Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024

Ημέρες ραδιοφώνου

Θα είμαι ειλικρινής. Αν έπρεπε να γράψω κάτι αγαπησιάρικο, λόγω της ημέρας, θα ήταν μάλλον ένα κείμενο για τον μπασκετικό Άρη, με συνειρμούς που είναι η ουσία της τέχνης, που με τη σειρά της είναι η ουσία του έρωτα, το περιττό που είναι αναγκαίο κι ομορφαίνει τη ζωή μας. Αλλά αυτό θα αφορούσε ελάχιστους και θα ενοχλούσε -δικαιολογημένα- περισσότερους, ερωτευμένους και μη με την ομάδα τους, δηλαδή μια ανώτερη εταιρεία που κατά κανόνα λειτουργεί ως πλυντήριο μαύρου χρήματος.

Ίσως η καλύτερη απόδειξη της καψούρας αυτής είναι οι χαμένες εργατοώρες μπροστά από ένα ραδιοφωνάκι, πολεμώντας με παράσιτα (ντόπια και κορεάτικα), τα βραχέα και βραχύσωμους φονιάδες σαν τον Κορωνιό, για να μάθεις την εξέλιξη ενός αγώνα. Ο οποίος μπορεί να μην έκρινε τίποτα, εφόσον η πάλη των τάξεων παρέμενε ιστορικά αδικαίωτη, αλλά σήμαινε πολλά για τον ψυχισμό παιδιών που μετρούσαν τα άστρα στις φανέλες των ομάδων, γιατί κανένα σχολικό βιβλίο δεν τους έμαθε νωρίτερα τον Λουντέμη.

Κι αυτός είναι ένας χρήσιμος μεταβατικός κρίκος για να φτάσουμε τον στρατηγικό μας στόχο, δηλαδή την παγκόσμια ημέρα ραδιοφώνου, που είναι μακράν το πιο αγαπησιάρικο μέσο. Και δε χρειάζεται να ακούς «ράδιο Καψούρα» (πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος, ήδη από τα χρόνια της Αλλαγής) ή να είσαι η Μπέτυ που αφιερώνει στον Πάνο Carried Away, για να το ξέρεις αυτό.


Κι είναι τυχαίο άραγε που η μέρα του ραδιοφώνου είναι μια μέρα πριν τη γιορτή των ερωτευμένων; Ναι, εντελώς. Όσο τυχαίο είναι ότι η πρώτη είναι κολλητά, μια μέρα μετά την επέτειο της Βάρκιζας. Τουλάχιστον δεν παραδώσαμε ποτέ το όπλο της κριτικής, σύντροφοι. Αλλά το κλείσιμο του 902 ήταν επώδυνο σαν αφοπλισμός, με δάκρυα στα μάτια που κυλούσαν σε απαρηγόρητα μάγουλα με αντάρτικες γενειάδες, και με τη σκέψη πως η τηλεόραση ήταν πολύ ακριβό σπορ, πολύ μακριά από τα κυβικά μας, αλλά τη ραδιοφωνική συχνότητα δεν έπρεπε να την (παρα)δώσουμε και ήταν μεγάλη απώλεια.

Και ας ήταν το όνομά της κατάλοιπο μιας άλλης εποχής και μιας σχηματικής αντίληψης, σαν μπάντα των FM, που άφηνε όμως αριστερά μας πέντε-έξι σταθμούς, σαν εξωκοινοβούλιο των ερτζιανών, και ορισμένα ερωτήματα. Είναι άραγε ανάγκη των καιρών ένα ραδιοφωνικό αριστερόμετρο; Και ποιος να το έλεγε πως θα ερχόταν τελικά εκείνη η μέρα που η Ελληνοφρένεια θα έπαιζε (σχεδόν) στη σωστή συχνότητα αλλά σε λάθος εποχή και με λάθος ιδιοκτησιακό καθεστώς (ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αντί να είναι σοσιαλιστική κολεκτίβα);

Ραδιόφωνο λοιπόν. Όπου εν αρχή είναι ο λόγος. Λόγος μεστός, προφορικός, δομημένος, συγκροτημένος. Που αναδεικνύει ρήτορες και μεθοδικά μυαλά, που ξέρουν τι θέλουν να πουν και δε χρειάζονται σκονάκια με σημειώσεις για να τα πούνε από μέσα. Λόγος μελοποιημένος, μουσικός, μια ιδιαίτερη γλώσσα ενός άλλου αλφαβήτου που αποδίδεται με νότες σε πεντάγραμμο, χωρίς να είναι ποτέ γραμμικός και μονότονος -εξαιρούνται τα μεγάλα σου μάτια και τα απλοϊκά σουξέ κάθε εποχής.

Λόγος που απευθύνεται σε έλλογα όντα, ακροατές με κριτική ικανότητα και όχι αποβλακωμένους τηλεθεατές με ευνουχισμένη σκέψη. Αλλά θα βρίσκονται πάντα κεκράκτες τύπου Τράγκα, με άναρθρες κραυγές και το υπνωτισμένο κοινό τους, να σου χαλάν έναν ωραίο συλλογισμό και να διαλύουν το συννεφάκι της εξιδανίκευσης.

Εν αρχή βασικά είναι η μαγεία που παράγει ο έλλογος λόγος του ραδιοφώνου, η οποία θυμίζει κάτι από Βαλεντίνο. Σε κανένα άλλο μέσο δεν μπορείς να βρεις τη μαγική ερωτική χημεία μεταξύ παραγωγού και ακροατών, τις προσωπικές -αλλά απρόσωπες- σχέσεις που αναπτύσσονται, τη δέσμευση και την αφοσίωση κοινού και συντελεστή, το πάθος και το μεράκι του ερασιτέχνη που κάποτε ξεχείλιζε απ’ τους πειρατικούς σταθμούς, με την ιδιαίτερη γοητεία που έχει κάθε κουρσάρος, και ιδίως αυτός του Βασίλη (και του Λάκη), που σου παγώνει το αίμα στην κορύφωση: Φί-ιιιιιιι-λεεεεεε... (να-να-να, να-να).

Εν πολλοίς η μαγεία οφείλεται στην έλλειψη εικόνας που εξάπτει τη φαντασία και όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις για να γεμίσουν τα κενά. Και δε σου δένει τα μάτια αλλά σου επιτρέπει να τα κλείσεις νοερά για να ονειρευτείς ξύπνιος και να ταξιδέψεις.

Εν παρόδω, τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης είχαν μια πολύ πιο ραδιοφωνική ηχώ και ποπ κουλτούρα, έναν πιο «ηχητικό πολιτισμό» που έδινε βάρος στον προσεγμένο καλαίσθητο ήχο και την ακουστική απόλαυση, κάτι που μεταφερόταν ως γενικός νόμος και στην τηλεόραση, επηρεάζοντας και τους δικούς της ρυθμούς-ήχους. Σήμερα αντιθέτως, επικρατεί η δικτατορία της εικόνας, της καταιγιστικής εναλλαγής και της ταχύτατης κατανάλωσής της, οπότε σχεδόν κανείς δε νοιάζεται για καλαισθησία και ηχητική απόλαυση -ούτε καν στο ραδιόφωνο.

(Ελπίζω να γίνεται κατανοητό τι θέλω να πω και ας το εκφράζω αδόκιμα και αδύναμα. Νομίζω όμως ότι η διαφορά γίνεται εύκολα αντιληπτή σε παλιές αθλητικές μεταδόσεις ή σε ένα δελτίο ειδήσεων και τις πολιτικές συζητήσεις της εποχής. Ακόμα και σε ψυχαγωγικά σόου, που σήμερα δεν ενδιαφέρονται τόσο για βαθιές ερωτικές φωνές και καλλιεργημένους παρουσιαστές, αλλά για εντυπωσιακές γλάστρες που γεμίζουν το ντεκόρ).

Η ραδιοφωνική μαγεία δε χάνεται ούτε στα πιο ευτελή προγράμματα των αθλητικών ραδιοφώνων. Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψεις το καρδιοχτύπι και την αγωνία ενός οπαδού ακροατή, όταν ακούει φωνές για γκολ από κάποιο ανοιχτό μικρόφωνο και προσπαθεί να μαντέψει σε ποιο γήπεδο μπήκε και ποιος το έβαλε, μέχρι να γίνει η σύνδεση και να έρθει η καρδιά του στη θέση της, να φύγει στην Κούλουρη ή στον ουρανό. Τίποτα δε συγκρίνεται με τον ιερό χαβαλέ του ραδιοφωνικού Fight-Club, μιας εκπομπής-φαινόμενο που μεγάλωσε γενιές και επέστρεψε στα ερτζιανά για να καλύψει το σύνδρομο στέρησης του κοινού της -και των συντελεστών της. Ή με το ρίγος που μπορεί να προκαλέσει μια μουσική ανάμνηση, ακόμα και ένα απλό ποπ θέμα του Μισέλ Κρετού, που ανοίγει ακόμα και σήμερα το «Μικρόφωνο στα γήπεδα» στην ΕΡΑ-ΣΠΟΡ.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι πολλές αθλητικές αναμνήσεις τις ντύνουν στο μυαλό μας ραδιοφωνικές μεταδόσεις, που είναι ανώτερες από τις τηλεοπτικές, ακόμα και αν είναι το πειρατικό του «αριστερού» έμπορα Χελάκη -που δεν έχει σχέση με τους αγνούς πειρατές των FM, τον καιρό που ήταν στην ΚΝΕ.

Το ραδιόφωνο είναι μακράν το πιο δημοκρατικό μέσο, με τη μεγαλύτερη διαδραστικότητα. Η ταυτότητα ενός σταθμού δεν είναι τίποτα άλλο από το κοινό του. Και το απόλυτο μέτρο για την επιτυχία του είναι τα μηνύματα και οι κλήσεις που λαμβάνει εντός και εκτός αέρα. Ποτέ οι ακροατές δεν είναι απλώς παθητικοί δέκτες -ούτε καν όταν πιάνουν την κεραία, μπας και βρούνε καλύτερο σήμα. Κανένα άλλο μέσο δεν αφήνει τόσο ζωτικό χώρο στο κοινό του, που μπορεί να γίνει πομπός και... δημιουργός περιεχομένου, όπως το λένε στις μέρες μας. Και δύσκολο θα βρεις άλλα μέσα όπου το κοινό περιμένει τι θα πει ο λαός, από τα πιο σοβαρά σχόλια ως τη χειρότερη καζούρα.

Το ραδιόφωνο σου αφήνει μια μεγάλη γκάμα επιλογών. Μπορείς να ακούσεις πχ την αγαπημένη σου εκπομπή κονσέρβα σε άλλη μέρα και ώρα, για να γλιτώσεις και τις διακοπές για διαφημίσεις, που μπορεί να σου σπάσουν τα νεύρα κάθε Δεκέμβρη. Τίποτα δεν υποκαθιστά όμως τη ζωντανή εμπειρία. Και μπορεί να αγνοώ την πραγματικότητα και να είμαι πίσω από την εποχή μου, αλλά νομίζω πως γι’ αυτό το Web Radio και τα διάφορα podcast έχουν περιορισμένη διάδοση, σε σχέση με τη χρυσή εποχή του ραδιοφώνου -ή και τις λιγότερο ένδοξες μέρες του.

Το ραδιόφωνο είναι μαγικό γιατί είναι συνώνυμο της ελευθερίας -η οποία όμως περιλαμβάνει την ελεύθερη δέσμευση και την αφοσίωση. Έχει ως περιορισμό την απουσία οπτικής επαφής, αλλά σου αφήνει το ελεύθερο να κάνεις και κάτι άλλο παράλληλα -από οδήγηση και μαγειρική, μέχρι γυμναστική και διάβασμα ή να σερφάρεις στο διαδίκτυο. Ποτέ άλλοτε ένας περιορισμός δε σήμαινε τόσο ελευθερία.

Το οποίο έχει όμως και αντίστροφη ανάγνωση, για το «άνοιγμα» των συχνοτήτων, καθώς ποτέ άλλοτε μια «απελευθέρωση» δεν έφερε τέτοια σκλαβιά, με τόσο καταθλιπτικά αποτελέσματα. Επαναδιατύπωση. Πρέπει να πάμε στο ’44 με τους Βρετανούς για να δούμε κάτι παρόμοιο και τόση σκλαβιά με μορφή ελευθερίας.

Η περιβόητη «απελευθέρωση» των συχνοτήτων δεν τις απέδωσε τους ερασιτέχνες πειρατές των ερτζιανών και τους μερακλήδες παραγωγούς που τις λιμπίζονταν, αλλά τις παρέδωσε στην «ελεύθερη αγορά» των μονοπωλίων. Κι αυτό σε βάθος χρόνου, αντί για ποικιλία έφερε μια αφόρητη τυποποίηση. Τη δικτατορία των play-list με τις επαναλαμβανόμενες (μέχρι πλύσης εγκεφάλου) επιλογές των δισκογραφικών. Τους μυαλοπώληδες ακροατές που παρεμβαίνουν για να παπαγαλίσουν τη γνώμη που ακούν κάθε μέρα. Τους ψεύτικους, χαζοχαρούμενους παρουσιαστές, που όχι μόνο δεν έχουν κάτι να πουν αλλά επιβάλλεται (άνωθεν) να μην έχουν άποψη και να μη λένε τίποτα (ουσιώδες) πέρα από ανούσιο, ανάλαφρο και αφόρητα αβάσταχτο infotainment.

Ακόμα και έτσι όμως, το ραδιόφωνο είναι ίσως ο καλύτερος καθρέφτης της κοινωνίας -σε όλες της τις πτυχές, καλές και στραβές. Μια σχεδόν εναλλακτική ανάμνηση του παρελθόντος, που δεν προσφέρεται για χίπστερ. Και (όλο) αργοπεθαίνει, αλλά συνεχώς αντιστέκεται, με τη φωνή του, σαν αυτούς που δεν έχουν φωνή παρά μόνο όταν συντονιστούν στην ίδια ταξική συχνότητα.

Το ραδιόφωνο «αγαπά» τους κλέφτες (συχνοτήτων) αλλά πρωτίστως τους ερασιτέχνες με μεράκι, που γουστάρουν αυτό που κάνουν -όπως θα κάνουμε όλοι στην κοινωνία του μέλλοντος. Και ίσως ακουστεί λίγο μελό ή νοσταλγικό. Αλλά το ραδιόφωνο συνδέεται -όχι μόνο ημερολογιακά- με τον έρωτα, που έχει άμεση σχέση με την επανάσταση. Και -αν χρειάζεται απόδειξη για αυτό- πολύ λίγες στιγμές μπορούν να προκαλέσουν την ανατριχίλα της εκπομπής του ερασιτεχνικού (προφανώς) σταθμού των ελεύθερων (ασφαλώς) αγωνιζόμενων φοιτητών που μισό αιώνα πριν φώναζαν: Εδώ Πολυτεχνείο...

Η ανάρτηση αυτή γράφεται με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου (στις 13 Φλεβάρη) και τη μέρα του Βαλεντίνου, μια μέρα αργότερα. Και αν άργησε λίγο, είναι γιατί -ως γνωστόν- οι συνθήκες αργούν να ωριμάσουν. Που πάει να πει (πάντα και μόνο) πως αργούμε εμείς ως υποκείμενα να σταθούμε στο ύψος τους. Γιατί οι συνθήκες έχουν ωριμάσει καιρό τώρα και βασικά κινδυνεύουν να σαπίσουν, μαζί με τον γέρικο κόσμο της εκμετάλλευσης.

Κιτς/καλτ υστερόγραφα, για να μην το βαρύνουμε...


Δεν υπάρχουν σχόλια: