Επανασύνδεση με τα προηγούμενα:
Η Σαλούγκα είναι η πόλη των αντιθέσεων: δύο κόσμους έχει η ψυχή μου, δύση και ανατολή, τα αντίστοιχα προάστια, ο Λεξ που τα παντρεύει, γεμίζει στάδια στο κράτος των Αθηνών, που μας προσάρτησε και μας έκανε ανθυποπινέζα στον χάρτη, να ψάχνουμε τι μας φταίει στη γεωγραφία αντί να βρούμε την αντίφαση που κινεί την ιστορία ή κρατά σταματημένο το ρολόι της, όσο μένει ανεπίλυτη, σαν Γόρδιος Δεσμός. Κι άντε ο Δεσμώτης να διακρίνει το κύριο από το δευτερεύον και να βρει την απάντηση στο Αίνιγμα της Σφίγγας -είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε.
Ναι αλλά ποια είναι η βασική αντίθεση της Σαλονίκης;
Είναι ότι μένει στάσιμη, παρκαρισμένη, σα να φοβάται να χάσει τη θέση της, σε μια πόλη όπου δε βρίσκεις πού να σταθμεύσεις κι οι οδηγοί παίζουν μουσικές καρέκλες. Και δεν υπάρχουν ελεύθεροι χώροι, είναι ηθοποιοί -σαν κι εμάς.
Είναι Παπάζογλου, Νταράλας κι οι Κατσιμίχα. Ότι όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν, όπως έλεγε ο λαϊκός βάρδος που ξεκίνησε από τους Ολύμπιανς του Πασχάλη -στιγμιαίο λάθος στην καριέρα του. Ναι αλλά τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Ίδια πρόσοψη, ίδια κτίρια, ίδιο σκηνικό, σαν ανέβασμα παράστασης, κι εμείς -που δεν υπάρχουμε- κομπάρσοι στη ζωή μας, στο εξής θα παίζουμε σε αυτόν τον θίασο μόνο ως φαντάσματα -στην πόλη των Φαντασμάτων-, βουλιάζοντας στην κίνηση, που είναι ευφημισμός, ακίνητοι στο μποτιλιάρισμα, σαν μολυβένια στρατιωτάκια -δεν υπάρχουμε, είμαστε play mobil, αλλά ούτε mobil, ούτε με ακίνητα -τα πήρε η τράπεζα.
Είναι ότι η πόλη δεν ξέρει πού να βάλει τόσα ΙΧ, αλλά ονειρεύεται fly over και υποθαλάσσια, για να προσελκύσει κι άλλα. ότι έκανε 30 χρόνια να φτιάξει ένα Μετρό, που δεν ήταν σίγουρη αν το χρειάζεται, ούτε είναι ιδιαίτερα χρήσιμο -όπως έγινε. Ότι έχει τον ωραιότερο σταθμό του κόσμου, τους πιο υπερσύγχρονους σταθμούς που στάζουν (απ’ την γκάβλα, σαν σιροπιαστό) και βγαίνουν εκτός λειτουργίας, πριν καν μπουν εντός της.
Ότι πέρασε στην εποχή της πλήρους, ανεπτυγμένης
εμπορευματοποίησης, με συρμούς χωρίς οδηγούς
-για να μην έχουμε και απεργίες- αλλά τα μισά μηχανήματα
δε δουλεύουν -χωρίς να έχουν Σωματείο και αιτήματα-,
αποχή κοντά στο 50%.
Ότι το σύστημα σκάβει το λάκκο του, σαν
γερο-τυφλοπόντικας, ενώ ο μετροπόντικας έκανε
40 χρόνια να τελειώσει τις τρύπες του και το προλεταριάτο
κάνει μια τρύπα στο μετρό, όσο δε συνειδητοποιεί
τον ρόλο του ως νεκροθάφτης του κόσμου της εκμετάλλευσης,
που στέλνει πάνω μας κοράκια, με νύχια γαμψά.
Ότι καίγεται να αναδείξει το παρελθόν της -ρωμαϊκό, βυζαντινό, οθωμανικό- και τους μνηστήρες της. Παραλίγο όμως να καταστρέψει τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα της σκαπάνης, που βρέθηκαν στο λάθος μέρος, σε λάθος σύστημα. Κι έχει μια άδεια προθήκη, για να εκθέσει το μέλλον και τις προοπτικές της, σαν κενοτάφιο μια ζωής εν τάφω, όπου υπάρχουν ωστόσο διαζώματα, Άνω και Κάτω Τούμπα (=τύμβος, =τάφος) για βολεμένους και για βύσματα.
Ότι κάποιοι ασφυκτιούν με τον επαρχιωτισμό της και την έλλειψη φιλοδοξίας της, την θέλουν ζωντανή, δυναμική και εξωστρεφή, τουριστικό προορισμό, θρησκευτικό κέντρο -με σαράντα εκκλησιές σε ακτίνα ενός τετάρτου. Κι άλλοι δεν αντέχουν τόσο τζεντριφικέσο κι αναπλάσεις, την υπόγεια μεταμόρφωσή της, ότι δε βρίσκουν ένα μέρος να φαν, φτηνό κι αυθεντικό, που να μην απευθύνεται στην τσέπη τους και στους τουρίστες.
Ότι οι επισκέπτες της την κορτάρουν,
την λένε ερωτική πόλη, όμως όλοι την θέλουν για
το φαΐ της, γιατί ο έρωτας περνά από το στομάχι
και νηστικό αρκούδι δεν πηδάει.
Ότι μοιάζει πόλη για να ζεις, αλλά για
λίγες μέρες, δεν είναι για χόρταση, αλλιώς σου
πέφτει βαριά και ασήκωτη, σαν την κουζίνα και
την υγρασία της, που τρυπάει κόκαλα.
Ότι έχει ανοιχτούς ορίζοντες, θέα στο
πιάτο τον Όλυμπο. Αλλά η ομίχλη σκεπάζει τα πάντα
σαν πέπλο και το βλέμμα μετά βίας διακρίνει
τον Πύργο στην παραλία.
Ότι η υγρασία φέρνει μούχλα στα μυαλά
αλλά δε διώχνει την ξεραΐλα των ντόπιων, που
κάποτε θαύμαζαν τον Μοσκόφ και τώρα περνάν
για σπουδαία λογοτεχνία τον Ζουργό και τον
Σκαμπαρδώνη, που αυνανίζεται με ό,τι (του) θυμίζει
πατρίδα -στρατός, σημαίες, Χριστούγεννα κτλ.
Ότι ήταν κάποτε χωνευτήρι λαών και πολιτισμών,
ενώ τώρα σταυροδρόμι ψέκας, σωβινισμού και
ακροδεξιάς βλακείας, ιδανικό λίπασμα για κάθε
λογής φρούτα: από Παΐσιο (Νίκη) και Βελόπουλο
μέχρι κάθε λογής Λεβέντη.
Ότι το φοιτηταριάτο κατακτά το κέντρο
της, σε ξεγελά δίνοντας μια ψευδαίσθηση ζωής.
Αλλά όποιος θέλει να δουλέψει στο αντικείμενο,
πρέπει να ξενιτευτεί στην Αθήνα κι άλλους προορισμούς
του εξωτερικού.
Ότι όλα είναι μινιόν -κι ας μην έχει τέτοιο,
από τις αποστάσεις ως τους ορίζοντες, εκτός
από τις μερίδες στα πιάτα -ή στο χέρι. Όποιος χάνει
στα λεφτά, κερδίζει στα πιτόγυρα.
Ότι η βαρυστομαχιά και το βαρύ κλίμα
παντρεύονται με μια ελαφρά, χαλλαρή διάθεση
και μπόλικα λάμδα όπως -Λένιν, Λίμπκνεχτ, Λούξεμπουργκ-
«σε λέω», Λητή και Λαγυνά, Λαγκαδάς και Λαγκαδίκια
ή Λουδίας -ωραίο συγκρότημα.
Ότι η πόλη βουλιάζει κάθε νύχτα στη στεριά,
στην ωραιοπάθεια και τη νοσταλγία, περασμένα
μεγαλεία, ακόμα και στα αθλητικά.
Ότι γερνάμε με τις δάφνες του παρελθόντος
και την αυταπάτη πως θα ξαναφέρουμε το μπάσκετ
στον Βορρά χωρίς λεφτά, αλλά τρώμε 30 πόντους στο
Παλέ από την Καρδίτσα Γεωπονική (λες και την
μπέρδεψε ο Έβερτ με τους Μπουλς του Τζόρνταν)
και 50 από τα δεύτερα του ΠΑΟ.
Ότι αποχαιρέτησε συγκινημένοι τον
Μπουτάρη, που -χώρια όλα τα άλλα- πρότεινε, σαν
γνήσιος επιχειρηματίας, να γίνει πράξη το σύνθημα
«μια πόλη - μια ομάδα», σε κάθε άθλημα: ο ΠΑΟΚ στο
ποδόσφαιρο, ο Άρης στο μπάσκετ και ο Ηρακλής
στο βόλεϊ.
Ότι όλο σχεδόν το νοτιομακεδονικό έθνος
δεν προσκυνά σώβρακα και φανέλες, αλλά τα αφεντικά
των ομάδων τους. Και ενώ έπαθαν -δεινοπάθησαν
για την ιστορική ακρίβεια- με Μπατατούδη, Κοντομηνά,
Μυτιληναίο κτλ, δεν έμαθαν και τα μυαλά τους
πονάνε πώς να βρουν Ιβάν στη θέση του Ιβάν -που
είναι άρρωστος, αλλά έχει γίνει ήδη εικόνισμα
για τους πιστούς.
Ότι κλιματικά, γαστριμαργικά, ακόμα και πληθυσμιακά πριν από έναν αιώνα (και κάτι ψιλά), η πόλη αυτή ανήκε στα Βαλκάνια κι οι Έλληνες ήταν μικρή ψηφίδα στο μωσαϊκό των κατοίκων της. Βρέθηκε όμως κλεισμένη στα σύνορα ενός εθνικού κράτους, να αναζητά την πυξίδα της στην ιστορία. Ο αστυφύλακας ταυτότητα ζητάει, μα αυτή την ψάχνει απ’ τα 19(12). Και βουλιάζει κάθε νύχτα στη στεριά.
Ότι κάνει «κρα» για τουρίστες και συνάλλαγμα,
αλλά καιγόταν να διώξει τους αλλοεθνείς, για
να αποκτήσει συνοχή και δεν έχει μάθει ακόμα
πως το μεγαλύτερο βιολογικό πλεονέκτημα στην
εξέλιξη είναι η ποικιλία.
Ότι καμαρώνει ο καθένας σαν Σαλονικιός,
αλλά είναι ζήτημα αν έχουν εντόπιες ρίζες σε
βάθος δύο γενεών. Οι πιο πολλοί είναι Σερραίοι
-σαν τις μπουγάτσες- ή πρόσφυγες Μικρασιάτες,
που μαθαίνουν να μισούν τους «ξένους».
Ότι η βασική αντίθεση παραμένει αυτή
μεταξύ κεφαλαίου εργασίας, της νεκρής εργασίας
που ρουφά σαν βρικόλακας υπεραξία για να επιζήσει
και της ζωντανής που όταν δεν την απομυζούν,
νιώθει πως περισσεύει και μισεύει, με μάτια
δακρυσμένα.
Αλλά με τόσες αντιθέσεις, παράγωγες
και δευτερεύουσες, κάποιοι χάνουν τα ταξικά
γυαλιά τους, βλέπουν εχθρούς που δεν υπάρχουν
και ετοιμάζονται να γίνουν κρέας στα κανόνια,
μοιραίοι και άβουλοι αντάμα, προσμένοντας
ίσως κάποιο θάμα, στη ζωή τους τη μισή, που μισεύει λίγο-λίγο χωρίς να το καταλάβουν.
Κι όμως, εδώ επιβιώνει η τελευταία κόκκινη φωνή στα ερτζιανά, ο 904, που δεν ακολούθησε τη μοίρα του μεγάλου αδελφού (του 902), γιατί είχε κάπως διαφορετικό καθεστώς και έξοδα λειτουργίας.
Βρίσκεις την παλιά καλή συχνότητα, αριστερά
στην μπάντα των FM -αρχαίο όνομα, που δεν είχε προβλέψει
την ψηφιακή εποχή και τις αλλαγές στο πολιτικό
κριτήριο. Ακούς σαν μελωδία στα αυτιά το δελτίο,
για τους κόκκινους βουλευτές που καταρρίπτουν
ένα-ένα τα επιχειρήματα της αστικής προπαγάνδας
για τον προϋπολογισμό -μες στο σπιτάκι τους,
σκέφτεσαι, ακόμα υπό την επήρεια του «Μετρόπολις».
Καλησπέρα από την κατακόκκινη Σαλούγκα.
Σταματάς για μια μπουγάτσα -που βασικά είναι προϊόν ΠΟΠ- κι αγαλλιάζεις πριν καν την γευτείς, στη θέα μιας μερίδας, σχεδόν διπλής. Και στην επόμενη γωνία με το πίτσα-γύρο, που απαντά διαλεκτικά στα ψευδοδιλήμματα -σαν το Κόμμα. Αλλά η μπουκιά στέκεται στον λαιμό, μόλις πέφτεις πάνω στη γιγαντοαφίσα για μια συναυλία παπάδων -όχι Παπαροκάδων. Οκ, κάνουν περιοδεία παντού, αλλά μόνο εδώ ίσως έχουν τέτοια προβολή και νιώθουν στο φυσικό τους περιβάλλον.
Επισκέπτεσαι το Μετρό, που με το ζόρι έπιασε διψήφιο αριθμό σταθμών, για να γίνει ερώτηση στο «Πες-Βρες» κι είναι κρίμα που δεν είχε τερματικούς τη Βούλγαρη και τα Σφαγεία, σαν καλό ανέκδοτο. Μπαίνεις στον συρμό, δε νιώθεις μοναξιά, σου κρατούν συντροφιά οι ανακοινώσεις, κάθε δύο δευτερόλεπτα.
Επόμενος σταθμός (...., 1..., 2...). Πλησιάζουμε στον
σταθμό (...., 1..., 2...). Φτάσαμε στον σταθμό (...., 1..., 2...). Ευθυγράμμιση
του συρμού.
Και πάλι απ’ την αρχή.
Στα μισά της διαδρομής, νιώθεις πως είστε φίλοι, έτοιμοι να πείτε τα νέα σας. Όχι σαν την ψυχρή πρωτεύουσα, που όλα είναι κρύα και άγνωστα.
Ανεβαίνεις στη Βενιζέλου να θαυμάσεις τον καλύτερο σταθμό του κόσμου -και πώς τον κατάντησαν τώρα- και πετυχαίνεις τύπο (τον κλασικό μαλάκα) να σιχτιρίζει δυνατά για τα αρχαία, που πήγαν 20 χρόνια πίσω το έργο. Δεν είναι βαλτός, είναι ηθοποιός, αλλά εσύ καλείσαι να μάθεις πώς γίνεται η αποστασιοποίηση και να συνεχίσεις τη μέρα, χωρίς συναίσθημα και σιχτίρισμα, όπως απαιτεί ο ρόλος.
Κάπου διάβασα πως ο Βακαλόπουλος -που δεν του έλειπε το ταλέντο και οι εύστοχες επισημάνσεις, αλλά το ταξικό κριτήριο για να τον κάνει πραγματικά σπουδαίο ή σύμβολο μιας γενιάς- έλεγε ότι στη Θεσσαλονίκη δεν μπορείς να μείνεις πάνω από δεκαπέντε μέρες, γιατί θα πεθάνεις από την ευχαρίστηση. Κι είχε δίκιο. Ή περίπου.
Στην πράξη, η Θεσσαλονίκη ως σύνολο είναι μια πόλη που αν αποκτήσει ποτέ συνείδηση του ρόλου της ή αν δει ποτέ το μετρό που της έφτιαξαν, κινδυνεύει να πεθάνει από τα γέλια, μαζί με τους κατοίκους της, όπως στο μυθιστόρημα του Πάμπλο Τουσέτ για το μωσαϊκό της Ισπανίας, που θα έγραφε περίπου τα ίδια πράγματα, ακόμα κι αν ήταν Έλληνας. Η διαφορά είναι πως οι πρωταγωνιστές και οι μειονότητες θα είχαν άλλα ονόματα και το δικό του μπεστ σέλερ θα είχε ελαφρώς παραλλαγμένο τίτλο.
Το καλύτερο που μπορεί να συμβεί σε ένα μπουγατσάν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου