Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

Θ.Ν. Αρκεί να Κ.Κ.

(Συνέχεια από το προηγούμενο...)

Κι ήταν όλοι τους εκεί, η Καιτούλα και ο Σταμάτης, ο Ιζνογκούντ, ο χαλίφης της Βαγδάτης, ο πρέσβης του Ιράν, της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας -και πάλι καλά να λες που έλειπε του ξανθού γένους-, ο Σαραφιανός της ΑΡΑΣ -χωρίς το μπαλέτο της-, ο Στέφανος Τζουμάκας -χωρίς την περιβόητη ομπρέλα του.
Όμως δεν ήσουν εσύ, το σφυροδρέπανό σου,
λείπει η μισή οργανωτική και ό,τι είναι δικό σου
.
Τούτα τα παιδιά του Φλεβάρη είναι δικά τους και δικά μας. Δεν μπορεί κανείς να μας τα πάρει. Σαν τον Φλωράκη...

Τι λέγαμε όμως; Α, ναι. Η αγάπη και η (λαϊκή) ενότητα θα μας διαλύσει. Ξανά. Και αν οι Joy Division τραγουδούσαν τελικά για την Αριστερά, πριν μεταλλαχτούν σε New Order (πραγμάτων) για να μας πουν για μια Blue Monday, σαν το δευτερόβραδο της παρουσίασης; Που ήταν κατά βάθος κόκκινη, με μια σειρά ξεθωριασμένες αποχρώσεις και παρεκκλίσεις του, και ελάχιστες πινελιές γαλάζιας μελαγχολίας για τη ζωή που κυλά χωρίς να κοιτά την εφήμερη νιότη του κόσμου μας και μας επιφύλασσε ήδη μερικές μοβ πένθιμες κορδέλες για τους απόντες (του Γραμματικού και γενικώς).
Κι αν τα μάτια σου βουρκώνουν, έχουν τρόπο και δηλώνουν αγωνιστικά αισιόδοξα, με τον αστερίσκο του Γκράμσι έστω, και ας παραμένει η πάλη των τάξεων ιστορικά αδικαίωτη, και ας άλλαξαν -λέει- τα ανεμολόγια και οι ορίζοντες. Ακόμα και οι δικοί μας ίσως...

Γιατί όπως είπε ο Σκαμνάκης, πέρα από τα δεινά και τις διαψεύσεις της γενιάς του, πίσω από τα τραύματα και τους εφιάλτες που μπορεί να τους κυνηγούσαν ακόμα και την ώρα της ιερής ερωτικής πράξης, για να την διακόψουν βέβηλα, υπήρχε το βίωμα μιας γνήσιας, ακατανίκητης χαράς. Του σκοπού που τους γέμιζε, του οράματος και της προοπτικής που τους οιστρηλατούσε.
Ενώ τώρα τίποτα. Νιώθω χαρά, τόσο βαθιά...

Κι ενώ ο Σκαμνάκης εξέφραζε, όπως είδαμε, την ευγνωμοσύνη του στο ΚΚΕ της εποχής, τον (Κώστα) Τζιαντζή που τον στρατολόγησε (αλλά και στη Μαργαρίτα Γιαραλή από το Εσ. που εμψύχωνε όλους τους κρατούμενους), η Βαλαβάνη «ευγνωμονούσε» τον... αστυνομικό της φάκελο, για την ακρίβειά του και τη βοήθεια που της έδωσε για ημερομηνίες, συγκεκριμένα στοιχεία κτλ. Ο δικός της ήταν άλλωστε ένας από τους ελάχιστους που γλίτωσε από την υψικάμινο της Χαλυβουργικής, αποτελώντας πολύτιμη ιστορική πηγή. 

Στο κάψιμο των φακέλων αναφέρθηκε (επι)κριτικά, ως ιστορικός, και ο Μαργαρίτης, γιατί... άλλο συμφιλίωση και άλλο παραγραφή εγκλημάτων -της ασφάλειας, του αστικού κράτους και όσων υποτιθεται έκαψαν το μαύρο παρελθόν τους, για να το αναγεννήσουν από την τέφρα του, αλλά χωρίς ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία.
Οι ιστορικές πηγές είναι γενικά πονεμένο ζήτημα άλλωστε, ιδίως για την Ασφάλεια της Μεσογείων, σε βαθμό που μπορούμε να τις μετρήσουμε στα δάχτυλα των χεριών -χωρίς υπερβολή.

Και αυτή είναι μια καλή πάσα για να δούμε (επιτέλους) τι είπαν και οι υπόλοιποι στην παρουσίαση.

Ο Πι-Πι, που έχει σπουδαία γραφή και λέγειν (δύσκολα όμως θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο για το πολιτικό του κριτήριο τα πολλά τελευταία χρόνια), είπε μεταξύ άλλων ότι ως επαγγελματίας γραφιάς «ζηλεύει» την πένα του Μαργαρίτη, ότι το βιβλίο του θύμισε αρκετά τους «ανθρωποφύλακες» του Κοροβέση αλλά χωρίς το ίδιο ψυχοπλάκωμα (χάρη και στα ευτράπελα που αναφέραμε), και πως το δικό του «Θ.Ν.» ήταν ο Θανάσης (Σκαμνάκης) και η Νάντια (Βαλαβάνη), που ήταν δίπλα του στο πάνελ. Στο ενδιάμεσο μνημόνευσε την περίφημη φράση του αλύγιστου Πλουμπίδη πως την τιμή και την αξιοπρέπεια δεν μπορεί κανείς να στην πάρει, αν δεν την αφαιρέσεις εσύ μονάχος σου. Μια σοφή κουβέντα που έχει γενική διαχρονική ισχύ για όλους μας: για τις πιο ηρωικές μορφές, τις πιο ηρωικές γενιές και τα πιο ηρωικά κόμματα. Πόσο μάλλον για τους υπόλοιπους κοινούς θνητούς, που δε θα κερδίσουμε την αθανασία με τις πράξεις μας.

Όπως είπε άλλωστε ο Σκαμνάκης, αυτή η γενιά δεν προοριζόταν να παίξει τον ρόλο του ήρωα -που είναι έτσι και αλλιώς ζήτημα πώς ακριβώς ορίζεται-, γιατί είχε -υποτίθεται- μπροστά της την προοπτική μιας σχετικής ευημερίας-καλοπέρασης. Ενώ συνέχισε με διάφορες ποιητικές σκέψεις και αναμνήσεις, όπως στα γραπτά του στην «τελευταία λέξη» του Πριν, που θύμιζαν Αρανίτ(σ)η και δεν ήταν για πολλούς. Για την μπάλα των παιδικών του χρόνων, που έριχνε τον ασβέστη, αποκαλύπτοντας απαγορευμένα, ξεχασμένα συνθήματα (σε αντίθεση με τον γύψο που έδενε καλύτερα με το τόπι). Και για τα δύσκολα βιώματα και τις αμήχανες σιωπές (πχ με έναν σφο που δεν κράτησε στην ανάκριση) που δεν πρόλαβαν ποτέ να σπάσουν -σαν τον πάγο που χαράζει τον δρόμο.

Η επιλογή της Μάνιας Παπαδημητρίου για για την απαγγελία των αποσπασμάτων ήταν ιδανική, και όχι μόνο για το μπάσο στη φωνή της, που θα το ζήλευαν πολλοί καλλιτέχνες (όχι μόνο ηθοποιοί). Ενώ η (συγκρατούμενη) Ιωάννα Μακρή, που της έλαχε να μιλήσει αμέσως μετά την πρώτη απαγγελία, δεν είχε χρόνο να συνέλθει και διάβαζε εμφανώς βουρκωμένη την ομιλία της, από την οποία ξεχώρισε στο τέλος η αναφορά στον Νίκο Ρωμανό, γιατί τα μπουντρούμια της Ασφάλειας δε μένουν ποτέ κενά από αγωνιστές.
Στα ξεχωριστά στιγμιότυπα και η αυθόρμητη διακοπή της απαγγελίας, όταν αναφέρθηκε το όνομα του Δ. Τσακνιά, με την αφηγήτρια να κάνει αυτό που η νέα γενιά σήμερα θα έλεγε mic-drop, σε άπταιστα ελληνικά.


Ο Μαργαρίτης ξεκίνησε με μια δική του... απαγγελία αποσπασμάτων, από το Big-Bang του Στάθη Καλύβα, για την πνευματική και καλλιτεχνική άνοιξη στα χέρια της χούντας και ειδικότερα την τριετία 1970-73. Σε βαθμό που να πιστέψεις πως ήταν όλα ρόδινα και ελεύθερα, σε αντίθεση με κάτι... περιθωριακούς-αντικοινωνικούς τύπους (σαν τη Βαλαβάνη και τους συντρόφους της) που είχαν τόσο σκοτεινές αναμνήσεις από την εποχή -τα «καλύτερά μας χρόνια», που έλεγε και μια σειρά, με μεγαλύτερη ιστορική ακρίβεια από τα βιβλία του Καλύβα.
Δυο φτερά και αποτύχαμε όλοι...

Στάθηκε στο στρατηγικό αδιέξοδο της χούντας, που αναιρώντας το πολυκομματικό προσωπείο της αστικής εξουσίας, μεγάλωνε τον κίνδυνο να αναδειχτεί το ΚΚΕ μοναδική-βασική πολιτική εναλλακτική, όπως είχε συμβεί στη δικτατορία του Μεταξά. Ενώ έπιασε μια εισαγωγική παρατήρηση του βιβλίου της Βαλαβάνη, για να συμφωνήσει πως η συγγραφή της ιστορίας του ΚΚΕ δεν είναι αποκλειστικά κομματικό καθήκον, γιατί η ιστορία του ΚΚΕ είναι η ιστορία όλων μας, είτε το εχθρευόμαστε, είτε μας εχθρεύεται αυτό, είτε συμπορευόμαστε μαζί του. Είναι σημείο αναφοράς, ακόμα και στα πιο ουτοπικά, αφελή μας εγχειρήματα (και αυτό ήταν το μόνο σύγχρονο πολιτικό υπονοούμενο του Μαργαρίτη για την ΠΦΑ).

Και έχει δίκιο. Μόνο που η Ν.Β. στην εισαγωγή της λέει κάτι ελαφρώς διαφορετικό.

Πώς μπορεί να γραφτεί η ιστορία αυτών των χρόνων; Σίγουρα όχι κυρίως μέσα από το Ιστορικό Τμήμα του ίδιου του ΚΚΕ, όσο χρήσιμη κι αν είναι η λειτουργία του ως Τμήματος κι όσο αξιόλογοι ιστορικοί κι αν είναι όσοι το απαρτίζουν. Ένα κόμμα ή μια οργάνωση δεν μπορούν ποτέ να γράψουν οι ίδιοι τη δική τους ιστορία μέσα από τους δικούς τους μηχανισμούς. Αυτό είναι θέμα ατομικής και συλλογικής έρευνας και δουλειάς πριν απ’ όλα επαγγελματιών ιστορικών, ξεκινώντας απ’ αυτούς που σήμερα βρίσκονται στις γραμμές του. Αλλά και, πολύ ευρύτερα, ιστορικών που έχουν τέτοιες ανησυχίες, προβληματισμούς και προσανατολισμούς.

Το παραθέτω χωρίς σχολιασμό και χωρίς να συμφωνώ. Συμφωνώ απόλυτα όμως με όσα λέει στη συνέχεια για την ανάγκη να καταγραφούν εγκαίρως οι προσωπικές μαρτυρίες βιωμάτων δημόσιου ενδιαφέροντος, από όσους είναι ακόμα εν ζωή και θυμούνται. Κι αναρωτιέμαι, αν σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα είχε θέση το βιβλίο της Βαλαβάνη από το εκδοτικό της «Σύγχρονης Εποχής». Ασφαλώς όχι, θα ήταν μια πρόχειρη απάντηση. Γιατί όχι όμως; Γιατί να μην αξιοποιήσει το εκδοτικό μια δουλειά που ξεκίνησε με πρωτοβουλία της συντρόφισσας Α. Σωτήρη, στο πλαίσιο του ΣΦΕΑ -η δική της μαρτυρία, άλλωστε, και η λιτή δωρική έκδοση από τη «ΣΕ» έδωσε το τελικό έναυσμα στη Βαλαβάνη για να καταγράψει τη δική της μαρτυρία. Γιατί να μπαίνει πολιτικό ζήτημα, αν πρέπει να μιλήσει για κάτι που είναι η ιστορία του κόμματος -και μείνει στη μαρτυρία, γιατί ξέρει και μόνη της πως πρέπει να αποφύγει τον σκόπελο να κρίνει το παρελθόν, με μια μεταγενέστερη πολιτική ματιά; Κι αν κάποιος θεωρεί ότι υπάρχει ζήτημα (πολιτικό) και είναι αξεπέραστο, μήπως διαφωνεί με την επιλογή της ΣΕ να εκδώσει γελοιογραφίες του «Στάθη» -που είναι εξόχως πολιτικές, για να προλάβω όποιον πιστεύει πως δεν έχουν κάτι πολιτικό;

Το βιβλίο τελικά εκδόθηκε από τον «Τόπο», που έχει επικρατήσει στον ευρύτερο χώρο και είναι εκδοτική επιλογή ακόμα και για αρκετούς σ/φους -γιατί ασφαλώς δεν μπορεί να εκδίδονται όλα από τη «ΣΕ», πρακτικά μιλώντας. Κι αν μη τι άλλο, η συγκυρία σου δίνει τροφή για συγκρίσεις, πχ τι εκδίδει ο «Τόπος» (καλές ή κακές, πάντως ενδιαφέρουσες, και εύστοχες για τον σκοπό που υπηρετούν) και σε τι δίνη-κρίση μπαίνει παράλληλα το «ΚΨΜ», που κινούνταν σε παραπλήσιο χώρο, αλλά οδηγείται στο κλείσιμο του καταστήματός του στο κέντρο -ακριβώς απέναντι από τη «ΣΕ»- και δεν ξέρω αν αυτό προαναγγέλλει, σε δεύτερο χρόνο, το κλείσιμο του εκδοτικού. Το μόνο βέβαιο, προς το παρόν, είναι πως την πληρώνουν οι εργαζόμενοι.

Εκ των πραγμάτων, η πιο ιδιαίτερη τοποθέτηση ήταν ασφαλώς ενός... ασφαλίτη ή τέλος πάντων απόστρατου αξιωματικού της ΕΛΑΣ (Μπάμπης Νίκας), που δεν εκπροσωπούσε τη γενιά των ανθρωποφυλάκων της χούντας, αλλά πρόλαβε τα σταγονίδιά της (που ήταν ποταμός ολόκληρος) στο Σώμα και τον (ουδέποτε αποκαθαρμένο) κρατικό μηχανισμό, μέχρι να δούμε κάποια... «διαφορετικά φεγγάρια μετά το ’81», ενώ «μας βοηθούσε σε αυτό και το Κόμμα», όπως μας είπε, μιλώντας -άτυπα- εκ μέρους της «άλλης πλευράς». Που ήταν βασικά μαζί μας -και εμείς είμαστε «οι άλλοι», μες στις ζωές των άλλων, που παρακολουθούνται συνεχώς- αλλά άφησε ανάμικτα συναισθήματα στο κοινό.

Ξεκίνησε δυνατά με λαϊκή φωνή σαν του Χατζηχρήστου (του 16ου) και ωραία «ανέκδοτα» για τη σύλληψη του βοσκού πατέρα του, που πήγαινε να φυλάξει σκοπιά στο τμήμα -όπως του έλεγε η μητέρα του, για να μη στενοχωριέται. Και έκλεισε με την πρόταση να μοιράζεται το βιβλίο στις σχολές Αστυνομικών, για να μαθαίνουν ιστορία, -που ακούστηκε σαν ανέκδοτο σε πολλούς, ενώ ο Πι-Πι είπε πως μάλλον ο Δένδιας έχει άλλες προτεραιότητες, πχ τα φέρετρα με τη σημαία της ΕΕ.

Στο ενδιάμεσο, ο Νίκας είπε ότι δε σκοπεύει να μας κάνει μάθημα περί δημοκρατίας και τι ρόλο παίζουν τα όργανα καταστολής. Αναφέρθηκε στα 2,5 χιλιάδες μέλη του ΕΑΜ Αστυνομικών και την ηρωική οκταήμερη απεργία τους, στα χρόνια της Κατοχής. Και έδωσε ένα ιστορικό στοιχείο για το (χαμηλό) μισθό που είχαν τότε: 3.600 δραχμές -που υποψιάζομαι πως ήταν κι η βάση για το σύνθημα «τρεις και εξήντα παίρνετε...».
Είναι ζήτημα πάντως αν όλα αυτά δικαιολογούν την εκτίμηση πως «είμαστε εργάτες με στολή» και «παιδιά του ελληνικού λαού». Που πρέπει να ενόχλησε μια μερίδα του κοινού -και πάντως δεν την έπεισε να κλείσει φωνάζοντας πχ ρυθμικά: μπάτσοι-κομμούνια-μπολσεβίκοι.
Άλλο Ε.Λ.Α.Σ. και άλλο ΕΛ.ΑΣ.

Σε κάθε περίπτωση, η παρουσία του στο πάνελ της εκδήλωσης δεν ήταν τυχαία επιλογή. Ούτε προφανώς η τελική αναφορά της Βαλαβάνη στην παρουσία κάποιων αστυνομικών στο κοινό, με τους οποίους είχε άριστη συνεργασία στη Βουλή -και οι οποίοι περίμεναν στο τέλος να υπογράψει αφιέρωση στα βιβλία τους! Ήταν σχεδόν η τελευταία ειδική μνεία που έκανε -και ξάφνιασε ακόμα και μένα, που περίμενα πως θα κλείσει με το «ΙΕΚ Ψυρρή»...

Η Βαλαβάνη είχε αυτοδικαίως την τελευταία λέξη, που ήταν γεμάτη συγκίνηση και ευχαριστίες, σαν τις τελευταίες σελίδες ενός βιβλίου. Μεταξύ πολλών άλλων, μίλησε για τη σαγήνη της ιστορικής έρευνας, που έχει σχεδόν «αστυνομική» χροιά, και στέκει εμπόδιο στη μεγάλη απόφαση να ξεκινήσεις να γράφεις (για να μην τελειώσει ποτέ). Και έκανε ειδική αναφορά στους νέους, που τόλμησαν να έρθουν, να μπλέξουν με «γριές και γέρους», και με τέτοιο δύσκολο ζήτημα. Αν και λίγα πράγματα συγκρίνονται με τη σαγήνη της ιστορίας των παιδιών του Φλεβάρη και το θάρρος τους να αλλάξουν τον κόσμο -άλλο αν αυτός τα έφερε στα μέτρα τους (μερικά, όχι όλα). Και έτσι τώρα έχουμε να καθαρίσουμε εμείς γι’ αυτούς -και ας μην έχουμε κάνει ούτε ένα κλάσμα συγκριτικά.

Τουλάχιστον μας θεωρούν ακόμα νέους
Και αυτό έχει σημασία...

Να Διαβαστεί από τους νέους, ακουγόταν από όλους στο τέλος (που είναι ζήτημα πόσο διαβάζουν, αλλά αυτό είναι θέμα εποχής, όχι γενιών). Δε θα μπορούσαμε όμως να κλείσουμε με αυτά τα αρχικά (ΝΔ - Να Διαβαστεί).

Θ.Ν. - Θα νικήσουμε. (Hasta La Victoria Siempre, που έλεγε μια ψυχή).
Δ.Χ.Π. - Δε Χάσαμε Ποτέ. Είμαστε Ν.Α. (Νικητές σε Αναστολή).
Και Θ.Ν. οπωσδήποτε. Αρκεί να ΚΚ. Και να μην κκ (κάτσουμε καλά).
Γιατί είναι απ’ τα παιδιά που δεν κκ -ως μέλη του ΚΚ. Τα παιδιά του Φλεβάρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: