Σάββατο 4 Μαΐου 2024

Ένας δεν ήταν, μα διακόσιοι

Δεν είναι υπερβολή. Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις σε αυτόν τον τόπο, θα βρεις κάποιο αποτύπωμα του λαού του και των αγώνων του. Της Αντίστασης. Του κόμματος με τα τρία κόκκινα γράμματα, που έγινε η ψυχή της. Αν σκύψεις λίγο και αφουγκραστείς τα ματωμένα χώματα, τους τοίχους με τα σημάδια από τις σφαίρες, θα ακούσεις να σου ψιθυρίζουν τις ιστορίες τους, που φτιάχνουν την ιστορία αυτής της γωνιάς και του κόσμου. Κι αν κάνεις λίγη ησυχία θα ακούσεις τις τεκτονικές πλάκες της Ιστορίας να κινούνται. Θα αισθανθείς τους σεισμούς που μέλλονται να έρθουν.

Εκτός κι αν είσαι στην Καισαριανή, το μικρό Στάλινγκραντ της Ελλάδας -είναι κι αυτή μια σοβιετική γωνιά. Εκεί που οι τοίχοι δεν ψιθυρίζουν, δε μιλάνε απλώς. Εκεί η Ιστορία παραμονεύει σε κάθε γωνιά, στήνει καρτέρι σε όσους παν να την ξαναγράψουν και βροντοφωνάζει, θαρρείς με μεγάφωνο ή μάλλον με χωνί, όπως τότε. ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ. Ο δρόμος των λαών είχε τη δική του ιστορία. Κάποιοι την έγραψαν στης Καισαριανής τον τοίχο με το αίμα τους.


Ο μόνος τρόπος να μην την ακούσεις είναι να βάλεις ωτοασπίδες στα αυτιά, σαν τους συντρόφους του Οδυσσέα, που υπέκυψαν τελικά στις σειρήνες του συστήματος και αποδεκατίστηκαν, αφήνοντάς τον μόνο του, στη μοναξιά του πιονέρου και της οργανωμένης πρωτοπορίας. Ή σαν τα μέλη της Σκοπευτικής Εταιρείας, που λέρωνε σα μίασμα το Σκοπευτήριο και χρειάστηκαν αγώνες για να καθιερωθεί ως τόπος μνήμης -με πολυήμερη κατάληψη επί ΠΑΣΟΚ το ’83- και να φύγει η εταιρεία το ’16, στα χρόνια του δεύτερου ΠΑΣΟΚ, που η ιστορία επαναλήφθηκε σαν φάρσα, με την κατάθεση στεφάνου από τον Αλέξη, πριν καταλήξουμε στην φαρσοτραγωδία του Στεφάνου, σε ρόλο αριστερού εφοπλιστή.

Κι αν κάνεις λίγη ησυχία, μπορεί να ακούσεις τα κόκαλα των συντρόφων τα ιερά, των 200 -και όχι μόνο- κομμουνιστών να τρίζουν σε κάθε επίσκεψη ροζ αριστεροκάπηλων, που θεωρούν ιερή συμμαχία το ΝΑΤΟ και την ΕΕ.


Κι αν δεις προσεκτικά το σύνθημα στην πρόσοψη του Μουσείου Εθνικής Αντίστασης, θα βρεις τη διαφορά που κάνει τη διαφορά. Πως μπαίνει πρώτα ο ΕΛΑΣ ως ένοπλο τμήμα, αυτό ακριβώς που αποκηρύσσουν με «απεταξάμην» οι κήρυκες του γλυκερού αφηγήματος, για μια ομελέτα χωρίς σπασμένα αυγά. Κι αν ζούσαν τότε, με τον βοναπαρτισμό που τους διακρίνει -και δεν τους αφήνει να κρυφτούν-, θα είχαν το τέλος ενός άλλου πάλαι ποτέ σοσιαλιστή, φαφλατά και προπαντός φασίστα, που το δείχνουν συμβολικά τα κορίτσια στο βάθος της εικόνας. Κι είδε τη Σκάλα του Μιλάνου ανάποδα...

Βοναπάρτηδες το κίνημα ξέβρασε πολλούς. Αλλά -σε πλήρη αντίθεση με αυτούς- Ναπολέων ήταν ένας, μοναδικός και Σουκατζίδης. Ένας αλλά (Ναπο)λέων. Μοναδικός στο ήθος, τις γνώσεις και τις ικανότητες. Και την αυτοθυσία του, τη συγκλονιστική, την απαράμιλλη, που μιλάει από μόνη της για το ποιόν του και τις αξίες του. Και δε χρειάζεται φτιασίδια, υπερβολές και σεναριακές ευκολίες για να αναδειχθεί, ούτε να τον «ντουμπλάρεις» με έναν γοητευτικό ηθοποιό, γιατί γράφει καλύτερα στην κάμερα από τη δική του φαλάκρα. Αλλά αυτό να ’ταν το πρόβλημα της ταινίας του κυρ-Παντελή.

Όχι, δεν ήταν απλώς 200 πατριώτες, γιατί τους παρέδωσαν Έλληνες για εκτέλεση, οι φασίστες στους ομοϊδεάτες τους, σαν τελετή παραλαβής-παράδοσης, συμπατριώτες στο έθνος των εκμεταλλευτών, που μισούν από κοινού όσους σηκώνουν κεφάλι, ανάστημα, για να φέρουν τα πάνω-κάτω (όπως με τον Μουσολίνι). Αποβράσματα που έδιναν όρκο στον Φύρερ αντί να τον πολεμάνε. Μα φασίστας να πυροβολά φασίστα; Ούτε στο σινεμά τέτοια πράγματα...

Κι αν υπάρχει κάτι επίκαιρο σήμερα, είναι πχ ο βρικόλακας της Ενωμένης Ευρώπης που πίνει το αίμα των λαών. Και η πρώτη φορά που εμφανίστηκε στην ιστορία ήταν επί ναζιστικής Γερμανίας, μια καπιταλιστικά ενοποιημένη Ευρώπη, με (μισθωτούς) σκλάβους και πάμφθηνο εργατικό δυναμικό, που έχει κοινές αξίες και ιδεολογία με τη σύγχρονη. Και εδώ ο συνδετικός κρίκος δεν είναι εθνικός (η Γερμανία) αλλά ταξικός.

-Τιμάμε τους 200 της Καισαριανής, χωρίς να αποχρωματίζουμε την επέτειο, έλεγε μια σφισσα στο άνοιγμα μιας από τις εκδηλώσεις των ημερών στο Σκοπευτήριο, κι ένιωθες (βασικά εγώ) τα καρφιά να σημαδεύουν σαν πρόκες τον Βούλγαρη, σε μια εκδίκηση των «Εαμοβούλγαρων» που ήταν κομμουνιστές και για αυτό πατριώτες, αλλά δε ντρέπονταν να πουν το πρώτο, ούτε το ψιθύριζαν μονολογώντας, αλλά το βροντοφώναζαν μπρος στο απόσπασμα, με το χωνί και τις πράξεις τους, σαν την Ιστορία που έγραψαν (και δεν ξαναγράφεται ούτε στρογγυλεύεται).

Και όχι, δεν είναι θέμα κομματικού πατριωτισμού. Στους 200 υπήρχαν και κάποιοι τροτσκιστές ή δηλωσίες που είχαν διαγραφεί. Ήταν όμως Ακροναυπλιώτες, ψημένοι στο καμίνι των αγώνων, της πάλης ενάντια στην καταστολή, τις φυλακές και τα βασανιστήρια, και όχι απλά 200 παρμένοι από τον χυλό. 200 ατσάλινοι πρωτοπόροι, που οργάνωσαν το ηθικό και την αντίσταση στο κολαστήριο του Χαϊδαρίου, καταφέρνοντας να αντιστρέψουν το κλίμα της ηττοπάθειας. 200 που έπεσαν για τη ζωή, πάτησαν τον θάνατο με τον δικό τους θάνατο, ταπείνωσαν τους διώκτες τους με τις πράξεις τους και κέρδισαν την αθανασία, όχι με κάποια ανάσταση νεκρών στην οποία δεν πίστεψαν ποτέ -όπως είπε κι ο Μπελογιάννης στην απολογία του- αλλά δίνοντας όρκο αίματος στην επανάσταση, που ήταν βέβαιοι πως θα νικήσει. Κι αυτός είναι ο λόγος -πέρα από την εμβληματική ημερομηνία- που η δική τους μαζική εκτέλεση μνημονεύεται περισσότερο από άλλες, που τότε ήταν στην ημερήσια διάταξη -και αυτή έλεγε να εκτελεστούν 200 κομμουνιστές, όχι γενικά πατριώτες.

200 κομμουνιστές για έναν Γερμανό στρατηγό -και τη συνοδεία του. Ένας δεν ήταν, μα χιλιάδες. Και διακόσιοι που έγιναν μια γροθιά και ένα με τον γίγαντα λαό που θεριεύει. Κι έγινε πράξη το σύνθημα «ένας στο χώμα, χιλιάδες στον αγώνα». 200 στο Σκοπευτήριο, εκατοντάδες χιλιάδες μέλη στο ΚΚΕ και στο ΕΑΜ, ακολουθώντας τη διαλεκτική του αγώνα: να πέφτουν οι ήρωες αλλά να αυξάνονται και να πληθύνονται, να ρίχνουν το λίπασμα της λευτεριάς και να «φυτρώνουν» χιλιάδες στη θέση τους, κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους.

Γιατί όμως τους τιμούν και τους θυμούνται μόνο οι κομμουνιστές; Γιατί δεν τους τίμησε ποτέ το ελληνικό κράτος ως θύματα της ναζιστικής κατοχής;

Μα ποιος ακριβώς να τους τιμήσει; Το κράτος που τους κυνήγησε με το Ιδιώνυμο και τους έστειλε εξορία στα ξερονήσια -πριν ανακαλύψει την τουριστική κότα με τα χρυσά αυγά, που καταστρέφει τις παραλίες; Το κράτος που τους έκλεισε στα μπουντρούμια και τους παρέδωσε στους κατακτητές; Που φόρεσε γερμανική στολή για να τους πολεμήσει - εξοντώσει και υποδέχτηκε σαν «ελευθερωτές» τους Βρετανούς που το γλίτωσαν από τον «ζυγό» της Αντίστασης; Που έστησε άγαλμα της προμάχου Αθηνάς στο Πεδίο του Άρεως για να τιμήσει τους Βρετανούς, τους Αυστραλούς και τους Νεοζηλανδούς, που προστάτεψαν την πόλη από τον ΕΛΑΣ;

Υπάρχει ένα πολύ γλαφυρό επεισόδιο εκείνης της μέρας, στο Κολωνάκι. Το μεταφέρει η Λητώ Καντακουζηνού στο βιβλίο που έγραψε για τον άνδρα της και είναι απολύτως ενδεικτικό για το ταξικό ένστικτο και τις αντιδράσεις των αστών της περιοχής.

4 του Μάη, 1944. Ο Βαλής φόρεσε τη μαύρη γραβάτα του, ντύθηκα κι εγώ στα μαύρα και βγήκαμε όξω να συναντήσουμε κανά φίλο να μοιραστούμε τον πόνο μας. Στην πλατεία Κολωνακίου πέσαμε πάνω σε κάτι γνωστούς. «Γιατί μαυροντυμένοι; Τι σας συμβαίνει;» ρώτησαν ανήσυχοι.
«Διακόσιοι Έλληνες τουφεκίστηκαν σήμερα και μας ρωτάτε τι μας συμβαίνει; Σήμερα όλοι οι Έλληνες έπρεπε να μαυροντυθούμε».
«Άγγελε, δεν είσαι με τα καλά σου. Δεν ξέρετε, λοιπόν, ότι όλοι αυτοί ήτανε κομμουνισταί;»
Παγώσαμε. «Δεν ξέρω κι ούτε μ’ ενδιαφέρει. Έλληνες ήταν και πολεμούσαν τον εχθρό. Και σαν Έλληνες έχουμε το χρέος να τους πενθούμε!»
«Άγγελε, πρόσεξε, στραβό δρόμο πήρες, όλοι αυτοί θέλουν να πιον το αίμα μας».
«Τους Γερμανούς, θέλετε να πείτε...»
«Άσ’ τους Γερμανούς, πόλεμο κάνουν οι άνθρωποι. Τους άλλους, αυτούς που πενθείτε σήμερα, αυτούς να φοβάστε. Αυτοί μια μέρα θα μας πάρουνε το βιος μας, αυτοί. Άκουσε καλά αυτό που σου λέμε. Άσε τους ρομαντισμούς και σκέψου πιο ρεαλιστικά».
Ο Βαλής τούς κεραυνοβόλησε με κείνο το αυστηρό και ντρέτο βλέμμα του και δίχως μιλιά τούς γυρίσαμε την πλάτη. «Πάμε πίσω στο σπίτι μας, Λητώ...»
Με τους γονείς μας, το ίδιο θλιμμένοι, τα λέγαμε στο σαλόνι. «Σήμερα, πατέρα, δεχτήκαμε με τη Λητώ διπλό χτύπημα. Η εκτέλεση των παλικαριών στην Καισαριανή και η εκτέλεση μιας μερίδας της κοινωνίας μας. Αυτής που συναναστρεφόμαστε. Και να φανταστεί κανείς ότι είναι άνθρωποι αξίας, έντιμοι, αξιοπρεπείς. Μπροστά στο φόβο, όμως, μιας υλικής καταστροφής, χάσανε μεμιάς την ανθρωπιά τους».

Με αυτό το επεισόδιο άνοιξε την εισήγησή του ο Γκίκας στη βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου του Τζόκα για τον Σουκατζίδη και τις ρίζες του, υπό τη μορφή ιστορικού μυθιστορήματος -πιθανότατα εμπλουτισμένο σε σχέση με το θεατρικό που είχε γράψει πριν κάποια χρόνια με αντίστοιχη θεματική και ελπίζω καλύτερο από το ιστορικό μυθιστόρημα που έγραψε για την οικογένεια του «κιτρινόμαυρου» αλλά βασικά «κόκκινου» Σπύρου Κοντούλη, που είχε κι αυτός μικρασιάτικες ρίζες.

Κι αν σε αυτήν την παρουσίαση συγκεντρώθηκαν περίπου 200 άτομα -για τον συμβολισμό του πράγματος ίσως- την επόμενη μέρα στον τοίχο της Καισαριανής ήρθαν εκατό για κάθε έναν από τους διακόσιους -για τον συμβολισμό ίσως κι αυτό- και στριμώχτηκαν στον τοίχο και όπου έβρισκαν, για τη συναυλία του Λεοντή. Εσύ έμενες με την απορία πώς χωρούσαν εκεί τα πρώτα Φεστιβάλ και οι παλιότεροι μάς έδιναν τα φώτα τους για το πώς ήταν διαμορφωμένος ο χώρος τότε και πώς αξιοποιήθηκε το γήπεδο -πριν χτιστεί το κλειστό της Νήαρ Ηστ, σε μια περιοχή που συνεχίζει να αντιστέκεται στη βαρβαρότητα του Φαρ Ουεστ, που βαφτίστηκε «πολιτισμένος δυτικός κόσμος».

Το ίδιο επεισόδιο (από το Κολωνάκι) αναφέρει και ο Χαραλαμπίδης στο βιβλίο του για τους δωσίλογους. Το οποίο κάνει ένα μικρό ξεπλυματάκι στον Έβερτ της εποχής, γιατί -λέει- το Σώμα του οποίου ήταν επικεφαλής δεν είχε τόσο ενεργή κι εκτεταμένη ανάμιξη σε δωσιλογικές ενέργειες -και οι Μπουραντάδες, κύριε; Αλλά το βασικό του πλεονέκτημα, σε σχέση με την οπτική του «Τελευταίου Σημειώματος» πχ, είναι ότι κάνει ανοιχτά λόγο για την «εθνική κατοχή», που ’χε Έλληνες πρωταγωνιστές, πολιτικά και ταξικά κριτήρια, υπερβάλλοντα αντικομμουνιστικό ζήλο που υπεραίβενε οικειοθελώς τις απαιτήσεις των κατακτητών, και βασικά πολύ μεγαλύτερη έκταση από ό,τι φανταζόμαστε, πιστεύουμε ή τέλος πάντων διδασκόμαστε στα σχολεία -αν το διδασκόμαστε κι αυτό.

Για όλους αυτούς, τις οικογένειές τους και προπαντός τους πολιτικούς απογόνους τους, ίσως είναι κάπως δύσκολο να βρουν τη σωστή πλευρά της ιστορίας σε ένα εκτελεστικό απόσπασμα, με τους αντιστασιακούς από τη μια πλευρά και τους Ναζί από την άλλη να τους σημαδεύουν με τις κάννες των όπλων τους. Ξέρουν πάντα όμως να βρίσκουν εκείνη την πλευρά που υπηρετεί καλύτερα την τσέπη τους και το συμφέρον τους, ως ύψιστο ιδανικό και ιδεολογία...

ΥΓ: Λίγα πράγματα είναι πιο ωραία από το να βλέπεις να γίνεται πράξη το σύνθημα "δεν είναι αργία, είναι απεργία" για την Πρωτομαγιά, όπως την περασμένη Τετάρτη. Αντί άλλης ανταπόκρισης, αφήνω ως πρόταση το μπλουζάκι που φορούσε ένας σφος φοιτητής στο μπλοκ του ΜΑΣ, από τα γνωστά και μη εξαιρετέα Κουτσουμπίνια, που φτιάχνει το Λειρί του Κόκορα...


Δεν υπάρχουν σχόλια: