Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Η διαμόρφωση της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος κι η διαπάλη με τον οπορτουνισμό

Στην παρούσα ανάρτηση η κε του μπλοκ κάνει μια επιλογή αποσπασμάτων από την μπροσούρα της ιδεολογικής επιτροπής της κετουκε «θεωρητικά ζητήματα στο πρόγραμμα του κκ» και συγκεκριμένα από το κεφάλαιο για τη «διαμόρφωση της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος» και τη «διαπάλη με τον οπορτουνισμό» (σελ. 185-206). Στα αποσπάσματα αυτά παρουσιάζονται κριτικά οι επιλογές και η πορεία διαμόρφωσης της στρατηγικής της κομμουνιστικής διεθνούς. Ο αναγνώστης καλείται να ανατρέξει και στο τρέχον τεύχος της κομμουνιστικής επιθεώρησης για να διαβάσει παράλληλα τις σχετικές επισημάνσεις του μαΐλη (στο άρθρο του για τη στρατηγική του κουκουέ επί ζαχαριάδη), που θα αξιοποιηθούν και θα παρουσιαστούν σε προσεχή ανάρτηση. Μπορεί επίσης να βρει εδώ ένα παλιότερο άρθρο του κύριλλου παπασταύρου στην κομεπ με τίτλο «αναφορά στην ιστορία της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος, όπου πρωτοδιατυπώθηκαν βασικές θέσεις και συμπεράσματα αυτού του κεφαλαίου.


Η πολεμική απέναντι στη συγκροτημένη και προδοτική σοσιαλδημοκρατία (β’ διεθνή) εκ μέρους του κομμουνιστικού κινήματος, της κομμουνιστικής διεθνούς (κδ) υπήρξε έντονη σε όλη τη δεκαετία του 1920.

Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι αυτή η πολεμική δε συνοδεύτηκε πάντα από την αντίστοιχη πρακτική αφού διαχώριζε τις δυνάμεις της σε «δεξιά» και «αριστερή» σοσιαλδημοκρατία. Αυτός ο διαχωρισμός έκφραζε ταλάντευση που επικράτησε στα κόμματα της κδ σχετικά με τη στάση απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία. Ταλάντευση που αντανακλούσε και τη σχετική διαπάλη στο εσωτερικό των κομμάτων της κδ, στη διαμόρφωση της στρατηγικής της.

Κυριάρχησε η άποψη ότι τα κκ δε θα μπορούσαν να απεγκλωβίσουν εργατικές δυνάμεις που ακολουθούσαν τη σοσιαλδημοκρατία χωρίς πολιτική συμμαχιών με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Η ιστορική πείρα όμως αποδεικνύει ότι το μέρος της λαϊκής βάσης των άλλων κομμάτων κερδίζεται με το ιδεολογικοπολιτικό μέτωπο στην αστική πολιτική και τον οπορτουνισμό.

Η κδ παρά τις όποιες προσπάθειες, δεν κατάφερε να λύσει αντιφάσεις στη διαμόρφωση της ενιαίας στρατηγικής των κομμουνιστικών κομμάτων.
Η υποχώρηση της επαναστατικής ανόδου που σημειώθηκε τα επόμενα χρόνια, καθώς και η διατήρηση μεγάλης επιρροής της σοσιαλδημοκρατίας σε εργατικές μάζες έθεσαν το ζήτημα της γραμμής συσπείρωσης που θα έπρεπε να ακολουθήσει η κδ σε τέτοιες συνθήκες.

Η κδ, μετά το 3ο συνέδριό της (1921), επεξεργάστηκε σταδιακά την πολιτική του «ενιαίου μετώπου» μεταξύ των εργατών που ακολουθούσαν τους κομμουνιστές και των εργατών που ακολουθούσαν τη σοσιαλδημοκρατία. Η εκτελεστική επιτροπή (εε) της κδ συζήτησε και κατέληξε στη σχετική απόφαση στις 18 δεκέμβρη 1921. Η απόφαση επεσήμανε: «όταν μιλάμε για ενιαίο εργατικό μέτωπο, πρέπει να εννοούμε την ενότητα όλων των εργατών, που επιθυμούν να παλέψουν ενάντια στον καπιταλισμό». Η συζήτηση για το χαρακτήρα και το ρόλο του ενιαίου μετώπου συνεχίστηκε με διαφωνίες στην εε της κδ και στις γραμμές των κκ. Μια τάση απέρριπτε την ιδέα του ενιαίου εργατικού μετώπου, ενώ μια σειρά δεξιά στοιχεία μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν το ενιαίο μέτωπο ως στρατηγική συμφωνία με τη ΙΙ ή τη ΙΙ1/2 διεθνή, χωρίς αρχές.

Το 1922 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ αντιπροσώπων της κδ, της ΙΙ και ΙΙ1/2 διεθνούς. Η αντιπροσωπία της κδ, που αποτελούνταν από τους κ. τσέτκιν, ν. μπουχάριν, κ. ράντε, έκανε απαράδεκτες υποχωρήσεις, δεσμευόμενη ότι δε θα επιβληθεί η ποινή του θανάτου στην επικείμενη δίκη των 47 εσέρων που βαρύνονταν με πράξεις κατά της σοβιετικής εξουσίας και δολοφονίας κομμουνιστών και ότι στη δίκη τους θα παρευρίσκονταν αντιπροσωπίες και των τριών διεθνών.

Ο λένιν κάνοντας κριτική σε αυτές τις υποχωρήσεις σημείωνε ότι: «οι εκπρόσωποι της ΙΙ και της ΙΙ1/2 διεθνούς θέλουν το ενιαίο μέτωπο, γιατί ελπίζουν να μας εξασθενίσουν με τις υπερβολικές παραχωρήσεις που θα κάνουμε».

Το επόμενο διάστημα αναπτύχθηκε στους κόλπους της κδ προβληματισμός για τη δυνατότητα διαμόρφωσης «εργατικών κυβερνήσεων» ως κυβερνήσεων του «ενιαίου μετώπου». Το 4ο συνέδριο (1922) κατέληξε στον προσδιορισμό 5 τύπων εργατικών κυβερνήσεων που μπορούσαν να εμφανιστούν και τη στάση των κομμουνιστών απέναντι σε αυτές.

(…) (παραλείπω το απόσπασμα με τη σχετική επεξεργασία του 4ου συνεδρίου της κομιντέρν για τη στάση των κομμουνιστών απέναντι σε κάθε τύπο κυβέρνησης. Ο αναγνώστης μπορεί να τη θυμηθεί ακολουθώντας τον ηλεκτρονικό σύνδεσμο για το άρθρο του παπασταύρου στην κομεπ και να τη βρει στο μέσο περίπου της σελίδας –ή απλώς να ανατρέξει στο βιβλίο του ου. φόστερ «ιστορία των τριών διεθνών»).

Σε πολλά τμήματα της κδ κυριάρχησαν συγχύσεις στους κόλπους των κκ άρχισαν να ενισχύονται δεξιές οπορτουνιστικές απόψεις σε αντιπαράθεση προς τις θέσεις «αριστερίστικων» τάσεων άρνησης των άμεσων στόχων πάλης στα προγράμματα των κκ.

Κατά τη διάρκεια του 5ου συνεδρίου της κδ (1924) αναπτύχθηκε συζήτηση για το χαρακτήρα της εργατοαγροτικής κυβέρνησης, κυρίως για τις χώρες των βαλκανίων και της ανατολικής ευρώπης. Απορρίφθηκε επίσημα η τοποθέτηση ότι η εργατοαγροτική κυβέρνηση μπορούσε να διαμορφωθεί σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας και ουσιαστικά αναγνωρίστηκε ως δικτατορία του προλεταριάτου. Ταυτόχρονα, στο ίδιο συνέδριο αναδείχτηκαν προβλήματα στο εσωτερικό των κομμάτων και καταδικάστηκαν όλες οι δεξιές θέσεις που είχαν εμφανιστεί εκείνη την εποχή μαζί βεβαίως και με τις θέσεις των τροτσκιστών οι οποίοι διαγράφτηκαν από τις γραμμές της κδ.

Σε αυτές τις συνθήκες προέκυψε η ανάγκη διαμόρφωσης ενιαίου προγράμματος της κδ που θα εξειδικευόταν από τα εθνικά τμήματά της, τα κκ κάθε χώρας με ενιαία κριτήρια. Αυτό το ζήτημα κλήθηκε να αντιμετωπίσει το 6ο συνέδριο της κδ (1928).

Πριν και κατά τη διάρκεια του συνεδρίου εκδηλώθηκε διαπάλη με τις δεξιές οπορτουνιστικές θέσεις που εισηγήθηκε ο ν. μπουχάριν.

Στο συνέδριο υπήρξε σκεπτικισμός και διαπάλη ως προς το χαρακτήρα της επανάστασης ανά κατηγορία χωρών και κυρίως αυτών με σχετικά καθυστερημένη καπιταλιστική ανάπτυξη (με ακόμα μεγάλο μερίδιο των αγροτών στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό) αλλά και των αποικιών.

(εδώ παραλείπω το απόσπασμα που ακολουθεί με την απόφαση του 6ου συνεδρίου της κομιντέρν για τους τρεις βασικούς τύπους χωρών –ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξής τους: ανεπτυγμένου καπιταλισμού, μέσου επιπέδου και αποικίες ή μισοαποικίες- και τον χαρακτήρα της επανάστασης που αντιστοιχεί στον καθένα)

Είναι θέμα διερεύνησης η ορθότητα της μεταφοράς της επεξεργασίας των «δυο τακτικών της σοσιαλδημοκρατίας» για την τσαρική ρωσία του 1905, στις συνθήκες της δεκαετίας του 1920, ακόμα και για χώρες με άλυτα αστικοδημοκρατικά ζητήματα (πχ η διατήρηση της μοναρχίας) όπως η ελλάδα. Προς διερεύνηση είναι και η αντικειμενική εκτίμηση των μισοφεουδαρχικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή σε αυτές τις χώρες, ώστε να βαρύνουν στο χαρακτηρισμό της κοινωνίας.

Στα χρόνια του μεσοπολέμου η σοσιαλδημοκρατία πήρε ανοιχτά χαρακτηριστικά αστικού κόμματος διακυβέρνησης στα πλαίσια του αστικού πολιτικού συστήματος. Τα δύο τμήματά της (ΙΙ και ΙΙ1/1 διεθνής) ενώθηκαν σε μια ενιαία διεθνή, η οποία σταδιακά εγκατέλειψε τις όποιες επαναστατικές διακηρύξεις και υιοθέτησε θέσεις περί οργανωμένου καπιταλισμού και σταδιακού περάσματος στο σοσιαλισμό μέσω μεταρρυθίσεων.

Πρωτοστάτησε στον αντικομμουνισμό, λειτουργώντας ως συγκοινωνούν δοχείο σχετικά με την άνοδο του φασισμού σε μια σειρά χώρες, ενώ μια σειρά φασιστικές δυνάμεις ξεπήδησαν μέσα από τους κόλπους των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.

Η άνοδος του φασισμού σε μια σειρά χώρες είχε πολύπλευρη επίδραση στο κομμουνιστικό κίνημα και την κδ.

Απασχόλησε η ερμηνεία του φαινομένου και η αντιμετώπισή του από το κομμουνιστικό κίνημα σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και έντασης των προετοιμασιών για ένα νέο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, με όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, αλλά και κοινό στόχο τη συντριβή της σοβιετικής ένωσης. Οι φασιστικές δυνάμεις έδωσαν έντονο αντικομμουνιστικό χαρακτήρα στον προσανατολισμό τους, χαρακτηρίζοντας μάλιστα το σύμφωνο ανάμεσα στη γερμανία και την ιαπωνία το 1936 ως «αντι-κομιντέρν σύμφωνο».

Στους κόλπους της κδ αναπτύχθηκε προβληματισμός και διαπάλη, που καταγράφεται άλλωστε και από τους ιστορικούς της κδ (τους μετέχοντες σε αυτή). Κυριάρχησε η άποψη για την ανάγκη διαμόρφωσης ενός ευρύτερου αντιφασιστικού λαϊκού μετώπου (λμ) που θα διεκδικούσε κοινοβουλευτικά την κυβέρνηση και έτσι θα εμπόδιζε την ανάδειξη φασιστικών κυβερνήσεων και ταυτόχρονα θα απέτρεπε τη συγκέντρωση των πιο επιθετικών δυνάμεων ενάντια στην εσσδ.

Οι αποφάσεις του 7ου συνεδρίου (1935), αντανακλώντας και τη διαπάλη στις γραμμές της κδ, προέβλεπαν ορισμένες «δικλείδες», όπως πχ ότι η συγκρότηση της κυβέρνησης του λμ θα ήταν προϊόν όξυνσης της ταξικής πάλης κλπ. Στην πράξη όμως άνοιξε ο δρόμος για άνευ όρων συμφωνίες με σοσιαλδημοκρατικά και αστικά κόμματα, για άκριτη στήριξη των αστικών κυβερνήσεων στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ακόμη και παρά την αντίθετη κατεύθυνση της εε της κδ, άνοιξε η συζήτηση για ενοποίηση κομμουνιστικών κομμάτων με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κ.ά.

Η πράξη απέδειξε ότι η πολιτική του λμ δεν μπόρεσε ούτε να αντιμετωπίσει την άνοδο του φασισμού ούτε όπως ήταν φυσικό να σταματήσει τον πόλεμο.

(…) (παραλείπω μια παράγραφο για την εκδήλωση του οπορτουνισμού στο εσωτερικό της εσσδ με τις απόψεις του τροτσκιστικού και του μπουχαρινικού ρεύματος).

Στα μέσα του πολέμου (1943) η κομμουνιστική διεθνής αποφάσισε την αυτοδιάλυσή της. Αρνητική εξέλιξη για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ήταν η έλλειψη κέντρου συντονισμένης επεξεργασίας της επαναστατικής στρατηγικής για τη μετατροπή του αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ή στην ξένη κατοχή σε αγώνα για την εξουσία, ως ενιαίο καθήκον που αφορούσε το κάθε κκ στις συνθήκες της δικής του χώρας.

Ανεξάρτητα από τις αιτίες που οδήγησαν στη διάλυση της κδ, είναι αντικειμενική η ανάγκη το κομμουνιστικό κίνημα σε διεθνές επίπεδο να διαμορφώνει ενιαία επαναστατική στρατηγική, να σχεδιάζει και να συντονίζει τη δράση του απέναντι στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.


Η όλη εξέλιξη έδειξε ότι στις χώρες της κεντρικής και ανατολικής ευρώπης η αντιφασιστική πάλη οδήγησε στην ανατροπή της αστικής εξουσίας και με την άμεση διεθνιστική στήριξη των λαϊκών κινημάτων από τον κόκκινο στρατό. Ωστόσο στην καπιταλιστική δύση τα κκ δεν κατόρθωσαν να διαμορφώσουν στρατηγική μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου ή του απελευθερωτικού αγώνα σε πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας. Βρέθηκαν αδύναμα απέναντι στην ευελιξία της αστικής τάξης της χώρας τους να διαμορφώνει συμμαχίες υπεράσπισης της εξουσίας της και να αναδιατάσσει έγκαιρα τις διεθνείς συμμαχίες της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: