Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

Όταν έκλαψε ο Μήτσος

Αν η κόκκινη Πολιτεία στο Τρίτση -και αλλού- είναι μικρογραφία της κοινωνίας που θέλουμε να φτιάξουμε, το ξεστήσιμό της στο τέλος είναι άραγε ανατροπή που επιβάλλεται από τα πάνω ή κατάρρευση εκ των έσω; Και αν το Φεστιβάλ είναι εικόνα από τα προσεχώς της ιστορίας, η αναδρομή του ντοκιμαντέρ στη διαδρομή του μες στον χρόνο είναι ίσως ένα είδος ανασκαφής του μέλλοντος, στο μπόι των ονείρων και των αναμνήσεών μας;

Αν η Καρυστιάνη πήγε σαν «κατάσκοπος» να πάρει ιδέες από τη γιορτή της Ουμανιτέ -που σήμερα έχει γίνει εμποροπανήγυρη, όπως λέει ο Χιώνης- κι είδε χρώματα, αρώματα, γεύσεις, μια γιορτή των αισθήσεων (και των παραισθήσεων -που είναι συνώνυμες της αυταπάτης), το δικό μας Φεστιβάλ έγινε τόσα και ακόμα περισσότερα, πολύ παραπάνω από μια απλή αντιγραφή - εισαγωγή μιας καλής ιδέας. Μια ανθρώπινη μηχανή παραγωγής πολιτισμού και αναμνήσεων, μια τεράστια έκρηξη συναισθημάτων -ψυχικό big bang, θα το έλεγε ένας ΣΘΕίτης στη γλώσσα του- όπου ξεκινάν και τελειώνουν όλα. Εν αρχή ην το Φεστιβάλ. Βρε πώς έχεις μεγαλώσει... Κοίτα, πληθύναμε πολύ!

Κι η παράσταση (ντοκιμαντέρ) αρχίζει. Η τρίχα παγώνει, το αίμα σηκώνεται. Τα πρώτα ηρωικά Φεστιβάλ της μεταπολίτευσης, οι ιστορικές συναυλίες, το «μπιζ» για να παίξει πάλι το «Δέντρο». Ο Μάνος, ο Θάνος και ο Μίκης. Ο Κατράκης και ο Ρίτσος. Η απαγγελία για τα παιδιά της ΚΝΕ, η απαγγελία για τη Σωτηρία, η αναγγελία από τα μεγάφωνα ότι πέθανε ο Λοΐζος. Ανατριχίλα, δέος, πηχτή συγκίνηση! Στιγμές στα όρια του μύθου -και ας τις είδαμε ζωντανά, όπως λέει ο Λαμπρίδης στη δική του μαρτυρία.

Φτάνεις στα χρόνια της κρίσης, του «Σκοτεινού Δωματίου», για τα οποία κανείς Παπαχελάς δε θα γράψει -μόνο ξώφαλτσα ένα επεισόδιο των Φακέλων, όπου μιλάει και η Παπαρήγα η καλή. Κρίση, αντεπανάσταση, άνεμοι της αλλαγής, ασκός του Αιόλου, κουτί της Πανδώρας και στο βάθος μένει η ελπίδα, που είναι η πάλη των λαών και το ιστορικό πρωτοσέλιδο του Ριζοσπάστη για την κόκκινη σημαία που δεν υποστείλαμε ποτέ. Δεξιά και αριστερά (φυγο)κέντρα, ατάκτως ερριμμένα, όλα μαζί, ήττα, λαίλαπα, αντεπανάσταση, ρεύματα, η ΚΝΕ παρασύρθηκε σχεδόν όλη, -φυσικά και δε θα διαλυθούμε.


Πέφτει το ειδικό εφέ, σταματάει ο χρόνος, η μουσική, η ιστορία. Από τις ιστορίες που θες να ακούς για να τρως το φαΐ σου και να αγαπάς το κελί σου. Κι ας έχει λυπημένο τέλος σαν το παραμύθι του Μίλτου -
κάποτε αγάπησα έναν Κνίτη, μάτια μου, αχ μάτια μου... Κι ας μην τελειώνει ποτέ η Ιστορία με γιώτα κεφαλαίο -που δεν έχει καν αρχίσει όσο την κρατά δέσμια το κεφάλαιο στο σπήλαιο της προϊστορίας. Η Ιστορία δεν έχει να χάσει παρά μόνο τις αλυσίδες της. Και εμείς σιδηροδέσμιοι Σπάρτακοι, που ο βασικός εχθρός μας είναι στην ίδια μας τη χώρα, ενίοτε και στο ίδιο μας το κόμμα, μεταμφιεσμένος σε σ/φο, παραταγμένος σε δύο αλληλοτροφοδοτούμενα κέντρα, που μας χτυπάν εκατέρωθεν από τα άκρα -η θεωρία των δύο κέντρων.

Σύντροφοι Σπαρτακιστές, με σπαρταριστές ιστορίες, καταχωνιασμένες σε φακέλους που δεν έχουν αποχαρακτηριστεί, ούτε έχουν προβληθεί στους Φακέλους του Αλέξη. Παλεύουμε για να λύσουμε την Ιστορία από τον γόρδιο καπιταλιστικό δεσμό, που δε λύνεται με κάλπες και ειρηνικά μέσα. Κι όσα λάθη κι αν κάναμε -εκείνα τα χρόνια του σκοτεινού θαλάμου- δεν αλλάξαμε ούτε ένα «γιώτα» στις βασικές μας τις αρχές, παρά μόνο το «ει» της μισθωτής δουλείας, που την γράφαμε πεισματικά για χρόνια ως «δουλιά» στα όργανα, μπας και γίνει δημιουργική εργασία.

Αλλά ζητούμενο είναι να της αλλάξουμε τον τόνο, δίνοντας τον τόνο στο κίνημα, για να γίνει κάποτε «δουλειά», με «ει», από τις λίγες εξαιρέσεις ουσιαστικών με αυτή την ορθογραφία και αυτή την κατάληξη -όταν τονίζεται το «α». Σαν το ΚΚΕ, που είναι η παγκόσμια εξαίρεση στον κανόνα της αντεπανάστασης και δεν είχε την ίδια κατάληξη με άλλα κόμματα που μεταλλάχτηκαν σε μια νύχτα. Και μένει σαν ανορθογραφία στον καιρό που φυσάει κόντρα, ένα ανορθόγραφο «λάθος» μες στο κεφάλαιο του λάθος λήμματος, σαν σκισμένη σελίδα της μεγάλης Σοβιετικής Εγκλυκλοπαίδειας, που δεν έκλεισε μαζί με τα κεντρικά γραφεία, όπως έλπιζαν οι εχθροί του -που δε βρίσκουν ελπίδα στην πάλη των λαών και το πρωτοσέλιδο του Ρίζου. Αλλά με τόσους συνειρμούς θα χάσουμε τον ειρμό του κειμένου.

Λέει ο Σοφιανός στο ντοκιμαντέρ πως τα πρώτα -ηρωικά και πένθιμα χρόνια της ανασυγκρότησης, που ξαναρχίσαμε να κυλάμε τον βράχο στον ανήφορο, το Φεστιβάλ έγινε τόσο ωραίο και μεγάλο, που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τα παλιότερα. Αδιαμφισβήτητα. Όπως θα πρόσθεταν κι οι Μόντι Πάιθον, αν εξαιρέσεις τον άπειρο κόσμο, το κλίμα, τη διάρκεια, τους καλλιτέχνες, ότι υπήρχε Σοβιετία και σοσιαλιστικό μπλοκ, τις αποστολές από τον υπαρκτό -υπάρχω λες κι ύστερα δεν υπάρχεις-, του Βεΐκου τα 9μερα, του μπλοκ μας τα 40, τα υδραγωγεία και τους δρόμους, τα πρώτα Φεστιβάλ της ανασυγκρότητησης δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τα χρόνια της μεταπολίτευσης.

Εμένα όμως άλλη είναι η ένστασή μου σε όσα λέει ο Σοφιανός -που δεν εκφράζει προσωπική άποψη, αλλά σημειώνει εύστοχα πως δεν έχουμε ακόμα συλλογικές επεξεργασίες για αυτήν την περίοδο. Γιατί αν η κατηγορία είναι ότι προσπαθούσαν όλοι μαζί από κοινού να διαλύσουν την οργάνωση, το ένα κέντρο δεν είχε ακριβώς λόγο να το κάνει, γιατί... ήταν η ΚΝΕ. Και όταν έφυγε, η οργάνωση έπρεπε να γίνει πάλι από το μηδέν και πρακτικά δεν ήταν σε θέση να διοργανώσει το 16ο Φεστιβάλ -με τη μορφή που ξέραμε ή θα γνωρίζαμε στη συνέχεια. Είναι σαν αυτό που έλεγε στον Χαρίλαο ο δικαστής, για το ΕΑΜ που ήθελε να πάρει την εξουσία με τη βία και ο καπετάν-Γιώτης απάντησε: μα εμείς είχαμε την εξουσία...

Ασφαλώς μπορεί και πρέπει να γίνει ανελέητη κριτική στο ρεύμα, τους μύθους και τις αντιφάσεις του -αυτή είναι άλλη συζήτηση. Για να το θέσω αλλιώς, αν ήταν λικβινταριστής -και ήθελε να διαλύσει την ΚΝΕ- πχ ο Σκαμνάκης, τότε δεν έπρεπε να έχει θέση στο ντοκιμαντέρ -όπου μίλησε κι ήταν εμφανώς συγκινημένος. Στην τελική, αν αγαπάς κάποιον, άφησέ τον ελεύθερο να φύγει και να ζήσει τη δική του χίμαιρα. Αν γυρίσει πίσω, ώριμος και κατασταλαγμένος, είναι δικός σου για πάντα. Σαν τον Νικολάου -τον πατέρα του ευρωβουλευτή- που δηλώνει αιώνιος «Κνίτης του Φεστιβάλ». Γιατί κάποιοι Κνίτες δεν έσπασαν ποτέ την αλυσίδα του δεσμού τους με το Κόμμα και τις αξίες του.

Κι ύστερα βλέπεις όσα έζησες και θυμάσαι επιλεκτικά, ως μέλος και μη -η οργανωμένη ζωή που δεν έζησα. Βρήκε ο Κνίτης τη γενιά του και αγαλλίασε η καρδιά του. Αρσένης, Γιουγκοσλαβία, Έλληνες γρηγορείτε, ανάποδα τα φλάι. Κάνεις συγκρίσεις με το απώτερο ηρωικό παρελθόν και βρίσκεις το δικό σου ελλιποβαρές σαν ιστορικό φορτίο. Ένα λιθαράκι τόσο δα μικρούτσικο -σαν τον Ανδρέα μπρος στον Θάνο- που δε φτάνει να σηκώσει ούτε την τρίχα απ’ το μικρό δαχτυλάκι όσων έζησαν τα πρώτα χρόνια. Κι αυτοί, γίγα(ντε)ς στους γίγαντες, βράχοι, ογκόλιιθοι, σαν τα πέτρινα χρόνια που δεν τους λύγισαν, τους βράχους που έσκαβαν στη Μακρόνησο. Σαν το πρώτο Φεστιβάλ στου Ζωγράφου, όπου η γενιά του ΕΑΜ συνάντησε του Πολυτεχνείου, για να κλίνουν ευλαβικά το γόνυ στους Ακροναυπλιώτες του Μεσοπολέμου και τα επιζήσαντα ιδρυτικά στελέχη -σαν τον Κοτζιά. Να ραγίζουν τα τσιμέντα, να κλαίνε οι πέτρες, ακόμα κι ο Γόντικας που τα θυμάται και τα αφηγείται.

Πώς να συγκριθείς μαζί τους; Βάζεις κάτω το μωσαϊκό με τις δικές σου ψηφίδες: η υποδοχή της Αχέντ -σύμβολο του αγώνα της Παλαιστίνης-, η μηχανοκίνητη πορεία των διανομέων -που απεργούσαν και σήμερα-, το λεπτό σιγής για τον Παύλο Φύσσα, η ιαχή «η ελπίδα είναι εδώ» -πριν την κλείσει ο ΣΥΡΙΖΑ σε κάλπικα κουτάκια. Η τελευταία φορά του Μητροπάνου, ο αποχαιρετισμός στον Θάνο, «του Αδόλφου τα εγγόνια» -όπου δάκρυσε και ο ουρανός με τους Υπεραστικούς. Λες τελικά να ζήσαμε στιγμές στα όρια του μύθου και να μην το ξέρουμε;

Ένα ψηφιακό δάκρυ κυλά στο μάγουλο της οθόνης. Η συγκίνηση είναι το παν, ο τελικός προορισμός δεν είναι τίποτα. Εδώ είναι το ταξίδι. Κι αυτό του Φεστιβάλ θα συνεχίζεται στο διηνεκές. Κι αν φτωχική την βρήκες την οργάνωση, δε σε γέλασε. Σύντροφοί μου, τους γέλασα...

Μήπως υπερβάλλεις λιγάκι; Μπορεί. Αλλά όταν έκλαψε ο Μήτσος, που είναι σιδερένιος σαν τις φτέρνες που κληρονόμησε από τη φάλαγγα και τα βασανιστήρια της χούντας, ποιος είσαι εσύ για να μείνεις αναίσθητος; Αν δε κλάψεις εσύ, αν δε δακρύσω εγώ, πώς θα λεγόμαστε άνθρωποι -μακριά από τον αφηρημένο ουμανισμό της Ουμανιτέ και του πανηγυριού της; Για να έρθει μετά ο ποιητής και να σου πει: ΚΚΕ, σκούπισε τα μάτια σου...


Βουρκώνει ο Γόντικας, δακρύζει ο Νικολάου, μπαίνουν σκουπιδάκια στα μάτια σου όταν ακούς από τα βάθη του χρόνου και της ιστορίας τη ρυθμική ιαχή «Κάπα-Νι-Έψιλον», όταν βλέπεις τον κόσμο που συγκεντρώθηκε στον Περισσό, μετά τη διάσπαση με τον ΣΥΝ, για να δείξει στήριξη συντροφική και ανησυχία.
Ανησυχώ για σένα, ανησυχώ... Γιατί το Κόμμα είνα σαν τη Χαλκιδική -το λέει και ο Πρωτούλης. Σαν το Κουκουέ δεν έχει!

Κι ας είχαμε γλιτώσει μόλις από τους Λαθρεπιβάτες κυρ-Παντελήδες, που έφυγαν από το καράβι που βούλιαζε -για να γίνουν αυτοί τελικά ταξικά ναυάγια. Όχι τον Θαλασσινό, αυτός χώρισε με τον Νικολάου (τον άλλο, όχι τον Κνίτη του Φεστιβάλ) και ήταν πάντα μαζί μας και στα «Πέτρινα χρόνια» της ανασυγκρότησης, που τα γύρισε ένας άλλος Παντελής, που απομακρύνθηκε και δε γύρισε ποτέ, αλλά μίλησε αντ’ αυτού η Καρυστιάνη -τόση διαφήμιση του κάναμε άλλωστε για το «Τελευταίο Σημείωμα».
Παντελής έλλειψη κριτηρίου, παντελής... -που θα έλεγε και μια ψυχή απ’ το διαφημιστικό της Διαμαντοπούλου.

Ακόμα και ο Μπίστης, που συναισθηματικό άνθρωπο δεν τον λες -και κομμουνιστή ακόμα λιγότερο- έχει στο βιβλίο του μια συγκλονιστική περιγραφή για την επιστροφή του Μίκη στο Φεστιβάλ, πώς έσπασε την αμήχανη σιωπή, την καχυποψία των -κατά δήλωσή του- γενίτσαρών, πώς κατέκτησε τα πλήθη με τη μαγεία της μουσικής του, τη σκηνική παρουσία του, καθώς τιναζόταν και ξεδίπλωνε το ανάστημά του, σαν σταυραϊτός της Κρήτης.

Και δεν είναι σκέτο, φτηνό συναίσθημα, ούτε απλά βιώματα -γιατί παντού μας κυνηγά αυτό το Κόμμα. Είναι έλλογη πίστη που κινεί βουνά, φτιάχνει πολιτείες, πρωτοπορεί, ανοίγει δρόμους, νέους χώρους -όπως στο Άλσος Περιστερίου, όπου οι σύντροφοι βρήκαν ένα ψόφιο άλογο (πιθανότατα πράσινο)-, μετασχηματίζει τις ιδέες σαν πράξη, είναι πεδίο έμπνευσης, ομαδικής δουλειάς, συντροφικότητας, σφυρηλατεί δεσμούς με τους Κνίτες κάθε γενιάς, που παραμένουν τέτοιοι στο μυαλό και δεν έχουν ούτε μια άσπρη τρίχα στην ψυχή τους -ούτε καν στο «φεστιβάλ των άσπρων μαλλιών, το ’90», ούτε έναν ανεξίτηλο λεκέ -που να μην επιδέχεται αληθινής κάθαρσης- στο βιογραφικό τους και θα ’ταν πρόθυμοι να ξαναδώσουν.

Και τι άλλο μένει στο τέλος -που να μην έχει ειπωθεί;

Ότι έχουν περάσει δυο ώρες, αλλά θα έβλεπες άνετα άλλο ένα διώρο, με αντίστοιχο οπτικοακουστικό υλικό -και είναι κρίμα να πάει χαμένο και να μην αξιοποιηθεί με κάθε τρόπο, ιδίως αυτό των πρώτων χρόνων.

Ότι το Φεστιβάλ δυναμώνει μαζί με το Κόμμα και αντανακλά πιστά την πορεία του και την

Ότι δε θα υπάρξει ποτέ κανείς, καμιά και τίποτα να ερμηνεύει σαν την Μαρία Δημητριάδη. Γιατί ήταν τεχνικά άρτια, ένιωθε τι τραγουδούσε όσο κανείς και γεννήθηκε την κατάλληλη εποχή, με το σωστό ρεπερτόριο. Η στρατευμένη τέχνη διάλεξε τη φωνή της, όπως η ιστορία διαλέγει τα κατάλληλα πρόσωπα που θα την ενσαρκώσουν.

Κι ότι παρόλα αυτά, στο τέλος θα σου έχει κολλήσει η εκπληκτική διασκευή από το «Ρόδι». Και δεν είναι μόνο οι στίχοι (του Ραβάνη-Ρεντή), οι φωνές (ιδίως της Καράκογλου) και η μουσική των ΚΘ, ούτε καν το τυπικό άθροισμα των παραπάνω, αλλά η δυναμική του συνόλου, που το εκτοξεύει, τολμώ να πω και πιο ψηλά από την αυθεντική εκδοχή -του Θάνου και της Μαρίας. Κι οι τακτικοί αναγνώστες ξέρουν καλά πως η κε του μπλοκ δε βγάζει συχνά τέτοιες κρίσεις, όταν κάνει συγκρίσεις με το παρελθόν εκείνων ειδικά των χρόνων.

Κι αν αλλάζει η ζωή, η σκέψη αλλάζει, σπάστε ένα ρόδι στο περβάζι. Γιατί κοντοζυγώνει η ανατολή και η μέρα εκείνη μπορεί να μην αργήσει όσο φοβόμαστε...

Εντάξει, αλλά μήπως το παρακάναμε με το Φεστιβάλ και πρέπει να γράψει και για τίποτα άλλο; Ναι, ίσως. Πέραν αυτού, ουδέν. Δείτε, απολαύστε υπεύθυνα και διαδώστε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: