Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024

Κόκκινα μαντίλια στο Πάρκο Τρίτση

Ας αρχίσουμε όπως πρέπει, δηλαδή ανάποδα, δηλαδή με τα υστερόγραφα του τετραήμερου, για μια διαλεκτική επανασύνδεση με τα προηγούμενα.

Είναι μία, μόνο μία, η αγαπημένη Διεθνούπολη.
Κι ας μην είχε αποστολές - ΚΝ από το Πιπερού και το Αβγατηγανιστάν του Τριβιζά, όπου αργούν να ωριμάσουν τα μήλα και οι συνθήκες, αλλά έχουν εμπεδώσει τα συνθήματα της «Αλλαγής», φωνάζοντας:
άνθρωποι-ψυγεία, η ίδια συμμορία.

Είχε όμως έναν εναλλακτικό ρασταφάρη από τη Ρουμανία, που αυτή τη φορά δεν έφερε κονκάρδες Τσαουσέσκου -και είναι κρίμα- είχε βάλει όμως αφίσες στη σειρά με ηγετικές μορφές του κινήματος, όπως τον Ντεζ (που ήταν προεδρεύων στην 6η Ολομέλεια που καθαίρεσε τον Ζαχαριάδη και είναι ευτύχημα - ; - που δεν τον πήρε χαμπάρι κάνας ζαχαριαδικός παππούς, να γίνει διπλωματικό επεισόδιο και να διακοπεί το Φεστιβάλ, μέχρι να κατέβει η ρεβιζιονιστική αφίσα), και μια αρκούδα, ο Βόιτσικ! Που δεν το ’χε σκάσει από ταινία του Ξανθόπουλου, δεν ήταν συγγενής του Μίσα, ούτε άλλη σοβιετική αρκούδα, αλλά είχε τη δική της αντιφασιστική ιστορία -που μπορείτε να δείτε σε κινούμενα σχέδια ή σε ένα λήμμα της Μπριτάνικα! Και σε βάζει να σκέφτεσαι συνειρμικά συμβολικά κορεό με το Πάνθεον των ΚΚ και τελευταία προσθήκη τον Βόιτσικ -μετά τον Στάλιν και τον Μάο. Ή τον Λουκάνικο και τη Λάικα -μετά τον Κλοπ- σε μια πιο φασέικη εκδοχή.



Μα είχαμε εμείς ποτέ Μάο; Όχι. Αλλά είχαμε για λίγα χρόνια στη μεταπολίτευση το στάδιο της Νέας Δημοκρατίας -πριν το πάρει ο Καραμανλής και το κάνει κόμμα- που ήταν μαοϊκός όρος. Και αν δεις λίγο προσεκτικά ανάμεσα στις μπροσούρες για το 10ο συνέδριο, υπάρχει ένας μικρούλης Μάο -ή μια πολεμική εναντίον του.


Μιας και το «έφερε η κουβέντα», στο «Νταζβιντάνιγια» του Λάδη, θα κολλούσε γάντι στο εξώφυλλο το νοσταλγικόδάκρυ του Μίσα, από την τελετή λήξης της Μόσχας το ’80 -τότε εξάλλου, πάνω-κάτω, έκανε κι αυτός το πρώτο από τα ταξίδια του στη Σοβιετία. Κι αν φαίνεται κάπως (υπερβολικά) συναισθηματικό, έχει απαντήσει προφητικά στον πρόλογό του ο ίδιος ο συγγραφέας:
Χωρίς τα βιώματα και τα συναισθήματα, πάντα κάτι λείπει, πολύ ουσιαστικό, από την κατανόηση της πραγματικότητας.

Κι αν όλα αυτά οδηγούν σε μια μορφή εξιδανίκευσης;

Μπορεί να αφαιρέσει κανείς από την ανθρώπινη δραστηριότητα αυτή τη συναισθηματική ταύτιση με πρόσωπα και καταστάσεις, αυτόν τον «ωραιοποιητικό» φακό, που -αυτός και μόνο- αναγορεύει τα άτομα σε μαχητές για την υλοποίηση κάποιων μεγάλων στόχων; (...) Υπάρχει έκφανση του ανθρώπου χωρίς αυτή την προβολή, αυτή την εξιδανίκευση, τόσο στις προσωπικές, όσο και στις ευρύτερα κοινωνικές μας σχέσεις; (...) Κανένας διανοούμενος, επισκέπτης ή οπαδός του σοσιαλισμού δεν μπόρεσε να ξεφύγει στην πρώτη του επαφή με τη σοβιετική κοινωνία -τόσο προπολεμικά όσο και μεταπολεμικά- από αυτή την απλοποιητική γραφή, από το «θετικό δέος» μπροστά σε μια κοινωνία, όπου έλειπε -και με θετική κατοχύρωση- το κυνήγι του κέρδους και ο άκρατος ανταγωνισμός.

Όσο για την εικαστική έκθεση -τη μεγαλύτερη στο είδος της εκείνες τις μέρες- θα ήταν παράλειψη να μη γίνει ειδική αναφορά στο «σβησμένο άγαλμα του Τρούμαν», που δεν είναι μόνο συλλογικό απωθημένο του κινήματος, αλλά ό,τι πιο κοντινό έχουμε δει στο κλασικό «Λευκό πάνω στο Λευκό», με το οποίο είχε κάψει το μυαλό του κοινού της η Μηλιαρονικολάκη, πριν κάποια χρόνια, σε κάποια από τις σύντομες τρίωρες παρεμβάσεις της.


Αλλά αν το Φεστιβάλ είναι ένα ετήσιο ταξίδι που κορυφώνεται και κόβεται πάνω στο καλύτερο, τα λακωνικά σχόλια της Ελένης είναι ο ορισμός του «μας ταξίδεψες» και το πάρκο Τρίτση είναι «το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ». Κι αν σου φαίνεται πεζός και κοντινός προορισμός, είναι που δεν το έχεις κάνει σε ώρα αιχμής μέρα Φεστιβάλ, οκτώ η ώρα και νεκρός μέσα στην κίνηση, που είναι το διαλεκτικό ψευδώνυμο της πλήρους ακινησίας: να ψάχνεις μισή ώρα να παρκάρεις -κάνα χιλιόμετρο μακριά από την είσοδο- ή να γράφει αλύπητα το κοντέρ και να πέφτουν οι μονάδες στρέιτ θρου, σαν τη φεστιβαλική βρόχα.

Κι η μόνη ελπίδα να αποκαταστήσει τη φήμη της η (παρεξηγημένη) κίτρινη φυλή είναι να κοκκινίσει -και δεν εννοώ τη χώρα του Μάο, ούτε μόνο στενά τις κάλπες της άλλης βδομάδας στον ΣΑΤΑ, όπου «κόκκινοι και μπολσεβίκοι ρίχνουν ψήφο στον Μαυρίκη» για ένα ταξικό (#diplis) -ταριφικό κίνημα, που θα διαγράφει από το Σωματείο όσους έρχονται να βρουν πελάτες στο Πάρκο και αρχίζουν τα «ένας Παπαδόπουλος σας χρειάζεται».
Ναι αλλά ο Μάκης. Που βάζει διαφάνειες στις διαλέξεις του, για να πιάσει το ευρύ κοινό με σχήματα και εικόνες. Σαν κι αυτήν από τα νιάτα του.


Πώς πήγαν όμως οι υπόλοιπες ομιλίες-εκδηλώσεις του Φεστιβάλ;

Είναι πρακτικά αδύνατο -σα να εξανθρωπίζεις τον καπιταλισμό και να τετραγωνίζεις τον φαύλο κύκλο των κρίσεων υπερσυσσώρευσης- να γίνεις χίλια κομμάτια, μεταμοντέρνα, για να τα προλάβεις όλα, πέρα από σκόρπιες ψηφίδες -λίγο απ’ όλα και συχνά καθόλου από τίποτα. Αυτό που είναι εφικτό είναι να μαζέψεις μετά όλα τα βίντεο, σε μια ωραία «βιντεο-μπροσούρα», που θα μπορούσαν να γίνουν και μια ωραία έκδοση, με τα πρακτικά κάθε εκδήλωσης. Κι όταν αποχαρακτηριστούν τα φεστιβαλικά αρχεία, θα δούμε κι εκείνη την εκδήλωση με τον Παφίλη για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και όλες -και τις τρεις- θέσεις μας για τα άμεσα πρακτικά καθήκοντα: υπεράσπιση κυριαρχικών δικαιωμάτων, με ήττα της αστικής μας τάξης και δουλειά μες στον στρατό, με δικά μας ένοπλα τμήματα. Ή κάπως έτσι...

Η φετινή συζήτηση για τον πόλεμο είχε παρεμβάσεις φωτορεπόρτερ - πολεμικών ανταποκριτών. Και θα ήταν (ακόμα) πιο ενδιαφέρουσα αν ήταν λίγο πιο μικρή η εισήγηση και λίγο μεγαλύτερες οι παρεμβάσεις των φωτορεπόρτερ, που -από τη φύση της δουλειάς τους- δεν έχουν συχνά την ευκαιρία να μιλήσουν κι όταν καλούνται να χωρέσουν χιλιάδες σκέψεις και λέξεις σε λίγα λεπτά, χωρίς εικόνες, μπορεί να αγχωθούν και να μπλοκάρουν, ιδίως όταν πιέζει ο χρόνος -λόγω της βροχής, που πήγε όλο το φεστιβαλικό πρόγραμμα δυο ώρες πίσω.

Η συζήτηση για την Κούβα στη Διεθνούπολη θα ήταν η πιο ενδιαφέρουσα απ’ όλες, αν μπορούσε να γίνει ανοιχτά, χωρίς να αναζητάμε τον χαμένο χρόνο στη μετάφραση και χωρίς τις λεπτές ισορροπίες που πρέπει να κρατηθούν με τους Κουβανούς συντρόφους.

Είναι «νησί της επανάστασης» ή και της οικοδόμησης; Ποιο είναι το γενικό στρατηγικό σχέδιο; Πόσες αυταπάτες και πόση (αντικειμενική) ανάγκη υπάρχει στις υποχωρήσεις των Κουβανών; Είναι άτακτη υποχώρηση ή μια «νέα ΝΕΠ» που παίρνει υπόψη τους αρνητικούς συσχετισμούς; Είναι αναγκαίο κακό ή στρατηγική επιλογή η συμμαχία με τους BRICs; Είναι άραγε μια μορφή αξιοποίησης των εσωτερικών αντιθέσεων του ιμπεριαλισμού;

Αντί για όλα αυτά, μείναμε στα αυτονόητα που συμφωνούμε -για τις καταστροφικές συνέπειες του εμπάργκο. Και το βασικό πρόβλημα δεν είναι η αυτολεξεί ανάγνωση των τοποθετήσεων από το χαρτί -που σκοτώνει τη ζωντάνια- και η χρονοτριβή στις μεταφράσεις -που διπλασιάζουν τον χρόνο- αλλά αν μιλάμε τελικά την ίδια γλώσσα και τι αποχρώσεις έχει η διάλεκτος του καθενός. Κι είναι αλήθεια πως ένα ταξίδι στην Κούβα σε κάνει να αμφιβάλλεις για τα ισπανικά που ξέρεις- ιδίως αν τα έχεις διδαχτεί από Καστιγιάνους κονκισταδόρες...

Στη συζήτηση για την ανισοτιμία της γυναίκας και τις θεωρίες φύλου, τέθηκαν μερικά ενδιαφέροντα ερωτήματα από το κοινό. Πχ αν δεχόμαστε τον όρο «πατριαρχία», που -απ’ όσα κατάλαβα τουλάχιστον- (δεν) απαντήθηκε περιφραστικά, για την ανάλυσή μας που βλέπει τις αιτίες και το οικονομικό υπόβαθρο πίσω από τα φαινόμενα και διάφορα κατάλοιπα, με παραπομπή στο έργο του Ένγκελς -που μιλάει σαφώς για το σύστημα της πατριαρχίας. Το επόμενο ερώτημα είναι κατά πόσο αυτά τα κατάλοιπα επηρεάζουν και τους κομμουνιστές - συντρόφους, που απαντήθηκε επίσης περιφραστικά αλλά καταφατικά, με έμφαση ωστόσο στα αντίθετα παραδείγματα που αντλούμε από την πείρα του κινήματος.

Στη συζήτηση για το εργατικό κίνημα, ο Κρις Σμολς δεν ήταν απλά ο αστέρας της εκδήλωσης, αλλά ένας σταρ της χιπ-χοπ, που έκανε βασικά προθέρμανση για το free-style στη μαθητική σκηνή. Θες να γράψεις μεταξύ σοβαρού και αστείου (που είναι ένας εύκολος κι ανώδυνος τρόπος να μιλήσεις σοβαρά) πως ο Σμολς ήρθε μάλλον να ραπάρει με τους Dead Prez και σε προλαβαίνουν τα γεγονότα κι ο πρωταγωνιστής τους. Κι αν δεν είχαν γκριζάρει λίγο τα μέλη του συγκροτήματος -που δεν έχουν ούτε μια άσπρη τρίχα στην ψυχή τους- δεν παίρνω όρκο πως θα τον ξεχώριζα εύκολα ανάμεσά τους...

Οκ, ο άσπρος με το πουκάμισο είναι ο Γραμματέας...

Η Παπαρήγα η καλή έχει πει ότι είναι πρόθυμη να καθαρίζει σκάλες -και με το «πι», αν της το πει η κετουκε- αλλά η χρέωση που της πάει καλύτερα είναι να προσέχει εγγόνια (άλλων) και να βγαίνει μαζί τους φωτό για τα άλμπουμ του μέλλοντος. Και μια από τις ερωτήσεις του κοινού ήταν στην ουσία κάτι σαν «πώς νιώθετε που είστε εδώ με τη νεολαία» -χωρίς υπερβολή. Αλλά όποιος υποτιμά την Αλέκα και την περνά για θείτσα, πέφτει πολύ έξω. Η Παπαρήγα ήταν γκατζετάκιας, που είχε καλύτερο κινητό από τον ΓΑΠ και το ’χε γεμίσει εφαρμογές. Κι αν χάζευε με πλάνο βλέμμα την εισήγηση του Ζάχαρη, δεν ήταν γιατί δεν καταλαβαίνει «τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί», αλλά ίσως έπαιρνε ιδέες τι να κατεβάσει για να παίξει μετά. Η κορυφαία στιγμή διαλεκτικής (αντίφασης), ωστόσο, ήταν όταν ευχαρίστησε «τον σύντροφο και τα δυο παιδιά» που μίλησαν -όπως έλεγαν «τα παιδιά και τα κορίτσια», στα χρόνια της. Κι ας μην είναι πάντα οργανωμένα μέλη οι επαναστάτες που θα αλλάξουν τον κόσμο -όπως θίχτηκε στην εκδήλωση.

Από τις εισηγήσεις, ξεχώρισα την πολύ εύστοχη σημείωση του Πάνου για το μεταίχμιο της αντεπανάστασης, που άλλαξε θεαματικά τη θεματολογία κόμικ και παιχνιδιών, στρέφοντάς την από τις αισιόδοξες θεωρήσεις των μελλοντικών προοπτικών στον μαύρο κόσμο της δυστοπίας. Και τόνισε πως δεν μπορούμε να τα βάζουμε όλα στο ίδιο σακούλι και να ξεμπερδεύουμε λέγοντάς τα «αμερικανιές». Που είναι γενικά σωστό αλλά σηκώνει αντίλογο και συζήτηση -σε κάποια άλλη ανάρτηση.

Η συζήτηση στο στέκι αθλητισμού, τέλος, είκοσι χρόνια μετά τους καταστροφικούς αγώνες της Αθήνας και την εμβληματική φεστιβαλική εκδήλωση με τον Συρίγο και τη Λιάνα, ήταν πραγματική αποκάλυψη.

Για την παρουσία των μελών του πάνελ -όπως του δημοσιογράφου Δ. Κωνσταντινίδη από το Γκαζέτα -που θυμήθηκε πως ήταν παρών και στο πρώτο, ως πιτσιρικάς, με τους γονείς του. Για τα στοιχεία για τα στάδια που σαπίζουν και την παντελή έλλειψη σχεδιασμού. Για το σύνθημα «βγάλε κομμουνιστή δήμαρχο, για να έχεις γήπεδο», που το επιβεβαιώνει η πράξη -πχ του Πελετίδη και του Παμπελοποννησιακού Σταδίου, που είναι εξαίρεση στον κανόνα και στολίδι για τους Πατρινούς που το χαίρονται. Για τον χορηγό της Ολυμπιακής Επιτροπής, που δεν είναι άλλος από το «ΠΑΜΕ Στοίχημα». Για τους μύθους και για τα ψέματα ότι θα έχει κάθε άθλημα (Ομοσπονδία) το δικό του σπίτι και κάθε σχολείο τον δικό του γυμναστή. Και για μια σειρά παράγοντες, που ίσως να αγνοούσαν κι οι πιο μυημένοι.

Οι μονα-δικές μου ενστάσεις είναι σε κάποιες φάλτσες αποχρώσεις, σε κάποια σημεία, όπου οι καλεσμένοι άφηναν να φανεί ότι όλα αυτά είναι ελληνική ιδιαιτερότητα, ενώ στο εξωτερικό υπάρχουν άλλα δεδομένα -λυόμενες εγκαταστάσεις, γήπεδα-στολίδια, πόλεις που αλλάζουν προς το καλύτερο με τους αγώνες κτλ. Στοιχεία που πατάνε σε κάποια εμπειρική βάση, αλλά δεν αλλάζουν τον γενικό κανόνα -που είναι το κυνήγι του κέρδους- και σηκώνουν πολλή συζήτηση. Η οποία όμως δεν μπορούσε να γίνει, γιατί μας πίεζε ο χρόνος και ο κλόουν από το «Κόκκινο Αερόστατο» απέναντι, που ξεκινούσε το δικό του πρόγραμμα.

Καλά όλα αυτά, αλλά τι είναι τα κόκκινα μαντίλια στο Πάρκο Τρίτση;

Έμμεση αναφορά σε ένα ωραίο βιβλίο για τη Λατινική Αμερική. Αλλά κατά βάση αυτό ακριβώς που λέει η φράση. Η επιστροφή των θρυλικών μαντιλιών της ΚΝΕ, που ήταν εκεί στο 1ο Φεστιβάλ στου Ζωγράφου και έκαναν θραύση φέτος στον πάγκο με τα αναμνηστικά. (Μαζί με τα επετειακά μπλουζάκια. Και τις μπλούζες με τη σφεντόνα για την Παλαιστίνη. Και τις τσάντες. Και τις κάρτες με τις αφίσες από κάθε Φεστιβάλ -που είχαν μπόλικη Αλλαγή και Στάθη και...)

Λέγαμε όμως για τα μαντίλια. Που κάποιοι τα έκαναν σαλιάρες για τα μωρά τους. Και άλλοι τα έβαζαν για τη σκόνη, σαν ήρωες γουέστερν, το τελευταίο ερυθρόδερμο ΚΚ που δεν μπόρεσε να βάλει στο χέρι η Άγρια (καπιταλιστική) Δύση. Όπως στο «ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος». Για τον καλό έχουμε ένα κάρο υποψηφιότητες, για τον κακό μας τον καιρό τα φεστιβαλικά πρωτοβρόχια του Σεπτέμβρη και τώρα για άσχημο... Διονύση, ξέρεις. (Είσαι και μεταβατικός, συνδετικός κρίκος για το επόμενο κείμενο, άλλωστε).

Και δεν πιάσαμε ένα σωρό πράγματα. Για της ακρίβειας τον καιρό και το Φεστιβάλ που είναι η απάντηση στην κρίση, αλλά κι αυτό επηρεάζεται από τις ανατιμήσεις. Έξι ευρώ το εισιτήριο, 15 ευρώ η κάρτα για όλες τις μέρες, στο 1,90 το σουβλάκι -το κεμπάπ και το λουκάνικο. Κι οι σφοι-σφισσες στα ταμεία δεν είχαν άβακα, αλλά σκονάκι κι ένα χειρόγραφο πινακάκι με τα πολλαπλάσια του 1,90!

Και για τη σφισσα που άκουσε τον Βασίλη από μακριά να τραγουδά «Χρόνια Πολλά», σαν αφιέρωση στο Φεστιβάλ, και σκέφτηκε πως μια χαρά το λέει. Κι ύστερα πλησίασε και κατάλαβε ότι έπαιζε από τα μεγάφωνα -για αυτό έπιανε τις νότες ο Μπίλης, που ζούμε για να τον ακούμε -αλλά δεν ακούγεται πια. Και ποιος θα του το πει; Πώς - πότε καταλαβαίνεις πως σε έχουν πάρει τα χρόνια και «δεν πάει άλλο»;
Στον πόλεμο με πας με νεροπίστολα, μου κρύβεις κι από πάνω τον εχθρό.

Βασικά όταν κλείνεις τα 5. Ή έστω λίγο μετά τα 20. Όσο νιώθεις εδώ και 20 χρόνια περίπου. Αλλά αυτό είναι ίσως το θέμα ενός επιλόγου (για το Φεστιβάλ) που δε γράφτηκε ακόμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: