Η κε του μπλοκ φιλοξενεί σήμερα μία ακόμα δουλειά του Άναυδου, αυτή τη φορά μεταφραστική, σε ένα πολύ ενδιαφέρον δοκίμιο για τη σοβιετική ένωση, ενός εκ των συγγραφέων του βιβλίου Socialism Betrayed (προδομένος σοσιαλισμός). Το δοκίμιο αυτό παρουσιάστηκε στο διεθνές συνέδριο 'ο μαρξ τον μάιο', στην πορτογαλία, που αν δεν κάνω λάθος έχει την αιγίδα του ΚΚΠ και είναι μια άκρως αξιέπαινη πρωτοβουλία και παράδειγμα προς μίμηση, κατά τη γνώμη μου. Καλή ανάγνωση.
Από τον
Άναυδο – Σεπτέμβρης 2014
Εισαγωγή
Το παρακάτω κείμενο το
αλίευσα από εδώ. Η αρετή του είναι ότι συνοψίζει σε 10 περίπου σελίδες όλο το
σώμα των εξηγήσεων αναφορικά με την καπιταλιστική παλινόρθωση στην ΕΣΣΔ. Το
βιβλίο των συγγραφέων υπάρχει διαθέσιμο εδώ. Η προχειρότητα της μετάφρασης βαρύνει εμένα.
Το άρθρο
Δοκίμιο που
παρουσιάστηκε στο Δεύτερο Διεθνές Συνέδριο ‘ο Μαρξ τον Μάιο’
Ομάδας Μαρξιστικών
Ερευνών – Πανεπιστήμιο Λισσαβόνας, Πορτογαλία 10 Μάιου 2014
Των Roger Keeran και Thomas Kenny
Το 2004 ο Thomas Kenny και εγώ γράψαμε το Socialism Betrayed: Behind the
Collapse of the Soviet Union. Από το 2004, το βιβλίο δημοσιεύτηκε και επανεξετάστηκε στη
Βουλγαρία, Ρωσία, Ιράν, Τουρκία, Ελλάδα, Πορτογαλία, Γαλλία, Κούβα και Ισπανία.
Ο ένας ή και οι δύο συγγραφείς ήταν παρόντες σε συζητήσεις για το βιβλίο στην
Ελλάδα Πορτογαλία Γαλλία και Κούβα και αρκετοί κριτικοί κριτίκαραν το βιβλίο σε
αριστερές εφημερίδες. Σε αυτή την παρουσίαση ο Kenny κι εγώ θα απαντήσουμε σε δύο κριτικές
και μία ερώτηση που γεννήθηκαν από το βιβλίο. Στο βιβλίο προσφέραμε μία εξήγηση
για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Χρησιμοποιήσαμε τις λέξεις
‘κατάρρευση’ και ‘προδοσία’ στον τίτλο παρά την πιθανή παραπλανητική σημασία
και των δυο λέξεων.
Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς το τι προσπαθούμε να
εξηγήσουμε, δηλαδή τη ριζική μεταβολή που οδήγησε στην αντικατάσταση της
πολιτικής εξουσίας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, κατάργησε
το μεγαλύτερο μέρος της κρατικής ιδιοκτησίας, τον κεντρικό σχεδιασμό, και το
σύστημα των κοινωνικών υπηρεσιών, και διέλυσε το πολυεθνικό κράτος. Εμείς
υποστηρίζουμε ότι η Σοβιετική Ένωση δεν κατέρρευσε επειδή ο σοσιαλισμός απέτυχε. Αντίθετα, το σύστημα
του σοσιαλισμού που βασίζεται στη συλλογική ή κρατική ιδιοκτησία των μέσων
παραγωγής και στον κρατικό σχεδιασμό, αποδείχθηκε αξιοσημείωτα επιτυχημένο,
ιδιαίτερα από την σκοπιά των εργαζομένων. Το σύστημα αποδείχθηκε ικανό να δημιουργήσει
βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη για πάνω από έξι δεκαετίες, σημαντικές τεχνικές και
επιστημονικές καινοτομίες, πρωτοφανή οικονομικά και κοινωνικά οφέλη για όλους
τους πολίτες του, ενώ ταυτόχρονα
υπερασπιζόταν τον εαυτό του από την εξωτερική εισβολή, το σαμποτάζ, και τις
απειλές, και πρόσφερε οικονομική και τεχνική βοήθεια καθώς και στρατιωτική
προστασία σε άλλα έθνη που αγωνίζονταν για την ανεξαρτησία τους και το
σοσιαλισμό.
Η Σοβιετική Ένωση είχε, ωστόσο, προβλήματα-κάποια σχετίζονταν με
την πολιτική και ιδεολογική απολίθωση, κάποια
σχετίζονταν με την ποσότητα και την ποιότητα της οικονομικής παραγωγής
της, και μερικά σχετίζονταν με τη συνεχιζόμενη πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό.
Τα προβλήματα αυτά, ωστόσο, δεν προκάλεσαν την κατάρρευση του συστήματος. Η
διάλυση του σοβιετικού σοσιαλισμού οφειλόταν στις πολιτικές που ακολούθησε ο
Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Οι πολιτικές αυτές προήλθαν από την πεποίθηση ότι τα προβλήματα
του σοσιαλισμού θα μπορούσαν να λυθούν κάνοντας μονομερείς παραχωρήσεις στον
ιμπεριαλισμό και ενσωματώνοντας στο σοσιαλισμό ορισμένες ιδέες και πολιτικές
του καπιταλισμού. Οι ιδέες του Γκορμπατσόφ είχαν τις ρίζες τους στις
πολιτικές διαμάχες στη Σοβιετική Ένωση αλλά ποτέ δεν είχαν θριαμβεύσει τόσο
απόλυτα, όπως συνέβη υπό τον Γκορμπατσόφ.
Αυτό που επέτρεψε στις ιδέες αυτές να αποκτήσουν υπεροχή ήταν
ότι κατά τα προηγούμενα τριάντα χρόνια είχε αναπτυχθεί στο εσωτερικό της
Σοβιετικής Ένωσης ένας μικροαστικός τομέας με τις ρίζες του κυρίως στην
παράνομη, ιδιωτική οικονομία. Αυτή η λεγόμενη δεύτερη οικονομία είχε τραυματίσει
την πρώτη οικονομία, είχε αποθαρρύνει
μέρος του πληθυσμού, είχε διαφθείρει τμήματα του Κομμουνιστικού Κόμματος και της
κυβέρνησης, και παρείχε την κοινωνική βάση για τις πολιτικές που ακολούθησε ο
Γκορμπατσόφ. Αντί για τη θεραπεία των προβλημάτων του σοσιαλισμού, οι πολιτικές
του Γκορμπατσόφ σε σύντομο χρονικό διάστημα προκάλεσαν ολοκληρωτική οικονομική
καταστροφή και τελικά ανέτρεψαν το σοσιαλισμό
Κριτική # 1
Μερικοί κριτικοί υποστηρίζουν ότι η εξήγηση μας αγνοεί μια σημαντική
αιτία για την κατάρρευση, δηλαδή ότι η προσπάθεια για την οικοδόμηση του
σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση ήταν καταδικασμένη από την αρχή εξαιτίας της
ανεπαρκούς ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Δεν πρόκειται για μια καινούργια ιδέα. Το 1918, ο Καρλ Κάουτσκι
είχε δηλώσει ότι η Ρωσία δεν ήταν έτοιμη για το σοσιαλισμό. Η άποψη αυτή βασιζόταν
στους Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς, οι
οποίοι πίστευαν ότι μόνο η πλήρης ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στον
καπιταλισμό, δημιουργεί τις προϋποθέσεις
για την κατάργηση των τάξεων αλλά και στην περιγραφή του Ένγκελς το 1875 σχετικά
με την καθυστέρηση της Ρωσίας. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η Σοβιετική Ένωση θα
μπορούσε να κινηθεί προς το σοσιαλισμό μόνο αφού επιτρέψει πρώτα στις ιδιωτικές
επιχειρήσεις να αναπτυχθούν και αναπτύξει
τις παραγωγικές της δυνάμεις διαμέσου κοινοπραξιών με τους ξένους καπιταλιστές, και οι
δύο αυτές εναλλακτικές θα είχαν συμβεί αν στη Σοβιετική Ένωση είχε συνεχιστεί η
λεγόμενη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ), που εισήγαγε ο Λένιν το 1921. Μια επέκταση
αυτής της ιδέας ήταν ότι η Σοβιετική
Ένωση θα μπορούσε να αποφύγει την κατάρρευση αν ακολουθούσε την πορεία της
Κίνας και του Βιετνάμ σήμερα, το δρόμο δηλαδή της ‘οικονομίας της αγοράς’.
Αυτή η αιτιολογία παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα. Δεν είναι
καθόλου σαφές ποια πορεία θα θεωρούσαν ενδεδειγμένη ο Μαρξ και ο Ένγκελς για τους
Σοβιετικούς κομμουνιστές το 1920. Αν και οι σοβιετικές συνθήκες μπορεί να μην
ήταν ιδανικές για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, ο Μαρξ γνώριζε πολύ καλά,
όπως έγραψε, το 1853, ότι ‘οι άνθρωποι δημιουργούν τη δική τους ιστορία, αλλά
δεν τη δημιουργούν όπως ακριβώς θέλουν, δεν τη δημιουργούν κάτω από περιστάσεις
που επιλέγουν οι ίδιοι, αλλά κάτω από τις συνθήκες αντιμετωπίζουν άμεσα, και που δίνονται και
προέρχονται από το παρελθόν’.
Επιπλέον η Ρωσία το 1917 δεν ήταν τόσο οπισθοδρομική, όπως η
χώρα που περιέγραφε ο Έγκελς το 1875. Διέθετε μερικά από τα μεγαλύτερα εργοστάσια
στον κόσμο και το 10% του πληθυσμού δούλευε στη βιομηχανία. Βεβαίως, η νέα
Σοβιετική Ένωση παρέμεινε κυρίως μια χώρα αγροτών της υπαίθρου, και σοβιετικοί
ηγέτες, όπως ο Βιατσεσλάβ Μολότοφ αργότερα, αναγνώρισαν ότι η καθυστέρηση ‘επηρέασε
αρνητικά το σοσιαλισμό.’ Παρ 'όλα αυτά, όσοι πιστεύουν ότι η καθυστέρηση όχι
μόνο επηρέασε αρνητικά το σοσιαλισμό, αλλά τελικά τον καταδίκασε πρέπει να
αντιμετωπίσουν τρεις προκλήσεις. Πρώτον, όσο οπισθοδρομική κι αν ήταν η
Σοβιετική Ένωση στις αρχές της δεκαετίας
του 1920, δεν παρέμεινε έτσι. Έχοντας το πλεονέκτημα των πλούσιων φυσικών
πόρων, μία πολυμήχανη ηγεσία, και έναν
κινητοποιημένο πληθυσμό, η Σοβιετική
Ένωση ξεπέρασε την καθυστέρηση της. Στη δεκαετία του 1980, η Σοβιετική Ένωση
είχε γίνει μια οικονομική υπερδύναμη, δεύτερη μόνο πίσω από τις Ηνωμένες
Πολιτείες. Το 1984 ο οικονομολόγος Harry Shaffer έγραψε: ‘Οι Ηνωμένες Πολιτείες
είναι ακόμα μπροστά από τη Σοβιετική Ένωση τόσο συνολικά όσο και στην ανά
κεφαλή παραγωγή, κατανάλωση, και βιοτικό επίπεδο, όμως, η Σοβιετική Ένωση
σταθερά πλησιάζει τις Ηνωμένες Πολιτείες.’.
Έτσι, ακόμη και αν οι παραγωγικές δυνάμεις βρίσκονταν στην αρχή
σε κατάσταση υπανάπτυξης, δεν παρέμειναν εκεί το 1985. Αν και η σοβιετική βιομηχανική ανάπτυξη δεν μπορεί
να αμφισβητηθεί, μερικοί ωστόσο πιστεύουν ότι η αρχική καθυστέρηση είχε
αποδυναμώσει θανάσιμα το σύστημα. Ο Erwin Marquit υποστήριξε ότι η αρχική
καθυστέρηση οδήγησε τους Σοβιετικούς να καταφύγουν ‘στο ουτοπικό μοντέλο μιας κεντρικά σχεδιασμένης
οικονομίας’ και ότι η κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία ‘αποδείχτηκε ανίκανη να
ταιριάξει με το ρυθμό της υποκινούμενης από την αγορά τεχνολογικής ανάπτυξης της
Δύσης.’ Αυτό δεν είναι πειστικό. Στην πραγματικότητα το ακριβώς αντίθετο είναι
η αλήθεια. Διαμέσου της κρατικής ιδιοκτησίας και του σχεδιασμού, η σοβιετική
οικονομία σημείωσε αξιοσημείωτη πρόοδο, όχι μόνο οικονομικά αλλά και
τεχνολογικά. Στη δεκαετία του 1980 η Σοβιετική τεχνολογική εξέλιξη δεν ήταν ίση
με εκείνη των ΗΠΑ, αλλά δεν βρισκόταν πολύ πίσω και κέρδιζε συνέχεια έδαφος. Σε
ένα βιβλίο για
τη σοσιαλιστική επιστήμη και την τεχνολογία που δημοσιεύθηκε το 1989, ο John W.
Kiser III υποστήριξε ότι η όλη ιδέα του ‘τεχνολογικού χάσματος’ ήταν μια
υπερβολή που γεννήθηκε από την ‘πεποίθηση της Αμερικής στην εγγενή κατωτερότητα
του σοβιετικού συστήματος’. Η Δύση είχε ‘μια μόνιμη τάση να υποτιμά’ το
σοβιετικό σύστημα επειδή δεν είχε κίνητρο να εμπορευματοποιήσει τα τεχνολογικά
επιτεύγματα του. Ο Kiser επεσήμανε τις τεχνολογικές καινοτομίες που οι
Σοβιετικοί και οι Ανατολικοευρωπαίοι είχαν πραγματοποιήσει στους τομείς της μεταλλουργίας,
χημείας, επεξεργασίας τροφίμων, της βιοϊατρικής και αλλού.
Όσον αφορά την τεχνολογία των υπολογιστών, το 1986, η CIA
κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε πράγματι χάσμα μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης
και της Δύσης, τόσο στο λογισμικό όσο και στο hardware, αλλά επίσης ότι ‘οι
Σοβιετικοί εξακολουθούν να προοδεύουν ταχύτατα σε απόλυτους όρους’ και ότι σε
δέκα με δεκαπέντε χρόνια ‘τα κορυφαία Σοβιετικά επιστημονικά ιδρύματα θα έχουν κατά
πάσα πιθανότητα εξοπλισμό συγκρίσιμο με εκείνο των καλύτερων εθνικών
εργαστηρίων των ΗΠΑ’. Με άλλα λόγια, οι τεχνολογικές διαφορές ήταν μικρές και η
απόσταση καλυπτόταν. Συνεπώς, η τεχνολογική καθυστέρηση απέχει από το να
προσφέρει μια πειστική εξήγηση για την κατάρρευση. Ένα δεύτερο πρόβλημα της θεωρίας
της καθυστέρησης, σαν αιτία κατάρρευσης, είναι η παραδοχή που κάνει ότι η Νέα Οικονομική
Πολιτική (ΝΕΠ), δηλαδή η προώθηση της ανάπτυξης μέσω της ενθάρρυνσης των
ιδιωτικών επιχειρήσεων και των ξένων επενδύσεων, ήταν μία βιώσιμη επιλογή. Αυτό
μοιάζει σαν το επιχείρημα ότι ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος θα μπορούσε να
είχε αποφευχθεί εάν ο Βοράς απλώς επέτρεπε στη δουλεία να πεθάνει με φυσικό
τρόπο. Αν και αυτή η ιδέα μπορεί να ελκύει εκείνους που ήθελαν να κατηγορήσουν όσους
κατάργησαν τη δουλεία για το μακελειό του Εμφυλίου Πολέμου, είναι λίγοι, αν
υπάρχουν καν, οι ιστορικοί που πιστεύουν ότι αυτή ήταν μια βιώσιμη επιλογή το
1960. Ομοίως, το να επιμένουν ότι η ΝΕΠ ήταν μια βιώσιμη επιλογή για τους
Σοβιετικούς στη δεκαετία του 1920. Το 1921, οι Σοβιετικοί είχαν στραφεί στη ΝΕΠ
για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που δημιούργησαν οι πολιτικές του πολεμικού
κομμουνισμού, ιδιαίτερα την αποξένωση των αγροτών που προκάλεσε η κατάσχεση των
σιτηρών τους. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ωστόσο, η ΝΕΠ ανέπτυξε τα δικά της προβλήματα.
Εξηγώντας γιατί οι Σοβιετικοί εγκατέλειψαν τη ΝΕΠ, ο ιστορικός E.H
Carr επεσήμανε τρία σοβαρά προβλήματα. Πρώτον, το 1922-23, η λεγόμενη κρίση του
"ψαλιδιού", στην διάρκεια της οποίας οι μεγάλες διακυμάνσεις των
τιμών των σιτηρών οδήγησαν στην έλλειψη τροφίμων, στην ανεργία και τη δυστυχία
των φτωχών και μεσαίων αγροτών. Δεύτερον, οι περισσότεροι σοβιετικοί ηγέτες
συνειδητοποίησαν ότι η ΝΕΠ καταδίκαζε τη Σοβιετική Ένωση σε μια μακρά περίοδο
βιομηχανικής καθυστέρησης, μία τρομακτική και απαράδεκτη προοπτική για την
αντιμετώπιση της αυξανόμενης απειλής από τον εξωτερικό εχθρό. Τρίτον, το
1927-1928 η μείωση των γεωργικών τιμών οδήγησε τους αγρότες στο να κρύβουν τα προϊόντα
τους προκαλώντας λοιμό στις πόλεις. Για τους λόγους αυτούς, η εμπιστοσύνη στην
αγορά και τα ιδιωτικά κίνητρα δεν μπορούσε να σταθεί. Έτσι, τα πραγματικά
οικονομικά προβλήματα, καθώς και οι ιδεολογικές τους προτιμήσεις, ανάγκασαν
τους σοβιετικούς ηγέτες να υιοθετήσουν νέες πολιτικές, να αποδεχτούν τη δημόσια
ιδιοκτησία και τον κεντρικό σχεδιασμό. Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι
παράλογο να αποκαλέσει κάποιος την στροφή των σοβιετικών στην κρατική
ιδιοκτησία και τον κεντρικό σχεδιασμό "ουτοπική". Κάνοντας την στροφή
αυτή η Σοβιετική Ένωση εκβιομηχανίστηκε γοργά, νίκησε τους ναζιστές εισβολείς,
και ανοικοδομήθηκε γρήγορα μετά τον πόλεμο.
Επιπλέον, τα παραπάνω συνέβησαν, ενώ αυξανόταν σταθερά το
βιοτικό επίπεδο των σοβιετικών εργαζομένων. Το να φανταστεί κανείς ότι οι
Σοβιετικοί θα μπορούσαν να επιτύχουν τα ίδια αποτελέσματα συνεχίζοντας τις προβληματικές
πολιτικές της ΝΕΠ αποτελεί το λιγότερο ευσεβή πόθο. Η καθυστέρηση σαν αιτία της
κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης περιέχει μια τρίτη αδυναμία. Αυτή η αδυναμία αποκαλύπτεται
από την ανάλυση των διδαγμάτων που εξάγονται από αυτή την αιτία. Είναι απόλυτα σωστό να
κρίνουμε την ορθότητα μιας αιτίας με βάση τα πορίσματα της. Για παράδειγμα, αν
ένας βοσκός πέθανε πέφτοντας από ένα βράχο στο βουνό, μόνο ένας ανόητος θα βγάλει
το συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι πρέπει να αποφεύγουν τη βόσκηση και τα βουνά.
Εάν, ωστόσο, κατά τη στιγμή του ατυχήματος, ο βοσκός ήταν μεθυσμένος, ένας
λογικός άνθρωπος θα έβγαζε το συμπέρασμα ότι θα πρέπει να αποφύγουμε να πίνουμε,
ενώ βόσκουμε τα πρόβατά στα βράχια του βουνού. Ορισμένοι που συντάσσονται με το
επιχείρημα της καθυστέρησης
σαν εξήγηση για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, βγάζουν το συμπέρασμα ότι
η Σοβιετική Ένωση θα έπρεπε να αποφύγει
τον κεντρικό σχεδιασμό και να ακολουθήσει την πορεία της Κίνας. Αλλά αυτό το συμπέρασμα
δεν είναι πιο λογικό από εκείνο της αποφυγής της βόσκησης ή της ορειβασίας. Αυτό
το συμπέρασμα είναι το λιγότερο απερίσκεπτο. Οι ίδιοι οι Κινέζοι δεν έχουν
καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Σύμφωνα με τον Arthur Waldron, ‘η επίσημη Κίνα σήμερα πιστεύει ότι δεν υπήρξε
κάποιο σημαντικό ή θεμελιώδες λάθος στη Σοβιετική Ένωση, ακόμη και στα τέλη της
δεκαετίας του 1980. Σύμφωνα με την επίσημη αφήγηση, η αποτυχία του σοβιετικού
καθεστώτος να συνεχίσει, δεν μπορεί να αποδοθεί σε ένα ευρύ συστημικό
φαινόμενο, αλλά μάλλον σε μια πολύ συγκεκριμένη αποτυχία του Κομμουνιστικού Κόμματος
της Σοβιετικής Ένωσης.
Επιπλέον, το πού θα οδηγήσει τελικά ο κινέζικος δρόμος και τι θα
σημαίνει αυτό για την εργατική τάξη παραμένει ανοικτό. Βραχυπρόθεσμα, ο κινέζικος
δρόμος έχει δημιουργήσει οικονομική ανάπτυξη και αύξησε το εισόδημα του αστικού
πληθυσμού. Παρ 'όλα αυτά, από το 2008 τόσο η μείωση των ρυθμών οικονομικής
ανάπτυξης όσο και η εμπλοκή της κινεζικής οικονομίας με τη στασιμότητα της
παγκόσμιας αγοράς εγείρει αμφιβολίες σχετικά με τη βιωσιμότητα αυτού του
μοντέλου. Σύμφωνα με τους New York Times του Μάρτιου του τρέχοντος έτους, ‘ο ρυθμός
αύξησης της Κίνας επιβραδύνθηκε για περισσότερο από μια δεκαετία.’
Επιπλέον, η κινεζική εργατική τάξη πληρώνει υψηλό τίμημα για ένα
δρόμο που αποκλίνει σταθερά από το σοσιαλιστικό στόχο. Για μια δεκαετία, η ανεπίσημη ανεργία στις πόλεις παραμένει σταθερά πάνω
από το 8%. Η ξένη ιδιοκτησία και οι επενδύσεις ως ποσοστό των συνολικών
πωλήσεων της μεταποίησης στην Κίνα έχει περάσει από το 2,3 τοις εκατό το 1990 στο
31,3 τοις εκατό το 2000. Δεδομένου ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Κίνα
(124 δισεκατομμύρια δολάρια το 2011) αυξάνονται σε ετήσια βάση και είναι πλέον στη
δεύτερη θέση πίσω μόνο από τις ΗΠΑ, το ποσοστό της ξένης ιδιοκτησίας είναι
αναμφίβολα πολύ μεγαλύτερο τώρα από ότι το 2000. Επιπλέον, σύμφωνα με μια
πρόσφατη μελέτη, ‘για τα αναπόφευκτα αποτελέσματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης
της Κίνας’ περιελάμβανε την ‘αυξανόμενη ανεργία, την ανισότητα και την
ανασφάλεια, τις περικοπές στη δημόσια υγεία και την εκπαίδευση, την επιδείνωση
της καταπίεσης των γυναικών, την περιθωριοποίηση της γεωργίας και τον
πολλαπλασιασμό των περιβαλλοντικών κρίσεων. Στο βαθμό που η οικονομία της
αγοράς με σοσιαλιστικό προσανατολισμό παραμένει ένας αμφίβολος δρόμος προς το
σοσιαλισμό, παραμένει αμφίβολο το συμπέρασμα που εξάγεται από την κατάρρευση
της Σοβιετικής Ένωσης.
Με λίγα λόγια η καθυστέρηση σαν επεξηγηματική αιτία πρέπει να
απορριφθεί για τρεις λόγους. Πρώτον, όσο καθυστερημένη κι αν ήταν η Σοβιετική Ένωση το 1917, οι
παραγωγικές δυνάμεις της δεν παρέμεναν καθυστερημένες το 1985. Δεύτερον, η
εξήγηση αφήνει να εννοηθεί ότι η Σοβιετική Ένωση θα έπρεπε και θα μπορούσε να
συνεχιστεί η ΝΕΠ. Αυτή η ιδέα ήταν απαράδεκτη τότε και είναι εντελώς παράλογη
εκ των υστέρων. Τρίτον, αν ο κινέζικος δρόμος προς το σοσιαλισμό είναι πιο
αξιόπιστος από ότι ο Σοβιετικός μένει να αποδειχτεί.
Κριτική # 2