Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ευρωκομμουνισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ευρωκομμουνισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

Ο καπιταλισμός ή θα είναι καταπιεστικός κι εκμεταλλευτικός ή δε θα υπάρξει…

Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα

Αν η διάσπαση του ΚΚΕ το 68′ είχε διεθνή διάσταση, αυτή θα ήταν η εμφάνιση του ρεύματος του ευρωκομμουνισμού. Και για κάποιους, η “άνοιξη της Πράγας”. Ίσως κάποιοι “ανανεωτές” βρήκαν σε αυτήν το ιδεολογικό άλλοθι που χρειάζονταν, για να καλύψουν τη διαφωνία τους, ενώ θα είχαν άλλη άποψη αν είχαν κερδίσει την υποστήριξη των Σοβιετικών. Ακόμα κι έτσι ωστόσο δεν παύει να υπάρχει ένας βαθύτερος οργανικός δεσμός, έστω κι αν συνειδητοποιήθηκε αργότερα στην πορεία.
Το βασικό θεωρητικό ζήτημα που τέθηκε -σύμφωνα με τις δικές τους διακηρύξεις- είναι ο περιβόητος τρίτος δρόμος, το ερώτημα αν μπορούσε να οικοδομηθεί ένα διαφορετικό μοντέλο σοσιαλισμού, που θα μπορούσαμε να το παραφράσουμε (διακωμωδώντας το) κι ως εξής: είναι εφικτός ένας άλλος άλλος κόσμος;

Σε μια πρόσφατη έκδοση του ΔΟΛ για τα 50 χρόνια από τη διάσπαση του ΚΚΕ, ο Πρετεντέρης έγραφε πως το 68′ ήταν μια εμφατική αρνητική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα: ο σοσιαλισμός και το κομμουνιστικό κίνημα ήταν καταδικασμένο να υπάρξουν με τη συγκεκριμένη μορφή κι ανίκανα να μεταρρυθμιστούν ή να εξελιχθούν. Κρατήθηκαν με αυτά τα χαρακτηριστικά για άλλα είκοσι χρόνια κι οδηγήθηκαν υποχρεωτικά -νομοτελειακά θα λέγαμε στη δική μας διάλεκτο- στη χρεοκοπία και την “κατάρρευση”.

Ο Πρετεντέρης μας σερβίρει το χρεοκοπημένο ιδεολόγημα περί τέλους της ιστορίας, φτιάχνοντας όμως ένα δίπολο με τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αν δεν είσαι μαζί του και με το τέλος της ιστορίας, είσαι με τους ανανεωτές και τις ελπίδες για την άνοιξη της Πράγας. Αλλιώς ανήκεις στα χρεοκοπημένα “απολιθώματα” της ιστορίας. Είναι όντως έτσι;

Ο περίφημος τρίτος δρόμος κατέληξε σύντομα στην αγκαλιά του καπιταλισμού, τόσο στη δυτική όσο και στην “ανατολική” του εκδοχή. Στην Τσεχοσλοβακία έδειξε με είκοσι χρόνια απόσταση τι σήμαιναν στην πράξη οι ωραίες διακηρύξεις του για έναν καλύτερο σοσιαλισμό, με μια “βελούδινη” αντεπανάσταση που τον ανέτρεψε. Στη Δύση, ο ευρωκομμουνισμός έχασε σύντομα κάθε λόγο διακριτής ύπαρξης από τη σοσιαλδημοκρατία, ενώ σήμερα δείχνει επί τω έργω κι από κυβερνητικές θέσεις το είδος του “κομμουνισμού” και της Αριστεράς που πρεσβεύει.

Τα φληναφήματα για ένα σοσιαλισμό χωρίς δικτατορία του προλεταριάτου κατέληξαν στη δικτατορία της αστικής τάξης. Και η γλυκερή αυταπάτη ενός δημοκρατικού τρίτου δρόμου χωρίς επαναστατική βία -που είναι ενάντια στη “δημοκρατία”- οδήγησε στην ταχύτατη ενσωμάτωση στο σύστημα που θεωρητικά επιχειρούσαν να αλλάξουν από τα μέσα, με τα δικά του εργαλεία (πχ εκλογές). Αν αποδείχτηκε κάτι από όλα αυτά, δεν είναι η αδυναμία του σοσιαλισμού να εξελιχθεί, αλλά η ουτοπία ενός καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο και μιας αστικής τάξης που θα πειθόταν με δημοκρατικά μέσα να απαρνηθεί τα προνόμιά της και τη φύση της. Για να το θέσουμε παραφράζοντας ένα γνωστό σύνθημα των ευρωκομμουνιστών: “ο καπιταλισμός ή θα είναι εκμεταλλευτικός-καταπιεστικός ή δε θα υπάρξει…”

Κάτι ακόμα, σχετικά με αυτό το “από μέσα”. Ο σοσιαλισμός μπορούσε όντως να αλωθεί από μέσα, δηλαδή από τις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος, γιατί δεν επικρατεί αυτόματα-μηχανιστικά. Παλεύει με τις επιβιώσεις του παλιού, φέρνει στο προσκήνιο ως βασικό παράγοντα την πολιτική, δηλαδή τη συνειδητή δράση των υποκειμένων και σε αυτήν δεν είναι τίποτα δεδομένο, μια για πάντα. Ούτε καν ο επαναστατικός χαρακτήρας του κόμματος, της οργανωμένης πρωτοπορίας, που τελικά αλώθηκε από εχθρικά στο σοσιαλισμό στοιχεία, με προβιά κομμουνιστή και συνθήματα για έναν καλύτερο (ή περισσότερο) σοσιαλισμό.

Όπως ο καπιταλισμός δε νοείται χωρίς τα βασικά χαρακτηριστικά του, που είναι η εμπορευματική παραγωγή και το κυνήγι του κέρδους -ενώ το πολιτικό εποικοδόμημα μπορεί να ποικίλει- έτσι και ο σοσιαλισμός δεν υφίσταται χωρίς κάποιες δικές του βασικές προϋποθέσεις: την εξάλειψη των ιδιωτικών κεφαλαίων και του ιδιωτικού κέρδους, την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και τη δικτατορία του προλεταριάτου, που είναι ευρέως συκοφαντημένη έννοια.

Η σοσιαλιστική εξουσία έχει ως σκοπό της το μετασχηματισμό του κόσμου και η λειτουργία της έχει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με την έννοια της καλλιέργειας. Για να αποδώσει καρπούς, δεν πρόκειται να αφήσει γενικά “όλα τα λουλούδια να ανθίσουν”, γιατί ανάμεσά τους υπάρχουν αγριόχορτα, παράσιτα και ζιζάνια, που πρέπει ασφαλώς να καταπολεμηθούν, με “διοικητικά” μέτρα.
Όταν η σοσιαλιστική εξουσία καλείται να λάβει δυναμικά μέσα αντιμετώπισης μιας κατάστασης, αυτά έχουν κυρίως αμυντικό χαρακτήρα, όπως ακριβώς το Τείχος του Βερολίνου. Δεν είναι μια δικτατορική επίδειξη δύναμης, αλλά μια “αδυναμία” έγκαιρης αντιμετώπισης των προβλημάτων, προληπτική αντιμετώπιση των αδυναμιών στις οποίες πατά η αντεπανάσταση για να εκδηλωθεί και να οξύνει τη λαϊκή δυσαρέσκεια.

Η δικτατορία του προλεταριάτου περιλαμβάνει αναπόφευκτα βίαια και κατασταλτικά μέτρα -αλλιώς δε θα ήταν δικτατορία- χωρίς όμως να εξαντλείται σε αυτά. Κι εδώ μπορούμε να θυμηθούμε μια αποστροφή των κλασικών που όριζαν την επανάσταση ως το πιο “βίαιο κι αυταρχικό” πράγμα που μπορεί να δει κανείς. Αλίμονο αν πιστεύει κανείς πως μπορούμε να κάνουμε χωρίς τέτοιες μεθόδους -ιδιαίτερα στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες στις οποίες εμφανίστηκαν τα επαναστατικά εγχειρήματα του εικοστού αιώνα- ή ότι η πορεία της επανάστασης θα είναι εύκολη κι ανέμελη νίκη, σαν υγιεινός περίπατος στην εξοχή (στα λιβάδια, με ξέπλεκες κοτσίδες, όπως λέει το σχετικό κλισέ). Το πρόβλημα δεν είναι η ύπαρξη δικτατορίας, αλλά πως αυτή θα είναι όντως του προλεταριάτου, θα επιβεβαιώνει τη λειτουργία της ως όργανο κυριαρχίας μιας τάξης που αλλάζει επαναστατικά τον κόσμο και δε θα εκφυλιστεί, ούτε θα την οικειοποιηθούν ηγετικά στελέχη που θα βλέπουν το δικό τους ιδιωτικό συμφέρον.

Ο σοσιαλισμός είναι εξ ορισμού μια μεταβατική διαδικασία, μια διαρκής εξέλιξη, ένα προτσές, προς την αταξική κοινωνία του μέλλοντος. Δεν μπορεί να μείνει στάσιμος, γιατί αλλιώς θα υποχωρήσει -όπως περίπου έγινε και στις επαναστάσεις στην Ευρώπη. Διδάσκεται από την πείρα του, από τα ίδια τα λάθη και τις αντιφάσεις του. Θα γυρίσει στο ιστορικό προσκήνιο δριμύτερος και πιο σοφός, χωρίς τις αυταπάτες του παρελθόντος, όχι όμως χωρίς λάθη και άλλες αντιφάσεις -αλλιώς δε θα ήταν σοσιαλισμός και θα περνούσαμε κατευθείαν στον κομμουνισμό.

Ο σοσιαλισμός και οι κομμουνιστές μπορούν να αλλάξουν, να εξελίσσονται διαρκώς, αυτός είναι όρος της ύπαρξής τους -πολύ διαφορετικός από την “ανανέωση” που επαγγέλλονταν οι ευρωκομμουνιστές και τη σοσιαλδημοκρατική σκουριά στην οποία κατέληξαν. Αυτό που δε γίνεται όμως είναι να απολέσουν τα βασικά τους χαρακτηριστικά και να συνεχίσουν να είναι κομμουνιστές, να επιδιώκουν δηλαδή να αλλάξουν τον κόσμο και να τον απαλλάξουν από την εκμετάλλευση και την καταπίεση.


Με αυτήν -και μόνο με αυτήν- την έννοια, έχει δίκιο ο Πρετεντέρης. Οι κομμουνιστές μπορούσαν να υπάρξουν μόνο με αυτή τη συγκεκριμένη μορφή και όχι σα μια εκδοχή κυβερνώσας αριστεράς που ζούμε σήμερα -άσχετα αν ο ίδιος ο Πρετεντέρης και το ΔΟΛ κάνουν τα πάντα για να μας τους παρουσιάσουν ως “κομμουνιστές”.

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018

Το ελληνικό 68′ και η 12η Ολομέλεια

Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα

Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τη 12 Ολεμέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, και από τη διάσπαση του κόμματος. Αυτή η επέτειος φαίνεται να επισκιάζει, κατά μία έννοια, την επέτειο των 100 χρόνων από την ίδρυση του ΣΕΚΕ, που μετονομάστηκε σε ΚΚΕ στη συνέχεια, αλλά στην πραγματικότητα μάλλον την υπογραμμίζει, γιατί ήταν η προϋπόθεσή της. Χωρίς τη 12η Ολομέλεια, μπορεί να μην υπήρχε καν ΚΚΕ σήμερα, για να γιορτάσει τα 100 χρόνια δράσης και λειτουργίας του. Κι αυτή η καμπή ήταν κάτι σαν φάρος σε μια περίοδο όχι ιδιαίτερα ηρωική, με νωπό το χαστούκι από την επιβολή της δικτατορίας και την αδυναμία αξιόλογης οργανωμένης αντίδρασης, κυρίως εξαιτίας της καταστροφικής απόφασης που είχε προηγηθεί δέκα χρόνια πριν, για τη διάλυση των παράνομων κομματικών οργανώσεων. Κι αυτό ξέχωρα από τα όποια προβλήματα εντοπίζονται στην πολιτική γραμμή και τη στρατηγική της εποχής, στην πολιτική ουράς απέναντι στην Ένωση Κέντρου, και στις αυταπάτες πως δεν υπήρχε αντικειμενικά έδαφος για την ανάπτυξη σοσιαλδημοκρατικού μορφώματος στην Ελλάδα, τη στιγμή που αυτό κυοφορούνταν, ακόμα και μες στις γραμμές της ΕΔΑ εν μέρει.


Ας δούμε κάποια βασικά χαρακτηριστικά της 12ης Ολομέλειας. Καταρχάς, το ρήγμα είχε επέλθει ουσιαστικά νωρίτερα (κυρίως στη 10η Ολομέλεια) κι απλώς πιστοποιήθηκε κι εκδηλώθηκε ανοιχτά κατά τη διάρκεια της 12ης, οι εργασίες της οποίας αναλώθηκαν πολύ σε τεχνικές λεπτομέρειες, πχ για το ποιος είχε δικαίωμα συμμετοχής, είχαν όμως καθαρά πολιτικό υπόβαθρο. Κι αυτό δεν ήταν γεωγραφικό, όπως υπονοούσε η προβοκατόρικη ονομασία “ΚΚΕ εσωτερικού”, αν δηλαδή το κίνημα θα καθοδηγούνταν από την ηγεσία που διαμόρφωνε τη γραμμή από το εξωτερικό ή από τα στελέχη που δρούσαν στην Ελλάδα και είχαν πιο σφαιρική αντίληψη της κατάστασης. Το υπόβαθρο της αντιπαράθεσης ήταν καθαρά πολιτικό, όπως έδειξε τόσο η εξέλιξη του “ΚΚΕ εσ.” όσο και η διαμόρφση του ρεύματος του ευρωκομμουνισμού διεθνώς, με καταλύτη το 1968, αν και η διάσπαση του ΚΚΕ προηγήθηκε τόσο του Παρισινού Μάη, όσο και των γεγονότων που ονομάστηκαν “Άνοιξη της Πράγας”.

Τι βρισκόταν στην πολιτική ουσία του πράγματος; Ακούγεται λίγο απαξιωτικά ειπωμένο ίσως από κάποιον άκαπνο γραφιά που τοποθετείται από τη βολή του πληκτρολογίου του, αλλά η ουσία είναι αυτή και δε γίνεται να διατυπωθεί διαφορετικά: η επαναστατική αναδίπλωση, η κούραση από την αντάρτικη δράση που τη διαδέχτηκε η μακρόχρονη, σκληρή παρανομία, η αναζήτηση -έστω και μιας αστικής, κουτσουρεμένης- νομιμότητας, της “ομαλότητας”, μιας ευκαιρίας-ανάγκης να ζήσουν κανονικά, όπως θα είχε ο καθένας δικαίωμα, κι όπως έβλεπαν να γίνεται παραδίπλα, με τους κομμουνιστές συντρόφους στην Ιταλία και τη Γαλλία. Η απαξίωση και η απόρριψη όσων μας “στέρησαν” την ευκαιρία αυτή: το δεύτερο αντάρτικο, που ήταν “τυχοδιωκτισμός”, τα Δεκεμβριανά, που ήταν “μπανανόφλουδα” που την πατήσαμε πρόθυμα, ο Ζαχαριάδης -πάνω απ’ όλα αυτός- που είχε καθαιρεθεί παραπάνω από μια δεκαετία πριν, αλλά στοίχειωνε τη σκέψη τους και τον έβλεπαν παντού παρόντα: ακόμα και στον Κολιγιάννη…

Η πολιτική προέκταση των παραπάνω ήταν η απόρριψη της δικτατορίας του προλεταριάτου -και κάθε δικτατορίας, που δεν μπορεί να συσπειρώσει τις μάζες που διψάνε για δημοκρατία. Με άλλα λόγια, η απόρριψη της “καχεκτικής δημοκρατίας” και της δικτατορίας στην Ελλάδα, επεκτεινόταν στην απόρριψη κάθε δικτατορίας γενικά, ακόμα και του προλεταριάτου, και οδηγούσε στην αγκαλιά της αστικής δημοκρατίας και τα προνόμια που απολαμβάνουμε σε αυτήν…

Η άμεση οργανωτική προέκταση ήταν η απόρριψη του κόμματος, του Κομμουνιστικού Κόμματος ως πρωτοπορίας, που η ηγεσία “απέξω” επέμενε ανεδαφικά για την ανάληψη δράσεων για τη νομιμοποίησή του. Τι τα χρειαζόμαστε όλα αυτά όμως, από τη στιγμή που έχουμε τον “υπαρκτό φορέα”, την ΕΔΑ που λειτουργούσε νόμιμα -κι ας διωκόταν σαν σχεδόν παράνομο κόμμα- και μετεξελισσόταν σε ενιαίο κόμμα, καλύπτοντας -κατά το δικό τους σκεπτικό- όλες τις απαραίτητες πλευρές, που χρειάζονταν οι κομμουνιστές.

Για να το κάνουμε λιανά, η ουσία ήταν: τα “καλά” της αστικής δημοκρατίας, μιας “ομαλής” ζωής, που σήμαινε όμως σε αντάλλαγμα και την παραίτηση από την ιδιότητα του επαναστάτη-κομμουνιστή. Αναθεώρηση -και όχι κάποιος εκσυγχρονισμός-ανανέωση- των βασικών αρχών του μαρξισμού-λενινισμού. Οτιδήποτε διαφορετικό βαφτιζόταν “τυχοδιωκτισμός” και θεωρούνταν πως έδινε πάτημα για όξυνση των κατασταλτικών μέτρων, ακόμα-ακόμα και για τη δικτατορία των συνταγματαρχών -στη λογική ότι φταίει το θύμα που προκαλεί και οφείλει να μην αντιστέκεται. Τόσο ξύλινα και απλά…

Το δεύτερο βασικό στοιχείο που επισημαίνεται συχνά σε αναλύσεις των αναθεωρητών είναι το βάρος του διεθνούς κέντρου και ο καταλυτικός ρόλος που έπαιξε για την επικράτηση του “ορθόδοξου” ΚΚ με την επιρροή του και τη σαφή προτίμηση που έδειξε στο ΚΚΕ. Παρεμπιπτόντως, αυτό το κέντρο ήταν που είχε πάρει την πρωτοβουλία για την καθαίρεση του Ζαχαριάδη από την ΚΕ του ΚΚΕ, αλλά “όλως παραδόξως” αυτό σπανίως επισημαίνεται σε αυτές τις αναλύσεις ως αρνητικό παράδειγμα.
Ας σημειώσουμε σχετικά τα εξής: η κριτική αυτή είναι λίγο υπο-κριτική στην ουσία της, καθώς οι αναθεωρητές αρχικά επιδίωξαν και αυτοί την εύνοιά του -ή έστω μια πιο θετική μεταχείριση του δικού τους “ΚΚ”. Τα υπόλοιπα και η “αποστασιοποίηση” από διάφορες επιλογές ήρθαν μάλλον κατόπιν εορτής, μαζί με τη διακριτή συγκρότηση του ευρωκομμουνισμού και της πολεμικής του ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Και είναι δείγμα -για την ΕΣΣΔ και το πολιτικό ποιόν του υπαρκτού της εποχής- πως παρά τα δικά τους πολιτικά-στρατηγικά προβλήματα, οι σοβιετικοί δεν ήταν και δεν έγιναν ποτέ -όχι μέχρι τον Γκόρμπι τουλάχιστον- ευρωκομμουνιστές. Οι ευρωκομμουνιστές θεωρούσαν πχ την περίοδο του Μπρέζνιεφ μια αναβίωση του Στάλιν (χωρίς αίματα και μουστάκι), και άρχισαν να νιώωθουν δικαιωμένοι στην περίοδο Γκορμπατσόφ με την κριτική της “περιόδου της στασιμότητας”.

Αλλά αν το ΚΚΕ επικράτησε τότε, ιδεολογικά και πολιτικά, απλά και μόνο επειδή πήρε το χρίσμα του διεθνούς κέντρου, πώς κατάφερε να υπάρχει μέχρι σήμερα; Πώς κατόρθωσε να βγει ζωντανό από την παγκόσμια κρίση του κομμουνιστικού κινήματος, μετά το 91′, όταν έπαψε να υφίσταται και τυπικά αυτό το παγκόσμιο διεθνές κέντρο που βάρυνε -υποτίθεται- στις εν Ελλάδι εξελίξεις με την εύνοια που του έδειξε; Πώς εξηγούνται όλα αυτά, αν ήταν απλώς ένα παράρτημα, μια αντιπροσωπία, όπως συνηθίζουν να το παρουσιάζουν, εν είδει καρικατούρας;

Μια τελευταία παράμετρος είναι η ίδια η εξέλιξη του λεγόμενου ΚΚΕ εσωτερικού, το οποίο δεν ήταν κομμουνιστικό και σε ένα βάθος χρόνου, απέβαλε και τον προσδιορισμό, γιατί δεν τον χρειαζόταν, δεν τον ήθελε. Το “εσωτερικού” ήταν ΠΑΣΟΚ που ήταν όμως υπέρ της ΕΕ -και πριν από τη ‘μετάλλαξη’ του ΠΑΣΟΚ- και της ΕΑΔΕ, στην εναγώνια προσπάθειά του να βρει ρήγματα και νόμιμα παραθυράκια, ακόμα και στην προσπάθεια της χούντας να μακιγιάρει το αυταρχικό της προφίλ.

Το “ΚΚΕ εσωτερικού” ήταν Συνασπισμός, αλλά και κάποιοι που αντιτάχθηκαν στον Ενιαίο Συνασπισμό, γιατί δεν ήθελαν συνεργασία με το ΚΚΕ, και θεωρούσαν λάθος ακόμα και την πρόσκαιρη εκλογική συμμαχία της Ενωμένης Αριστεράς, το 74′. Ήταν κι ο Νίκος Μπίστης, του “προχωρώντας και αναθεωρώντας”. Η Αριστερά του Σαλονιού. Ο σημερινός Σύριζα -που δικαιώνει τον ευρωκομμουνιστικό αγώνα, για την κατάληψη της κυβέρνησης σε ένα σύγχρονο πόλεμο θέσεων. Είναι αναθεωρητισμός, ακόμα και για τα δεδομένα του εξωκοινοβουλευτικού χώρου, με τη Β’ Πανελλαδική, τις Συσπειρώσεις, το Μηλιό και άλλους…

Δεν είναι πάντα ασφαλές κριτήριο να εκτιμάμε εκ του αποτελέσματος κάποια φαινόμενα, αλλά εν προκειμένω, ήταν μια φυσικά κατάληξη και η τελική του συνέπεια.


Αν θέλει να δει κανείς τι ήταν ο αναθεωρητισμός του “ΚΚΕ εσωτερικού”, μπορεί να ρίξει μια ματιά στη ΔΗΜΑΡ και το σημερινό Σύριζα.
Κι αν θέλει να δει κανείς τη μήτρα της σημερινής κριτικής για τους “παρωχημένους κομμουνιστές που έχουν μείνει πίσω από τις εξελίξεις”, που “είναι σεχταριστές, άκαμπτοι, δογματικοί, σταλινικοί”, που “τα παραπέμπουν όλα στο σοσιαλισμό και την επανάσταση”, μπορεί να μελετήσει τον πολιτικό λόγο των αναθεωρητών, που δεν κατάφεραν ποτέ να ξεφύγουν από το πολιτικό περιθώριο, αλλά ηγεμόνευσαν “γκραμσιανά” (που και σε αυτόν του άλλαξαν τα φώτα με τις ρεφορμιστικές αναγνώσεις τους) σε ένα ευρύτερο φάσμα και δάνεισαν τα επιχειρήματά τους και τον -κατά βάση- αντικομμουνισμό τους και σε άλλους χώρους, διαχρονικά.

Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

Διαστάσεις του ευρωσκεπτικισμού

Σε χτεσινή του συνέντευξη, ο ΓΓ έβαλε μεταξύ άλλων δύο ενδιαφέροντα σημεία: για την έξοδο από την ΕΕ, που τη βάζουμε για το σήμερα, αλλά τη συνδέουμε με την προοπτική και το στρατηγικό στόχο, που κι αυτός για το σήμερα μπαίνει. Και για τις προτάσεις ενότητας ή κοινής δράσης, μεταξύ άλλων με κάποιους που έχουν φύγει από το 1800 -πιθανότατα γιατί διαφωνούσαν με την τακτική "φωτιά και τσεκούρι" και με το διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης, ενάντια στον αστοτσιφλικάδικο συνασπισμό.

Αυτό μου έδωσε την ιδέα για ένα ιντριγκαδόρικο πλην ενδιαφέρον ερώτημα "ποιος χώρος που έφυγε-διασπάστηκε από το κόμμα σας είναι συγκριτικά λιγότερο αντιπαθής, πολιτικά-ιστορικά μιλώντας" ή "ποια είναι η 'αγαπημένη' σας διάσπαση" -που δε θα το απαντήσουμε σήμερα. Αλλά (μου έδωσε) και την αφορμή να καταγράψω μερικές σημειώσεις, σχετικά με τον ευρωσκεπτικισμό.

Στην Ελλάδα, μετά την πασοκική λαίλαπα που εκφύλισε το σύνθημα "ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο" και δεν έκανε ποτέ το δημοψήφισμα που είχε υποσχεθεί για να αποφασίσει ο κυρίαρχος λαός σχετικά με την παραμονή της χώρας στην κοινότητα, η θέση κι οι μετακινήσεις της κοινής γνώμης φαινομενικά καθορίζονται από ένα εμπειρικό, ωφελιμιστικό κριτήριο.

Όσο υπήρχε η προσδοκία-ψευδαίσθηση πως παίρνουμε δάνεια κι επιδοτήσεις, για να τρώμε με χρυσά κουτάλια, χτιζόταν ο μύθος της Μεγάλης Ευρωπαϊκής Ιδέας, που έβρισκε μια σχετική αποδοχή και ενσωμάτωνε συνειδήσεις, βασικά με τον ίδιο περίπου τρόπο που το έκανε μεταπολεμικά κι η αστική εξουσία στην Ελλάδα. Με άλλα λόγια, η -υποτιθέμενη- εποχή των παχιών αγελάδων καθιστούσε ιερή αγελάδα την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όταν άλλαξαν τα δεδομένα, με την κρίση και τα μνημόνια, που κι αυτά δάνεια είναι, αλλά με επαχθείς όρους -η κοινή γνώμη άρχισε να αντιστρέφεται και να εμπιστεύεται ολοένα και λιγότερο την ΕΕ για την επίλυση των προβλημάτων και την τόνωση της οικονομίας -κάτι που καταγράφεται και δημοσκοπικά, ακολουθώντας τα ποσοστά του παλιού κακού και κραταιού δικομματισμού. Και αυτή θεωρείται η ρίζα του ευρωσκεπτικισμού στη χώρα μας -και όχι μόνο.

Εδώ χρειάζεται όμως ένας σημαντικός διαχωρισμός. Πολλές αναλύσεις συνδέουν τον ευρωσκεπτικισμό με τον εθνικισμό και την αναδίπλωση στα όρια μιας οικονομίας με εθνικό νόμισμα, προστατευτικούς δασμούς κτλ. Χρειάζονται να στήσουν εξάλλου ένα συντηρητικό, οπισθοδρομικό πόλο ως "αντίπαλο δέος", που -δια του ετεροπροσδιορισμού- θα δίνει κάλπικο προοδευτικό προφίλ στον ευρωμονόδρομο -που δεν έχει καμία εναλλακτική πλην της όπισθεν, που συνιστά πισωγύρισμα, για αυτούς.

Αυτό το σκεπτικό μπορεί να ντυθεί με αριστερό πρόσημο και σοβαροφανή επιχειρήματα του τύπου: χρειάζεται να υπάρχει μια ολοκλήρωση σε ευρωπαϊκή-παγκόσμια κλίμακα, κι αφού δεν προχώρησε η σοσιαλιστική ολοκλήρωση, πορευόμαστε με αυτήν που έχουμε (ο υπαρκτός ολοκληρωτισμός) για να αλλάξουμε τους όρους της. Το οποίο είναι το ίδιο έξυπνο, σα να λες ότι χρειαζόμαστε κάποιου είδους κράτος, κι αφού δεν έχουμε δικτατορία του προλεταριάτου, συμβιβαζόμαστε με το αστικό κράτος και παλεύουμε να το καλλωπίσουμε. Ή ότι χρειάζεται ένας νικητής στον πόλεμο, για να υπάρξει ειρήνη, και αφού δε νίκησε η δική μας πλευρά, ας πάμε με τους νικητές.

Ο ευρωσκεπτικισμός όμως δεν είναι κάτι ενιαίο, με την ίδια έννοια που ο πατριωτισμός των μαζών δεν είναι το ίδιο με τον εθνικισμό που καλλιεργεί η άρχουσα τάξη, για να σκεπάσει κάτω από μία εθνική ομπρέλα τα αντικρουόμενα ταξικά συμφέροντα. Είναι πολύ εύκολο όμως να μπουν αυτές οι δύο έννοιες στο ίδιο αντιδρ-αστικό τσουβάλι και στην υπηρεσία των κρατούντων.

Αντίστοιχα, ο ευρωσκεπτικισμός της αστικής τάξης αποτυπώνει τις εσωτερικές της αντιθέσεις και τις επιδιώξεις ενός τμήματός της που θεωρεί πως τα συμφέροντά του εξυπηρετούνται καλύτερα από ένα διαφορετικό μείγμα με περισσότερους προστατευτικούς δασμούς, εθνικό νόμισμα κλπ. Δεν αμφισβητεί το κυρίαρχο πλαίσιο και τις δομές του, αλλά επιμέρους πτυχές του για να αυξήσει την αποτελεσματικότητά του. Όπως υποδηλώνει κι ο όρος εξάλλου, επικρατεί απλώς σκεπτικισμός, ένας προβληματισμός -αντί για μια διάθεση για συνολική ρήξη και ριζοσπαστικές αλλαγές- που μπορεί να περιοριστεί τελικά στην υιοθέτηση εθνικού νομίσματος.

Ο "ευρωσκεπτικισμός" των μαζών δεν είναι απαραίτητα ενιαίος, και αυτό καθιστά αισιόδοξους τους ευρωλάγνους ότι μια περίοδος νέας ανάπτυξης θα απορροφήσει τις αντιδράσεις, ενισχύοντας εκ νέου τη μεγάλη ευρωπαϊκή ιδέα. Στην πραγματικότητα είναι μια αυθόρμητη θολή εναντίωση στην ΕΕ και τις πολιτικές της, μια λανθάνουσα αντιιμπεριαλιστική συνείδηση που παραμένει ανεπεξέργαστη και σχετικά αδιαμόρφωτη, όσο δεν μπολιάζεται με τη δική μας συνολική λογική και πρόταση για ρήξη κι αποδέσμευση (με διαγραφή χρέους, κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων κλπ).

Από αυτό κάποιοι βγάζουν ως συμπέρασμα ότι επιβάλλεται να εντείνουμε τις προσπάθειές μας για αυτό το μπόλιασμα. Κι εγώ διαπιστώνω με τη σειρά μου ότι αυτό συντελείται ήδη ως ένα βαθμό, εδώ και πολλά χρόνια. Στην Ελλάδα ο λεγόμενος ευρωσκεπτικισμός ήταν παρδοσιακά αριστερός-προοδευτικός και αντι-ιμπεριαλιστικός (από την εποχή που η ΕΔΑ έκανε λόγο για το λάκκο των λεόντων -άλλο αν κάποιοι στην πορεία φρόντισαν να το ξεχάσουν), ακριβώς επειδή δεν ήταν ένας απλός σκεπτικισμός-αμφιβολία, αλλά συνολικό σχέδιο ρήξης. Ακόμα και την εποχή που έμπαινε σχετικά αυτόνομα ο ρόλος της αποδέσμευσης από την ΕΟΚ, ήταν σχεδόν αυτονόητο πως θα συνοδευόταν με έναν προσανατολισμό προς τη σοσιαλιστική κοινότητα.

Σήμερα η σοσιαλιστική κοινότητα δεν υπάρχει κι η απλή αποδέσμευση δεν επαρκεί, ακριβώς επειδή δε θα είναι απλή και πρέπει να ενταχθεί σε ένα συνολικό πακέτο κι όχι σε μεταβατικά ημίμετρα -που θα λειτουργούσαν μόνο σε συνθήκες εργαστηρίου- κι ακριβώς για να μην μπει στο ίδιο τσουβάλι με τον αστικό εθνικισμό-ευρωσκεπτικισμό, στοιχιζόμενη πίσω από τις πλέον αντιδρ-αστικές δυνάμεις της ακροδεξιάς. Η βασική δικλίδα ασφαλείας απέναντι στον αστικό ευρωσκεπτικισμό είναι βασικά οι πολιτικές αποστάσεις από τις δυνάμεις και τη λογική του... καπιταλοσκεπτικισμού -όσο δόκιμος μπορεί να είναι αυτός ο όρος. Δηλ από την πολιτική που προβληματίζεται κι αμφισβητεί επιμέρους πτυχές του κυρίαρχου αστικού ευρωπλαισίου, πχ το νόμισμα, και όχι το σύστημα ως σύνολο -πολλές φορές ούτε καν την ΕΕ. Που θεωρεί με άλλα λόγια πως το κοινό μας ευρωπαϊκό σπίτι χρειάζεται αλλαγές, πχ στα κουφώματα, κι όχι γκρέμισμα από τα θεμέλια.

Αυτό είναι -και όχι οι θέσεις για το Συνέδριο- που κατατάσσουν αυτομάτως το σύγχρονο "αριστερό ευρωσκεπτικισμό" πχ της ΛαΕ στο ίδιο μήκος κύματος με αντιδραστικές, ακροδεξιές δυνάμεις.
Αυτό δείχνει και τις ευθύνες πολλών πρώην, που έφυγαν μετά το 1800, αλλά έχουν μείνει στο 1900 τόσο, προβάλλοντας τη διΕΕξοδο ξεκομμένη από το στρατηγικό στόχο. Και μιλάνε εκ του πονηρού για τον... "ευρωκομμουνισμό" του ΚΚΕ, που θέλει σοσιαλισμό εντός ΕΕ και ευρώ (;!) αλλά την ίδια στιγμή δεν έχουν πρόβλημα να φλερτάρουν με το Λαφαζάνη, που θεωρεί πως μπορεί να υπάρξει ρήξη υπέρ του λαού, εκτός ευρωζώνης αλλά όχι απαραίτητα εκτός ΕΕ.
Κι αυτό φανερώνει και τα όρια κάποιων ενωτικών προτάσεων...

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2017

Με ποιον είμαστε

Η κε του μπλοκ παίρνει πάσα από τα σχόλια -δημόσια και κατ' ιδίαν- των σφων αναγνωστών κι επιχειρεί να απαντήσει στο προαιώνιο λαϊκοστρωματικό ερώτημα του τίτλου (με ποιον είμαστε), συνεχίζοντας τις μεταμοντέρνα θρυμματισμένες αναρτήσεις, που κατακερματίζουν και τερματίζουν τις μεγάλες αφηγήσεις.

Ελληνοφρένεια-Αντισεξισμός
Γενικά είμαστε με τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης (που είναι η καρδιά του μαρξισμού). Αν κάναμε αφαίρεση από το συγκεκριμένο περιβάλλον της συζήτησης, θα μπορούσα να σου πω ότι δε γελάω ιδιαίτερα με την τηλεοπτική Ελληνοφρένεια, αλλά δεν το λέω ως μομφή, γιατί θεωρώ πολύ δύσκολο το ρόλο του ψυχαγωγού-διασκεδαστή, σε καθημερινή βάση, όπως για άλλους είναι εξαιρετικά δύσκολο να διατηρήσουν μια στοιχειώδη σοβαρότητα και το αποδεικνύουν συνεχώς στην πράξη. Συνεπώς παραμονεύει παντού ο κίνδυνος της γελοιότητας.

Και θα μπορούσα να προσθέσω πως δε γελάω -ακόμα περισσότερο- με τα σεξουαλικά αστειάκια -όχι από φόβο να μην τα επιβραβεύσω, αλλά γιατί δε μου φαίνονται καθόλου αστεία, ακόμα κι αν ο άλλος τα κάνει χωρίς κακή πρόθεση, ασυνείδητα -το οποίο ελέγχεται. Και ναι, ο τσολιάς ολισθαίνει συχνά-πυκνά σε τέτοιες χοντράδες.

Επειδή όμως μιλάμε συγκεκριμένα, δε γίνεται να μη δεις πίσω από τις γραμμές τις ελάχιστα συγκαλυμμένες προεκτάσεις της αντισεξιστικής κριτικής που γίνεται στον τσολιά, επιχειρώντας είτε να απαξιώσει την Ελληνοφρένεια συνολικά, είτε εμμέσως την πολιτική της ένταξη (πάντα δίπλα στα κινήματα, ή πιο ειδικά στηρίζοντας κριτικά το ΚΚΕ).

Σε κάθε περίπτωση, η Ελληνοφρένεια παραμένει όαση στο άνυδρο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο (που ξεκαθάρισε ο Σύριζα). Και στην τελική, το ζητούμενο δεν είναι ακριβώς να αρέσει σε εμάς ή όποιον θεωρεί τον εαυτό του πεισμένο, αλλά σε ευρύτερα ακροατήρια και να τα επηρεάζει προς μια αγωνιστική κατεύθυνση.

Αίγυπτος-Μπουρκίνα Φάσο (ημιτελικός Κόπα Άφρικα)
Η Μπουρκίνα Φάσο είναι μια χώρα που αποκλείεται να μην τραβούσε την προσοχή ενός παιδιού της γενιάς μου που άρχιζε να ασχολείται με τη γεωγραφία. Αφενός την έλεγαν Άνω Βόλτα (χωρίς ποτέ να μάθουμε την τύχη της Κάτω Βόλτας), αφετέρου είχε (κι έχει) για πρωτεύουσα την Ουαγκαντούγκου, που μπορεί να στάθηκε πηγή έμπνευσης για ένα γνωστό στίχο του Χάρρυ Κλυνν.

Από την άλλη, οι Αιγύπτιοι έχον τον αρχαίο πολιτισμό, ιστορικούς ηγέτες σαν την Κλεοπάτρα και το Νάσερ -sic- το όνομα που παραπέμπει στους γύφτους-gipsy, την ελληνική παροικία με τον Καβάφη και τη σεναριογράφο των Απαράδεκτων. Και τη δική τους παροικία στην Αθήνα, που μαζεύτηκε χτες στα αιγυπτιακά καφέ του κέντρου με τους ναργιλέδες, που μαζεύουν όλες τις αφροασιατικές φυλές, για να δει τον αγώνα και να πανηγυρίσει έξαλλα την πρόκριση στο μεγάλο τελικό, κλείνοντας για λίγη ώρα το ένα ρεύμα της Αχαρνών στη γειτονιά μου. Που μέχρι να καταλάβει τι-ποιος παίζει και ποιος σκοράρει, είχαμε φτάσει στα πέναλτι και την κορύφωση.

Δεν έχω ιδέα με ποιον θα παίξουν στον τελικό και ποιος θα είναι ο άλλος ημιτελικός, αλλά καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα υπάρξει κάποιο ειδικό κείμενο για το Κόπα Άφρικα μες στη βδομάδα.η

Βασιλακόπουλος-εκσυγχρονισμός

Μένουμε στην ίδια κατηγορία (αθλητικά), καθώς τα τελε,υταία χρόνια υπάρχει μια κόντρα στο χώρο του μπάσκετ, που θυμίζει τον παλιό, κακό δικομματισμό.
Από τη μια η Ομοσπονδία, με το αναπτυξιακό σχέδιο της Πολιτείας, που θέλει να ελέγχει πλήρως το χώρο και τα καταφέρνει υπό την ηγεσία του παπανδρεϊκού "πατερούλη" Βασιλακόπουλου. Και από την άλλη οι "εκσυγχρονιστές" που θέλουν νέα πρόσωπα και ιδέες, και ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια -όπως στο Αμερική- χωρίς να βλέπουν ή να τους ενοχλεί πχ ότι οι μανατζαρέοι είναι μία από τις μεγαλύτερες πληγές του χώρου -ιδίως στις μικρότερες ηλικίες. Από την άλλη η ΕΟΚ (έτσι για τη σημειολογία του πράγματος), σαν παλιά, καλή Πασοκάρα, βάζει στο στόχαστρο τους παίκτες, όταν αυτοί προσπαθούν να συνδικαλιστούν και να κινητοποιηθούν σοβαρά για τα ζητήματά τους -όπως είχε γίνει επί της προεδρίας του Λάζαρου Παπαδόπουλου, που τον είχε πιάσει η κάμερα να τραγουδά ρυθμικά το σύνθημα "πούστη Βασι- πούστη Βασιλακόπουλε" -κι ευτυχώς δε βρέθηκε κανείς τότε να τον πει σεξιστή.

Τα λέω όλα αυτά με αφορμή μια περίεργη και κατακριτέα δήλωση του Σωλήνα για πιθανή εμπλοκή της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, εφόσον γινόταν ο τελικός του Κυπέλλου στην Ξάνθη -για να την ξεσκαρτάρει από πιθανή έδρα και να δρομολογήσει τη διεξαγωγή του στο ΟΑΚΑ. Αλλά και την πληρωμένη απάντηση του αρχηγού της Εθνικής ποδοσφαίρου, Βασίλη Τοροσίδη, που έγραψε στο προφίλ του πως: «Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, την Ξάνθη, δεν ξεχωρίζουμε τους ανθρώπους με το θρήσκευμα, αλλά με την αξία».

Ομολογώ πως δεν του το 'χα, όπως δεν έχω γενικά ικανούς τους ποδοσφαιριστές για πολλά-πολλά, σε σύγκριση με το -σαφώς καλύτερο- επίπεδο του μέσου μπασκετμπολίστα. Σε κάθε περίπτωση βέβαια, σημασία δεν έχει τι πίστευα εγώ, αλλά αυτό που είπε ο άνθρωπος, κι ας ήταν το αυτονόητο. Πολλά μπράβο του.

Έκδοση
Δεν έχω παρακολουθήσει διεξοδικά το θέμα, γι' αυτό το αναφέρω συνοπτικά. Τι προάλλες ο Άρειος Πάγος αποφάσισε να μην εκδώσει τους Τούρκους αξιωματικούς που πήραν μέρος στο πραξικόπημα και βρήκαν καταφύγιο στη χώρα μας. Το ΚΚΕ υποστήριξε αυτήν την απόφαση, προτάσσοντας ως ζήτημα το πολιτικό άσυλο.

Αυτό που δεν έχω καταλάβει είναι ποια ήταν η στάση-επιδίωξη της κυβέρνησης και των κυρίαρχων ΜΜΕ. Κι αν ο Άρειος Πάγος ακολούθησε τη δική τους "γραμμή" ή "αυτονομήθηκε", παίρνοντας μια διαφορετική απόφαση (κι αν ναι, για ποιο λόγο;).

Ευρώ ή δραχμή
Προφανώς δεν μπαίνει έτσι το δίλημμα, κι ας είναι εξίσου προφανές πως δεν πρόκειται να υπάρξει επαναστατική εξουσία και σοσιαλιστική οικοδόμηση εντός της ΕΕ και της ευρωζώνης -σε ένα είδος παράξενου "ευρωκομμουνισμού".

Από την άλλη, όταν διατυπώνεται το επιχείρημα πως δεν πρέπει να εμπλακούμε σε μια ενδοαστική διαμάχη για το νόμισμα και τα δίχτυα του αστικού "ευρωσκεπτικισμού", μπαίνει συχνά ο αντίλογος και το ερώτημα αν υπάρχει όντως τέτοια διαμάχη στις γραμμές της ελληνικής αστικής τάξης. Ποια είναι τέλος πάντων αυτή η περιβόητη μερίδα (ή έστω ένα τεμάχιο) που θέλει, σκέφτεται, φλερτάρει με το GRexit;

Ας δούμε κωδικοποιημένα μερικά σημεία, που είναι γνωστά, αλλά καλό είναι να επαναλαμβάνονται κάθε τόσο.
-Μια πρώτη σκέψη είναι πως όσο πιο ψηλά βρίσκεται μια χώρα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, τόσο μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων και δυνατότητα αυτονόμησης έχει η αστική τάξη της. Έτσι πχ το βρετανικό κεφάλαιο προχωρά (;) στην ολοκλήρωση του BRexit, ενώ αντιθέτως στην Ελλάδα, όλες οι αντικρουόμενες μερίδες της συντάσσονται στον ευρωμονόδρομο, που είναι στρατηγική επιλογή για την ύπαρξη και τη διαιώνιση της εξουσίας τους.

Ναι, αλλά τα πράγματα δεν είναι στατικά.
Αφενός υπάρχει ο διαχωρισμός κι η σύγκρουση συμφερόντων (πχ των φαρμακευτικών επιχειρήσεων, του τουρισμού, των εφοπλιστών) που δεν είναι αμελητέα κι έχει δώσει και κατά το παρελθόν μερικά σημαντικά αποτελέσματα (πχ στην αντίθεση για τον προσανατολισμό του ελληνικού καπιταλισμού, κατά τη δεκαετία του 60' που οδήγησε στην επιβολή του πραξικοπήματος).

Αφετέρου, αυτό δεν εμποδίζει την αστική τάξη να σκέφτεται ακόμα και ενιαία διάφορα ενδεχόμενα και να προετοιμάζεται κατάλληλα για την αντιμετώπισή τους. Αυτό δείχνουν μεταξύ άλλων κινήσεις όπως το σχέδιο Β' του Αλαβάνου -εφόσον το σχέδιο Α' δεν προχωράει- του οποίου την ποιητική πλην αταξική ανάλυση μπορείτε να διαβάσετε και να θαυμάσετε ακολουθώντας το σύνδεσμο (στο βουνό).

Ασφαλώς σε αυτήν την κατεύθυνση στοχεύει κι η επαναφορά του ζητήματος από τον Ξυδάκη -που δεν είναι ανόητος, για να πετάει μια βόμβα, χωρίς να υπάρχει λόγος. Κι ίσως όλα αυτά να μην είναι άσχετα από τη στρατηγική στροφή των ΗΠΑ και την όξυνση των αντιθέσεών τους με τη Γερμανία, που κλιμακώνεται μετά την εκλογή του Τραμπ στο Λευκό Οίκο.

Ιταλία
Στην Ιταλία όμως -αφού είπαμε ευρωκομμουνισμός- με ποιον είμαστε; Αν εννοείς στο δημοψήφισμα, με κανέναν.
Αν εννοείς για αδελφό κόμμα, το Ιταλικό ΚΚ μας τέλειωσε κι έγινε ΠαΣοΚ, Ελιά ή κάτι παρόμοιο, η Κομμουνιστική Επανίδρυση ακολούθησε με διαφορά φάσης, το ΚΚ Ιταλίας πρέπει να είναι ελεύθερο ως τίτλος-domain. Κι εμείς έχουμε σχέση, με το "ΚΚ στην Ιταλία" (ή ΚΚ, Ιταλία) αν κατάλαβα καλά από το φύλλο του Ρίζου, στην επέτειο του θανάτου του Λένιν (όπου δίπλα στο επετειακό σημείωμα για το Βλαδίμηρο ήταν ένα άλλο με τον κλασικό κι αγαπημένο τίτλο: "κουβάρι αντιθέσεων").

Παρεμπιπτόντως, δε θα έπρεπε να γίνει κάτι μεγάλο και κεντρικό για τα 100 χρόνια από τον Κόκκινο Οκτώβρη; Πχ ένα συνέδριο, σαν αυτά που γίνονται στον Περισσό για τους μεγάλους στρατευμένους καλλιτέχνες; Ή κάτι αντίστοιχο, όπου το τιμώμενο πρόσωπο θα είναι ο Λένιν -λέω εγώ τώρα;

ΚΚΕ-ΚΚΕ εσ.
Παρεμπιπτόντως, και χωρίς να αλλάξουμε κατηγορία (ευρωκομμουνισμός), πέθανε στα εκατό του χρόνια, ο Πάνος Δημητρίου, από την ηγετική ομάδα των αναθεωρητών, που πρωταγωνίστησαν στη διάσπαση του ΚΚΕ το 68', έγραψε ένα δίτομο βιβλίο (με ενδιαφέροντα ντοκουμέντα για αυτήν) ενώ είχε πρωταγωνιστικό ρόλο και στα επεισόδια της Τασκένδης, όπου οι Ζαχαριαδικοί με επικεφαλής το Βλαντά, του δάγκωσαν το αυτί, καθώς υπεράσπιζαν τα γραφεία της ΚΟΤ από την έφοδο των άλλων. Εμείς είμαστε οι άλλοι, που λέει και το ανέκδοτο. Μόνο που δεν τίθεται προφανώς ζήτημα με ποια πλευρά είμαστε στη διάσπαση.

Αυτό που μπορούμε να πούμε λοιπόν είναι ότι ο Δημητρίου πρόλαβε να δε τα πάντα και βασικά την πρακτική εφαρμογή -και κατάληξη- των "ανανεωτικών" ιδεών του, τις τελικές πολιτικές συνέπειες του ευρωκομμουνισμού, τόσο με το ρόλο της ΔΗΜΑΡ ως μνημονιακής, κυβερνητικής τσόντας, όσο και με την πορεία του Σύριζα -που ήταν παράλληλες, σαν πρόγευση και κυρίως πιάτο.

Μόνο που τα συμπεράσματα από την πείρα είναι ο μεγαλύτερος φόβος-εχθρός για έναν οπορτουνιστή. Κι αυτό δεν πάει μόνο ή κυρίως στο Δημητρίου, καθώς -ανεξαρτήτως εντιμότητας- είναι δύσκολο για ένα γέρικο σκυλί να μάθε καινούρια κόλπα. Άλλο αν κάποιοι έχασαν τα πολιτικά τους λογικά στα γεράματα και τα στερνά τους δεν τίμησαν τα πρώτα...

Ανάπτυξη-Οικολογία
Δε με παίρνει ο χρόνος να το αναπτύξω, αλλά όσοι αριστεροχωριανοί πιπιλούσαν την καραμέλα για το ΚΚΕ που συντάσσεται με τα συμφέροντα της Ελληνικός Χρυσός (τη στιγμή που έχει μέλος του να τρέχει στα δικαστήρια για τη δράση του) μπορούν να διαβάσουν, μεταξύ άλλων, αυτήν την είδηση.

Κυριακή 10 Απριλίου 2016

ΠΑΣΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο

Το πρόσφατο βιβλίο του Σκολαρίκου για τον ευρωκομμουνισμό, μου έδωσε το έναυσμα να ξαναπιάσω μια παλιότερη μπροσούρα αντίστοιχου περιεχομένου του Φώντα Λάδη "τι είναι και πού πηγαίνει ο ευρωκομμουνισμός". Η έκδοση αυτή είναι συλλεκτική κατά μία έννοια, γιατί πιθανότατα αποτελεί την τελευταία ίσως πολιτική μπροσούρα του Φ.Λ. προτού αποστρατευτεί από το κομμουνιστικό κίνημα, κάπου εκεί στο ξεκίνημα της Αλλαγής (θα έλεγα με αφορμή το Πολωνικό ζήτημα, αλλά δεν παίρνω και όρκο). Και είναι σε κάθε περίπτωση -για πολύ καιρό- το τελευταίο έργο αντίστοιχης θεματικής, αφού μετά ο Λάδης το γύρισε στα αστυνομικά. (Γράφω τα παραπάνω, ως -νομίζω ότι- έχουν, με κάποια επιφύλαξη ως προς την ιστορική τους ακρίβεια -εξ ου και τα πολλά ίσως, πιθανόν κτλ).

Ένα βασικό χαρακτηριστικό της μελέτης αυτής είναι οι πολυάριθμες κι ογκώδεις υποσημειώσεις, που δεν είναι απλές παραπομπές, αλλά ξεχωριστά κεφάλαια σε κάποιες περιπτώσεις, καταλαμβάνοντας συνολικά ίσο ή και περισσότερο χώρο με το κυρίως κείμενο. Αυτό μπορεί να είναι λίγο κουραστικό για τον αναγνώστη, αλλά έχει δύο αντισταθμιστικά πλεονεκτήματα. Αφενός μας δίνει άφθονο (και σχετικά δυσεύρετο) πρωτογενές υλικό από τη σχετική διεθνή αρθρογραφία της εποχής, αφετέρου αντανακλά σε μεγάλο βαθμό προβληματικά στοιχεία της στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, όταν καλείται να ασκήσει κριτικές σε διάφορες κομβικές θέσεις του ευρωκομμουνισμού (πχ για το δημοκρατικό δρόμο, τον κυβερνητικό κρίκο, κ.ά.) και βασικά του ιταλικού ΚΚ, ως πιο γνήσιας έκφρασής του.

Αυτή η περίπτωση είναι και πιο χαρακτηριστική, αλλά και πιο προσιτή στο Λάδη, που έζησε μερικά χρόνια ως φοιτητής στην Ιταλία και γνωρίζει καλά τη γλώσσα. Ενώ παράλληλα θεωρεί πως στο γαλλικό ΚΚ ναι μεν είχαν γίνει (εν έτει 79') κάποια βήματα στον ευρωκομμουνιστικό κατήφορο, αλλά υπήρχε σκληρή διαπάλη μεταξύ δύο διαφορετικών γραμμών και το αποτέλεσμα δεν είχε κριθεί (ή δεν είχε ακόμα διαφανεί ή δεν ήθελε κι ο ίδιος ο Λάδης να το δει).

Δεν είναι πολύ δύσκολο βέβαια να διαχωριστεί κανείς από τη στρατηγική του ιστορικού συμβιβασμού και μια λογική, που δεν ήθελε απλά να συμμαχήσει με τα μονοπώλια και τη χριστιανοδημοκρατική Δεξιά (ως γνήσιο πολιτικό εκφραστή τους), για να φτάσει στο σοσιαλισμό, μαζί με αυτά αλλά παρά τη θέλησή τους, ως αναγκαία εξέλιξη των πραγμάτων. Αλλά πίστευε επιπλέον ότι υλοποιούσε ήδη αυτό το δημοκρατικό δρόμο (άρα και τη σοσιαλιστική μετάβαση) χωρίς να βρίσκεται καν στην κυβέρνηση, σε ένα μεγάλο συνασπισμό με τους χριστιανοδημοκράτες. Και συναινούσε σε σκληρά, αντιλαϊκά μέτρα λιτότητας, πάντα στα πλαίσια του ιστορικού συμβιβασμού και της εθνικής συνεννόησης, προτού καν κληθεί να αναλάβει κυβερνητικέ ευθύνες, που ίσως να δικαιολογούσαν (ή να έντυναν με κάποιο πρόσχημα τέλος πάντων) τέτοιες κινήσεις. Την ίδια στιγμή ωστόσο εκτιμούσε πως στην ΕΣΣΔ μόλις τότε γινόταν το πέρασμα στο σοσιαλισμό (ο οποίος βέβαια ήδη οικοδομούνταν ή στη χειρότερη πλησίαζε στη μεταπολεμική Ιταλία).

Είναι πολύ χαρακτηριστικό πως ακόμα κι ένας σοσιαλιστής ηγέτης που συνεργάστηκε προς το τέλος της πολιτικής του διαδρομής με το ΙΚΚ ασκεί σωστή κριτική στην επαμφοτερίζουσα πολιτική του. Αντιγράφω από μια υποσημείωση του βιβλίου.

Ο γνωστός Ιταλός σοσιαλιστής ηγέτης και θεωρητικός Λέλιο Μπάσσο (...) σε ένα άρθρο του στην ιταλική επιθεώρηση Προβλήματα Σοσιαλισμού αναφέρεται σε δύο άρθρα δημοσιευμένα στην Ουνιτά (...) με τα οποία ο Αμέντολα έθετε από τότε πρόβλημα συμμετοχής των κομμουνιστών στην κυβέρνηση. 
(...) Ο Αμέντολα εκπλήσσεται και προσβάλλεται γιατί τα κυβερνητικά κόμματα του ζητούν να αλλάξει φύση αν θέλει να μπει στο στρατόπεδό τους, στο κυβερνητικό στρατόπεδο, αλλά, προσωπικά, ειλικρινά δε μου φαίνεται παράξενη αξίωση το ότι τα κυβερνητικά κόμματα δηλώνουν ότι θέλουν να συμμαχήσουν και δεχτούν στο κυβερνητικό σκάφος μόνον εκείνον που παρουσιάζεται με ορισμένα χαρακτηριστικά, εκείνον που είναι ομοιογενής με το σύστημα. 
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, με την είσοδό του στην κυβέρνηση έγινε ένα τόσο τέλειο αντίγραφο της σοσιαλδημοκρατίας, που κατέληξε να καταποντιστεί μαζί με αυτήν. Ούτε το ΙΚΚ, παρ' όλη τη δύναμή του και τις παραδόσεις του, μπορεί να ξεφύγει από αυτό το πεπρωμένο: το να μπεις στον κυβερνητικό χώρο που ηγεμονεύεται από τους Χριστιανοδημοκράτες, που είναι ένα κόμμα, όπως είπε ο ίδιος ο Μπερλίνγκουερ, 'δεμένο οργανικά με τα κυρίαρχα στρώματα της κοινωνίας', σημαίνει να δεχτείς όλες αυτές τις επιπτώσεις, ακόμη κι αν έχεις την ψευδαίσθηση ότι είσαι αρκετά δυνατός, ώστε να μην πληρώσεις αυτό το τίμημα. Η λογική των πραγμάτων -έγραφε η Ρόζα Λούξεμπουργκ με αφορμή το κατρακύλισμα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, όταν αυτή πίστευε ακόμη πως ήταν μαρξιστικό κόμμα- είναι πιο δυνατή από τη λογική των ανθρώπων, και τους τραβά ανεπίστρεπτα μαζί της. 
Πιστεύω πως οι κομμουνιστές ηγέτες θα κορόιδευαν τον εαυτό τους αν σκέφτονταν  ότι μπορούν να συνεχίσουν για πολύ ακόμη την επαμφοτερίζουσα πολιτική που καθιέρωσε ο Τολιάτι... Μέχρι σήμερα το ΙΚΚ κινήθηκε 'καβάλα' σε δυο προοπτικές αντίθετες μεταξύ τους. Αλλά αν αυτή η διφορούμενη κατάσταση του επέτρεψε να αποφύγει ρήξεις, κινδυνεύει να το κάνει να πληρώσει ένα πολύ μεγάλο τίμημα: να χάσει την καθοδήγηση των αγώνων...

Αλλά ο πιο αδιάψευστος μάρτυρας της κατρακύλας είναι ίσως η εγκατάλειψη της θέσης για αποδέσμευση από το ΝΑΤΟ κι η κατοπινή μετεξέλιξή της, που δεν μένει καν στα όρια μιας ντροπαλής ουδετερότητας. Αντιγράφω από την επόμενη υποσημείωση του βιβλίου:

Κι όμως δεν πέρασε παρά ελάχιστο διάστημα και το τίμημα της ζητούμενης συμμετοχής του ΙΚΚ στην κυβέρνηση -των νέων δηλαδή "πιο προχωρημένων δημοκρατικών του ορίων"- ήταν το να επιμένει η ηγεσία του ότι η Ιταλία πρέπει να παραμείνει στο ΝΑΤΟ! Και όχι μόνο αυτό. Στη Διάσκεψη των ευρωπαϊκών ΚΚ στο Βερολίνο (Ιούνης 1976) ο Μπερλινγκουέρ υποστήριξε ότι δε θα έπρεπε να ανατραπεί η ισορροπία ΝΑΤΟ και Συμφώνου της Βαρσοβίας. Και όχι μόνο αυτό. Σε συνέντευξή του στις 15.6.1976 στην Κοριέρε ντελα Σέρα, είπε ότι το ΝΑΤΟ μπορεί να εγγυηθεί την οικοδόμηση ενός δημοκρατικού σοσιαλισμού στην Ιταλία τουλάχιστον στην περίπτωση μιας σοβιετικής εισβολής που θα αποσκοπούσε στην ανατροπή ενός τέτοιου σοσιαλισμού.

Εάν, εν τω μεταξύ, όλα αυτά σας θυμίζουν κάτι σύγχρονο και πιο κοντινό στα καθ' ημάς, καλώς το κάνουν. Εμένα μάλιστα αυτή η ραγδαία σοσιαλδημοκρατική μετεξέλιξη του ΙΚΚ κι η πασοκοποίησή του μου έφερε συνειρμικά στο νου διασκευασμένο ένα παλιό πολιτικό σύνθημα.

ΠΑΣΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο.

Κι επειδή κάθε ματιά στο παρελθόν και την ιστορική πείρα πρέπει να έχει και μια επικαιροποίηση, αναρωτιέται κανείς τι διδάχτηκε ο ίδιος ο Λάδης από όσα έγραφε τότε και γιατί βγάζει λάδι τώρα (ή μέχρι πρότινος τουλάχιστον) τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία του Σύριζα. (Δε γνωρίζω αν παραμένει ψηφοφόρος-υποστηρικτής του Σύριζα, αλλά αυτό ίσχυε τουλάχιστον όταν επανήλθε στο προσκήνιο, μαζί με τους εκπληκτικά επίκαιρους -κι εκπληκτικούς γενικώς- στίχους του για το φασισμό, και είχε μιλήσει σε μια εκδήλωση).

Κατακλείδα: ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα του οπορτουνισμού είναι η εκπληκτική ανικανότητά του να διαβάζει σωστά τη συγκυρία και να βγάζει σωστά συμπεράσματα μελετώντας τη συσσωρευμένη πείρα. Όπως ακριβώς το ΙΚΚ ολοκλήρωσε τη στροφή στον ιστορικό συμβιβασμό, αμέσως μετά την τραγική κατάληξη της Χιλής του Αγιέντε, από την οποία προέκυπταν τα ακριβώς αντίθετα συμπεράσματα, έτσι και η κατάληξη του ΙΚΚ, του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος συνολικά (ή το πάθημα του λαού μας με το ΠαΣοΚ) δεν έγινε μάθημα σε έναν θεωρητικά υποψιασμένο κόσμο που απομακρύνθηκε από το κομμουνιστικό κίνημα, κι έχασε τα ερμηνευτικά του εργαλεία, θέλοντας να επαναλάβει απλώς τα ίδια λάθη.
Το δις εξαμαρτείν...

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

Ένα κείμενο της Πασιονάρια

Σήμερα συμπληρώνονται 26 χρόνια από το θάνατο της Ντολόρες Ιμπαρούρι, της θρυλικής Πασιονάριας του ισπανικού εμφυλίου και η κε του μπλοκ επέλεξε, τιμής ένεκεν, να μεταφράσει κάποιο δικό της κείμενο από τα ισπανικά. Η αρχική σκέψη ήταν για το συγκινητικό αποχαιρετιστήριο μήνυμά της προς τους μαχητές των Διεθνών Ταξιαρχιών, που πολέμησαν στο πλευρό των Δημοκρατικών, αλλά αυτό έχει ήδη μεταφραστεί στα ελληνικά και μπορείτε να το βρείτε με μια πρόχειρη αναζήτηση στο δίκτυο. Διάλεξα συνεπώς ένα κείμενο από την ιστοσελίδα της Ελ Παΐς, γραμμένο τη δεκαετία του 70', λίγο πριν το 9ο Συνέδριο του Κόμματος, που μπορεί να μην είναι τόσο ηρωικό, λόγω και της εποχής, αλλά μεταξύ άλλων αποτυπώνει ανάγλυφα κάποια προβληματικά στοιχεία στην πολιτική του (ευρωκομμουνιστικής κατεύθυνσης) ΚΚΙ, αλλά και του κομμουνιστικού κινήματος της εποχής συνολικά.

Τα παραπάνω προφανώς δε μειώνουν στο παραμικρό την ακτινοβολία της προσωπικότητας της Πασιονάρια(ς), που ενσαρκώνει την ένδοξη αλλά κι αντιφατική διαδρομή όλου του κομμουνιστικού κινήματος. Παραμένει στο ΚΚΙ και μετά από το 20ό Συνέδριο, περνώντας όμως σταδιακά σε δεύτερο πλάνο, και φεύγει πλήρης ημερών, στα 94 χρόνια της, τρεις μόλις μέρες μετά την πτώση του τείχους, πιθανόν για να μην προλάβει να δει τη συνέχεια και να φύγει ευτυχισμένη. Άντε να πεις μετά πως το χρονικό σημείο ήταν απλή σύμπτωση.

Καλή ανάγνωση και προφανώς καλή απεργία (αν είναι δόκιμη αυτή η ευχή).



Στο κατώφλι του 9ου συνεδρίου μας

Πρόεδρος του ΚΚΙ

Εντός μερικών ημερών θα ξεκινήσει στη Μαδρίτη το 9ο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας –πρώτο νόμιμο συνέδριο που διοργανώνουμε στη χώρα μας, μετά από 46 χρόνια (το τελευταίο, το τέταρτο, έγινε στη Σεβίλλη, το 1932).

Είναι εύλογο που η προετοιμασία του Συνεδρίου μας –μέσω συγκεντρώσεων και διασκέψεων σε όλο το πλάτος της ισπανικής επικράτειας- προκαλεί το ενδιαφέρον κι άφθονα σχόλια στον τύπο της χώρας μας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας είναι μια αδιαμφισβήτητη πολιτική δύναμη, με σοβαρή επιρροή στην εργατική τάξη και σε όλα τα τμήματα της κοινωνίας μας.

Μόλις πριν από δώδεκα μήνες, το κόμμα μας κατέκτησε τη νομιμοποίησή του, μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια αγώνα και παράνομης ζωής. Και δώδεκα μήνες είναι ένα σύντομο χρονικό διάστημα στο πολιτικό γίγνεσθαι. Πολλούς τους εκπλήσσει ότι οι κομμουνιστές κατέκτησαν τόσο σύντομα την κυριότητα και την πολιτική δύναμη που απολαμβάνουν σήμερα, να θεωρείται το κόμμα μας ως ένα από τα πολιτικά κόμματα με τη μεγαλύτερη απήχηση, που την υπολογίζουν οι πολιτικές αρχές της χώρας, για τα ουσιαστικά ζητήματα.

Μερικοί εκπλήσσονται, όπως είπαμε. Και δεν είναι λίγοι αυτοί στους οποίους δεν αρέσει το πολιτικό βάρος του ΚΚΙ. Ας μην ξεχνάμε ότι ορισμένες δυνάμεις ονειρεύονταν μια δημοκρατία χωρίς κομμουνιστές, και σπεκουλάριζαν με τη μη νομιμοποίηση του κόμματός μας.

Τα πράγματα ήρθαν αλλιώς. Αλλά οι μάχες που άνοιξαν από το ΚΚΙ δεν ήταν εύκολες και τα εμπόδια που υπερνικήσαμε κι έχουμε μπροστά μας δεν είναι μικρά.

Η εδραίωση κι η αυξανόμενη απήχηση του ΚΚΙ έχουν προκαλέσει βαθιά δυσαρέσκεια σε αντιδραστικούς κύκλους, εντός και εκτός συνόρων. Γι’ αυτό και σε ορισμένες στιγμές, όπως τώρα, συνεργάζονται για να σπείρουν σύγχυση, διαστρεβλώνοντας και φουσκώνοντας τη διαπάλη στις γραμμές μας.

Αυτούς τους τελευταίους μήνες διαμορφώνουμε τη συλλογική δουλειά των κομμουνιστών στην επεξεργασία της πολιτικής τους γραμμής, κάνοντας μια προσπάθεια να την επικαιροποιήσουμε, να την προσαρμόσουμε στις συγκεκριμένες συνθήκες της χώρας μας και της εποχής μας. Γι’ αυτό, η Κεντρική Επιτροπή ετοίμασε ένα προσχέδιο με πολιτικές θέσεις και νέο καταστατικό, που τέθηκε σε συζήτηση σε όλες τις οργανώσεις. Αυτή η συζήτηση αναπτύσσεται σε όλα τα επίπεδα, ανοιχτά και δημοκρατικά, όπως σε λίγα κόμματα μέχρι τώρα, κατά τη γνώμη μου, κι όπως δεν είχε γίνει πριν στο δικό μας, δεδομένης της μακρόχρονης παρανομίας και των σεχταριστικές «ζωνών» σε προγενέστερες περιόδους.

Οι διαμάχες στο δικό μας κόμμα είναι δημόσιες κι η δράση του διαφανής.

Το ΚΚΙ παρουσιάζεται με ανοιχτό κι ειλικρινές πρόσωπο. Κάθε μέλος λέει αυτό που σκέφτεται και το υπερασπίζεται ελεύθερα. Με τη δημόσια κι ανοιχτή πολιτική μας δράση, δείχνουμε ότι είμαστε ένα δημοκρατικό κόμμα. Και με αυτό διαψεύδονται οι κατηγορίες περί αντιδημοκρατισμού, που συχνά μας προσάπτουν.

Κι αν υπάρχουν ακόμα κάποιοι που θεωρούν ότι δε συζητάμε αρκετά στο ΚΚΙ, είναι πιθανότατα γιατί αγνοούν ότι ένα πολιτικό κόμμα δεν είναι ακαδημία ούτε λέσχη συζητήσεων. Πρέπει επίσης να δείξουμε κατανόηση σε ορισμένες εκρήξεις υπερβολικού «δημοκρατισμού», μιας κι η πλειοψηφία των μελών μας είναι αρκετά νέα και πρόσφατα στρατολογημένη. Η πείρα και η πράξη θα βάλουν τα πράγματα στη θέση τους.

Δεν είναι περιττό να θυμηθούμε ότι η προσπάθεια των κομμουνιστών να προσαρμοστούν στη σύγχρονη πραγματικότητα δεν ξεκίνησε χτες. Εδώ και είκοσι χρόνια το ΚΚΙ υποστηρίζει την πολιτική της εθνικής συμφιλίωσης και αργότερα, τη συμφωνία για την ελευθερία, που κατέστησαν δυνατή τη συνεργασία δυνάμεων διαφορετικού στίγματος, που στόχευαν να βάλουν τέλος στη δικτατορία του Φράνκο και να εγκαθιδρύσουν τη δημοκρατία στην Ισπανία.

Και μολονότι τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν ακριβώς όπως σκεφτόμασταν, οι προτάσεις μας επιβεβαιώθηκαν ως προς την ουσία τους, και συνεισέφεραν σημαντικά στους δημοκρατικούς μετασχηματισμούς που ζούμε.

Σε αυτές τις λίγες αράδες, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι κάνουν λάθος όσοι ισχυρίζονται ότι η πολιτική μας θέση σημαίνει εγκατάλειψη του λενινισμού. Αυτός είναι ένας φτηνός ισχυρισμός που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι Ισπανοί κομμουνιστές διατηρούμε την κληρονομία του Λένιν και των συναγωνιστών του, που ηγήθηκαν της σοσιαλιστικής επανάστασης του Οκτώβρη και εγκαινίασαν μια νέα, παγκόσμια επαναστατική διαδικασία. Αυτό αναφέρεται και στα τωρινά, πολιτικά μας ντοκουμέντα.

Εμείς θεωρούμε το Λένιν ως το μεγάλο επαναστάτη ηγέτη του αιώνα μας, και συνεχίζουμε να μελετάμε τα διδάγματά του, όπως επίσης και τα διδάγματα άλλων θεωρητικών του μαρξισμού.

Παρόλα αυτά, ούτε οι περιστάσεις ούτε τα προ εβδομηκονταετίας γεγονότα, είναι, όπως είναι φανερό, τα ίδια με πριν. Και δε θα ήμασταν επαναστάτες μαρξιστές, αλλα δογματικοί, εάν δεν προσαρμόζαμε τη συγκεκριμένη πολιτική μας στη συγκεκριμένη πραγματικότητα των τελών του εικοστού αιώνα. Για αυτό και δεν επιμένουμε σε ό,τι έχει λήξει, σε ό,τι δεν ισχύει πια, γιατί το έχει ξεπεράσει η ιστορία.

Το Κομμουνιστικό μας Κόμμα είναι ένα Κόμμα επαναστατικό, μαρξιστικό, δημοκρατικό, αλληλέγγυο με όλους τους λαούς, τα κινήματα και τα κόμματα που αγωνίζονται για την εθνική ελευθερία τους και το σοσιαλισμό. Είναι ένα κόμμα μαζών κατάλληλο για να μετασχηματίσει την καπιταλιστική κοινωνία και να προχωρήσει σε μια δημοκρατία πολιτική κι οικονομική που θα ανοίγει το δρόμο για το σοσιαλισμό.


Έχω την πίστη ότι από το 9ο Συνέδριό μας, που ανοίγει τις εργασίες του στις 19 του μηνός, το κόμμα μας θα βγει ενισχυμένο.

Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Σύριζα εσωτερικού

Δε θυμάμαι ποιος σφος είχε σχολιάσει σε μια κουβέντα (ή μήπως κάπου στο διαδίκτυο;) πως το σήμα και τα χρώματα της Λαφαζανικής Ενότητας του φέρνουν κάπως σε Κκε εσωτερικού, (οι πράσινες) οι κόκκινες, οι θαλασσιές οι χάντρες, με το κόκκινο να μπαίνει για ξεκάρφωμα και το γαλάζιο να υποδηλώνει τις τοπικές ιδιαιτερότητες και τον εθνικό δρόμο κάθε κόμματος προς το σοσιαλισμό. Όπως σημειώνει εύστοχα όμως κι ο Κώστας Σκολαρίκος στη μελέτη του για τον «ευρωκομμουνισμό», αυτές οι ιδιαιτερότητες και η σχετική αυτονόμηση εξαφανίζονταν ως δια μαγείας μπροστά στο στόχο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Θυμάμαι παρεμπιπτόντως και μια άλλη πετυχεσιά ενός φιλοκυβερνητικού διαδικτυακού παράγοντα, που υποστήριζε την παραμονή της χώρας στην ΕΕ, με το σκεπτικό πως είναι απαραίτητο να υπάρχει κάποια μορφή ολοκλήρωσης, οπότε ελλείψει άλλης εναλλακτικής ας βολευτούμε με αυτή που έχουμε. Κι είναι φοβερό πως αυτού του είδους οι «αριστεροί» -που δε θέλουν να γίνουν παρένθεση, για αυτό και μπαίνουν σε εισαγωγικά- πέρασαν κάποτε και δεν ακούμπησαν από το κόμμα κι από το έργο του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, με το οποίο μπορεί να συντάχτηκαν προσωρινά, πιθανότατα με τη λογική πως είναι απαραίτητο να υπάρχει μια μορφή... «ολοκληρωτισμού» και διάλεξαν μία στην τύχη.

Προσωπικά, τα χρώματα της ΛαΕ με το αστεράκι μου θυμίζουν πιο πολύ τη σημαία της Χιλής, που παραπέμπει ευθέως στην Unidad Popular και την πικρή αλήθεια της –που τελικά δεν έγινε μάθημα σε πάρα πολλούς. Ο Μπερλίνγκουερ και το Ιταλικό ΚΚ πχ (κι όχι ΚΚ Ιταλίας, για να μην παραπέμπει στα εθνικά τμήματα-μέλη της Κομιντέρν και σε τζιζ, απαγορευμένες αναμνήσεις) αξιοποίησε τη χιλιάνικη πείρα, για να φτάσει στο έτοιμο πολιτικό συμπέρασμα πως χρειάζεται ακόμα πιο πλατιά ενότητα, που σύντομα θα οδηγούσε στην ιδέα και την πολιτική του ιστορικού συμβιβασμού (με την αστική τάξη).

Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο παραλληλισμός της ΛαΕ και του Εσ. Παρουσιάζει ενδιαφέρον κι ιντριγκαδόρικες ομοιότητες.
Αφενός η ραγδαία μνημονιακή «μετάλλαξη» -που μπαίνει σε εισαγωγικά, γιατί το ρηχό, αντιμνημονιακό μέτωπο είναι απλώς η άλλη όψη του ίδιου (εθνικού) νομίσματος, που εξακολουθεί να πρεσβεύει ο Λαφαζάνης- του Σύριζα τον κατέστησε οργανικό τμήμα της τρόικας εσωτερικού και μάλλον κάτι σα Σύριζα εξωτερικού, που παίρνει γραμμή από το Βερολίνο και το διεθνές κέντρο. Κι έτσι για τη ΛαΕ μένει ο ρόλος του Σύριζα εσ. που χαράζει το δικό του εθνικό δρόμο, εκτός ευρωζώνης, όχι όμως κι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ούτε με ευρώ, ούτε και ΕΕ, κάτι σαν τον τρίτο δρόμο και τις αυταπάτες του. Μπορεί να ιδρύσει επίσης και το κίνημα των Αδεσμεύτων ευρωσκεπτικιστών, που είναι μεν σκεπτικοί, αλλά όχι και τελείως αρνητικοί, μάλλον αναποφάσιστοι. Να μείνουμε, να φύγουμε... να μείνουμε, να φύγουμε... Στο κάτω-κάτω της γραφής, κάποια μορφή ολοκλήρωσης είναι απαραίτητη...
Και την ίδια ώρα μαδάνε σα μαργαρίτες τα δικαιώματα των λαών της Ευρώπης.

Αφετέρου γιατί η διάσπαση του 68’, από την οποία προήλθε το λεγόμενο εσωτερικού, παρουσιάζει πολλά κοινά σημεία με τη διάσπαση του 91’, από την οποία προέκυψε το αριστερό ρεύμα κι ο πολιτικός του απόγονος, η ΛαΕ. Κι αν είναι κάπως δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς το σκεπτικό και την πολιτική σχιζοφρένεια όσων έζησαν το 68’ και υποστήριξαν τη 12η ολομέλεια, για να μετανιώσουν ουσιαστικά στο 13ο συνέδριο, με 23 χρόνια καθυστέρηση (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Φαράκος, που στους «Στοχασμούς» του απολογείται αναδρομικά για τη στάση του και νομιμοποιεί ουσιαστικά τις θέσεις του Εσ.), είναι πιο εύκολο να προσδιορίσει κανείς την πολιτική γεωγραφία των δύο διασπάσεων με βάση το σημερινό, πολιτικό σκηνικό και τη θέση των πολιτικών τους απογόνων. Το 68’ ήταν ΔημΑρ, το 91’ ήταν ΛαΕ. Πρόκειται στην ουσία για το ίδιο πολιτικό στίγμα, που το υποστήριξαν από κοινού επί χρόνια, στα πλαίσια της ειρηνικής τους συνύπαρξης στο Συνασπισμό, και για διαφορά φάσης. Πχ την (αμελητέα) διαφορά μεταξύ «αριστερού» και «δεξιού» ευρωκομμουνισμού, ή τη διαφορά μεταξύ των κινηματογραφικών συνεχειών μιας ταινίας, πχ Rocky I και Rocky IV. Μόνο το πρώτο βραβεύτηκε με Όσκαρ, αλλά το 4 ήταν χυδαίος αντικομμουνισμός, στην πιο προλεκάλτ, χυδαία και φαιδρή εκδοχή του, και γι’ αυτό πήρε το Όσκαρ στις καρδιές μας. Κι αυτή η μαγική μελωδία της (κινηματικής) παρακμής, του 60’ και του 80’...

Ένα κοινό χαρακτηριστικό των χώρων που γεννήθηκαν απ’ αυτές τις κρίσεις, είναι πως εξακολουθούσαν να τις κατατρύχουν και να πλανώνται πάνω από τη δράση τους τα φαντάσματα του παρελθόντος, που τους εξώθησαν θεωρητικά στη ρήξη και τη διάσπαση. Κάποιοι σφοι του Αριστερού Ρεύματος στο Συνασπισμό, για παράδειγμα, έβρισκαν το Λαφαζάνη νεοσταλινικό κι αντιευρωπαϊστή, δηλ πολέμιο του Μάαστριχτ και της Ένωσης, (σε στιλ δελτίου ειδήσεων του Αντ-1)· ίσως η πιο άδικη από τις πολλές κατηγορίες που θα μπορούσε να του προσάψει κανείς.
Στο Κκε εσ. αντίστοιχα ήταν συχνές οι σπόντες για επιβίωση του πνεύματος του δογματισμού και κατάλοιπα του ανώμαλου παρελθόντος, στα πλαίσια των εσω-οργανωτικών τους προστριβών. Ενώ το πιο διασκεδαστικό είναι πως διαμορφώθηκαν σύντομα δύο κέντρα, η Κε και το Γραφείο Εσωτερικού που αντιπαρατέθηκαν μεταξύ τους, αναπαράγοντας εν πολλοίς αυτούσιο το σχήμα της διάσπασης του 68’: η ηγεσία που αποφασίζει από το εξωτερικό, κι οι επικεφαλής στο εσωτερικό, που διεκδικούν πιο ενεργό ρόλο και βασικά την ηγεσία για το λογαριασμό τους.
Κοινή συνισταμένη σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο αδιάπτωτος φραξιονισμός που οδήγησε νομοτελειακά στην ανυποληψία και την περιθωριοποίηση τους οπορτουνιστικούς πόλους (το εσ. και το Συν αντίστοιχα).

Η βασική ομοιότητα όμως των δύο διασπάσεων αφορά τα αριθμητικά δεδομένα και τους συσχετισμούς που διαμορφώθηκαν πριν, κατά τη διάρκεια και κυρίως μετά απ’ αυτές. Τόσο οι αναθεωρητές του 68’ όσο κι οι ανανεωτές του 91’ πίστευαν πως διαθέτουν άνετη πλειοψηφία στο στελεχικό δυναμικό του κόμματος. Κι αν αυτό τίθεται υπό αμφισβήτηση στην περίπτωση της 12ης ολομέλειας, ήταν αρκετά σαφές στο δρόμο για το 13ο συνέδριο, όταν πχ ο «πιο αριστερός» στη σύνθεση της Επιτροπής Προγράμματος ήταν ο Λαφαζάνης. Παρόλα αυτά, και τις δύο φορές η μεγάλη πλειοψηφία της κομματικής βάσης ακολούθησε το κουκουέδικο Κουκουέ και όχι τα ερζάτς υποκατάστατά του ή όσους φιλοδοξούσαν να το διαλύσουν. Κι αν στη διάσπαση του 68’, οι αναθεωρητές παρηγοριόντουσαν επικαλούμενοι τη στήριξη των σοβιετικών και του διεθνούς παράγοντα, για να δικαιολογήσουν την ήττα τους (αναγνωρίζοντας, ακόμα κι αυτοί, ωστόσο το σημαντικό ρόλο του Χαρίλαου στην «εσωτερικοποίηση» του Κκε, για να γείρει υπέρ του η πλάστιγγα), το 91’ αυτή η δικαιολογία δεν ευσταθούσε, καθώς το διεθνές κέντρο βρισκόταν κατ’ ουσίαν υπό διάλυση και στο βαθμό που υπήρχε και μπορούσε να επηρεάσει πράγματα και καταστάσεις, υποστήριζε τις δικές του απόψεις.

Αυτό που διαφεύγουν συστηματικά πάντως από την ιστορική θεώρηση των εκάστοτε ανανεωτών είναι: η στήριξη της δικής τους πλευράς από τμήματα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, είτε από την ορθόδοξη πτέρυγα (επί Νικήτα, που «έλιωναν οι πάγοι», ή επί «Περεστρόικα» με το Γκορμπατσόφ), είτε όχι (με το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα). Ο βούρκος του αδιάκοπου φραξιονισμού που γέννησε αλλά και βούλιαξε τα εγχειρήατά τους, καταδικάζοντάς τα σε φθορά διαρκείας. Κι η οργανική σύνδεση του ΚΚ Ελλάδας με τις λαϊκές μάζες, οι βαθιές ρίζες του στον ελληνικό λαό, που έχει πάντα τον τελευταίο και καθοριστικό λόγο, είτε με τη δράση του είτε δια της απουσίας του.

Αλλά αυτά μπορεί να τα δούμε αναλυτικά σε κάποια προσεχή ανάρτηση...

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη

Περιμέναμε που λες στην ουρά των εισιτηρίων για τον παλατινό λόφο. Παρεμπιπτόντως είναι αρκετά έξυπνο να προτιμήσεις να επισκεφτείς πρώτα το λόφο αυτό, που έχει ενιαίο εισιτήριο με το κολοσσαίο και να γλιτώσεις τη μεγάλη ουρά στην οποία στήνονται όσοι τουρίστες ξεκινάνε την περιήγησή τους από το στάδιο. Ενώ δεν είναι πολύ καλή επιλογή να πας μόνο στο κολοσσαίο παραλείποντας τα υπόλοιπα, αφενός γιατί θα χάσεις μία καθηλωτική θέα στο ρωμαϊκό φόρουμ και αφετέρου γιατί το κολοσσαίο είναι πιο εντυπωσιακό απέξω, τη νύχτα, ενώ εσωτερικά χάνει κάπως, γιατί είναι σκαμμένες οι κερκίδες του κι ο αγωνιστικός χώρος, για να φαίνονται οι κάτω χώροι και τα αποδυτήρια των λιονταριών. Και υποθέτω πως η φράση «γκολ από τα αποδυτήρια», αν και δεν είναι λατινική, πρέπει να βγήκε, όταν κάποιο ατίθασο ζωντανό έκανε μακαρίτη με μια χαψιά κάποιον από τους φύλακες-θηριοδαμαστές του. Αλλά αυτά για τα μνημεία θα τα δούμε αναλυτικά σε επόμενη ενότητα.

Περιμένουμε λοιπόν στην ουρά των εισιτηρίων για τον παλατινό λόφο. Και ακούμε μια σφισσα από την παρέα μας να πιάνει κουβέντα και βασικά παζάρι με τον υπάλληλο στο γκισέ, περνάει ή δεν περνάει το πάσο. Κι αν το καταλάβουν και μας πούνε τζαμπατζήδες έλληνες που προκαλέσαμε την παγκόσμια οικονομική κρίση μαζί με τους υδραυλικούς και τους μαθητές που δε ζητάνε απόδειξη από το κυλικείο για την τυρόπιτα; Τελικά ακούμε να της λέει εντάξει, γιατί συμπαθεί τον πρωθυπουργό μας. Η πρώτη –και μοναδική στα χρονικά πιθανότατα- έμπρακτη κατάκτηση της νέας συγκυβέρνησης. Ναι, αλλά αν έχεις υπάρξει στη ζωή σου κνίτης, δεν μπορεί να το αφήσεις αυτό να πέσει έτσι κάτω. Εγώ δεν τον συμπαθώ, την ακούμε να λέει και την τραβούσαμε από το μανίκι. Καλά είσαι μουρλή; Σου χαρίζουν μπακούνιν κι εσύ τον κοιτάς στα δόντια;

Γιατί όχι, τη ρωτάει απορημένος ο υπάλληλος.
-Γιατί είμαστε κομμουνιστές, απαντάει η σφισσα.
-Μα ναι και εγώ, κι εγώ είμαι, να λέει αυτός, επιμένοντας να παίζει με την ψυχική μας υγεία, για να καταλήξουμε στην πτέρυγα των αντιφρονούντων.
Εντάξει ρε συναγωνιστή, να μπερδέψεις την παντιέρα ρόσα, με τη ροζ, το καταλαβαίνω, λόγω της γλώσσας, γιατί μοιάζουν λίγο και ηχητικά. Να μπερδέψεις το βούρτση, με την παρακάτω φωτό, πάει κι έρχεται. Αλλά τις βούρτσες με τις οδοντόβουρτσες;

Μην μπερδεύεστε, δε γράφει βούρτση
Αυτό είναι όμως το κακό που άφησε πίσω της η διαβρωτική επίδραση του οπορτουνισμού και το κκ ιταλίας, που μεταλλάχτηκε στη σημερινή σοσιαλδημοκρατική ελιά, ώστε να μη μπορεί να ξεχωρίσει κανείς τους κομμουνιστές από το σημερινό σύριζα. Δε λένε εξάλλου πως όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη ρώμη; Γιατί να εξαιρείται ο τρίτος δρόμος, που θα ‘ναι μη αιμοβόρος κι ευρωκομμουνιστικός; Πώς να μη βρει πρόσφορο έδαφος να καλλιεργηθεί ο ιστορικός συμβιβασμός του μπερλίνγκουερ με τους χριστιανοδημοκράτες και την αστική τάξη, όταν ο τολιάτι πχ ασκούσε κριτική στα φληναφήματα του εικοστού συνεδρίου, όχι για τη γενική τους κατεύθυνση, αλλά για την ατολμία τους να προβούν σε μια συνολική καταγγελία των δομών του συστήματος, πέρα από την προσωπική καταδίκη του ηγέτη-φυσιογνωμίας που αφορούσε η λεγόμενη προσωπολατρία; Και γενικότερα, πώς μπορεί να αναπτυχθεί γερή και μαζική ταξική συνείδηση σε μια πόλη, που έχει στο επίκεντρο της οικονομικής της δραστηριότητας τον τουρισμό και ένα συγκριτικά εύκολο, αυξημένο ποσοστό κέρδους, για ευρύτερα κοινωνικά στρώματα;

Στην ιταλία πάντως έχουν δοκιμαστεί οι δυνατότητες και τα αδιέξοδα διάφορων δρόμων, που δίνουν πολύτιμη (ακριβοπληρωμένη) πείρα και συμπεράσματα.
Δοκιμάστηκε πχ η θεωρία ότι εξαιτίας του δεκέμβρη και της αποχής από τις εκλογές του 46’ στην ελλάδα, το κίνημα έχασε μια χρυσή ευκαιρία μαζικής και ειρηνικής ανάπτηξης αλά ιταλικά, που θα του έδινε μεγάλες δυνατότητες. Κι είδαμε στην πράξη τη γλύκα του τρίτου δρόμου και πού ακριβώς μας οδήγησαν αυτές οι δυνατότητες, συμπεριλαμβανομένου του ειρηνικού, κοινοβουλευτικού περάσματος, όταν το ιταλικό κκ ξεπερνούσε το 30% στις εκλογές. Ζήσαμε τα στρατηγικά αδιέξοδα και την πολιτική χρεοκοπία του ευρωκομμουνισμού, καθώς και τη γρήγορη μετάλλαξή του σε καθαρή σοσιαλδημοκρατία-κεντροαριστερά, τη διετία 89-91’, σε πλήρη αντίθεση με την ελληνική ιδιαιτερότητα και το ειδικό βάρος του δεκέμβρη, που άφησε τη σφραγίδα του και στις κατοπινές εξελίξεις, ενάντια στη ρεφορμιστική διάβρωση.

Ο πολιτικός δοκιμαστικός σωλήνας της ιταλίας έχει φιλοξενήσει επίσης την πρώτη επικράτηση φασιστικού καθεστώτος, με επικεφαλής έναν αποστάτη του σοσιαλιστικού κόμματος. Τους προβληματισμούς του γκράμσι για την ιδεολογική ηγεμονία και τη συγκριτικά μεγαλύτερη αντοχή της αστικής εξουσίας στο δυτικό κόσμο, που ωστόσο δεινοπάθησαν στα χέρια των επιγόνων του και παραμένει ένα δυσεπίλυτο θεωρητικό πρόβλημα αν και σε ποιο βαθμό ευθύνονται αυτές καθαυτές οι ιδέες του για τα δικά τους ολισθήματα. Τις αναλύσεις της ιταλικής αυτονομίας, που πνίγηκε στις αντιφάσεις της κι έχει κερδίσει το ενδιαφέρον αρκετών σφων, αν και προσωπικά δεν καταλαβαίνω γιατί και προτιμώ να αφήσω τους ίδιους να το εξηγήσουν. Τις ερυθρές ταξιαρχίες, που είχαν παρέμβαση και στο μαζικό κίνημα και δυνάμωναν όσο ολίσθαινε το ιταλικό κκ προς το ρεφορμισμό, αλλά αποδυναμώθηκαν εκ των έσω και από τη διείσδυση μυστικών υπηρεσιών. Το μοντέλο του διπολισμού, με απλή αναλογική και σχηματισμούς αλλεπάλληλων κυβερνήσεων –χωρίς να χαθεί ποτέ από τα χέρια των αστών το τιμόνι ή να αναφέρεται κανείς στον μπαμπούλα της ακυβερνησίας. Την απαξίωση του διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος, που άνοιξε το δρόμο για πολιτική καριέρα στον μπερλουσκόνι και κάποια χρόνια αργότερα στον τηλεαστέρα πέπε γκρίλο –ένα κράμα λαζόπουλου, καμμένου και θεοδωράκη. Την κεντροαριστερή κυβέρνηση του νταλέμα να δίνει την πολιτική της ευλογία και να συμμετέχει ενεργά στο βομβαρδισμό της γιουγκοσλαβίας από το νατο. Τους ακροδεξιούς της λίγκας του βορρά να μην είναι οι κλασικοί εθνικιστές, που έχουμε συνηθίσει, αλλά να έχουν αποσχιστικές τάσεις από τον φτωχό ιταλικό νότο. Το δράμα των μεταναστών και τη λαβεντούζα, που προσφέρεται για ευνόητους συνειρμούς, αλλά και για την παράφραση ενός παλιού, γνωστού συνθήματος: μην τα βάζετε με τους μετανάστες, άλλοι σας πίνουν το αίμα.

Και τι ακριβώς κάνει η «αριστερά» για όλα αυτά; Πολύ καλά μας χαιρετά. Και στέλνει τα χαιρετίσματά της (κατ’ ιδίαν κι όχι από μακριά) στην εξουσία που την κατάπιε. Θυμάμαι σε ανέμελες, αντεπαναστατικές εποχές να ερίζουμε με τον άβερελ για το ποιος είναι πιο πολύ σύμμαχος (εμείς ή το ναρ) με την κομμουνιστική επανίδρυση, rifondazione, που αν δεν κάνω λάθος, μπορεί να μεταφραστεί κι ως επαναθεμελίωση, οπότε χάρισμά τους, αν συνυπολογίσεις ποια ήτανε κι η πορεία της. Υπάρχουν βέβαια κάποιες μικρές ομάδες που αποσπάστηκαν και έτσι φτιάχτηκε κάτι σαν επανίδρυση της επανίδρυσης (την επανίδρυση ω επανίδρυση), όπως και κάποιες άλλες φιλικές οργανώσεις, χωρίς ωστόσο ειδικό πολιτικό βάρος. Κάτι αντίστοιχο γίνεται και στην άλλη κοιτίδα του ευρωκομμουνισμού, τη γαλλία, με τη συρρίκνωση του ιστορικού κκγ, το αριστερό μέτωπο, και τους τροτσκιστές στο αντικαπιταλιστικό κόμμα –λέμε και κάτι βαρύγδουπο, για να προχωρά η ώρα. Ενώ οι βασικές επαφές του κόμματος είναι με έναν πόλο που δρα εντός του κκγ κι αντιστοιχεί στο 15ο διαμέρισμα του παρισιού (δύναμη, όχι αστεία). Κάποτε είχα δει στο ριζοσπάστη και μια ομάδα που υπέγραφαν ως αυθεντικά κομμουνιστές ή κάτι παρόμοιο (σε αντίθεση προφανώς με τους υποκριτές).


Κατά τα άλλα στην ιταλία υπάρχει η altra europa con tsipras σαν alter ego των κυρίαρχων αστικών δυνάμεων, η πρωτοβουλία ενός συνδικαλιστή που ξεκινάει καμπάνια εναντίον του πρωθυπουργού ρέντζι, φιλοδοξώντας να ενώσει όλη την αριστερά και ένα περιοδικό «λεφτ», κάτι σαν unfollow, αλλά (ακόμα) πιο σύριζα. Αυτά όμως θα τα δούμε αναλυτικά στην επόμενη ενότητα με το φωτορεπορτάζ. Όπου υπό κανονικές συνθήκες, θα βλέπαμε κι ένα ωραίο σύνθημα στον τοίχο, υπογραμμένο με σφυροδρέπανο για την επανάσταση που δεν πεθαίνει. Αλλά δε θα το δούμε τελικά εκεί, λόγω ανωτέρας βίας, οπότε το κρατάμε εδώ ως επιμύθιο.

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Ο ευρωκομμουνισμός του Καρίγιο

Τι περιλαμβάνει το σημερινό κυριακάτικο ιστορικό ένθετο της κε του μπλοκ; Ο τίτλος της ανάρτησης το καθιστά μάλλον πρόδηλο. Ένα μικρό αφιέρωμα στον παλαίμαχο οπορτουνιστή ηγέτη, που έφυγε πλήρης ημερών κι αποστασιών την περασμένη τρίτη.

Μετά το θάνατό του η κε του μπλοκ έκανε σχετικά μια μικρή έρευνα σε παλαιοβιβλιοπωλεία και βρήκε αυτό που έψαχνε. Δεν πρόκειται για το κλασικό του έργο «ευρωκομμουνισμός και κράτος», ούτε για την άλλη μπροσούρα του που έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά με τίτλο «μετά το φράνκο, τι;». Αλλά για το βιβλιαράκι «ενάντια στον ευρωκομμουνισμό και την αποστασία» απ’ τις εκδόσεις «ιδεολογική πάλη». Μια έκδοση του 78’, στη σειρά «κριτική της αστικής ιδεολογίας», η οποία περιλαμβάνει:

Το απόσπασμα από τις θέσεις της κετουκε και του 10ου συνεδρίου για τον ευρωκομμουνισμό
-Ένα άρθρο από τους (σοβιετικούς) νέους καιρούς, που δημοσιεύτηκε σε δυο συνέχειες στο ριζοσπάστη, το καλοκαίρι του 77’, για το βιβλίο του καρίγιο «ευρωκομμουνισμός και κράτος» με τίτλο: ενάντια στα συμφέροντα της ειρήνης και του σοσιαλισμού στην ευρώπη. Και ένα διευκρινιστικό άρθρο των νέων καιρών, λίγες μέρες μετά.
-Άρθρο του πανάγου κούτουλα σην κομεπ (τ.7, 77’) με τίτλο: ο ευρωκομμουνισμός των αναθεωρητών της χώρας μας.
-Το άρθρο του σοβιετικού ζαγκλάντιν «ευρωκομμουνισμός και σοβιετικοί», που γράφτηκε ειδικά για την εφημερίδα «τα νέα» (!) και δημοσιεύτηκε ακριβώς δέκα χρόνια μετά από το μάη του 68’.
-Άρθρο του μήτσου στολίδη σε τέσσερις συνέχειες στο ρίζο, τον απρίλη του 78’, με τίτλο: γιατί λέμε όχι στον ευρωκομμουνισμό.
-Συνέντευξη για θέματα εσωτερικής και γενικότερης πολιτικής με τον οκτάβιο πάτο, μέλος της πολιτικής επιτροπής της κε του κκ πορτογαλίας.
-Άρθρο του ανδρουλάκη στην κομεπ (τ.9, 77’) με τίτλο «θέματα του κράτους και της επανάστασης», όπου μεταξύ άλλων ασκεί πολεμική σε πουλατζά και καρίγιο.
-Αποσπάσματα από σχετικό άρθρο του jan koitik, του γενικού γραμματέα του κκ τσεχοσλοβακίας.

Και τέλος, δύο άρθρα του χατζηαργύρη, ο οποίος προλογίζει και την έκδοση, στην ελευθεροτυπία, που είχε ανοίξει διάλογο από τις στήλες της για το βιβλίο του καρίγιο (!). Ένα σχετικά με την απάντηση των νέων καιρών στον καρίγιο (τι ζήτησαν και τι πέτυχαν οι νέοι καιροί της μόσχας) και ένα με πολεμική στο βιβλίο του τελευταίου και τίτλο: δεν υπάρχει συνεννόηση με τον καπιταλισμό.
Από αυτό το τελευταίο αντλήθηκαν και τα αποσπάσματα που ακολουθούν.

Τι λέγει ο καρίγιο; Ας δώσουμε σε χοντρές γραμμές τις αντιλήψεις του. Δεν είναι καλά βαλμένες στο βιβλίο του, μένουν θολές και είναι αρκετές φορές αντιφατικές, είτε γιατί δεν έχει την ικανότητα για τούτο, είτε πάλι γιατί νομίζει ότι έτσι το κενό και οι αφέλειες που παρουσιάζει η σκέψη του θα καμουφλαριστούν καλύτερα –δεν ξέρω την απάντηση σε τούτο το ερώτημα και δεν επιδιώκω να τη βρω, ο χρόνος θα αποκαλύψει τι ακριβώς συμβαίνει.

Ο καρίγιο ξεκινά από την προσπάθεια να μας πείσει ότι μπορούμε άφοβα να είμαστε σαν κι αυτόν «αναθεωρητές». Όλοι αναθεωρητές είμαστε, διότι για τον καρίγιο είτε προσαρμόζουμε το μαρξισμό αναπτύσσοντάς τον σε συγκεκριμένα και διαφορετικά δεδομένα, είτε πάλι τον αλλάζουμε ολότελα στερώντας τον από το βασικό του περιεχόμενο, το ίδιο πράγμα είναι –όλοι αναθεώρηση κάνουμε, ας μη φοβόμαστε τη λέξη, ας τη λέμε με περηφάνεια (ας το προσέξουν τούτο και κάτι άλλοι αναθεωρητές, ας μη φοβούνται να ομολογήσουν το τι είναι).

Από εκεί μπαίνουμε στην ουσία. Ο καρίγιο αναθεωρεί τη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία του κράτους, δηλ της πάλης των τάξεων. Δεν το λέει έτσι. Απεναντίας τονίζει πως τάχα είναι στο βάθος ορθόδοξος. Και στη βία δε θα διστάσει να προσφύγει, αν του την επιβάλουν. Ταξικό είναι λέει το κράτος κι όχι υπερταξικό ή ουδέτερο –τον έχουν σωφρονίσει φαίνεται τα αποκαλυπτήρια του πουλατζά στα χέρια του θεωρητικού του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος, πωλ μποκαρά. Πιστεύουμε και στην πάλη των τάξεων –έτσι βεβαιώνει ο καρίγιο.

Αλλά... τα πράγματα άλλαξαν. Το κράτος σα μηχανισμός βίας όλο και χάνει, λέει, τη σημασία του. Το κράτος σαν ιδεολογικοί μηχανισμοί όλο και κερδίζει σε σημασία. Το κράτος σα μηχανισμός που μας επιβάλλεται με τη βία εξασθενίζει. Γιατί το κράτος, καθώς απλώνονται οι αρμοδιότητές του, καθώς μεγαλώνει ο ρόλος του σαν επηρεαστή και καθοδηγητή μιας κοινωνίας που κερδίζει σε μόρφωση, καθώς πολλαπλασιάζονται τα καθήκοντα και το προσωπικό του για τη ρύθμιση της οικονομικής ζωής, καθώς ταυτίζεται όλο και πιο πολύ με τα μονοπώλια και απομονώνεται έτσι όλο και πιο πολύ από τις μάζες, το κράτος αυτό αδυνατίζει, διαβρώνεται, μπορεί να αλωθεί από τα μέσα, διαμέσου των ιδεολογικών του μηχανισμών.

Κράτος-εκκλησία, κράτος-παιδεία, κράτος-αθλητισμός, κράτος-μμε, κράτος-σώματα ασφαλεία, κράτος-ένοπλες δυνάμεις -για όλους τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτος και για όλους τους μηχανισμούς βίας του επίσης ισχύει το ίδιο. Εκεί που ο μαρξ, ο ένγκελς κι ο λένιν υποστήριζαν ότι για να ανέλθει στην εξουσία η εργατική τάξη επικεφαλής του εργαζόμενου λαού πρέπει να συντρίψει τον κρατικό μηχανισμό βίας των καπιταλιστών και να βάλει στη θέση του το δικό της, ο καρίγιο –ακολουθώντας όπως λέγει τον γκράμσι και το γάλλο φιλόσοφο αλτουσέρ- υποστηρίζει ότι για να καταληφθεί η εξουσία, αρκεί να κατακτηθεί με τη λογική και με τη συστηματική εργασία και την ορθή πολιτική, με την ενεργητική και έξυπνη δράση, μια ηγεμονική θέση στον κρατικό μηχανισμό, αρκεί να κυριευτεί σταδιακά, με το βαθμιαίο εκδημοκρατισμό του κράτους.

Ξεκινώντας από αυτή τη βάση ο καρίγιο αναλύει το τι πρέπει να κάνει ένα κομμουνιστικό κόμμα σε μια αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα –μόνο για εκεί ισχύει η συνταγή του- για να φτάσει στην εξουσία. Πρέπει να πάψει να είναι κόμμα της εργατικής τάξης, να γίνει κόμμα του εργαζόμενου λαού και των δυνάμεων της κουλτούρας. Να καταλάβει ότι την εργατική τάξη μπορεί να εκπροσωπήσουν διάφορα κόμματα σε μια χώρα, δεν έχει ενότητα δηλ η εργατική τάξη. Πρέπει να ενταχθεί σε ολοκληρωτική εφαρμογή του σοσιαλισμού, αλλά σε εφαρμογή του μέσα σε ορισμένα πλαίσια που να μη θίγουν τη μικρομεσαία καπιταλιστική ιδιοκτησία, να μην εμποδίζουν τις ξένες πολυεθνικές νάρθουν να εγκατασταθούν στην ισπανία, να μην αποπειραθύν να αλλάξουν τους παραδοσιακούς εμπορικούς και οικονομικούς προσανατολισμούς της χώρας που είναι από τη δύναμη των πραγμάτων με τη δύση, να φέρνουν στα χέρια της προοδευτικής συμμαχίας (ο ορισμός του καρίγιο θμίζει το ίδιο ακριβώς σύνθημα που έριξαν το 45’ οι εργατικοί στην αγγλία) «τους αποφασιστικούς μοχλούς της οικονομίας», να σημάνουν τη «μακρά περίοδο». Ακόμη είναι ανάγκη το πρόγραμμα της προοδευτικής παράταξης να δέχεται δίχως όρους και χρονικούς περιορισμούς τους κανόνες λειτουργίας της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, μέχρι και τον χωρισμό των εξουσιών, κι απλώς να γυρέψει να τους τελειοποιήσει παραπέρα, να αποσαφηνίζει με κάθε δυνατό τρόπο πως η νίκη του δε θα επιφέρει την επέκταση της σοβιετικής κρατικής ισχύος και δε θα δημιουργήσει σοσιαλισμό κατά το σοβιετικό πρότυπο, να αναγάγει τη δημοκρατία αυτού του είδους σε αιώνια αξία με ανεξάρτητο δικό της κύρος, να παραδεχτεί τον αναγκαίο εθνικό ρόλο των ενόπλων δυνάμεων, να εντάξει την ισπανία σε μια δημοκρατική ευρώπη ανεξάρτητη από τις ηπα και την εσσδ και με τη δική της (στραμμένη αναγκαστικά ενάντια και στο σοσιαλιστικό κόσμο) οργάνωση στρατιωτικής άμυνας.

Αν γίνουν όλα αυτά, θα κατακτηθεί η εξουσία; Κάθε άλλο. Σε ένα κατάλληλα παραχωμένο, ώστε να μην προσεχτεί, απόσπασμά του ο καρίγιο παραδέχεται πως δεν πρόκειται για τίποτε παραπάνω από μια διαδικασία που αρχίζει, που μόλις τώρα εμφανίζεται και μπορεί ακόμη να παρεκκλίνει και να χειραγωγηθεί από τις άρχουσες τάξεις. Πρόκειται για ένα δρόμο για να πάμε στον εκδημοκρατισμό του κρατικού μηχανισμού, σαν απαρχή του μετασχηματισμού του και της μετατροπής του σε μηχανισμό ικανό να υπηρετήσει μια σοσιαλιστική, δημοκρατική κοινωνία.
Πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα; Ίσως, αλλά ταυτόχρονα γινόμαστε επίσης δημοφιλείς στους κάθε λογής σοσιαλδημοκράτες και ιμπεριαλιστές. Κάτι είναι κι αυτό.

Τι είναι εκείνο που δεν καταλαβαίνει ο καρίγιο; Ότι ο ιμπεριαλισμός, όσο βαθαίνει η κρίση του, όσο γίνεται πιο φανερό το αδιέξοδό του, τόσο πιο επιθετικός γίνεται, τόσο πιο πολύ γυρεύει να ξεφύγει από την κρίση σε βάρος των εργαζομένων, τόσο πιο πολύ εντείνει την εκμετάλλευση και πιέζει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, τόσο πολύ πιο τείνει προς την αυταρχικότητα, προς τον αντικομμουνισμό, προς τα ανελεύθερα μέτρα πολιτκής, προς την κατάργηση του «κράτους ευημερίας» και της «κοινωνίας της αφθονίας», προς τη λιτότητα, προς την άυξηση των διαφορών ανάμεσα στις τάξεις. Δεν υπάρχει τρόπος φιλικής συνεννόησης με τον καπιταλισμό, γιατί η αύξηση της εκμετάλλευσης είναι ο τρόπος ζωής του, η πεμπτουσία, ο λόγος ύπαρξης του καπιταλιστικού κράτους.

Δεν επηρεάζεται ο καπιταλισμός από υποσχέσεις ότι η απαλλοτρίωση, η κατάργησή του, θα γίνει δημοκρατικά, ότι θα γίνει δίχως να θιχτεί το νατο και με παράλληλες κατάρες ενάντια στη εσσδ, που για τη νοοτροπία του καρίγιο αποτελούν έξυπνο ελιγμό μεγάλης σημασίας. Ο καρίγιο για να μη τυχόν κι αναγκαστεί να παραδεχτεί το άδικό του, επιμένει να κινείται σε έναν κόσμο ειδυλλιακό και φανταστικό.

«Αυτοί που κυβερνούν πρέπει να συνηθίσουν να βλέπουν διεκδικητικές εκδηλώσεις και να δέχονται στα γραφεία τους τις επιτροπές για να συζητήσουν μαζί τους. Να συνηθίσουν να κουβεντιάζουν με το λαό, να τον ακούν και να διορθώνουν ακόμη και δικές τους αποφάσεις. Η εξουσία θα πρέπει να πάψει να νιώθει πάνω από την κοινωνία. Οι εργοδότες πρέπει να συνηθίσουν να διαπραγματεύονται απευθείας με τους εργάτες, να βάλουν κατά μέρος την υπεροψία που τους δίνει η γνώση ότι μπορούν να επιβάλουν τους όρους τους με την υποστήριξη των κρατικών δυνάμεων».

Διαρρηγνύει τα ιμάτιά του ο καρίγιο ότι είναι βέρος κομμουνιστής και δεν έχει σχέση με τη σοσιαλδημοκρατία. Αυτό είναι που τον καθιστά κατεξοχήν επικίνδυνο. Είναι σε όλα του ένας πεπεισμένος κι αδιόρθωτος σοσιαλδημοκράτης. Είναι ο δήθεν επαναστάτης που νομίζει ότι θα τον ανεχτούν πιο εύκολα, αυτόν και το κόμμα του, οι ιμπεριαλιστές κι οι σοσιαλδημοκράτες αν περνάει την ώρα του καταγγέλλοντας το σοβιετικό γραφειοκρατισμό, μιλώντας για εκφυλισμούς του σοσιαλισμού στις σοσιαλιστικές χώρες, αρνούμενος ακόμη και να τις παραδεχτεί σα σοσιαλιστικές. Ο άνθρωπος που έκανε ό,τι μπορούσε για να σπάσει την πορτογαλική επανάσταση, δεν πρόκειται να γίνει ηγέτης της δυτικοευρωπαϊκής αριστεράς. Παραείναι διάφανος για τούτο.

Υπάρχει ένας μόνο σοσιαλισμός, ένας κομμουνισμός, κι αυτός δεν έχει καμιά σχέση με τον αστικό κοινοβουλευτισμό του καρίγιο. Την πραγματικότητα των διαφορετικών δρόμων προς το σοσιαλισμό δεν υπάρχει κράτος σοσιαλιστικό και κόμμα κομμουνιστικό που να μην την έχει παραδεχτεί όχι μια φορά, αλλά πολλές. Αλλού βρίσκεται η διαφορά με τον καρίγιο. Βρίσκεται στο γεγονός ότι εκείνος χαράζει την πορεία του με βάση την πίστη στη συμφιλίωση των τάξεων, με βάση την πίστη ότι άμα ένας σοσιαλιστής είναι δημοκράτης, όπως βέβαια οφείλει να είναι, αλλά κι είναι ταυτόχρονα «καλός», δηλ βρίζει επαρκώς τη σοβιετική ένωση, είναι «έξυπνος», δηλ κρύβει τη σκέψη του και τις προθέσεις του, τότε θα πειστούν οι ιμπεριαλιστές να του παραδώσουν δίχως αντίσταση την εξουσία, τότε θα το προσφερθούν θαύματα προσηλυτισμού των αντιπάλων του που ούτε κι ο απόστολος παύλος δεν πέτυχε.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η διάκριση που κάνει ο χατζηαργύρης μεταξύ αλτουσέρ και πουλαντζά. Για τον μεν πρώτο –που τον επικαλείται ο καρίγιο στα γραπτά του- λέει: ο αλτουσέρ μελέτησε σε βάθος το ιδεολογικό εποικοδόμημα, τους «ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους», όπως τους αποκάλεσε, τη σημασία τους, το ρόλο τους, τη διάρθρωσή τους, δίχως να φύγει στο παραμικρό από το μαρξισμό-λενινισμό, δίχως να ξεγράψει με κανένα τρόπο το ρόλο του κράτους σα μηχανισμού βίας, δίχως να απαρνηθεί τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Ενώ για το δεύτερο που ήταν επιφανής αλτουσεριανός, τοποθετείται σε εντελώς διαφορετικό πνεύμα: Αλίμονο, ο καρίγιο με το βιβλίο του δείχνει απλώς ότι δε μπορεί να ξεπεράσει τον πουλαντζά, που ο πωλ μποκαρά πολύ σωστά χαρακτήρισε σα δεμένο με τον «ιδεολογισμό» και τον «πολιτικισμό», σαν ανίκανο δηλ να καταλάβει τι σημαίνει καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, ποια η πορεία της παγκόσμιας καπιταλιστικής κοινωνίας (κι ας σημειώσουμε εδώ σε βάρος του καρίγιο, ότι ο πουλαντζαδισμός δεν υπήρξε ποτέ μαρξισμός-λενινισμός ή κομμουνισμός αλλά από την πρώτη στιγμή ένα διαβρωτικό αντικομμουνιστικό προϊόν.

Ποιο είναι το επιμύθιο από όλα αυτά;
Ότι ο καρίγιο ήταν μπροστά από την εποχή του. Και το 85’ αποχώρησε από το κκ ισπανίας, προσχωρώντας στους σοσιαλιστές –το σημερινό κόμμα του θαπατέρο- πολύ πριν το 89’ και την πλήρη μετάλλαξη άλλων ευρωκομμουνιστών –και όχι μόνο. Ίσως για αυτό σήμερα ο σύγχρονος ευρωκομμουνιστικός τύπος να τιμά τη μνήμη του με πλούσια αφιερώματα στις σελίδες του..

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Ιστορικά διδάγματα

Ή αλλιώς γιατί η λαϊκή εξουσία θα μπορούσε να σταθεί ως «μεταβατικό» πρόγραμμα.

Γιατί βάζω σε εισαγωγικά το μεταβατικό; Γιατί ως όρος έχει πολιτογραφηθεί με συγκεκριμένο περιεχόμενο, απ’ τη δεκαετία του 30. Όποιος τον χρησιμοποιεί λοιπόν σε πολιτικές αναλύσεις πρέπει πρώτα να διαβάσει τη θανάσιμη αγωνία του καπιταλισμού, το μεταβατικό πρόγραμμα της δ’ διεθνούς, είτε για να συμφωνήσει με όσα λέει, είτε για να διαφοροποιηθεί και να ορίσει αλλιώς την έννοια του μεταβατικού.

Εγώ παρακάμπτω για την ώρα αυτό το κομμάτι, για να περάσω κατευθείαν στην ερώτηση του red boy για τη λαϊκή εξουσία.

Πιάνω το νήμα ενός κουβαριού σκέψεων απ’ την ιστορία των επαναστάσεων του 20ού αιώνα.
Η ιστορική πείρα δείχνει ότι η επανάσταση νίκησε σε εκείνες τις χώρες, όπου δε μπορούσε να προχωρήσει ο αστικός εκσυγχρονισμός, ο καπιταλισμός ήταν αδύναμος, μπλέχτηκε στις αξεδιάλυτες αντιφάσεις του και δε μπορούσε να βαδίσει μπροστά χωρίς να καταρρεύσει. Όχι μόνος του βέβαια, αλλά απ’ την «τρικλοποδιά» που του έβαλε ένα δυναμικό, μαζικό κίνημα κι ένα κόμμα με τακτική ευελιξία που πιάστηκε από στοιχειώδη αστικοδημοκρατικά αιτήματα (εθνική ανεξαρτησία, αγροτική μεταρρύθμιση κτλ) για να οξύνει τις αντιφάσεις και να πραγματοποιήσει την επανάσταση.

Η πείρα δείχνει ακόμα ότι οι περισσότερες επαναστάσεις στην ευρώπη νίκησαν στο έδαφος μιας πολεμικής σύγκρουσης και των ιδιαίτερων συνθηκών που δημιούργησε η όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Τέτοια ήταν η περίπτωση της ρωσίας και των μπολσεβίκων, των λαϊκών δημοκρατιών της ανατολικής ευρώπης με το ειδικό βάρος του κόκκινου στρατού, αλλά και της κινέζικης επανάστασης το 49’.

Αντιθέτως σε περιόδους κρίσης έχουμε πολλές φορές συντηρητικοποίηση κι αντανακλαστικά κοινωνικού αυτοματισμού στους εργαζόμενους. Άνθρωπος έναντι ανθρώπου, λύκος. Το ένα εργατικό στρώμα στρέφεται ενάντια στο άλλο κι όλα μαζί ενάντια στην κοινή τους υπόθεσή για την χειραφέτηση του κόσμου της δουλειάς. Η νίκη του φασισμού σε μια σειρά χώρες στο έδαφος του παγκόσμιου κραχ το 29, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τη γερμανία, δείχνει τον κίνδυνο που παραμονεύει για το προλεταριάτο αν δεν οργανώσει εγκαίρως τις αντιστάσεις του στη λαίλαπα που έρχεται.

Το προτσές δεν είναι μονοσήμαντο βέβαια. Η ταξική πάλη κι ο υποκειμενικός παράγοντας είναι η άλλη όψη του νομίσματος. Κι ο κόμπος του ζητήματος είναι σε αυτό το «αν δεν». Αν δεν οργανώσει αντιστάσεις. Αν δε μετατρέψει την κρίση του καπιταλισμού σε επαναστατική κρίση, την οικονομική κρίση του συστήματος σε πολιτική.

Το αναφέρω όμως για να δείξω το απλοϊκό της θέσης για την ανικανότητα της αριστεράς που δε μπορεί να εκμεταλλευτεί την χειρότερη κρίση του καπιταλισμού μεταπολεμικά. Μακάρι να ήταν τόσο απλό και να έφταιγαν απλώς κάποιες άχρηστες ηγεσίες. Θα τις είχαμε αλλάξει και θα ξορκίζαμε το κακό. Στην τελική αυτές θα αποδεικνύονταν το ίδιο ανίκανες να ανακόψουν τη ροή των πραγμάτων και του ποταμιού που δε γυρίζει πίσω πια.

Επιπλέον. Ο πόλεμος δεν είναι άλλης ποιότητας φαινόμενο από την κρίση, αλλά η τελική της συνέπεια, μια βίαια επίλυση των αντιθέσεων του συστήματος. Ούτε είναι κάποια ευνοϊκή κινηματική συγκυρία που πρέπει να προσδοκούμε και να επιδιώκουμε, γιατί η καταστροφή που φέρνει είναι ανυπολόγιστη. Το ίδιο ισχύει –σε μικρότερη κλίμακα- σήμερα και για την χρεοκοπία που είναι κι αυτή παιδί της κρίσης. Οι κομμουνιστές δεν ποντάρουν στην απελπισία και την καταστροφή, αλλά στην ελπίδα που δίνει ο αγώνας για να αποφύγουμε την καταστροφή και την καπιταλιστική βαρβαρότητα.

Επιστροφή στα της ιστορίας. Μετά την παρισινή κομμούνα, οι αδύναμοι κρίκοι προχωράνε ανατολικά και προς την περιφέρεια. Από την ημιφεουδαρχική, τσαρική ρωσία του 17’, στην αγροτική κίνα κι από εκεί στα αντι-ιμπεριαλιστικά κινήματα της τριτοκοσμικής αφρικής τη δεκαετία του 60’ και τη λατινική αμερική σήμερα με τη μπολιβαριανή επανάσταση. Στον δυτικό κόσμο και στην ευρώπη ειδικότερα, ο καπιταλισμός αποδείχτηκε πιο ανθεκτικός, ικανός να απορροφήσει τους κραδασμούς και τις εκάστοτε επαναστατικές κρίσεις –εκτός από τις χώρες που απελευθέρωσε ο κόκκινος στρατός στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Αυτή η πτυχή επηρέασε άμεσα κάποιες αναλύσεις του γκράμσι, ο οποίος μεταξύ άλλων είχε πει μεταφορικά ότι ο οκτώβρης ήταν μια επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο του μαρξ. Με την έννοια ότι επικράτησε σε μια χώρα με χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης που ήταν πιο μακριά –από υλικοτεχνικής άποψης- από τον τελικό σκοπό της κομμουνιστικής κοινωνίας όπως την είχαν οραματιστεί οι κλασικοί.

Περισσότερο όμως επηρέασε τις αναλύσεις του για την επανάσταση στη δύση. Την κοινωνία των πολιτών ως ένα πλέγμα πολιτικών θεσμών που απορροφά την κοινωνική δυσαρέσκεια (και το οποίο δεν υπήρχε στην περίπτωση της ρωσίας). Τον πόλεμο χαρακωμάτων (άμεσα επηρεασμένο από τα τεχνικά γνωρίσματα των μαχών του πρώτου παγκοσμίου πολέμου). Τους συνασπισμούς και την ιδεολογική ηγεμονία.

Αυτό το έργο όμως χαρίστηκε στους αναθεωρητές κι επικαλύφτηκε απ’ τη θεωρητική τους σκουριά. Έγινε πολιτική κληρονομιά του μπερλίνγκουερ κι έτσι ο γκράμσι θεωρήθηκε πρόδρομος του ευρω-κομμουνισμού. Οι τακτικοί συνασπισμοί έκαναν το κίνημα ουρά της σοσιαλδημοκρατίας κι ο πόλεμος χαρακωμάτων μεταφράστηκε ρεφορμιστικά σε κατάληψη των πόστων της κρατικής εξουσίας, καθώς το κράτος θεωρείται μια ανοιχτή σχέση με περιεχόμενο που αλλάζει ανάλογα με τα πόστα (χαρακώματα) που κατέχουμε, τους κλάδους που εντάσσονται στο δημόσιο κτλ.

Τηρουμένων των αναλογιών θυμίζει εκείνο το σκετσάκι των αμάν για τον συνασπισμό, με τον αποστάτη βούγια και τον πρόεδρο κωνσταντόπουλο, όπου ο πρώτος έλεγε ότι αν έφευγε ένας σύντροφος κάθε τετραετία για το πασόκ, σε κάποια χρόνια θα ‘ταν πλειοψηφία και θα ‘καναν κυβέρνηση.

Ή σαν το ανέκδοτο με τον φυλακισμένο που θέλει να αποδράσει και σκέφτεται να το σκάσει λίγο-λίγο, για να μην τον πάρουν χαμπάρι. Πρώτα ένα χέρι, μία τούφα, ένα αυτί… και μια μέρα... φτου ξελευθερία Πρώτα οι τράπεζες, ύστερα η ενέργεια και μια μέρα θα φτάσουμε στο σοσιαλισμό… Ένα σοσιαλισμό τεμαχισμένο, ψεύτικο κι άψυχο, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της αυταπάτης για το σουηδικό μοντέλο. Όσα κομμάτια κι αν μπορέσεις να ενώσεις...

Τι ρόλο παίζει όμως ο δημόσιος τομέας σε ένα αστικό κράτος, συνυφασμένο με τα μονοπώλια; Ποια ταξικά συμφέροντα υπηρετεί; Μπορεί η καρδιά του συστήματος (τράπεζες) να αρχίσει να χτυπά φιλολαϊκά, χωρίς να το σκοτώσουμε; Τι προοπτικές θα είχε ένας τύπος νεπ (έλεγχος κεφαλαίων, αναδιανομή εισοδήματος) χωρίς καν την ύπαρξη σοβιετικής εξουσίας;

Θα υπήρχε, λένε, μια δημοκρατική κυβέρνηση στο τιμόνι και θα άνοιγε δρόμο διάπλατα για το σοσιαλισμό. Σα να λέμε ο καλός μπάτσος της φυλακής που θα αφήνει να περνάει στη ζούλα εφημερίδες και κάνα τσιγάρο. Κι ίσως κάνει και τα στραβά μάτια, όσο εμείς θα σκάβουμε το τούνελ που θα μας οδηγήσει κάποτε στο σοσιαλισμό.

Αλλά ο ρόλος του φύλακα είναι αυστηρά καθορισμένος σε αυτό το σύστημα και το θέμα είναι ποιος θα μας φυλάει από τους φύλακες και ποια τάξη θα τους ελέγχει. Κι αν αυτή είναι η δική μας, δεν έχουμε κανένα λόγο να μένουμε στη φυλακή. Σπάμε τις αλυσίδες μας στον αδύναμο κρίκο τους και το σκάμε σαν το μπεζεντάκο (που ως κι οι τροτσκιστές δικό τους τον θεωρούν).

Κι αν βγούμε από αυτή τη φυλακή, κανείς δε θα μας περιμένει και τίποτα δε θα είναι έτοιμο, αλλά θα έχουμε το μέλλον στα δικά μας χέρια.

(Συνεχίζεται...)