Τετάρτη 20 Αυγούστου 2025

Ρήξη και ενσωμάτωση

Ο Μπιτσάκης έφυγε πλήρης ημερών και μας άφησε να αναρωτιόμαστε για τις δικές μας ημέρες, πώς θα τις καταστήσουμε πλήρεις, ενδιαφέρουσες και θα τους δώσουμε ιστορικό περιεχόμενο για να μην κυλάν καταθλιπτικά άδειες. Ήταν απ’ τους τελευταίους των τελευταίων μιας δρακογενιάς αναντικατάστατης και μιας σειράς διανοητών που εκλείπουν στον καιρό μας. Και ίσως ο καθένας ξεχωριστά να μην άφησε δυσαναπλήρωτο κενό, όλοι μαζί όμως τονίζουν το συλλογικό κενό και την απουσία μιας μαρξιστικής διανόησης ή τους καταθλιπτικούς συσχετισμούς στο συγκεκριμένο πεδίο.


Θα μπορούσαμε άραγε να στηρίξουμε σήμερα, ως συντελεστές ή μαζικό αναγνωστικό κοινό, ένα περιοδικό σαν την αλήστου μνήμης «Επιστημονική Σκέψη»; Και πώς θα στηρίξουμε τους εαυτούς μας και τη συλλογική μας υπόθεση χωρίς αντίστοιχα περιοδικά και πρωτοβουλίες, στο πλαίσιο μιας οργανωμένης, αναβαθμισμένης παρέμβασης;

Ο Μπιτσάκης αφήνει πίσω του μια πολύπλευρη παρακαταθήκη, φιλοσοφική - επιστημονική και πολιτική, που αξίζει να δούμε κριτικά, όπως και οτιδήποτε άλλο, αν και κατά κανόνα μόνο τέτοια διάθεση δεν έχουν οι περισσότεροι επικήδειοι αποχαιρετισμοί, που απεμπολούν το πολύτιμο όπλο της κριτικής, καταλήγοντας σε μια μορφή οικειοθελούς πνευματικού αφοπλισμού.

Δεν έχω μελετήσει παρά μόνο αποσπασματικά -και αυτό όχι πολύ πρόσφατα- τις επιστημονικές του μελέτες. Μπορώ μόνο να εκτιμήσω ότι επέλεξε να αναμετρηθεί με κρίσιμα ερωτήματα αιχμής, όπως το αν η ανθρώπινη φύση είναι συμβατή με τον κομμουνισμό -σε πείσμα όσων ισχυρίζεται η κυρίαρχη αστική ιδεολογία. Περισσότερο βαραίνουν στην κρίση-μνήμη μου οι κρίσεις-μνήμες άλλων. Η θετική γνώμη πολλών σφων των θετικών επιστημών, η εκτίμηση που έτρεφαν στο έργο του (πχ στο «Είναι και γίγνεσθαι») ή τις σημαντικές μεταφράσεις του (πχ στη «Διαλεκτική της Φύσης»), ή και ο ζήλος με τον οποίο αναζητούσαν νοσταλγικά κάποιοι νεότεροι παλιά τεύχη της Επιστημονικής Σκέψης.

Έχω ορισμένα κενά για τη σχέση του με τον Αλτουσέρ -και άλλους διανοητές ή ρεύματα- στο Παρίσι, τις πιθανές επιρροές και προεκτάσεις της. Αλλά έχω καλύτερη εικόνα για πτυχές της πολιτικής του διαδρομής - παρακαταθήκης. Τις επιλογές της νιότης (ΕΠΟΝ, καταδίκη, φυλακές, εξορία, άρνηση να υπογράψει δήλωση αποκήρυξης) του κόσμου που παραλίγο να τον αλλάξει κιόλας. Τα γόνιμα χρόνια στη Γαλλία, όπου κλήθηκε να κολυμπήσει ενάντια στο πλειοψηφικό ρεύμα και την τάση μιας μικροαστικής διανόησης που τάχθηκε συνειδητά με το «Εσωτερικού». Η αξιοσημείωτη εξαίρεση ενός ακαδημαϊκού-διανοούμενου που έμεινε συνεπής στο κόμμα και αναδείχθηκε στην ηγεσία του (μέλος της ΚΕ). Τα χρόνια προτού φύγει με το Ρεύμα (ΝΑΡ) και οι προειδοποιήσεις-επισημάνσεις που έγραφε στο βιβλίο «Ρήξη ή Ενσωμάτωση», που πολλοί το μνημονεύουν ξεχνώντας ότι κυκλοφόρησε από το κομματικό εκδοτικό, σαν συντροφικός προβληματισμός.

Και η τομή (αλλά όχι τέλος) της ιστορίας, το ’89. Που δεν άλλαξε το βασικό διαχρονικό ερώτημα: ρήξη ή ενσωμάτωση. Αλλά σταδιακά (και παραδόξως) μετέτρεψε ουσιαστικά τις δικές του απαντήσεις, που δε στάθηκαν πάντα στο ύψος των καιρών και των απαιτήσεών τους.

Το ’91 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στάχυ το βιβλίο «ένα φάντασμα πλανιέται» για τα πρόσφατα κοσμογονικά -ή μάλλον το ακριβώς αντίθετο- γεγονότα στην Ανατολική Ευρώπη. Εμπνευσμένος τίτλος, χωρίς αντίστοιχο περιεχόμενο. Η μελέτη στο μεγαλύτερο μέρος της μοιάζει με δημοσιογραφικό αλμανάκ και επισκόπηση, παρά με πολιτική ανάλυση. Μια βιαστικά γραμμένη περίληψη, με προφανή στόχο να προλάβει τον απόηχο και να δώσει κάποιες πρώτες απαντήσεις, αλλά με αρκετά εύκολα -αν όχι αστικά- κλισέ (πχ για τη γραφειοκρατία), εξίσου εύκολες και απόλυτες κρίσεις, χωρίς τεκμηρίωση και συγκροτημένο πολιτικό λόγο. Ίσως αυτό να έγινε αντιληπτό και στους συντρόφους του στο ΚΨΜ, που επανέκδωσαν το βιβλίο, δυο δεκαετίες αργότερα, με σημαντικές περικοπές και παραλείψεις κάποιων κεφαλαίων.

Στο σύντομο θεωρητικό κεφάλαιο της μελέτης του, ο Μπιτσάκης λανσάρει τη δική του θεωρητική επεξεργασία για την ταξική φύση της Σοβιετικής Ένωσης και τον «κρατικό σοσιαλισμό της». Μια μάλλον πρόχειρη ανάλυση και ένας άκρως προβληματικός όρος -καθώς εξ ορισμού δεν υπάρχει κάποια εκδοχή ώριμου, ακρατικού ή αταξικού σοσιαλισμού, χωρίς αντιθέσεις. Τουλάχιστον ο Ευτύχης κάνει (ακόμα) λόγο για κάποια μορφή σοσιαλισμού, σε αντίθεση με την ανάλυση του ρεύματος για «ιδιότυπα και ιστορικά ανέκδοτα εκμεταλλευτικά καθεστώτα».

(Ίσως, ο πιο εύστοχος, λογοτεχνίζων όρος να ’ταν ο «μισοκρατικός σοσιαλισμός». Με την έννοια που δίνει ο Ένγκελς στο εργατικό «μισοκράτος», που αρχίζει να καταργεί τον εαυτό του. Ή με την έννοια μιας ανώριμης κομμουνιστικής βαθμίδας που δε φετιχοποιεί το κράτος και στοχεύει εξ αρχής στην απονέκρωσή του. Αλλά όποιος νομίζει πως αυτή η πορεία θα είναι περίπατος στον ιστορικό χρόνο, στρωμένος με ροδοπέταλα, χωρίς σκληρές μάχες, κατασταλτικά μέτρα και ευρύτατη κρατική παρέμβαση -από το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου-, μάλλον μπερδεύει την πραγματικότητα με τις επιθυμίες του).

Η βασική «αντινομία» του Μπιτσάκη, ωστόσο, προκύπτει στα στερνά του, στο πεδίο της πολιτικής πράξης -των λόγων και των έργων του. Όχι για τη συμπόρευσή του με το ΝΑΡ, με τις όποιες γνωστές διαψεύσεις και τα αδιέξοδα του χώρου (και που λες, Ευτύχη, ευτυχία δε βρήκατε). Αλλά για όσα είπε αργότερα και μια (επιεικώς) ευμενώς ουδέτερη στάση του απέναντι στην «Πρώτη Φορά του ΣΥΡΙΖΑ», που δε φανέρωνε απλώς μια κρυφή προσδοκία για τη στάση της αλλά και μια εμφανή τάση να δικαιολογεί τα πεπραγμένα της, ακόμα και μετά την «κωλοτούμπα» του δημοψηφίσματος.

Ήδη από το ’13 ο Μπιτσάκης καλεί, εμμέσως πλην σαφώς σε βιβλίο του, στην εκλογική υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ και των... ριζοσπαστικών του τάσεων. Το ’14 -και ενώ βρισκόμαστε ουσιαστικά σε προεκλογική περίοδο διαρκείας- ο Μπιτσάκης πηγαίνει στο Φεστιβάλ της Ν. ΣΥΡΙΖΑ να μιλήσει για τον «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα», σε μια κίνηση γεμάτη συμβολισμούς και λάθος πολιτικά μηνύματα. Το επόμενο καλοκαίρι, την περίοδο των διαπραγματεύσεων με τους «Θεσμούς», έστελνε το μήνυμα «Αλέξη, κράτα γερά!». Ενώ τον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους, μετά την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, έλεγε μεταξύ άλλων τα εξής σε μια συνέντευξή του.

Ο Τσίπρας δεν ήξερε πού έμπλεκε (...), με μια φωλεά εχιδνών (...), που ήθελαν από την πρώτη στιγμή να γκρεμίσουν μια αριστερή κυβέρνηση (...) και τον ΣΥΡΙΖΑ, που είναι «ένα ρεφορμιστικό κόμμα που σέβομαι» και έδωσε σκληρή μάχη και είναι επιτυχία της ελληνικής επιτροπής πως το υπερταμείο για το ξεπούλημα θα έχει έδρα την Ελλάδα και όχι το Λουξεμβούργο. Ο Τσίπρας είναι χαρισματικός και εύγλωττος, ο Βαρουφάκης αετός -που όλοι είναι ντενεκέδες μπροστά του- και η Ζωή περίπτωση και μαθηματικό μυαλό. Η νέα κυβέρνηση θα εφαρμόσει το μνημόνιο, αλλά το ζητούμενο της συγκυρίας ήταν να μην πεθάνουμε από την πείνα και μια κυβέρνηση με συμμαχίες, με ένα πρόγραμμα άμεσης ανάκαμψης, για να σωθεί ο κόσμος -για αυτό ψηφίστηκε και ο ΣΥΡΙΖΑ. Και τέλος πάντων, δεν έχει νόημα να κάνουμε εκ των υστέρων τους έξυπνους, με κριτική στον Τσίπρα και τον Βαρουφάκη, γιατί το ΚΚΕ με 5% και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ που έφτασε το 1,2% δεν μπορούν να κάνουν επανάσταση και πρέπει να βάλουν θέμα τακτικής.

Σίγουρα είναι θλιβερό πόσες ριζοσπαστικές συνειδήσεις άλωσε ο ΣΥΡΙΖΑ και πόσο εύκολα πίστεψαν τις φρούδες εκλογικές ελπίδες που καλλιεργούσε -γιατί είχαν ανάγκη να τις πιστέψουν. Ειδικά στην περίπτωση του Μπιτσάκη, ωστόσο, είναι μια ετεροχρονισμένη ρεβάνς απέναντι στον εαυτό του και μια διαφορετική απάντηση στο ερώτημα που είχε θέσει ο ίδιος στο βιβλίο του -τον καιρό που συγκροτούνταν ο Ενιαίος Συνασπισμός: αρχικά ρήξη και σε δεύτερο χρόνο ενσωμάτωση.
Κάρμα ιζ ε Μπιτσ-άκης...

Προφανώς, κανείς δε θα θυμάται (πίνοντας στο μπαρ του "Ου Ναυάγιο") τον Μπιτσάκη για όλα αυτά. Είναι ανόητο όμως να κάνει πως δεν τα θυμάται καθόλου, τονίζοντας μόνο όσα έγραφε στο «Ρήξη ή Ενσωμάτωση», τον καιρό που απομακρυνόταν από το ΚΚΕ.

Επίσης, είναι μάλλον άδικο να υπερτονίζεται το πολιτικό κομμάτι, σε σχέση με την επιστημονική-φιλοσοφική του προσφορά, επαναλαμβάνω όμως πως είναι αυτό που μπορώ προσωπικά να καταλάβω και να κρίνω καλύτερα. Το λέω αυτοκριτικά με στόχο να καλύψω τα δικά μου κενά -εν είδει έμπρακτης αυτοκριτικής. Αν τυχόν μπορεί/θέλει να το κάνει -αντί της κε του μπλοκ- κάποιος σφος αναγνώστης στα σχόλια, είναι κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτος.

Όλα τα παραπάνω γράφονται κριτικά, αλλά χωρίς την παραμικρή πικρόχολη ή μειωτική διάθεση. Κι αν φαίνονται κάπως αιχμηρά, οι αιχμές αφορούν πρωτίστως τη δική μας καμπούρα.

Γιατί χάσαμε τη διανόηση, την ικανότητά μας να κερδίζουμε τα πιο ανήσυχα, πρωτοπόρα πνεύματα αυτών των χώρων; Γιατί δεν είναι η παρέμβασή μας στο ύψος άλλων δεκαετιών, με αντίστοιχες πρωτοβουλίες -σαν την Επιστημονική Σκέψη ή την εμβληματική Επιθεώρηση Τέχνης παλιότερα, σε έναν διαφορετικό, πλην συναφή τομέα; Πώς αξιοποιούμε τους συναγωνιστές στις Σχολές Θετικών Επιστημών που προσεγγίζουν την Πανσπουδαστική, το ΜΑΣ και την οργάνωση;

Γιατί έχει μείνει τόσα χρόνια εκτός λειτουργίας το Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών; Ποιος θα εκπονήσει, συντονίσει και οργανώσει ένα συνολικό πρόγραμμα ερευνών, που θα καταπιάνεται σφαιρικά με κρίσιμα ζητήματα αιχμής των καιρών μας (άμεσης επικαιρότητας και μη), αν όχι ένα συλλογικό υποκείμενο, με ψυχή το κόμμα της πρωτοπορίας;

Μπορεί αυτό το συλλογικό υποκείμενο να αθροίσει και να πολλαπλασιάσει τις ατομικές δυνατότητες και τα ταλέντα του καθενός, χωρίς να καταπνίξει την ελεύθερη έκφρασή τους; Μπορεί να πείσει τους διανοούμενους να γίνουν πραγματικοί στρατιώτες της επανάστασης, αποβάλλοντας τυχόν λόξες, παραξενιές και τις προσωπικές τους φιλοδοξίες;

Και, τέλος, πώς μπορεί το κόμμα της πρωτοπορίας να διασφαλίσει στις γραμμές του ένα γόνιμο κριτικό πνεύμα, με χρήσιμους προβληματισμούς που να εκφράζονται (και) δημόσια, με σκοπό να το δυναμώσουν και να γίνουν όπλο ενάντια στις τάσεις της ρουτίνας, της συνήθειας και της επανάληψης και εν τέλει/κυρίως της ενσωμάτωσης;

Ιδού κάποια κρίσιμα ζητήματα και πεδίο δράσης λαμπρό μπροστά μας...

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2025

Τζατζίκι, musaka, κίνημα


Εδώ ο λαός, εκεί το κράτος, πού είναι η λαοκρατία;
Λυπάμαι, χάσατε...

Το κράτος είναι εκεί που είναι ο παπάς και η Εκκλησία Α.Ε. Που είναι νύχι-κρέας με τον κρατικό μηχανισμό -οι λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά. Και είναι ουτοπία να πας να τα χωρίσεις αναίμακτα, χωρίς επανάσταση, περιμένοντας τον Γκοντό και τον κοντό εκσυγχρονιστή με τις ελιές (ή τον Φίλη, τις καλές προθέσεις του Τρίτση κοκ). Πιο εύκολα θα χωρέσει από το μάτι μιας βελόνας μια καμήλα ή ένα χοντρό σκοινί (που θα μας το πουλήσουν για να τους κρεμάσουμε) παρά θα διαχωριστούν εκκλησία και αστικό κράτος στις μέρες μας.

Και μην τρως παπά πως το κράτος θα αλλάξει μόνο του με εκλογές, όπως με τους παπατζήδες, που και στη λαοκρατία-αλλαγή πίστευαν (και μη ερεύνα). Μόνο η «Νέα Δημοκρατία» τους ξέφυγε ως σύνθημα -πρόλαβε αυτό και μας το έκλεψε άλλος.

Τούτες τις μέρες, που ο στρατηγός άνεμος μας κυνηγά-α-α (φοβού τον Βύρωνα και πολλά δώρα φέροντα), η εκκλησία αναλαμβάνει τον κρατικό της ρόλο με λιτανείες για τις φωτιές, τη λειψυδρία και για την καταπολέμηση εστιών δυσαρέσκειας στο πιστό ποίμνιο. Σώσον Κύριε τον λαό σου, αρκεί να είναι περιούσιος, με καλή περιουσία (κληρονομιά ή αυτοδημιούργητη με τον ιδρώτα των άλλων) -όχι τίποτα αγροικίες και παράγκες- και ευλόγησον την ιδιωτική ιδιοκτησία του. Και οι πιστοί αγάλλονται και εκέκραξαν ρυθμικά: Κα-λή Παναγιά, κα-λή πυρκαγιά -σε ρυθμό «Φελίθ Ναβιδάδ».

Για να αποστομωθούν οι βλάσφημοι πως δεν υπάρχει κράτος και να μείνουν άλαλα τα χείλη των ασεβών και των σκεπτικιστών που αναρωτιούνται αν υπάρχει θεός. Υπάρχουν -και θεός και κράτος- και όσο υπάρχει (ταξική εκμετάλλευση), θα υπάρχουν, σκλάβους μισθωτούς για να ’χουν τα αφεντικά και να μας λένε πως αυτός ο κόσμος ο καλός (ο σάπιος και άδικος) είναι και αρχή και φινάλε. Και όσες ελπίδες έχουμε, ας τις μεταθέσουμε στη Δευτέρα Παρουσία του σοσιαλισμού, σε κάποια άλλη ζωή, που θα επιστρέψουμε ως εκδικητές της τάξης μας -και οι γλίτσες σαν απεργοσπάστες, στο κατώτερο σκαλί της ύπαρξης.

-.-

Κάποτε λέγαμε: στις πόλεις δεν έχουμε ποιότητα ζωής, τουλάχιστον όμως δεν κινδυνεύουμε άμεσα από τις πυρκαγιές. Εκτός αν μένεις στο Χαλάνδρι -κοντά στην πρωτεύουσα. Ή στην Πάτρα -η τρίτη πόλη της Ελλάδας. Και να ετοιμάζονται ο κάμπος της Λάρισας και το Σέιχ-Σου στη Θεσσαλονίκη, που είχε ζήσει το δικό της εμβληματικό 1917, αλλά από τη λάθος πλευρά της ιστορίας.

Ναι, αλλά υπάρχει κράτος; Όχι μόνο «δεν υπάρχει», αλλά προχωράμε τάχιστα στην άρση αντίθεσης πόλης-χωριού (επαρχίας) και σε προχωρημένες βαθμίδες της κομμουνιστικής κοινωνίας. Ζούμε στην τελευταία σοβιετία της Ευρώπης, όπου θα καίγονται όλοι το ίδιο, ο καθένας ανάλογα με τις ανάγκες του κεφαλαίου για κέρδος και τις δυνατότητές του.

Κάποιος καχύποπτος θα έλεγε πως το επιτελικό κράτος άφησε την Πάτρα να καίγεται (στα καζάνια της κόλασης) για να την τιμωρήσει ηθικά-πολιτικά που βγάζει κομμουνιστή δήμαρχο -όχι ότι αλλιώς θα την έσωζε, αλλά έτσι είχε ένα κίνητρο παραπάνω.

Κι αν έβλεπε τα δεξιά τρολ -που ακολουθούν σαν μαριονέτες τις εργοστασιακές οδηγίες και δεν αλλάζουν ούτε «υ» στο «κουμουνιστές» από το παλαιακό εγχειρίδιο- ή τις θεωρίες για «αναρχικούς και μπολσεβίκους» που πυρπόλησαν σκόπιμα την πόλη, ίσως του έμπαιναν κι άλλοι ψύλλοι στα αυτιά.

Κι αν έπεφτε στο Πρώτο Θέμα, που θεωρεί ρούχο περιττό τα προσχήματα και ξεγυμνώνεται για να κρύψει τη γυμνή αλήθεια και την Ομάδα Αλήθειας στην αρχισυνταξία του, θα έβλεπε το κέντρο από όπου παίρνουν γραμμή όλες οι μαριονέτες του διαδικτύου.

Κι αν άκουγε την αστεία γραμμή υπεράσπισης του Κεφαλογιάννη, που λυπάται πολύ για... την ανεπάρκεια του Πελετίδη- ίσως η υποψία να γίνονταν βεβαιότητα. Φταίει το κρασί, ο θεός που μας μισεί, τα κομμούνια που τον προκάλεσαν, ο Πελετίδης, ο Ντιμιτρόφ και ο Βαν ντερ Λούμπε. Και η μόνη σωτηρία είναι η εκκένωση (χωρίς καζανάκι) και το 112, Εν τούτω Νίκα, σαν το 1-1-4 της γενιάς μας.

Ατομική ευθύνη και άγιος ο θεός (ελέησον τους ισχυρούς), λίγος αντικομμουνισμός (τσεκ), ακροδεξιά τρολ, θεωρίες συνωμοσίας (τσεκ) και φόντο το βιβλικό σκηνικό μιας πόλης που πνίγεται στη στάχτη και τα αποκαΐδια. Μόνο το πουλί της επταετίας λείπει να αναγεννάται από τις στάχτες του -και ας έχει τόσους νοσταλγούς στο υπουργικό συμβούλιο.

Αλλά όλοι αυτοί βρήκαν τον κρυπτονίτη τους. Κι αν συνεχίσουν την ενορχηστρωμένη επίθεση στον Πελετίδη, απλώς θα αυξήσουν τη δημοφιλία του. Και θα (του) διασφαλίσουν την πιο εύκολη εκλογή στις επόμενες εκλογές. Γιατί όσοι μένουν στην πόλη, έχουν μάτια και κριτήριο (και ας μην εκφράζεται πάντα σε όλες τις κάλπες ή σε πιο ενδιαφέροντα, «φλέγοντα» μέτωπα).


Ο Πέλε είπε πως το 112 είναι για... κανονικά κράτη και όχι για αυτό το επιτελικό χάος, που απλώς αδειάζει περιοχές, χωρίς να παίρνει καμία ευθύνη για την υπεράσπισή τους. Κι ίσως να μην ακούστηκε τόσο ταξικό, αλλά δεν είναι μακριά η στιγμή που το (αβάντι) πόπολο θα δει πως η «μόνη κανονικότητα» είναι ο σοσιαλισμός.

Θες ουσιαστική πυρασφάλεια και δασοπροστασία; Αντιπλημμυρικά έργα, στελεχωμένες υπηρεσίες, ολοκληρωμένη πολιτική προστασία και πρόληψη; Μόνο το ΚΚΕ μπορεί να κάνει βήματα σε αυτή την κατεύθυνση -ακόμα και σε αυτό το σάπιο έδαφος, όπως δείχνουν τα έργα του πατρός Λαμπρούλη στη Λάρισα. Και να βγει μετά η Αυριανή (κρίμα που έκλεισε) με προβοκατόρικο πρωτοσέλιδο: να αναλάβουν οι κομμουνιστές την πυρόσβεση -αφού δεν μπορεί το κράτος- να χαρεί λίγο και το αριστερό φασαιοχώρι.


Κάποτε ίσως νομίζαμε πως οι ντόπιοι δεν εγκαταλείπουν τις πατρικές εστίες τους που απειλούνται να καούν, για καθαρά συναισθηματικούς λόγους, προτιμώντας να γίνουν παρανάλωμα του πυρός και να πεθάνουν στον τόπο που γεννήθηκαν. Πλέον είναι σαφές σε όλους ότι ο κόσμος μένει εκεί γιατί είναι ο μόνος τρόπος να σώσει τα σπίτια του, που θα έμεναν ανυπεράσπιστα. Κι ακούει βερεσέ τα κούφια λόγια πως τα κτίρια μπορούν να ξαναγίνουν, από όσους έχουν δεκάδες ακίνητα, δωράκια εκατομμυρίων από τον ΟΠΕΚΕΠΕ και σχέδιο να γεμίσουν την επικράτεια με ανεμογεννήτριες.

-.-

Ναι αλλά υπάρχει κράτος; Υπάρχει λες, και ύστερα δεν υπάρχει. Ή και αντίστροφα. Να εμφανίζεται μπροστά σου -εκεί που δεν το έβρισκες πουθενά- με το πραγματικό του πρόσωπο, ως δύναμη καταστολής, πχ για να προστατέψει τους Σιωνιστές δολοφόνους. Δεν έχει χρόνο, μέσα και πόρους για να σβήνει φωτιές και να ασχολείται με σπίτια και μικρές περιουσίες -αυτά θα ξαναγίνουν, να βγάλουν τίποτα και οι εργολάβοι.

Το κράτος έχει προτεραιότητες, ταξικές και γεωπολιτικές. Και όσοι δεν το κατάλαβαν ούτε χτες, δε θα το καταλάβουν με καμιά Παναγιά (καλή ή κακή), γιατί έχουν συμφέρον να το παίζουν χαζοί και οργανικούς δεσμούς με την εξουσία που περιορίζουν την αντιληπτική τους ικανότητα δραστικά.

Αλλά αυτοί τη δουλειά τους και εμείς τη δική μας. Η ζωή τραβά την ανηφόρα (και τον δικό της Γολγοθά), με σημαίες και με τα «βούρλα» (καμένα ή σκέτα). Με πυροσβεστήρες και με κεσεδάκια τζατζίκι στο λιμεναρχείο. Τους πρώτους για τη σημειολογία του πράγματος -και για να χαρεί το αριστεροχώρι, που βρήκε επιτέλους αποδείξεις για το «Πυροσβεστικό Κόμμα Ελλάδας».

Και το δεύτερο, για να έχουν μια δικαιολογία οι κυρ-Παντελήδες (φανεροί και κρυφοί) που έχουν αλλεργία με τους κομμουνιστές -ο ένας τους μυρίζει και ο άλλος τους βρωμάει (τζατζίκι ή κάτι άλλο λαϊκό). Αν και οι καλύτεροι, μακράν, είναι όσοι αρχίζουν το γνωστό βιολί: ο Πελετίδης δεν είναι σαν τους άλλους. Αν τον είχε γραμματέα το ΚΚΕ...

Τζατζίκι, musaka, greek islands, διαδηλώσεις. Αλλά σαν την κινηματική (ελληνική) ιδιαιτερότητα δεν έχει...

-.-

Η τελευταία φορά που θυμάμαι να διαδηλώνουμε παραμονές 15αύγουστου, ήταν 10 χρόνια πριν. Όταν η ΠΦΑ και οι πολιτικοί της σύμμαχοι ψήφιζαν μαζί το τρίτο μνημόνιο. Ήμασταν εμείς -καμιά 5άρα χιλιάδες- και μια χούφτα φιλική συμμετοχή όλοι οι άλλοι, σαν μπουλούκι που περίμενε το λεωφορείο στην επόμενη στάση (πληρωμών). Και σπανίως θα ξεπερνούσε αυτά τα μεγέθη τα επόμενα χρόνια, όσο περνούσε τα στάδια του πένθους για το «ΟΧΙ που προδόθηκε».

Χτες τα μεγέθη ήταν παραπλήσια - αντίστοιχα. Όχι λόγω πένθους ή της ραστώνης, γκρούβαλων και φασαίων που διαδήλωσαν διακοπικά τις προάλλες. Ούτε γιατί ερήμωσε η Αθήνα -η πόλη ποτέ δεν αδειάζει, ούτε καν με τις θερινές άδειες, και όσοι μένουν πίσω να φυλάν καυτές πύλες, 41% υπό σκιά, λαλούν από τη ζέστη και την αφραγκιά, σαν τον ΤΣΙΟΥ. Απλώς γιατί ήταν πολύ πρωί και εργάσιμη και πού να τρέχεις τώρα στο λιμάνι -άσε που μπορεί να σε στείλει σε λάθος πύλη ο Νταλακογιώργος.

Κι ίσως για αυτό να μην έπαιξε πολύ σαν είδηση αυτή η κινητοποίηση. Σίγουρα δεν ήταν σημαντική για όσους λυσσούσαν μέχρι πρότινος, πού είναι το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ, γιατί έχει θέση για δύο κράτη, γιατί κάνει πλάτες στον Παλαιστίνιο πρέσβη ή γιατί κάνει συναυλίες -και γενικώς γιατί υπάρχει. Μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνουν -15αύγουστο γαρ- και ξανά προς τον βούρκο τραβάν, τραβάν, τραβάν... Κι όσο λιγότερα πατήματα τους δίνει το κόμμα, τόσο το καλύτερο.

Αλλά αν τους στενοχωρεί η πραγματικότητα, υπάρχει βασικά (καλησπέρα σας) και η διαχρονική συμβουλή του Στάθη Ψάλτη. Ας φάνε κι αυτοί ένα με τζατζίκι -να πάνε κάτω τα φαρμάκια.

Τρίτη 12 Αυγούστου 2025

Υποσημείωμα: Για όσους γράφουν και πολεμάνε

Υπάρχουν αυτοί που γράφουν ιστορία, πολεμώντας. Υπάρχουν αυτοί που πολεμάνε γράφοντας, με όπλο τους μια γραφίδα. Αυτοί που γράφουν για τους δυο πρώτους. Και αυτοί που γράφουν για όσα έγραψαν οι τελευταίοι -καλή ώρα. Ώσπου οι έσχατοι έσονται πρώτοι στο ταξικό γαϊτανάκι. Αλλά ας πάρουμε την πραγματική ιστορία του ανθρώπινου είδους από την αρχή της, δηλαδή από το 1917.

Ο Βλαδίμηρος έκλεισε εσπευσμένα το εμβληματικό «Κράτος και Επανάσταση», όταν ξέσπασε η εξέγερση του Οχτώβρη, με την υποσημείωση πως είναι προτιμότερο να πραγματοποιεί κανείς την επανάσταση, παρά να γράφει θεωρητικά γι’ αυτήν. Και όλοι εμείς (εφέντη), που γράφουμε εμμονικά γι’ αυτήν επειδή δεν την υλοποιούμε, μείναμε με την απορία για τη συνέχεια του βιβλίου ή της επανάστασης, αν ζούσε λίγο παραπάνω ο Λένιν, που είναι πιο ζωντανούς από εμάς τους ζωντανούς. Αλλά αυτό το «αν» είναι λίγο αντιδιαλεκτικό, σε αντίθεση πχ με το ερώτημα που έθεσε στον καιρό του ο Γκοσβάιλερ: αν οι καιροί απαιτούσαν έναν (νέο) Λένιν, γιατί μας προέκυψε ο Γκορμπατσόφ;

Αν ο Βλαδίμηρος ήταν ένας καλλιτέχνης της επανάστασης, δηλαδή της ζωής, στον αντίποδα ένα σύνθημα (περι)ορίζει σαν κατάρα τους καλλιτέχνες του γραπτού λόγου: πρώτα ζούμε, μετά γράφουμε. Ο γραπτός λόγος φαίνεται να ξεκινά εκεί που σταματά η ζωή, που κάνει παύση για να συνεχίσει, σαν μια άρνησή της ή ομολογία μιας αποτυχίας. Κι ο πετυχημένος γραφιάς, που έχει σαν απαραίτητη προϋπόθεση της επιτυχίας του μια κάποια απομόνωση από τα κοινά και τους ανθρώπους κι έναν κάποιο βαθμό αφαίρεσης από τον κοινωνικό περίγυρο, προβάλλει ενίοτε σαν μετεξεταστέος στο σχολείο της ζωής. Με τον ίδιο περίπου τρόπο που ένας καταξιωμένος προπονητής υπήρξε μέτριος-αποτυχημένος παίκτης με απωθημένα, ενώ τα μεγάλα αστέρια, χορτάτα από εμπειρίες και από επιτυχία, δυσκολεύονται να σκοτώσουν τον παίκτη μέσα τους και σπάνια γίνονται μεγάλοι προπονητές.


Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά και μονοσήμαντα. Αν πχ η συγγραφή - λογοτεχνία είναι μια συνεχής, αδυσώπητη εσωτερική ανάγκη, όπως το είχε θέσει εύστοχα ο Ρίτσος, ή μια μορφή αέναης ψυχοθεραπείας -όπως το νιώθουν χιλιάδες διακεκριμένοι ή μη γραφιάδες-, οι ταξικές κοινωνίες και η αδικία ως κινούν αίτιο μπορεί να πρόσφεραν περισσότερα κίνητρα και έμπνευση στους καλλιτέχνες που αναζητούν δημιουργική διέξοδο για όσα τους καίνε και τους τρων την ψυχή, που αναζητά τη σωτηρία της. Ενώ στον σοσιαλισμό η λογοτεχνία θα απονεκρωνόταν μαζί με το κράτος και τις τάξεις, ψάχνοντας μάταια οξυμένες αντιθέσεις, να την τρέφουν και να κινούν συγκρουσιακά τη ζωή.

Όλα αυτά όμως παραείναι απλοϊκά και σχηματικά, για να περιγράψουν τη ζωή και τον πλούτο των αντιφάσεων που αγκαλιάζει. Επιστρέφοντας στην αρχική θεματική, το σταυρικό ζήτημα που τίθεται είναι η σχέση του δημιουργού με την κοινωνία που τον «δημιούργησε», του χάρισε υλικό και εργαλεία να το (μετα)πλάσει, ιδανικά, αξίες, προσλαμβάνουσες, μια κοσμοθεωρία και μια αντίστοιχη στάση ζωής. Πώς και με ποιους τρόπους αντιδρά το περιβάλλον στον δημιουργό; Πώς επιδρά αντιστρόφως η καλλιτεχνική δημιουργία στο κοινωνικό περιβάλλον; Μπορεί να αλλάξει τον κόσμο ή να οιστρηλατήσει αυτούς που θα το κάνουν (το επαναστατικό υποκείμενο), να μετακινήσει συνειδήσεις και τις ιδέες που τις ορίζουν; Πόσο άμεσα συνδέεται η έμπνευση με τις κοινωνικές τάσεις και τι βαθμό αυτονομίας έχει ο δημιουργός απ’ αυτές; Τελικά πόσο «εσωτερικές» και «ατομικές» είναι οι διεργασίες που κυοφορούν μέσα του έναν καλλιτεχνικό καρπό;

Και πέραν αυτού. Το αποτύπωμα ενός καλλιτέχνη είναι το έργο του ή η συνολική στάση του -συνδικαλιστική δράση, δημόσιες τοποθετήσεις, άρθρα επικαιρότητας, θεωρητικές επεξεργασίες - αναλύσεις στο αντικείμενό του; Οφείλει να παίρνει θέση ένας δημιουργός στα μεγάλα γεγονότα της εποχής του; Η απάντηση μοιάζει αυτονόητα καταφατική για έναν στρατευμένο καλλιτέχνη, που βλέπει την πένα ως όπλο του και δε λείπει ποτέ από κανένα μέτωπο. Αλλά μια κριτική αποστροφή του Ζαχαριάδη από το 7ο Συνέδριο του Κόμματος δείχνει πως το ζήτημα είναι κάπως πιο σύνθετο.
Πολύ περισσότερο ασχολούνται οι λογοτέχνες μας για τις σχολές, τις κατευθύνσεις και γενικότερες αντιλήψεις για τέχνη, για το τι είναι τέχνη, και πολύ λιγότερο δημιουργούν.

Και όλα αυτά, εν μέσω της πιο πλούσιας δεκαετίας σε γεγονότα και διακυμάνσεις, όπου κάθε μέρα μετρούσε σαν μήνας -και αν το παίρναμε τοις μετρητοίς, θα είχαμε 3.650 μήνες, δηλαδή περίπου 300 χρόνια, ήτοι σχεδόν τέσσερις ζωές γεμάτες και ένα ευρύ φάσμα γεγονότων - παραγόντων: κατοχή, Δεκεμβριανά, εμφύλιος, επαναστατική κατάσταση, ήττα και υποχώρηση. Και πιο ειδικά (για τους λογοτέχνες): αρθρογραφία, συνδικαλιστικές κινήσεις - οργανώσεις, οξυμένη διαπάλη, ατομικές και συλλογικές πρωτοβουλίες, σχέδια και αντιλήψεις που συγκρούονται σε μια σειρά επίπεδα (εγχώριο και διεθνές, θεωρητικό, πολιτικό και ένοπλο)- κι αφήνουν το στίγμα τους σε αναρίθμητες πηγές και τεκμήρια: βιογραφίες, μαρτυρίες, απομνημονεύματα, χρονικά, αρθρογραφία, βιβλία, πρακτικά συνελεύσεων, προσωπικά αρχεία, εφημερίδες, βιβλιοθήκες και ένα σωρό άλλα.

Αυτό το αχανές πεδίο είναι το αντικείμενο της διατριβής και μιας μελέτης-έκδοσης που βασίστηκε σε αυτήν του ιστορικού Βασίλη Μόσχου (μέλους του Τμήματος Ιστορίας της κετουκε), η οποία δεν εστιάζει στη λογοτεχνική παραγωγή της εποχής, αλλά στην πολιτική στάση των λογοτεχνών, τη θέση τους και τη δράση τους στον δημόσιο βίο και λόγο. Κι ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση - δυσκολία σε αυτή τη φιλόδοξη προσπάθεια είναι ο τεράστιος όγκος του σχετικού υλικού: το κυνήγι θησαυρού για τις πηγές, η διασταύρωση, η επιλογή και η οργάνωση του υλικού, η ομαδοποίηση που βοηθά την παρουσίασή του, η αξιοποίηση καίριων παραθεμάτων, ο πειρασμός να βάλεις πολλά εκτενή αποσπάσματα -που θα μπουκώσουν όμως τη ροή του κειμένου-, η δύσκολη απόφαση για τις αναγκαίες περικοπές -σα να ζητάς από μια μάνα να διαλέξει ανάμεσα στα παιδιά της ή από έναν σκηνοθέτη να αφήσει με πόνο ψυχής κάποια πλάνα του έξω από την τελική κόπια μιας ταινίας.

Όλα αυτά ίσως μοιάζουν κάπως πεζά αλλά δεν είναι. Ο ερευνητής βυθίζεται στο υλικό του, περίπου όπως ο Σκρουτζ Μακ Ντακ στις δεκάρες του θησαυροφυλάκιού του (μόνο που το διάσημο παπί αγνοεί ότι ο μεγαλύτερος θησαυρός της ανθρωπότητας είναι η γνώση). Ενθουσιάζεται σαν μικρό παιδί με (εξίσου) μικρά ευρήματα και λεπτομέρειες και με σπάνια δημοσιεύματα -σα να είναι τωρινά. Χάνει την αίσθηση του χρόνου, ξεχνά την ώρα, τη μέρα, τη χρονιά, τη δεκαετία. Ένας πάκος εφημερίδες είναι όλα όσα χρειάζεται για να ζήσει ο άνθρωπος -χωρίς πολύ νερό και τροφή- και να διασφαλίσει το ευ ζην. Στο τέλος της κατάδυσης θα χρειαστεί τα πετραδάκια που έριξε πίσω του ή τον μίτο της Αριάδνης για να επιστρέψει στην επιφάνεια και το παρόν, που του φαίνεται πεζό και ανούσιο.
-Τα έμαθες; Πάμε για τρίτο παγκόσμιο πόλεμο...
-Ναι αλλά πού να δεις τι έγινε στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ...

Αλήθεια, τι γοητεία μπορεί να έχει η σύγχρονη επικαιρότητα, όταν πέφτουν πχ στα χέρια του -ή την οθόνη του- παλιά φύλλα του Ριζοσπάστη με αρθράκια του Βάρναλη και του Κορδάτου, οξεία κριτική στον υπαρξισμό ή σε ένα έργο του Βρεττάκου -που είναι σύντροφος-, με τις εισηγήσεις του Ζντάνοφ, θεωρητική διαπάλη και ρεπορτάζ από την επίσκεψη του Ελιάρ στην Ελλάδα;


Αν το βιβλίο-μελέτη του Μόσχου ήταν λογοτεχνικό, θα του ταίριαζε ο τίτλος «Υποσημείωση» -και δεν είναι ειρωνικό ή μειωτικό σχόλιο αλλά αναφορά σε ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά - πλεονεκτήματα του βιβλίου, που δίνει και τον τίτλο της ανάρτησης. Οι υποσημειώσεις - παραπομπές είναι σχεδόν τριπλάσιες από τις σελίδες του και πιάνουν το 1/3 περίπου της συνολικής του έκτασης. Αν είσαι ψυχαναγκαστικός -καλή ώρα- και τις διαβάσεις σχολαστικά, μπορεί να χάσεις κάπου τη ροή αλλά κερδίζεις αλλού: στην αγάπη για τις λεπτομέρειες της ιστορίας και στα κίνητρα για να ψάξεις παραπάνω στις πρωτότυπες πηγές ό,τι σου φάνηκε ενδιαφέρον. Αν πάλι προτιμήσεις να τις αγνοήσεις, το βιβλίο φεύγει νεράκι, έχοντας αντιμετωπίσει επιτυχώς το στοίχημα - βασικό πρόβλημα τέτοιων βιβλίων και του -κατά κανόνα- ξερού ακαδημαϊκού λόγου και της δυσκολίας να κερδίσει το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Αλλά το ζουμί για τους ρέκτες βρίσκεται πάντα στις λεπτομέρειες -και συνήθως στις υποσημειώσεις.

Στο τέλος της ανάγνωσης έχεις βγει σοφότερος σε διάφορα πεδία, επιμέρους και γενικά. Από κάποιες ειδικού ενδιαφέροντος λεπτομέρειες και ανεκδοτολογικά στοιχεία -πχ για τη διαγραφή του Αναγνωστάκη ή την επιστολή διαμαρτυρίας του Κορνάρου που συμπεριέλαβε στους αποδέκτες και μια φιλοζωική εταιρεία, εφόσον οι αρχές αρνούνταν να αντιμετωπίσουν ως ανθρώπους τους κομμουνιστές και τους πολιτικούς κρατούμενους. Και από στοιχεία για τον γραφικό αντικομμουνισμό της εποχής που ανέφερε τους κομμουνιστές ηγέτες με σλάβικες καταλήξεις (!) ή πανηγύριζε ήδη από το 1945 που δε γίναμε Αλβανία (!), δείχνοντας πόσο πρωτότυπα επιχειρήματα διαθέτει διαχρονικά αυτή η πλευρά. Μέχρι τα αδιέξοδα της φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας, ως ντροπαλής εκδοχής του τελευταίου (και τι άλλο είναι η σοσιαλδημοκρατία αν όχι η μετριοπαθής πτέρυγα του αντικομμουνισμού;), που όταν δεν αναγκάζεται να αποβάλει τα προσχήματα, περιγράφει «διορατικά» το όραμα μιας ενωμένης Ευρώπης ως αντίπαλο δέος στις δύο υπερδυνάμεις -sic- καθώς και μια μορφή ήπιου «σοσιαλισμού» σε καπιταλιστικό έδαφος -η σχετική περιγραφή του Θεοτοκά είναι η αναλυτική εκδοχή του Παπανδρεϊκού «και εις τη λαοκρατίαν πιστεύομεν», ενώ θα μπορούσε χωρίς υπερβολή να θεωρηθεί πολιτικός πρόδρομος διάφορων μεταβατικών προγραμμάτων του σύγχρονου εξωκοινοβουλίου.

Το βασικό όφελος, ωστόσο, είναι η τροφή για σκέψη πάνω σε διαχρονικά πολιτικά ζητήματα για το κομμουνιστικό κίνημα: από τη σχέση κόμματος και μετωπικών οργανώσεων -που συχνά συγχέονται στην πράξη κατά την περίοδο του ΕΑΜ και από τα ίδια τα μέλη τους- μέχρι τη διαπάλη μιας συνεπούς ταξικής προγραμματικής γραμμής με τη λογική των δημοκρατικών μετώπων και των προγραμματικών εκπτώσεων για να μην τρομάξουν και απομακρυνθούν οι δυνητικοί σύμμαχοι. Το ζήτημα των συμμαχιών και του προγράμματος ή της μαζικής δουλειάς δεν είναι απλώς λογοτεχνικές ιδιαιτερότητες, και σίγουρα δίνουν υλικό για συνειρμούς και παραλληλισμούς με την εποχή μας.

Όλα αυτά είναι μάλλον ελεύθεροι συνειρμοί παρά κανονική παρουσίαση του βιβλίου. Πιστεύω όμως ότι έτσι φαίνεται καλύτερα η πρόκληση στην οποία στάθηκε επιτυχώς ο ΒΜ και οι λόγοι που αξίζει να μελετήσει κανείς το βιβλίο. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι απλώς ένα «βιβλίο αναφοράς» για ερευνητές και ακαδημαϊκές εργασίες που ψάχνουν πηγές και σχετικές παραπομπές, αλλά σημείο αναφοράς για όσους θέλουν να εμβαθύνουν στον λογοτεχνικό κόσμο εκείνης της δεκαετίας, ως δύτες των αρχείων και της ιστορίας.

Και αν η κε του μπλοκ προβαίνει με κάποια καθυστέρηση σε αυτήν την παρουσίαση, σαν υποσημείωση στην προ εξαετίας κυκλοφορία του, δεν είναι απλώς η εξόφληση μιας οφειλής ή μια έμπρακτη αυτοκριτική για την καθυστέρηση, αλλά και μια γέφυρα για την πρόσφατη έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής» και της αντίστοιχης μελέτης του συγγραφέα για τη δεκαετία του ’30 που περιλαμβάνει εξίσου εμβληματική γεγονότα -αλλά και την περίφημη λογοτεχνική «γενιά του ’30».

Αν ήταν ταινία-σειρά, θα λέγαμε ότι πρόκειται για το... prequel της. Όπως και να έχει, διαβάζεται αυτοτελώς. Αν σας άρεσε το πρώτο μέρος, ξέρετε γιατί πρέπει να πάρετε και το δεύτερο -που όμως προηγείται χρονικά. Και αν δεν είχατε πιάσει εγκαίρως το πρώτο βιβλίο, είναι μια καλή ευκαιρία να τα πάρετε και τα δύο και να τα μελετήσετε -με όποια σειρά θέλετε- και να είστε έτοιμοι για το κλείσιμο της τριλογίας...