Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διήμερο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διήμερο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

Φεστιβάλ δυτικών προαστίων

Ναι, οκ, οι περισσότεροι νοσταλγούν τα φεστιβαλικά τους νιάτα στην Πανεπιστημιούπολη, που όλα ήταν δυνατά-δυνατά (γίναν όλα δυνατά τα αδύνατα), οι συναυλίες κρατούσαν ως το πρωί ή κατ’ άλλους συνεχίζονταν όλη μέρα, το παίρναμε σερί, 72 ώρες φεστιβαλικό non-stop, κομμουνισμός χωρίς αύριο και στο μάζεμα ένα συνεργείο ντάνιαζε δίπλα στα υλικά άυπνους, εξαντλημένους συντρόφους και τους παρέδιδε στις οργανώσεις τους. Και να ξέρεις, μια σφοδρή χαλαζόπτωση είναι πιο πιθανό να διακόψει έναν αγώνα EURO, παρά μια φεστιβαλική συναυλία. Εκεί ο βασικός κανόνας είναι να κάνει γκελ η μπάλα όταν χτυπά στο χόρτο. Σε εμάς είναι να μη χτυπά το ρεύμα τους μουσικούς, όπως κάποτε τον Σταρόβα -αλλά επέζησε, οπότε συνεχίζουμε.

Για να γίνουν τα σκοτάδια λάμψη, μόνο Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή

Αλλά αν παραμερίσεις τα βιώματα, τις αναμνήσεις και τα χρόνια που είναι ασήκωτα, όλοι παραδέχονται (ο Μπάμπης ο Σταλίνας, ο Θανάσης ο Μιζέριας, ο Νίκος ο Κοντόξυλος, ο Γιώργος ο Γραμμάς, όλοι) ότι η μετακόμιση του Φεστιβάλ στα δυτικά ήταν η καλύτερη απόφαση για την εξέλιξή του (διάβαζε γιγάντωση) από όλες τις απόψεις, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Πήγε σε εργατικές γειτονιές, μακριά από τη φοιτητική ανεμελιά, την εργατική αριστοκρατία και κατά φαντασίαν πρίγκιπες (εξαιρούνται της δυτικής όχθης), σε πολύ ωραίους χώρους που τους ανέδειξε, και δικαιώθηκε εκ του αποτελέσματος και της κοσμοσυρροής, που σπάει ρεκόρ κάθε χρόνο. Φαντάσου δηλαδή να υπήρχε και μετρό κοντά στο Τρίτση -ή γενικώς στη δική μας Σαλούγκα- τι πανικό θα είχαμε.

Μπαρουτάδικο, Άγιος Ιερόθεος (απέναντι από το Coal Mine, που έχει τη δική του κινηματική ιστορία, που οφείλει να την ψάξει όποιος δεν την ξέρει) -σιγά μη μας έδινε το Άλσος ο «υπερκομματικός» Παχατουρίδης-, πάρκο Τρίτση. Μόλις περνάς το ποτάμι είναι ένας άλλος κόσμος -κι ας μην υπάρχει κανένα ποτάμι, φίλε αναγνώστη από τη ΛΔ του βορρά, μη φανταστείς κανέναν Λουδία, μάλλον κάτι σαν τον Γαλλικό το καλοκαίρι, αλλά με άσφαλτο κατά μήκος. Εκεί που η δυτική αλητεία συναντά τη μαγεία του φεστιβάλ και καταργεί τους φραγμούς -σύνορα η αγάπη για το Φεστιβάλ μας δε γνωρίζει.

Δεν υπάρχουν ποτάμια και άσφαλτοι, δεν υπάρχουν κόμματα και Παχατουρίδηδες (ένα είναι το κόμμα, Παχατουρίδη έχει και άλλον, πχ τον Δανιηλίδη στις Συκιές), μόνο η τάξη μας και όσα μπορεί να φτιάξει, αν οργανωθεί. Δεν υπάρχουν κάγκουρες και φασαίοι, καλλιτεχνικά κουτάκια και γεωγραφικοί προσδιορισμοί, δυτικοί και φλώροι, βουπου, νουπου και Πειραιώτες (όλοι χαμουτζήδες είναι και ας λένε σωστά τα σουβλάκια στο Φεστιβάλ), βόρειοι και νότιοι Μακεδόνες. Εκτός και αν θεωρείς σοβαρά πως η μουσική και ο πολιτισμός σταματάν στα τελωνεία και το σαββατιάτικο αφιέρωμα της Banda Calda στη Μακεδονία έκανε συνοριακές διακρίσεις και δεν έπιανε ενιαία το θέμα «χάλκινα».

Τα σύνορα είναι χαρακιές στο σώμα του πλανήτη, γεμάτες με αίμα από τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Οι ώρες χαρακιές στο σώμα της ζωής μας, γεμάτες άγχος και κενό. Και τα φεστιβάλ ρωγμές στη σκόνη του χρόνου, που της δίνουν χρώμα και νόημα. Εικόνες από τα προσεχώς μιας κοινωνίας που μπορεί να αλλάξει και να σταθεί στο ύψος των ονείρων μας.

Στα δυτικά προάστια το Φεστιβάλ έχει ζήσει εμβληματικές στιγμές. Την ανατριχίλα στο άκουσμα της παγερής είδησης για τον θάνατο του Λοΐζου, το «πένθιμο» Φεστιβάλ που ήταν αφιερωμένο στη Σωτηρία, το ηρωικό Φεστιβάλ του ’91 -το πρώτο της ανασυγκρότησης και το τελευταίο που ο Σοφιανός δεν είχε κάτασπρη κόμη, παρά μόνο τις πρώτες γκρίζες τούφες, σε μια εποχή που όλα ήταν κατάμαυρα -εκτός από τα μαλλιά του.


Κάποτε στις ΛΔ και τις ΣΔ της Ευρώπης είχαμε ασπρομάλληδες ηγέτες της νεολαίας, χρεωμένους 40άρηδες σφους σαν τον Χόνεκερ, που είχαν ωστόσο μέσα τους τη νιότη του κόσμου. Αλλά στην ηρωική γενιά της ανασυγκρότησης, που άρχισε να τσουλά από την αρχή τον βράχο του Σίσυφου, ο γραμματέας της ΚΝΕ άσπρισε πριν τα 25 του, γιατί τα είχε δει όλα: τη διάσπαση του ’89 (που ήταν σα διάλυση), την πτώση του Τείχους -που ήταν η αρχή του τέλους (της Ιστορίας), τη διάσπαση του ’91 (που παραλίγο να έγραφε τίτλους τέλους για το Κόμμα που γνωρίσαμε), τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Και παρόλα αυτά, έμεινε όρθιος, με ούτε μια άσπρη τρίχα στην ψυχή του. Και αν δεν είχαν διαλυθεί οι Νέοι Πρωτοπόροι τότε, μπορεί να βλέπαμε και ασπρομάλλικα παιδάκια, να παίρνουν πακέτο από τα δέκα τους...

Ιστορική παρένθεση: Στον χώρο της ΕΤΜΑ δεν υπάρχει πλέον εργοστάσιο, μόνο μια ανθρώπινη χαβούζα. Η ζωή θάφτηκε κάτω από τόνους σκουπίδια και εγκατάλειψης, σε ετοιμόρροπα παραπήγματα, με περήφανες ελληνικές σημαίες να κυματίζουν εδώ και εκεί, μη τυχόν μπερδευτεί κανείς και πιστέψει πως αυτό το βομβαρδισμένο τοπίο μπορεί να μην είναι ελληνικό και μας το πάρει κάποιος άλλος. Μα κάπου στη μέση, μια κόκκινη όαση ζωής: η πλακέτα προς τιμήν της Σωτηρίας, σε έναν τόπο χωρίς επίγεια σωτηρία -εκτός αν πάρει φόρα για την έφοδο στον ουρανό. Και αν ποτέ την κάνουμε, σε αυτόν τον ρημαδότοπο δε θα αφήσουμε πέτρα πάνω στην πέτρα, μόνο την πλακέτα της Σωτηρίας. Εκτός και αν τον αφήσουμε σαν μνημείο αθλιότητας, ενός κόσμου που παρασάπισε -αλλά γλίτωσαν ευτυχώς οι συνθήκες, που έχουν παρα-ωριμάσει.

Κλείνει η παρένθεση, επιστροφή στο φεστιβάλ δυτικών προαστίων. Όπου η Φριτζήλα είχε ζωντάνια, καλές ατάκες και ωραίο πρόγραμμα (λαοκρατία). Και ένα περίεργο χορευτικό (πάω από εδώ... πάω και από εκεί), σαν σουρεάλ σατιρική μίμηση του οπορτουνιστικού χυλού, που άγεται και φέρεται. Είπε ότι θα ξανάρθει στα εξηκοστά γενέθλια (και πιο νωρίς, ελπίζω) και έκλεισε με ένα ποτ πουρί, που ξεκίνησε από Θανάση για να φτάσει στο aqui se queda la clara (Comandante Che Guevara). 

Κι όλοι ξέρουν κατά βάθος πως η βασική αιτία που αποσύρεται από τις συναυλίες ο ΘΠ είναι για λόγους υγείας. Του φασέικου κοινού του, που θα πάθαινε εγκεφαλικό αν τον έβλεπε σε Φεστιβάλ της ΚΝΕ, τώρα που το/μας γυροφέρνει. Πρώτα στο στέκι της ΚΝΕ (Μανχάταν), μετά στον 904 Αριστερά στα FM (East Berlin)... Άραγε να υπάρχει αριστερόμετρο και για τους ραδιοφωνικούς σταθμούς;

Αλλά για την κε του μπλοκ η πραγματική έκπληξη ήρθε από αλλού. Η ελευθερία για μας είναι η συνείδηση της αναγκαιότητας. Και μια ωραία γυναίκα, καλλίφωνη, με υπογάστριο-υπεργάστριο, κοινωνικές ευαισθησίες, αντίστοιχο ρεπερτόριο, που δεν πάσχει από αλλεργία στη στρατευμένη τέχνη. Θα μπορούσε να είναι η Μποφίλιου. Ίσως και η Φριτζήλα. Αλλά η Ελευθερία γιατί;

Βάλε το κόκκινο φουστάνι
Εκείνο που σε κάνει
Να μοιάζει Κουκουέ

Μήπως μας βλέπει σαν (πολιτική) οπισθοδρομική κομπανία και μας πεθύμησε;
Μα εμείς αντλούμε την ποίησή μας από την κοινωνία του μέλλοντος.
Μήπως έχει σχέση με τον Μήτσο Αρβανιτάκη, που ήταν κάποτε στο ΠΓ; Χλωμό.
Μήπως τότε με τον Διονύση από το Τμήμα Ιστορία της κετουκε; -...
Μήπως μάζεψε πείρα τα τελευταία χρόνια και έβγαλε συμπεράσματα;
Μα αυτή με τον ΓΑΠ δεν ήταν -μη σου πω και με το Ποτάμι;
Μήπως τότε νιώθει το τέλος κοντά και θέλει να επιστρέψει στις ρίζες της, όπως κι οι άλλοι;
Δε νομίζω.
(Δε) Νομίζεις...

Πήγα και σε πορεία για τον Γρηγορόπουλο. Σήμερα δεν ξέρω γιατί δεν έχω αυτή τη διάθεση…

Ίσως γιατί έχει ξεφτιλιστεί κανονικά ο πολιτικός βίος της χώρας. Τα οράματα και οι αγώνες, όμως, δεν σταματούν.

Παρακολουθώ τι γίνεται χωρίς ν’ ανήκω σε κανένα κόμμα. Στα νεανικά μου χρόνια ανήκα στο ΚΚΕ κι αυτό πρώτη φορά σε εσάς το λέω τώρα. Δεν μπήκα καν στην ΚΝΕ, αλλά κατευθείαν στο κόμμα. Κράτησε πολύ λίγο, βέβαια. Σήμερα παρακολουθώ, κρίνω και ψηφίζω ανάλογα. Θα ήθελα να είμαστε πιο ενεργοί πολίτες, να έχουμε έλεγχο και να ξέρουμε που πάει η ψήφος μας. Η ίδια η εποχή, τώρα που συζητάμε, δεν έχει ανάγκη τη διαμαρτυρία.

Μην το λέτε. Γάνιασα να έρθω στο ραντεβού μας με το κλείσιμο του κέντρου από το ΠΑΜΕ. Τη μία είπα «Ε, άι σιχτίρ πια που κλείνουν τους δρόμους», αλλά μετά άλλαξα γνώμη «Καλά κάνουν οι άνθρωποι για το δίκιο του εργάτη».

Ναι, σωστά γίνεται! Άσχετο αν εγώ τελευταία φορά βγήκα στο δρόμο όταν έπεσε το μαύρο στην ΕΡΤ ή τότε με τις πλατείες και τους Αγανακτισμένους. Με βλέπετε πολύ αλλαγμένη; Είναι καλό ή κακό;

Πώς θα μοιάζουν μετά από καιρό
τα οράματα που ζούμε...;

Καμιά φωνή δεν περισσεύει. Κι ας έχει σπάσει κάπως η δική της -κρατώντας όμως την ιδιαίτερη χροιά της, σα να έχει πέσει στη χύτρα με το Ίλιον. Δηλαδή θα ξανάρθει και στο ήλιον στο πάρκο Τρίτση τον Σεπτέμβρη; Ή ήρθε μια φορά να θυμηθεί τα παλιά, τιμής ένεκεν;

Όχι δε μιλώ για μια νύχτα εγώ
Δε μιλώ για ένα βράδυ εγώ
Δε μιλώ για ένα χάδι εγώ
Για όλη τη ζωή μας εγώ μιλώ

Να το, μας απειλεί καθαρά πως θα ξανάρθει.
Δεν μπορεί παρά μια μέρα να ξανάρθει.

Τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα  πάντως δε γίνονται στο παρασκήνιο, αλλά με όσους θα ανέβουν επί σκηνής το Σεπτέμβρη, που το Φεστιβάλ θα είναι τετραήμερο, όπως παλιά (η Ελλάδα στα δύο, εσύ με τανκς, εγώ Πολυτεχνείο). Κι η σφισσα έτρεξε με ζήλο και προσμονή που είχε να ζήσει χρόνια, να πάρει τον Οδηγητή και να δει τα πρώτα ονόματα, ξεχωρίζοντας όσα της έκαναν εντύπωση.

-Τάνια Τσανακλίδου!
Κι αν είπαμε κάτι παραπάνω (εσύ για τον Αλέξη, εμείς για τα ΛΟΑΤΚΙ), νερό και αλάτι.

Ραψωδός φιλόλογος!
-Και γιατί σου κάνει εντύπωση;
-Γιατί είχε βγάλει κάτι περίεργα τραγούδια, πχ για την ελληνική γλώσσα που είναι μοναδική. Έχει όμως μεγάλο φάσμα συνεργασιών, είναι και ψυχοθεραπευτής, πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση.
-Εντάξει, όλοι έχουμε δικαίωμα να ωριμάσουμε και να εξελιχθούμε.
-Σωστά. Ακόμα και ο Μαριάς...

Anser!
-Οκ, δεν ακούς χιπ-χοπ, για να σου κάνει εντύπωση, αλλά είναι κορυφαίο όνομα για το είδος. Και έχει μετρηθεί με το πιο γρήγορο flow.
Παρανάλωμα πυρός όπου πηγαίνουμε...

-Πιο γρήγορο και από τον Πουρουπουπού;
-Και μάλιστα δυο μέρες!
-Τις άλλες θα τον βάλουμε χρέωση στα σουβλάκια.

-Θα είναι πολύ μπουμεριά να γράψω ότι πρέπει τώρα να έρθει και ο Άλεν Άιβερσον;
-Ναι εντελώς. Αλλά αν έρθει, συγκίνηση μόνο.
-Καλά. Αλλά όποια κι αν είναι η κριτική για το Φεστιβάλ, ο Anser είναι η απάντηση.
-Μπορεί και η ερώτηση.
-Σαν τον Δεκέμβρη...

Επίλογος και αυλαία, με μια ιστορία κνίτικης αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας, που δοκιμάζεται (και φαίνεται) στις λεπτομέρειες. Όπως πχ στα μπλουζάκια με τον στόχο -κακώς το χαρίσαμε σαν σύμβολο στους μαύρους-, για τα 25χρονα από τους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία. Που τα είχε προαναγγείλει το portal, αλλά κατά βάση είναι τα αναμνηστικά μπλουζάκια για το διήμερο της ΚΝΕ στο Ποσείδι. Και η σφισσα στον πάγκο εξηγούσε αμήχανα ότι είχε γίνει λάθος.

Μα το όργανο δεν κάνει ποτέ λάθη. Τη δεύτερη μέρα στο Μπαρουτάδικο τα μπλουζάκια ήταν εκεί, σε φαρδιά γραμμή για να μας χωράει όλους (ακόμα και τον Μαριά) και τρία χρώματα, κόκκινο (μπορντό), πράσινο και μαύρο, σαν τα χρώματα του καρπουζιού και της Παλαιστίνης. 
Και με το σηματάκι του διημέρου στο πίσω μέρος. Κι έτσι κάποιοι τυχεροί έχουν ήδη τα αναμνηστικά ενός διημέρου που δεν έχει γίνει ακόμα.


Ως τότε θα σκέφτονται τα προηγούμενα, ξετυλίγοντας ιστορίες κι αναμνήσεις στα όρια του μύθου.

Για το πρώτο διήμερο, όπου οι λιγοστοί Δευκαλίωνες σφοι πετούσαν πέτρες πίσω τους, που έγιναν Κνίτες. Και αυξάνονταν και πλήθαιναν κατά τας γραφάς του καταστατικού, μες στο πηχτό σκοτάδι της αντεπανάστασης και του εθνικιστικού παραληρήματος, για να γίνουν τα σκοτάδια λάμψη.

Για τη Μακρόνησο (Ανάβυσσο) και τις Πρέσπες το ’08, όπου οι σφοι ψήθηκαν στον ήλιο και ο ταξικός εχθρός τούς γυρνούσε σε σούβλες, προσμένοντας μάταια μια δήλωση μετανοίας.

Για τον αντάρτικο ελιγμό (Γράμμος-Βίτσι), όταν έπιασε μπόρα στο Νεστόριο, όπου γλίτωσε ο κύριος όγκος των συντρόφων και των σκηνών τους.

Για τα σύννεφα στο Βίτσι, που κατέβηκαν βαριά και πηχτά από το βουνό, σαν ένοπλη αρμάδα, και σκέπασαν την κεντρική σκηνή, σαν εφέ του Αγγελόπουλου.

Για τα ένοπλα κουνούπια Στούκας στο Στόμιο, που μας βομβάρδιζαν με την προβοσκίδα τους, σαν Ναπάλμ.

Για τους μαύρους που την έπεσαν στα γραφεία της ΚΝΕ στη Θεσσαλονίκη, το ’03. Και το επιτελικό σχέδιο για να τους γλιτώσουμε από τους άλλους μαύρους, κάνοντας διάδρομο με αλυσίδες και ανοίγοντας τους μπάτσους στα δύο με ένα μαγικό κοντόξυλο.

Για τους χαλκέντερους σφους που ήπιαν αδέσποτο νερό, γιατί είχαν πέσει μικροί στη χύτρα με το αντίδοτο, σαν τον Οβελίξ που έγινε δοκιμαστής της Κλεοπάτρας, για μια τούρτα κομμένη (περίπου) στα τρία. Μην καρτεράτε να λυγίσουνε...

Για τις νατοϊκές βάσεις, που τις ανοίγαμε σα ρωμαϊκά στρατόπεδα.
Μα δεν ήταν παρά ένας τόσο δα στρατουδάκος...

Εκεί που έχω ταξιδέψει εγώ, μαζί με τον κομμουνισμό.
Αλλά τα καλύτερα διήμερά μας δεν τα έχουμε ζήσει ακόμα...

Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Στα χνάρια του ΔΣΕ

Οι εικόνες που έρχονται στις οθόνες μας από τους φωτογράφους του 902 στο Βίτσι είναι εντυπωσιακές.

Το σκουριασμένο οπλοστάσιο, που μπορεί ακόμα να βρει κανείς στα γύρω υψώματα, αλλά δε βλέπω κανένα κονσερβοκούτι (που κάνει δουλειά και σκουριασμένο) και δεν πάμε πουθενά έτσι.
Ο περίπατος του ΓΓ και του επιτελείου του στο φαράγγι (που κάνει ρίμα με το φαλάγγι που θα τους πάρουμε όλους κάποτε) και τις σπηλιές, για να βρούμε την καλύτερη όπου θα (ξανα)στηθεί το Γενικό Αρχηγείο (λέμε τώρα).



Η γιουγκοσλαβική σημαία στην πλάτη ενός σφου που φέρνει συνειρμούς με τους Σλαβομακεδόνες της ΣΝΟΦ και το πισώπλατο χτύπημα του Τίτο με το στιλέτο. Που είτε ισχύει σαν εκδοχή είτε όχι, έχει μια αντικειμενική πλευρά: ότι κόπηκε δηλ ο κύριος διάδρομος κι η κύρια πηγή τροφοδότησης του ΔΣΕ με πολεμοφόδια, γέρνοντας αποφασιστικά την πλάστιγγα εις βάρος του.

Και το έμβλημα του ΔΣΕ (ένα Δέλτα σε κύκλο) που σχημάτισαν οι σύντροφοι με τα κορμιά τους στο έδαφος, και προς στιγμήν εντυπωσιάστηκα γιατί είδα την εικόνα από μακριά και νόμιζα πως ήταν μια ανθρώπινη πυραμίδα στον αέρα (να συμβολίζει την επουράνια έφοδο). Και μετά σκεφτόμουν πως είναι ούτως ή άλλως εντυπωσιακό, αλλά σε έναν ΛΔ-Κορεάτη σφο θα φαινόταν πολύ ερασιτεχνικός ο συγχρονισμός κι η σημασία στις λεπτομέρειες.

Τα υπόλοιπα μπορούν να τα διηγηθούν καλύτερα οι σφοι που πήγαν στο διήμερο στο Βίτσι, όχι από κάποιο βίτσιο να πάρουν τα βουνά, αλλά ακολουθώντας τα χνάρια του ΔΣΕ, νιώθοντας ακόμα νωπό το πέρασμά του, την ανάσα του, τον ψίθυρο των μαχητών του στο θρόισμα των φύλλων.
Κι αν τυχόν κουραστεί κανείς (γιατί ένα αντι-ιμπεριαλιστικό διήμερο της οργάνωσης δεν είναι ποτέ απλή και ξεκούραστη υπόθεση) από την ταλαιπωρία και από τον ποδαρόδρομο, με τι ψυχή (βαθιά) να γκρινιάξει, όταν συλλογίζεται τις κακουχίες και τις αντίξοες συνθήκες που αντιμετώπιζαν οι πολεμιστές του ΔΣΕ, σε ένα διαρκές κυνήγι επιβίωσης και κρυφτού με το χάρο, που παραμόνευε σε κάποια γωνία; Αν κάποιοι σφοι φάνε παραπάνω ήλιο κατακέφαλα -γιατί κάθε διήμερο είναι ένα είδος μάχης για μια θέση στον ίσκιο, κι όχι στον ήλιο, όπου βρίσκονται τελικά όλες οι σκηνές- πώς να γκρινιάξουν σοβαρά, όταν αναλογίζονται πως οι δικοί μας πολιτικοί πρόγονοι ήταν εκτεθειμένοι όλο το χρόνο, χωρίς καμιά ουσιαστική προστασία, στις πιο άγριες και ακραίες καιρικές συνθήκες, συνθέτοντας έναν αλύγιστο στρατό παντός καιρού;

Το ΚΚΕ είναι η μόνη πολιτική δύναμη που συνεχίζει να τιμάει έμπρακτα, μαζικά, συστηματικά, την ιστορία του ΔΣΕ και το δεύτερου αντάρτικου, μιας ηρωικής, κορυφαίας στιγμής της ταξικής πάλης, που διεκδίκησε ένοπλα την εξουσία. Μιας στιγμής που κάποιοι επιμένουν να βλέπουν ως λάθος, ως μπανανόφλουδα που πατήσαμε, ενώ αν την αποφεύγαμε, θα γυρίζαμε πίσω την ιστορία και τον άνθρωπο, να τρώει μπανάνες στα δέντρα, συμφιλιωμένος με τα αφεντικά του, και να περπατάει ξανά στα τέσσερα αντί στα δύο (δες και την απολογία του Λουντέμη), σκυμμένος και υποταγμένος και όχι όρθιος. Αυτοί που κρίνουν τον αγώνα από το τελικό αποτέλεσμα, για να ξαναγράψουν την ιστορία μαζί με τους νικητές, και να σου πουν "ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι", αυτοί που δε θέλουνε τη νίκη, και βασικά δε θέλουν να υπάρχει πάλη, αγώνας, ώστε να ξέρουμε στα σίγουρα, μια για πάντα το νικητή και να υποκύψουμε σε ό,τι λέει (μετά από μερικές ώρες διαπραγμάτευσης). Αυτοί που δεν καταλαβαίνουν το πραγματικό αποτέλεσμα και την πλούσια παρακαταθήκη που άφησε ο ηρωικός αγώνας του ΔΣΕ, η επιλογή της σύγκρουσης αντί της υποταγής.

Κι αυτή η ήττα είναι που γύρισε το μυαλό πολλών ατσαλωμένων συντρόφων, τους "έριξε τα καφάσια από τα μάτια", για να τους φορέσει τις παρωπίδες του συστήματος, να χάσουν τη "θρησκευτική τους πίστη στο κόμμα", ανακαλύπτοντας σατανικές ηγεσίες κι έκπτωτους αγγέλους, επιβεβαιώνοντας από την ανάποδη το αντιδιαλεκτικό της σκέψης τους, κρίνοντας από τη δική τους κατάντια την ηρωική, συνειδητή πειθαρχία των άλλων.

Σήμερα βέβαια το δίλημμα εξακολουθεί να έχει το ίδιο περιεχόμενο, με άλλες μορφές: σύγκρουση ή υποταγή. Αλλά ανάμεσά τους (κι ως συμπλήρωμα του δεύτερου σκέλους) καραδοκεί το λούφαγμα, το μίζερο βόλεμα, η ιδιώτευση, σε διάφορες εκδοχές και παραλλαγές. Και η αλήθεια είναι πως -συνδυαστικά και με το ψυχικό φορτίο της ήττας- πολλοί αγωνιστές, ακόμα κι από τους μπαρουτοκαπνισμένους του ΔΣΕ (που ήταν δημοκρατικός στην πράξη, γιατί κανείς δεν περίσσευε κι όλοι -γυναίκες κι άνδρες- έκαναν τα πάντα) ηττήθηκαν σε αυτή τη φάση (κι όχι στο πεδίο της μάχης) θυμίζοντας εκείνη τη γνωστή φράση που λέει κάτι σαν: νικήσαμε τα λιοντάρια και ηττηθήκαμε από τους κοριούς (ή τέλος πάντων κάτι παρόμοιο).

Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι μόνο να βρούμε τα ψυχικά αποθέματα και τις δυνάμεις να κάνουμε τόσο ηρωικές πράξεις αυτοθυσίας όπως οι πολεμιστές του ΔΣΕ (και ενώ γνώριζαν πως οι ίδιοι δε θα δουν ποτέ τη νίκη και τους καρπούς της), αυτό που σήμερα δηλ μοιάζει απίθανο, πολύ μακρινό από την εποχή μας και την επίπλαστη ζαχαρένια μας, αλλά μπορεί να γεννηθεί ξανά, ξαφνικά από το μηδέν, στο κατάλληλο περιβάλλον, όταν το απαιτήσουν οι συνθήκες. Γιατί ο πραγματικός ηρωισμός ήταν χαρακτηριστικό πολλών καθημερινών ανθρώπων και των μικρών ή μεγάλων ιστοριών τους.

Το ζήτημα είναι να μη λουφάξουμε, να μην ηττηθούμε στα "εύκολα", να αναπτύξουμε αυτό το πνεύμα αυτοθυσίας ακόμα και σε αυτές τις "λιγότερο ηρωικές κι επαναστατικές εποχές", ή αλλιώς να μάθουμε να δρούμε και να λειτουργούμε επαναστατικά, ακόμα και σε μη επαναστατικές συνθήκες. και στις πιο δύσκολες καμπές της ταξικής πάλης.
Κι αυτή είναι η βασική παρακαταθήκη που αφήνει το παράδειγμα του ΔΣΕ.



Όσοι έχετε τουίτερ, μπείτε και στο προφίλ ενός σφου που ανέβασε διάφορα βίντεο και φωτό από το διήμερο. Ειδικά αυτές με την ομίχλη, προκαλούν σχεδόν δέος..


Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Συντροφικές αποδράσεις

Διακοπές με την οργάνωση σημαίνει βασικά δύο πράγματα: το αντιιμπεριαλιστικό διήμερο σαν τελετή έναρξης και κορύφωμα στη φοιτητική κατασκήνωση στο ποσείδι για εμάς τους βόρειους –για το αχλάδι δεν μπορώ να φέρω άποψη. Για τα οποία, αν δεν τα έχεις ζήσει από πρώτο χέρι, δεν μπορείς να καταλάβεις πολλά από τα ρεπορτάζ του στιλ «αντάμωσαν και γλέντησαν οι κνίτες», που είναι ο ορισμός της «φαντασίας στην εξουσία» -με τη διαφορά πως η εξουσία φθείρει και καταστρέφει την όποια φαντασία μπορεί να είχαμε.

Το διήμερο σηματοδοτεί το τέλος της ακαδημαϊκής χρονιάς για πολλούς φοιτητές κι ένα φτηνό τρόπο να επιστρέψουν στα πάτρια εδάφη τους, αν αυτά βρίσκονται στην άλλη άκρη της ελλάδας. Και είναι μια ευκαιρία για όσους συμμετέχουν, να αποκτήσουν μια εμπειρία ζωής που προσφέρεται για διάφορους μη αστικούς μύθους. Πχ ότι φέτος στο στόμιο δεν εμφανίστηκαν λέει τα στούκας, που είχαν θερίσει κόσμο στο προ δεκαετίας (και βάλε) διήμερο. Κι η μόνη σταθερή αξία ήταν ο θολός οπορτουνιστικός βούρκος στην παραλία όπου χύνεται το ποτάμι του πηνειού και γίνεται ακόμα χειρότερο, αν πλακώσουν μαζί τρεις χιλιάδες κατασκηνωτές. Τα καλύτερα μέρη εξάλλου είναι μετά το τσάγεζι, προς την καρίτσα και το κόκκινο νερό.

Η δική μου πιο δυνατή ανάμνηση είναι από το –πάει και το- νεστόριο. Με τους ήρωες-άπαρτα βουνά να παίζουν άπειρες φορές κάθε μέρα, για να τους μάθουν οι νέοι και να μην αντέχουν να τους ξανακούσουν οι παλιότεροι· τους.. σύγχρονους «ήρωες» να βουτάνε στα κρύα νερά του ποταμιού για να κολυμπήσουν· κι όλα τα αντάρτικα τραγούδια να γίνονται χασαποσέρβικα στον χορό. Και τον τοπικό (προ καλλικράτη) δήμαρχο να βγάζει ένα θερό λόγο υποδοχής, θαρρείς και ήταν δικός μας –καμία σχέση. Αλλά οι καλές σχέσεις χρησίμεψαν στη συνέχεια, γιατί ένα βράδυ που έβρεχε –εκτός από το κρύο που πιάνει πάντα τις νύχτες- και πολλές σκηνές πλημμύρισαν, οι αρχές του γειτονικού χωριού μας παραχώρησαν ευγενικά το δημοτικό για να διανυκτερεύσουμε. Και κάναμε ένα νυχτερινό ελιγμό γράμμο-βίτσι, που στην αρχή δεν ξέραμε πού θα κατέληγε (μήπως όντως στο βίτσι;) και ήταν μια δοκιμασία για τα νεύρα, τις αντοχές, τα γυναικόπαιδα, τους θεριακλήδες καπνιστές, τους γκρινιάρηδες σφους (καλή ώρα) και όσους λιπόψυχους σκέφτονταν τη λιποταξία. Το ατσάλωμα μας έκανε καλό όμως και σε κάθε αίθουσα του σχολείου έγιναν αυτοσχέδιες ομάδες με υπεύθυνους κι άτυπους.. πολιτικούς εκπροσώπους για την καλύτερη διαρρύθμιση του χώρου.

Στο ποσείδι πηγαίνουμε το δεύτερο μισό του ιούλη, που είναι η καλύτερη περίοδος: ούτε η πήχτρα στο άνοιγμα, που πλακώνει όλος ο κόσμος κι είναι πατείς με πατώ σε κι έχει παντού ουρές, από την τουαλέτα ως το σούπερ-μάρκετ, ούτε η νέκρα του αυγούστου, να σε πιάνει μελαγχολία –αν και έχει και αυτή την χάρη της. Δε συμπίπτει βέβαια με κάποια μεγάλη αθλητική διοργάνωση (μουντιάλ ή ολυμπιακούς) που θα είχε πλάκα ίσως να τη δει κανείς μαζί με μπαόκια πχ (που το 05’ φώναζαν «οέο-οέο με αρχηγό τον τέο») ή με το βουλευτή, το ζιώγα, που έβλεπε ακόμα και πόλο.

Είχαμε όμως δικές μας αθλοπαιδιές και μεγάλες διοργανώσεις, όπως το μουντοτάβλι του 02’ και το μουντοσκάκι, όπου δύο αρχάριοι σφοι είχαν ονομάσει τα άλογά τους καφού και ρομπέρτο κάρλος, ανάλογα με την πλευρά από όπου εφορμούσαν. Ή το κλασικό παλέρμο, όπου πριν αρχίσουμε να παίζουμε κανονικά, για να βρούμε το δολοφόνο, ξοδεύαμε τον πρώτο γύρο για να βγάλουμε κάποιον που είχαμε στην μπούκα, με.. «πολιτικά επιχειρήματα» πχ –για να το επικαιροποιήσουμε κιόλας- εγώ λέω να φύγει ο τάδε, γιατί δεν ψήφισε το 19ο και είναι με το ααδμ. –Ναι αλλά εγώ είμαι κάπου μεταξύ αριστερού ααδμ και δεξιάς λαϊκής συμμαχίας, ενώ εσύ... Και πάει λέγοντας.

Και ζήσαμε ιστορικές στιγμές, όπως τη γένοβα, όπου προσπαθούσαμε απεγνωσμένα να μάθουμε νέα και να βγάλουμε συνεννόηση με όσους είχαν τότε κινητά. Και την περίφημη επιστολή των επτά (του ναρ), που τώρα δεν είναι τόσοι αλλά οι καλοί βρήκαν το δρόμο τους. Και το λαϊκό στρώμα την έχει πάντα μαζί του στο πορτοφόλι του, αλλά κοροϊδεύει την κοινωνία και ποιος ξέρει πότε θα ξαναγράψει στο ανενεργό μπλοκ του, που ντεμέκ στα χαρτιά ξαναλειτουργεί. Και υπήρχε θέμα με τους ριζοσπάστες, γιατί κάναμε μεν ειδική παραγγελία, αλλά συνήθως ήταν λιγότεροι από τη ζήτηση και κάποιοι σφοι έγραφαν πάνω το όνομά τους, για να μην τους τον πάρει κανείς στη ζούλα και μείνουν μπουκάλα και αδιάβαστοι.

Αλλά αυτά συμβαίνουν σε ζωντανούς οργανισμούς κι είναι μικρές σταγόνες στο αρχιπέλαγος της συντροφικότητας, που δοκιμάζεται κι ατσαλώνεται στις χρεώσεις της καντίνας που διαχειριζόμαστε και τις ανάγκες της. Θαυμάζεις τους εθελοντές που δηλώνουν βάρδια 10-12, την ώρα αιχμής δηλ, το σφο που έκανε το λάθος να φτιάξει μια χρονιά κρέπες και έπαιρνε κάθε βράδυ ένα τόνο παραγγελιές, μαθαίνεις δουλειές που ούτε κατά διάνοια δε θα έκανες σπίτι σου, στρώνεις στη δουλειά τους λουφαδόρους, πίνεις σε νερό ό,τι έχεις βγάλει σε ιδρώτα (ή μήπως το αντίστροφο συμβαίνει;) και διηγείστε μαζί με άλλους ψήστες σφους «ιστορίες του κυνηγιού», σα ψαροντουφεκάδες. Ένας ψητάς πήρε παραγγελία σαράντα σουβλάκια (τα πουρουφάν που λένε κι οι νότιοι) και τα είχε έτοιμα σε πέντε λεπτά. Ένας άλλος έψηνε σουβλάκια σε δύο σειρές, πάνω-κάτω και πλαγίως κι είχε παραπλεύρως και μια δεύτερη ψησταριά με λουκάνικα και μπιφτέκια. Ενώ ένας τρίτος έκανε όλα τα παραπάνω και παράλληλα πρόσεχε τις πατάτες να μην καούν, άλλαζε τραγούδια στο cd player και έπαιζε και ντραμς. Κι ένας άλλος λέει τα έψηνε χωρίς λεμόνι. ΧΩΡΙΣ ΛΕΜΟΝΙ!; Και πώς έπαιρναν χρώμα δηλ για να μη φαίνονται ωμά; Εκτός κι αν ήταν στην ίδια φυλή-συνομοταξία με εκείνο το σφο που αν ήταν ινδιάνος θα τον φώναζαν το ωμό σουβλάκι. Ντάξει ρε σφε, είπαμε να υπερβάλλουμε λίγο στις ιστορίες, αλλά όχι και χωρίς λεμόνι.

Και τι άλλο έπαιζε; Οι συνελεύσεις κατασκηνωτών, που δεν ήταν κακές, αλλά πόσα αποτελέσματα να φέρουν μες σε δυο βδομάδες που ήμασταν εκεί, ενώ το ποσείδι ήταν ανοιχτό για ένα δίμηνο περίπου; Οι ανθρωποφύλακες που πρόσεχαν μη τυχόν κάνει μαντραπήδα κανείς τεϊτζής ή παμακίτης και ζητούσαν να τους δείξουν την κάρτα τους, αλλά εμείς τους καλύπταμε και λέγαμε πως ήταν δικοί μας από την καντίνα. Οι φωνές από τους σασίτες παραδίπλα, που είχαν κάνα δυο προκλητικούληδες, αλλά σε πρώτη ευκαιρία οι πιο πολλοί έρχονταν από τα μέρη μας. Το κυνήγι για τις καρέκλες της λέσχης, κάθε βράδυ που είχαμε γλέντι, για να μας τις ξαναπάρουν το άλλο πρωί και φτου από την αρχή, μέχρι που έβαλαν βιδωτά καθίσματα και ησύχασαν –κι ακρίβυναν και το φαγητό, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία. Οι συναυλίες κάθε πσκ (όχι η παλιά πανσπουδαστική) και η σταθερή αξία του κασούρα με τα ρεμπέτικα (και όχι μόνο) και δεν ξέρω αν σου ‘πα, αλλά... ήρωες άπαρτα βουνά και γιούπι για-για πανσπουδαστική (η πκς, δηλ η παλιά πσκ). Κι οι εκδηλώσεις, συζητήσεις, παρουσιάσεις κι ο πάγκος με τα βιβλία της σύγχρονης εποχής, που για μένα προσωπικά ήταν η πρώτη μου επαφή με το λένιν –απλά ελαφρά αναγνώσματα για την παραλία. Και ναι ήταν η πρώτη φορά με κάποιον που να το αξίζει, όπως θα έλεγε η ποταμίσια.

Το πευκοδάσος δίπλα στη θάλασσα, όπου μέσα έκανε φουτζίτσου, ενώ έξω είχε καύσωνα –αλλά χωρίς το τρελό κρύο στο νεστόριο. Βλάστηση σφε αναγνώστη, όχι ξερονήσια όπου χαίρεσαι με δυο αρμυρίκια όλα κι όλα και τα ποτίζεις για να μπει αιώρα κάποτε, στη δευτέρα παρουσία. Οι βραδινές «εξορμήσεις» στο άθλιο μπιτσόμπαρο, που ή εγώ κάνω σα γέρος ή αυτό παίζει ντάμπα-ντούμπα στη διαπασών, που ευτυχώς δεν έφτανε ως το στρουμφοχωριό με τις σκηνές που στήναμε στα πέριξ της καντίνας, αλλά τώρα έχει κι από την άλλη πλευρά ένα άλλο μπιτσόμπαρο και έτσι είμαστε περικυκλωμένοι, σφοι. Και διάφορα άλλα σκηνικά και περιστατικά, που δεν έχουν αποχαρακτηριστεί ακόμα από τα μυστικά αρχεία και τα κρατάμε κάβα για κάποια άλλη φορά.

Το περίεργο είναι πως το ποσείδι σου αφήνει πολλές φορές μια αίσθηση βετεράνου φιτητή, που σε κάνει να λες πως μπούχτισες και δε θα ξανάρθεις άλλη χρονιά, αλλά πάντα σε κερδίζει μέχρι να πάψεις να βρίσκεις παρέα και να σε ξεβράσει το φκ κι η νέα γενιά. Και πάντα μελαγχολείς στην τελετή παράδοσης-παραλαβής της καντίνας στους βρωμοπασόκους, που πρέπει να βγάζουν ένα σωρό λεφτά ο καθένας για την πάρτη του από τη διαχείριση της καντίνας, όπως άλλωστε και οι δαπίτες. Και μόνο η/τα εαακ δεν παίρνουν την καντίνα, θεωρητικά για λόγους αρχής, γιατί δε συμμετέχουν στη φεαπθ, άτυπα όμως τους είχε μείνει σιωπηρά ως αντάλλαγμα το στέκι στη θεολογική, που μέχρι πρότινος –και για μια δεκαετία σχεδόν- έμενε τραγικά αναξιοποίητο, αλλά τώρα βελτιώθηκε η κατάσταση. Και οι ναρίτες ορκίζονται, μα το δία και την μπελισάμα, πως κι οι θερινές τους κατασκωνώσεις είναι καλύτερα οργανωμένες, αλλά όπως λέει μια φίλη της κε του μπλοκ, ό,τι συμβαίνει στο χορευτό, μένει στο χορευτό (αν και φέτος θα πάνε αλλού) και τέλος πάντων ας βρουν ένα δικό τους να διηγηθεί τις δικές τους εμπειρίες..


Υγ: Η κε του μπλοκ αισθάνεται την ανάγκη να ευχαριστήσει τους σφους αναγνώστες για τα πολύ καλά αντανακλαστικά που δείχνουν στην πλειοψηφία τους τις τελευταίες μέρες στα σχόλια και να τους ευχηθεί καλή ξεκούραση για τις επόμενες μέρες, που κατά πάσα πιθανότητα το μπλοκ δε θα ανανεώνεται με κείμενα.

Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Δυο μέρες μόνο


Τι προλαβαίνει να ζήσει κανείς σε ένα πσκ –όπως λένε οι φαντάροι τη 48ωρη άδεια στο στρατό; Πόσο γεμάτο μπορεί να είναι το πρόγραμμα δυο ημερών και τι όγκο πληροφοριών, γεγονότων, προσώπων κι αναμνήσεων μπορεί να χωρέσει το μυαλό ενός νέου συντρόφου; Το διήμερο της οργάνωσης έρχεται να δώσει απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα και να δοκιμάσει την πίστη κάθε συντρόφου, λειτουργώντας κάπως σαν ψυχοτρόπο φάρμακο στη διάθεσή του. Αν κάποιος έχει πχ υψηλό φρόνημα και θετική προδιάθεση, το διήμερο προσφέρεται για σκληραγώγηση και το περαιτέρω ηθικό ατσάλωμά του. Αν είναι νέος κι ενθουσιώδης, επίσης. Αλλά αν είναι γκρινιάρης κι ιδιότροπος, για να μην πούμε λιπόψυχος, μπορεί να του κάμψει ανεπανόρθωτα το ηθικό και να του προσφέρει ανά πάσα στιγμή λόγους να λιποτακτήσει στο αντίπαλο στρατόπεδο.


Είναι σε κάτι τέτοιες στιγμές που καλείσαι να το φιλοσοφήσεις και να απαντήσεις στα αρχέγονα ερωτήματα που προκύπτουν αυθόρμητα σε κάθε διήμερο: ποιο είναι πρώτο πράγμα που επιθυμείς να κάνεις, μόλις επιστρέψεις στη βάση σου; Και ποια ανάγκη ιεραρχείς ως πιο σημαντική; Το μαμ –κάτι διαφορετικό, πέρα από σουβλάκια; Το νάνι –σε ένα μαλακό, καθαρό στρώμα; Τα κακά –στη λεκάνη μιας τουαλέτας που δεν είναι ούτε χημική, ούτε φυσική κι αυτοσχέδια, ούτε τούρκικη αλλά κανονική; Ένα ζεστό μπάνιο με αφρό, μπουρμπουλήθρες κι ένα χάρτινο καραβάκι για να παίζεις; Ή μήπως μια γρήγορη πρόσβαση –επιτέλους- στο δίκτυο; Ένα ερώτημα που δεν επιδέχεται μιας μόνο λύσης και η απάντηση του καθενός καθορίζει τις προτεραιότητες και τις αξίες του στη ζωή.



Οι οποίες δεν αρκούν όμως για να επισκιάσουν τα ανώτερα πολιτικά ιδανικά και την ακλόνητη πίστη στο στρατηγικό μας στόχο –μολονότι αυτός καθίσταται ενίοτε δυσδιάκριτος, στα διάφορα στάδια διαμεσολάβησής του. Πχ όταν λιώνεις με τις ώρες στον ήλιο, περιμένοντας κάτι απροσδιόριστο και ασαφές, και νιώθεις λίγο σαν τον οβελίξ, που μπαίνει αγόγγυστα στη μάχη, αλλά ζητάει εξηγήσεις απ’ τον αστερίξ, να του πει μετά, όταν τελειώσουν, για ποιο λόγο πολεμάμε, γιατί είναι πάντα ωραίο να ξέρεις γιατί αγωνίζεσαι. Με τη διαφορά βέβαια πως ο οβελίξ είχε πέσει όταν ήταν μικρό στην χύτρα με το μαγικό φίλτρο, ενώ εμείς όχι. Αλλά οι απαιτήσεις του αγώνα είναι τέτοιες που σχεδόν το προϋποθέτουν, για να τα βγάλουμε πέρα, και ο σφος καλείται να αντλήσει το μαγικό ζωμό του από τη δύναμη των ιδανικών για τα οποία παλεύουμε. Αυτά είναι τα δικά μας μαντζούνια και ο κάρολος είναι ο δικός μας γερο-σοφός, ο δικός μας πανοραμίξ, με πανοραμική εποπτεία και θεώρηση στο κοινωνικό προτσές, χωρίς ωστόσο να δίνει έτοιμες συνταγές για την κοινωνία του μέλλοντος στους πολιτικούς του τσελεμεντέδες.



Και δεν είναι πως αμφιβάλλεις για το γενικό σκοπό, όπως τον είχε προσδιορίσει ο κάρολος, αλλά για το νόημα επιμέρους πράξεων, ενίοτε και για κάποιους τακτικούς ελιγμούς που δεν είναι ευέλικτοι σαν τα γαλατικά γιουρούσια στο ρωμαϊκό στρατόπεδο. Κι όσο δεν ωριμάζουν οι συνθήκες να σπάσουμε την κυριαρχία της σύγχρονης παξ ρομάνα και δεν εμφανίζονται οι ρωμαίοι, μπορεί να αρχίσουμε να τρωγόμαστε μεταξύ μας, για να διοχετεύσουμε κάπου τη συσσωρευμένη ενέργεια, και να μπει ο σπόρος της αμφιβολίας.

Μήπως έπρεπε να έχεις πάει με τους ρωμαίους; Ή να οργανωθείς στα άλλα γαλατικά χωριά, που έχουν συνθηκολογήσει μαζί τους και δεν τρέχουν καλοκαιριάτικα έξω από τις ρωμαϊκές βάσεις να διαδηλώσουν; Μήπως ο σφος αστερίξ ανήκει στο στρώμα της εργατικής αριστοκρατίας και οι περιπέτειές του, που είναι γεμάτες αντι-ιμπεριαλιστικά μηνύματα κι υπονοούμενα, συσκοτίζουν την κοινωνική θέση και το ρόλο του αρχηγού μαζεστίξ και της εγχώρια αστικής τάξης; Μήπως η λογική του γαλατικού χωριού που αντιστέκεται, εγκλωβίζει τον αναγνώστη στην αδιέξοδη πολιτική θεωρία των μικρών σοσιαλιστικών νησίδων εντός του καπιταλισμού;



Οργανωθείτε, μας λέγανε. Θα γνωρίσετε την ομορφιά του αγώνα, μας λέγανε. Ένα όμορφο, ζεστό περιβάλλον, μας λέγανε… και τι πιο όμορφο και ζεστό περιβάλλον-τοπίο αλήθεια, από τη ναυτική βάση της σούδας, όπου πήγαμε το (πολύ) πρωί του σαββάτου, σαν παρέα με το αυτοκίνητο, γιατί το κνίτικο ραντεβού είχε δοθεί για τα χαράματα και μας παραπλάνησε. Και έτσι βρήκαμε μόνο τους ματάδες να κάθονται οκλαδόν στο χώμα, κάτω από τις ελιές και τον ίσκιο τους, με τα κράνη δίπλα τους και να είναι έτοιμοι για πικ-νικ. Οπότε άρχισε το κυνήγι του χαμένου συντρόφου και τα τηλέφωνα στους γνωστούς μας στην κατασκήνωση. Έλα, που είστε;

-Στο πούλμαν, φτάνουμε στο μουζουρά. –Εμείς είμαστε ακόμα στο κάμπινγκ.



Τρέχα γύρευε ποιον να πιστέψεις. Κι άντε να βγάλεις άκρη δηλ, αν δε γνώριζες εξ αρχής το σχεδιασμό να σπάσουμε ευέλικτα τις δυνάμεις μας, για να πολιορκήσουμε δυο διαφορετικές βάσεις από τις 19 συνολικά –ζωή να μην έχουν- που φιλοξενεί η μουσούδα της σούδας (κοίτα στον χάρτη και θα τη δεις, λίγο δεξιά από τα κερατάκια πάνω από το καστέλι). Στο μουζουρά τελικά προλάβαμε μόνο τη συνοδεία του κουτσού με αυτοκινητοπομπή και πετύχαμε τους άλλους μισούς με πούλμαν κι αστικά, γυρίζοντας στη ναυτική βάση, όπου καταλάβαμε συμβολικά με κόκκινες σημαίες ένα μικρό τμήμα της, ενώ ο κρητικός κομισάριος εμψύχωνε τα πλήθη, πετώντας μπουκάλια νερό στον αέρα, σα ροκ σταρ. Μετά κάποιοι σφοι γύρισαν στα χανιά, όπου γύρισαν με πορεία δυο-τρεις φορές το κέντρο της, πάνω-κάτω, σαν περιφερόμενο έκθεμα, γιατί όπως λέει κι ένας σφος, πρώτη φορά βλέπουν οι χανιώτες τόσο κόσμο, κάτσε να τους τρομάξουμε λίγο.



Γιατί τα Χανιά μπορεί να είναι μια πολύ όμορφη πόλη, με ωραίο και άνετο κόσμο, που σκέφτεται κυρίως το φαΐ και την τσικουδιά –και κατά βάση το δεύτερο- αλλά έχουν πολύ έντονο μικροαστικό στοιχείο, που δεν έχει ζήσει πολύ στο πετσί του τις συνέπειες της κρίσης και παραμένει πασοκόψυχο, παρά τη ροζ ψήφο του στις τελευταίες εκλογές, ή μάλλον ακριβώς και για αυτό –αν δεις ειδικά και τους υποψήφιους του σύριζα στο νομό.

Έχουν όμως και ηρωικούς συντρόφους, που ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μες στο ροζ γάλα και κουβαλάν μπόλικη κρητική τρέλα, θυμίζοντας λίγο τους κορσικανούς από την ομώνυμη περιπέτεια του αστερίξ –τελείως κουζουλοί αλλά απόλυτα συμπαθείς. Κι όταν είχε έρθει ο χαλβατζής για μια περιοδεία στα χωριά του νομού, με εργαλείο τη μαρξιστική ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, κατέληξε στο στέρεο διαλεκτικο-υλιστικό συμπέρασμα πως: πίνετε πά-ά-ά-ρα πολύ. Ενώ σε μια άλλη κομματική δουλειά, ο κρητικός επίτροπος είχε καθησυχάσει τις αγωνίες και τα ερωτήματα των συντρόφων με τη δύναμη της γνώσης και το απόφθεγμα: έλα μωρέ τώρα, αφού ο σοσιαλισμός είναι νομοτέλεια.



Με τη βοήθεια της τσικουδιάς λοιπόν, ο νους ταξιδεύει στις αναμνήσεις από προηγούμενα διήμερα: τα κουνούπια στούκας στο στόμιο, τις αυτοσχέδιες τουαλέτες και τους λάκκους στην χίο, τον ελιγμό γράμμος-βίτσι, που κάναμε στο νεστόριο, τη νύχτα που έπιασε βροχή και καταλύσαμε στο σχολείο του γειτονικού χωριού, τον ατελείωτο κι ανελέητο ήλιο στις πρέσπες και το λαύριο, τις αλυσίδες των σφων στη θεσσαλονίκη, για να μη συλλάβει η αστυνομία τους μαύρους, που έβγαιναν από το κτίριο όπου ήταν τα γραφεία της κνε, κτλ… για να πιάσει το κόκκινο νήμα της ιστορίας και να επιστρέψει στο φετινό, συνθέτοντας νοερά ένα βιντεάκι με τα καλύτερα στιγμιότυπα.



-την υποδοχή στο λιμάνι, με τους σφους να κουβαλάν τα συνήθη αξεσουάρ του μέσου κατασκηνωτή: σκηνές, υπνόσακους, κομεπ, κοντόξυλα, οδηγητές, και άλλα απαραίτητα που δεν πρέπει να λείπουν ποτέ από ένα κάμπινγκ. Και τις ιστορίες τους απ’ το ταξίδι, όπου έπαιζαν πέφτει η νύχτα στο παλέρμο: να βγάλουμε τον τάδε, γιατί είναι τροτσκιστής. Εγώ προτείνω τον δείνα, γιατί είναι με το 15ο, κοκ..



-την ομιλία του κούτσι με τη λαμιώτικη εκφορά του «νιη ντιλ» (new deal) και τη γηπεδική επαφή του με τη φίλαθλη βάση από τα κάτω, που δεν περιορίζεται πλέον στην αρχή κάθε ομιλίας του, οι οποίες ξεκινάνε απαραιτήτως με σύνθημα, αλλά επεκτείνεται και κατά τη διάρκειά, με μικρούς αυτοσχέδιους διαλόγους: έτσι ακριβώς είναι σύντροφοι, ούτε γη ούτε νερό στους φονιάδες των λαών, έχει απόλυτο δίκιο το σύνθημα..



-τον πρόδρομο της αναβίωσης των θρυλικών νέων πρωτοπόρων και τους ογδόντα «νέους κνίτες», στις ηλικίες του δημοτικού, που ήρθαν «ασυνόδευτοι», χωρίς τους γονείς τους στην κατασκήνωση, υπό την επιτήρηση συντρόφων παιδαγωγών. Και οι οποίοι φορούσαν άσπρα ομοιόμορφα μπλουζάκια στην ομιλία του κούτσι, είχαν ειδικό χώρο στην ουρά για τις ταβέρνες (από 9-13 ετών) και ρωτούσαν τους μεγαλύτερους αν ήξεραν ποια ήταν η τερένσκοβα, για να μοιραστούν την καινούρια τους γνώση για την πρώτη γυναίκα που πέταξε στο διάστημα.

Κι έτσι όπως πάνε τα πράγματα με τους εκκολαπτόμενους χρυσαυγίτες στα σχολεία, ίσως χρειαστεί να αρχίσουμε τη στρατολόγηση και από τις ηλικίες του νηπιαγωγείου, που λέει ο λόγος.



-τη θραύση που έκανε το γαμοπίλαφο (προσφορά ενός ντόπιου συνεταιρισμού) σε αντίθεση με τα σουβλάκια, που θα ‘μεναν αμανάτι, και το πρωί της κυριακής τα διαφήμιζαν στα μεγάφωνα από τις 11: σύντροφοι στην ταβέρνα διατίθεται άφθονο σουβλάκι!

Και την ανακοίνωση από τα μεγάφωνα ότι κυκλοφόρησε το επίσημο (sic) μπλουζάκι του διημέρου, όπου περίμενες σα συμπλήρωμα να ακούσεις στη συνέχεια κάτι σαν: προσοχή στις απομιμήσεις.



-και τα εγκωμιαστικά σχόλια του τοπικού τύπου για την οργάνωση που καθάρισε στην εντέλεια τον χώρο και τον άφησε καλύτερο κι από πριν, γιατί αν περίμεναν από το δήμο… Οι γύρω δήμαρχοι νοιάστηκαν πάντως για το κομμάτι των δημοσίων σχέσεων κι έκαναν ένα πέρασμα από τον χώρο τη μέρα της ομιλίας, γιατί πλησιάζουν κι οι εκλογές, και χρειάζονται την καλή έξωθεν μαρτυρία.


Για το τέλος είχα κρατήσει ένα φωτογραφικό ηθικό δίδαγμα, αλλα μας έφαγε η άτιμη η τεχνολογία. Επιφυλάσσομαι για μελλοντική του αξιοποίηση.