρυπνου φύλακα, να αιχμαλωτίζει παρέες, συζητήσεις, δημιουργικό χρόνο, και τη φαντασία μας, με τα έτοιμα, προκατασκευασμένα πρότυπα.
Αλλά καταφέρνει να διασκεδάζει τη μοναξιά σου, με τους συντρόφους που σου χαρίζει απλόχερα, τις ομιλίες, τις εκδηλώσεις, τις παραστάσεις, τις προβολές, και το δικαίωμα να είσαι… εκλεκτικός, και να διαλέγεις σε τι απ’ όλα θα (πρωτο)πας.

Κι όπως θα τρως την ώρα σου στο μποτιλιάρισμα και στη θέση για το παρκάρισμα, που ενίοτε είναι πιο δυσεύρετη κι από θέση εργασίας, γιατί η πόλη ποτέ δεν κοιμάται (απλώς πάσχει από αϋπνίες και τους θορύβους της, σαν τρανταχτά ροχαλητά στο αυτί σου) θα έχεις όλο τον χρόνο να φιλοσοφήσεις για να καλμάρεις τα νεύρα σου, να σκεφτείς πώς θα είναι οι συγκοινωνίες στην κοινωνία του μέλλοντος και πώς θα λύσουμε τη βασική αντίθεση μεταξύ πόλης και υπαίθρου.

Αναδημοσίευση από το Ατέχνως

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Polaroid

Αναδημοσίευση από Ατέχνως

Κάθε βράδυ μαζευόμαστε με τα οικεία μας πρόσωπα, για να μοιραστούμε τις μοναξιές μας και την ανία μας. Θρηνούμε μαζί το τέλος μιας άδειας κι αδιάφορης μέρας, που θα τη διαδεχτεί μια άλλη, πανομοιότυπη. Σκοτώνουμε την ώρα μας και ένα κομμάτι του εαυτού μας, μπροστά από οθόνες, ξοδεύοντας λίγη ζωή ακόμα. Κάθε λεπτό φαίνεται σαν ώρα, χωρίς να αφήνει πίσω του όμως μέρες γεμάτες, που θα μετράνε σα μήνας η καθεμιά στον τελικό απολογισμό. Κι αυτή είναι η μεγάλη αντίφαση, που επιβεβαιώνει εμπειρικά τη σχετικότητα του χρόνου, αλλά και της παρέας που τη νοηματοδοτεί.


Η συλλογικότητα είναι μορφή αναζήτησης, μια προσπάθεια να αποκτήσει νόημα η στιγμή που περνάει και χάνεται. Αυτό είναι το έντιμο συμπέρασμα στο οποίο φτάνει η πρωταγωνίστρια της ταινίας «Polaroid», καθώς προσπαθεί να ξετυλίξει το φιλμ της ζωής μας. Προηγουμένως στρέφεται με την κάμερά της στους συνανθρώπους της και μαγνητοσκοπεί τις αντιδράσεις τους στο απλό ερώτημα: τι είναι συλλογικότητα; Συναντά γιάπηδες, που την αποφεύγουν έντρομοι στο άκουσμα της απαγορευμένης λέξης. Βρίσκει δύο ιερόδουλες από την πρώην ΕΣΣΔ, που της απαγγέλλουν ένα ποίημα των σοβιετικών, παιδικών τους χρόνων και, μολονότι γελάνε ειρωνικά, δίνουν εν αγνοία τους την πιο εύστοχη απάντηση απ’ όλους. Το πιο ψαγμένο μέλος της παρέας ακυρώνει τελικά κάθε άλλη ανησυχία του και καταλήγει στο ότι συλλογικότητα είναι ο τελικός του Μουντιάλ (του 98’), το πάθος της στιγμής, η έκρηξη συναισθημάτων, η κορύφωση της αγωνίας, τα εκατομμύρια βλέμματα που στρέφονται πάνω στους παίκτες. Ενώ ο πιο ντροπαλός και συνεσταλμένος ανακαλύπτει τον εαυτό του στον εσωτερικό θεατρικό μονόλογο που του αναθέτουν και την καλλιτεχνική δημιουργία.

Η ταινία προβάλλει εν μέρει ως πρόδρομος ίσως του σύγχρονου χιπστερισμού, του ρηχού απολιτίκ εναλλακτισμού και της μεταμοντέρνας νοσταλγίας του παρελθόντος· αλλά όχι απαραίτητα στην πιο αντιπαθητική εκδοχή τους.
Ένας εκ των πρωταγωνιστών προσπαθεί μάταια να βραχυκυκλώσει το μιντιακό σύστημα με τη μέθοδο του Λούθερ Μπλίσετ και την πρόκληση ενός ψευδογεγονότος, βρίσκοντας τελικά μάλλον τα όρια του δικού του σχεδίου, παρά αυτά του συστήματος. Μια σκηνή σατιρίζει την ερμηνεία του Μητροπάνου, που τρέχει εναγώνια πίσω από τη μουσική του τραγουδιού, για να την προλάβει, προξενώντας αυθόρμητα τη συμπάθεια των ακροατών του. Άλλες σκηνές επικρίνουν τα «παλιά, σκουριασμένα μυαλά» (παλιατζή πάρτα όλα), σε αντίθεση πάντως με τα τραγούδια εκείνης της εποχής (Αυτά είναι τραγούδια. Γιατί; Αμφιβάλλετε;) και… τον Πασχάλη, που εμφανίζεται φευγαλέα σε ένα πλάνο.

Κατά μία έννοια, το Polaroid θυμίζει συνειρμικά το άλμπουμ «Αδιέξοδα» του Αρκά και τις αποτυχημένες απόπειρες του Κόκορα να δώσει λύση στα υπαρξιακά του προβλήματα. Και εν κατακλείδι, μπορεί να μη δίνει διέξοδο και να μην προσεγγίζει εκείνες τις μορφές συλλογικότητας που γεμίζουν τον (πολιτικό) χρόνο, δίνοντας κάποιο νόημα στη ζωή μας, αλλά καταφέρνει τουλάχιστον να μην κλέβει άσκοπα το δικό μας, αποτελώντας μια καλή επιλογή για το θεατή και την παρέα που δεν ψάχνουν απλώς να σκοτώσουν την ώρα τους.


Κι ως υστερόγραφο ένα χτεσινό σχόλιο από την ίδια ιστοσελίδα

Δυνατά-δυνατά...

...γίνανε όλα δυνατά τα αδύνατα

Αρχικά κληθήκαμε να δώσουμε αυτοδυναμία στο νυν (συγ)κυβερνών κόμμα, για να εφαρμόσει το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης.
Κι ύστερα να βγούμε στους δρόμους να στηρίξουμε την κυβέρνηση και να πανηγυρίσουμε για το 70% του μη τοξικού μνημονίου και τα ισοδύναμα μέτρα που θα αντικαταστήσουν το υπόλοιπο μέρος.

Όλα παίζουν, αρκεί να περιοριστούμε στη σφαίρα του δυνατού-εφικτού, θεωρώντας ουτοπικό-αδύνατο οτιδήποτε ξεφεύγει από το κυρίαρχο πλαίσιο, αρκεί να μην πιστέψουμε στη δύναμή μας, παίρνοντας την κατάσταση στα χέρια μας.
Είναι όμως δυνατό να περιμένει κανείς διαφορετικό αποτέλεσμα, όσο συνεχίζουμε στον ίδιο ευρωμονόδρομο; Ας είμαστε ρεαλιστές, επιδιώκοντας το αδύνατο, όπως έλεγε κι ο Τσε. Τότε μόνο θα γίνουμε πραγματικά δυνατοί και θα βρούμε τον αδύναμο κρίκο της αλυσίδας.

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

Στο ίδιο έργο θεατές;

Αναδημοσίευση από το ατέχνως


Αυτές τις μέρες είναι πολύ δημοφιλή στο διαδίκτυο διάφορα τεστάκια, που βοηθάνε τους αναποφάσιστους να επιλέξουν τι θα ψηφίσουν στις εκλογές και να κατατάξουν ιδεολογικά τους εαυτούς τους. Που αν ήταν δηλ να αποφασίσουν βάση ενός ερωτηματολογίου, θα μπορούσαν να διαλέξουν ως πιο ασφαλές κριτήριο το γούστο τους στις ταινίες.

Αν σου αρέσουν δηλ τα θρίλερ με καταστροφές κι εσχατολογία, για τον Γκοτζίλα, τον Αρμαγεδδώνα και τη συντέλεια του κόσμου, αναμφίβολα θα έχεις εκτιμήσει την προεκλογική καμπάνια της Νέας Δημοκρατίας. Αν πάλι σου αρέσουν «της Ελλάδος τα Παιδιά» (αγνοώντας ότι ο σμήναρχος Κάκαλος ψηφίζει ΔΗΜΑΡ) και το Top Gun με τον Κρουζ, ή παρωδίες του στιλ «Στραβοί πιλότοι σε F16» και «Μια τρελή-τρελή πτήση», σίγουρα θα σου έκανε κλικ το διαφημιστικό του ΠΑΣΟΚ, που κρατάει ψηλά την ευθύνη και τον πήχη της φαιδρότητας. (Γηπεδική παρένθεση: «ρε Μπιν Λάντεν, τι να κάνω, που δεν ξέρω να οδηγώ αεροπλάνο, στην Τρικούπη να το ρίξω…»).

Ο Χρυσαυγίτης μέσα σου, θα έχει μια σαφή προτίμηση σε επικά και αρχαιοελληνικά θέματα (πχ σαν τους «300», όχι όμως και για τον Αλέξανδρο του Στόουν, γιατί άφηνε κάποια υπονοούμενα για τον ανδρισμό του στρατηλάτη) και στις βιντεοταινίες του 80’ με τον Πετρόχειλο. Η βλακεία βρίσκεται στους φασίστες. Γκέγκε;
Υπάρχει όμως ισχυρός ανταγωνισμός από την Τελεία του Τόλια του Γκλέτσου, που θα πιάνει πιο πολύ το «σινεφίλ» κοινό των Σταλόνε, Βαν Νταμ και Σβαρτσενέγκερ (γιατί δηλ να γίνει κυβερνήτης ο Κόναν ο βάρβαρος κι όχι ο μπάτσος του Τμήματος Ηθών;). Ή επί το ελληνικότερο, όσους λιώνουν στο YouTube τη σκηνή με το ζεϊμπέκικο του Νίκου Κούρκουλου στο «Ορατότης Μηδέν».

Το Ποτάμι πάλι, σαν κακέκτυπο της διαφήμισης του Lost, παραπέμπει εξ ορισμού σε πιο τηλεοπτικά πρότυπα και στο είδος των stand-up κωμικών, που με τόση επιτυχία αντιγράφει ο Σταύρος Θεοδωράκης στις ομιλίες του.
Ενώ το ειδικό κοινό των αισθησιακών ταινιών έχει μια ευρεία γκάμα επιλογών μεταξύ ποικίλων πολιτικών αναφορών: συγκαλυμμένη παιδοφιλία σε προεκλογικά σποτάκια, πρωθυπουργικό σεξ απίλ και γνώση για την πιο κατάλληλη ώρα για ερωτική συνεύρεση, αλλά και «αριστερές» προτροπές για το μεγάλο πήδημα από τη Ρόδο, με τη διακριτική παρουσία και στήριξη του Κώστα Γκουσγκούνη.

Οι φίλοι των νερόβραστων ρομαντικών κομεντί και της επιστημονικής φαντασίας (ριζοσπαστική αλλαγή εντός ΝΑΤΟ και ΕΕ), θα βρούνε σίγουρα κάποια ελκυστικά στοιχεία στον πολιτικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ. «Κουλτούρα να φύγουνε», όπως θα έλεγε κι ο Χάρρυ Κλυνν, που παραλίγο να βρεθεί στους συνδυασμούς της Κουμουνδούρου. Οι απαιτητικοί θεατές της πιο βαριάς κουλτούρας (να φύγουμε) με τα ντεμέκ υψηλά νοήματα, που μένουν άπιαστα για το ευρύ κοινό (όπως το όριο του 3% για τη ΔΗΜΑΡ), πιθανότατα θα ενθουσιάζονται με τις πολιτικές ομιλίες του Φώτη Κουβέλη, που νανουρίζουν γλυκά τους άλλους αδαείς στην αίθουσα.

Το κόλλημα με τα αριστουργήματα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και τα ρετρό, παραδοσιακά σινεμαδάκια που τα προβάλλουν, οδηγεί σχεδόν αυτονόητα στη στήριξη του ΚΚΕ –άντε βαριά και της συνεργασίας του μ-λ ρεύματος, για όσους… παρεκκλίνουν.
Ενώ το δόγμα 95’ με το επιτηδευμένο τρέμουλο στα πλάνα κι οι άσημοι, εναλλακτικοί σκηνοθέτες, παραπέμπουν ευθέως σε εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις, με μικρή απήχηση αλλά φανατικό κοινό.

Το θέμα βέβαια είναι πως κανένα ανόητο τεστάκι, με δύο άξονες (αριστερά-δεξιά, φιλελευθερισμός-ολοκληρωτισμός) δεν πρόκειται να σου βρει τις πολιτικές σου συντεταγμένες, αν εσύ δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Και το ζητούμενο είναι να μη μείνουμε παθητικοί θεατές στον καναπέ, με ποπ-κορν και αστικό πατατάκι, γιατί οι κρατούντες μας θέλουν μονοδιάστατους ανθρώπους, με δισδιάστατη συνείδηση που χωράει σε απλοϊκά πινακάκια, και προσπαθούν να μας χρυσώσουν το χάπι με 3D γυαλιά και φτηνά θεάματα που να καλύπτουν την έλλειψη άρτου.

Το κοινό πρέπει να τα ψαχουλεύεται τα «υψηλά περί τέχνη νόηματα» και να εμβαθύνει: τι θέλει να μας πει ο ποιητής; Γιατί να κλαίει το μωρό αφού φοράει πάνα; Και γιατί τόσος ζήλος να τον.. «βοηθήσουν να ψηφίσει» και να τον κατευθύνουν εντέχνως (κι όχι ατέχνως) σε στάσιμα, ρηχά νερά;
Γιατί αν τελικά δεν τα ψαχουλευτεί και δεν αφήσει τον καναπέ, θα είμαστε για άλλη μια φοράστο ίδιο έργο θεατές.

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

Η κατοικία των θεών

Πριν μπούμε για τα καλά, σοβαρά στα της προεκλογικής περιόδου, κι εφόσον αυτή ξεκίνησε με φαιδρές εξελίξεις, όπως την χτεσινή ίδρυση του κινήματος αλλαγής του γιωργάκη (ένας γιώργος στο νερό, τιμημένο κιδησό), η κε του μπλοκ δε θεωρεί πως παρεκκλίνει του γενικότερου κλίματος με τη σημερινή ανάρτηση για το τελευταίο αστερίξ, που έτυχε να παρακολουθήσει πρόσφατα στον κινηματογράφο.
Και δη στα ster, γιατί μόνο εκεί το βρίσκαμε υποτιτλισμένο, που είναι τόσο «εγκαταλειμμένο» και «παρακατιανό» για τα γκλαμουράτα δεδομένα αυτών των εμπορικών καταστημάτων, που νιώθεις σχεδόν ψαγμένος κι εναλλακτικός για την επιλογή σου, στηρίζοντας ένα μικρότερο μονοπώλιο ενάντια στο μεγαλύτερο. Κάτι σα να πίνεις πέπσι αντί για κόκα κόλα, που τη διαφήμιζαν πριν την ταινία. Ούτε γουλιά λέμε.


Και μέχρι να δεήσει να σκάσει μύτη μια δεύτερη παρέα, αφενός αρχίζεις να αμφιβάλλεις αν είσαι στη σωστή αίθουσα, αφετέρου νιώθεις ενδόμυχα λίγο σαν τους δικούς μας ηγέτες στην εσσδ και λοιπές σοσιαλιστικές δυνάμεις, που είχαν λέει ιδιωτικές αίθουσες πρώτων προβολών. Λες όμως σφε να παίξει προβοκάτσια κι αντί για αστερίξ, να μας βάλουν να δούμε με το στανιό το ιντερβιού;

Ξεπερνώντας λοιπόν την αίσθηση του γεροντοπαράξενου που προτιμά κλασικές μορφές κι αποφεύγει εφέ, θρι-ντι και μεταγλωττισμένες εκδοχές, νιώθεις να επικοινωνείς με το κοινό της αρχαιότητας, που ήξερε μεν πάνω-κάτω την υπόθεση του έπους, αλλά ήθελε να δει πώς θα το μεταφέρει ο εκάστοτε αοιδός. Και τι άλλο παρά ένα μικρό αριστούργημα με επικές διαστάσεις είναι εξάλλου οι περιπέτειες του αστερίξ του γαλάτη –τουλάχιστον όσες γράφτηκαν από τον γκοσινί;

Ο συγκεκριμένος αοιδός λοιπόν απέφυγε την πεπατημένη της μίξης διαφορετικών ιστοριών –που μόνο στο «μάντη» (με ολίγη από «αγώνα των αρχηγών» είχε συμπαθητικό αποτέλεσμα), κρατώντας στο πρώτο μέρος τη δομή της αρχικής υπόθεσης και τα περισσότερα αστεία της, για να ακολουθήσει κι ένα δεύτερο με δικούς του αυτοσχεδιασμούς και προεκτάσεις, χωρίς να το ξεχειλώσει όμως. Κατάφερε με άλλα λόγια το κυριότερο: να παραμείνει σε αξιοπρεπή επίπεδα, σεβόμενος το θεατή αλλά και τους δημιουργούς του πρωτότυπου έργου. Κάτι που δεν κατάφερε σε κανένα σημείο η τελευταία αντίστοιχη απόπειρα, με τους νορμανδούς.

Βοηθάει αρκετά βέβαια κι η συγκεκριμένη ιστορία, που περιέχει πολλά σημεία με έμμεση κοινωνική κριτική –ίσως τα περισσότερα μετά από το «οβελίξ και σία», που είναι κάτι σαν το απόλυτο εγχειρίδιο πολιτικής οικονομίας για αρχάριους και κλειδί για την κατανόηση του χαρακτήρα της τρέχουσας καπιταλιστικής κρίσης. Χωρίς να διακρίνεται από κάποιο σαφές ταξικό στίγμα –κάτι που φαίνεται και στους περισσότερους ήρωές του- ο γκοσινί προχωρά σε μια καυστική, διεισδυτική ανάλυση της αντίθεσης πόλης-χωριού και της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος με την άναρχη δόμηση –κάτι σαν κριτική της αστυφιλίας από έναν μάλλον.. αστόφιλο δημιουργό. Ενώ αποδίδει παραστατικά πώς η δύναμη του χρήματος μιας ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης μπορεί να κατακτήσεις άλλες χώρες (χωριά) και πολιτισμούς, εκεί που αποτυγχάνουν να το κάνουν τα όπλα.

Από αυτήν την άποψη, η κατοικία των θεών –και το γαλατικό χωριό εν γένει- παραπέμπει ευθέως στην περίπτωση της κούβας και τις πρόσφατες εξελίξεις στο νησί. Που είχε αρκετό μαγικό ζωμό –ο οποίος νοείται με καθαρά πολιτικούς όρους κι όχι προφανώς ως ένα μαντζούνι με μαγικές ιδιότητες- για να αντέξει τις συνέπειες της αντεπανάστασης και την ιμπεριαλιστική περικύκλωση απ’ τα ρωμαϊκά οχυρά και την αυτοκρατορία πίσω τους, αλλά η επίδραση του ζωμού δεν κρατάει για πάντα –εφόσον δεν ανανεώνεται ανά τακτικά διαστήματα- ούτε μπορεί να θρέψει τους κατοίκους του νησιού, για να λύσουν το πρόβλημα της επιβίωσης και των καταστροφικών συνεπειών του εμπάργκο.

Η αστική καταγωγή του γκοσινί γίνεται περισσότερο εμφανής στο κόμικ στη σάτιρα που κάνει στον εργατικό συνδικαλισμό, τα παράλογα αιτήματά του και τη συντεχνιακή νοοτροπία των λεγεωνάριων, που προχωρούν σε απεργιακές κινητοποιήσεις, ζηλεύοντας τις κατακτήσεις των σκλάβων-εργατών –μία από τις διεκδικήσεις τους που ικανοποιήθηκε πχ ήταν να γίνεται το κάλεσμα για το συσσίτιο με μια γλυκολάλητη άρπα, αντί της παραδοσιακής βάρβαρης καραμούζας. Στη μεταφορά της ιστορίας στην ταινία όμως, η διασκευή δίνει μια έξυπνη εναλλακτική εκδοχή, καθώς οι σκλάβοι-χτίστες δεν απελευθερώνονται (όπως στο πρωτότυπο), αλλά πείθονται να υπογράψουν συμβόλαια με τους ίδιους όρους (μισθολογικούς και σχετικούς με τη διαμονή τους στην κατοικία των θεών). Οπότε τυπικά μεν είναι ελεύθεροι, αλλά καταλήγουν να δεχτούν συναινετικά τη μισθωτή σκλαβιά τους που ουσιαστικά δεν έχει καμία διαφορά με την προηγούμενή τους κατάσταση.

Στο κόμικ αντιθέτως, οι σκλάβοι μένουν ελεύθεροι, όπως είδαμε, μετά το χτίσιμο της πρώτης πολυκατοικίας και στο τελευταίο καρέ που εμφανίζονται, καταλαβαίνουμε πως πρόκειται για τους γνωστούς μας πειρατές, που τους συναντάμε και σε επόμενες ιστορίες, πάνω σε πλοία που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βυθίζονται. Πολύ αργότερα, και μετά το θάνατο του γκοσινί, ο ουντερζό –που δεν έφτανε ούτε στο δαχτυλάκι της έμπνευσης του παρτερνέρ του- βάζει στη γαλέρα του οβελίξ τον σπάρτακο και τους συντρόφους του να εξεγείρονται και να ψάχνουν διέξοδο στην χαμένη ατλαντίδα, που –τότε δεν είχε χαθεί ακόμα και- συμβολίζει από μία άποψη την ουτοπία. Κι ήταν όντως ουτοπική κάθε απόπειρα να τεθεί συνολικά το ζήτημα μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευσης εκείνα τα χρόνια, γι’ αυτό κι οι περισσότερες από αυτές τις εξεγέρσεις περιορίζοντας συνήθως στη διεκδίκηση μιας αλλαγής της κοινωνικής θέσης των συγκεκριμένων σκλάβων κι όχι στην κατάργηση του θεσμού της σκλαβιάς συνολικά και το γενικότερο κοινωνικό μετασχηματισμό.

Ένα τελευταίο στοιχείο σχετικό με την ιστορία, έχει επισημανθεί και σε μια παλιότερη ανάρτηση της κε του μπλοκ, με τον ίδιο τίτλο, από την οποία αντιγράφω και το σχετικό απόσπασμα.
Οι ρωμαίοι θέλουν να εκχερσώσουν το δάσος και να χτίσουν μια πολιτεία. Κόβουν δέντρα τις νύχτες -προσεχτικά μα το δία- για να μην τους πλακώσουν στις μπούφλες οι γαλάτες. Οι οποίοι πηγαίνουν κάθε πρωί με το δρυίδη στο εργοτάξιο και πετάνε καρπούς βελανιδιάς βουτηγμένους σε μαγικό ζωμό που φυτρώνουν στο δευτερόλεπτο και ξαναγίνονται δέντρα. Όπου ήταν δάσος θα ξαναγίνει δάσος.

Ο αστερίξ παθαίνει την πλάκα του.
-Δεν είναι απίστευτο οβελίξ;
-Ποιο πράγμα;
-Πόσο γρήγορα μεγάλωσαν οι βελανιδιές...
-Ω μα δεν έχω δει βελανιδιά να μεγαλώνει και δεν ξέρω πόσο γρήγορα γίνεται συνήθως.
Σάμπως ξέρουμε εμείς πόσο γρήγορα γίνεται ο κομμουνισμός;

Εν κατακλείδι, ποιο είναι το συμπέρασμα σφοι;

Ότι μυημένοι ή αμύητοι στην κλασική παιδεία του αστερίξ, αξίζει να (πάτε ή να κατεβάσετε για να) δείτε την ταινία. Αρκεί να μη βάλετε υπερβολικά ψηλά τον πήχη κι απογοητευτείτε. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την καινούρια ιστορία στη σειρά των κόμικ, ο αστερίξ στους πίκτους, την πρώτη που δεν συμμετέχει κανείς από τους αρχικούς δημιουργούς της, παρά τα όποια εύκολα κλισέ και τα εμφανώς χειρότερης ποιότητας σκίτσα, που δεν εκπέμπουν την ίδια ζεστασιά με αυτά του ουντερζό. Και το οποίο κατατάσσεται στην κατηγορία, που όπως θα έλεγε και το λαϊκό στρώμα, κυμαίνεται από το «δε με πρόσβαλε» έως το «δεν τρελάθηκα». Κι είναι πολύ σημαντικό να μη σε προσβάλλει κάτι στις μέρες μας.

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

1... 2... 3...

κινηματογραφικές προτάσεις

Ψάχνοντας και συζητώντας για σινεμά με γνωστούς και φίλους, είχαμε καταλήξει μεταξύ σοβαρού κι αστείου στο συμπέρασμα πως αυτό που μας ταιριάζει κι αναζητούμε, κυμαίνεται ανάμεσα στο βαρύ χόλιγουντ και την ελαφριά κουλτούρα. Κάτι που θα μας κατέτασσε ωστόσο στο μέσο, απαίδευτο χυλό, το μονίμως μέτριο και πάντα μετρημένο, που απεχθάνεται τα άκρα και ξέρει ίσως τι θέλει να αποφύγει (τα κινηματογραφικά σκουπίδια μαζικής παραγωγής και τον καπιταλισμό εν γένει) όχι όμως και πού έχει στόχο να φτάσει (ποιοτικό σινεμά και κοινωνία του μέλλοντος). Το οποίο όμως βρίσκονται κυρίως στο παρελθόν του σύντομου εικοστού αιώνα κι αφήνει το χνάρ τους στο σήμερα, πιο πολύ ως κατάλοιπα κι απόηχος άλλων, ένδοξων εποχών και όχι ως κάτι που πιάνει το νήμα της συγκυρίας, για να εκφράσει το πνεύμα της.

Εν πάση περιπτώσει, είναι ζήτημα αν μια φαινομενικά σοβαρή ταινία μπορεί να περάσει τα μηνύματα που θέλει και που αντιστοιχούν στις προθέσεις του δημιουργού της κι αν μπορεί να πει περισσότερα πχ από μια κωμωδία, που επιστρατεύει το άκρως σοβαρό όπλο της σάτιρας (και όχι του απλού χαβαλέ και τους παρεΐστικου καλαμπουριού, που είναι ζήτημα αν έχει αξία πέρα από τα συμφραζόμενα και τα όρια της παρέας, αν είναι δηλ διαχρονικό, που είναι ίσως και το πιο σημαντικό προσόν της καλής σάτιρας).

Τα σκεφτόμουν όλα αυτά, βλέποντας στα κοντά μεταξύ τους δύο ταινίες, που στην πραγματικότητα τις χχωρίζει κάτι παραπάνω από μισός αιώνας (σχεδόν πενήντα χρόνια) αλλά αντιμετωπίζουν παραπλήσια θέματα: τη σύγκρουση δύο διαφορετικών κόσμων. Την υπόθεση και μια σύντομη κριτική – παρουσίαση κάθε ταινίας μπορείτε να τις δείτε ακολουθώντας αυτόν το σύνδεσμο (στο βουνό). Και αν μετά από αυτό ψηθείτε να τις παρακολουθ΄σετε και δεν τις έχετε ήδη δει, ίσως να ήταν καλό να μη διαβάσετε τις παρακάτω γραμμές, για να μην χάσετε το ενδιαφέρον σας, καθώς θα προδίδονται καίρια στοιχεία της πλοκής –οι αποκαλούμενες σποϊλεριές.

Το one, two, three (ένα, δύο, τρία, δηλ, αν κι ο τίτλος μεταφέρθηκε αυτούσιος νομίζω, χωρίς να μεταφραστεί) εκτυλίσσεται στο βερολίνο, το καλοκαίρι του 61’, λίγο πριν την ανέγερση του τείχους, και έρχεται να κολλήσει στο κλίμα των προηγούμενων ημερών και την πρόσφατη επέτειο των 25 χρόνων από την πτώση του τείχους. Οι σπαρταριστές καταστάσεις που διαδραματίζονται σε δυτικό και ανατολικό τμήμα, με τη σχετικά χαλαρή κι εύκολη μετάβαση από το ένα στο άλλο, μπορούν να εκληφθούν, με μια ευρεία, διασταλτική έννοια κι ερμηνεία, κι ως επιχείρημα υπέρ της αναγκαιότητας να διασφαλιστούν πιο αποτελεσματικά τα σύνροα της γλδ. (Σίγουρα πάντως θα αποτελούσε ακλόνητη απόδειξη για τη λογική του μέσου χρυσαυγίτη πχ, που τόσο εύστοχα συμπύκνωσε ο ζαραλίκος στη φράση: έχεις βίντεο –γι’ αυτό που ισχυρίζεσαι;)

Η ταινία είναι αμερικάνικης παραγωγής κι ως εκ τούτου αναπόφευκτα γεμάτη με αρκετά εύκολα στερεότυπα για τους κομμουνιστές του ανατολικού μπλοκ και το σοσιαλιστικό τρόπο ζωής: το νιόπαντρο ζευγάρι πχ σχεδιάζει τη ζωή του στο δικό του σπίτι στη μόσχα, όπου θα περνάει όλη τη μέρα του στο κρεβάτι, όχι επειδή είναι αθεράπευτα ερωτευμένο, αλλά γιατί δε θα έχει ούτως ή άλλως κάποιο άλλο έπιπλο στο σπίτι! Ο λδ γερμανός κομμουνιστής είναι άπλυτος και δε φοράει εσώρουχα (ήδη από τότε δηλ δεν κάναμε μπάνιο), κερδίζει όμως την προσοχή και το ενδιαφέρον του θηλυκού πληθυσμού της δυτικής πλευράς, που αναγνωρίζει πως οι επαναστάτες είναι πιο θερμοί και παθιασμένοι από τους δικούς της άνδρες –να και το κλισέ για τους κομμουνιστές, που θα ‘ρθουν να μας πάρουν τις γυναίκες. Αν και αυτός που μπερμπαντεύει κατά τη διάρκεια της ταινίας, με τον παρά του, την κυρά του και την ερωμένη του, επιβεβαιώνοντας την κλασική υποκρισία του αστικού γάμου, είναι ο αμερικάνος πρωταγωνιστής, διευθυντικό στέλεχος της κόκα-κόλα στο δυτικό βερολίνο· που διαπραγματεύεται μια εμπορική συμφωνία με μια σοβιετική αποστολή (σημείο των νέων σοβιετικών ηθών και κάτι σαν προάγγελος των μεταρρυθμίσεων κοσίγκιν) όπου ο ένας παρακολουθεί, ως καραφλός μυστικός πράκτορας, τους άλλους δύο, αλλά πέφτει μαζί τους στη διαφθορά και το γλέντι, χτυπώντας στο τσακίρ κέφι το παπούτσι του πάνω στο τραπέζι, στο δρόμο που χάραξε ο νικήτας στον οηε (όχι της ειρηνικής συνύπαρξης)· οπότε προλαβαίνει να τους προδώσει άλλος, πριν τον προδώσουν αυτοί. Η εικόνα του στάλιν βρίσκεται ακόμα πίσω από το πορτρέτο του νικήτα που καταρρέει (όπως και στην πραγματική ζωή, λίγα χρόνια αργότερα, χωρίς αυτό να σηματοδοτήσει κάποια «σταλινική παλινόρθωση, όπως πιστεύουν οι δυτικοί κι οι ευρωκομμουνιστές). Ενώ ο λδγερμανός πέφτει θύμα πλεκτάνης του αμερικάνου γιάπη, κατηγορείται από τους συμπατριώτες του για σπιούνος των ηπα κι αναγκάζεται να ομολογήσει τα πάντα, μετά από το φρικτό βασανιστήριο στο οποίο τον υπέβαλαν, να ακούσει δηλ δυτική μουσική –αυτό που μετάφερε και η πωλίνα στα ελληνικά ως «ροζ μπικίνι»- που δεν μπορούσε να αντέξει!

Η ταινία όμως κρατάει τίμιες (αν όχι ίσες αποστάσεις) κι ανταποδίδει με αντίστοιχα καυστική σάτιρα του μέσου δυτικού, που δε δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα πολιτικά, γι’ αυτό κι η νεραή πρωταγωνίστρια θεωρεί πως ο άντρας που γνώρισε στο ανατολικό τμήμα και παντρεύτηκε σχεδόν αμέσως, είναι ρεπουμπλικάνος, από το γράμμα R στα αρχικά της ddr. Ενώ αποτυγχάνει να καταλάβει την αγωνία και τα υπαρξιακά διλήμματα του αγαπημένου της (που δε θέλει να μεγαλώσει το παιδί του σαν αστός) και τον καθησυχάζει πως μπορούν να αποφασίσουν εν καιρώ αν θα γίνει καπιταλιστής ή ένας πλούσιος κομμουνιστής. Ο γερμανός υπάλληλος της κόκα-κόλα πιάνει με λαβίδα το κομματικό βιβλιάριο του ανατολικογερμανού, για να μην το αγγίξει, θυμίζοντας κάπως την παρωδία-μίμηση του δημοσιογράφου λοβέρδου από το μητσικώστα. Γενικά οι δυτικογερμανοί σατιρίζονται ανελέητα για το ναζιστικό τους παρελθόν και τη δουλική πειθαρχία τους, ιδίως απέναντι στις ηπα. Οι υπάλληλοι πχ στέκουν προσοχή μπροστά στο διευθυντή τους, γιατί όπως εξηγεί ο (εξίσου δουλικός) προϊστάμενός τους: τώρα που έχουν ελευθερία να κάνουν ό,τι θέλουν, σηκώνονται επειδή το θέλουν. Αλλιώς (επί δικτατορίας δηλ) θα ήταν πιο εύκολο να τους διατάξουμε να μη σηκώνονται και να παραμείνουν καθιστοί..

Τα καλύτερα όμως έρχονται προς το τέλος. Ο λδγερμανός που καλείται να μεταμορφωθεί σε δυτικό αστό σε μια μέρα, συνειδητοποιεί πως έχει ξοδέψει για τη μεταμόρφωσή του ένα σκασμό δολάρια, μόλις σε τρεις ώρες καπιταλιστικής ζωής κι οι υπόλοιποι τον καθησυχάζουν, πως είναι απολύτως φυσιολογικό να χρωστάνε όλοι σε όλους, γιατί έτσι ακριβώς «λειτουργεί το σύστημά μας». Και όταν σε κάποια φάση, ξεσπάει ενάντια στο δυτικό τρόπο ζωής, λέει το αμίμητο: ανεργία, διακρίσεις, παρακμή και σήψη (κάτι σαν το δικό μας σύνθημα: φτώχια, βία, αυταρχισμός, αυτός είναι ο καπιταλισμός)... αλλά σε είκοσι χρόνια, θα σας έχουμε φτάσει και ξεπεράσει! Τόμπολα.
Αναφέρεται προφανώς στο περίφημο εικοσαετές πρόγραμμα του νικήτα, που θα μας οδηγούσε, υποτίθεται, στον κομμουνισμό. Και στις απειλές-εξαγγελίες του προς τους αμερικάνους πως «είμαστε ακόμα πίσω σας, αλλά σε μερικά χρόνια θα σας φτάσουμε και θα σας ξεπεράσουμε». Που κάθε άλλο παρά γραφικές έμοιαζαν τότε, που οι σοβιετικοί έστελναν το σπούτνικ και τον γκαγκάριν στο διάστημα. Η προφητεία βγήκε βέβαια απολύτως αληθινή με μια μικρή χρονική αόικλιση δεκαετίας, όχι όμως όπως την εννοούσε (;) ο νικήτας, αλλά όπως το εννοεί η ταινία. Σε τριάντα χρόνια η αντεπανάσταση, θα εκδηλωνόταν σε πλήρη έκταση, με τους λαούς της σοβιετίας να βυθίζονται στο σκοτάδι του πιο άγριου και ληστρικού καπιταλισμού.

Για τη δεύτερη ταινία (snowpiercer), προσωπικά δεν έχω να πω πολλά –κι από αυτό γίνεται μάλλον φανερό και ποια από τις δύο μου άρεσε και είχε κάτι να μου πει. Υπάρχουν μερικοί πολύ ενδιαφέροντες αλλά μάλλον προφανείς συμβολισμοί για την ταξική διαστρωμάτωση του τρένου και τις διαφορές ανάμεσα στα πρώτα και τα τελευταία βαγόνια· για τη στρατηγική σημασία της μηχανής (εξουσία) χωρίς την οποία δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, ακόμα κι αν ελέγχεις ένα άλλο επιμέρους στοιχείο, όπως το νερό (πχ το νόμισμα)· το συμβιβασμό της παλιάς ιστορικής ηγεσίας, την ανάγκη να συνεχίζει να κινείται αέναα (αδιάκοπη αναπαραγωγή κεφαλαίου) το τρένο και βασικά το φόβο που καλλιεργείται για να αποτρέψει τους επιβάτες από μια ηρωική έξοδο από το τρένο (όπως αυτοί που το έκανα κάποτε, αλλά πάγωσαν πριν καν προλάβουν να κάνουν μερικά βήματα) έξω στην παγωμένη γη. Όπου συναντάμε στο τέλος και μια πολική αρκούδα, που θα μπορούσε να συμβολίζει και τη σοβιετική ένωση.
Αλλά καθώς αυτά δίνονται με μια αρκετά σκοτεινή και πληκτική (για τα δικά μου γούστα τουλάχιστον) υπόθεση, το βασικό στοιχείο που (με) ιντριγκάρει σε σχέση και με τους παραπάνω συμβολισμούς, είναι η νοτιοκορεάτικη καταγωγή του σκηνοθέτη!


Εν πάση περιπτώσει ο πάγος έσπασε, το χιόνι χαράχτηκε (snowpiercer) και δεν μπορεί παρά να λιώσει ξανά, γιατί η ταξική πάλη δεν μπήκε στην κατάψυξη μετά από την πτώση του τείχους και τις ανατροπές που ακολούθησαν. Κι επειδή αυτές οι κρίσεις για τις ταινίες είναι συνήθως υποκειμενικές, σε αντίθεση με τις καπιταλιστκές κρίσεις που είναι αντικειμενικές κι αναπόφευκτες, κάθε ένσταση και παρατήρηση, δεκτή στα σχόλια.

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Εις μνήμη Χάρρυ Κλυνν

Μπορεί ο Πανούσης να είναι στην επικαιρότητα τις τελευταίες μέρες, αλλά εμένα η δική μου αδυναμία βάση γούστου, πολιτικού κριτηρίου, παιδικών βιωμάτων και όχι μόνο, είναι άλλη: ο βασίλης τριανταφυλλίδης ή αλλιώς χάρρυ κλυνν. Που όχι δεν πέθανε, τουλάχιστον βιολογικά, γιατί καλλιτεχνικά παρέδωσε πνεύμα κάπου κοντά στις ανατροπές (και ο πανούσης νομίζω σταμάτησε από το 93’ τη δισκογραφία) δίνοντας δικαίωμα σε κάτι νεοταξίτες σαν τον καρπετόπουλου να ρωτάνε ειρωνικά: από πότε έχει να πει κάτι αστείο ο χάρρυ κλυνν; Μα αφού είπαμε, από το 91’ με τις ανατροπές και το δίσκο «γρανίτα από τζατζίκι», που είχε και το τραγούδι με την αλέκα (μάο-μάο).

Κάπου στα μέσα της δεκαετίας με τις βάτες λοιπόν, είχε βγει η ταινία «εις μνήμη χάρρυ κλυνν», που θυμίζει ως ιδέα το βιβλίο ενός άλλου βασίλη το ‘μνημόσυνο σε έναν ημιτελή θάνατο’ του ραφαηλίδη. Έτσι η κε του μπλοκ παίρνει την ευκαιρία να γράψει δυο λόγια, ως ημιτελές μνημόσυνο για έναν προ πολλού επελθόντα καλλιτεχνικό θάνατο και δύο ταινίες-μικρά αριστουργήματα, κατά τη γνώμη μου, που άφησε πίσω του ο χάρρυ κλυνν.

Το αλαλούμ έρχεται στις αρχές της δεκαετίας, στα πρόθυρα της αλλαγής κι αποτελείται από τρία μέρη, που παρωδούν πτυχές του ελληνικού κινηματογράφου της εποχής. Το πρώτο μέρος είναι μια σπαρταριστή σάτιρα των αστυνομικών ταινιών με πρωταγωνιστές τρομερούς ντετέκτιβ-επιθεωρητές τύπου μπέκα: «διακόπτης, αλτάνες, ραγού, ξέρω πως όλο το μυστήριο κρύβεται σε μια λέξη: -βα-ζε-λί-νη… Ας το πιστέψω». Το δεύτερο μέρος παρωδεί τις κουλτουριάρικες, ντεμέκ ψαγμένες ταινίες και μας δίνει ένα μοναδικό, διαχρονικό χαρακτήρα μικροαστού διανοούμενου, σαν τον (με λένε) αρτέμη (πω-πω νόημα). Όλα αυτά όμως δεν είναι παρά μόνο το ορεκτικό, ώσπου να φτάσει κανείς στο τρίτο μέρος και την παρωδία της γκόλφως, την κορυφαία σατιρική ματιά στην εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας, που έχω υπόψη.


 Ο χαρακτήρας του χαράλαμπου τραμπάκουλα –που ως γνωστόν, έβοσκε πρόβατα εδώ παραδίπλα- είναι μια κατηγορία από μόνος του. Αφομοιώνει γρήγορα το κατεβατό του ινστρούχτορα από την πόλη (ε βέβαια ρε παιδάκι μου, τώρα που μου το εξήγησες, όλα στουπόγαλο το κατάλαβα, το συμφέρον μας δε θέλουμε;) και το αναπαράγει εκλαϊκευτικά στις μάζες, ως εκεί που το θυμάται (και μετά πήγε και έπεσε στον γκρεμό και καλά κρασιά). Κατανοεί την ανάγκη ύπαρξης κομματικής οργάνωσης και στο λέτσοβο (εμείς θα τη φτιάξουμε την οργάνωση, χαμένε, α χαμένε) και βολιδοσκοπεί σχετικά τον πασόκο τασούλη, στο πλαίσιο του αθροίσματος των δημοκρατικών δυνάμεων. Επιβεβαιώνει με κάποια σχετική ταλάντευση ότι δεν υπάρχει κανείς α-να-θε-ω-ρη-τής (είχαμε ένα, τελείωσε, προχτές τον πήρανε). Βάφει με κόκκινη μπογιά το κοπάδι του και το φωτογραφίζει (χρις, κλιτς-κλικ) μες στη σημειολογία. Ανάβει κεράκι στο εικονοστάσι με το βλαδίμηρο και συνεχίζει ως την τελική νίκη της πάλης των τάξεων που μένει ιστορικά αδικαίωτη.


Η ταινία αποδίδει εκπληκτικά την αμήχανη, απότομη και εν μέρει κιτς προσαρμογή της κατά βάση επαρχιώτικης ελλάδας (συνομοσπονδία ελληνικών χωριών ονομάζει την αθήνα ο ραφαηλίδης· και η διασημότερη σαλάτα μας δεν είναι τυχαία η χωριάτικη) στα σύγχρονα, δυτικά πρότυπα. Ο τζέι αρ (jr) τσαπανάρας, κάτι απροσδιόριστο μεταξύ τσολιά και καουμπόη (δηλ αμερικανοτσολιά), κολλάει σαλιωμένα χαρτονομίσματα στο τζουκ μποξ και χορεύει με καυτά εξάσφαιρα και φιγούρες τσάμικου το ρα-ρα-ράσπουτιν των boney m.


Οι μπαρμπάδες στα καφενεία παραγγέλνουν «τα συνηθισμένα παιδί μου: σκατς ον δε ροκς. –Κι εγώ ένα καμπάρι» και τα μαγαζιά της πλατείας αλλάζουν τις πινακίδες και τα ελληνικά τους ονόματα. Κατακαημένο λέτσοβο τι σου ‘μελλε να πάθεις. Κι οι χωριανοί σταυροκοπιούνται μπροστά στο τηλεχειριστήριο με τα «εκ διαμέτρου αντίθετα, αξιοθαύμαστα πράγματα… κουμπάκια, ρόμβοι…» και την εναλλαγή ανάμεσα στα δυο κανάλια, από τη μετάδοση της θείας λειτουργίας στα διαφημιστικά με τα ημίγυμνα γυναικεία σώματα. Η αστική πολυφωνία με όλες τις όψεις της και την κλασική υποκρισία της τάξης της.

Υπάρχουν επίσης πολλές σκηνές με διαχρονικά στοιχεία –που είναι το βασικό χαρακτηριστικό της καλής σάτιρας- όπως ο αγώνας ποδοσφαίρου της εθνικής με το συγκρότημα του αμόλα καλούμπα, το νικητήριο γκολ του μάικ γιαουρτάκου (γαλάκου) και οι ψύχραιμες αντιδράσεις του εκφωνητή στο μικρόφωνο (η ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει…) που συνοψίζουν τη μέση δημοσιογραφική αντιμετώπιση-κάλυψη κάθε αθλητικής διάκρισης. Κάποιοι θυμήθηκαν αυτές τις σκηνές με την πρόκριση φέτος επί της ακτής ελεφαντοστού στο μουντιάλ, σε εμένα πάλι η αίσθηση του déjà-vu ήταν πιο έντονη στον τελευταίο αγώνα των προκριματικών του 04’ με τους βορειοϊρλανδούς (που φέτος μας έκλεισαν το σπίτι) και τα επινίκια στο καλλιμάρμαρο, μερικούς μήνες αργότερα, με τον χριστόδουλο να θυμίζει τον χάρρυ κλυνν παπά, να πανηγυρίζει με το λιβανιστήρι: γκοοοολ


Η κορυφαία σκηνή όμως που συμπυκνώνει όλο το νόημα της δικομματικής αντιπαράθεσης από τη μεταπολίτευση (και παλιότερα) ως τις μέρες μας είναι η πόλωση μεταξύ πράσινων και βένετων και η εμφύλια διαμάχη για την οποία προετοιμάζονται τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα του χωριού (τρία ρε χαμένε, τρία! Είμαι κι εγώ εδώ) με επικεφαλής τη δεξιά γκόλφω και το.. δημοκράτη τασούλη (δηλ ο χάρρυ κλυνν που είχε κατέβει υποψήφιος δήμαρχος στη καλαμαριά με στήριξη νδ και ο ανέκαθεν πασόκος πιατάς), που είναι θαρρείς έτοιμοι να σφαχτούν στα μαρμαρένια αλώνια και ξαφνικά μονιάζουν κι αγκαλιάζονται ευτυχισμένοι, σε αγαστή πολιτική συνεργασία. Όπως ακριβώς στη βουλή


Το made in greece έρχεται προς τα τέλη της δεκαετίας και της αλλαγής, εν έτει 87’ κι έχει τη δική του σημειολογική μαγεία και πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης.
Η εξάρτηση από τους (καριόλεν) γερμανούς (τι να κάνουμε, αυτή ήταν τότε η γραμμή) που καταλαμβάνουν τις ελληνικές παραλίες και καταδιώκουν τον πρωταγωνιστή (μπίτε χερ γιαννάκης) που τους απαντά «τι μπίτε ρε παιδιά; Μόλις βγήκα» -από το τρελάδικο ή και την κατοχή πιθανότατα.
Η μεγαλειώδης παρέλαση με τσιγγάνους αρκουδιάρηδες, σσουβλατζήδες, λαμόγια και τον ανθό της ελληνικής κοινωνίας, τους λαχειοπώληδες ως βασική ελπίδα του τόπου για οικονομική ανάκαμψη και τη γουνοφόρο πρόδρομο της (συν-αγωνίστριας) γιάννας στην κερκίδα των επισήμων, να τα σπάει σα να είναι στα μπουζούκια.

Η υπαρξιακή αγωνία του κακουλίδη στο ταξί «πού πάμε σύντροφοι;» κι η αμήχανη απάντηση του γιάννη γιαννάκη (γγ) «στο αεροδρόμιο», γιατί δεν είχε τίποτα καλύτερο να του απαντήσει και τότε πηγαίναμε σχεδόν κατά διαόλου, με τα χειρότερα να μην έχουν έρθει ακόμα.


Κι η αποτύπωση στις ατάκες του ταξιτζή (ιδανικό συμπλήρωμα του σινεφίλ βασίλη από το αλαλούμ) πχ για τον καρλ χάινς ρουμενίγκε (πληρωμένη απάντηση σε ένα τσιτάτο του μαρξ) του τι και πόσα καταλαβαίνει ο πολύς κόσμος από τη δική μας υπαρξιακή αγωνία και κατά πόσο τη συμμερίζεται.
Ο ίδιος μονόλογος στη συνέχεια της ταινίας με το νεκροθάφτη (πού οδηγείται η ανθρωπότης; πού θα οδηγήσει η φθορά των αξιών που συνεχώς εμπορευματοποιούνται, θυσία στο μολώχ του κεφαλαίου;) και η σουρεάλ προσθήκη στο τέλος: «τσοβόλας». Γιατί λίγο πριν το «τσοβόλα δώστα όλα» ήταν, όσο να πεις, αρκετά σουρεάλ ο ισχυρισμός πως ο τσοβόλας αγωνίζεται ενάντια στον καπιταλισμό, το βωμό του κεφαλαίου, άσχετα αν αργότερα έγινε πρόσκαιρος σύμμαχος στο ααδμ.

Η παρουσίαση της ελλάδας ως τρελάδικου, ένα μόλις χρόνο πριν πει ο καραμανλής τη.. θυμόσοφη ατάκα περί «απέραντου φρενοκομείου». Και το μελαγχολικό τραγούδι στο τέλος της ταινίας: ακόμα έρχομαι..


Μα πάνω απ’ όλα η διαδοχή των τελευταίων σκηνών, από την παρέλαση στην εκκλησία με το φαντεζί μουσικοχορευτικό πρόγραμμα και φινάλε με την απογοητευτική επιστροφή στο πατρικό σπίτι, τελευταίο καταφύγιο πριν από την ασφάλεια του μουρλοκομείου. Ένας φαύλος κύκλος που αποδομεί πολύ έξυπνα το τρίπτυχο πατρίς-θρησκεία-οικογένεια.



Το θέμα είναι πως δεν υπάρχει κανείς σήμερα να γράψει μια αντίστοιχη σάτιρα –σχολιάζοντας μέσα σε όλα και την πολιτική κατάντια του χάρρυ κλυνν αλλά και του κακουλίδη, που είχε πολιτευτεί με τη δημαρ. Και αυτό το μνημόσυνο θα μείνει ημιτελές κι ανέσωτο μέχρι να πιάσει και τη δισκογραφική δουλειά του χαρούλη στη δεκαετία με τις βάτες –που θα τη δούμε σε κάποια επόμενη ανάρτηση.