Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αυθόρμητο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αυθόρμητο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025

Ο δρόμος γράφει τη δική του ιστορία

Εν αρχή ην το χάος. Που κάποιος πρέπει να το οργανώσει και να μπει μια τάξη -εργατική, κατά προτίμηση και κατ’ ανάγκη. Όχι κάποιος ξένος, έξω απ’ τον κόσμο, με θεία χάρη και μαγικό ραβδάκι. Αλλά ένα υποκείμενο που θα δει την κίνηση των πραγμάτων, τους νόμους που την ορίζουν και θα σπάσει τον νόμο της αδράνειας, για να φτάσουμε στη φυσική ροή των πραγμάτων, που είναι ασφαλώς ο κομμουνισμός, σύμφωνα και με τους κλασικούς. Κλασική Συμφωνία νούμερο 3, με σφυριά και δρεπάνια, σε ρε ελάσσονα.

Εν αρχή ην ο λόγος. Δηλαδή η οργάνωση. Πάντα υπάρχουν καλοί λόγοι να οργανωθείς. Να γεμίσεις τα κενά σου, τις αιτίες που σε αφήνουνε μισό. Οι ανθρώπινες σχέσεις, οι παρέες, οι φιλίες, ο έρωτας -που είναι μια μικρή επανάσταση. Και αν λείπει σε κάποιον η συντροφικότητα, ας γραφτεί στην ΚΝΕ -ή απευθείας στο κόμμα. Η συλλογικότητα, το κλίμα, ο ενθουσιασμός (οργανωθείτε, μας λέγανε), το τρέξιμο, οι χρεώσεις, η περιφρούρηση, εξόρμηση τα ξημερώματα, αφισοκόλληση ως τα μεσάνυχτα (θα γνωρίσετε ένα ευχάριστο, συντροφικό περιβάλλον, μας λέγανε). Αλλά ο βασικός λόγος είναι η έλλογη δράση, συλλογική και σχεδιασμένη, με ένα σκοπό που γεμίζει τη ζωή μας νόημα -κι αν δεν προσέξεις, το έχασες.

In memoriam Plasticobilism

Στα μάτια των άλλων μπορεί να είμαστε όλοι ίδιοι. Πάντα σου φαίνονται όλα ίδια, αν σε αφήνουν αδιάφορο: οι μέρες, οι πόλεις και οι άνθρωποι, τα τοπία, τα τραγούδια στο ραδιόφωνο, το φαγητό που τρως, τα κόμματα...

Λένε πως είμαστε όλοι «κομματόσκυλα». Αλλά σκύλος από σκύλο διαφέρει. Άλλο να είσαι πιστός -σε αξίες και ιδανικά-, ο καλύτερος φίλος του λαού και του ανθρώπου -όταν δεν είναι αφηρημένος και άσφαιρος ουμανισμός. Κι άλλο να είσαι το μαντρόσκυλο των αφεντικών και να στέκεις σούζα μπροστά τους. Ή να αλυχτάς ολημερίς στα κανάλια, σαν σκυλί του πολέμου, να σκυλεύεις τους νεκρούς, τις οικογένειες των θυμάτων, να αφοδεύεις απ’ το στόμα και να κατουράς σε κάθε γωνία την κοινή λογική -μέχρι και ο Κανάκης έβγαλε το λουράκι του και τους κρεμά στα μανταλάκια.

Θέλουν να μη σηκώσουμε ποτέ κεφάλι και την ουρά απ’ τα σκέλια, να μείνουμε σκυλάκια του καναπέ, διακοσμητικά στο φόντο της ιστορίας -που γράφουν άλλοι ερήμην μας και εις βάρος μας. Να χαζεύουμε στημένους σκυλοκαβγάδες στο κυνοβούλιο και να τρωγόμαστε σαν τον σκύλο με τον σκύλο για τις ράτσες μας. Να μη διεκδικήσουμε πίσω τη ζωή μας, τον Πλούτο που παράγουμε. 


Να μην έχουμε καν (ταξικό) ένστικτο, σαν τα συμπαθή τετράποδα. Γιατί άλλο να μη δαγκώνεις το χέρι που σου δίνει να φας -από το φαγητό που φτιάχνεις- και άλλο να φιλάς ευλαβικά το χέρι που σου παίρνει την μπουκιά από το στόμα. Το είδος μας ξόδεψε πολλά εκατομμύρια χρόνια πριν σταθεί όρθιο στα δυο του πόδια, για να το ξαναγυρίσουμε τόσους αιώνες πίσω.

Ω εποχή, μου θυμίζεις τον Καίσαρα
Και οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν
Και όσο γερνώ, περπατώ με τα τέσσερα...
(...)
Μας ξεκληρίζουν με τρένα βρουμ-βρουμ
Για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ

Βασικά στα μάτια των άλλων είμαστε όλοι σύντροφοι -κι ας μην τρέμουμε όλοι από οργή για την αδικία. Επιρροές και παλικάρια γίναμε μαλλιά κουβάρια, μούσια τζίβες μοϊκάνες, τόσοι μουσάτοι και ούτε μια επανάσταση.


Θες να κρυφτείς και η λογική δε σε αφήνει, όταν ανοίγει κουβέντα -στη δουλειά ή σε μια άσχετη παρέα. Στην πρώτη σύνθετη, πολυσύλλαβη λέξη (όχι απαραίτητα «λυκοσυμμαχία») έχεις δώσει στίγμα και βιογραφικό. Στην πρώτη νύξη για τον άθλιο μισθό, κάποια άδεια ή ένσημο που σας φάγανε, για το ωράριο και την κυριακάτικη αργία, γενικώς για κάποιο δικαίωμα ή αυθαιρεσία, τότε προάγεσαι -στη φαντασία τους πάντα- αυτομάτως σε ανώτερο κομματικό στέλεχος με μηχανισμό. Και η ειρωνεία είναι πως δεν έχεις μιλήσει ακόμα για κάποια γενική πολιτική εξέλιξη, κάποιο νομοσχέδιο, για ταξική πάλη, τα κέρδη του αφεντικού, τον ρόλο της ΓΣΕΕ, για το σωματείο ή για μια απεργία.

Κάποτε ο Βλαδίμηρος έλεγε πως το ταβάνι του συνδικαλιστικού αγώνα είναι ο τρεϊντγιουνιονισμός -δηλαδή ρεφορμιστικό. Σήμερα αν μιλήσεις για τρεϊντγιουνιονισμό θα σε κοιτάξουν σαν εξωγήινο, κι αν τους πεις να οργανωθούν στο σωματείο, το ίδιο -δεν ήταν η μετάφραση της λέξης το πρόβλημα. Κάθε αντίστοιχη αναφορά σου δίνει αυτομάτως -στο μυαλό τους- κομματικό βιβλιάριο, και ας μην είσαι καν μέλος.

Τους βλέπεις να μπερδεύουν το κόμμα με το σωματείο, τα σωματεία μεταξύ τους, το εργοδοτικό με το ταξικό, τη ΓΣΕΕ με την ΑΔΕΔΥ, την απεργία με την επίσχεση -τρίβεις το μούσι, βυθίζεις το πρόσωπο στην παλάμη, βουτάς στη χύτρα με την απελπισιά, κι ύστερα σου φαίνεται περίεργο που δεν ξέρουν να ξεχωρίζουν το ΚΚΕ (μ-λ) από το ΜΛ-ΚΚΕ και τα ψηφοδέλτια πριν την κάλπη (που να ήξεραν κιόλας πως από εκεί ξεπήδησε και η ΟΑΚΚΕ, που την λάτρευαν τα κανάλια, πριν μείνει μόνη της στον ανένδοτο ενάντια στα «πουτινάκια»*), ή την Αρας με την Αρις και την Αραν με την Αρεν, που έφτιαξαν λέει τη Ρεβάνς -που εγώ ήξερα ότι είναι συγκρότημα- και νιώθεις κάπου να την έχεις πατήσει -σαν τον Κηλαηδόνη- και πνευματικά κουρασμένος για να συνεχίσεις να παρακολουθείς τον χώρο.

(*Αν και την αναρχοπολακική ανάλυση του ΜΛ-ΚΚΕ για το κόμμα που εστιάζει στην Hellenic Train για να βγει λάδι η κυβέρνηση (!) και για την εξεταστική, δεν έχει πολλά να ζηλέψει από την παραφροσύνη της ΟΑΚΚΕ. 
Αλλά δεν ήταν αυτό το θέμα μας).

Ποια είναι η διαφορά του οργανωμένου μέλους από τον οπαδό, ψηφοφόρο, τη βάση -πες το όπως θες, μην κολλάμε στη λέξη; Μα κάποιοι πρέπει να κάνουν το μέτωπο, να κόβουν κουπόνια, να βγαίνουν τα πλάνα -Ριζοσπάστη, οικονομική ενίσχυση, εισιτήρια του Φεστιβάλ. Πώς θα γίνουν όλα αυτά αν ήμασταν όλοι οργανωμένοι;

Σύντροφοι και φίλοι, ας συμμαζευτούμε. Και να το μαζεύουμε. Υπάρχουν διάφορες διαφορές μεταξύ μέλους και επιρροής. Είναι τελείως διαφορετικό, εκτός απ’ τις φορές που δεν είναι. Μια στενή επιρροή, που τρέχει παντού και είναι μέσα σε όλα όσα πρέπει να είναι, θα οργανωθεί αργά ή γρήγορα. Στον αντίποδα, ένα μέλος (απο)κομμένο από όλους και από όλα, παρκαρισμένο σε κάποια συνοικία (τα λεωφορεία, κόκκινη πόλη μες στο αγιάζι), το χωρίζει μάλλον τυπική απόσταση από τους απέξω και οσονούπω καμία -θα βρεθεί κι αυτός απέξω.

Εδώ θα κολλούσε ίσως μια αναφορά στην ιδιότητα του κομμουνιστή, με όνομα βαρύ σαν ιστορία, που δεν μπορούν πολλοί να το σηκώσουν και δεν το δέχονται όλοι εύκολα για τον εαυτό τους -ούτε καν τα μέλη. Φαντάσου να σε θεωρούν βαμμένο κομμούνι στη δουλειά και εσύ να κοκκινίζεις από ντροπή, να το λογίζεις ως παράσημο, αλλά να μην το δέχεσαι -δε σου αξίζει τέτοια τιμή- ούτε και θες να φανεί όμως πως το απ-αρνείσαι και το προδίδεις -την τρίτη φορά ακούς κοκόρια και βλέπεις μπροστά σου, σαν όραμα, το σήμα του ΚΚ Βενεζουέλας, κι ας λάλησαν κάποιοι σφοι και πήγαν με τον εχθρό τους.


Αλλά πάει μακριά η βαλίτσα και χάνεται η Ιθάκη με τους συντρόφους (του Οδυσσέα) στον ορίζοντα. Λοιπόν, η βασική διαφορά είναι ότι μια επιρροή έχει περίπου το «ακαταλόγιστο». Μπορεί να κάνει και να λέει ό,τι θέλει, αρκεί να μην υπονοεί πως τα λόγια κι οι πράξεις της εκφράζουν κάτι άλλο πέρα από τον εαυτό της. Μπορώ να λέω το μακρύ και το κοντό μου, να εκφράζω δημόσια επιφυλάξεις ή και διαφωνίες, αλλά αυτές ανήκουν σε εμένα -και στα όνειρά μου- και ό,τι πω το χρεώνομαι προσωπικά, χωρίς να το φορτώνω σε άλλη καμπούρα -πόσο μάλλον στο κόμμα.

Μπορώ να αντιδρώ και να μιλάω όπως θέλω. Να φέρομαι αυθόρμητα, να είμαι συνειδητά αυθόρμητος ή αυθόρμητα συνειδητός, να μην καταπιέζομαι, να μη φιλτράρω τα λόγια μου, να μην αναγκάζομαι να επιλέξω προσεκτικές διατυπώσεις, για να μη θιχτεί κανείς. Και όταν ακούω-διαβάζω βλακείες -εκτός από τις δικές μου, που είναι δύσκολο να τις αναγνωρίσω-, μπορώ να απασφαλίσω ελεύθερα. Δεν είμαι μέλος και το κέφι μου θα κάνω -και θα πω και μια κουβέντα παραπάνω, τζάμπα είναι.

Αν σου λένε «έξω τα κόμματα», ρωτάς «από πότε είναι αυτοί οι αγανακτισμένοι;». Και ψιθυρίζεις τον στίχο από τον κυρ-Παντελή «μακριά από κόμματα, μη βρεις μπελά». Κι αν δεν ξέρουν τον Τζαβέλα, ξανακάνεις τον Μπέζο: «παντελής έλλειψη γνώσεων. Πα-ντε-λής» -και δεν εννοεί τον Βούλγαρη, Δημητρούλα. Και στο καπάκι τους ρωτάς τι ψήφισαν, για να τους δεις να κομπιάζουν και να αλλάζουν χρώματα -σαν τα πουκάμισα και τις πεποιθήσεις τους.

Άμα σου πουν ότι η απεργία καπελώνει τη συγκέντρωση, ρωτάς το ξυπνοπούλι απέναντι: «Και όσοι δουλεύουν, πώς θα πάνε στη συγκέντρωση, ρε μεγάλε, άμα δεν έχει απεργία»; Κι αν κάποιος φοβάται μη τυχόν βρέξει και μη στάξει, τον φτύνεις (μην τον ματιάσεις) και του λες πως ψιχαλίζει. Κι αν φοβάται να απεργήσει, του λες πως αν φοβάσαι μη σε πετάξουν στον δρόμο, η μόνη λύση είναι να κατέβεις εσύ εκεί να διαδηλώσεις. Ο δρόμος είναι ο καλύτερος γιατρός - ειδικός για τέτοιες φοβίες -και ας μην έχει γραφεία και φακελάκια, με ψηφοδέλτια...

Έτσι κι αλλιώς τα περισσότερα δεν είναι αυθόρμητες σκέψεις και απορίες. Αναπαράγουν αυθόρμητα την κυρίαρχη ιδεολογία, ό,τι έμαθαν από τα κανάλια και από μια ζωή με σκυμμένο κεφάλι. Δε χρειάζεσαι αστική ευγένεια -ούτε οτιδήποτε αστικό. Δε νιώθεις υποχρεωμένος να τους κερδίσεις, να σηκώσεις το βάρος των δικών τους αντιφάσεων, να μην πληγωθούν που θα τους σιχτιρίσεις -λες και είσαι ιεραπόστολος της επανάστασης.

Δεν έχεις μεγάλες προσδοκίες από τους άλλους. Δεν τους φοβάσαι -δε σ’ αγαπούν-, δεν ελπίζεις τίποτα, είσαι λέφτερος -αλλά στα λόγια. Πραγματική ελευθερία είναι η συνείδηση της αναγκαιότητας να τους πείσεις να κατέβουν όλοι στον δρόμο. Το έχεις συνειδητοποιήσει, αλλά δε θα σκάσεις κιόλας -το αφήνεις για τους οργανωμένους. Ας τους καλοπιάσουν τα μέλη -όλο μέλι-μέλι, με προοπτική την τηγανίτα. Με αγάπη, τρυφερότητα και Προδέρμ -ή μαλόξ για τα χημικά-, με απλά γλυκά λογάκια, όπως θα τα έλεγαν σε ένα μικρό παιδί, που κάνει τα πρώτα βήματα στον στίβο του αγώνα.

Κι ευτυχώς που υπάρχουν οι σφοι, να τρέχουν και να αντέχουν, να θέλουν καινούρια παπούτσια και νέο στομάχι με όσα περνάνε, να είναι παντού, να πείθουν κόσμο, να του μάθουν να σκέφτεται -τι είναι αυτό που βλέπει-, να φτάνει σε αφαιρέσεις και λογικά συμπεράσματα -γιατί συμβαίνει και πώς θα αλλάξει.

Τα υπόλοιπα θα τα αναλάβει ο δρόμος, που είναι το μεγαλύτερο σχολείο -και χωρίς χορηγούς. Θα τους βοηθήσει να αποκτήσουν πείρα, κριτήριο, να αναζητήσουν μορφές οργάνωσης, να εκτιμήσουν τη δική μας οργάνωση, να την πλουτίσουν με νέες ιδέες -κι ας φαίνονται παράξενες. Καλύτερα αυτό το δημιουργικό χάος -που κινείται και ξέρει πού θέλει να πάει- παρά η συνήθης ρουτίνα μας, με τα ίδια άτομα και το ίδιο τελετουργικό -κι όταν όλα φαίνονται ίδια, ίσως γίνονται και αδιάφορα.

Στον δρόμο θα μάθουν «τι μας κρύβουν», κρυμμένα μυστικά που αγνοούσαν τόσα χρόνια, μακριά από το κίνημα. Κάθε διδακτική ώρα θα μετρά για εξάμηνο, κάθε πορεία με ένα μάθημα ζωής. Θα ξεκινήσουν από την αρχή, με εντατικά μαθήματα, να καλύψουν τα κενά -δε θα τα γεμίσουν όλα, αλλά θα είναι πολύτιμη γνώση και παρακαταθήκη.

Η συγκέντρωση θα ανάψει και όλα θα είναι συνειδητά. Κι αυθόρμητα μαζί. Αυτή η συνύπαρξη που κάνει τη διαφορά και πυκνώνει τον ιστορικό χρόνο, τον κατεβάζει πηχτό στον δρόμο -που γράφει πάντα τη δική του ιστορία.

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2023

Το αυθόρμητο όπως ακριβώς το θέλουμε

 Μια βασική δυσκολία στην αποτίμηση της χτεσινής 8ης Μάρτη ήταν να υπολογίσει κανείς το μέγεθος της διαδήλωσης στο κέντρο της Αθήνας (και όχι μόνο). Όχι γιατί είχαμε χρόνια να δούμε τέτοια πλήθη και ξεχάσαμε πώς να τα υπολογίζουμε χοντρικά, αλλά γιατί ήταν εξαιρετικά δύσκολο να μετακινηθείς από το ένα μπλοκ στο άλλο (λόγω της πυκνότητας στα Προπύλαια) και να πιάσεις τη συγκέντρωση από την αρχή ως το τέλος. Και ίσως ο πιο εύκολος τρόπος είναι να πάρεις τη φαιδρή εκτίμηση που δίνει η Αστυνομία για 30 χιλιάδες κόσμου και να την διπλασιάσεις -αν θες να είσαι μετριοπαθής.

Θα σας γκρεμίσουμε...

Χτες, βασικά, ακούγοντας ακόμα και απολιτίκ γλάστρες στο ραδιόφωνο να σχολιάζουν πως «η ταλαιπωρία σήμερα είναι για καλό σκοπό», ένιωθες να μπαίνει εμφατικά «Χι» στο κλισέ του αγανακτισμένου πολίτη και ντυνόσουν για λίγο αγανακτισμένος διαδηλωτής, για να καλύψεις το κενό.
Φέρε μικρόφωνο να στα πω...

Παστωθήκαμε στον ηλεκτρικό για να έρθουμε. Οι πιτσιρικάδες άκουγαν τραπ, φώναζαν συνθήματα μες στον συρμό, κανόνιζαν ποιος θα κατέβει Βικτώρια και ποιος Θησείο, για να μοιραστούμε. Μαρτύριο σκέτο...
(...)
Είμαστε καρφωμένοι στο ίδιο σημείο, εδώ και δυόμισι ώρες, εγκλωβισμένοι σαν το φιδάκι στα παλιά κινητά. Περιμένουμε να ξεκινήσει η πορεία, αλλά δεν έχουν πού να πάνε τα μπλοκ, όλοι οι δρόμοι φρακαρισμένοι είναι, λες και παίζουμε σε μποτιλιάρισμα στη Λουτετία του Αστερίξ. «Και να πάω πού ρε μπάρμπα...»
(...)

Δεν υπάρχουν καν μεγάφωνα να ακούσουμε τι λένε στα Προπύλαια. Δεν υπάρχει ένας υπεύθυνος να μας πει τι θα γίνει, πού θα πάμε, πότε περίπου θα ξεκινήσουμε, ποιος περιφρουρεί τη Βουλή. Δεν υπάρχει κράτος. Αντιθεσμοί έστω...
(...)
Έχει πάει κοντά 4 και δεν έχουμε καν πλησιάσει το Σύνταγμα. Μόνο την Ομόνοια περικυκλώσαμε από τη Σωκράτους και τώρα στρίβουμε από την Πειραιώς, για να κατέβουν τα μπλοκ μπροστά που έφαγαν χημικά. Πάλι τσάρκα στο Μεταξουργείο θα κάνουμε. Δε βγαίνει τίποτα με τις πορείες...

Ουρές, ορθοστασία, ταλαιπωρία σκέτη... Είναι κατάσταση αυτή; Να οργανωθούμε λίγο...

Η βασική αντίφαση που καθόριζε το προτσές της χτεσινής διαδήλωσης ήταν απλή: ενώ γνώριζες πολύ καλά -ή αντιλαμβανόσουν έμμεσα- ότι λαμβάνει χώρα κάτι μεγαλειώδες σε όλη την Ελλάδα, η προσωπική σου μαρτυρία μπορεί να 'ταν ελάχιστα ηρωική, χωρίς τίποτα μεγαλειώδες. Να ήσουν πχ ακινητοποιημένος για ώρες στην Πανεπιστημίου, σε σημείο που δεν έφτανε καν ο ήχος από τη μικροφωνική στα Προπύλαια, για να πάρεις λίγο κλίμα και να νιώσεις πολιτικό ζώο. Περίμενες μιλώντας με κόσμο γύρω σου, βλέποντας ροή ειδήσεων και φωτογραφιών στο κινητό, ενώ αναρωτιόσουν ποια είναι η δική σου συμμετοχή στο θαύμα της φύσης κοινωνίας που ξεσηκώνεται.

Και όμως, αυτό ακριβώς ήταν ίσως η καλύτερη πιστοποίηση του όγκου της διαδήλωσης και του ιστορικού χαρακτήρα της. Ότι δεν έφτανε το εμπειρικό κριτήριο ενός ατόμου, για να την αγκαλιάσει ολόκληρη και να βγάλει συμπέρασμα. Ακόμα και εδώ, η μόνη λύση ήταν συλλογική...

Ήταν σίγουρα -και με διαφορά- η μεγαλύτερη διαδήλωση της τελευταίας δεκαετίας -δηλαδή από το ’13, που σε κάνει να συνειδητοποιείς πώς περνάει ο χρόνος, και ας μην είναι ιστορικά συμπυκνωμένος. Πολύ κοντά στις τεράστιες διαδηλώσεις της διετίας 2010-12: την 5η Μάη του ’10, με το πρώτο μνημόνιο, τον Ιούνιο του ’11 με το Μεσοπρόθεσμο, την 19η Οκτώβρη (στη 48ωρη απεργία, μια μέρα πριν τη δολοφονία του Κοτζαρίδη) και τη 12η Φλεβάρη του 2012. Και ανά περιπτώσεις, ακόμα μεγαλύτερη. Σε πολλές πόλεις της επαρχίας, κατέβηκε το μισό εκλογικό σώμα (και βάλε), ενώ τα μπλοκ των μαθητών ξεπερνούσαν ακόμα και τις μέρες του Αλέξη, με τις κινητοποιήσεις για τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου.
Δεν είναι κλισέ, ούτε υπερβολή. Η χτεσινή λαοθάλασσα στους δρόμους έγραψε ιστορία!

Αυτό που τονίζει λίγο παραπάνω την αξία της χτεσινής ημέρας, είναι με τι όρους και απέναντι σε ποιους κατάφερε ο κόσμος αυτόν τον μικρό άθλο. Νικώντας τον φόβο και τα γνωστά καθάρματα, που δουλεύουν πάντα μαζί σαν συμμορία.

-Το όργιο καταστολής του Θεοδωρικάκου, που πίστευε ότι η βία θα τρομάξει τους πιτσιρικάδες και ότι αν κλείσει τους μισούς σταθμούς του Μετρό στο ιστορικό κέντρο, θα ανακόψει το φουσκωμένο ποτάμι της λαϊκής οργής.

-Την προπαγάνδα των καναλιών, που ξαναπιάνουν ιστορικό χαμηλό αξιοπιστίας (όπως πριν από δέκα χρόνια) και αλλάζουν σταδιακά τροπάρι, καλοπιάνοντας πλέον τα παιδιά που διαμαρτύρονται και αγανακτούν -περίπου όπως έκαναν στις Πλατείες.

-Την ανυπαρξία της ΓΣΕΕ του χομπίστα Παναγόπουλου, που... συνεδριάζει και δεν μπορεί να κηρύξει μια απεργία. Χωρίς ντροπή. Διακοπή για μουσική αφιέρωση.

(Ας σημειωθεί παρενθετικά πως σήμερα, με το συνέδριο της ΓΣΕΕ, κλείνει ένας κύκλος που άνοιξε με τη διεξαγωγή του προηγούμενου στο Καβούρι, υπό την υψηλή προστασία των ΜΑΤ και της κυβέρνησης. Η κλίκα του Παναγόπουλου ξεπλήρωσε με το παραπάνω τη χάρη στον πολιτικό ευεργέτη της, κάνοντας ό,τι μπορούσε για να μην κουνηθεί φύλλο -εντός και εκτός πανδημίας.

Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι αυτή τη φορά, κάποιοι εργατοπατέρες -που είναι της ίδιας παράταξης και του ίδιου φυράματος- προχώρησαν σε μια σειρά Εργατικά Κέντρα στην προκήρυξη απεργίας. Είτε επειδή πιέστηκαν από τα γεγονότα, είτε επειδή ελίχθηκαν έξυπνα. Η ειδοποιός διαφορά είναι πως η ηγεσία της ΓΣΕΕ είναι ένα σάπιο προϊόν καλπονοθευτικών μηχανισμών, που δεν έχει καμία επαφή με την κοινωνία ούτε επηρεάζεται από τις διεργασίες που συντελούνται σε αυτήν -γι’ αυτό και ο Παναγόπουλος έχει μείνει αμετακίνητος στην καρέκλα του).

Ο εργαζόμενος λαός όμως μπορεί χωρίς αυτούς και βασικά ενάντια σε αυτούς. Και αυτό ήταν το πλέον σημαντικό ποιοτικό στοιχείο που ανέδειξε η 8η Μάρτη.

Αυτός ο κόσμος, που μέχρι χτες έμοιαζε υπνωτισμένος και διαχειρίσιμος, δεν τσίμπησε το αφήγημα του ανθρώπινου λάθους και αναγνωρίζει πως μιλάμε για κρατική δολοφονία. Δε μάσησε στον φόβο και στην οργανωμένη επιχείρηση τρομοκράτησής του, ούτε λούφαξε στη γωνία. Δεν εμπιστεύεται τη ροζ συμπολίτευση και τη λογική «μετά θα λογαριαστούμε», ούτε άλλα συνένοχα κόμματα. Δε φαίνεται να ξεθυμαίνει ή να εκτονώνει την οργή του με μούντζες και τηλεδιαγγέλματα. Δεν είναι "πάμε και όπου βγει..." Αντιθέτως, εξοργίζεται με τον εμπαιγμό και μοιάζει ανεξέλεγκτος, όσο η αντίδρασή του δεν καναλιζάρεται στις γνωστές βαλβίδες ασφαλείας του συστήματος.

Οπότε το σύστημα περνάει στη δεύτερη γραμμή άμυνας. Μετά το «ό,τι κινείται - καταστέλλεται», περνάει στη λογική «ό,τι δεν ελέγχουμε, το καταστέλλουμε πλαγίως, δια των επαίνων και του καλοπιάσματος»...

Οι αναλυτές των συστημικών ΜΜΕ φοβούνται την «αντισυστημική ψήφο» αυτού του οργισμένου πλήθους, υπονοώντας πως ο μηδενισμός του πολιτικού συστήματος μπορεί να οδηγήσει στην ανάκαμψη των νεοναζί -που είναι βέβαια δικό τους δημιούργημα. Δεν τους έχουν πιάσει όψιμες «Antifa» ανησυχίες, απλώς κρύβουν τους πραγματικούς τους φόβους για το κίνημα και τις προοπτικές του, μετά τους χοντροκομμένους χειρισμούς της κυβέρνησης (που της γύρισαν μπούμερανγκ και τώρα επιχειρεί να τους διασκεδάσει με την τακτική του δακρυσμένου κροκόδειλου, με τον πλέον άγαρμπο τρόπο). Και πασχίζουν να το θέσουν άμεσα υπό έλεγχο, με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα το Πάσχα ή -το αργότερο- τις επερχόμενες εκλογές, όποτε και αν γίνουν αυτές τελικά.

Αλλά εδώ δεν έχουμε την επανάληψη των Πλατειών ως φάρσα. Αυτοί οι διαδηλωτές είναι οργισμένοι αλλά δεν είναι «αγανακτίστας». Είναι κόσμος που κατέβηκε σε απεργία, μαθητές που κατέβηκαν μαζικά με τις τάξεις τους. (Και) Αυθόρμητα και οργανωμένα. Κόσμος που κατέβηκε χωρίς να τον βρούμε -δεν υπήρχε άλλωστε τόσος χρόνος για μεγάλη προετοιμασία της απεργίας- αλλά ίσως να τον είχαμε βρει κάπου, κάποτε, να είχε έρθει σε επαφή με κάποιες βασικές έννοιες. Κόσμος που είναι δεκτικός, μας ακούει προσεκτικά και υιοθετεί τα δικά μας συνθήματα στην παρούσα φάση.

Με άλλα λόγια, είναι ένα μαζικό, αυθόρμητο στοιχείο, που δεν έρχεται ποτέ «κατά παραγγελία» τη στιγμή που το θέλεις, αλλά έχει όλα τα χαρακτηριστικά που θέλουμε -ούτε παραγγελιά να 'ταν. Που δεν είναι δικό μας, «ιδιοκτησία» μας, αλλά βάζει στον δρόμο τη λογική που θέλουμε και ένα σωστό κριτήριο, ακόμα και αν δεν είναι κατασταλαγμένο. Που το θέλουμε όπως ακριβώς είναι, όχι για να το φέρουμε στα μέτρα μας, αλλά για να ποτίσει τον αγώνα με στοιχεία που μπορεί να μην είχε μέχρι τώρα, και να εμπλουτίσει τις μορφές του.

Είναι το περιβόητο αυθόρμητο, για το οποίο δεν υπάρχει καμία εγγύηση πως θα επιδείξεις σωστά αντανακλαστικά, για να πιάσεις τον παλμό του και τις αγωνίες του. Το αυθόρμητο που πρέπει να μάθουμε να το αφουγκραζόμαστε, να ενισχύουμε τους δεσμούς μας, να μάθουμε να δουλεύουμε μαζί του, να το βοηθάμε να προχωρά αλλά κυρίως να μαθαίνουμε από την επαφή μαζί του.

Κανείς δεν παραγνωρίζει τις αντιφάσεις του ή τις θολές αντιλήψεις που μπορεί να έχει αυτός ο κόσμος, κανείς δεν ονειρεύεται εφόδους στα χειμερινά ανάκτορα και άλλες ενδιαφέρουσες διαδικασίες. Κανείς δεν ξέρει πόσο ψηλά είναι το ταβάνι του και πού μπορεί να φτάσει -αυτό όμως εξαρτάται και από τη δική μας δράση ως ένα βαθμό. Μπορεί να έχει φτάσει ήδη στην κορύφωσή του και να σβήσει σιγά-σιγά ή -από την άλλη- να αποκτήσει άλλη δυναμική στην πορεία. 

Το βασικό είναι ότι υπάρχει, αναπτύσσεται και αλλάζει το καταθλιπτικό σκηνικό των πολλών τελευταίων χρόνων. Το ακόμα πιο βασικό είναι να βρει συνέχεια στον δρόμο και να μην το αφήσουμε βορά στα κανάλια τους -είτε τηλεοπτικά, είτε κανάλια εκτόνωσης της οργής, που έχουν χίλιες μορφές και πρόσωπα.

Η πιο δυνατή εικόνα-υπόσχεση των ημερών ήταν αυτός ο χείμαρρος παιδιών που βγήκαν στον δρόμο. Και δεν είναι ένα τυπικό κλισέ για τον επίλογο, αλλά επειδή πρέπει να γίνει ο ποταμός που θα τους πάρει και θα τους σηκώσει.

Η συνέχεια κάθε άλλο παρά επί της οθόνης...

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

Το αυθόρμητο του Δεκέμβρη

Πρόσφατα έτυχε να διαβάσω ένα κείμενο του Μαυροειδή στο Πριν, που επαναφέρει ένα γνωστό και διαδομένο μύθο, αυτόν του αυθόρμητου ξεσπάσματος του Δεκέμβρη και της ανεπαρκούς επίσημης Αριστεράς, που δεν το εξέφρασε και δεν κατάφερε να του δώσει άλλα, βαθύτερα χαρακτηριστικά. Εκεί κολλάει συνήθως μια μπηχτή για την Αλέκα και τη δήλωση για το Σύριζα που χαϊδεύει τα αυτιά αντιεξουσιαστών και την ατάκα της για την πραγματική εξέγερση, όπου δε θα σπάσει ούτε ένα τζάμι. Λες και η Οχτωβριανή δηλ –για να πάρουμε τη μεγαλύτερη των επαναστάσεων- δεν επικράτησε εύκολα και σχετικά αναίμακτα, σε πρώτη φάση, προτού δοθεί διεθνής χείρα βοηθείας στη μαύρη αντίδραση των λευκοφρουρών.

Ένας βασικός περιορισμός τέτοιων αναλύσεων από το συγκεκριμένο χώρο, που πρέπει πάντα να μετριούνται με κριτήριο την πράξη, είναι πως το εξωκοινοβούλιο πάσχει από το σύνδρομο του χαρταετού, γαντζώνεται από το αυθόρμητο, ζει και πεθαίνει μαζί του, γίνεται ουρά του, ενώ βαυκαλίζεται πως το καθοδηγεί, κι είναι καταδικασμένο να πέσει μαζί με το χαρταετό, μόλις εξαντληθεί η αρχική δυναμική του, ή αρχίσει να φυσάει κόντρα, και να περιμένει καρτερικά το επόμενο φύσημα του ανέμου, για να ανέβει, να νιώσει πως ταξιδεύει ή ότι εφοδεύει στον ουρανό.

Μια οργάνωση, συλλογικότητα, χώρος, μετωπικό σχήμα, ομάδα ανθρώπων (τέλος πάντων οτιδήποτε εκτός από κόμμα), που πίστευε ή έθετε ως στόχο να παρέμβει στο αυθόρμητο, έπρεπε να έχει συγκεκριμένο σχέδιο, να μετράει τα βήματα που καταφέρνει, να αναπροσαρμόζει τα πλάνα της, να δοκιμάζει συνθήματα, μορφές, μέσα, να τα εναλλάσσει, κτλ. Όποιος πιστεύει πως έχει καταφέρει κάτι από αυτά και πως τα ακολούθησε έστω κατά προσέγγιση, μπορεί να μιλήσει σε διαφορετική βάση. Αλλιώς αυτά που λέει δεν έχουν ιδιαίτερη αξία ούτε κάποιο πρακτικό αντίκρισμα.

Μπορεί ωστόσο να διηγείται ωραίες ιστορίες (για να τρώνε το φαγητό τους οι υπόλοιποι) και να μοιραστεί την πείρα του από το μπόλιασμα του αυθόρμητου με το συνειδητό στις μαύρες καταλήψεις του (μαύρου) Δεκέμβρη, όπου πήγαινε με τους συντρόφους του, με παλμό κι αλυσίδες (Θεοδωράκης-Φαραντούρη, Θεοδωράκης-Φαραντούρη) να το συναντήσουν κι έμεναν παγωτό αντικρίζοντας το συγκεντρωμένο λούμπεν στοιχείο, που καλούνταν να γίνει το επαναστατικό υποκείμενο της εξέγερσης.

Ένα βασικό συμπέρασμα που βγαίνει κι από την πρόσφατη πείρα, είναι πως το αυθόρμητο εκπαιδεύεται, διαπαιδαγωγείται. Κι αυτό σημαίνει ότι είναι εγκληματικό να το αφήνεις στην τύχη του, να το εξιδανικεύεις ή να πηγαίνεις με τα νερά του, για να το καλοπιάσεις και να το προσεγγίσεις. Αν άφησε κάτι πίσω του ο Δεκέμβρης, ως κληρονομιά στα κινηματικά ήθη και έθιμα και την πολιτική παιδεία ενός κόσμου, είναι ένα άγριο, αντιμπατσικό, αντικρατικό ένστικτο, που εξαντλεί τη στόχευση και τη δυναμική του σε βιτρίνες και τα όργανα της τάξης, αλλά είναι σχεδόν τυφλό, για να σημαδέψει την τάξη που υπηρετούν τα τελευταία.
Η αγανάκτηση των πλατειών ξεθύμανε σε ακίνδυνα (ή επικίνδυνα αν σκεφτείς το ξέπλυμα και τη νομιμοποίηση της Χρυσής Αυγής) εκλογικά μονοπάτια, με βασικά χαρακτηριστικά το αμεσοδημοκρατικό ακομμάτιστο (έξω τα κόμματα) και τις αντιμνημονιακές μούντζες. Όταν πας με τέτοιους όρους και βασικά χωρίς δικούς σου όρους, δε σου μένει παρά να υποκλιθείς μπροστά του και να περιμένεις να τσιμπήσεις εκλογικά μερικές ψήφους συμπάθειας. Κι όσο για το μπόλιασμα, αυτό μένει στα χαρτιά των μακροσκελών ανακοινώσεων.

Οφείλουμε επίσης να θυμηθούμε την πολύ χρήσιμη σημείωση του Βλαδίμηρου για την αυθόρμητη συνείδηση της εργατικής τάξης, που δεν μπορεί να φτάσει από μόνη της πέρα από το επίπεδο των οικονομικών διεκδικήσεων, στην αναγκαιότητα μιας άλλης κοινωνίας και μιας επαναστατικής εξουσίας που θα καθοδηγήσει το πέρασμα σε αυτήν. Η δουλειά των κομμουνιστών δεν είναι να ποτίζουν το αυθόρμητο για να μας δώσει από μόνο του καρπούς, αλλά η καλλιέργεια, που περιλαμβάνει πολύ περισσότερα πράγματα κι ανάμεσά τους και το ξερίζωμα (αυταπατών, ιδεοληψιών, κτλ), σε διάκριση με το «αφήστε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν».

Σε αυτό το τελευταίο βασίζεται η ανάλυση του εξωκοινοβουλίου (και όχι μόνο) για τα μεταβατικά προγράμματα, που γεφυρώνουν θεωρητικά το χάσμα ανάμεσα στις άμεσες διεκδικήσεις και το στρατηγικό στόχο. Κι εδώ παρουσιάζεται μια βασική λογική αντινομία το αρχικού σχήματος που εξετάζουμε, καθώς προκρίνονται κάποιοι ενδιάμεσοι στόχοι, για να διαπαιδαγωγήσουν ένα «αυθόρμητο», που εκφράζεται είτε με βία, ανεβασμένα μέσα (πχ Δεκέμβρης), είτε με απογειωμένους στόχους, όπως η κατάργηση του χρήματος και των κομμάτων (στην περίπτωση των πλατειών).

Αυτό κατά τη γνώμη μου θέτει ένα σοβαρό ζήτημα τι ακριβώς ονομάζουμε αυθόρμητο και κατά πόσο είναι όντως αυθόρμητο (που εκφράζεται με αυθεντικό τρόπο) ή αν κουβαλά τα σημάδια της κυρίαρχης ιδεολογίας, που τα έχει ενσωματώσει ως δικές του ιδέες, κι όχι απλά μια ανώριμη ανυπομονησία. Οι «αυθόρμητες» απαντήσεις που λαμβάνουν πχ οι δημοσκόποι είναι αυτές που έχουν φροντίσει να καταστήσουν «κοινό τόπο» δια της επανάληψης, μέσω των ΜΜΕ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (που ήταν και βασικοί δίαυλοι προώθησης των πλατειών). Κι ως γνωστόν, όποιος δεν έχει γνώμη, δανείζεται τα κλισέ των ΜΜΕ, όταν καλείται να εκφράσει μια άποψη γύρω από ένα ζήτημα.

Εν πάση περιπτώσει, αν υπήρχε κάτι θετικό κι αυθόρμητο στο Δεκέμβρη, αυτό ήταν ότι κατέβηκαν μαθητές στους δρόμους, σχεδόν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, ακόμα και σε μέρη-χωριά, που δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ κάτι τέτοιο. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι πρέπει να του προσδίδουμε χαρακτηριστικά και βαρύγδουπους τίτλους που δεν αντιστοιχούν στην εικόνα του (πχ η πρώτη εξέγερση ενάντια στην οικονομική κρίση) κι ότι δεν είναι προβληματική η απουσία οποιασδήποτε συνέχειας σε αυτό το ξέσπασμα, και τα επιλεκτικά αντανακλαστικά για τα Εξάρχεια, ως κινηματική έδρα, που δεν εκδηλώθηκαν με την ίδια ορμή και ένταση, σε άλλες περιπτώσεις, με πιο ταξικά χαρακτηριστικά, όπως το παιδί στα δυτικά προάστια, που δεν είχε εισιτήριο και σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια ενός πιεστικού ελέγχου.

Δεν αρκεί πάντως η καταπολέμηση των μύθων που εξιδανικεύουν το αυθόρμητο –καθώς λειτουργεί παράλληλα κι η εξωραϊστική λειτουργία της επιλεκτικής μνήμης, με το πέρασμα του χρόνου, και μπορείς να ακούσεις κάποιους «μπαρουτοκαπνισμένους βετεράνους» να σου μιλάνε για το Δεκέμβρη, όπως μιλούσε για το Πολυτεχνείο ο Σπύρος Παπαδόπουλος στους Απαράδεκτους. Χρειάζεται ένας σοβαρός και συστηματικός προβληματισμός γύρω από τα χαρακτηριστικά του και τους τρόπους προσέγγισης και διαπαιδαγώγησής του.

Αυθόρμητα ξεσπάσματα έχουμε όταν εισέρχονται απότομα και μαζικά στο αγωνιστικό προσκήνιο λαϊκές μάζες, που δεν είχαν ξαναπεράσει αυτό το κατώφλι, υπάρχει ανεβασμένη αγωνιστική διάθεση κι αντίστοιχα ανεβασμένη συμμετοχή (δεν είναι λίγες εξάλλου αυτές οι περιπτώσεις, που μπορεί να γνωρίζει ο καθένας μας την τελευταία πενταετία).


Η οργανωμένη πρωτοπορία κρίνεται από την ικανότητά της να προσελκύει το αυθόρμητο, να το κινητοποιεί και να το οργανώνει, να οικοδομεί δεσμούς μαζί του, να μην το αφήνει να ξεθυμάνει, αλλά να εξασφαλίζει το βάθεμα και τη συνέχειά του, να μπορεί να εκφράσει και να αγκαλιάσει την ανεβασμένη αγωνιστική διάθεση, την έντασή της, και να τη βγάζει ακόμα πιο δυνατή από κάθε αγωνιστικό σταθμό. Που είναι ένα πράγμα να το λες και να συμφωνείς, κι ένα άλλο, πολύ πιο δύσκολο, να το πετύχεις κιόλας…

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

Κατάληψη στα ΜΜΕ

Σε αυτό το κείμενο περιγράφω προσωπική εμπειρία από την κατάληψη των μμε το 2002. Πριν πείτε εδώ ο κόσμος καίγεται κι αυτός φτιάχνει τη φράντζα του (ποτέ δεν χτενίζομαι, είναι γραμμή) διαβάστε το κείμενο ως το τέλος.
Δεν είναι άσχετο με όσα συμβαίνουν.

Η κατάληψη έγινε το 2002, ένα χρόνο μετά το κύμα των καταλήψεων με την ανωτατοποίηση των τει. Στα μμε που ήταν εκτός πανεπιστημιούπολης -δηλ στην κοσμάρα τους- έφτασε με καθυστέρηση. Όπως ο μάης του 68 στην ελλάδα ένα πράγμα.
Η καθυστέρηση πάει με την απόσταση. Και συνδυάζεται με την αντίστοιχη νοητική.

Η κατάληψη ήταν για το κτιριακό της σχολής που τότε στεγαζόταν σε ένα άθλιο ετοιμόρροπο κτίριο στην παραλία, που είχε κριθεί κόκκινο από το σεισμό του 78.
Μόνο η πανσπουδαστική κυνηγούσε το θέμα, τη στιγμή που οι πασπίτες έλεγαν ότι το κτίριο τους αρέσει από άποψη (παραλία και κουλτούρα να φύγουμε).

Ένα χρόνο μετά η αλλαγή ήταν θεαματική. Οι πασπίτες και το νεογέννητο δίκτυο δεν χάιδευαν απλά τα αυτιά του αυθόρμητου. Του δίναν κανονικά γλωσσόφιλα στο αυτί.
Εμείς λέγαμε σωστά ότι δεν είναι δική μας δουλειά να ψάξουμε για καινούριο κτίριο και βάζαμε συνολικά την υποχρηματοδότηση της παιδείας.
Αλλά παλαιόθεν ευέλικτοι, στην τακτική το χάσαμε. Θέλαμε πολύμορφα και αγωνιστικά, χωρίς να κάνουμε φετίχ την κατάληψη. Ναι, αλλά ο κόσμος δεν ήταν για πολύμορφα.
Ω, ναι. Τον μαϊούνη τον είχα ζήσει με σχήμα πρωθύστερο στη σχολή μου.

Η κατάληψη για εμάς ήταν εξαρχής άμαζη κι άνευρη.
Και πράγματι ήταν από ένα σημείο κι έπειτα. Στο τέλος την κρατούσαμε καμιά 20αριά άτομα κι οι υπόλοιποι κάθονταν σπίτια τους.
Ναι, αλλά πριν δεν ασχολούνταν ούτε είκοσι. Και πέρα από συνδικαλιστές ήταν κι άτομα που ασχολήθηκαν πρώτη φορά με τα "κοινά".
Πόσους να τραβούσε εξάλλου μια σχολή 300 άτομα όλα κι όλα;

Θυμάμαι στην πρώτη συνέλευση ερχόταν μαζικά κόσμος.
Συνήθως μαζευόμασταν οι ίδιοι. Λίγοι και γνωστοί, σε οικογενειακό κύκλο. Εκτός απ' το καλοκαίρι του 01 που βάζαμε κατάληψη, αλλά την πήρε τη συνέλευση η δαπασπ συνασπισμένη.

Τώρα όμως ερχόταν μιλιούνια. Κι αντί να χαίρομαι, θυμάμαι αγχωνόμουν. Δεν το περίμενα, μας ξέφευγε. Ήταν λίγο κι η κολούμπρα μπροστά στο πλήθος. Αν δεν έχεις πείρα λογικό είναι να σε πιάνει.
Αλλά αν το φιλοσοφήσεις, γιατί να φοβάσαι τις μάζες;
Έλα ντε...

Ευτυχώς δεν είχαμε εαακ. Είχαμε όμως μουλάρια.
Εισαγόμενα, όχι ντόπια. Made in ιατρική. Μυρίστηκαν παρθένο αυθόρμητο κι ορμήσαν. Ξημεροβραδιάζονταν στην κατάληψη. Συνθήματα στα τραπεζάκια: η ιατρική συμπαραστέκεται στον αγώνα της δημοσιογραφίας. Ναι, όπως η σοβιετική ένωση που ενισχύει τα μικρά κράτη.
Άτοκα δάνεια μια φορά δε μας δώσανε. Κι ανάθεμα αν ήξερε κανείς στην ιατρική για τα μμε. Καπέλο να γίνεται...

Η πλάκα είναι πως κατεβάσαν και πλαίσιο.
Ενώ δεν είχαν κανέναν στη σχολή. Το μοίρασαν στη ζούλα κι ό,τι ψάρια πιάνανε.
Αλλά τα δίχτυα ήταν τρύπια. Δεν τους ψήφισε κανείς.
Εμ, φίλε μουλά χωρίς δυνατό κκε από πού θα πάρεις να κερδίσεις; Κι εδώ δεν είναι καν βουλευτικές να μη βλέπει ο παππούς την παρένθεση δίπλα στο κκε και να μπερδεύεται.

Κι είχες και τον άλλο να πιάνει αναλύσεις στο κυλικείο ότι στο κκε δεν είναι γνήσια αντισταλινικοί. Να σου δώσω μια με το κοντόξυλο να σου πω εγώ ποιος δεν είναι σταλινικός, ρε.
Αυτά να τα πεις στο ρούση. Γράψ' τα και στον προσυνεδριακό άμα θες. Ανοιχτός είναι. Έτσι κι αλλιώς δε διαφέρεις με αυτούς που γράφουν. Για μια παρένθεση θα τα χαλάσουμε τώρα;

Εν τω μεταξύ οι πασόκοι με το αυθόρμητο λεηλατούσαν κι έδερναν.
Εμείς πηγαίναμε σα βλάκες τα ξημερώματα, που ήταν δύσκολη ώρα και δεν πατούσε κανείς. Κι αυτοί ξενυχτούσαν τα βράδια, το κάνανε κωλάδικο με μπουζούκια και αλκοόλ και γνώρισαν όλο τον κόσμο.
Εκεί πέσαν και τα γλωσσόφιλα που λέμε. Στην κυριολεξία. Κι αυτή είναι η λάιτ εκδοχή.
Το δίκτυο από κοντά τσιμπούσε κι αυτό το κατιτίς του.

Κι ο καιρός κυλούσε αγωνιστικά.
Εμείς βλέπαμε τον εκφυλισμό ως δικαίωση. Ήδη εκτός κοινού [πλαισίου] απ' τη δεύτερη βδομάδα. Και μακριά απ' το κοινό που δυσκολευόταν να καταλάβει.
-Μα εσείς δεν λέγατε για το κτιριακό;
-Ναι αλλά εμείς θέλουμε το ευέλικτο και πολύμορφο.
-Ααα...


Την ίδια στιγμή το δίκτυο ζούσε τη σύντομη άνοιξη του γιούχου. Στον αγώνα για τη χαζοχαρούμενη κοινωνία. Όπου δε θα υπάρχει εκμετάλλευση και σαρκοφάγα ζώα.
Κι η πασπάρα μαγείρευε για το χειμώνα των εκλογών που ερχόταν. Όπου πλάκωσε πράσινη βαρυχειμωνιά με την πασπάρα να σαρώνει. Κι ακόμα κρατάει.
Η δαπ ήταν κατά των καταλήψεων από άποψη. Και σε κάποια φάση πήγε να στηρίξει δικό μας πλαίσιο για να έχει πιθανότητες.
Ε, όχι ρε φίλε. Οι άλλοι ξαναζούν το 91 κι εγώ θα κάνω 89;
Τους το ξεκόψαμε κι ησυχάσαμε.

Ξαφνικά, δυο βδομάδες πριν τις εκλογές, η πασπάρα έκρινε ότι ο αγώνας μας είχε πετύχει αρκετά κι έπρεπε να τον σταματήσουμε.
Ήξερε ότι είχε μαζέψει αρκετή υπεραξία κι έπρεπε να ανοίξει η αγορά για να την πραγματοποιήσει σε κέρδος. Όταν είναι για πολιτική υπεραξία, οι πασόκοι παίζουν το μαρξισμό στα δάχτυλα.
Τόσο ξαφνικά λοιπόν.

Το δίκτυο έπεσε από τα σύννεφα. Η δεξιά σοσιαλδημοκρατία πούλησε την αριστερή. Κι ο πάντσο βίλα τον δον κιχώτη. Πηδούσε στα κρυφά και τη δουλτσινέα.
Και τώρα, χωρίς ροσινάντε και πράσινα άλογα, χωρίς τους πιστούς πασόκους αγωνιστές πώς θα κυνηγάμε ανεμόμυλους;
Ο αγώνας σκόρπισε στους πέντε ανέμους. Κι έμεινε ο μύλος. Ε, ναι είναι άθλιο κλισέ, αλλά ήταν της αντίδρασης.

Ναι, αλλά τους πασόκους δε θα τους καταγγείλει κανείς;
Ε, μείναν οι γνωστοί γραφικοί να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Και γίναμε οι κακοί της υπόθεσης. Επειδή είπαμε καθαρά και ξάστερα, αυτό που όλοι ήξεραν, όλοι ψιθύριζαν, αλλά δεν τολμούσαν να πουν δημόσια.
Οι πασόκοι το κάναν για τις εκλογές.
Δεν ήθελε κολαούζο. Αλλά κάποιος έπρεπε να τα πει.

Η μαυριανή της επομένης είχε πρωτοσέλιδο τίτλο μια ατάκα μου από όσα είπα στη συνέλευση.
Και στο αμφιθέατρο χαμός.
Μου την έπεσε άσχημα μια οπαδός του κόμματος που υπεράσπισε τους αγωνιστές πασπίτες. Η οποία ψήφιζε δίκτυο λόγω μιας φίλης, μετά δούλεψε στην κανέλλη και στον 902 και τώρα μας βρίζει και πάλι.

Αλλά ένας μπερδεμένος αναρχικός ενθουσιάστηκε και φώναζε: που-κου-σου, που-κου-σου, μπράβο!
Ο οποίος κατέβηκε υποψήφιος με το δίκτυο [φως φανάρι πως του χαιδεύαν τα αυτιά] αλλά ψήφισε εμάς για να πάρουμε έδρα.
Για τη σχολή μου το μαλακά-σκληρά είναι ψεύτικος διαχωρισμός. Εκεί τα αγαπάνε όλα...

(σ.σ: Σήμερα νομίζω κανείς από τους δύο δεν έχει πάρει πτυχίο. Παίζει να πήρε ο ένας. Κι αυτό λέει πολλά για μια σχολή όπου στα 5 χρόνια παίρνουν πτυχίο ακόμα κι όσοι βαριούνται. καλή ώρα).

Για την πασπάρα τα είπαμε. Η κατάληψη για αυτήν έγινε ό,τι ήταν το πολυτεχνείο για λαλιώτη και δαμανάκη. Αγωνιστικό παρελθόν (ντεμέκ) για εξαργύρωση.
Το δίκτυο το έπαιζε ανεξάρτητο κι έγινε η παράταξη του αγώνα μας. Προπονούνταν για παράταξη του άρθρου 16.
Αλλά και για σύριζα. Με διψήφια ποσοστά, τα μεγαλύτερα πανελλαδικά. Κράτησε τρία χρόνια μέχρι να ξεφουσκώσει. Οι εκλογές στα μμε ήταν η χαρά του φυντανίδη. Σα δημοσκόπηση της ελευθεροτυπίας.
Στα πρωτοπόρα μμε το είχαμε ζήσει πρώτοι και αυτό.

Η δαπ μετά από από δυό χρόνια ψόφησε. Έκτοτε υπάρχει τυπικά. Πλανάται σα φάντασμα πάνω απ' τα κεφάλια μας.
Από τις λίγες σχολές που είναι κατ' ουσίαν ανύπαρκτη.
Ιδιομορφία κι αυτή του σοβιέτ φοιτητών δημοσιογραφίας.
Λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών: παραγωγική και νοητική καθυστέρηση.

Ο ντε γκωλ δεν κατέβηκε. Ούτε και τα τανκς.
Κι εμείς; Ανεβήκαμε κι εμείς. Χάρη σε κάτι κύπριους αδερφούς. Όπου μας ψήφισε ως κι η εγγονή του γρίβα. Του γνωστού.
Νάτη κι η σύμπραξη με τους ακροδεξιούς...

Τα επόμενα χρόνια όμως υποκύψαμε στη λαίλαπα του εκσυγχρονισμού και της ελευθεροτυπίας.
Αλλά αυτό άσχετα με την κατάληψη.
Το κίνημα δεν παίζει πάντα ρόλο στις εκλογές. Απ' τους αγώνες δε βγαίνουν πάντα πολιτικά συμπεράσματα. Κι η εξαργύρωση δεν είναι πολιτικό συμπέρασμα.

Οι συνειρμοί με το σήμερα πολλοί και προφανείς.
Τα συμπεράσματα ας τα βγάλει ο καθένας μόνος του. Για να βγάλει κι αυτά που θέλει. Αρκεί να είναι πολιτικά.

Εγώ θα πω μόνο για εκείνη τη συνέλευση που καταγγείλαμε τους πασόκους.
Καλά κάναμε και να αγιάσει ο στόμας μας από μια άποψη.
Αν δεν το κάναμε εμείς κανείς δεν θα τολμούσε.
Από μια άλλη παίζει και να ήταν άστοχη κίνηση.
Να μην είχε τακτ, τάιμινγκ κι άλλα τέτοια ξενόγλωσσα επικοινωνιακά.

Σε κάθε περίπτωση πάντως έδειξε το εξής.
Την ψηφοθηρία των πασόκων την καταγγείλαμε γιατί οι εκλογές μας ένοιαζαν κι εμάς. Για αυτό εξάλλου ήμασταν σε θέση να την καταλάβουμε και να την καταγγείλουμε.

Ο νοών νοείτω...