Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εθνικισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εθνικισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

Μη με λες πατριώτη, αφεντικό να με λες – Οι “Απαράδεκτοι” για τη Μακεδονία

Δημοσιεύτηκε στην Κατιούσα

Ο Σπύρος είναι αριστερός, προβληματίζεται, έχει κι ένα Πολυτεχνείο πίσω του, αλλά εξοργίζεται με τον αλυτρωτισμό του Γιόρικ και κρατιέται να μην τον χτυπήσει. Αυτά εξάλλου είναι εθνικισμοί του κερατά, επικίνδυνα μονοπάτια, άλλο ο λαός κι άλλο οι επιλογές των ηγετών, που ακολουθούν ένα ανεξάρτητο προτσές…


Σε μια συνέντευξή της, η Δήμητρα Παπαδοπούλου είχε πει πως ήταν στην ΚΝΕ, αλλά έφυγε γιατί βαριόταν στα αχτίφ κι έκανε φασαρία. Στις πρώτες δουλειές της ως σεναριογράφος, ήταν φανερό και το ένα και το άλλο. Δεν είχε αφομοιώσει πολλά πράγματα για να αναλύσει και να εμβαθύνει, αλλά κάτι της είχε μείνει ως υπόβαθρο.

Το 92′ οι Απαράδεκτοι δεν έμειναν ανεπηρέαστοι από τον εθνικιστικό παροξυσμό και τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία. Οι περισσότεροι θυμούνται το τραγούδι με το μαέστρο, που έπαιξε αρκετά αυτές τις μέρες πολύ στα social media, αλλά ήταν σαφώς κατώτερο από το πρώτο, Γιουροβιζιονικό τραγούδι των “Απαράδεκτων” (ώπα-είπα, κράτσες-κρούτσες).



Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η Παπαδοπούλου απλώς σατιρίζει και δε συντάσσεται κατά βάθος με το γενικό κλίμα -όπως φαίνεται κι από το τραγούδι. Συναντάμε όμως πολλές οξυδερκείς στιγμές της και μαργαριτάρια που δείχνουν το κνίτικο παρελθόν της.

Η ιστορία έχει ως εξής. Ο διαχειριστής Χαλακατεβάκης έχει προσλάβει ένα Φυρομακεδόνα (ας το λέμε έτσι, χάριν συνεννόησης) για να του κάνει τις δουλειές. Το σενάριο δεν ξεφεύγει από το κυρίαρχο σωβινιστικό στερεότυπο και μας παρουσιάζει ένα Γιόρικ ψωμόλυσσα, ανεπρόκοπο, κουτοπόνηρο, με παράλογες αλυτρωτικές απαιτήσεις, που εκνευρίζει τους “Απαράδεκτους” φωνάζοντάς τους “πατριώτες”. Στον αντίποδα όμως σκιαγραφείται πολύ εύστοχα η δική μας πλευρά.



Οι Έλληνες ονειρεύονται μπίζνες στα Βαλκάνια και ξυπνάει το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο, ψάχνοντας να ανοίξουν ένα μπακάλικο στα οικόπεδα του Γιόρικ -τώρα που οι γείτονες πεθαίνουν της πείνας. Σε ένα πρώτο γκεστάλτ, σατιρίζεται ο νεοπλουτισμός του Έλληνα μικροαστού, που ονειρεύεται να γίνει επιχειρηματίας, με το μικρό του κεφάλαιο. Σε ένα δεύτερο γκεστάλτ, μπορεί να υπάρχει ένας υπαινιγμός για την ενδιάμεση θέση του ελληνικού καπιταλισμού, σα μέγεθος, που παρά τους λεονταρισμούς του, δεν μπορεί να ανοίξει τίποτα καλύτερο παρά ένα μπακάλικο, με τη φιλοδοξία να γίνει αλυσίδα Σούπερ-Μάρκετ, όταν μεγαλώσει.

Σε μία από τις πρώτες σκηνές, ο Χαλακατεβάκης θυμώνει που ο Γιόρικ τον φωνάζει “πατριώτη”, γιατί προτιμά να τον φωνάζουν “αφεντικό”, με τη ματιά του να μαλακώνει και να ατενίζει το μέλλον. Οι μπίζνες είναι μπίζνες, και ο εθνικισμός-εθνικισμός. Μπορεί να μοιάζουν κάπως αντιφατικά, αλλά παντρεύονται ιδανικά και συμπληρώνουν το ένα το άλλο, στην πραγματικότητα.
Όπως έλεγε κι ένα γηπεδικό πανό: η Μακεδονία είναι ελληνική, αλλά στα Σκόπια έχει αμόλυβδη φτηνή


Εκεί που βιώνεται πιο έντονα η αντίφαση είναι στο Σπύρο Παπαδόπουλο, που είναι αριστερός, έχει προβληματισμούς, έχει κι ένα Πολυτεχνείο πίσω του, και όλα αυτά του φαίνονται ανοησίες, επικίνδυνα πράγματα κι εθνικισμοί του κερατά. Κάτι που δεν τον εμποδίζει όμως να συμμετέχει -με μισή καρδιά έστω- στις εκδηλώσεις για τη Μακεδονία (σε αντίθεση με τους αυθεντικούς Λακεδαιμόνιους), να ανησυχεί για τις ελληνικές του ρίζες και να σπαράζει η ελληνική του ψυχή με τον αλυτρωτισμό του γείτονα Φυρομακεδόνα, που θεωρεί τη Θεσσαλονίκη δικιά του, και ο Σπύρος κρατιέται να μην τον χτυπήσει -αυτά εξάλλου είναι εθνικισμοί, επικίνδυνα μονοπάτια, άλλο ο λαός κι άλλο οι επιλογές των ηγετών, που ακολουθούν ένα ανεξάρτητο προτσές


Ως χαρακτήρας, συμπυκνώνει διορατικά το περίεργο μίγμα του “αριστερού εθνικισμού” που υπήρχε ήδη στην εποχή του, αλλά βλέπουμε πολύ καθαρά σήμερα στο Λαφαζάνη, τη Ζωή, τον Μπιτσάκη, το Μίκη και τα άλλα παιδιά…

Και πλάι του, ο ζαμανφού μπαρόβιος και ένα απολίτικο αστροπελέκι, που από το μηδέν μετατρέπονται σε εθνικιστές ολκής. Η Ρένια μάλιστα είναι και με τον Καραμπελιά! Αλλά μόνο ο Σπύρος -ο “αριστερός”- λέει ανοιχτά τι ψηφίζει κι όλοι οι υπόλοιποι το παίζουν υπερκομματικοί κι υπεράνω…

Το επεισόδιο σατιρίζει εύστοχα τη μανία πολλών πατριωτών να βρούνε τις ρίζες τους στην εθνοτική σαλάτα των Βαλκανίων και του ευρύτερου χώρου. Το Γιάννη αρχικά τον απασχολεί το μαρούλι της δικής του σαλάτας κι αδιαφορεί για το Μακεδονομάχο παππού της Δήμητρας, αλλά στη συνέχεια παθαίνει “εθνική μελαγχολία”-κατάθλιψη, στην ιδέα πως μπορεί να είναι Τουρκόσπορος. Η Ρένια καμαρώνει για τη γιαγιά της που πήδηξε από το Ζάλογγο και την έβλεπε μια γειτόνισσα, ενώ η Δήμητρα λέει πως η σκούφια της κρατάει από την Αλεξάνδρεια (Γιδά) Ημαθίας, παίζοντας δημιουργικά με την καταγωγή της στην πραγατική ζωή από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.


Όλοι οι Έλληνες ψάχνουν μανιωδώς τις ρίζες τους κι ας μην είναι πολύ πρόθυμοι να φάνε φασολάδα και να ακούνε το Μενούση -κι άλλα δημοτικά- στη διαπασών, κάθε μέρα. Αλλά “παράδοση” είναι κι η πατριαρχία, να μαγειρεύει η γυναίκα, κι άλλα παρόμοια, που η Δήμητρα τα θεωρεί -και σωστά- “δουλοπαροικία…”


Στο τέλος οι Έλληνες, μονιασμένοι από τις εθνικές εκδηλώσεις τους -που θυμίζουν εθνική γιορτή και εκπομπές για το “ελληνικό Πάσχα”- κάθονται στο σαλόνι κι αρχίζουν να τρώγονται για τα πολιτικά, οπότε τους την λέει ο Γιόρικ που είναι ξένος (αν και “πατριώτης” κι αυτός). Η σκέψη της Παπαδοπούλου έχει ως ανώτατο όριο τη διχόνοια που χωρίζει τους Έλληνες σε στρατόπεδα. Υπάρχει βάση όμως σε όλα αυτά, καθώς αρκεί μια σπίθα (όχι του Μίκη) για να ανάψουν τα πνεύματα στο “ομόψυχο, πατριωτικό πλήθος”, που εύκολα μπορεί να αρχίσει να τσακώνεται πχ για τον Ολυμπιακό, την ΑΕΚ και τον ΠΑΟΚ.

Γκολάρες βάζουν και οι τρεις, για να θυμηθούμε το τραγούδι της αρχής και να κλείσουμε διαλεκτικά τον κύκλο. Ένα τραγούδι που συνδυάζει διαλεκτικά το οπαδικό, καρναβαλικό στοιχείο αυτών των συλλαλητηρίων (φουστανέλες, ΠΑΟΚ-Άρης-Ηρακλής κοκ). Και κλείνει με το υπέροχο “Ουστ”, που είναι σαν προφητική εικόνα από τα προσεχώς και τις πλατείες των Αγανακτισμένων.


Όσο για το στίχο-προτροπή “κόψτε το χαβαλέ”, ακούγεται μάλλον ως τραγική ειρωνεία από μια κατεξοχήν κωμική χαβαλεδιάρικη σειρά. Αλλά με το χαβαλέ μπορείς να πεις τελικά τα πιο σοβαρά πράγματα, από τα καλύτερα ως τα χειρότερα: να ρίξεις μύλο στο νερό του εθνικισμού ή να κάνεις μια τρομερή ανατομία της ελληνικής κοινωνίας και του εθνικισμού που την μαστίζει. Ή και τα δύο μαζί διαλεκτικά (ένωση και πάλη των αντιθέτων).

Από άλλο επεισόδιο, αλλά κολλάει με την επικαιρότητα...
Αλλά εντάξει, μια τέτοια ανάρτηση αξίζει κι αντίστοιχο φινάλε -λιγότερο “ξύλινο”.
-Τι έγινε ρε παιδιά; Πότε κοιμήθηκα αριστερός και ξύπνησα εθνικιστής; Τι ρεζιλίκια είναι αυτά;

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Έθνος και ταξική συνείδηση - Το δεύτερο μέρος

Η κε του μπλοκ παραμένει μέχρι νεωτέρας εξωτερικός παρατηρητής στις συζητήσεις που ανοίγουν στα σχόλια –χωρίς ωστόσο να τις σνομπάρει- και συνεχίζει τις αναρτήσεις επί του ίδιου θέματος, τη σύνδεση του έθνους με την ταξική συνείδηση, πιάνοντας το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει χτες.

Ο εθνικισμός αποτελεί ένα –φαινομενικά μόνο- παράδοξο πρότυπο για την «κοσμοπολίτικη» αστική τάξη. Όπως είδαμε πριν εκφράζει την κοινωνική συμμαχία του κόσμου της ιδιοκτησίας, ταυτόχρονα όμως προσφέρει μια αίσθηση κοινότητας που είναι απαραίτητη για να συσπειρώσει ευρύτερα λαϊκά στρώματα, σε έναν αιματηρό αγώνα για τα συμφέροντα της αστικής τάξης –ενώ αντίθετα ο αστικός ατομικός φιλελευθερισμός δεν αρκεί για να εμπνεύσει κάποια αντίστοιχη στάση στις μάζες. Το πιο σημαντικό ωστόσο είναι πως η ιδέα του έθνους καταφέρνει να συνδέει φαντασιακά με υπερταξικό τρόπο την κοινωνία των ιδιωτών, χωρίς να αρνείται και να αμφισβητεί την ιδιωτική ιδιοκτησία.

Η αστική τάξη λοιπόν υιοθετεί μια εξόχως αντιιστορική αντίληψη για το έθνος, που το θεωρεί αιώνιο κι αχρονικό: ήταν είναι και θα είναι (για να θυμηθούμε και το γνωστό σύνθημα των σκοπιανοφάγων για τη μακεδονία). Συνεπώς χάνει την ικανότητα να σκέφτεται ορθολοικά και παραιτείται από κάθε στοιχείο ορθού λόγου που ήταν το βασικό πνευματικό της όχημα στην περίοδο του διαφωτισμού και στηρίζεται πλέον στην ψευδή συνείδηση, που αγγίζει τα όρια της μυθολογίας.

Τα απαραίτητα επόμενα βήματα σε αυτήν την πορεία είναι η φυσικοποίηση του έθνους, που εφόσον δε σχετίζεται με την ιστορική εξέλιξη, αποκτά βιολογική οντότητα και θεωρείται στοιχείο της φύσης. Η κοινότητα της βιολογικής φύσης των μελών του έθνους, που αναγνωρίζει μεν την ύπαρξη τάξεων, αλλά επαγέλλεται την υπέρβασή τους και την ταξική αλληλεγγύη στο όνομά της. Η νομοτελής ροπή προς το ρατσισμό, την ιδέα της βιολογικής ανωτερότητας και της εθνοφυλετική καθαρότητας, που πρέπει να προστατεύεται από προσμείξεις με κατώτερα γένη. Η φυσικοποίηση του ανταγωνισμού και ο μισανθρωπισμός, που θεωρεί ότι ο πόλεμος βρίσκεται στη φύση του ανθρώπου και αρνείται να δώσει κάποια άλλη προοπτική στην ανθρωπότητα, κηρύσσοντας ένα ιδιότυπο «τέλος της ιστορίας».

Θα παρακάμψουμε χωρίς περαιτέρω ανάλυση ένα υπαινικτικό σχόλιο του περικλή για τους εθνικούς πολιτισμούς, για να προχωρήσουμε στο ζήτημα της σχέσης του εθνικισμού με τους ταξικούς αγώνες. Καταρχάς ο περικλής διαχώρισε τον εθνικισμό ως επιθετική αστική ιδεολογία απ’ τον επαναστατικό πατριωτισμό που επηρέασε τα επαναστατικά σκιρτήματα του εικοστού αιώνα και τον είδαμε ενεργό από τη ρωσία του 17’, την κίνα και το βιετνάμ, μέχρι την κούβα και την ελλάδα, συχνά με ένα αντιιμπεριαλιστικό περίβλημα, που ενσαρκώνει τον αμυντικό αγώνα για την υπεράσπιση της πατρίδας από κάποιον εξωτερικό εχθρό. Γι’ αυτό και η κυρίαρχη αντίθεση γινόταν αντιληπτή μεταξύ «λαού και ξένων», ενώ η αστική τάξη που συνεργαζόταν με τους δεύτερους θεωρούνταν δωσίλογη, προδοτική και ξεπουλημένη.

Παρόλα αυτά η κριτική για πατριδολαγνεία που ασκείται στα κκ του εικοστού αιώνα είναι απλοϊκή και άθλια, αδυνατώντας να διαβάσει διαλεκτικά την ιστορία και το εκάστοτε επίπεδο συνείδησης –καθώς ο πλειοψηφικός κορμός αυτών των κινημάτων είναι ο αγροτικός πληθυσμός, που είναι βαθιά συνδεμένος με τη γη του και την υπεράσπισή της. Αλλά του διαφεύγει η γνήσια διεθνιστική σκοπιά, καθώς έχει ως άνω όριό της την αλληλεγγύη προς άλλα καταπιεζόμενα έθνη και στην καλύτερη μια κοινότητα αλληλέγγυων λαών, χωρίς όμως προοπτική υπέρβασής τους. Κατεξοχήν αγροτική ήταν πχ η κινέζικη επανάσταση, που ήταν με χοντροκομμένες αναλογίες κατά ένα 20% κομμουνισμός και κατά ένα 80% αγροτικός πατριωτισμός –που οδήγησε στο ουτοπικό σοσιαλιστικό μοντέλο με βάση την αγροτική κομμούνα. Τέτοιες δυνάμεις αναδεικνύονται σήμερα πχ και στο κίνημα των ιθαγενών της βολιβίας, που θεωρούν τη γη κοινή τους μητέρα, δοσμένη από το θεό.

Κι ερχόμαστε στην εποχή μας, όπου κάποιοι προβάλλουν την αντιιμπεριαλιστική πτυχή και τη συγκρότηση εθνικών λαϊκών μετώπων ως το βασικό θεμέλιο για μια επαναστατική τακτική. Αυτοί οι κρίκοι όμως οδηγούν σε αποτελέσματα, μόνο όταν είναι υποταγμένοι στα ταξικά προτάγματα, διαφορετικά οδηγούν στην ήττα –όπως στην περίπτωση του εαμικού κινήματος, με την ασθενή δυστυχώς ταξική ανάλυση, αλλά και της εδα που πάτησε εν μέρει στο εαμικό κεκτημένο.

Όσοι ιεραρχούν σήμερα τέτοιους επιμέρους κρίκους ψηλότερα από το ταξικό στοιχείο, φαίνεται να αγνοούν πως αυτά τα προτάγματα δε διερμηνεύουν καμία πηγή της σημερινής κακοδαιμονίας. Όσοι προβάλλουν για προπαγανδιστικούς λόγους πχ την έξοδο από την ευρωζώνη ως πρώτο βήμα για μια σοσιαλιστική προοπτική, φαίνεται να υποτιμούν πως η συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ένωση δεν είναι κάτι που επιβλήθηκε έξωθεν στην ελληνική αστική τάξη αλλά μια εσωτερική ανάγκη και στρατηγική της επιλογή, χωρίς την οποία δύσκολα θα μπορούσε να επιβιώσει. Παράλληλα μοιάζουν να ξεχνάνε πως το κίνημα δε θα μπορούσε να μείνει σε αυτό το πρώτο βήμα, αλλά θα έπρεπε να προχωρήσει ταυτόχρονα και στο έκτο, το έβδομο και το όγδοο, προς τη μοναδική εναλλακτική προοπτική που ανοίγεται μπροστά του και δεν είναι άλλη από τη σοσιαλιστική. Συνεπώς ακόμα κι η καλοπροαίρετη ανακύκλωση σχημάτων του παρελθόντος καταλήγει να παίζει στο γήπεδο του αντιπάλου με τους δικούς του όρους και να είναι εκτός εποχής.

Σήμερα η αιχμή του δικού μας πολιτικού λόγου δε μπορεί να είναι το εθνικό ζήτημα, αλλά η καλλιέργεια της ταξικής συνείδησης, όχι από μια στενά εργατίστικη σκοπιά, αλλά από το πρίσμα της πανανθρώπινης χειραφέτησης και της μοναδικής προοπτικής που μπορεί να ενώσει πραγματικά την ανθρωπότητα. Ο περικλής συνέδεσε μάλιστα τις δυνατότητες αυτής της ζύμωσης με το επίπεδο της σύγχρονης μορφωμένης εργατικής τάξης, που χρειάζεται να πειστεί και να εμπνευστεί να παλέψει για τη σοσιαλιστική προοπτική, κι όχι να συρθεί σε αυτή την πάλη με το «τέχνασμα» ενός «χρήσιμου» εθνικού μύθου. Κι έκλεισε την εισήγησή του με μια πολύ εύστοχη σπόντα και τον σαφή διαχωρισμό του απ’ όσους απογοητεύτηκαν από τη στασιμότητα του ταξικού κινήματος και γοητεύτηκαν από τα εθνικά προτάγματα, ακολουθώντας το παράδειγμα της αλεπούς του αισώπου με τα κρεμαστάρια

Από τη συζήτηση που ακολούθησε, ξεχωρίζω μια σύντομη αναφορά του σοβιετικού κυριούλη στον όρο του αδύναμου (ή ασθενή κατά το ρεύμα της ΛτΙ) κρίκου, που δεν πρέπει να νοείται μόνο με την έννοια της όξυνσης των αντιφάσεων και της δυνάμει επαναστατικής κρίσης, αλλά και με αυτήν της απόσπασης του κρίκου από την ιμπεριαλιστική αλυσίδα και της αυτόνομης ύπαρξής του έξω από το διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό παραγωγής. Συνεπώς δε μπορεί να είναι μια οποιαδήποτε χώρα –όπως δεν ήτανε η ρωσία του 17’, με το ένα έκτο των εδαφών του πλανήτη και το πλούσιο υπέδαφος που διέθετε- πόσο μάλλον στις σημερινές συνθήκες έντασης της αλληλεξάρτησης των επιμέρους εθνικών οικονομιών. Γι’ αυτό και το πιο πιθανό είναι οι αδύναμοι κρίκοι της δικής μας εποχής να μην αφορούν έθνη-κράτη αλλά ολόκληρες περιοχές.

Κλείνοντας αυτή τη διπλή ανάρτηση, θέλω να σταθώ σε ένα βασικό σημείο. Ο εθνικισμός είναι μόνο μία πτυχή του φασιστικού φαινομένου, που πρέπει να ιδωθεί και να εξεταστεί παράλληλα με τη μαρξιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό και τις καπιταλιστικές κρίσεις. Όποιος γκρινιάζει ωστόσο για τη θεωρητική ανεπάρκεια του μαρξισμού και τους κομμουνιστές που πιάστηκαν στον ύπνο με το δυνάμωμα και την προέλαση των νεοναζί (αγνοώντας μεταξύ άλλων τη σχετική θεωρητική δουλειά που έχει γίνει σχετικά στη λδγ) για να μας σερβίρει ένα δικό του θεωρητικό πασάλειμμα με μπόλικη δόση αυταρέσκειας και ξαναζεσταμένα υλικά, το μόνο που καταφέρει να αποδείξει περίτρανα είναι το δικό του θεωρητικό έλλειμμα. Και πέραν τούτου ουδέν.