Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Σχόλια στο ημίφως

Την προπερασμένη βδομάδα, στον κινηματογράφο ίλιον, σε μια κάθετη της πατησίων, έγινε η παρουσίαση της μπροσούρας του κώστα τζιαντζή «για το επαναστατικό υποκείμενο στην εποχή μας», από τις εκδόσεις τόπος –που εσχάτως κυριαρχούν στον ευρύτερο χώρο του αντάριζα. Μια εισήγηση για το οργανωτικό ζήτημα (του ναρ και όχι μόνο) για εσωτερική χρήση στις διαδικασίες του ρεύματος, σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία (94’), όπου για επανάσταση μιλούσε μόνο η γλώσσα της διαφήμισης (επαναστατικό προϊόν για τη φαλάκρα, κτλ), όπως είπε ο ελαφρός. Και που ο αυτονόητος (για εμάς σήμερα) πρωτοπόρος ρόλος της εργατικής τάξης αμφισβητούνταν ακόμα κι από στοχαστές που είχαν θεωρητικά ως σημείο αναφοράς το μαρξισμό (από το μαρκούζε στη δεκαετία του 60’, ως τους χαρντ-νέγκρι και τον κοστάντσο πρέβε, στα πιο πρόσφατα χρόνια).


 Η εκδήλωση έπεσε κάπως πρωινή για αρκετούς συναγωνιστές της νέας βάρδιας του πρεκαριάτου, αλλά η σκοτεινή αίθουσα γέμιζε, όσο περνούσε η ώρα, κερδίζοντας το ενδιαφέρον πολύ κόσμου κι ανάμεσά τους του τόλιου και του πι-λαφ, που σχετιζόταν από τα χρόνια της χούντας με τον τζιαντζή και δεν χάνει τέτοιες ευκαιρίες, για να τονώσει το αριστερό του προφίλ. Κι όπως έβλεπα επί σκηνής τους τέσσερις ομιλητές και το συντονιστή της συζήτησης, με το κυριακάτικο πριν στα χέρια αρκετών από το κοινό, μου ήρθε συνειρμικά η στήλη «σχόλια στο ημίφως» -εξ ου κι ο τίτλος της ανάρτησης.

Πρώτος ομιλητής ήταν ο αλέξανδρος χρύσης, στενός φίλος του ρούση (που κυκλοφόρησε κι αυτός το τελευταίο βιβλίο του από τις εκδόσεις τόπος, μετά από χρόνια συνεργασία με τον γκοβόστη), με τον οποίο είχαν συνυπογράψει μια έκκληση συνεργασίας της ανταρσύα με τον αλαβάνο. Ομολογώ πως δεν πρόλαβα την εισήγησή του από την αρχή, για να έχω σφαιρική εικόνα και να εκτιμήσω εάν πάσχει κι αυτός από την ασθένεια που κληρονόμησε ο χώρος (και όχι μόνο) από τον τζιαντζή (και όχι μόνο), δηλ «να μιλάμε πολύ». Σχημάτισα ωστόσο την εντύπωση πως ήταν η παρέμβαση που εστίασε περισσότερο στο περιεχόμενο της μπροσούρας και ξεχώρισα την αναφορά του στην παγίδα του μεταμαρξισμού (των ζίζεκ, μπαντιού, κτλ) και τη διπλή του οριοθέτηση απέναντι στον τελευταίο και τον εκφυλισμό της ορθόδοξης γραφειοκρατίας. Αν κι είναι ζήτημα κατά πόσο το ρεύμα μπόρεσε να αντισταθεί στην κρυφή γοητεία του μεταμαρξισμού και του μεταμοντέρνου εν γένει. Και αν ειδικά σε οργανωτικό επίπεδο κατάφερε να αποφύγει τη λούμπα των μηχανισμών και της γραφειοκρατίας, ή αν βυθίστηκε πιο βαθιά μέσα τους, ακριβώς στο όνομα της καταπολέμησής τους.

Στη δεύτερη ομιλία, που κύλησε σε σχετικά αργούς ρυθμούς κι εξάντλησε τον χρόνο της, χωρίς να πιάσει όσα ήθελε- ο μάρκου στάθηκε σε κάποιους βασικούς σταθμούς-προβληματισμούς, που οδήγησαν τον τζιαντζή και το ναρ συλλογικά στην επεξεργασία του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Η μελέτη του χάρι μπρέιβερμαν για την υποβάθμιση της εργασίας στον εικοστό αιώνα και τις νέες μορφές απόσπασης υπεραξίας από το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Η διαπίστωση πως η ενσωμάτωση της εργατικής τάξης δεν περιορίζεται μόνο στις πιο ανεπτυγμένες χώρες με τη διευρυμένη εργατική αριστοκρατία, που οδήγησε κάποιους θιασώτες του μεταμαρξισμού στη συνολική απόρριψη του επαναστατικού της ρόλου. Η ανάγκη μιας επικαιροποιημένης εργασιακής θεωρίας για το στάδιο του καπιταλισμού, το επαναστατικό υποκείμενο, τη σχέση τακτικής-στρατηγικής –που αποτυπώθηκε εν μέρει σε κάποια συνεδριακά ντοκουμέντα του ναρ. Οι ιστορικές διακυμάνσεις στη σχέση «κόμμα-μέτωπο-κίνημα», που οφείλουμε να λύσουμε δημιουργικά, γιατί η υπονόμευση ενός από τους πόλους, οδηγεί στην κατάργηση της διαλεκτικής ενότητας και την υπονόμευση του συνόλου. Και η κακή συνήθεια να αντιλαμβανόμαστε το πρόγραμμα ως αυτοσκοπό κι όχι ως μοχλό που ανεβάζει το επίπεδο συνείδησης των μαζών. Γι’ αυτό και συνηθίζουμε να το υποκαθιστούμε με την πρότασή μας για το τάδε μέτωπο, την τάδε μορφή υποκειμένου, κτλ.

Αυτό το τελευταίο ήταν σαφές υπονοούμενο για την πρόσφατη περιπέτεια-πολιτικό φλερτ με τον αλαβάνο, που δεν ευδοκίμησε τελικά. Και σε κάνει εύλογα να αναρωτιέσαι (όσο αντιδιαλεκτική κι αν είναι η υπόθεση) αν ο τζιαντζής, που πρόσκειτο στη (σχηματικά ούτως ειπείν) κουκουνάρικη πτέρυγα απέναντι στη μεταμοντέρνα αναρχίζουσα χαριτάση, σήμερα θα ήταν και αυτός υπέρ μιας αριστερής συμπόρευσης και της λογικής που εκφράστηκε στο κείμενο των 11.

Ο πι-πι στη συνέχεια απέδειξε γιατί θεωρείται (και είναι) ένας πολύ ικανός ρήτορας –από τους καλύτερους του χώρου- μιλώντας εκτός κειμένου και με καταιγιστικό ρυθμό, για μια σειρά πράγματα, που ομολογώ πως δεν έχω αρκετά καλές σημειώσεις, για να επιχειρήσω να τα αναπαραγάγω με αξιώσεις: για το ότι ο τζιαντζής διαλέγεται στην μπροσούρα αυτή μάλλον με το λούκατς, παρά με τον γκράμσι, όπως ισχυρίστηκαν οι προηγούμενοι. Για τη δύσκολη σχέση του με το λευκό χαρτί και την προτροπή του προς τα νεότερα θεωρητικά στελέχη να γράφουν, καθώς ο ίδιος ήταν μάλλον οργανωτικό στέλεχος, όχι όμως με τη στριφνή έννοια εκείνου που προσέχει μη τυχόν κάποιος σφος έχει.. απόψεις, που ήταν κι η βαρύτερη κατηγορία που μπορούσαν να σου προσάψουν στο κόμμα. Για το κλασικό λατινικό ρητό «τα γραπτά μένουν, τα λόγια πετάνε» και την απορία των μαθητών γιατί άραγε είναι προτιμότερο να μένεις πίσω κι όχι να πετάς. Για τα κείμενα που μένουν ανυπεράσπιστα από το συγγραφέα τους, καθώς αποκτούν δική τους υπόσταση και για το είδος του αναγνώστη που συνήθως «ανακαλύπτει» σε ένα κείμενο, μόνο ό,τι υπάρχει ήδη στο μυαλό του. Για τους στοχαστές που θεωρητικοποίησαν την απογοήτευσή τους κι απέρριψαν τον πρωτοπόρο ρόλο της εργατικής τάξης, μοιάζοντας με τον πέρση βασιλιά ξέρξη, που μαστίγωνε τη θάλασσα μετά το ναυάγιο του στόλου του, για να την τιμωρήσει. Για το κακό εκλογικό αποτέλεσμα της μαχόμενης αριστεράς το 93’ και τους ηττημένους στρατούς που (σύμφωνα με το λένιν) μαθαίνουν καλύτερα –εν προκειμένω δηλ πως δεν αρκούσε ένα καλύτερο ή πιο έντιμο κκε, ούτε η επιστροφή σε ένα μυθικό, εξιδανικευμένο παρελθόν πριν το 34’, το 56’, κοκ, αλλά μια υπέρβαση. Και για το ναρ, που μπορεί να έχει πολλά ελαττώματα, αλλά σίγουρα δεν είναι σέχτα. Για την υποστασιοποίηση της εργατικής τάξης στο κόμμα, όπως την εξέτασε ο λούκατς, το (κατά μαρξ) κόμμα με την πλατιά και τη στενή έννοια, και την επανάσταση μες στην επανάσταση του 1848 και του 17’ –κάπου εκεί έφυγε και ένα μπουκάλι, νομίζω, από τα χέρια του ελαφρού, αλλά ήταν μάλλον τυχαίο και άσχετο με όσα άκουγε. Για την ιδέα του λούκατς ότι η εργατική τάξη πρέπει να απελευθερωθεί και από τον εαυτό της. Για την επαναστατική κρίση και για το ρόλο του κράτους στην κυριαρχία της κεφαλαιοκρατίας.

Το καλύτερο όμως, ήταν μια ιστορία από τα χρόνια στο κκε, που «είχε εξορίσει» τον ανήσυχο τζιαντζή στο άγονο μέτωπο της απλής αναλογικής, που δεν του πήγαινε κι ασφυκτιούσε, με αποτέλεσμα να μιλήσει πχ σε μια εκδήλωση στη νομική με το φοβερό τίτλο «η διεθνής καπιταλιστική κρίση, η κατάσταση στην ελλάδα κι ο αγώνας για την απλή αναλογική» -ή κάτι αντίστοιχο. Κι αφού επικαλέστηκε την αφηρημάδα του, ότι ξέχασε δηλ τα γυαλιά του και δεν μπορούσε να διαβάσει το λόγο που είχε ετοιμάσει –ποιο λόγο δηλ, που όσοι το γνώριζαν, ήξεραν πως συνήθως έγραφε κάτι ορνιθοσκαλίσματα πάνω σε πακέτα από τσιγάρα- έκανε μια δική του ολοκληρωμένη ανάλυση, για να προσθέσει απλά στο τέλος: α ναι, και για όλα αυτά λοιπόν, είναι πιο επίκαιρος από ποτέ ο αγώνας για την άμεση καθιέρωση της απλής αναλογικής.


Τι να το κάνεις όμως το ρητορικό χάρισμα, όταν δένει ως τελικό συμπέρασμα με το ενιαίο μέτωπο μιας (παν)αριστερής κυβέρνησης, όπως πχ στο τελευταίο βιβλίο του παπακανωσταντίνου. Καταλήγεις απλώς να προκαλείς μικρούς κυματισμούς με τους λόγους και τα γραπτά σου, χωρίς να αφήνεις όμως τα ίχνη σου, όπως είπε κι ο πι-πι σε ένα άλλο σημείο της παρέμβασής του.

Ο ελαφρός ήταν, κατά το δικό μου υποκειμενικό κριτήριο, ο λιγότερο συναρπαστικός ομιλητής, αλλά κι αυτός με την πιο σοβαρή πολιτική στάση συνολικά, πέρα από το θέμα της εκδήλωσης, μετά από τις τοποθετήσεις (σχηματικά) δεξιών, που είναι μεν μειοψηφία, αλλά μάλλον πιο προβεβλημένη συγκριτικά, με βάση και τα άτομα-προσωπικότητες που την απαρτίζουν. Κι είναι ζήτημα τώρα, αφενός αν θα γίνει κανονικά τον επόμενο μήνα η συνδιάσκεψη της ανταρσυα με τα καινούρια δεδομένα και το ορατό ενδεχόμενο για εκλογές στις αρχές φλεβάρη –που σημαίνει προεκλογική περίοδο από την πρωτοχρονιά του 15’ αν όχι νωρίτερα. Κι αφετέρου αν έχει νόημα να συνεχίσει η ανταρσυα να συγκαλύπτει τις διαφορές των οργανώσεών της και να παντρεύει ως μετωπικό σχήμα δύο διαφορετικά πολιτικά σχέδια, με τους μεν να κατηγορούνται εντελώς άδικα για μικροκουκουεδισμό και τους δε να μη συμμετέχουν επί της ουσίας στην ανταρσυα, όσο αυτή δε διευρύνεται με τα πολιτικά ανοίγματα που προκρίνουν.

Η εκδήλωση έκλεισε παραδόξως (για τα δεδομένα του χώρου) νωρίς, κι εντός χρονοδιαγράμματος (χάρη και στον παλαίμαχο συντονιστή), χωρίς παρεμβάσεις από το κοινό και συζήτηση. Ποιο είναι λοιπόν το συμπέρασμα σφοι; Ομολογώ πως δεν έχω διαβάσει ακόμα την (όχι αποθαρρυντικά μεγάλη) μπροσούρα του τζιαντζή, για να εκφέρω γνώμη, πιθανόν γιατί δε μου είναι ιδιαίτερα ελκυστικά τα εσωοργανωτικά κείμενα του ναρ (και όχι μόνο). Από την άλλη, η έκδοση δεν είναι ιδιαίτερα ακριβή (πέντε ευρώ και κάτι τη βρίσκει κανείς στην πολιτεία), θίγει οπωσδήποτε ενδιαφέροντα ζητήματα και είναι από τα σπάνια γραπτά ντοκουμέντα μια ενδιαφέρουσα κι αξιόλογη προσωπικότητα, όπως ο κώστας τζιαντζής.


Συνεπώς σφε αναγνώστη… Εσύ αποφασίζεις!

Υγ: εδώ μπορείτε να δείτε από την παντιέρα, τα βίντεο με τις παρεμβάσεις των ομιλητών.
Κι εδώ το ρεπορτάζ του σπαρίλα από την εκδήλωση (παραλλαγή του οποίου δημοσιεύτηκε και στο τελευταίο φύλλο του πριν).

1 σχόλιο:

Παπουτσωμενος Γατος είπε...

Βιβλια/μπροσουρες με τετοιου ειδους θεματα κινουνται αναμεσα σε 2 συμπληγαδες,για καποιον που ξερει εστω τη βασικη αλφαβητα:

Α)Αν κινουνται σε κλασικη/ορθοδοξη κατευθυνση,τοτε ειναι αναμασημα της γνωστης αλφαβητας,με τα γνωστα τσιτατα των κλασικων σε επαναληψη x100.Το θεμα και το ποιντ του βιβλιου θα χει εξαντληθει απο τις πρωτες 20 σελιδες και τα υπολοιπα θα ειναι ριπιτ.

Β)Αν κινουνται σε νεομαρξιστικη σκοπια,θα χεις οτι και στο Α,μονο που θα'σαι αντιμετωπος με την μπαρουφολογια των νεομαρξιστων και θα στραμπουλας το κεφαλι σου για να διαβασεις μια προταση.


Για τους παραπανω λογους μεινε μακρια,εκτος και αν εχεις πολυ ελευθερο χρονο (που δεν το νομιζω).
Προσωπικα,εχω σταματησει εδω και ενα διαστημα να διαβαζω βιβλια που δεν εχουν να κανουν με οικονομια ή ιστορια,αλλα ειναι αμιγως πολιτικα.