Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Οι σκλαβωμένοι δε γιορτάζουνε ποτέ

Απελευθέρωση, απελευθέρωση... Χμμμ. Τι είναι δηλαδή αυτή η απελευθέρωση, ε; Τι την θέτε, τέλος πάντων, εσείς αυτήν την απελευθέρωση, μου λέτε;


Αυτή πια -η 12η Οκτώβρη- δεν είναι επέτειος αλλά η Αλεζία από το Αστερίξ, που κανείς τους δε θέλει να θυμάται, θα την ψάχνει ο ιστορικός του μέλλοντος στα σχολικά βιβλία και δε θα την βρίσκει πουθενά, χαμένη στο χρονοντούλαπο της λήθης, που στέκει ετυμολογικά στον αντίποδα της αλήθειας -και δεν έγινε τυχαία σύνθημα και στάση ζωής του ΠΑΣΟΚ.

Κι έτσι το επίσημο κράτος τιμάει την ένδοξη «Ζεγκόβια» στις 28 του μήνα, όταν το γαλατικό χωριό είπε το δικό του ΟΧΙ, ενώ ο Λουδοβίκος Μεταξάς -που θα τον λέγαμε Βερσιγκετόριγα, αν δεν είχε μια σειρά λόγους να ζηλεύει το κύρος και τη νομιμοποίηση που απολάμβαναν οι αρχηγοί εκείνων των αρχαίων φύλων, όπως σημειώνει κάπου ο Ένγκελς- είπε σε άπταιστα γαλλικά «αλόρ σ’ε λα γκερ» στον πρέσβη του Καίσαρα Μουσολίνιους. Μια φράση χαμένη στη μετάφραση, που αποδόθηκε ψευδώς ως «περήφανη άρνηση», καθώς η επίσημη ιστορία έχει πέσει στη χύτρα με τα παραμύθια, όταν ήτανε μικρή.

Κάπως έτσι μεταφράζουν στη γλώσσα τους και την ελευθερία -την επανάσταση, που την κάνουν τα νέα προϊόντα, κοκ.

Η ελευθερία για αυτούς είναι πράγματα μικρά και ασήμαντα. Να μπορείς να βρίζεις ανέξοδα τους από πάνω -πχ «Μητσοτάκη γαμιέσαι»- και να αλλάζεις δυνάστη με εκλογές -για να λες «Ανδρουλάκη γαμιέσαι, Κανσελάκη γαμιέσαι κοκ». Οι κρατούντες επιτρέπουν τα «προστυχόλογα» αρκεί να μη γίνουν πράξεις πρόστυχες, όπως η απεργία και η ανυπακοή, που αμφισβητούν τους ρόλους του παιχνιδιού.

Ξεχνάν βολικά -σαν την Κύπρο- το δίλημμα «Ελευθερία ή θάνατος», καθώς η ζωούλα εν τάφω και η επιβίωση είναι υπέρτατη αξία. Μα ποιος τα αναμασά πια, τη σήμερον ημέρα, αυτά τα αναχρονιστικά και τα κάνει σημαία του; Ανεξαρτησία γύρευες κι εσύ, τρέχεις με όποιον φτάνει κι όποιον σου βρεθεί -κι ούτε καν να σου σταθεί, σε μια ώρα ανάγκης, όπως στον Αττίλα. Γιατί να σε αγαπάω δηλαδή και να τραγουδώ τον ύμνο σου, που ξέχασες ποιον ακριβώς υμνούσε (τη συνείδηση της αναγκαιότητας).

Για εμάς πάλι η εθνική ανεξαρτησία στην καλύτερη είναι κρίκος για να βρούμε τον αδύναμο κρίκο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Κι ο λαός δεν έχει να χάσει παρά μόνο τους κρίκους του, που τον δένουν σε αυτό το σάπιο σύστημα, αρκεί να μην τους δει σαν κόσμημα που ομορφαίνουν τη μισθωτή σκλαβιά του. Μα η χειρότερη σκλαβιά είναι όταν αγαπάς τα δεσμά σου -ενίοτε και τον δεσμοφύλακα. Αγάπα το κελί σου, τρώγε το σανό σου -και τα ψίχουλα που μας ρίχνουν- και αποχαυνώσουν στην τιβί.

Η ελευθερία για αυτούς είναι ξέρω εγώ η Αρβανιτάκη -αρκεί να μη θυμάται τα νιάτα της και να μην πηγαίνει να τραγουδά στο Φεστιβάλ. Κι εμείς, στο δικό τους αφήγημα, είμαστε μια «Οπισθοδρομική Κομπανία» -πολλοί την μπερδεύουν με τα «Παιδιά απ’ την Πάτρα» του Πελετίδη- που όμως παλεύει για να φέρει στο σήμερα την κοινωνία του μέλλοντος.

Μα η ελευθερία για εμάς είναι μια ωραία γυναίκα. Ή έστω άντρας. Ή ένα άτομο με δυσφορία φύλου και δικαίωμα να κάνει οικογένεια -κι μην το υπερψηφίσαμε. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι όμως κάνα χοντρογούρουνο αστικό. Κι αυτό δεν είναι σπισισμός ή χοντροφοβία -ούτε ομοφοβία. Είναι κοινωνική ανάλυση. Γιατί η απελευθέρωση, αν δε θέλουμε να είναι απλές συλλαβές και ρίγες στη σημαία- είναι πρωτίστως κοινωνική, με ταξικό πρόσημο -αλλιώς δε θα υπάρξει.

Μα οι απελεύθεροι, οι απλώς και μόνο τυπικά ελεύθεροι και μη ωραίοι των Αθηνών, δε γιορτάζουν ποτέ την Απελευθέρωση της πόλης τους -που δεν τίμησε ποτέ τους ελευθερωτές της αλλά μόνο τους Βρετανούς που την υπερασπίστηκαν με πάθος από την ελευθερία. Εκτός και αν αυτή τους έρθει δοτή και κουτσουρεμένη -όπως κάποτε με τους Βρετανούς- χωρίς καμία αρετή και τόλμη. Οι ραγιάδες δε γιορτάζουνε ποτέ...

Κάπως έτσι μεταφράζουν και την ομορφιά του αστικού τοπίου.

Όμορφη πόλη για αυτούς είναι ένα τουριστικό γκέτο, με χαρούμενους καταναλωτές, χωρίς ενοχλητικούς κατοίκους. Μια μεγάλη βιτρίνα χωρίς αληθινή ζωή, με ντόπιους-μαριονέτες για το φολκλόρ. Και πάνω από όλα χωρίς βρόμικους απόκληρους της ζωής, χωρίς φτωχούς, «πρεζάκηδες» -που θέλουν να τους παρκάρουν σε ελεγχόμενους χώρους σαν αυτοκίνητα-, εξαρτημένους από ουσίες και από τον μισθό τους, χωρίς πρόσφυγες και άστεγους, που θα τους κρύβουμε κάτω από το χαλί των επισήμων.

Εσύ πατάς στο κόκκινο χαλί των επισήμων
Κι εγώ είμαι στο ψάξιμο γυναίκας και ενσήμων

Για εμάς όμορφη πόλη είναι αυτή που έχει χαρούμενους κατοίκους, χωρίς προβλήματα -που δε θα τα κρύβουν απλώς κάτω από το χαλάκι ή τους ευημερούντες αριθμούς. Κι ως τότε, της γης οι κολασμένοι πρέπει να οργανωθούν και να παλέψουν, όπως κάποτε οι σαλταδόροι του ΕΑΜ. Γιατί πραγματικά λούμπεν είναι μόνο αυτοί που χάνουν την ταξική τους συνείδηση και δεν κάνουν κάτι να αλλάξουν τη σακαταμένη μοίρα τους. Και -ίσως ακουστεί ιδεαλιστικό, αλλά- η χειρότερη εξαθλίωση είναι κυρίως πνευματική, κι ας είναι καθ’ όλα υλικές οι συνέπειές της.

Όμορφη πόλη είναι αυτή του Μίκη, να την τραγουδάει η Νατάσσα -η δική μας «απόλυτη»- κι ας μην ήρθε φέτος στο Φεστιβάλ ή έστω ο Μπατμανίδης -κι ας μην έρθει ποτέ σε Φεστιβάλ.

Όμορφη πόλη ήταν η κόκκινη Αθήνα το περασμένο Σάββατο. Το πανό του ΕΑΜ στην Κοραή, τα τρικάκια που γέμισαν την Πανεπιστημίου, τα κόκκινα ποτάμια στις προσυγκεντρώσεις, η μπάντα που έπαιζε τον ύμνο του ΕΛΑΣ στον δρόμο. Γιατί «ένα τραγούδι είναι η ζωή μας» κι αυτό τουλάχιστον περνάει και από το δικό μας χέρι, να το επιλέξουμε: αν θα είναι λυπητερό - μίζερο, αν θα είναι χαβαλέ - καψούρικο για σοκολατόπαιδα ή αν θα παίρνει θέση για όσα γίνονται και θα γίνεται ένα αντάρτικο τέχνης -σε πόλεις, κάμπους και βουνά.

Το περασμένο Σάββατο καταλάβαμε την Αθήνα και δη το κέντρο της. Πήραμε τη Σκωμπία (νανού, νανού, νανού). Μονάχα για μια μέρα, αλλά είναι απλώς μια γενική πρόβα. Είδες πόσο εύκολο είναι να αλλάξει η εικόνα της πόλης, με δυο - τρεις κινήσεις; Αυτές δηλαδή που θα κάναμε, αν μας ρωτούσαν το κλασικό: τι θα άλλαζες αν ήσουν πρωθυπουργός (υπουργός, δήμαρχος κτλ) για μια μέρα; Θα ξαναέβαφα γαλάζια τη θάλασσα έβαζα το πανό του ΕΑΜ στο κτίριο της Κοραή.

Έστω αυτό. Γιατί όλα τα άλλα, τα βασικά - μεγάλα προβλήματά μας είναι δομικά, σύνθετα και δεν αλλάζουν σε μια μέρα, με μαγικό ραβδάκι -και πάντως «ποτέ την Κυριακή» των εκλογών, με μια απλή ψήφο.

Γιατί αυτή η πόλη -που έχει φτάσει να είναι η μισή χώρα- είναι μια άθλια τσιμεντούπολη, που οι οπαδοί την λένε «μπασταρδούπολη» -και μη σοκάρεστε όσοι τραγουδήσατε πέρσι στο Φεστιβάλ την «μπασταρδοκρατία» (δυο φορές)! Και η οποία θέλει γκρέμισμα, για να φτιαχτεί από το μηδέν και να μη μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα...

Μα πώς -και τι- να γκρεμίσεις χωρίς να σκοντάψεις πάνω στην ιστορία; Τι να γκρεμίσεις σε έναν τόπο, όπου όποια πέτρα και αν σηκώσεις θα βρεις από κάτω την «αρχαία σκουριά», τους αγώνες του λαού μας και το ανεξίτηλο σημάδι του ΚΚΕ; Αυτά τα κόκκινα σημάδια στις πέτρες, δεν μπορεί παρά να είναι από αίμα.

Αυτό το Κόμμα, που έχει μάθει να ζει σε «πέτρινα χρόνια», είναι «μπόλικη πέτρα, μπόλικη καρδιά». Κι όλα θα ξεκινήσουν μια μέρα από κάποιο Πέτρογκραντ, μια κόκκινη Πετρούπολη ή κάποιον Πέτρο εξαδάχτυλο, που θα έχει καλύτερο κριτήριο από τον Πι-Πι που πήγε με τον Λαφαζάνη και λοιπούς βαρεμένους εξαδάχτυλους πατριώτες. Κι αν το Κόμμα έχει κάνει λάθη, ο αναμάρτητος τον λίθο βαλέτω. Και τον πρώτο λίθο τον ρίχνει το ίδιο το Κόμμα κι ας μην έχει το αλάθητο -αν και die Partei hat immer recht. Κάνει την αυτοκριτική του, χωρίς να λιθοβολεί το παρελθόν με λαθολογίες, αναδεικνύοντας ποια είναι η λυδία λίθος -της στρατηγικής. Κι όταν κινδύνεψε με διάλυση, έμειναν λίγοι σφοι που αρνήθηκαν να γίνουν ριψάσπιδες και όσοι έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους, τις είδαν να γίνονται σύντροφοι και νέα μέλη από το πουθενά, όπως με την Πύρρα και τον Δευκαλίωνα. Και σε αυτές εδώ τις πέτρες, αρχαία σκουριά δεν πιάνει...

Το Σάββατο, όμως, έλειπαν μόνο οι δωσίλογοι που λούφαζαν στα κτίρια της Πανεπιστημίου και πυροβολούσαν ύπουλα το πλήθος από τις τρύπες τους. Ή μια κατακόκκινη σημαία με σφυροδρέπανο, στα παλιά γραφεία του ΚΚΕ στο Σύνταγμα -επί της Όθωνος. Εκτός και αν το κρατάμε για την επέτειο των Δεκεμβριανών. Να βάλουμε και τίποτα εκρηκτικά στα θεμέλια του «Μεγάλη Βρετανία» -μην αφήνουμε μισές δουλειές- χτίζοντας στη θέση του ένα Μουσείο με τα πειστήρια των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων -ή της ανισότιμης αλληλεξάρτησης, δε θα τα χαλάσουμε εκεί τώρα.

Ή να κάνουμε μια συμβολική επίθεση στο Βάιλερ στου Μακρυγιάννη, όπου είναι η Εφορεία Αρχαιοτήτων, που ξεπουλά τα μνημεία σε εργολάβους, αλλά θέλει πίσω τα Ελγίνεια -να τα ξεπουλήσει κι αυτά. Μπήκαν στην (ακρο)πολη οι εχθροί. Πώς να συγκινηθούν όμως τώρα για τους εργολάβους, που στήνουν λημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη, όσοι επευφημούσαν τον Δεκέμβρη τους Βρετανούς, που έκαναν τον βράχο πολεμικό ορμητήριο, χωρίς να σεβαστούν τίποτα;

Κι ύστερα να κάνουμε μια πολιτική εκδήλωση στο Καλλιμάρμαρο, όπως το ’45, με το ΕΑΜ και τον Ζαχαριάδη, να δουν τι θα πει «εξαντλήθηκαν οι θέσεις (τα εισιτήρια)», που τώρα το λέμε στη γλώσσα του Σκόμπι, σαν το ξεπούλημα -sold out. Μα σε αυτά τα Καλλιμάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει...

Κι αν αναρωτιέσαι, σφε αναγνώστη, τι ακριβώς περιμένουμε και γιατί να μην τα κάνουμε άμεσα όλα αυτά, η απάντηση είναι απλή: γιατί η πολιτική ομιλία - συναυλία του Σαββάτου είχε λίγες χιλιάδες κόσμου, το ένα δέκατο από όσους μάζεψε η συναυλία της προηγούμενης μέρας, για τα Τέμπη, στο Καλλιμάρμαρο. Και γιατί η ανθρωπολογική σύνθεση της Παρασκευής είχε πολλά ελπιδοφόρα κι αντιφατικά στοιχεία, απείχε πολύ όμως από το να παραπέμπει σε ένα νέο ΕΑΜ -αλλιώς στην είσοδο οι σφοι δε θα μοίραζαν προκηρύξεις, αλλά τουφέκια.

Η συναυλία για τα Τέμπη είχε αρκετούς φασαίους, νέους που δεν ήξεραν όλα τα τραγούδια, μπούμερ που δεν ήξεραν τα καινούρια και μια φθίνουσα πολιτικοποίηση στη ροή προγράμματος και των καλλιτεχνών. Από το Μανιφέστο των ΚΘ που δεν έπαιξε πουθενά σχεδόν -γιατί δεν ήταν αυλή της Παζαΐτη, σαν τον Λουδοβίκο, να είναι κάτι σαν εσωτερική «αντιπολίτευση» της ΝΔ έστω και να το προβάλουν αντίστοιχα- και το συγκινητικό τραγούδι του Φοίβου -που ούτε αυτός ήρθε φέτος στο Φεστιβάλ- στους άχρωμους Θανασομάλαμες στο φινάλε. Κερασάκι στην τούρτα, η «παραπολιτική» πληροφορία πως η απόλυτη Βίσση είχε αφήσει τα μηχανήματα από τη δική της συναυλία ως σιωπηλή ένδειξη τεχνικής συμπαράστασης προς τους γονείς των θυμάτων και την προσπάθειά τους.

Ίσως θυμήθηκε την εποχή που τραγουδούσε «στα χρόνια της Υπομονής», όπως στα «καλύτερά μας χρόνια», τον καιρό της Μεταπολίτευσης. Αλλά τα καλύτερά μας χρόνια δεν τα έχουμε ζήσει ακόμη. Λες να τραγούδησε και Χικμέτ η «απόλυτη»; Όχι, γιατί δε θα τον ήξερε το κοινό της -ούτε και οι φασαίοι των Τεμπών, αλλά έτερον εκάτερον. Κι αν τελικά το «έχω πεθάνει για σένα» είναι για το Κόμμα και τους αγωνιστές που στήθηκαν υπερήφανοι στο απόσπασμα; Βαθύ υπονοούμενο, γιατί η τέχνη δεν μπορεί παρά μόνο σε τελική ανάλυση να σου δίνει τροφή για σκέψη -όχι μασημένη εξ αρχής. Το λέει και αυτό κάπου ο Ένγκελς, ίσως στην μπροσούρα για τον ρόλο της βίας στην ιστορία, από όπου και το γνωστό τσιτάτο: η Λία είναι Βίσση και η Βία είναι Λύση. Αν και τον καιρό εκείνο η Άννα έγραφε το δικό της επίθετο με ύψιλον στο τέλος (ως «Βίσσυ»), όπως ανακάλυψε απρόσμενα η κε του μπλοκ σε μια έκθεση στο Νιάρχος για τα 50χρονα της Μεταπολίτευσης -να πάτε οπωσδήποτε, όπως και στις αντίστοιχες εκθέσεις στο Σύνταγμα (των σκιτσογράφων-γελοιογράφων) και στο Πάρκο Ελευθερίας.

Κι αν έλαβαν και οι δικές σας κεραίες κάποια κύματα σκατοψυχιάς για τους γονείς των θυμάτων, είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα της δύναμης του συστήματος να περνάει τη σκατίλα του στον κόσμο, σε ένα κομμάτι λυκοκοινωνίας (του δόγματος: άνθρωπος προς άνθρωπο λύκος) που στηρίζει την εκάστοτε λυκοσυμμαχία και «ενημερώνεται» κατευθείαν από τα τρολ του διαδικτύου, που δίνουν γραμμή στα δελτία, αντικαθιστώντας τα κυβερνητικά νον-πέιπερ. Κι αφού βάλουν τα μυαλά του κόσμου στο μπλέντερ, φτάνουμε από το περήφανο «Δεν ξεχνώ» στο «σε δέκα χρόνια δε θα θυμάται κανείς...» -πχ τα μνημόνια. Και σε άλλα δέκα, θα ’ναι έτοιμοι να βγάλουν πάλι το παλιό κακό ΠΑΣΟΚ που δεν αγαπήσαμε.

Λέγαμε όμως για το Σάββατο. Εκεί που ο ΓΓ έκλεισε την ομιλία, λέγοντας πως -αυτή τη φορά- ο αγώνας του λαού πρέπει να φτάσει μέχρι τέλους. Και εσύ κάνεις ένα ακόμα αυθαίρετο άλμα με συνειρμούς και φαντάζεσαι νοερά το κόκκινο ποτάμι να αποθεώνει τον θρυλικό μάγκα (που χόρευε με τα κλαρίνα του Μάγκα στο Φεστιβάλ) και να φωνάζει ρυθμικά: μέχρι τέλους, οε-οε-οε. Και μετά να λέει το σύνθημα για την «μπασταρδούπολη αυτή» (όπου όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θρύψαλα τα τζάμια στον ηλεκτρικό, και μεταμοντέρνες αφηγήσεις που θάβουν τους αγώνες του λαού μας) και στο καπάκι την «μπασταρδοκρατία».

Κι ύστερα έθεσε το ρητορικό ερώτημα τι έχει αλλάξει από εκείνη την εποχή -για να απαντήσει πως ό,τι οδήγησε στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, είναι ακόμα εδώ ως φαινόμενο και αιτία.
Πόσο άλλαξες, πόσο άλλαξα... Μα όλα τα ίδια μένουν, όσο δεν τα αλλάζουμε εμείς και πιστεύουμε παρ-άλογα στα πράσινα άλογα της εκάστοτε «Αλλαγής». Και είναι μεγάλη συζήτηση, πώς και τι, για να την πιάσουμε αναλυτικά τώρα στο κλείσιμο.

Και γιατί μας τα λες τώρα αυτά, μια βδομάδα μετά από την επέτειο;

Για να τιμήσω τα ταξικά αντανακλαστικά του Γ. Παπανδρέου, που ήρθε στις 18 του μήνα, μια βδομάδα σχεδόν μετά από την απελευθέρωση, γιατί φοβόταν τον λαό που κυβερνούσε και -αν δεν κάνω λάθος- το προηγούμενο βράδι είχε κοιμηθεί πάνω σε ένα πλοίο, στο λιμάνι. Εκτός κι αν το μπερδεύω με την αποστολή της μπασκετικής Team USA στους Αγώνες της Αθήνας το ’04 και τον παπατζή Λεμπρόν, που είχε «ραντεβού με την ιστορία» και έκανε τα πάντα για να παίξει στην ίδια κυβέρνηση με τον γιο του τον Μπρόνι, που βγήκε πρωθυπουργός το ’81, καβάλα στο άλογο.

Κι αν βαρεθήκατε τα αθλητικά υπονοούμενα της κε του μπλοκ, να πάτε την Κυριακή να ακούσετε τον σφο από το Κόμμα, που τα λέει κρυστάλλινα και τσεκουράτα, για τον βετεράνο του Άρη, Αλέκο Σιώτη, όπου ο αθλητισμός είναι απλά αφορμή και υπόβαθρο, για να μιλήσουμε για τους αγώνες του λαού μας και την πραγματική απελευθέρωση που έμεινε στη μέση...

Δεν υπάρχουν σχόλια: